Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 603/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

Περίληψη : αίτηση αναστολής εκτέλεσης κατόπιν άσκησης έφεσης κατά απορριπτικής απόφασης ανακοπής κατά εκτέλεσης (937 ΚΠολΔ),  δεδικασμένο  διαταγής πληρωμής,   διαχρονικό δίκαιο ν. 4335/2015 για προθεσμία άσκησης ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής, πιθανολόγηση έφεσης, αναστέλλει αναγκαστική εκτέλεση.

 

Αριθμός  απόφασης :603/ 2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτη, που ορίστηκε από ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, χωρίς τη σύμπραξη Γραμματέα.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου του άρθρου 937 § 1β, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 όγδοο § 2 του άρθρου 1 Ν.4335/2015, σε περίπτωση εκτέλεσης,  που στηρίζεται σε δικαστική απόφαση ή διαταγή πληρωμής, κατά της απόφασης που εκδίδεται επί της ανακοπής επιτρέπεται η άσκηση έφεσης. Στις λοιπές περιπτώσεις εκτελεστών τίτλων του άρθρου 904 §  κατά της απόφασης που εκδίδεται επί της ανακοπής επιτρέπεται η άσκηση όλων των ένδικων μέσων. Στις περιπτώσεις των προηγουμένων εδαφίων, η άσκηση ένδικου μέσου δεν αναστέλλει την πρόοδο της εκτέλεσης, εκτός αν το δικαστήριο του ένδικου μέσου, μετά από αίτηση του ασκούντος αυτό, που υποβάλλεται και αυτοτελώς, δικάζοντας με τη διαδικασία των άρθρων 686 επ, διατάξει την αναστολή, με την παροχή ή και χωρίς παροχή εγγύησης, εφόσον κρίνει ότι, η ενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και πιθανολογεί την ευδοκίμηση του ένδικου μέσου. Επίσης μπορεί να διαταχθεί να προχωρήσει  η αναγκαστική εκτέλεση, αφού δοθεί εγγύηση. Ειδικά, όταν ζητείται η αναστολή πλειστηριασμού  αυτή είναι απαράδεκτη, αν δεν κατατεθεί το αργότερο πέντε (5) εργάσιμες ημέρες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού. Στην προκείμενη περίπτωση ο  αιτών ζητά με την  αίτησή του, να ανασταλεί η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται σε βάρος του δυνάμει της με αριθμό ……/21-2-2019 Έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης της δικαστικής Επιμελήτριας της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……..,  του υπ’ αριθμ. αριθμό …../28-2-2019  αποσπάσματος της ανωτέρω κατασχετήριας έκθεσης, βάσει του οποίου  επισπεύδεται   ο επικείμενος ηλεκτρονικός πλειστηριασμός για την 2η  Οκτωβρίου 2019 (ημέρα Τετάρτη), και της από 28/1/2019 επιταγής προς εκτέλεση   του με αρ…./29-1-2009 αντιγράφου εξ’ απογράφου της υπ’ αριθμ. …./2009 διαταγής πληρωμής της Δικαστού του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών,   μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση στην από 12.9.2019 και με αρ.  κατάθεσης  ……../2019 έφεση, που νομότυπα και εμπρόθεσμα άσκησε κατά της υπ’ αρ. 2951/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία απορρίφθηκε η από 5.4.2019 και με αρ. αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2019  ανακοπή  κατά της επισπευδόμενης σε βάρος του αναγκαστικής εκτέλεσης.

Η αίτηση αρμοδίως εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επ. ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη. Ασκήθηκε παραδεκτά, δεδομένου ότι  κατατέθηκε στις 13-9-2019, δηλαδή τουλάχιστον πέντε (5) εργάσιμες ημέρες πριν από την καθορισθείσα ημέρα του πλειστηριασμού (2-10-2019) η αναστολή του οποίου επίσης ζητείται, ως τελευταίας πράξης της αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται, και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 937 ΚΠολΔ. Πρέπει, συνεπώς, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

Η  ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής των άρθρων 632 § 1 και 633 ΚΠολΔ αποτελεί ένδικο βοήθημα και, συγκεκριμένα, ειδικά ρυθμισμένη μορφή της γενικής ανακοπής των άρθρων 583 επ. του ΚΠολΔ, από τα οποία διέπεται, με παρεκκλίσεις ως προς ορισμένα θέματα (προθεσμία, αρμοδιότητα, αποτελέσματα άσκησης ανακοπής) για τα οποία εφαρμόζονται οι ειδικές διατάξεις των άρθρων 632 – 634 του ΚΠολΔ. Περαιτέρω σύμφωνα με το άρθρο 633 § 2 ΚΠολΔ, όπως  τροποποιήθηκε από το άρθρο άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του ν. 4335/2015: «αν δεν έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα ανακοπή, εκείνος υπέρ του οποίου έχει εκδοθεί η διαταγή πληρωμής μπορεί να επιδώσει και πάλι τη διαταγή στον οφειλέτη, ο οποίος έχει το δικαίωμα να ασκήσει την ανακοπή μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) εργάσιμων ημερών από την επίδοση». Κατά το τελευταίο εδάφιο της εν λόγω διάταξης: «αν περάσει άπρακτη και η παραπάνω προθεσμία, η διαταγή πληρωμής αποκτά δύναμη δεδικασμένου και είναι δυνατό να προσβληθεί μόνο με αναψηλάφηση». Με τον ν. 4335/2015 η προθεσμία της ανακοπής της διάταξης του άρθρου 633 § 2 ΚΠολΔ επεκτάθηκε στις 15 εργάσιμες ημέρες από τη (για 2η φορά) επίδοση της διαταγής πληρωμής έναντι των 10 εργασίμων ημερών, όπως ίσχυε μέχρι πρότινος.  Από άποψη διαχρονικού δικαίου, το άρθρο 1,άρθρο ένατο § 2 του Ν 4335/2015 ορίζει ότι οι διατάξεις για τις ειδικές διαδικασίες των άρθρων 591 έως 645 εφαρμόζονται για τις κατατεθειμένες από 1.1.2016 αγωγές, επομένως και για τις κατατεθειμένες από την ημερομηνία αυτή ανακοπές κατά διαταγών πληρωμής.  Το ερώτημα που τίθεται είναι, αν οι νέες διατάξεις για την άσκηση και την εκδίκαση της ανακοπής εφαρμόζονται στις διαταγές που έχουν εκδοθεί πριν την εφαρμογή του Ν. 4335/2015, δηλαδή μέχρι τις 31.12.2015, δεδομένου ότι ρύθμιση διαχρονικού δικαίου για τη διαταγή πληρωμής δεν περιλαμβάνεται στο εν λόγω νομοθέτημα.  Κατά μία άποψη, οι νέες διατάξεις εφαρμόζονται για τις διαταγές πληρωμής που εκδίδονται υπό την ισχύ του Ν. 4335/2015, δηλαδή έπειτα από την 1η.1.2016, έτσι ώστε οι διαταγές που έχουν εκδοθεί μέχρι τις 31.12.2015 να διέπονται από το προηγούμενο δικονομικό καθεστώς (Σ. Πανταζόπουλος, Η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, Σάκκουλας, 2016, σ. 201, Κώνστα, ΕφΑΔΠολΔ 2017 σ. 615, ΠΠρΡοδ 119/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Έχει επίσης υποστηριχθεί και η άποψη ότι ο χρόνος υποβολής της αίτησης για έκδοση διαταγής πληρωμής – και όχι ο χρόνος εκδόσεως της τελευταίας – αποτελεί ασφαλέστερο κριτήριο, με αποτέλεσμα, αν η παραπάνω αίτηση υποβλήθηκε μέχρι την 31.1.2015, εφαρμοστέο να είναι το προϊσχύσαν του Ν. 4335/2015 δίκαιο (βλ. Μακρίδου, Ειδικές διαδικασίες στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας μετά το Ν 4335/2015, Σάκκουλας, 2017, σ. 188-189,MονΠρΖακ 3/2018 ΤΝΠ ΔΣΑ). Κατά την άποψη όμως που το Δικαστήριο  κρίνει ορθότερη,  εφαρμοστέα είναι η   διάταξη του άρθρου  1, άρθρου ένατου § 2 του Ν 4335/2015 για όλα τα δικόγραφα που κατατίθενται από 1.1.2016, είτε δηλαδή αιτήσεις προς έκδοση διαταγή πληρωμής, είτε ακόμα και ανακοπές κατά της διαταγής πληρωμής. Η αναφορά του νόμου μόνο σε «ένδικα μέσα» και «αγωγές», δεν αναιρεί τα ανωτέρω,  αφού η ανακοπή μπορεί να  μην ανήκει στα ένδικα μέσα, όμως συνιστά  ένδικο βοήθημα,  που ασκείται όπως και η αγωγή (585, 215 ΚΠολΔ), αφού αυτή δημιουργεί εκκρεμοδικία και όχι η αίτηση προς έκδοση διαταγής πληρωμής, ώστε να εξομοιώνεται από άποψη διαχρονικού δικαίου με την τελευταία. Μεταξύ δε των εφαρμοστέων νέων διατάξεων του ν. 4335/2015 για τις μετά την 1-1-2016 κατατεθειμένες ανακοπές κατά διαταγής πληρωμής, είναι και αυτή του άρθρου 633 § 2 ΚΠολΔ, που προβλέπει την τήρηση δεκαπενθήμερης προθεσμίας με αφετηρία τη δεύτερη επίδοση της διαταγής πληρωμής, χωρίς να ασκεί επιρροή η έκδοση αυτής πριν την ισχύ  του ν. 4335/2015, αφού τέτοια προϋπόθεση δεν θέτει η ως άνω μεταβατική διάταξη. Τα ανωτέρω ισχύουν υπό τον αυτονόητο πάντως όρο,  ότι το εναρκτήριο της προθεσμίας γεγονός της δεύτερης επίδοσης έλαβε χώρα υπό την ισχύ του ν. 4335/2015, δηλαδή μετά την 1-1-2016, αφού κατά γενική αρχή διαχρονικού δικαίου ως προς τις δικονομικές προθεσμίες, συναγόμενη από τη διάταξη του άρθρου 13 § 2 ΕισΝΚΠολΔ, η διάρκεια των προθεσμιών κρίνεται κατά το δίκαιο που ίσχυε κατά το χρόνο έναρξης τους (βλ. Γιαννόπουλος, Οι ειδικές διαδικασίες του ΚΠολΔ μετά τον ν. 4335/201 ΕΠoλΔ 2015.453, και τις σκέψεις των ΜΠΛαμ 133/2019, ΜΠρΘεσ14978/2018, ΜΠρΘεσ 422/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σημειώνεται ότι οι νέες διατάξεις  για την άσκηση ανακοπής κατά  αναγκαστικής εκτέλεσης εφαρμόζονται  όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση έγινε μετά την 1.1.2016 (άρθρο 1, άρθροένατο § 3 του ν. 4335/2015), ώστε, είναι συνεπές να εφαρμόζονται οι ίδιες διατάξεις και για την ανακοπή κατά  διαταγής πληρωμής, όταν αυτή επιδίδεται, κάτω από την επιταγή προς εκτέλεση, μετά την 1.1.2016,  ιδίως σε  περίπτωση σώρευσης στο  ίδιο δικόγραφο των δύο μορφών ανακοπών. Εξάλλου σύμφωνα με το άρθρο 933 § 4 του ΚΠολΔ,  σε περίπτωση που οι αντιρρήσεις κατά της εκτέλεσης που εισάγονται με την ανακοπή κατά αυτής, αφορούν  εκτελεστό τίτλο που  είναι δικαστική απόφαση ή διαταγή πληρωμής, οι αντιρρήσεις είναι απαράδεκτες στην έκταση που ισχύει το δεδικασμένο σύμφωνα, με τα άρθρα 330 και 633 παράγραφος 2 εδάφιο γ’, αντίστοιχα. Το δεδικασμένο που αναπτύσσει η  διαταγή πληρωμής προσομοιάζει  κατά τα αποτελέσματά του με τελεσίδικη δικαστική απόφαση κι έχει την έννοια ότι δεν μπορεί πλέον   να αμφισβητηθεί ούτε με ανακοπή από το άρθρο 933 ΚΠολΔ, η  απαίτηση που βεβαιώθηκε με αυτή, καθώς κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 330 και 935 ιδίου κώδικα, καθίσταται απαράδεκτη η  προβολή σε μεταγενέστερη δίκη, που αφορά   στο κύρος της εκτελέσεως, λόγων ανακοπής που αν και ήταν γεννημένοι και μπορούσαν να προταθούν, δεν προτάθηκαν με ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής (Ολ ΑΠ 30/1987, ΑΠ  243/2018  ΑΠ 1881/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκείμενη περίπτωση,  ο αιτών στον πρώτο λόγο της αίτησής  του / έφεσης, ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα  το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο  απέρριψε την  ανακοπή αυτού ως απαράδεκτη, κρίνοντας ότι η διαταγή πληρωμής είχε αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου,  από την δεύτερη επίδοση της διαταγής πληρωμής και την μη  εμπρόθεσμη άσκηση  ανακοπής κατά αυτής. Από τα έγγραφα που προσκομίζονται πιθανολογήθηκε  ότι  αντίγραφο εξ απογράφου της υπ’ αριθμ. ……./29-1-2009 διαταγής πληρωμής της Δικαστού του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών,  μετά της με ημερομηνία 30.1.2009 επιταγής προς εκτέλεση, με την οποία υποχρεώθηκε ο αιτών να καταβάλει στην δικαιοπάροχο της καθ΄ής Τραπεζική ανώνυμη εταιρία το ποσό των  255.623,21 ελβετικών φράγκων, κατά το ισόποσο σε ευρώ  αυτών με την επίσημη ισοτιμία τους κατά το χρόνο της πληρωμής και με εξάμηνο ανατοκισμό των τόκων, επιδόθηκε στον αιτούντα αρχικά  στις 5.2.2009 (βλ. την με αρ. ……./5.2.2009 έκθεση επιδόσεως της δικ. επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ………..), όπως άλλωστε συνομολογεί και ο ίδιος ο αιτών. Στη συνέχεια ίδια Τράπεζα  επέδωσε αντίγραφο εξ απογράφου της ίδιας  διαταγής πληρωμής με επιταγή προς εκτέλεση (από 28.1.2019) για δεύτερη φορά  στις 31.1.2019 (βλ. την με αρ. ………./31.1.2019 έκθεση επιδόσεως της ιδίας δικ. επιμελήτριας). Ο αιτών άσκησε  την από 14.2.2019 από εκθ. καταθ. ………./2019) ανακοπή  του κατά της άνω διαταγής πληρωμής μετά τη δεύτερη επίδοση αυτής  (δηλαδή της διάταξης του άρθρου 633 § 2 ΚΠολΔ)  στο Μονομελές  Πρωτοδικείο Αθηνών, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών στις 14-2-2019 και επιδόθηκε στην καθ’ ης η ανακοπή στις 15-2-2019 (βλ. την υπ’ αριθμ. ……../15-2-2019 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών, ………). Η ανακοπή αυτή  ασκήθηκε, με βάση τα όσα προεκτέθηκαν,  εμπρόθεσμα εντός της προθεσμίας των 15 ημερών, κατά την εφαρμοστέα διάταξη του άρθρου 633 § 2 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε η άνω διάταξη με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του ν. 4335/2015.  Εξάλλου,   η δικαιοπάροχος της καθ’ ής  επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση στο ακίνητο του αιτούντος με τη με αρ. …./28.2.2019 κατασχετήρια έκθεση της δικ. επιμελήτριας της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών …..  και ορίστηκε ο πλειστηριασμός αυτού για τις 2.10.2019 ημέρα Τετάρτη, δυνάμει του με αριθμό …../28-2-2019 Αποσπάσματος της ίδιας κατασχετήριας Έκθεσης. Κατά της επισπευδόμενης εκτέλεσης ο αιτών άσκησε την  από 5.4.2019 και με αρ. αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2019 ανακοπή του στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς  επί της οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση.  Η ανακοπή αυτή κατά το πρώτο σκέλος της πλήττει  το κύρος του εκτελεστού τίτλου – διαταγής πληρωμής και  την απαίτηση της καθ’ ής η ανακοπή (αοριστία καταγγελίας, καταχρηστικοί όροι ΓΟΣ σύμβασης δανείου,  μη νόμιμη επιβολή εισφοράς  ν. 128/1975, μη εκκαθαρισμένο αυτής, παράνομος ανατοκισμός)κι έχει ασκηθεί εντός της προθεσμίας της διάταξης του άρθρου 934 § 1 α ΚΠολΔ.  Οι λόγοι της ανακοπής αυτής (πρώτο σκέλος) ταυτίζονται πλήρως  με τους λόγους της ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση του απέρριψε την παρούσα ανακοπή ως απαράδεκτη,  κρίνοντας ότι η ανακοπή στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών είχε ασκηθεί εκπρόθεσμα, μετά την εφαρμοστέα,  κατ΄αυτό, προθεσμία των 10 ημερών, ώστε η διαταγή πληρωμής είχε αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου κατά τη διάταξη του άρθρου 933 § 4ΚΠολΔ. Κατά την άποψη όμως που ακολουθεί το παρόν Δικαστήριο και μόλις προεκτέθηκε,  η ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής είχε ασκηθεί εμπρόθεσμα, εντός της τηρητέας προθεσμίας των 15 ημερών (άρθρο 633 § 2 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικ.  άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015). Συνεπώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε την ανακοπή κατά το πρώτο σκέλος της ως απαράδεκτη,  ενώ  έπρεπε να εξετάσει τους λόγους αυτής που αναφέρονται στην ελαττωματικότητα της διαταγής πληρωμής και την απαίτηση της καθ’ ής,  ως προς την ουσιαστική τους βασιμότητα. Επιπλέον   δεν εξέτασε καθόλου τον τελευταίο  λόγο ανακοπής που αναφέρεται στην ακυρότητα της αναγκαστικής εκτέλεσης λόγω μη  επιτόπιας μετάβασης της δικαστικής επιμελήτριας που διενήργησε την κατάσχεση και ελαττωματικότητα της περιγραφής του ακινήτου του αιτούντος στην κατασχετήρια έκθεση, όπως αναφέρει ο αιτών στο δεύτερο λόγο της έφεσής του.  Κατ’ επέκταση πιθανολογείται η βασιμότητα της έφεσης, τόσο κατά το πρώτο όσο και το δεύτερο λόγο αυτής η δε παραδοχή των λόγων αυτών εφέσεως θα έχει ως συνέπεια την ολική εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης και την εξέταση των λόγων ανακοπής κατ’ ουσίαν από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο. Σημειώνεται ότι για την αίτηση αναστολής αρκεί  η πιθανολόγηση της παραδοχής ενός λόγου εφέσεως, χωρίς την ενδελεχή εξέταση αυτού,  δηλαδή  να υπεισέλθει το Δικαστήριο που δικάζει την αναστολή στη θέση του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου (M. Μαργαρίτης, ΚΠολΔ  υπό άρθρο 912 αρ. 10). Περαιτέρω, πιθανολογήθηκε  από την εκτέλεση της διαταγής πληρωμής ο αιτών προφανώς θα υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη, δεδομένου ότι εκτίθεται σε αναγκαστικό πλειστηριασμό η οριζόντια ιδιοκτησία του κείμενη στον Πειραιά στην  οδό ……….,  η οποία κατά την μάρτυρα που εξετάστηκε στο παρόν Δικαστήριο, αποτελεί την μοναδική του κατοικία. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω,  η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη και να χορηγηθεί η αιτούμενη αναστολή εκτέλεσης, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας, έως τη συζήτηση της έφεσης, υπό τον όρο συζήτησής της στη δικάσιμο που ορίστηκε αυτή χωρίς καταβολή εγγύησης. Τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, διότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρα 179 και 191 § 2 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ την αίτηση.

ΑΝΑΣΤΕΛΛΕΙ  την αναγκαστική εκτέλεση που επισπεύδεταιδυνάμει  του υπ’ αριθμ. …./28-2-2019  αποσπάσματος  της με αρ. …./21-2-2019 κατασχετήριας έκθεσης της δικαστικής Επιμελήτριας της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……,  μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της από 12.9.2019 και με αρ.  κατάθεσης  ……/2019 έφεσης του αιτούντοςκατά της με αρ. 2159/2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και υπό τον όρο ότι η έφεση θα συζητηθεί στη δικάσιμο  που έχει προσδιοριστεί.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του,  στον Πειραιά, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους Δικηγόρων την 30-9-2019.

(για τη δημοσίευση)

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ