Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 194/2018

Αριθμός  194/2018

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αικατερίνη Νομικού, Πρόεδρο Εφετών, Χρυσούλα Πλατιά, Εφέτη-Εισηγήτρια και Παρασκευή Μπερσή, Εφέτη και από τη Γραμματέα Δ.Π..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Με την από 14.4.2014 (με αριθ. κατάθ. ……./2014) κλήση του εκκαλούντος ΝΠΔΔ με την επωνυμία «ΤΕΧΝΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΕΛΛΑΔΑΣ» (ΤΕΕ) νομίμως φέρεται προς εκδίκαση η από 17.7.2009 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ….67/2009) έφεση του ως άνω εκκαλούντος – ενάγοντος ΝΠΔΔ, νόμιμα εκπροσωπούμενου, ως εκ του νόμου υποκατάστατου των μελών του α) ………, διπλωματούχου αρχιτέκτονα μηχανικού και β) ……….., διπλωματούχου ηλεκτρολόγου μηχανικού, η οποία (έφεση) στρέφεται κατά της υπ’ αριθ. 5347/2007 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από αμοιβές για την παροχή εργασίας (άρθρα 677-681 ΚΠολΔ), μετά την έκδοση της υπ’ αριθ. 224/2014 απόφασης του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε η υπ’ αριθ. 296/2011 οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, που είχε απορρίψει κατ’ ουσίαν την ως άνω έφεση (κατόπιν συνεκδίκασης αυτής με την από 20.1.2011 πρόσθετη υπέρ του εκκαλούντος παρέμβαση των ανωτέρω μηχανικών) και παραπέμφθηκε η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, αποτελούμενο από άλλους δικαστές.

ΙΙ. Κατά  τη διάταξη του άρθρου 579 παρ. 1 ΚΠολΔ, «Αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτή ακυρώνεται, μόνον εφόσον στηρίζεται στην παράβαση, για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση», ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 581 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα (όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το Ν. 4335/2015), στο δικαστήριο της παραπομπής «η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση και αφού κατατεθούν προτάσεις κατά το άρθρο 237». Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 580 παρ. 3 του ΚΠολΔ (όπως ίσχυε μετά την τροποποίησή της με τα άρθρα 12 παρ. 4 Ν. 4055/2012 και 65 παρ. 1 Ν. 4139/2013 και πριν την αντικατάστασή του με το Ν. 4335/2015), αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για τους λόγους που αναφέρονται στους αριθμούς 1, 2, 3, 6 έως 17, 19 και 20 του άρθρου 559, μπορεί να παραπέμψει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση σε άλλο δικαστήριο ισόβαθμο και ομοειδές προς εκείνο, το οποίο εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε ή και στο ίδιο, αν είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές. Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι, η αναίρεση της απόφασης και επομένως, η εξαφάνισή της μπορεί να είναι ολική ή μερική. Τούτο θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο έχουν προσβληθεί όλα ή κάποιο από τα περισσότερα κεφάλαια αυτής. Συγκεκριμένα η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο παραδοχής της αναίρεσης, δηλαδή κατά τα κεφάλαια (αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας), τα οποία αφορά ο λόγος αναίρεσης, που έγινε δεκτός, καθώς και εκείνα που συνάπτονται άρρηκτα με τα αναιρεθέντα, οπότε συναναιρούνται (ΑΠ 493/2011 ΕΠολΔ 2012.447, ΕφΑθ 1008/2015 ΕφΑΔ 2015.426). Η έκταση αυτή της αναίρεσης προκύπτει από το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναιρετικής απόφασης και κατισχύει κάθε αντίθετης γενικής διατύπωσης αυτής (ΑΠ 629/2010, ΑΠ 434/2009 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 479/2009 ΕφΑΔ 2009.831, ΑΠ 1308/2004 ΕλλΔνη 2005.84). Επομένως, στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση. Ειδικότερα, η απόφαση αναιρείται στο σύνολό της, όταν ο αναιρετικός λόγος που έγινε δεκτός πλήττει, κατά νομική ακολουθία, το κύρος της όλης απόφασης και η απόφαση του Αρείου Πάγου δεν περιορίζει με σχετική διάταξη την αναίρεση σε ορισμένο ή ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης ή ως προς μερικούς από τους διαδίκους (ΟλΑΠ 27/2007 ΝοΒ 2007.1830, ΑΠ 1123/2017 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 43/2005 ΕλλΔνη 2005.402, ΑΠ 129/2004 Δίκη 2004.804, βλ. Ν. Νίκα, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, έκδ. 2016, παρ. 121, αρ. 9, σελ. 985).  Εξάλλου, αν η απόφαση αναιρεθεί στο σύνολό της, αποβάλλει την ισχύ της, οι δε διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από τη συζήτηση, επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεθείσα, δηλαδή αναβιώνει η αίτηση παροχής έννομης προστασίας, όπως έφεση, αγωγή κλπ. Έτσι, αν αναιρεθεί η απόφαση του Εφετείου, και δεν πρόκειται για τις περιπτώσεις του άρθρου 580 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παράβαση των διατάξεων των σχετικών με την αρμοδιότητα, αναβιώνει η πρωτόδικη απόφαση και η κατ` αυτής έφεση, που θα κριθεί πάλι από το Εφετείο, το οποίο, ως δικαστήριο της παραπομπής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 580 παρ. 3, 581 παρ. 1 και 2, 579 παρ. 1 ΚΠολΔ, επανεκδικάζει την έφεση. Το τελευταίο δεσμεύεται μόνο ως προς το νομικό ζήτημα που έλυσε η παραπεμπτική απόφαση και όχι από τις διαπιστώσεις της απόφασης που αναιρέθηκε ως προς τα πραγματικά γεγονότα, δυνάμενο να εκτιμήσει διαφορετικά τις αποδείξεις, εφόσον δεν εθίγησαν με την αναίρεση, από την αναιρεθείσα, μη δεσμευόμενο ούτε ως προς το σημείο αυτό, από εκείνη (ΑΠ 886/2017, ΑΠ 921/2015, ΑΠ 1614/2008, ΑΠ 1606/2007 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επίσης, επί αναίρεσης εφετειακής απόφασης, δεν ακυρώνεται και η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ακόμα και αν αυτή στηρίζεται στο ίδιο ελάττωμα, και τούτο, γιατί με την αναίρεση της απόφασης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου αναβιώνει η εκκρεμοδικία της έφεσης κατά της απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, ως προς την οποία θα αποφανθεί το δικαστήριο της παραπομπής, το οποίο είτε θα δεχθεί την έφεση και θα εξαφανίσει την απόφαση, είτε θα απορρίψει αυτή, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση (ΑΠ 1220/2007, ΑΠ 443/2006 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1900/2017 ΧρΙΔ 2017.659). Κατά δε τη συζήτηση ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής εφαρμόζονται οι κανόνες που ρυθμίζουν τη διαδικασία ενώπιον του δικαστηρίου, που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση, αναλόγως αν τούτο δίκασε ως πρωτοβάθμιο ή δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κατά την τακτική ή ειδική διαδικασία. Ακόμη, κατά την έννοια του άρθρου 579 ΚΠολΔ, μετά την αναίρεση της απόφασης καταργείται, κατά την αυτή έκταση, και η συζήτηση κατά την οποία είχε εκδοθεί η αναιρεθείσα απόφαση και, ως εκ τούτου, οι προτάσεις που υποβλήθηκαν κατ’ αυτήν, αφού ανάγονται σε διατάξεις για τις οποίες εχώρησε η αναίρεση, δεν λαμβάνονται υπόψη από το δικάζον την έφεση δικαστήριο και αν ακόμη έγινε νόμιμη επίκλησή τους, ενώ οι διάδικοι υποχρεούνται να καταθέσουν στο δικαστήριο της παραπομπής νέες προτάσεις κατ’ άρθρο 581 παρ. 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 1606/2007 δημ. σε ΝΟΜΟΣ, βλ. Ν. Νίκα, ό.π, παρ. 121, αρ. 31, σελ. 990). Τέλος, κατά το άρθρο 580 παρ. 4 ΚΠολΔ, οι αποφάσεις της ολομέλειας ή των τμημάτων του Αρείου Πάγου δεσμεύουν τα δικαστήρια που ασχολούνται με την ίδια υπόθεση ως προς τα νομικά ζητήματα που έλυσαν. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης, ως «νομικό ζήτημα» θεωρείται το εννοιολογικό περιεχόμενο που προσέδωσε η αναιρετική απόφαση στον κανόνα δικαίου, στην παράβαση του οποίου είχε θεμελιωθεί η αναίρεση, μπορεί δε αυτός να ανάγεται είτε στο ουσιαστικό είτε στο δικονομικό δίκαιο, για τους κατ’ ιδίαν λόγους αναίρεσης που θεσπίζει το άρθρο 559 ΚΠολΔ (ΑΠ 1150/2017, ΑΠ 923/2017, ΑΠ 534/2015 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, είναι δεσμευτική για το δικαστήριο της παραπομπής, αφού αποτελεί νομικό ζήτημα, η κρίση που εξέφερε η αναιρετική απόφαση σχετικά με το νομικά βάσιμο της αγωγής (ΑΠ 1297/2010 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, βλ. Μ. Μαργαρίτη, ΕρμΚΠολΔ, τόμ. Ι, έκδ. 2012, άρθρο 580, αρ. 10, σελ. 1246). Επίσης, η κρίση αυτή, ενόψει του ότι εμπεριέχει αναγκαίως την κρίση ότι η αγωγή είναι και ορισμένη, ως περιέχουσα όλα τα απαιτούμενα από το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ στοιχεία, συνεπάγεται δέσμευση του δικαστηρίου της παραπομπής και ως προς το τελευταίο αυτό ζήτημα, το οποίο δεν υπόκειται σε επανεξέταση από το δικαστήριο αυτό (ΑΠ 1499/2014, ΑΠ 2017/2007 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, όπως προκύπτει από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 580 παρ. 4 και 562 παρ. 1 ΚΠολΔ, το δικαστήριο της παραπομπής δεν έχει δικαίωμα διαφωνίας με το αναιρετικό δικαστήριο ως προς τα νομικά ζητήματα που το τελευταίο έλυσε και η απόφασή του, κατά το μέρος που αυτή συμμορφώθηκε με την αναιρετική, απαραδέκτως πλήττεται με λόγο αναίρεσης. Και τούτο για να αποφευχθεί, για την ασφάλεια του δικαίου, να δοθεί από το δικαστήριο της παραπομπής λύση που δεν έδωσε ο Άρειος Πάγος ως Ακυρωτικό Δικαστήριο (ΑΠ 1150/2017 και ΑΠ 1476/2012 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, πρβλ. ΑΠ 1209/2012 ΝοΒ 2013.736 και σε ΝΟΜΟΣ ως προς την υποχρέωση συμμόρφωσης του δικαστηρίου της παραπομπής με την αναιρετική απόφαση, παρά το ότι η νομική λύση που είχε δοθεί είχε μεταβληθεί με την μεταγενέστερη νομολογία του Αρείου Πάγου).

Στην προκείμενη περίπτωση με την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας από 14.4.2014 κλήση του εκκαλούντος ΝΠΔΔ με την επωνυμία «ΤΕΧΝΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΕΛΛΑΔΑΣ» νομίμως φέρεται προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η από 17.7.2009 έφεσή του μετά την έκδοση της υπ’ αριθ. 224/2014 απόφασης του Αρείου Πάγου, ως κατάληξη της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής. Ειδικότερα με την από 20.12.2001 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ……../20.12.2001) αγωγή του, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), το ενάγον ΝΠΔΔ (ήδη εκκαλούν), υποκαθιστάμενο εκ του νόμου στα δικαιώματα των δύο αναφερόμενων μελών του διπλωματούχων μηχανικών (ήδη προσθέτως παρεμβαινόντων), όπως παραδεκτώς διόρθωσε την αγωγή αυτή με προφορική δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου του καταχωρηθείσα στα πρακτικά συνεδρίασης του ως άνω Δικαστηρίου, ισχυρίσθηκε ότι στον Πειραιά τον Νοέμβριο του έτους 1990 η εναγόμενη εταιρία (ήδη εφεσίβλητη) με την τότε επωνυμία «…….» (ήδη «..………..»), εκπροσωπούμενη από τον ………., ανέθεσε στους δύο υποκαθιστάμενους μηχανικούς να εκπονήσουν τις απαιτούμενες μελέτες για την ανέγερση ξενοδοχειακής μονάδας στη Μύκονο στη θέση «……» (κατηγορίας πολυτελείας, 17 δωματίων, 38 κλινών), αποτελούμενης από ένα κτίριο, σε οικόπεδο έκτασης 5.527,39 τμ., καθώς και την επίβλεψη από έκαστο αυτών (μηχανικών), διακριτά, των αναφερομένων ειδικά επί μέρους εργασιών κατασκευής της εν λόγω οικοδομής. Ότι οι υποκαθιστάμενοι μηχανικοί, η πρώτη ως διπλωματούχος αρχιτέκτων μηχανικός και ο δεύτερος ως διπλωματούχος ηλεκτρολόγος μηχανικός, εκπόνησαν τις μελέτες (η αμοιβή των οποίων τους έχει ήδη καταβληθεί από την εναγομένη), με βάση τις οποίες εκδόθηκε από το Τμήμα Πολεοδομίας Σύρου της Νομαρχίας Κυκλάδων η με αριθμό ……/9.3.1994 οικοδομική άδεια και περί τον μήνα Απρίλιο του έτους 1994 άρχισαν οι εργασίες κατασκευής του έργου. Ότι μετά την έναρξη της εκτέλεσης των εργασιών κατέστη αναγκαία η τροποποίηση της αρχικής αρχιτεκτονικής μελέτης, γιατί, κατά την εκσκαφή των θεμελίων της οικοδομής, ανακαλύφθηκε, σε σημείο του ακινήτου, αρχαίος τάφος της Μυκηναϊκής εποχής. Ότι η εναγομένη, δια του ως άνω εκπροσώπου της, ανέθεσε την εκπόνηση της τροποποιητικής αυτής μελέτης αυτής στην πρώτη των ανωτέρω μηχανικών, ………., η οποία και την εκπόνησε, μετατοπίζοντας τον χώρο του γυμναστηρίου και της δισκοθήκης, ενώ ο σχετικός φάκελος της τροποποιητικής μελέτης κατατέθηκε στον ΕΟΤ και εγκρίθηκε απ’ αυτόν την 9.8.1996. Ότι οι εν λόγω υποκαθιστάμενοι μηχανικοί, από την έναρξη των εργασιών, επέβλεψαν συνεχώς την εκτέλεση των επί μέρους εργασιών του έργου, ελέγχοντας την εφαρμογή των μελετών, τόσο σε επίπεδο κατασκευαστικό, όσο και σε επίπεδο επιμετρήσεων, στις οποίες και προέβαιναν, έως και τον Ιούλιο του έτους 1997 που περατώθηκε πλήρως και παραδόθηκε το έργο στην εναγόμενη εταιρία. Ότι η ελάχιστη νόμιμη αμοιβή τους (όπως εξάλλου αυτή καθορίσθηκε και μεταξύ των συμβαλλομένων μερών), με βάση τις αναφερόμενες διατάξεις του Π.Δ. 696/1974, τόσο για την τροποποιητική μελέτη, όσο και για την επίβλεψη και επιμέτρηση των εργασιών ανέρχεται στα αναφερόμενα σ’ αυτήν (αγωγή) ποσά. Ακολούθως παρατίθενται, με πίνακες, στην αγωγή οι επί μέρους εργασίες, κατά τετραγωνικό ή κυβικό μέτρο (ανάλογα με το είδος των εργασιών), που εκτελέστηκαν υπό την επίβλεψη των υποκαθιστάμενων μηχανικών, καθώς και α) αναλυτικός προϋπολογισμός για την αναθεώρηση της οικοδομικής άδειας ως προς τμήμα της οικοδομής, αναφορικά με την αιτούμενη αμοιβή της τροποποιητικής μελέτης και β) αναλυτική οριστική επιμέτρηση (απολογισμός) των δαπανών, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν για τις εκτελεσθείσες εργασίες, αναφορικά με τις αιτούμενες αμοιβές της επίβλεψης και επιμέτρησης των εργασιών. Με βάση τα ανωτέρω και με παράθεση πίνακα, στον οποίο αναγράφονται λεπτομερώς οι αιτούμενες αμοιβές και οι κατηγορίες, στις οποίες υπάγονται οι ως άνω επί μέρους εργασίες, το ενάγον, επικαλούμενο ότι η εναγομένη αρνείται την καταβολή της νόμιμης αμοιβής των ως άνω μηχανικών, ζήτησε να υποχρεωθεί η τελευταία  να καταβάλει σ’ αυτό τη νόμιμη αυτή ελάχιστη αμοιβή τους τόσο για την τροποποιητική μελέτη, όσο και για την επίβλεψη-επιμέτρηση των εργασιών εκτέλεσης του έργου, η οποία (αμοιβή) ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 36.666.388 δραχμών (ήδη 107.604,95 ευρώ, εκ των οποίων ζητεί 107.604 ευρώ), ήτοι α) στο ποσό των 33.125.152 δραχμών (ήδη 97.212 ευρώ) για την πρώτη αναφερόμενη μηχανικό και β) στο ποσό των 3.541.236 δραχμών (ήδη 10.392 ευρώ) για τον δεύτερο αναφερόμενο μηχανικό (μετ’ αφαίρεση των ποσών που έχουν ήδη καταβληθεί από την εναγομένη έναντι των οφειλόμενων αμοιβών της για την επίβλεψη), με το νόμιμο τόκο από τον χρόνο όχλησης αυτής, ήτοι από την 16.12.2000. Το ενάγον ζήτησε, επίσης, να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη οφείλει να του καταβάλει τον φόρο προστιθέμενης αξίας (Φ.Π.Α.) και τους τόκους επί του ποσού αυτού μέχρι την εξόφληση, με το ποσοστό που θα ισχύει κατά το χρόνο που θα εκδοθεί το σχετικό δελτίο παροχής υπηρεσιών από τους ως άνω μηχανικούς, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει τους τόκους επί του ποσού των 4.434.793 δραχμών (ήδη 13.014,80 ευρώ), στο οποίο ανέρχονται οι τόκοι από ανατοκισμό του ποσού των 36.666.388 δραχμών (ήδη 107.604 ευρώ), για το χρονικό διάστημα από την 16.12.2000 (χρόνος όχλησης της εναγομένης) έως την 17.12.2001 (χρόνος αναμενόμενης άσκησης της αγωγής) και, τέλος, να αναγνωριστεί ότι η εναγομένη οφείλει να του καταβάλει τον Φ.Π.Α. επί των τόκων από ανατοκισµό µε το ποσοστό που θα ισχύει κατά το χρόνο της εξόφλησης. Επικουρικώς, το ενάγον ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγομένη, κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, να του καταβάλει το ανωτέρω ποσό των 36.666.388 δραχμών (ήδη 107.604 ευρώ), µε το νόμιμο τόκο από την 16.12.2000 και να αναγνωρισθεί ότι οφείλει και τον Φ.Π.Α. Επί της ως άνω αγωγής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 5347/2007 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), µε την οποία, αφού έγινε δεκτό ότι η κύρια βάση της αγωγής είναι νόμιμη, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 361 και 681 ΑΚ (περί σύμβασης έργου) σε συνδ. με αυτήν του άρθρου 1 του Π.Δ. 48/1994 (αναφορικά με τον δικαιούχο έγερσης της αγωγής αμοιβής των μηχανικών, που είναι και το ΤΕΕ), απορρίφθηκε ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν, γιατί  κρίθηκε ότι, όπως αποδείχθηκε, είχε συμφωνηθεί μεταξύ της εναγομένης και των ως άνω μηχανικών (τους οποίους ήδη υποκαθιστά το ΤΕΕ) να υπολογιστεί η αμοιβή των τελευταίων (τόσο για την τροποποιητική μελέτη,  όσο και για την επίβλεψη) με βάση τον εμβαδομετρικό προϋπολογισμό του έργου και όχι με βάση τον αναλυτικό προϋπολογισμό του έργου, τον οποίο αβασίμως επικαλείται το ενάγον, με την αγωγή του, ως συμφωνημένο, ενώ, επιπροσθέτως, δεν υπάρχει στην αγωγή, επικουρικό αίτημα καταβολής της αμοιβής με βάση τον εμβαδομετρικό προϋπολογισμό του έργου. Επίσης, με την ίδια ως άνω απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, απορρίφθηκε, ως μη νόμιμη, η επικουρική αγωγική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού και, τέλος, απορρίφθηκε και η (προφορικώς ασκηθείσα) πρόσθετη παρέμβαση υπέρ του ενάγοντος των ανωτέρω μηχανικών. Ακολούθως, την πρωτόδικη αυτή απόφαση προσέβαλε το ενάγον ΤΕΕ µε την από 17.7.2009 (µε αριθ. έκθ. κατάθ. ……./2006) έφεσή του, για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων αναφορικά με την απόρριψη της κύριας βάσης της αγωγής, ζητώντας την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης και την παραδοχή της ως άνω αγωγή του ως προς την κύρια βάση της. Επί της έφεσης αυτής, η οποία συνεκδικάσθηκε με την (ασκηθείσα με τις προτάσεις τους) από 20.1.2011 πρόσθετη, υπέρ του εκκαλούντος, παρέμβαση των ως άνω μηχανικών, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 296/2011 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, µε την οποία, αφού απορρίφθηκε η πρόσθετη παρέμβαση ως απαράδεκτη, έγινε τυπικά δεκτή και απορρίφθηκε κατ’ ουσία η έφεση του ΤΕΕ μετ’ απόρριψη των σχετικών λόγων της. Στη συνέχεια, το ενάγον – εκκαλούν ΤΕΕ προσέβαλε την τελευταία αυτή απόφαση µε την από 25.4.2013 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ……/2013) αίτηση αναίρεσης, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 224/2014 απόφαση του Αρείου Πάγου (Β2΄ Πολιτικού Τμήματος), με την οποία αναιρέθηκε η υπ’ αριθ. 296/2011 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου και παραπέμφθηκε, κατ’ άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, συγκροτούμενου από άλλους δικαστές. Ειδικότερα, με την απόφαση αυτή έγινε δεκτός ο σχετικός τρίτος λόγος αναίρεσης εκ του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ, ήτοι περί μη λήψης υπόψη από το Εφετείο πραγμάτων που προτάθηκαν από το αναιρεσείον με το δικόγραφο της αγωγής του και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, γιατί «όπως από την παραδεκτή επισκόπηση της αγωγής (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) προκύπτει, το αναιρεσείον δεν επικαλείται συμφωνία για αμοιβή μεταξύ των ως άνω μηχανικών και της εργοδότριας εναγομένης και ήδη αναιρεσίβλητης και επομένως δεν ζητεί συμφωνημένη αμοιβή, αλλά (ζητεί) τη νόμιμη αμοιβή, όπως αυτή προσδιορίζεται από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Π.Δ. 696/1974», ενώ το Εφετείο δέχθηκε «ότι για τη “συμφωνημένη αμοιβή” και ειδικότερα αυτή του εμβαδομετρικού υπολογισμού του έργου δεν υπάρχει σχετικό (επικουρικό) αίτημα». H κρίση αυτή που εξέφερε η αναιρετική απόφαση σχετικά με το νομικά βάσιμο (και το αναγκαίως εμπεριεχόμενο ορισμένο) της ως άνω αγωγής κατά την κύρια βάση της,  δηλαδή ως έχουσας αίτημα τη νόμιμη αμοιβή των υποκαθιστάμενων από το ενάγον ΤΕΕ μηχανικών, όπως αυτή προσδιορίζεται από τις αναφερόμενες διατάξεις του Π.Δ. 696/1974, αποτελεί επίλυση «νομικού ζητήματος», όπως η έννοια αυτού εκτέθηκε στο τέλος της αμέσως προηγούμενης νομικής σκέψης, με συνέπεια να επέρχεται δέσμευση του παρόντος δικαστηρίου της παραπομπής ως προς το ζήτημα αυτό (άρθρο 580 παρ. 4 ΚΠολΔ) το οποίο δεν υπόκειται σε επανεξέταση. Επίσης, η προσβαλλόμενη εφετειακή απόφαση αναιρέθηκε στο σύνολό της (ολικά), όπως αυτό προκύπτει σαφώς τόσο από το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναιρετικής απόφασης, όσο και από το διατακτικό αυτής, ενώ και ο αναιρετικός λόγος που έγινε δεκτός πλήττει, κατά νομική ακολουθία, το κύρος της όλης απόφασης, κατά τα αναφερόμενα στην ίδια ως άνω νομική σκέψη. Επομένως, νομίμως φέρεται προς συζήτηση η υπόθεση με την προαναφερόμενη από 14.4.2014 κλήση του εκκαλούντος-ενάγοντος ΤΕΕ, με επαναφορά των διαδίκων στην κατάσταση, που υπήρχε πριν από την αναιρεθείσα απόφαση (άρθρο 579 παρ. 1 ΚΠολΔ), με συνέπεια η από 17.7.2009 έφεσή του να ερευνάται εκ νέου (να επαναδικάζεται), στο σύνολό της, από το παρόν Δικαστήριο της παραπομπής κατά την ίδια διαδικασία που ακολουθήθηκε πρωτοδίκως, δεσμευόμενο μόνο ως προς το ανωτέρω νομικό ζήτημα (δηλαδή ότι η κύρια βάση της αγωγής, με την οποία ζητείται η νόμιμη αμοιβή, είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις του ΠΔ 696/1974) και όχι από τις διαπιστώσεις της αναιρεθείσας εφετειακής απόφασης, δυνάμενο να εκτιμήσει διαφορετικά τις αποδείξεις σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη. Σημειώνεται, επίσης, ότι έχουν κατατεθεί νομίμως από τους διαδίκους νέες προτάσεις ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου (άρθρο 581 παρ. 2 ΚΠολΔ), αφού οι προτάσεις που κατατέθηκαν απ’ αυτούς κατά τη συζήτηση, κατά την οποία εκδόθηκε η αναιρεθείσα απόφαση, δεν λαμβάνονται υπόψη από το παρόν δικαστήριο της παραπομπής και αν ακόμη έγινε νόμιμη επίκλησή τους, κατά τα εκτιθέμενα στην ως άνω νομική σκέψη. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι οι αιτιάσεις της εφεσίβλητης εταιρίας, που προβάλλονται με τις προτάσεις της κατά την προκείμενη, μετά παραπομπή, συζήτηση α) περί πλημμελειών της προδικασίας ενώπιον του Αρείου Πάγου, β) περί ύπαρξης αντιφατικών αιτιολογιών στην αναιρετική παραπεμπτική απόφαση και γ) περί εκφοράς, κατά παράβαση του άρθρου 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, ουσιαστικών κρίσεων από την αναιρετική απόφαση επί της κύριας βάσης της αγωγής, δεν αποτελούν αντικείμενο έρευνας του παρόντος δικαστηρίου  της παραπομπής, το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, λόγω της επαναφοράς των διαδίκων στην κατάσταση, που υπήρχε πριν από την αναιρεθείσα απόφαση, επαναδικάζει την ως άνω έφεση του εκκαλούντος ΤΕΕ, δεσμευόμενο μόνο ως προς το προαναφερόμενο νομικό ζήτημα. Ακόμη, η εναγομένη, προσκομίζοντας και την από 18.11.2016 νομική γνωμοδότηση προς ενίσχυση του σχετικού ισχυρισμού της, υποστηρίζει, με τις προτάσεις της, ότι η αποδοχή από τον Άρειο Πάγο του ως άνω (τρίτου) λόγου αναίρεσης, δεν έχει νομική συνέπεια για το κύρος της προσβληθείσας εφετειακής απόφασης, η οποία δεν έχει προσβληθεί και, επομένως, έχει καταστεί αμετάκλητη ως προς την κύρια αγωγική βάση περί καταβολής της νόμιμης αμοιβής στους δύο ως άνω μηχανικούς, με συνέπεια αυτό να δεσμεύει το δικαστήριο της παραπομπής, το οποίο δεν μπορεί να κρίνει ελεύθερα επί της κύριας αυτής βάσης, αφού δεσμεύεται από το δεδικασμένο που παράγει το μη αναιρεθέν κεφάλαιο της εφετειακής απόφασης που απεφάνθη επί της κύριας βάσης της αγωγής περί καταβολής της νόμιμης αμοιβής. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός της εναγομένης είναι απορριπτέος, ως στηριζόμενος επί εσφαλμένης προϋπόθεσης, γιατί, όπως προαναφέρθηκε, με την ανωτέρω απόφαση του Αρείου Πάγου αναιρέθηκε ολικά η προσβαλλόμενη εφετειακή απόφαση (296/2011), με την παραδοχή του σχετικού λόγου αναίρεσης, ότι δηλαδή το αναιρεσείον-ενάγον ΤΕΕ δεν επικαλείται, με την αγωγή του, συμφωνία για αμοιβή μεταξύ των ως άνω μηχανικών και της εργοδότριας εναγομένης και, επομένως, δεν ζητεί συμφωνημένη αμοιβή, αλλά ζητεί τη νόμιμη αμοιβή, όπως αυτή προσδιορίζεται από τις διατάξεις του Π.Δ. 696/1974, ενώ το Εφετείο δέχθηκε ότι για τη “συμφωνημένη αμοιβή” και ειδικότερα αυτή του εμβαδομετρικού υπολογισμού του έργου δεν υπάρχει σχετικό αίτημα. Περαιτέρω, η από 17.7.2009 έφεση έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, αφού από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ούτε παρήλθε τριετία (όπως η προθεσμία αυτή ίσχυε προ του Ν. 4335/2015) από τη δημοσίευσή της (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ) και πρέπει, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία των διαφορών από αμοιβές για την παροχή εργασίας (άρθρα 677-681 ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν την έμμεση κατάργησή τους με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015, με έναρξη ισχύος των νέων διατάξεων του Ν. 4335/2015 την 1.1.2016), ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ). Σημειώνεται, επίσης, ότι δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής των νέων διατάξεων του Ν. 4335/2015 κατά το μέρος που τροποποίησαν τις διατάξεις του τρίτου βιβλίου του ΚΠολΔ (άρθρα 495-590 ΚΠολΔ), οι οποίες αφορούν και τα ένδικα μέσα, δεδομένου ότι, κατά την μεταβατική διάταξη του άρθρου 1 άρθρου ένατου παρ. 2 του ως άνω νόμου, οι διατάξεις αυτές τυγχάνουν εφαρμογής για τα ένδικα μέσα τα κατατιθέμενα από τις 1.1.2016 και εφεξής, ενώ, στην προκειμένη περίπτωση, η κρινόμενη έφεση κατατέθηκε πριν την 1.1.2016. Τέλος, παραδεκτώς και νομίμως ασκείται στην προκείμενη, μετά παραπομπή, δευτεροβάθμια δίκη επί της ως άνω έφεσης, η ασκηθείσα με αυτοτελές δικόγραφο από 25.9.2015 (με αριθ. κατάθ. ………./30.9.2015) πρόσθετη παρέμβαση των υποκαθιστάμενων από το εκκαλούν ΤΕΕ μηχανικών, ……… και ………., υπέρ του εκκαλούντος  (άρθρα 80, 81 ΚΠολΔ σε συνδ. με το άρθρο 1 Π.Δ. 48/1984, όπως τροποποίησε τις διατάξεις των παρ. 4 και 5 του άρθρου 2 του Β.Δ. από 30/31 Μαΐου 1956 “περί κανονισμού του τρόπου καταβολής της αμοιβής των μηχανικών εν γένει”). Σημειώνεται, ότι η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σε κάθε στάση της πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας δίκης (για πρώτη δε φορά και ενώπιον του Αρείου Πάγου), ενώ, αν η πρωτοδίκως πρόσθετη παρέμβαση απορριφθεί ως απαράδεκτη ή αβάσιμη, μπορεί να ασκηθεί νέα παρέμβαση στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, εφόσον δεν ασκήθηκε αυτοτελής έφεση από τον ίδιο τον παρεμβαίνοντα (βλ. Ν. Νίκα, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, έκδ. 2017, σελ. 194-195). Επίσης, αυτή η πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να ασκηθεί ακόμη και στο, μετά παραπομπή από τον Άρειο Πάγο, δευτεροβάθμιο δικαστήριο  (βλ. Ν. Νίκα, ό.π., σελ. 990-991). Πρέπει, επομένως, η πρόσθετη αυτή παρέμβαση, να ερευνηθεί περαιτέρω, συνεκδικαζόμενη με την ως άνω έφεση, γιατί έτσι διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρο 246 ΚΠολΔ), πέραν του ότι η πρόσθετη παρέμβαση δεν είναι επιδεκτική χωριστής συζήτησης, από εκείνη της εκκρεμούς δίκης, αφού δεν έχει αυτοτέλεια έναντι της αρχικής αγωγής ή ενδίκου μέσου, αλλά εξαρτάται από την κύρια δίκη που ανοίχθηκε με την αγωγή ή το ένδικο μέσο, από την οποία δεν μπορεί να χωριστεί (άρθρο 80 ΚΠολΔ, βλ. σχετ. ΑΠ 1426/2013 και ΕφΑθ 4499/2000 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 4355/2002 ΕλλΔνη 2004.206).

ΙΙΙ. Η σύμβαση, με την οποία ανατίθεται σε μηχανικό η εκπόνηση μελέτης και η επίβλεψη οικοδομικού έργου, φέρει το χαρακτήρα της μίσθωσης έργου, βάσει της οποίας ο μηχανικός αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκτελέσει το έργο, εκπονώντας την αναληφθείσα μελέτη και επιβλέποντας τις οικοδομικές εργασίες (ΑΚ 681) και δικαιούται να λάβει τη συμφωνημένη αμοιβή (ΑΚ 694), που δεν είναι δυνατόν να είναι κατώτερη από τη νόμιμη. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα όσα ίσχυαν κατά το κρίσιμο χρόνο, πριν τη κατάργηση των υποχρεωτικών ελαχίστων ορίων αμοιβής των μηχανικών με το άρθρο 7 του Ν. 3919/2011, η αμοιβή αυτή δεν επιτρεπόταν να είναι κατώτερη από τα ελάχιστα όρια της νόμιμης αμοιβής, που καθορίζονται από τις διατάξεις του Π.Δ. 696/1974 «Περί αμοιβών μηχανικών διά σύνταξιν μελετών, επίβλεψιν, παραλαβήν κλπ.», όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με το Π.Δ. 515/1989, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση των διατάξεων του άρθρου 59 του Ν.Δ. της 17.7/16.8.1923 «περί σχεδίων πόλεων κλπ» και του άρθρου μόνου του Ν.Δ. 2726/1953, το οποίο διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 46 περ. δ΄ του Ν. 3316/2005 (ΑΠ 1113/2017, ΑΠ 82/2016, ΑΠ 77/2011 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ενώ τυχόν γενομένη τέτοια συμφωνία (περί αμοιβής κατώτερης από τα ελάχιστα όρια της νόμιμης) είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενόμενη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 174 και 180 ΑΚ (ΕφΑθ 10264/1997 ΕλλΔνη 1998.1391, ΕφΛαρ 82/2005 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επίσης, αν δεν συμφωνήθηκε αμοιβή, ο μηχανικός δικαιούται τη νόμιμη αμοιβή που καθορίζεται από το ως άνω Π.Δ. 696/1974, όπως τροποποιήθηκε. Εξάλλου, την αμοιβή, σύμφωνα με το άρθρο 1 του ΠΔ 48/1994, δύναται να αξιώσει είτε το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας, ως υποκαθιστάμενο στα δικαιώματα του μηχανικού κατά τις διατάξεις του Β.Δ. της 30/31.5.1956 και του άρθρου 2 παρ. 2 του Π.Δ. 242/1984, είτε ο ίδιος ο μελετητής και επιβλέπων μηχανικός (ΑΕΔ 26/1993). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 παρ. 1, 2 παρ. 1α, 3 παρ. 1, 4, 6, 80 παρ. 1, 229 παρ. 2 και 230 παρ. 2 του Π.Δ. 696/1974, όπως αυτά τροποποιήθηκαν με το Π.Δ. 515/1989, προκύπτει ότι η αμοιβή ιδιωτικών μηχανικών για την εκπόνηση των αναφερομένων στο διάταγμα αυτό μελετών κτιριακών έργων καθορίζεται και σε ποσοστά επί της εκατό του προϋπολογισμού των μελετώμενων έργων με βάση προβλεπόμενο τύπο. Ο προϋπολογισμός, ο οποίος λαμβάνεται υπόψη για το υπολογισμό της αμοιβής κάθε έργου, είναι αυτός που εξάγεται από τις ποσότητες όλων των κονδυλίων, από την αναλυτική προμέτρηση και τις τιμές μονάδας των σχετικών εργασιών που υπολογίζονται με βάση τις εγκεκριμένες αναλύσεις τιμών και τις βασικές τιμές ημερομισθίων, υλικών και μισθωμάτων μηχανημάτων κατά το χρόνο σύνταξης του προϋπολογισμού του τελευταίου σταδίου της μελέτης. Η προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 του διατάγματος αυτού έγκριση από τον εργοδότη του προϋπολογισμού αφορά τα κονδύλια, δηλαδή τις εργασίες αυτού, όπως αυτές αναφέρονται σε σχετικό προϋπολογισμό που συντάσσει ο μηχανικός ως απαραίτητο στοιχείο της μελέτης του, και όχι τον ειδικό και αναλυτικό προϋπολογισμό που διαμορφώνεται με τα ως άνω αντικειμενικά στοιχεία. Δηλαδή για τον προσδιορισμό του δικαιώματος μελετητή μηχανικού για την αμοιβή του από την εκπόνηση της ανατεθείσας σ` αυτόν μελέτης με βάση ποσοστά του προϋπολογισμού, απαιτείται η έγκριση από τον εργοδότη μόνο του αρχικού προϋπολογισμού, που εξάγεται με τις ποσότητες όλων των εργασιών του εκτελούμενου έργου και όχι του αναλυτικού προϋπολογισμού, ο οποίος συντάσσεται με βάση τα αναφερόμενα στο ίδιο άρθρο αντικειμενικά στοιχεία, που ισχύουν στο χρόνο σύνταξης του προϋπολογισμού του τελευταίου σταδίου της μελέτης και λαμβάνεται υπόψη για τον ακριβή προϋπολογισμό της αμοιβής (ΑΠ 1146/2012 ΧρΙΔ 2013.38, ΑΠ 579/2009 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, κατά το άρθρο 92 παρ. 1 του ανωτέρω Π.Δ. 696/1974, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 46 του Π.Δ. 515/1989, η αμοιβή επίβλεψης των κτιριακών έργων (αρχιτεκτονικών, φέρουσας κατασκευής και εγκαταστάσεων), χωρίς την σύνταξη επιμέτρησης, ορίζεται σε ποσοστό της πραγματοποιηθείσας δαπάνης των εκτελεσθεισών εργασιών, με βάση τον αναφερόμενο στο άρθρο 2 μαθηματικό τύπο, στον οποίο θα αναγραφούν, αντί του προϋπολογισμού, η πραγματοποιηθείσα δαπάνη και αντί των συντελεστών του άρθρου 83 παρ. 1 οι συντελεστές του άνω άρθρου 92 παρ. 1. Κατά τα λοιπά ισχύουν αναλόγως στην αμοιβή επίβλεψης και οι διατάξεις των παραγράφων 3, 10 και 11 του άρθρου 83 (άρθρο 95 παρ. 10) και, συνεπώς, η αμοιβή για την επίβλεψη των αρχιτεκτονικών κτιριακών έργων θα υπολογισθεί επί της πραγματοποιηθείσας συνολικής δαπάνης που περιλαμβάνει τις δαπάνες της φέρουσας κατασκευής και των εγκαταστάσεων, αλλά με βάση τις αμοιβές που αναλογούν στην κατηγορία που κατατάσσονται οι αντίστοιχες επί μέρους μελέτες (ΑΠ 837/2015 και ΑΠ 1152/2015 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1415/2005 ΕλλΔνη 2006.160)

ΙV. Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων ……… και ………, που εξετάσθηκαν, ο πρώτος με επιμέλεια του ενάγοντος και η δεύτερη με επιμέλεια της εναγομένης, στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, οι οποίες (καταθέσεις) περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδρίασης του ιδίου δικαστηρίου, από τις προσκομιζόμενες με επίκληση από την εφεσίβλητη-εναγομένη με αριθμούς ………./5.6.2003 ένορκη βεβαίωση του ……….. ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών ……. και ……/6.6.2003 ένορκη βεβαίωση του …….. ενώπιον της Ειρηνοδίκου Λευκάδας, οι οποίες έχουν ληφθεί κατόπιν νόμιμης, κατ’ άρθρα 671 παρ. 1 εδ. τελευταίο και 681 του ΚΠολΔ, κλήτευσης του ενάγοντος (βλ. την υπ’ αριθ. …../4.6.2003 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών, …………..), καθώς και από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (η τυχόν αναφορά κατωτέρω ορισμένων μόνο από τα έγγραφα αυτά είναι απλώς ενδεικτική, αφού δεν παραλείφθηκε κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς – βλ. ΑΠ 1001/2012 δημ. σε ΝΟΜΟΣ), σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ)  αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι υποκαθιστάμενοι από το ενάγον (ήδη εκκαλούν) Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας, …….. και ……… (ήδη προσθέτως παρεμβαίνοντες), διπλωματούχος αρχιτέκτων μηχανικός η πρώτη και διπλωματούχος ηλεκτρολόγος μηχανικός ο δεύτερος, είναι μέλη του ενάγοντος και διατηρούν επαγγελματικό γραφείο στον Πειραιά. Η εναγόμενη εταιρία (ήδη εφεσίβλητη) με την τότε επωνυμία «….. .» (ήδη «…….»), εκπροσωπούμενη από τον ………., ανέθεσε, στον Πειραιά περί τον Νοέμβριο του έτους 1990, στους δύο ως άνω μηχανικούς να εκπονήσουν τις απαιτούμενες μελέτες για την έκδοση οικοδομικής άδειας με σκοπό την ανέγερση ξενοδοχειακής μονάδας στη Μύκονο στη θέση «…….» (κατηγορίας πολυτελείας, 17 δωματίων, 38 κλινών), αποτελούμενης από ένα κτίριο (ήτοι ένα ενιαίο κτιριακό όγκο με δύο τμήματα, ένα μονώροφο και ένα διώροφο), σε οικόπεδο έκτασης 5.527,39 τμ., καθώς και την επίβλεψη από μεν τον δεύτερο αυτών (μηχανικών) των εργασιών θέρμανσης και ηλεκτρολογικών εγκαταστάσεων, από δε την πρώτη αυτών όλων των λοιπών εργασιών κατασκευής της οικοδομής. Η σύμβαση αυτή καταρτίστηκε προφορικά λόγω της πολύχρονης φιλίας του εκπροσώπου της εναγομένης εταιρίας (…………) με την πρώτη ως άνω μηχανικό (………) και προέβλεπε ότι το έργο θα εκτελείτο όχι από γενικό εργολάβο, αλλά από μερικούς, κατ’ είδος εργασιών, εργολάβους επιλογής της εναγομένης, με την επίβλεψη των προαναφερόμενων μηχανικών. Πράγματι, με μελέτες και φροντίδα των μηχανικών αυτών, εκδόθηκε την 9.3.1994 η με αριθμό …./1994 άδεια οικοδομής της Πολεοδομίας Σύρου της Νομαρχίας Κυκλάδων, με αρχικό προϋπολογισμό έργου, όπως εκτιμήθηκε τότε, ανερχόμενο στο ποσό των 27.822.489 δραχμών (βλ. την προσκομιζόμενη, σε αντίγραφο, από την εναγομένη, από Μαΐου 1993 έγγραφη «σύνταξη προϋπολογισμού έργου Π.Δ. 515/89»), ενώ η δαπάνη επίβλεψης των εν λόγω μηχανικών, με βάση τον ως άνω αρχικό προϋπολογισμό έργου (των 27.822.489 δραχμών), προσδιορίστηκε αρχικά στο συνολικό ποσό των 5.650.131 δραχμών, ήτοι 4.551.466 δραχμές για την πρώτη αυτών και 1.098.665 δραχμές για τον δεύτερο αυτών (βλ. τον προσκομιζόμενο, σε αντίγραφο, από την εναγομένη συγκεντρωτικό πίνακα αμοιβών, που φέρει την υπογραφή και σφραγίδα της μηχανικού ……… και αναγράφει ως ημερομηνία ελέγχου την 9.3.1994), αλλά στη συνέχεια (κατόπιν της από 10.8.1998, με αριθ. κατάθ. πρωτ. ……/1998, αίτησης της εν λόγω μηχανικού προς την Διεύθυνση Πολεοδομίας της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Κυκλάδων) προσδιορίστηκε, με βάση πάντα τον ως άνω αρχικό προϋπολογισμό του έργου, στο συνολικό ποσό των 7.557.364 δραχμών, ήτοι 6.042.631 δραχμές για την πρώτη αυτών και 1.514.733 δραχμές για τον δεύτερο αυτών (βλ. τον προσκομιζόμενο, σε αντίγραφο, από την εναγομένη συγκεντρωτικό πίνακα αμοιβών που φέρει την υπογραφή και σφραγίδα της μηχανικού ……….. και αναγράφει ως ημερομηνία τον Μάιο 1993). Μετά την έκδοση της οικοδομικής άδειας, η εναγομένη κατέβαλε στους υποκαθιστάμενους από το ενάγον μηχανικούς τα έξοδα για την έκδοση της εν λόγω άδειας και την αμοιβή τους για τις εκπονηθείσες απ’ αυτούς μελέτες, μέρος των οποίων χρησιμοποιήθηκε και για την λήψη επιδότησης από το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας εκ μέρους αυτής (εναγομένης). Με βάση την οικοδομική αυτή άδεια, άρχισαν, τον Απρίλιο του έτους 1994, οι εργασίες ανοικοδόμησης, πλην όμως κατά την ολοκλήρωση των εργασιών εκσκαφής, ανευρέθηκε, σε σημείο του ακινήτου, ένα θολωτός τάφος των Μυκηναϊκών χρόνων, με αποτέλεσμα να διακοπούν οι οικοδομικές εργασίες μέχρι να υποβληθεί νέα μελέτη και να χορηγηθεί σχετική άδεια από το αρμόδιο Αρχαιολογικό Συμβούλιο (βλ. το υπ’ αριθ. …../23.5.1994 έγγραφο της ΚΑ΄ Εφορείας Προιστ.-Κλασ. Αρχ/των του Υπουργείου Πολιτισμού προς την ως άνω μηχανικό ………..). Κατόπιν αυτού, κατέστη αναγκαία η μερική τροποποίηση της αρχιτεκτονικής μελέτης, προκειμένου να μετατοπιστεί ο αντίστοιχος, προς το σημείο όπου βρέθηκε ο εν λόγω Μυκηναϊκός τάφος, κτιριακός όγκος, ώστε με την έγκριση από την αρμόδια Αρχαιολογική Υπηρεσία να καταστεί δυνατή η συνέχιση των οικοδομικών εργασιών και η ολοκλήρωση της κατασκευής του ξενοδοχείου. Η τροποποιητική αυτή μελέτη ανατέθηκε από το νόμιμο εκπρόσωπο της εναγόμενης εταιρίας, ………., στην υποκαθιστάμενη από το ενάγον ΤΕΕ, μηχανικό ………., η οποία, πράγματι, την εκπόνησε. Η μελέτη αυτή υποβλήθηκε αρχικά στην ΚΑ΄ Εφορεία Αρχαιοτήτων και εγκρίθηκε από το Αρχαιολογικό Συμβούλιο, με συνέπεια την έκδοση της υπ’ αριθ. πρωτ. ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Α1/Φ21/41727/2143/21.10.1994 απόφασης της Διεύθυνσης Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων του Υπουργείου Πολιτισμού, με την οποία επετράπη, από πλευράς αρχαιολογικού νόμου, η συνέχιση των οικοδομικών εργασιών στο εν λόγω ακίνητο για την ανέγερση ξενοδοχείου, με τους αναφερόμενους σ’ αυτήν όρους και με την επισήμανση ότι η άδεια αυτή δεν αντικαθιστά άλλη που απαιτείται από συναρμόδια αρχή. Σημειώνεται, ότι η ίδια ως άνω τροποποιητική μελέτη υποβλήθηκε και στον ΕΟΤ, από τον οποίο και εγκρίθηκε. Στη συνέχεια, όμως, επειδή διαπιστώθηκε ότι µε την μετατόπιση του κτίσματος της αίθουσας συνεδρίων στη νέα θέση που απεικονίζεται στην τροποποιητική μελέτη, παραβιαζόταν η λωρίδα των δέκα (10) μέτρων του υποχρεωτικώς ακάλυπτου χώρου από τα όρια ιδιοκτησίας, η ως άνω Διεύθυνση του Υπουργείου Πολιτισμού ζήτησε, με το υπ’ αριθ. πρωτ. ………../12.9.1994 έγγραφό της, από την αρμόδια Πολεοδομία Σύρου της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Κυκλάδων την έγκριση, κατά παρέκκλιση, της εν λόγω τροποποίησης. Τελικά, η ως άνω Πολεοδομία απευθύνθηκε στην Γενική Διεύθυνση Πολεοδομίας του Υπουργείου ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ, η οποία µε το υπ’ αριθ. ……/14.9.1995 έγγραφό της, που κοινοποιήθηκε στη Διεύθυνση Πολεοδομίας Κυκλάδων την 20.10.1995, απάντησε ότι «… από την ισχύουσα Πολεοδομική Νομοθεσία για τις Τουριστικές εγκαταστάσεις εκτός σχεδίου … δεν προβλέπεται κατά παρέκκλιση μείωση των προβλεπομένων αποστάσεων από τα όρια γηπέδου για οποιονδήποτε λόγο ….». Συνεπώς, με βάση το ανωτέρω έγγραφο του ΥΠΕΧΩΔΕ, κατέστη ανέφικτη η εφαρμογή της εν λόγω τροποποιητικής μελέτης και, για το λόγο αυτό, ο νόμιμος εκπρόσωπος της εναγόμενης εταιρίας, ……….., αποφάσισε την μη υποβολή της τροποποιητικής αυτής μελέτης στην Πολεοδομία Σύρου, ενώ, στη συνέχεια, απευθύνθηκε σε άλλον αρχιτέκτονα μηχανικό, τον ………., ο οποίος εκπόνησε καινούργια μελέτη (βλ. το προσκομιζόμενο από την εναγομένη από Οκτωβρίου 2000 σχετικό τοπογραφικό διάγραμμα του προαναφερόμενου μηχανικού). Ήδη, με την ως άνω αγωγή του, το ενάγον ΤΕΕ, ως υποκατάστατο (άρθρο 1 Π.Δ. 48/1994) της μηχανικού ………., ζητεί, επικαλούμενο τον αναφερόμενο σ’ αυτήν (αγωγή) αναλυτικό προϋπολογισμό δαπάνης εργασιών για την αναθεώρηση της 97/94 οικοδομικής άδειας τμήματος του ξενοδοχειακού συγκροτήματος, την ελάχιστη νόμιμη αμοιβή, κατά τις διατάξεις του Π.Δ 696/1974 όπως τροποποιήθηκε, της μηχανικού αυτής α) για την εκπονηθείσα τροποποιητική μελέτη αρχιτεκτονικών εργασιών (για την αναθεώρηση της άδειας), εκ ποσού 494.996 δραχμών (άρθρα 82, 83 και 2 ΠΔ 696/1974) και β) για την ως άνω εκτός έδρας μελέτη, εκ ποσού 106.190 δραχμών (άρθρο 85 παρ. 1 Π.Δ 696/1974). Αναφορικά με το ανωτέρω αξιούμενο δικαίωμα για τη νόμιμη αμοιβή της υποκαθιστάμενης από το ενάγον ΤΕΕ μηχανικού, για την εκπονηθείσα απ’ αυτήν τροποποιητική μελέτη, αποδείχθηκαν, από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, τα εξής: Η ως άνω μηχανικός ……….. προέβη στην τροποποίηση της αρχικής αρχιτεκτονικής μελέτης της για να αντιμετωπιστεί το ζήτημα της εύρεσης αρχαιολογικών ευρημάτων σε μέρος του οικοπέδου, όπου διενεργούντο οι εργασίες εκσκαφής για την ανέγερση του ξενοδοχείου της εναγομένης, πλην όμως η τροποποιητική αυτή μελέτη της, όπως προαναφέρθηκε, παραβίαζε έναν από τους βασικότερους κανόνες της πολεοδομικής νομοθεσίας, ήτοι αυτόν της απαιτούμενης απόστασης των δέκα (10) μέτρων από τα όρια του οικοπέδου, τον οποίο όφειλε αυτή να λάβει υπόψη της κατά την εκπόνηση της εν λόγω μελέτης. Επί του ζητήματος αυτού ήταν σαφής και κατηγορηματική η θέση της Γενικής Διεύθυνσης Πολεοδομίας του Υπουργείου ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ, µε το υπ’ αριθ. …./14.9.1995 έγγραφό της, ότι παρέκκλιση από τον ανωτέρω κανόνα δεν επιτρέπεται για οποιονδήποτε λόγο και, συνεπώς, και για την επίδικη περίπτωση, γεγονός που όφειλε η μηχανικός αυτή να το γνωρίζει ως εκ της επαγγελματικής ιδιότητάς της αλλά και της εμπειρίας της. Εξάλλου, τo γεγονός του ότι η τροποποιητική μελέτη ενεκρίθη από τις αρμόδιες αρχές της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και του ΕΟΤ, δεν ασκεί οιαδήποτε έννομη επιρροή, γιατί η Πολεοδομία Σύρου, που ήταν η μόνη αρμόδια υπηρεσία να ελέγξει εάν πράγματι τηρήθηκε ή όχι η απόσταση των δέκα (10) μέτρων από τα όρια του οικοπέδου (καθόσον ούτε οι αρχαιολογικές υπηρεσίες ούτε οι υπηρεσίες του ΕΟΤ προβαίνουν σε τέτοιο έλεγχο, αφού αυτές δεν ερευνούν την τήρηση της πολεοδομικής νομοθεσίας), μετά και την ανωτέρω απάντηση από το Υπουργείο ΠΕΧΩΔΕ, δεν θα ενέκρινε την τροποποιητική μελέτη. Για το λόγο αυτό, άλλωστε, και ο νόμιμος εκπρόσωπος της εναγόμενης εταιρίας αποφάσισε την μη υποβολή της εν λόγω τροποποιητικής μελέτης στην Πολεοδομία Σύρου, απευθυνόμενος μάλιστα σε άλλον μηχανικό, τον ……….., ο οποίος, σε μεταγενέστερο χρόνο, εκπόνησε καινούργια μελέτη, ενώ, μέχρι τον χρόνο άσκησης της αγωγής, η σχετική διαδικασία αναθεώρησης της αδείας στο τμήμα του ακινήτου, όπου ανευρέθηκαν τα αρχαιολογικά ευρήματα, ακόμη εκκρεμούσε. Σημειώνεται, ότι ακόμα και ο μάρτυρας του ενάγοντος … …, αρχιτέκτων-μηχανικός (και σύζυγος της υποκαθιστάμενης από το ενάγον ΤΕΕ μηχανικού), κατά την κατάθεσή του στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επιβεβαίωσε ότι η τροποποιητική μελέτη δεν τηρούσε τον κανόνα της απαιτούμενης, σύμφωνα με την πολεοδομική νομοθεσία, απόστασης των δέκα μέτρων από τα όρια του οικοπέδου, αναφέροντας χαρακτηριστικά: «… η νομοθεσία προβλέπει πλάγια απόσταση των 10μ. Η αρχιτεκτονική μελέτη δεν κάλυπτε τα 10 μ. και ζητήσαμε εξαίρεση. Η ποιότητα της μελέτης έδωσε τη δυνατότητα να δοθεί η εξαίρεση…». Όμως, όπως αποδείχθηκε, τέτοια εξαίρεση ούτε δόθηκε, ούτε ήταν δυνατόν να δοθεί από την αρμόδια Πολεοδομία Σύρου, μετά και την προαναφερθείσα θέση της Γενικής Διεύθυνσης Πολεοδομίας του Υπουργείου ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ (Προϊσταμένης Αρχής της Πολεοδομίας Σύρου, στην οποία η τελευταία απευθύνθηκε), µε το υπ’ αριθ. ……/14.9.1995 έγγραφό της, ότι παρέκκλιση από τον ανωτέρω πολεοδομικό κανόνα (ήτοι απαιτούμενη απόσταση 10 μέτρων από τα όρια του οικοπέδου) δεν επιτρέπεται για οποιονδήποτε λόγο. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, ενόψει α) της ευθύνης της υποκαθιστάμενης από το ενάγον, μηχανικού για την μη τήρηση, με την εν λόγω τροποιητική της μελέτη, του βασικού κανόνα της πολεοδομικής νομοθεσίας περί της απαιτούμενης απόστασης των δέκα μέτρων από τα όρια του οικοπέδου, β) του, για το λόγο αυτό, ανεφάρμοστου της μελέτης αυτής, γ) της, για το ίδιο λόγο, καθυστέρησης από την εναγομένη, διενέργειας των εργασιών αποπεράτωσης του συγκεκριμένου τμήματος (όπου ανευρέθηκε ο Μυκηναϊκός τάφος) της ξενοδοχειακής μονάδας και του περιβάλλοντος αυτής χώρου τουλάχιστον επί μία εξαετία (1995-2001) και δ) των εξόδων, στα οποία ήδη υποβλήθηκε, η εναγομένη για την εκπόνηση νέας τροποποιητικής μελέτης από άλλον μηχανικό και της επιβάρυνσής της με διπλά έξοδα για την ίδια εργασία (εκπόνηση τροποποιητικής μελέτης), με συνέπεια να καθίσταται η θέση της επαχθέστερη, σε περίπτωση παραδοχής της ένδικης αγωγής ως προς την αμοιβή της υποκαθιστάμενης από το ενάγον μηχανικού για μία τροποποιητική μελέτη, που ήταν ανεφάρμοστη με ευθύνη της τελευταίας, η με την ένδικη αγωγή άσκηση του δικαιώματος του ενάγοντος ΤΕΕ, ως υποκατάστατου της προαναφερόμενης μηχανικού, είναι καταχρηστική, ως προφανώς υπερβαίνουσα τα εκ του άρθρου 281 του ΑΚ επιβαλλόμενα όρια, κατά παραδοχή της παραδεκτώς προβληθείσας πρωτοδίκως σχετικής ένστασης της εναγομένης (βλ. σχετ. ΑΠ 247/2014 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκα­λούμενη απόφασή του, κατέληξε στο ίδιο ως άνω συμπέρασμα, έστω και με επάλληλη αλλά και πιο συνοπτική αιτιολογία που συμπληρώνεται με αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 ΚΠολΔ), και, κατά παραδοχή της προβληθείσας από την εναγομένη ένστασης καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, απέρριψε, ως ασκηθέν καταχρηστικά, το επίδικο δικαίωμα περί καταβολής της νόμιμης αμοιβής της υποκαθιστάμενης από το ενάγον ΤΕΕ, μηχανικού για την τροποποιητική μελέτη της, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και ως προς την εκτίμηση των απο­δείξεων και τα αντίθετα υποστηριζόμενα από το ενάγον ΤΕΕ  με τον σχετικό (δεύτερο) λό­γο της υπό κρίση έφεσής του, τυγχάνουν αβάσιμα και απορριπτέα.

Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκε ότι οι εργασίες ανέγερσης του ξενοδοχείου συνεχίστηκαν από τον Οκτώβριο του έτους 1994, όταν και εκδόθηκε η προαναφερθείσα απόφαση της Διεύθυνσης Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων του Υπουργείου Πολιτισμού, με την οποία επετράπη η συνέχιση των οικοδομικών εργασιών στο εν λόγω ακίνητο για την ανέγερση ξενοδοχείου σε όλη την έκταση του έργου, εκτός από εκείνη του τμήματος στο οποίο είχε ανευρεθεί ο Μυκηναϊκός τάφος και στο οποίο (τμήμα) αναφερόταν η τροποποιητική μελέτη. Ειδικότερα, οι εργασίες της σκυροδέτησης διήρκεσαν μέχρι το τέλος του έτους 1995, ενώ, στη συνέχεια, ακολούθησαν οι εργασίες τοιχοποιίας, επιχρισμάτων, κουφωμάτων, επίστρωσης δαπέδων, υδραυλικών, αποχέτευσης, ηλεκτρικών, θέρμανσης και, τελικά, το έργο ολοκληρώθηκε στις αρχές Αυγούστου του έτους 1997. Μέχρι τότε επιβλέποντες του έργου εξακολουθούσαν να είναι οι υποκαθιστάμενοι από το ενάγον δύο μηχανικοί και συγκεκριμένα η μεν πρώτη αυτών, ……..,  για τις αρχιτεκτονικές εργασίες, στατικές εργασίες, εργασίες ύδρευσης και εργασίες αποχέτευσης, ο δε δεύτερος αυτών, …….., για τις εργασίες θέρμανσης και εργασίες ηλεκτρικών εγκαταστάσεων, αφού ούτε οι ίδιοι είχαν παραιτηθεί, ούτε η εναγομένη εταιρία είχε προβεί σε διαδικασία αντικατάστασής τους, όπως απαιτείτο, εάν πράγματι είχε διακοπεί η συνεργασία της με τους μηχανικούς αυτούς, όπως η ίδια διατείνεται. Καθ’ όλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα (ήτοι από Απρίλιο 1994 μέχρι Αύγουστο 1997) των εργασιών  (με μία μικρή διακοπή αυτών από Μάιο μέχρι Οκτώβριο 1994 λόγω της ανεύρεσης του αρχαίου τάφου) της ανέγερσης της ξενοδοχειακής μονάδας της εναγομένης υπήρξε επίβλεψη εκ μέρους των προαναφερόμενων μηχανικών, παρά τα προβλήματα που ανέκυψαν στις σχέσεις της πρώτης αυτών με την εναγομένη από Οκτώβριο 1995 και εντεύθεν λόγω της ανωτέρω αδυναμίας εφαρμογής της τροποποιητικής μελέτης της τελευταίας. Είναι βέβαια, αληθές ότι, σε όλη τη διάρκεια των ανωτέρω εργασιών, ορισμένες φορές αντί της μηχανικού ………, ερχόταν, για λογαριασμό της, προς επίβλεψη των εργασιών ο σύζυγος αυτής, ………., ομοίως αρχιτέκτων μηχανικός, πλην όμως αυτό γινόταν με την γνώση, συναίνεση και, σε κάθε περίπτωση, με την έγκριση της εναγομένης, αφού η τελευταία είχε αποδεχθεί την κατάσταση αυτή και ουδέποτε διαμαρτυρήθηκε (εγγράφως ή με άλλο τρόπο) προς την εν λόγω μηχανικό για τον συγκεκριμένο λόγο. Η εναγομένη, με τις προτάσεις της τόσο πρωτοδίκως όσο και στο παρόν Δικαστήριο, ισχυρίζεται ότι δεν έγινε επίβλεψη των εργασιών από τους ανωτέρω μηχανικούς, παρά μόνο στο στάδιο των σκυροδετήσεων από την πρώτη αυτών, δια του συζύγου της ………., επικαλούμενη ότι η επίβλεψη αυτή σταμάτησε μετά το πέρας των εργασιών αυτών. Επιχειρείται δε να ενισχυθεί η θέση αυτή της εναγόμενης εταιρίας με την κατάθεση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο της μάρτυρος της, …………, συζύγου του νομίμου εκπροσώπου της ………., η οποία αναφέρει χαρακτηριστικά: «… Δεν έκαναν επίβλεψη… Το 1995 σταμάτησαν να έρχονται. Μετά τα μπετά δεν έκαναν επίβλεψη. Πηγαίναμε εμείς και κάναμε την επίβλεψη…». Όμως, από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, δεν αποδείχθηκε η βασιμότητα του ανωτέρω ισχυρισμού της εναγομένης περί μη επίβλεψης των εργασιών εκ μέρους των εν λόγω μηχανικών, ενόψει α) της σαφούς περί του αντιθέτου κατάθεσης του μάρτυρα του ενάγοντος, …………, β) του γεγονότος ότι ούτε οι μηχανικοί αυτοί είχαν παραιτηθεί, ούτε η εναγομένη είχε προβεί σε διαδικασία αντικατάστασής τους, όπως απαιτείτο, εάν πράγματι είχε διακοπεί η συνεργασία της με αυτούς, ούτε, άλλωστε, προσκομίζεται οιοδήποτε έγγραφό της προς τους τελευταίους, με το οποίο να προκύπτει η επικαλούμενη διακοπή της συνεργασίας τους, όπως καταγγελία της αρχικής περί επίβλεψης συμφωνίας τους ή ανάκληση της ιδιότητας αυτών ως επιβλεπόντων μηχανικών του έργου και γ) του γεγονότος ότι η εναγομένη, όπως η ίδια ισχυρίζεται, κατέβαλε προς τους ως άνω μηχανικούς την, κατά τα εκτιθέμενα απ’ αυτήν, συμφωνημένη αμοιβή τους (με βάση τον εμβαδομετρικό υπολογισμό, για τον οποίο θα γίνει αναφορά κατωτέρω) για την επίβλεψη των εργασιών, δηλαδή κατέβαλε αμοιβή για μία εργασία, η οποία, κατά τους ισχυρισμούς της, δεν έλαβε χώρα. Η νόμιμη, επομένως, αμοιβή των υποκαθιστάμενων από το ενάγον μηχανικών, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη στην παράγραφο ΙΙΙ της παρούσας, εφόσον το αναληφθέν από αυτούς έργο αφορούσε σε περίπτωση επίβλεψης κτιριακού έργου, υπολογίζεται, κατ’ άρθρο 92 παρ. 1 ΠΔ 699/1974 (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 46 του ΠΔ 515/1989), σε ποσοστό της πραγματοποιηθείσας δαπάνης των εκτελεσθεισών εργασιών (ήτοι της αναλυτικής οριστικής επιμέτρησης), με βάση τον αναφερόμενο στο άρθρο 2 μαθηματικό τύπο, στον οποίο αναγράφονται, αντί του προϋπολογισμού, η πραγματοποιηθείσα δαπάνη και αντί των συντελεστών του άρθρου 83 παρ. 1 του ΠΔ 696/1974, οι συντελεστές του ως άνω άρθρου 92 παρ. 1 του ιδίου ΠΔ, ενώ, επίσης, η αμοιβή αυτή για την επίβλεψη υπολογίζεται επί της πραγματοποιηθείσας συνολικής δαπάνης που περιλαμβάνει τις δαπάνες της φέρουσας κατασκευής και των εγκαταστάσεων, αλλά με βάση τις αμοιβές που αναλογούν στην κατηγορία που κατατάσσονται οι αντίστοιχες επί μέρους μελέτες. Η πραγματοποιηθείσα δε δαπάνη των εκτελεσθεισών εργασιών, που επέβλεψαν οι υποκαθιστάμενοι από το ενάγον μηχανικοί, ανέρχεται στο ποσό των 184.493.348 δραχμών, ήτοι: 1) εκσκαφές: α) εκσκαφή 3.460 μ3 Χ 2.000 δρχ. = 6.920.000 δρχ., β) απομάκρυνση προϊόντων εκσκαφής 2.460μ3 με 190 δρομολόγια φορτηγών, 2.280.000 δρχ., γ) χρήση φορτωτών για 10 ημέρες, 650.000 δρχ. και δ) επιχώσεις και στρώσιμο μπαζών, 1.000.000 δρχ., 2) εγκατάσταση κεντρικού αποχετευτικού δικτύου, 594.986 δρχ., 3) οπλισμένο σκυρόδεμα (μπετά): α) χρήση 91 τόνων σιδήρου Χ 130.000 δρχ. ο τόνος = 11.830.000 δρχ., β) 1.162 κυβ. μέτρα Χ 15.000 δρχ. το κυβ. μέτρο = 17.430.000 δρχ. και γ) κατασκευή ξυλοτύπου (φατούρα) 1.162 Χ 12.000 δρχ. = 13.944.000 δρχ., 4) χρήση στεγανοποιημένων υλικών για την στεγανοποίηση των εξωτερικών πλευρών των περιμετρικών τοιχίων του υπογείου, ήτοι 154 μ. Χ 3 μ. = 462 τμ. Χ 1.000 δρχ. υλικά με εργατικά = 462.000 δρχ., 5) τοποθέτηση θερμομονωτικών πλακών σε τμήμα της οροφής του ισογείου και στην οροφή του ορόφου, συνολικού εμβαδού 481 τμ Χ 2.000 δρχ. = 962.000 δρχ. 6) τοιχοποιία: α) 3.937,71 τμ Χ 1.000 δρχ. = 3.937.710 δρχ., β) αγορά τούβλων (200.000 τούβλα Χ 23 δρχ.), 4.600.000 δρχ. και γ) υλικά (τσιμέντο, ασβέστης, άμμος), 2.800.000 δρχ., σενάζ, σύνολο μονά και διπλά = 833,58 τμ Χ 1.200 δρχ. εργασία = 1.000.296 δρχ. και υλικά (σίδηρος, τσιμέντο, άμμος, χαλίκι), 666.400 δρχ., 7) υδραυλικά, 15.451.000 δρχ., 8) ηλεκτρικά, 4.520.000 δρχ., 9) επιχρίσματα: 4.797,7 τμ Χ 2.000 δρχ. = 9.595.400 δρχ., 10) εσωτερικά κουφώματα: α) εσωτερικές πόρτες με κάσα από σουηδική ξυλεία, τεμάχια 125 Χ 50.000 δρχ. = 6.250.000 δρχ. και β) ντουλάπες 80 τμ Χ 40.000 δρχ. = 2.880.000 δρχ., 11) εξωτερικά κουφώματα, 20.085.056 δρχ., 12) επίστρωση δαπέδων: α) 1.175 τμ Χ 2.500 δρχ. εργασία = 2.937.500 δρχ., β) γκρο μπετόν-τσιμεντοκονία: 800 τμ Χ 1.000 δρχ. εργασία = 800.000 δρχ., γ) αγορά πλακιδίων: 1.200 τμ Χ 2.500 δρχ. = 3.000.000 δρχ. και δ) υλικά για επιστρώσεις, 3.280.000 δρχ., 13) επένδυση λουτρών-WC-μαγειρείων με πλακίδια: α) 845 τμ. Χ 3.000 δρχ. = 2.535.000 δρχ., β) κτίσιμο μπανιέρας στο σύνολο των λουτρών, 1.500.000 δρχ. και γ) αγορά πλακιδίων: 845 τμ Χ 2.800 δρχ. = 2.366.000 δρχ., 14) αγορά ειδών υγιεινής-μπαταρίες-αξεσουάρ: α) 17 λουτρά Χ 300.000 δρχ. το λουτρό = 5.100.000 δρχ., β) 15 WC Χ 150.000 δρχ. = 2.250.000 δρχ., 15) α) επένδυση εσωτερικών κλιμάκων, κεντρικό κλιμακοστάσιο, 2.000.000 δρχ., β) επένδυση εξωτερικών κλιμάκων, 2.000.000 δρχ. και γ) επένδυση της RECEPTION με ξύλο και κατασκευή του κυρίως BAR στο καθιστικό, 600.000 δρχ., 16) τζάκι, 600.000 δρχ., 17) πέργκολα-ξύλινα κάγκελα στους εξώστες: 50 τμ Χ 20.000 δρχ. = 1.000.000 δρχ., 18) ελαιοχρωματισμοί: α) εξωτερικές επιφάνειες: ισόγειο 570 τμ και α΄ όροφος 586,80 τμ, β) εσωτερικές επιφάνειες: υπόγειο 1.989,90 τμ, ισόγειο 1.102 τμ και α΄ όροφος 541 τμ και γ) εσωτερικές πόρτες: 125 τεμάχια, σύνολο δαπάνης 10.620.000 δρχ., 19) αγορά σωμάτων ψύξης-θέρμανσης και ψυκτικής μονάδας: 12.000.000 δρχ., 20) αγορά κλειδαριές και πόμολα για τις πόρτες: 600.000 δρχ., 21) αγορά ηλεκτρικών στοιχείων, διακοπτών κλπ.: 1.400.000 δρχ. κα 22) στεγανοποίηση – μόνωση ταρατσών: 372 τμ Χ 5.500 = 2.046.000 δρχ. (βλ. την ενσωματωμένη στην αγωγή «τεχνική έκθεση επιμέτρησης εργασιών και οικονομικός απολογισμός έργου» της μηχανικού ……. με τα ομοίως ενσωματωμένα στην αγωγή α) παραρτήματα με το είδος των εργασιών που διενεργήθηκαν, την ποσότητα, την μονάδα και τιμή εκάστης αυτών και β) αντίγραφα τιμολογίων πώλησης-δελτίων αποστολής καθώς και τιμολογίων παροχής υπηρεσιών, που αφορούν εργασίες που διενεργήθηκαν στο ξενοδοχείο της εναγομένης και υλικά που χρησιμοποιήθηκαν σ’ αυτές). Από τις ανωτέρω πραγματοποιηθείσες δαπάνες, που, όπως προαναφέρθηκε, ανήλθαν συνολικά σε 184.493.348 δρχ., α) ποσό 48.624.000 δρχ. αφορά τις στατικές εργασίες (σίδηρος, μπετόν, φατούρα και εκσκαφές), β) ποσό 7.225.500 δρχ. αφορά τις εργασίες υδραυλικών και γ) ποσό 3.685.186 δρχ. αφορά τις εργασίες αποχέτευσης που επέβλεψε η μηχανικός ………, ενώ α) ποσό 16.635.300 δρχ. αφορά τις εργασίες  θέρμανσης και β) ποσό 5.920.000 δρχ. αφορά τις εργασίες ηλεκτρικών που επέβλεψε ο μηχανικός …….. (βλ. τον ενσωματωμένο στην αγωγή πίνακα πραγματοποιηθείσας δαπάνης, όπως κατανέμεται στις μελέτες). Συνεπώς, με βάση α) το γεγονός ότι οι πραγματοποιηθείσες δαπάνες ανήλθαν στο ποσό των 184.493.348 δρχ., β) το γεγονός ότι η κατηγορία του κατασκευασθέντος έργου είναι η τέταρτη (IV) για τις αρχιτεκτονικές και στατικές εργασίες και η δεύτερη (II) για τις εργασίες ύδρευσης και αποχέτευσης, γ) το γεγονός ότι οι υποκαθιστάμενοι μηχανικοί δικαιούνται, κατ’ άρθρο 95 παρ. 4 περ. β΄ του ΠΔ 696/1974, προσαύξηση στην αμοιβή της επίβλεψης κατά ποσοστό 50%, επειδή το επαγγελματικό γραφείο τους βρίσκεται στον Πειραιά, δηλαδή πέραν των 150 χιλιομέτρων από το έργο και δ) το γεγονός ότι οι υποκαθιστάμενοι μηχανικοί προέβησαν και σε επιμέτρηση των εργασιών που επέβλεψαν, με συνέπεια να δικαιούνται, κατ’ άρθρο 93 του ΠΔ 696/1974, και αμοιβή επιμέτρησης (που ορίζεται σε ποσοστό 40% της αμοιβής επίβλεψης), η οποία και ζητείται από το ενάγον ΤΕΕ που υποκατέστησε αυτούς, η νόμιμη αμοιβή της μηχανικού …….. α) για την επίβλεψη των αρχιτεκτονικών εργασιών (των οποίων η δαπάνη ήταν 184.493.348 δρχ.), ανέρχεται, σύμφωνα με τον μαθηματικό τύπο του άρθρου 2 του ΠΔ 696/1974 (σε συνδυασμό με το άρθρο 92 παρ. 1 του ιδίου ΠΔ), σε 6.807.804 δρχ. κατά τους εκεί αναλυτικούς υπολογισμούς, και, κατόπιν διπλασιασμού της αμοιβής επίβλεψης λόγω εκτέλεσης του έργου με μερικούς, κατ’ είδος εργασιών, εργολάβους (άρθρο 95 παρ. 5 του ιδίου ΠΔ), σε 13.615.608 δρχ. (6.807.804 Χ 2) και κατόπιν προσαύξησης κατά 50% γιατί η απόσταση του έργου είναι πέραν των 150 χιλιομέτρων από την έδρα της επιβλέπουσας μηχανικού (άρθρο 95 παρ. 4β΄ του ιδίου ΠΔ), σε 17.019.510 δρχ. (13.615.608 + [6.807.804 Χ 0,50=] 3.403.902), ενώ η αμοιβή επιμέτρησης αυτής ανέρχεται σε 2.723.121 δρχ. (6.807.804 Χ 0,40), δηλαδή η αμοιβή επίβλεψης και επιμέτρησης για τις εν λόγω εργασίες ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 19.742.631 δρχ. β) για την επίβλεψη των στατικών εργασιών (των οποίων η δαπάνη ήταν 48.624.000 δρχ.), ανέρχεται, σύμφωνα με τον μαθηματικό τύπο του άρθρου 2 του ΠΔ 696/1974 (σε συνδυασμό με το άρθρο 92 παρ. 1 του ιδίου ΠΔ), σε 2.304.778 δρχ. κατά τους εκεί αναλυτικούς υπολογισμούς, και, κατόπιν διπλασιασμού της αμοιβής επίβλεψης λόγω εκτέλεσης του έργου με μερικούς, κατ’ είδος εργασιών, εργολάβους (άρθρο 95 παρ. 5 του ιδίου ΠΔ), σε 4.609.556 δρχ. (2.304.778 Χ 2) και κατόπιν προσαύξησης κατά 50% γιατί η απόσταση του έργου είναι πέραν των 150 χιλιομέτρων από την έδρα της επιβλέπουσας μηχανικού (άρθρο 95 παρ. 4β΄ του ιδίου ΠΔ), σε 5.761.945 δρχ. (4.609.556 + [2.304.778 Χ 0,50=] 1.152.389), ενώ η αμοιβή επιμέτρησης αυτής ανέρχεται σε 921.911 δρχ. (2.304.778 Χ 0,40), δηλαδή η αμοιβή επίβλεψης και επιμέτρησης για τις εν λόγω εργασίες ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 6.683.856 δρχ., γ) για την επίβλεψη των εργασιών ύδρευσης (των οποίων η δαπάνη ήταν 7.225.500 δρχ.), ανέρχεται, σύμφωνα με τον μαθηματικό τύπο του άρθρου 2 του ΠΔ 696/1974 (σε συνδυασμό με το άρθρο 92 παρ. 1 του ιδίου ΠΔ), σε 512.432 δρχ. κατά τους εκεί αναλυτικούς υπολογισμούς, και, κατόπιν διπλασιασμού της αμοιβής επίβλεψης λόγω εκτέλεσης του έργου με μερικούς, κατ’ είδος εργασιών, εργολάβους (άρθρο 95 παρ. 5 του ιδίου ΠΔ), σε 1.024.864 δρχ. (512.432 Χ 2) και κατόπιν προσαύξησης κατά 50% γιατί η απόσταση του έργου είναι πέραν των 150 χιλιομέτρων από την έδρα της επιβλέπουσας μηχανικού (άρθρο 95 παρ. 4β΄ του ιδίου ΠΔ), σε 1.281.080 δρχ. (1.024.864 + [512.432 Χ 0,50=] 256.216), αλλά επειδή, κατ’ άρθρο 95 παρ. 8 του ιδίου ΠΔ, το τελικώς προκύπτον συνολικό ποσοστό αμοιβής επίβλεψης επί της αξίας του έργου δεν δύναται να είναι, σε κάθε περίπτωση, μεγαλύτερο του 15% όταν συντρέχουν περισσότερες περιπτώσεις του ως άνω άρθρου, όπως συμβαίνει στην προκειμένη υπόθεση, η αμοιβή επίβλεψης ανέρχεται τελικά σε 1.083.025 δρχ. (7.225.500 Χ 0,15), ενώ η αμοιβή επιμέτρησης αυτής ανέρχεται σε 204.973 δρχ. (512.432 Χ 0,40), δηλαδή η αμοιβή επίβλεψης και επιμέτρησης για τις εν λόγω εργασίες ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 1.288.798 δρχ. και δ) για την επίβλεψη των εργασιών αποχέτευσης (των οποίων η δαπάνη ήταν 3.685.186 δρχ.), ανέρχεται, σύμφωνα με τον μαθηματικό τύπο του άρθρου 2 του ΠΔ 696/1974 (σε συνδυασμό με το άρθρο 92 παρ. 1 του ιδίου ΠΔ), σε 313.093 δρχ. κατά τους εκεί αναλυτικούς υπολογισμούς, και, κατόπιν διπλασιασμού της αμοιβής επίβλεψης λόγω εκτέλεσης του έργου με μερικούς, κατ’ είδος εργασιών, εργολάβους (άρθρο 95 παρ. 5 του ιδίου ΠΔ), σε 626.186 δρχ. (313.093 Χ 2) και κατόπιν προσαύξησης κατά 50% γιατί η απόσταση του έργου είναι πέραν των 150 χιλιομέτρων από την έδρα της επιβλέπουσας μηχανικού (άρθρο 95 παρ. 4β΄ του ιδίου ΠΔ), σε 782.732 δρχ. (626.186 + [313.093 Χ 0,50=] 156.546), αλλά επειδή, κατ’ άρθρο 95 παρ. 8 του ιδίου ΠΔ, το τελικώς προκύπτον συνολικό ποσοστό αμοιβής επίβλεψης επί της αξίας του έργου δεν δύναται να είναι, σε κάθε περίπτωση, μεγαλύτερο του 15% όταν συντρέχουν περισσότερες περιπτώσεις του ως άνω άρθρου, όπως συμβαίνει στην προκειμένη υπόθεση, η αμοιβή επίβλεψης ανέρχεται τελικά σε 552.778 δρχ. (3.685.186 Χ 0,15), ενώ η αμοιβή επιμέτρησης αυτής ανέρχεται σε 125.237 δρχ. (313.093 Χ 0,40), δηλαδή η αμοιβή επίβλεψης και επιμέτρησης για τις εν λόγω εργασίες ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 678.015 δρχ. Επίσης, με βάση τα ίδια ως άνω δεδομένα, η νόμιμη αμοιβή του μηχανικού ……….. α) για την επίβλεψη των εργασιών θέρμανσης (των οποίων η δαπάνη ήταν 16.635.300 δρχ.), ανέρχεται, σύμφωνα με τον μαθηματικό τύπο του άρθρου 2 του ΠΔ 696/1974 (σε συνδυασμό με το άρθρο 92 παρ. 1 του ιδίου ΠΔ), σε 1.179.775 δρχ. κατά τους εκεί αναλυτικούς υπολογισμούς, και, κατόπιν διπλασιασμού της αμοιβής επίβλεψης λόγω εκτέλεσης του έργου με μερικούς, κατ’ είδος εργασιών, εργολάβους (άρθρο 95 παρ. 5 του ιδίου ΠΔ), σε 2.359.550 δρχ. (1.179.775 Χ 2) και κατόπιν προσαύξησης κατά 50% γιατί η απόσταση του έργου είναι πέραν των 150 χιλιομέτρων από την έδρα του επιβλέποντος μηχανικού (άρθρο 95 παρ. 4β΄ του ιδίου ΠΔ), σε 2.949.438 δρχ. (2.359.550+ [1.179.775 Χ 0,50=] 589.888), αλλά επειδή, κατ’ άρθρο 95 παρ. 8 του ιδίου ΠΔ, το τελικώς προκύπτον συνολικό ποσοστό αμοιβής επίβλεψης επί της αξίας του έργου δεν δύναται να είναι, σε κάθε περίπτωση, μεγαλύτερο του 15% όταν συντρέχουν περισσότερες περιπτώσεις του ως άνω άρθρου, όπως συμβαίνει στην προκειμένη υπόθεση, η αμοιβή επίβλεψης ανέρχεται τελικά σε 2.495.295 δρχ. (16.635.300 Χ 0,15), ενώ η αμοιβή επιμέτρησης αυτής ανέρχεται σε 471.910 δρχ. (1.179.775 Χ 0,40), δηλαδή η αμοιβή επίβλεψης και επιμέτρησης για τις εν λόγω εργασίες ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 2.967.205 δρχ. και β) για την επίβλεψη των εργασιών ηλεκτρικών εγκαταστάσεων (των οποίων η δαπάνη ήταν 5.920.000 δρχ.), ανέρχεται, σύμφωνα με τον μαθηματικό τύπο του άρθρου 2 του ΠΔ 696/1974 (σε συνδυασμό με το άρθρο 92 παρ. 1 του ιδίου ΠΔ), σε 442.579 δρχ. κατά τους εκεί αναλυτικούς υπολογισμούς, και, κατόπιν διπλασιασμού της αμοιβής επίβλεψης λόγω εκτέλεσης του έργου με μερικούς, κατ’ είδος εργασιών, εργολάβους (άρθρο 95 παρ. 5 του ιδίου ΠΔ), σε 885.158 δρχ. (442.579 Χ 2) και κατόπιν προσαύξησης κατά 50% γιατί η απόσταση του έργου είναι πέραν των 150 χιλιομέτρων από την έδρα του επιβλέποντος μηχανικού (άρθρο 95 παρ. 4β΄ του ιδίου ΠΔ), σε 782.732 δρχ. (885.158 + [442.579 Χ 0,50=] 221.290), αλλά επειδή, κατ’ άρθρο 95 παρ. 8 του ιδίου ΠΔ, το τελικώς προκύπτον συνολικό ποσοστό αμοιβής επίβλεψης επί της αξίας του έργου δεν δύναται να είναι, σε κάθε περίπτωση, μεγαλύτερο του 15% όταν συντρέχουν περισσότερες περιπτώσεις του ως άνω άρθρου, όπως συμβαίνει στην προκειμένη υπόθεση, η αμοιβή επίβλεψης ανέρχεται τελικά σε 888.000 δρχ. (5.920.000 Χ 0,15), ενώ η αμοιβή επιμέτρησης αυτής ανέρχεται σε 177.032 δρχ. (442.579 Χ 0,40), δηλαδή η αμοιβή επίβλεψης και επιμέτρησης για τις εν λόγω εργασίες ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 1.065.032 δρχ. Κατά συνέπεια, η ελάχιστη νόμιμη αμοιβή, κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις του ΠΔ 6961974, των υποκαθιστάμενων από το ενάγον μηχανικών για την επίβλεψη και επιμέτρηση των ανωτέρω εργασιών στο κτιριακό έργο της εναγομένης ανέρχεται: α) για την μηχανικό ……., στο συνολικό ποσό των 28.393.300 (19.742.631 + 6.683.856 + 1.288.798 + 678.015) δραχμών και μετ’ αφαίρεση ποσού 2.363.757 δραχμών που έχει ήδη καταβληθεί έναντι της αμοιβής αυτής, απομένει υπόλοιπο εκ ποσού 26.029.543 δραχμών και ήδη 76.389 ευρώ που δεν έχει ακόμα καταβληθεί και β) για τον μηχανικό …….., στο συνολικό ποσό των 4.032.237 (2.967.205 + 1.065.032) δραχμών και μετ’ αφαίρεση ποσού 491.001 δραχμών που έχει ήδη καταβληθεί έναντι της αμοιβής αυτής, απομένει υπόλοιπο εκ ποσού 3.541.236 δραχμών και ήδη 10.392,45 ευρώ που δεν έχει ακόμα καταβληθεί, από το οποίο ζητούνται 10.392 ευρώ. Η εναγόμενη εταιρία, με τις προτάσεις της τόσο στο πρωτοβάθμιο όσο και στο παρόν Δικαστήριο, ισχυρίσθηκε ότι είχε συμφωνήσει με τους υποκαθιστάμενους από το ενάγον μηχανικούς ότι η αμοιβή των τελευταίων θα υπολογιζόταν με βάση όχι τον αναλυτικό προϋπολογισμό του έργου, τον οποίο επικαλείται το ενάγον με την αγωγή του, αλλά με βάση τον εμβαδομετρικό προϋπολογισμό του έργου, όπως αυτός είχε προσδιορισθεί κατά τον χρόνο έκδοσης της 97/1994 οικοδομικής άδειας, με βάση τον τότε συνταχθέντα από την υποκαθιστάμενη μηχανικό συγκεντρωτικό πίνακα αμοιβών, στον οποίο αναγραφόταν ως αμοιβή επίβλεψης (και για τους δύο μηχανικούς) το ποσό των 5.650.131 δρχ., το οποίο και έχει εξοφληθεί εν μέρει με καταβολή, την 11.3.1998, ποσού 3.739.733 δρχ. (στο οποίο περιλαμβάνονταν και τα δικαιώματα τρίτων και ο προκαταβαλλόμενος φόρος εισοδήματος των μηχανικών) και εν μέρει με τον συνυπολογισμό και ποσού 2.231.071 δρχ. που είχε καταβληθεί, σε προγενέστερο χρόνο, επιπλέον και αχρεωστήτως στους μηχανικούς ως αμοιβή τους για τις μελέτες για την έκδοση της οικοδομικής άδειας, αλλά, στην πραγματικότητα, αποτελούσε προκαταβολή έναντι της αμοιβής επίβλεψης. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός της εναγομένης δεν ασκεί έννομη επιρροή, γιατί η νόμιμη αμοιβή επίβλεψης, που ζητείται με την αγωγή, προσδιορίζεται όχι με βάση τον αρχικό προϋπολογισμό του έργου (αναλυτικό ή εμβαδομετρικό), όπως καθορίσθηκε κατά τον χρόνο έκδοσης της οικοδομικής άδειας βάσει του εκτιμώμενου κόστους κατασκευής του έργου του εξαγόμενου από αντικειμενικά στοιχεία (σημειωτέον ότι ο εν λόγω αρχικός υπολογισμός αποτελεί τη βάση προσδιορισμού μόνο των αμοιβών μελετών για την έκδοση της άδειας – άρθρο 3 ΠΔ 696/1974), αλλά προσδιορίζεται, κατ’ άρθρο 92 του ιδίου ΠΔ, με βάση τις τελικά πραγματοποιηθείσες δαπάνες των εργασιών που εκτελέσθηκαν στο έργο σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη στην παράγραφο ΙΙΙ της παρούσας. Το κρίσιμο, συνεπώς, ζήτημα στην προκειμένη υπόθεση αποτελεί, ως προς την αιτούμενη νόμιμη αμοιβή επίβλεψης, το ύψος της τελικά πραγματοποιηθείσας δαπάνης των εκτελεσθεισών εργασιών και όχι το ύψος του αρχικού προϋπολογισμού του έργου κατά τον χρόνο σύνταξης των μελετών για την έκδοση της οικοδομικής άδειας, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει η εναγομένη. Εξάλλου, και αν ακόμη ήθελε θεωρηθεί ότι έλαβε χώρα τέτοια συμφωνία, σε σχέση με την αμοιβή των υποκαθιστάμενων μηχανικών, αυτή, ως αναφερόμενη σε αμοιβή τούτων κατωτέρα της νομίμου (αφού κατά τα εκτιθέμενα από την εναγομένη ανέρχεται σε 5.650.131 δρχ.), είναι απολύτως άκυρη και θεωρείται ότι δεν έγινε, εφόσον αντίκειται σε απαγορευτική διάταξη νόμου, δεδομένου ότι, όπως αναφέρθηκε στην ίδια ως άνω νομική σκέψη, σύμφωνα με τα όσα ίσχυαν κατά το κρίσιμο επίδικο χρόνο (πριν την κατάργηση των υποχρεωτικών ελαχίστων ορίων αμοιβής των μηχανικών με το άρθρο 7 του Ν. 3919/2011), η αμοιβή αυτή δεν επιτρεπόταν να είναι κατώτερη από τα ελάχιστα όρια της νόμιμης αμοιβής, που καθορίζονται από τις διατάξεις του Π.Δ. 696/1974, ενώ τυχόν γενομένη τέτοια συμφωνία είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενόμενη κατ’ άρθρα 174 και 180 ΑΚ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, απέρριψε, ως ουσιαστικά αβάσιμη, την αγωγή ως προς την αιτούμενη νόμιμη αμοιβή επίβλεψης, με την αιτιολογία αφενός μεν ότι είχε συμφωνηθεί μεταξύ της εναγομένης και των μηχανικών, η αμοιβή των τελευταίων να υπολογιστεί με βάση τον εμβαδομετρικό και όχι τον αναλυτικό προϋπολογισμό του έργου καθώς και ότι δεν είχε συνταχθεί από τους μηχανικούς πλήρης προμέτρηση του έργου, ενώ οι μεταγενέστερες επιμετρήσεις του έργου που επικαλείται το ενάγον με την αγωγή του, δεν μπορούν να υποκαταστήσουν την αναγκαία, προβλεπόμενη από το νόμο, προμέτρηση, αφετέρου δε ότι δεν υπάρχει στην αγωγή επικουρικό αίτημα καταβολής της αμοιβής επίβλεψης με εμβαδομετρικό υπολογισμό, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και συγκεκριμένα του άρθρου 92 του ΠΔ 696/1974, που καθορίζει την ελάχιστη νόμιμη αμοιβή επίβλεψης και τυγχάνει εφαρμογής έστω και αν υπάρχει αντίθετη συμφωνία περί καταβολής αμοιβής κατώτερης της νομίμου, γενομένου δεκτού ως ουσιαστικά βάσιμου του σχετικού (πρώτου) λόγου της έφεσης του ενάγοντος. Σημειώνεται, ότι μετά την παραδοχή του ανωτέρω λόγου έφεσης και την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης, το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο υποχρεούται να εφαρμόσει, για την διάγνωση της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγής, όχι το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο δημοσίευσης της απόφασής του, αλλά τις διατάξεις του ΠΔ 696/1974, οι οποίες, στην προκείμενη περίπτωση, καταλαμβάνουν χρονικά την επίδικη έννομη σχέση (ΟλΑΠ 7 και 8/2011 δημοσιευμένες σε ΝΟΜΟΣ, βλ. και ad hoc ΑΠ 837/2015 δημ. σε ΝΟΜΟΣ). Επίσης, το Δικαστήριο τούτο, επειδή δικάζει πλέον την αγωγή και όχι την έφεση, καθίσταται αρμόδιο να ερευνήσει όλα τα ζητήματα που υποβλήθηκαν πρωτοδίκως (βλ. ΑΠ 1887/2008 ΝοΒ 2009.655) και, συνεπώς, αναφορικά με τους λοιπούς προβληθέντες στον πρωτοβάθμιο δικαστήριο ισχυρισμούς της εναγομένης, τους οποίους αυτή επαναφέρει και με τις προτάσεις της στο παρόν Δικαστήριο, πρέπει να αναφερθούν τα ακόλουθα: Οι τελικώς πραγματοποιηθείσες δαπάνες των ανωτέρω αναφερόμενων εργασιών, που εκτελέσθηκαν με την επίβλεψη των υποκαθιστάμενων από το ενάγον μηχανικών και που αποτελούν τη βάση για τον υπολογισμό της αμοιβής επίβλεψης (άρθρο 92 ΠΔ 696/1974), ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 184.493.348 δραχμών, όπως αναλυτικά προεκτέθηκε και όπως αποδείχθηκε τόσο από την κατάθεση του μάρτυρα του ενάγοντος, ……….., αρχιτέκτονα μηχανικού, ο οποίος είχε προσωπική αντίληψη του έργου, όσο και από την ενσωματωμένη στην αγωγή «τεχνική έκθεση επιμέτρησης εργασιών και οικονομικός απολογισμός έργου» της μηχανικού …….. με τα ενσωματωμένα παραρτήματα αυτής, που αναφέρουν λεπτομερώς με το είδος των εργασιών που διενεργήθηκαν, την ποσότητα, την μονάδα και τιμή εκάστης αυτών καθώς και από τα ομοίως ενσωματωμένα αντίγραφα τιμολογίων πώλησης-δελτίων αποστολής και τιμολογίων παροχής υπηρεσιών, που αφορούν εργασίες που διενεργήθηκαν στο κτίριο της εναγομένης και υλικά που χρησιμοποιήθηκαν σ’ αυτές. Η εναγομένη, άλλωστε, δεν αμφισβητεί, με τις προτάσεις της, την εκτέλεση των στην οριστική έκθεση επιμέτρησης αναφερόμενων εργασιών, όπως αυτές προεκτέθηκαν (πλην ενός γκαράζ επιφάνειας 7,40 τμ, της μόνωσης-στεγανοποίησης των ταρατσών, μέρους των επιχρισμάτων και μέρους της επίστρωσης με πλακίδια των εξωτερικών κλιμάκων) και την ποσότητα αυτών (ούτε τον τρόπο και τις πράξεις εξαγωγής της αμοιβής των ανωτέρω μηχανικών), αλλά τα ποσά ορισμένων εκ των ανωτέρω επί μέρους εργασιών, τα οποία θεωρεί αυξημένα σε σχέση με την πραγματικότητα, επικαλούμενη όλως γενικώς ότι το ύψος της επιμέτρησης που περιλαμβάνεται στην αγωγή, είναι «απόλυτα ανακριβής». Όμως, από τα προσκομιζόμενα απ’ αυτήν (σε μικρό αριθμό) τιμολόγια πώλησης, ουδόλως αποδείχθηκε ο ισχυρισμός της περί τεχνητής αύξησης των επικαλούμενων από το ενάγον δαπανών που πραγματοποιήθηκαν, αφού δεν προκύπτει εάν τα τιμολόγια αυτά αφορούν το σύνολο ή μέρος των εργασιών που εκτελέσθηκαν. Περαιτέρω, ως προς την προβληθείσα πρωτοδίκως από την εναγομένη ένσταση παραγραφής λόγω παρόδου πενταετίας, πρέπει να αναφερθεί ότι σύμφωνα µε το άρθρο 250 αρ. 5 του ΑΚ η αξίωση καταβολής της αμοιβής του μηχανικού παραγράφεται σε πέντε χρόνια, πλην όμως η παραγραφή της αξίωσης αυτής, κατά το άρθρο 253 του ιδίου Κώδικα, αρχίζει μόλις λήξει το έτος μέσα στο οποίο συμπίπτει η έναρξη της παραγραφής, η οποία, κατ’ άρθρο 251 ΑΚ, αρχίζει από τότε που γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξή της. Στην προκείμενη δε περίπτωση, οι εργασίες στο κτιριακό έργο της εναγομένης, τις οποίες επέβλεψαν οι υποκαθιστάμενοι μηχανικοί, διήρκεσαν μέχρι τον Αύγουστο του 1997, οπότε και ολοκληρώθηκε το έργο. Κατόπιν τούτου, ενόψει του ότι η αιτούμενη αξίωση της αμοιβής επίβλεψης κατέστη απαιτητή τον Αύγουστο του 1997 με την ολοκλήρωση του έργου, από την 1.1.1998 (που άρχισε η παραγραφή της κατά τα προεκτεθέντα) μέχρι την 28.12.2001 (χρόνος άσκησης της ένδικης αγωγής) δεν έχει παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της πενταετίας και, συνεπώς, η ένδικη αξίωση του ενάγοντος ΤΕΕ, που υποκατέστησε τους ως άνω μηχανικούς, για καταβολή της εν λόγω αμοιβής επίβλεψης αυτών, δεν έχει υποπέσει σε παραγραφή, απορριπτόμενης, ως ουσιαστικά αβάσιμης, της σχετικής προβληθείσης από την εναγομένη ένστασης. Ακολούθως, η εναγομένη, προς απόκρουση της αγωγικής αξίωσης του ενάγοντος (καταβολή της αμοιβής επίβλεψης των υποκαθιστάμενων απ’ αυτό μηχανικών), προέβαλε τον ισχυρισμό της καταχρηστικής άσκησης του επίδικου δικαιώματος, επικαλούμενο ότι ζητείται αμοιβή επίβλεψης, χωρίς, όμως, να έχει πραγματοποιηθεί ουδεμία επίβλεψη, πλην του σταδίου των σκυροδετήσεων της οικοδομής. Το ανωτέρω, όμως, επικαλούμενο από την εναγομένη περιστατικό δεν θεμελιώνει την ένσταση του άρθρου 281 του ΑΚ, αλλά, εφόσον είναι αληθινό (αν και, κατά τα προεκτεθέντα, δεν αποδείχθηκε ότι είναι αληθές), συνεπάγεται την απόρριψη της αγωγής, λόγω μη άσκησης επίβλεψης, δεδομένου ότι η καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος προϋποθέτει τη γέννηση και την ύπαρξή του, ενώ η επίκληση περιστατικών, όπως συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση, η αλήθεια των οποίων αποκλείει τη γέννηση του δικαιώματος, δεν θεμελιώνει και ένσταση καταχρηστικής άσκησής του, αλλά συνιστά αιτιολογημένη άρνηση της στηριζόμενης στο δικαίωμα αυτό αγωγής (ΑΠ 536/2017, ΑΠ 1799/2006, ΕφΘεσ 721/2010 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά συνέπεια, ο προαναφερθείς ισχυρισμός της εναγομένης, που επιχειρείται να θεμελιωθεί στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος. Τέλος, η εναγομένη ισχυρίζεται ότι, με αποκλειστική υπαιτιότητα των επιβλεπόντων μηχανικών (των υποκαθιστάμενων από το ενάγον) εκ της πλημμελούς επίβλεψής τους, προκλήθηκαν ουσιώδεις κακοτεχνίες στο έργο, με συνέπεια να έχει ασκήσει εναντίον τους σχετική αγωγή που αφορά, μεταξύ άλλων, και τις κακοτεχνίες αυτές, επί της οποίας (αγωγής) έχει ήδη εκδοθεί η (προσκομιζόμενη με επίκληση) υπ’ αριθ. 1826/2016 μη οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και, συνακόλουθα, κωλύεται η άσκηση του επίδικου δικαιώματος για την αιτούμενη αμοιβή επίβλεψης. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός της εναγομένης είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, δεδομένου ότι από τις τυχόν κακοτεχνίες του έργου (τις οποίες, πάντως, αυτή επικαλείται, με τις προτάσεις της όλως γενικώς και αορίστως, χωρίς να τις προσδιορίζει με ορισμένο και συγκεκριμένο τρόπο), δηλαδή από τα επουσιώδη ή ουσιώδη ελαττώματα αυτού, δεν κωλύεται η γένεση και η έκταση του δικαιώματος του εργολάβου (μηχανικού) επί της αμοιβής του, αλλά παρέχονται στον εργοδότη τα από τα άρθρα 688-690 ΑΚ προβλεπόμενα δικαιώματα, δηλαδή δικαιούται ο εργοδότης να απαιτήσει, αναλόγως του ελαττώματος, είτε να ζητήσει διόρθωση αυτού μέσα σε εύλογη προθεσμία ή ανάλογη μείωση της αμοιβής, είτε να υπαναχωρήσει από την σύμβαση, είτε να ζητήσει αποζημίωση για μη εκτέλεση της σύμβασης (ΑΠ 925/1974 ΝοΒ 26.727, ΕφΑθ 10264/1997 ΕλλΔνη 1998.1391, ΕφΘεσ 3625/1990 Αρμ 1990.1103). Περαιτέρω, ως προς τις λοιπές αιτούμενες, με την αγωγή, αμοιβές επίβλεψης και επιμέτρησης της υποκαθιστάμενης από το ενάγον μηχανικού ……., για τις εργασίες διαμόρφωσης περιβάλλοντος, τις αρχιτεκτονικές εργασίες πισίνας και τις στατικές εργασίες πισίνας, τα σχετικά κονδύλια είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμα, γιατί δεν αποδείχθηκε ότι έλαβε χώρα επίβλεψη της μηχανικού αυτής για τις εν λόγω εργασίες. Ειδικότερα, λόγω της ανεύρεσης του αρχαίου τάφου της Μυκηναϊκής εποχής σε σημείο του ακινήτου της εναγομένης, δεν ολοκληρώθηκαν οι εργασίες του περιβάλλοντος χώρου. Μάλιστα η επίβλεψη αυτών ανατέθηκε, σε μεταγενέστερο χρόνο, σε άλλο μηχανικό, ήτοι στον διπλωματούχο αρχιτέκτονα μηχανικό ………., ο οποίος συνέταξε και το (προσκομιζόμενο) σχετικό από Οκτωβρίου 2000 τοπογραφικό διάγραμμα για την επέκταση του ξενοδοχείου της εναγομένης μετά την επίλυση του ζητήματος του ως άνω αρχαίου τάφου με βάση και την (προσκομιζόμενη) υπ’ αριθ. πρωτ. ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Α1/Φ21/ 49216/2998/25.9.2001 απόφαση της Διεύθυνσης Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων του Υπουργείου Πολιτισμού, με την οποία χορηγήθηκε η άδεια συνέχισης των οικοδομικών εργασιών στο εν λόγω ακίνητο για την επέκταση του ξενοδοχείου, με την σαφή αναφορά για την τελική διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου με βάση τη νέα μελέτη και με τις οδηγίες του αρμόδιου αρχαιολόγου. Σημειώνεται, επίσης, ότι στις σχετικές μελέτες που κατέθεσε η υποκαθιστάμενη από το ενάγον μηχανικός, δεν περιλαμβάνονται και μελέτες που να αφορούν τις εν λόγω αρχιτεκτονικές και στατικές εργασίες πισίνας, σε αντίθεση με τις λοιπές αιτούμενες αμοιβές επίβλεψης για άλλες εργασίες, για τις οποίες υπάρχουν σχετικές μελέτες. Κατ` ακολουθίαν όλων όσων προαναφέρθηκαν, ο εναγόμενη εταιρία πρέπει, κατά μερική παραδοχή της ένδικης αγωγής, να καταβάλει στο ενάγον ΤΕΕ, ως υποκατάστατο των μελών του μηχανικών, ……. και ………., το συνολικό ποσό των 86.781 ευρώ (ήτοι 76.389 ευρώ ως αμοιβή επίβλεψης και επιμέτρησης της υποκαθιστάμενης πρώτης μηχανικού και 10.392 ευρώ ως αμοιβή επίβλεψης και επιμέτρησης του υποκαθιστάμενου δεύτερου μηχανικού) με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Το αίτημα, όμως, περί τοκοδοσίας από 16.12.2000 λόγω σχετικής όχλησης της εναγομένης, είναι απορριπτέο ως ουσιαστικά αβάσιμο, γιατί δεν αποδείχθηκε όχληση της εναγομένης σε χρόνο πριν την επίδοση της αγωγής, ούτε το ενάγον προσκομίζει οιοδήποτε έγγραφο που να αποδεικνύει την επικαλούμενη απ’ αυτό όχληση. Στο σημείο αυτό, πρέπει να αναφερθεί ότι στο υποβαλλόμενο, με την ένδικη αγωγή αίτημα, περί επιδίκασης τόκων λόγω της προηγηθείσας όχλησης της εναγομένης, δηλαδή από χρονική αφετηρία προγενέστερη της επίδοσης της αγωγής, περιλαμβάνεται, έστω και αν δεν αναφέρεται σ` αυτήν (αγωγή), και το αίτημα περί επιδίκασης τόκων από την επίδοσή της, καθόσον το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα το οποίο ανάγεται στο αίτημα των τόκων, περιλαμβάνεται και το μικρότερο διάστημα που αρχίζει από την επίδοση της αγωγής (ΑΠ 1126/2010 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επίσης, το αγωγικό αίτημα περί καταβολής του αντιστοιχούντος στην επιδικαζόμενη αμοιβή ποσού του ΦΠΑ πρέπει να απορριφθεί πρωτίστως ως παντελώς αόριστο, αφού ουδόλως προσδιορίζεται τόσο το ποσό αυτό, όσο και το ποσοστό του αιτούμενου ΦΠΑ, ενώ, σε κάθε περίπτωση, κατά την άποψη που υιοθετεί το παρόν Δικαστήριο, προϋπόθεση για την πληρωμή ΦΠΑ επί του επιδικασθέντος ποσού είναι η προηγούμενη έκδοση της αντίστοιχης απόδειξης παροχής υπηρεσιών, προϋπόθεση που δεν συντρέχει στην ένδικη περίπτωση (ΕφΑθ 371/1997 ΕλλΔνη 1997.1601, ΕφΠειρ 870/2014 δημ. σε ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 221/2005 Αρμ 2005.1564, βλ. σχετ. Αθ. Κρητικό, Αποζημίωση από αυτοκινητικά ατυχήματα, έκδ. 2008, παρ. 22, σελ. 485, αρ. 69). Ακόμη, το αίτημα του ενάγοντος για καταβολή τόκων επί καθυστερούμενων τόκων τουλάχιστον ενός έτους (ανατοκισμός), ήτοι από 20.12.2000 μέχρι την άσκηση της αγωγής (20.12.2001), είναι απορριπτέο ως αβάσιμο, καθόσον δεν συντρέχουν οι απαιτούμενες από το άρθρο 296 ΑΚ προϋποθέσεις του ανατοκισμού, ήτοι καταρτισθείσα μεταξύ των διαδίκων ειδική περί ανατοκισμού συμφωνία, μετά την πάροδο τουλάχιστον ενός έτους, την οποία δεν επικαλείται το ενάγον, ή άσκηση καταψηφιστικής αγωγής, μετά την πάροδο τουλάχιστον ενός έτους, που και πάλι δεν συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση, αφού, όπως προαναφέρθηκε, δεν έλαβε χώρα όχληση της εναγομένης σε χρόνο προ της επίδοσης της αγωγής, ώστε να υπάρξουν οφειλόμενοι τόκοι τουλάχιστον ενός έτους πριν την άσκηση αυτής (ΑΠ 174/2013 ΕφΑΔ 2013.637, ΕφΑθ 2093/2015 ΕλλΔνη 2016.460). Τέλος, δεν γεννάται ζήτημα για τον ΦΠΑ των εξ ανατοκισμού τόκων, καθόσον, όπως προαναφέρθηκε, το αίτημα για καταβολή τόκων επί καθυστερημένων τόκων ήδη έχει απορριφθεί κατά τα προεκτεθέντα.

  1. V. Κατόπιν αυτών, πρέπει η υπό κρίση έφεση, κατά παραδοχή του πρώτου λόγου της, να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της και, συνακόλουθα, να γίνει δεκτή η συνεκδικασθείσα με την έφεση αυτή από 23.9.2015 πρόσθετη παρέμβαση των υποκαθιστάμενων από το ενάγον ΤΕΕ μηχανικών. Σημειώνεται, ότι η δίκη επί της ως άνω πρόσθετης παρέμβασης δεν έχει αυτοτελή και ανεξάρτητη ύπαρξη, αλλά έχει παρακολουθητικό χαρακτήρα της ένδικης έφεσης (βλ. ΑΠ 908/2017 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 543/2013 ΠειρΝομ 2013.251). Ακολούθως, πρέπει, αφού διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ) και ερευνηθεί η από 20.12.2001 αγωγή, να γίνει αυτή εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσία και να υποχρεωθεί η εναγόμενη εταιρία να καταβάλει στο ενάγον ΤΕΕ, υπό την προαναφερόμενη ιδιότητά του, το συνολικό ποσό των 86.781 ευρώ για την ανωτέρω αιτία (ήτοι 76.389 ευρώ ως αμοιβή επίβλεψης και επιμέτρησης της υποκαθιστάμενης πρώτης μηχανικού και 10.392 ευρώ ως αμοιβή επίβλεψης και επιμέτρησης του υποκαθιστάμενου δεύτερου μηχανικού) με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της δίκης και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφισθούν, στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων, γιατί ήταν ιδιαίτερα δυσχερής η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρα 179 και 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων α) την από 17.7.2009 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ……/2009) έφεση του ΝΠΔΔ με την επωνυμία «ΤΕΧΝΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΕΛΛΑΔΑΣ» και β) την από 25.9.2015 (με αριθ. κατάθ. ……/2015) πρόσθετη παρέμβαση των μηχανικών, ……… και ……..

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσία την ανωτέρω έφεση.

Δέχεται την ανωτέρω πρόσθετη παρέμβαση.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη υπ` αριθ. 5347/2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασίας διαφορών από αμοιβές για την παροχή εργασίας).

Διακρατεί την υπόθεση και δικάζει επί της από 20.12.2001 (με αριθ. έκθ. κατάθ. …../2001) αγωγής.

Δέχεται εν μέρει την ως άνω αγωγή.

Υποχρεώνει την εναγόμενη εταιρία με την επωνυμία «……….» (πρώην επωνυμία «.………..») να καταβάλει στο ενάγον ΝΠΔΔ με την επωνυμία «……..», ως υποκατάστατο των μελών του μηχανικών, ……… και β) ……….., το ποσό των ογδόντα έξι χιλιάδων επτακοσίων ογδόντα ενός ευρώ (86.781) ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της ως άνω αγωγής μέχρι την εξόφληση.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα, στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 1η Μαρτίου 2018   και δημοσιεύθηκε στις  15 Μαρτίου 2018 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.

    H  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ