Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 285/2018

ΕΦΕΤΕΙΟΝ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός αποφάσεως 285/2018

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟΝ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αικατερίνη Νομικού, Πρόεδρο Εφετών,  Παναγιώτη Χουζούρη, Εφέτη – Εισηγητή και Μαρία Ανδρεοπούλου, Εφέτη, και από την Γραμματέα Γ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

Α) Οι κρινόμενες εφέσεις  (υπ’ αριθ. καταθ. …… /16-6-2016, ………. /23-6-2016 και ……. /28-6-2016) έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, κατά τα άρθρα 144§1, 495§1, 518§1 και 520§2 ΚΠολΔ, εντός μηνός από της επιδόσεως της εκκαλουμένης από τους (πρώτο και δεύτερο ενάγοντες και τρίτη ενάγουσα) ………….. (πρώτο, δεύτερο και τρίτη εφεσιβλήτους) τόσο προς την εκκαλούσα της πρώτης εφέσεως (τετάρτη εναγομένη και παραλλήλως οιονεί καθολικό διάδοχο της τρίτης εναγομένης) ανώνυμη τραπεζική εταιρεία υπό την επωνυμία ………., όσο προς το πρώτο εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο (εκκαλούν της δευτέρας εφέσεως), καθώς και προς το δεύτερο εναγόμενο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου υπό την επωνυμίαν «ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ – Ο.Α.Ε.Ε.» (εκκαλούν της τρίτης εφέσεως), λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι άπασες οι ως άνω επιδόσεις συνετελέσθησαν την 30ή Μαΐου 2016. Έχει δέ καταβληθεί το εκ του άρθρου 495§3εδ.α΄ ΚΠολΔ (όπως έχει αντικατασταθεί διά του άρθρου 1.3 Ν. 4335 /2015), προβλεπόμενο παράβολο εφέσεως διά την πρώτην εξ αυτών (βλ. υπ’ αριθ. ……. /16-6-2016, … /16-6-2016, …. /16-6-2016 και ….. /16-6-2016 σειράς Α΄ παράβολα Δημοσίου και υπ’ αριθ. …. /16-6-2016 και ….. /16-6-2016 σειράς Α΄ παράβολα ΤΑΧ.ΔΙ.Κ.), ενώ δεν απαιτείται, κατά τα άρθρα 11 ΚΝ 26-6 /10-7-1944, 22§4 Ν. 1868 /1989 και 28§4 Ν. 2579 /1998,  η καταβολή τέτοιου παραβόλου διά το εκκαλούν της δευτέρας εφέσεως (Ελληνικό Δημόσιο) και διά το εκκαλούν της τρίτης εφέσεως (νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου υπό την επωνυμίαν «ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ – Ο.Α.Ε.Ε.»). Εν σχέσει προς την τρίτην εκ των ως άνω εφέσεων πρέπει να σημειωθεί ότι νομίμως, κατά τα άρθρα 51§1, 53§1στοιχ.Δ΄ και 70§9 Ν. 4387 /2016, συνεχίζει την δίκη το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου υπό την επωνυμία «ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΥΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ – Ε.Φ.Κ.Α.» ως οιονεί καθολικός διάδοχος του εκκαλούντος νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου υπό την επωνυμίαν «ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ – Ο.Α.Ε.Ε.», το οποίον έχει ενταχθεί εις το συνεχίζον την δίκην νομικό πρόσωπο από 1ης Ιανουαρίου 2017 (βλ. ΣτΕ 1142 /2017, ΤΝΠΔΣΑ και ΔιοικΕφΠειρ 1054 /2017, ΤΝΠΔΣΑ). Όμως, καθ’ ό μέρος η τρίτη εκ των ως άνω εφέσεων έχει απευθυνθεί -ουχί μόνον κατά των πρώτου, δευτέρου και τρίτης εφεσιβλήτων (…………..) αλλά επιπροσθέτως και- κατά των τετάρτου εφεσιβλήτου (Ελληνικού Δημοσίου) και της πέμπτης εφεσιβλήτου (ανωνύμου τραπεζικής εταιρείας υπό την επωνυμίαν «………….») τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτος ελλείψει παθητικής νομιμοποιήσεως, διότι, κατά το άρθρον 517 ΚΠολΔ, η έφεση πρέπει να απευθύνεται κατά των διαδίκων της πρωτοδίκου δίκης ή των καθολικών διαδόχων αυτών, έναντι των οποίων έχει έννομο συμφέρον να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, και ως τέτοιοι διάδικοι νοούνται οι αντίδικοι του εκκαλούντος, όπως επίσης και οι αναγκαστικοί ομόδικοι, ενώ επί απλής ομοδικίας, όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση, έκαστος εξ αυτών ενεργεί και πράττει ανεξαρτήτως των λοιπών, οπότε δεν απαιτείται η απεύθυνση της εφέσεως εναντίον των απλών ομοδίκων, εφ’ όσον δεν περιελήφθη διάταξη επιβλαβής εις βάρος του εκκαλούντος και προς όφελος του απλού ομοδίκου (βλ. ΑΠ 572 /2016, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 690973, ΑΠ 1596 /2009, ΤΝΠΔΣΑ και ΑΠ 559 /2009, ΤΝΠΔΣΑ). Πρέπει, επομένως, οι πρώτη και η δευτέρα εφέσεις, καθώς και η τρίτη έφεση (κατά το μέρος απευθύνσεως αυτής εναντίον των πρώτου, δευτέρου και τρίτης εφεσιβλήτων) να κριθούν τυπικώς δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτόν και την νομική και ουσιαστική βασιμότητα των επί μέρους λόγων αυτών (άρθρο 532§1 ΚΠολΔ), συνεκδικαζόμενες προς διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης (άρθρα 524§1 και 246 ΚΠολΔ).

Β) Διά της υπ’ αριθ. καταθ. ……. /2013 αγωγής ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς οι (πρώτη, δεύτερος και τρίτη) ενάγοντες και ενάγουσα ισχυρίσθησαν τα ακόλουθα: α) ότι την 4η Μαρτίου 2013 απεβίωσε η σύζυγος του πρώτου και μητέρα των δευτέρου και τρίτης άνευ συντάξεως διαθήκης, β) ότι το ενεργητικό της κληρονομιαίας περιουσίας της αποτελείται από τα επαρκώς περιγραφόμενα ακίνητο και κινητό αντικείμενα (αυτοτελή οριζόντιον ιδιοκτησία ισογείου διαμερίσματος και αυτοκίνητο) συνολικής κατά τον χρόνον επαγωγής αξίας 35.300 (= 35.000 + 300) ευρώ και ότι το παθητικό της κληρονομίας αποτελείται από: ι. οφειλή χρηματικού ύψους 14.300 ευρώ προς το πρώτο εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, ιι. οφειλή μη διαγνωσθέντος κατά τον χρόνον ασκήσεως της αγωγής χρηματικού ύψους προς το δεύτερο εναγόμενο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου υπό την επωνυμίαν «Οργανισμός Ασφαλίσεως Ελευθέρων Επαγγελματιών – Ο.Α.Ε.Ε.», ιιι. οφειλή χρηματικού ύψους 43.174,78 ευρώ (πλέον τόκων και εξόδων) προς την τρίτη εναγομένη ανώνυμη τραπεζική εταιρεία υπό την επωνυμία «………..» και ιν. οφειλή από αλληλόχρεο λογαριασμό χρηματικού ύψους 130.000 ευρώ προς την «……. .», ειδικός διάδοχος της οποίας κατέστη προ της ασκήσεως της αγωγής η τετάρτη εναγομένη ανώνυμη τραπεζική εταιρεία υπό την επωνυμίαν «…………», γ) ότι οι ίδιοι δεν είχαν νομικές γνώσεις περί το καθεστώς της αυτοδικαίας άμα τω θανάτω επαγωγής της κληρονομίας και περί των διατυπώσεων και των προθεσμιών της διαδικασίας αποποιήσεως της κληρονομίας κατά το ελληνικό δίκαιο, αφού ο πρώτος εξ αυτών ήτο απόφοιτος της πρώτης τάξεως του γυμνασίου και απόφοιτος τεχνικής σχολής, ο δεύτερος εξ αυτών ήτο απόφοιτος πανεπιστημίου οικονομικών σπουδών και η τρίτη ήτο απόφοιτη λυκείου και σχολής επαγγελματικής καταρτίσεως αργυροχρυσοχοΐας, δ) ότι, ενώ πραγματική βούληση αυτών καλουμένων ως εξ αδιαθέτου κληρονόμων της θανούσης ήτο η αποποίηση της καταχρέου κληρονομίας της ως άνω θανούσης συζύγου και μητρός αυτών αντιστοίχως ή έστω η αποδοχή αυτής επ’ ωφελεία απογραφής, αφού εγνώριζαν ότι το παθητικό της κληρονομίας υπερεκάλυπτε το ενεργητικό αυτής κατά τον χρόνον επαγωγής, εν τούτοις υπολαμβάνοντες εσφαλμένως ότι η αποδοχή της κληρονομίας γίνεται μόνον διά πανηγυρικών θετικών πράξεων και αγνοούντες ότι η άπρακτη παρέλευση της τετραμήνου προθεσμίας αποποιήσεως ισοδυναμεί προς ανεπιφύλακτον σιωπηράν αποδοχήν της κληρονομίας, εκ πλάνης περί τον νόμον εξετίμησαν ότι δεν είχε επαχθει αυτοδικαίως προς αυτούς η κληρονομία μετά τον θάνατον της κληρονομουμένης και ότι λόγω μη πανηγυρικής αποδοχής της κληρονομίας εκ μέρους αυτών ουδέποτε αυτοί είχαν καταστεί κληρονόμοι της ως άνω θανούσης, επί πλέον δέ ότι ηδύναντο να αποποιηθούν την κληρονομίαν (ή έστω να προβούν σε αποδοχήν αυτής επ’ ωφελεία απογραφής) οποτεδήποτε και ούτως αδράνησαν να προβούν σε αποποίηση της κληρονομίας ή έστω σε αποδοχήν αυτής επ’ ωφελεία απογραφής εντός της τετραμήνου προθεσμίας από της γνώσεως της επαγωγής και του λόγου αυτής, και ότι διά τούτο (συνηγορούσης και της αδρανείας ενασχολήσεως μετά των κληρονομικών εκκρεμοτήτων της θανούσης λόγω του ισχυροτάτου ψυχικού κλονισμού αυτών από το βαρύτατο πένθος αυτών) κατέστησαν εναντίον της βουλήσεως αυτών απεριορίστως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της ως άνω καταχρέου κληρονομίας, ε) ότι βάσει του μορφωτικού επιπέδου εκάστου εξ αυτών και της παντελούς ελλείψεως νομικών γνώσεων η πλάνη αυτών ήτο ουσιώδης, αφού ανεφέρετο σε τοσούτως σπουδαίον στοιχείον της δικαιοπραξίας περί πλασμαστικής αποδοχής τη κληρονομίας, ώστε, εάν εγνώριζαν την ισχύουσα νομική κατάσταση, δεν επρόκειτο να αφήσουν να παρέλθει άπρακτος η ως άνω τετράμηνος προθεσμία και στ) ότι η πλάνη αυτών ήρθη μετά επτάμηνο από του θανάτου της κληρονομουμένης και δή εντός του μηνός Οκτωβρίου του έτους 2013 κατά την επίσκεψη του πρώτου εξ αυτών στην αρμοδία οικονομική υπηρεσία προς δήλωση της διακοπής της ατομικής επιχειρήσεως της θανούσης, οπότε η αγωγή έχει ασκηθεί προ της εκπνοής της εξαμήνου αποσβεστικής προθεσμίας από του χρόνου άρσεως της πλάνης. Εζήτησαν δε διά τον λόγον αυτόν έναντι των εναγομένων δανειστών της κληρονομίας: α΄) να ακυρωθεί η πλασματική αποδοχή της κληρονομίας της συζύγου του πρώτου και μητρός των λοιπών και β΄) να χορηγηθεί νέα τετράμηνος προθεσμία αρχομένη από της τελεσιδικίας της εκδοθησομένης αποφάσεως διά αποποίηση της κληρονομίας της θανούσης ή έστω διά αποδοχήν αυτής μετά του ευεργετήματος της απογραφής. Επί της ως άνω αγωγής εξεδόθη η εκκαλουμένη απόφαση, διά της οποίας -μετ’ απόρριψιν ως απαραδέκτου (ελλείψει εννόμου συμφέροντος) του δευτέρου αιτήματος- η αγωγή έγινε δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν ως προς το πρώτο αίτημα. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται το πρώτο εναγόμενο (εκκαλούν της δευτέρας εφέσεως), το δεύτερο εναγόμενο (εκκαλούν της τρίτης εφέσεως) και η τετάρτη εναγομένη (εκκαλούσα της πρώτης εφέσεως) και διά τους δι’ εκάστης εφέσεως προβαλλομένους λόγους ζητούν την εξαφάνιση αυτής και την απόρριψη της αγωγής.

Γ) Από τα άρθρα 1711εδ.β, 1846, 1847§1εδ.α΄, 1848, 1849, 1850, 1851, 1856, 1857, 140 και 141 ΑΚ συνάγονται τα ακόλουθα: ο (εκ διαθήκης ή εξ αδιαθέτου) κληρονόμος αποκτά αυτοδικαίως την κληρονομία διά μόνου του θανάτου του κληρονομουμένου, δίχως να απαιτείται οποιαδήποτε ενέργεια εκ μέρους αυτού, αφού η αυτοδικαία απόκτησις της κληρονομίας επέρχεται και άνευ της γνώσεως ή της θελήσεώς του. Όμως, το δικαίωμα της αυτοδικαίας κτήσεως είναι προσωρινό και μετακλητό, διότι τελεί υπό την εκ του νόμου (άρθρου 1847 ΑΚ) τιθεμένη διαλυτική αίρεση της εμπροθέσμου αποποιήσεως της κληρονομίας, ήτοι ο κληρονόμος δικαιούται να αποποιηθεί κατά βούλησιν την εις αυτόν εκ διαθήκης ή εξ αδιαθέτου επαχθείσα κληρονομία, οπότε η κτήση αναιρείται εξ αρχής και θεωρείται ως μη γενομένη. Η αποποίηση της κληρονομίας συνιστά μονομερή δικαιοπραξία διαπλαστικού χαρακτήρος μη απευθυντέα προς τρίτον και υποκειμένη σε συστατικό τύπο. Τυγχάνει δέ, κατ’ άρθρον 1851εδ.β΄ ΑΚ, ανεπίδεκτη οποιασδήποτε αιρέσεως ή προθεσμίας χάριν της ασφαλείας των συναλλαγών. Η περί αποποιήσεως δήλωση γίνεται ενώπιον του γραμματέως του δικαστηρίου της κληρονομίας εντός προθεσμίας τεσσάρων μηνών (υπό την διαφοροποίηση της περιπτώσεως του άρθρου 1847§2 ΑΚ), η οποία αρχίζει αφ’ ής ο κληρονόμος έλαβε γνώση της επαγωγής και του λόγου αυτής. Εάν η επαγωγή στηρίζεται επί διαθήκης, η εν λόγω προθεσμία δεν αρχίζει προ της δημοσιεύσεως της διαθήκης (άρθρο 1847§1εδ.β΄ ΑΚ). Διά της απράκτου παρελεύσεως της προθεσμίας αποποιήσεως τεκμαίρεται αμαχήτως, κατ’ άρθρον 1850εδ.β΄ ΑΚ, η αποδοχή της κληρονομίας. Η δήλωση αποποιήσεως έχει διαπλαστικό χαρακτήρα, αφού δημιουργεί νέα νομική κατάσταση ως προς το πρόσωπο του κληρονόμου. Η κληρονομία επάγεται, κατ’ άρθρον 1856 ΑΚ, εις όποιον ανεμένετο να έχει κληθεί, εάν ο αποποιηθείς δεν ήτο εν ζωή κατά τον χρόνον θανάτου του κληρονομουμένου. Εξ άλλου, κατά το άρθρο 1857(§§1&2) ΑΚ, η αποδοχή ή αποποίηση της κληρονομίας είναι αμετάκλητος, ενώ η αποδοχή ή αποποίηση, η οποία οφείλεται σε πλάνη, απάτη ή απειλή κρίνεται κατά τις διατάξεις περί δικαιοπραξιών. Δεν αποκλείεται, όμως, παρά το εκ του άρθρου 1857§1 ΑΚ καθιερούμενο αμετάκλητο της αποδοχής η αποποιήσεως ως μονομερών δικαιοπραξιών (προς τον σκοπό δημιουργίας βεβαιότητος ως προς το πρόσωπο του κληρονόμου), η αποδοχή και η αποποίηση να τυγχάνουν συνέπεια πλάνης μη αναφερομένης εις τον λόγον επαγωγής ή να είναι αποτέλεσμα απάτης ή απειλής. Κατ’ αυτές τις περιπτώσεις διά του άρθρου 1857§2 ΑΚ προβλέπεται η δυνατότης ακυρώσεως της αποδοχής ή της αποποιήσεως συμφώνως προς τις περί ακυρωσίμων δικαιοπραξιών γενικές διατάξεις των άρθρων 140επ., 147επ. και 150επ. ΑΚ, οι οποίες, όμως, εφαρμόζονται, εν όσω δεν τροποποιούνται από τις ιδιαίτερες ρυθμίσεις του άρθρου 1857§§2-4 ΑΚ. Ούτως, επί δηλώσεως εκ πλάνης κατά τα άρθρα 140, 141 και 142 ΑΚ, εάν κατά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας η δήλωση δεν συμφωνεί ένεκα ουσιώδους πλάνης προς την βούληση του δηλούντος, αυτός έχει το δικαίωμα να επιδιώξει την ακύρωση της δικαιοπραξίας. Η πλάνη είναι ουσιώδης, όταν αναφέρεται σε σημείο ή ιδιότητα του προσώπου ή του πράγματος τέτοιας σπουδαιότητος διά την όλη δικαιοπραξία, ώστε, εάν ο πλανηθείς εγνώριζε την πραγματική κατάσταση, δεν επρόκειτο να επιχειρήσει την δικαιοπραξία. Εκ των ως άνω διατάξεων συνάγεται ότι η αποδοχή της κληρονομίας, η οποία τεκμαίρεται από την παραμέληση της προθεσμίας αποποιήσεως, δύναται να προσβληθεί από τον κληρονόμο λόγω πλάνης, όταν η κατά τον τρόπον αυτόν πλάσματι δικαίου συναγομένη αποδοχή δεν συμφωνεί προς την βούληση του κληρονόμου και τούτο οφείλεται σε ουσιώδη πλάνη, δηλαδή σε άγνοια ή εσφαλμένη γνώση της καταστάσεως, η οποία διεμόρφωσε την βούλησή του, όταν αυτή αναφέρεται σε τόσο σπουδαίο σημείο διά την αποδοχή της κληρονομίας, ώστε, εάν ο κληρονόμος εγνώριζε την αληθή κατάσταση ως προς το συγκεκριμένο σημείο, δεν επρόκειτο να αφήσει να παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αποποιήσεως. Η δέ εσφαλμένη γνώση ή άγνοια, η οποία δημιουργεί την διάσταση μεταξύ βουλήσεως και δηλώσεως λόγω πλάνης και θεμελιοί δικαίωμα προσβολής της δηλώσεως λόγω πλάνης, όταν είναι ουσιώδης, δύναται να αφορά και εις τις προαναφερόμενες νομικές διατάξεις διά την αποδοχήν της κληρονομίας. Υπάρχει δέ πλάνη περί το δίκαιον της αποδοχής της κληρονομίας, και όταν ο κληρονόμος ευρίσκεται εν αγνοία: α) αναφορικώς προς το κατά τον Αστικό Κώδικα σύστημα κτήσεως της κληρονομίας, η οποία επέρχεται αμέσως μετά τον θάνατον του κληρονομουμένου, οπότε η προθεσμία του άρθρου 1847 ΑΚ δεν αρχίζει, διότι η άγνοια αποκλείει την γνώση της επαγωγής της κληρονομίας και  β) αναφορικώς ως προς την ύπαρξη της προθεσμίας του άρθρου 1847 ΑΚ προς αποποίηση ή της κατά το άρθρο 1850 ΑΚ νομικής σημασίας της απράκτου παρόδου της τοιαύτης προθεσμίας αποποιήσεως. Εάν έχει χωρήσει πλασματική αποδοχή της κληρονομίας λόγω της προαναφερθείσης πλάνης, η έναρξη της προθεσμίας αποποιήσεως προϋποθέτει την ακύρωση της πλασματικής αποδοχής τελεσιδίκως, ώστε η εν συνεχεία αποποίηση να επιφέρει τα έννομα αποτελέσματα αυτής. Αποποίηση συντελουμένη, ενώ έχει επέλθει πλασματική αποδοχή κληρονομίας λόγω πλάνης, δεν επιφέρει τις προβλεπόμενες έννομες συνέπειες και δεν δύναται να ανατρέψει αφ’ εαυτής τις συνέπειες της πλασματικής αποδοχής, η ακύρωση της οποίας μόνον διά αγωγής ή αντιστοίχου ενστάσεως του άρθρου 1857§2 ΑΚ δύναται να γίνει. Περαιτέρω, από τα άρθρα 157 και 1857§2 ΑΚ συνάγεται ότι η αγωγή προς ακύρωσιν της αποδοχής της κληρονομίας ένεκα εξακολουθητικής πλάνης παραγράφεται διά συμπληρώσεως εξαμήνου αρχομένου από της παρελεύσεως της καταστάσεως αυτής, δηλαδή από της άρσεως της πλάνης. Η αγωγή προς ακύρωσιν της αποδοχής της κληρονομίας και η αντίστοιχη ένσταση στρέφονται, κατά διασταλτικήν ερμηνείαν του άρθρου 155 ΑΚ, κατά του αμέσως έλκοντος έννομο κληρονομικό συμφέρον από την έκπτωση του ακυρωσίμως (συνεπεία πλάνης) αποδεχθέντος αλλά εν συνεχεία αποποιουμένου, δηλαδή απευθύνεται κατά του προσώπου, προς το οποίο αναμένεται κατά νόμον να επαχθεί η κληρονομία μετά την αποδοχή της αγωγής και την εν συνεχεία αποποίηση του ασκήσαντος την αγωγήν περί ακυρώσεως της σιωπηράς αποδοχής της κληρονομίας λόγω πλάνης, όπως επίσης στρέφεται και κατά του δανειστού της κληρονομίας (βλ. ΑΠ 572 /2016, ο.π. – εν μέρει διαφόρως υπέρ του ισχυρού της αποποιήσεως της επαχθείσης κληρονομίας εντός του τετραμήνου μετά την γνώση της νομικής πλάνης περί το ισχύον καθεστώς αποδοχής κληρονομίας: ΑΠ 189 /2017, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 695236).

Δ) Από τις ένορκες καταθέσεις των πρωτοδίκως εκατέρωθεν εξετασθέντων μαρτύρων, οι οποίες εμπεριέχονται στα ταυτάριθμα προς την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά, και από τα έγγραφα, τα οποία νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδεικνύονται τα ακόλουθα: την 4η Μαρτίου 2013 στην Αθήνα απεβίωσε η ……….., η οποία είχε γεννηθεί στο Κερατσίνι νομού Αττικής την 15η Σεπτεμβρίου 1957 και ήτο εν ζωή κάτοικος Κερατσινίου (επί της ………). Ενόσησε εκ γενικευμένου καρκίνου (αγνώστου πρωτοπαθούς εστίας μετά οστικών, μυϊκών και λεμφαδενικών μεταστάσεων και κακοηθών υπεζωκοτικών συλλογών άμφω), ο οποίος διεγνώσθη ένα και ήμισυ μήνα προ του θανάτου της. Εισήλθε εσπευσμένως στο Αντικαρκινικό Νοσοκομείο «Άγιος Σάββας» και από την πρώτην εβδομάδα νοσηλείας περιέπεσε σε κώμα και εισήχθη στην εντατική μονάδα θεραπείας, δίχως να προλάβει να υποβληθεί σε χημειοθεραπεία. Από τον αιφνίδιο και αδόκητο θάνατό της συνεκλονίσθη ισχυρότατα η οικογένειά της, η οποία απετελείτο από τον πρώτον ενάγοντα σύζυγό της, ο οποίος εγεννήθη την 30ή Δεκεμβρίου 1951 και ήτο τότε ηλικίας 61 και πλέον ετών, και τα δύο τέκνα της, ήτοι τον δεύτερο ενάγοντα υιόν της, ο οποίος εγεννήθη την 8ην Ιουνίου 1978 και ήτο τότε ηλικίας 34 και πλέον ετών, και την τρίτη ενάγουσα θυγατέρα της, η οποία εγεννήθη την 16η Αυγούστου 1984 και ήτο τότε ηλικίας 28 και πλέον ετών.  Η θανούσα δεν είχε συντάξει διαθήκη και συνακολούθως καλούμενοι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι αυτής ετύγχαναν ο προαναφερόμενος σύζυγός της κατά κληρονομικό ποσοστό ενός τετάρτου (1/4) και τα προαναφερόμενα δύο τέκνα της κατά κληρονομικά ποσοστά τριών ογδόων (3/8) και τριών ογδόων (3/8) αντιστοίχως, προς τους οποίους η κληρονομία επήχθη αυτοδικαίως άμα τω θανάτω της κληρονομουμένης. Από την 9ην Ιουλίου 2007 η θανούσα είχε ιδρύσει και λειτουργήσει ατομική επιχείρηση εμπορίας και επισκευής κλιματιστικών μηχανημάτων. Είχε δηλώσει ως έδρα της επιχειρήσεως το ισόγειο διαμέρισμα εγκαταβιώσεως της οικογενείας επί της ………..στο Κερατσίνι και ήτο εγγεγραμμένη υπό αριθμό μητρώου ….. στα μητρώα ασφαλισμένων του δευτέρου εναγομένου ασφαλιστικού οργανισμού. Εν τοις πράγμασιν, όμως, δεν προέκυψεν ότι υπήρχε εμπόρευμα εντός της ατομικής επιχειρήσεως αλλά η δήλωση της κατοικίας των συζύγων ως έδρας της εμπορικής επιχειρήσεως της θανούσης συζύγου έγινε, διότι κύριον αντικείμενο αυτής ήτο η επισκευή κλιματιστικών από τον πρώτον ενάγοντα λόγω της εικοσαετούς θητείας αυτού ως ναυτικού (ψυκτικού) σε ποντοπόρα εμπορικά πλοία. Από δε της 8ης Μαρτίου 2011 προς αντιμετώπισιν των πολλών ατομικών χρεών αυτης η θανούσα ειργάζετο ως υπάλληλος γραφείου εις την ετερόρρυθμη εταιρεία εμπορίας οίνων ποτών και τροφίμων υπό την επωνυμία «………..», η οποία είχε την έδρα της στον ……… νήσου Μυκόνου. Το ενεργητικό της κληρονομιαίας περιουσίας της θανούσης απετελείτο: α) από την αυτοτελή οριζόντιον ιδιοκτησίαν του (επιφανείας 87,11 μ2) υπό στοιχεία «Ι1» ισογείου διαμερίσματος (εκ δωματίου υποδοχής επισκεπτών, τραπεζαρίας, δύο κοιτώνων, δωματίου εστίας λουτρού και εξώστου) του διωρόφου (εν συνεχεία τριωρόφου) άνω των πενήντα ετών  οικήματος επί της διασταυρώσεως της οδού …. και της …….. εντός του δήμου Κερατσινίου νομού Αττικής, η οποία οριζόντιος ιδιοκτησία συνεστήθη και μετεβιβάσθη λόγω γονικής παροχής προς την θανούσα από την αποκλειστική κυρία μητέρα της δυνάμει του υπ’ αριθ. …. /1995 συμβολαίου γονικής παροχής του Συμβολαιογράφου Πειραιώς ……….., το οποίο έχει μεταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιώς (ΤΜ: … – ΑΑ: ….) και έχει καταχωρηθεί στα οικεία βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιώς υπό ΚΑΕΚ …….. (το διαμέρισμα του πρώτου υπέρ το ισόγειον ορόφου μετεβιβάσθη ως αυτοτελής οριζόντιος ιδιοκτησία προς τον αδελφόν της θανούσης, ενώ το διαμέρισμα του δευτέρου υπέρ το ισόγειον ορόφου αποτελεί κατοικία της μητρός αυτής) και β) από το υπ’ αριθ. κυκλοφορίας …….. ΙΧΕ αυτοκίνητο εργοστασιακού οίκου «Μάζντα» τύπου 323, κυλινδρισμού 1306 κυβικών εκατοστών και ημερομηνοχρονολογίας πρώτης κυκλοφορίας 10-9-1990. Η αξία του ενεργητικού της κληρονομίας της θανούσης ανήρχετο σε χρηματικό ύψος 35.300 (= 35.000 + 300) ευρώ κατά τον χρόνο θανάτου της κληρονομουμένης. Το παθητικό της ως άνω κληρονομίας δεν αμφισβητείται ότι απετελείτο: α΄) από ληξιπρόθεσμη οφειλή της θανούσης χρηματικού ύψους 14.293,11 (= 2.386,01 + 125,99 + 37,15 + 802,62 + 10.941,34) ευρώ προς το πρώτο εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο (Ε΄ Δ.Ο.Υ. Πειραιώς), β΄) από ληξιπρόθεσμες οφειλές της θανούσης χρηματικού ύψους 20.859,02 (= 4.033,33 + 4.033,33 + 4.033,33 + 4.033,33 + 4.033,33 + 692,37) ευρώ (από ασφαλιστικές εισφορές της θανούσης αφορώσες το χρονικό διάστημα από Ιουλίου 2007 μέχρι και τέλους Φεβρουαρίου 2013) προς το δεύτερο εναγόμενο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου υπό την επωνυμίαν «Οργανισμό Ασφαλίσεως Ελευθέρων Επαγγελματιών», γ΄) από ληξιπρόθεσμη οφειλή της θανούσης χρηματικού (κατά κεφάλαιον, τόκους, δικαστική δαπάνη και έξοδα επιταγής προς εκτέλεσιν) ύψους 56.104,90 (= 43.174,78 + 12.095,12 + 735 + 100) ευρώ, η οποία επεδικάσθη δυνάμει της υπ’ αριθ. 10685 /2008 διαταγής πληρωμής της Δικαστού του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και απέρρεε εκ της υπ’ αριθ. …… /13-12-2002 συμβάσεως στεγαστικού δανείου της θανούσης μετά της τρίτης εναγομένης δανειστρίας ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας υπό την επωνυμίαν «………..», η οποία προ της πρωτοβαθμίου συζητήσεως της αγωγής συνεγχωνεύθη, ως συνομολογείται, διά εξαγοράς από την (οιονεί καθολική διάδοχό της) τετάρτη εναγομένη ανώνυμη τραπεζική εταιρεία υπό την επωνυμία «…….», η οποία συγχώνευση προενεκρίθη διά της υπ’ αριθ. 553 /VII /13-1-2012 αποφάσεως της Ολομελείας της Επιτροπής Ανταγωνισμού (ΦΕΚ Β΄ 1658 /4-7-2013), απεφασίσθη διά των από 1-9-2014 εκτάκτων γενικών συνελεύσεως των συγχωνευσάσης μητρικής και συγχωνευθείσης θυγατρικής τραπεζών και ενεκρίθη διά αποφάσεως του Υπουργού Αναπτύξεως δημοσιευθείσης στο ΦΕΚ ΑΕ&ΕΠΕ 12584 /21-11-2014 [προς εξασφάλισιν της ως άνω απαιτήσεως έχει δυνάμει της υπ’ αριθ. 480823 /2002 αποφάσεως διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών εγγραφεί εις βάρος του προαναφερθέντος ακινήτου της θανούσης προσημείωση υποθήκης διά χρηματική ποσότητα 54.000 ευρώ στα βιβλία Υποθηκών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιώς (Τόμο: …  Φύλλο: …. – Αριθμό: ….)] και δ΄) από ληξιπρόθεσμη οφειλή χρηματικού κεφαλαίου 59.296,59 ευρώ πλέον τόκων υπερημερίας από 3-7-2004 και δικαστικής δαπάνης εκ ποσού 2.400 ευρώ επιδικασθείσα δυνάμει της υπ’ αριθ. ….. /2005 διαταγής πληρωμής του Δικαστού του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών επί τη βάσει της από 5-2-2003 συμβάσεως εγγυήσεως της θανούσης ως εγγυητρίας της καλής εκπληρώσεως των υποχρεώσεων του πρώτου ενάγοντος συζύγου της ως πιστούχου της υπ’ αριθ. …… /5-2-2003 συμβάσεως πιστώσεως δι’ ανοικτού λογαριασμού μετά της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας υπό την επωνυμίαν «…….», η οποία μετωνομάσθη σε «. ………» και η οποία προ της ασκήσεως της ενδίκου αγωγής δυνάμει της από 26-3-2013 συμβάσεως μεταξύ μεταβιβασάσης και αποκτησάσης ανωνύμων τραπεζικών εταιρειών εν συνδυασμώ προς την υπ’ αριθ. ….. /26-3-2013 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων (ΕΠΑΘ) της Τραπέζης της Ελλάδος και της από 27-3-2014 ανακοινώσεως της αρχικής πιστοδοτρίας «……..» προς το Χρηματιστήριον Αξιών Κύπρου μετεβίβασε την ως άνω έννομη σχέση της συμβάσεως πιστώσεως δι’ ανοικτού λογαριασμού και την παρεπομένη σύμβαση εγγυήσεως προς την τετάρτη εναγομένη ανώνυμη τραπεζική εταιρεία υπό την επωνυμία «……..» (προς εξασφάλισιν της ως άνω απαιτήσεως της δανειοδοτρίας κατά του πρώτου ενάγοντος πρωτοφειλέτου δανειολήπτου είχε δυνάμει της υπ’ αριθ. …… /2003 αποφάσεως διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών εγγραφεί προσημείωση υποθήκης χρηματικού ύψους 55.000 ευρώ εις βάρος του αποκλειστικού δικαιώματος κυριότητος του πρώτου ενάγοντος επί της αυτοτελούς οριζοντίου ιδιοκτησίας του πρώτου ορόφου και του ημίσεος εξ αδιαιρέτου συγκυριότητος του ως άνω διαδίκου επί της μελλοντικής οριζοντίου ιδιοκτησίας του δευτέρου υπέρ το ισόγειον ορόφου οικοδομήματος επί της διασταυρώσεως της …….. . και της οδού …….. στο Κερατσίνι νομού Αττικής και δυνάμει του υπ’ αριθ. …. /13-12-2007 πίνακος κατατάξεως της Συμβολαιογράφου Αθηνών …… η αρχική δανειοδότρια τράπεζα είχε καταταγεί διά χρηματικό ποσό 28.092,34 ευρώ). Κατά τον θάνατο της κληρονομουμένης ο σύζυγος και τα τέκνα αυτής εγνώριζαν ότι ήσαν υπαρκτές και εκκρεμούσαν οι προπεριγραφείσες  ληξιπρόθεσμες οφειλές εις βάρος της  κληρονομίας της ως άνω συζύγου και μητρός αυτών αντιστοίχως και διά τον λόγον αυτόν δεν επιθυμούσαν να εγκατασταθούν εξ αδιαθέτου κληρονόμοι αυτής, αφού το παθητικό υποσκέλιζε το ενεργητικό της κληρονομίας. Παρά ταύτα απώλεσαν την εκ του άρθρου 1847§1 ΑΚ οριζομένη τετράμηνη προθεσμία προς αποποίηση της κληρονομίας από του χρόνου γνώσεως της επαγωγής της κληρονομίας και του λόγου αυτής. Όμως, η απώλεια της τετραμήνου αυτής προθεσμίας οφείλεται σε άγνοια των κληθέντων ως εξ αδιαθέτου κληρονόμων περί των οικείων διατάξεων του κληρονομικού δικαίου του Αστικού Κώδικος ως προς το σύστημα κτήσεως της κληρονομίας, η οποία επέρχεται αυτοδικαίως (προσωρινώς και μετακλητώς) αμέσως μετά τον θάνατον του κληρονομουμένου, αλλά και συνακολούθως ως προς την θέσπιση τετραμήνου προθεσμίας αποποιήσεως της κληρονομίας, η οποία άγνοια διετηρήθη ουχί μόνον καθ’ όλο το ως άνω τετράμηνο χρονικό διάστημα αλλά και μέχρι του μηνός Οκτωβρίου του έτους 2013, όταν ο πρώτος ενάγων σύζυγος της θανούσης μετέβη προς την Ε΄ Δ.Ο.Υ. Πειραιώς διά την γνωστοποίηση του θανάτου αυτής και την διακοπή των εργασιών της ατομικής επιχειρήσεως εμπορίου κλιματιστικών μηχανημάτων και ηλεκτρικών οικιακών συσκευών, την οποίαν διατηρούσε και εκμεταλλευόταν η κληρονομουμένη επί της ……. στο Κερατσίνι νομού Αττικής. Η διατήρηση της τοιαύτης αγνοίας ουχί μόνο καθ’ όλο το χρονικό διάστημα του τετραμήνου από του θανάτου της κληρονομουμένης αλλά και επί ένα ακόμη τρίμηνο (μέχρι της ως άνω μεταβάσεως του πρώτου ενάγοντος στην Ε΄ Δ.Ο.Υ. Πειραιώς) οφείλεται κυρίως εις την μεγάλη ψυχική στενοχωρία και ταλαιπωρία της οικογενείας κατά την διάρκεια της αιφνιδίας και λίαν συντόμου ανιάτου ασθενείας και στο επακόλουθο βαρύ πένθος της οικογενείας από τον επελθόντα θάνατο της πεντηκονταεξαετούς συζύγου και μητρός αυτών, η οποία ενεφάνισε καθολικό καρκίνο και απεβίωσε εντός διαστήματος ενός και ημίσεος μόλις μηνός από της πρωτεμφανίσεως των συμπτωμάτων, εξ αιτίας του οποίου δεν είχαν το σθένος και την δύναμη να αντιμετωπίσουν εγκαίρως τις κληρονομικής και οικονομικής φύσεως εκκρεμότητες της θανούσης εκ της απρόσμενης και αιφνιδίας απωλείας του προσφιλεστάτου αυτών προσώπου. Η κρίση αυτή δεν αναιρείται εκ του ότι ο πρώτος ενάγων είχε συναλλακτική εμπειρία, επειδή είχε ασκήσει το επάγγελμα του ναυτικού επί εικοσαετία και εν συνεχεία διατηρούσε την προαναφερομένη ατομική επιχείρηση της συζύγου του (λαβών κατά το παρελθόν τραπεζικό δάνειο) ούτε εκ του ότι ο πρώτος ενάγων ήτο πτυχιούχος βρετανικού πανεπιστημίου οικονομικών σπουδών (κατευθύνσεως προωθήσεως προϊόντων) και η δευτέρα ενάγουσα ήτο απόφοιτος τεχνικής σχολής αργυροχρυσοχοΐας, διότι η απόκτηση των ως άνω εφοδίων και εμπειριών ουδόλως προϋποθέτει ή εμπεριέχει ως αυτονόητη και την απόκτηση γνώσεων αναφορικώς τόσον ως προς το κρατούν νομικό σύστημα της αυτοδικαίας (έστω και προσωρινής και μετακλητής) επαγωγής της κληρονομίας άμα τω θανάτω του κληρονομουμένου και δή ανεξαρτήτως γνώσεως ή βουλήσεως των κληρονόμων όσο και ειδικώτερον αναφορικώς προς την καθιέρωση τετραμήνου προθεσμίας αποδοχής της κληρονομίας και την τεκμαιρομένη αποδοχήν αυτής διά της απράκτου παρελεύσεως της ως άνω προθεσμίας. Ούτε η εκ στεγαστικής ανάγκης τυχόν παραμονή του συζύγου και της θυγατρός αυτού κατά τον κρίσιμο χρόνο εντός του διαμερίσματος της αυτοτελούς οριζοντίου ιδιοκτησίας της θανούσης καταδεικνύει αφ’ εαυτής σιωπηρά βούληση του πρώτου ενάγοντος και της τρίτης εναγούσης προς αποδοχή της κληρονομίας. Ούτε η δημιουργία αυτοτελούς οικογενείας από τον δεύτερον ενάγοντα υιό σε χρόνο προγενέστερο του θανάτου της μητρός αυτού, όπως επίσης και η επαγγελματική ιδιότης της συζύγου αυτού ως καθηγητρίας αγγλικής φιλολογίας και η γέννηση του τέκνου αυτού τρείς ημέρες μετά τον θάνατο της μητρός αυτού δύνανται να αποδυναμώσουν την ως άνω σχηματισθείσα κρίση περί της πλάνης αυτού αλλά και των συνενάγοντος και συνεναγούσης πατρός και αδελφής του περί τα ως άνω νομικά στοιχεία. Ούτε η επαγγελματική ενασχόληση των δύο τέκνων της θανούσης ως ιδιωτικών υπαλλήλων (εις αντικείμενα άσχετα προς την νομική επιστήμη) δύναται να καταδείξει γνώση αυτών περί του ως άνω νομικού πλαισίου, λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι κατά το παρελθόν δεν είχαν άλλο γεγονός θανάτου εντός της οικογενείας, εκ του οποίου να έχουν αρρυσθεί την απαιτουμένη γνώση περί της αυτοδικαίας (προσωρινής και μετακλητής) κτήσεως της κληρονομίας και κυρίως περί της υπάρξεως τετραμήνου προθεσμίας αποποιήσεως. Πεπλανημένως δέ εξελάμβαναν ότι η αποδοχή της κληρονομίας συνετελείτο μόνον διά πανηγυρικών θετικών δηλώσεων, αγνοούντες τόσον το σύντομο χρονικό διάστημα της τετραμήνου προθεσμίας αποποιήσεως από της επαγωγής και του λόγου αυτής όσον και τις συνέπειες της απράκτου παρελεύσεως της προθεσμίας αποποιήσεως. Η ένορκη κατάθεση της μάρτυρος αποδείξεως περί του ότι ο πρώτος ενάγων εσφαλμένως υπελάμβανε ότι η προθεσμία αποποιήσεως της κληρονομίας ήτο ετησία, ανεξαρτήτως του ότι καταδεικνύει την πλάνη του ως άνω διαδίκου ως προς την χρονική έκταση της ως άνω προθεσμίας, επιπροσθέτως περιγράφει την εν γένει άγνοιά του ως άνω διαδίκου περί των στοιχειωδών νομικών ρυθμίσεων περί του  τρόπου υλοποιήσεως της κληρονομικής διαδοχής. Τα δέ τέκνα αυτού (ελλείψει νομικών γνώσεων αλλά και λόγω του ψυχικού κλονισμού αυτών) είχαν ελλείψει γνώσεων επαφεθεί εις την ανάληψη της διεκπεραιώσεως του ως άνω ζητήματος από τον πρώτον ενάγοντα πατέρα αυτών και προσέβλεπαν στην δραστηριοποίηση αυτού διά νομική πληροφόρηση, πλήν, όμως και εκείνος λόγω των σοβαρών οικονομικών προβλημάτων και του βαρυτάτου πένθους του δεν είχε την ψυχική δύναμη να ασχοληθεί προσηκόντως μετά των κληρονομικών της συζύγου του υπολαμβάνων εσφαλμένως αφ’ ενός ότι η αποδοχή της κληρονομίας γίνεται μόνον διά πανηγυρικών θετικών πράξεων (ότι δηλαδή η κληρονομία παραμένει μετέωρος μέχρι της αποδοχής) και αφ’ ετέρου ότι η προθεσμία αποποιήσεως ήτο ενός έτους (βάσει εσφαλμένης ασαφούς πληροφορήσεως υπό του πρώην λογιστού ελλείψει οικονομικής δυνατότητος επισκέψεως δικηγόρου). Η δέ πλάνη περί το νομικό καθεστώς της κληρονομήσεως (και δή εν σχέσει προς την εκ της απωλείας της τετραμήνου προθεσμίας αποποιήσεως τεκμαιρομένη αποδοχή της ως άνω κληρονομίας) τυγχάνει ουσιώδης, διότι αναφέρεται σε τοσαύτης σπουδαιότητος σημείον της δικαιοπραξίας, ώστε, εάν οι ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι κληθέντες οικείοι της θανούσης εγνώριζαν την νομικώς ισχύουσα κατάσταση, δεν επρόκειτο να αφήσουν να παρέλθει άπρακτη η ως άνω προθεσμία αποποιήσεως, αφού πραγματική βούληση αυτών ήτο η αποποίηση ή έστω η επ’ ωφελεία απογραφής αποδοχή της καταχρέου κληρονομίας της συζύγου και μητρός αυτών αντιστοίχως. Ο ισχυρισμός των εναγομένων περί του ότι το νομικό καθεστώς της αυτοδικαίου κτήσεως της κληρονομίας και της διαδικασίας αποποιήσεως αυτής ήτο εκ των προτέρων γνωστό στους ενάγοντος, ότι κατά την επίσκεψή του στην Ε΄ Δ.Ο.Υ. Πειραιώς έγινε απλώς γνωστή στον πρώτον ενάγοντα η έκταση των χρεών της κληρονομίας της θανούσης, και συνακολούθως ότι ουχί η πλάνη περί το κληρονομικό νομικό καθεστώς αλλά η εκ των υστέρων γνώση της εκτάσεως των χρεών της κληρονομίας ωδήγησε τους ενάγοντες εις την μεταβολήν της αποφάσεως αυτών και εις κίνηση της διαδικασίας ακυρώσεως της συνειδητής, κατά τους ισχυρισμούς αυτών, πλασματικής αποδοχής (εκ της απράκτου παρελεύσεως της προθεσμίας αποποιήσεως) της κληρονομίας της ως άνω θανούσης δεν δύναται να αποδυναμώσει την ως άνω σχηματισθείσα κρίση, διότι ουδέν εισεφέρθη ανταποδεικτικώς από τον μάρτυρα των εναγομένων επί του θέματος τούτου. Ο σύζυγός και τα τέκνα της θανούσης εγνώριζαν πλήρως την έκταση των χρεών αυτής, αφού προς αντιμετώπιση αυτών των χρεών η θανούσα είχε αναγκασθεί να απομακρυνθεί προσωρινώς από τον τόπον εγκαταβιώσεως της οικογενείας της (Κερατσίνι νομού Αττικής) και να μεταβεί εις άλλον τόπο (νήσο Μύκονο νομού Κυκλάδων) προς ανάληψη προσφερομένης εργασίας ως ιδιωτικής υπαλλήλου. Η δέ άσκησις της ενδίκου αγωγής δεν τυγχάνει καταχρηστική αλλά συνιστά επικροτουμένη από το δίκαιο θεμιτή άσκηση του δικαιώματος προς ακύρωση δικαιοπραξίας συντελεσθείσης κατόπιν διαστάσεως της τεκμαιρομένης πλασματικής δηλώσεως αποδοχής προς την αληθινή βούληση των εναγόντων κληρονόμων διά αποποίηση της κληρονομίας της συζύγου και μητρός αυτών αντιστοίχως, απορριπτομένης της αντιστοίχου ενστάσεως του δευτέρου εναγομένου (και τρίτου εκκαλούντος) περί καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος. Ορθώς, κατά συνέπειαν, εφηρμόσθη και ερμηνεύθη ο νόμος και εξετιμήθησαν οι αποδείξεις διά της εκκαλουμένης αποφάσεως, δυνάμει της οποίας απηγγέλθη η ακύρωση της δικαιοπραξίας της πλασματικής αποδοχής της κληρονομίας της ως άνω θανούσης από τα ως άνω πρόσωπα της οικογενείας της κατόπιν ουσιαστικής παραδοχής της ενδίκου αγωγής, η οποία ησκήθη εντός της εις την μείζονα σκέψη αναφερομένης αποσβεστικής προθεσμίας των έξι μηνών από  της άρσεως της πλάνης των εναγόντων. Παρά δέ τα υπό των εκκαλούντων των συνεκδικαζομένων εφέσεων αντιθέτως υποστηριζόμενα η συγκεκριμένη αγωγή ήτο επαρκώς ορισμένη, αφού πλήρως και σαφώς και ουχί αντιφατικώς εξιστορήθησαν τα επιστηρίζοντα και στοιχειοθετούντα την ουσιώδη πλάνη των εναγόντων περί του νομικού καθεστώτος της κληρονομικής διαδοχής και της πλασματικής αποδοχής απαραίτητα στοιχεία, όπως αυτά αναλυτικώς έχουν παρατεθεί εις την αρχή του σκεπτικού της παρούσης. Επί πλέον ο διά του αγωγικού δικογράφου μη προσδιορισμός του ύψους της οφειλής της θανούσης προς το δεύτερο εναγόμενο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου υπό την επωνυμίαν «Οργανισμός Ασφαλίσεως Ελευθέρων Επαγγελματιών» δεν καθιστά την αγωγήν αόριστη, δεδομένου ότι αναγκαία στοιχεία του ορισμένου της τοιαύτης αγωγής τυγχάνουν τα θεμελιούντα την ουσιώδη πλάνη ως προς την ακυρώσιμη δικαιοπραξία της πλασματικής αποδοχής κληρονομίας, ενώ η εξιστόρησις της ιδιότητος του αντιδίκου ως δανειστού τυγχάνει αναγκαία μόνον διά την παθητική νομιμοποίηση αυτού (αφού ελλείψει δανειστών η αγωγή οφείλει αλλά και αρκεί να απευθύνεται μόνον κατά των ένεκα της αποποιήσεως εν συνεχεία κλητέων κληρονόμων). Ανεξαρτήτως δέ του ότι εκ της εξιστορήσεως των λοιπών οφειλών της κληρονομιαίας περιουσίας προς τους άλλους συνεναχθέντες δανειστές επαρκώς προβάλλεται, περιγράφεται και αναδεικνύεται ότι η κληρονομία της θανούσης ήτο κατάχρεος (μετά παθητικού υπερβαίνοντος το ενεργητικό), εκ της παραθέσεως της ιδιότητος του δευτέρου εναγομένου ως δανειστού της κληρονομίας επαρκώς θεμελιούται η παθητική νομιμοποίησή του υπό την ιδιότητα του δανειστού (ενός εκ των δανειστών) της κληρονομίας, την οποίαν ιδιότητα το δεύτερον εναγόμενον ουδόλως αμφισβήτησε, ενώ το ακριβές  ποσόν της προς αυτό οφειλής δύναται να προκύψει (όπως και προέκυψεν) εκ των αποδείξεων. Επομένως, άπαντες οι προβαλλόμενοι λόγοι των συνεκδικαζομένων τριών εφέσεων τυγχάνουν απορριπτέοι και πρέπει οι ως άνω εφέσεις να απορριφθούν εν συνόλω και να διαταχθεί η εισαγωγή του εις την αρχή του σκεπτικού αναφερομένου παραβόλου εφέσεως στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495§3εδ.δ΄ ΚΠολΔ, όπως έχει αντικατασταθεί διά του άρθρου 1.3 Ν. 4335 /2015). Η δικαστική δαπάνη των πρώτου, δευτέρου και τρίτης εφεσιβλήτων απασών των εφέσεων πρέπει, κατόπιν υποβολής αντιστοίχου αιτήματος αυτών πρέπει να επιβληθεί εις βάρος της εκκαλούσης της πρώτης εφέσεως, του εκκαλούντος της δευτέρας εφέσεως και του εκκαλούντος της τρίτης εφέσεως (άρθρα 191§2 και 183 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικώτερον οριζόμενα στο διατακτικό.

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλίαν τις υπ’ αριθ. καταθ. ……… /16-6-2016, ……… /23-6-2016 και …… /28-6-2016 εφέσεις.

Δέχεται αυτές τυπικώς και απορρίπτει κατ’ ουσίαν.

Διατάσσει την εισαγωγή του εις την αρχή του σκεπτικού αναφερομένου παραβόλου εφέσεως εκ ποσού διακοσίων (200) ευρώ εις το Δημόσιον Ταμείον.

Επιβάλλει εις βάρος της εκκαλούσης της πρώτης εφέσεως και των εκκαλούντων της δευτέρας και τρίτης εφέσεως την δικαστική δαπάνη του δευτέρου βαθμού δικαιοδοσίας των εφεσιβλήτων, την οποίαν ορίζει σε τετρακόσια (400) ευρώ εις βάρος εκάστου εξ αυτών.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 18η Μαΐου 2017.

Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, δίχως να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι αυτών, την 3η Μαΐου 2018.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΥΣ