Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 617/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Περίληψη: «αυτοτελείς πρόσθετες παρεμβάσεις στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο-έλλειψη εννόμου συμφέροντος-καταχρηστική καταγγελία σύμβασης εργασίας»

 

Αριθμός απόφασης 617/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

——————————————-

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, την οποία όρισε ο Διευθύνων το Εφετείο, Πρόεδρος Εφετών, και τη Γραμματέα E.Τ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τις διατάξεις των άρθρων 81 § 3, 82 και 110 § 2 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 20 § 1 του Συντάγματος, που ορίζει ότι «καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα Δικαστήρια, και μπορεί να αναπτύξει σ’ αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά του» και τα άρθρα 517 και 558 του ΚΠολΔ, σαφώς προκύπτει ότι κατά του προσθέτως παρεμβαίνοντος στη δίκη κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση δεν απευθύνονται κατ’ αρχήν τα ένδικα μέσα της έφεσης- αλλά και της αναίρεσης-[(ΕφΠειρ (Ναυτ)  185/2016, ΕφΠειρ 501/2015,  αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑθ (Μον) 109/2018 ΕΦΑΔ 2019.217, ΕφΘεσ (Μον) 168/2017],  γιατί αυτός δεν είναι κύριος διάδικος, εκτός αν κατά τη δίκη εκείνη, ανέλαβε τον δικαστικό αγώνα, οπότε κατέστη κύριος διάδικος ή το ένδικο μέσο αφορά την πρόσθετη παρέμβαση, καθώς και στην περίπτωση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, πρέπει, όμως, αυτός (προσθέτως παρεμβάς) να καλείται στη συζήτηση των ως άνω ενδίκων μέσων για να ενημερώνεται για την εξέλιξη της δίκης που ανοίγεται με την άσκηση του ένδικου μέσου και να ασκεί τα νόμιμα δικαιώματά του (ΕφΠειρ (Ναυτ)  185/2016, ΕφΑθ (Μον) 109/2018 ό.π). Σε αντίθετη περίπτωση, αν δηλαδή αυτός δεν έχει κλητευθεί και δεν εμφανιστεί κατά την εκφώνηση της υποθέσεως, κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση της εφέσεως και αυτεπαγγέλτως, επειδή πρόκειται για παράβαση, η οποία αφορά την προδικασία (ΕφΠειρ (Ναυτ) 185/2016, ΕφΠειρ (Ναυτ) 667/2015, ΕφΑθ 1426/2011 αδημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τα ίδια ισχύουν και επί ασκήσεως αναιρέσεως (ΑΠ 808/2017, ΑΠ 1087/2017 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ») ενώ δεν απαιτείται η κλήτευση του προσθέτως παρεμβαίνοντος μόνο στις περιπτώσεις που η πρόσθετη παρέμβαση απορρίφθηκε ως απαράδεκτη ή απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η συζήτησή της (ΑΠ 134/2015, ΑΠ 1033/2014, ΧΡΙΔ 2015.22, ΕφΑθ (Μον) 109/2018 όπ.).

   ΙΙ. Στην κρινόμενη περίπτωση, αρμόδια φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/2011, σε συνδυασμό με το άρθρο 72 § 13 του ίδιου νόμου, και 31 § 1 σε συνδυασμό με 80 του ΚΠολΔ) : Α) η από 9-11-2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ…………./2017) έφεση του ενάγοντος, ως ολικώς ηττηθέντος διαδίκου, κατά της υπ’αριθμ. 4377/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών και απέρριψε την από 22-11-2016 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …………./2016) αγωγή του κατά της εναγομένης, περί αναγνώρισης της ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του, υποχρέωσης της εναγομένης να τον απασχολεί και καταβολής μισθών υπερημερίας, Β) Οι από 22-1-2019 και 1-2-2019 (υπ’αύξ.αριθμ. εκθ. καταθ. ………./2019 και …………../2019) με αυτοτελές δικόγραφο ασκηθείσες πρόσθετες παρεμβάσεις του σωματείου με την επωνυμία «………….» και της συνδικαλιστικής οργάνωσης με την επωνυμία «………….», αντίστοιχα, οι οποίες πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της μεταξύ τους σχέσης ως κύριου και παρεπομένων (άρθρα 31, 246 και 524 § 1 του ΚΠολΔ). Η έφεση αυτή έχει ασκηθεί νομότυπα (άρθρο 495, 500, 511, 513 § 1 εδαφ.β΄, 516 § 1, 517 και 520 § 1 του ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα (άρθρο 518 § 1 του ΚΠολΔ), δηλαδή εντός μηνός από την επίδοσή της στον ενάγοντα στις 13-10-2017 (σχετ. η κατ’άρθρο 139 § 3 του ΚΠολΔ επισημείωση του δικαστικού επιμελητή …………. επί προσκομιζόμενου αντιγράφου της), ενώ για το παραδεκτό της δεν υπήρχε υποχρέωση κατάθεσης παραβόλου κατά την άσκησή της, λόγω της φύσεως της διαφοράς (άρθρο 495 § 3 εδ.στ΄του ΚΠολΔ, όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε με το άρθρο 12 § 2 του ν. 4055/2012 και αναριθμήθηκε με το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015). Συνεπώς, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί  περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, εντός των ορίων που καθορίζονται με αυτούς (άρθρα 522, 533 § 1 του ΚΠολΔ), κατά την αυτή διαδικασία, που εκδόθηκε η εκκαλουμένη, ανεξαρτήτως της μη παραστάσεως της υπέρ ής η υπό στοιχ. Β πρόσθετη παρέμβαση και του υπέρ ου η υπό στοιχ. Γ πρόσθετη παρέμβαση. Παρ’ότι δε οι προσθέτως παρεμβαίνοντες δεν κλήθηκαν κατά τη συζήτηση της έφεσης, ως έπρεπε, σύμφωνα με τη σχετική σκέψη που προεκτέθηκε, εφόσον οι παρεμβάσεις τους δεν απορρίφθηκαν από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ως απαράδεκτες ούτε κηρύχθηκε η συζήτησή τους απαράδεκτη, η παράστασή τους ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου αρκεί για την άσκηση των δικαιωμάτων τους, και ως εκ τούτου, οι ως άνω με αυτοτελές δικόγραφο πρόσθετες παρεμβάσεις τους τυγχάνουν απαράδεκτες, ελλείψει εννόμου συμφέροντος, σε κάθε δε περίπτωση έχουν ασκηθεί εκπρόθεσμα, αφού δεν επιδόθηκαν στους διαδίκους δέκα (10) τουλάχιστον ημέρες πριν τη συζήτηση ης κύριας υπόθεσης (άρθρο 591 § 1 περ.β  του ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015 και εφαρμόζεται εν προκειμένω, εφόσον αφορά ένδικο μέσο που ασκήθηκε μετά την 1-1-2016, σε συνδυασμό με 524 § 1 εδ.α του ίδιου κώδικα) .

ΙΙΙ.Με την ανωτέρω αγωγή του, ο ενάγων ισχυρίστηκε, ότι προσελήφθη από την εναγομένη, που διατηρεί επιχείρηση ιδιωτικού εκπαιδευτηρίου, στις 11-9-2003, με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, ως καθηγητής φυσικής αγωγής, υπό καθεστώς μερικής απασχόλησης, σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους της, και ότι η εναγομένη στις 23-8-2016 προέβη σε καταγγελία της σύμβασης εργασίας του, η οποία είναι άκυρη, ως προσχηματική άλλως διότι δεν συνέτρεχε αντικειμενικός προς τούτο λόγος, σε κάθε δε περίπτωση, διότι αποτελούσε το επαχθέστερο γι’αυτόν μέτρο για την αντιμετώπιση τυχόν οικονομοτεχνικών προβλημάτων της, αλλά και εκ του λόγου ότι δεν του κατέβαλε εμπρόθεσμα την αποζημίωση απολύσεως. Ακολούθως, ζητούσε να αναγνωριστεί η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του, να υποχρεωθεί η εναγομένη να τον απασχολεί στην ίδια θέση και με τους ίδιους όρους, που τον απασχολούσε πριν την καταγγελία, να υποχρεωθεί να του καταβάλει το ποσό των 12.458,29 ευρώ, για μισθούς υπερημερίας από τον Αύγουστο του έτους 2016 έως τον Σεπτέμβριο του 2017, να καταδικαστεί αυτός σε χρηματική ποινή ύψους 300 ευρώ, για κάθε ημέρα άρνησης συμμόρφωσής της προς την εκδοθησομένη απόφαση και να επιβληθούν σε βάρος της τα δικαστικά του έξοδα.

Επί της αγωγής, εκδόθηκε η εκκαλουμένη, με την οποία αυτή ορθώς κρίθηκε ορισμένη, παρά τις αντίθετες αιτιάσεις της εφεσίβλητης, αφού εκτίθενται στο δικόγραφό της επαρκώς όλα τα κατά νόμον απαιτούμενα στοιχεία για τη θεμελίωσή της, ήτοι οι λόγοι στους οποίους ο ενάγων θεμελιώνει την ακυρότητα της καταγγελία της σύμβασης εργασίας του, και στη συνέχεια απορρίφθηκε στο σύνολό της, ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ο ενάγων και ήδη εκκαλών, με τους λόγους της έφεσής του, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνιση άλλως τη μεταρρύθμισή της, με σκοπό να γίνει δεκτή η αγωγή, και να επιβληθούν τα δικαστικά του έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας σε βάρος της εφεσίβλητης.

ΙV. Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, ορισμένα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, μεταξύ των οποίων οι προσκομιζόμενες από τον εκκαλούντα μετ’επικλήσεως -34 συνολικά και επιπλέον 25 σε φωτοαντίγραφο – φωτογραφίες, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε (άρθρα 444 § 1 περ. γ΄, 448 § 2, 457 § 4 του ΚΠολΔ), καθώς και των υπ’αριθμ. ……/5-5-2017 και …../5-9-2017 ένορκων βεβαιώσεων ενώπιον της συμβολαιογράφου  Χαλανδρίου ………., των μαρτύρων ….. και …………, αντίστοιχα, που ελήφθησαν με επιμέλεια του ενάγοντος, μετά από προηγούμενη –προ δύο τουλάχιστον εργασίμων ημερών-κλήτευση της εναγομένης (άρθρα 421 και 422 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο δεύτερο του ν.4335/2015, σε συνδυασμό με το άρθρο 591 § 1 του ΚΠολΔ), που δεν παρέστη σε αυτές (υπ’αριθμ. ………..΄/2-5-2017 και ……….΄/31-8-2017 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ………..), και των υπ’αριθμ. ………/5-5-2017 ένορκων βεβαιώσεων ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιώς, …….., των μαρτύρων, ……….., αντίστοιχα, που ελήφθησαν με επιμέλεια της εναγομένης, μετά από προηγούμενη κλήτευση του ενάγοντος, κατά τα άνω, που δεν παρέστη σε αυτές (υπ’αριθμ. ………΄/2-2-2017 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά, ………….), λαμβάνοντας υπόψη και τα διδάγματα της κοινής πείρας  και λογικής (άρθρο 336 § § 3,4 του ΚΠολΔ), χωρίς αντιθέτως να ληφθεί υπόψη η από 25-10-2016 υπεύθυνη δήλωση της ………., ούτε για τη συναγωγή δικαστικού τεκμηρίου, εφόσον, ως μαρτυρία τρίτου, που συντάχθηκε προκειμένου να χρησιμοποιηθεί, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, στην παρούσα δίκη, δεν αποτελεί επιτρεπτό αποδεικτικό μέσο (ΑΠ 6/2019, ΑΠ 524/2018 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά  : Ο ενάγων, προσελήφθη από την εναγομένη, που διατηρεί ιδιωτικά εκπαιδευτήρια Δημοτικού και Γυμνασίου, στις 18-12-2003 και τις 22-9-2003, αντίστοιχα (υπ’αριθμ. …../18-12-2003 και …./22-9-2003 πράξεις της Περιφερειακής Δ/νσης Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Πειραιά), δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας διετούς διάρκειας αρχικά, με καθεστώς μερικής απασχόλησης. Η σύμβαση αυτή ανανεώθηκε διαδοχικά και τελικώς με τις νεώτερες υπ’αριθμ. …./30-9-2009 και …./24-9-2009 πράξεις της ως άνω Διεύθυνσης, κατέστη αορίστου χρόνου, με τις ώρες διδασκαλίας του ενάγοντος να έχουν διαμορφωθεί στις οκτώ (8) ώρες για το Δημοτικό και τις έξι (6) για το Γυμνάσιο, όντας ο μοναδικός καθηγητής φυσικής αγωγής σε αμφότερα τα εκπαιδευτήρια, τα οποία στεγάζονται σε διαφορετικά κτίρια στο Κερατσίνι, αλλά σε κοντινή απόσταση το ένα από το άλλο. Τελικώς, με την από 23-8-2016 έγγραφη καταγγελία της, που επιδόθηκε στον ενάγοντα αυθημερόν (υπ’αριθμ. …/23-8-2016 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, . ….), καταγγέλθηκε η σύμβαση εργασίας του, με οριζόμενο χρόνο λήξης αυτής τις 31-8-2016, ενώ η αποζημίωση απολύσεως πιστώθηκε στον τραπεζικό λογαριασμό της μισθοδοσίας του  στις 26-8-2016, καθόν δηλαδή χρόνο εξακολουθούσε να υφίσταται η εργασιακή σχέση και τα απορρέοντα εξ αυτής δικαιώματα και υποχρεώσεις των συμβαλλομένων, επομένως, αυτή εγκύρως εχώρησε, κατ’άρθρο 2 § 1 εδ. α΄ του Ν 3198/1955. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο καταλήγοντας στην ίδια κρίση, αν και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία που αντικαθίσταται από την αιτιολογία της παρούσας (ΕφΑθ (Μον) 407/2018, ΔΕΕ 2018.900,  ΕφΘεσ 2754/2017 , ΕφΠειρ 194/2015   αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»),  ορθά τον νόμο εφάρμοσε και πρέπει ο δεύτερος λόγος της έφεσης, με τον οποίο ο εκκαλών διατείνεται, όπως και πρωτοδίκως, ότι η καταβολή της αποζημίωσης απολύσεως δεν έλαβε χώρα κατά τον χρόνο κοινοποίησης της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του αλλά μεταγενέστερα, να απορριφθεί ως αβάσιμος, αφού κατά την προαναφερθείσα διάταξη, κρίσιμος θεωρείται ο χρόνος λύσης της σύμβασης, δηλαδή η 31η-8-2016. Μέχρι τότε, οι σχέσεις των διαδίκων ήταν άριστες. Ουδέποτε η εναγομένη  αμφισβήτησε την επαγγελματική του αρτιότητα ούτε εξέφρασε παράπονα για τη συμπεριφορά και το έργο του, ενώ γενικότερα στα εκπαιδευτήρια υπήρχε πνεύμα συναίνεσης και συνεργασίας μεταξύ της εναγομένης και των εργαζομένων και δεν είχε προηγηθεί άλλο περιστατικό καταγγελίας εκπαιδευτικού. Άλλωστε, αυτός οργάνωνε επιτυχώς αθλητικές εκδηλώσεις αλλά και δραστηριότητες, στις οποίες συμμετείχαν μαθητές, μετά τη λήξη του σχολικού ωραρίου. Ούτε, όμως, αποδείχθηκε ότι ο ίδιος είχε εκφράσει δυσαρέσκεια για τις συνθήκες εργασίας του ή παράπονα για απαξιωτική συμπεριφορά εκ μέρους της, γεγονός που αποδεικνύεται και από την μακροχρόνια συνεργασία τους, πέραν του ότι ήταν θεμιτή και δικαιολογημένη η επιθυμία του, την οποία ενδεχομένως εξέφραζε προς την εναγομένη, για πλήρη απασχόληση. Εξάλλου, απασχόλησή του αδήλωτη, πέραν της προβλεπόμενης από τη σύμβαση εργασίας του δεν αποδείχθηκε και μόνη η σχετική δήλωσή του ενώπιον Κεντρικού Υπηρεσιακού Συμβουλίου Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης στις 26-10-2016 δεν αρκεί για την ανατροπή της παραδοχής αυτής, ούτε είναι λογικό ένας εργαζόμενος να απασχολείται επί 13 έτη, πλέον των ωρών για τις οποίες αμείβετο και να μην έχει προβεί σε οποιαδήποτε περαιτέρω ενέργεια και ιδίως έγγραφη διαμαρτυρία για τις μειωμένες, σε σχέση με την απασχόλησή του, αποδοχές του. Επιπλέον, το μάθημα της φυσικής αγωγής στην α΄και β΄τάξη του Δημοτικού, στις οποίες αφορούσε κατά τους ισχυρισμούς του η επιπλέον απασχόλησή του, ανατίθετο στους δασκάλους των συγκεκριμένων τάξεων, οπότε δεν υπήρχε και λόγος γι’αυτήν. Επομένως, δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του υπαγορεύθηκε από εμπάθεια ή διάθεση εκδικήσεως, ύστερα από προηγηθείσα νόμιμη, αλλά μη αρεστή στην εναγομένη συμπεριφορά του, και συγκεκριμένα επειδή αυτός αξίωνε τυχόν την  καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών του. Περαιτέρω, στις 11-5-2016 δημοσιεύθηκε και τέθηκε σε ισχύ η υπ’αριθμ. Φ12/657/70691/Δ1 (ΦΕΚ Β΄, 1324/11-5-2016) απόφαση του Υπουργού Παιδείας Έρευνας και Θρησκευμάτων, με την οποία τροποποιήθηκε το ωρολόγιο πρόγραμμα του Δημοτικού και οι ώρες φυσικής αγωγής διπλασιάστηκαν, δηλαδή από οκτώ (8) που ήταν μέχρι τότε έγιναν δεκαέξι (16), με αποτέλεσμα ο συνολικός αριθμός ωρών φυσικής αγωγής στο Δημοτικό και το Γυμνάσιο να ανέρχεται πλέον σε 22 (16 + 6). Αυτό καθιστούσε αναγκαία την έγκαιρη αναμόρφωση του εβδομαδιαίου ωρολογίου προγράμματος στο Δημοτικό για το επόμενο διδακτικό έτος (2016-2017) και στη συνέχεια θεώρησή του από την αρμόδια σχολική σύμβουλο της Περιφέρειας Δημοτικής Εκπαίδευσης Αττικής. Πέραν της αυξημένης δυσκολίας που συνεπαγόταν η κατάρτισή του, ώστε να συνδυαστούν οι ώρες διδασκαλίας των μαθημάτων σε κάθε τάξη, αν η εναγομένη δεν προέβαινε σε οποιαδήποτε αλλαγή, θα έπρεπε να ανεύρει καθηγητή φυσικής αγωγής για μία μόνον ώρα την εβδομάδα, καθώς το πλήρες ωράριο του ενάγοντος δεν επιτρεπόταν να ξεπερνά τις 21 ώρες, εκτός αν τον απασχολούσε και την ώρα αυτή, ως ώρα υπερεργασίας, με αυξημένο μισθολογικό κόστος, το οποίο ευλόγως δεν επιθυμούσε. Σε κάθε περίπτωση η ίδια προέκρινε την κατανομή των ωρών διδασκαλίας του συγκεκριμένου μαθήματος στο Δημοτικό και το Γυμνάσιο σε δύο διαφορετικά πρόσωπα. Παρά τις προσπάθειές της, η ανεύρεση  άλλου καθηγητή φυσικής αγωγής για μία μόνον ώρα δεν κατέστη δυνατή, οπότε η πρότασή της προς τον ενάγοντα ήταν πλέον να αναλάβει εκείνος το Δημοτικό και να προσλάβει άλλον καθηγητή, μόνον για το Γυμνάσιο, λύση που συνεπαγόταν αύξηση των ωρών εργασίας του και επομένως και του εισοδήματός του. Ο ίδιος, όμως, έχοντας την ελπίδα ότι θα έχει πλέον πλήρες ωράριο, υπήρξε αρνητικός στη λύση αυτή, αντιδρώντας σφοδρά και επιδεικνύοντας διεκδικητική συμπεριφορά, όπως χαρακτηριστικά ισχυρίστηκε στην αγωγή του (σελ. 9 αυτής).  Παρά ταύτα, η εναγομένη δεν υπήρξε αδιάλλακτη και, προσπαθώντας να εξεύρει άλλη λύση, συμφώνησε με τον ενάγοντα περί τον Ιούλιο του ίδιου έτους, το πρόγραμμά του να διαμορφωθεί στις δεκαεννέα (19) ώρες την εβδομάδα, κατανεμημένες σε δεκαέξι (16) ώρες στο Δημοτικό και τρεις (3) στο Γυμνάσιο και συμπλήρωση των απομενουσών ωρών από άλλον καθηγητή. Ούτε αυτό, όμως, κατέστη δυνατόν, εν μέσω καλοκαιριού, υπό την χρονική πίεση της επιλογής των διδασκόντων για το νέο σχολικό έτος. Σημείο στο οποίο συγκλίνουν οι ισχυρισμοί των διαδίκων αποτελεί το ότι, μετά την αδυναμία υλοποίησης της τελευταίας αυτής συμφωνίας, η εναγομένη επανήλθε στην αρχική πρότασή της, για απασχόληση του ενάγοντος μόνον στο Δημοτικό, επί δεκαέξι (16) ώρες εβδομαδιαίως, πλην όμως εκείνος δεν αποδέχθηκε ούτε τη συμβιβαστική αυτή λύση, μην αφήνοντας έτσι σε εκείνη κανένα άλλο περιθώριο πλην της απολύσεώς του. Επομένως, δεν αποδείχθηκε αδιαλλαξία από την πλευρά της εναγομένης ούτε αιφνίδια απόλυσή του ενώ είχε προηγηθεί η συμφωνία για την απασχόληση των δεκαεννέα (19) ωρών εβδομαδιαίως, όπως βεβαιώνει ο εκπαιδευτικός ………….. στην ένορκη βεβαίωσή του, από πληροφορίες που ο ενάγων του παρείχε, αφού κι ο ίδιος αποδέχεται με την αγωγή του ότι, μετά την αδυναμία υλοποίησης της συμφωνίας αυτής, υπήρξε και νέα πρότασή του προς την εναγομένη για απασχόλησή του με μειωμένο ωράριο. Άλλωστε, η εναγομένη προσέλαβε εν τέλει δύο καθηγητές φυσικής αγωγής, για το Δημοτικό και το Γυμνάσιο, με ωράριο δεκαέξι (16) και έξι (6) ώρες αντίστοιχα. Η νέα εκπαιδευτικός του Δημοτικού μάλιστα ήταν 38 ετών και, επομένως, η εναγομένη δεν επρόκειτο να έχει ούτε είχε κάποιο μισθολογικό όφελος από την αντικατάσταση του ενάγοντος. Από την άλλη πλευρά, μια πιθανή δικαιολογία για την αδιαλλαξία του ενάγοντος αποτελεί η βεβαιότητά του ότι η εναγομένη θα υποχωρούσε και δεν θα προέβαινε σε καμία περίπτωση σε απόλυσή του. Επιπλέον, ο λόγος της καταγγελίας, που ήταν η ανάγκη προσαρμογής στα νέα δεδομένα του μαθήματος της φυσικής αγωγής στο Δημοτικό, ήταν υπαρκτός και όχι προσχηματικός, και ο ενάγων δεν άφησε περιθώρια στην εναγομένη να αποφευχθεί ο έσχατος αυτός τρόπος επίλυσης του προβλήματος που είχε ανακύψει εξ αυτού του λόγου. Συνεπώς, η εναγομένη κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια για την εξεύρεση λύσης, συμφέρουσας για την ίδια αλλά και τον ενάγοντα, ώστε ο τελευταίος να παραμείνει στην εργασία του, γεγονός που υποδηλώνει ότι η καταγγελία δεν υπαγορεύθηκε από κίνητρα ξένα προς το σκοπό, για τον οποίο έχει προβλεφθεί, ως δικαίωμα, και επιβεβαιώνει την παραδοχή περί ανυπαρξίας εμπάθειας ή διάθεσης εκδικήσεώς του. Αν πράγματι εμφορείτο από τέτοια κίνητρα, η εναγομένη, θα είχε εξαρχής προβεί σε απόλυσή του, χωρίς προσπάθεια ανεύρεσης λύσης. Εξάλλου, το ότι το Κεντρικό Υπηρεσιακό Συμβούλιο Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης με την υπ’αριθμ. ……/29-11-2016 Πράξη του έκρινε την καταγγελία του καταχρηστική άνευ μάλιστα ιδιαίτερης αιτιολογίας, δεν ασκεί επιρροή και δεν δεσμεύει το παρόν Δικαστήριο στη σχετική κρίση του, ενώ δεν μπορεί να αντληθεί κάποιο επιχείρημα από την υπ’αριθμ. Α341/2018 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση ακύρωσης της εναγομένης κατά της υπ’αριθμ. …../7-2-2017 σχετικής διαπιστωτικής πράξης του Διευθυντή της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Πειραιά, η οποία αφορούσε την αρμοδιότητα του ιδίου να προβεί στην έκδοσή της αλλά και του άνω Κεντρικού Υπηρεσιακού Συμβουλίου να γνωμοδοτήσει προηγουμένως ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα.

Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε την αγωγή, αν και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που συμπληρώνεται από την αιτιολογία της παρούσας απόφασης (άρθρο 534 του ΚΠολΔ, ΕφΘεσ 2754/2017, ΕφΠειρ 194/2015, ΕφΑθ (Μον)407/2018  αδημ.ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), απορριπτομένου του πρώτου λόγου της εφέσεως, ως προς το σκέλος του περί ανεπαρκούς και μη νόμιμης αιτιολογίας, ορθά ερμήνευσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από τον εκκαλούντα με τον δεύτερο και τον πρώτο, αντίστοιχα, λόγους της έφεσής του ως αβάσιμων. Κατά συνέπεια, και μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα, πρέπει η υπό κρίση έφεση να απορριφθεί και να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος, λόγω της ήττας του, τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας : α) της εφεσίβλητης, β) του προσθέτως παρεμβαίνοντος σωματείου, με την επωνυμία «……………..», κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό (106, 176, 182 § 1, 183 και 191 § 2 του ΚΠολΔ, 63 § § 1iα και 2, 68 § 1,  69 παρ.1 εδ.α΄, 166 και παράρτημα Ι Β του ν.4194/2013).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την από 9-11-2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………/2017) έφεση του ενάγοντος κατά της υπ’αριθμ. 4377/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, και τις από 22-1-2019 και 1-2-2019 (υπ’αύξ.αριθμ. εκθ. καταθ. ……../2019 και ………/2019) πρόσθετες παρεμβάσεις, αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τις ασκηθείσες με αυτοτελές δικόγραφο πρόσθετες παρεμβάσεις.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ουσίαν.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας : α) της εφεσίβλητης, β) του προσθέτως παρεμβαίνοντος σωματείου, με την επωνυμία «….» τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων πενήντα (650) και των τριακοσίων πενήντα (350) ευρώ, αντίστοιχα.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 10-10-2019.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ