Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 611/2019

Αριθμός     611/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Φωτεινή Μάμαλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Ε.Τ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 272 παρ. 1-2 και 524 παρ. 1-3 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι επί ερημοδικίας του εκκαλούντος στην κατ’ έφεση δίκη, εφαρμόζονται ως προς την έφεση οι διατάξεις που ισχύουν επί ερημοδικίας του ενάγοντος κατά τη συζήτηση ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και συνεπώς το δικαστήριο ερευνά, εάν τη συζήτηση επισπεύδει ο εκκαλών ή ο εφεσίβλητος και η έφεση απορρίπτεται ερήμην του εκκαλούντος, που επιμελήθηκε, για τη συζήτηση ή κλητεύθηκε νομίμως γι’ αυτή. Ειδικότερα,  εάν τη συζήτηση επισπεύδει ο εφεσίβλητος ερευνάται εάν ο απολειπόμενος εκκαλών κλητεύθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και στην  αποφατική περίπτωση κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση και διατάσσεται νέα κλήτευση (άρθρα 524 παρ. 1 και 3, 272 παρ. 1 και 2, 271 ΚΠολΔ), στην  καταφατική δε περίπτωση απορρίπτεται η έφεση ως ανυποστήρικτη, χωρίς να ερευνηθεί η ουσία της υπόθεσης». Προϋπόθεση  του παραδεκτού της συζήτησης της έφεσης είναι η κατά τους ορισμούς του άρθρου 271 ΚΠολΔ, στο οποίο παραπέμπει η διάταξη του άρθρου 524 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, έρευνα της νόμιμης κλήτευσης του απολειπόμενου διαδίκου ή της επίσπευσης της συζήτησης από τον τελευταίο για την ορισθείσα νομίμως δικάσιμο, αλλιώς είναι απαράδεκτη η συζήτηση. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 226 παρ. 4 εδ.3 και 4 του ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στην κατ’ έφεση δίκη, κατ’ άρθρο 498 παρ. 3 του ίδιου Κώδικα, αν η συζήτηση αναβληθεί, ο γραμματέας είναι υποχρεωμένος, αμέσως μετά το τέλος της συνεδρίασης, να μεταφέρει την υπόθεση στη σειρά των υποθέσεων  που πρέπει να συζητηθούν,  κατά τη δικάσιμο που ορίστηκε. Κλήση του διαδίκου για εμφάνιση στη δικάσιμο αυτή δεν χρειάζεται  και η αναγραφή της υπόθεσης  στο πινάκιο του δικαστηρίου για τη μετ’ αναβολή δικάσιμο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων για τη δικάσιμο αυτή και επομένως δεν χρειάζεται νέα κλήτευση των διαδίκων. Προϋπόθεση, όμως, της εγκυρότητας της κλήτευσης αυτής, συνεπεία της αναβολής της υπόθεσης και της εγγραφής αυτής στο πινάκιο,  είναι ότι ο απολειπόμενος κατά τη μετ’ αναβολή δικάσιμο διάδικος, είτε είχε επισπεύσει εγκύρως τη συζήτηση, είτε είχε νομίμως και εμπροθέσμως κλητευθεί να παραστεί  για τη δικάσιμο ,κατά την οποία αναβλήθηκε η υπόθεση, είτε είχε παραστεί νομίμως κατά την πρώτη αυτή δικάσιμο και, επομένως, με τη νόμιμη παράσταση και τη μη εναντίωσή του, καλύφθηκε η ακυρότητα της κλητεύσεως του κατά την αρχική δικάσιμο. Η απόρριψη της  έφεσης, λόγω της ερημοδικίας του εκκαλούντος, γίνεται κατ’ ουσίαν και όχι  για τυπικό λόγο, παρότι στην πραγματικότητα οι λόγοι της έφεσης δεν εξετάζονται ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητά τους, θεωρείται κατά πλάσμα  του νόμου ότι είναι αβάσιμοι και για το λόγο αυτό είναι πάντοτε απορριπτέοι, αφού δεν δίνεται στο δικαστήριο η δυνατότητα έκδοσης αντίθετης απόφασης περί της παραδοχής τους (Ολ ΑΠ 16/1990 Δνη 41.804, ΑΠ 268/2016, ΑΠ 355/2016, ΑΠ 467/2016, ΑΠ 322/2015, ΑΠ 1192/2015, ΑΠ 693/2014, ΑΠ 2221/2014, Εφ.Πατρών 62/2017 ΝΟΜΟΣ).

Από τη διάταξη του άρθρου 110 παρ. 2 ΚΠολΔ, απορρέει η θεμελιώδης δικονομική αρχή της ακρόασης όλων των διαδίκων.

Η τήρηση της αρχής αυτής επιβάλλει στο Δικαστήριο να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως, αν ο διάδικος που απουσιάζει κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της υπόθεσης, έχει κλητευθεί να παραστεί σ’ αυτήν νομοτύπως και εμπροθέσμως και να κηρύξει απαράδεκτη τη συζήτηση, εφόσον διαπιστώσει ότι δεν έγινε τέτοια κλήτευση ή ότι αυτή δεν έγινε εμπροθέσμως και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις.

Πριν από την πιο πάνω έρευνα, όμως, πρέπει να προηγηθεί από το Δικαστήριο η διακρίβωση για το ποίος από τους διαδίκους επισπεύδει την συζήτηση, διότι αν ο επισπεύδων είναι ο απολειπόμενος διάδικος, τότε δεν απαιτείται κλήτευσή του, ενώ αντιθέτως απαιτείται τέτοια κλήτευση, όταν τη συζήτηση επισπεύδει ο παριστάμενος διάδικος.

Σε περίπτωση αδυναμίας διακρίβωσης του διαδίκου που επισπεύδει τη συζήτηση, αυτή κηρύσσεται απαράδεκτη, διότι λείπει η απαιτούμενη προδικασία, δηλαδή της κλήσης προς συζήτηση (άρθρα 106, 110 παρ. 3, 111 παρ. 1, 217, 226 παρ. 1, 228, 498 ΚΠολΔ, Εφ.Λαρ 68/2006 Δικογρ 2007, 374,  ΕφΑΘ 1535/2001 ΑρχΝ 2001,563, ΕφΑΘ 14831/1988 ΕλλΔνη 31,1048).

Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 524 παρ. 1 ΚΠολΔ, στη διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης εφαρμόζονται, μεταξύ άλλων, και οι διατάξεις του άρθρου 271 ΚΠολΔ, προϋπόθεση δε του παραδεκτού της συζήτησης της έφεσης, είναι, κατά τους ορισμούς του άρθρου 271 ΚΠολΔ, στο οποίο παραπέμπει η διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 524 ΚΠολΔ, η έρευνα της νόμιμης κλήτευσης του απολειπομένου εκκαλούντος ή της επίσπευσης της συζήτησης από τον τελευταίο για την ορισθείσα νομίμως δικάσιμο, αλλιώς η συζήτηση είναι απαράδεκτη.

Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 260 παρ. 1 ΚΠολΔ, το οποίο εφαρμόζεται και στην κατ’ έφεση δίκη, αν κατά την εκφώνηση της υπόθεσης δεν εμφανίζονται όλοι οι διάδικοι ή εμφανίζονται, αλλά δεν μετέχουν κανονικά στη συζήτηση, αυτή ματαιώνεται.

Συνεπώς, αν απουσιάζει τόσο ο εκκαλών, όσο και ο εφεσίβλητος, η συζήτηση ματαιώνεται (ΕφΑθ 7480/1998 ΕλλΔνη 40,1118).

Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 75 παρ. 1 ΚΠολΔ ορίζεται ότι, στις περιπτώσεις απλής ομοδικίας, κατά το άρθρο 74 του ιδίου Κώδικα, κάθε ομόδικος, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, ενεργεί στη δίκη, ανεξάρτητα από τους άλλους και ότι οι πράξεις και οι παραλείψεις κάθε ομοδίκου δεν βλάπτουν ούτε ωφελούν τους άλλους.

Από την άνω ρύθμιση, με την οποία καθιερώνεται ο κανόνας της υποκειμενικής ενέργειας των διαδικαστικών πράξεων των ομοδίκων, προκύπτει ότι επί απλής ομοδικίας η δικονομική θέση καθενός των ομοδίκων, είναι ανεξάρτητη έναντι των λοιπών, οι δε πράξεις και παραλείψεις αυτού, ούτε ωφελούν ούτε βλάπτουν τους λοιπούς (ΑΠ 111/1989 ΕλλΔνη  40,805, ΑΠ  251/1997 ΝοΒ  46,1229, Εφ.Θεσσαλ. 632/2009 δημ.ΝΟΜΟΣ).

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 115 παρ. 3, 237 παρ. 1, 271 παρ. 1 και 524 παρ. 1 ΚΠολΔ συνάγεται ότι, για την προσήκουσα παράσταση των διαδίκων στο ακροατήριο του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου κατά τη συζήτηση υποθέσεως εκδικαζομένης, πλην άλλων, και κατά την τακτική διαδικασία, είναι απαραίτητη η εμπρόθεσμη κατάθεση εγγράφων προτάσεων, η παράλειψη της οποίας (κατάθεσης)  συνεπάγεται την ερημοδικία του [υποχρέου] διαδίκου αυτού και την υποχρέωση του δικαστηρίου να ερευνήσει αν η έφεση και η κλήση για συζήτηση  επιδόθηκαν σ’ αυτόν νομίμως και εμπροθέσμως και σε αρνητική μεν περίπτωση να κηρύξει απαράδεκτη τη συζήτηση, σε θετική δε να εφαρμόσει τα οριζόμενα στις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 524 ΚΠολΔ (ΑΠ 948/01 Δνη 44.189, ΕφΑΘ 3410/04 Δνη 46.586).

Εξάλλου, από την διάταξη του άρθρου 246 ΚΠολΔ  προκύπτει ότι, το δικαστήριο, σε κάθε στάση της δίκης, μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει την ένωση και συνεκδίκαση  περισσότερων εκκρεμών ενώπιον του δικών,  ανάμεσα στους ίδιους ή διαφορετικούς διαδίκους, αν υπάγονται στην ίδια διαδικασία και κατά την κρίση του διευκολύνεται ή επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης ή επέρχεται  μείωση των εξόδων (ΑΠ 876/96 Δνη 1996.1562). Η συνεκδίκαση αυτή, η οποία είναι δυνητική για το δικαστήριο χωρίς η σχετική κρίση του να ελέγχεται  αναιρετικά, δεν επιφέρει ανατροπή της αυτοτέλειας κάθε έννομης σχέσης (ΕΑ  2726/80 ΝοΒ 28.1216) της σύνθετης δίκης, αλλά κάθε αγωγή ή ένδικο μέσο κρίνεται χωριστά ως προς τις προϋποθέσεις του παραδεκτού και της βασιμότητας του και, επομένως, καμία μεταβολή δεν επέρχεται στις σχέσεις των διαδίκων μεταξύ τους και των διαδίκων με το δικαστήριο, πλην 1) της διεξαγωγής της σύνθετης δίκης σε κοινή διαδικασία, 2) της έκδοσης κοινής  απόφασης, 3)της υποβολής κοινών, μετά όμως τη διαταχθείσα συνεκδίκαση, προτάσεων αφού, πριν απ’ αυτή (συνεκδίκαση), η οποία δεν είναι βέβαιη για τους διαδίκους, ενόψει του ότι η σχετική δυνατότητα εναπόκειται στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου, απαιτείται η κατάθεση χωριστών για κάθε  συνεκδικαζόμενη υπόθεση προτάσεων (ΕΑ 3587/08 Δνη 49.1525, 64 3651/70 Αρμ. 25.336, Μπέης υπ’ αριθ. 246 ΚΠολΔ) και 4) της έλλειψης δικαιώματος του αντιδίκου για επίσπευση της μεταγενέστερης συζήτησης για μια μόνο από τις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις (Βαθρακοκοίλης υπ’ άρθ. 246 αρ. 8, Εφ.Αθ. 2527/2009 δημ.ΝΟΜΟΣ).

Α)Στην προκειμένη περίπτωση φέρεται προς συζήτηση η από 13.10.2014 έφεση του εκκαλούντος ………. κατά της υπ’ αριθ. 3469/2014 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, επί της από 11/4/2012 (αριθ.καταθ. …./2012) αγωγή της ενάγουσας ………, ήδη εφεσιβλήτου στρεφομένης κατά αυτού και της μη διαδίκου στην παρούσα δίκη …………… Από την από 13/10/2014 πράξη κατάθεσης έφεσης της Γραμματέως του Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία υπάρχει αναγεγραμμένη στην ένδικη έφεση, προκύπτει ότι στις 13.10.2014 ο δικηγόρος ………. κατέθεσε την ανωτέρω έφεση στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά. Από την έκθεση κατάθεσης και ορισμού δικασίμου με αριθμό …………/2.3.2017 της Γραμματέως του Εφετείου Πειραιά, η οποία υπάρχει συνημμένη στην ανωτέρω έφεση, προκύπτει ότι με μέριμνα του ιδίου ως άνω δικηγόρου ορίστηκε νόμιμα ως δικάσιμος για την εκδίκαση της έφεσης αυτής ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η 16.11.2017. Όμως πέραν του ότι από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει κατά τρόπο σαφή ότι ο ………… είναι πληρεξούσιος δικηγόρος του δευτέρου εναγομένου και ήδη εκκαλούντος για την άσκηση της κρινόμενης έφεσης, δεν προκύπτει ότι την συζήτηση αυτής (κρινόμενης έφεσης) επέσπευσε ο δεύτερος εναγόμενος ήδη εκκαλών, με επίδοση αντιγράφου της, κάτω από την οποία υπήρχε αναγεγραμμένη η πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό ………../2.3.2017 της Γραμματέως του Εφετείου Πειραιά και κλήση προς την εφεσίβλητη, ως παραλήπτρια του δικογράφου, να παραστεί κατά την ανωτέρω δικάσιμο (16.11.2017) και να συμμετάσχει στη συζήτηση της ένδικης έφεσης, οπότε η υπόθεση αναβλήθηκε, όπως προκύπτει από το φάκελο της δικογραφίας για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Από τα ανωτέρω αναφερόμενα συνάγεται ότι από την έρευνα των στοιχείων της δικογραφίας δεν προκύπτει είτε η νόμιμη κλήτευση του απολειπομένου εκκαλούντος είτε η επίσπευση της συζήτησης από τον τελευταίο και συνεπώς, σύμφωνα και με τα προεκτεθέντα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, πρέπει να κηρυχτεί απαράδεκτη η συζήτηση της κρινόμενης από 13/10/2014 έφεσης.

Αν ο εφεσίβλητος δεν εμφανισθεί ή δεν λάβει μέρος κανονικά στη συζήτηση, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει υποχρέωση να ερευνήσει την ύπαρξη ή μη κλητεύσεώς του. Στις υποθέσεις που δικάζονται κατά τη διαδικασία ενώπιον των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων, αν κατά την συζήτηση της εφέσεως ερημοδικεί ο εφεσίβλητος, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν και αυτός παρών, εφόσον αυτός επέσπευσε τη συζήτηση ή κλήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως να παραστεί σ’ αυτή, σύμφωνα με τα άρθρα 271 και 524 παρ. 4 εδ.α΄ του ΚΠολΔ (ΕφΑθ 3212/2004 ΕλλΔνη 2005.558, βλ.επ. Σαμ.Σαμουήλ, η έφεση κατά τον ΚΠολΔ έκδ.2003 παρ. 1078 έως 1080 σελ. 406, 4070), το δε Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο, τις πρωτόδικες προτάσεις του απόντος διαδίκου, τα πρακτικά και τις πρωτόδικες προτάσεις του απόντος διαδίκου, τα πρακτικά και τις εκθέσεις εξέτασης των μαρτύρων τα οποία οφείλει με ποινή απαραδέκτου της συζητήσεως να προσκομίσει ο εκκαλών, ο οποίος παρίσταται (ΕφΑθ 4804/2006, ΕλλΔνη 2007.06, ΕφΑθ 242/2001, ΕλλΔνη 2002.815). Αν ο εφεσίβλητος δεν κλητεύθηκε ή δεν κλητεύθηκε νομίμως ή εμπροθέσμως, το δικαστήριο κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση (Εφ.Πειρ. 6/2017 δημ.ΝΟΜΟΣ).

Κατά το άρθρο 226 παρ. 2 ΚΠολΔ, το πινάκιο είναι βιβλίο αριθμημένο σε κάθε σελίδα, που μονογραφεί ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου ή ο Ειρηνοδίκης, στο οποίο καταχωρίζονται οι υποθέσεις που θα συζητηθούν σε κάθε δικάσιμο. Η εγγραφή μιας υπόθεσης στο πινάκιο είναι απαραίτητη για το παραδεκτό της συζήτησης. Η εγγραφή αυτή δηλ.είναι αναγκαίο στοιχείο της προδικασίας, η παράλειψη της οποίας επιφέρει ακυρότητα. Η ακυρότητα δε αυτή πρέπει να κηρυχθεί ανεξάρτητα αν συντρέχει το στοιχείο της βλάβης (άρθ. 159 παρ. 3 ΚΠολΔ). Και τούτο ,γιατί η επιταγή της εγγραφής της υπόθεσης στο πινάκιο είναι δημόσιας τάξης (βλ.Εφ.Πατρ. 678/1979 ΝοΒ 28.862, όπου και παραπομπές, Σ. Σταυρόπουλο, ΕρμΚΠολΔ στο άρθρο 226, παρ. 2ε, σ.332, Χ.Χαραλαμπίδη, Δ 12.409). Επίσης η ελαττωματική εγγραφή μιας υπόθεσης στο πινάκιο καθιστά απαράδεκτη τη συζήτηση (βλ. Β.Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ, τ.Β, υπό το άρθρο 226 παρ. 5, σελ. 91). Στο πινάκιο εγγράφονται , πλην των άλλων και οι εφέσεις κατ’ άρθρο 226 παρ. 2, 498 παρ. 2 ΚΠολΔ, (βλ.Σαμουήλ Σαμουήλ, Η έφεση, έκδ. 2003 παρ. 977, σελ. 369). Ειδικότερα, από τις διατάξεις των άρθρων 226 παρ. 2 και 498 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι μετά την άσκηση της έφεσης κάθε διάδικος μπορεί να ζητήσει τον προσδιορισμό δικασίμου, αν προσαγάγει στη γραμματεία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου αντίγραφα του δικογράφου της έφεσης και της προσβαλλόμενης απόφασης, ο δε γραμματέας, με βάση τη σημείωση στο αντίγραφο της έφεσης της ημέρας  και ώρας συζήτησης της, την εγγράφει στο πινάκιο του δικαστηρίου, όπου σημειώνει το όνομα και το επώνυμο των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους, καθώς και το αντικείμενο της δίκης (ΕφΠειρ 145/2009 Νόμος). Η επίσπευση της έφεσης για συζήτηση γίνεται με κλήση, κάτω από το αντίγραφο του δικογράφου της έφεσης που έχει κατατεθεί ή και με αυτοτελές δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο του εκκαλούντος εξήντα ημέρες πριν από τη δικάσιμο, αν αυτός διαμένει στην Ελλάδα και ενενήντα ημέρες αν διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής η οποία δεν αναπληρώνεται από την με οποιοδήποτε άλλο τρόπο γνώση του προσδιορισμού της δικασίμου από το διάδικο που δεν κλητεύθηκε (ΕφΠειρ 145/2009 Νόμος). Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 674 παρ. 2 εδ.β, 524 παρ. 1, 498 παρ. 1, 2, 226, 246 και 115 ΚΠολΔ που εφαρμόζονται σύμφωνα με το άρθρο 591 παρ. 1 του ίδιου κώδικα και στην ειδική διαδικασία των άρθρων 663 επ. έως 676 του Κώδικα αυτού προς επίλυση εργατικών διαφορών συνάγονται τα ακόλουθα: Στη διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης που διεξάγεται κατόπιν άσκησης εφέσεως κατ’ αποφάσεως πρωτοβάθμιου δικαστηρίου που εκδόθηκε προς  επίλυση διαφοράς εκδικαζόμενης με την ανωτέρω ειδική διαδικασία είναι υποχρεωτική η μετά ή δια πληρεξουσίου δικηγόρου παράσταση κατά την εις το ακροατήριο του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου εκφώνηση και συζήτηση της οικείας υπόθεσης  από τη σειρά του οικείου πινακίου, η παράσταση δε αυτή σύγκειται από α) την κατάθεση εγγράφων προτάσεων, β)την προσκομιδή των δύο αντιτύπων του γραμμάτιου προείσπραξης της οικείας δικηγορικής αμοιβής και γ) την εις το ακροατήριο του διαληφθέντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου γινόμενη είτε εγγράφως είτε προφορικώς δήλωση παραστάσεως του πληρεξούσιου δικηγόρου κατά την εκφώνηση της σχετικής υπόθεσης από τη σειρά του πινακίου που αφορά στη δικάσιμο που έχει αρμοδίως ορισθεί.  Αν κάποιο από τα αμέσως ανωτέρω στοιχεία ελλείπει, η περί της πρόκειται παράσταση είναι ελλιπής, έχει δε ως αποτέλεσμα την ερημοδικία του μη προσηκόντως παραστάντος δικηγόρου (βλ. και ΕφΑΘ 8283/1998 Νόμος). Περαιτέρω, προϋπόθεση του παραδεκτού της συζήτησης της έφεσης είναι η, κατά τους ορισμούς του άρθρου 271 ΚΠολΔ, στο οποίο παραπέμπει η διάταξη του άρθρου 524 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, έρευνα της νόμιμης κλήτευσης του απολειπόμενου διαδίκου ή της επίσπευσης της συζήτησης από τον τελευταίο για την ορισθείσα νομίμως δικάσιμο, αλλιώς είναι απαράδεκτη η συζήτηση (ΑΠ 1656/2007 Νόμος). Έτσι, και σε περίπτωση, μη εμφάνισης ή, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, μη προσήκουσας (ελλιπούς) παράστασης του εφεσίβλητου στη συζήτηση της εφέσεως κατ’ απόφασης που εκδόθηκε σε υπόθεση που δικάζεται κατά τη διαδικασία των άρθρων 663 έως 676 ΚΠολΔ, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν παρών (άρθ. 672, 674 παρ. 2 ΚΠολΔ), εφόσον επισπεύδει ο ίδιος τη συζήτηση ή έχει κληθεί νομίμως από τον παριστάμενο εκκαλούντα, στην έρευνα των οποίων οφείλει να προβή το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, (βλ. ΑΠ 1656/2007, βλ.και ΑΠ 948/2001 Δνη 44. 189, ΕφΑθ 3587/2008 Νόμος, ΕφΑθ 3410/2004 Δνη 46.586). Αν διαπιστώσει ότι τη συζήτηση επισπεύδει ο εκκαλών και αυτός δεν έχει  κλητεύσει τον εφεσίβλητο ή δεν έχει κλητεύσει αυτόν νόμιμα ή εμπρόθεσμα, το εφετείο κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση (ΑΠ 1656/2007, ΑΠ 948/2001 Δνη 44.189, ΕφΑθ 3587/2008 Νόμος, ΕφΑθ  3410/2004 Δνη 46.586). Εξάλλου, κατά το άρθρο 246 ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στη διαδικασία της δίκης για την έφεση (βλ.Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ τ.2ος ,υπό το άρθρο 246 σελ. 143 παρ. 2), το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει την ένωση και συνεκδίκαση  περισσότερων εκκρεμών ενώπιον του δικών ανάμεσα στους ίδιους ή διαφορετικούς διαδίκους, αν υπάγονται στην ίδια διαδικασία και κατά την κρίση του διευκολύνεται ή επιταχύνεται  η διεξαγωγή της δίκης ή επέρχεται μείωση των εξόδων (ΑΠ 383/2009). Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, η συνεκδίκαση μπορεί να διαταχθεί  και όταν η συνεκδικαστέα διαφορά έχει εγγραφεί στο πινάκιο άλλης (προσεχούς) δικασίμου. Στην περίπτωση αυτή, η πρώτη δίκη αναβάλλεται προκειμένου να συνεκδικαστεί με τη δεύτερη. Η εν λόγω αναβολή διατάσσεται όχι μόνο με σχετική επισημείωση στο πινάκιο, αλλά και μετά τη συζήτηση της διαφοράς στο ακροατήριο, με απόφαση του δικαστηρίου (ΑΠ 384/2009, ΑΠ 1407/2000, Εφ.Αθ. 6312/2010 δημ.ΝΟΜΟΣ).

Β)Στην προκειμένη περίπτωση φέρεται προς συζήτηση η από 10/10/2014 έφεση της ενάγουσας ………. και ήδη εκκαλούσας κατά της υπ’ αρ. 3469/2014 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, επί της από 11/4/2012 (αριθ.καταθ. …./2012) αγωγής αυτής (ενάγουσας-εκκαλούσας) στρεφομένης κατά, 1)της ……… και 2)του ……… ήδη εφεσιβλήτων. Από την από 10/10/2014 πράξη κατάθεσης έφεσης της Γραμματέως του Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία υπάρχει αναγεγραμμένη στην ένδικη έφεση, προκύπτει ότι στις 10.10.2014 ο δικηγόρος ……… κατέθεσε την ανωτέρω έφεση στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά .Από την έκθεση κατάθεσης και ορισμού δικασίμου με αριθμό ………./13.9.2016 της Γραμματέως του Εφετείου Πειραιά στην ανωτέρω έφεση, προκύπτει ότι με μέριμνα της δικηγόρου ……… ορίστηκε νόμιμα ως δικάσιμος για την εκδίκαση της έφεσης αυτής ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η 2/3/2017. Η επίσπευση της συζητήσεως της κρινόμενης έφεσης έγινε με επιμέλεια της εκκαλούσας, με επίδοση αντιγράφου της, κάτω από την οποία υπήρχε ανεγεγραμμένη η προαναφερόμενη πράξη κατάθεσης της Γραμματέως του Εφετείου Πειραιά και κλήση προς τους εφεσίβλητους στην κατοικία τους στο Κερατσίνι «οδός ………..», ως παραλήπτες του δικογράφου να παραστούν κατά την ανωτέρω δικάσιμο (2/3/2017) και να συμμετάσχουν στη συζήτηση της ένδικης έφεσης. Οι εφεσίβλητοι δεν εμφανίστηκαν κατά την συζήτηση της υπό κρίση έφεσης όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από το πινάκιο στη σειρά της. Όμως, 1) Η κλήτευση αυτών (εφεσιβλήτων) να παραστούν και να συμμετάσχουν στην συζήτηση της ένδικης έφεσης αφορά την αρχικά προσδιορισθείσα δικάσιμο την 2/3/2017. Κατά την δικάσιμο αυτή, από την έρευνα της δικογραφίας, δεν προκύπτει με νόμιμη καθ’ οιονδήποτε τρόπο παράσταση των εφεσιβλήτων αν η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε, είτε για άλλη μεταγενέστερη δικάσιμο, ήτοι 16/11/2017 ή 7/1/2018 (όπως προκύπτει από τις έγγραφες προτάσεις της εκκαλούσας) ή 7/1/2019 (όπως προκύπτει από την χρονολογία των έγγραφων προτάσεών της και την επισημείωσή της στο εξωτερικό σώμα του φακέλου της δικογραφίας με αρ.εκθ.2, είτε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, καθώς και η εγγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο (ΚΠολΔ 226 παρ. 4 εδ.β΄) για την μετ’ αναβολή δικάσιμο, α)έτσι ώστε να ισχύει ως κλήτευση των απολειπομένων διαδίκων, β) αλλά και προκειμένου με σχετική επισημείωση στο πινάκιο να διαταχθεί από το Δικαστήριο συνεκδίκαση στην άλλη (προσεχή) δικάσιμο με την συναφή από 13/10/2017 έφεση του δευτέρου εφεσιβλήτου (…………) κατά αυτής (ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας της κρινόμενης έφεσης), (ΑΠ 878/1996, Εφ.Αθ. 1594/2012, Εφ.Αθ. 6312/2010, Εφ.Αθ. 1962/2009, Εφ.Ναυπλίου 252/2007 δημ.ΝΟΜΟΣ), ούτε προκύπτει επίσπευση της συζητήσεως των δύο ως άνω υποθέσεων στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας με επίδοση δικογράφου κλήσεως για την συζήτηση των δύο συνεκδικαστέων υποθέσεων στην ιδία (προσεχή) δικάσιμο, γεγονός που καθιστά απαράδεκτη τη συζήτηση αμφοτέρων των υποθέσεων (Κεραμέας/Κονδύλης/Νίκας Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθ. 246 σελ. 519 επ.), ήτοι  την συζήτηση της, α) από 13/10/2014 υπό κρίση εφέσεως, επιπρόσθετα πέραν του προαναφερόμενου λόγου για τον οποίο κρίνεται απαράδεκτη η συζήτηση της, και της από 10/10/2014 έφεσης

2)Η πρώτη των εφεσιβλήτων «……….», στο δικόγραφο της υπό κρίση από 10/10/2014 εφέσεως καθώς και στα πρακτικά του Δικαστηρίου τούτου, φέρεται ως αγνώστου διαμονής, ήτοι ότι ο τόπος ή η ακριβής διεύθυνση διαμονής της είναι άγνωστη χωρίς δυνατότητα εξακρίβωσης. Όμως, η εκκαλούσα δεν προέβη σε νόμιμη κλήτευση αυτής (πρώτης εφεσίβλητης) σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 135 ΚΠολΔ (Εφ.Πειρ. 225/2013 δημ.ΝΟΜΟΣ).

3)Δεν προσκομίζονται από την παρισταμένη εκκαλούσα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 524 παρ. 4 εδ.γ΄ ΚΠολΔ, τα αντίγραφα των προτάσεων που κατατέθηκαν στην πρωτοβάθμια δίκη των ερημοδικούντων εφεσιβλήτων.

Πρέπει, επομένως για όλους τους προαναφερόμενους λόγους, που αφορούν την έλλειψη νομίμου κλητεύσεως των απολειπομένων εφεσιβλήτων να παραστούν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της υπόθεσης, να κηρυχθεί, σύμφωνα με τα προεκτιθέμενα στις νομικές σκέψεις  της παρούσας να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της από 10/10/2014 εφέσεως και επιπρόσθετα πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση συνεκδικαστέων υποθέσεων που εισάγονται στο Δικαστήριο με τα δικόγραφα των από 13/10/2014 και 10/10/2014 εφέσεων, λόγω έλλειψης επίσπευσης της συζητήσεως αυτών ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, είτε με επίδοση δικογράφου κλήσεως είτε με εγγραφή στο πινάκιο για άλλη δικάσιμο, το οποίο διατάσσει κυριαρχικά την συνεκδίκαση εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Α) Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση συνεκδικάσεως των από 13/10/2014 και 10/10/2014 εφέσεων.

Β) Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της από 13/10/2014 εφέσεως.

Γ) Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της από 10/10/2014 εφέσεως.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις  7 Οκτωβρίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και  της πληρεξούσιας δικηγόρου της  υπό στοιχ  Α εφεσίβλητης-Β εκκαλούσας.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ