Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 594/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

TAKTΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

 Αριθμός Απόφασης    594/2019

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών, Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη, Ελευθέριο Γεωργίλη, Εφέτη – Εισηγητή και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι.  Οι από 5.11.2017 και από 8.12.2017 εφέσεις των ηττηθέντων εναγομένων ……. και ……… αντίστοιχα, κατά της οριστικής απόφασης 518/2017 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία και με  την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η από 17.1.2011 αγωγή, έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, με κατάθεση στη Γραμματεία του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου [( α) ως προς τον εκκαλούντα στην υπό στοιχείο Α έφεση, στις 6.12.2017 – εντός της προθεσμίας των τριάντα ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης, αφού η προσβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε σ’ αυτόν στις 9.11.2017, όπως προκύπτει από την επισημείωση του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά ……, σ’ αυτήν (άρθρα 495, 511, 513 §1β, 516 §1, 517 και 518 §1 του Κ.Πολ.Δ.)] και β) ως προς τον εκκαλούντα στην υπό στοιχείο Β έφεση, στις 8.12.2017, αφού οι διάδικοι δεν επικαλούνται ούτε από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει, επίδοση της εκκαλουμένης, δεν παρήλθε δε διετία από τη δημοσίευσή της (άρθρα 495 §§1, 2, 511, 513 §1β, 516 §1, 517 και 518 §2  του Κ.Πολ.Δ., όπως η παρ. 2 του άρθρου 518 ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015). Περαιτέρω, η έφεση αρμοδίως φέρεται για συζήτηση ενώπιον  του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του Κ.Πολ.Δ., όπως αντικαταστάθηκε με  το άρθρο 4 §2 του ν. 3994/2011), ενώ έχουν κατατεθεί τα σχετικά παράβολα, ποσού εκατόν πενήντα (150) ευρώ, κατ’ άρθρο 495 §3 Α. στοιχ. γ´ του Κ.Πολ.Δ., όπως προκύπτει από τα ηλεκτρονικά παράβολα του Υπουργείου Οικονομικών α) …….., σε συνδυασμό με την από 5.12.2017 βεβαίωση εξόφλησης της Εθνικής Τράπεζας, ως προς τον εκκαλούντα στην υπό στοιχείο Α έφεση και β) ……..,     σε συνδυασμό με την από 8.12.2017 βεβαίωση εξόφλησης της Τράπεζας Eurobank Ergasias Α.Ε., ως προς τον εκκαλούντα στην υπό στοιχείο Β έφεση. Πρέπει, επομένως, να γίνουν (οι εφέσεις) τυπικά δεκτές (άρθρο 532 Κ.Πολ.Δ.) και, αφού συνεκδικαστούν, εφόσον υπάγονται στην ίδια διαδικασία, είναι συναφείς μεταξύ τους και κατά την  κρίση του Δικαστηρίου, διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης (άρθρα 31 και 246 του Κ.Πολ.Δ.), να ερευνηθούν περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 §1 του ίδιου Κώδικα).

ΙΙ.  O ενάγων, ήδη εφεσίβλητος και στις δύο εφέσεις, με την από 17.1.2011 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../2013 αγωγή του, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ισχυρίστηκε ότι η μητέρα του, την 1.10.2003, του μεταβίβασε, με το …../2003 συμβόλαιο, την κυριότητα των ειδικά αναφερόμενων ακινήτων, τα οποία είχε αποκτήσει με έκτακτη χρησικτησία. Ότι ο αρμόδιος Υποθηκοφύλακας αρνήθηκε να μεταγράψει το ως άνω συμβόλαιο στα οικεία βιβλία, με την αιτιολογία ότι για τέσσερα από αυτά η περιγραφή τους ήταν ελλιπής, ενώ η σχετική αίτηση, που κατέθεσε, ώστε να υποχρεωθεί ο τελευταίος να το μεταγράψει, απορρίφθηκε τελεσίδικα. Ότι επειδή εν τω μεταξύ η δικαιοπάροχός του – μητέρα των διαδίκων είχε ήδη αποβιώσει, κληρονομούμενη εξ αδιαθέτου, από αυτόν, τους εναγομένους και την αδερφή τους, …………., μεταξύ άλλων και ως προς την ενοχική της υποχρέωση, να τον συνδράμει για τη συμπλήρωση του ως άνω συμβολαίου. Ότι μόνο η αδερφή συναίνεσε στη συμπλήρωση αυτού, αντίθετα με τους εναγομένους. Κατόπιν τούτων, ζήτησε να καταδικαστούν   οι τελευταίοι σε δήλωση βούλησης, προκειμένου να συμπράξουν στη συμπλήρωση του ως άνω συμβολαίου. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, με την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του, αφού έκρινε ότι η αγωγή ήταν επαρκώς ορισμένη, τη δέχθηκε ως νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 288, 369, 513, 1710, 1813 του Α.Κ. και 949 του Κ.Πολ.Δ., έκανε δε αυτήν δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και καταδίκασε τους εναγομένους στην αιτούμενη δήλωση βούλησης. Ήδη, κατά της ως άνω απόφασης παραπονούνται οι τελευταίοι, με τις υπό κρίση  εφέσεις τους, για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτές λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της, ώστε ν’ απορριφθεί  η αγωγή.

III.   Με τον πρώτο λόγο της υπό στοιχείο Α έφεσης ο εκκαλών σ’ αυτήν εκθέτει ότι η αγωγή του εφεσίβλητου έπρεπε να απορριφθεί ως αόριστη, αφού δεν ανέφερε σε ποιες πράξεις έπρεπε να συμπράξουν οι εκκαλούντες, ενώπιον ποιας αρχής, ποιο το περιεχόμενο των δηλώσεών τους και σε τι αποσκοπούν, αφού δεν υπάρχει αίτημα στην αγωγή περί μεταγραφής της απόφασης ή αν πρέπει να μεταγραφεί κάποιο συμβόλαιο. Ωστόσο, η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη, αφού προσδιορίζονται ακριβώς τα ακίνητα, των οποίων η περιγραφή (η οποία συμπληρώνεται) ήταν ελλιπής, με τη σύνταξη συμβολαιογραφικής πράξης ενώπιον της συμβολαιογράφου που συνέταξε το αρχικό συμβόλαιο, που είχε συνάψει ο εφεσίβλητος με την ήδη θανούσα μητέρα του, στη θέση της οποίας υπεισήλθαν οι εκκαλούντες, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της, ώστε να μπορέσει το τελευταίο να μεταγραφεί (Α.Π. 1396/2005 Ελλ.Δ/νη 2008, σελ. 729). Σημειωτέον ότι στην απόφαση για την καταδίκη σε δήλωση βούλησης δεν πρέπει να περιλαμβάνεται διάταξη για τη μεταγραφή της, αφού αυτή συνιστά υποχρέωση εκ του νόμου των αρμόδιων υπαλλήλων, σε περίπτωση δε άρνησής τους χωρεί προσφυγή στο δικαστήριο (Βασ. Βαθρακοκοίλης, Ερμηνεία κατ’ άρθρο ΚΠΟΛΔ, 1997, άρθρο 949 αρ. 38, σελ. 627). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, απέρριψε την ανωτέρω ένσταση, έστω και με ελλιπή αιτιολογία, που συμπληρώνεται          με αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 του Κ.Πολ.Δ.), δεν έσφαλε ως προς         την εφαρμογή του νόμου, απορριπτόμενου ως ουσιαστικά αβάσιμου του  δεύτερου λόγου της έφεσης αυτής.

  1. Κατά τις διατάξεις των άρθρων 1192 και 1198 του Α.Κ. κάθε εν ζωή δικαιοπραξία με την οποία επέρχεται μεταβίβαση της κυριότητας επί ακινήτου υποβάλλεται σε μεταγραφή, χωρίς την οποία δεν συντελείται η μεταβίβαση της κυριότητας αυτού. Εφόσον όμως δεν τάσσεται στο νόμο προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να γίνει η μεταγραφή του οικείου συμβολαίου, αυτή μπορεί να γίνει οποτεδήποτε και παράγει έκτοτε πλήρη τα αποτελέσματα της, αρκεί μόνο να μην προηγηθεί αυτής για το ίδιο ακίνητο άλλη μεταγραφή τίτλου μεταβιβαστικού της κυριότητας υπέρ τρίτου προσώπου. Επομένως, αυτή μπορεί να γίνει και μετά το θάνατο εκείνου που μεταβίβασε την κυριότητα        και μάλιστα τόσο πριν από την αποδοχή της κληρονομιάς αυτού από          τον κληρονόμο του, όσον και μετά την αποδοχή αυτή, ακόμα και μετά τη μεταγραφή κατά το άρθρο 1193 του Α.Κ., της δηλώσεως του κληρονόμου      για αποδοχή της κληρονομιάς, γιατί ο κληρονόμος αυτός δεν αποκτά έναντι εκείνου προς τον οποίο έγινε η μεταβίβαση μεγαλύτερα δικαιώματα από εκείνα που είχε εκείνος που κληρονομήθηκε, βαρυνόμενος ως καθολικός διάδοχος του να εκπληρώσει όλες τις υποχρεώσεις τις οποίες, ο κληρονομηθείς είχε εγκύρως αναλάβει εν ζωή (Α.Π. 167/2014 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ” και Α.Π. 645/2003 Ελλ.Δ/νη 2004, σελ. 1048). Προς την εκδοχή δε αυτή δεν αντίκειται ούτε η διάταξη του άρθρου 1033 του Α.Κ., με την οποία ορίζεται ο τρόπος με τον οποίο γίνεται η κτήση ακινήτου με σύμβαση, αλλά ούτε και η διάταξη του άρθρου 1199 του ίδιου Κώδικα, κατά την οποία  με τη μεταγραφή κατά το άρθρο 1193 Α.Κ. η κυριότητα ή άλλο εμπράγματο δικαίωμα σε ακίνητο θεωρούνται ότι περιήλθαν στον κληρονόμο ή στον κληροδόχο από το θάνατο του κληρονομουμένου, με την επιφύλαξη των διατάξεων για την αναβλητική αίρεση ή προθεσμία. Και αυτό γιατί με την τελευταία διάταξη του άρθρου 1199, που συνάδει προς την καθιερούμενη        με το άρθρο 1846 Α.Κ. αυτοδίκαιη κτήση της κληρονομιάς από τον κληρονόμο μόλις γίνει η επαγωγή, με την επιφύλαξη  της διάταξης του άρθρου 1198 του Α.Κ. σκοπήθηκε από το νομοθέτη να παρασχεθεί προστασία στον κληρονόμο και στον κληροδόχο έναντι τρίτων προσώπων και όχι η κτήση από αυτούς      με τη διαδοχή δικαιωμάτων περισσοτέρων από εκείνα που είχε ο ίδιος ο κληρονομούμενος (Α.Π. 167/2014 ό.π.).
  2. Στην προκείμενη περίπτωση και οι δύο εκκαλούντες (ο πρώτος με τον τέταρτο λόγο της υπό στοιχείο Α. έφεσης και ο δεύτερος με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου της υπό στοιχείο Β. έφεσης) ισχυρίζονται ότι η   υπό κρίση αγωγή δεν ήταν νόμιμη, διότι, εφόσον το επικαλούμενο από τον εφεσίβλητο συμβόλαιο δεν έχει μεταγραφεί, δεν έχουν ενοχική υποχρέωση λόγω κληρονομικής διαδοχής, λαμβανομένου υπόψη και του ότι η αίτηση      για μεταγραφή του (συμβολαίου) έχει απορριφθεί τελεσίδικα, καθιστώντας το άκυρο. Ότι επιπλέον, με τον τρόπο αυτό ο εφεσίβλητος ζητεί να υποχρεωθούν να του μεταβιβάσουν την κυριότητα των αναφερόμενων ακινήτων, κατά τα ποσοστά που την έχουν αποκτήσει, λόγω κληρονομικής διαδοχής, χωρίς αντάλλαγμα. Ωστόσο, υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή και σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη, η μεταγραφή του τίτλου της κυριότητας μπορεί να γίνει και μετά το θάνατο εκείνου που τη μεταβίβασε και μάλιστα όχι μόνο πριν από την αποδοχή της κληρονομιάς αυτού από τον κληρονόμο του, αλλά και μετά την αποδοχή αυτή, ακόμα και μετά τη μεταγραφή κατά το άρθρο 1193 του Α.Κ., της δηλώσεως του κληρονόμου για αποδοχή της κληρονομίας. Και τούτο διότι ο κληρονόμος αυτός δεν αποκτά έναντι εκείνου προς τον οποίο έγινε η μεταβίβαση μεγαλύτερα δικαιώματα απ’ όσα είχε εκείνος που κληρονομήθηκε, βαρυνόμενος ως καθολικός διάδοχος του να εκπληρώσει όλες τις υποχρεώσεις τις οποίες είχε εγκύρως αναλάβει εν ζωή ο κληρονομηθείς. Σημειωτέον ότι το υπό κρίση συμβόλαιο που συντάχθηκε μεταξύ του εφεσίβλητου και της μητέρας των διαδίκων δεν έχει καταστεί άκυρο, λόγω της ελλιπούς περιγραφής κάποιων ακινήτων, όπως διατείνονται οι εκκαλούντες, αλλά μη μετεγγραπτέο, με αποτέλεσμα να απαιτείται η συμπλήρωσή του από την πωλήτρια και ήθη θανούσα μητέρα των διαδίκων, την ενοχική δε αυτή υποχρέωση, κληρονόμησαν και οι εκκαλούντες, ως εξ αδιαθέτου καθολικοί διάδοχοί της. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο απέρριψε τον ανωτέρω ισχυρισμό, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου, απορριπτόμενων ως ουσιαστικά αβάσιμων των σχετικών λόγων των εφέσεων.

VΙ.   Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού, καθώς και απ’ όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (σημειώνεται ότι η τυχόν αναφορά πιο     κάτω ορισμένων από τα έγγραφα αυτά είναι απλώς ενδεικτική, αφού δεν παραλείφθηκε κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς            – Α.Π. 1001/2012 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ” και Α.Π. 1628/2003 ΕλλΔ/νη 2004, σελ. 724), την ένορκη βεβαίωση …./8.4.2014 ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιά …….., που προσκομίζει ο εναγόμενος ………., κατόπιν νομότυπης κλήτευσης του ενάγοντος, όπως προκύπτει από την έκθεση επίδοσης …./3.4.2014 του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών … …., εκτός από τις από 2.11.2015 (δύο) υπεύθυνες δηλώσεις, που προσκομίζει ο ενάγων, οι οποίες δεν λαμβάνονται υπόψη, αφού  δόθηκαν από τρίτους για να χρησιμοποιηθούν   ως αποδεικτικό μέσο στη συγκεκριμένη δίκη, συνιστούν δε ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο, που δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (Ολ.Α.Π. 8/1987 Ελλ.Δνη 1987, σελ. 628, Α.Π. 1092/2013, Α.Π. 624/2013, Α.Π. 311/2012, Α.Π. 266/2011 και Α.Π. 743/2011, όλες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:  Με το συμβόλαιο …./1.10.2003 της Συμβολαιογράφου Νίκαιας …. ., η …….., μητέρα τόσο των εκκαλούντων – εναγομένων όσο και του εφεσίβλητου – ενάγοντος, μεταβίβασε στον τελευταίο, λόγω πώλησης, την κυριότητα των 45 αναφερόμενων σ’ αυτό ακινήτων, που βρίσκονται στο Οίτυλο του νομού Λακωνίας. Ο εφεσίβλητος, με την από 13.9.2004 αίτηση ενώπιον του Υποθηκοφύλακα Οιτύλου και ενώ στις 27.4.2004 είχε αποβιώσει η ως  άνω πωλήτρια, ζήτησε τη μεταγραφή του ανωτέρω συμβολαίου, η οποία απορρίφθηκε από την Υποθηκοφύλακα, επειδή σε τέσσερα από τα πιο   πάνω ακίνητα δεν αναφέρονταν τα σύνορα, με αποτέλεσμα να μην μπορούν, κατά νόμο, να μεταγραφούν. Κατά της άρνησης αυτής της τελευταίας, ο εφεσίβλητος προσέφυγε, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 791 §2 του Κ.Πολ.Δ., ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Γυθείου, το οποίο, με την απόφασή του 91/2004, απέρριψε την αίτηση του τελευταίου. Η απόφαση  αυτή κατέστη τελεσίδικη, μετά την απόρριψη της έφεσης, με την απόφαση 149/2009 του Εφετείου Καλαμάτας. Κατόπιν τούτου, προκειμένου να μπορέσει να μπορέσει να μεταγραφεί το παραπάνω συμβόλαιο και να εκπληρωθεί η παροχή της πωλήτριας προς τον αγοραστή, με βάση την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, έπρεπε να συμπληρωθεί το εν λόγω συμβόλαιο με την περιγραφή των τεσσάρων ακινήτων, που είχαν περιγραφεί ελλιπώς. Προς τούτο ο εφεσίβλητος, και δεδομένου ότι η μητέρα του είχε αποβιώσει χωρίς να αφήσει διαθήκη, απευθύνθηκε στους συγκληρονόμους – αδέρφια του (τους δύο εκκαλούντες και τη ………..), στους οποίους είχε μεταβιβαστεί, από κοινού μ’ αυτόν (από 1/4 εξ αδιαιρέτου), η σχετική ενοχική υποχρέωση της μητέρας τους, όμως οι εκκαλούντες αρνήθηκαν να συμπράξουν. Οι τελευταίοι ισχυρίστηκαν, κατ’ ένσταση (άρθρο 138 §1 του Α.Κ.), ότι το υπό κρίση συμβόλαιο ήταν εικονικό και ως τέτοιο άκυρο, διότι η πραγματική βούληση των συμβαλλόμενων μερών δεν ήταν να μεταβιβαστεί η κυριότητα των αναγραφόμενων σ’ αυτό ακινήτων στον εφεσίβλητο αλλά να δημιουργηθεί το πρώτον τίτλος κυριότητας για την κατοχύρωσή τους, αφού την κυριότητά τους είχε αποκτήσει η μητέρα τους    με έκτακτη χρησικτησία, λαμβανομένου υπόψη και του ότι δεν καταβλήθηκε  το αναγραφέν τίμημα. Ωστόσο, ο ισχυρισμός τους αυτός δεν αποδείχθηκε ουσιαστικά βάσιμος, διότι εάν η μητέρα των διαδίκων επιθυμούσε απλά τη δημιουργία συμβολαιογραφικού τίτλου και όχι πραγματικά τη μεταβίβαση     των ακινήτων στον εφεσίβλητο – γιο της θα μεταβίβαζε τα αναφερόμενα στο συμβόλαιο ακίνητα σε όλα της τα τέκνα και όχι μόνο στον τελευταίο. Εξάλλου, η μητέρα των διαδίκων είχε αποκτήσει τα ανωτέρω ακίνητα, κατόπιν άτυπης πώλησης από την …………, το έτος 1964, έκτοτε δε τα νεμόταν, ασκώντας όλες τις προσιδιάζουσες σε κύριο πράξεις νομής. Επειδή η δικαιοπάροχος της αυτή αποβίωσε το 1965 και προς άρση οποιωνδήποτε αμφισβητήσεων από τους δεκαέξι κληρονόμους της, η μητέρα των διαδίκων κατέβαλε σ’ αυτούς, στις 13.3.1997, το επιπλέον ποσό των 10.000.500 δραχμών. Μέρος του ποσού αυτού, 4.500.000 δραχμών, κατέβαλε ο εφεσίβλητος, με την επιταγή της Τράπεζας INTERBANK .., με χρήματα τα οποία ανέλαβε από τον τηρούμενο σ’ αυτήν ………. ατομικό λογαριασμό του. Μάλιστα, για την καταβολή του ποσού των 10.000.500 δρχ. υπογράφηκε από τους δεκαέξι κληρονόμους της δικαιοπαρόχου της μητέρας των διαδίκων η από 13.3.1997 απόδειξη. Στη συνέχεια, προς άρση της οποιασδήποτε αμφισβήτησης της κυριότητας της τελευταίας, οι πρώτοι έδωσαν ενώπιον  της Συμβολαιογράφου Νίκαιας, ……… τις ένορκες βεβαιώσεις …./14.3.1997 και …./13.3.1997 ο ……. και οι λοιποί δεκαπέντε κληρονόμοι αντίστοιχα, όπου όλοι βεβαίωσαν για την αδιαμφισβήτητη κυριότητα της μητέρας των διαδίκων στα ακίνητα του υπό κρίση συμβολαίου, με έκτακτη χρησικτησία. Επομένως, η κυριότητα της (μητέρας των διαδίκων) στα ακίνητα που μεταβίβασε στον εφεσίβλητο δεν αμφισβητούνταν και δεν συνέτρεχε κανένας λόγος, ώστε να τα μεταβιβάσει εικονικά και μάλιστα μόνο στον τελευταίο για τη δημιουργία τίτλου. Κατόπιν τούτων, η πραγματική βούληση των συμβαλλομένων ήταν να μεταβιβαστεί    η κυριότητα των αναγραφόμενων στο συμβόλαιο ακινήτων, το γεγονός δε ότι δεν αποδείχθηκε η καταβολή του αναγραφόμενου τιμήματος των 26.027,56

ευρώ από τον εφεσίβλητο στη μητέρα του, δεν καθιστά τη σύμβαση άκυρη αλλά καταδεικνύει τη βούληση της τελευταίας να δωριθεί αυτό, λαμβανομένου υπόψη του ότι, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ο εφεσίβλητος συνέβαλε στο τίμημα που είχε καταβάλει η μητέρα του για την άτυπη αγορά των ακινήτων, με το ποσό των 4.500.000 δρχ. Εξάλλου, το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος,      κατά τις διαπραγματεύσεις που λάμβαναν χώρα με τους εκκαλούντες για να ρυθμίσουν την ακίνητη περιουσία που κατέλειπε, χωρίς διαθήκη, η θανούσα μητέρα τους, δεχόταν να δοθούν και κάποια ακίνητα από αυτά που του μεταβίβασε με το υπό κρίση συμβόλαιο η τελευταία, δεν καταδεικνύει, όπως ισχυρίζονται οι εκκαλούντες, ότι γνώριζε πως τα ακίνητα αυτά του είχαν μεταβιβαστεί εικονικά. Αντίθετα, χρησιμοποιούσε και τα ακίνητα αυτά, εις γνώσει ότι του ανήκουν κατά κυριότητα, κατά το δοκούν, ώστε, μέσω αμοιβαίων ανταλλαγών, να επιτευχθεί μία αμοιβαία αποδεκτή συμβιβαστική λύση για τη διανομή της οικογενειακής περιουσίας. Άλλωστε, στα σχέδια ιδιωτικών συμφωνητικών, που κατάρτιζαν, τα οποία δεν είχαν υπογραφεί, ελλείψει συμφωνίας, όχι μόνο δεν γινόταν καμία αναφορά στον υπό κρίση τίτλο συμβολαίου (…../1.10.2003), περί εικονικότητάς του, αλλά, αντίθετα, οι εκκαλούντες αναγνώριζαν ότι ο εφεσίβλητος ήταν κύριος των ακινήτων που περιγράφονταν σ’ αυτό. Και τούτο, αφού αναγραφόταν (ενδεικτικά στα       από  2ος 2012 και 25.5.2012 σχέδιο ιδιωτικού συμφωνητικού) ότι “… ο ………. θα λάβει στην αποκλειστική κυριότητα, νομή και κατοχή του, κατόπιν μεταβίβασής τους από τον ιδιοκτήτη …….. εκ του αγοραπωλητηρίου συμβολαίου με αριθ. …/2003 της συμβολαιογράφου Νίκαιας ……… τα  εξής ακίνητα: …”, σε άλλη δε παράγραφο ότι “ρητά συμφωνείται μεταξύ των συμβαλλομένων ότι πλην των ανωτέρω περιγραφομένων (αυτών δηλ. που  θα μεταβιβάζονταν από τον εφεσίβλητο) τα υπόλοιπα αγροτεμάχια που περιγράφονται στο αγοραπωλητήριο συμβόλαιο με αριθ. ……/2003 της συμβολαιογράφου Νίκαιας ………, θα παραμείνουν στην αποκλειστική κυριότητα, νομή και κατοχή του συμβαλλόμενου ………”. Σημειωτέον ότι ο εφεσίβλητος δήλωνε τα ακίνητα αυτά στο έντυπο Ε9 της εφορίας από το έτος 2004, δήλωση την οποία θα έπρεπε να υποβάλουν και οι εκκαλούντες, εάν θεωρούσαν, όπως ισχυρίζονται, ότι ήταν και εκείνοι συγκύριοι αυτών, λόγω κληρονομικής διαδοχής. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο, απέρριψε ως αβάσιμη την ένσταση εικονικότητας, που προέβαλαν οι εναγόμενοι – εκκαλούντες, έστω και με διαφορετική εν μέρει αιτιολογία, που συμπληρώνεται με αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ.), δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, απορριπτόμενου ως ουσιαστικά αβάσιμου του πρώτου λόγου και των δύο εφέσεων. Τέλος, οι εκκαλούντες ισχυρίστηκαν ότι ο εφεσίβλητος ασκεί καταχρηστικά το δικαίωμά του για την καταδίκη τους σε δήλωση βούλησης, αφού από το θάνατο της μητέρας τους, το 2004, έως και την άσκηση της αγωγής, το 2013, δημιούργησε σ’ αυτούς την πεποίθηση ότι δεν θα έθετε θέμα αποκλειστικής κυριότητάς του επί των επίδικων ακινήτων, πολύ περισσότερο μάλιστα εφόσον είχε διαπραγματευτεί και συμφωνήσει μαζί τους στην εξώδικη διανομή του συνόλου της κληρονομιαίας περιουσίας, συμπεριλαμβανομένων και των ακινήτων που εμφανίζονταν στο επίδικο άκυρο συμβόλαιο. Με τέτοιο περιεχόμενο και αίτημα, η ένσταση, ανεξαρτήτως των ανωτέρω αποδειχθέντων και λαμβανομένου υπόψη ότι, υπό τα εκτιθέμενα στην υπό κρίση αγωγή, ο εφεσίβλητος κατά της άρνησης του Υποθηκοφύλακα να μεταγράψει το εν λόγω συμβόλαιο στα οικεία βιβλία, κατέθεσε αίτηση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου, μετά δε την απόρριψή της κατέθεσε και έφεση ενώπιον του Εφετείου Καλαμάτας, που επίσης απορρίφθηκε το 2009, αληθή υποτιθέμενα, δεν επαρκούν ώστε να καθίσταται εύλογη η πεποίθηση στους εκκαλούντες πως δεν θα ασκούσε το δικαίωμά του αυτό. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο απέρριψε και την ανωτέρω ένσταση, έστω και με διαφορετική εν μέρει αιτιολογία, που συμπληρώνεται με αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 του Κ.Πολ.Δ.) και έκανε δεκτή την αγωγή, καταδικάζοντας τους εναγόμενους – εκκαλούντες σε δήλωση βούλησης, ώστε να συμπράξουν στη συμπλήρωση του συμβολαίου …./2003 της Συμβολαιογράφου Νίκαιας, ………., δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, απορριπτόμενων ως ουσιαστικά αβάσιμων των σχετικών λόγων των εφέσεων.

VΙΙ.  Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει να απορριφθούν οι δύο υπό κρίση εφέσεις ως ουσιαστικά αβάσιμες, να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο των παραβόλων των εκατόν πενήντα (150) ευρώ, που κατατέθηκαν από τους εκκαλούντες και να καταδικαστούν οι τελευταίοι, λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 183, 191 §2 του Κ.Πολ.Δ. και 63 §2 σε συνδυασμό με το Παράρτημα Ι του ν. 4194/2013) στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης του εφεσίβλητου, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του σχετικού νόμιμου αιτήματός του τελευταίου, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει τις από 5.11.2017 και από 8.12.2017 εφέσεις, αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν: α) την από 5.11.2017 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2017 έφεση του εκκαλούντος …….. και β) την από 8.12.2017 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2017 έφεση του εκκαλούντος …….., κατά της οριστικής απόφασης 518/2017 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο των κατατεθέντων από       τους ως άνω εκκαλούντες παραβόλων, ποσού, το καθένα, εκατόν πενήντα (150) ευρώ, που αναφέρονται στο σκεπτικό.  Και

Καταδικάζει τους εκκαλούντες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει, για τον καθένα, στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις   4 Ιουλίου 2019.

 

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και αντ΄ αυτής,

λόγω μεταθέσεως

και αναχωρήσεώς της,

η αρχαιότερη της

συνθέσεως Εφέτης,

Γεωργία Λάμπρου.

 

 

Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, στις   27 Σεπτεμβρίου  2019, με άλλη σύνθεση, λόγω μεταθέσεως και αναχωρήσεως της Προέδρου Εφετών,  Αμαλίας Μήλιου, αποτελουμένη από τους Δικαστές, Γεωργία Λάμπρου, Προεδρεύουσα Εφέτη, Αικατερίνη Κοκόλη και Ελευθέριο Γεωργίλη,  Εφέτες, και με Γραμματέα τη Γεωργία Λογοθέτη, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και   των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΕΦΕΤΗΣ