Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 298/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός απόφασης   298/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Δ.Π.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Οι κρινόμενες αντίθετες: α) από 9.6.2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………./9.6.2017 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ……/9.6.2017 και β) από 14.6.2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ……/19.6.2017 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ……../20.6.2017, εφέσεις των εκκαλούντων, αφενός της εδρεύουσας στο Ηράκλειο Κρήτης νομίμως εκπροσωπουμένης ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία «……….» και αφετέρου του ……….., που στρέφονται κατά της υπ’αριθμ. 183/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επομ. ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) και δέχθηκε εν μέρει, ως και ουσιαστικά βάσιμη, την από 11.11.2015 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……./16.11.2015 αγωγή του δεύτερου κατά της πρώτης, ασκήθηκαν  νομότυπα και εμπρόθεσμα κατ’ άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ.α, 518 § 1 και 520 § 1  ΚΠολΔ,  καθόσον από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι έγινε νομότυπη επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, επιμελεία της εναγομένης, στις 18.5.2017 στον ενάγοντα, συντασσομένης της υπ’αριθμ……/18.5.2017 έκθεσης επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας Πρωτοδικείου Πειραιώς ………, που προσκομίζεται από την εκκαλούσα-εφεσίβλητη, τα δε πρωτότυπα των δικογράφων των εφέσεων κατατέθηκαν στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 9.6.2017 και 19.6.2017 αντίστοιχα, αρμοδίως δε φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Πρέπει, επομένως, οι ένδικες εφέσεις να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 ΚΠολΔ, να εξεταστούν περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ. Σημειωτέον ότι, αν και οι εφέσεις ασκήθηκαν μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν. 4055/2012, δεν απαιτείται για το παραδεκτό τους η κατάθεση του παραβόλου της § 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω νόμο, λόγω της φύσεως της διαφοράς, ως εργατικής.

ΙΙ. Ο ενάγων, ………….., στην από 11.11.2015 αγωγή του ισχυρίστηκε ότι δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου ναυτολογήθηκε τυπικά με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου και απασχολήθηκε κατά τα χρονικά διαστήματα από 10.10.2013 έως και 6.2.2014 και από 12.7.2014 έως και 16.10.2014 στο υπό ελληνική σημαία επιβατηγό – οχηματαγωγό πλοίο «ΙΠ» πλοιοκτησίας της εναγομένης, το οποίο διενεργούσε πλόες μεταξύ του Λιβόρνο Ιταλίας, της Βαρκελώνης Ισπανίας και της Ταγγέρης Μαρόκου, όπως ειδικότερα παρατίθενται, αντί του προβλεπομένου από τις ισχύουσες συλλογικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας (ΣΣΝΕ) για τα πληρώματα των μεσογειακών τουριστικών επιβατηγών πλοίων μηνιαίου μισθού, πλην όμως καθ’ όλη την διάρκεια της ναυτολόγησης του στην πραγματικότητα εκτελούσε τα καθήκοντα του Προϊσταμένου Αρχιθαλαμηπόλου χωρίς να λαμβάνει τις αντίστοιχες αποδοχές και πραγματοποιούσε υπερωρίες, εφόσον εργαζόταν καθημερινά, ακόμη και τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες, τουλάχιστον επί 15 ώρες, κατά μέσο όρο, παρεκτός της ημέρας της Παρασκευής που εργαζόταν οκτάωρο, χωρίς να λαμβάνει ολόκληρη τη νόμιμη αμοιβή του, ενώ υπέστη προσβολή της προσωπικότητας του από την ατομική και υπηρεσιακή μείωση του, εξαιτίας της παράνομης και υπαίτιας παράλειψης της εναγομένης να τον προσλάβει με την ειδικότητα, που πραγματικά παρείχε τις υπηρεσίες του και αν και είχε την ευθύνη της οργάνωσης και εποπτείας εργασίας θαλαμηπόλων και επίκουρων δεν τον διαφοροποιούσε απ’αυτούς ναυτολογώντας τον ως θαλαμηπόλο και καταβάλλοντας του μειωμένες αποδοχές, με συνέπεια να δικαιούται χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, ύψους 10.000 ευρώ. Με βάση τα περιστατικά αυτά και επικαλούμενος περαιτέρω την επικουρική εφαρμογή των περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεων, για την περίπτωση ακυρότητας των εργασιακών του συμβάσεων, ζητούσε ο ενάγων, ο οποίος παραδεκτώς περιόρισε το αρχικώς εξ ολοκλήρου καταψηφιστικό αγωγικό του αίτημα σε εν μέρει αναγνωριστικό: α) να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το συνολικό χρηματικό ποσό των δέκα χιλιάδων πεντακοσίων ευρώ και είκοσι επτά λεπτών (10.500,27 €) για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών και β) να αναγνωριστεί η υποχρέωση της για την καταβολή του  υπολοίπου ποσού των είκοσι πέντε χιλιάδων ογδόντα δύο ευρώ και ενενήντα πέντε λεπτών (25.082,95 €), που αντιστοιχεί στις διαφορές αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης και την χρηματική ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης, όπως αναλυτικά εκτίθενται τα επιμέρους ποσά, με το νόμιμο τόκο από την απόλυση του, άλλως από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής του και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού έκρινε την αγωγή αυτή παραδεκτή και νόμιμη και δέχθηκε κατ’ουσίαν την ένσταση παραγραφής για τις αγωγικές αξιώσεις του έτους 2013, την έκανε κατά τα λοιπά εν μέρει δεκτή ουσιαστικά και αφενός υποχρέωσε την εναγομένη να του καταβάλει το ποσόν των δύο χιλιάδων επτακοσίων δύο ευρώ και ογδόντα τριών λεπτών (2.702,83 €), με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσης του, αφετέρου δε αναγνώρισε ότι υποχρεούται να του καταβάλει τα ποσά των δύο χιλιάδων εξακοσίων ογδόντα τριών και ενός λεπτού ευρώ (2.683,01 €) και τριών χιλιάδων ευρώ (3.000 €), για τις αντίστοιχες προαναφερθείσες αιτίες, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσης του και της επίδοσης της αγωγής αντίστοιχα. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη με τις ένδικες εφέσεις τους αμφότεροι οι διάδικοι για τους αναφερομένους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητούν την τυπική και ουσιαστική παραδοχή των εφέσεων τους, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, την αναδίκαση της αγωγής από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω παραδοχή και απόρριψη της αντιστοίχως.

III. Από την διάταξη του άρθρου 216 § 1 ΚΠολΔ, στην οποία προβλέπεται ότι το δικόγραφο της αγωγής, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει να περιέχει: α)σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την  άσκηση της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β)ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ)ορισμένο αίτημα, προκύπτει ότι η χωρίς πληρότητα αναφορά των περιστατικών αυτών καθιστά την αγωγή αόριστη και οδηγεί στην απόρριψη της, ως απαράδεκτης, για έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης, η οποία  αποτελεί και προϋπόθεση του παραδεκτού της (ΑΠ 1611/2008 Δ 2008/1131, ΑΠ 187/2006 Δ 2006/907), δεδομένου ότι επί ελλιπούς ή ασαφούς αγωγής το δικαστήριο δεν μπορεί να προχωρήσει στην εκτίμηση των ισχυρισμών του ενάγοντος από νομική και ουσιαστική άποψη, εκτός αν πρόκειται για επουσιώδεις ελλείψεις, οι οποίες είναι δυνατόν, κατ’ άρθρο 224 ΚΠολΔ να συμπληρωθούν, να διευκρινιστούν και να διορθωθούν με τις προτάσεις. Ειδικότερα, όταν πρόκειται για αγωγή, με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση δεδουλευμένων αποδοχών ναυτικού, στοιχεία της βάσης της, τα οποία ο ενάγων οφείλει να επικαλεστεί και, αν αμφισβητηθούν, να αποδείξει, είναι, σύμφωνα με το άρθρο 53 ΚΙΝΔ, η σύμβαση ναυτολόγησης, η παροχή από τον ενάγοντα ναυτικό της εργασίας του στον πλοιοκτήτη και ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός, σε συνδυασμό με τη χωρητικότητα του πλοίου, ώστε να εφαρμοστεί η αρμόζουσα ΣΣΝΕ. Για την πληρότητα του δικογράφου της αγωγής αυτής δεν είναι, αντιθέτως, απαραίτητο να αναφέρεται το είδος των κατ’ ιδίαν εργασιών που εκτελέστηκαν, εφόσον αυτό προκύπτει από την αναφορά της ειδικότητας και του βαθμού του ενάγοντος, δεδομένου ότι το είδος και η φύση των καθηκόντων κάθε ναυτικού και των εργασιών που αυτός εκτελεί κατά τον πλου ή όταν το πλοίο ναυλοχεί καθορίζονται λεπτομερώς από τους κανονισμούς εργασίας και τις ναυτικές συνήθειες (ΑΠ 365/2005 ΕλΔνη 47/1663, ΑΠ 225/2002 Δνη 44/160, ΔΕΝ 2002/1314, ΜονΕφΠειρ 147/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 994/2007 ΕΝαυτΔ 2007/385, ΠειρΝομ. 2008/199, ΕφΠειρ 857/2006 ΕΝαυτΔ 2006/268, ΕφΠειρ 567/2005 ΕΝαυτΔ 2005/345, ΕφΠειρ 124/2003 ΕΝαυτΔ 2003/130, Α. Βερνάρδος, Το δίκαιον της ναυτικής εργασίας, 1980, σελ. 99). Η τελευταία αυτή παραδοχή εντάσσεται ομαλά στο υιοθετούμενο από τον Έλληνα δικονομικό νομοθέτη σύστημα του ουσιαστικού ή συγκεκριμένου προσδιορισμού του αντικειμένου της πολιτικής δίκης, υπό την σύγχρονη εκδοχή του, της λειτουργίας του κανόνα δικαίου (Ν. Νίκα, Πολιτική Δικονομία, ΙΙ, 2005, § 60, σελ. 142 επομ. και Κ. Μακρίδου, Η αόριστη αγωγή και οι δυνατότητες θεραπείας της, δ έκδοση, σελ. 24 επομ.), κατά το οποίο δεν είναι απαραίτητη η αναφορά στο εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο των περιστατικών εκείνων που δεν αποτελούν στοιχείο του πραγματικού του κανόνα δικαίου, που, ανάλογα με τα γεγονότα που αποτυπώνονται σ’ αυτό, καλείται εκάστοτε σε εφαρμογή, όταν τα ελλείποντα περιστατικά καθορίζονται χωρίς προϋποθέσεις, δηλαδή κατά τρόπο γενικό και ανεξαίρετο από το νόμο. Περαιτέρω, ομοίως επί αγωγής με την οποία διώκεται η επιδίκαση αμοιβής, λόγω  υπερωριακής εργασίας κατά τις καθημερινές, τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες, για το ορισμένο αυτής αρκεί να αναφέρεται, εκτός από την εργασιακή σχέση και τους όρους αυτής, η παροχή εργασίας κατά τις εν λόγω ημέρες, η συνολική ημερήσια ή μηνιαία διάρκεια αυτής, είτε κατά μέσο όρο, το σύνολο των ημερών αυτών, που απασχολήθηκε ο εργαζόμενος, καθώς και το χρονικό διάστηµα στο οποίο αντιστοιχούν, χωρίς να απαιτείται περαιτέρω αναφορά στο είδος των κατ’ ιδίαν εργασιών, που εκτελέσθηκαν, εφόσον σε αυτήν αναφέρεται η ειδικότητα και ο βαθμός του ναυτικού,  ούτως ώστε το είδος των καθηκόντων κάθε ναυτικού και των εργασιών που εκτελεί αυτός, κατά τον πλου ή όταν το πλοίο ναυλοχεί, καθορίζονται λεπτομερώς από τους κανονισμούς εργασίας και τις ναυτικές συνήθειες, εφόσον βεβαίως δεν πρόκειται για εργασίες που αμείβονται ειδικώς με βάση τις Συλλογικές Ναυτικές Συμβάσεις. Επίσης, δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο για το ορισμένο της αγωγής αυτής, να αναφέρεται ο χρόνος έναρξης και λήξης της εργασίας, η διάρκεια διακοπής της, ο χρόνος έναρξης και λήξης της υπερωριακής απασχόλησης συγκεκριμένες ημέρες, αφού αυτός ορίζεται από το νόμο καθ’υπέρβαση του νομίμου ωραρίου, είτε αφορά εργασία σε μη εργάσιμες ημέρες, μήτε απαιτείται ειδικότερος προσδιορισμός των ημερών με ακριβείς ημεροχρονολογίες και των ωρών της ημέρας κατά τις οποίες απασχολήθηκε ο ενάγων υπερωριακώς,  ούτε η ανάγκη η οποία παρέστη για την εκτέλεση της και το πρόσωπο από το οποίο δόθηκε η σχετική εντολή, καθώς και τα δρομολόγια του πλοίου (ΑΠ 1600/2006 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 496/2015, ΕφΠειρ 994/2007 ΠειρΝομ 2008 199, ΕφΠειρ 140/2004 ΕΝΔ 2004.114, ΔΕΕ 2004.1043, ΕφΠειρ 892/2002, ΕφΠειρ 901/2002, ΕφΠειρ 1312/1997, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Σε περίπτωση δε αμφιβολίας περί της πληρότητας ή όχι των αναγκαίων γεγονότων, λογίζεται έγκυρη η αγωγή, εφόσον οι ελλείψεις του δικογράφου της δεν δυσχεραίνουν την άσκηση ανταπόδειξης από τον εναγόμενο (ΕφΠειρ 33/2002 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Ενόψει τούτων, η ένδικη αγωγή, με την οποία ο ενάγων εκθέτει ότι ναυτολογήθηκε στο αναφερόμενο ακτοπλοϊκό πλοίο, πλοιοκτησίας της εναγομένης, τυπικά ως θαλαμηπόλος, αντί των καθοριζομένων από την ισχύουσα Σ.Σ.Ν.Ε. όρων και αποδοχών και ότι παρέσχε σε αυτό τις υπηρεσίες του Προϊσταμένου Αρχιθαλαμηπόλου, κατά τα εκτιθέμενα ειδικότερα χρονικά διαστήματα, απασχολούμενος επί 15 ώρες κατά μέσο όρο ημερησίως και με την οποία  ζητεί να του καταβληθούν διαφορές από υπερωριακή εργασία επτά ωρών πέραν από το οκτάωρο κατά τις καθημερινές, πλην της Παρασκευής και τις Κυριακές και δεκαπέντε ωρών κατά τα Σάββατα και τις αργίες, είναι ορισμένη και σαφής, αφού περιέχει όλα τα απαιτούμενα στοιχεία, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στην μείζονα σκέψη. Επομένως, ο ισχυρισμός της εναγομένης, που προέβαλε πρωτοδίκως, περί αοριστίας της ένδικης αγωγής, διότι δεν εκτίθεται ποιες συγκεκριμένες ώρες εντός του 24ώρου παρείχε την εργασία του, μήτε προσδιόρισε επακριβώς το είδος και την διάρκεια των κατ’ιδίαν εργασιών, που εκτελούσε και από ποιον διατάχθηκε να εκτελεί υπερωρίες, είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος, καθόσον δεν απαιτείται για την πληρότητα και σαφήνεια της ιστορικής βάσης της αγωγής η παράθεση τέτοιων στοιχείων.

ΙV. Με τα άρθρα 10, 13 παρ.1, 2, 3, 5 και 6, 17, 20 και 21 παρ.1 και 2 στοιχ.α-στ΄ της από 6-6-2013 Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Μεσογειακών και Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2013, που κυρώθηκε με την υπ΄ αριθμ. 3525.1.1.10/01/31-07-2013 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου (ΦΕΚ Β΄ 2078/26-08-2013) και την από 8-4-2014 Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Μεσογειακών και Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2014, που κυρώθηκε με την υπ΄αριθμ. 3525.1.10/01/13-06-2014 απόφαση του ίδιου Υπουργού (ΦΕΚ Β΄ 1665/24-06-2014) που εφαρμόζονται στην προκειμένη περίπτωση,  ορίζονται τα ακόλουθα : Οι ώρες εργασίας για όλους εν γένει τους ναυτικούς παντός βαθμού και ειδικότητας τους εργαζομένους επί των Μεσογειακών και Τουριστικών Πλοίων εν πλω και στα λιμάνια καθορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως ήτοι σε οκτώ (8) ώρες καθ` εκάστη από Δευτέρας μέχρι και Παρασκευής, της πέραν των ωρών τούτων εργασίας των μελών του πληρώματος εν γένει, ως και της εργασίας του Σαββάτου, αμειβομένης υπερωριακώς. …Οι ώρες εργασίας του προσωπικού γενικών υπηρεσιών εν πλω και στο λιμάνι ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως ήτοι σε οκτώ (8) ώρας ημερησίως από της Δευτέρας μέχρι και της Παρασκευής, του Σαββάτου και της Κυριακής θεωρουμένων ως ημερών αργίας. Μετά την καθιέρωση όμως του ειδικού επιδόματος Κυριακών εξ 22% επί του μισθού ενεργείας του άρθρου 2 παραγρ. 1 της παρούσης ΣΣΕ, το προσωπικό των Γενικών Υπηρεσιών υποχρεούται σε 8ωρη εργασία κατά τας Κυριακάς, εν πλω χωρίς άλλη αμοιβή, όπως και αν υποχρεωθεί λόγω ειδικών αναγκών του πλοίου να εργασθεί κατά Κυριακή στο λιμάνι δεν δικαιούται ιδιαίτερης αμοιβής για την μέχρι των 8 ωρών προσφερθησομένη εργασία…. Για την πρόσθετη αυτή εργασία ο εκτελέσας αυτήν ναυτικός δικαιούται σε πρόσθετη αμοιβή (υπερωρία) η οποία υπολογίζεται ως εξής:  Το ποσόν του μισθού ενεργείας του άρθρου 2 παραγρ. 1 διαιρείται δια των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχολήσεως, τούτων εξευρισκομένων δια της διαιρέσεως των εβδομάδων του έτους δια δώδεκα μηνών και του πολλαπλασιασμού του εκ της διαιρέσεως ταύτης προκύπτοντος πηλίκου (4,33) επί τας ώρας της εκάστοτε ισχυούσης εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχολήσεως. Βάσει του ανωτέρω υπολογισμού οι ώρες μηνιαίας υποχρεωτικής απασχολήσεως ανέρχονται εις (173)… Για κάθε πρόσθετη εργασία πέραν δηλαδή των κεκανονισμένων ωρών, η υπερωριακή αμοιβή των ναυτικών που προκύπτει από την εφαρμογή της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, προσαυξάνεται κατά ποσοστό 25%… Για την πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση του πληρώματος κατά τα Σάββατα, και τις αργίες, όπως αυτές ορίζονται από το άρθρο 9 της παρούσης, καταβάλλεται υπερωριακή αμοιβή ίση με το 1/173 του μισθού ενεργείας του άρθρου 2 παραγρ. 1, προσαυξημένου κατά ποσοστό 50%, για όλες τις ώρες της υπερωριακής απασχόλησης κατά τα Σάββατα και τις αργίες… Ο πλέον της ημισείας ώρας χρόνος απασχόλησης λογίζεται σαν ολόκληρη ώρα…» Οι κατωτέρω κατονομαζόμενες θρησκευτικές εορτές θεωρούνται ως ημέρες αργίας, ήτοι α. Η 1η του Έτους, β. Η εορτή των Θεοφανείων. γ. Η Καθαρή Δευτέρα, δ. Η 25η Μαρτίου, ε. Η Μεγάλη Παρασκευή, στ. Η Δευτέρα του Πάσχα. ζ. Η ημέρα του Αγίου Γεωργίου, η. Η 1η Μαΐου. θ. Η ημέρα της Αναλήψεως. ι. Η 15η Αυγούστου. ια. Η 14η Σεπτεμβρίου, ιβ. Η 28η Οκτωβρίου, ιγ. Η ημέρα του Αγίου Νικολάου. ιδ. Η ημέρα των Χριστουγέννων, ιε. Η δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων… Εργασίες εκτελούμενες κατά τις αργίες αυτές εν πλω και στο λιμάνι αμείβονται υπερωριακώς, σύμφωνα με την παραγρ. 2 του άρθρου 10 των ανωτέρω Συλλογικών Συμβάσεων.

Περαιτέρω, ο μηνιαίος μισθός ενεργείας του αρχιθαλαμηπόλου ορίστηκε σε 1.416,35 ευρώ, το επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενεργείας, ήτοι 311,60 ευρώ και συνολικά ο βασικός μισθός σε 1.727,95 ευρώ, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας σε 21,24 ευρώ και οι αποδοχές άδειας μετά τροφοδοσίας σε 755,76 ευρώ, ήτοι [(1.416,35 + 311,60) : 22] Χ 8 ημέρες + (15,93 ευρώ το ημερήσιο αντίτιμο τροφής Χ 8 ημέρες)]. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τον περιλαμβανόμενο στις ανωτέρω υπουργικές αποφάσεις πίνακα υπερωριακής αμοιβής για τις αντίστοιχες περιόδους ισχύος τους, κατά βαθμό και ειδικότητα με βάση το ωρομίσθιο, προκειμένου περί αρχιθαλαμηπόλου η υπερωρία ορίστηκε σε 10,23 € (με προσαύξηση 25%) και 12,28 € (με προσαύξηση 50%). Επισημαίνεται, περαιτέρω, καθ’ όσον αφορά ειδικώς στην υπερωριακή απασχόληση κατά την ήμερα της Κυριακής, ότι οι ως άνω Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας προβλέπουν στο άρθρο 2 παρ.2 ότι για όλες τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές αργίες εν πλω και στο λιμάνι, καταβάλλεται επίδομα Κυριακών, ανερχόμενο μηνιαίως σε ποσοστό είκοσι δύο τοις εκατόν (22%) επί του μισθού ενεργείας, που προβλέπεται από το άρθρο 2 παρ. 1 της παρούσας Συμβάσεως. Διευκρινίζεται ότι το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλα ανεξαιρέτως τα μέλη του πληρώματος και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως της παροχής εκ μέρους αυτών ή μη υπηρεσίας, δηλαδή το ειδικό αυτό επίδομα συνιστά ιδιαίτερη αμοιβή για την παρεχομένη εντός του βασικού οκταώρου εργασία κατά τις Κυριακές, η οποία δεν θεωρείται υπερωριακή, ενώ αντιθέτως υπερωριακή θεωρείται η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50%  (ΕφΠειρ 27/2011, ΕφΠειρ 803/2009, ΕφΠειρ 529/2009, ΕφΠειρ 1128/2006, ΕφΠειρ 735/2006 ΕΝΔ 34 351, ΕφΠειρ 236/2006, ΕφΠειρ 741/2005 ΕΝΔ 33.444, ΕφΠειρ 567/2005 ΕΝΔ 33.345, ΕφΠειρ 608/2001 ΕΝΔ 29.446).

Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 113 του Β.Δ. 683/1960 περί Κανονισμού Εσωτερικής υπηρεσίας Ελληνικών επιβατηγών πλοίων 500 κ.ο.χ. και άνω, ο Προϊστάμενος Αρχιθαλαμηπόλος προΐσταται όλων των υπ’ αυτού υπηρετούντων Αρχιθαλαμηπόλων, θαλαμηπόλων και επίκουρων, καθορίζει τις φυλακές αυτών και κατανέμει την εργασία καθενός, επιβλέπει για την καλή εκτέλεση αυτής, εκτελεί επιθεωρήσεις των διαμερισμάτων και εστιατορίων, καπνιστηρίων κ.λπ. χώρων, προοριζομένων για τη χρήση των επιβατών, ώστε να βεβαιώνεται περί της απολύτου καθαριότητας και ευπρέπειας αυτών.

Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 114 του ίδιου Κανονισμού: «Οι Αρχιθαλαμηπόλοι είναι οι υπαξιωματικοί υπόλογοι επί της υπηρεσίας επιβατών της θέσεως ης προΐστανται και του κατωτέρου προσωπικού αυτής. Τελούσι υπό τας αμέσους διαταγάς και τον έλεγχον του Αρχιθαλαμηπόλου προϊσταμένου εν τη ενασκήσει των καθηκόντων των», ενώ σύμφωνα με το άρθρο 115: «Ειδικώτερον οι Αρχιθαλαμηπόλοι: α) ευθύνονται διά την απόλυτον καθαριότητα, καλήν συντήρησιν και ευπρέπειαν των κοιτωνίσκων, εστιατορίων, καπνιστηρίων, αναγνωστηρίων και λοιπών αιθουσών, λουτήρων, αποχωρητηρίων και πάντων εν γένει των διαμερισμάτων των προοριζομένων προς χρήσιν των επιβατών και διά την απόλυτον καθαριότητα, καλήν συντήρησιν και ασφαλή φύλαξιν των εν αυτοίς επίπλων, σκευών και ειδών επιτραπεζίων, κατακλίσεως, πλύσεως και πάντων των αναλωσίμων και μη αναλωσίμων υλικών θέσεων, τα οποία διαχειρίζονται υπευθύνως, τηρούντες προς τούτο ειδικόν βιβλίον απογραφής. β) ευθύνονται όπως ευρίσκωνται εις τας θέσεις των καθαρά και εν καλή καταστάσει τα κινητά είδη, θαλαμίσκων (καράφαι, προσόψια, ποτήρια κ.λπ.), να υπάρχουν άπαντα τα προβλεπόμενα είδη και εν αρίστη καταστάσει και λειτουργία (ανεμιστήρες, σωσσίβιοι ζώναι, πινακίδες με οδηγίας χρήσεως αυτών). γ) παρακολουθούσι την καλήν λειτουργίαν των μέσων ψυχαγωγίας. δ) ευθύνονται διά την απόλυτον καθαριότητα, ευπρεπή εν γένει εμφάνισιν και ευγενή συμπεριφοράν του προσωπικού θέσεων και μεριμνώσιν όπως τούτο φέρη ένδον διαρκώς και ευπρεπώς την εκάστοτε κατά τας περιστάσεις οριζομένην στολήν. ε) υποδέχονται προσηνώς τους προσερχόμενους επιβάτας, παραλαμβάνουσι και ελέγχουσι τα εισιτήρια, αυτών, επιστρέφουσιν εις αυτούς τα σχετικά αποκόμματα, πληροφορούντα παρ` αυτών, εφ` όσον πρόκειται περί εισιτηρίου άνευ τροφής, εάν θα λάβωσι μέρος εις το πρωϊνόν ρόφημα, πρόγευμα, γεύμα, πρόδειπνον ή δείπνον και τακτοποιούσιν είτα τούτους εις τας θέσεις και κοιτωνίσκους τας εν τοις εισιτηρίοις σημειουμένας. στ) συντάσσουν έκαστος κατάλογον εις τριπλούν των επιβατών της ης προΐσταται θέσεως επί τη βάσει των εισιτηρίων, διαβατηρίων και δηλώσεως αυτών εμφαίνοντα το ονοματεπώνυμον, το επάγγελμα, τον τόπον της κατοικίας και την διεύθυνσιν αυτής, τους λιμένας επιβιβάσεως και αποβιβάσεως, τα στοιχεία του εισιτηρίου και παν άλλο χρήσιμον στοιχείον δι` έκαστον επιβάτην. ζ) καταβάλλουσιν ιδιαιτέραν μέριμναν όπως παρέχεται αδιαλείπως εις τους επιβάτας πάσα δυνατή περιποίησις και άνεσις μετά προθυμίας και ταχύτητος και συμφώνως προς τους κανόνας της καλής συμπεριφοράς και της ξενοδοχειακής εθιμοτυπίας και επιλαμβάνονται εις πρώτον βαθμόν της θεραπείας των παραπόνων αυτών. η) διευθύνουσι και εποπτεύουσι την εργασίαν των τραπεζοκόμων κατά την διάρκειαν του πρωϊνού ροφήματος, προγεύματος, γεύματος, δείπνου των επιβατών και εφορεύουσι διά την πρόθυμον εξυπηρέτησιν αυτών, συμφώνως προς τους κανόνας της καλής συμπεριφοράς και της ξενοδοχειακής εθιμοτυπίας. θ) μεριμνώσι διά την ευταξίαν εις τας αιθούσας και τα διαμερίσματα εν γένει τα προοριζόμενα διά τους επιβάτας και διά την άκραν ησυχίαν εις αυτά κατά την νύκτα. ι) απαγορεύουσι την διείσδυσιν και κυκλοφορίαν εις τους διαδρόμους, κοιτωνίσκους και διαμερίσματα εν γένει της ης προΐσταται έκαστος θέσεως, εις επιβάτας άλλων θέσεων ως και εις διερμηνείς, λεμβούχους, μικροπωλητάς, αχθοφόρους κ.λπ. ια) απαγορεύουσι την διαμονήν εις τα διαμερίσματα εν γένει οιουδήποτε προσώπου ως επιβάτου μη εφωδιασμένου διά κανονικού εισιτηρίου έστω και άνευ ενδιαιτήματος κατακλίσεως, εκτός εάν διαταχθώσι παρά του Πλοιάρχου. ιβ) μεριμνώσι διά την εκ μέρους των επιβατών τήρησιν των απαγορευτικών περί τυχηρών παιγνίων διατάξεων και των διατάξεων εν γένει και διαταγών των αρμοδίων αρχών, του Πλοιάρχου και του Υπάρχου, των αφορωσών την εν τω πλοίω καθαριότητα, ευταξίαν και αστυνομίαν και ασφάλειαν και αναφέρουσιν αμέσως περί πάσης παραβάσεως αυτών εις τον `Υπαρχον. ιγ) ενεργούσιν ανελλιπώς επιθεωρήσεως εις άπαντα τα υπό την δικαιοδοσίαν των διαμερισμάτων και εφορεύουσιν, όπως προλαμβάνηται πάσα εκ μέρους των επιβατών φθορά επίπλων, σκευών και ειδών γενικώς του πλοίου και ιδία όπως μη απορρίπτωνται πυρεία και σιγαρέττα εκτός των τεφροδοχείων προς πρόσληψιν πυρκαϊάς. ιδ) εν περιπτώσει ασθενείας, δυστυχήματος ή εξαφανίσεως επιβάτου, ειδοποιούσιν αμελλητί τον `Υπαρχον και τον ιατρόν του πλοίου. ιε) μεριμνώσι διά την κατά τας κεκανονισμένας ώρας εστιάσεως ειδοποίησιν των επιβατών. ιστ) μεριμνώσι διά την κατά την επιβίβασιν των επιβατών παραλαβήν, μεταφοράν και τοποθέτησιν των αποσκευών των εις την κεκανονισμένην θέσιν διά την ασφαλή φύλαξίν των διαρκούντος του ταξειδίου και διά την εκ της θέσεως εις το κατάστρωμα μεταφοράν των κατά την αποβίβασιν αυτών. ιζ) τηρούσι τους λογαριασμούς καταναλώσεως δι` έκαστον επιβάτην και ενεργούσιν επί τη βάσει τούτων τας εισπράξεις κατά την αποβίβασιν και αναχώρησίν του, χορηγούντες αυτώ πλήρες αντίγραφον του λογαριασμού του μετά της ρήτρας “εξωφλήθη”. ιη) οφείλουσι μετά την αποβίβασιν των επιβατών να επιθεωρώσιν έκαστος αυτοπροσώπως τα διαμερίσματα και κοιτωνίσκους, της ης προΐστανται έκαστος θέσεως, εάν δε εύρωσιν αποσκευάς ή είδος τι εγκαταληφθέν παρ` επιβάτου να παραδίδωσι τούτο εις τον `Υπαρχον, επί αποδείξει, αφού προηγουμένως επικολλήσωσι επ` αυτού πινακίδα αναγράφουσαν το όνομα του πλοίου, την γραμμήν ην τούτο εξετέλει, τον αριθμόν του κοιτωνίσκου ή το διαμέρισμα εν ω τούτο ευρέθη, τα στοιχεία ταυτότητος του επιβάτου και τον λιμένα αποβιβάσεως αυτού, εφ` όσον εξακριβωθή ότι το εγκαταληφθέν ανήκε πράγματι εις τούτον και καταχωρίζει ταύτα εις ειδικόν βιβλίον τηρούμενον υπό του Αρχιθαλαμηπόλου προϊσταμένου».

  1. V. Από τις υπ’αριθμ……/6.7.2016 και …../6.10.2016 ένορκες βεβαιώσεις των …….. και ………, ενώπιον της συμβολαιογράφου Αιγίου ……… και του Ειρηνοδίκη Πειραιά, αντίστοιχα, που λήφθηκαν με την επιμέλεια του ενάγοντος-εκκαλούντος, κατόπιν νομότυπης, κατ’ άρθρον 671 παρ. 1 του ΚΠολΔ, κλήτευσης της εναγομένης- εκκαλούσας συντασσομένης της υπ’ αριθμ………/30-6-2016 έκθεσης επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Ηρακλείου ……….., για την επίδοση της από 29.6.2016 γνωστοποίησης αμφοτέρων των ανωτέρω μαρτύρων και πρόσκλησης της εναγομένης στην κατά τα άνω εξέταση τους, κατά παραδοχή ως ουσιαστικά βάσιμης της συναφούς αιτίασης του εκκαλούντος-ενάγοντος, που διαλαμβάνεται στον πρώτο λόγο της έφεσης του, ως προς την εσφαλμένη μη λήψη υπόψη από την εκκαλουμένη της ένορκης βεβαίωσης του ………., εξετασθέντα εντός της προθεσμίας προσθήκης- αντίκρουσης μετά την συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, προς αντίκρουση των ισχυρισμών και ενόρκων βεβαιώσεων της εναγομένης, που προτάθηκαν κατά τη συζήτηση, κατ’άρθρο 591 παρ.1 εδ.δ΄ ΚΠολΔ και αφετέρου τις υπ’αριθμ. …./30.9.2016 και …./3.10.2016 ένορκες βεβαιώσεις των ……… και ………., που λήφθηκαν ενώπιον των συμβολαιογράφων Πειραιά, ……. και Ηρακλείου Κρήτης, ……, αντίστοιχα, με την επιμέλεια της εναγομένης-εκκαλούσας, κατόπιν νομότυπης, κατ’ άρθρον 671 παρ. 1 του ΚΠολΔ, κλήτευσης του αντιδίκου (υπ’ αριθμ…./27.9.2016 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ……….), οι οποίες εκτιμώνται από το Δικαστήριο κατά το μέτρο της αξιοπιστίας και το βαθμό της γνώσεως εκάστου μάρτυρα και όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, μεταξύ των οποίων και οι ένορκες βεβαιώσεις που λήφθηκαν στα πλαίσια άλλης δίκης, ανεξάρτητα αν αυτά (έγγραφα) πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρα 681 παρ. 1, 671 παρ. 1 εδ. α΄ ΚΠολΔ), για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004,723), σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφα τους και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 264 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (336 παρ.4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Δυνάμει συμβάσεως ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου, που καταρτίστηκε στο Λιβόρνο Ιταλίας στις 12.10.2013, μεταξύ του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «……….», πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού (Ε/Γ – Ο/Γ) πλοίου «ΙΠ», με αριθμό νηολογίου Ηρακλείου …., κόρων ολικής χωρητικότητας (κ.ο.χ.) 29968, Δ.Δ.Σ. …, με αριθμό Ι.Μ.Ο. …. και του ενάγοντος, ……….., Έλληνα απογεγραμμένου ναυτικού, ο τελευταίος ναυτολογήθηκε φαινομενικά με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, στο ως άνω πλοίο και παρείχε τις κάτωθι υπηρεσίες από 10.10.2013 μέχρι την 6.2.2014, οπότε και απολύθηκε στον ίδιο λιμένα, με κοινή συμφωνία των συμβληθέντων μερών, ακολούθως δε με νέα σύμβαση εργασίας επαναυτολογήθηκε στο ίδιο πλοίο στις 12.7.2014 και υπηρέτησε σ’αυτό μέχρι τις 16.10.2014, που απολύθηκε ομοίως με αμοιβαία συναίνεση. Στις εργασιακές αυτές συμβάσεις συνομολογήθηκε ο ενάγων να λαμβάνει τις προβλεπόμενες από την ισχύουσα ΣΣΝΕ για τα πληρώματα των μεσογειακών επιβατηγών πλοίων αποδοχές για την ειδικότητα ναυτολόγησης του. Κατά τα κρίσιμα διαστήματα ναυτολόγησης του ενάγοντος, τις πάσης φύσεως αποδοχές του ρύθμιζε αρχικά η από 6-6-2013 Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Μεσογειακών και Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2013, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθ. 3525.1.1.10/01/2013 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου (ΦΕΚ Β’ 2078/26-8-2013) και ακολούθως η από 8-4-2014 του έτους 2014, που κυρώθηκε με την ΥΑ 3525.1.10/01/2014 (ΦΕΚ Β’ 1665/24-6-2014).

Περαιτέρω, κατά τη διάρκεια των ως άνω ναυτολογήσεων του ενάγοντος, το εν λόγω πλοίο εκτελούσε εβδομαδιαίως πλόες μεταξύ των λιμένων Λιβόρνο Ιταλίας, Βαρκελώνης Ισπανίας και Ταγγέρης Μαρόκου και αντιστρόφως. Ειδικότερα, το πλοίο απέπλεε από τον λιμένα του Λιβόρνο Ιταλίας κάθε Σάββατο στις 23:30, κατέπλεε στον λιμένα της Βαρκελώνης Ισπανίας την Κυριακή στις 20:00, από όπου απέπλεε στις 23:59 με προορισμό τον λιμένα της Ταγγέρης Μαρόκο, όπου κατέπλεε την Τρίτη στις 10:30 – 11:30. Στις 17.30 – 18:30 της ίδιας μέρας (Τρίτης) απέπλεε από την Ταγγέρη με προορισμό τον λιμένα της Βαρκελώνης Ισπανίας, στον οποίο κατέπλεε την Τετάρτη στις 20:00, αναχωρούσε δε από αυτόν αυθημερόν στις 23:59 για επιστροφή στον λιμένα αφετηρίας του Λιβόρνο Ιταλίας, όπου κατέπλεε την Πέμπτη στις 20.30-21.00 και έκτοτε παρέμενε ακινητοποιημένο μέχρι το επόμενο ταξείδι του.

Κατά τα ένδικα χρονικά διαστήματα ναυτολόγησης του ενάγοντος, η οργανική σύνθεση του πληρώματος του ως άνω πλοίου καθοριζόταν από το Π.Δ. 177/1974 «Περί οργανικής συνθέσεως των πληρωμάτων των επιβατηγών (ακτοπλοϊκών – μεσογειακών – τουριστικών) πλοίων»  (ΦΕΚ Α΄ 64/13.03.1974), όπως ίσχυε μετά την τροποποίηση του με το Π.Δ. 319/1996 (ΦΕΚ Α΄ 216/1996). Σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 4 του Π.Δ/τος 177/1974, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του Π.Δ. 319/1996, σε πλοία που διαθέτουν έως 400 κλίνες προσλαμβάνεται ένας Αρχιθαλαμηπόλος Προϊστάμενος, ενώ σε πλοία που διαθέτουν από 401 έως 800 κλίνες προστίθεται ένας ακόμη Αρχιθαλαμηπόλος. Το επίδικο πλοίο μήκους 200,35 μ. και πλάτους 25,80μ. είναι χωρητικότητας 1.500 επιβατών και διαθέτει 700 κλίνες, διαμοιρασμένες σε 133 εσωτερικές καμπίνες, 43 εξωτερικές, 18 σουϊτες και 2 εξωτερικές για άτομα με ειδικές ανάγκες, καθώς επίσης εστιατόρια, self service, bar, σαλόνι, ντίσκο, παιδότοπο και κατάστημα. Εντούτοις, κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα στο εν λόγω πλοίο δεν είχε προσληφθεί Προϊστάμενος Αρχιθαλαμηπόλος, ούτε ένας επιπλέον Αρχιθαλαμηπόλος, όπως προβλεπόταν συνεπεία της υπέρβασης των 400 κλινών, μάλιστα στην σύνθεση του πληρώματος ενδιαιτημάτων δεν περιλαμβανόταν, κατά πρόσληψη, Αρχιθαλαμηπόλος, παρά μόνο θαλαμηπόλοι, μεταξύ των οποίων ο ενάγων, επίκουροι και τραπεζοκόμοι.

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, κατά τα ως άνω χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησης του, δεν εκτελούσε απλά τα καθήκοντα του θαλαμηπόλου (steward), σύμφωνα με την πρόσληψη του, αλλά του είχαν ανατεθεί τα καθήκοντα του Αρχιθαλαμηπόλου (Chief Steward), πλην όμως ελάμβανε τις αποδοχές θαλαμηπόλου. Ειδικότερα, ο ενάγων υπό τις εντολές του Ύπαρχου και του Πλοιάρχου, κατένειμε τις αρμόζουσες εργασίες στους θαλαμηπόλους και τους επίκουρους θαλαμηπόλους εκπονώντας πρόγραμμα ημερήσιων εργασιών του προσωπικού ενδιαιτημάτων δικαιοδοσίας του και επόπτευε την προσήκουσα εκτέλεση των ανατεθειμένων εργασιών. Περαιτέρω, εξασφάλιζε την απόλυτη καθαριότητα, την καλή συντήρηση και την ευπρέπεια των καμπινών, διαμερισμάτων, των λουτήρων, των αποχωρητηρίων και εν γένει των ενδιαιτημάτων κατακλίσεως και των κοινόχρηστων χώρων του πλοίου, των προοριζομένων προς χρήση των επιβατών, που ανήκαν στον τομέα ευθύνης του, που όμως δεν περιλάμβανε τους χώρους των εστιατορίων, «self service», «bar», ίντερνετ, ντίσκο και λοιπούς χώρους ψυχαγωγίας του πλοίου, για τους οποίους υπεύθυνος ήταν ο ασκών τα καθήκοντα του Αρχιθαλαμηπόλου Τραπεζαρίας, ………., ενόρκως βεβαιώσας μάρτυρας του ενάγοντος. Κατά τη διάρκεια της επιβίβασης, συμμετείχε και ο ίδιος ο ενάγων στην υποδοχή, τον έλεγχο των εισιτηρίων και εν γένει την εξυπηρέτηση των επιβατών του πλοίου και τακτοποίηση τους στις καμπίνες ή τις θέσεις τους, επιβλέποντας και συνδράμοντας τους υφισταμένους του θαλαμηπόλους, τις εργασίες των οποίων έλεγχε και καθοδηγούσε και καθ’όλη τη διάρκεια του ταξιδιού, ούτως ώστε να εξασφαλίζεται η ευπρεπή εμφάνιση και προσηνής προς τους επιβάτες συμπεριφορά του προσωπικού των ενδιαιτημάτων, να διατηρούνται οι άρτιες συνθήκες διαμονής και κατάκλισης των επιβατών στο εν λόγω πλοίο και να παρέχεται σ’αυτούς κάθε διευκόλυνση και άμεση εξυπηρέτηση συνωδά της ξενοδοχειακής εθιμοτυπίας. Επίσης, επέλυε τυχόν προβλήματα, που ανέκυπταν στον τομέα της ευθύνης του και αφορούσαν την ενδιαίτηση, την διαμονή των επιβατών στο πλοίο επιλαμβανόμενος των παραπόνων τους και τον τρόπο εκτέλεσης της εργασίας των υφισταμένων του θαλαμηπόλων και επίκουρων, ενώ σε κάθε λιμάνι προορισμού απασχολούνταν στην διαδικασία της αποβίβασης και επιμελούνταν της κατάλληλης διευθέτησης και προετοιμασίας των διαμερισμάτων και κοιτώνων για την υποδοχή των νέων επιβατών, καθώς επίσης διενεργούσε ανελλιπώς επιθεωρήσεις στους χώρους ενδιαιτημάτων και εν γένει στα διαμερίσματα δικαιοδοσίας του και μεριμνούσε αδιαλείπτως για την τήρηση των διατάξεων, που αφορούν την καθαριότητα, ευταξία, τάξη και ασφάλεια τούτων. Επιπροσθέτως, εξασφάλιζε την απόλυτη καθαριότητα, την επιμελή συντήρηση και την ασφαλή φύλαξη των επίπλων και εν γένει όλων των ειδών κατακλίσεως, πλύσεως και απάντων των  αναλωσίμων και μη υλικών θέσεων, των οποίων επιπλέον βαρυνόταν με την διαχείριση τηρώντας βιβλίο απογραφής, καθώς επίσης επιμελούνταν να υφίστανται στην θέση τους καθαρά και σε καλή κατάσταση τα απαραίτητα είδη και σκεύη των καμπινών (καράφες, προσόψια, ποτήρια κ.λπ.) και να υπάρχουν άπαντα τα προβλεπόμενα είδη προστασίας και σε αρίστη κατάσταση και λειτουργία (ανεμιστήρες, σωσίβια, πινακίδες με οδηγίες χρήσεως τους). Ενόψει τούτων, ήταν επιφορτισμένος και εκτελούσε προσηκόντως άπαντα τα προβλεπόμενα από τον ρηθέντα Κανονισμό καθήκοντα της ειδικότητας του Αρχιθαλαμηπόλου κατέχοντας και το αντίστοιχο πτυχίο και όχι εκείνα του Προϊσταμένου Αρχιθαλαμηπόλου (Supervisor Chief Steward), όπως αβασίμως ισχυρίζεται και τούτο δεν αναιρείται από το ότι κατείχε και αυτό το πτυχίο, δεδομένου ότι δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων ετύγχανε Προϊστάμενος και του Αρχιθαλαμηπόλου Τραπεζαρίας, μήτε υπάγονταν στην δικαιοδοσία του οι χώροι των εστιατορίων, «self service», «bar» και λοιποί χώροι ψυχαγωγίας του πλοίου, ο έλεγχος και η εποπτεία των οποίων είχε ανατεθεί και εκτελούνταν από τον έτερο, ως άνω, Αρχιθαλαμηπόλο, γεγονός που προκύπτει και από την επισκόπηση του περιεχομένου της υπ’αριθμ……/6.7.2016 ένορκης βεβαίωσης του τελευταίου ενώπιον της συμβολαιογράφου ………., στην οποία χαρακτηρίζει μεν τον ενάγοντα Προϊστάμενο Αρχιθαλαμηπόλο, γεγονός όμως που δεν επιρρωνύεται από το περιεχόμενο της κατάθεσης του, εφόσον μεταξύ άλλων καταθέτει «…ανατέθηκε σε εμάς να είμαστε αυτοί που θα οργανώσουμε και θα καθοδηγούμε την εργασία των θαλαμηπόλων και επίκουρων του πλοίου, σύμφωνα πάντα και με τις εντολές του Πλοιάρχου…», σε συνδυασμό με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα και ιδίως τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από τον ενάγοντα, στην αγγλική γλώσσα και σε μετάφραση, μηχανογραφικές καταστάσεις του εγκεκριμένου από τον ίδιο, με την ιδιότητα του Αρχιθαλαμηπόλου, ημερήσιου προγράμματος του προσωπικού ενδιαιτημάτων αναφορικά με ορισμένες ημερομηνίες, καθώς επίσης τις αποσπασματικές μηχανογραφικές καταστάσεις της διενεργούμενης από αυτόν, με την ανωτέρω ιδιότητα, απογραφής κατ’είδος, ποσότητα και λοιπά χαρακτηριστικά, των εφοδίων ρουχισμού, κατακλίσεως, υγιεινής και υλικών καθαρισμού, που φυλάσσονταν στις οικείες αποθήκες και ντουλάπια ευθύνης του, που δεν αμφισβητούνται από την εναγομένη, ούτε αναιρούνται από τα λοιπά αποδεικτικά μέσα και μπορούν να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο, αν και δεν φέρουν υπογραφή του εκδότη τους ή του πλοιάρχου, μήτε σφραγίδα του πλοίου, εφόσον κατά την προκείμενη διαδικασία των εργατικών διαφορών λαμβάνονται υπόψη και μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα (671 παρ.1 εδ.α΄ ΚΠολΔ), απορριπτομένων των περί του αντιθέτου αιτιάσεων της εναγομένης, που διαλαμβάνονται στον πρώτο λόγο της έφεσης της, ως αβασίμων. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται ούτε από την κατάθεση του έτερου μάρτυρα του ενάγοντος, ……., ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, συντασσομένης της υπ’αριθμ…../6.10.2016 ένορκης βεβαίωσης, που εσφαλμένα υπαγάγει τα καθήκοντα, που επιτελούσε ο ενάγων, στην ειδικότητα του Προϊσταμένου Αρχιθαλαμηπόλου, ούτε από την κατάθεση του μάρτυρος της εναγομένης, συντασσομένης της υπ’αριθμ…../30.9.2016 ένορκης βεβαίωσης, ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά, ………., ο οποίος συνυπηρέτησε με τον ενάγοντα, ως υποπλοίαρχος, στο επίδικο πλοίο μόλις δύο μήνες κατά το έτος 2014 και αρκείται αορίστως να αναφέρει για το επίμαχο ζήτημα ότι «ο προϊστάμενος ξενοδοχειακού ήταν ο εκάστοτε ιταλικής υπηκοότητας Κομισάριος» επιχειρώντας αλυσιτελώς να θεμελιώσει τον ισχυρισμό του στην περιοχή δραστηριοποίησης του πλοίου και των ιταλόφωνων επιβατών που μετέφερε, που όμως δεν επιρρωνύεται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία και παρίσταται έωλος.

Επομένως, η εκκαλουμένη που έκρινε ομοίως ότι ο ενάγων εκτελούσε τα καθήκοντα του Αρχιθαλαμηπόλου και όχι εκείνα της ειδικότητας πρόσληψης του, μήτε του Προϊσταμένου Αρχιθαλαμηπόλου, με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που συμπληρώνεται και αντικαθίσταται με την παρούσα (534 ΚΠολΔ), δεν έσφαλε, αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και συνεπώς, οι πρώτοι λόγοι της έφεσης του ενάγοντος και της εναγομένης, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα αντιστοίχως, πρέπει να απορριφθούν, ως ουσιαστικά αβάσιμοι.

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι για την προσήκουσα εκπλήρωση των καθηκόντων του Αρχιθαλαμηπόλου ο ενάγων πραγματοποιούσε υπερωριακή εργασία πέραν του κανονικού οκταώρου της ημερήσιας απασχόλησης του, εφόσον δεν επαρκούσε απασχόληση μόνον οκτώ ωρών για να ανταποκριθεί στα αυξημένα αυτά καθήκοντα, προς κάλυψη των ποικίλων λειτουργικών αναγκών, που προέκυπταν στο πλοίο κατά τη διάρκεια των ανωτέρω πολύωρων δρομολογίων του σε συνάρτηση με τον μεγάλο αριθμό κλινών και εν γένει την επιβατική του ικανότητα, αλλά και τις υψηλού επιπέδου παρεχόμενες ξενοδοχειακές υπηρεσίες. Την υπέρβαση του νόμιμου ωραρίου του κάθε ημέρα αναγνώριζε και η εναγομένη, αμφισβήτηση όμως εγείρεται εκ μέρους της, ως προς την επικαλούμενη από τον ενάγοντα ημερήσια διάρκεια της απασχόλησης του και το ύψος της αξιούμενης για την αιτία αυτή απαίτησης και υποστηρίζεται ότι τα ποσά που κατέβαλε σε αυτόν για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, όπως προκύπτει από τους λογαριασμούς μισθοδοσίας του, καλύπτουν πλήρως την υπερωριακή του απασχόληση, που κατά τους ισχυρισμούς της τις καθημερινές, πλην Παρασκευής, δεν υπερέβαινε την  μία με μιάμιση ώρα και τις Κυριακές τις δύο με δυόμιση ώρες, πλην όμως, όπως η ίδια παραδέχεται και συνομολογεί ο ενάγων, η καταβληθείσα μηνιαίως κατ’ αποκοπή συμφωνηθείσα αμοιβή αντιστοιχούσε σε εκατόν τριάντα τέσσερις (134) υπερωρίες, που αφορούσαν 99 υπερωρίες κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές, ήτοι 4 ώρες ημερησίως και τριάντα πέντε (35) ώρες υπερωριακής εργασίας κατά τα Σάββατα (4,33 Σάββατα ανά μήνα επί οκτώ [8] ώρες εργασίας), πλέον οκτώ [8] ωρών εργασίας κατά τις αργίες.

Για την υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος κατέθεσαν ενόρκως τόσο οι δυο μάρτυρες του, ………., που όπως προελέχθη συνυπηρέτησε κατά το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα με τον ενάγοντα, ως Αρχιθαλαμηπόλος Τραπεζαρίας και …………, που συνυπηρέτησε με τον ενάγοντα μόλις δύο μήνες, ως ναύτης, στο εν λόγω πλοίο, ενώπιον της συμβολαιογράφου Αιγίου ………… και του Ειρηνοδίκη Πειραιά, αντίστοιχα, συντασσομένων των υπ’αριθμ……/6.7.2016 και …./6.10.2016 ενόρκων βεβαιώσεων, όσο και ο μάρτυρας της εναγομένης, ……., συντασσομένης της υπ’αριθμ……./30.9.2016 ένορκης βεβαίωσης, ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά, ………, που συνυπηρέτησε επίσης δύο μήνες με τον ενάγοντα, ως υποπλοίαρχος στο εν λόγω πλοίο, διαφοροποιούνται όμως ως προς την χρονική διάρκεια της υπερωριακής του εργασίας, ο δε μάρτυρας της εναγομένης αναλώνεται στην παράθεση των δρομολογίων του πλοίου και το ωράριο εργασίας των θαλαμηπόλων, που κατά τους ισχυρισμούς του δεν ξεπερνούσε τις 9-10 ώρες ημερησίως, χωρίς όμως να δικαιολογεί την απόληψη υπερωριακής αμοιβής από τον ενάγοντα για 134 υπερωρίες μηνιαίως, πλέον οκτώ ωρών για τις αργίες. Οι μαρτυρίες των ανωτέρω προσώπων λαμβάνονται υπόψη  κατά το μέτρο αξιοπιστίας και κατά το λόγο γνώσεως καθενός και συνεκτιμώνται  ελευθέρως μετά των λοιπών αποδεικτικών μέσων, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας και  τους κανόνες της λογικής, το δε γεγονός ότι ο πρώτος, ως άνω, μάρτυρας του ενάγοντος βρίσκεται σε αντιδικία με την πρώτη εναγομένη σε άλλη εκκρεμή δίκη επί ασκηθείσης αγωγής του για την προάσπιση των εργασιακών του δικαιωμάτων,  δεν τον καθιστά αναξιόπιστο και εξαιρετέο, εφόσον δεν θεωρείται ότι έχει  άμεσο και βέβαιο συμφέρον, ως αναγκαία συνέπεια της  έκβασης της προκειμένης δίκης, ως αβασίμως υποστηρίζει η εναγομένη.

Από τα προαναφερθέντα, που αφορούν τις συνθήκες που επικρατούσαν κατά την απασχόληση του ενάγοντος επί του εν λόγω πλοίου, της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησης του, σε συνδυασμό με το γεγονός της σταθερής καταβολής κάθε μήνα προς τον ενάγοντα χρηματικών ποσών για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, η διάρκεια της οποίας, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ήταν μεγαλύτερη κατά τη θερινή περίοδο και μικρότερη τη χειμερινή, συνάγεται ότι ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος, κατά τα ως άνω χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησης του, ήταν δεκατρείς (13) ώρες κατά τις καθημερινές, πλην της Παρασκευής, που το πλοίο παρέμενε στο λιμάνι του Λιβόρνο και εκτελούνταν εκτεταμένες εργασίες καθαριότητας και συντήρησης, οπότε δεν υπερέβαινε το κανονικό ωράριο εργασίας του, καθώς επίσης τις Κυριακές και τις αργίες και επί δέκα (10) ώρες κατά τα Σάββατα. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε., ο ενάγων παρείχε, κατά τις καθημερινές, πλην της Παρασκευής, καθώς επίσης τις Κυριακές πέντε (5) ώρες υπερωριακής εργασίας, κατά τα Σάββατα δέκα (10) ώρες  και τις αργίες δεκατρείς (13) ώρες τέτοιας εργασίας, απορριπτομένων του μεν αγωγικού ισχυρισμού, που διαλαμβάνεται και στον δεύτερο λόγο της έφεσης του ενάγοντος, περί τουλάχιστον 15ωρης καθημερινής απασχόλησης του, του δε ισχυρισμού της εναγομένης, που διαλαμβάνεται στον σχετικό δεύτερο λόγο της έφεσης της, ότι η υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο της δεν υπερέβαινε εκείνη, που αντιστοιχούσε στην κατ’ αποκοπή αμοιβή, που είχε συμφωνηθεί και ελάμβανε μηνιαίως, ως ουσιαστικά αβασίμων, εφόσον δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα μη δυνάμενοι να δικαιολογηθούν υπό τις εκτιθέμενες περιστάσεις.

Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε ότι ο ενάγων εργαζόταν καθημερινά, παρεκτός της Παρασκευής, καθώς και τις Κυριακές και τις αργίες επί δεκατρείς (13) ώρες και τα Σάββατα επί δέκα (10) ώρες, με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που συμπληρώνεται και αντικαθίσταται με την παρούσα (534 ΚΠολΔ), δεν έσφαλε, ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και συνεπώς, οι περί του αντιθέτου,  δεύτεροι λόγοι της έφεσης του ενάγοντος και εκείνης της εναγομένης αντίστοιχα, με τους οποίους παραπονούνται για τις επιδικασθείσες ώρες της υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος, κατά το υπερβάλλον και το έλασσον αντίστοιχα, πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμοι κατ’ ουσίαν.

Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι όσον αφορά τις αγωγικές αξιώσεις του ενάγοντος κατά το έτος 2013, ήτοι για το χρονικό διάστημα από 10.10.2013 έως 31.12.2013, αφενός για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών με βάση τις προβλεπόμενες από την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε. αποδοχές για την ειδικότητα του Αρχιθαλαμηπόλου, τα καθήκοντα του οποίου αποδείχθηκε ότι εκτελούσε στην πραγματικότητα και όχι εκείνα του θαλαμηπόλου, για τα οποία είχε φαινομενικά προσληφθεί και αφετέρου ως υπερωριακή αμοιβή για τις υπερωρίες, που αποδείχθηκε, ως άνω, ότι παρείχε, έχουν υποπέσει στην ενιαύσια παραγραφή του άρθρου 289παρ.1 ΚΙΝΔ, που αφορά τις αξιώσεις του πλοιάρχου και του πληρώματος για την πληρωμή των μισθών και λοιπών παροχών που πηγάζουν από τη σύμβαση ναυτολογήσεως, η οποία άρχεται, κατ’άρθρο 291 ΚΙΝΔ, με την λήξη του έτους καθ’ο συμπίπτει η αφετηρία της, δηλαδή στην προκειμένη περίπτωση από την 1.1.2014, καθόσον η κρινόμενη αγωγή επιδόθηκε στην εναγομένη στις 11.12.2015   συντασσομένης της υπ’αριθμ……….΄/11.12.2015 έκθεσης επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Ηρακλείου …………, ήτοι μετά την παρέλευση έτους από την λήξη του έτους 2013, καθ’ο γεννήθηκαν και ήταν δικαστικά επιδιώξιμες, κατά παραδοχή της συναφούς ένστασης παραγραφής που πρόβαλε η εναγομένη πρωτοδίκως και επαναφέρει ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ως βάσιμης κατ’ουσίαν. Ενόψει τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκανε δεκτή την κρινόμενη ένσταση, ως νόμω και ουσία βάσιμη και ακολούθως, απέρριψε τις αγωγικές αξιώσεις του έτους 2013, λόγω παραγραφής, ορθά εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και συνεπώς, οι ισχυρισμοί του ενάγοντος-εκκαλούντος, που διαλαμβάνονται στον τρίτο λόγο της έφεσης του περί απαραδέκτου της προβληθείσας ένστασης ένεκα αοριστίας, διότι δεν αναφέρεται ο χρόνος έναρξης της παραγραφής και επικουρικά για τον λόγο ότι η αγωγή του έχει καταστεί αναγνωριστική, κατόπιν τροπής του καταψηφιστικού αιτήματος περί υπερωριακής αμοιβής και συνεπώς, δεν υπόκειται σε παραγραφή, έχει δε έννομο συμφέρον να αναγνωριστούν οι εν λόγω αξιώσεις του, ούτως ώστε να εκκαθαριστούν και να στοιχειοθετηθεί η διάπραξη σε βάρος του, του αδικήματος του α.ν.690/1945 από τον νόμιμο εκπρόσωπο της εναγομένης, κρίνονται απορριπτέοι, ως αβάσιμοι, καθόσον ο χρόνος έναρξης της παραγραφής καθορίζεται από τη εφαρμοζόμενη ανωτέρω διάταξη και επομένως, δεν απαιτείτο να αναφέρεται, ο δε επικουρικά προβαλλόμενος ισχυρισμός του, κατά την επιχειρούμενη θεμελίωση του στα επικαλούμενα περιστατικά, δεν καθιστά τις εν λόγω απαιτήσεις του απαράγραπτες.

Σημειωτέον ότι η εκκαλουμένη, καθόσον αφορά τις περιόδους ναυτολόγησης του ενάγοντος κατά το έτος 2014, δεν πλήττεται, ως προς τους επιμέρους υπολογισμούς της και ειδικότερα αφενός της διαφοράς εκ 2.702,83 ευρώ, μεταξύ των καταβληθέντων αποδοχών στον ενάγοντα, που αντιστοιχούσαν στον βαθμό του θαλαμηπόλου, ανερχομένων μηνιαίως στο ποσό των 1.890,67 ευρώ και των δεδουλευμένων αποδοχών τούτου με την ειδικότητα του Αρχιθαλαμηπόλου, όπως καθορίζονται με την οικεία ΣΣΝΕ, ανερχομένων μηνιαίως σε 2.504,95 ευρώ και αφετέρου, της πρόσθετης υπερωριακής αμοιβής, ανερχομένης συνολικά σε 2.683,01 ευρώ, που αυτός δικαιούται, βάσει των υπερωριών που αποδείχθηκε ότι εκτελούσε, υπολογιζομένων με βάση το ωρομίσθιο του Αρχιθαλαμηπόλου προσαυξημένο ανάλογα κατά 1,25 και 1,50, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην μείζονα σκέψη, ήτοι το ποσό των 10,23 € για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης τις καθημερινές και τις Κυριακές και το ποσό των 12,28 € για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης τις αργίες και τα Σάββατα, σύμφωνα με τις παραδοχές της εκκαλουμένης, που δεν προσβάλλονται με λόγο έφεσης.

  1. VI. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 57, 59, 200, 281, 288, 652, 656 του ΑΚ και 7 του Ν.2112/1920, προκύπτει ότι ο μισθωτός υποχρεούται να παρέχει τη συμφωνημένη εργασία και ο εργοδότης υποχρεούται να τη δέχεται, σύμφωνα με τους όρους της καταρτισμένης μεταξύ τους εργασιακής σύμβασης, μέσα στα πλαίσια που οριοθετούν η καλή πίστη, τα συναλλακτικά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Στον εργοδότη ανήκει το δικαίωμα να εξειδικεύει τις υποχρεώσεις του μισθωτού και, ειδικότερα, να καθορίζει το είδος, τον τόπο, το χρόνο και τις άλλες συνθήκες παροχής της εργασίας του μισθωτού για την αρτιότερη οικονομοτεχνική οργάνωση της επιχείρησης του προς επίτευξη των σκοπών της. Δεν επιτρέπεται όμως σε αυτόν, κατά την ενάσκηση του διευθυντικού αυτού δικαιώματος, κατά παράβαση διάταξης νόμου ή της ατομικής σύμβασης εργασίας ή κατά καταχρηστική άσκηση του εν λόγω δικαιώματος, να προβαίνει σε ενέργειες από τις οποίες θίγεται η προσωπικότητα του εργαζόμενου και προκαλείται ηθική και υλική βλάβη σε αυτόν. Σε τέτοια περίπτωση, που συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας, δικαιούται ο μισθωτός, αν δεν αποδέχεται τη μεταβολή, να αξιώσει σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 59 και 914 του ΑΚ, χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη και αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία που υπέστη από την παράνομη και υπαίτια πράξη του εργοδότη (ΑΠ 34/2007, ΑΠ 1729/2005, ΕφΔωδ 20/2006 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Βλαπτική δε μεταβολή υπάρχει και όταν ο εργοδότης αναθέτει στο μισθωτό διαφορετικά καθήκοντα από εκείνα που έχουν συμφωνηθεί είτε κατά τη σύναψη της αρχικής σύμβασης εργασίας είτε μεταγενέστερα, μετά από ρητή ή σιωπηρή τροποποίηση των όρων της σύμβασης εργασίας, ή καθήκοντα υποδεέστερης θέσης, σε σχέση με τη συμβατική, με δυσμενείς οικονομικές και ηθικές συνέπειες (ΑΠ 1370/2010 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφθεσ 1559/2006 Αρμ 2006,1461 Εφθεσ 2162/1997 Αρμ 1997,1159, Εφθεσ 2785/1994 Αρμ 1995,194). Αν, επομένως, ο εργοδότης ή τα όργανα του, παρέλειψαν αντίθετα προς την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη και κατά παράβαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης των εργαζομένων, να προσλάβουν ορισμένο εργαζόμενο σύμφωνα με τους όρους και τις αποδοχές, που ισχύουν βάσει Σ.Σ.Ε. για τη συγκεκριμένη θέση εργασίας, που προορίζεται να καλύψει με την πρόσληψη του, αλλά με εκείνους υποδεέστερης, μολονότι αυτός συγκέντρωνε τις απαραίτητες προϋποθέσεις και τα αναγκαία τυπικά και ουσιαστικά προσόντα και πράγματι του ανατέθηκαν και παρείχε υπηρεσίες ανώτερου βαθμού εκείνου με τον οποίο προσλήφθηκε, με αποτέλεσμα να μην απολαμβάνει την αντίστοιχη υπηρεσιακή κατάσταση και τις προσιδιάζουσες στις ευθύνες και τα καθήκοντα του αποδοχές, στοιχειοθετείται αδικοπραξία. Στην περίπτωση αυτή, ο μεταχειριζόμενος μειονεκτικά μισθωτός δικαιούται ανάλογη χρηματική ικανοποίηση, κατά τα άρθρα 57, 299 και 932 ΑΚ, λόγω ηθικής βλάβης, συνεπεία της προσβολής της προσωπικότητας του, την οποία υπέστη με την ατομική και υπηρεσιακή μείωση του στο προσωπικό, κοινωνικό και επαγγελματικό περιβάλλον του, από την παράνομη και υπαίτια παράλειψη των αρμοδίων και αντιπροσωπευτικών οργάνων του εργοδότη να τον προσλάβουν και να τον μεταχειρίζονται υπηρεσιακά ανάλογα με τον βαθμό, στον οποίο αντιστοιχούν τα ανατεθειμένα σ’αυτόν καθήκοντα.

Στην προκειμένη περίπτωση από τα ίδια, ως άνω, αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι ο ενάγων προσλήφθηκε από την εναγομένη φαινομενικά με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, αλλά στην πραγματικότητα του ανατέθηκαν και εκτελούσε τα καθήκοντα του Αρχιθαλαμηπόλου, καθ’όλη την διάρκεια ναυτολόγησης του, κατά τα προεκτιθέμενα, πλην όμως χωρίς να αντιμετωπίζεται βαθμολογικά και μισθολογικά σύμφωνα με τον βαθμό αυτό, αλλά με εκείνον του θαλαμηπόλου και, αν και προϊστατο τούτων, ετύγχανε ίσης με αυτούς υπηρεσιακής μεταχείρισης λαμβάνοντας κατώτερες αποδοχές εκείνων της θέσης και των προσόντων, που κατείχε και των αυξημένων καθηκόντων, που του αναλογούσαν, με αποτέλεσμα να θίγεται η επαγγελματική του αξία και υπόληψη, καθώς και η προσφορά της εργασίας του, τόσο στο επαγγελματικό, όσο και στο κοινωνικό και προσωπικό του περιβάλλον. Συνεπεία της καταχρηστικής αυτής άσκησης του διευθυντικού δικαιώματος από τα αρμόδια όργανα της εναγομένης, ο ενάγων προσβλήθηκε παράνομα και υπαίτια στην προσωπικότητα του και υπέστη ηθική βλάβη, επομένως, δικαιούται εύλογη χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της, η οποία, ενόψει των συνθηκών τέλεσης της αδικοπραξίας, του είδους και της διάρκειας της προσβολής, του βαθμού πταίσματος των οργάνων της εναγομένης, της οικονομικής κατάστασης των διαδίκων και της κοινωνικής κατάστασης του ενάγοντος, ανέρχεται κατά την κρίση του Δικαστηρίου στο ποσό των 3.000 ευρώ.

Συνακόλουθα, το πρωτόδικο Δικαστήριο που έκρινε ότι ο ενάγων υπέστη προσβολή της προσωπικότητας του από την παράνομη και υπαίτια εκτιθέμενη συμπεριφορά της εναγομένης και εντεύθεν ηθική βλάβη και του επιδίκασε για την αιτία αυτή το ανωτέρω ποσό των 3.000 ευρώ, ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση, ορθά εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και συνεπώς, ο τέταρτος λόγος της έφεσης του ενάγοντος-εκκαλούντος για εσφαλμένη εκτίμηση του ύψους του επιδικαζομένου ποσού, πρέπει να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμος και ομοίως ο τρίτος λόγος της έφεσης της εναγομένης-εκκαλούσας περί εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου από την εκκαλουμένη, κατά την επιχειρούμενη θεμελίωση του στο ότι η παραβίαση της υποχρέωσης του εργοδότη προς καταβολή των πάσης φύσεως αποδοχών του μισθωτού κατά τον α.ν.690/1945, δεν συνιστά αδικοπραξία, απορριπτέος κρίνεται, ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθόσον ερείδεται επί εσφαλμένης προϋπόθεσης.

VII. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει οι ένδικες εφέσεις να απορριφθούν στο σύνολο τους, ως αβάσιμες κατ’ ουσίαν, να κατανεμηθούν δε ισομερώς τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, μεταξύ των διαδίκων, κατόπιν σχετικού αιτήματος τους (άρθρο 191 § 2 ΚΠολΔ), λόγω της εκατέρωθεν νίκης και ήττας τους (178παρ.1 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων τις ένδικες εφέσεις κατά της υπ’αριθμ.183/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Δέχεται τυπικά και

Απορρίπτει κατ’ ουσίαν τις εφέσεις.

Κατανέμει ισομερώς μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων ευρώ (600 €) αναφορικά με έκαστη έφεση.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 14 Μαΐου 2018.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ