Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 187/2018

 

Αριθμός   187/2018

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές  Χρήστο Τζανερρίκο, Πρόεδρο Εφετών,  Αθανάσιο Θεοφάνη, Εφέτη και Χαρίκλεια Σαραμαντή, Εφέτη-Εισηγήτρια, και από τη Γραμματέα  Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και κατά τη χρονολογική σειρά ασκήσεώς τους  Α]: 1) η από   13-9-2016 και με αριθμ. εκθ. καταθ. ………./13-9-2016 έφεση της δεύτερης εναγόμενης εταιρίας  με την επωνυμία «……..» κατά της ενάγουσας εταιρίας με την επωνυμία «……….» (……..), στην από 1-8-2013 και με αριθμό καταθέσεως …./2013 αγωγή, η οποία (έφεση) κοινοποιείται στην πρώτη εναγόμενη, στην ίδια ως άνω αγωγή, εταιρία με την επωνυμία «……….» καθώς και στο νομικό πρόσωπο με την επωνυμία «ΔΙΕΘΝΕΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗΣ ΖΗΜΙΩΝ ΡΥΠΑΝΣΗΣ ΑΠΟ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟ 1992» (ΔΙΕΘΝΕΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ στο εξής) που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση στον πρώτο βαθμό υπέρ των εναγομένων.

2) η από 28-9-2016 και με αριθμ. εκθ. καταθ. ……../11-10-2016 έφεση της εναγομένης  «………» κατά της ίδιας όπως και άνω ενάγουσας, κοινοποιούμενη στην «………… » καθώς και στο προαναφερόμενο νομικό πρόσωπο (ΔΙΕΘΝΕΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ)

3) η από 12-10-2016  και με αριθμ. εκθ. καταθ. ……../12-10-2016 έφεση της ενάγουσας εταιρίας ……… κατά των προαναφερόμενων  δυο εναγόμενων εταιριών  καθώς και κατά του προσθέτως στον πρώτο βαθμό παρεμβάντος νομικού προσώπου,

Β] οι  από 12-1-2017 και με αριθμ. εκθ. καταθ……./13-1-2017 και ……/13-1-2017 αυτοτελείς παρεμβάσεις  του άνω νομικού προσώπου «ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ» υπέρ της ενάγουσας εταιρίας και κατά της «………» η πρώτη και κατά της «……….» η δεύτερη,  κοινοποιουμένη αντίστοιχα η κάθε μία εξ αυτών στην έτερη  καθ’ ης η παρέμβαση εταιρία.

Οι άνω εφέσεις και αυτοτελείς παρεμβάσεις προσβάλλουν την με  αριθμό 1943/2015 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.

Οι ένδικες εφέσεις έχουν ασκηθεί, από τους προαναφερόμενους, εν μέρει, πρωτοδίκως ηττηθέντες, διαδίκους, νομότυπα  σύμφωνα με τα άρθρα 511, 513, 516, 517 και 520 ΚΠολΔ  και εμπρόθεσμα  κατ’ άρθρο 518 παρ. 2 ΚΠολΔ, (όπως η παρ. 2 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του ν. 4335/2015 και ισχύει από 1-1-2016), καθώς δεν έχει παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των δυο ετών από την δημοσίευση της εκκαλουμένης, την 15-5-2015, ενώ από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει άλλος λόγος απαραδέκτου αυτών, ούτε άλλωστε οι διάδικοι ισχυρίζονται το αντίθετο, έχει δε κατατεθεί από όλες τις εκκαλούσες το απαιτούμενο, κατά το άρθρο 495 ΚΠολΔ, παράβολο για την άσκησή τους. Επομένως και δεδομένου ότι αρμόδια φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος Εφετείου  (άρθρο 19 ΚΠολΔ), πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξετασθούν, κατά το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους, με την ίδια, ως άνω, (τακτική) διαδικασία (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), συνεκδικαζόμενες  λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας και προς οικονομία χρόνου και δαπάνης με τις προαναφερθείσες  παρεμβάσεις, (άρθρα 524 παρ. 1 και 246 ΚΠολΔ), οι οποίες, επίσης, παραδεκτά και νομότυπα ασκήθηκαν ενώπιον του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα άρθρα 80, 81 παρ. 1, 83  και 516 παρ. 1 του ΚΠολΔ.

Ειδικότερα το «ΔΙΕΘΝΕΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Αποζημίωσης Ζημιών Ρύπανσης από Πετρέλαιο 1992» που εδρεύει στο Λονδίνο, προς το οποίο ανακοινώθηκε η δίκη με το από 2-8-2013 και με αριθμ. εκθ. καταθ. ……/2013 δικόγραφο ανακοίνωσης δίκης, άσκησε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, την από 3-2-2014 και αριθμ εκθ. καταθ. …./2014  πρόσθετη παρέμβαση με την οποία ζητούσε να αναγνωριστεί η υποχρέωση της «………»  να καταβάλει αποζημίωση για την απορρύπανση στην ενάγουσα με περιορισμό των, τυχόν, επιδικασθησόμενων ποσών στο συνολικό ποσό  των 3.489.923 ευρώ και επικουρικά  των 3.824.760 ευρώ. Μετά την έκδοση της εκκαλουμένης, το ΔΙΕΘΝΕΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ, σ’ εκτέλεση συμφωνίας που κατάρτισε, στο μεταξύ χρονικό διάστημα, με την ενάγουσα και με το από 11-10-2016 ιδιωτικό συμφωνητικό,  κατέβαλε σ’ αυτήν, για την άνω αιτία, το ποσό των 12.000.000 ευρώ, μέχρι του οποίου εκχώρησε  στο ίδιο, η τελευταία, την απαίτησή της. Μετά ταύτα και με δεδομένο ότι η άσκηση πρόσθετης παρεμβάσεως  δεν δημιουργεί σχέση δίκης και δεν καθιστά τον προσθέτως παρεμβαίνοντα κύριο διάδικο, αφού αυτός δεν ζητά παροχή έννομης προστασίας για τον ίδιο ούτε υποβάλλει δικαίωμα προς διάγνωση (ΕΠ 76/2014 δημοσ στη ΝΟΜΟΣ) και περαιτέρω, ότι σε περίπτωση που απευθυνθεί η έφεση του αντιδίκου υπέρ του οποίου παρενέβη και εναντίον του, αυτό ισοδυναμεί με κλήτευσή του στη δίκη (ΑΠ 18/2008, ΕφΘεσσ 1/2017, ΕΠ 185/2016, δημοσ στην ΝΟΜΟΣ,   ΕΠ 262/2014 ΕλλΔνη 15.765), το ΔΙΕΘΝΕΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ, παραδεκτά άσκησε τις προαναφερόμενες αυτοτελείς παρεμβάσεις, αφού, πλέον, κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας, κατέστη ειδικός διάδοχος της υπέρ ης η παρέμβαση ενάγουσας, μετά την κατά τα άνω εκχώρηση μέρους  της ένδικης απαιτήσεώς της και κατά συνέπεια η ισχύς της παρούσας εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις του παρεμβαίνοντος, αφού το δεδικασμένο ισχύει υπέρ και κατά των ειδικών διαδόχων που απέκτησαν το επίδικο πράγμα κατά την διάρκεια της δίκης (άρθρα 225 και 325 ΚΠολΔ ).

Η ενάγουσα εταιρία με την επωνυμία «……..» που εδρεύει στον Πειραιά, ισχυρίστηκε στην από 1-8-2013 και με αριθμ. εκθ. καταθ. …../1-8-2013 αγωγή της, ότι  παρέχει υπηρεσίες προστασίας του  θαλάσσιου,  χερσαίου και παράκτιου περιβάλλοντος και στα πλαίσια της δραστηριότητάς της αυτής,  η πρώτη εναγόμενη  ναυτική εταιρία με την επωνυμία «…………» που εδρεύει στο Χαϊδάρι Αττικής, της ανέθεσε στις  5-3-2012 το έργο της απορρυπάνσεως  και καθαρισμού της θάλασσας και των ακτών στην περιοχή του κόλπου της Ελευσίνας που επλήγησαν από τη διαρροή πετρελαιοειδών, μετά το ναυάγιο του δ/ξ πλοίου της «Α1», το οποίο ήταν ασφαλισμένο στην δεύτερη εναγόμενη εταιρία με την επωνυμία «………….». Ότι η ίδια ανέλαβε  το έργο περιορισμού της προκληθείσας ρυπάνσεως,  απαντλήσεως πετρελαιοειδών από το βυθισθέν πλοίο καθώς  και καθαρισμού  των πληγέντων θαλάσσιων περιοχών και  ακτών από την ημέρα που σημειώθηκε το ναυάγιο,  στις 5-3-2012 και αφού το εκτέλεσε  κατά το προσήκοντα τρόπο, παρέδωσε αυτό στην ενάγουσα, στις  28-4-2013, απομακρύνοντας το προσωπικό  της και τα μέσα που είχε διαθέσει προς τούτο μετά από σχετική εντολή τόσο της εργοδότριας, πρώτης εναγόμενης, όσο και του εποπτεύοντος καθ’ όλο το άνω διάστημα τις εργασίες της, αρμόδιου  Λιμεναρχείου Ελευσίνας. Ότι η τελευταία, εναγόμενη πλοιοκτήτρια εταιρία, αρνείται να της  καταβάλει την αμοιβή της η οποία ανέρχεται στο ποσό των 15.853.962,30 ευρώ, διαμορφωθείσα στο ύψος αυτό με βάση τις εργασίες που παρείχε κατά την εκτέλεση του ένδικου έργου, το προσωπικό και τα μέσα που διέθεσε και με βάση τον τιμοκατάλογο της, που είναι γνωστός στην αγορά αλλά και η εναγομένη  είχε αποδεχτεί, κατόπιν της γνωστοποιήσεώς του σ’ αυτήν. Με βάση το παραπάνω ιστορικό και τα όσα ειδικότερα εκθέτει στο δικόγραφο της αγωγής της, η ενάγουσα ζητά να υποχρεωθούν αμφότερες οι εναγόμενες εταιρίες να της καταβάλλουν, σ’ ολόκληρον η κάθε μία εξ αυτών,  την συμφωνηθείσα και εύλογη  αμοιβή της, με το νόμιμο τόκο των επιμέρους ποσών στο οποίο αυτή αναλύεται, από την ημέρα που οχλήθηκαν για την καταβολή κάθε ενός εξ αυτών (των επιμέρους ποσών), κυρίως με βάση τις διατάξεις περί ενδοσυμβατικής ευθύνης, σε συνδυασμό με την Διεθνή Σύμβαση Ευθύνης 1992, όσο και με το ν. 743/1977, επικουρικά δε η δεύτερη   με βάση τις διατάξεις περί αδικοπραξίας, όπως αναλύονται στο αγωγικό δικόγραφο.

Ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου το ΔΙΕΘΝΕΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ,  όπως ήδη εκτίθεται ανωτέρω,  άσκησε  την από 3-2-2014 πρόσθετη παρέμβαση, η δε ενάγουσα εταιρία  άσκησε την  από 2-8-2013 και  με αριθμ. εκθ. καταθ. ……/2013 ανακοίνωση δίκης  κατά του ως άνω παρεμβάντος Νομικού Προσώπου, ενώ η εναγόμενη πλοιοκτήτρια εταιρία άσκησε την από 12-9-2014 και με αριθμ. εκθ. καταθ. ……/2014 ανακοίνωση δίκης κατά του Ελληνικού Δημοσίου.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του, αφού συνεκδίκασε την ως αγωγή, πρόσθετη παρέμβαση και ανακοινώσεις δίκης, δέχθηκε την αγωγή ως ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη, ως προς αμφότερες τις εναγόμενες, στις διατάξεις της Διεθνούς Συμβάσεως 1992 που κυρώθηκε με το ν. 314/1976 σε συνδυασμό με το π.δ. 55/1998  και περαιτέρω ως, εν μέρει, ουσιαστικά βάσιμη, απορρίπτοντας τον ισχυρισμό περί αοριστίας  που προέβαλε η πρώτη εναγόμενη, περί ελλείψεως παθητικής νομιμοποιήσεώς της που προέβαλε η δεύτερη εξ αυτών,  δεχόμενη (η απόφαση) ότι η μεταφερόμενη ποσότητα πετρελαίου δεν αποτελεί προϋπόθεση της ευθύνης του ασφαλιστή κατά την Διεθνή Σύμβαση 1992, στη συνέχεια (απορρίπτοντας) τον ισχυρισμό περί  περιορισμού της ευθύνης τους, που προέβαλαν αμφότερες οι εναγόμενες, λόγω μη σύστασης του σχετικού κεφαλαίου. Τέλος  απέρριψε την πρόσθετη παρέμβαση και υποχρέωσε τις εναγόμενες εταιρίες να καταβάλουν στην ενάγουσα το ποσό των 14.485.962,30 ευρώ ως αμοιβή της για τις ένδικες υπηρεσίες της, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, απορρίπτοντας ως ουσιαστικά αβάσιμο το κονδύλι που αφορούσε τη ναύλωση του ρ/κ «ΜΑ», ύψους 1.368.000 ευρώ .

IΙΙ. Κατά της αποφάσεως αυτής του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, οι εκατέρωθεν ηττηθέντες, εν μέρει, διάδικοι, παραπονούμενοι, ήδη με τις ένδικες εφέσεις τους, για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν την παραδοχή τους (εφέσεων) και, ακολούθως, την εξαφάνισή της, προκειμένου, κατά μεν την εκκαλούσα-ενάγουσα να γίνει  πλήρως δεκτή η αγωγή της  κατά δε τις εκκαλούσες-εναγόμενες εταιρίες, να απορριφθεί αυτή, επικουρικά να περιοριστεί στο ύψος των 4.510.000 ειδικών τραβηχτικών δικαιωμάτων, ενώ το  «ΔΙΕΘΝΕΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ», όπως ήδη αναφέρεται, παρεμβαίνει  στην παρούσα δίκη  αυτοτελώς υπέρ αυτής (ενάγουσας) και κατά των εναγόμενων,  επιδιώκοντας να απορριφθούν οι εφέσεις τους.

Ι.  Στο δικόγραφο της αγωγής θα πρέπει σύμφωνα με το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 118 αρ. 4 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ να εκτίθενται με σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία θεμελιώνουν κατά νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή  της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, ειδικότερα όσα είναι νομικώς ικανά και αναγκαία να θεμελιώσουν το δικαίωμα του οποίου την προστασία ζητεί ο ενάγων,  να εξατομικεύουν την επίδικη έννομη σχέση ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία περί της αξιώσεως, η οποία απορρέει από αυτά, περαιτέρω δε  να υπάρχει η δυνατότητα, το μεν δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητά της αγωγής και να διατάξει τις δέουσες αποδείξεις, ο δε εναγόμενος να μπορεί να αμυνθεί κατά της αγωγικής αξιώσεως που θεμελιώνεται επ’ αυτών, με ανταπόδειξη ή ένσταση.

ΙΙ. Στο  άρθρο 681 Α.Κ. ορίζεται ότι  «με  τη σύμβαση έργου ο εργολάβος έχει υποχρέωση να εκτελέσει το έργο, και ο εργοδότης, να καταβάλει τη συμφωνημένη αμοιβή». Για το ορισμένο της αγωγής του εργολάβου προς καταβολή της αμοιβής του για το έργο που εκτέλεσε και παρέδωσε στον εναγόμενο εργοδότη με βάση το άνω άρθρο, οφείλει αυτός, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στην αμέσως προηγούμενη σκέψη, να επικαλεστεί τη σύμβαση, το έργο που συμφωνήθηκε, το είδος και το ύψος της αμοιβής,  αν είχε συμφωνηθεί αυτή είτε κατά μονάδα εργασίας,  είτε κατ’ αποκοπή ή με βάση προϋπολογισμό, απολογιστικά ή με ποσοστά επί του εκτελούμενου έργου. Τέλος, στοιχείο της αγωγής αποτελεί και η προσήκουσα εκτέλεση της βαρύνουσας τον εργολάβο υποχρεώσεως, να παραδώσει το έργο στον εργοδότη. Ως έργο νοείται κάθε τελικό αποτέλεσμα της εργασίας και δραστηριότητας του εργολάβου στο οποίο απέβλεψαν τα συμβληθέντα  μέρη, ενώ ως παράδοση του έργου νοείται η εκπλήρωση της κύριας υποχρεώσεως του εργολάβου, που συνίσταται στην εκτέλεση του έργου και στην προσπόρισή του στον εργοδότη, δηλαδή στην περιέλευση του έργου στη σφαίρα εξουσιάσεως του εργοδότη, με την προϋπόθεση ότι το έργο είναι αυτό που συμφωνήθηκε και στο οποίο απέβλεψε ο εργοδότης (ΑΠ 5/2016, ΑΠ 1255/2010, ΑΠ 682/2010 δημοσ στην τνπ ΝΟΜΟΣ). Όσον αφορά την αμοιβή ο ενάγων εργολάβος φέρει το βάρος απόδειξης, είτε αυτή είναι καθορισμένη στη σύμβαση είτε είναι αόριστη, οπότε σ’ αυτήν την περίπτωση πρέπει να αποδείξει ποια είναι η ειθισμένη,  άλλως η εύλογη αμοιβή, χωρίς να θίγεται το κύρος της συμβάσεως από την έλλειψη καθορισμού της αμοιβής του (εργολάβου) (ΑΠ 1367/2003 Δνη 45.1056, 940/2002 Δνη 44.1359, ΕΠ 5/2012 ΝΟΜΟΣ, ΕΠ 953/2005 ΕΝΔ 2006.193).

Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα εταιρία για την θεμελίωση της ένδικης αγωγής, που έχει ως αντικείμενο την επιδίκαση της συμφωνηθείσας εργολαβικής αμοιβής της, εξέθεσε, όπως προκύπτει από την παραδεκτή (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής, ότι στις  5-3-2012 η εναγόμενη πλοιοκτήτρια του βυθισθέντος στον κόλπο της Ελευσίνας δ/ξ «Α1», της ανέθεσε  και η ίδια αποδέχθηκε ως εργολάβος  το έργο αντιμετωπίσεως της ρυπάνσεως που προκλήθηκε από το ναυάγιο του πλοίου της, ότι, ως προς την αμοιβή της, απέστειλε στη εναγόμενη τον ευρέως γνωστό στην ναυτιλιακή αγορά τιμοκατάλογο με τον οποίο κοστολογεί τις επί μέρους παρεχόμενες υπηρεσίες της (αντιρρύπανσης) και  τον οποίο  η τελευταία  αποδέχθηκε, ότι στις 28-4-2013 ολοκληρώθηκε και παραδόθηκε το συμφωνηθέν έργο στην ενάγουσα κυρία αυτού, η οποία ουδέποτε κατά την πορεία των σχετικών εργασιών που εποπτεύονταν από το αρμόδιο Λιμεναρχείο, τους επιθεωρητές της δεύτερης εναγόμενης εταιρίας που είχε ασφαλίσει το πλοίο αλλά και του παρεμβαίνοντος νομικού προσώπου, προέβαλε επιφυλάξεις, αποδεχόμενη ανεπιφύλακτα αυτό. Τέλος ότι η αμοιβή της για το σύνολο του έργου, που αφορά εργασίες καθαρισμού θαλάσσιων περιοχών και ακτογραμμών με μέσα και προσωπικό,  που περιγράφονται εκτενώς και επαρκώς στο αγωγικό δικόγραφο ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 15.853.962,30 ευρώ. Με το περιεχόμενο αυτό η αγωγή  είναι πλήρως ορισμένη, περιέχουσα τα στοιχεία, τα οποία, κατά τα προεκτεθέντα, είναι αναγκαία για την νομική θεμελίωση του αιτήματός της, περί καταβολής της οφειλόμενης εργολαβικής αμοιβής και δη τη σύμβαση, το έργο που συμφωνήθηκε, το είδος και το ύψος της αμοιβής  ανά μονάδα εργασίας, τέλος και την προσήκουσα εκτέλεση του έργου και παράδοση αυτού στην εναγομένη- εργοδότρια. Συνεπώς, το δικόγραφο αυτό πληροί τους όρους των άρθρων 681, 694 του Α.Κ. και 216 του ΚΠολΔ, σχετικά με την σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την άσκησή της κατά του εναγόμενου, την ακριβή περιγραφή του συμφωνηθέντος και εκτελεσθέντος έργου, καθώς και την συμφωνηθείσα αμοιβή, ουδόλως δε ήταν απαραίτητο στο δικόγραφο της αγωγής να προσδιορίζεται ονομαστικά το απασχοληθέν προσωπικό, συνεκτιμωμένου ότι η εναγόμενη εργοδότρια δεν αμφισβητεί αυτό καθ’ εαυτό το εκτελεσθέν έργο το οποίο και  παρέλαβε ανεπιφύλακτα. Εξάλλου ο μη επακριβής καθορισμός της αμοιβής στη μίσθωση έργου, όπως σημειώθηκε ανωτέρω, δεν θίγει το κύρος της συμβάσεως αφού ο προσδιορισμός μπορεί σε κάθε περίπτωση, αν ελλείπει, να γίνει είτε με ερμηνεία της συμβάσεως είτε σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 371 -373 Α.Κ. (ΑΠ 1354/2000, ΕΠ 5/2012 δημοσ στην τνπ ΝΟΜΟΣ)

Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση ως ορισμένη την ένδικη αγωγή, έστω και με ελλιπή αιτιολογία η οποία συμπληρώνεται από την παρούσα, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και ο περί του αντιθέτου, δεύτερος, λόγος εφέσεως της εκκαλούσας-πρώτης εναγόμενης, είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Με το νόμο 314 της 5/5.5.1976 κυρώθηκε η  υπογραφείσα στις Βρυξέλλες Διεθνής Σύμβαση «περί Αστικής Ευθύνης συνεπεία ζημιών εκ ρυπάνσεως υπό πετρελαίου 1969 και ρυθμίσεως συναφών  θεμάτων (Α’ 106), μετά δε την κύρωση και των πρωτοκόλλων των ετών 1976, 1984 και 1992 (Π.Δ. 81/1989 και 197/1997), ονομάζεται «Διεθνής Σύμβαση του 1992 αναφορικά με την Αστική Ευθύνη για ζημίες Ρύπανσης από Πετρέλαιο» (Σύμβαση Ευθύνης 1992), καθόσον σε αυτήν  ορίζεται σαφώς ότι η Σύμβαση Ευθύνης 1992 (Σύμβαση στο εξής) εφαρμόζεται μόνο επί πλοίων, τα οποία είτε μεταφέρουν, είτε προορίζονται για τη μεταφορά χύδην πετρελαίου ως φορτίου.

Ειδικότερα σύμφωνα με το άρθρο VII της Σύμβασης  (παρ.1) «Ο  πλοιοκτήτης πλοίου νηολογημένου εις Συμβαλλόμενον Κράτος και μεταφέροντος ως φορτίον άνω  των  2.000  τόνων  πετρελαίου  εις  χύμα,   υποχρεούται  να διατηρή εν ισχύι ασφάλισιν ή άλλην χρηματικήν ασφάλειαν  ως π.χ.  εγγύησιν  Τραπέζης  ή  πιστοποίησιν  εκδοθείσαν  υπό  διεθνούς κεφαλαίου  αποζημιώσεως,  δια το ποσόν, όπερ προκύπτει εξ εφαρμογής των   ορίων της ευθύνης των  αναγραφομένων  εν  άρθρω  V,  προς  κάλυψιν  της    ευθύνης  αυτού  δια  ζημίαν  εκ  ρυπάνσεως  συμφώνως  προς την παρούσαν    Σύμβασιν», και στη συνέχεια (παρ. 8) «Πάσα  αξίωσις αποζημιώσεως δια ζημίαν εκ ρυπάνσεως δύναται να  εγερθή ευθέως εναντίον του  ασφαλιστού ή άλλου  προσώπου παρασχόντος  χρηματικήν   ασφάλειαν  δια  την ευθύνην του πλοιοκτήτου εκ ζημίας  ρυπάνσεως.

Κατά δε την παράγραφο  11 της Σύμβασης   «….. υπό  την  επιφύλαξιν  των  διατάξεων  του  παρόντος  άρθρου,    έκαστον   Συμβαλλόμενον  Κράτος  θα  μεριμνά  δια  της  εσωτερικής  του   νομοθεσίας ίνα υπάρχη εν ισχύι ασφάλισις ή άλλη χρηματική ασφάλεια, εις ην έκτασιν προβλέπει η παράγραφος 1 του παρόντος άρθρου, εν σχέσει προς  οιονδήποτε πλοίον οπουδήποτε και αν είναι τούτο νηολογημένον,  εισπλέον ή  αποπλέον  εκ  χωρικού αυτού λιμένος, καταπλέον ή αναχωρούν εξ αγωγού   πετρελαίου εντός των χωρικών  αυτού  υδάτων,  εάν  το  πλοίον  πράγματι  μεταφέρη πλέον των 2.000 τόννων πετρελαίου ως φορτίον εις χύμα.»

Περαιτέρω, με την  παρ. 7 του  άρθρου 11 του ν.  2881/2001(ΦΕΚ Α 16/6.2.2001), προστέθηκε στον ως άνω κυρωτικό νόμο της Σύμβασης το «άρθρο ένατο»,  υπό τον τίτλο «Υποχρεωτική ασφάλιση ευθύνης για ζημιές ρύπανσης από πετρέλαιο από πλοία ή πλωτά ναυπηγήματα που δεν υπάγονται στις παραπάνω διατάξεις», στο οποίο ορίστηκε ότι: « Ο πλοιοκτήτης ελληνικού ή ξένου πλοίου και πλωτού ναυπηγήματος, το οποίο καταπλέει ή αποπλέει από ελληνικό λιμένα ή όρμο ή θαλάσσιο τερματικό σταθμό, και μεταφέρει φορτίο πετρελαίου χύμα ποσότητας μέχρι και 2.000 τόνους ή βρίσκεται μόνιμα ή προσωρινά αγκυροβολημένο ή προσορμισμένο εντός των ελληνικών χωρικών υδάτων (χωρίς να εκτελεί  μεταφορά) και οι δεξαμενές φορτίου του χρησιμοποιούνται για την αποθήκευση ή επεξεργασία πετρελαίου χύμα ανεξαρτήτως ποσότητας, υποχρεούται να διατηρεί σε ισχύ ασφάλιση ή άλλη χρηματική ασφάλεια ποσού ίσου τουλάχιστον με το όριο της ευθύνης του, που προκύπτει ως γινόμενο των κόρων ολικής χωρητικότητας του πλοίου ή του πλωτού ναυπηγήματος επί 600 μονάδες του Ειδικού Τραβηκτικού Δικαιώματος, όπως   αυτό ορίζεται από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, προς κάλυψη της  αστικής ευθύνης του για ζημία από ρύπανση εντός της ελληνικής επικράτειας και να είναι εφοδιασμένο με πιστοποιητικό (παρ.1), στην δε παρ. 2 « Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις του νόμου αυτού, καθώς και οι εκτελεστικές διατάξεις που εκδίδονται κατ` εξουσιοδότησή του».

Από τη διατύπωση των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει σαφώς ότι η Σύμβαση καθορίζει την υποχρεωτική ασφάλιση πλοίου που μεταφέρει ως φορτίο ποσότητα εμμένοντος πετρελαίου άνω των 2.000 τόνων και επομένως η δυνατότητα  ευθείας εναγωγής του ασφαλιστή του πλοίου από τρίτον που διατηρεί αξίωση αποζημίωσης λόγω ρύπανσης προκληθείσα από το μεταφερόμενο φορτίο, υφίσταται όταν το τελευταίο είναι άνω των 2000 τόνων. Στην περίπτωση δε κατά την οποία το μεταφερόμενο φορτίο από ελληνικό ή ξένο πλοίο σε ελληνικό λιμάνι, όρμο ή τερματικό σταθμό, είναι μικρότερο ή ίσο των 2.000 τόνων, τότε και πάλι υφίσταται υποχρέωση του πλοιοκτήτη να ασφαλίσει το πλοίο του,  σύμφωνα με το άνω αναφερόμενο άρθρο ένατο του ν. 314/1976, ενώ θεμελιώνεται και η δυνατότητα του τρίτου να ενάγει ευθέως τον ασφαλιστή, αφού κατά την παρ.2 του ίδιου  άρθρου ορίζεται ότι «Κατά τα λοιπά, εφαρμόζονται οι διατάξεις του νόμου αυτού, (του κυρωτικού ν. 314/76 της Διεθνούς Σύμβασης 1992), καθώς και οι εκτελεστικές διατάξεις που εκδίδονται κατ` εξουσιοδότησή του», δηλαδή και το άρθρο VΙΙ του νόμου, στην παράγραφο 8 του οποίου προβλέπεται η ως άνω δυνατότητα ευθείας εναγωγής του ασφαλιστή του φορτίου.

Επομένως ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε ως μη νόμιμο τον σχετικό ισχυρισμό της δεύτερης εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρίας περί ελλείψεως ευθύνης της να αποζημιώσει με βάση τη Σύμβαση, έστω και με ελλιπή αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται από την παρούσα. Ειδικότερα  ισχυρίστηκε η εναγόμενη εταιρία ότι απαραδέκτως ασκήθηκε η υπό κρίση αγωγή (και) εναντίον της καθώς, σύμφωνα με το άρθρο VΙΙ  παρ. 8 της Σύμβασης, δεν έχει δυνατότητα η ενάγουσα να την ενάγει αφού, ενόψει της ποσότητας του φορτίου που μετέφερε το βυθισθέν πλοίο, η οποία ήταν μικρότερη των 2.000 τόνων, δεν ήταν υποχρεωτική η ασφάλισή του, άρα δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής στο ένδικο περιστατικό ρύπανσης,  της παρ. 11 του άρθρου 8 που προβλέπει την ευθεία εναγωγή του ασφαλιστή. Πλην όμως, όπως ήδη εκτίθεται αμέσως προηγουμένως, σύμφωνα με το ένατο άρθρο του ν. 314/1976, η εν λόγω ασφάλιση είναι σε κάθε περίπτωση υποχρεωτική, ανεξαρτήτως μεταφερόμενου φορτίου. Συνακόλουθα όσα αντίθετα υποστηρίζει η εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία με τον πρώτο λόγο της ένδικης εφέσεώς  της, με τον οποίο επαναφέρει τον ανωτέρω ισχυρισμό της, είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμα.

Κατά το άρθρο  V της  ίδιας ως άνω Σύμβασης,  ο πλοιοκτήτης δικαιούται να περιορίσει την ευθύνη του, ως προς κάθε ένα περιστατικό, σε ένα συνολικό ποσό υπολογιζόμενο κατά τον, στη συνέχεια της παραγράφου 1, αναφερόμενο τρόπο. Κατά δε την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, όπ. αντικ. με άρθρο  6 παρ. 3 του Π.Δ. 197/1995 (Α` 106), «Για να κάνει επωφελή γι’ αυτόν χρήση του ευεργετήματος του   περιορισμού που προβλέπει η παράγραφος 1 του άρθρου αυτού, ο πλοιοκτήτης οφείλει να δημιουργήσει κεφάλαιο αντίστοιχο με το ολικό ποσό που αντιπροσωπεύει το όριο της ευθύνης του, σε Δικαστήριο ή άλλη  αρμόδια αρχή οποιουδήποτε από τα Συμβαλλόμενα Κράτη, στο οποίο έχει ασκηθεί αγωγή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου ΙΧ ή, αν καμία αγωγή δεν έχει ασκηθεί, σε οποιοδήποτε Δικαστήριο ή άλλη αρμόδια αρχή οποιουδήποτε από τα Συμβαλλόμενα Κράτη, στα οποία μπορεί να ασκηθεί αγωγή σύμφωνα με το άρθρο ΙΧ. Το κεφάλαιο μπορεί να δημιουργηθεί με την κατάθεση του ποσού ή την προσαγωγή τραπεζικής εγγύησης ή άλλης εγγύησης, αποδεκτής σύμφωνα με τη νομοθεσία του Συμβαλλόμενου Κράτους όπου το κεφάλαιο δημιουργείται, και εφόσον κριθεί ότι είναι επαρκής από  το Δικαστήριο ή άλλη αρμόδια αρχή”.

Από τη σαφή γραμματική διατύπωση της άνω διατάξεως (άρθρο V παρ. 3) προκύπτει ότι ο πλοιοκτήτης, ο οποίος ενάγεται για την καταβολή αποζημιώσεως σε τρίτον που υπέστη ζημία από τη ρύπανση που προκάλεσε το πλοίο του, λόγω διαρροής πετρελαίου στη θάλασσα, προκειμένου να κάνει χρήση του προβλεπόμενου στο άρθρο αυτό ευεργετήματος περιορισμού της ευθύνης του,  οφείλει προηγουμένως να συστήσει κατά τους τρόπους που ορίζει το ίδιο άρθρο, το κεφάλαιο ευθύνης του. Δεν μπορεί επομένως ο  πλοιοκτήτης, χωρίς να έχει προηγηθεί η σύσταση του εν λόγω κεφαλαίου, να επικαλεστεί τον περιορισμό αυτό και συνεπώς ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τον σχετικό ισχυρισμό των εναγόμενων ως μη νόμιμο, συμπληρουμένης της αιτιολογίας της εκκαλουμένης από την παρούσα, και όσα αντίθετα υποστηρίζουν με τον τέταρτο λόγο της έφεσής της η πρώτη εναγόμενη πλοιοκτήτρια εταιρία και με τον τρίτο, επικουρικά, προβαλλόμενο λόγο της δικής της  έφεσης η εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία, είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμα.

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων που εξετάστηκαν με επιμέλεια των διαδίκων στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα πρακτικά συνεδρίασης αυτού, των ενόρκων βεβαιώσεων με αριθμούς ………. της 29ης-9-2014 ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς …………. που προσκόμισε η ενάγουσα και οι οποίες λήφθηκαν κατόπιν νομότυπης (άρθρο 270 ΚΠολΔ) κλήτευσης των αντιδίκων της (σχετ. οι …./6-9-2014 και …./6-9-2014  εκθέσεις επίδοσης αντίστοιχα προς την πρώτη και δεύτερη εναγόμενη, η …./16-9-2014 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς …….. προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς καθώς και η φορτωτική με αριθμό ………/15-9-2014 της εταιρίας …. και η από 16-9-2014 απόδειξη παραλαβής ταχυμεταφορικής εταιρίας (κούριερ) που αφορούν το παρεμβαίνον Διεθνές Κεφάλαιο), δεν λαμβάνεται υπόψη η ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου προσκομισθείσα με αριθμό …../25-9-2014 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Έλληνα Προξένου στο Λονδίνο αφού δεν την προσκομίζει και δεν την επικαλείται το παρεμβαίνον Διεθνές Κεφάλαιο ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρα 524, 237 και 529 ΚΠολΔ), από το σύνολο των νομότυπα προσκομιζόμενων από τους διαδίκους εγγράφων καθώς και των φωτογραφιών που προσκομίζονται και δεν αμφισβητούνται από τους διαδίκους, σε συνδυασμό με τα όσα αυτοί ισχυρίζονται και συνομολογούν, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Η ενάγουσα εταιρία με την επωνυμία «…………..», εδρεύει στον Πειραιά  και δραστηριοποιείται συνεχώς, από το έτος 1977, μεταξύ άλλων στην παροχή υπηρεσιών προστασίας του θαλάσσιου περιβάλλοντος, επιδεικνύοντας υψηλού επιπέδου τεχνογνωσία και επαγγελματισμό, ώστε να θεωρείται από τις κορυφαίες, στον τομέα της, εταιρίες στο χώρο της Μεσογείου, διαθέτουσα έμπειρο και εξειδικευμένο προσωπικό, ειδικής κατασκευής αντιρρυπαντικά σκάφη και πλωτά μέσα, εφοδιασμένα με ειδικό και σύγχρονο εξοπλισμό και υλικά καθώς και οργανωμένο δίκτυο αντιρρυπαντικών σταθμών σε διάφορα μέρη της χώρας. Έχει τιμηθεί δε για το έργο της από την Ακαδημία Αθηνών (σχετ. το από 9-12-1992 έγγραφό της), τον 5/1993 ο πρόεδρός της ανακηρύχθηκε επίτιμο μέλος της HELMEPA, της Ελληνικής Ένωσης Προστασίας Θαλάσσιου Περιβάλλοντος ως αναγνώριση της δεκαετούς προσφοράς του στην καταπολέμηση της ρύπανσης των ελληνικών θαλασσών και του εθνικού του έργου το οποίο αφορούσε την αποκατάσταση κτιρίου της Φιλικής Εταιρίας στην Οδησσό για το οποίο βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών, από την οποία και τιμήθηκε (με τη βράβευση αυτή), κατά τα αμέσως προηγουμένως αναφερόμενα, για την συμβολή της «εις την των θαλασσών της Ελλάδος απορρύπανσιν»,  διαθέτει από το 2003  το με αριθμό …… πιστοποιητικό έγκρισης  από το Lloyd’s Register Quality Assurance  με τα στοιχεία ……….. το οποίο αφορά μεταξύ άλλων την από μέρους της παροχή υπηρεσιών καθαρισμού του θαλάσσιου περιβάλλοντος καθώς και τη διαχείριση επικίνδυνων και μη αποβλήτων (συλλογή, μεταφορά και διάθεση)  καθώς και το  ….. πιστοποιητικό έγκρισης του ίδιου ως και άνω οργανισμού, με το οποίο της χορηγήθηκε από τον 3/2004 πιστοποίηση με στοιχεία ISO  ………… όμοιο πιστοποιητικό με στοιχείο ……. για τις δραστηριότητές της που αφορούν τη διαχείριση επικίνδυνων και μη αποβλήτων, καθώς  και την αποξήλωση αμιάντου και πιστοποιούν την ορθή εφαρμογή περιβαλλοντικών όρων και διαδικασιών από μέρους της ενάγουσας, ενώ, τέλος, διαθέτει από 11/2009 το …..  και με στοιχεία ……….. πιστοποιητικό συστήματος διαχείρισης υγείας και ασφάλειας στην εργασία κατά τη διαχείριση επικίνδυνων και μη αποβλήτων, εργασίες αποξήλωσης αμιάντου, πρόληψης και αντιμετώπισης θαλάσσιας ρύπανσης, το οποίο εκδόθηκε  από την Ευρωπαϊκή Εταιρία Ελέγχων και Πιστοποιήσεων.

Η πρώτη εναγόμενη εταιρία με την επωνυμία «……….», που εδρεύει στο Χαϊδάρι Αττικής, υπήρξε πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία δ/ξ «Α1»,  νηολογίου Πειραιώς,  με αριθμό ….., 2.519 τόνων νεκρού βάρους και 1.441,04 κκχ,  είχε δε  ασφαλίσει στην δεύτερη εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «………….», την ευθύνη της για ζημία από ρύπανση, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην Διεθνή Σύμβαση 1992 για την Αστική Ευθύνη Ζημιών Ρύπανσης από πετρέλαιο, η οποία κυρώθηκε και κατέστη εσωτερικό δίκαιο με το ν. 314/1976 και το π.δ. 197/1995, ενώ είχε εκδοθεί σχετικό πιστοποιητικό, που έχει καθιερωθεί να ονομάζεται «blue card», ήτοι βεβαίωση ότι υπήρχε σε ισχύ σύμβαση ασφαλίσεως που πληρούσε τις απαιτήσεις του άρθρου VII της άνω Σύμβασης Ευθύνης 1992. Με βάση αυτό το πιστοποιητικό το Κεντρικό Λιμεναρχείο Πειραιά εξέδωσε, σύμφωνα με το άρθρο   VII  παρ. 2, πιστοποιητικό ασφαλίσεως το οποίο βεβαίωνε ότι, για το χρονικό διάστημα από 22-9-2011 έως 22-9-2012, υπήρχε σε ισχύ για το πλοίο της εναγόμενης πλοιοκτήτριας εταιρίας συμβόλαιο  ασφαλίσεως που ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του ίδιου ως άνω άρθρου.

Στις 5-3-2012 και περί ώρα 9.40, ενώ το δ/ξ «Α1» έπλεε από το αγκυροβόλιο των ΕΛ.ΠΕ στον Ασπρόπυργο με προορισμό τον ανεφοδιασμό πλοίου στο αγκυροβόλιο Ελευσίνας,  προσέκρουσε με τα ύφαλα της δεξιάς πλευράς του στο ναυάγιο του ε/γ «CM» με αποτέλεσμα, μέσα σε λίγα, περίπου πέντε, λεπτά να βυθιστεί,   έχοντας στις δεξαμενές του σύμφωνα με το πρωτόκολλο σφράγισης δεξαμενών του Ζ΄ Τελωνείου  ΕΤΣ  Πειραιά, 1.498,998 τόνους πετρελαίου τύπου μαζούτ Νο. HFO 380 cst, 299,025 τόνους πετρελαίου τύπου μαζούτ Νο  HFO 180 cst και 274,580 κυβικά μέτρα (= 236,139 τόνους) καυσίμου πετρελαίου ναυτιλίας. Συνεπεία της  προσκρούσεως και βυθίσεως του δ/ξ της πρώτης εναγόμενης, διέρρευσαν από τις δεξαμενές του στη θάλασσα περίπου 450 κυβικά μέτρα πετρελαιοειδών, τα οποία εξαπλώθηκαν στον κόλπο της Ελευσίνας με αποτέλεσμα να ρυπανθούν οι ακτογραμμές μεταξύ των περιοχών Ευταξία και όρμου Βουρκάδι, οι ακτογραμμές του Ναυστάθμου Σαλαμίνας, του Ναυτικού Οχυρού Σκαραμαγκά και της νήσου Σαλαμίνας, από την περιοχή Ξένο μέχρι το Μπατσί, οι προβλήτες και ο θαλάσσιος χώρος των ΕΛ.ΠΕ Ελευσίνας, των Ναυπηγείων Ελευσίνας καθώς και των Ναυπηγείων «…………», σε συνολική ακτογραμμή είκοσι τεσσάρων χιλιομέτρων. Την ίδια ημέρα του άνω συμβάντος, η πλοιοκτήτρια εταιρία απέστειλε στην ενάγουσα την με ημερομηνία 5-3-2012 τηλεομοιοτυπία στην οποία ο ……………,  ενεργών ως νόμιμος εκπρόσωπός της (πρώτης), της ανέθεσε «τις υπηρεσίες προστασίας θαλάσσιου περιβάλλοντος, μετά τη βύθιση του δ/ξ «Α1» και της ζήτησε να προχωρήσει άμεσα σε όλες τις ενέργειες τις αναφερόμενες στο συγκοινοποιούμενο με την άνω εντολή αναθέσεως,  σήμα του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιά, με αριθμό ……… προς την πλοιοκτήτρια εταιρία, στο οποίο μνημονεύονται οι ενέργειες στις οποίες οφείλει αυτή να προβεί για να αντιμετωπιστεί η διαρροή φορτίου από το ναυάγιο του πλοίου της. Η ενάγουσα απέστειλε στην τελευταία την με αριθμό πρωτοκόλλου ………/5-3-2012 τηλεομοιοτυπία με την οποία  αποδέχθηκε την εντολή της, να αναλάβει το έργο της προστασίας του θαλάσσιου περιβάλλοντος μετά τη βύθιση του πλοίου της και στη συνέχεια, την ίδια ημέρα, με την με αριθμό πρωτοκόλλου …../5-3-2012 τηλεομοιοτυπία απέστειλε στην εναγόμενη πλοιοκτήτρια τον τιμοκατάλογο καταπολέμησης ρύπανσης και ζήτησε συγχρόνως την έγγραφή αποδοχή του από  αυτήν, η οποία πράγματι και συμφώνησε με τις χρεώσεις του άνω τιμοκαταλόγου, με το από 5-3-2012 έγγραφό της προς την   ενάγουσα, το οποίο   κοινοποιήθηκε και στην δεύτερη εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία. Αναφέρει δε σ’ αυτό ότι, «αφού ενημερώσαμε την ….. ασφαλιστική, ……. Κος ……., την ……… (πραγματογνώμονες ασφαλιστικής εταιρίας),  συμφωνούμε  με τον τιμοκατάλογο καταπολέμησης της ρύπανσης και παρακαλούμε όπως πράξετε τα δέοντα για αντιμετώπιση του ανωτέρω προβλήματος». Ο  εν λόγω τιμοκατάλογος της ενάγουσας ο οποίος, όπως δεν αμφισβητείται από τα διάδικα μέρη, είναι γνωστός στην ευρύτερη ναυτιλιακή αγορά και ασφαλιστές και παραμένει σταθερός από το 2009, με ελάχιστες αυξήσεις στις χρεώσεις για το προσωπικό και αντίστοιχα μειώσεις σε υλικά, περιείχε αναλυτικά τις χρεώσεις για το απασχολούμενο προσωπικό ανά ημέρα και ειδικότητα, τις χρεώσεις για το κάθε είδους σκάφος που η ίδια διέθετε, οι οποίες τις τρεις πρώτες ημέρες ήταν ανά ώρα, ενώ, μεταγενέστερα, γίνονταν ημερήσιες, τις  χρεώσεις που αφορούσαν τον εν γένει εξοπλισμό της, όπως φράγματα, αντλίες, οχήματα αλλά και τα αναλώσιμα υλικά που απαιτούνται. Δεν καθορίζονταν οι χρεώσεις εκείνες που αφορούσαν  την, τυχόν, διαμονή  – σίτιση προσωπικού, τα μέσα επικοινωνίας-τηλέφωνα, τη διάθεση καταλοίπων και καθαρισμό εξοπλισμού καθώς, όπως αναφερόταν στον τιμοκατάλογο, αυτές διαμορφώνονταν ανάλογα με την περιοχή και τη χρονική περίοδο. Τέλος ο ίδιος ως άνω τιμοκατάλογος περιείχε όρους και συνθήκες υπό τις οποίες η ενάγουσα καθόριζε τον τρόπο με τον οποίο πραγματοποιούσε τις χρεώσεις της  α] για το απασχολούμενο προσωπικό, όπως έναρξη και διάρκεια αυτών ή επιπλέον επιβάρυνση για απασχόληση πάνω από δεκάωρη ημερήσια εργασία του τεχνικού προσωπικού της, β] για τα σκάφη της καθώς και διευκρινίσεις που αφορούσαν, μεταξύ άλλων, την χρέωση στο ήμισυ της κανονικής, όταν ο εξοπλισμός βρισκόταν σε ετοιμότητα χωρίς να χρησιμοποιείται και, τέλος, την πληρωμή των τιμολογίων της ενάγουσας μέσα σε τριάντα ημέρες από την έκδοσή τους.

Με βάση τον τιμοκατάλογο αυτό και την αποδοχή του από την πρώτη εναγόμενη εργοδότρια, η αμοιβή της ενάγουσας ήταν εξ αρχής ορισμένη, αφού ήταν γνωστές οι επιμέρους  χρεώσεις της, ενώ εκ των πραγμάτων, αφού δεν μπορούσε να είναι προσδιορισμένες  εκ των προτέρων οι ακριβείς εργασίες που θα απαιτούνταν, ο αριθμός του προσωπικού και ο χρόνος απασχολήσεώς του αλλά και οι απαιτούμενες δαπάνες και υλικά, δεν μπορούσε να καθοριστεί επακριβώς το ύψος της, πράγμα που θα συνέβαινε μετά την ολοκλήρωση των εργασιών. Κατά συνέπεια  των ανωτέρω αποδειχθέντων,  του καθορισμού της  αμοιβής της ενάγουσας με σαφήνεια και με βάση υφιστάμενα κατά την κατάρτιση της ένδικης συμβάσεως αντικειμενικά στοιχεία, δεν συντρέχει περίπτωση καθορισμού της είτε κατά τα άρθρα 371-373 ΑΚ, είτε με αντικειμενικά στοιχεία, όπως με τις τυχόν ισχύουσες διατιμήσεις ή την ειθισμένη αμοιβή, αυτή δηλαδή η οποία συνηθίζεται υπό τις ίδιες συνθήκες τόπου, χρόνου κλπ. να καταβάλλεται σε εργολάβο της ίδιας κατηγορίας για όμοιες εργασίες, ούτε επομένως συντρέχει λόγος να συγκρίνονται οι χρεώσεις της με εκείνες του Λιμενικού Σώματος ή άλλων φορέων (ΑΠ 988/2015, 941/2002 ΕΠ 372/2014, 5/2012 δημοσ στην τνπ ΝΟΜΟΣ).

Αφού κατά τα ανωτέρα αναφερόμενα, καταρτίστηκε μεταξύ ενάγουσας και πρώτης εναγόμενης η επίδικη σύμβαση του έργου αντιμετωπίσεως της ρυπάνσεως από το ναυάγιο του δ/ξ «Α1» και η ενάγουσα έλαβε και την, χωρίς καμία επιφύλαξη ή οποιαδήποτε αντίρρηση,  έγκριση των χρεώσεών της για τις υπηρεσίες που παρέχει, για τις οποίες (χρεώσεις) είχαν ενημερωθεί όλα τα εμπλεκόμενα μέρη, ξεκίνησε αυθημερόν, στις  5-3-2012 την εκτέλεσή του, παρέδωσε αυτό  στην ενάγουσα, στις 28-4-2013, η οποία το ενέκρινε και μάλιστα, όπως, άλλωστε, όλοι οι διάδικοι δεν αμφισβητούν, ήταν  επιτυχημένο ακριβώς λόγω της «θαυμάσιας δουλειάς» της ενάγουσας. Η τελευταία  προκειμένου να ανταποκριθεί στις συμβατικές υποχρεώσεις της και ενόψει της εκτεταμένης ρυπάνσεως  που έπληξε ακτές σε κατοικημένες περιοχές αλλά και εγκαταστάσεις (Ναυστάθμου, ναυπηγείων), διέθεσε όλο το προσωπικό της και τον εξοπλισμό της προκειμένου να καθαριστούν οι πληγείσες περιοχές, να προστατευθούν όσες απειλούνταν και βεβαίως να αντιμετωπισθεί η ρύπανση που προκαλείτο από τη διαρροή πετρελαιοειδών από το ναυάγιο και η άντληση του φορτίου του. Απαιτήθηκε  ταυτόχρονη  παρουσία της σε διαφορετικά μέρη  αλλά και  πολλαπλές και ποικίλες από μέρους της δράσεις και ενέργειες με το σύνολο του έμψυχου και μη δυναμικού της, έχουσα, εκτός των συμβατικών της υποχρεώσεων, σύμφωνα με το άρθρο 11 του π.δ.  55/1998, «όλες τις ευθύνες  της εντολοδόχου της για τη λήψη των προβλεπομένων μέτρων πρόληψης και καταπολέμησης της ρύπανσης και την υποχρέωση να εκτελεί τις  σχετικές εργασίες κάτω από την εποπτεία και σύμφωνα με τις υποδείξεις  της Αρχής, με ποινή ανάκλησης της άδειας που της έχει χορηγηθεί».

Ειδικότερα η ενάγουσα εταιρία προέβη α] αφενός μεν  σε εργασίες καθαρισμού των πληγέντων  θαλάσσιων περιοχών,- με την τοποθέτηση πλωτών φραγμάτων γύρο από το ναυάγιο αλλά και σε άλλες περιοχές προκειμένου να προστατευθούν οστρακοκαλλιέργειες στο …….., αλιευτικό καταφύγιο στη ……. και τα ελλιμενιζόμενα σκάφη στο Ναυπηγείο «……….», – με την  περισυλλογή πετρελαιοειδών από την επιφάνεια της θάλασσας με τη συμμετοχή τριών αντιρρυπαντικών σκαφών τύπου Α, ενός αντιρρυπαντικού ρυμουλκού, δυο λαντζών, δυο ταχυπλόων σκαφών και μίας λέμβου εργασίας, όπως τη χαρακτηρίζει η ενάγουσα, – με την  μεταφόρτωση των πετρελαιοειδών που συνέλεξε και την μεταφορά τους σε μονάδες επεξεργασίας αποβλήτων όπου χρησιμοποιήθηκαν τέσσερα γερανοφόρα φορτηγά οχήματα και ένα βυτιοφόρο όχημα και   – με την απάντληση συνολικά 1.832,224 κυβικών μέτρων πετρελαιοειδών καταλοίπων, για την οποία χρησιμοποιήθηκε συνεργείο από οκτώ δύτες, ρυμουλκό πλοίο που συγκρατούσε το ρ/κ που αντλούσε τα πετρελαιοειδή καθώς και δεξαμενόπλοιο στο οποίο μεταφέρονταν τα περισυλλεγέντα  κατάλοιπα. Η απάντληση των πετρελαιοειδών που βρίσκονταν στο βυθισμένο πλοίο ολοκληρώθηκε στις 30-4-2012 αλλά το Κ.Λ.Ε. δεν επέτρεψε στην ενάγουσα να αποχωρήσει, αντίθετα έδωσε εντολή να παραμείνει στο σημείο του ναυαγίου σε παρακολούθηση αυτού (σχετ. το ……….. σήμα του Κ.Λ.Ε. προς τον Αρχηγό του Λιμενικού Σώματος κοινοποιούμενο σ’ όλα τα εμπλεκόμενα μέρη).

β] αφετέρου δε σε εργασίες καθαρισμού των ρυπανθέντων ακτογραμμών και συγκεκριμένα: από 10-3-2012 έως 21-5-2012 καθαρίστηκαν 6.600 μέτρα ακτογραμμής (ήτοι άμμος, βράχοι, βότσαλα, χαλίκια και βραχώδεις εξέδρες )  από την περιοχή Ευταξία έως ανατολικά της Σχολής Πυροβολικού της Ν. Περάμου, όπου απασχολήθηκαν κατά μέσο όρο ημερησίως  είκοσι έως είκοσι πέντε άτομα προσωπικό της ενάγουσας, επί 8.600 ώρες συνολικά,  από 10-3-2012 έως 20-4-2012 καθαρίστηκαν 5.000 μέτρα ακτογραμμής (ήτοι άμμος, βράχοι, βότσαλα, χαλίκια και βραχώδεις εξέδρες επιπλέον λασπώδη αβαθή και τεχνητές κατασκευές) από Σχολή Πυροβολικού έως Όρμο Βουρκάδι,  όπου το απασχοληθέν προσωπικό ήταν από έξι έως οκτώ άτομα επί 2.400 ώρες συνολικά, στο ίδιο ως άνω διάστημα καθαρίστηκε η ακτογραμμή της νήσου Σαλαμίνας από Μοναστήρι Φανερωμένης έως Πέραμα, σε μήκος 1.800 μέτρων, αποτελούμενη από άμμο, βράχους, βότσαλα, χαλίκια,  βραχώδεις εξέδρες και τεχνικές κατασκευές, όπου απασχολήθηκαν επί 2.750 ώρες, επτά έως εννέα άτομα ανά ημέρα,  από περιοχή Στενό έως Ξένο και η περιοχή του Μπατσί, την 27-3-2012 και στη συνέχεια  το διάστημα από 19-4-2012 έως 23-4-2012, συνολικά  2700 μέτρα ακτογραμμής με βράχους, τεχνητές κατασκευές, άμμο και χαλίκια από δέκα άτομα που απασχολήθηκαν επί 500 ώρες, από 30-3-2012 έως 15-5-2012 καθαρίστηκε η ακτογραμμή στο Ναύσταθμο Σαλαμίνας και το Ναυτικό Οχυρό Σκαραμαγκά (άλλως ναυτική βάση Κανελλόπουλος), συνολικά 3.000 μέτρα βράχων, άμμου και τεχνητών κατασκευών, από δέκα κατά μέσο όρο άτομα ανά ημέρα και επί 1.900 ώρες εργασίας, από 10-3-2012 έως 20-4-2012 καθαρίστηκε η ακτογραμμή από το Ναυπηγείο   «………….» έως τις εγκαταστάσεις των διυλιστηρίων ΕΛ.ΠΕ, συνολικά 5.000 μέτρα ακτογραμμής από βράχους, άμμο και τεχνητές κατασκευές όπου απασχολήθηκαν από δυο έως τρία άτομα ημερησίως και για 250 ώρες συνολικά.

Μετά την ολοκλήρωση του καθαρισμού των ακτών και των  θαλάσσιων περιοχών που ρυπάνθηκαν, οι εργασίες της ενάγουσας περιορίστηκαν στο σημείο του ναυαγίου, όπου παρέμεναν τοποθετημένα φράγματα τα οποία  καθημερινά τεχνικοί που επέβαιναν στη λέμβο εργασίας, ήλεγχαν και διόρθωναν τη θέση τους, εάν απαιτείτο, συνέλεγαν τα ρυπασμένα απορροφητικά υλικά και τοποθετούσαν νέα, καθάριζαν τα φράγματα εσωτερικά, τα οποία και αντικαθιστούσαν όποτε απαιτείτο λόγω της φθοράς τους ή της επιδράσεως των καιρικών συνθηκών. Την 16-11-2012, όταν πραγματοποιήθηκε επιθεώρηση του ναυαγίου από καταδυτικό συνεργείο για λογαριασμό των IOPC/ITOPF (Διεθνούς Κεφαλαίου), αναδύθηκε μικρή ποσότητα πετρελαιοειδών η οποία και περισυλλέχθηκε από το προσωπικό της ενάγουσας.

Στις 27-12-2012 η ενάγουσα, με την …../2012 τηλεομοιοτυπία της προς το αρμόδιο Κεντρικό Λιμεναρχείο Ελευσίνας (Κ.Λ.Ε.) που κοινοποιήθηκε στις αντιδίκους της, στον Οργανισμό Λιμένος Ελευσίνας και στο αρμόδιο Υπουργείο, ζήτησε να της επιτραπεί να αποχωρήσει από το ναυάγιο απομακρύνοντας τα φράγματα και τα σκάφη της. Το Κ.Λ.Ε. με το ………./3-1-2013 έγγραφό του, θεωρώντας ότι δεν έχει εκλείψει ο  κίνδυνος ρυπάνσεως από το ναυάγιο του δ/ξ «Α1», απάντησε στην ενάγουσα ότι δεν έχει αντίρρηση να απομακρυνθεί εφόσον η πλοιοκτήτρια εταιρία, σε περίπτωση ρυπάνσεως από πιθανά κατάλοιπα εντός του ναυαγίου, λάβει όλα τα ενδεικνυόμενα μέτρα που προβλέπονται από την κείμενη νομοθεσία για την αντιμετώπισή της. Ενόψει αυτής της απαντήσεως από την εποπτεύουσα του έργου της, λιμενική αρχή, η ενάγουσα απέστειλε στην εναγόμενη πλοιοκτήτρια  εταιρία την …../14-1-2013 τηλεομοιοτυπία που κοινοποίησε και στο Κ.Λ.Ε., με την οποία την ενημέρωνε για το περιεχόμενο του ανωτέρω εγγράφου και ζήτησε τις οδηγίες της, προκειμένου να της δοθεί από το Κ.Λ.Ε. η εντολή να αποχωρήσει, ενέργεια η οποία εξαρτιόταν αποκλειστικά από τα μέτρα που η εναγομένη  έπρεπε να λάβει για να προστατευθεί το θαλάσσιο περιβάλλον από το ενδεχόμενο ρυπάνσεώς  του από το ναυάγιο του πλοίου της. Το Κ.Λ.Ε. σε συνέχεια της εν λόγω επιστολής της ενάγουσας (…../14-1-2013), απέστειλε σ’ αυτήν το ………./15-1-203 έγγραφο με το οποίο, αφού επισημαίνει ότι οι εργασίες της αντιμετωπίσεως της ρυπάνσεως εκτελούνται κάτω από την άμεση εποπτεία της λιμενικής αρχής που εξασφαλίζει ότι διενεργούνται με την επιβαλλόμενη ταχύτητα και αποδεκτές μεθόδους, ότι το ίδιο επόπτευε τις εργασίες απορρυπάνσεως – απαντλήσεως  στο ναυάγιο του δ/ξ «Α1», καλεί την «………» να λάβει κάθε πρόσφορο μέτρο για την αποφυγή στο μέλλον πιθανής θαλάσσιας ρυπάνσεως από διαρροή παγιδευμένων εντός του ναυαγίου πετρελαιοειδών. Στη συνέχεια η ενάγουσα απέστειλε την …./15-2-2013 τηλεομοιοτυπία προς το Κ.Λ.Ε. με την οποία ενημέρωνε ότι θα απομακρύνει τα φράγματα και συνεργεία της την 21-2-2013, αφού προηγουμένως ανεπιτυχώς, λόγω της αδράνειας της πλοιοκτήτριας εταιρίας, προσπάθησε να τα απομακρύνει την 11-2-2013. Η τελευταία με την από 19-2-2013 επιστολή της προς την ενάγουσα την οποία κοινοποίησε στο Κ.Λ.Ε., στον Ο.Λ.Ε., στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη και στην δεύτερη εναγόμενη, όπως και στους επιθεωρητές του παρεμβαίνοντος Διεθνούς Κεφαλαίου, με κατηγορηματικό τρόπο αρνήθηκε να συναινέσει  στην αποχώρηση της ενάγουσας από το ναυάγιο, λέγοντας ότι, οποιαδήποτε απόφασή της για το θέμα αυτό «δεν μπορεί παρά να βασιστεί σε σαφή και επιστημονικά τεκμηριωμένη τεχνική έκθεση» και προς υποστήριξη  της θέσεως της αυτής, επικαλέστηκε τη διαπιστωθείσα τον Νοέμβρη 2011 διαρροή πετρελαιοειδών. Τελικά με την από 22-4-2013 επιστολή της προς την ενάγουσα, η πλοιοκτήτρια εταιρία, επικαλούμενη την από 4-3-2012 έκθεση των επιθεωρητών (…………) της ασφαλιστικής  της εταιρίας (δεύτερης εναγόμενης), επιτρέπει στην ενάγουσα να αποχωρήσει, ενημερώνοντάς την συγχρόνως  ότι, σε περίπτωση που διαπιστωθεί εκ νέου ρύπανση, οφείλει να λάβει κάθε πρόσφορο μέτρο αντιμετωπίσεώς της. Μετά ταύτα η ενάγουσα με την …./24-4-2013 τηλεομοιοτυπία προς το Κ.Λ.Ε. ενημέρωσε ότι θα απομακρύνει φράγματα  και συνεργεία από την περιοχή του ναυαγίου, αποχωρώντας οριστικά, μετά τον καθαρισμό του χρησιμοποιηθέντος εξοπλισμού της, την 28-4-2013.

Από την αρχή της εκτελέσεως του ένδικου έργου η ενάγουσα  γνωστοποιούσε τις εκτελούμενες εργασίες, αποστέλλοντας λεπτομερείς σχετικές αναφορές, τόσο στις αντιδίκους της  όσο και στην εποπτεύουσα τις εργασίες λιμενική αρχή, στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη και συγκεκριμένα στο  Αρχηγείο του Λιμενικού Σώματος, καθώς και στους πραγματογνώμονες της ασφαλιστικής εταιρίας. Οι εν λόγω αναφορές ήταν καθημερινές   μέχρι την 1-6-2012, όταν  ολοκληρώθηκε ο κύριος όγκος των εργασιών καθαρισμού και είχε απαντληθεί και το φορτίο από το βυθισμένο δ/ξ, έκτοτε δε έγιναν εβδομαδιαίες εμπεριέχουσες ωστόσο περιγραφή των εργασιών όλης της εβδομάδας που αφορούσαν.  Περιελάμβαναν, τόσο οι ημερήσιες όσο και οι εβδομαδιαίες αναφορές,  λεπτομερή περιγραφή των εκτελούμενων εργασιών, κατά είδος, διάρκεια και τόπο εκτελέσεώς τους, τον αριθμό των απασχολούμενων μελών του προσωπικού της ενάγουσας, τα είδη και τον αριθμό των σκαφών αλλά και των οχημάτων που συμμετείχαν στις εργασίες,  καθώς και τον εξοπλισμό και  τα υλικά που χρησιμοποιούνταν, συνοδευόμενες και από περιγραφή των επικρατουσών καιρικών συνθηκών καθώς και από φωτογραφίες που απεικόνιζαν τις αντίστοιχες εργασίες. Επομένως η ενάγουσα, με αυτές τις αναφορές, καθιστούσε γνωστό στην αντισυμβαλλόμενη εργοδότρια εταιρία και αντίστοιχα η τελευταία, όπως και όλοι οι αποδέκτες  αυτών (των αναφορών), γνώριζαν εξ αρχής  τις ακριβείς εργασίες που εκτελούσε καθημερινά και κατά συνέπεια είχαν τη δυνατότητα, αφού είχαν λάβει γνώση και του τιμοκαταλόγου με τις επιμέρους  χρεώσεις της, να προβάλλουν κατά ρητό τρόπο τις τυχόν αντιρρήσεις τους ή παρατηρήσεις τους σε ότι θεωρούσαν υπερβολικό ή μη ενδεδειγμένο τεχνικά,  ενέργεια στην οποία ουδέποτε προέβησαν.

Η ενάγουσα για την αντιμετώπιση της προκληθείσας εκτεταμένης ρυπάνσεως διέθεσε, όπως ήδη αναφέρεται παραπάνω, για μεγάλο χρονικό διάστημα  προσωπικό, σκάφη  και εξοπλισμό υπό τις οδηγίες και την εποπτεία της αρμόδιας λιμενικής αρχής (σχετ. τα από 5-3-2012 έως 2-5-2012 έντυπα σήματα του Κ.Λ.Ε.), η οποία σύμφωνα με τα άρθρα 11 και 12 του ν. 743 της 14/17.10.1977 “Περί προστασίας του θαλασσίου περιβάλλοντος και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων (Α 319), όπως τροποποιήθηκαν με το άρθρο 10 παρ. 11 και 12, αντιστοίχως, του ν. 2252/1994 και όπως κωδικοποιήθηκαν σε ενιαίο κείμενο και μεταγλωττίσθηκαν στη δημοτική με το Π.Δ. 55 της 11/20.3.1998 “Προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος” (Α. 58), λαβόντα τους ίδιους αριθμούς 11 και 12, εξασφαλίζει ότι οι εργασίες καθαρισμού διενεργούνται με την επιβαλλόμενη ταχύτητα και με αποδεκτές μεθόδους. Επομένως και σε επίρρωση των όσων εκτίθενται αμέσως προηγουμένως, η ενάγουσα δεν ενεργούσε αυθαίρετα κατά την διάρκεια του έργου, όπως αβάσιμα υποστηρίζουν οι εναγόμενες εταιρίες, καθώς  αφενός μεν ήταν υποχρεωμένη να φέρει σύντομα και με  επιτυχία σε πέρας το έργο που της είχε ανατεθεί, υπό τις οδηγίες και υποδείξεις της λιμενικής αρχής, με βάση την δική της τεχνογνωσία και πολυετή  εμπειρία, για τις οποίες εξάλλου της ανέθεσε το ένδικο έργο η πλοιοκτήτρια εταιρία,  η οποία αρχικά είχε απευθυνθεί σ’ άλλη εταιρία, που αποχώρησε άμεσα από το έργο όταν αυτό ανατέθηκε στην ενάγουσα,  αφετέρου ενημέρωνε λεπτομερώς και συνεχώς την αντισυμβαλλομένη της για το κόστος του όλου έργου, η δε τελευταία εξ αρχής είχε ρητά εγκρίνει τον τιμοκατάλογό της  και ουδέποτε, τόσο η ίδια όσο και ασφαλιστική της εταιρία, που παρακολουθούσε το έργο με τους πραγματογνώμονες που είχε ορίσει («……………»), εναντιώθηκαν καθ’ οιονδήποτε τρόπο σε οποιαδήποτε εργασία ή χρέωση που έκανε η ενάγουσα ή της υπέδειξαν διαφορετικό χειρισμό.

Εξ αυτού βάσιμα συνάγεται ότι όλες οι εργασίες που αναφέρει στην αγωγή της η ενάγουσα πράγματι  έγιναν με τον ενδεδειγμένο και αποτελεσματικό τρόπο που αναφέρει ότι έγιναν, χρησιμοποιώντας συνήθεις και αναγκαίες  πρακτικές καθαρισμού,  όπως όλως πειστικά και εμπεριστατωμένα βεβαίωσαν οι μάρτυρες αυτής, χωρίς αντίθετο συμπέρασμα να εξάγεται από τις καταθέσεις των μαρτύρων των  αντιδίκων της, οι οποίοι ασαφώς και αορίστως αναφέρονται σε προφορικές παρατηρήσεις τους προς την ενάγουσα. Κατόπιν αυτών θα πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι οι λόγοι των εφέσεων των εναγομένων με τους οποίους παραπονούνται για την αποδοχή από την εκκαλουμένη των κονδυλίων της αγωγής, ισχυριζόμενες ότι οι χρεώσεις της ήταν υπερβολικές και διογκωμένες (τρίτος λόγος της εφέσεως της πρώτης εναγόμενης και δεύτερος, επικουρικός, λόγος της εφέσεως της δεύτερης εναγόμενης).

Στα ως άνω διαμορφωθέντα πλαίσια και συνθήκες, η ενάγουσα απασχόλησε το σύνολο των, διαφορετικού είδους και προορισμού,  σκαφών   που είχε στο δυναμικό της αλλά και έτερα πλοία, δυο ρ/κ και δυο δ/ξ τα οποία ναύλωσε για να συμμετέχουν  κυρίως στην απάντληση και μεταφορά πετρελαιοειδών από το ναυάγιο καθώς και το ρυμουλκό «ΜΑ» της εταιρίας …., στην οποία είχε απευθυνθεί αρχικά  η πρώτη εναγόμενη για τη διάσωση του πλοίου της και στη συνέχεια, όταν αυτό βυθίστηκε, η ενάγουσα το ναύλωσε αντί ημερήσιου ναύλου 24.000 ευρώ, προκειμένου να το χρησιμοποιεί, λόγω της μεγάλης ιπποδύναμης των μηχανών του και συνακόλουθα (λόγω) της  μεγάλης ισχύος που διέθετε, ως πλοίο ασφαλείας στη διάρκεια της απαντλήσεως του φορτίου του βυθισμένου δ/ξ αλλά και ως πλατφόρμα  εργασίας. Συγκεκριμένα προσδένονταν σ’ αυτό, τα δ/ξ «Κ» και «BC», στις δεξαμενές των οποίων παροχετεύετο το αντλούμενο φορτίο του «Α1», εργασία που εκτελούσε το ρ/κ «Α»  συγκρατούμενο και αυτό  από το μεγάλο ρ/κ,  ώστε να μην επηρεάζεται η διαδικασία απαντλήσεως από τον κυματισμό της θάλασσας. Ομοίως, όταν επικρατούσαν άσχημες καιρικές συνθήκες και αυτό συνέβη κάποιες, λίγες, φορές κατά το χρονικό διάστημα  (12-3-2012 έως 30-4-2012) που διήρκεσε η απάντληση των πετρελαιοειδών, προσδένονταν  με ασφάλεια στο ρ/κ  «ΜΑ» τα άνω πλοία, όπως και το καταδυτικό σκάφος και κάποια μικρότερα,   που συμμετείχαν στην εν λόγω εργασία. Για να ανταποκριθεί δε στο σκοπό αυτό το ρ/κ, που είχε περί τα 5 μέτρα βύθισμα, δεν ήταν αναγκαίο να πλησιάσει στο σημείο βυθίσεως του δ/ξ «Α1», το οποίο, σε κάθε περίπτωση, βρισκόταν σε βάθος 6,5 μέτρων κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας,  αλλά παρέμενε στην αναγκαία απόσταση,  περί τα 100 μέτρα από το ναυάγιο, άλλωστε η πρόσδεση των υπόλοιπων πλοίων στη διάρκεια θαλασσοταραχής και ισχυρών ανέμων  θα ήταν επικίνδυνο να γίνει  πλησίον του ναυαγίου,  όπως και το να ποντίσουν τα ίδια τις άγκυρες τους  στο σημείο του ναυαγίου. Στο ίδιο πλοίο μεταφέρθηκε  εξοπλισμός της ενάγουσας προκειμένου να είναι στη διάθεση του προσωπικού της, οι επικεφαλής του οποίου και θα έκριναν αν και πότε θα χρησιμοποιείτο, ενώ  στις εργασίες απορρυπάνσεως  συμμετείχε  φουσκωτό σκάφος που ανήκε στον εξοπλισμό του ρ/κ, όπως βεβαίωσε και ο μάρτυρας της ασφαλιστικής εταιρίας που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Ο ίδιος μάρτυρας, ο οποίος δεν ήταν παρών καθ’ όλο το διάστημα της απαντλήσεως από το «Α1»,   αμφισβητεί την αναγκαιότητα της παρουσίας του ρ/κ «ΜΑ», ισχυριζόμενος ότι δεν μπορούσε λόγω του μεγάλου βυθίσματός του να προσεγγίσει την περιοχή του ναυαγίου και ως εκ τούτου δεν μπορούσε να συμμετέχει στην άνω διαδικασία, πλην όμως η παρουσία του, όπως εκτίθεται αμέσως προηγουμένως,  εξυπηρετούσε άλλο σκοπό, τον άνω περιγραφόμενο,  τον οποίο μη πειστικά αμφισβήτησε ο μάρτυρας, όπως και τις χρεώσεις της ενάγουσας για τον «stand by» εξοπλισμό της, προβάλλοντας ως επιχείρημα την κοντινή απόσταση της στεριάς και των εκεί εγκαταστάσεων της ενάγουσας. Εξάλλου και στην ……/2012 έκθεση των πραγματογνωμόνων της δεύτερης εναγόμενης βεβαιώνεται ότι το ρ/κ παρέμεινε έμφορτο με εξοπλισμό «η πλειοψηφία του οποίου», όπως χαρακτηριστικά αναγράφεται στην έκθεση, «π.χ. αεροσυμπιεστές, σωλήνες, αντλίες κλπ. που χρησιμοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της πρώτης φάσης των εργασιών εκφόρτωσης έως 7-4-2012 παρέμεινε αδρανής επί του σκάφους», δηλαδή ως  χώρος αποθήκευσης εξοπλισμού μέρος του οποίου χρησιμοποιήθηκε και μέρος του οποίου παρέμενε στη διάθεση του προσωπικού της ενάγουσας.  Ωστόσο σε μία εξελισσόμενη διαδικασία περιορισμού και αντιμετωπίσεως διαρροής πετρελαιοειδών σε κλειστή θαλάσσια περιοχή με εξαιρετικά επείγοντα χαρακτήρα, όπου συνυπάρχουν πολυποίκιλες και ιδιαίτερα σημαντικές ανθρώπινες δραστηριότητες, ιδιωτικού αλλά και δημόσιου συμφέροντος (ναύσταθμος πολεμικού ναυτικού, ναυπηγεία, επιχειρήσεις οστρακοκαλλιεργειών, μαρίνες, ακτές για λουόμενους κ.ά.), υπήρχε ανάγκη ταχύτατης δράσης εκ μέρους της ενάγουσας, η οποία ας επισημανθεί εκ νέου, πέραν του ιδιαίτερα σοβαρού έργου που είχε αναλάβει να φέρει σε πέρας επιτυχώς, εποπτεύετο και καθοδηγείτο από την οικεία λιμενική αρχή η οποία, όπως συνάγεται από τα προσκομιζόμενα έντυπα σήματά της προς την ενάγουσα, ήταν ιδιαίτερα ελεγκτική και πιεστική ως προς τον τρόπο αλλά και χρόνο δράσεώς της. Συνεπώς και όχι μόνο από την παρουσία του Λιμεναρχείου αλλά και από τη φύση του ίδιου του (ένδικου) θα ήταν ασύμβατο και όλως επιβραδυντικό,  να διακόπτει τις εργασίες μέχρι να μεταφερθεί από τις αποθήκες της στην ξηρά το υλικό ή ο εξοπλισμός ή το μηχάνημα που οι αρμόδιοι τεχνικοί της   έκριναν, κατά την εκτέλεση και την πρόοδο συγκεκριμένων εργασιών, ότι ήταν αναγκαίο. Παρίστατο εκ των συνθηκών και του είδους του έργου, αναγκαίο να έχει στη διάθεσή της τον εξοπλισμό και το προσωπικό που θα την βοηθούσε να αντιμετωπίσει με επιτυχία το ζωτικής σημασίας έργο της και όσα αντίθετα υποστηρίζουν οι αντίδικοί της,  προς το σκοπό να περιορίσουν την υποχρέωση που τους βαρύνει να  της καταβάλλουν την αιτουμένη  αμοιβή της, είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμα.

Κατά συνέπεια όλων των ανωτέρω εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε με την εκκαλουμένη το κονδύλιο ποσού 1.368.000 ευρώ που αφορούσε το συνολικό ποσό των ναύλων του ρ/κ «ΜΑ» που οφείλει η ενάγουσα στην εκναυλώτρια εταιρία, ως ουσιαστικά αβάσιμο και θα πρέπει, κατά παραδοχή του πρώτου λόγου της εφέσεως της ενάγουσας, να γίνει αυτό δεκτό ως ουσιαστικά βάσιμο και να επιδικαστεί το αντίστοιχο  ποσό στην τελευταία.

Στη συνέχεια αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα κατά το χρονικό διάστημα από 5-3-2012 έως 28-4-2013 προέβη στις ακόλουθες ενέργειες και εργασίες για τις οποίες δικαιούται τα ποσά που αναφέρονται παρακάτω:

 

Δ/Ξ “ALFA I” – ΒΥΘΙΣΗ – ΡΥΠΑΝΣΗ – ΚΟΛΠΟΣ ΕΛΕΥΣΙΝΑΣ – 05/03/2012  
Δευτέρα 05/03/12
Α. ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ
Διευθυντής Επιχειρήσεων 880
Τεχνικός Διευθυντής 710
Υπεύθυνος Διοικητικών Θεμάτων 4 άτ.     X     € 590 /ημ. 2.360
Υπεύθυνος πεδίου 2 άτ.     X     € 660 /ημ. 1.320
Μηχανικός Ασφάλειας 700
Επικεφαλής Δύτης 0
Καταδυτικό συνεργείο 0 άτ.     X     € 862 /ημ. 0
Επικεφαλής τεχνικός 0 άτ.     X     € 630 /ημ. 0
Τεχνικοί 10 άτ.     X     € 530 /ημ. 5.300
Υπερωρίες 98 ώρες  X     € 30 /ώρ. 2.940

 

Επικοινωνιακά μέσα €         20
€    3.520
ΣΥΝΟΛΟ €  10.630

 

Επομένως οι εναγόμενες οφείλουν να καταβάλουν στην ενάγουσα το συνολικό ποσό του 15.853.962,30 ευρώ.

Ως προς το αίτημα της ενάγουσας για την καταβολή τόκων κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή της,  το οποίο απορρίφθηκε από την εκκαλουμένη η οποία έκρινε ότι δεν υπήρξε προηγούμενη της επιδόσεως της αγωγής όχληση, αίτημα που επαναφέρει η ενάγουσα ενώπιον του Δικαστηρίου με τον δεύτερο λόγο της εφέσεώς της, λεκτέα τα ακόλουθα:

Από τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, κατά τις οποίες, αντιστοίχως, «κατά την ερμηνεία της δήλωσης βουλήσεως αναζητείται η αληθινή βούληση χωρίς προσήλωση στις λέξεις» και «οι συμβάσεις ερμηνεύονται όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη», προκύπτει ότι, όταν η σύμβαση παρουσιάζει κενό, κενό δε υφίσταται όταν τα μέρη άφησαν κάποιο σημείο αρρύθμιστο, το οποίο όμως πρέπει να ρυθμιστεί για να επιτευχθεί ο σκοπός της δικαιοπραξίας (ΑΠ 1608/2014 δημοσ στην τνπ ΝΟΜΟΣ), ή γεννάται αμφιβολία ως προς την έννοια των δηλώσεων βουλήσεως, το δικαστήριο οφείλει να αναζητήσει την πραγματική βούληση των συμβαλλομένων βάσει των, ως άνω, ερμηνευτικών κανόνων, ο μεν πρώτος των οποίων εξαίρει το υποκειμενικό στοιχείο, τη βούληση, δηλαδή, των δηλούντων και απαιτεί η ερμηνεία να μην προσκολλάται στις λέξεις της δηλώσεως, αλλά να αναζητείται η αληθής βούληση, ο δε δεύτερος εξαίρει τα αντικειμενικά στοιχεία και επιβάλλει να ερμηνεύεται η δήλωση όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη. Καλή πίστη είναι η συμπεριφορά που επιβάλλεται στις συναλλαγές κατά την κρίση του χρηστού και γνωστικού ανθρώπου, ενώ συναλλακτικά ήθη είναι οι συνηθισμένοι στις συναλλαγές τρόποι ενέργειας (ΑΠ 1608/2014 οπ. π.). Για τη διαμόρφωση της σχετικής κρίσεως το δικαστήριο σταθμίζει τα συμφέροντα των μερών και ιδίως εκείνου, στην προστασία του οποίου αποβλέπει ο ερμηνευόμενος όρος, λαμβάνει επίσης υπόψη τη φύση και τον σκοπό της δικαιοπραξίας, τις συνθήκες υπό τις οποίες έγιναν οι δηλώσεις της βουλήσεως των μερών, τις τοπικές, γλωσσικές,  χρονικές και άλλες συνθήκες, υπό τις οποίες έγιναν οι δηλώσεις βουλήσεως των συμβαλλομένων καθώς και τη φύση της συμβάσεως, τις προηγούμενες συναλλαγές των μερών και την προηγουμένη συμπεριφορά τους, τις διαπραγματεύσεις που είχαν προηγηθεί και πως οι σχετικές δηλώσεις του ενός μέρους αναμένονταν να εκληφθούν από το άλλο καθώς και το δικαιοπρακτικό σκοπό. Περαιτέρω, από τις ίδιες, ως άνω, διατάξεις σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 335 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η έννοια δικαιοπραξίας ή κάποιου άλλου όρου αυτής, η οποία δεν αποτελεί πραγματικό γεγονός, δεν μπορεί να είναι αντικείμενο αποδείξεως, αλλά αυτή εξευρίσκεται από το δικαστήριο της ουσίας που διαπιστώνει κυριαρχικά, με ερμηνεία του περιεχομένου τους, την αληθινή βούληση των δικαιοπρακτούντων, όπως προαναφέρθηκε, χωρίς να δεσμεύεται στην κρίση του από τους ισχυρισμούς των διαδίκων, δεν είναι δε υποχρεωμένο να διατάξει για τα ζητήματα αυτά απόδειξη (ΑΠ 1608/2014,  1214/2010,  1746/2009, ΝοΒ 58.729, ΑΠ 142/2003 ΕλλΔνη 44. 1305, ΕΠ 628/2015 και 163/2015 δημοσ στη ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, κατά την κατάρτιση της ένδικης συμβάσεως έργου με τον περιγραφόμενο ανωτέρω τρόπο (ανταλλαγή τηλεομοιοτυπιών που περιείχαν την σχετική πρόταση και αποδοχή), οι αντισυμβαλλόμενες σ’ αυτήν εταιρίες δεν καθόρισαν ρητά τον χρόνο καταβολής της αμοιβής της ενάγουσας και συγκεκριμένα δεν καθόρισαν  αν αυτή θα  καταβληθεί τμηματικά ή στο τέλος και με την ολοκλήρωση των εργασιών, που είχαν ανατεθεί στην ενάγουσα.

Ενόψει της διαπιστώσεως της υπάρξεως του ως άνω κενού,  το Δικαστήριο οφείλει να αναζητήσει την πραγματική βούληση των συμβληθέντων βάσει των ερμηνευτικών κανόνων  των άρθρων 173  και  200  του  ΑΚ,  των οποίων η έννοια αναλύθηκε στην προηγηθείσα σκέψη, χωρίς να διατάξει αποδείξεις αφού αυτή δεν αποτελεί πραγματικό γεγονός ώστε να αποτελεί αντικείμενο αποδείξεως (άρθρο 335 ΚΠολΔ), όπως αναλύεται στις προηγηθείσες σκέψεις. Το Δικαστήριο με βάση τα ανωτέρω, την καλή πίστη και λαμβάνοντας υπόψη τα κρατούντα συναλλακτικά ήθη αλλά και τις συνθήκες υπό τις οποίες δηλώθηκαν οι ως άνω βουλήσεις,  καταλήγει στην κρίση ότι η αληθής βούληση των συμβληθέντων μερών ήταν η τμηματική καταβολή της αμοιβής της ενάγουσας, με βάση τιμολόγια ή άλλα χρεωστικά έγγραφα τα οποία η ίδια θα εξέδιδε. Αυτό διότι ενόψει της διάρκειας του έργου και των  τεράστιων  απαιτήσεων αυτού σε  δαπάνες για  προσωπικό, εξοπλισμό  και υλικά, καθώς και για ναύλωση σκαφών,  είναι εύλογο και δίκαιο να καταβληθεί τμηματικά η αμοιβή της ενάγουσας, που περιλαμβάνει τόσο το κόστος των ανωτέρω παραγόντων όσο και το κέρδος της,  ώστε να μπορεί εκείνη να ανταποκριθεί στα απαιτούμενα έξοδα. Προς επίρρωση της ως άνω κρίσεως συνεκτιμάται από το Δικαστήριο ο τελευταίος όρος του τιμοκαταλόγου που απέστειλε η ενάγουσα στην  πλοιοκτήτρια εταιρία και του οποίου έλαβε γνώση και η ασφαλιστική της εταιρία. Σύμφωνα με αυτόν  η ενάγουσα όριζε  την υποχρέωση του εκάστοτε αντισυμβαλλομένου της να εξοφλεί τα τιμολόγια που η ίδια θα εξέδιδε,  κατά την πρόοδο των εργασιών της, μέσα σε προθεσμία τριάντα ημερών από την έκδοσή τους.  Η ενάγουσα εξέδωσε στις 30-8-2012 χρεωστικό σημείωμα ποσού 13.313.925,80 ευρώ  το οποίο αφορούσε τις μέχρι την 30-6-2012 δαπάνες για τον κύριο όγκο των εργασιών της, αφού μέχρι τότε είχαν καθαριστεί οι ρυπανθείσες ακτές και είχε απαντληθεί το φορτίο του βυθισμένου πλοίου,  στις 12-11-2012 χρεωστικό σημείωμα ποσού 1.049.237,50 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 1-7-2012 έως 31-10-2012,  στις 10-1-2013 χρεωστικό σημείωμα ποσού 539.818,50 ευρώ για τις εργασίες της το χρονικό διάστημα από 1-11-2012 έως 31-12-2012, στις 16-1-2013 χρεωστικό σημείωμα ποσού 133.607,50 ευρώ  για το χρονικό διάστημα από 1-1-2013 έως 15-1-2013 και στις 21-5-2013 χρεωστικό σημείωμα ποσού 817.373 ευρώ για το υπόλοιπο διάστημα, από 16-1-2013 έως 28-4-2013.  Με τις ……/11-1-2013 και 6011Δ/3-6-2013 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά …….,  επιδόθηκαν τα  εν λόγω σημειώματα στην πρώτη  εναγόμενη  και, αντίστοιχα στην δεύτερη,  με τις …../11-1-2013 και …../3-6-2013 εκθέσεις επιδόσεως του ίδιου ως άνω δικαστικού επιμελητή. Στις 11-1-2011 επιδόθηκαν τα σημειώματα ποσού 13.313.925,80, 1.049.237,50 και 539.818,50 ευρώ  και στις 3-6-2013 επιδόθηκαν τα σημειώματα ποσού 133.607,50 και 817.373 ευρώ και έκτοτε, από τις εν λόγω ημερομηνίες επιδόσεως, οπότε και οχλήθηκαν για την καταβολή των οφειλομένων ποσών οι εναγόμενες, δεν αποδείχθηκαν δε άλλοι, προγενέστεροι, χρόνοι οχλήσεως,  κατέστησαν υπερήμερες ως προς την εκπλήρωση της οφειλής τους και η  ενάγουσα δικαιούται να ζητήσει, πλέον της αμοιβής της  και τόκο υπερημερίας (άρθρα 340-345 Α.Κ.). Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε ότι δεν υπήρξε προγενέστερη της επιδόσεως της αγωγής όχληση και απέρριψε το αίτημα της ενάγουσας, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και θα πρέπει,  μετά ταύτα, να γίνει, μερικά,  δεκτός, ως ουσιαστικά βάσιμος ο δεύτερος λόγος της εφέσεώς της.

Με τον πέμπτο λόγο της εφέσεώς της η πρώτη εναγόμενη  παραπονείται ως προς το κεφάλαιο της δικαστικής δαπάνης, ισχυριζόμενη  ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απαραδέκτως επέβαλε σε βάρος της τη δικαστική δαπάνη την οποία όρισε στο ποσό των 200.000 ευρώ το οποίο σε κάθε περίπτωση είναι υπέρογκο και εξωπραγματικό. Ο λόγος αυτός της εφέσεως είναι μεν παραδεκτός αφού προσβάλλεται, συγχρόνως και η ουσία της υποθέσεως (άρθρο 193 του ΚΠολΔ, πρβλ. ΑΠ 617/2008 δημοσ στην τνπ ΝΟΜΟΣ), πλην, όμως είναι αόριστος και πρέπει να απορριφθεί και αυτό διότι η εκκαλούσα δεν προσδιορίζει το νομικό σφάλμα ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων περί δικαστικής δαπάνης, δηλαδή αν ο καθορισμός του ως άνω ποσού οφείλεται σε μη νόμιμο υπολογισμό ή σε κάποια άλλη αιτία, ώστε να είναι δυνατό να ελεγχθεί η παραβίαση ή μη των σχετικών διατάξεων και να αποκλεισθεί η περίπτωση του λογιστικού σφάλματος. (ΕΠ 24 /2016 δημοσ στη ΝΟΜΟΣ). Απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας είναι και ο πρώτος λόγος της εφέσεως της πρώτης εναγόμενης εταιρίας («…………..») κατά το σκέλος αυτού με το οποίο η εκκαλούσα ζητά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης λόγω εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου, χωρίς να προσδιορίζονται οι νομικές πλημμέλειες της αποφάσεως. Αυτό διότι κατά τη διάταξη του άρθρου 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ, το έγγραφο της εφέσεως πρέπει να περιέχει τα κατά τα άρθρα 118 – 120 στοιχεία και τους λόγους της, ήτοι τις πλημμέλειες της προσβαλλόμενης πρωτόδικης αποφάσεως, οι οποίες συνίστανται σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ή και του ίδιου του εκκαλούντος. Οι λόγοι της εφέσεως πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, ώστε να μπορεί να οριοθετηθεί η εξουσία του εφετείου, ενόψει, μάλιστα, της διατάξεως του άρθρου 522 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση (και τους τυχόν πρόσθετους λόγους αυτής) και να είναι σε θέση το δευτεροβάθμιο δικαστήριο να κρίνει για τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά τους, αλλά και να μπορεί ο εφεσίβλητος να αμυνθεί, αποκρούοντας και ανασκευάζοντας αυτούς. Η αοριστία του εφετηρίου δεν μπορεί να συμπληρωθεί με τις προτάσεις ή με παραπομπή σε άλλα έγγραφα, έστω και της ιδίας δίκης, οι δε  αόριστοι λόγοι εφέσεως εξομοιώνονται με ανύπαρκτους και απορρίπτονται ως απαράδεκτοι και μετά από αυτεπάγγελτη έρευνα του δικαστηρίου. Εάν όμως με την έφεση πλήττεται η εκκαλουμένη ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, δεν είναι αναγκαίο να εξειδικεύονται στο εφετήριο τα επί μέρους σφάλματα αυτής ως προς την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, αλλά αρκεί να μνημονεύεται ότι εξ αιτίας της κακής εκτιμήσεως αυτού το πρωτοβάθμιο δικαστήριο κατέληξε σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό, αφού το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως, επανεκτιμά από την αρχή την ουσία της υποθέσεως και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού, με βάση τη καθολική αυτή επανεκτίμηση και όχι με βάση τα συνδεόμενα με αυτήν μερικότερα παράπονα του εκκαλούντος.  Κατά συνέπεια των ανωτέρω, ο ίδιος ως άνω πρώτος λόγος εφέσεως θα πρέπει, κατά το σκέλος του με το οποίο η εκκαλούσα ζητά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης λόγω πλημμελούς εκτιμήσεως των αποδείξεων που οδήγησαν στην αποδοχή, μερικά, της ένδικης αγωγής, να απορριφθεί ως αβάσιμος ενόψει των όσων έγιναν δεκτά ως ουσιαστικά βάσιμα  με την παρούσα απόφαση.

Κατά συνέπεια όλων  των ανωτέρω και μη υπάρχοντος άλλου λόγου εφέσεως προς έρευνα θα πρέπει α) η έφεση της ενάγουσας εταιρίας να γίνει δεκτή στο σύνολό της ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, β) οι αυτοτελείς παρεμβάσεις να γίνουν ομοίως δεκτές  και γ) οι εφέσεις των εναγόμενων εταιριών να απορριφθούν στο σύνολό τους , να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση όχι μόνον ως προς τα κεφάλαια για τα οποία έγιναν δεκτοί οι σχετικοί λόγοι εφέσεως, αλλά στο σύνολό της για το ενιαίο της εκτελέσεως του τίτλου  (ΑΠ 873/2013, ΑΠ 748/1984, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδοση 2009, σελ. 447). Ακολούθως, πρέπει, αφού διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ) και ερευνηθεί η από 1-8-2013 αγωγή, να γίνει αυτή δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να καταβάλουν στην ενάγουσα, το ποσό των 15.853.962,30 ευρώ  σ’ ολόκληρον η κάθε μια εξ αυτών, νομιμοτόκως τα επιμέρους ποσά  των 13.313.925,80, 1.049.237,50 και 539.818,50 ευρώ  από 11-1-2011 και από  3-6-2013 τα ποσά των 133.607,50 και 817.373 ευρώ. Σημειωτέον ότι η ενάγουσα- εκκαλούσα δεν μπορεί  παραδεκτά να μεταβάλει το αίτημα της  ένδικης αγωγής επιδιώκοντας με τις προτάσεις της ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου,  να επιδικαστεί στο παρεμβαίνον  το 75,70% του ποσού που διεκδικεί ως αμοιβή της  και αυτό διότι σύμφωνα με το  άρθρο 526 του ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτη στην κατ’ έφεση δίκη κάθε μεταβολή της βάσης, του αντικειμένου και του αιτήματος της αγωγής έστω και αν ο αντίδικος συναινεί, μάλιστα, το απαράδεκτο αυτό λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως (ΟλΑΠ 10/2007, 2/1994, ΑΠ 1844/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 821/2010 ΕλλΔνη 2011 784, ΑΠ 1704/2007, 477/2007, 1088/2003, ΕΠ 261/2014, δημοσ στη ΝΟΜΟΣ).  Τέλος, πρέπει τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας  και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός της,  να επιβληθούν, σε βάρος των εναγομένων λόγω της ήττας αυτών  (άρθρα 106, 178 παρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό, να διαταχθεί η επιστροφή στην εκκαλούσα-ενάγουσα  του παραβόλου που κατέθεσε για την άσκηση της εφέσεώς της και να διαταχθεί η απόδοση στο δημόσιο ταμείο των παραβόλων που κατέθεσαν αντίστοιχα η κάθε μία εκκαλούσα-εναγόμενη για την άσκηση των εφέσεών τους, ενώ δεν θα συμπεριληφθεί  διάταξη για δικαστικά έξοδα του αυτοτελώς παρεμβαίνοντος ελλείψει σχετικού αιτήματος (άρθρα 182, 191 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει τις με αριθμ. εκθ. καταθ.  ……/13-9-2016, ……/11-10-2016 και …../12-10-2016 εφέσεις καθώς και τις με αριθμ. εκθ. καταθ. ../11-13-1-2017 και …./12/13-1-2017 αυτοτελείς παρεμβάσεις, κατά της 1943/2015 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία.

Δέχεται τυπικά τις εφέσεις  και απορρίπτει κατ’ ουσίαν τις με αριθμ. εκθ. καταθ.  ……/11-10-2016 και ……./12-10-2016 εφέσεις.Δέχεται κατ’ ουσίαν  την με αριθμ. εκθ. καταθ. ……../13-9-2016 έφεση. Δέχεται τις αυτοτελείς παρεμβάσεις.Εξαφανίζει την εκκαλούμενη με αριθμό 1943/2015 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Κρατεί την υπόθεση και δικάζει επί της από 1-8-2013  (με αριθμ. εκθ. καταθ. …./2013) αγωγής.Δέχεται την αγωγή.Υποχρεώνει τις εναγόμενες εταιρίες  να καταβάλουν  στην ενάγουσα, σ’ ολόκληρον η κάθε μία εξ αυτών,  το ποσό των  δεκαπέντε εκατομμυρίων οκτακοσίων πενήντα τριών χιλιάδων εννιακοσίων εξήντα δυο ευρώ και τριάντα λεπτών (15.853.962,30), με το νόμιμο τόκο τα επιμέρους ποσά στα οποία αναλύεται : των 13.313.925,80, 1.049.237,50 και 539.818,50 ευρώ  από 11-1-2011 και των 133.607,50 και 817.373 ευρώ από  3-6-2013, μέχρι την εξόφληση. Καταδικάζει τις εναγόμενες   να καταβάλουν τα δικαστικά έξοδα στην ενάγουσα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εκατόν ογδόντα πέντε χιλιάδων (185.000) ευρώ.Διατάσσει την επιστροφή στην εκκαλούσα-ενάγουσα εταιρία «……….» των παραβόλων με αριθμούς .. και …..Διατάσσει την εισαγωγή των παραβόλων με αριθμούς ………… στο δημόσιο ταμείο.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις   7 Φεβρουαρίου 2018.

Ο  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και αντ΄ αυτού,

λόγω προαγωγής

και αναχωρήσεώς του,

ο αρχαιότερος της

συνθέσεως Εφέτης,

Αθανάσιος Θεοφάνης.

 

 

Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, στις   15 Μαρτίου 2018, με άλλη σύνθεση, λόγω  προαγωγής και αναχωρήσεως  του Προέδρου Εφετών, Χρήστου Τζανερρίκου, αποτελουμένη από τους Δικαστές, Αθανάσιο Θεοφάνη, Προεδρεύοντα Εφέτη, Μαρία Κωττάκη και Χαρίκλεια Σαραμαντή, Εφέτες, και με Γραμματέα τη Γεωργία Λογοθέτη, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και   των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΕΦΕΤΗΣ            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ