Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 184/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός Απόφασης 184/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

——————————————-

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη Γραμματέα Γ. Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση του εν μέρει ηττηθέντος στην πρωτοβάθμια δίκη Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου (Ν.Π.I.Δ.) με την επωνυμία «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ», ως ειδικού διαδόχου της τρίτης εναγομένης ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «…………….», λόγω ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της, κατά της υπ’αριθμ. 3958/2012 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, καθώς και κατά της προηγουμένως εκδοθείσας επί της υπόθεσης και θεωρουμένης ως συμπροσβληθείσας με την ανωτέρω απόφαση υπ’αριθμ. 4977/2011 μη οριστικής απόφασης του ιδίου Δικαστηρίου, οι οποίες εκδόθηκαν, η μεν μη οριστική, αντιμωλία των διαδίκων της δίκης, η δε οριστική ερήμην των πρώτου και δεύτερης των εναγομένων και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητο και από τη σύμβαση της ασφάλισής του (άρθρα 666, 667, 670-676 και 681Α του ΚΠολΔ), επί της από 5.6.2009 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……./16.6.2009) αγωγής της εφεσίβλητης, διώκουσας την επιδίκαση σ’αυτήν αποζημίωσης για την αποκατάσταση της περιουσιακής της ζημίας, αλλά και χρηματικής ικανοποίησης για την ηθική βλάβη, που υπέστη σε τροχαίο αυτοκινητικό ατύχημα ως οδηγός δίκυκλης μοτοσικλέτας, και στρεφομένης κατά των 1) ……… 2) ………., και 3) της προναφερθείσας ασφαλιστικής εταιρίας, ως του ιδιοκτήτη του εμπλακέντος στο ατύχημα Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου, της φερομένης ως αποκλειστικά υπαίτιας του ατυχήματος οδηγού του εν λόγω οχήματος, και της ασφαλιστικής εταιρίας του οχήματος αυτού αντίστοιχα, και με την εκ των οποίων οριστική απόφαση έγινε εν μέρει δεκτή η προαναφερθείσα αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη και υποχρεώθηκαν οι δύο πρώτοι εναγόμενοι και το εκκαλούν, που υπεισήλθε στη θέση της τρίτης εναγομένης, να καταβάλουν στην ενάγουσα, ο καθένας εις ολόκληρον, το συνολικό χρηματικό ποσό των 72.500 ευρώ, πλέον τόκων από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και νομότυπα (άρθρα 495, 499, 511, 513 παρ.1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.1 και 520 § 1 του ΚΠολΔ), με  την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 26.10.2012 (με αυξ.αριθμ.εκθ. καταθ. ……/26.10.2012), ήτοι προ πάσης επίδοσης της οριστικής απόφασης, αφού τέτοια επίδοση δεν επικαλούνται οι διάδικοι, ούτε άλλωστε προκύπτει οίκοθεν από τα προσκομιζόμενα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αποδεικτικά μέσα, αλλά εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ.2 του ΚΠολΔ [όπως ίσχυε προ της τροποποίησής του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄87), το οποίο εφαρμόζεται, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ.2 του αυτού άρθρου και νόμου, για τα ένδικα μέσα, που ασκούνται μετά από την 1.1.2016, και, επομένως, όχι εν προκειμένω] προθεσμίας των τριών (3) ετών από τη δημοσίευση της απόφασης αυτής, που έλαβε χώρα στις 19.8.2012, ενώ επιπροσθέτως έχει καταβληθεί από το εκκαλούν κατά την κατάθεσή της το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.4 του ΚΠολΔ παράβολο, αρμόδια δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να  γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 522 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ).

Η ενάγουσα με την από 5.6.2009 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……./16.6.2009) αγωγή της, που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, επικαλούμενη ότι σε τροχαίο αυτοκινητικό ατύχημα, που έλαβε χώρα υπό τις αναλυτικά εκτιθέμενες στο δικόγραφο συνθήκες, από αποκλειστική υπαιτιότητα της δεύτερης των εναγομένων, και δη από αμέλεια αυτής, οδηγού Ι.Χ.Ε.αυτοκινήτου, κυριότητας του πρώτου εναγομένου και ασφαλισμένου για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη από την κυκλοφορία του στην τρίτη εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία, προκλήθηκαν, αφενός μεν ο σοβαρός τραυματισμός της, εκ του οποίου κατέστη ανάπηρη εφ’όρου ζωής σε ποσοστό 67%, όπερ επιδρά στο μέλλον της, αφετέρου δε καταστράφηκε  ολοσχερώς υπό οικονομική και τεχνική έννοια η δίκυκλη μοτοσικλέτα της, στην οποία επέβαινε, και η οποία συγκρούσθηκε με το ανωτέρω αυτοκίνητο, ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν, ο καθένας εις ολόκληρον, ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας της (της ειδικής αποζημίωσης του άρθρου 931 του ΑΚ συμπεριλαμβανομένης) και ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης, που υπέστη, το συνολικό ποσό των 516.359 ευρώ, κατά τα ειδικότερα στην αγωγή αναφερόμενα ως προς έκαστο των επιμέρους κονδυλίων του αιτήματος, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης. Κατά τη συζήτηση της ανωτέρω αγωγής στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αφενός μεν η ενάγουσα, παραδεκτά, με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου της δικηγόρου, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, και επίσης περιλήφθηκε στις νομίμως κατατεθείσες προτάσεις της, προέβη σε τροπή α) του κονδυλίου της χρηματικής ικανοποίησης της ηθικής βλάβης, που υπέστη, ποσού 300.000 ευρώ, κατά το ποσό των 240.000 ευρώ σε έντοκο αναγνωριστικό, ενώ κατά το υπόλοιπο ποσό των 60.000 ευρώ το κονδύλιο αυτό παράμεινε καταψηφιστικό, καθώς και β) του κονδυλίου της ειδικής αποζημίωσης του άρθρου 931 του ΑΚ λόγω της επικαλούμενης μόνιμης αναπηρίας της, συνεπεία του προκληθέντος στο επίδικο τροχαίο ατύχημα τραυματισμού της, ποσού 200.000 ευρώ, κατά το ποσό των 160.000 ευρώ σε έντοκο αναγνωριστικό, διατηρώντας καταψηφιστικό το κονδύλιο αυτό κατά το υπόλοιπο ποσό των 40.000 ευρώ, αφετέρου δε παραστάθηκε, αντί της τρίτης εναγομένης ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας, το Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου (Ν.Π.I.Δ.) με την επωνυμία «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ», ως ειδικός διάδοχος αυτής, λόγω ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της. Επί της ανωτέρω αγωγής, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητο και από τη σύμβαση της ασφάλισής του (άρθρα 666, 667, 670-676 και 681Α του ΚΠολΔ), η υπ’αριθμ.4977/2011 μη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία, αφού απορρίφθηκε ως αόριστο κατά το ποσό των 827  ευρώ το υπό στοιχεία Β΄αγωγικό κονδύλιο, που αφορούσε την αξία των καταστραφέντων κατά το επίδικο τροχαίο ατύχημα ενδυμάτων (παντελονιού και μπλούζας), υποδημάτων, κοσμημάτων (μίας χρυσής αλυσίδας χειρός – καδένας), και ενός κινητού τηλεφώνου της ενάγουσας, και κρίθηκε η δεύτερη εναγόμενη, οδηγός του Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου, αποκλειστικά υπαίτια του τροχαίου ατυχήματος, στη συνέχεια  διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης και η διενέργεια ιατρικής πραγματογνωμοσύνης από τον διορισθέντα ως πραγματογνώμονα Ιατρό – Χειρουργό Ορθοπεδικό …… ., προκειμένου αυτός να αποφανθεί αιτιολογημένα περί των σωματικών βλαβών, που υπέστη η ενάγουσα στο επίδικο ατύχημα, περί της αντιμετώπισης και της αναγκαίας αγωγής για την αποθεραπεία της, περί της σημερινής κατάτασης της υγείας της, καθώς και περί του εάν συνεπεία του τραυματισμού της κατέστη ανίκανη για την εργασία του μοντέλου φωτογράφησης, ή για οποιαδήποτε εργασία, σε ποιο βαθμό και μέχρι πότε, και εάν παρέμεινε σ’αυτήν κάποια μόνιμη αναπηρία, ή παραμόρφωση, και εάν ναι, ποια ακριβώς, και κατά ποιο συγκεκριμένα ποσοστό, εφόσον οι εναγόμενοι αρνήθηκαν αιτιολογημένα το συγκεκριμένο αγωγικό ισχυρισμό. Μετά τη διενέργεια της διαταχθείσας πραγματογνωμοσύνης από το διορισθέντα πραγματογνώμονα, ο οποίος κατέθεσε την έκθεσή του, η υπόθεση επαναφέρθηκε προς εκδίκαση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με την από 20.3.2012 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ……../21.3. 2012) κλήση της ενάγουσας, και η αγωγή συζητήθηκε κατά τη δικάσιμο της 1ης.6.2012 στο ακροατήριο του ανωτέρω Δικαστηρίου, εκδοθείσης της υπ’αριθμ.3958/2012 οριστικής απόφασής του, κατά την αυτή ειδική διαδικασία, ερήμην του πρώτου και της δεύτερης των εναγομένων, και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων της δίκης. Με την απόφαση αυτή, αφού κρίθηκε η δεύτερη εναγομένη αποκλειστικά υπαίτια του τροχαίου ατυχήματος και απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη η ένσταση των εναγομένων περί συντρέχοντος πταίσματος της ενάγουσας στην πρόκλησή του, και, επιπροσθέτως, ότι η τελευταία λόγω του τραυματισμού της στο ατύχημα αυτό υπέστη μόνιμη αναπηρία και παραμόρφωση κατά ποσοστό 25%, όπερ επιδρά δυσμενώς στο μέλλον της, στη συνέχεια έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή και ως κατ’ουσίαν βάσιμη, και υποχρεώθηκαν οι δύο πρώτοι εναγόμενοι, ως ιδιοκτήτης και οδηγός του ζημιογόνου Ι.Χ.Ε.αυτοκινήτου, και το Επικουρικό Κεφάλαιο, ως ειδικός διάδοχος της αρχικά τρίτης εναγομένης – ασφαλιστικής εταιρίας του οχήματος αυτού αντίστοιχα, να καταβάλουν στην ενάγουσα, ο καθένας εις ολόκληρον, το συνολικό  ποσό των 72.500 ευρώ, εκ των οποίων α) ποσό 850 ευρώ επιδικάσθηκε ως η πραγματική, εμπορική, αξία της ολικά καταστραφείσης δίκυκλης μοτοσικλέτας της κατά το χρόνο του ατυχήματος, β) ποσό 1.650 ευρώ ως δαπάνη για τη λήψη βελτιωμένης (σε σχέση με τη συνήθη) τροφής απ’αυτήν για χρονικό διάστημα 11 μηνών, υπολογιζόμενο από την 8η.7.2008, γ) ποσό 40.000 ευρώ ως αποζημίωση του άρθρου 931 του ΑΚ, και δ) ποσό 30.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής της βλάβης, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης, ενώ το αγωγικό κονδύλιο των 200 ευρώ, που αφορούσε σε δύο, κατά τους ισχυρισμούς της καταστραφέντα λόγω του ατυχήματος χαρτονομίσματα των 100 ευρώ έκαστο, τα οποία έφερε στην τσέπη του παντελονιού της, ενώ οδηγούσε τη μοτοσικλέτα της, απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμο. Κατά της ανωτέρω οριστικής απόφασης, καθώς και της προηγουμένως εκδοθείσας επί της αγωγής υπ’αριθμ.4977/2011 μη οριστικής, παραπονείται το εκκαλούν Επικουρικό Κεφάλαιο, έχοντας προφανές προς τούτο έννομο συμφέρον, ως εν μέρει ηττηθείς στον πρώτο βαθμό διάδικος, καθ’ό μέρος βλάπτεται, με την ένδικη έφεσή του, ζητώντας, για τους λόγους, που ειδικότερα αναφέρονται στο δικόγραφο του ένδικου μέσου, και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες, στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως προς την οριστική κρίση του επί της ουσίας της υπόθεσης, και συγκεκριμένα επί της υπαιτιότητας στην πρόκληση του ένδικου τροχαίου ατυχήματος, για το οποίο έγινε δεκτό ότι η δεύτερη εναγόμενη υπήρξε αποκλειστικά υπαίτια και απορρίφθηκε η προβληθείσα ένστασή του περί συντρέχοντος πταίσματος και της ενάγουσας, καθώς και επί συγκεκριμένων και μόνο αγωγικών κονδυλίων, και ειδικότερα των κονδυλίων της δαπάνης για τη λήψη από την ενάγουσα βελτιωμένης διατροφής, της ειδικής αποζημίωσης του άρθρου 931 του ΑΚ και της χρηματικής ικανοποίησης της ηθικής της βλάβης, την εξαφάνιση αμφοτέρων των αποφάσεων, άλλως τη μεταρρύθμιση της εξ αυτών οριστικής, ούτως ώστε, αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η αγωγή, ν’απορριφθεί αυτή στο σύνολό της, άλλως να γίνει εν μέρει δεκτή ως κατ’ουσίαν βάσιμη και να επιδικασθεί στην ενάγουσα μικρότερο ποσό σε σχέση με τον πρωτοδίκως επιδικασθέν.

Από τη διάταξη του άρθρου 931 του ΑΚ, που ορίζει ότι “η αναπηρία ή παραμόρφωση που προξενήθηκε στον παθόντα λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη κατά την επιδίκαση της αποζημίωσης, αν επιδρά στο μέλλον του”, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 914, 929 και 932 του ΑΚ προκύπτει ότι η αναπηρία ή η παραμόρφωση που προξενείται στον παθόντα, ανεξαρτήτως φύλου, εκτός από την επίδραση, την οποία μπορεί να ασκήσει τόσο στο ύψος των χρηματικών ποσών, που θα στερείται ο παθών στο μέλλον ή θα ξοδεύει επιπλέον εξαιτίας της αύξησης των δαπανών του, όσο και στο ύψος της χρηματικής ικανοποίησης που θα επιδικασθεί για την ηθική βλάβη του, μπορεί να θεμελιώσει και αυτοτελή αξίωση για αποζημίωσή του, αν επιδρά στο μέλλον του. Ωστόσο, κατά την αληθινή έννοια της διάταξης του άρθρου 931 του ΑΚ, ως μέλλον του παθόντος νοείται το οικονομικό του μέλλον και συνεπώς η αυτοτελής για την αιτία αυτή αξίωσή του αποζημίωσης, είτε πρόκειται για αναπηρία του, δηλαδή για προκαλούμενη έλλειψη της σωματικής, νοητικής ή ψυχικής ακεραιότητας του προσώπου του είτε για παραμόρφωση, δηλαδή για προκαλούμενη ουσιώδη αλλοίωση της εξωτερικής εμφάνισης του προσώπου του, που καθορίζεται κατά τις απόψεις της ιατρικής, αλλά και τις αντιλήψεις της ζωής, παρέχεται για την κάλυψη περιουσιακής και μόνον ζημίας του και μάλιστα μελλοντικής. Δηλαδή δεν είναι αξίωση χρηματικής ικανοποίησης του παθόντος κατά το μέτρο αποκατάστασης της κοινωνικής του απαξίωσης από την αναπηρία ή την παραμόρφωσή του ούτε αξίωση χρηματικής ικανοποίησης της συναφούς ηθικής βλάβης του, η οποία βρίσκει έρεισμα μόνο στη διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ και όχι στη διάταξη του άρθρου 931 του ΑΚ, αφού στην τελευταία γίνεται λόγος για αποζημίωση και όχι για χρηματική ικανοποίηση (ΟλΑΠ 18/2008, ΑΠ 846/2017, ΑΠ 1631/2010, ΑΠ 58/2009, ΑΠ 350/2009 άπασες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 931 του ΑΚ, με την οποία ορίζεται ότι “η αναπηρία ή η παραμόρφωση που προξενήθηκε στον παθόντα λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη κατά την επιδίκαση της αποζημίωσης, αν επιδρά στο μέλλον του” προκύπτει ότι σκοπός αυτής είναι η επιδίκαση στον παθόντα αναπηρία ή παραμόρφωση ενός ευλόγου χρηματικού ποσού, ακριβώς λόγω της αναπηρίας και παραμόρφωσης, χωρίς σύνδεση με συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία, η οποία άλλωστε και δεν είναι δυνατόν να προσδιορισθεί (ΑΠ 441/2017 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Το ποσό του επιδικαζομένου ευλόγου χρηματικού ποσού εξευρίσκεται με βάση το είδος και τις συνέπειες της αναπηρίας ή παραμόρφωσης αφενός και την ηλικία του παθόντος αφετέρου, καθώς και με συνεκτίμηση του ποσοστού συνυπαιτιότητας του τελευταίου στην πρόκληση της αναπηρίας ή παραμόρφωσής του, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση της κατά την διάταξη του άρθρου 932 του ΑΚ αξίωσης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης (ΑΠ 1051/2017, ΑΠ 560/2013, ΑΠ 2153/2013, άπασες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος).  Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 929 ΑΚ εδαφ.α΄: “Σε περίπτωση βλάβης του σώματος ή της υγείας προσώπου, η αποζημίωση περιλαμβάνει, εκτός από τα νοσήλια και τη ζημία που έχει ήδη επέλθει, οτιδήποτε ο παθών θα στερείται στο μέλλον, ή θα ξοδεύει επιπλέον, εξαιτίας της αύξησης των δαπανών του”. Στα νοσήλια περιλαμβάνεται κάθε δαπάνη που έγινε ή κρίθηκε αναγκαία να γίνει για την αποκατάσταση της υγείας του θύματος, μεταξύ των οποίων και η ειδική βελτιωμένη τροφή (AΠ 89/2017 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Απαραίτητα, κατά το άρθρο 216 του ΚΠολΔ, στοιχεία της σχετικής αγωγής για την πληρότητά της είναι η φύση των τραυμάτων του σώματος ή της βλάβης της υγείας, το είδος της επί πλέον τροφής και η αξία αυτής. Τα αποδεικτικά μέσα και κυρίως ιατρικά πιστοποιητικά, από τα οποία προκύπτει η ανάγκη για λήψη της βελτιωμένης τροφής και το είδος της δεν αποτελούν περιεχόμενο της σχετικής αγωγής (ΑΠ 782/2017 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Ειδικότερα για την πληρότητα του εν λόγω κονδυλίου δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται   η ιατρική βεβαίωση  που να συνιστά  τέτοια διατροφή,  ούτε  δε  είναι  απαραίτητο και να προσκομίζεται  τέτοια βεβαίωση, δεδομένου ότι  η δικανική πεποίθηση για το ζήτημα αυτό σχηματίζεται με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής που αποτελούν πορίσματα κοινής παραδοχής και δεν απαιτούνται ειδικές ιατρικές γνώσεις (ΜονΕφΠειρ 101/2016 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, βλ. επίσης σχετικά με το ότι η ιατρική βεβαίωση για την ανάγκη λήψης βελτιωμένης τροφής δεν είναι από τα στοιχεία, που κατά νόμο, απαιτούνται, για τη θεμελίωση του εν λόγω δικαιώματος ΑΠ 1276/2005 Δημοσίευση σε ΤΝΠ του ΔΣΑ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Εξάλλου, Με το άρθρο 1 παρ. 4 της 2ης Οδηγίας του Συμβουλίου της 30ης.12.1983 «Για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων (84/5/ΕΟΚ) ορίζεται ότι «κάθε κράτος μέλος ιδρύει ή εγκρίνει οργανισμό αποστολή του οποίου είναι να αποκαθιστά τουλάχιστον εντός των ορίων της υποχρέωσης ασφάλισης της υλικές ζημίες ή τις σωματικές βλάβες που προκαλούνται από όχημα αγνώστων στοιχείων ή για το οποίο δεν έχει εκπληρωθεί η υποχρέωση ασφάλισης της παραγράφου 1». Στα πλαίσια του Ελληνικού Δικαίου για το ζήτημα τούτο είχε ήδη προβληθεί στα άρθρα 16 επ. του ν. 489/1976, που κωδικοποιήθηκε με το ΠΔ 237/1986, καθώς ιδρύθηκε το νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία «Επικουρικό Κεφάλαιο Ασφάλισης Ευθύνης από Ατυχήματα Αυτοκινήτων, και συντετμημένα «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ» το οποίο τελεί υπό την εποπτεία και τον έλεγχο του Υπουργού Ανάπτυξης, εδρεύει στην Αθήνα και διέπεται από τις διατάξεις του άνω νόμου. Ωστόσο, σύμφωνα με τη διατύπωση της διάταξης της ανωτέρω Οδηγίας αυτή αφορά μόνο στην περίπτωση της οδήγησης αυτοκινήτου από ανασφάλιστο όχημα ή όχημα αγνώστων στοιχείων, όχι και στην περίπτωση της ανάκλησης της άδειας λειτουργίας του ασφαλιστή ή της πτώχευσής του, η επέκταση δε του θεσμού του Ε.Κ και στις περιπτώσεις αυτές έγινε με το άρθρο 1 παρ. 1 περ. δ του ν 489/1976 κατ’ επιλογήν του έλληνα νομοθέτη. Εξάλλου, σύμφωνα με την Οδηγία του Συμβουλίου της 24.4.1972 «περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων και με τον έλεγχο της υποχρεώσεως προς ασφάλιση της ευθύνης αυτής» (72/166 ΕΟΚ) προβλέπεται στο άρθρο 3 παρ. 1 εκτός ότι «κάθε κράτος μέλος λαμβάνει…όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε η αστική ευθύνη η σχετική με την κυκλοφορία οχημάτων με συνήθη στάθμευση στο έδαφός του να καλύπτεται από ασφάλιση». Η υποχρέωση αυτή καλύπτεται με την πρόβλεψη της υποχρεωτικής κάλυψης με ασφάλιση της έναντι τρίτων αστικής ευθύνης (άρθρα 2 επ. του π.δ. 237/1986) καθώς και με την πρόβλεψη ποινικής και διοικητικής ευθύνης του οδηγού σε περίπτωση οδήγησης ανασφάλιστου αυτοκινήτου. Με το άρθρο τέταρτο του ν. 4092/2012 τροποποιήθηκαν διατάξεις του ΠΔ 237/1986 και ειδικότερα με το στοιχείο γ΄ του ως άνω άρθρου, αντικαταστάθηκε το άρθρο 19 παρ. 2 ΠΔ 237/1986, το οποίο πλέον προβλέπει μεταξύ άλλων α) ότι η αποζημίωση που καταβάλλει το Ε.Κ. για χρηματικές ικανοποιήσεις λόγω ψυχικής οδύνης δεν μπορεί να υπερβεί το ποσό των 60.000 ευρώ για κάθε δικαιούχο και β) ότι, στην περίπτωση πτώχευσης του ασφαλιστή ή άκαρπης εκτέλεσης σε βάρος του ασφαλιστή ή τέλος ανάκλησης της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής εταιρείας, το συνολικό ποσό για την αποζημίωση από το Ε.Κ καταβάλλεται όχι ολόκληρο, αλλά με βάση τα ποσοστά, που η ίδια διάταξη λεπτομερώς ορίζει. Ειδικότερα, με τις διατάξεις των άρθρων 5, 6 §§ 1, 2, 5, 6 και 10 § 1 του ΠΔ/τος 237/1986 καθιερώθηκε η υποχρεωτική ασφάλιση της από αυτοκινητικά ατυχήματα ευθύνης, η οποία καλύπτει την έναντι τρίτων αστική ευθύνη εξαιτίας θανάτωσης ή σωματικής βλάβης ή ζημιών σε πράγματα, στην οποία περιλαμβάνεται και η χρηματική αξίωση για ψυχική οδύνη ή ηθική βλάβη, το δε ασφαλιστικό ποσό είναι τουλάχιστον ίσο με αυτό που καθορίζει κάθε φορά με αποφάσεις της η ΕΠ.Ε.ΙΑ για κάθε είδος κινδύνου που υπάγεται στην υποχρεωτική ασφάλιση. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 19 παρ. 1 του ιδίου ως άνω ΠΔ/τος, το Επικουρικό Κεφάλαιο είναι υποχρεωμένο να καταβάλει στα πρόσωπα που ζημιώθηκαν την κατά την παρ. 2 του άρθρου αυτού αποζημίωση λόγω θανάτωσης ή σωματικών βλαβών ή υλικών ζημιών από αυτοκινητικά ατυχήματα και σε περίπτωση που αυτά προκαλούνται από ανασφάλιστο όχημα ή από όχημα αγνώστων στοιχείων ή ασφαλισμένο σε ασφαλιστική εταιρία που πτώχευσε ή της οποίας η άδεια λειτουργίας ανακλήθηκε. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 2 του Π.Δ. 237/1986, όπως το περιεχόμενό της αντικαταστάθηκε με την παρ.γ΄ του τέταρτου άρθρου του ν. 4092/2012 ορίζονται τα ακόλουθα: « Η αποζημίωση που καταβάλλει το Επικουρικό Κεφάλαιο για χρηματικές ικανοποιήσεις λόγω ψυχικής οδύνης δε μπορεί να υπερβεί το ποσό των 6.000 ευρώ για κάθε δικαιούχο. Η αποζημίωση για τα εδάφια α΄ και β΄της προηγούμενης παραγράφου του παρόντος άρθρου δεν μπορεί να υπερβεί τα κατά το άρθρο 6 παράγραφος 5 κατώτατα όρια ασφαλιστικών ποσών του χρόνου του ατυχήματος. Στις περιπτώσεις του εδαφίου γ΄ της προηγούμενης παραγράφου το συνολικό ποσόν για την αποζημίωση καταβάλλεται σύμφωνα με τα ακόλουθα: α) για αποζημίωση ύψους έως 4.000 ευρώ καταβάλλεται συνολικό ποσόν ίσο προς το 90% αυτής, β) για αποζημίωση ύψους από 4.001 έως 10.000 ευρώ καταβάλλεται συνολικό ποσόν ίσο προς το 87,5% αυτής, με κατώτατο όριο 3.600 ευρώ, γ) για αποζημίωση ύψους από 10.001 έως 30.000 ευρώ καταβάλλεται συνολικό ποσόν ίσο προς το 85% αυτής, με κατώτατα όριο 8.750 ευρώ, δ) για αποζημίωση ύψους από 30.001 έως 60.000 ευρώ καταβάλλεται συνολικό ποσόν ίσο προς το 80% αυτής, με κατώτατο όριο 25.000 ευρώ, ε) για αποζημίωση ύψους από 60.001 έως 100.000 ευρώ καταβάλλεται συνολικό ποσόν ίσο προς το 70% αυτής, με κατώτατο όριο 48.000 ευρώ, στ) για αποζημιώσεις το ύψος των οποίων υπερβαίνει τις 100.000 ευρώ καταβάλλεται συνολικό ποσόν ίσο με το 70% αυτής, με ανώτατο όριο τις 100.000 ευρώ. Το Επικουρικό Κεφάλαιο υποχρεούται στην καταβολή αποζημίωσης και πέραν των 100.000 ευρώ σε πρόσωπα που ζημιώθηκαν με αναπηρία, η φύση και ο βαθμός της οποίας, καθώς και το ύψος αποζημίωσης, θα ορισθούν με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, που εκδίδεται μετά από γνώμη του Κέντρου Πιστοποίησης Αναπηρίας (ΚΕΠΑ). Η ανωτέρω γνώμη διατυπώνεται εντός 30 ημερών από την περιέλευση στο ΚΕΠΑ του σχετικού αιτήματος του Υπουργού Οικονομικών. Σε περίπλοκη άπρακτης της προθεσμίας των 30 ημερών, η κοινή υπουργική απόφαση εκδίδεται χωρίς τη γνώμη αυτή. Η ρύθμιση της παρούσας παραγράφου καταλαμβάνει και τις ήδη γεγεννημένες αξιώσεις κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου, χωρίς πάντως να θίγει αξιώσεις που έχουν επιδικαστεί με οριστική δικαστική απόφαση. Οι δικαιούχοι αποζημίωσης δύναται να διεκδικήσουν το  υπόλοιπο  ποσόν της ζημίας από την κοινή εκκαθάριση…». Ο ποσοτικός αυτός περιορισμός κατά την αιτιολογική έκθεση θεσπίστηκε από το νομοθέτη, προκειμένου το ΕΚ να εξακολουθήσει να εξυπηρετεί τον κoινωνικό σκοπό για τον οποίο συνεστήθη. Όμως η διάταξη αυτή είναι αντίθετη: α) Με τα άρθρα 4 παρ. 1 και 20 παρ. 1 του Συντάγματος, αφού με αυτή αναγνωρίζεται υπέρ του Ε.Κ. ευνοϊκή μεταχείριση, ενώ τίθεται σε δυσμενέστερη θέση έναντι αυτού ο άλλος διάδικος, β) με το άρθρο 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., αφού δεν προκύπτει ότι υφίσταται λόγος δημοσίου συμφέροντος, που να καθιστά συνετή τη διαφοροποίηση αυτή, γ) με τη διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., ενόψει ότι γίνεται προσβολή της περιουσίας του ζημιωθέντος διαδίκου χωρίς να γίνεται επίκληση σοβαρού λόγου δημοσίου συμφέροντος δ) με την ήδη και συνταγματικώς κατοχυρωμένη (αρ. 25 παρ. 1 του Συντάγματος) αρχή της αναλογικότητας, η οποία υπαγορεύει την τήρηση της αναλογίας ανάμεσα στον επιδιωκόμενο σκοπό και τα μέσα, που χρησιμοποιούνται, προδήλως δε προβάλλεται στην προκειμένη περίπτωση. Τούτο δε, γιατί και αν θεωρηθεί ότι ο επιδιωκόμενος σκοπός είναι η προστασία του Επικουρικού Κεφαλαίου, το ποσό της αποζημίωσης μειωμένο κατά τα οριζόμενα στην παρ. 2 του άρθρου 19 ΠΔ 237/1986 από εκείνο που υποχρεούται να καταβάλει ο οφειλέτης ιδιώτης, δεν είναι αναλογικό και ε) με την αρχή της ισότητας, όπως αυτή προστατεύεται από το άρθρο 4 του Συντάγματος, καθώς επιφυλάσσεται διαφορετική μεταχείριση στις περιπτώσεις α΄ και β΄ της παρ. 1 του άρθρου 19 του Π.Δ 237/1986, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το ν. 4092/2012, δηλαδή στις περιπτώσεις όπου ο οδηγός του ζημιογόνου οχήματος παραμένει άγνωστος και όπου το ζημιογόνο όχημα είναι εξ αρχής ανασφάλιστο, με την περίπτωση γ΄ της ίδιας παραγράφου, δηλαδή όταν το ζημιογόνο όχημα ήταν μεν ασφαλισμένο, αλλά η ασφαλιστική εταιρεία στην οποία ήταν αυτό ασφαλισμένο πτώχευσε, ή η σε βάρος της εκτέλεση απέβη άκαρπη ή ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας της λόγω παράβασης νόμου. Η εφαρμογή της διάταξης αυτής έχει ως αποτέλεσμα ότι όταν το Δικαστήριο επιδικάσει αποζημίωση υπέρ του παθόντος εξαιτίας ατυχήματος από όχημα το οποίο υπάγεται στην περίπτωση γ΄ (ανάκληση αδείας κλπ), θα υποχρεώσει τον οδηγό του ζημιογόνου οχήματος να καταβάλει ιδίαις δαπάναις και με προσωπική του κράτηση λόγω της αδικοπραξίας, τη διαφορά που θα προκύψει από την εφαρμογή της ποσόστωσης υπέρ του Ε.Κ. Έτσι, τίθεται αναιτιολογήτως σε δυσμενέστερη μοίρα ο επιμελής ιδιοκτήτης και οδηγός του ζημιογόνου οχήματος, ο οποίος φρόντισε να ασφαλίσει το όχημά του και μετά ταύτα έπαυσε ισχύουσα η ασφάλισή του για τους παραπάνω λόγους, έναντι του αμελούς οδηγού, ο οποίος ουδέποτε ασφάλισε το ζημιογόνο όχημα. Η ίδια ρύθμιση θέτει σε δυσμενέστερη θέση τον ασφαλισμένο για τον οποίο συντρέχουν οι προϋποθέσεις της περ. γ΄, σε σχέση με τον ασφαλισμένο για τον οποίον δεν τίθεται θέμα πτώχευσης κλπ. της ασφαλιστικής του εταιρίας και ο οποίος απολαύει ακωλύτως των από την ασφάλιση ευεργετημάτων, χωρίς να αιτιολογείται για ποιο λόγο συντρέχει αυτή η διαφοροποίηση μεταξύ των πρακτικά ομοίων περιπτώσεων ασφαλισμένων, η διαφορά των οποίων συνίσταται μόνο στην, λόγω δυσμενών συγκυριών, ανατροπή των εκ της ασφάλισης αποτελεσμάτων, την οποία υφίσταται ανυπαιτίως ο συναλλασσόμενος της περ.γ΄ του παραπάνω νόμου. Εξάλλου, η ευνοϊκή ρύθμιση υπέρ του Ε.Κ. δε δικαιολογείται από λόγους κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, αλλά αντιτίθεται σ’ αυτό, καθώς δημιουργεί κοινωνική ανισότητα, όπως προπεριγράφηκε. Άλλωστε, ούτε από την αιτιολογική έκθεση του νόμου 4092/2012, όπου μεταξύ άλλων αναφέρεται «γίνεται προσπάθεια να διασφαλισθεί η ομαλή λειτουργία του Επικουρικού Κεφαλαίου επιχειρώντας να σταθμιστούν οι υποχρεώσεις του χωρίς να διακινδυνεύει η οικονομική του θέση, λόγω ακριβώς του ιδιαίτερου επικουρικού του σκοπού» προκύπτει οποιοσδήποτε λόγος κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι «επικουρικότητα» δεν σημαίνει εν μέρει ικανοποίηση του δικαιούχου, αλλά (πλήρη) αποζημίωση όταν δεν υπάρχει άλλη δυνατότητα ικανοποίησης του δικαιούχου, ή η δυνατότητα αυτή, κατά την αντίληψη του νομοθέτη δεν προσφέρει ελπίδες επιτυχίας. Υπό τα ως άνω, η προαναφερόμενη ρύθμιση εξυπηρετεί το απλό ταμειακό συμφέρον του ΕΚ, το οποίο δεν ταυτίζεται με το δημόσιο ή το γενικό συμφέρον και ουσιαστικώς επιχειρείται να καλυφθεί η αδυναμία ή η απροθυμία ουσιαστικού και συνεχούς ελέγχου στην ασφαλιστική αγορά που τελικώς καταλήγει σε επιβράβευση των παρανομιών των ασφαλιστικών εταιριών ή φυσικών προσώπων οδηγών αυτοκινήτων στερώντας από το συνεπή και νομοταγή οδηγό την ασφαλιστική κάλυψη, που λόγω της συνεχούς εκπλήρωσης των υποχρεώσεών του, ανέμενε και δικαιούται να έχει, με αποτέλεσμα η ρύθμιση αυτή να έρχεται σε αντίθεση και με το κοινό περί δικαίου αίσθημα. Η ανωτέρω νομοθετική ρύθμιση οδηγεί στην παράδοξη και μη ανεκτή σε ένα ευνομούμενο κράτος συνέπεια να στερεί ουσιαστικά την ασφαλιστική κάλυψη από τον ιδιοκτήτη κλπ. αυτοκινήτου, ακόμη και στη μοναδική ίσως περίπτωση του οδηγητικού του βίου που θα προκαλούσε ατύχημα, παρά το γεγονός, ότι, συμμορφούμενος με άλλη νομοθετική ρύθμιση, κατέβαλε, συνεπέστατα, σ’ολόκληρο τον εν λόγω βίο του, το σύνολο των ασφαλίστρων στις ασφαλιστικές εταιρίες, ένα μέρος των οποίων κατέληγε στο Επικουρικό Κεφάλαιο, για να τύχει της αναμενόμενης και υποσχεθείσας ασφαλιστικής κάλυψης, όταν θα προκαλούσε ατύχημα. Έτσι ο πολίτης υποχρεώνεται με ένα νόμο να καταβάλει ασφάλιστρα για να τύχει ασφαλιστικής κάλυψης, και με άλλο νόμο, χωρίς να καταργείται η παραπάνω υποχρέωσή του, να στερείται, παρά το ότι ανταποκρίθηκε στην ανωτέρω υποχρέωσή του, την ασφαλιστική κάλυψη που του υποσχέθηκαν με δικαιολογητικό λόγο να επιβιώσει το Επικουρικό Κεφάλαιο ενόσω το Κράτος εμφανίζεται αδύναμο ή απρόθυμο να ασκεί τον επιβαλλόμενο προς προστασία των πολιτών του έλεγχο στην ασφαλιστική αγορά. Συνεπώς με το να στερεί η εν λόγω νομοθετική ρύθμιση από τον συνεπή ασφαλισμένο οδηγό την ασφαλιστική κάλυψη, που, λόγω της συνεχούς εκπλήρωσης των υποχρεώσεών του, ανέμενε και δικαιούται, μετατρέπει, ουσιαστικά, το ασφάλιστρο σε φόρο και μη ανταποδοτικό τέλος υπέρ του Επικουρικού Κεφαλαίου και η οποία ρύθμιση, πέραν της αντίθεσής της προς τις παραπάνω υπερνομοθετικές διατάξεις, έρχεται, σε αντίθεση και με το περί δικαίου αίσθημα, μη δυνάμενη, επομένως και από το λόγο αυτό, να τύχει εφαρμογής. Εάν ως δημόσια ωφέλεια νοείται η θέση του Επικουρικού Κεφαλαίου, η διασφάλιση δηλαδή της ομαλής λειτουργίας του, με τη στάθμιση των υποχρεώσεών του χωρίς να διακινδυνεύει η οικονομική του υπόσταση, με τις παραπάνω διατάξεις του νόμου 4092/2012 αναιρείται η ίδια η λειτουργία του, αφού δεν θα καταβάλει πλέον παρά μόνο ελάχιστο μέρος των αποζημιώσεων των παθόντων τροχαίων ατυχημάτων, με αποτέλεσμα να καταργούνται δικαιώματα αυτών που κατ’επίφαση ο εν λόγω νόμος ήθελε να προστατεύσει (βλ. σχετ. ΜονΕφΠειρ 463/2015, ΜονΕφΠειρ 568/2015 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, βλ. επίσης σχετικά με το ότι ο περιορισμός  της ευθύνης προς αποζημίωση του Επικουρικού Κεφαλαίου για χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης μέχρι του ποσού των 6.000 ευρώ για κάθε δικαιούχο, που καθιερώθηκε με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ.γ΄ του ν.4092/2012, με την οποία αντικαταστάθηκε η παρ.2 του άρθρου 19 του Π.Δ. 237/1986, αντίκειται στο Σύνταγμα, στο Κοινοτικό Δίκαιο και στην Ε.Σ.Δ.Α. ΟλΑΠ 4 και 5/2017 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, με το ν. 489/1976, ο οποίος άρχισε να ισχύει από 01.01.1978 (ήδη π.δ. 237/1986) καθιερώθηκε η υποχρεωτική ασφάλιση της εξ ατυχημάτων αυτοκινήτων αστικής ευθύνης, με σκοπό την πληρέστερη ικανοποίηση των ζημιωθέντων από ατύχημα. Η ύπαρξη φερέγγυου ασφαλιστή αποτελεί μια ισχυρή εγγύηση για την εξασφάλιση των θυμάτων από αυτοκινητικά ατυχήματα, με βάση τις διατάξεις του ν. 489/1976, η οποία όμως δεν ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις. Ειδικότερα, υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες το ζημιογόνο αυτοκίνητο δεν είναι ασφαλισμένο, ο ευθυνόμενος κατά νόμο για το ατύχημα είναι άγνωστος, υπάρχει αποκλεισμός ευθύνης του ασφαλιστή γιατί το ατύχημα προκλήθηκε από πρόθεση του αντισυμβαλλομένου ή του ασφαλισμένου ή ο ασφαλιστής κηρύχθηκε σε κατάσταση πτωχεύσεως ή ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας του. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις μειώνονται οι πιθανότητες του ζημιωθέντος για αποζημίωση. Έτσι, προς αντιμετώπιση των περιπτώσεων αυτών, με το άρθρο 16 του ν. 489/1976 συνεστήθη νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία “Επικουρικό Κεφάλαιο Ασφάλισης Ευθύνης από Ατυχήματα Αυτοκινήτων”, που τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργού Εμπορίου (άρθρο 16), σκοπός του οποίου είναι η καταβολή ασφαλιστικής αποζημίωσης για αστική ευθύνη από αυτοκινητιστικά ατυχήματα στις αναφερόμενες στο άρθρο 19 περιπτώσεις (άρθρο 17), δηλαδή όταν αυτός που υπέχει ευθύνη παραμένει άγνωστος, το ατύχημα προήλθε από αυτοκίνητο, ως προς το οποίο δεν έχει εκπληρωθεί η κατά το άρθρο 2 υποχρέωση, το ατύχημα προήλθε από αυτοκίνητο οδηγούμενο από πρόσωπο που προκάλεσε από πρόθεση το ατύχημα, ο ασφαλιστής πτώχευσε ή η σε βάρος του εκτέλεση απέβη άκαρπη ή ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης ένεκα παράβασης νόμου. Κατά το άρθρο 18 του νόμου αυτού “1. Μέλη του Επικουρικού Κεφαλαίου καθίστανται υποχρεωτικώς και αυτοδικαίως οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις που ασκούν την ασφάλιση αστικής ευθύνης από ατυχήματα αυτοκινήτων, συμπεριλαμβανομένων και των ασφαλιστικών επιχειρήσεων που ασκούν στην Ελλάδα την ασφάλιση με καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, κατά την έννοια του άρθρου 1 στοιχ.στ΄ του παρόντος, οι αλληλασφαλιστικοί συνεταιρισμοί που καλύπτουν τον αυτό κίνδυνο, καθώς και τα Ν.Π.Δ.Δ. ή οι οργανισμοί κοινής ωφέλειας εφόσον τα αυτοκίνητά τους εξαιρεθούν της υποχρεωτικής ασφάλισης σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου.3 του νόμου αυτού.” Κατά δε το άρθρο 20 παρ. 3 του ίδιου νόμου “Δι’ αποφάσεως του Υπουργού Εμπορίου εκδιδομένης κατά μήνα Δεκέμβριον εκάστου έτους και δημοσιευομένης δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως (ΤΑΕ και ΕΠΕ) καθορίζεται κατά λόγον της εισφοράς εκάστου μέλους, ο αριθμός των κατά το επόμενον έτος διατιθεμένων υπ’ αυτών εν τη συνελεύσει ψήφων.”. Με το άρθρο 19 παρ. 2 εδ.β΄του ως άνω νόμου, που προστέθηκε με το όρθρο 10 παρ. 5 περ.θ΄ του ν. 2741/1999 και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 παρ. 3 του ν. 2837/2000 ορίσθηκε ότι: “Οι τόκοι που στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου του παρόντος άρθρου υποχρεούται να καταβάλει το Επικουρικό Κεφάλαιο υπολογίζονται σε κάθε περίπτωση με επιτόκιο έξι τοις εκατό (6%) ετησίως”. Η ίδια ρύθμιση επαναλήφθηκε με το άρθρο 4 παρ.3 εδ.στ΄παρ. 5 του νεότερου νόμου 4092/2012. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 4 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου. Οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται όχι μόνον η ισότητα των Ελλήνων πολιτών έναντι του νόμου, αλλά και η ισότητα του νόμου έναντι αυτών, με την έννοια ότι ο νομοθέτης, κατά τη ρύθμιση ουσιωδώς ομοίων πραγμάτων, σχέσεων ή καταστάσεων και κατηγοριών προσώπων, δεν μπορεί να νομοθετεί κατά διαφορετικό τρόπο, εισάγοντας εξαιρέσεις και κάνοντας διακρίσεις, εκτός αν η διαφορετική ρύθμιση δεν είναι αυθαίρετη, αλλά επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, η συνδρομή δε των ειδικών περιστάσεων ή του κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος υπόκειται στον έλεγχο των δικαστηρίων. Κατά το άρθρο 25 παρ.1 του Συντάγματος, τα δικαιώματα του ανθρώπου, ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου, τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους, ενώ, οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής αυτής Σύμβασης, που επίσης κυρώθηκε με το Ν.Δ. 53/1974 και έχει, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, αυξημένη έναντι των κοινών νόμων τυπική ισχύ, ορίζεται ότι “παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπο δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθεί της ιδιοκτησίας του, ειμή δια λόγους δημόσιας ωφέλειας και υπό τους προβλεπόμενους υπό του νόμου ή των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους”. Οι προαναφερθείσες διατάξεις δε θίγουν το δικαίωμα κάθε κράτους να θέτει σε ισχύ νόμους, τους οποίους κρίνει αναγκαίους προς ρύθμιση της χρήσης αγαθών, σύμφωνα με το δημόσιο συμφέρον ή προς εξασφάλιση της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων. Στην, κατά τα ανωτέρω, προεκτεινόμενη περιουσία περιλαμβάνονται όχι μόνο τα από το άρθρο 17 του Συντάγματος προστατευόμενα εμπράγματα δικαιώματα αλλά και όλα τα περιουσιακής φύσεως δικαιώματα και τα νομίμως κεκτημένα οικονομικά συμφέροντα, άρα και τα περιουσιακά ενοχικά δικαιώματα και ειδικότερα οι περιουσιακού χαρακτήρα απαιτήσεις είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διοικητική απόφαση, είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία, με βάση το ισχύον πριν από την προσφυγή στο δικαστήριο νομοθετικό καθεστώς, ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά” (ΟλΑΠ 31/2007, ΟλΑΠ 40/1998). Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 14 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, “όλοι είναι ίσοι ενώπιον των δικαστηρίων. Κάθε πρόσωπο έχει το δικαίωμα η υπόθεσή του να δικαστεί δίκαια και δημόσια από αρμόδιο, ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο…για αμφισβητήσεις δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αστικού χαρακτήρα”. Το Δ.Σ.Α.Π.Δ. έχει ενσωματωθεί στην Ελληνική έννομη τάξη με το Ν. 2462/1997. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, η αρχή της ισότητας των διαδίκων, που συνιστά ειδική εκδήλωση της αρχής της ισότητας, επιβάλλει την ίση μεταχείρισή τους από τους νόμους που προσδιορίζουν τους όρους της δικαστικής προστασίας. Επομένως, διατάξεις νόμων, με τις οποίες αναγνωρίζεται υπέρ ενός διαδίκου ευνοϊκή μεταχείριση ως προς το ανωτέρω δικαίωμα, με αποτέλεσμα να τίθεται αυτός σε θέση πλεονεκτικότερη από εκείνη του αντιδίκου του, είναι ανίσχυρες. Κατά συνέπεια και οι διατάξεις με τις οποίες ορίζεται το ποσοστό τόκου υπερημερίας που καταβάλλεται από το Επικουρικό Κεφάλαιο σε 6% ετησίως, δηλαδή σε ποσοστό μικρότερο από εκείνο που υποχρεούνται να καταβάλουν οι οφειλέτες αυτού και το οποίο ισχύει για όλους τους άλλους διαδίκους, έρχεται σε αντίθεση α) με το άρθρο 4 παρ.1 του Συντάγματος και το άρθρο 14 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, αφού με αυτή αναγνωρίζεται υπέρ του Ε.Κ. ευνοϊκή μεταχείριση, ενώ τίθεται σε δυσμενέστερη θέση έναντι αυτού ο άλλος διάδικος, β) με τη διάταξη του άρθρου 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, ενόψει του ότι γίνεται προσβολή της περιουσίας του δανειστή του Ε.Κ., χωρίς να δικαιολογείται τούτο από λόγους δημοσίου συμφέροντος, δοθέντος ότι το απλό ταμειακό συμφέρον του Επικουρικού Κεφαλαίου, δεν ταυτίζεται με το δημόσιο ή το γενικό συμφέρον, και δεν μπορεί να δικαιολογήσει την παραβίαση των παθόντων από τροχαία ατυχήματα να απαιτήσουν και να λάβουν τόκους για τις αξιώσεις τους σε ποσοστό ίδιο με εκείνο που καταβάλουν ιδιώτες, ενώ δεν συνιστά τέτοιο λόγο δημοσίου συμφέροντος το γεγονός, ότι το Επικουρικό Κεφάλαιο, που επιτελεί μεν κοινωνικό έργο αλλά είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, τελεί απλώς υπό τον έλεγχο και την εποπτεία του κράτους (Α.Π. 1025/2015) και γ) με την ήδη και συνταγματικώς κατοχυρωμένη (άρθρο 25 του Συντάγματος) αρχή της αναλογικότητας. Η αρχή αυτή, η οποία υπαγορεύει την τήρηση της αναλογίας ανάμεσα στον επιδιωκόμενο σκοπό και τα μέσα που χρησιμοποιούνται προδήλως προσβάλλεται στην προκειμένη περίπτωση. Και τούτο, διότι και αν θεωρηθεί ότι ο επιδιωκόμενος σκοπός είναι η προστασία του ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ, το καταβαλλόμενο ποσοστό 6% ως τόκος υπερημερίας, δηλαδή το 1/2 από εκείνο που υποχρεούται να καταβάλλει ο οφειλέτης ιδιώτης, δεν είναι αναλογικό (ΟλΑΠ 3/2017 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος).  Μάλιστα, κατά το μέρος που η επίμαχη ρύθμιση του ν.4092/2012 καταλαμβάνει και τις ήδη γεννημένες αξιώσεις (χωρίς, πάντως, να θίγει αξιώσεις που έχουν επιδικασθεί με οριστική δικαστική απόφαση) αντίκειται στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που κυρώθηκε εκ νέου (μαζί με τη Σύμβαση) με το ν.δ. 53/1974 και έχει, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ.1 του Συντάγματος, αυξημένη, έναντι των νόμων, ισχύ (ΑΠ 69 και 70/2017 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 520, 525 και 527 του ΚΠολΔ, οι ενστάσεις του εκκαλούντος εναγομένου, είτε είχαν προταθεί και απορριφθεί πρωτοδίκως, είτε είναι οψιγενείς, είτε ενώ δεν είναι οψιγενείς και δεν είχαν προταθεί πρωτοδίκως, συντρέχει όμως ως προς αυτές λόγος, που συγχωρεί την βραδεία προβολή τους, από τους αναγραφόμενους στο άρθρο 269 του ιδίου Κώδικα, πρέπει, εφόσον αποβλέπουν στην εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, να προταθούν μόνο με το δικόγραφο της έφεσης ή των προσθέτων λόγων της, διαφορετικά αν προταθούν με τις προτάσεις είναι απαράδεκτοι (ΑΠ 821/1998 ΕλλΔνη 1999.107). Τέλος, στις ειδικές διαδικασίες, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 591 παρ.1 περ.ζ΄του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α΄87/23.7.2015) και εφαρμόζεται κατά το άρθρο ένατο παρ.2 του αυτού άρθρου και νόμου για τα κατατιθέμενα από την 1η.1.2016 ένδικα μέσα,”…πρόσθετοι λόγοι έφεσης…ασκούνται με ποινή απαραδέκτου με δικόγραφο, που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνονται και επιδίδεται στον αντίδικο τουλάχιστον οκτώ (8) ημέρες πριν από τη συζήτηση, η οποία ορίζεται υποχρεωτικά κατά την ημερομηνία συζήτησης της κύριας υπόθεσης.”

Το παρόν Δικαστήριο εκτιμά: α) Την ένορκη κατάθεση του μάρτυρος της ενάγουσας ……, που δόθηκε κατά τη συζήτηση της αγωγής στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την υπ’αριθμ. 4977/2011, αρχικά εκδοθείσα επί της υπόθεσης, μη οριστική απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού, β) την  προσκομιζόμενη καταθεση της εκτός δίκης, με πρωτοβουλία της ενάγουσας, εξετασθείσας μάρτυρος ………….., η οποία λήφθηκε μετά από τήρηση των νομίμων διατυπώσεων, ήτοι κατόπιν εμπρόθεσμης και νομότυπης κλήτευσης των εναγομένων, μεταξύ δε αυτών και του εκκαλούντος Επικουρικού Κεφαλαίου, που υπεισήλθε αυτοδίκαια στη δίκη στη θέση της τρίτης εναγομένης – ασφαλιστικής εταιρίας,  σύμφωνα με την υπ’αριθμ…../9.2.2010 έκθεση επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Αθηνών Δικαστικού Επιμελητή ………., και  περιέχεται στην υπ’αριθμ……/11.2.1010 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Ειρηνοδίκη Λάρισας, γ) την από 23.4.4012 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του διορισθέντος ως πραγματογνώμονα Ιατρού  Ορθοπαιδικού – Χειρουργού …….., η οποία κατατέθηκε από τον ανωτέρω  στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στην 1η.3.2012, συνταχθείσης σχετικά της υπ’αριθμ………./1.3.2012 έκθεσης, δ) όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, προκειμένου απ’όσα δεν οδηγούν σε άμεση απόδειξη να συναχθούν δικαστικά τεκμήρια, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, στα οποία περιλαμβάνονται τα έγγραφα της σχηματισθείσης σε βάρος της δεύτερης εναγομένης ποινικής δικογραφίας για την αξιόποινη πράξη της σωματικής βλάβης από αμέλεια από αμέλεια, καθώς και η ιατρική γνωμάτευση του νόμιμα διορισθέντος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 392 παρ.2 του ΚΠολΔ κατά την όρκιση του ανωτέρω πραγματογνώμονα, ως τεχνικού συμβούλου του Επικουρικού Κεφαλαίου, Ιατρού Ορδοπαιδικού – Χειρουργού ……….., που δε συνιστά ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, αλλά έγγραφο, και εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο (βλ σχετ. ΑΠ 765/2017 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος), και ε) τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ.4 του ΚΠολΔ). Από την επανεκτίμηση και συνεκτίμηση του ανωτέρω αποδεικτικού υλικού το δικαστήριο κρίνει ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, τα οποία ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Στις 13.5.2008 και περί ώρα 22.00 η ενάγουσα, οδηγώντας την υπ’αριθμ.κυκλοφορίας ……… δίκυκλη μοτοσικλέτα, κυριότητάς της, χωρίς να διαθέτει άδεια ικανότητας οδήγησης και φορώντας προστατευτικό κράνος, εκινείτο σύννομα εντός της Δημοτικής Κοινότητας Γιάννουλης του Δήμου Λαρισαίων, επί της Επαρχιακής Οδού Λάρισας – Αμπελώνα, στο ρεύμα αυτής με κατεύθυνση προς Λάρισα. Η ανωτέρω οδός, η οποία είναι ευθεία, ασφαλτοστρωμένη, και διπλής κατεύθυνσης, με μία λωρίδα κυκλοφορίας ανά κατεύθυνση, πλάτους του οδοστρώματος εκάστης λωρίδας 3 μ., καθώς και  με  οριζόντια  σήμανση διά της κατά μήκος διαγράμμισης δύο συνεχών γραμμών μεταξύ των δύο αντιθέτων ρευμάτων της, διασταυρώνεται στο ύψος του 4ου χιλιομέτρου με την οδό Σμύρνης από τα δεξιά για τα οχήματα, που κινούνται στο ρεύμα αυτής με κατεύθυνση προς Λάρισα, σχηματίζοντας ισόπεδο οδικό κόμβο, ενώ παράλληλα του προς Λάρισα ρεύματος διέρχεται παράδρομος πλάτους 2 μ. Στο ίδιο ύψος η διπλή συνεχής διαχωριστική γραμμή μεταξύ των δύο λωρίδων κυκλοφορίας της οδού αυτής διακόπτεται. Στο ανωτέρω σημείο δεν έχουν τοποθετηθεί φωτεινοί σηματοδότες ρύθμισης της κυκλοφορίας, ενώ το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας των οχημάτων είναι 50 χιλιόμετρα ανά ώρα, καθώς πρόκειται περί κατοικημένης περιοχής. Κατά τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή ήταν νύκτα, αλλά υπήρχε επαρκής τεχνητός φωτισμός, επικρατούσε καλοκαιρία, η κατάσταση του οδοστρώματος ήταν ξηρά, η κυκλοφορία των οχημάτων πυκνή και η ορατότητα καλή (βλ. τα προσκομιζόμενα από αμφότερα τα διάδικα μέρη έκθεση αυτοψίας και σχεδιάγραμμα της αστυνομικής αρχής). Κατά τον ίδιο χρόνο η δεύτερη των εναγομένων, οδηγώντας το υπ’αριθμ.κυκλοφορίας ………….Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο, κυριότητας του πρώτου εναγομένου, και ασφαλισμένο για τον από την κυκλοφορία του κίνδυνο (για υλικές προς τρίτους ζημίες και σωματικές βλάβες) στην τρίτη εναγόμενη – ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «…………», στο σύνολο των εννόμων σχέσεων της οποίας αυτοδίκαια υπεισήλθε, ως ειδικός διάδοχος, το εκκαλούν Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου (Ν.Π.I.Δ.) με την επωνυμία «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ», λόγω ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της με την υπ’αριθμ.156/21.9.2009 απόφαση της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης (ΕΠ.Ε.Ι.Α.), μετά το πέρας της εργασίας της στο σούπερ μάρκετ …….., εξήλθε από τον προαύλιο χώρο στάθμευσης της επιχείρησης αυτής, ο οποίος βρίσκεται παραπλεύρως του ρεύματος κυκλοφορίας της ανωτέρω επαρχιακής οδού με κατεύθυνση προς Αμπελώνα, και συγκεκριμένα από τα δεξιά σε σχέση με την πορεία των σ’αυτό κινουμένων οχημάτων, και εισήλθε αιφνίδια στην εν λόγω οδό, χωρίς να ανακόψει προηγουμένως την πορεία της, μειώνοντας την ταχύτητά της, προκειμένου να ελέγξει επισταμένα την κίνηση των οχημάτων επ’αυτής, στα οποία και όφειλε να παραχωρήσει προτεραιότητα, αναμένοντας, πριν εκκινήσει, την έμπροσθέν της διέλευσή τους, με πρόθεση, αφού διασχίσει κάθετα αμφότερα τα ρεύματα αυτής στο σημείο, που η μεταξύ τους διπλή, συνεχής, διαχωριστική γραμμή διακόπτεται, καθώς και τον παράδρομο του ρεύματος με κατεύθυνση προς Λάρισα, να συνεχίσει ευθεία μπροστά της την πορεία της επί της οδού Σμύρνης, με αποτέλεσμα, αφού είχε ήδη διέλθει του ρεύματος της ανωτέρω επαρχιακής οδού με κατεύθυνση προς Αμπελώνα, κατά την επίσης ανέλεγκτη είσοδό της στο αντίθετο ρεύμα αυτής (με κατεύθυνση προς Λάρισα), από τα αριστερά σε σχέση με την πορεία των οχημάτων, που εκινούντο σ’αυτό και έρχονταν αντίστοιχα από τα δεξιά της, να προσκρούσει εντός του εν λόγω ρεύματος με το εμπρόσθιο τμήμα του οχήματός της στο αντίστοιχο πλάγιο αριστερό τμήμα της δίκυκλης μοτοσικλέτας της ενάγουσας, η οποία κατά τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή διερχόταν κανονικά και με μικρή ταχύτητα από τον ισόπεδο οδικό κόμβο, αιφνιδιάζοντας την οδηγό της, που δε μπόρεσε να την αντιληφθεί εγκαίρως, ώστε να προλάβει να αντιδράσει προς αποφυγήν του ατυχήματος. Της σύγκρουσης αυτής, η οποία επήλθε στο ρεύμα πορείας της ενάγουσας (με κατεύθυνση προς Λάρισα), όπερ σαφώς καταδεικνύει η ανεύρεση στο εν λόγω ρεύμα από τα επιληφθέντα του ατυχήματος αρμόδια αστυνομικά όργανα θραυσμάτων υάλων, πλαστικών εξαρτημάτων των οχημάτων και λαδιών της δίκυκλης μοτοσικλέτας, όπως  αυτά έχουν αποτυπωθεί στο συνταχθέν σχεδιάγραμμα, και επίσης αναφέρονται στην έκθεση αυτοψίας, χωρίς να αμφισβητείται από τους εναγομένους, επακολούθησαν η ανατροπή της μοτοσικλέτας και η πτώση της οδηγού της στο οδόστρωμα, με αποτέλεσμα να προκληθεί ο σοβαρός τραυματισμός της τελευταίας στο αριστερό κάτω άκρο, ενώ, επιπροσθέτως, αμφότερα τα εμπλακέντα οχήματα υπέστησαν υλικές ζημίες. Αποκλειστικά υπαίτια της ένδικης σύγκρουσης και των εξ αυτής προκληθεισών σωματικών βλαβών της ενάγουσας, αλλά και των υλικών ζημιών της μοτοσικλέτας της, είναι η δεύτερη εναγόμενη, η οποία, ενήργησε με αμέλεια, και συγκεκριμένα δεν επέδειξε την κατ’αντικειμενική εκτίμηση επιμέλεια, που όφειλε από τις περιστάσεις και μπορούσε να επιδείξει, με βάση τους νομικούς κανόνες της κυκλοφορίας και εκείνους της κοινής λογικής και πείρας, δηλαδή την αφηρημένως λαμβανομένη επιμέλεια του μέσου συνετού ατόμου (οδηγού), ή άλλως αυτή, που, εάν είχε καταβληθεί, με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου, συνετού, επιμελούς οδηγού αυτοκινήτου, υπό παρόμοιες συνθήκες, θα καθιστούσε δυνατή την αποτροπή του προπεριγραφέντος τροχαίου ατυχήματος. Ειδικότερα, οδηγώντας χωρίς σύνεση και με διαρκώς τεταμένη την προσοχή της, μη ασκώντας τον πλήρη έλεγχο και εποπτεία επί του οχήματός της, ώστε να μπορεί ανά πάσα στιγμή να εκτελεί τους απαιτούμενους χειρισμούς, και μη έχοντας ρυθμίσει κατάλληλα την ταχύτητα αυτού σύμφωνα με τις περιστάσεις, κατά τρόπον ώστε να είναι σε θέση να διακόψει την πορεία της, μπροστά από οποιοδήποτε εμπόδιο, που μπορεί να προβλεφθεί και βρίσκεται στο ορατό από αυτήν μπροστινό τμήμα της οδού, εισήλθε αιφνίδια από χώρο στάθμευσης παροδίου ιδιοκτησίας σε επαρχιακή οδό διπλής κατεύθυνσης, που διασταυρώνεται με έτερη οδό, σχηματίζοντας ισόπεδο οδικό κόμβο, με την πρόθεση, αφού διασχίσει κάθετα αμφότερα τα ρεύματα της οδού αυτής, να συνεχίσει την πορεία της ευθεία μπροστά της επί της οδού, με την οποία η επαρχιακή οδός συμβάλλεται, χωρίς, όμως, να μειώσει προηγουμένως την ταχύτητά της, λαμβάνονοντας υπόψη τις επικρατούσες καιρικές και κυκλοφοριακές συνθήκες  (νύκτα, εντός κατοικημένης περιοχής, με πυκνή κυκλοφορία οχημάτων, πλησίον διασταύρωσης οδών), ώστε να είναι σε θέση να ελέγξει ενδελεχώς την κίνηση των οχημάτων επί των ρευμάτων της ανωτέρω οδού, την οποία επιθυμούσε να διασχίσει, προκειμένου να βεβαιωθεί ότι μπορεί να επιχειρήσει και ολοκληρώσει με ασφάλεια την σκοπούμενη ενέργειά της χωρίς να προκαλέσει επί του κόμβου κίνδυνο, ή παρακώλυση της κυκλοφορίας, παρότι υπήρχε επαρκής τεχνητός φωτισμός και η ορατότητά της δεν περιοριζόταν, παραχωρώντας προτεραιότητα στο κινούμενα επί της επαρχιακής οδού οχήματα, και αναμένοντας τη διέλευσή τους έμπροσθέν της, με αποτέλεσμα, αφού είχε διασχίσει το ένα ρεύμα αυτής με την ίδια ταχύτητα, με την οποία εκκίνησε, κατά την επίσης ανέλεγκτη είσοδό της στο αντίθετο ρεύμα, χωρίς να ανακόψει την πορεία της ούτε όταν έφθασε στο νοητό άξονα του οδοστρώματος, στο σημείο που η διπλή, συνεχής, διαχωριστική γραμμή μεταξύ των δύο ρευμάτων κυκλοφορίας διακόπτεται, για να να διέλθουν τα έχοντα προτεραιότητα έναντι της ιδίας οχήματα, που έρχονταν από τα δεξιά της στο ρεύμα αυτό, να συγκρουσθεί με την κινούμενη κανονικά στο εν λόγω ρεύμα δίκυκλη μοτοσικλέτα της ενάγουσας, την οποία και εμβόλισε από τα αριστερά. Ενήργησε, επομένως, κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 12 παρ.1 εδαφ. β΄, 19 παρ.1, 2, και 3 και 26 παρ.1 και 5 β΄του Κ.Ο.Κ. Αντίθετα από τα αυτά ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα δε συνετέλεσε με οικείο πταίσμα στην επέλευση του ζημιογόνου αποτελέσματος, επιδεικνύοντας αμελή οδηγική συμπεριφορά, καθόσον εκινείτο απόλυτα σύννομα, κανονικά και με μικρή ταχύτητα στο ρεύμα πορείας της (αποδείξεις, ώστε να σχηματισθεί στο παρόν Δικαστήριο πλήρης δικανική πεποίθηση περί του αντιθέτου, ήτοι περί αυξημένης για τις περιστάσεις ταχύτητα της μοτοσικλέτας, ουδόλως εισφέρθηκαν στη δίκη), πλην όμως η όλως αιφνίδια και μη αναμενόμενη με βάση τους κανόνες οδικής κυκλοφορίας είσοδος του οχήματος της δεύτερης εναγομένης από τα αριστερά της στο δικό της ρεύμα, απέκλεισε απ’αυτήν εκ των πραγμάτων τη δυνατότητα έγκαιρης πραγματοποίησης οποιασδήποτε αποφευκτικής της επερχόμενης σύγκρουσης ενέργειας (τροχοπέδησης ή ελιγμού), ενώ η έλλειψη άδειας ικανότητας οδήγησης της ανωτέρω οδηγού της μοτοσικλέτας δε συνδέεται αιτιωδώς με την πρόκληση του ένδικου τροχαίου ατυχήματος, αφού ουδεμία αμέλεια τη βαρύνει κατά την οδήγηση του οχήματός της αυτού. Κατ’ακολουθίαν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο επίσης δέχθηκε με την εκκαλουμένη οριστική απόφασή του ότι το επίδικο ατύχημα οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα της δεύτερης εναγομένης και απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την περί συνυπαιτιότητας και της ίδιας της ενάγουσας προβληθείσα ένσταση των εναγομένων, μεταξύ δε αυτών και του εκκαλούντος Επικουρικού Κεφαλαίου, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου αιτιάσεων, που υποστηρίζονται με τον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσης του ανωτέρω νομικού προσώπου απορριπτομένων ως αβασίμων. Αποδείχθηκε επίσης ότι η ενάγουσα αμέσως μετά το ατύχημα διακομίσθηκε με ασθενοφόρο στο Γενικό Νοσοκομείο Λάρισας “ΚΟΥΤΛΙΜΠΑΝΕΙΟ & ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΕΙΟ”, όπου διαπιστώθηκε ότι έχει υποστεί  ανοικτό κάταγμα 3ου βαθμού αριστερής κνήμης – περόνης, με απώλεια οστικής παρασχίδος από την κνήμη, απώλεια μυικής μάζας από τον πρόσθιο κνημιαίο μυ, καθώς και με απώλεια δέρματος, που αντιμετωπίσθηκε χειρουργικά με εξωτερική οστεοσύνθεση και χειρουργικό καθαρισμό. Κατόπιν αλλεπάλληλων χειρουργικών καθαρισμών και διορθώσεων στο χειρουργείο με αναισθησία, υποβλήθηκε σε πλαστική επέμβαση με δερματικό μόσχευμα από την αριστερή κοιλιακή χώρα, όταν το τραύμα δεν παρουσίαζε εμφανή σημεία φλεγμονής για τη σύγκλησή του. Η  τοποθετηθείσα εξωτερική οστεοσύνθεση αφαιρέθηκε μετά την παρέλευση τριών μηνών και ακολούθως τοποθετήθηκε γύψινος επίδεσμος μηρο-κνημο- ποδικός για ένα περίπου μήνα. Μετά την αφαίρεση του γύψου εισήλθε και πάλι στο ανωτέρω νοσοκομείο, όπου υποβλήθηκε σε νέα χειρουργική επέμβαση ενδομυελικής ήλωσης της κνήμης, ενώ καθ’όλη τη διάρκεια της νοσηλείας της χορηγούντο σ’αυτήν ενδοφλέβια αντιβιοτικά. Μετά την έξοδο από το νοσοκομείο επί δύο μήνες υποβλήθηκε σε φυσικοθεραπευτική αγωγή σύμφωνα με τις συστάσεις των θεραπόντων ιατρών της, ενώ επισκεπτόταν συχνά τα εξωτερικά ιατρεία της ορθοπαιδικής κλινικής του ανωτέρω νοσηλευτικού ιδρύματος. Ειδικότερα  νοσηλεύθηκε κατά τα χρονικά διαστήματα από 13.5.2008 έως 7.7.2008, από 8.9.2008 έως 14.9.2008 και από 6.11.2008 έως 7.11.2008. Σύμφωνα δε με την προσκομιζόμενη από 1.12.2008 βεβαίωση του νοσοκομείου αυτού αναφορικά με την κατάσταση της υγείας της, κατά τον ανωτέρω χρόνο παρουσίαζε πώρωση του κατάγματος της κνήμης, αλλά και απώλεια της ραχιαίας έκτασης του αριστερού άκρου πόδα λόγω της δυσλειτουργίας εκ της απώλειας της μυϊκής μάζας του πρόσθιου κνημιαίου. Στην ίδια βεβαίωση αναφέρεται επιπροσθέτως ως αναμενόμενος χρόνος για την πλήρη πώρωση του κατάγματος  οι 3 μήνες, και επισημαίνεται η πιθανότητα διενέργειας τενοντομεταφοράς για τη σωστή λειτουργία του άκρου πόδα. Αποδείχθηκε επίσης ότι η ενάγουσα, για χρονικό διάστημα 1 έτους μετά το ατύχημα βάδιζε με υπομασχάλιες βακτηρίες (πατερίτσες), ενώ μετά την αφαίρεσή τους, βαθμιαία αποκαταστάθηκε η βάδισή της. Στις 15.11.2011 εξετάσθηκε από τους διορισθέντες πραγματογνώμονα και τεχνικό σύμβουλο του Επικουρικού Κεφαλαίου. Σύμφωνα με την προσκομιζόμενη έκθεση πραγματογνωμοσύνης διαπιστώθηκαν από τον πραγματογνώμονα ότι φέρει ουλή, μήκους 12 εκ. περίπου στην αριστερά λαγόνιο χώρα, προφανώς αποτέλεσμα της προηγηθείσης αφαίρεσης δερματικού μοσχεύματος από την περιοχή, ουλή  μήκους 4 εκ. περίπου στην περιοχή του κνημιαίου κυρτώματος της αριστερής κνήμης από τη χειρουργική τομή για την είσοδο του ενδομυελικού ήλου, εκτεταμένη ουλώδη εξεργασία στη μεσότητα της αριστερής κνήμης, στην πρόσθια κυρίως επιφάνειά της με επέκταση στην έσω και έξω επιφάνεια, διαστάσεων 11 Χ 7 εκ., ουλώδη εξεργασία επιμήκη στην έσω επιφάνεια της κνήμης, μήκους περίπου 8 εκ., ουλώδη περιοχή στην προσθιο – εσωτερική επιφάνεια του κάτω τριτημορίου της κνήμης, διαστάσεων 5Χ1 εκ., ουλώδη εγκάρσια εξεργασία στην οπίσθια επιφάνεια της μεσότητας της κνήμης, διαστάσεων 11Χ2 εκ., αλλά και πολλαπλές υποστρόγγυλες ουλώδεις περιοχές (περίπου διαμέτρου 1 εκ.) σε όλο το μήκος της κνήμης, αποτέλεσμα των βελονών, που τοποθετήθηκαν κατά την εφαρμογή της εξωτερικής οστεοσύνθεσης. Σημειωτέον ότι οι ανωτέρω ουλές στην αριστερή κνήμη της ενάγουσας διαπιστώθηκαν και από τον διορισθέντα τεχνικό σύμβουλο του Επικουρικού Κεφαλαίου και αναφέρονται στην ιατρική γνωμάτευση, που συνέταξε. Περαιτέρω, σύμφωνα με την προσκομιζόμενη έκθεση πραγματογνωμοσύνης, οι κινήσεις του αριστερού γόνατος της ενάγουσας ήταν ελαφρά επώδυνες κυρίως στις ακραίες θέσεις, λόγω της εφαρμογής της εξωτερικής οστεοσύνθεσης, του μηρο-κνημο -ποδικού γύψου και της επακολουθήσασας τοποθέτησης του ενδομυελικού ήλου, ενώ στον αριστερό άκρω πόδα παρουσίαζε απώλεια της ραχιαίας έκτασης της αριστερής ποδοκνημικής περίπου 15 μοιρών, με πτώση των κεφαλών των μεταταρσίων και εμφάνιση κοιλοποδίας στον άκρο πόδα λόγω του τραυματισμού της. Επιπροσθέτως διαπιστώθηκαν από τον πραγματογνώμονα αισθητικές διαταραχές στη ραχιαία επιφάνεια, κυρίως του προσθίου άκρου ποδός και αδυναμία προσαγωγής του άκρου ποδός, σε σύγκριση με τον υγιή πόδα, και άλγος στο αριστερό γόνατο κατά τη βάδιση, στην οπίσθια επιφάνεια της συστοίχου κνήμης και στο σύστοιχο άκρο πόδα, όπως αναφέρεται στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης του, στην οποία επίσης επισημαίνεται ότι στον αριστερό άκρο πόδα, μετά την – έστω και μικρής διάρκειας – βάδιση παρατηρείται επώδυνο οίδημα, που τη δυσχεραίνει σημαντικά. Μάλιστα, σύμφωνα με τον ίδιο, η ενάγουσα έχει καταστεί μόνιμα ανάπηρη λόγω της αδυναμίας ραχιαίας έκτασης του αριστερού άκρου ποδός και των ενοχλημάτων, που αυτή προκαλεί κατά τη βάδιση και την ορθοστασία, αλλά και λόγω των εκτεταμένων δύσμορφων ουλών, που φέρει σε όλο το μήκος της αριστερής κνήμης, σε ποσοστό 25%, και συνακόλουθα  ανίκανη διά βίου να ασκήσει το επάγγελμα του μοντέλου φωτογράφησης, αλλά και οποιοδήποτε άλλο επάγγελμα απαιτεί μακροχρόνια ορθοστασία, Κατά τον τεχνικό σύμβουλο του  Επικουρικού Κεφαλαίου η ενάγουσα δε βαδίζει με χωλότητα και δεν παρουσιάζει ανισοσκελία, ενώ δε διαπιστώθηκε απ’αυτόν, σε αντίθεση με τα αναφερόμενα στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης, ιδιαίτερο οίδημα στην περιοχή της αριστερής κνήμης άκρου ποδός, και οι κινήσεις του γόνατός της αναφέρονται ως φυσιολογικές, πλην όμως, διαγνώσθηκε, όπως και από τον πραγματογνώμονα, αδυναμία προσαγωγής στον αριστερό άκρο πόδα, καθώς και μείωση της ραχιαίας κάμψης του αριστερού άκρου ποδός αυτής κατά περίπου 10-15 μοίρες. Ο ίδιος ιατρός υπολογίζει το ποσοστό της μόνιμης αναπηρίας της ενάγουσας σε 5-10%, λόγω της δυσκαμψίας της ποδοκνημικής, ή του ταρσού – αρθρίτιδα, ενώ, κατά τη δική του εκτίμηση, είναι δυνατή η απασχόλησή της στο μέλλον ως μοντέλου φωτογράφησης, εφόσον η φωτογράφηση δεν περιλαμβάνει λήψεις της γυμνής κνήμης λόγω των ουλών, αλλά και η άσκηση απ’αυτήν του επαγγέλματος της κομμώτριας. Αποδείχθηκε επίσης ότι η ενάγουσα νοσηλεύθηκε και πάλι στην ορθοπαιδική κλινική του ιδίου νοσοκομείου κατά το χρονικό διάστημα από 9.1.2012 έως 11.1.2012, όπου υποβλήθηκε σε επέμβαση για την αφαίρεση του ήλου. Τέλος, σύμφωνα με την προσκομιζόμενη από 18.5.2012 ιατρική βεβαίωση – γνωμάτευση του ανωτέρω νοσοκομείου, η ενάγουσα φέρει ουλές στην πρόσθια και την οπίσθια επιφάνεια της αριστερής κνήμης, και, επιπροσθέτως, παρουσιάζει οίδημα, αδυναμία πλήρους ραχιαίας έκτασης του αριστερού άκρου ποδός με ενοχλήματα κατά την βάδιση, και κοιλοποδία, η δε κατάστασή της «πρέπει να θεωρηθεί μόνιμη», ενώ, σύμφωνα με την από 29.5.2012  ιατρική βεβαίωση – γνωμάτευση του ιδίου νοσηλευτικού ιδρύματος εμφανίζει θρομβοφλεβίτιδα, ως αποτέλεσμα των πολλαπλών χειρουργικών επεμβάσεων, στις οποίες υποβλήθηκε για την αποκατάσταση του αριστερού κάτω άκρου, λόγω του κατάγματος της αριστερής κνήμης, που υπέστη στο επίδικο τροχαίο ατύχημα, κατά τα προεκτεθέντα. Σημειωτέον, ότι οι συγκεκριμένες γνωματεύσεις είναι οι πλέον πρόσφατες αναφορικά με την κατάσταση της υγείας της ενάγουσας σε σχέση με το χρόνο συζήτησης της αγωγής στον πρώτο βαθμό στο ακροατήριο του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία (συζήτηση) έλαβε χώρα την 1η.6.2012, μετά τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης και την επαναφορά της υπόθεσης προς εκδίκαση από την ανωτέρω διάδικο, και μετά την οποία εκδόθηκε η υπ’αριθμ.3958/2012 οριστική απόφαση του προαναφερθέντος Δικαστηρίου. Αποδείχθηκε επίσης ότι η ενάγουσα δαπάνησε αναγκαίως για τη λήψη βελτιωμένης (πέραν, δηλαδή, της συνήθους) τροφής (κρέατος, γαλακτοκομικών προϊόντων, φρούτων, ψαριών) για χρονικό διάστημα 11 μηνών (αρχής γενομένης από τις 8.7.2008, όταν εξήλθε από το νοσοκομείο, όπου νοσηλεύθηκε για πρώτη φορά αμέσως μετά το επίδικο τροχαίο ατύχημα), το συνολικό ποσό των 1.650 ευρώ (330 ημέρες Χ 5 ευρώ ημερησίως), το οποίο και δικαιούται να της καταβληθεί. Η χορήγηση της βελτιωμένης τροφής και η διάρκειά της προκύπτει ιδίως από τις ένορκες καταθέσεις των γονέων της, που εξετάσθηκαν ως μάρτυρες, αλλά, επιπροσθέτως, δικαιολογείται πειστικά και κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ), χωρίς να απαιτούνται προς τούτο ειδικές ιατρικές γνώσεις, και χωρίς να είναι απαραίτητο να προσκομίζεται για την παραδοχή του κονδυλίου αυτού ιατρική βεβαίωση, που να συνιστά τέτοια διατροφή, όπως αναφέρθηκε και στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, από τη φύση και την έκταση του τραυματισμού της (κάταγμα αριστερής κνήμης – περόνης), τον κίνδυνο μικροβιακής επιμόλυνσης μετά τις εγχειρήσεις της εξωτερικής και εσωτερικής οστεοσύνθεσης με την τοποθέτηση ενδομυελικού ήλου, στις οποίες υποβλήθηκε, για την αντιμετώπισή του, και από την ανάγκη για ταχύτερη ανάρρωση και ενδυνάμωση του εξασθενημένου και καταβεβλημένου οργανισμού της, μετά τις πολλαπλές χειρουργικές επεμβάσεις, ενόψει και της ισχυρής φαρμακευτικής αγωγής με ενδοφλέβια αντιβιοτικά, που της χορηγούντο κατά τη διάρκεια των νοσηλειών της, δηλαδή επιβαλλόταν για την αποκατάσταση του κατάγματος, ιδιαίτερα δε για την ανάπλαση των οστών, και την εν γένει βελτίωση της κατάστασης της υγείας της στον κατά το δυνατόν συντομότερο χρόνο.  Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη οριστική απόφασή του, επίσης έκρινε ότι η ενάγουσα δικαιούται το προαναφερθέν ποσό, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από το εκκαλούν με το σχετικό λόγο της ένδικης έφεσής του απορριπτομένων ως αβασίμων. Περαιτέρω, από τη συνεκτίμηση του συνόλου των προσκομισθέντων ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου αποδεικτικών μέσων, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα, ηλικίας κατά το χρόνο του επίδικου τροχαίου ατυχήματος 20 ετών, απολύτως υγιής, σωματικά και ψυχικά, και αρτιμελής, υπέστη συνεπεία του σοβαρού τραυματισμού της στο ατύχημα αυτό μόνιμη αναπηρία, δηλαδή έλλειψη της σωματικής της ακεραιότητας, ειδικότερα συνιστάμενη στην αδυναμία πλήρους ραχιαίας έκτασης κατά 15 μοίρες περίπου του αριστερού άκρου ποδός της με τα συνακόλουθα κατά τη βάδιση και την ορθοστασία ενοχλήματα, αλλά, επιπροσθέτως, και παραμόρφωση, υπό την έννοια της ουσιώδους αλλοίωσης της εξωτερικής της εμφάνισης, όπως καθορίζεται κατά τις απόψεις της ιατρικής, αλλά και τις αντιλήψεις της ζωής, επίσης διά βίου, λόγω των εκτεταμένων δύσμορφων ουλών, που φέρει σε όλο το μήκος της αριστερής κνήμης, κατά ποσοστό 25%, όπως αυτό προσδιορίζεται κατόπιν συνολικής αποτίμησης της κατάστασης της υγείας της, η οποία είναι μη αναστρέψιμη, όπερ οπωσδήποτε επιδρά δυσμενώς στο οικονομικό της μέλλον, με βάση τα δεδομένα της κοινής πείρας και λογικής και κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων και δυσχεραίνει την επαγγελματική της αποκατάσταση, στην οποία απέβλεπε, όπως είναι εύλογο, λόγω του νεαρού της ηλικίας της, διότι αποτελεί αρνητικό στοιχείο στα πλαίσια του ανταγωνισμού και της οικονομικής εξέλιξης και προαγωγής της, ιδίως σε περιόδους οικονομικών δυσχερειών και στενότητας στην αγορά εργασίας, αφού είναι προφανές ότι πλέον μειονεκτεί εκ των πραγμάτων έναντι των υγιών συνυποψηφίων για μία θέση, και, επομένως, κινδυνεύει περισσότερο να βρεθεί εκτός εργασίας. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι λόγω των προαναφερομένων αναπηρίας και παραμόρφωσης, μπορεί να εργασθεί πλέον υπό όρους και προϋποθέσεις ως μοντέλο φωτογράφησης, όπως περιστασιακά απασχολείτο στο παρελθόν, και μόνον εφόσον πρόκειται περί φωτογραφήσεων που δεν περιλαμβάνουν λήψεις της γυμνής κνήμης της, όπου παρουσιάζει σοβαρό αισθητικό πρόβλημα, καθώς φέρει εκτεταμένες δύσμορφες ουλές, και δεν απαιτούν πολύωρη ορθοστασία επί μακρόν, αλλά μόνο λήψεις της ενώ είναι καθήμενη, όπερ περιορίζει σημαντικά τις πιθανότητες πρόσληψής της λόγω της φύσης της συγκεκριμένης εργασίας, αφού είναι βέβαιον ότι θα προτιμώνται από τους εργοδότες οι απολύτως υγιείς από λειτουργικής και αισθητικής πλευράς συνάδελφοί της, αλλά ούτε και το επάγγελμα της αισθητικού σε φαρμακείο, που κυρίως μετερχόταν προ του ατυχήματος, είναι πλέον σε θέση να ασκεί με την ίδια αποτελεσματικότητα, αποδοτικότητα και ευκολία, όπως στο παρελθόν, και μάλιστα διά βίου, ενώ έχει καταστεί μόνιμα ανίκανη και για κάθε άλλο επάγγελμα, που απαιτεί σωματική καταπόνηση, και ιδίως ορθοστασία επί μακρόν χρονικό διάστημα, η οποία, όπως προεκτέθηκε, της προκαλεί έντονα επώδυνα ενοχλήματα και οίδημα στον αριστερό άκρο πόδα,  με αποτέλεσμα ικανός αριθμός θέσεων απασχόλησης τέτοιων απαιτήσεων να έχει εκ των πραγμάτων αποκλεισθεί γι’αυτήν, και μάλιστα σε περίοδο μακροχρόνιας οικονομικής κρίσης με πολύ υψηλά ποσοστά ανεργίας, όταν οι διαθέσιμες εργασιακές θέσεις έχουν μειωθεί δραματικά, ει μόνον εργασία γραφείου, την οποία, όμως, επίσης με δυσκολία μπορεί να εκτελέσει με επαρκή και ικανοποιητικό τρόπο, διότι και η πολύωρη ακινησία σε καθιστή θέση της προκαλεί ενόχληση. Επομένως, εξαιτίας των εν λόγω αναπηρίας και παραμόρφωσης, και της επίδρασης αυτών στο οικονομικό μέλλον της, δικαιούται της ειδικής αποζημίωσης του άρθρου 931 του ΑΚ, ποσού 40.000 ευρώ, λόγω της κατάστασής της και μόνο, χωρίς ν’απαιτείται σύνδεση με συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία της στο μέλλον, η οποία άλλωστε και δε δύναται να προσδιορισθεί επακριβώς, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης. Το  ποσό αυτό κρίνεται εύλογο, εάν ληφθούν υπόψη το είδος και οι συνέπειες της αναπηρίας και παραμόρφωσης, που υπέστη, και η ηλικία της αφετέρου. Επιπροσθέτως, η ανωτέρω αναπηρία, αλλά και η παραμόρφωση, που υπέστη στο επίδικο τροχαίο ατύχημα και άλλαξαν την εικόνα της, αλλά και την κινητικότητα και λειτουργικότητά της, και γενικότερα την καθημερινότητα και τον τρόπο ζωής της, και δη κατά τρόπο μη αναστρέψιμο, επιδρούν δυσμενώς και στην κοινωνική της εξέλιξη, καθώς μετέχει πλέον, αλλά και θα μετέχει εφεξής, από μειονεκτική θέση, και όχι στο βαθμό, που θα ήθελε, σε σχέση με τους συνομηλίκους της, στις καθημερινές ασχολίες, αλλά και στις κοινωνικές δραστηριότητες, στις οποίες επιδίδετο κατά τον προ του ατυχήματος χρόνο, ή θα επιθυμούσε να επιδοθεί στο μέλλον, και επιπροσθέτως επηρεάζουν αρνητικά τις σχέσεις της και τις συναναστροφές της με τους άλλους ανθρώπους, περιορίζοντάς τες, όπερ επιβαρύνει σημαντικά τον ψυχισμό της, ενόψει και του νεαρού της ηλικίας της, προκαλώντας της μεγάλη θλίψη και στενοχώρια, αλλά και δυσχεραίνουν την  εκπλήρωση των στόχων και επιδιώξεών της, ακόμη και σε προσωπικό επίπεδο ως γυναίκας, καθώς και αισθήματα μειονεξίας, απογοήτευσης και απαισιοδοξίας για το μέλλον της. Επομένως, το επελθόν αποτέλεσμα από την ανωτέρω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της δεύτερης εναγομένης – οδηγού του ζημιογόνου  αυτοκινήτου, προξένησε, κατά την κρίση του δικαστηρίου, και μη περιουσιακή ζημία στα έννομα αγαθά της ενάγουσας. Για να επέλθει μια κάποια εξισορρόπηση στη δημιουργηθείσα εξ’αυτού του λόγου  δυσμενή  κατάσταση και να της δοθεί η ευχέρεια να την ξεπεράσει, πρέπει να επιδικασθεί υπέρ αυτής εύλογη χρηματική ικανοποίηση, σύμφωνα με τα άρθρα 298, 299 και 932 του ΑΚ.  Το παρόν δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη: Την αποκλειστική υπαιτιότητα της δεύτερης εναγομένης και την έλλειψη συνυπαιτιότητας της ενάγουσας στη πρόκληση του ατυχήματος, το είδος, την έκταση, τη σοβαρότητα και τις ιδιαίτερα δυσμενείς επιπτώσεις του τραυματισμού της τελευταίας σε όλους τους τομείς της ζωής της (προσωπικό, κοινωνικό, επαγγελματικό), που άλλαξε αιφνίδια και διά παντός, την ένταση και την διάρκεια του σωματικού και ψυχικού άλγους, που δοκίμασε κατά τη διάρκεια της νοσηλείας της, αλλά και στη συνέχεια κατά το διάστημα της ανάρρωσης, και θα εξακολουθήσει να υφίσταται και στο μέλλον λόγω της αναπηρίας και της σοβαρής παραμόρφωσης, που παρουσιάζει στο αριστερό κάτω άκρο της, την απαιτούμενη για την καταπολέμησή του και την εν γένει αντιμετώπιση της κατάστασης καθημερινή προσπάθεια, τις απώλειες στον συναισθηματικό της κόσμο, την ηλικία της κατά το χρόνο του ατυχήματος (20 ετών), και, τέλος,  την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων φυσικών προσώπων (με εξαίρεση το εκκαλούν Επικουρικό Κεφάλαιο, του οποίου, ως κατά νόμο ειδικού διαδόχου της τρίτης εναγομένης ασφαλιστικής εταιρίας του ζημιογόνου οχήματος, η ευθύνη είναι εγγυητική), κρίνει ότι η χρηματική ικανοποίηση της ηθικής της βλάβης ανέρχεται στο ποσό των 30.000 ευρώ. Κατ’ακολουθίαν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο επίσης επιδίκασε στην ενάγουσα για τις ανωτέρω αιτίες τα αυτά χρηματικά ποσά, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από το εκκαλούν Επικουρικό Κεφάλαιο απορριπτομένων ως αβασίμων. Πρέπει, επομένως, ενόψει των ανωτέρω, ν’απορριφθεί στο σύνολό της, η κρινόμενη έφεση. Οι προβληθέντες ισχυρισμοί του εκκαλούντος, ειδικού διαδόχου της τρίτης εναγομένης ασφαλιστικής εταιρίας, της οποίας η άδεια λειτουργίας ανακλήθηκε, το πρώτον ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με τις προτάσεις του, που κατατέθηκαν κατά την προηγουμένη της συζήτησης της κρινόμενης έφεσης, περί ποσοτικού (ποσοστιαίου) περιορισμού του ποσού της αποζημίωσης, που τυχόν υποχρεωθεί να καταβάλει στην ενάγουσα, καθώς και περί υπολογισμού των τόκων της οφειλής του με επιτόκιο 6% ετησίως, με την επίκληση αναδρομικής εφαρμογής της προβλέπουσας τα προαναφερθέντα διάταξης της παρ.γ΄του άρθρου 4 του ν.4092/2012, με έναρξη ισχύος την 8η.11.2012, με την οποία αντικαταστάθηκε η παρ.2 του άρθρου 19 του ΠΔ 237/1986, απορριπτέοι τυγχάνουν πρωτίστως λόγω του απαραδέκτου της προβολής τους, καθόσον, ως ενστάσεις του εκκαλούντος, θα έπρεπε να προταθούν, όχι βέβαια με την κρινόμενη έφεση, που ασκήθηκε στις 26.10.2012, ήτοι προγενέστερα του χρόνου έναρξης ισχύος του ν.4092/2012, αλλά οπωσδήποτε με πρόσθετους λόγους έφεσης, οι οποίοι μετά την 1η.1.2016 ασκούνται πάντοτε, είτε πρόκειται περί υποθέσεων, που εκδικάζονται κατά την τακτική διαδικαία, είτε κατά μία εκ των ειδικών διαδικασιών, με ποινή απαραδέκτου, με ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνονται και επιδίδεται στον αντίδικο τουλάχιστον οκτώ (8) ημέρες πριν από τη συζήτηση, η οποία ορίζεται υποχρεωτικά κατά την ημερομηνία συζήτησης της κύριας υπόθεσης, και εν προκειμένω έλαβε χώρα στις 6.4.2017, και όχι με τις προτάσεις της συζήτησης, όπως στην υπό κρίση περίπτωση. Ανεξαρτήτως δε του απαραδέκτου της προβολής τους, οι ισχυρισμοί αυτοί πρέπει ν’απορριφθούν και για τον πρόσθετο λόγο ότι η προαναφερθείσα διάταξη του ν.4092/2012 δεν καταλαμβάνει και την επίδικη περίπτωση, καθώς  σύμφωνα με την ίδια διάταξη «η ρύθμιση της παρούσας παραγράφου καταλαμβάνει και τις ήδη γεγεννημένες αξιώσεις κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου, χωρίς πάντως να θίγει αξιώσεις που έχουν επιδικαστεί με οριστική δικαστική απόφαση» και εν προκειμένω, ναι μεν το τροχαίο ατύχημα έλαβε χώρα στις 13.5.2008, ήτοι προ της έναρξης ισχύος του  ανωτέρω νόμου  (στις 8.11.2012), οπότε γεννήθηκαν και οι αξιώσεις της ενάγουσας, πλην όμως κατά το χρόνο αυτό είχε ήδη εκδοθεί (στις 19.8.2012) οριστική απόφαση επί της υπόθεσης (η εκκαλουμένη υπ’αριθμ. 3958/2012 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), και, συνεπώς, δε θίγονται οι ήδη με αυτήν επιδικασθείσες αξιώσεις, κατόπιν και της ουσιαστικής απόρριψης της ένδικης έφεσης με την παρούσα απόφαση, σε κάθε δε περίπτωση η διάταξη αυτή αντίκειται στο Σύνταγμα, το Κοινοτικό Δίκαιο και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, και, συνεπώς, δεν τυγχάνει εφαρμογής. Τέλος, λόγω της ήττας του εκκαλούντος, πρέπει, αφενός μεν να διαταχθεί η εισαγωγή του καταταθέντος απ’αυτό παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ.4 εδαφ. ε΄του ΚΠολΔ), αφετέρου δε να επιβληθούν σε βάρος του τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας κατά το περιληφθέν στις προτάσεις της βάσιμο σχετικό αίτημά της (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσίαν την από  22.10.2012 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……./26.10.2012 και ……/28.7.2016) έφεση κατά της υπ’αριθμ. 3958/2012 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, καθώς και κατά της προηγουμένως εκδοθείσας επί της υπόθεσης και θεωρουμένης ως συμπροσβληθείσας με την ανωτέρω απόφαση υπ’αριθμ. 4977/2011 μη οριστικής απόφασης του ιδίου Δικαστηρίου.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εκκαλούντος τη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 14-3-2018

 

 Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ