Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 593/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

TAKTΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης    593/2019

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών, Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη, Ελευθέριο Γεωργίλη, Εφέτη – Εισηγητή και από τη Γραμματέα Ε.Τ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι.  Η από 16.4.2018 έφεση του ηττηθέντος εναγόμενου ……….., κατά της οριστικής απόφασης 1182/2018 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία και με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η από 20.4.2017 αγωγή, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (με κατάθεση στη Γραμματεία του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 24.4.2018, αφού οι διάδικοι δεν επικαλούνται ούτε από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει επίδοση  της εκκαλουμένης, δεν παρήλθε δε διετία από τη δημοσίευσή της (άρθρα  495 §§1, 2, 511, 513 §1β, 516 §1, 517 και  518 §2 του Κ.Πολ.Δ., όπως η παρ. 2 του άρθρου 518 ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015). Περαιτέρω, η έφεση αρμοδίως φέρεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του Κ.Πολ.Δ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 §2 του ν. 3994/2011), ενώ έχει κατατεθεί το σχετικό παράβολο, ποσού εκατόν πενήντα (150) ευρώ, κατ’ άρθρο 495 §3 Α. στοιχ. γ´ του Κ.Πολ.Δ., όπως προκύπτει από το ηλεκτρονικό παράβολο του Υπουργείου Οικονομικών με αριθμό ……………, σε συνδυασμό με την από 24.4.2018 βεβαίωση εξόφλησης της Τράπεζας Πειραιώς. Πρέπει, επομένως, να γίνει η έφεση τυπικά δεκτή (άρθρο 532 του Κ.Πολ.Δ.) και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 §1 του ίδιου Κώδικα).

ΙΙ.  Ο ενάγων, ήδη εφεσίβλητος, με την από 20.4.2017 αγωγή του, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ισχυρίστηκε ότι, κατά το χρονικό διάστημα από τις 29.6.2006 έως και 16.11.2009, σύναψε τις        ειδικά αναφερόμενες διαδοχικές συμβάσεις δανείων με τον εναγόμενο, μεταβιβάζοντάς του κατά κυριότητα τα ειδικά αναφερόμενα ποσά και  συνολικά 389.000 ευρώ. Ότι, ενώ συμφωνήθηκε ότι το πιο πάνω ποσό θα το επέστρεφε ο εναγόμενος όταν αυτός θα του το ζητούσε, δεν του το κατέβαλε. Ότι με εξώδικη δήλωσή του, που επιδόθηκε στον εναγόμενο στις 22.12.2016, κατήγγειλε το δάνειο και ζήτησε από τον τελευταίο να του αποδώσει το πιο πάνω ποσό μετά την πάροδο ενός μηνός. Ότι ο εναγόμενος, αν και συνομολόγησε τη λήψη του ως άνω ποσού, αρνήθηκε να του το καταβάλει, ισχυριζόμενος ότι δεν επρόκειτο περί δανείου, αλλά για χρήματα, που έλαβε προκειμένου να τα αποδώσει σε τρίτους, για λογαριασμό αυτού (ενάγοντος). Κατόπιν τούτων, μετά από περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό, με τις προτάσεις του (άρθρα 223, 295 §1 και        297 του Κ.Πολ.Δ.), ζήτησε να αναγνωριστεί ότι ο εναγόμενος οφείλει να του καταβάλει το ως άνω ποσό των 389.000 ευρώ, από τη μεταξύ τους σύμβαση δανείου, επικουρικά δε για την περίπτωση που αυτή είναι άκυρη, σύμφωνα      με τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, με το νόμιμο τόκο από         τη δήλη ημέρα καταβολής του ποσού, άλλως από την επίδοση της αγωγής.  Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, με την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του, αφού έκρινε ότι η αγωγή ήταν επαρκώς ορισμένη, τη δέχθηκε ως νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 361, 806, 807, 904 επ. του Α.Κ., και 70 του Κ.Πολ.Δ., την έκανε δε εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη, κατά την κύρια βάση της και αναγνώρισε ότι ο εναγόμενος οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 373.167,18 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από τις 23.1.2017. Ήδη, κατά της ως άνω απόφασης παραπονείται ο εναγόμενος, με την υπό κρίση έφεσή του, για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε ν’ απορριφθεί η αγωγή.

ΙΙΙ.  Με τον πρώτο λόγο της έφεσης ο εκκαλών εκθέτει ότι η αγωγή, κατά την κύρια βάση της, έπρεπε να απορριφθεί ως αόριστη, αφού δεν ανέφερε τους όρους και την αιτία του δανείου, που φέρεται ότι έλαβε από       τον εφεσίβλητο ούτε το όφελος που θα είχε ο τελευταίος εάν του παρείχε άτοκο δάνειο, παραλείποντας να αναφέρει την αληθινή αιτία της παράδοσης του αιτούμενου χρηματικού ποσού. Ωστόσο, η αγωγή, έχοντας το περιεχόμενο που αναφέρεται πιο πάνω (σκέψη ΙΙ), είναι επαρκώς ορισμένη       και δεν απαιτούνται για την πληρότητά της περισσότερα στοιχεία. Και      τούτο διότι, κατά τις διατάξεις των άρθρων 361, 806 – 809 του Α.Κ. και 216 §1 του Κ.Πολ.Δ., ουσιώδη στοιχεία της σύμβασης δανείου, τα οποία πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο της αγωγής. με την οποία ζητείται η απόδοσή του για το ορισμένο αυτής, είναι η μεταβίβαση της κυριότητος χρημάτων ή άλλων αντικαταστατών πραγμάτων από τον δανειστή στον οφειλέτη, με αποκλειστικό σκοπόν την χρησιμοποίησή τους και μάλιστα την ανάλωσή τους από τον δεύτερο και συμφωνία των ανωτέρω για την απόδοση άλλων πραγμάτων της ιδίας ποιότητος και ποσότητος, ενώ δεν απαιτείται να αναφέρεται σ’ αυτήν εάν το δάνειο είναι έντοκο ή άτοκο, ορισμένου ή αορίστου χρόνου (Α.Π. 402/2012 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ” και Α.Π. 663/2010 Νο.Β. 2010, σελ. 2040), ούτε ο σκοπός του δανείου (Α.Π. 1802/2007 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την ίδια αιτιολογία απέρριψε τον σχετικό ισχυρισμό του εκκαλούντος ως ουσιαστικά αβάσιμο, ορθά εφάρμοσε το νόμο και πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμος ο λόγος αυτός της έφεσης.

ΙV.  Από την επανεκτίμηση όλων των εγγράφων, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (σημειώνεται ότι η τυχόν αναφορά κατωτέρω ορισμένων από τα έγγραφα αυτά είναι απλώς ενδεικτική, αφού δεν παραλείφθηκε κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς            – Α.Π. 1001/2012 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ” και Α.Π. 1628/2003 ΕλλΔ/νη 2004, σελ. 724), την ένορκη βεβαίωση …/4.9.2017 ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ………., που προσκομίζει ο εφεσίβλητος, κατόπιν νομότυπης κλήτευσης του εκκαλούντος, όπως προκύπτει από την έκθεση επίδοσης …/30.8.2017 της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών … . και την ένορκη βεβαίωση …/6.9.2017 ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, που προσκομίζει ο εκκαλών, κατόπιν νομότυπης κλήτευσης του εφεσίβλητου, όπως προκύπτει από την έκθεση επίδοσης …../1.9.2017 της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………., αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι γνωρίζονται από τη δεκαετία του 1980, οπότε συνάφθηκε σύμβαση μίσθωσης μεταξύ των εταιρειών “……..”, συμφερόντων του εφεσίβλητου και “…….”, συμφερόντων του εκκαλούντος. Δυνάμει της μίσθωσης αυτής η πρώτη εταιρεία εκμίσθωσε στη δεύτερη ένα ακίνητο, που βρίσκεται στον Άγ. Ιωάννη Ρέντη, προκειμένου η τελευταία να το χρησιμοποιήσει ως χώρο στάθμευσης φορτηγών αυτοκινήτων και απόθεσης κοντέινερ. Στο πλαίσιο της γνωριμίας τους αυτής, οι διάδικοι κατάρτισαν, κατά το χρονικό διάστημα από 29.6.2006 έως και 16.11.2009, έξι διαδοχικές συμβάσεις δανείου, σύμφωνα με τις οποίες ο εφεσίβλητος μεταβίβασε στον εκκαλούντα τμηματικά την κυριότητα του συνολικού χρηματικού ποσού των 389.000 ευρώ. Το δάνειο αυτό συμφωνήθηκε άτοκο, ο δε εκκαλών ανέλαβε την υποχρέωση να το αποδώσει στον εφεσίβλητο όταν αυτός του το ζητούσε. Έτσι, σε εκτέλεση των ανωτέρω δανειακών συμβάσεων ο πρώτος κατέβαλε στο δεύτερο: α) στις 29.06.2006 το ποσό των 100.000 ευρώ, με κατάθεση στον τραπεζικό λογαριασμό ….., που ο εφεσίβλητος διατηρούσε στην τράπεζα «…..», β) στις 22.08.2007 το      ποσό των 50.000 ευρώ, με κατάθεσή του στον τραπεζικό λογαριασμό …., του εφεσίβλητου στην ίδια τράπεζα, γ) στις 11.03.2009 το ποσό των 30.000 ευρώ, με κατάθεσή του στον ίδιο ως άνω λογαριασμό (υπό β) της τράπεζας «…..», δ) στις 09.04.2009 το ποσό των 29.000 ευρώ, με κατάθεσή του στον ίδιο ως άνω (υπό β) λογαριασμό του εφεσίβλητου στην ίδια τράπεζα, ε) στις 15.06.2009 το ποσό των 30.000 ευρώ, με κατάθεσή του στο ίδιο ως άνω  (υπό β) λογαριασμό, του εφεσίβλητου στην τράπεζα «………» και στ) στις 16.11.2009 ο εκκαλών κατέβαλε στον εφεσίβλητο το ποσό των 150.000 ευρώ, επίσης με κατάθεση στον ίδιο τραπεζικό λογαριασμό που ο τελευταίος διατηρούσε στην τράπεζα «……….». Μάλιστα, προς εξασφάλιση του εφεσίβλητου (για το ποσό του δανείου των 389.000 ευρώ), ο εκκαλών εξέδωσε εις διαταγήν αυτού (εφεσίβλητου) και του παρέδωσε μία τραπεζική επιταγή με αριθμό …., πληρωτέα στην τράπεζα «….», λευκή ως προς τα επί μέρους στοιχεία της, που αφορούσαν στο ποσό, τον τόπο και την ημερομηνία έκδοσής της. Ταυτόχρονα παρέσχε στον εφεσίβλητο την ειδική εντολή και εξουσιοδότηση να συμπληρώσει ο ίδιος την επιταγή αυτή, ως προς τα ανωτέρω ελλείποντα στοιχεία της και να την εμφανίσει προς πληρωμή στην πληρώτρια τράπεζα, σε περίπτωση που εκείνος (εκκαλών) δεν φαινόταν συνεπής ως προς την επιστροφή του ως άνω ποσού του δανείου. Περαιτέρω, ο εφεσίβλητος, με την από 15.12.2016 εξώδικη δήλωσή του, την οποία κοινοποίησε στον εκκαλούντα στις 22.12.2016, κατήγγειλε τις επίδικες δανειακές συμβάσεις και ζήτησε από τον τελευταίο να του αποδώσει το συνολικό ποσό των διαδοχικών δανειακών συμβάσεων (389.000 ευρώ) μετά την πάροδο ενός μηνός από την καταγγελία, ήτοι στις 22.01.2017. Ο εκκαλών αρνούμενος αιτιολογημένα την αγωγή, ισχυρίστηκε με τις έγγραφες προτάσεις του ότι έλαβε από τον εφεσίβλητο το ως άνω ποσό των 389.000 ευρώ, όχι όμως στο πλαίσιο σύμβασης δανείου, αλλά εμπορικής παραγγελίας (άλλως εντολής). Επιπλέον, ισχυρίστηκε ότι, βάσει της συμφωνίας τους αυτής, ο τελευταίος του ανέθεσε, λόγω των πολλών γνωριμιών που είχε στη αγορά εξαιτίας της επαγγελματικής του δραστηριότητας, να διοχετεύσει το εν  λόγω ποσό σε τρίτα φερέγγυα και αξιόπιστα πρόσωπα ή εταιρείες της απολύτου επιλογής του, με σκοπό την δανειοδότηση ή χρηματοδότησή  τους, συναλλασσόμενος μάλιστα με αυτούς στο όνομα της δικής του εταιρείας (…………..), αλλά για λογαριασμό του εφεσίβλητου, ως έμμεσος αντιπρόσωπος αυτού, καθώς και να αποδώσει τα δανεισθέντα ποσά από τους τρίτους, μέσω της ως άνω εταιρείας του, στον εφεσίβλητο με το νόμιμο τόκο, παρακρατώντας ο ίδιος ένα μικρό μέρος των ποσών αυτών ως αμοιβή για την παρεχόμενη διαμεσολάβησή του. Περαιτέρω, ο εκκαλών ισχυρίστηκε ότι σε εκτέλεση της άνω σύμβασης, διοχέτευσε τα ως άνω χορηγηθέντα σ’ αυτόν χρηματικά ποσά, στο σύνολό τους (389.000 ευρώ), σε τρίτα φυσικά πρόσωπα ή επιχειρήσεις, που αποτελούσαν τμήμα της πελατείας του και έλαβε από τα τρίτα αυτά πρόσωπα μεταχρονολογημένες τραπεζικές επιταγές, που ενσωμάτωναν το δανεισθέν κεφάλαιο μετά του νομίμου τόκου καθώς και ότι τις επιταγές αυτές οπισθογράφησε, μέσω της ως άνω εταιρείας του, στον εφεσίβλητο ή σε τρίτα πρόσωπα που εκείνος του υπέδειξε και οι οποίες (επιταγές) εξοφλήθηκαν στο σύνολό τους, στους τελευταίους κομιστές τους (είτε στον εφεσίβλητο είτε στα τρίτα πρόσωπα που ο τελευταίος του υπέδειξε προς παράδοση των επιταγών). Κατόπιν τούτων, ο εκκαλών ισχυρίστηκε ότι δεν είχε τη συμβατική υποχρέωση να αποδώσει στον ενάγοντα το ανωτέρω συνολικό ποσό των 389.000 ευρώ, αφού δεν το έλαβε για να το αναλώσει  ο ίδιος αλλά για να το χορηγήσει ως δάνειο σε τρίτα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, λειτουργώντας ως έμμεσος αντιπρόσωπος του εφεσίβλητου και για λογαριασμό του τελευταίου, με αποτέλεσμα υπόχρεοι για την καταβολή του ποσού να είναι τα τρίτα αυτά πρόσωπα, που έλαβαν τα επιμέρους ποσά και τα οποία, αυτά, συνδέονται με τον εφεσίβλητο με συμβατική σχέση του δανείου. Ωστόσο, οι ανωτέρω ισχυρισμοί του εκκαλούντος είναι αβάσιμοι. Και τούτο, διότι, αν και υποστηρίζει ότι διοχέτευσε το ως άνω καταβληθέν σ’ αυτόν ποσό σε τρίτα πρόσωπα (φυσικά ή νομικά) γνωστά σ’ αυτόν μέσω της επαγγελματικής του δραστηριότητας, δεν κατονομάζει τα πρόσωπα αυτά, χαρακτηρίζοντάς τα αορίστως ως «μέρος της πελατείας του», χωρίς να παράσχει οποιοδήποτε προσδιοριστικό στοιχείο της ταυτότητάς τους. Ούτε αναφέρει ποιο επιμέρους ποσό έδωσε, λειτουργώντας ως έμμεσος αντιπρόσωπος του εφεσίβλητου και για λογαριασμό του τελευταίου, σε  κάθε τρίτο πρόσωπο και με ποιο επιτόκιο. Επιπλέον, δεν δικαιολογεί (ο εκκαλών), πειστικά γιατί, αν και επικαλείται ότι ο ίδιος ουδεμία ευθύνη έφερε από την υποτιθέμενη σύμβαση παραγγελίας που φέρεται πως συνήψε με  τον εφεσίβλητο, οπισθογράφησε, μέσω της εταιρείας του, τις επιταγές που φέρεται να παρέλαβε από τους τρίτους προς εξόφληση του δανείου, όπως ο ίδιος αναφέρει με τις έγγραφες προτάσεις του (αν και δεν προσκομίζεται   η πίσω όψη των επιταγών αυτών), αναλαμβάνοντας έτσι και εκείνος αξιογραφική ευθύνη από τις εν λόγω επιταγές και δεν τις παρέδωσε με ένα έγγραφο παράδοσης επιταγών, ούτε γιατί παράδωσε εις διαταγήν του εφεσίβλητου την ..-… λευκή επιταγή από λογαριασμό που τηρούσε στην τράπεζα «……», αναλαμβάνοντας και πάλι αξιογραφική ευθύνη, γεγονότα δηλαδή που έρχονται σε αντίφαση με τα όσα αυτός υποστηρίζει. Επιπλέον, εφόσον ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι το ποσό των 389.000 ευρώ, που έλαβε από τον εφεσίβλητο, συμφωνήθηκε να το δανείσει σε τρίτους, με το νόμιμο τόκο, παρακρατώντας ο ίδιος ένα μικρό μέρος των ποσών αυτών ως αμοιβή για την παρεχόμενη διαμεσολάβησή του, θα έπρεπε να επιστρέψει, πάντα σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, μεγαλύτερο ποσό από αυτό των 389.000 ευρώ, κατά τους νόμιμους τόκους, ενώ δεν αναφέρει ούτε ποιο ήταν το ποσό που συμφωνήθηκε να λάβει ως αμοιβή για τη διαμεσολάβησή του αυτή. Περαιτέρω, ο εκκαλών ισχυρίστηκε ότι η απαίτηση του εφεσίβλητου πηγάζει από σύμβαση εμπορικής παραγγελίας, που καταρτίστηκε μεταξύ εμπόρων, εφόσον τόσο αυτός όσο και ο εφεσίβλητος, διαθέτουν το μεγαλύτερο μέρος των μετοχών των εταιρειών τους και ως   εκ τούτου τυγχάνουν έμποροι, με αποτέλεσμα να έχει υποκύψει στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 250 Α.Κ., αφού από το τέλος τους έτους της χορήγησης σ’ αυτόν (εκκαλούντα) του τελευταίου επιμέρους ποσού των 150.000 ευρώ (31.12.2009), μέχρι και το χρόνο άσκησης της ένδικης αγωγής, έχει παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της πενταετίας. Η ανωτέρω ένσταση παραγραφής είναι μη νόμιμη, διότι η νομική βάση της αγωγής,  δεν είναι η σύμβαση εμπορικής παραγγελίας, που υπόκειται σε πενταετή παραγραφή αλλά η σύμβαση δανείου, η οποία και αποδείχθηκε, που υπόκειται σε εικοσαετή παραγραφή. Αλλά και αν ήθελε υποτεθεί ότι η ανωτέρω ένσταση παραγραφής υποβάλλεται για την περίπτωση που η επίδικη συμβατική σχέση μεταξύ των διαδίκων ήθελε κριθεί ως σύμβαση παραγγελίας και όχι ως σύμβαση δανείου, αλυσιτελώς προβάλλεται, αφού στην περίπτωση αυτή η αγωγή θα ήταν απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη, λόγω μη απόδειξης της ιστορικής και νομικής βάσης αυτής, χωρίς την ανάγκη περαιτέρω εξέτασης τυχόν παραγραφής της αγωγικής αξίωσης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε όμοια και απέρριψε την ένσταση παραγραφής, ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει ν’ απορριφθεί ο δεύτερος λόγος της έφεσης κατά το πρώτο σκέλος του. Περαιτέρω, ο εκκαλών ισχυρίστηκε ότι ακόμα κι αν ήθελε υποτεθεί ότι καταρτίστηκε μεταξύ αυτού και του ενάγοντος σύμβαση δανείου, η σύμβαση αυτή είναι άκυρη ως εικονική, εφόσον κάτω από αυτήν καλύπτεται σύμβαση εμπορικής παραγγελίας, την οποία όλα τα συμβαλλόμενα μέρη πράγματι ήθελαν να καταρτίσουν και η οποία είναι έγκυρη και ισχυρή, εφόσον συντρέχουν όλοι οι όροι που απαιτούνται για τη σύστασή της. Ο ανωτέρω ισχυρισμός, ο οποίος αποτελεί νόμιμη ένσταση σχετικής εικονικότητας, κατ’ άρθρο 138 §2 Α.Κ., πρέπει ν’ απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, αφού, εκτός των όσων αναφέρθηκαν παραπάνω σχετικά με τις αντιφάσεις στον ισχυρισμό του εκκαλούντος, ως προς την κατάρτιση, μεταξύ αυτού και του εφεσίβλητου, σύμβασης εμπορικής παραγγελίας, που δεν αποδείχθηκε, ο εκκαλών δεν έδωσε καμία, πολύ περισσότερο πειστική, εξήγηση για το ποια  η σκοπιμότητα της σύναψης, μεταξύ των διαδίκων, μίας «κρυπτόμενης» σύμβασης παραγγελίας, κάτω από μια «φαινόμενη» σύμβαση δανείου, από τη στιγμή μάλιστα που η εν λόγω σύμβαση δανείου καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων προφορικά και άτυπα, χωρίς να λάβει οποιαδήποτε δημοσιότητα και χωρίς να γνωστοποιηθεί σε οποιονδήποτε τρίτο. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που, με την ίδια αιτιολογία, απέρριψε την ένσταση εικονικότητας, ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει ν’ απορριφθεί ο δεύτερος λόγος της έφεσης κατά το δεύτερο σκέλος αυτού  ως αβάσιμος. Περαιτέρω ο εκκαλών ισχυρίστηκε ότι, σε κάθε περίπτωση, το ως άνω καταβληθέν σ’ αυτόν ποσό των 389.000 ευρώ, έχει αποδοθεί ολοσχερώς στον εφεσίβλητο ως εξής : α) ποσό 242.769,54 ευρώ, με δέκα έξι επιταγές,  τις …………, τις οποίες ο τελευταίος έλαβε από τα τρίτα πρόσωπα έναντι εξόφλησης του δανείου που χορήγησε σ’ αυτά για λογαριασμό του εκκαλούντος και τις οποίες ο ίδιος οπισθογράφησε, μέσω της ως άνω εταιρείας του «…..», είτε στον ίδιο τον εφεσίβλητο, είτε στα τρίτα πρόσωπα που εκείνος του υπέδειξε και οι οποίες εξοφλήθηκαν. Από    τις ανωτέρω επιταγές, πλην των δύο πρώτων, με αριθμούς …-. και …-. και ποσών 4.000 και 4.382,82 ευρώ αντίστοιχα, τις οποίες ο ίδιος ο εφεσίβλητος συνομολογεί ότι έλαβε και εισέπραξε (όπως και ποσό 7.500 ευρώ σε μετρητά), οι υπόλοιπες επιταγές δεν αποδείχθηκε ότι λήφθηκαν από τον τελευταίο, πολύ περισσότερο ότι εξοφλήθηκαν, αφού προσκομίζεται  μόνο η εμπρόσθια όψη τους και όχι η οπίσθια, με αποτέλεσμα να μην αποδεικνύεται ούτε σε ποιον οπισθογραφήθηκαν ούτε εάν εξοφλήθηκαν. Εξάλλου, ο τελευταίος, έχοντας το βάρος απόδειξης της πληρωμής των επιταγών και κατ’ επέκταση της απόδειξης της ένστασης εξόφλησης, που υπέβαλε δεν προσκόμισε βεβαιώσεις από την πληρώτρια Τράπεζα για την πληρωμή τους ούτε αντίστοιχες αποδείξεις παραλαβής ή πληρωμής από   τον εφεσίβλητο. β) Επιπλέον, ισχυρίστηκε (ο εκκαλών) ότι κατέβαλε στον εφεσίβλητο ποσό 108.156,56 ευρώ, με την εξόφληση του από 07.03.2012 ιδιωτικού συμφωνητικού διακανονισμού χρέους, προερχόμενου από τραπεζικές επιταγές, τις οποίες αυτός (εκκαλών) έλαβε από τα τρίτα πρόσωπα έναντι εξοφλήσεως του δανείου που χορήγησε σ’ αυτά, για λογαριασμό του εφεσίβλητου. Ότι τις επιταγές αυτές ο ίδιος οπισθογράφησε, μέσω της εταιρείας του «……….», στα κατονομαζόμενα τρίτα πρόσωπα που του υπέδειξε ο τελευταίος, αλλά δεν πληρώθηκαν κατά την εμφάνισή τους προς πληρωμή, με αποτέλεσμα να εκδοθούν εις βάρος του διαταγές πληρωμής (οι ….. του Ειρηνοδίκη Πειραιά και η ……. του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών), ενώ για μία επιταγή ασκήθηκε αγωγή. Ούτε το ποσό αυτό αποδείχθηκε ότι καταβλήθηκε σε υποδεικνυόμενα από τον εφεσίβλητο πρόσωπα, γεγονός το οποίο άλλωστε αρνείται ο τελευταίος. Σημειωτέον ότι, παρά το γεγονός ότι από τα συμβαλλόμενα μέρη στο ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό (………. από τη μία και η εταιρεία “…………” από την άλλη) συνέταξαν τόσο το τελευταίο όσο και το από 15.10.2014 πρωτόκολλο παράδοσης – παραλαβής των σχετικών αξιογράφων, ουδέν σχετικό αναγράφεται στα έγγραφα αυτά περί εξόφλησης μέρους του ποσού των 389.000 ευρώ από τον εκκαλούντα. Μάλιστα, ο εφεσίβλητος αποδίδει  την οφειλή αυτή του εκκαλούντος σε ύπαρξη σύμβασης δανείου της  εταιρείας του, από τους ως άνω αντισυμβαλλόμενούς της. Τέλος, ο εκκαλών ισχυρίστηκε γ) ότι ποσό 30.678,25 ευρώ, παρέδωσε στον εφεσίβλητο με άλλες επιταγές, που κατά τον πιο πάνω (υπό α) τρόπο εξοφλήθηκαν, είτε στον τελευταίο είτε στα υποδεικνυόμενα από αυτόν πρόσωπα. Και ο ισχυρισμός του αυτός δεν αποδείχθηκε, αφού δεν προσκόμισε κάποιο έγγραφο για την απόδειξη της φερόμενης μεταβίβασης στον εφεσίβλητο των εν λόγω επιταγών, καθώς και της εξόφλησής τους σ’ αυτόν από τις πληρώτριες τράπεζες, μόνη δε η ένορκη βεβαίωση της συζύγου του εκκαλούντος, δεν κρίνεται επαρκής. Σημειωτέον ότι ο εκκαλών, το πρώτον με τις προτάσεις του ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, επικαλείται ότι εξόφλησε μέρος της απαίτησης του εφεσίβλητου, κατά το ποσό των 10.000 ευρώ με την επιταγή …….. της Συνεταιριστικής Τράπεζας Πελοποννήσου, που εκδόθηκε στην Αθήνα, στις 10.11.2011, από  την εταιρεία “……..” εις διαταγήν της εταιρείας “……… ”. Μάλιστα, προσκομίζει και το σώμα της επιταγής, ισχυριζόμενος ότι την βρήκε τυχαία στην πλήρη της μορφή. Ωστόσο ο ισχυρισμός του αυτός περί εξόφλησης του ποσού με την επιταγή αυτή δεν είχε προταθεί με τις προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, με αποτέλεσμα να αποτελεί νέο ισχυρισμό, κατ’ άρθρο 527 Κ.Πολ.Δ., που προβάλλεται απαραδέκτως ενώπιον του Εφετείου, εφόσον η μη έγκαιρη προβολή του οφείλεται σε υπαιτιότητα  του εκκαλούντος (αμέλεια), χωρίς ο τελευταίος να αποδείξει το δικαιολογημένο της όψιμης αυτής προβολής του (Α.Π. 1162/2017, Α.Π. 1144/2015 και Α.Π. 585/2011 όλες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”), γενομένου δεκτού και του σχετικού ισχυρισμού του εφεσίβλητου. Και τούτο, ανεξαρτήτως του ότι, παρά το γεγονός ότι ο εκκαλών επικαλείται πως την επιταγή αυτή, που είχε οπισθογραφηθεί στην εταιρεία του “……………”, παρέδωσε στον εφεσίβλητο, δεν υπάρχει οπισθογράφηση προς αυτόν, αλλά προς την κόρη του, ………. Κατόπιν τούτων, η νόμιμη ένσταση εξόφλησης (άρθρο 416 του Α.Κ.) του εκκαλούντος πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως και κατ’ ουσία βάσιμη, μόνο ως προς το ποσό των 15.832,82 ευρώ, το οποίο, όπως και ο ίδιος ο εφεσίβλητος συνομολόγησε έλαβε από αυτόν (εκκαλούντα), ενώ ο τελευταίος εξακολουθεί να οφείλει στον πρώτο το ποσό των 373.167,18 ευρώ. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που, με την ίδια, κατά βάση, ως άνω αιτιολογία που συμπληρώνεται με αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ.), κρίνοντας όμοια, έκανε εν μέρει δεκτή την ένσταση εξόφλησης, ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει ν’ απορριφθούν ως αβάσιμοι ο τέταρτος και ο πέμπτος λόγοι της έφεσης. Τέλος, ο εκκαλών ισχυρίστηκε ότι ο εφεσίβλητος άσκησε την ένδικη αξίωσή του καθ’ υπέρβαση της καλής πίστης, των συναλλακτικών ηθών και του κοινωνικού και οικονομικού σκοπού του δικαιώματός του, κατά παράβαση του άρθρου 281 του Α.Κ., διότι, ενώ γνωρίζει ότι έχει λάβει το συνολικό ποσό των 389.000 ευρώ, από τη μεταξύ τους σύμβαση παραγγελίας, από την οποία ο ίδιος ουδεμία προσωπική ευθύνη έφερε για την επιστροφή του ανωτέρω ποσού, εντούτοις επιδιώκει να λάβει εις διπλούν το ποσό αυτό. Επιπλέον, ότι η αδράνεια του εφεσίβλητου για τη διεκδίκηση του ποσού αυτού του δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση ότι είχε λάβει όλα τα χρήματά του και ότι δεν θα αξίωνε κάτι περαιτέρω. Η ένσταση αυτή, ανεξαρτήτως του ουσιαστικής της αβασιμότητας, αφού, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, δεν αποδείχθηκε ότι ο εφεσίβλητος, πλην του ποσού των 15.832,82 ευρώ, έλαβε το υπόλοιπο ποσό των 373.167,18 ευρώ προς ολοσχερή εξόφληση της απαίτησής του, είναι νόμω αβάσιμη, αφού ουσιαστικά συνιστά άρνηση των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν την αγωγή, ενώ και αληθή υποτιθέμενα δεν συνιστούν κατάχρηση δικαιώματος. Εξάλλου, μόνη η επικαλούμενη από τον εκκαλούντα μακροχρόνια αδράνεια του εφεσίβλητου να ασκήσει το δικαίωμά του δεν αρκεί για την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 281 Α.Κ., αφού, προς τούτο, απαιτείται να συντρέχουν και άλλα περιστατικά ή ειδικές συνθήκες και περιστάσεις που προέρχονται από τη συμπεριφορά του ιδίου, από τα οποία, ενόψει και της αδράνειας του δικαιούχου, να δημιουργήθηκε εύλογα η πεποίθηση στον οφειλέτη για τη μη άσκησή του (Ολ.Α.Π. 1/1997 Ελλ.Δ/νη 1997, σελ. 534), περιστατικά τα οποία ουδόλως επικαλείται ο εκκαλών. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την ίδια, κατά βάση, ως άνω αιτιολογία που συμπληρώνεται με αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 του Κ.Πολ.Δ.), απέρριψε την ανωτέρω ένσταση, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, απορριπτόμενου, ως ουσιαστικά αβάσιμου του τρίτου λόγου της έφεσης.

  1. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση έφεση ως ουσιαστικά αβάσιμη, να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου των εκατόν πενήντα (150) ευρώ, που κατατέθηκε από τον εκκαλούντα και να καταδικαστεί ο τελευταίος, λόγω της ήττας του (άρθρα 69 §1, 68 §1, 63          §1 στοιχ. i περ. α, β του ν. 4194/2013, 176, 183 και 191 §2 του Κ.Πολ.Δ.), στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης του εφεσίβλητου, για τον παρόντα      βαθμό δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του σχετικού νόμιμου αιτήματός του τελευταίου, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την από 16.4.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2018 έφεση του εκκαλούντος, κατά       της οριστικής απόφασης 1182/2018 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του κατατεθέντος από       τον εκκαλούντα παραβόλου, ποσού εκατόν πενήντα (150) ευρώ, που αναφέρεται στο σκεπτικό.  Και

Καταδικάζει τον εκκαλούντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων  του εφεσίβλητου, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει  στο ποσό των δέκα τριών χιλιάδων διακοσίων (13.200) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις   4 Ιουλίου 2019.

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και αντ΄ αυτής,

λόγω μεταθέσεως

και αναχωρήσεώς της,

η αρχαιότερη της

συνθέσεως Εφέτης,

Γεωργία Λάμπρου.

 

 

Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, στις   27 Σεπτεμβρίου  2019, με άλλη σύνθεση, λόγω μεταθέσεως και αναχωρήσεως της Προέδρου Εφετών,  Αμαλίας Μήλιου, αποτελουμένη από τους Δικαστές, Γεωργία Λάμπρου, Προεδρεύουσα Εφέτη, Αικατερίνη Κοκόλη και Ελευθέριο Γεωργίλη,  Εφέτες, και με Γραμματέα την Ελένη Τσίτου, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και   των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ                                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΕΦΕΤΗΣ