Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 604/2019

Αριθμός 604/2019

ΤΟ   ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Αθανάσιο Θεοφάνη, Εφέτη και Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη-Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Ε.Τ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

H κρινόμενη από 28.2.2018 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../2018 έφεση της ηττηθείσας ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας κατά της με αριθμό 4848/2017 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία αντιμωλία των διαδίκων επί της από 7.10.2016 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2016 αγωγής ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως εντός της διετούς καταχρηστικής προθεσμίας από την έκδοση της εκκαλουμένης απόφασης, αφού δεν προκύπτει επίδοση τελευταίας, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ.1β΄, 518 παρ. 2 (όπως ισχύει μετά το ν. 4335/2015), 517, 520 παρ.1ΚΠολΔ), αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ) και παραδεκτώς καθόσον στο εφετήριο όπως βεβαιώνεται από το γραμματέα του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά επισυνάπτεται το ήδη εξοφληθέν ηλεκτρονικό παράβολο με αριθμό ……/2018 ποσού 150 ευρώ δηλαδή το παράβολο εφέσεως του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4055/2012. Επομένως, πρέπει, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή, να ερευνηθεί δε περαιτέρω κατά την ίδια (τακτική)  διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Με την από 7.10.2016 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2016 ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς αγωγή της, η ενάγουσα ήδη εκκαλούσα εταιρεία με έδρα τη …. Αττικής εξέθετε ότι με το με αριθμό ….. (με αριθ. ανανέωσης ….) ασφαλιστήριο συμβόλαιο που καταρτίσθηκε μεταξύ της ίδιας και της εφεσίβλητης ασφαλιστικής εταιρίας που εδρεύει στο …. στις 2-6-2015, ασφάλισε το υπό ελληνική σημαία επαγγελματικό – τουριστικό σκάφος αναψυχής «Τ», πλοιοκτησίας της, Νηολογίου Πειραιά με αριθμό …., αλουμινένιας κατασκευής, που είχε ναυπηγηθεί στην Ιταλία από την εταιρεία ………. το 2004, ολικού μήκους 31,20 μ., πλάτους νηολόγησης 7,10 μ., βάθους νηολόγησης 3,28 μ., κόρων ολικής χωρητικότητας 182, κόρων καθαρής χωρητικότητας 54, κινούμενο με 2 μηχανές εσωτερικής καύσης ΜTU 12ν 396 ΤΕ, ιπποδύναμης 1.680 kW (άλλως 2.286 ίππων) η καθεμία, και ότι η διάρκεια της εν λόγω ασφάλισης ορίσθηκε από τις 12:00 της 26-6-2015 μέχρι τις 12:00 της 26-6-2016. Ότι στις 7.8.2015 στις 23:15  και ενώ το ασφαλισμένο σκάφος πλοιοκτησίας της βρισκόταν πρυμνοδετημένο στον όρμο Μεσοβρίκα των Αντίπαξων, οι καιρικές συνθήκες άλλαξαν απότομα, και συγκεκριμένα μέσα σε λίγα λεπτά άρχισαν να πνέουν ανατολικοί άνεμοι εντάσεως 6-8 μποφόρ, που ωθούσαν την ως άνω θαλαμηγό προς την ακτή, ενώ επικρατούσε στην περιοχή κυματισμός δύο μέτρων περίπου, με αποτέλεσμα αυτή (θαλαμηγός) να παρασυρθεί από τους ισχυρούς ανέμους και τη θαλασσοταραχή και να προσαράξει με την πρύμνη της στη ακτή. Ότι το προαναφερόμενο απρόβλεπτο γεγονός εξαιτίας της θαλάσσης συνιστά επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης, την οποία γνωστοποίησε ο κυβερνήτης του σκάφους αμέσως στην εφεσίβλητη ασφαλιστική εταιρία. Ότι περαιτέρω και μετά το αίτημα του Λιμεναρχείου Παξών να απομακρυνθεί άμεσα από την περιοχή της προσάραξης το σκάφος πλοιοκτησίας της, το ρυμουλκό «Θ.», Νηολογίου Πειραιά με αριθμό ….., πλοιοκτησίας της εταιρείας με την επωνυμία “…….» που απέπλευσε από το λιμάνι της Κέρκυρας, στις 8.8.2015 περί ώρα 18.00 παρέσχε υπηρεσίες επιθαλάσσιας αρωγής στο σκάφος πλοιοκτησίας της, καθώς υπογράφηκε σύμβαση επιθαλάσσιας αρωγής ανάμεσα στον κυβερνήτη της θαλαμηγού πλοιοκτησίας της και του κυβερνήτη του ρυμουλκού Θ.. Ότι η εκκαλούσα κατέβαλε στην ανωτέρω εταιρεία «………….» ως αμοιβή, το ποσό των 137.000 ευρώ και ότι η δαπάνη παροχής υπηρεσιών επιθαλάσσιας αρωγής συμπεριλαμβάνεται στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο στην περίπτωση που θα επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση, σύμφωνα με τους όρους του σχετικού ασφαλιστηρίου και τις διατάξεις των ενσωματωμένων σε αυτό Ρητρών του Ινστιτούτου των Ασφαλιστών του Λονδίνου για την Ασφάλιση Σκαφών Αναψυχής. Ακολούθως με βάση το προαναφερόμενο ιστορικό αιτήθηκε να υποχρεωθεί η ήδη εφεσίβλητη με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή να της καταβάλει, ως ασφαλιστική αποζημίωση το ποσό των 276.930,06 ευρώ, στο οποίο ανέρχεται η δαπάνη στην οποία υποβλήθηκε η ίδια για την επισκευή των περιγραφόμενων στο αγωγικό δικόγραφο ζημιών του σκάφους της «Τ.», που υπέστη αυτό κατά την κατά τα ανωτέρω προσάραξή του και την εξ αυτού του λόγου επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου, με το νόμιμο τόκο από τις 11 Απριλίου 2016, ημερομηνία κατά την οποία έλαβε χώρα σχετική όχληση της ήδη εφεσίβλητης εκ μέρους της εκκαλούσας, άλλως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, καθώς και το ποσό της καταβληθείσας αμοιβής στην πλοιοκτήτρια του Ρ/Κ «Θ.» για τις παρασχεθείσες κατά τα ανωτέρω υπηρεσίες επιθαλάσσιας αρωγής, ύψους 137.000 ευρώ, νομιμοτόκως για έκαστο επιμέρους κονδύλιο αυτής (αμοιβής) από την ημέρα πραγματοποίησης κάθε αντίστοιχης τμηματικής καταβολής, άλλως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι έχει υλική και τοπική αρμοδιότητα προς εκδίκαση της διαφοράς (άρθρα 14 παρ. 2 και 25 παρ. 2 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 51 Ν. 2172/1993) και έκρινε ότι υφίστατο σχετική ρήτρα περί εφαρμοστέου δικαίου στην ασφαλιστική σύμβαση κατά την οποία αυτή (η ασφαλιστική σύμβαση) θα διεπόταν από τις διατάξεις του αγγλικού δικαίου και πρακτικής, ενώ με βάση τις επισυναπτόμενες στο ασφαλιστήριο, ως αναπόσπαστο τμήμα του, Ρήτρες Θαλαμηγών του Ινστιτούτου των Ασφαλιστών του Λονδίνου της 1.11.1985 «INSTlTUTE YACHT CLAUSES (1.11.1985)», έκρινε ότι η ασφαλιστική σύμβαση ως προς τα λοιπά θέματα της που δεν αφορούν τη θαλάσσια ναυτική ασφάλιση σύμβασης (κατάρτιση, ασφάλιστρο κλπ.) θα διεπόταν από το ελληνικό δίκαιο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 361 ΑΚ και 3 παρ. α’ του ν.δ. 551/1970 «περί ιδιωτικής επιχειρήσεως ασφαλίσεως πλοίων και αεροσκαφών», σε συνδυασμό με τα άρθρα 7 παρ. 2 και 3 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 17ης lουνίου 2008. Στη συνέχεια επειδή το αλλοδαπό δίκαιο προσκομιζόταν μετ’επικλήσεως σε νόμιμη αποσπασματική μετάφραση δηλαδή ο αγγλικός Νόμος «Περί Θαλάσσιας Ναυτικής Ασφαλίσεως» (γνωστό ως «MARINE INSURANCE ACT 1906 – Μ.Ι.Α. 1906»), έκρινε ότι η αγωγή έχει νομικό έρεισμα στις διατάξεις των άρθρων 1, 2, 3, 16, 22, 23, 24, 55, 67, 72 του Νόμου «Marine Insurance Αct 1906». Η εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη αρνήθηκε να καταβάλει την αιτούμενη από την ενάγουσα ασφαλιστική αποζημίωση, με τις προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου αλλά και με τις προτάσεις της ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, προς απόκρουση της κατ΄αυτής στρεφόμενης εφέσεως αρχικά και της, ως άνω, έχουσας αγωγής, σε περίπτωση παραδοχής της εφέσεως, και ισχυρίστηκε ότι: α) κατά την επέλευση της ασφαλιστικής περιπτώσεως παραβιάστηκαν ουσιώδεις όροι της ασφαλιστικής συμβάσεως και συγκεκριμένα ο όρος σύμφωνα με τον οποίο το σκάφος έπρεπε να είναι ασφαλώς αγκυροβολημένο σε προβλήτα κατά τη διαδικασία του ελλιμενισμού του αφού στη συγκεκριμένη περίπτωση το σκάφος είχε πρόχειρα αράξει σε μια ξέρα για διανυκτέρευση των επιβαινόντων σε αυτό στον συγκεκριμένο όρμο, β) ο όρος σύμφωνα με τον οποίο η ήδη εκκαλούσα θα έπρεπε να διατηρεί πάντα αξιόπλοο στο σκάφος καθώς κατά την εξέταση του σκάφους από τους πραγματογνώμονες που αυτή όρισε διαπιστώθηκε ότι δε λειτουργούσαν τα φρένα και συνεπώς σε κάθε περίπτωση οι ζημίες που υπέστη το σκάφος κατά την προσάραξη του δεν συνδέονται με τυχόν επέλευση της ασφαλιστική περίπτωσης και γ) ο όρος σύμφωνα με τον οποίο θα έπρεπε να υπάρχει επαρκές πλήρωμα και η εκκαλούσα διατηρούσε έναν και όχι δύο μηχανικούς όπως ήταν υποχρεωμένη με αποτέλεσμα την απαλλαγή της από την υποχρέωση πληρωμής της ασφαλιστικής αποζημιώσεως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 55§2 του ανωτέρω Αγγλικού νόμου. Και δ) Ότι σε καμία περίπτωση το ασφαλιστήριο συμβόλαιο και το συμφωνηθέν αλλοδαπό δίκαιο δεν αποζημιώνει υπηρεσίες επιθαλάσσιας αρωγής μετά από σύμβαση (άρθρο 69 ΜΙΑ) που ουσιαστικά συνιστούν απλή ρυμούλκηση και ότι θα έπρεπε το επίδικο συμβάν να είχε γνωστοποιηθεί σε αυτή αμέσως ώστε να κρίνει αν θα κάλυπτε σωστικές δαπάνες και να αναλάβει το θέμα και ότι σε κάθε περίπτωση η οφειλόμενη ασφαλιστική αποζημίωση δεν μπορεί να υπερβεί το ποσό των 112.781,67 ευρώ που προσδιορίστηκε μετά από έκθεση των πραγματογνωμόνων της και μετά την αφαίρεση της απαλλαγής του συμβολαίου. Αιτήθηκε την παραδοχή των ισχυρισμών της προς τον σκοπό της απορρίψεως της αγωγής, άλλως τον περιορισμό της ασφαλιστικής αποζημιώσεως στο προαναφερόμενο χρηματικό ποσό. Η ήδη εκκαλούσα αντέτεινε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ότι η ερμηνεία των εγγυητικών όρων, στους οποίους έγινε αναφορά ανωτέρω, δεν είναι η επιχειρούμενη από την εφεσίβλητη ασφαλιστική εταιρία αφού συγκεκριμένα ο όρος του ελλιμενισμού αφορά όχι τα προσωρινά αγκυροβόλια του σκάφους αλλά τον μόνιμο ελλιμενισμό του, και αρνήθηκε ότι το σκάφος πλοιοκτησίας της ήταν αναξιόπλοο, τονίζοντας ότι αόριστα επικαλείται η ασφαλιστική εταιρία απαλλαγή λόγω παράβασης όρου εγγύησης που αφορά την ύπαρξη και δεύτερου μηχανικού στο σκάφος. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, απέρριψε την, ως άνω, έχουσα αγωγή με την παραδοχή ότι η ήδη εκκαλούσα δεν διατηρούσε δικαιώματα από την ένδικη σύμβαση ασφαλίσεως, διότι παραβίασε εγγυητικό όρο (warranty) του ασφαλιστηρίου συμβολαίου που αφορούσε το ότι το σκάφος έπρεπε να είναι ασφαλώς αγκυροβολημένο σε προβλήτα κατά τη διαδικασία του ελλιμενισμού του, αφού στη συγκεκριμένη περίπτωση το σκάφος είχε πρόχειρα αράξει σε μια ξέρα για διανυκτέρευση των επιβαινόντων σε αυτό στον συγκεκριμένο όρμο. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται τώρα η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου και κακή εκτίμηση αποδείξεων. Αιτείται δε  την τυπική και κατ΄ουσίαν παραδοχή της εφέσεώς της, την εξαφάνιση της εκκαλούμενης αποφάσεως, την αναδίκαση της αγωγής της από το Δικαστήριο τούτο, την παραδοχή αυτής στο σύνολό της και την επιβολή των δικαστικών εξόδων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας εις βάρος της αντιδίκου της.

Το αγγλικό δίκαιο της ναυτικής ασφαλίσεως περιέχεται κωδικοποιημένο στον Αγγλικό νόμο περί Θαλάσσιας Ναυτικής Ασφαλίσεως του 1906, γνωστό µε την ονοµασία “Marine Insurance Act 1906” (στο εξής: Μ.1.Α. 1906), καθώς και στο κοινό δίκαιο (common law), εφόσον οι διατάξεις του δεν προσκρούουν σε ρητή διάταξη του ανωτέρω νόµου, και στην αγγλική πρακτική (English practice) και ερµηνεύεται από τα αγγλικά δικαστήρια και τους άγγλους νοµικούς συγγραφείς και ερµηνευτές του δικαίου σε συνάρτηση και µε τις ρήτρες ασφάλισης σκαφών αναψυχής “Institute yachts clauses 1.11.1985” (βλ. σχετ. µε τις πηγές του αγγλικού ναυτασφαλιστικού δικαίου το νοµικό σύγγραµµα “Templeman its marine insurance, its Principles and Practice”, 6th ed, σ. 190-191). Επίσης σηµαντικό ρόλο διαδραµατίζουν τα συναλλακτικά ήθη, τα οποία ρυθµίζουν πολλά θέµατα για τα οποία δεν υπάρχει ρητή πρόβλεψη στο νόµο, σε βαθµό µάλιστα τέτοιο ώστε αυτά να επικρατούν και όταν ακόµα υπάρχει έµµεση ρύθµιση από το νόµο. Ειδικότερα, σύµφωνα µε το άρθρο 1 του Μ.1.Α. 1906 που ρυθµίζει τις θαλάσσιες ασφαλίσεις: «Η σύµβαση ναυτικής ασφάλισης αποτελεί σύµβαση µε την οποία ο ασφαλιστής αναλαµβάνει να αποζηµιώσει τον ασφαλισµένο, κατά τρόπο και σε έκταση που συµφωνείται µε αυτήν, κατά θαλασσίων κινδύνων, δηλαδή των κινδύνων που είναι συναφείς µε τη  ναυτική περιπέτεια», στο δε άρθρο 5 του ίδιου νόµου δίνεται ο ορισµός του ασφαλιστικού συµφέροντος: «1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος νόµου, ασφαλιστικό συµφέρον έχει κάθε πρόσωπο που έχει συµφέρον στη ναυτική περιπέτεια. 2. Ειδικά ένα πρόσωπο έχει συµφέρον στη ναυτική περιπέτεια όταν τελεί σε οποιαδήποτε έννοµη ή πραγµατική σχέση µε την περιπέτεια ή µε οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο που εκτίθεται σε κίνδυνο κατ’ αυτή και από το γεγονός αυτό µπορεί το εν λόγω πρόσωπο να ωφεληθεί από την ασφάλεια ή προσήκουσα άφιξη του ασφαλισµένου περιουσιακού στοιχείου, ή µπορεί να ζηµιωθεί από την απώλεια, ζηµία ή δέσµευσή του, ή µπορεί να γεννηθεί στο πρόσωπό του ευθύνη σε σχέση µε αυτό. Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι ο νόµος αυτός (Μ.Ι.Α. 1906) δεν προβλέπει τους επί µέρους προς ασφάλιση κινδύνους, ούτε αναφέρεται στο περιεχόµενο της ασφαλιστικής σύµβασης (ιδίως σε περιορισµούς, αιρέσεις, εξαιρέσεις κλπ) αλλά καταλείπει την διαµόρφωσή του (περιεχοµένου) στην ελεύθερη βούληση των µερών. Στην πράξη το έργο αυτό έγει αναλάβει το Ινστιτούτο των Ασφαλιστών του Λονδίνου (Institute of London Under-writers) το οποίο ως επαγγελµατικό όργανο έρευνας και προώθησης των ναυτασφαλιστικών ζητηµάτων στην αγγλική αγορά, έχει προβεί στην τυποποίηση των όρων κάλυψης των θαλάσσιων κινδύνων για κάθε κατηγορία ναυτασφάλισης. Ειδικότερα για την ασφάλιση των θαλαµηγών οι διεθνώς χρησιµοποιούµενοι όροι είναι οι έντυποι του Ινστιτούτου για θαλαµηγά σκάφη αναψυχής, υπό την κωδική ονοµασία Institute Yacht Clauses 1/11/1985. Η παρεχόµενη µε τους όρους αυτούς ασφαλιστική κάλυψη δεν είναι κατά παντός κινδύνου (all risks) αλλά κατά συγκεκριµένων µόνο κατηγοριών κινδύνου, που απαριθµούνται αυτοτελώς και περιοριστικά (named risks). Μεταξύ των ασφαλιζόµενων κινδύνων περιλαµβάνονται και οι θαλάσσιοι κίνδυνοι (Perils of the sea- ρήτρα 9.1.1) ήτοι οι κίνδυνοι οι οποίοι έχουν σχέση ασφαλισµένου πλοίου στη θάλασσα. Ωστόσο ο όρος «Perils of the sea» δεν καλύπτει κάθε ατύχηµα ή συµβάν το οποίο είναι δυνατό να συµβεί στη θάλασσα, αλλά αφορά κίνδυνο εξ αιτίας της θάλασσας και αναφέρεται µόνο σε τυχαία (απρόοπτα) περιστατικά (συµβάντα, ατυχήµατα) εξ αιτίας της θάλασσας και δεν περιλαµβάνει την κανονική ενέργεια των ανέµων και των κυµάτων. Πρέπει, µε αλλα λόγια, να είvαι ένας κίνδυνος απρόβλεπτος και ένα αποτρέψιµο ατύχηµα, όχι ένα προβλέψιµο και αναπόφευκτο αποτέλεσµα και πρέπει να είναι εξ αιτίας της θάλασσας, όχι απλώς επί της θάλασσας (“but it’s clear that there must be a peril, an unforeseen and inevitable result; and ti must be of the seas, not merely on the seas” From the judgement of Lord Herschell ίη the Xantho ( 12 ΑΡΡ Cas Ρ 509) (βλ. Τempleman on MARlNE Insurance 6th edit Ρ. 134). Ειδικότερα η γενική έκφραση «εναντίον κινδύνων θάλασσας» δεν περιλαµβάνει ένν απλό κίνδυνο, ούτε κάθε απώλεια ή ζηµία που από τη φύση της πρέπει να θεωρηθεί αναπόφευκτη αλλά µια κατηγορία κινδύνων ακαθόριστης έκτασης η οποία περικλείει κάθε είδους ναυτικά ατυχήµατα πλοίων (ναυάγιο, βύθιση, προσάραξη κ.λπ.) όπως και κάθε είδους ζηµία που προκλήθηκε στο πλοίο από επιζήµια ενέργεια της θάλασσας, πλην της συνήθους φθοράς από το ταξίδι ή από ενέργεια ή αµέλεια του ασφαλισµένου ως άµεσου αίτιου (Lord Chorley O.C. Giles, Ναυτικό Δίκαιον, µετάφρ. Ιασ. Κρεµεζή, Αθήνα 1978, σ. 302). Αφορά περιστατικά που συµβαίνουν στο ασφαλισµένο αντικείµενο (πλοίο) προερχόµενα από εξωτερικούς παράγοντες και όχι από την ίδια τη φύση του ασφαλισµένου αντικειµένου, αποκλειόµενης κάθε ευθύνης για απώλεια ή ζηµία ή δαπάνη η οποία είναι αναπόφευκτη, όπως συνήθη φθορά και ξέφτισµα, συνήθη διαρροή και θραύση και πολύ περισσότερο προερχόµενη από πράξεις του ίδιου του ασφαλισµένου (Templeman οτι Marine Insurance, 6th edition, 168-169) (ΕφΠειρ 518/2017 αδημ). Περαιτέρω το Αγγλικό δίκαιο διαλαμβάνει περιπτώσεις κατά τις οποίες ο ασφαλιστής είτε δεν δεσμεύεται από την ασφαλιστική σύμβαση, είτε απαλλάσσεται από τις υποχρεώσεις του από την ασφάλιση. Η μεν πρώτη ομάδα κανόνων που ρυθμίζει τέτοιες περιπτώσεις είναι αυτοί του γενικού δικαίου των συμβάσεων που ισχύουν σε κάθε σύμβαση, η δε δεύτερη  ομάδα κανόνων προβλέπονται από το ασφαλιστικό δίκαιο και ισχύουν ειδικώς επί των συμβάσεων ασφαλίσεως και διακρίνονται ειδικότερα: Στους κανόνες των άρθρων 18 και 19 Μ.Ι.Α. 1906, που αφορούν τις προσυμβατικές δηλώσεις και παρέχουν στον ασφαλιστή το δικαίωμα να αποστεί από τη σύμβαση («to avoid the contract») στην περίπτωση κατά την οποία ο ασφαλισμένος ή ο αντισυμβαλλόμενος παραβούν τα σχετικά προς τις προσυμβατικές δηλώσεις ασφαλιστικά βάρη, δηλαδή να αρνηθεί την καταβολή της ασφαλιστικής αποζημιώσεως σε περίπτωση επελεύσεως του ασφαλισμένου κινδύνου, και των κανόνων περί εγγυήσεων («warranties») των άρθρων 33 επόμ. Μ.Ι.Α. 1906, των οποίων η αθέτηση απαλλάσσει τον ασφαλιστή της ευθύνης από την ασφαλιστική σύμβαση και η απόδειξη της ως άνω παραβιάσεως βαρύνει τον ασφαλιστή. Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 20 Μ.Ι.Α. 1906, η αθέτηση όρων της συμβάσεως ασφαλίσεως σχετικά με ανακριβείς δηλώσεις του ασφαλισμένου δίνουν το δικαίωμα στον ασφαλιστή να αποφύγει να εκπληρώσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις ή να τη θεωρήσει εξαρχής άκυρη. Και τούτο, διότι ο Μ.Ι.Α. 1906 με ρητή διάταξη (άρθρο 17) καθόρισε ότι η σύμβαση θαλάσσιας ασφαλίσεως είναι σύμβαση, η οποία στηρίζεται στην υπέρτατη (απόλυτη) καλή πίστη («uberrima fides/utmost good faith») και, αν η υπέρτατη καλή πίστη δεν τηρηθεί από το ένα μέρος, η σύμβαση μπορεί να ακυρωθεί («may be avoided») από το άλλο μέρος. Η υπέρτατη καλή πίστη που προβλέπεται ως άνω, έχει την έννοια ότι οι πληροφορίες που παρέχονται, κατά τη σύναψη της συμβάσεως, πρέπει να είναι απολύτως ειλικρινείς. Αυτό δικαιολογείται από τη φύση της συμβάσεως, από το γεγονός δηλαδή ότι ο ασφαλιστής, προκειμένου να προβεί σε ασφάλιση, βασίζεται αποκλειστικά στον ασφαλιζόμενο, ο οποίος είναι ο μόνος που εκ των πραγμάτων μπορεί να γνωρίζει την κατάσταση της ασφαλιζόμενης περιουσίας και να του παράσχει τις πληροφορίες τις σχετιζόμενες με τη φύση και το χαρακτήρα του κινδύνου που αναλαμβάνει, για να κρίνει, αν θα αναλάβει ή όχι την ασφάλιση. Η έννοια δε της «απόλυτης καλής πίστεως» εκτείνεται πολύ πέρα από την έννοια του δόλου («fraud») και δη έχει ως αφετηρία απλώς την αποσιώπηση ή την απόκρυψη ενός ουσιώδους περιστατικού ή τη λανθασμένη ή πεπλανημένη δήλωση ή, σε επίγνωση του ασφαλιζομένου, τη μη τήρηση ορισμένων βασικών προϋποθέσεων, αδιάφορα αν αυτές οι παραλείψεις ή οι εσφαλμένες απεικονίσεις, έγιναν με δόλια πρόθεση, από απλή αμέλεια, εκ παραδρομής ή από αδιαφορία. Το βάρος αποδείξεως βαρύνει εκείνον που επικαλείται τη μη αποκάλυψη (ΑΠ 1651/2005 ΕΝΔ 2005.241, ΕΠ 1141/2004 ΠειρΝομ 27.72). Τέλος, οι γενικές αρχές για την ερμηνεία των συμβάσεων που διατρέχουν όλα τα σύγχρονα δίκαια συμπίπτουν με εκείνες που περιέχονται στους κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, πρέπει όμως η ερμηνεία να γίνεται κατά το πνεύμα που κρατεί στη χώρα του εφαρμοστέου δικαίου (ΟλΑΠ 87/1993 ΝοΒ 1994.1143).

Στην προκείμενη περίπτωση, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα κατ’άρθρο 527 του ΚΠολΔ προσκομίζουν και επικαλούνται, μεταξύ των οποίων οι προσκομιζόμενες από τα διάδικα μέρη τεχνικές εκθέσεις και τα έγγραφα της σχηματισθείσας για το επίδικο ατύχημα ποινικής δικογραφίας, τα οποία λαμβάνονται υπόψη ως δικαστικά τεκμήρια, από την επισκόπηση των φωτογραφιών που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητείται, τις με αριθμό ……………/12.1.2017 ένορκες βεβαιώσεις που προσκομίζει η εφεσίβλητη ασφαλιστική εταιρία (σχετικά 39, 23, 40 και 75) μετά από προηγούμενη κλήτευση του άλλου διάδικου μέρους και τη με αριθμό ………./31.1.2017 ένορκη βεβαίωση που προσκομίζει η εκκαλούσα μετά από προηγούμενη κλήτευση του άλλου διάδικου μέρους, και τα αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενα υπόψη διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ) αποδείχθηκαν κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης : Με τη με αριθμό …. (με αριθ. ανανέωσης ….) ασφαλιστήρια σύμβαση που καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων στις 2-6-2015, η ενάγουσα ασφάλισε στην εναγόμενη εταιρεία το ανήκον στην πλοιοκτησία της υπό ελληνική σημαία επαγγελματικό – τουριστικό σκάφος αναψυχής «Τ.», Νηολογίου Πειραιά με αριθμό …, αλουμινένιας κατασκευής, το οποίο είχε ναυπηγηθεί στην Ιταλία από την εταιρεία ………….. το 2004, ολικού μήκους 31,20 μ., πλάτους νηολόγησης 7,10 μ., βάθους νηολόγησης 3,28 μ., κόρων ολικής χωρητικότητας 182, κόρων καθαρής χωρητικότητας 54, κινούμενο με 2 μηχανές εσωτερικής καύσης Μτυ 12ν 396 ΤΕ, ιπποδύναμης 1.680 kW (άλλως 2.286 ίππων) η καθεμία, η διάρκεια δε της εν λόγω ασφάλισης ορίσθηκε από τις 12:00 της 26-6-2015 μέχρι τις 12:00 της 26-6-2016. ‘Οπως συνομολογείται, η επίμαχη ασφαλιστική σύμβαση και, συνακόλουθα, η εξ αυτής απορρέουσα, ήδη ένδικη, διαφορά διέπονται από τον αγγλικό νόμο της θαλάσσιας ασφάλισης, το κοινό δίκαιο, αλλά και την αγγλική πρακτική και πλέον συγκεκριμένα τις επισυναπτόμενες στο ασφαλιστήριο και οι οποίες αποτελούσαν αναπόσπαστο τμήμα αυτού Ρήτρες του Ινστιτούτου για την ασφάλιση σκαφών αναψυχής (INSTITUTE YACHT CLAUSES 1.11.1985), αλλοδαπό δίκαιο στο οποίο τα μέρη, με όρο του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, εγκύρως υποβλήθηκαν, κατά τις διατάξεις του άρθρου 25 εδ. Α ΑΚ (μη εφαρμοζόμενης επί ασφαλιστικών συμβάσεων, ως εν προκειμένω, του Κανονισμού 593/2008 (Ρωμη 1), δοθέντος ότι αποτελεί καθιερωθείσα συναλλακτική πρακτική  οι ασφαλιστικές συμβάσεις, που συνάπτονται στην Ελλάδα και αφορούν πλωτά ναυπηγήματα (σκάφη) και πλοία, να διέπονται από το αγγλικό δίκαιο και την αγγλική πρακτική, λόγω της ευελιξίας του δικαίου τούτου, της αυστηρότητάς του, της απαρεγκλήτου τηρήσεως των υποχρεώσεων, τις οποίες επιβάλλει στους συμβαλλόμενους, την επί σειρά ετών νομολογιακή διαμόρφωσή του και την καθιέρωση του στην παγκόσμια ναυτιλιακή πρακτική. Επομένως, λόγω της ανωτέρω συμφωνηθείσας μεταξύ των διαδίκων ρήτρας, η ύπαρξη και η εγκυρότητα της ασφαλιστικής συμβάσεως, όπως και οι όροι αυτής, θα κριθούν σύμφωνα με το αγγλικό δίκαιο, εφόσον τούτο διέπει την επίδικη σύμβαση. Τόσο στο αρχικό ασφαλιστήριο, όσο και στα ανανεωτήρια αυτού ανεγράφη επομένως ότι αυτή διέπεται επιπλέον από τους Γενικούς και Ειδικούς όρους του Βιβλίου Όρων Ασφάλισης (έκδοση 07/2009) της ήδη εφεσίβλητης ασφαλιστικής εταιρίας, στους οποίους συμπεριλαμβάνονταν και οι Γενικοί Όροι Ασφάλισης Σκαφών Αναψυχής, ορίστηκε εφαρμοστέο το αγγλικό δίκαιο και η σύμφωνη με αυτό πρακτική, ήτοι ο αγγλικός Νόμος «Περί Θαλάσσιας Ναυτικής Ασφαλίσεως» (γνωστός ως «MARINE INSURANCE ACT 1906 – Μ.Ι.Α. 1906») σε συνδυασμό με τις Ρήτρες Θαλαμηγών του Ινστιτούτου των Ασφαλιστών του Λονδίνου της 1.11.1985 «INSTlTUTE YACHT CLAUSES (1.11.1985)», και το ασφαλιστέο ποσό συμφωνήθηκε στο 100% της αξιας της επίδικης ως άνω θαλαμηγού και των μηχανών της, που καθορίστηκε σε 2.000.000 ευρώ, ήτοι 1.945.000 ευρώ αξία σώματος σκάφους, 50.000 ευρώ αξία πρόσθετου εξοπλισμού σκάφους και 5.000 ευρώ αξία βοηθητικής λέμβου, καλύπτονταν δε απώλειες ή ζημίες προερχόμενες από θαλάσσιους κινδύνους, στους οποίους περιλαμβάνεται μεταξύ άλλων και η προσάραξη, καθώς και τα ατυχήματα που προκαλούνται από πταίσματα κατά τη διακυβέρνηση της θαλαμηγού, ενώ η εναγόμενη εταιρεία είχε αναλάβει και την υποχρέωση να αποζημιώσει την ενάγουσα για όποια ποσά μπορεί να καταστεί κατά νόμο υπεύθυνη να καταβάλει εξαιτίας παροχής υπηρεσίας επιθαλάσσιας αρωγής στο ανωτέρω σκάφος της {βλ. και το άρθρο 14 των Ρητρών του Ινστιτούτου για την Ασφάλιση Σκαφών 01.11.85 (Institute Yacht Clauses 01.11.85), που αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του προαναφερθέντος ασφαλιστήριου συμβολαίου}. Ως αφαιρετέες απαλλαγές ορίστηκαν το ποσό των 10.000 ευρώ ανά ζημία και το ποσό των 250 ευρώ σε περιπτώσεις ζημίας στον εξωλέμβιο κινητήρα, ενώ ως γενικές εξαιρέσεις και περιορισμοί κάλυψης οι ρήτρες του ινστιτούτου για την ασφάλιση θαλαμηγών στο άρθρο 10 (σελ. 16) (όχι καλύψεις σε πανιά, ιστούς, αναλώσιμα υλικά και προσωπικά αντικείμενα) και στα άρθρα 21, 22 και 23 (σελ. 24) (πόλεμος, απεργία, πυρηνικά), οι περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 5 των γενικών όρων ασφάλισης σκαφών αναψυχής 01.2015 (σελ. 28) (κλοπή, καιρικές συνθήκες όταν υπάρχει απαγόρευση απόπλου, φυσικά φαινόμενα στην ξηρά, μεταφορά με οποιοδήποτε μέσο εκτός αν έχει συμφωνηθεί και ζημίες που οφείλονται σε παράνομη πράξη τρίτου) και οι περιπτώσεις που αναλυτικά αναφέρονται στο άρθρο 13 των γενικών όρων αστικής ευθύνης σκαφών στο βιβλίο όρων ασφάλισης (σελ. 37) (πράξεις η παραλείψεις από δόλο του ασφαλισμένου, φαινόμενα από μετασχηματισμούς του πυρήνα του ατόμου, πρόστιμα, γεγονότα ανωτέρας βία, νομικά έξοδα, ζημίες που οφείλονται σε ρυμούλκηση, έξοδα ανέλκυσης εκτός αν αυτά αφορούν αναγκαία δαπάνη…ζημίες από ανήλικο χρήστη, ζημίες κατά τη διάρκεια αγώνων ή σπορ). Επίσης ορίστηκαν ειδικές εξαιρέσεις στις σελίδες 4 και 5 με παραπομπή σε συγκεκριμένες σελίδες του βιβλίου όρων ασφάλισης σκαφών αναψυχής έκδοση 01.2015 και τέθηκαν ορισμένοι εγγυητικοί όροι μόνο στην αγγλική γλώσσα. Τέλος στη σελίδα 6 του ασφαλιστηρίου ορίστηκε ότι: επίσης ισχύουν τα κάτωθι: και τέθηκαν στην αγγλική γλώσσα συγκεκριμένοι εγγυητικοί όροι μεταξύ τω οποίων και ο όρος «warranted vessel moored/laid up at approved ports/marinas in accordance wih local port authority regulation and all recommendation are complied with». Να σημειωθεί ότι ο όρος warranty στο ασφαλιστικό δίκαιο και στο δίκαιο της θαλάσσιας ασφάλισης σημαίνει condition του οποίου η παράβαση παρέχει στον ασφαλιστή το δικαίωμα να αρνηθεί τη δέσμευση εκ της ασφαλιστικής συμβάσεως, ο ασφαλιστής όμως φέρει το βάρος απόδειξης (άρθρο 33 Μarine Insurance Act). Εξαίρεση από αυτό το γενικό κανόνα εισάγει το άρθρο 34 της ΜΙΑ το οποίο στην πρώτη περίπτωση εξαιρέσεων αναφέρει ότι «μη συμμόρφωση προς μια εγγύηση δικαιολογείται όταν λόγω αλλαγής των συνθηκών, η εγγύηση παύει να είναι εφαρμοστέα στις συνθήκες τις συμβάσεως ή όταν η συμμόρφωση προς την εγγύηση καθίσταται παράνομη δυνάμει οποιουδήποτε μεταγενέστερου νόμου (βλ. ΕφΠειρ 350/2018 δημ. νομος). Στις 23-2-2015, η ανωτέρω θαλαμηγός ναυλώθηκε από τον ………., προκειμένου να εκτελέσει νομότυπα πλόες από 30-7-2015 ως 10-8-2015 στην περιοχή του Ιονίου Πελάγους. Στο πλαίσιο αυτής της ναύλωσης, η θαλαμηγός άρχισε να εκτελεί τους πλόες για τους οποίους ναυλώθηκε με επιβάτες οκτώ Βέλγους υπηκόους και έχοντας ως κύριο πλήρωμα (α) τον ………., ο οποίος εκτελούσε χρέη κυβερνήτη (και ήταν κάτοχος διπλώματος πλοιάρχου Α’ τάξης), (β) τον ……….., ο οποίος εκτελούσε χρέη μηχανικού (και ήταν κάτοχος διπλώματος μηχανικού Α’ τάξης), και (γ) την …….., η οποία εκτελούσε χρέη ναύτη (ούσα κάτοχος άδειας ναύτη), και ως βοηθητικό πλήρωμα (α) την ………, που εργαζόταν στο χώρο της υποδοχής και (β) τον ………, που εργαζόταν ως μάγειρας. Στις 7-8-2015 και περί ώρα 16:00, η επίδικη ως άνω θαλαμηγός αναχώρησε από το λιμένα των Συβότων του Νομού Θεσπρωτίας με προορισμό τους Αντίπαξους, όπου κατέπλευσε περίπου μία ώρα αργότερα, οπότε ο κυβερνήτης της, προκειμένου να διανυκτερεύσουν, πόντισε τις δύο άγκυρες από την πλώρη της και προχώρησε σε πρόσδεσή της από την πρύμνη της με κάβους στη βραχώδη ακτή (που βρισκόταν σε απόσταση περίπου 10 μέτρων από την πρύμνη του σκάφους) του όρμου Μεσοβρίκα στο βορειοανατολικό άκρο των Αντίπαξων (βλ. και τη νομίμως προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως από την εναγομένη, από 28-8-2015 δήλωση αναφοράς ατυχήματος προς την ίδια του κυβερνήτη και του μηχανικού του σκάφους «Τ», στην οποία αναφέρεται ότι «Στις 7-8-2015 το σκάφος βρισκόταν πρυμνοδετημένο βορειοανατολικά των Αντίπαξων, σε μία ξέρα, από τις 17.00 με σκοπό τη διανυκτέρευση»). Όπως αποδείχθηκε περαιτέρω, περί ώρα 23:15 της ίδιας ημέρας (7-8-2015) οι καιρικές συνθήκες άλλαξαν απότομα, οπότε μέσα σε λίγα λεπτά άρχισαν να πνέουν ανατολικοί άνεμοι εντάσεως 6-8 μποφόρ, που ωθούσαν την προεκτιθέμενη θαλαμηγό προς την ακτή, ενώ επικρατούσε στην περιοχή κυματισμός 2 μέτρων περίπου. Μόλις ο κυβερνήτης της (θαλαμηγού) αντιλήφθηκε την απότομη αλλαγή του καιρού, έβαλε μπροστά της μηχανές της και έδωσε εντολή στο πλήρωμα να απελευθερώσει τα σχοινιά που είχαν προσδεθεί στην ξηρά, προκειμένου να απομακρυνθεί το σκάφος από την ακτή και ν’ αποφευχθεί ο κίνδυνος της προσάραξης. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν κατέστη εφικτό, διότι αυτό (σκάφος) παρασύρθηκε από τους ισχυρούς ανέμους και τη θαλασσοταραχή και προσέκρουσε με την πρύμνη στα βράχια, ακινητοποιώντας τις δύο μηχανές, γεγονός που αναπόφευκτα οδήγησε στην προσάραξή του (σκάφους) στην προαναφερθείσα βραχώδη παραλία και στην επέλευση των περιγραφόμενων στην αγωγή ζημιών του (σκάφους). Αμέσως μετά την προσάραξη της θαλαμηγού «Τ», ο κυβερνήτης της ενημέρωσε σχετικά το Λιμεναρχείο Παξών και φρόντισε για την ασφαλή αποβίβαση των επιβατών στη στεριά, η οποία πραγματοποιήθηκε με τη βοήθεια ενός κάβου ασφαλείας που δέθηκε από τη μία άκρη του στη θαλαμηγό και από την άλλη σε έναν βράχο της παραλίας, καθώς και της βοηθητικής λέμβου της θαλαμηγού, η οποία εντωμεταξύ είχε καθελκυστεί. Παράλληλα και δεδομένου ότι δεν υπήρχε δυνατότητα αποκόλλησης του εν λόγω σκάφους από τα αβαθή με δικά του μέσα, καθώς οι προπέλες του είχαν καταστραφεί ολοσχερώς και αυτό βρισκόταν προσαραγμένο στο βυθό, χρειάστηκε να αποκολληθεί από άλλο σκάφος και να ρυμουλκηθεί σε ασφαλή λιμένα, γεγονός που έλαβε χώρα με τη συνδρομή του ρυμουλκού «Θ.», Νηολογίου Πειραιά με αριθμό …, πλοιοκτησίας της εταιρείας με την επωνυμία «………..». Με βάση τα ανωτέρω επήλθε η ασφαλιστική περίπτωση, καθόσον η προσάραξη του σκάφους περιλαμβανόταν στους προβλεπόμενους στο ασφαλιστήριο ασφαλιζόμενους κινδύνους και δη θαλάσσιους, αφού το συμβάν οφειλόταν σε απρόοπτο περιστατικό εξαιτίας της θάλασσας και όχι στην κανονική ενέργεια των ανέμων ή κυμάτων και ήταν ένα αποτρέψιμο ατύχημα που οφειλόταν σε απρόβλεπτο κίνδυνο (και όχι προβλέψιμο και αναπόφευκτο) εξαιτίας της θάλασσας. Στη θαλαμηγό προκλήθηκαν ζημίες από το χτύπημα στην πρύμνη και την προσάραξη μέχρι την επανάπλευση εσωτερικά και εξωτερικά του σκάφους, ενώ η πλοιοκτήτρια ενάγουσα κατέβαλε επίσης αμοιβή τεχνικού ασφαλείας, τέλη δικαιωμάτων επιθεώρησης για επανάπλευση, ημερήσια χρέωση ναυπηγείου, άντληση καυσίμων και καθαρισμό δεξαμενών, ανταλλακτικά βαφή αυτών και αναλώσιμα και με την αγωγή της ισχυρίστηκε ότι η ζημία της από την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης ανήλθε σε 276.930,06 ευρώ. Επιπλέον η εφεσίβλητη δεν κάλυψε τα έξοδα ρυμούλκησης τα οποία κατέβαλε η εκκαλούσα της οποίας μάλιστα ο κυβερνήτης παρά τις σαφείς υποδείξεις της ασφαλιστικής εταιρίας να μην υπογραφεί καμία σχετική σύμβαση, υπέγραψε σύμβαση με υπαγωγή στο αγγλικό δίκαιο και ρήτρα διαιτησίας. Στη συνέχεια επειδή η ασφαλιστική εταιρία δεν εξόφλησε την πλοιοκτήτρια του ρυμουλκού Θ. ούτε παρείχε εγγυοδοσία μετά την προσφυγή αυτής στη διαιτησία στο συμβούλιο Λλόυδς στο Λονδίνο, η εκκαλούσα στα πλαίσια συμβιβασμού της κατέβαλε το ποσό των 137.000 ευρώ και το αιτήθηκε με την αγωγή της. Θα πρέπει να αναφερθούν τα ακόλουθα: Όπως ήδη προαναφέρθηκε, στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο πράγματι υφίσταται ο όρος στην αγγλική γλώσσα με βάση τον οποίο η θαλαμηγός θα έπρεπε να προσδένεται/παροπλίζεται σε εγκεκριμένα λιμάνια/μαρίνες σύμφωνα με τους κανονισμούς των τοπικών λιμενικών αρχών και όλες οι υποδείξεις να τυγχάνουν συμμόρφωσης. Όμως ο όρος αυτός περιορίζεται όταν το κυριολεκτικό νόημα των λέξεων παράγουν ένα τέτοιο αποτέλεσμα που δε συνάδει με μια εύλογη και εμπορική ερμηνεία ενός τέτοιου εγγυητικού όρου. Ειδικότερα αφενός στο συμβόλαιο έγινε ρητή πρόβλεψη παροπλισμού εξάμηνης διάρκειας του σκάφους, οπότε και το σκάφος δεν θα εκτελούσε οποιασδήποτε μορφής ταξίδια ή μετακινήσεις στη θάλασσα. Η χρήση της θαλαμηγού στο ασφαλιστήριο δηλώθηκε ως επαγγελματική αναψυχής με μόνιμο πλήρωμα, που θα πραγματοποιούσε ταξίδια με διανυκτερεύσεις εφόσον κάτι τέτοιο ζητούσαν οι ναυλωτές του. Ο παραπάνω όρος αφενός αφορά πρωτίστως την εξάμηνη περίοδο του παροπλισμού της θαλαμηγού και όχι το χρόνο κατά τον οποίο αυτή ναυλώνεται, καθώς ο όρος αυτός προφανώς και είναι ανεφάρμοστος σε μια χώρα με την ακτογραμμή της Ελλάδος στην οποία τα λιμάνια και οι μαρίνες είναι σε συγκεκριμένα μόνο σημεία και όχι διάσπαρτα σε κάθε νησίδα, γιατί μια τέτοια ερμηνεία ουσιαστικά ακυρώνει την ασφαλιστική κάλυψη της θαλαμηγού κατά τη διάρκεια εκτέλεσης ταξιδιών στο πλαίσιο των ναυλώσεων κατά τους θερινούς μήνες. Σε αντίθετη περίπτωση θα έπρεπε η ασφαλίστρια να χορηγήσει κατάλογο αυτών των λιμένων ή μαρίνων στους οποίους θα έπρεπε να προσδένει το σκάφος κατά τη διάρκεια των ναυλώσεων, πράγμα όμως που προφανώς δεν μπορούσε να κάνει διότι λχ στους Αντιπαξούς δεν υφίστανται τέτοιες μαρίνες ή άλλες εγκαταστάσεις ελλιμενισμού σκαφών και σε κάθε περίπτωση είναι αμφίβολο αν στο κάθε λιμάνι υπάρχουν αρκετές θέσεις για όλες τις θαλαμηγούς που εκτελούν πλόες ναυλωμένες τους καλοκαιρινούς μήνες. Μάλιστα για το λόγο αυτό στον όρμο Μεσοβρίκα όπου είχε προσδέσει το συγκεκριμένο σκάφος είχαν προσδέσει την ίδια χρονική στιγμή για διανυκτέρευση και άλλα τρία ή τέσσερα σκάφη, γιατί ακριβώς αυτό θεωρείται ένα ασφαλές σημείο πρόσδεσης ελλείψει μαρίνας. Αφετέρου ο όρος αυτός αφορά την περίοδο που η θαλαμηγός θα ελλιμενιζόταν εκτός της περιόδου παροπλισμού εν αναμονή εντολών ναύλωσης ώστε να περιορίζεται ο κίνδυνος κλοπής απώλειας κλπ. Να σημειωθεί εκ περισσού ότι όταν κατά το αγγλικό δίκαιο ένας όρος δεν είναι ξεκάθαρος ερμηνεύεται πάντα σε βάρος του ασφαλιστή και υπέρ του ασφαλισμένου. Σε κάθε περίπτωση και σύμφωνα με τα όσα προεκτέθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας η ερμηνεία των συμβάσεων πρέπει να γίνεται κατά το πνεύμα που κρατεί στη χώρα του εφαρμοστέου δικαίου. Στην προκειμένη δε περίπτωση δεν χρειάζεται καν προσφυγή στο άρθρο 34 την ΜΙΑ που προαναφέρθηκε, αφού δεν μεταβλήθηκαν οι συνθήκες της σύμβασης, απλά η εγγύηση αυτή ήταν εξ αρχής μη εφαρμόσιμη το διάστημα ναύλωσης του σκάφους κατά το σκοπό του, δηλαδή ως σκάφος αναψυχής. Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι με την προσάραξη στον όρμο Μεσοβρίκα προς διανυκτέρευση κατά το διάστημα του πλου η ασφαλισμένη εταιρία πλοιοκτήτρια του σκάφους παραβίασε ουσιώδη ασφαλιστικό όρο και απέρριψε την αγωγή, εσφαλμένα ερμήνευσε το νόμο, και συνεπώς κατά παραδοχή του σχετικού μοναδικού λόγου έφεσης θα πρέπει να εξαφανιστεί η με αριθμό 4848/2017 εκκαλουμένη απόφαση και να κρατήσει για να δικάσει το Δικαστήριο (άρθρο 535 του ΚΠολΔ) τη με αριθμό ………./2016 αγωγή που έχει το παραπάνω περιεχόμενο και νομικό έρεισμα στις διατάξεις των άρθρων 1, 2, 3, 16, 22, 23, 24, 55, 67 του Νόμου «Marine Insurance Αct 1906». Να σημειωθεί ότι εκτός από την πρώτη ένσταση απαλλαγής που εσφαλμένα έγινε δεκτή από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο η εφεσίβλητη πρότεινε και τις ακόλουθες ενστάσεις απαλλαγής που επίσης επαναφέρει προς αντίκρουση της εφέσεως. Ειδικότερα πρότεινε: α) ένσταση απαλλαγής λόγω ελλιπούς συνθέσεως πληρώματος καθόσον το σκάφος δεν διέθετε κατά τον πλου δυο αλλά έναν μηχανικό, και ότι η θαλαμηγός είχε πενταμελές πλήρωμα, ενώ και στη σύμβαση ασφάλισης αναφερόταν εξαμελές, ενώ επικαλείται και παραβάσεις που διαπίστωσε η έκθεση του ΑΣΝΑ για να συμπληρώσει την ένσταση της αυτή ισχυριζόμενη περαιτέρω ότι όλες οι απαντήσεις της αντισυμβαλλόμενης της στο ασφαλιστήριο είναι ρητές εγγυήσεις, Β) ένσταση απαλλαγής λόγω μορφής, γνωστής στην αντισυμβαλλόμενη της, αναξιοπλοϊας του συγκεκριμένου σκάφους αφού σε μεταγενέστερο χρόνο διαπιστώθηκε ελαττωματική λειτουργία των φρένων, των αλυσελίκτρων των βιτζιών χειρισμού των αγκυρών του ισχυριζόμενη ότι η αντισυμβαλλόμενη της έχει παραβεί το καθήκον καλής πίστης με την απατηλή υποβολή απαίτησης αποζημιώσης και ότι αυτή έχει υπαναχωρήσει από τη σύμβαση με τις κατατεθείσες προτάσεις του πρώτου βαθμού. Και Γ) ένσταση ελαχιστοποίησης της ζημίας ισχυριζόμενη ότι η αντισυμβαλλόμενη της έπρεπε να στραφεί σε βάρος του κυβερνήτη και του μηχανικού του πλοίου για τις αμέλειες τους και επειδή παρέλειψε τούτο ίδρυσε ανταπαίτηση της εναντίον της και ότι με βάση τους γενικούς όρους ασφάλισης αυτή έχει απαλλαγεί της υποχρέωσης της να την αποζημιώσει. Επί των παραπάνω πρέπει να αναφερθούν τα ακόλουθα: Πρωτίστως το άρθρο 41 της ΜΙΑ περί παράβασης της εξυπακουόμενης εγγύησης έχει το νόημα ότι η πλήρωση της ασφαλιστικής περίπτωσης πρέπει να ναι νόμιμη με βάση τις διατάξεις του αγγλικού δικαίου και δεν προσφέρει ένσταση απαλλαγής σε κάθε περίπτωση που δεν έχει τηρηθεί ένας τοπικός κανονισμός σε λιμένα άλλου κράτους. Επιπλέον με βάση τη με αριθμό 351/2014 ΥΑ περί καθορισμού οργανικής σύνθεσης πληρωμάτων επαγγελματικών πλοίων αναψυχής και σύμφωνα με το από 22.4.2015 με αριθμό ……../2015 ναυτολόγιο της θαλαμηγού (σχετ. 7) όταν αυτή εκτελεί πλόες είναι υποχρεωμένη να έχει τριμελές πλήρωμα δηλαδή έναν κυβερνήτη, ένα μηχανικό και ένα ναύτη αφού στο ναυτολόγιο του στη στήλη του προσωπικού μηχανής έχει διευκρινιστεί ότι αυτό φέρει μηχανή κλειστού τύπου συνολικής ιπποδύναμης από 2.000 έως 10.000 ίππους με τηλεχειρισμό από το χώρο διακυβέρνησης. Επιπλέον ως προς το πενταμελές πλήρωμα (αντί για εξαμελές) πρέπει να αναφερθεί ότι η έννοια της ρητής εγγυήσεως απλά παρέχει στον ασφαλιστή το δικαίωμα να αποδείξει αφενός το ουσιώδες της μη ανακοινώσιμης πληροφορίας και αφετέρου ότι παρακινήθηκε να συνάψει τη σύμβαση με τους σχετικούς όρους (βλ. ΑΠ 1657/2006 δημ. νόμος) και όχι το απεριόριστο δικαίωμα να υπαναχωρήσει σε κάθε τέτοια περίπτωση από τη σύμβαση (ΕφΠειρ 232/2011 δημ. νόμος) καθόσον η επιπλέον πρόβλεψη μάγειρα ή προσωπικού υποδοχής αφορά την καλύτερη εξυπηρέτηση των ναυλωτών της θαλαμηγού και όχι τους όρους και τις προϋποθέσεις της συμβάσεως ασφάλισης. Συνεπώς αλυσιτελώς προτείνεται η συγκεκριμένη ένσταση απαλλαγής. Αναφορικά με το αναξιόπλοο λόγω της επικαλούμενης ελαττωματικής λειτουργία των φρένων, των αλυσελίκτρων των βιτζιών χειρισμού των αγκυρών του σκάφους πρέπει να αναφερθεί ότι το άρθρο 39 της ΜΙΑ ορίζει ότι ο ασφαλιστής απαλλάσσεται αν επικαλεστεί και αποδείξει α) ότι ο αντισυμβαλλόμενος ασφαλισμένος γνώριζε το αναξιόπλοο και β) ότι υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ζημίας και του αναξιόπλοου. Επομένως και αυτή η ένσταση απαλλαγής προτείνεται αλυσιτελώς, διότι δεν προκύπτει πως συνδέεται τυχόν ελάττωμα στα φρένα και τα βαρούλκα με την προσάραξη της θαλαμηγού ενώ αυτή ήταν πρυμνοδετημένη. Ο τρίτος ισχυρισμός της είναι παντελώς αόριστος και γι’αυτό απορριπτέος αφού δεν γίνεται επίκληση συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών που να συνιστούν παραβίαση της αρχής της καλής πίστης ενώ το γεγονός ότι η ήδη εκκαλούσα δεν ξεκίνησε δικαστικό αγώνα κατά του κυβερνήτη και του μηχανικού του σκάφους σε καμία περίπτωση δεν παρέχει στην ασφαλίστρια το δικαίωμα να απαλλαγή από την καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης επειδή επήλθε η ασφαλιστική περίπτωση. Ακολούθως όλοι οι παραπάνω ισχυρισμοί κρίνονται απορριπτέοι. Περαιτέρω και σύμφωνα με την από 29.11.2016 έκθεση επιθεώρησης ζημίας των μηχανολόγων μηχανικών ναυπηγών πραγματογνωμόνων της εφεσίβλητης ………….. το ύψος της τελικής απαίτησης της εκκαλούσας μετά τις προβλεπόμενες από το ασφαλιστήριο συμβόλαιο απαλλαγές ανέρχεται στο ποσό των 103.781,67 ευρώ καθώς έγιναν σοβαρά λάθη κατά την προσπάθεια αποκόλληση του σκάφους από τα αβαθή του όρμου, όπως το γεγονός ότι ξεχάστηκε στο βυθό η δεύτερη άστυπη άγκυρα, τα οποία επέτειναν τη ζημία και δεν καλύπτονται από την ασφαλιστική σύμβαση αφού δεν συνδέονται αιτιωδώς με την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης. Η εφεσίβλητη βέβαια συνομολογεί ότι η οφειλόμενη ασφαλιστική αποζημίωση δεν μπορεί να υπερβεί το ποσό των 112.781,67 ευρώ που προσδιορίστηκε μετά από έκθεση των πραγματογνωμόνων της και μετά την αφαίρεση της απαλλαγής του συμβολαίου, δεδομένου ότι η εκκαλούσα δεν απέδειξε ως όφειλε ότι όλες οι δαπάνες στις οποίες πριν και μετά την προσάραξη υπεβλήθη συνδέονται σε την προσάραξη του σκάφους στον όρμο Μεσοβρίκα και επιπλέον στον κατάλογο της περιλαμβάνονται αναλώσιμα και άλλα είδη που δεν καλύπτονται από το συμβόλαιο και ακόμη και μια καταδυτική μάσκα. Εξάλλου, δεν καλύπτονται από το συμβόλαιο οι υπηρεσίες του ρυμουλκού «Θύελλα», καθώς όπως αποδεικνύεται από τις επικοινωνίες οι εντολές που δόθηκαν από τον πραγματογνώμονα της ασφαλιστικής εταιρίας στον κυβερνήτη του σκάφους ήταν να αναμένει να βρεθεί σκάφος για επιθαλάσσια αρωγή το οποίο θα μετέφερε το σκάφος «Τ» σε κοντινό σημείο, ώστε να διεξαχθεί ο έλεγχος από τους πραγματογνώμονες της εφεσίβλητης και μάλιστα τονίστηκε ιδιαίτερα στον κυβερνήτη της θαλαμηγού να μην υπογράψει καμία σύμβαση διότι αυτή δεν θα δέσμευε την εφεσίβλητη. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η εκκαλούσα δεν απέδειξε τον αγωγικό ισχυρισμό της ότι υπήρχε επείγουσα ανάγκη να ρυμουλκηθεί η θαλαμηγός, ότι υπογράφηκε σύμβαση με την χαμηλότερη τιμή ύψους 18.000 ευρώ η οποία όπως εμπεριείχε ρήτρα διαιτησίας με βάση το αγγλικό δίκαιο και ότι προκειμένου να αποφύγουν τα μεγαλύτερα έξοδα που θα συνεπάγετο τυχόν διαιτησία στην Αγγλία κατέβαλαν στην πλοιοκτήτρια του ρυμουλκού θύελλα το ποσό των 137.000 ευρώ, και ότι η θαλαμηγός ρυμουλκήθηκε μέχρι το λιμάνι της Ηγουμενίτσας διότι το λιμεναρχείο Παξών δεν έκανε δεκτό το αίτημα τους να προσδέσουν στους Παξούς. Επομένως το αίτημα περί καταβολής του παραπάνω ποσού κρίνεται απορριπτέο ως ουσιαστικά αβάσιμο, αφού αυτό δε συνδέεται αιτιωδώς με την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης, αλλά αντιθέτως αφορά έξοδα που η εκκαλούσα η ίδια αποφάσισε ότι θα κατέβαλε στην πλοιοκτήτρια του ρυμουλκού Θ. συντελώντας έτσι στην επαύξηση της ζημίας και κάτι τέτοιο εκφεύγει της κάλυψης ασφαλιστικού κινδύνου ακόμα και όταν έχει επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση με βάση τη ρήτρα εναγωγής και μόχθου (άρθρο 78 ΜΙΑ) που προσδιορίζει την έκταση της ευθύνης του ασφαλιστή, και ενώ το ασφαλιστήριο συμβόλαιο σύμφωνα με τις εξαιρέσεις που όριζε παραπάνω δεν αποζημιώνονται τα έξοδα ρυμούλκησης. Κατόπιν αυτών, η αγωγή για το καταψηφιστικό αντικείμενο της οποίας έχει καταβληθεί το προσήκον τέλος δικαστικού ενσήμου με τα υπέρ τρίτων ποσοστά, όπως βεβαιώνεται με την εκκαλουμένη απόφαση, πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ` ουσίαν κατά ένα μέρος και να υποχρεωθεί η εναγόμενη εφεσίβλητη να καταβάλει στην εκκαλούσα το ποσό των 112.781,67 ευρώ εντόκως αφότου επιδόθηκε η αγωγή και μέχρι την εξόφληση (άρθρο 346 ΑΚ) καθώς το αρχικό ποσό για το οποίο οχλήθηκε η ασφαλιστική εταιρία περιείχε ποσά που δεν καλύπτονταν από το συμβόλαιο και το γνώριζε με βάση όλες τις γενικές και ειδικές ρήτρες εξαιρέσρων που προαναφέρθηκαν. Επιπλέον πρέπει να διαταχθεί η απόδοση του παραβόλου εφέσεως στην εκκαλούσα δηλαδή του ηλεκτρονικού παραβόλου με αριθμό ……./2018 ποσού 150 ευρώ (άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ), αφού το ένδικο μέσο γίνεται δεκτό στην ουσία του. Τα δικαστικά έξοδα της εκκαλούσας ενάγουσας και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας βαρύνουν, μετά την υποβολή σχετικού αιτήματος, κατά ένα μέρος την εφεσίβλητη εναγομένη λόγω της εν μέρει ηττας της σύμφωνα με τα όσα θα αναφερθούν ειδικότερα στο διατακτικό (άρθρο 178, 191 παρ. 2 και 183 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων την από 28.2.2018 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./2018 έφεση της ηττηθείσας ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας κατά της με αριθμό 4848/2017 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία αντιμωλία των διαδίκων επί της από 7.10.2016 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2016 αγωγής

Απορρίπτει ό,τι έκρινε ως απορριπτέο στο σκεπτικό

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ουσίαν την έφεση

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ τη με αριθμό 4848/2017 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά

Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου εφέσεως στην εκκαλούσα δηλαδή του ηλεκτρονικού παραβόλου με αριθμό …./2018 ποσού 150 ευρώ ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και ΔΙΚΑΖΕΙ επί της από 7.10.2016 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2016 αγωγής

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την από 7.10.2016 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2016 αγωγή

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των εκατόν δώδεκα χιλιάδων επτακοσίων ογδόντα ενός ευρώ και εξήντα επτά λεπτών του ευρώ (112.781,67)

Επιβάλει σε βάρος της εφεσίβλητης εναγομένης μέρος των δικαστικών εξόδων της εκκαλούσας ενάγουσας και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, δηλαδή το ποσό των πέντε χιλιάδων πεντακοσίων ευρώ (5.500).

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις   20 Ιουνίου 2019.

 

Η      ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 

 

 

Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, στις   30 Σεπτεμβρίου  2019, με άλλη σύνθεση, λόγω προαγωγής και αναχωρήσεως του Εφέτη Αθανασίου Θεοφάνη, αποτελουμένη από τους Δικαστές, Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Κωττάκη και Μαρία Παπαδογρηγοράκου,  Εφέτες, και με Γραμματέα την Ελένη Τσίτου, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και   των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

     Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ