Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 609/2019

Αριθμός     609/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Φωτεινή Μάμαλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Γ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 7/2/2018 (αριθ.καταθ. ……../12.2.2018) έφεση της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας κατά της υπ’ αριθ. 4989/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, το οποίο δίκασε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία την από 17.11.2016 (αριθ.καταθ. ……../2016) αγωγή της ενάγουσας και ήδη εφεσιβλήτου, αρμόδια φέρεται προς συζήτηση στο Δικαστήριο τούτο (άρθ. 19 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με την παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. 3994/2011), έχει δε ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφού από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ούτε παρήλθε διετία από τη δημοσίευσή της (άρθ. 495 παρ. 1, 498, 511, 513 παρ. 1, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ.2, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 και 591 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθ. 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό αυτής έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 4, όπως προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 4055/2012, το νόμιμο παράβολο ,όπως προκύπτει από την με ημερομηνία 12/2/2018 πράξη κατάθεσης του αρμόδιου Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιά.

Με την από 17/11/2016 (αριθ.καταθ. ………/2016) αγωγή, που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη εταιρεία με την επωνυμία «………..», κατά της εναγομένης ήδη εκκαλούσας, ισχυρίσθηκε ότι, αυτή (ενάγουσα ήδη εφεσίβλητη) δραστηριοποιείται στο χώρο του εμπορίου οπωροκηπευτικών προϊόντων διατηρώντας επαγγελματική εγκατάσταση στον …….. Αττικής και η εναγομένη διατηρεί στους …. Ικαρίας ατομική επιχείρηση με αντικείμενο το λιανικό εμπόριο και μεταξύ άλλων φρούτων και λαχανικών. Ότι από της συστάσεως αυτής (ενάγουσας), τον Μάρτιο έτους 2014 έως και τον Οκτώβριο έτους 2014 με άτυπες διαδοχικές συμβάσεις πωλήσεως πώλησε στην εναγομένη οπωροκηπευτικά προϊόντα για την εξυπηρέτηση των αναγκών της επιχειρήσεώς της. Ότι τα παραγγελθέντα εμπορεύματα παραλάμβανε η εναγομένη ανεπιφύλακτα, μέσω μεταφορέα της επιλογής της, στην έδρα της επιχειρήσεώς της και ότι κατά τα συμφωνηθέντα η εξόφληση τους θα πραγματοποιούνταν μετά πάροδο τριάντα (30) ημερών. Ότι η εναγομένη τον Οκτώβριο έτους 2014 είχε συσσωρεύσει οφειλές προς αυτή (ενάγουσα – πωλήτρια) και ότι κατόπιν οχλήσεων της, αυτή (εναγομένη) διέκοψε την συνεργασία και προέβη σε ορισμένες καταβολές, οι οποίες όμως υπολείπονταν της συνολικής οφειλής. Ότι αυτή (ενάγουσα) για την χρονική περίοδο από Μάρτιο έως και Οκτώβριο 2014 εξέδωσε τα επισυναπτόμενα στο δικόγραφο αυτής (αγωγής) τιμολόγια, από τα οποία προκύπτουν τα πωληθέντα κατ’ είδος, ποσότητα και τιμή μονάδος προϊόντα, συνολικής αξίας 100.735,33 ευρώ. Ότι η εναγομένη έχει καταβάλει ήδη έναντι του τιμήματος που αναγράφεται στα τιμολόγια το ποσό των 72.633,27 ευρώ. Ότι πέραν του ως άνω ποσού αφαιρείται, από το ως άνω συνολικό ποσό, και το ποσό των 1.100 ευρώ, λόγω επιστροφής των BINS (μεγάλα πλαστικά παλετοκιβώτια) και αφαίρεσης των σχετικών χρεώσεων, και ότι το υπόλοιπο ανέρχεται σε 27.002,11 ευρώ ,το οποίο έως σήμερα δεν έχει καταβληθεί. Ζήτησε δε με βάση τα ανωτέρω, να υποχρεωθεί η εναγομένη, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να καταβάλει σε αυτή (ενάγουσα) το ποσό των 27.002,11 ευρώ νομιμοτόκως μετά παρέλευση τριάντα (30) ημερών από της εκδόσεως κάθε τιμολογίου άλλως από την επίδοση της αγωγής και έως εξοφλήσεως. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, αφού δέχθηκε αυτή (αγωγή) ως ορισμένη και νόμιμη κατά την κύρια βάση της, απέρριψε ως αόριστη την επικουρικά σωρευόμενη βάση της εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού, δέχτηκε αυτήν (αγωγή) ως ουσιαστικά βάσιμη και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 27.002,11 ευρώ, νομιμοτόκως, για κάθε επί μέρους ποσό τιμολογίου, από την παρέλευση τριάντα (30) ημερών από την έκδοση κάθε τιμολογίου, απορρίπτοντας ως κατ’ ουσίαν αβάσιμες τις παραδεκτά και επικουρικά προταθείσες από την εναγομένη α)ένσταση εξόφλησης και β) ένσταση μείωσης του τιμήματος, λόγω πραγματικών ελαττωμάτων, των πωληθέντων και παραδοθέντων σε αυτή εμπορευμάτων. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η ηττηθείσα εναγομένη με την ένδικη έφεσή της, για τους αναφερόμενους σε αυτή λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς τις προταθείσες α)ένσταση εξοφλήσεως και β) ένστασης μείωσης του τιμήματος πώλησης, καθώς και για εσφαλμένη εφαρμογή του βάρους απόδειξης σε βάρος της με την λήψη υπόψιν κατά την αποδεικτική διαδικασία παρά τον νόμο εγγράφων και εμμάρτυρων καταθέσεων, και ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση προκειμένου να απορριφθεί στο σύνολό της η από 17/11/2016 αγωγή της ενάγουσας ήδη εφεσίβλητης.

Ι) Κατά το άρθρο 416 ΑΚ εξάλλου, η απόσβεση της ενοχής επέρχεται με καταβολή. Η καταβολή η οποία καθεαυτή είναι υλική πράξη, δηλαδή πραγματικό γεγονός και όχι σύμβαση ή μονομερής δικαιοπραξία, για να έχει ως αποτέλεσμα την απόσβεση της ενοχής πρέπει να είναι προσήκουσα, δηλαδή να λαμβάνει ο δανειστής ό,τι πράγματι δικαιούται σύμφωνα με το νόμο ή τη σύμβαση. Περαιτέρω, η παράδοση επιταγής, η οποία αποτελεί όργανο και όχι μέσο πληρωμής, δεν συνιστά καταβολή κατά την έννοια του άρθρου 416 ΑΚ, ούτε σε περίπτωση αμφιβολίας θεωρείται δόση ή υπόσχεση αντί καταβολής κατά τα άρθρα 419 και 421 ΑΚ, αλλά γίνεται χάριν καταβολής. Ο οφειλέτης, με την έκδοση της επιταγής ή την ανάληψη υποχρέωσης απ’ αυτήν, υπόσχεται στο δανειστή του (λήπτη), ότι θα εκπληρώσει την αρχική (βασική) του υποχρέωση με την εκπλήρωση νέας. Με τη γένεση δηλαδή της ενοχής από επιταγή δημιουργείται μόνον εναλλακτικής τρόπος πληρωμής. Έτσι, δεν επέρχεται απόσβεση της αρχικής υποχρέωσης, παρά μόνο με την πραγματική πληρωμή (είσπραξη) της επιταγής, είτε αυτή γίνεται με μετρητά, είτε με πίστωση του λογαριασμού του κομιστή της. Ενώ δηλαδή το χαρτονόμισμα χρησιμεύει για την απόσβεση της ενοχής, κατά τρόπο οριστικό και δεν μπορεί να αποκρουσθεί από τον δανειστή, το αξιόγραφο, όπως είναι και η επιταγή, μπορεί να αποκρουσθεί από τον δανειστή και λαμβάνεται από αυτόν, μόνον εάν το θελήσει, η δε λήψη του δεν θεωρείται ότι γίνεται αντί καταβολής, εκτός εάν προκύπτει από τη συμφωνία των μερών το αντίθετο (ΑΠ 1285/2017, 279/2015, 1620/2014, 1289/2013). Επισημαίνεται ότι ο ισχύων νόμος 5960/1933 «περί επιταγής» χρησιμοποιεί μόνον τον όρο επιταγή, ο δε χαρακτηρισμός αυτής ως «τραπεζικής», με την έννοια ότι εκδότης και πληρωτής είναι η ίδια η τράπεζα, ή «τραπεζιτικής» ή «ιδιωτικής», με την έννοια ότι εκδότης (στην τραπεζιτική ή ιδιωτική) είναι τρίτο πρόσωπο, πελάτης της τράπεζας, στερείται νομικού περιεχομένου, εφόσον δεν προσθέτει κάποια διαφορετική από νομική άποψη ιδιότητα στην τραπεζική έναντι της ιδιωτικής (ή τραπεζιτικής) επιταγής. Παρέπεται, ότι η παράδοση τραπεζικής επιταγής δεν αποτελεί προσήκουσα καταβολή και ο δανειστής μπορεί ελεύθερα να αρνηθεί να την παραλάβει, παρά τα ήδη προαναφερόμενα (ΑΠ 326/2018, ΑΠ 417/2018, ΑΠ 1226/2018, ΑΠ 1221/2017, ΑΠ 1285/2017, ΑΠ 279/2015, ΑΠ 1781/2014, Εφ.Πειρ. 17/2016, Εφ.Πειρ. 555/2015, Εφ.Πατρ. 418/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

ΙΙ) Από τις διατάξεις των άρθρων 513, 522, 534, 535, 537 και 540       ΑΚ, όπως αυτές ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το ν. 3043/2002 και εφαρμόζονται στην προκειμένη περίπτωση, ως εκ του χρόνου πραγματοποίησης της ένδικης σύμβασης πώλησης, προκύπτει ότι επί πώλησης κινητού πράγματος, το οποίο κατά το χρόνο της παράδοσης του από τον πωλητή στον αγοραστή έχει πραγματικά ελαττώματα, παρέχεται στον αγοραστή το δικαίωμα να ζητήσει τη διόρθωση ή αντικατάστασή του πράγματος με άλλο, να μειώσει το τίμημα ή να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, εκτός αν πρόκειται για επουσιώδες πραγματικό ελάττωμα. Ειδικότερα, η άσκηση του δικαιώματος μείωσης του τιμήματος, αντικείμενο και αίτημα έχει τη μείωση αυτού κατά τη διαφορά της αξίας του πράγματος με και χωρίς το ελάττωμα, οπότε η σύμβαση ανατρέπεται στο βαθμό που μειώνεται η υποχρέωση του αγοραστή ως προς το τίμημα (ΑΠ 1730/2001), η άσκηση δε του δικαιώματος αυτού γίνεται είτε με δήλωση του αγοραστή, η οποία από την περιέλευση στον πωλητή επιφέρει τη διαμόρφωση του μειωμένου τιμήματος, είτε με σχετική αγωγή, είτε κατ’ ένσταση (ΑΠ 754/2005). Περαιτέρω, αν ο πωλητής επιτύχει την έκδοση διαταγής πληρωμής σε βάρος του αγοραστή για την καταβολή του τιμήματος, ο τελευταίος μπορεί, σύμφωνα με τα ανωτέρω, σε περίπτωση που το πράγμα φέρει πραγματικά ελαττώματα, να προβάλει, κατ’ επιλογήν, ένα από τα πιο πάνω δικαιώματα με την ανακοπή του άρθρου 632 ΚΠολΔ, και συνεπώς και το δικαίωμα μείωσης του τιμήματος. Για να είναι ορισμένος και επιδεκτικός δικαστικής εκτίμησης ο σχετικός λόγος της ανακοπής, πρέπει ο ανακόπτων αγοραστής να επικαλεσθεί, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 216, 217, 632, 633 παρ. 1 και 585 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με τις προεκτεθείσες διατάξεις ουσιαστικού δικαίου, τη σύμβαση πώλησης, την ύπαρξη του πραγματικού ελαττώματος, δηλαδή τη σχετική με την ιδιοσυστασία και την κατάσταση του πράγματος ατέλεια του, η οποία αρκεί αρνητική επίδραση στην αξία ή την χρησιμότητά του, την ευθύνη του πωλητή,  ανεξαρτήτως πταίσματος αυτού για τα ελαττώματα, κατά το χρόνο που ο κίνδυνος μεταβαίνει στον αγοραστή, δηλαδή κατά το χρόνο παράδοσης του πράγματος, τη, συνεπειά του ελαττώματος μειωμένη αξία του πράγματος και τον προσδιορισμό της Η τελευταίας, καθώς και αίτημα την αντίστοιχη ακύρωση της διαταγής πληρωμής (ΑΠ 574/2001). Ειδικότερα, ο προσδιορισμός της μείωσης της αξίας του πράγματος από την παραπάνω αιτία υπολογίζεται με βάση την αναλογική σχέση, που υπάρχει, κατά το χρόνο μετάστασης του κινδύνου, μεταξύ της αγοραίας τιμής του ελαττωματικού πράγματος και αυτής χωρίς ελαττώματα (ΑΠ 860/2014, ΑΠ 1442/2012, ΑΠ 1373/2010, ΑΠ 1468/1998, ΑΠ 642/1992, ΑΠ 796/2015, Εφ.Πειρ. 392/2015, Εφ.Θεσσαλ. 1655/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

ΙΙΙ) Τα ιδιωτικά έγγραφα αποτελούν, κατά το άρθρο 447 ΚΠολΔ, απόδειξη και υπέρ του εκδότη τους, μόνον αν τα προσκόμισε ο αντίδικος, ή αν πρόκειται για βιβλία που αναφέρονται στο άρθρο 444 ΚΠολΔ. Για να έχει όμως αποδεικτική δύναμη ιδιωτικό έγγραφο, πρέπει να έχει την ιδιόχειρη υπογραφή του εκδότη ή αντί για υπογραφή ένα σημάδι που αυτός έβαλε και επικυρώθηκε από συμβολαιογράφο ή άλλη δημόσια αρχή,  που βεβαιώνει ότι το σημάδι έχει τεθεί αντί για υπογραφή και ότι ο εκδότης δήλωσε ότι δεν μπορεί να υπογράψει, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 443 ΚΠολΔ. Κατά την αληθινή έννοια του τελευταίου αυτού άρθρου, ως εκδότης θεωρείται εκείνος ο οποίος αναλαμβάνει υποχρεώσεις με το εκδιδόμενο έγγραφο, γιατί κρίσιμο στοιχείο είναι το αν το έγγραφο υπογράφηκε από εκείνον που αναλαμβάνει με αυτά υποχρεώσεις και όχι μόνον αν το έγγραφο εκδόθηκε από κάποιον. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι τα τιμολόγια που εκδίδονται στην αγορά κυρίως για φορολογικούς λόγους, δεν μπορούν να έχουν αποδεικτική δύναμη για εκείνον, στο όνομα του οποίου εκδόθηκαν από τον πωλητή, αν δεν φέρουν την υπογραφή του φερόμενου ως αγοραστή για το νόμιμο της εκδόσεως τους για την  κατάρτιση της συμβάσεως πωλήσεως, διότι έτσι αυτά δεν έχουν εκδοθεί από τον αγοραστή, ούτε φέρουν την υπογραφή του φερόμενου  ως αγοραστή. Το ίδιο ισχύει  και για τα δελτία αποστολής εμπορευμάτων, εφ’ όσον αυτά δεν φέρουν την υπογραφή του φερόμενου ως αγοραστή για την απόδειξη της παραλαβής των αναφερόμενων σ’ αυτά εμπορευμάτων (Μπέης, ΚΠολΔ άρθρο 623, 2, 4.4 και 5 σελ. 180-181, Σινανιώτης, Ειδικαί Διαδικασίαι σελ. 158, 159, 1489/2007 ΕφΘες Αρμ. 2008.593, ΕφΑΘ 4587/77 ΑρχΝ 32, ΕφΘες 982/72 Αρμ 28, 123, με σύμφ.Παρατ.Ε.Σκαλίδη). Με τον Εμπορικό Νόμο, εξ άλλου, καθιερώνεται μαχητό τεκμήριο ότι κάθε οικονομική δραστηριότητα του εμπόρου έγινε για χάρη της εμπορίας του, εναπόκειται δε στον ίδιο να ανταποδείξει ότι η συγκεκριμένη ενέργεια του έγινε προς σκοπό ξένο προς την εμπορία του, η δε απόδειξη επί των περιπτώσεων αυτών, σύμφωνα με το άρθρο 394 ΚΠολΔ, μπορεί να γίνει και με μάρτυρες, καθώς η σύνταξη εγγράφου στις συγκεκριμένες περιπτώσεις είναι ασυμβίβαστη με την ταχύτητα και την καλή πίστη, στοιχεία που είναι απαραίτητα στις εμπορικές συναλλαγές. Απλή δήλωση του εμπόρου με την οποία ρητά αποκλείεται η σύνδεση της πράξης με το εμπόριο του δεν αρκεί (βλ. Ευάγγ. Περάκη, Γεν.Μέρ.του Εμπορικού Δικαίου έκδ.2000, παρ. 29 επ., σελ. 168 επ. με παραπ., σε θεωρ. Και νομολ., ΑΠ 922/2018, Εφ.Αθ. 6549/2008, Εφ.Πατρ. 499/2008, Εφ.Λαρ. 70/2001, Εφ.Πειρ. 1157/1996 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Κατά το άρθρο 522 του ΚΠολΔ, με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται  με την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Η διάταξη αυτή ρυθμίζει ειδικώς, σε σχέση με την έφεση, την καθιερούμενη από το άρθρο 106 του ΚΠολΔ γενική αρχή της διάθεσης, σύμφωνα  με την οποία το δικαστήριο ενεργεί μόνον ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Το αίτημα συνεπώς της έφεσης και οι λόγοι αυτής, που το στηρίζουν, οριοθετούν το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης. Το εφετείο, για αν αποφασίσει, αν πρέπει ή όχι να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση, είναι υποχρεωμένο να περιοριστεί στην έρευνα μόνον των παραπόνων που διατυπώνονται με τους λόγους της  έφεσης, ή τους πρόσθετους λόγους και των ισχυρισμών  που, ως υπεράσπιση  κατά των λόγων αυτών, προβάλλει, σύμφωνα με το άρθρο 527 αριθμ. 1 του ΚΠολΔ, ο εφεσίβλητος, καθώς και εκείνων των ζητημάτων,  η έρευνα των οποίων προηγείται, ως αναγκαίο προαπαιτούμενο για να ληφθεί απόφαση σε  σχέση με τα παράπονα που διατυπώνονται με τους λόγους έφεσης και τα οποία κατά νόμο εξετάζει αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο όπως είναι το ορισμένο ή η νομική βασιμότητα της αγωγής ή της ένστασης, που αυτεπαγγέλτως τα εξετάζει το εφετείο στην περίπτωση που με την έφεση διατυπώνονται παράπονα μόνον για την κρίση ως προς την ουσιαστική βασιμότητα αυτών. Όταν το εκκληθέν με την έφεση του εναγομένου κεφάλαιο της πρωτοβάθμιας αποφάσεως αφορά αξίωση της αγωγής, η οποία έγινε μερικά δεκτή και απορρίφθηκε κατά το υπόλοιπο, ναι μεν μεταβιβάζεται ολόκληρο το κεφάλαιο αδιαιρέτως στο εφετείο, τούτο όμως μπορεί να το εξετάσει μόνον κατά το μέρος που πλήττεται με έφεση ή αντέφεση. Αν εξετασθούν σφάλματα ή παραλείψεις, που δεν προτάθηκαν με λόγο έφεσης ή  αντέφεσης και μεταρρυθμισθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, το εφετείο υποπίπτει στην αναιρετική πλημμέλεια της, κατά το άρθρο 559 αρ. 8 του Κ.Πολ.Δικ. λήψης υπόψη πραγμάτων που δεν προτάθηκαν (ΑΠ 496/2010, Εφ.Πειρ. 77/2016, Εφ.Πειρ. 118/2016, Εφ.Λαρ. 161/2015, Εφ.Πειρ. 211/2014, Εφ.Αθ. 1731/2010, Εφ.Αθ. 435/2009, Εφ.Δυτ.Μακ. 77/2009, Εφ.Πατρ. 577/2008 δημ.ΝΟΜΟΣ).

Κατά την έννοια του άρθρου 513 ΑΚ, ουσιώδη στοιχεία της σύμβασης πώλησης είναι το πράγμα (κινητό ή ακίνητο), το τίμημα και η συμφωνία των συμβαλλομένων περί μετάθεσης της κυριότητας και πληρωμής του τιμήματος (ΑΠ 16/2009 ΕλλΔνη 2009.521). Έτσι, η αγωγή του πωλητή κατά του αγοραστή με την οποία επιδιώκεται η καταβολή του τιμήματος πωληθέντων εμπορευμάτων, για να είναι ορισμένη πρέπει να περιέχει: α) την κατάρτιση της οικείας σύμβασης β) τα πωληθέντα και παραδοθέντα πράγματα και γ) την τιμή των πωληθέντων πραγμάτων (ΕφΘεσ 1872/2002 Αρμ. 2004.550, Εφ.Θεσσαλ. 1626/2012 δημ.ΝΟΜΟΣ).

Στην ως άνω όμως αγωγή με το προεκτεθέν περιεχόμενο γίνεται γενική, ασαφής και αόριστη επίκληση συνεργασίας και διαδοχικών, προφορικών και αυτοτελών συμβάσεων πωλήσεως, παραγγελθέντων εμπορευμάτων και συσσωρευμένων οφειλών, δίχως αναφορά και μνεία με ειδικά, ορισμένα, σαφή και συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, έτσι ώστε να συνδέονται τα ασαφώς αναφερόμενα ανωτέρω με τα ενσωματωμένα σε αυτή (αγωγή) τιμολόγια και το αορίστως αναφερόμενο συνολικό ποσό αυτών (τιμολογίων) εκ 10.735,38 ευρώ ότι αντιστοιχεί στο συνολικό συμφωνημένο τίμημα πωλήσεως και περαιτέρω χωρίς επίκληση πραγματικών περιστατικών της συμφωνίας περί μεταθέσεως της κυριότητας και πληρωμής του τιμήματος των ακριβώς προσδιορισμένων πωληθέντων προϊόντων, και ότι η συμφωνία αυτή αφορά τα αναφερόμενα προϊόντα. Τα αναφερόμενα στην ένδικη αγωγή είναι ασαφή και ουδόλως συγκεκριμενοποιούνται  με τα αναφερόμενα προϊόντα, χρόνος πωλήσεως και τίμημα στα ενσωματωμένα τιμολόγια. Έτσι, όπως εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά, δίχως σαφήνεια και πληρότητα, ελλείπουν ουσιώδη στοιχεία που απαιτούνται για το πραγματικό του κανόνα δικαίου 513 ΑΚ, ήτοι της συμβάσεως πωλήσεως (ΑΠ 16/2009, Εφ.Θεσσαλ. 1872/2002 δημ.ΝΟΜΟΣ) και ειδικότερα: α)της συγκεκριμένης συμφωνίας των παραγγελθέντων προϊόντων,  β)του συμφωνηθέντος τιμήματος, γ) της συμφωνίας των συμβαλλομένων περί μεταθέσεως της κυριότητας και πληρωμής του τιμήματος. Κατά συνέπεια η αγωγή ήταν απορριπτέα ως αόριστη και επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που την έκρινε ορισμένη και νόμιμη και δέχτηκε αυτή κατ’ ουσία, έσφαλε στην ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του νόμου και για το λόγο αυτό, σύμφωνα και με τις προεκτιθέμενες σκέψεις, πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, δεδομένου ότι με την κρινόμενη έφεση η εκκαλούσα – εναγομένη ζητά την εξαφάνισή της και την απόρριψη της αγωγής ως αβάσιμης, κατά νόμο και την ουσία, και αφού το παρόν Δικαστήριο κρατήσει και δικάσει την αγωγή (άρθ. 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), να την απορρίψει ως αόριστη.

Τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν ολικά μεταξύ των διαδίκων, λόγω του δυσερμήνευτου των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν από το Δικαστήριο (άρθ. 179 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στην εκκαλούσα του κατατεθέντος εκ μέρους της παραβόλου, για την άσκηση της υπό κρίση έφεσης (άρθ. 495 παρ. 4 ΚΠολΔ)

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την από 7/2/2018 (αριθ.καταθ. ……/2018) έφεση.

Εξαφανίζει την υπ’ αριθ. 4989/2017 εκκαλουμένη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Κρατεί και δικάζει επί της από 17/11/2016 (αριθ.καταθ. ………../2016) αγωγής της ενάγουσας – εφεσιβλήτου.

Απορρίπτει την ως άνω αγωγή.

Συμψηφίζει εν όλων μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.

Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου για την άσκηση της έφεσης στην εκκαλούσα.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις  7 Οκτωβρίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ