Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 296/2018

Αριθμός 296/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Δ.Π.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

     Με την από 30-12-2016 (αρ. καταθ. ……/2017) κλήση του εφεσίβλητου νόμιμα φέρεται προς συζήτηση η από 1-11-2013 έφεση του εκκαλούντος κατ΄ αυτού (καλούντος-εφεσίβλητου).

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 74, 516 και 517 εδ. α΄ του ΚΠολΔ συνάγεται, ότι η έφεση πρέπει να απευθύνεται κατά των αντιδίκων του εκκαλούντος στην πρωτόδικη δίκη, όχι δε και κατ΄ εκείνων που διετέλεσαν ομόδικοι αυτού, οι οποίοι υφίστανται την ίδια με αυτόν βλάβη από την εκκαλουμένη απόφαση. Κατ΄ εξαίρεση, η έφεση μπορεί παραδεκτώς να απευθύνεται και κατά των ομοδίκων του εκκαλούντος ή κατά κάποιου από αυτούς, αν η εκκαλουμένη απόφαση περιέχει επιβλαβή διάταξη για κάποιον από τους ομοδίκους και υπέρ άλλου ή απέρριψε την αίτηση που υπέβαλε κάποιος ομόδικος κατ΄ άλλου ομοδίκου. Αυτό μπορεί να συμβεί, όταν η διαδικασία επιτρέπει την ανάπτυξη αντιδικίας μεταξύ των ομοδίκων για την προάσπιση αντιθέτων συμφερόντων τους (π.χ. στη δίκη διανομής). Ειδικότερα, στην περίπτωση που ενάγονται περισσότεροι εις ολόκληρον ευθυνόμενοι σε δίκη αποζημίωσης από αδικοπραξία, αντικείμενο της δίκης είναι μόνο η αξίωση του τρίτου προς αποζημίωση, όχι δε και η εξ αναγωγής του ενός εις ολόκληρον ευθυνόμενου προς τον άλλο. Στη δίκη αυτή οι εναγόμενοι εις ολόκληρον ευθυνόμενοι, δεν μπορούν να αντιδικούν μεταξύ τους, ούτε ως προς την ύπαρξη, ούτε ως προς την έκταση της ευθύνης τους. Ειδικότερα στη δίκη αποζημίωσης από αδικοπραξία, αν εναχθούν περισσότεροι ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, δεν μπορούν αυτοί να ζητήσουν από το Δικαστήριο να τους προσδιορίσει με την απόφασή του, το βαθμό συμμετοχής τους στο ατύχημα. Αυτό, θα κριθεί στο πλαίσιο της δίκης αναγωγής μεταξύ των εις ολόκληρον ευθυνόμενων. Η απόφαση, εξάλλου, που εκδίδεται στη δίκη, που έκρινε την αξίωση αποζημίωσης, δεν αποτελεί δεδικασμένο στη δίκη που συνήθως ακολουθεί για την εξ αναγωγής αξίωση και όταν ακόμη στη δίκη αποζημίωσης ο εξ αναγωγής εναγόμενος ήταν συνεναγόμενος, διότι, δεν υπάρχει ταυτότητα νομικής αιτίας, αφού η αξίωση αποζημίωσης στηρίζεται στις διατάξεις του άρθρου 914 του ΑΚ ή άλλη διάταξη, που τυχόν την καθιερώνει, ενώ η αξίωση αναγωγής, στο νόμο (άρθρο 927 του ΑΚ), ούτε ταυτότητα διαδίκων, αφού στη δίκη αποζημίωσης οι συνοφειλέτες είναι απλοί ομόδικοι, ενώ στη δίκη αναγωγής, οι συνοφειλέτες παρίστανται με διαφορετική ιδιότητα και είναι αντίδικοι. Επομένως, η έφεση του ενός από τους εις ολόκληρον ευθυνόμενους δεν μπορεί να απευθύνεται και κατά του άλλου, διότι το συμφέρον του εκκαλούντος εξαντλείται στην απόρριψη της αγωγής ως προς αυτόν, το δε δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν μπορεί να περιλάβει στην απόφασή του διάταξη που να μεταβάλει, ως προς τον εφεσίβλητο ομόδικο του εκκαλούντος, τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά από την εκκαλουμένη απόφαση (ΟλΑΠ 16/1996, ΑΠ 1467/2009, ΑΠ 1287/2009, ΑΠ 1349/2008, ΑΠ 642/2007, ΑΠ 860/2001, ΕφΑθ 4397/2010, ΕφΑθ 4516/2008, ΕφΠατρ 663/2008). Στην προκειμένη περίπτωση α) ενάγων της από 14-6-2010 (αρ. καταθ. …./2010) αγωγής ήταν ο ………… και εναγόμενοι ο ………, η Ανώνυμη Εταιρεία με την επωνυμία «………» και το Ν.Π.Ι.Δ. με την επωνυμία «Επικουρικό Κεφάλαιο Ασφάλισης Ευθύνης από Ατυχήματα Αυτοκινήτων» ως εκ του νόμου Ειδικός Διάδοχος της ως άνω Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία …. (…….) ……… και β) ενάγων της από 29-6-2012 (αρ. καταθ. …./2012) αγωγής ήταν ο …….. και εναγόμενοι ο ………, η Ανώνυμη Εταιρεία με την επωνυμία «……….» και το Επικουρικό Κεφάλαιο Ασφάλισης Ευθύνης από Ατυχήματα Αυτοκινήτων ως εκ του νόμου Ειδικός Διάδοχος της ως άνω Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία …………. Επί της πρώτης αγωγής, κατόπιν συνεκδικάσεως αυτής, όπως θα αναφερθεί κατωτέρω, με τις από 12-9-2010 (αρ. καταθ. …./2010) κύρια παρέμβαση-αγωγή και από 25-1-2011 (αρ. καταθ. ……/2011) ανακοίνωση δίκης-παρεμπίπτουσα αγωγή, εξεδόθη κατά τη διαδικασία των αυτοκινήτων, με παρόντες τους διαδίκους πλην της απολιπόμενης εναγομένης στην από 14-6-2010 αγωγή ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…………», η υπ΄ αρ. 518/2012 εν μέρει οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με την οποία το Δικαστήριο α) δικάζοντας επί της από 14-6-2010 (αρ. καταθ. …../2010) αγωγής, κήρυξε ματαιωθείσα τη συζήτηση της αγωγής ως προς τη δεύτερη των εναγομένων, κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της αγωγής ως προς τα κονδύλια αυτής περί αποζηµίωσης του ενάγοντος για απώλεια εισοδήµατος του συνεπεία του ένδικου τραυµατισµού του, τα οποία προσδιόριζε στο σκεπτικό, ανέστειλε την πρόοδο της αγωγής ως προς τα άνω κονδύλια µέχρι την επίδοση αντιγράφου αυτής στην αρµόδια Δ.Ο.Υ. και την προσκοµιδή σ΄ αυτό (πρωτοβάθμιο Δικαστήριο) της σχετικής έκθεσης επίδοσης, απέρριψε ό,τι κατά το σκεπτικό κρίθηκε απορριπτέο, δέχθηκε εν µέρει την αγωγή κατά των 1ου και 3ου των εναγοµένων, υποχρέωσε τους 1ο και 3ο των εναγοµένων αλληλέγγυα και εις ολόκληρον να καταβάλουν στον ενάγοντα το ποσό των είκοσι τεσσάρων χιλιάδων εννιακοσίων πενήντα (24.950) ευρώ µε το νόµιµο τόκο από την επίδοση της αγωγής, β) δικάζοντας επί της 12-9-2010 (αρ. καταθ. ……./2010) κύριας παρέµβασης-αγωγής, απέρριψε την κύρια παρέµβαση, δέχθηκε την σωρευόµενη αγωγή, υποχρέωσε τον εναγόµενο να καταβάλει στον ενάγοντα το χρηµατικό ποσό των ένδεκα χιλιάδων εκατόν επτά ευρώ και είκοσι επτά λεπτών (11.107,27 ευρώ) µε το νόµιµο τόκο από την επίδοση της αγωγής, κήρυξε την αµέσως ανωτέρω διάταξη προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των πέντε (5.000) χιλιάδων ευρώ και επέβαλε σε βάρος του εναγοµένου τη δικαστική δαπάνη του ενάγοντος, την οποία όρισε σε διακόσια (200) ευρώ και γ) δικάζοντας επί της από 25-1-2011 (αρ. καταθ. ……/2011) παρεµπίπτουσας αγωγής, απέρριψε την αγωγή και συμψήφισε τη µεταξύ των διαδίκων δικαστική δαπάνη. Περαιτέρω επί της πρώτης και επί της δεύτερης ως άνω αγωγών [από 14-6-2010 και από 29-6-2012 (αρ. καταθ. …../2010 και …../2012 αντίστοιχα)] κατόπιν συνεκδικάσεως αυτών, όπως θα αναφερθεί κατωτέρω, εξεδόθη κατά τη διαδικασία των αυτοκινήτων, η υπ΄ αρ. 3078/2013 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με την οποία το Δικαστήριο, α) ως προς την υπ΄ αρ. καταθ. ……./2010 αγωγή κήρυξε µαταιωθείσα τη συζήτηση της αγωγής ως προς τη δεύτερη των εναγομένων, δίκασε ερήµην του πρώτου των εναγομένων και αντιµωλία των λοιπών διαδίκων, όρισε το παράβολο ερηµοδικίας σε διακόσια (200) ευρώ, δέχθηκε εν µέρει την αγωγή, υποχρέωσε τους εναγομένους να καταβάλουν, έκαστος εις ολόκληρον, στον ενάγοντα α) εφάπαξ χίλια εξακόσια τριάντα (1.630) ευρώ, νοµιµότοκα από την επίδοση της αγωγής µέχρι την εξόφληση, και β) περιοδικώς επτακόσια πενήντα (750) ευρώ νοµιµότοκα εντός του πρώτου πενθηµέρου εκάστου µηνός για χρονικό διάστηµα τεσσάρων (4) ετών µετά την επίδοση της αγωγής µέχρι την εξόφληση, – του εναγοµένου Επικουρικού Κεφαλαίου ευθυνοµένου εν συνόλω µέχρι του ποσού των τριάντα χιλιάδων εκατόν τεσσάρων (30.104) ευρώ-, κήρυξε αυτήν (απόφαση), ως προς την αµέσως ανωτέρω καταψηφιστική διάταξή της, προσωρινά εκτελεστή, επέβαλε σε βάρος των εναγοµένων ένα µέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, το οποίο όρισε σε χίλια πεντακόσια (1.500) ευρώ και β) ως προς την υπ΄ αρ. καταθ. ……/2012 αγωγή κήρυξε µαταιωθείσα τη συζήτηση της αγωγής ως προς τη δεύτερη των εναγόµενων, δίκασε ερήµην του πρώτου των εναγομένων και αντιµωλία των λοιπών διαδίκων, όρισε το παράβολο ερηµοδικίας σε διακόσια (200) ευρώ, δέχθηκε εν µέρει την αγωγή, υποχρέωσε τους εναγομένους να καταβάλουν, έκαστος εις ολόκληρον, στον ενάγοντα δέκα χιλιάδες εννιακόσια εβδοµήντα πέντε ευρώ και εξήντα δύο λεπτά (10.975,62 ευρώ) νοµιµοτόκως από την επίδοση της υπ΄ αρ. καταθ. …../2010 αγωγής µέχρι την εξόφληση – του εναγοµένου Επικουρικού Κεφαλαίου ευθυνοµένου µέχρι του ποσού των εννέα χιλιάδων τριακοσίων είκοσι εννέα ευρώ και είκοσι οκτώ λεπτών (9.329,28 ευρώ)-, κήρυξε την παρούσα, ως προς την αµέσως ανωτέρω καταψηφιστική διάταξή της, προσωρινά εκτελεστή κατά το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ και επέβαλε σε βάρος των εναγοµένων ένα μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, το οποίο όρισε σε πεντακόσια (500) ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής (3078/2013) και κατά της προαναφερόμενης υπ΄ αρ. 518/2012 μη οριστικής αποφάσεως [η οποία, σε κάθε περίπτωση, σε περίπτωση εφέσεως, ως μη οριστική απόφαση, συμπροσβάλλεται αναγκαίως (άρθρο 513 παρ. 2 του ΚΠολΔ)] το τρίτο των εναγομένων άσκησε την από 1-11-2013 (αρ. καταθ. …../2013) έφεση, η οποία αρμοδίως φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011). Η προαναφερόμενη έφεση παραδεκτά ασκείται από το εν μέρει ηττηθέν στον πρώτο βαθμό εκκαλούν και νόμιμα στρέφεται κατά του ……….., ο οποίος υπήρξε εν μέρει νικήσας αντίδικος του εκκαλούντος στον πρώτο βαθμό (άρθρα 516 και 517 εδ. α΄ του ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι η ένδικη έφεση παραδεκτώς δεν στρέφεται, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, και κατά α) του ………. και β) της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……………», οι οποίοι ήταν απλοί ομόδικοι του εκκαλούντος, εις ολόκληρον συνυπόχρεο με αυτούς. Κατά τα λοιπά η κρινόμενη έφεση έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, εφόσον από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει εκπρόθεσμη άσκησή της ή άλλος λόγος απαραδέκτου της, ούτε ο εφεσίβλητος ισχυρίζεται το αντίθετο, δεν έχει δε παρέλθει τριετία από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης αποφάσεως στις 30-5-2013 μέχρι την άσκησή της (εφέσεως) στις 4-11-2013 [άρθρα 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 1 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως το άρθρο 495 ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α 87/23-7-2015) και εφαρμόζεται εν προκειμένω σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η ένδικη έφεση, όπως προαναφέρθηκε, ασκήθηκε πριν την 1-1-2016]. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκαν η εκκαλούμενη απόφαση και η συμπροσβαλλόμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ), εφόσον για το παραδεκτό αυτής (εφέσεως) κατατέθηκε από το εκκαλούν, παράβολο, συνολικού ποσού διακοσίων (200) ευρώ (βλ. τα υπ΄ αρ. ………. παράβολα ΔΗΜΟΣΙΟΥ και τα υπ΄ αρ. ………. παράβολα ΤΑΧΔΙΚ), κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012.

 Με την από 14-6-2010 (αρ. καταθ. ……./2010) αγωγή του, που συζητήθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατά τη δικάσιμο της 3-6-2011 και όπως αυτή (αγωγή) παραδεκτά διορθώθηκε ως προς το αίτημα αυτής, με δήλωση του πληρεξούσιου Δικηγόρου του που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την συμπροσβαλλόμενη υπ΄ αρ. 518/2012 απόφαση του ως άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως και περιλαµβάνεται και στις προτάσεις που κατέθεσε νομότυπα στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ο ενάγων, ήδη εφεσίβλητος-αντεκκαλών, ισχυρίστηκε ότι την 11-2-2006 στον Κορυδαλλό, ο πρώτος των εναγομένων, οδηγώντας το υπ΄ αρ. κυκλοφορίας ……. ιδιωτικής χρήσεως επιβατικό αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας του, που ήταν ασφαλισμένο, κατά το χρόνο του ατυχήματος, για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη από ατυχήµατα στη δεύτερη των εναγομένων ασφαλιστική εταιρεία, της οποίας η άδεια λειτουργίας ανακλήθηκε, με αποτέλεσμα να υπεισέλθει αυτοδικαίως κατά το νόμο στις υποχρεώσεις αυτής το τρίτο των εναγομένων, ήδη εκκαλούν, προκάλεσε από αποκλειστική υπαιτιότητά του, κατά τα ειδικότερα σ΄ αυτήν (αγωγή) εκτιθέμενα, την επίδικη σύγκρουση του ως άνω οχήματος µε την οδηγούµενη από τον ίδιο (ενάγοντα) δίκυκλη µοτοσικλέτα, ιδιοκτησίας τoυ, με αποτέλεσµα τον τραυµατισµό του ίδιου (ενάγοντος) και την ολοσχερή καταστροφή του οχήματός του (ενάγοντος). Με βάση το ιστορικό αυτό και όπως παραδεκτώς με δήλωση του πληρεξούσιου Δικηγόρου του που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την συμπροσβαλλόμενη υπ΄ αρ. 518/2012 απόφαση του ως άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως και περιλαµβάνεται και στις προτάσεις που κατέθεσε νομότυπα στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, περιόρισε εν μέρει από καταψηφιστικό σε εν μέρει αναγνωριστικό το αίτημα αυτής, ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόµενοι να του καταβάλουν εις ολόκληρον το ποσό των 120.000 ευρώ και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγοµένων να του καταβάλουν το ποσό των 646.240,58 ευρώ, επικουρικά το ποσό των 625.785,58 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής µέχρι την εξόφληση ως αποζηµίωση για τη θετική και την αποθετική ζηµία που του προκάλεσε το ένδικο τροχαίο ατύχηµα και ως χρηµατική ικανοποίηση του για την ηθική βλάβη που υπέστη. Ζήτησε επίσης, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να απαγγελθεί προσωπική κράτηση διάρκειας μέχρις ενός (1) έτους σε βάρος του πρώτου των εναγομένων, λόγω της αδικοπραξίας που έχει τελέσει και ως µέσον αναγκαστικής εκτέλεσης, και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην πληρωμή των δικαστικών του εξόδων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ΄ αρ. 518/2012 εν μέρει οριστική απόφασή του, που δημοσιεύτηκε την 27-1-2012, αφού συνεκδίκασε με την ως άνω αγωγή, τις από 12-9-2010 (αρ. καταθ. …../2010) κύρια παρέμβαση-αγωγή του Ν.Π.Ι.Δ. με την επωνυμία «ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ – ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΜΙΣΘΩΤΩΝ (ΙΚΑ – ΕΤΑΜ) (μη διαδίκου στην παρούσα δίκη) κατά του …….. (πρώτου των εναγομένων-μη διαδίκου στην παρούσα δίκη) και από 25-1-2011 (αρ. καταθ. …../2011) ανακοίνωση δίκης-παρεμπίπτουσα αγωγή του ………. (πρώτου των εναγομένων-μη διαδίκου στην παρούσα δίκη) κατά του Ν.Π.Ι.Δ. με την επωνυμία «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ» (τρίτου των εναγομένων), με παρόντες τους διαδίκους πλην της απολιπόμενης εναγομένης στην από 14-6-2010 αγωγή ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «………..», έκρινε κατά τα ως άνω. Η ως άνω απόφαση (518/2012), με επιμέλεια του ενάγοντος, επιδόθηκε προς το τρίτο των εναγομένων («Επικουρικό Κεφάλαιο Ασφάλισης Ευθύνης από Ατυχήματα Αυτοκινήτων») την 19-7-2012 (βλ. την υπ΄ αρ. ….΄/19-7-2012 έκθεση επιδόσεως της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιώς …………).

Με την από 29-6-2012 (αρ. καταθ. …../2012) αγωγή του, που συζητήθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατά τη δικάσιμο της 5-4-2013, ο ενάγων, ήδη  εφεσίβλητος-αντεκκαλών ισχυρίστηκε ότι την 11-2-2006 στον Κορυδαλλό, ο πρώτος των εναγομένων, οδηγώντας το υπ΄ αρ. κυκλοφορίας ………. ιδιωτικής χρήσεως επιβατικό αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας του, που ήταν ασφαλισμένο, κατά το χρόνο του ατυχήματος, για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη από ατυχήµατα στη δεύτερη των εναγομένων ασφαλιστική εταιρεία, της οποίας η άδεια λειτουργίας ανακλήθηκε ένεκα παραβάσεως νόμου, με αποτέλεσμα να υπεισέλθει αυτοδικαίως κατά το νόμο στις υποχρεώσεις αυτής το τρίτο των εναγομένων, ήδη εκκαλούν, προκάλεσε από αποκλειστική υπαιτιότητά του, κατά τα ειδικότερα σ΄ αυτήν (αγωγή) εκτιθέμενα, την επίδικη σύγκρουση του ως άνω οχήματος µε την οδηγούµενη από τον ίδιο (ενάγοντα) δίκυκλη µοτοσικλέτα, ιδιοκτησίας τoυ, με αποτέλεσµα τον τραυµατισµό του ίδιου (ενάγοντος) και την ολοσχερή καταστροφή του οχήματός του (ενάγοντος). Με βάση το ιστορικό αυτό και όπως παραδεκτώς με δήλωση του πληρεξούσιου Δικηγόρου του που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη υπ΄ αρ. 3078/2013 απόφαση του ως άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως και περιλαµβάνεται και στις προτάσεις που κατέθεσε νομότυπα στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, περιορίστηκε το αγωγικό αίτημα, με δήλωση του πληρεξούσιου Δικηγόρου του που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η οποία περιλαµβάνεται και στις προτάσεις που κατέθεσε νομότυπα στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, – µετά την έκδοση της υπ΄ αρ. 518/2012 εν µέρει οριστικής απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου δυνάµει της οποίας απορρίφθηκε ως αόριστη κατά ένα µέρος η προγενέστερη υπ΄ αρ. καταθ. ……/2010 αγωγή του -, ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν εις ολόκληρον το συνολικό ποσό των 52.540 ευρώ, ως αποζημίωση για τη θετική ζημία που υπέστη από το ως άνω τροχαίο ατύχημα -µη περιλαµβανοµένης της απαίτησης για απώλεια µισθών η οποία αποτελεί το αντικείµενο της αµέσως προηγούµενης (υπ΄ αρ. καταθ. …../2010) αγωγής-, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της προαναφερόμενης αρχικής αγωγής του και επικουρικά από την επίδοση της ένδικης αγωγής μέχρι την εξόφληση, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να απαγγελθεί προσωπική κράτηση διάρκειας μέχρις ενός (1) έτους σε βάρος του πρώτου των εναγομένων, λόγω της αδικοπραξίας που έχει τελέσει και ως µέσον αναγκαστικής εκτέλεσης, και να καταδικαστούν οι εναγόµενοι στην πληρωμή των δικαστικών του εξόδων. Μετά την έκδοση της ως άνω υπ΄ αρ. 518/2012 αποφάσεως και με κλήσεις εισήχθησαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου οι ως άνω δύο αγωγές [από 14-6-2010 (αρ. καταθ. …./2010) και από 29-6-2012 (αρ. καταθ. ……/2012)]. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ΄ αρ. 3078/2013 οριστική απόφασή του, που δημοσιεύτηκε, όπως προαναφέρθηκε, την 30-5-2013, κατόπιν συνεκδικάσεως αυτών (αγωγών), όπως προαναφέρθηκε, έκρινε κατά τα ως άνω. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται με την προαναφερόμενη έφεση με την οποία συμπροσβάλλεται και η υπ΄ αρ. 518/2012 εν μέρει οριστική απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, άρθρο 513 παρ. 2 του ΚΠολΔ), το εν μέρει ηττηθέν εκκαλούν και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτή (έφεση) λόγους, οι οποίοι κατά τη συνολική τους εκτίμηση ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί να γίνει δεκτή η έφεσή του, να εξαφανιστεί και επικουρικά να μεταρρυθμιστεί η εκκαλουμένη και η συμπροσβαλλόμενη εν μέρει οριστική απόφαση, και να απορριφθούν στο σύνολό τους οι ένδικες αγωγές.

Σύμφωνα με το άρθρο 591 παρ. 1 εδ. ζ του ΚΠολΔ, όπως αυτό ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 «1. Τα άρθρα 1 έως 590 εφαρμόζονται και στις ειδικές διαδικασίες, εκτός αν αντιβαίνουν προς τις ειδικές διατάξεις των διαδικασιών αυτών. Αν στις ειδικές αυτές διατάξεις δεν ορίζεται διαφορετικά: α)… ζ) Ανταγωγή, αντέφεση και πρόσθετοι λόγοι έφεσης και αναψηλάφησης ασκούνται με ποινή απαραδέκτου με δικόγραφο, που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνονται και επιδίδεται στον αντίδικο τουλάχιστον οκτώ (8) ημέρες πριν από τη συζήτηση, η οποία ορίζεται υποχρεωτικά κατά την ημερομηνία συζήτησης της κύριας υπόθεσης. Η αντέφεση και οι πρόσθετοι λόγοι εφέσεως στις ειδικές διαδικασίες, (όπως είναι η διαδικασία κατά την οποία δικάζονται οι διαφορές για ζημίες από αυτοκίνητα), ασκούνται μόνο με ιδιαίτερο δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και αφού συνταχθεί έκθεση κάτω από αυτό και επιδίδεται στον αντίδικο τουλάχιστον οκτώ (8) ημέρες πριν, από τη συζήτηση, η οποία ορίζεται υποχρεωτικά κατά την ημερομηνία συζήτησης της κύριας υπόθεσης. Κατά τη σαφή διατύπωση της διάταξης αυτής, για την άσκηση της αντεφέσεως και των πρόσθετων λόγων εφέσεως, απαιτείται να συντελεστούν και οι δύο ως άνω οριζόμενες διαδικαστικές πράξεις, της κατάθεσης δηλαδή του δικογράφου της αντεφέσεως ή των πρόσθετων λόγων στη γραμματεία του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου και της επίδοσης στον αντίδικο, οι οποίες αποτελούν την έγγραφη προδικασία της άσκησής τους, κατά την έννοια του άρθρου 111 του ΚΠολΔ, αμφότερες δε πρέπει να λάβουν χώρα, πριν από την τιθέμενη αποκλειστική προθεσμία των οκτώ (8) ημερών, πριν από τη συζήτηση της υπόθεσης, αλλιώς η αντέφεση ή οι πρόσθετοι λόγοι εφέσεως, απορρίπτονται ως απαράδεκτοι (πρβλ. Σ. Σαμουήλ: «Η έφεση», εκ. 2009, παρ. 583, 585, 586, 587, 608, 610, 619, 630). Η αντέφεση δεν είναι ένδικο μέσο, αλλά ιδιαίτερο ένδικο βοήθημα άμυνας του εφεσίβλητου που παρέχει περιορισμένης έκτασης αντεπίθεση αυτού κατά του εκκαλούντος (Μ. Μαργαρίτη: «Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας», σελ. 923), για κεφάλαια που μεταβιβάστηκαν στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο με την έφεση και τα αναγκαίως με αυτά συνεχόμενα, χωρίς να επηρεάζονται τα κεφάλαια εκείνα που δεν μεταβιβάσθηκαν στο Εφετείο. Η αντέφεση, επομένως, έχει παρεπόμενο χαρακτήρα σε σχέση με την έφεση και συνιστά σε σχέση με αυτή, ιδιαίτερη διαδικαστική πράξη, που διέπεται από τις σχετικές με αυτή (αντέφεση) διατάξεις. Συνακόλουθα, το παραδεκτό και οι διατυπώσεις της αντεφέσεως, ως απλής διαδικαστικής πράξης, κατ΄ άρθρο 12 του ΕισΝΚΠολΔ, κρίνονται σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο άσκησής της (Σ. Σαμουήλ: οπ, παρ. 608). Συνεπώς, η τήρηση της ως άνω έγγραφης προδικασίας του άρθρου 591 παρ. 1 εδ. ζ του ΚΠολΔ, ως προϋπόθεση του παραδεκτού της άσκησης της αντεφέσεως ή των πρόσθετων λόγων εφέσεως στις ειδικές διαδικασίες, απαιτείται και στην περίπτωση που η έφεση έχει ασκηθεί πριν από την 1-1-2016, η δε αντέφεση ή οι πρόσθετοι λόγοι μετά την ως άνω ημερομηνία, καθόσον η αντέφεση και οι πρόσθετοι λόγοι συνιστούν, σε σχέση με την έφεση, ιδιαίτερη διαδικαστική πράξη, που διέπεται από τις σχετικές με αυτούς (αντέφεση ή πρόσθετους λόγους) διατάξεις για την άσκησή τους. Στην προκειμένη περίπτωση με το από 3-4-2017 (αρ. καταθ. ……./2017) ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου την 3-4-2017 και συντάχθηκε έκθεση κάτω από αυτό, καθώς επίσης επιδόθηκε με επιμέλεια του εφεσίβλητου προς το εκκαλούν αυθημερόν (βλ. την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από τον εφεσίβλητο υπ΄ αρ. …./3-4-2017 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Εφετείο Πειραιώς με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς ………), ήτοι τριάντα ημέρες πριν από τη συζήτηση της εφέσεως (κατά την παρούσα δικάσιμο της 4-5-2017) ο εφεσίβλητος ασκεί αντέφεση προσβάλλοντας με αυτή την εκκαλουμένη και την συνεκκαλουμένη απόφαση ως προς κεφάλαια που προσβάλλονται με την έφεση και ζητεί να γίνει δεκτή η αντέφεση, να εξαφανισθούν οι προσβαλλόμενες αποφάσεις (3078/2013 και 518/2012) κατά το μέρος που της προσβάλλει και να γίνουν δεκτές στο σύνολό τους οι ένδικες αγωγές, όπως νόμιμα έχουν περιορισθεί. Η αντέφεση αυτή παραδεκτώς ασκείται, αφού στρέφεται κατά κεφαλαίων κατά των οποίων στρέφεται και η έφεση. Πρέπει, επομένως, συνεκδικαζομένη με την έφεση, λόγω της προφανούς μεταξύ τους συνάφειας, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ΄ ουσίαν, εφόσον για το παραδεκτό αυτής (αντεφέσεως) κατατέθηκε από τον εκκαλούντα, παράβολο ποσού εκατό (100) ευρώ (βλ. το υπ΄ αρ. …….. e παράβολο της Γ.Γ.Π.Σ.), κατ΄ άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ.

Στο άρθρο 3 παρ. 1 της Οδηγίας 72/166/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 24-4-1972 «Περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία των αυτοκινήτων οχημάτων και με τον έλεγχο της υποχρεώσεως προς ασφάλιση της ευθύνης αυτής» προβλέπεται, ότι κάθε κράτος μέλος λαμβάνει … όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε η αστική ευθύνη, σχετική με την κυκλοφορία οχημάτων με συνήθη στάθμευση στο έδαφός του να καλύπτεται από ασφάλιση. Η υποχρέωση αυτή καλύπτεται με την πρόβλεψη της υποχρεωτικής κάλυψης με ασφάλιση του κυρίου ή κατόχου του αυτοκινήτου της έναντι τρίτων αστικής ευθύνης (άρθρο 2 επ. του Ν. 489/1976), καθώς και με την πρόβλεψη ποινικής και διοικητικής ευθύνης των προαναφερομένων κυρίου ή κατόχου σε περίπτωση κυκλοφορίας ανασφάλιστου αυτοκινήτου (άρθρο 12 του ως άνω νόμου). Περαιτέρω, στο άρθρο 1 παρ. 4 της 84/5/ΕΟΚ δεύτερης Οδηγίας του Συμβουλίου της 30-12-1983 «Για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία των αυτοκινήτων οχημάτων» ορίζεται ότι «κάθε κράτος μέλος ιδρύει ή εγκρίνει οργανισμό, αποστολή του οποίου είναι να αποκαθιστά, τουλάχιστον εντός των ορίων της υποχρέωσης ασφάλισης, τις υλικές ζημίες ή τις σωματικές βλάβες που προκαλούνται από όχημα αγνώστων στοιχείων ή για το οποίο δεν έχει εκπληρωθεί η υποχρέωση ασφάλισης της παραγράφου 1». Στα πλαίσια του ελληνικού δικαίου το ζήτημα τούτο είχε ήδη προβλεφθεί στα άρθρα 16 επ. του προαναφερόμενου Ν. 489/1976, που κωδικοποιήθηκε με το Π.Δ. 237/1986, με την ίδρυση νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία «Επικουρικό κεφάλαιο ασφάλισης ευθύνης από ατυχήματα αυτοκινήτων» και συντετμημένα «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ», το οποίο τελεί υπό την εποπτεία και τον έλεγχο του Υπουργού Ανάπτυξης, εδρεύει στην Αθήνα και διέπεται από τις διατάξεις του άνω νόμου. Στη συνέχεια, μέλη του Επικουρικού Κεφαλαίου καθίστανται υποχρεωτικά οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις που ασκούν ασφάλιση αστικής ευθύνης από ατυχήματα αυτοκινήτων, καθώς και τα Ν.Π.Δ.Δ. ή οι οργανισμοί κοινής ωφέλειας των οποίων τα οχήματα εξαιρούνται της υποχρεωτικής ασφάλισης (άρθρο 18 του Ν. 489/1976), για την εκπλήρωση δε του σκοπού του επιβάλλεται εκ του νόμου εισφορά υπέρ αυτού, το ανώτατο όριο της οποίας καθορίζεται με την εκάστοτε απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, υπολογιζόμενη σε ποσοστό επί των καθαρών ασφαλίστρων (5% κατ΄ ανώτατο όριο) του κλάδου αστικής ευθύνης από χερσαία οχήματα, η οποία βαρύνει κατά 70% τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις και κατά 30% τους ασφαλισμένους (άρθρο 20 παρ. 1 του Ν. 489/1976). Από την νομοθεσία λοιπόν που το διέπει, τον τρόπο λειτουργίας του και τους σκοπούς που εξυπηρετεί, προκύπτει ότι, παρά την ιδιωτικού δικαίου νομική μορφή του, το Επικουρικό Κεφάλαιο επιτελεί κοινωνικό έργο. Με τις διατάξεις των άρθρων 5, 6 παρ. 1, παρ. 2, 5, 6 και 10 παρ. 1 του ΠΔ 237/1986 καθιερώθηκε η υποχρεωτική ασφάλιση της από αυτοκινητικά ατυχήματα ευθύνης, η οποία καλύπτει την έναντι τρίτων αστική ευθύνη εξαιτίας θανάτωσης ή σωματικής βλάβης ή ζημιών σε πράγματα, στην οποία περιλαμβάνεται και η χρηματική αξίωση για ψυχική οδύνη ή ηθική βλάβη, το δε ασφαλιστικό ποσό είναι τουλάχιστον ίσο με αυτό που καθορίζει κάθε φορά με αποφάσεις της η ……. για κάθε είδος κινδύνου που υπάγεται στην υποχρεωτική ασφάλιση. Εξάλλου, κατά το άρθρο 19 παρ. 1 του ιδίου ως άνω ΠΔ, το Επικουρικό Κεφάλαιο είναι υποχρεωμένο να καταβάλει στα πρόσωπα που ζημιώθηκαν την κατά την παρ. 2 του άρθρου αυτού αποζημίωση λόγω θανάτωσης ή σωματικών βλαβών ή υλικών ζημιών από αυτοκινητικά ατυχήματα και σε περίπτωση που αυτά προκαλούνται από ανασφάλιστο όχημα ή από όχημα αγνώστων στοιχείων ή ασφαλισμένο σε ασφαλιστική εταιρεία που πτώχευσε ή της οποίας η άδεια λειτουργίας ανακλήθηκε. Κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του από το Ν. 4092/2012, η αποζημίωση δεν μπορεί να υπερβεί τα κατά το άρθρο 6 παρ. 5 κατώτατα όρια ασφαλιστικών ποσών του χρόνου ατυχήματος. Περαιτέρω, με το τέταρτο άρθρο του Ν. 4092/2012, ο οποίος, σύμφωνα με το έβδομο άρθρο αυτού, ισχύει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ 220 τ. Α/8-11-2012), εισήχθησαν περιορισμοί στις αποζημιώσεις που καταβάλλει το Επικουρικό Κεφάλαιο σε περίπτωση πτώχευσης του ασφαλιστή ή ανάκλησης της άδειας λειτουργίας του, καθώς επίσης και περιορισμοί στο ύψος της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης. Ειδικότερα, με το στοιχείο γ΄ του άνω άρθρου, αντικαταστάθηκε η παρ. 2 του άρθρου 19 του Π.Δ. 237/1986 και προβλέπεται πλέον, μεταξύ άλλων, α) ότι η αποζημίωση που καταβάλλει το Επικουρικό Κεφάλαιο για χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης δεν μπορεί να υπερβεί το ποσό των έξι χιλιάδων (6.000) ευρώ για κάθε δικαιούχο και β) ότι η αποζημίωση, στην περίπτωση πτώχευσης του ασφαλιστή ή άκαρπης εκτέλεσης σε βάρος του ασφαλιστή ή τέλος ανάκλησης της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής εταιρείας, δεν καταβάλλεται ολόκληρη, αλλά με βάση τα ποσοστά που η διάταξη αυτή λεπτομερώς καθορίζει, κυμαινόμενα μεταξύ 70% έως 90%, μη δυνάμενη να υπερβεί, κατ΄ ανώτατο όριο, το ποσό των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ. Με την ίδια δε αυτή διάταξη ορίστηκε περαιτέρω ότι η εν λόγω ρύθμιση «καταλαμβάνει και τις ήδη γεγενημένες αξιώσεις κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου, χωρίς πάντως να θίγει αξιώσεις που έχουν επιδικαστεί με οριστική δικαστική απόφαση» και ότι «οι τόκοι που στις περιπτώσεις της προηγουμένης παραγράφου του παρόντος άρθρου υποχρεούται να καταβάλει το Επικουρικό Κεφάλαιο υπολογίζονται σε κάθε περίπτωση με επιτόκιο έξι τοις εκατό (6%) ετησίως.». Πρέπει να σημειωθεί ότι με την προεκτεθείσα διάταξη του άρθρου 1 παρ. 4 της δεύτερης Οδηγίας 84/5/ΕΟΚ κατά την οποία «κάθε κράτος μέλος ιδρύει ή εγκρίνει οργανισμό, αποστολή του οποίου είναι να αποζημιώνει, τουλάχιστον εντός των ορίων της υποχρέωσης ασφάλισης, τις υλικές ζημίες ή τις σωματικές βλάβες που προκαλούνται από οχήματα αγνώστων στοιχείων ή για τα οποία δεν έχει ολοκληρωθεί η υποχρέωση ασφάλισης που προβλέπεται στην παρ. 1» καλύπτεται και η χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης (ΟλΑΠ 9/1993, ΔΕΕ, C-277/12 της 24-10-2013). Περαιτέρω, το άρθρο 9 παρ. 1 της Κωδικοποιητικής Οδηγίας 2009/103/ΕΚ ορίζει επακριβώς ποια είναι τα ελάχιστα αυτά ποσά ασφαλιστικής κάλυψης τα οποία θα πρέπει να τηρούνται σε κάθε περίπτωση (ΔΕΚ C-348/98 της 14-11-2000). Ακολούθως, σύμφωνα με το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, τα δικαιώματα του ανθρώπου, ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους, ενώ οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν να επιβληθούν κατά το Σύνταγμα στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας. Τέλος, με το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, το οποίο κυρώθηκε με το Ν.Δ. 53/1974 και έχει αυξημένη τυπική ισχύ έναντι των κοινών νόμων, ορίσθηκε ότι «παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθεί της ιδιοκτησίας του, ει μη δια λόγους δημόσιας ωφέλειας και υπό τους προβλεπόμενους υπό του νόμου ή των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμενοι διατάξεις δεν θίγουν το δικαίωμα κάθε κράτους να θέτει σε ισχύ νόμους, τους οποίους κρίνει αναγκαίους προς ρύθμιση της χρήσης αγαθών, σύμφωνα με το δημόσιο συμφέρον ή προς διασφάλιση της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων». Υπό τα δεδομένα αυτά οι προεκτεθείσες διατάξεις του Ν. 4092/2012 είναι ανίσχυρες για τους ακόλουθους λόγους. O καθορισμός του ποσού των 6.000 ευρώ ως ανωτάτου ορίου για ψυχική οδύνη κάθε δικαιούχου προσκρούει ευθέως στην παρ. 4 του άρθρου 1 της δεύτερης Οδηγίας 84/5/ΕΟΚ, κατά την οποία «κάθε κράτος μέλος ιδρύει ή εγκρίνει οργανισμό, αποστολή του οποίου είναι να αποζημιώνει, τουλάχιστον εντός των ορίων της υποχρέωσης ασφάλισης, τις υλικές ζημιές ή τις σωματικές βλάβες που προκαλούνται από οχήματα αγνώστων στοιχείων ή για τα οποία δεν έχει εκπληρωθεί η υποχρέωση ασφάλισης που προβλέπεται στην παρ. 1», διάταξη η οποία καλύπτει και την χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, κατά τα προεκτεθέντα. Επίσης, τo επιβληθέν ανώτατο όριο των 6.000 ευρώ είναι αντίθετο και προς την αρχή της stricto sensu αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ΄ του Συντάγματος), διότι η παρέμβαση αυτή του νομοθέτη δεν είναι πρόσφορη για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, ήτοι για την εξασφάλιση της βιωσιμότητας του Επικουρικού Κεφαλαίου, αλλά ούτε και αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού αυτού, αφού θα μπορούσε να επιτευχθεί το αποτέλεσμα αυτό με ηπιότερο τρόπο, είτε με το να προβλεφθεί μία έκτακτη επιδότησή του από τον κρατικό προϋπολογισμό, είτε με το να υποχρεωθεί αυτό να εξυγιάνει τα οικονομικά του μέσω της αύξησης των εσόδων του και του περιορισμού των λειτουργικών του δαπανών. Επίσης, ο περιορισμός σε ορισμένο μόνο ποσοστό της οφειλόμενης από το Επικουρικό Κεφάλαιο αποζημίωσης του παθόντος σε περίπτωση πτώχευσης του ασφαλιστή ή άκαρπης εκτέλεσης σε βάρος του ασφαλιστή ή τέλος ανάκλησης της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής εταιρείας είναι αντίθετος προς την Οδηγία του Συμβουλίου της 24-4-1972 (72/166 ΕΟΚ), η οποία όπως ήδη αναφέρθηκε επιβάλλει στα κράτη μέλη τη λήψη μέτρων ώστε κάθε όχημα που κυκλοφορεί στο έδαφός τους να καλύπτεται ασφαλιστικά, δηλαδή όχι απλά να έχει συνάψει σύμβαση ασφάλισης, αλλά και σε κάθε μεταγενέστερο του τροχαίου ατυχήματος χρόνο να δύναται ο παθών να αποζημιωθεί από ασφαλιστική εταιρεία ή άλλο φερέγγυο πρόσωπο. Εξ ετέρου, η εφαρμογή της ανωτέρω ρύθμισης, η οποία περιορίζει με το ως άνω όριο την ευθύνη του Επικουρικού Κεφαλαίου και επί των ήδη γεγενημένων αξιώσεων είναι ανίσχυρη, διότι είναι αντίθετη προς το προαναφερθέν άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε (μαζί με τη σύμβαση) με το ΝΔ 53/1974 και έχει, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, αυξημένη έναντι των νόμων ισχύ. Με τη διάταξη αυτή κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, το οποίο μπορεί να τη στερηθεί μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας. Στην έννοια της περιουσίας περιλαμβάνονται όχι μόνο τα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και όλα τα δικαιώματα «περιουσιακής φύσεως» και τα κεκτημένα «οικονομικά συμφέροντα». Καλύπτονται έτσι τα ενοχικά περιουσιακά δικαιώματα και ειδικότερα απαιτήσεις, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεγενημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία με βάση το ισχύον έως την προσφυγή στο Δικαστήριο δίκαιο ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά (ΟλΑΠ 6/2007, ΟλΑΠ 40/1998). Έτσι, η ανωτέρω διάταξη του Ν. 4092/2012 με το να περιορίσει δραστικά το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης, καταργεί ουσιαστικά την αστική αυτή απαίτηση των δικαιούχων, που γεννήθηκε με το θάνατο συγγενικού προσώπου σε τροχαίο ατύχημα. Κατά συνέπεια, είναι ασυμβίβαστη προς τη διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, αφού τείνει σε αδικαιολόγητη αποστέρηση περιουσιακού στοιχείου των ως άνω προσώπων χωρίς να συντρέχουν λόγοι δημόσιας ωφέλειας. Και τέτοιο λόγο δεν συνιστά το ταμειακό απλώς συμφέρον του Επικουρικού Κεφαλαίου. Ακολούθως, κατά το άρθρο 4 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου. Οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται όχι μόνον η ισότητα των Ελλήνων πολιτών έναντι του νόμου, αλλά και η ισότητα του νόμου έναντι αυτών, με την έννοια ότι ο νομοθέτης, κατά τη ρύθμιση ουσιωδώς ομοίων πραγμάτων, σχέσεων ή καταστάσεων και κατηγοριών ή προσώπων, δεν μπορεί να νομοθετεί κατά διαφορετικό τρόπο, εισάγοντας εξαιρέσεις και κάνοντας διακρίσεις, εκτός αν η διαφορετική ρύθμιση δεν είναι αυθαίρετη, αλλά επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, η συνδρομή δε των ειδικών περιστάσεων ή του κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος υπόκειται στον έλεγχο των Δικαστηρίων (ΟλΑΠ 3/2006, 38/2005, 30/2005, 23/2004, 11/2008). Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 14 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, «όλοι είναι ίσοι ενώπιον των δικαστηρίων. Κάθε πρόσωπο έχει το δικαίωμα η υπόθεση του να δικαστεί δίκαια και δημόσια από αρμόδιο, ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο … για αμφισβητήσεις δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αστικού χαρακτήρα». Το ΔΣΑΠΔ έχει ενσωματωθεί στην Ελληνική έννομη τάξη με το Ν. 2462/1997. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών η αρχή της ισότητας των διαδίκων, που συνιστά ειδική εκδήλωση της αρχής της ισότητας, επιβάλλει την ίση μεταχείρισή τους από τους νόμους που προσδιορίζουν τους όρους της δικαστικής προστασίας. Επομένως, διατάξεις νόμων, με τις οποίες αναγνωρίζεται υπέρ ενός διαδίκου ευνοϊκή μεταχείριση ως προς το ανωτέρω δικαίωμα, με αποτέλεσμα να τίθεται αυτός σε θέση πλεονεκτικότερη από εκείνη του αντιδίκου του, είναι ανίσχυρες (ΟλΑΠ 12/2013, ΟλΑΠ 4/2012). Κατά συνέπεια, οι διατάξεις με τις οποίες ορίζεται το ποσοστό τόκου υπερημερίας που καταβάλλεται από το Επικουρικό Κεφάλαιο σε 6% ετησίως, δηλαδή σε ποσοστό μικρότερο από εκείνο που υποχρεούνται να καταβάλλουν οι οφειλέτες αυτού και το οποίο ισχύει για όλους τους άλλους διαδίκους, έρχεται σε αντίθεση 1) με τα άρθρα 4 παρ. 1 του Συντάγματος και το άρθρο 14 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, αφού με αυτές αναγνωρίζεται υπέρ του Επικουρικού Κεφαλαίου ευνοϊκή μεταχείριση ενώ τίθεται σε δυσμενέστερη θέση έναντι αυτού ο άλλος διάδικος και 2) με την διάταξη του προαναφερθέντος άρθρου 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, δεδομένου ότι με την ανωτέρω ευνοϊκή υπέρ αυτού ρύθμιση επέρχεται βλάβη της περιουσίας του δανειστή το Επικουρικού Κεφαλαίου χωρίς να δικαιολογείται τούτο από λόγους δημοσίου συμφέροντος, ενόψει του ότι το απλό ταμειακό συμφέρον του Επικουρικού Κεφαλαίου δεν ταυτίζεται με το δημόσιο ή το γενικό συμφέρον και δεν μπορεί να δικαιολογήσει την παραβίαση των δικαιωμάτων των παθόντων από τροχαία ατυχήματα να απαιτήσουν και να λάβουν τόκους για τις αξιώσεις τους σε ποσοστό ίδιο με εκείνο που καταβάλλουν οι ιδιώτες, ενώ δεν συνιστά τέτοιο λόγο δημοσίου συμφέροντος το γεγονός ότι το Επικουρικό Κεφάλαιο, που είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, τελεί απλώς υπό τον έλεγχο και την εποπτεία του κράτους (ΑΠ 1025/2015). Τέλος, η ανωτέρω διάταξη έρχεται σε αντίθεση με την ήδη και συνταγματικώς κατοχυρωμένη (άρθρο 25 του Συντάγματος) αρχή της αναλογικότητας, κατά τα προεκτεθέντα. Η αρχή αυτή, η οποία υπαγορεύει την τήρηση της αναλογίας ανάμεσα στον επιδιωκόμενο σκοπό και τα μέσα που χρησιμοποιούνται προδήλως προσβάλλεται στην προκειμένη περίπτωση. Και τούτο, διότι και αν θεωρηθεί ότι ο επιδιωκόμενος σκοπός είναι η προστασία του «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ», το καταβαλλόμενο ποσοστό 6% ως τόκος υπερημερίας, δηλαδή το 1/2 από εκείνο που υποχρεούται να καταβάλλει ο οφειλέτης ιδιώτης, δεν είναι αναλογικό (ΟλΑΠ 3/2017, 4/2017, 5/2017,  4/2012). Με αυτό το περιεχόμενο, η ένδικη από 14-6-2010 (αρ. καταθ. …../2010) αγωγή, είναι ορισμένη ως προς τα κονδύλια περί χρηματικής ικανοποίησης και περί απωλεσθέντων εισοδημάτων, καθώς επίσης η ένδικη από 29-6-2012 (αρ. καταθ. ……/2012) αγωγή είναι ορισμένη ως προς όλα τα κονδύλια αυτής, όπως έκρινε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη και την συνεκκαλουμένη απόφασή του.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 11 περ. β΄ του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το Δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, που προκύπτει και από το συνδυασμό της προς τις διατάξεις των άρθρων 106, 237 εδ. 1 στοιχ. β, 346 και 453 παρ. 1 του ΚΠολΔ, η πρώτη από τις οποίες εισάγει το συζητητικό σύστημα στη διαγνωστική δίκη, δηλαδή της ενέργειας του Δικαστηρίου κατόπιν πρωτοβουλίας των διαδίκων, ως αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν, νοούνται και εκείνες των οποίων δεν έγινε σαφής και ορισμένη επίκληση με τις προτάσεις του διαδίκου που τις προσκόμισε. Σαφής και ορισμένη είναι η επίκληση εγγράφου, όταν είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του. Μπορεί δε η επίκληση αυτή να γίνει είτε με τις προτάσεις της συζητήσεως μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση, είτε με αναφορά δια των προτάσεων αυτών σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζομένων προτάσεων προηγουμένης συζητήσεως, όπου γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση του εγγράφου, κατ΄ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 240 του ΚΠολΔ. Η τελευταία αυτή διάταξη, αναφέρεται βεβαίως στον τρόπο επαναφοράς «ισχυρισμών», έχει όμως εφαρμογή και για την επίκληση αποδεικτικών μέσων, λόγω της ταυτότητος του νομικού λόγου (ΟλΑΠ 23/2008). Συγκεκριμένα κατά το άρθρο 240 του ΚΠολΔ, για την επαναφορά ισχυρισμών που υποβλήθηκαν σε προηγούμενη συζήτηση στο ίδιο ή ανώτερο Δικαστήριο, αρκεί η επανυποβολή τους με σύντομη περίληψη και αναφορά στις σελίδες των προτάσεων της προηγούμενης συζήτησης που τους περιέχουν και που προσκομίζονται απαραιτήτως σε επικυρωμένο αντίγραφο. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως, η επίκληση με τις προτάσεις που υποβάλλονται στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο κατά τη συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται η προσβαλλόμενη απόφαση, ισχυρισμών με γενική αναφορά στις πρωτόδικες προτάσεις, το κείμενο των οποίων ενσωματώνεται στις προτάσεις ενώπιον του Εφετείου, δεν αρκεί, ούτε είναι νόμιμη. Δεν πρόκειται όμως, για ενσωμάτωση, όταν στο κείμενο των προτάσεων της δευτεροβάθμιας δίκης περιέχονται, έστω και αυτούσιες, οι προτάσεις προηγούμενης συζητήσεως, καλυπτόμενες από την υπογραφή του πληρεξουσίου Δικηγόρου στις προτάσεις της δευτεροβάθμιας δίκης, διότι με τον τρόπο αυτό οι προηγούμενες προτάσεις και οι τελευταίες (ενώπιον δηλαδή του Εφετείου) κατέστησαν ενιαίες (ΑΠ 224/2016).

Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, α) ………. (που εξετάστηκαν κατά τη δικάσιμο της 5-4-2013) και β) ……… (που εξετάστηκαν κατά τη δικάσιμο της 3-6-2011), αντίστοιχα, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και περιέχονται (οι καταθέσεις) στα ταυτάριθμα με την προσβαλλομένη (υπ΄ αρ. 3078/2013) και την συμπροσβαλλομένη (υπ΄ αρ. 518/2012) πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως (των δικασίμων της 5-4-2013 και της 3-6-2011 αντίστοιχα) του ίδιου (πρωτοβάθμιου) Δικαστηρίου, καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι και τα οποία (έγγραφα) λαμβάνονται υπόψη είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, [ανάμεσα στα οποία έγγραφα των οποίων για πρώτη φορά στον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας γίνεται επίκληση και προσαγωγή όχι από πρόθεση στρεψοδικίας ή βαριά αμέλεια (άρθρο 529 του ΚΠολΔ)], μεταξύ των οποίων και α) οι επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από τον ενάγοντα-εφεσίβλητο-αντεκκαλούντα υπ΄ αρ. …./26-1-2011 και ……/26-1-2011 ένορκες βεβαιώσεις των ……… και …………., που λήφθηκαν ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, μετά από νόμιμη κλήτευση του τρίτου των εναγομένων-εκκαλούντος-αντεφεσίβλητου, και β) οι προσκομιζόμενες μη αμφισβητούμενης γνησιότητας φωτογραφίες (άρθρα 444, 448 και 457 παρ. 4 του ΚΠολΔ, πρβλ. ΑΠ 1707/2009, ΑΠ 230/2008, ΑΠ 239/2004), καθώς και αντίγραφα από την σχηματισθείσα σε σχέση με το ένδικο ατύχημα ποινική δικογραφία, τα οποία εκτιμώνται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΟλΑΠ 8/1987, ΑΠ 631/2004, ΑΠ 370/2004), χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σε αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα, και ως προεκτέθηκε, όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται προς σχηματισμό της δικανικής κρίσεως σχετικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723), [σημειώνοντας ότι ο εφεσίβλητος-αντεκκαλών στις προτάσεις του παρόντος βαθμού, περιλαμβάνει, αυτούσιες, τις προτάσεις και την προσθήκη-αντίκρουση της πρωτοβάθμιας συζητήσεως (κατ΄ αμφότερες τις συζητήσεις, ήτοι της 3-6-2011 και της 5-4-2013), καλυπτόμενες από την υπογραφή του πληρεξούσιου Δικηγόρου του, και κατά τον τρόπο αυτό έχουν καταστεί ενιαίες προτάσεις, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 11-2-2006 και περί ώρα 23:10 στον Κορυδαλλό ο ενάγων ηλικίας τότε 41 περίπου ετών, οδηγούσε την υπ΄ αρ. κυκλοφορίας ……. δίκυκλη μοτοσικλέτα, ιδιοκτησίας του, βαίνοντας κανονικά με την επίσης κανονική για την περιοχή και τις περιστάσεις ταχύτητα 40 περίπου χλμ./ώρα σε κατοικημένη περιοχή με σήμανση ανωτάτου ορίου ταχύτητας 50 χλμ/ώρα, επί της οδού Δημητρακοπούλου, εντός του ρεύματος κυκλοφορίας του, στο δεξιό τμήμα αυτού με κατεύθυνση από την πλατεία Ελευθερίας προς την Λεωφόρο Γρ. Λαμπράκη, προκειμένου να παραδώσει παραγγελία από το ψητοπωλείο …. με την επωνυμία «…..» στο οποίο εργαζόταν ως διανομέας φαγητού. Πλησιάζοντας (ο ενάγων) με την ως άνω δίκυκλη μοτοσικλέτα του στη διασταύρωση της οδού Δημητρακοπούλου με την οδό Σερρών, συνέχισε κανονικά και σύννομα την ευθεία πορεία του ενόψει του ότι στην πορεία των κινουµένων, επί της οδού Σερρών, οχηµάτων υπάρχει προ της διασταυρώσεως σήµα υποχρεωτικής διακοπής πορείας («STOP»), και ήδη αυτός είχε εισέλθει σε αυτήν (διασταύρωση). Την ίδια χρονική στιγμή και στον ίδιο τόπο ο πρώτος των εναγομένων, ηλικίας τότε 40 περίπου ετών, οδηγούσε το υπ΄ αρ. κυκλοφορίας ……….. ιδιωτικής χρήσεως επιβατικό αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας του, το οποίο κατά το χρόνο εκείνο ήταν ασφαλισμένο για τις προξενούμενες σε τρίτους ζημίες, στην ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «………», της οποίας η άδεια έχει ανακληθεί (σχετ. η υπ΄ αρ. Κ3-1232/5.2.2007 απόφαση του Υφυπουργού Ανάπτυξης περί οριστικής ανάκλησης της άδειας σύστασης και λειτουργίας αυτής) και νοµίµως υπεισήλθε αυτοδίκαια στο σύνολο των δικαιωµάτων και υποχρεώσεων αυτής, ως εκ του νόμου ειδικός διάδοχος, το τρίτο των εναγομένων, κινούμενος επί της προαναφερθείσας οδού Σερρών και στα δεξιά σε σχέση προς την πορεία του ενάγοντος, με κατεύθυνση από την πλατεία Παγκόσμιας Ειρήνης (Πλατεία Μέμου) προς τις Φυλακές Κορυδαλλού. Φθάνοντας στο ύψος της διασταύρωσης των οδών Σερρών και Δημητρακοπούλου ο πρώτος των εναγομένων και προ της ρυθμιστικής της κυκλοφορίας πινακίδας με την ένδειξη «STOP» η οποία του επέβαλε την υποχρέωση να διακόψει την πορεία του οχήματός του πριν από την είσοδο στον κόμβο και να παραχωρήσει προτεραιότητα στα οχήματα που κινούνταν επί της οδού Δημητρακοπούλου προς την οποία πλησίαζε, από έλλειψη της προσοχής που όφειλε και μπορούσε να δείξει κάτω από τις συγκεκριμένες περιστάσεις ως μέσος συνετός οδηγός, παραβίασε την ως άνω ρυθμιστική της κυκλοφορίας πινακίδα, κατά τα κατωτέρω αναφερόμενα, και εισήλθε στη διασταύρωση αυτή. Ειδικότερα ο πρώτος των εναγομένων-οδηγός δεν ακινητοποίησε το ως άνω όχημά του προ της ρυθµιστικής πινακίδας «STOP» και προ της διασταυρώσεως, προκειµένου να ελέγξει εάν κινούνταν οχήματα επί της οδού Δημητρακοπούλου και να παραχωρήσει προτεραιότητα σ΄ αυτά [οχήματα κινούµενα επί της ως άνω οδού (Δηµητρακοπούλου)], αλλά εξακολούθησε να κινείται και εισήλθε στη διασταύρωση, µε αποτέλεσµα να παρεµβληθεί αιφνιδίως στην πορεία της ως άνω µοτοσικλέτας και να επιπέσει ο ενάγων µε το εµπρόσθιο πλάγιο δεξιό τµήµα της µοτοσικλέτας του στην εµπρόσθια αριστερή πλάγια πλευρά του ως άνω αυτοκινήτου και ακολούθως ο ενάγων να εκσφενδονισθεί πάνω από το καπώ του αυτοκινήτου που οδηγούσε ο πρώτος των εναγομένων και στη συνέχεια να επιπέσει στο οδόστρωµα. Η ως άνω σύγκρουση των οχηµάτων έλαβε χώρα στο κέντρο περίπου της προαναφεροµένης διασταύρωσης. Η οδός Δημητρακοπούλου είναι δρόµος μονής κατεύθυνσης, µε µία λωρίδα κυκλοφορίας, χωρίς διαγράμμιση, ευθεία και διασταυρώνεται µε την οδό Σερρών, που είναι, επίσης, οδός μονής κατεύθυνσης µε µία λωρίδα κυκλοφορίας, χωρίς διαγράμμιση, με ανωφέρεια με μικρή κλίση. Κατά τον ως άνω χρόνο (της συγκρούσεως) η κατάσταση του ασφάλτινου οδοστρώµατος και των δύο οδών ήταν ξηρά, η κυκλοφορία των οχηµάτων επί της οδού Δημητρακοπούλου ήταν κανονική, ενώ επί της οδού Σερρών ήταν αραιή, των πεζών και στις δυο οδούς αραιή, η ορατότητα δεν περιοριζόταν, οι συνθήκες φωτισµού ήταν νύχτας, µε επαρκή όµως, δηµοτικό φωτισµό και οι καιρικές συνθήκες ήταν καλές. Το ανώτατο όριο ταχύτητας των οχηµάτων στο σημείο αυτό είναι 50 χλμ/ώρα (κατοικηµένη περιοχή). Αποκλειστικά υπαίτιος της ένδικης σύγκρουσης είναι ο πρώτος των εναγομένων, ………., μη διάδικος στην παρούσα δίκη, ο οποίος  προκάλεσε το εν λόγω τροχαίο ατύχημα από αµέλεια, έλλειψη, δηλαδή, της προσοχής την οποία όφειλε να καταβάλει ως µέσος συνετός οδηγός, κατά τους κανόνες της οδικής κυκλοφορίας και εκείνους της κοινής πείρας και λογικής, την οποία (προσοχή) αν κατέβαλε θα µπορούσε να είχε προβλέψει το ζηµιογόνο αποτέλεσµα και ασφαλώς να το αποφύγει. Ειδικότερα, η αµέλεια αυτού συνίσταται στο ότι παρά την ύπαρξη στην πορεία του της ρυθμιστικής πινακίδας με την ένδειξη «STOP», η οποία του επέβαλε όχι μόνον πρόσκαιρη ακινητοποίηση, αλλά και προσεκτικό έλεγχο της κινήσεως των οχημάτων στη διασταύρωση και είσοδό του σ΄ αυτήν μόνον όταν θα ελευθερωνόταν από οποιοδήποτε όχημα, στο οποίο όφειλε να παραχωρήσει προτεραιότητα, δεν είχε διαρκώς τεταµένη την προσοχή του και δεν σταµάτησε προ της διασταυρώσεως για να ελέγξει την κίνηση των οχηµάτων επί της οδού Δηµητρακοπούλου επιδεικνύονταις ιδιαίτερη προσοχή αφού στα αριστερά της οδού στην οποία κινούταν ήταν παράνοµα σταθµευµένο Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο, ούτε ανέκοψε την ταχύτητα του, αλλά εισήλθε, µε συνέπεια να αποφράξει προ ελαχίστης αποστάσεως την ευθεία πορεία της µοτοσικλέτας του ενάγοντος. Οι πράξεις και παραλείψεις του αυτές, που συνιστούν και παραβάσεις των άρθρων 4 παρ. 3 (Ρ-2), 12 παρ. 1 και 26 παρ. 1 και 4 του ΚΟΚ συνδέονται με σχέση αιτίου και αποτελέσματος προς το ένδικο ατύχημα με την έννοια ότι αν αυτός έβαινε κανονικά με προσοχή, τηρώντας τη ρυθμιστική της κυκλοφορίας πινακίδα και δεν επιχειρούσε την ως άνω κίνηση η ως άνω σύγκρουση θα απεφεύγετο. Αντιθέτως τον ενάγοντα δεν βαρύνει αμέλεια ως προς την πρόκληση του ατυχήματος, διότι οδηγούσε με σύνεση και με διαρκώς τεταμένη την προσοχή του, είχε τον πλήρη έλεγχο του οχήματός του ώστε να μπορεί σε κάθε στιγμή να εκτελεί τους απαιτούμενους χειρισμούς, κινούταν με κανονική για τις περιστάσεις (διαμόρφωση του εδάφους, κατάσταση και χαρακτηριστικά της οδού και συνθήκες κυκλοφορίας) ταχύτητα και επιχείρησε να προβεί σε αποφευκτικό δεξιό ελιγµό, πλην όµως, δεν µπόρεσε να αποφύγει τη σύγκρουση λόγω του ότι παρεμβλήθηκε αιφνιδίως το όχηµα του πρώτου των εναγοµένων κάθετα στο ρεύµα πορείας του και προ ελαχίστης αποστάσεως. Επομένως, η επέλευση του επίδικου τροχαίου δεν συνδέεται αιτιωδώς με κάποια αμελή ενέργεια ή παράλειψή του. Το Δικαστήριο οδηγείται στην ως άνω δικανική κρίση λαμβάνοντας υπόψη όλα τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα, ανάμεσα στα οποία η έκθεση αυτοψίας τροχαίου ατυχήματος, το πρόχειρο σχεδιάγραμμα του τόπου της ένδικης σύγκρουσης, [στο οποίο, μεταξύ άλλων, απεικονίζονται θραύσματα γυαλιών και πλαστικών επί του οδοστρώματος στο κέντρο περίπου της διασταύρωσης των δύο οδών, καθώς και η τελική θέση της δίκυκλης μοτοσικλέτας, θέση στην οποία βρέθηκε μετά τη σύγκρουση και κατά χρόνο της αυτοψίας και συντάξεως αυτού (σχεδιαγράμματος)], τα οποία (ως άνω αποδεικτικά μέσα) το παρόν Δικαστήριο συνεκτίμησε με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα. Συνεπώς, ο ισχυρισμός του τρίτου των εναγομένων, ήδη εκκαλούντος-αντεφεσίβλητου περί αποκλειστικής υπαιτιότητας του ενάγοντος που προέβαλε πρωτοδίκως και επαναφέρει με λόγο της ένδικης εφέσεως πρέπει να απορριφθεί ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμος. Επίσης, πρέπει να απορριφθεί ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη η ένσταση περί συνυπαιτιότητας του ενάγοντος στην πρόκληση του ένδικου τροχαίου ατυχήματος, την οποία προέβαλε επικουρικά το τρίτο των εναγομένων, ήδη εκκαλούν-αντεφεσίβλητο με δήλωση του πληρεξούσιου Δικηγόρου του, αντίστοιχα, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη και την συμπροσβαλλόμενη απόφαση του ως άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως και περιλαμβάνεται και στις προτάσεις που κατέθεσε νομότυπα στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (και κατά τις δύο δικασίμους της 3-6-2011 και της 5-4-2013) και την οποία (ένσταση) επανέφερε, επίσης επικουρικά, στον παρόντα βαθμό με σχετικό λόγο της εφέσεως. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την συνεκκαλούμενη υπ΄ αρ. 518/2012 απόφασή του και την εκκαλουμένη απόφασή του, έκρινε όμοια και συγκεκριμένα ότι αποκλειστικά υπαίτιος του ένδικης σύγκρουσης είναι ο πρώτος των εναγομένων, απορριπτομένης ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμης και της προβληθείσας ως άνω ενστάσεως περί συνυπαιτιότητας του ενάγοντος στην πρόκληση του ένδικου τροχαίου ατυχήματος κατά ποσοστό 95%, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και επίσης ορθά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ΄ αυτές πραγματικά περιστατικά, ο δε σχετικός λόγος της ένδικης εφέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμος. Περαιτέρω, από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε, ότι αµέσως µετά το ατύχηµα, ο ενάγων µεταφέρθηκε µε ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ στο Γενικό Νοσοκοµείο Ελευσίνας «ΘΡΙΑΣΙΟ», όπου νοσηλεύθηκε µέχρι τις 4-3-2006, υποβληθείς σε χειρουργική επέµβαση στο δεξιό του άκρο (πόδι), λόγω διπολικού κατάγµατος (δε) µηριαίου (διάφυση και υπερκονδύλιο) επί εδάφους παλαιού διατροχαντήριου κατάγµατος (παλαιότερος τραυµατισµός του από τροχαίο επίσης ατύχηµα). Έγινε αφαίρεση των παλαιών υλικών και εσωτερική οστεοσύνθεση των νέων καταγµάτων. Μετά τετράµηνο υπέστη συνδεσµική κάκωση του σύστοιχου γόνατος, λόγω αστάθειας και πτώσης του κατά την προσπάθεια έναρξης βάδισης, θεραπευθείσα συντηρητικώς, διαπιστώθηκε βαθµός βλαισογονίας, µετατραυµατικής αρθρίτιδας (δε) γόνατος ως και ισχιαλγία (αρ) που τον παρεµποδίζουν στην καθηµερινή του δραστηριότητα, ενώ τέλος ο ενάγων ένεκα του ένδικου τραυµατισµού του εµφανίζει ανισοσκελία 2 cm για την αποκατάσταση της οποίας είναι ενδεχόµενο να απαιτηθεί χειρουργική επέµβαση. Ακολούθως, η Δευτεροβάθµια Υγειονοµική Επιτροπή του ΙΚΑ, αφού έλαβε υπόψη της την υπ΄ αρ. 800/28-2-2007 γνωµ. ΑΥΕ Νίκαιας µε την οποία χορηγήθηκε στον ενάγοντα αναρρωτική άδεια από 26-2-2007 έως 28-2-2007 δεν χορήγησε σε αυτόν περαιτέρω άδεια επικαλούµενο τη µονιµότητα των προβληµάτων και συστήνοντας σε αυτόν την εξέτασή του από Επιτροπές συντάξεως του ΙΚΑ. Εξάλλου μετά από αξιολόγηση από τη Δευτεροβάθμια Υγειονομική Επιτροπή του ΚΕ.Π.Α. διαπιστώθηκε ότι πάσχει από μετατραυματική δυσκαμψία δε γόνατος και δε ισχίου σε έδαφος παλαιών χειρουργηθέντων και πορωθέντων καταγμάτων δε μηριαίου και από διπολική συναισθηματική διαταραχή και ότι το συνολικό ποσοστό αναπηρίας του ανέρχεται σε 73% κατά ιατρική πρόβλεψη, από 5-10-2015 έως 30-6-2018 και ότι 67% οφείλεται σε ψυχιατρική πάθηση. Περαιτέρω για τη διπολική συναισθηματική διαταραχή (F.31), από την οποία πάσχει, παρακολουθείται στο Κέντρο Ψυχικής Υγείας Κορυδαλλού από το 2010 και λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή. Επιπροσθέτως, αποδείχθηκαν τα εξής: Κατά το χρόνο του ατυχήματος, ο ενάγων εργαζόταν τις πρωινές ώρες στην εταιρεία ταχυµεταφορών ………, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και µε την ειδικότητα του διανοµέα (courier). Μετά το ατύχηµα εξακολούθησε να απασχολείται στην εταιρεία αυτή ως αποθηκάριος εισαγωγής, αφού δεν µπορούσε πλέον λόγω των ορθοπεδικών του προβληµάτων να απασχοληθεί στην ειδικότητα µε την οποία είχε προσληφθεί, εν τέλει δε απολύθηκε στις 12-6-2009. Ο βασικός µισθός του από την προαναφερόµενη εργασία του ως διανοµέα, ανερχόταν σε 815 ευρώ περίπου µικτά. Παράλληλα τις απογευµατινές ώρες εργαζόταν ως διανοµέας φαγητού στο ψητοπωλείο …… στον Κορυδαλλό, µε µισθό περί τα 400 ευρώ µηνιαίως, από την οποία και απολύθηκε την ηµέρα του ατυχήµατος λόγω του σοβαρού τραυµατισµού του. Στη συνεχεία, λόγω των αυξηµένων οικογενειακών του υποχρεώσεων, εξακολούθησε, µε δυσκολία, να εργάζεται µετά από ένα έτος περίπου από το ατύχηµά του. Ειδικότερα εργάστηκε από 3-7-2007 έως 18-10-2008, οπότε επίσης απολύθηκε, στην επιχείρηση-πιτσαρία µε την επωνυµία «……….» και τέλος στην επιχείρηση εστιατορίου µε την επωνυµία «………….», από τις 13-6-2009 έως 15-6-2010, από την οποία λάµβανε περίπου 913 ευρώ µηνιαίως µικτά, οπότε επίσης απολύθηκε. Εξαιτίας του τραυματισμού του κατέστη ανίκανος προς εργασία. Κατόπιν τούτων, ο ενάγων, λόγω της αδυναμίας του να παράσχει την προπεριγραφείσα εργασία του, για το χρονικό διάστημα από 28-2-2007 έως τις 26-4-2007, απώλεσε τους μισθούς δύο μηνών, ήτοι συνολικά 1.630 (= 2 µήνες Χ 815 ευρώ) ευρώ, ποσό το οποίο και πρέπει να επιδικαστεί, ενώ κατά το λοιπό σκέλος της σχετικής αγωγικής απαίτησης έχει επέλθει ήδη περιορισµός του αγωγικού αιτήµατος, όπως προαναφέρθηκε. Επίσης, λόγω της ανικανότητάς του προς εργασία για το χρονικό διάστημα τεσσάρων (4) ετών µετά την άσκηση της υπ΄ αρ. …../2010 αγωγής, ο ενάγων απώλεσε εισοδήματα, ανερχόμενα με πιθανότητα σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, λαµβανοµένων υπόψη και των γενικότερων επικρατουσών οικονοµικών συνθηκών στην αγορά εργασίας σε 750 ευρώ µηνιαίως, πέραν του ποσού µηνιαίας αναπηρικής σύνταξης που του έχει ήδη απονεµηθεί, λόγω αναπηρίας από την ως άνω αιτία, ποσού 206,07 ευρώ, ήτοι εάν δεν είχε επέλθει ο ως άνω τραυματισμός του και η ανικανότητά του προς εργασία, θα είχε εισοδήματα από την εργασία του, ανερχόμενα στο ποσό των 956,07 ευρώ, από τα οποία ήδη το ποσό των 206,07 ευρώ λαμβάνει ως μηνιαία σύνταξη και συνεπώς δικαιούται να ζητήσει από το τρίτο των εναγομένων το υπόλοιπο ποσό των 750 ευρώ μηνιαίως. Κατά το λοιπό αιτούµενο χρονικό διάστηµα απορριπτέο είναι το σχετικό κονδύλιο ως προώρως ασκούµενο. Το ανωτέρω δε επιδικαζόμενο για το µέλλον ποσό δικαιούται ο ενάγων σε µηνιαία περιοδική βάση και όχι εφάπαξ, δοθέντος ότι δεν επικαλείται ούτε και αποδεικνύει την ύπαρξη σπουδαίου προς τούτο λόγου (άρθρο 930 του ΑΚ). Περαιτέρω, στα προαναφερόμενα ποσά συμπεριλαμβάνονται και οι δικαιούμενες από τον ενάγοντα ασφαλιστικές εισφορές, που αντιστοιχούν στο ανωτέρω χρονικό διάστημα (μικτές αποδοχές), δεδομένου ότι η αποζημίωση του παθόντος για τη στέρηση των εισοδημάτων του εξαιτίας της ανικανότητας του για παροχή της εργασίας περιλαμβάνει το σύνολο των ακαθάριστων (μικτών) αποδοχών του, που θα ελάμβανε αν δεν τραυματιζόταν, δηλαδή εκείνες στις οποίες περιλαμβάνονται και οι κρατήσεις υπέρ των ασφαλιστικών οργανισμών, που ο εργοδότης πρέπει να παρακρατεί από τις αποδοχές του μισθωτού (ΑΠ 291/2007 ΕλλΔνη 2007.1020, ΕφΠειρ 684/2014, ΕφΘεσ 1191/2009 Αρμ 2010.1561, ΕφΑθ 4607/2003 ΕλλΔνη 2006.1449). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, δεν έσφαλε, αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και ορθά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ΄ αυτές πραγματικά περιστατικά, οι δε σχετικοί λόγοι της εφέσεως και της αντεφέσεως, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα αντίστοιχα, πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμοι. Περαιτέρω, ο ενάγων επιδοτήθηκε, λόγω του ένδικου ατυχήµατος, το έτος 2006 για 320 ημέρες και εισέπραξε από το ΙΚΑ, ως ασφαλιστικό του φορέα, το ποσό των 9.321,12 ευρώ. Συνεπώς, ο ενάγων νομιμοποιείται ενεργητικά ως προς τα ως άνω αιτούμενα κονδύλια, τα οποία δεν καλύφθηκαν από τον ασφαλιστικό του φορέα. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, δεν έσφαλε, αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και ορθά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ΄ αυτές πραγματικά περιστατικά, ο δε σχετικός λόγος της ένδικης εφέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμος. Περαιτέρω, από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι για μετακινήσεις από την οικία τους που βρίσκεται στην Αγία Βαρβάρα µε δημόσιας χρήσεως επιβατικό αυτοκίνητο (ταξί) των συγγενικών του προσώπων (πατέρα και µητέρας) που προσέφεραν τις αναγκαίες προς αυτόν υποστηρικτικές υπηρεσίες τους κατά το χρονικό διάστηµα νοσηλείας του στο Γενικό Νοσοκομείο Ελευσίνας «ΘΡΙΑΣΙΟ»,  που βρίσκεται στην Ελευσίνα, ήτοι επί 22 ηµέρες, ο ενάγων δαπάνησε το συνολικό ποσό των 660 ευρώ για καθένα από αυτούς, ήτοι 30 ευρώ ηµερησίως επί 22 ηµέρες, και συνολικά 1.320 (= 660 ευρώ Χ 2) ευρώ. Μίσθωση δημόσιας χρήσεως επιβατικού αυτοκινήτου (ταξί) για τις μετακινήσεις της σύζυγου του ενάγοντος με δαπάνες του ιδίου (ενάγοντος) δεν αποδείχθηκε και συνεπώς το αντίστοιχο κονδύλιο πρέπει να απορριφθεί ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμο. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφασή του επιδίκασε στον ενάγοντα αποζημίωση για τη μίσθωση δημόσιας χρήσεως επιβατικού αυτοκινήτου για τις μετακινήσεις του πατέρα και της μητέρας του ενάγοντος με δαπάνες αυτού 660 ευρώ για καθένα από αυτούς δεν έσφαλε, αλλά ορθά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ΄ αυτές πραγματικά περιστατικά και οι σχετικοί λόγοι της ένδικης εφέσεως και της ένδικης αντεφέσεως με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα αντίστοιχα πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμοι. Αντιθέτως όμως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφασή του επιδίκασε στον ενάγοντα αποζημίωση για τη μίσθωση δημόσιας χρήσεως επιβατικού αυτοκινήτου για τις μετακινήσεις και της συζύγου του με δαπάνες αυτού ποσού 660 ευρώ έσφαλε και δεν εκτίμησε ορθά τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ΄ αυτές πραγματικά περιστατικά και ο σχετικός λόγος της ένδικης εφέσεως πρέπει να γίνει δεκτός ως κατ΄ ουσίαν βάσιμος. Περαιτέρω, από το ένδικο ατύχημα ο ενάγων υπέστη και τις ακόλουθες περιουσιακές ζημίες: α) για αµοιβή φυσιοθεραπευτή στις κατ΄ οίκον επισκέψεις δαπάνησε το συνολικό ποσό των 1.500 ευρώ, ήτοι για 60 φυσιοθεραπείες Χ 25 ευρώ/κάθε φυσιοθεραπεία, β) για αμοιβή νοσοκόμας για ενέσεις στις κατ΄ οίκον επισκέψεις της δαπάνησε το συνολικό ποσό των 420 ευρώ, ήτοι 30 ηµέρες Χ 14 ευρώ ηµερησίως, γ) για επίσκεψη στον Χειρουργό Ορθοπεδικό …………. την 3-5-2010 δαπάνησε 35 ευρώ. Ακολούθως, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων μετά το ατύχημα αδυνατούσε να  αυτοεξυπηρετηθεί και είχε ανάγκη από υπηρεσίες τρίτου προσώπου (νοσοκόμας-συνοδού) για χρονικό διάστημα 10 μηνών. Τις υπηρεσίες αυτές του προσέφεραν με εντατικοποίηση των δυνάμεών τους, χωρίς αµοιβή και πέραν του καθήκοντός τους από τη συγγενική σχέση, συγγενείς του, ήτοι η σύζυγός του και ο πατέρας του, ηλικίας κατά το χρόνο του ένδικου ατυχήματος 69 περίπου ετών. Εάν για την αιτία αυτή ο ενάγων προσλάμβανε τρίτο πρόσωπο, θα κατέβαλλε σ’ αυτό για το παραπάνω χρονικό διάστημα το ποσό των 400 ευρώ μηνιαίως, ήτοι συνολικά το ποσό των 4.000 (= 400 ευρώ Χ 10 μήνες) ευρώ. Το ως άνω κονδύλιο αποτελεί ζηµία του ενάγοντος, την οποία υποχρεούνται να αποκαταστήσει το τρίτο των εναγομένων. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, δεν έσφαλε, αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και ορθά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ΄ αυτές πραγματικά περιστατικά, οι δε σχετικοί λόγοι της εφέσεως και της αντεφέσεως, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα αντίστοιχα, πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμοι. Επίσης, από τα ίδια παραπάνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι ο ενάγων για την τόνωση του εξασθενισμένου οργανισμού του και την ταχύτερη αποκατάσταση της υγείας του, υποχρεώθηκε, όπως συνήθως συμβαίνει στις περιπτώσεις καταγμάτων οστών, στη λήψη βελτιωμένης (πέραν, δηλαδή, της συνήθους) και ιατρικά ενδεδειγμένης διατροφής, τροφής, ιδίως πλούσιας σε ασβέστιο, πρωτεΐνες, βιταμίνες και ιχνοστοιχεία, όπως κρέας, ψάρι, γαλακτοκοµικά, για χρονικό διάστημα ενενήντα (90) ημερών μετά την έξοδό του από το νοσοκομείο. Για το σκοπό αυτό κατέβαλλε ημερησίως το ποσό των 10 ευρώ [ήτοι το συνολικό ποσό των 900 (= 90 ημέρες Χ 10 ευρώ/ημερησίως) ευρώ] επιπλέον αυτού που δαπανούσε για τη συνήθη προ του ατυχήματος διατροφή του, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση των ως άνω τραυμάτων και την έκταση αυτών, καθώς επίσης ότι στο καθημερινό διαιτολόγιο ενός μέσου ανθρώπου περιλαμβάνονται ήδη τροφές πλούσιες σε ασβέστιο, πρωτεΐνες και βιταμίνες. Συνεπώς η ζημία του από την αιτία αυτή, ήτοι η πρόσθετη (της κανονικής διατροφής του) επιβάρυνση στις δαπάνες της διατροφής του (ενάγοντος), ανέρχεται στο ποσό των 900 ευρώ, απορριπτόμενου, ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμου, του κονδυλίου αυτού κατά το επιπλέον αιτούμενο. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, δεν έσφαλε, αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και ορθά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ΄ αυτές πραγματικά περιστατικά, οι δε σχετικοί λόγοι της εφέσεως και της αντεφέσεως, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα αντίστοιχα, πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμοι. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι εξαιτίας της ένδικης σύγκρουσης, η υπ΄ αρ. κυκλοφορίας …………. δίκυκλη μοτοσικλέτα, την οποία οδηγούσε ο ενάγων κατά τον χρόνο που έλαβε χώρα το ένδικο ατύχηµα, ιδιοκτησίας του ιδίου, εργοστασίου κατασκευής ΚΑWASAKI, η οποία κυκλοφόρησε το πρώτον περίπου το έτος 1991, καταστράφηκε ολοσχερώς. Η εμπορική (αγοραία) αξία της δίκυκλης μοτοσικλέτας του ενάγοντος, κατά το χρόνο του ατυχήματος, ανερχόταν στο ποσό των 300 ευρώ. Στο ως άνω ποσό αντιστοιχεί η ζηµία του ενάγοντος από την ολοσχερή καταστροφή του οχήµατός του, ποσό το οποίο όμως, περιορίζεται κατά 50 ευρώ, ήτοι την αξία των υπολειμμάτων της δίκυκλης μοτοσικλέτας (σώστρα), δεκτής γενομένης, όπως και πρωτοδίκως, ως και κατ΄ ουσίαν βάσιμης της ένστασης συμψηφισμού ζημίας και κέρδους που πρότεινε το τρίτο των εναγομένων, ήδη εκκαλούν-αντεφεσίβλητο. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, δεν έσφαλε, αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και ορθά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ΄ αυτές πραγματικά περιστατικά, οι δε σχετικοί λόγοι της εφέσεως και της αντεφέσεως με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα αντίστοιχα, πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμοι. Συνεπώς, η ζημία του ενάγοντος από την αιτία αυτή ανέρχεται στο ποσό των 250 (= 300 – 50) ευρώ. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι κατά το ένδικο ατύχημα και λόγω της πτώσης του ενάγοντος στο οδόστρωμα, καταστράφηκαν τα μεταχειρισμένα γυαλιά μυωπίας του, τα μεταχειρισμένα ενδύματά του (παντελόνι, πουλόβερ, μπουφάν) και τα μεταχειρισμένα υποδήματά του (μπότες) που φορούσε, αξίας 250, 150 (50 ευρώ το καθένα) και 50 ευρώ αντίστοιχα, ήτοι συνολικής αξίας 450 ευρώ.  Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, δεν έσφαλε, αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και ορθά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ΄ αυτές πραγματικά περιστατικά, οι δε σχετικοί λόγοι της εφέσεως και της αντεφέσεως, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα αντίστοιχα, πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμοι. Επιπλέον ο ενάγων δαπάνησε για την αγορά φαρμάκων και παραϊατρικού υλικού, δαπάνες οι οποίες ήταν απαραίτητες, λόγω της προαναφερόμενης κατάστασης της υγείας του και για την αποκατάσταση αυτής, τα εξής ποσά: α) για αγορά φαρµάκων δαπάνησε το συνολικό ποσό των 482,15 ευρώ και συγκεκριμένα για την αγορά φαρμάκων από το φαρμακείο του ………….. 414,96 ευρώ, από το φαρμακείο ………… 2,67 ευρώ, από το φαρμακείο ……….. 49,22 ευρώ και από το φαρμακείο ………… 15,30 ευρώ, ήτοι συνολικά το ποσό των 482,15 (= 414,96 + 2,67 + 49,22  + 15,30) ευρώ και β) για αγορά παραϊατρικού υλικού (ζεύγη ορθωτικών, πέλµατα σιλικόνης, ανυψωτικά πτέρνας, κηδεµόνας γόνατος ρυθµιζόµενης κίνησης, επιγονατίδα ενισχυµένη µε έλασµα και δέστρες) δαπάνησε το συνολικό ποσό των 529 ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, για την αγορά φαρμάκων έκρινε ότι ο ενάγων δαπάνησε το συνολικό ποσό των 410 ευρώ, δεν εκτίμησε ορθά τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ΄ αυτές πραγματικά περιστατικά, αλλά έσφαλε και ο σχετικός λόγος της αντεφέσεως πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός ως κατ΄ ουσίαν βάσιμος, ενώ ο σχετικός λόγος της εφέσεως πρέπει να απορριφθεί ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμος. Επίσης, κατόπιν τούτων το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, για την αγορά παραϊατρικού υλικού έκρινε ότι ο ενάγων δαπάνησε το ποσό των 639 ευρώ, δεν εκτίμησε ορθά τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ΄ αυτές πραγματικά περιστατικά, αλλά έσφαλε και ο σχετικός λόγος της εφέσεως πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός ως κατ΄ ουσίαν βάσιμος, ενώ ο σχετικός λόγος της αντεφέσεως πρέπει να απορριφθεί ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμος. Περαιτέρω, ο ενάγων για επισκέψεις στο νοσοκοµείο και σε ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα προς παρακολούθηση της πορείας της υγείας του και διενέργεια των απαραίτητων εξετάσεων δαπάνησε συνολικά το ποσό των 250 ευρώ, καθώς επίσης για δυνατότητα κολύµβησης κατά το µήνα Ιανουάριο του έτους 2007 σε πισίνα προς βελτίωση της κινητικότητας των άκρων του δαπάνησε το ποσό των 25 ευρώ. Επιπλέον, ο ενάγων κατέβαλε για οδική βοήθεια, ήτοι για μεταφορά της μοτοσικλέτας του από τον τόπο του ατυχήματος και τη φύλαξη αυτής το ποσό των 116,62 ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, ως προς τα τρία αυτά κονδύλια, δεν έσφαλε, αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και ορθά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ΄ αυτές πραγματικά περιστατικά, οι σχετικοί δε λόγοι της ένδικης εφέσεως με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα αντίστοιχα, πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμοι. Εξάλλου το γεγονός ότι ο ενάγων δεν φορούσε προστατευτικό κράνος, όπως ήταν κατά νόμο υποχρεωμένος (άρθρο 12 παρ. 6 του KOK), κατά τη στιγμή του ατυχήματος  δεν ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της παρούσας δίκης, εν όψει του ότι αυτό δεν συνδέεται αιτιωδώς με την πρόκληση του ως άνω τραυματισμού του και µε τις προαναφερόμενες σωµατικές βλάβες που υπέστη, η δε χρήση του δεν ήταν ικανή να αποτρέψει τον επελθόντα ως άνω τραυματισμό του ή το εύρος αυτού. Περαιτέρω, ενόψει των συνθηκών υπό τις οποίες συνέβη το ένδικο ατύχημα, του είδους, της έκτασης και της σοβαρότητας των σωματικών κακώσεων που υπέστη ο ενάγων με λίαν δυσμενείς συνέπειες στην επαγγελματική και κοινωνική του υπόσταση, της σωματικής και ψυχικής ταλαιπωρίας στην οποία υποβλήθηκε και θα υφίσταται περιοδικά από τις επισκέψεις του στους ιατρούς για παρακολούθηση της υγείας του λόγω του τραυματισμού του (που είχε ως αποτέλεσμα τη µόνιµη αναπηρία του στο δεξιό του σκέλος), καθώς και των περιορισµών στους οποίους υποβάλλεται εξαιτίας αυτού στην κοινωνική και προσωπική του ζωή (και ως σύζυγος και ως πατέρας δύο ανήλικων, κατά το χρόνο του ένδικου ατυχήματος, τέκνων), της ηλικίας αυτού (41 ετών κατά το χρόνο του ένδικου ατυχήματος), της αποκλειστικής υπαιτιότητας του πρώτου των εναγομένων, οδηγού του ζημιογόνου αυτοκινήτου, στην πρόκληση του ένδικου ατυχήματος, της ηλικίας αυτού (πρώτου των εναγομένων), κατά το χρόνο του ένδικου ατυχήματος, 40 περίπου ετών, [μη ασκούσας επιρροής στην πρόκληση και την έκταση των τραυμάτων του το γεγονός ότι δεν φορούσε (ο ενάγων) προστατευτικό κράνος, καθώς δεν συνδέεται αιτιωδώς µε τις βλάβες που υπέστη], της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων, πλην του τρίτου των εναγομένων, καθόσον η ευθύνη του είναι εγγυητική και δεν είναι υπαίτιο του ατυχήματος, το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να υποχρεωθεί το τρίτο των εναγομένων να καταβάλει στον ενάγοντα (µετά την αφαίρεση του ποσού της άνω απαίτησης για το οποίο ο ενάγων δήλωσε ότι θα παρασταθεί ως πολιτικώς ενάγων στο αρµόδιο ποινικό Δικαστήριο) το ποσό των 24.950 ευρώ, ως εύλογη χρηματική του ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την αδικοπραξία αυτή που τελέστηκε σε βάρος του. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την συνεκκαλούμενη υπ΄ αρ. 518/2012 απόφασή του, έκρινε όμοια και συγκεκριμένα ότι για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης του ενάγοντος πρέπει να υποχρεωθεί το τρίτο των εναγομένων να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των είκοσι τεσσάρων χιλιάδων εννιακοσίων πενήντα (24.950) ευρώ µε το νόµιµο τόκο από την επίδοση της αγωγής, δεν έσφαλε, αλλά ορθά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ΄ αυτές πραγματικά περιστατικά, οι δε σχετικοί λόγοι της εφέσεως και της αντεφέσεως, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα αντίστοιχα, πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμοι. Περαιτέρω, όμως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη υπ΄  αρ. 3078/2013 απόφασή του ως προς τις υπ΄ αρ. καταθ. …../2010 και υπ΄ αρ. καταθ. ……/2012 αγωγές, μεταξύ άλλων, έκρινε ότι αυτές έπρεπε να γίνουν εν µέρει δεκτές ως ουσίαν βάσιµες και ότι το εναγόµενο «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ» ευθύνεται (για καθεμία εξ αυτών) εντός των ορίων του άρθρου 19 παρ. 2 του Π.Δ. 237/1986, έσφαλε, και δεν εφάρμοσε ορθά το νόμο, καθώς ο περιορισμός της ευθύνης του ΝΠΙΔ με την επωνυμία «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ» κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 19 παρ. 2 του Π.Δ. 237/1986, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 (περ. γ΄) του Ν. 4092/2012, είναι ανεφάρμοστος, καθόσον με τις διατάξεις του ως άνω άρθρου αναγνωρίζεται υπέρ του ΝΠΙΔ με την επωνυμία «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ» ευνοϊκή μεταχείριση, ενώ τίθεται σε δυσμενέστερη θέση έναντι αυτού ο άλλος διάδικος, χωρίς να υφίσταται λόγος δημοσίου συμφέροντος που να καθιστά ανεκτή τη διαφοροποίηση αυτή, πολύ περισσότερο που στην ένδικη περίπτωση οι αξιώσεις του ενάγοντος είχαν γεννηθεί πριν από την ψήφιση του Ν. 4092/2012. Επομένως, ο σχετικός λόγος της εφέσεως με τον οποίο υποστηρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έπρεπε να εφαρμόσει το ως άνω άρθρο και για την χρηματική ικανοποίηση που επιδικάσθηκε με την υπ΄ αρ. 518/2012 απόφαση, πρέπει να απορριφθεί, ενώ πρέπει να γίνουν δεκτοί ως κατ΄ ουσίαν βάσιμοι οι σχετικοί λόγοι της αντεφέσεως που αφορούν τα κονδύλια των απολεσθέντων εισοδημάτων, της πλασματικής αμοιβής της νοσοκόμας-συνοδού, της καταστροφής της μοτοσικλέτας και των προσωπικών ειδών, να μην περιορισθούν αυτά με βάση το ως άνω άρθρο του Π.Δ., καθώς επίσης να μην περιορισθούν με βάση το ως άνω άρθρο του Π.Δ. και τα κονδύλια που αφορούν τη μετακίνηση με ταξί, τα φάρμακα και τα παραϊατρικά προϊόντα, ενώ τα υπόλοιπα κονδύλια που δεν προσβάλλονται με λόγο εφέσεως ή αντεφέσεως από τον ενάγοντα δεν δύναται, σε κάθε περίπτωση, να μεταρρυθμιστούν (άρθρο 536 του ΚΠολΔ). Επομένως, ο ενάγων δικαιούται τα ποσά των 24.950 ευρώ, 1.630 ευρώ, 750 ευρώ για κάθε μήνα επί 4 έτη, το συνολικό ποσό των 7.031,15  (= 1.320 + 4.000 + 250 + 450 + 482,15 + 529) ευρώ, καθώς επίσης το συνολικό ποσό των 2.759,63 [= 3.246,62 (=1.500 + 420 + 35 + 900 + 250 + 25 + 116,62 ) Χ 85%] ευρώ. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω και εφόσον δεν υπάρχουν προς έρευνα άλλοι λόγοι της εφέσεως και της αντεφέσεως, πρέπει να γίνουν δεκτές η ένδικη έφεση και η ένδικη αντέφεση ως κατ΄ ουσίαν βάσιμες, να διαταχθεί, λόγω της εν μέρει νίκης του εκκαλούντος η επιστροφή του παραβόλου, συνολικού ποσού 200 ευρώ, που κατατέθηκε για το παραδεκτό της εφέσεως, με τα υπ΄ αρ. ………. παράβολα ΔΗΜΟΣΙΟΥ και τα υπ΄ αρ. ………. παράβολα ΤΑΧΔΙΚ σε αυτό (εκκαλούν), καθώς επίσης να διαταχθεί λόγω της εν μέρει νίκης του αντεκκαλούντος η επιστροφή του παραβόλου, ποσού 100 ευρώ, που κατατέθηκε για το παραδεκτό της αντεφέσεως, με το υπ΄ αρ. …… e παράβολο της Γ.Γ.Π.Σ. σε αυτόν (αντεκκαλούντα), να εξαφανιστούν, ως προς τον ενάγοντα και το τρίτο των εναγομένων Ν.Π.Ι.Δ. με την επωνυμία «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ», η εκκαλουμένη απόφαση (υπ΄ αρ.  3078/2013 οριστική απόφαση), στο σύνολό της (δηλαδή και ως προς τις διατάξεις και τα κεφάλαια που αφορούν τις ανωτέρω αγωγές και δεν μεταρρυθμίστηκαν, αλλά θα περιληφθούν στην ενιαία απόφαση του Δικαστηρίου αυτού) και τούτο χάριν της ενότητας της εκτέλεσης, ήτοι για να υπάρχει ένας μόνο τίτλος εκτελέσεως  (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ, πρβλ. ΕφΑθ 5639/1997 ΕλλΔνη 39.437 και οι εκεί παραπομπές, πρβλ. Αθαν. Κρητικού: Αποζημίωση από τροχαία αυτοκινητικά ατυχήματα, εκ. 1992, σελ. 850, αρ. 2579), αναγκαίως  δε  και  κατά τη διάταξη  περί  δικαστικών εξόδων που θα καθορισθεί εξ αρχής, καθώς και η συμπροσβαλλομένη (υπ΄ αρ. 528/2012) εν μέρει οριστική απόφαση, να κρατηθεί η υπόθεση, κατ΄ άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ, από το Δικαστήριο αυτό, να δικασθούν οι από 14-6-2010 (αρ. καταθ. …./2010) και από 29-6-2012 (αρ. καταθ. …./2012) αγωγές και να ερευνηθούν εκ νέου, να γίνει εν μέρει δεκτή η από 14-6-2010 (αρ. καταθ. …./2010) αγωγή, να υποχρεωθεί το τρίτο των εναγομένων Ν.Π.Ι.Δ. με την επωνυμία «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ» να καταβάλει στον ενάγοντα α) το ποσό των είκοσι τεσσάρων χιλιάδων εννιακοσίων πενήντα (24.950) ευρώ µε το νόµιµο τόκο από την επίδοση της αγωγής, β) εφάπαξ χίλια εξακόσια τριάντα (1.630) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής µέχρι την εξόφληση και γ) περιοδικώς επτακόσια πενήντα (750) ευρώ με το νόμιμο τόκο εντός του πρώτου πενθήμερου κάθε µήνα για χρονικό διάστηµα τεσσάρων (4) ετών µετά την επίδοση της αγωγής µέχρι την εξόφληση και να καταδικαστεί το τρίτο των εναγομένων Ν.Π.Ι.Δ. με την επωνυμία «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ» στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, κατά μερική παραδοχή του οικείου αιτήματος του τελευταίου, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας κάθε πλευράς (άρθρα 106, 183, 178, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας και να γίνει εν μέρει δεκτή η από 29-6-2012 (αρ. καταθ. ……./2012) αγωγή, να υποχρεωθεί το τρίτο των εναγομένων  Ν.Π.Ι.Δ. με την επωνυμία «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ» να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των εννέα χιλιάδων επτακοσίων ενενήντα ευρώ και εβδομήντα οκτώ λεπτών (9.790,78 ευρώ) με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της υπ΄ αρ. …../2010 αγωγής µέχρι την εξόφληση και να καταδικαστεί το τρίτο των εναγομένων Ν.Π.Ι.Δ. με την επωνυμία «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ» στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, κατά μερική παραδοχή του οικείου αιτήματος του τελευταίου, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας κάθε πλευράς (άρθρα 106, 183, 178, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας. Το αίτημα περί κηρύξεως της παρούσας προσωρινά εκτελεστής στον παρόντα δεύτερο βαθμό καθίσταται αλυσιτελές, αφού η παρούσα απόφαση ως τελεσίδικη αποτελεί εκτελεστό τίτλο (άρθρο 904 παρ. 2 εδ. α΄ του ΚΠολΔ). Πρέπει να σημειωθεί ότι δεν είναι ανάγκη να περιληφθεί στην απόφαση αυτή διάταξη που να επεκτείνει την ισχύ αυτής (απόφασης) και στον πρώτο των εναγομένων (……….), ο οποίος δεν άσκησε έφεση και είναι απλός ομόδικος του τρίτου των εναγομένων, που άσκησε την ένδικη έφεση που έγινε δεκτή, αφού η επέκταση αυτή προβλέπεται από το νόμο (άρθρο 537 του ΚΠολΔ). Αν δε, προκύψει ζήτημα ως προς την επέκταση ή μη της ισχύος της (απόφασης) και στον πρώτο των εναγομένων (……….), θα λυθεί αυτό επ΄ ευκαιρία άλλης δίκης, όπως είναι π.χ. η αναγνωριστική αγωγή απ΄ αυτήν προς διαπίστωση της εν λόγω επέκτασης ή ανακοπή κατά της εκτέλεσης, κατ΄ άρθρο 933 του ΚΠολΔ (πρβλ. ΑΠ 187/2007, ΑΠ 1909/2005 ΧρΙΔ 2006.626, ΕφΑθ 1059/1999 ΕλλΔνη 41.823, Σ. Σαμουήλ: Η έφεση, παρ. 1152).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων α) την από 1-11-2013 (αρ. καταθ. …../2013) έφεση και β) την από 3-4-2017 (αρ. καταθ. …../2017) αντέφεση.

Δέχεται τυπικά και κατ΄ ουσίαν την από 1-11-2013 (αρ. καταθ. ……/2013) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 3078/2013 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και της συμπροσβαλλομένης υπ΄ αρ. 518/2012 εν μέρει οριστικής αποφάσεως του ιδίου Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς) που εκδόθηκαν κατά τη διαδικασία των αυτοκινήτων.

Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου συνολικού ποσού διακοσίων (200) ευρώ, που κατατέθηκε με τα υπ΄ αρ. ………. παράβολα ΔΗΜΟΣΙΟΥ και τα υπ΄ αρ. ………..  παράβολα ΤΑΧΔΙΚ, στο εκκαλούν.

Δέχεται τυπικά και κατ΄ ουσίαν την 3-4-2017 (αρ. καταθ. …./2017)  αντέφεση κατά της υπ΄ αρ. 3078/2013 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και της συμπροσβαλλομένης υπ΄ αρ. 518/2012 εν μέρει οριστικής αποφάσεως του ιδίου Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς) που εκδόθηκαν κατά τη διαδικασία των αυτοκινήτων.

Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου ποσού εκατό (100) ευρώ (βλ. το υπ΄ αρ. ……….. e παράβολο της Γ.Γ.Π.Σ.), στον αντεκκαλούντα.

Εξαφανίζει, ως προς ενάγοντα και το τρίτο των εναγομένων Ν.Π.Ι.Δ. με την επωνυμία «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ» την υπ΄ αρ. 3078/2013 οριστική απόφαση και την συμπροσβαλλομένη υπ΄ αρ. 528/2012 εν μέρει οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκαν κατά τη διαδικασία των αυτοκινήτων.

Κρατεί και δικάζει τις από  14-6-2010 (αρ. καταθ. …../2010) και από 29-6-2012 (αρ. καταθ. ……/2012) αγωγές.

Δέχεται εν μέρει την από  14-6-2010 (αρ. καταθ. …../2010) αγωγή.

Υποχρεώνει το τρίτο των εναγομένων Ν.Π.Ι.Δ. με την επωνυμία «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ» να καταβάλει στον ενάγοντα α) το ποσό των είκοσι τεσσάρων χιλιάδων εννιακοσίων πενήντα (24.950) ευρώ µε το νόµιµο τόκο από την επίδοση της αγωγής, β) εφάπαξ χίλια εξακόσια τριάντα (1.630) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής µέχρι την εξόφληση και γ) περιοδικώς επτακόσια πενήντα (750) ευρώ με το νόμιμο τόκο εντός του πρώτου πενθήμερου κάθε µήνα για χρονικό διάστηµα τεσσάρων (4) ετών µετά την επίδοση της αγωγής µέχρι την εξόφληση.

Καταδικάζει το τρίτο των εναγομένων Ν.Π.Ι.Δ. με την επωνυμία «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ» στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων διακοσίων (2.200) ευρώ.

Δέχεται εν μέρει την από 29-6-2012 (αρ. καταθ. ……/2012) αγωγή.

Υποχρεώνει το τρίτο των εναγομένων Ν.Π.Ι.Δ. με την επωνυμία «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ» να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των εννέα χιλιάδων επτακοσίων ενενήντα ευρώ και εβδομήντα οκτώ λεπτών (9.790,78 ευρώ) με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της υπ΄ αρ. …../2010 αγωγής µέχρι την εξόφληση.

Καταδικάζει το τρίτο των εναγομένων Ν.Π.Ι.Δ. με την επωνυμία «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ» στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων διακοσίων (1.200) ευρώ.

 

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις 11-5-2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους Δικηγόρων.

Η   ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ