Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 597/2019

Αριθμός    597 /2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Φωτεινή Μάμαλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα   Γ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 14/2/2018 (αριθ.καταθ. ………/2018)  έφεση κατά της υπ’ αριθ. 249/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, αρμόδια φέρεται προς συζήτηση στο Δικαστήριο τούτο (άρθ. 19 ΚΠολΔ, ισχύει μετά την αντικατάστασή του με την παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. 3994/2011), έχει δε ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφού από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ούτε παρήλθε τριετία από τη δημοσίευσή της έως την άσκηση της έφεσης (άρθ. 495 παρ. 1, 498, 511, 513 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2014 Ολ ΑΠ 10/2018, σε κάθε δε περίπτωση δεν έχουν παρέλθει δύο έτη από την από 12/1/2018 δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης που περάτωσε τη δίκη έως και την άσκηση της από 14/12/2018 έφεσης).

Πρέπει, επομένως να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθ. 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό αυτής έχει κατατεθεί από τους εκκαλούντες, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 4, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο τρίτου του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, το νόμιμο παράβολο, όπως προκύπτει από την με ημερομηνία 14/2/2018 πράξη κατάθεσης παραβόλου της αρμόδιας Γραμματέως Πρωτοδικείου Πειραιά.

Με την από 27/12/2013 (αριθ.καταθ. …./2014) αγωγή που άσκησε η ενάγουσα, ………. και ήδη εφεσίβλητη, κατά του ……….. που απεβίωσε την 8/4/2015, μετά την άσκηση της υπό κρίση αγωγής στην δικονομική θέση του οποίου υπεισήλθαν ως μοναδικοί εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες, ισχυρίσθηκε ότι, αυτή και ο αρχικά διάδικος ήδη αποβιώσας ………… – αδελφός της είναι συγκύριοι κατά ποσοστό 1/3 και 2/3 εξ αδιαιρέτου αντίστοιχα, ενός καταστήματος με αποθήκη που βρίσκεται στην πλατεία ….. στον Πειραιά και περιγράφεται αναλυτικά κατά τα λοιπά προσδιοριστικά του στοιχεία σε αυτή (αγωγή). Ότι ο αρχικά εναγόμενος αδελφός της, ο οποίος κάνει αποκλειστικά χρήση του εν λόγω ακινήτου, κατά το διάστημα από 1/1/2012 έως 31/12/2012, διατηρώντας σ’ αυτό επιχείρηση καφετέριας-μπαρ-ζαχαροπλαστείου, αρνείται να αποδώσει σ’ αυτήν την ανάλογη προς το ποσοστό συγκυριότητας της μερίδας από το συνιστάμενο στη μισθωτική αξία του ακινήτου, όφελος που απεκόμισε από τη χρήση του, το οποίο ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 53.504 ευρώ, και κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην ένδικη αγωγή της. Ζήτησε δε, μετά την παραδεκτό περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό, να αναγνωστεί η υποχρέωση του εναγομένου να της καταβάλλει το ως άνω ποσό των 53.504 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, όπως το ποσό αυτό παραδεκτά περιορίστηκε με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδριάσεως. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή και αναγνώρισε την υποχρέωση του αρχικά εναγομένου να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 43.472 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από  την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Κατά της απόφασης αυτής, παραπονούνται οι εναγόμενοι (εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του αρχικά ενάγοντος) για τους λόγους που αναφέρονται σε αυτή και ανάγονται σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της (προσβαλλόμενης αποφάσεως) με σκοπό να απορριφθεί η αγωγή.

Ι)Από συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 785, 786, 787, 792 παρ. 2, 961 και 962 ΑΚ προκύπτει ότι σε περίπτωση αποκλειστικής χρήσης του κοινού αντικειμένου από τον έναν από τους κοινωνούς, δικαιούνται οι υπόλοιποι και αν δεν προέβαλαν αξίωση περί συγχρήσεως, να απαιτήσουν από αυτόν που κάνει αποκλειστική χρήση ανάλογη μερίδα από το όφελος που αυτός αποκόμισε και το οποίο συνίσταται στην αξία της χρήσης του κοινού. Ειδικότερα, προκειμένου περί αστικού ακινήτου, που προορίζεται από κατασκευής για κατοικία ή κατάστημα, το όφελος αυτό συνίσταται στην κατά το χρόνο της αποκλειστικής χρήσης μισθωτική αξία της μερίδας των εκτός χρήσης κοινωνών, η οποία δεν αποτελεί μίσθωμα, αφού δεν υπάρχει μισθωτική σχέση, αλλά αποδοτέα, ως αποζημίωση, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, ωφέλεια (ΑΠ 1302/2006 ΝοΒ 2007/62), που προσδιορίζεται με βάση τη μισθωτική αξία του πράγματος, χωρίς να μεταβάλλεται σε αξίωση απόδοσης μισθωμάτων (ΑΠ 2348/2009, ΝοΒ 2010/1979), ενώ πιθανή αξίωση για καρπούς περιορίζεται στο υπόλοιπο μετά την αφαίρεση των δαπανών συντήρησης, διοίκησης, και χρήσης του κοινού, που αποτελούν πράξεις διαχείρισης του κοινού πράγματος (ΑΠ 74/2004, ΕλλΔ/νη 45.780, ΕφΑθ 3908/1999 ΕλλΔ/νη 40.1609, ΕφΠειρ 640/1997, ΕλλΔνη 40.416). Και επειδή ακριβώς το όφελος που αποκόμισαν οι εναγόμενοι, το οποίο συνίσταται στην κατά το χρόνο της αποκλειστικής χρήσης μισθωτική αξία της μερίδας των εκτός χρήσης εναγόντων συγκοινωνών, δεν αποτελεί μίσθωμα, αφού δεν υπάρχει μισθωτική σχέση αλλά αποδοτέα ως αποζημίωση ωφέλεια και εφόσον η αποζημίωση αυτή δεν έχει χαρακτήρα μισθώματος, δεν μπορεί να υπολογιστεί με βάση την αντικειμενική αξία του επιδίκου (ΑΠ 187/2015, ΑΠ 564/2012, ΑΠ 1465/2006, ΕφΠειρ 132/2014 ΤΝΠ-Νόμος). Η αποδοτέα ωφέλεια προσδιορίζεται αφού αφαιρεθούν από τη μισθωτική αξία, μετά από ένσταση του εναγόμενου, τυχόν δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε αυτός για τη συντήρηση, διοίκηση και χρησιμοποίηση του πράγματος, όπως τέλη, φόροι κλπ, χωρίς το συνυπολογισμό οποιωνδήποτε προσαυξήσεων της καθαρής ωφέλειας (ΑΠ 1694/2013 ΤΝΠ-ΔΣΑ). Περαιτέρω, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των προεκτεθεισών διατάξεων με αυτές των άρθρων 111 παρ. 2, 118 περ. 4 και 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, για το ορισμένο της αγωγής του κοινωνού, με την οποία αυτός αξιώνει από τον συγκοινωνό, που έκανε αποκλειστική χρήση του κοινού πράγματος, αποζημίωση για συγκεκριμένο χρόνο, αρκεί να προσδιορίζεται σ’ αυτή το κοινό αντικείμενο και το μερίδιο σε τούτο του ενάγοντος, ότι ο εναγόμενος συγκοινωνός έκανε αποκλειστική χρήση αυτού, επίσης το κατά τον επίδικο χρόνο όφελος του εναγομένου κοινωνού από την αποκλειστική χρήση του κοινού ακινήτου και η ανάλογη μερίδα του ενάγοντος επί του οφέλους τούτου και δεν χρειάζεται να αναφέρεται στην εν λόγω αγωγή κάποιο άλλο στοιχείο και ειδικότερα να γίνεται σ’ αυτή αναφορά συγκριτικών στοιχείων για την εξεύρεση της μισθωτικής αξίας του κοινού αστικού ακινήτου ή αναφορά των μισθωτικών συνθηκών που επικρατούν στην περιοχή αυτού ή λεπτομερής περιγραφή της κατάστασης τούτου ή ακόμα και αναφορά των παραμέτρων που δικαιολογούν την κατ’ έτος αναπροσαρμογή της μισθωτικής του αξίας, αφού όλα αυτά τα στοιχεία θα προκύψουν από τις αποδείξεις (ΑΠ 1302/2006 ΝοΒ 2007/62). Ούτε, άλλωστε, απαιτείται να αναφέρεται άλλη έννομη σχέση, βάσει της οποίας ο εναγόμενος συγκοινωνός κάνει χρήση του κοινού πράγματος και κατά την μερίδα του ενάγοντος αλλά εναπόκειται στον εναγόμενο η προβολή ισχυρισμού (ενστάσεως) ότι κατέχει το κοινό πράγμα κατά το πέραν της μερίδας του ποσοστού βάσει ορισμένης έννομης σχέσης και ότι, συνακόλουθα, δεν υποχρεούται στην καταβολή της αξιούμενης με την αγωγή αποζημιώσεως (ΑΠ 564/2012 ΝοΒ 2012/1722).

Από τη διάταξη του άρθρου 794 ΑΚ που ορίζει ότι κάθε κοινωνός ενέχεται απέναντι στους λοιπούς, κατά την αναλογία της μερίδας του, για τα έξοδα της συντήρησης, της διοίκησης και της χρησιμοποίησης του κοινού, σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 788, 789, 790, 730, 904 επ. 1101-1107 ΑΚ, προκύπτει ότι ο κοινωνός που κατέβαλε έξοδα πέραν της μερίδας του, δικαιούται να ζητήσει το επί πλέον καταβληθέντα από τους λοιπούς κοινωνούς, κατ’ αναλογία των μερίδων τους. Η υποχρέωση αυτή για τις δαπάνες αποτελεί το αντιστάθμισμα της συμμετοχής του κοινωνού στους καρπούς και τα ωφελήματα του κοινού πράγματος. Η αναζήτηση των εξόδων γίνεται απ’ ευθείας βάσει της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 794 ΑΚ, εφόσον πρόκειται για έξοδα που έγιναν υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 788-790 ΑΚ, δηλαδή κατόπιν απόφασης όλων των κοινωνών ή της πλειοψηφίας αυτών, ή του δικαστηρίου ή αφορούν μέτρα που ελήφθησαν για την αποτροπή επικείμενου κινδύνου και υπό την πρόσθετη προϋπόθεση ότι τα, εν λόγω, έξοδα έχουν καταβληθεί από τον κοινωνό, ο οποίος κατά συνέπεια αξιώνοντας την καταβολή τους, πρέπει να επικαλεσθεί, μεταξύ των άλλων και να αποδείξει ότι κατέβαλε τα έξοδα αυτά σύμφωνα με τις παραπάνω προϋποθέσεις. Εάν όμως δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, τα εν λόγω έξοδα αναζητούνται κατά τις διατάξεις περί διοικήσεως αλλοτρίων ή του αδικαιολογήτου πλουτισμού (ΑΠ 251/2014, ΕφΑΔ 2014/719, απ 1465/2006 ΤΝΠ-Νόμος), υπό την αυτονόητη προϋπόθεση βέβαια ότι συντρέχουν, έστω, οι όροι εφαρμογής των τελευταίων αυτών διατάξεων και ειδικότερα, εάν η αναζήτηση των, εν λόγω, εξόδων ή βαρών γίνεται κατά τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, υπό τις προϋποθέσεις: α) ότι, λόγω της καταβολής των, ως άνω, εξόδων ή βαρών, επήλθε πράγματι πλουτισμός, β) ότι ο πλουτισμός αυτός έλαβε χώρα σε βάρος της περιουσίας αυτού που τα κατέβαλε και γ) ότι η συγκεκριμένη περιουσιακή μετακίνηση έγινε χωρίς νόμιμη αιτία (ΑΠ 1604/2013, ΑΠ 1024/2009, ΧρΙΔ 2010/185). Η αναζήτηση αυτή, δύναται να επιδιωχθεί και με ανταγωγή ή και με ένσταση του εναγομένου κοινωνού, για το ορισμένο και παραδεκτό της οποίας (ανταγωγής ή ένστασης), πρέπει να αναφέρονται σ’ αυτή με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά, που συνθέτουν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, τη συνδρομή των προαναφερόμενων προϋποθέσεων, διαφορετικά (η ανταγωγή ή η ένσταση) τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη εξεταζόμενη τούτου και αυτεπαγγέλτως. Η αοριστία αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί με τις προτάσεις ή με παραπομπή σε άλλα έγγραφα της δίκης ή από την εκτίμηση των αποδείξεων (Εφ.Αθ. 1000/2018, Εφ.Πειρ. 256/2015).

ΙΙ)Κατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά και όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε  ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το μεσολαβήσον χρονικό διάστημα, δεν δικαιολογούν τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή καταστάσεως που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για  πολύ χρόνο. Οι συνέπειες που προκαλούνται για τον υπόχρεο δεν πρέπει αναγκαίως να είναι αφόρητες ή δυσβάστακτες, αλλά αρκεί να επέρχονται δυσμενείς απλώς για τα συμφέροντα του επιπτώσεις (Ολ. ΑΠ 17/1995). Επίσης, πρέπει οι πράξεις του υπόχρεου και η κατάσταση πραγμάτων που διαμορφώθηκε υπέρ αυτού να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου, αφού, κατά τους κανόνες της καλής πίστης, τις συνέπειες που απορρέουν από πράξεις άσχετες προς αυτή τη συμπεριφορά δεν συγχωρείται να προβάλλονται προς απόκρουση του δικαιώματος (Ολ. Α.Π 62/1990, ΑΠ 126/2019, 460/2019, ΑΠ 306/2019, Ολ ΑΠ 10/2012 δημ.ΝΟΜΟΣ).

ΙΙΙ)Επειδή η διάταξη του άρθρου 288 του ΑΚ, κατά την οποία “ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή όπως απαιτεί η καλή πίστη αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη”, εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε ενοχή, ασχέτως αν αυτή απορρέει από σύμβαση ή άλλη δικαιοπραξία ή αν πηγάζει ευθέως από το νόμο, εκτός αν προβλέπεται άλλη ανάλογη ειδική προστασία ή αν συντρέχουν οι ειδικές προϋποθέσεις του άρθρου 388 του ΑΚ. Παρέχει δε η διάταξη αυτή στη δικαστή τη δυνατότητα, όταν, λόγω συνδρομής ειδικών συνθηκών, η εμμονή στην εκπλήρωση της παροχής είναι αντίθετη προς την ευθύτητα και εντιμότητα, που επιβάλλονται στις συναλλαγές, να την επεκτείνει  ή περιορίζει με βάση αντικειμενικά κριτήρια, κατά τις αντιλήψεις, που κρατούν στις συναλλαγές, στο επίπεδο εκείνο, το οποίο ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της καλής πίστεως (Ολ. ΑΠ 9/1997). Λόγω του διαπλαστικού χαρακτήρα της αποφάσεως, που εκδίδεται με βάση το άρθρο 288 του ΑΚ, η κατ’ αναπροσαρμογή οριζόμενη από το δικαστήριο παροχή οφείλεται από την άσκηση του σχετικού δικαιώματος και όχι αναδρομικώς από άλλο προγενέστερο χρονικό σημείο (ΑΠ 2045/2006, ΑΠ 66/2008).

Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδρίασης του ως άνω Δικαστηρίου, και από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμως, είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ’ αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για  τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 561/2008, ΑΠ 655/2005 δημ.ΝΟΜΟΣ), καθώς και από την επισκόπηση των προσκομιζομένων φωτογραφιών των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται (άρθ. 444 παρ. 3, 448 παρ. 2, 457 παρ. 4 ΚΠολΔ), σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνει υπόψη αυτεπαγγέλτως το Δικαστήριο, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

Η ενάγουσα και ο αρχικά εναγόμενος, ……………. είναι συγκύριοι σε ποσοστό 1/3 και 2/3 εξ αδιαιρέτου, αντίστοιχα, ενός καταστήματος, που απέκτησαν με παράγωγο τρόπο το οποίο βρίσκεται στο ισόγειο μιας πολυκατοικίας κειμένης στη συμβολή των οδών ……… στην Πλατεία …. (πρώην …) στον Πειραιά. Το κατάστημα αυτό αποτελείται από δύο επί μέρους τμήματα με τα στοιχεία 6Β και 6Β΄, επιφανείας 55,73 τ.μ και 27,87 τ.μ, αντίστοιχα και συνολικής επιφανείας 83,60 τ.μ, από πατάρι επιφανείας 40 τ.μ που επικοινωνεί με το ισόγειο με δύο σκάλες και αποθήκη επιφανείας 16 τ.μ που βρίσκεται στο πίσω μέρος του καταστήματος. Έχει πρόσοψη στην πεζοδρομημένη οδό ….., η οποία συνέχεται με την κεντρική πλατεία του Πειραιά την πλατεία … Πειραιά και η οποία (οδός ….) σε απόσταση λίγων μέτρων από την είσοδο του επίκοινου καταστήματος συμβάλλεται με την κεντρική λεωφόρο ……….. Συνεπεία της ως άνω εξαιρετικά προνομιούχου θέσης του το επίδικο κατάστημα έχει μεγάλη ζήτηση για μίσθωση, γεγονός που του προσδίδει σημαντική μισθωτική και αγοραία αξία, επιπροσθέτως δε ο εκάστοτε μισθωτής αυτού έχει τη δυνατότητα να μισθώνει και δημοτικό χώρο στον πεζόδρομο και την πλατεία με συνακόλουθη επαύξηση της μισθωτικής αξίας αυτού. Περαιτέρω το κτίριο, στο οποίο βρίσκεται το επίκοινο κατάστημα, έχει χαρακτηρισθεί διατηρητέο, βρίσκεται σε πολύ καλή κατάσταση και το κατάστημα, το οποίο έχει ανακαινισθεί από τον αρχικά εναγόμενο. Ο αρχικά εναγόμενος είχε προβεί σε μίσθωση του έξωθεν του καταστήματος χώρου και σε τοποθέτηση πολυτελούς στεγάστρου (πέργκολας) ξύλινης λουστραρισμένης πολυτελούς κατασκευής, περιστοιχισμένου με διαφανή μουσαμά για χρήση και κατά τον χειμώνα και ειδικές θερμάστρες προς θέρμανσή του, αυξάνοντας σημαντικά την εκμεταλλεύσιμη επιφάνεια του καταστήματος και παράλληλα την μισθωτική του αξία. Επίσης, είχε τοποθετήσει 15 τραπεζοκαθίσματα σε άλλο μισθωμένο χώρο έξωθεν του καταστήματος, σε ανοικτού τύπου ξύλινο στέγαστρο (ομπρέλα) καθώς και ακόμη 10 τραπεζοκαθίσματα πλησίον αυτών, όπως τα ανωτέρω περιστατικά προκύπτουν με ισχύ δεδικασμένου (ΚΠολΔ 321, 322 παρ. 1, 324, 325, 331) από την υπ’ αρ. 454/2017 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου τούτου.

Περαιτέρω, ο αρχικά εναγόμενος κατά το επίδικο χρονικό διάστημα από 1/1/2012 έως 31/12/2012, όπως και προγενέστερα, χρησιμοποιούσε αποκλειστικά το παραπάνω κατάστημα ως επιχείρηση «καφετέριας-ζαχαροπλαστείου-εστιατορίου», με τον διακριτικό τίτλο «……», χωρίς όμως να αποδώσει στην ενάγουσα το όφελος που αποκόμισε αυτός κατά τον χρόνο της αποκλειστικής χρήσης του ως άνω καταστήματος, το οποίο συνίσταται στη μισθωτική αξία της μερίδας της εκτός χρήσης ενάγουσας.  Όπως προκύπτει από την προσκομιζομένη και επικαλουμένη με αριθμό 455/2017 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου η μισθωτική αξία του επικοίνου το έτος 2011 ανέρχονταν στο ποσό των 130 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο, δηλαδή συνολικά στο ποσό των 10.868 ευρώ το μήνα (130 ευρώ Χ 83,60 τ.μ). Για τον προσδιορισμό της μισθωτικής αξίας του επικοίνου καταστήματος οι διάδικοι επικαλούνται τα μισθώματα που καταβάλλονται από άλλους μισθωτές που βρίσκονται στην ίδια περιοχή. Ειδικότερα: 1) για το ισόγειο κατάστημα εμβαδού 20 τ.μ περίπου που βρίσκεται στην οδό ……… και έχει τον διακριτικό τίτλο «……………», το μηνιαίο μίσθωμα κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα των ετών 2011-2012 ανέρχονταν από 14/7/2011 έως 13/7/2012 στο ποσό των 1500 ευρώ και από 14/7/2012 με μηνιαία αναπροσαρμογή ή «σύμφωνα με τη μεταβολή του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή επί του αμέσως προηγουμένου καταβαλλόμενου μηνιαίου μισθώματος. Η αναπροσαρμογή δεν μπορεί να είναι κατώτερη του ποσοστού των πέντε εκατοστιαίων μονάδων….» (βλ. το από 14/7/2011 ιδιωτικό συμφωνητικό μισθώσεως), 2) για το ισόγειο κατάστημα εμβαδού 69,16 τ.μ με πατάρι 31 τ.μ και αποθήκη 70,47 τ.μ που βρίσκεται στην οδό ……… και έχει τον διακριτικό τίτλο «…………» το μηνιαίο μίσθωμα ανερχόταν από 1/6/2011 έως την 31/5/2012 στο ποσό των 4.000 ευρώ πλέον τέλους χαρτοσήμου 3,6% ή όσο αυτό θα είναι μελλοντικά και από 1/6/2012 «το μηνιαίο μίσθωμα των……4.000 ευρώ θα αναπροσαρμοσθεί κατά το ποσοστό μεταβολής του επίδικου δείκτη τιμών καταναλωτή (ΔΤΚ) του  μήνα της αναπροσαρμογής εν σχέσει με τον αντίστοιχο μήνα του προηγούμενου έτους μειωμένο κατά…….3%…….» (βλ. την από 1/8/2011 Τροποποίηση Σύμβασης Μίσθωσης), 3) για ισόγειο κατάστημα επιφανείας 51 τ.μ με πατάρι που βρίσκεται στην οδό …….. ως κατάστημα πώλησης κεριών και ειδών δώρων το μηνιαίο μίσθωμα ανερχόταν από 1/6/2011 στο ποσό των 2.700 ευρώ «για κάθε δε επόμενο χρόνο…..θα αναπροσαρμόζεται κατά ποσοστό ίσο προς το εκάστοτε ύψος του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (Δ.Τ.Κ) του μήνα αναπροσαρμογής…….πλέον μιας εκατοστιαίας μονάδας…..» (βλ.το από 25/5/2011 Ιδιωτικό Συμφωνητικό Μίσθωσης). Η από 31/12/2011 όμως έκθεση  εκτίμησης των ορκωτών εκτιμητών …………….., οι οποίοι προσδιόρισαν την ετήσια μισθωτική αξία του επικοίνου στο ποσό των 51.000 ευρώ και τη μηνιαία στο ποσό των 4.250 ευρώ δηλαδή σε 50,83 ευρώ/τμ, δεν αποτελεί κατά την κρίση του Δικαστηρίου πρόσφορο συγκριτικό στοιχείο, καθόσον αφορά σε προγενέστερο του κρίσιμου χρόνου χρονικό διάστημα (έτος 2011), επιπρόσθετα δε αναφέρεται σε συγκριτικά στοιχεία, χωρίς να συγκεκριμενοποιεί αυτά, έτσι ώστε να δύναται να συναχθεί κρίση και για ο επίμαχο χρονικό διάστημα. Περαιτέρω αποδείχθηκε, ότι δυνάμει σειράς δικαστικών αποφάσεων, η μισθωτική αξία του επικοίνου καθορίστηκε για τα τελευταία έτη στα ακόλουθα ποσά, στο ποσό των 130 ευρώ για τα έτη 2006 και 2007, στο ποσό των 135 ευρώ για το χρονικό διάστημα των ετών 2008-2009 και στο ποσό των 130 ευρώ για το χρονικό διάστημα των ετών 2010-2011. Επίσης, οι εξετασθέντες στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο μάρτυρες απόδειξης και ανταπόδειξης κατέθεσαν ότι η μισθωτική αξία του κοινού ακινήτου για το κρίσιμο διάστημα έτους 2012 δεν εμφάνισε ουσιώδη πτωτική πορεία σχετικά με την μισθωτική αξία αυτού κοινού ακινήτου κατά το αμέσως προγενέστερο χρονικό διάστημα, χωρίς να συνάγεται αντίθετη κρίση του Δικαστηρίου από την προσήκουσα συνεκτίμηση των λοιπών αποδεικτικών μέσων και χωρίς να αρκεί προς τούτο μόνη η επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης της χώρας, εφόσον δεν συνδέεται με υπόλοιπες συγκεκριμένες συνθήκες και περιστατικά συνδεομένων αιτιωδώς με την μείωση της μισθωτικής αξίας του επίδικου κοινού ακινήτου. Στο τελευταίο (κοινό ακίνητο) στο οποίο απασχολούνται περί τους είκοσι (20) εργαζομένους, όπως έχει ήδη κριθεί τελεσιδίκως για το αμέσως προηγούμενο διάστημα, αποδεικνύεται, κατά τον κρίσιμο χρόνο, συνεχής λειτουργία τους όλες τις ημέρες του χρόνου από ώρα «7.30 το πρωΐ μέχρι 1.00 το βράδυ» προσφέροντας φαγητό και καφέδες με μικρές διαφοροποιήσεις στις τιμές πώλησης αυτών. Ενόψει όλων των ανωτέρω το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη την επιφάνεια του επικοίνου ακινήτου, την κατασκευή του, τις επικρατούσες στην περιοχή όπου αυτό βρίσκεται, μισθωτικές συνθήκες, αλλά και τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών που επιβάλλουν να μην υπάρχει αναντιστοιχία μεταξύ της αποζημίωσης που καταβάλλει ο εναγόμενες για την αποκλειστική χρήση του επικοίνου και της τρέχουσας μισθωτικής αξίας αυτού, κρίνει ότι η εν λόγω μισθωτική αξία κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα από 1/1/2012 έως 31/12/2012 ανέρχεται στο ποσό των 130 ευρώ ανά τ.μ, δηλαδή συνολικά σε 10.868 ευρώ το μήνα. Συνεπώς, η ενάγουσα ήδη εφεσίβλητη συγκυρία του επικοίνου ακινήτου, κατά το 1/3 εξ αδιαιρέτου δικαιούται να λάβει από τον αρχικά εναγόμενο συγκοινωνό, ο οποίος είχε την αποκλειστική χρήση αυτού (κοινού ακινήτου) την ανάλογη μερίδα της από την ωφέλεια που αποκόμισε αυτός, λόγω της αποκλειστικής χρήσης, η οποία (μερίδα) ανέρχεται στο ποσό των 3.622,66 ευρώ το μήνα (10.868 Χ 1/3) και συνολικά για το επίδικο χρονικό διάστημα (1/1/2012 έως και 31/12/2012) στο ποσό των 43.472 ευρώ ποσό που αναγνωρίστηκε ότι υποχρεούται ο αρχικά εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι εξοφλήσεως. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, κατέληξε στην ιδία ως άνω κρίση και δέχτηκε εν μέρει την υπό κρίση αγωγή, ως ουσιαστικά βάσιμη, έστω και με συνοπτική αιτιολογία που συμπληρώνεται με αυτήν της παρούσας (άρθ. 534 ΚΠολΔ), ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένου ως αβασίμου τον συναφούς τρίτου λόγου της έφεσης.

Ακολούθως, οι εκκαλούντες επικαλούνται ως δαπάνες του κοινού ακινήτου το χρηματικό ποσό των 9.600 ευρώ που κατέβαλε ο αρχικά εναγόμενος το έτος 2012, το οποίο υπερβαίνει την μερίδα του, για την λήψη αδείας χρήση κοινόχρηστων χώρων και αιτούνται τον συμψηφισμό του ποσού των 3.200 ευρώ που αντιστοιχεί στο ποσοστό (1/3) της ενάγουσας, το οποίο ζητούν να αφαιρεθεί από την αιτούμενη από αυτή (ενάγουσα ήδη εφεσίβλητη) αποζημίωση. Η εν λόγω όμως δαπάνη δεν συνιστά έξοδα για την συντήρηση, διοίκηση, και χρησιμοποίηση του κοινού ακινήτου, αλλά την λειτουργία της επιχειρήσεως που ασκεί αποκλειστικά ο αρχικά ενάγων. Η εν λόγω όμως δαπάνη, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στην υπ’ αρ. Ι νομική σκέψη της παρούσας δεν συνιστά δαπάνη για την συντήρηση, διοίκηση και χρησιμοποίηση του κοινού ακινήτου, έτσι ώστε να δύναται να αναζητηθεί κατ’ ένσταση με την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 794 ΑΚ, είτε της διοίκησης αλλοτρίων είτε του αδικαιολογήτου πλουτισμού (τις προϋποθέσεις συνδρομής των οποίων άλλωστε δεν επικαλείται), αλλά συνιστά δαπάνη που αφορά την λειτουργία της επιχειρήσεως που ασκεί αποκλειστικά ο αρχικά εναγόμενος ο οποίος και μόνο υποχρεούται προς καταβολή αυτής, και ελλείπει συνεπώς ο όρος της αμοιβαιότητας μεταξύ των προτεινόμενων προς συμψηφισμό απαιτήσεων και επομένως πρέπει η ένσταση «περί συμψηφισμού» των εκκαλούντων, την οποία προέβαλαν παραδεκτά πρωτοδίκως καθώς και στο παρόν Δικαστήριο με τον πρώτο λόγο της εφέσεως, ν’ απορριφθεί ως αβάσιμη.

Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο κατέληξε στην ιδία κρίση και απέρριψε αυτήν (ένσταση συμψηφισμού) ως μη νόμιμη με άλλη συνοπτική αιτιολογία, η οποία, χωρίς να απαιτείται η εξαφάνιση της εκκαλουμένης, αντικαθίσταται και συμπληρώνεται με αυτήν της παρούσας (άρθ. 534 ΚΠολΔ), ορθά κατ΄ αποτέλεσμα έκρινε. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο συναφείς πρώτος λόγος της έφεσης, καθόσον το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων.

Ακολούθως, οι εκκαλούντες προέβαλαν πρωτοδίκως καθώς και στο παρόν Δικαστήριο με τον δεύτερο λόγο της εφέσεως, την ένσταση καταχρήσεως δικαιώματος (ΑΚ 281), επικαλούμενοι ότι: Η άσκηση της υπό κρίση αγωγής είναι αντίθετη στην έννοια της καλής πίστης και των χρηστών ηθών, διότι η αιτούμενη αποζημίωση είναι υπερβολική και καταδεικνύει προφανή διάθεση εκμετάλλευσης και πλουτισμού και ότι ενόψει των επικρατουσών οικονομικών συνθηκών η αξίωση αυξημένων τιμών αποζημίωσης ανά τ.μ καταδεικνύει την κακοπιστία, την διάθεση εκμετάλλευσης και αδικαιολογήτου πλουτισμού σε βάρος τους, αλλά και καταφανούς αδικίας, αφού αυτή (ενάγουσα ήδη εφεσίβλητη) δεν έχει συνεισφέρει ούτε «ένα ευρώ» όλα αυτά τα χρόνια για τη συντήρηση του κοινού ακινήτου. Τα ως άνω όμως επικαλούμενα για τη θεμελίωση της ενστάσεως καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος ακόμη και αληθή υποτιθέμενα δεν καθιστούν την άσκηση του ενδίκου δικαιώματος για την αποδοτέα ωφέλεια από την αποκλειστική χρήση του κοινού ακινήτου προφανώς αντίθετη στα αντικειμενικά όρια της καλής πίστης ή των χρηστών ηθών ή του κοινωνικού ή οικονομικού σκοπού του δικαιώματος που θέτει η διάταξη του προαναφερθέντος άρθρου 281 ΑΚ ούτε τείνουν σε ανατροπή καταστάσεως που δημιουργήθηκε από προγενέστερη συμπεριφορά της δικαιούχου ενάγουσας ήδη εφεσιβλήτου από την οποία (ανατροπή προγενέστερης συμπεριφοράς) επέρχονται δυσμενείς επιπτώσεις στα συμφέροντα αυτών (εκκαλούντων – εναγομένων) αντικείμενες στις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη υπ’ αρ. ΙΙ της παρούσας. Πρέπει επομένως η κρινόμενη ένσταση να απορριφθεί ως μη νόμιμη. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο κατέληξε στην ιδία κρίση και απέρριψε αυτή ως μη νόμιμη, ορθά εφάρμοσε και ερμήνευσε τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ και πρέπει ο συναφής δεύτερος λόγος της υπό κρίση εφέσεως ν’ απορριφθεί ως αβάσιμος.

Κατά το άρθρο 193 ΚΠολΔ, εφόσον ο διάδικος προσβάλλει με ένδικο μέσο την απόφαση ως προς την ουσία της υπόθεσης, μπορεί να την προσβάλλει και ως προς τη διάταξή της σχετικά με τα δικαστικά έξοδα, παραπονούμενος είτε για τον εις βάρος του καταλογισμό τους, είτε για το ότι καταλογίστηκαν υπέρ αυτού, αλλά σε ποσό μικρότερο από εκείνο που κατά την άποψή του, έπρεπε να υπολογιστούν (ΕφΑθ 3080/2010 Τ.Ν.Π ΝΟΜΟΣ). Σκοπός της διάταξης είναι να περιορίσει τη δυνατότητα αυτοτελούς άσκησης ένδικων μέσων μόνο για το κεφάλαιο  των δικαστικών εξόδων, χωρίς ταυτόχρονη προσβολή της απόφασης και ως προς το κεφάλαιο της ουσίας της υπόθεσης, ρύθμιση που ισχύει για όλα τα ένδικα μέσα (ΑΠ 617/2008, ΑΠ 777/2007, ΑΠ 781/2006, ΑΠ 54/2006 Τ.Ν.Π ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τα άρθρα 176, 189, 190 παρ. 3 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ συνάγεται ότι, σε περίπτωση που ηττάται ο διάδικος, όπως όταν απορρίπτεται η αγωγή του ,καταδικάζεται στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης του αντιδίκου του, μετά την υποβολή από τον τελευταίο σχετικού αιτήματος, ακόμη και όταν δεν έχει υποβληθεί κατάλογος εξόδων .Εξάλλου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 100 παρ. 1, 107 παρ. 1 του Ν.Δ 3026/1954 (Κώδικας περί Δικηγόρων), που εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, η αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου του εναγομένου καθορίζεται σε ποσοστό 2% επί του αιτουμένου ποσού, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 178 παρ. 1 του ίδιου κώδικα, το δικαστήριο δεν μπορεί να ορίζει τα δικαστικά έξοδα σε ποσό μικρότερα από τα κατώτατα όρια. Η καταψήφιση στη δικαστική δαπάνη του διαδίκου που ηττήθηκε δεν έχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας και είναι συνέπεια της αρχής της ήττας (ΑΠ 859/2002 ΕλλΔνη 44.1260, ΕφΑθ 798/2007 ΕλλΔνη 2008.39). Σύμφωνα με το άρθρο 179 ΚΠολΔ, τέλος, σε περίπτωση που η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής, μπορεί το δικαστήριο, ανεξάρτητα από την έκταση της νίκης ή της ήττας των διαδίκων, να προβεί σε συμψηφισμό των εξόδων. Στην περίπτωση αυτή ο συμψηφισμός ή μη των δικαστικών εξόδων ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του δικαστή της ουσίας και η σχετική κρίση δεν είναι δεκτική αναιρετικού ελέγχου (ΑΠ 773/2009, ΑΠ 98/2009, ΑΠ 1533/2008, ΑΠ 433/2007, ΑΠ 171/2007, Εφ.Πειρ. 24/2016, Εφ.Πειρ. 479/2015, Εφ.Θεσ. 496/2011, Εφ.Θεσ. 1113/2010, Εφ.Λαμ. 212/2009 Τ.Ν.Π ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση με τον τέταρτο λόγο της υπό κρίση έφεσης οι εκκαλούντες παραπονούνται για τη διάταξη της εκκαλουμένης απόφασης περί επιβολής δικαστικών εξόδων, ποσού 1.200 ευρώ, σε βάρος τους, ισχυριζόμενοι ότι τα επιδικασθέντα δικαστικά έξοδα είναι υπέρογκα. Ο  λόγος αυτός παραδεκτά μεν προβάλλεται, κατ’ άρθρο 193 ΚΠολΔ, αφού προσβάλλεται συγχρόνως και η ουσία της υπόθεσης, πλην όμως κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν, διότι το αντικείμενο της αγωγής (53.504 ευρώ), σε συνδυασμό με τα άρθρα 100 παρ. 1, και 107 παρ. 1 του Κώδικος περί Δικηγόρων, δικαιολογεί τον προσδιορισμό των επιδικασθέντως πρωτοδίκως δικαστικών εξόδων της εναγομένης που νίκησε στο ποσό των 1.200 ευρώ, η καταψήφιση δε στη δικαστική δαπάνη του διαδίκου που νικήθηκε δεν έχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας, καθόσον είναι συνέπεια της αρχής της ήττας (άρθ. 176 ΚΠολΔ), όπως προειπώθηκε.

Κατά συνέπεια, και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς διερεύνηση, πρέπει η υπό κρίση έφεση να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη κα τα δικαστικά έξοδα της εφεσιβλήτου για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος, να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλούντων, λόγω της ήττας τους (άρθ. 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).

Ως προς το παράβολο, τέλος, ποσού 100 ευρώ, που οι εκκαλούντες προκατέβαλαν κατά την κατάθεση της έφεσης, σύμφωνα με το άρθρο 494 παρ. 4 εδ.α΄ ΚΠολΔ, όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του στο Δημόσιο Ταμείο (άρθ. 495 παρ. 4 εδ. δ ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά την από 14/2/2018 (αριθμ.καταθ. ……../2018) έφεση.

Απορρίπτει αυτή κατ’ ουσία.

Καταδικάζει τους εκκαλούντες στη δικαστική δαπάνη της εφεσιβλήτου του παρόντα βαθμού δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος εκ μέρους των εκκαλούντων παραβόλου ποσού εκατό (100) ευρώ στο Δημόσιο Ταμείο.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  27 Σεπτεμβρίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ