Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 265/2018

Αριθμός     265/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή   Χρυσούλα Πλατιά, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα   Γ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου: Α) η από 7.4.2017 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ………../7.4.2017) έφεση της εν μέρει ηττηθείσας πρώτης εναγόμενης εταιρίας «……….» και Β) η από 6.4.2017 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ………./11.4.2017) έφεση της εν μέρει ηττηθείσας δεύτερης εναγόμενης εταιρίας «……….», οι οποίες (εφέσεις) στρέφονται, αμφότερες, κατά της υπ’ αριθ. 922/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 664 έως 676 ΚΠολΔ και ήδη  621 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση των ως άνω διατάξεων με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015, που τυγχάνει εφαρμογής για τις κατατεθείσες από 1.1.2016 αγωγές κατά την μεταβατική διάταξη του άρθρου 1 άρθρου ένατου παρ. 2 του ως άνω νόμου) και δέχθηκε εν μέρει την κατατεθείσα την 31.12.2015 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ………./2015) αγωγή των εναγόντων (ήδη εφεσίβλητων), και οι οποίες (εφέσεις) πρέπει να ενωθούν και συνεκδικασθούν λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας και για οικονομία χρόνου και εξόδων (άρθρα 31 και 246 ΚΠολΔ).

ΙΙ. Οι υπό κρίση εφέσεις έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, αφού α) από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης στην πρώτη εναγόμενη, ούτε παρήλθε διετία από τη δημοσίευσή της και β) η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε, με επιμέλεια της ενάγουσας, στη δεύτερη εναγομένη την 7.4.2017 (βλ. την σχετική από 7.4.2017 επισημείωση της δικαστικής επιμελήτριας ………… επί του σώματος της εκκαλουμένης), ενώ η έφεση αυτής κατατέθηκε αυθημερόν (την 7.4.2017), δηλαδή εντός της απαιτούμενης κατά νόμο προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ.1, 517, 518 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ). Οι ως άνω εφέσεις παραδεκτώς εισάγονται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος αρμοδίου Δικαστηρίου (άρθρα 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011), ενώ, πρέπει να αναφερθεί ότι, λόγω της φύσεως της επίδικης διαφοράς ως εργατικής, δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου από τις εκκαλούσες εταιρίες (άρθρο 495 παρ. 3 εδ. τελευταίο ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, οι εφέσεις αυτές να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), συνεκδικαζόμενες κατά τα προεκτεθέντα. Σημειώνεται ότι, στην προκείμενη περίπτωση, τυγχάνουν εφαρμογής οι νέες διατάξεις του Ν. 4335/2015 κατά το μέρος που τροποποίησαν τις διατάξεις του τρίτου βιβλίου του ΚΠολΔ (άρθρα 495-590 ΚΠολΔ), οι οποίες αφορούν και τα ένδικα μέσα, δεδομένου ότι, κατά την μεταβατική διάταξη του άρθρου 1 άρθρου ένατου παρ. 2 του ως άνω νόμου, οι διατάξεις αυτές τυγχάνουν εφαρμογής για τα ένδικα μέσα τα κατατιθέμενα από τις 1.1.2016 και εφεξής, όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση με τις κρινόμενες εφέσεις.

ΙΙΙ. Με την από 30.12.2015 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ………./31.12.2015) αγωγή τους ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς) οι ενάγοντες …………… (ήδη εφεσίβλητοι) ισχυρίσθηκαν ότι το έτος 2002 προσελήφθησαν από τη δεύτερη εναγόμενη εταιρία με την επωνυμία «……………» (ήδη εκκαλούσα της υπό στοιχ. Β΄ έφεσης) µε συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να εργασθούν σ’ αυτήν, η πρώτη ως υπάλληλος γραφείου, η δεύτερη ως γραμματέας, ο τρίτος ως οδηγός φορτηγού και ο τέταρτος ως υπάλληλος γραφείου. Ότι, αν και αυτοί προσέφεραν κανονικά την εργασία τους στην ως άνω εναγομένη μέχρι και τον Δεκέμβριο του έτους 2011, η τελευταία ήδη από το έτος 2009 και ιδίως κατά το έτος 2010 καθυστερούσε να τους καταβάλει τις δεδουλευμένες αποδοχές τους, αν και υπήρχε χρηματική ρευστότητα στην εν λόγω εργοδότρια εταιρία λόγω των συμβάσεων προμήθειας που είχε υπογράψει με τρίτες εταιρίες (όπως με την εταιρία ……….. και με την -ήδη πρώτη εναγόμενη- εταιρία …………). Ότι, τελικά, τον Δεκέμβριο του έτους 2011 και ενώ αυτοί (ενάγοντες) εξακολουθούσαν να παρέχουν την εργασία τους στη δεύτερη εναγομένη, η τελευταία κηρύχθηκε σε κατάσταση πτώχευσης με την υπ’ αριθ. 6097/2.12.2011 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Ότι η δεύτερη εναγόμενη εταιρία ήδη από τον Οκτώβριο του έτους 2010 σταδιακά μέχρι και τον Οκτώβριο του έτους 2011, με τις αναφερόμενες στην αγωγή ενέργειές της, προέβη σε πλήρη μεταβίβαση της επιχείρησής της στην πρώτη εναγόμενη εταιρία με την επωνυμία «…………..» (ήδη εκκαλούσα της υπό στοιχ. Α΄ έφεσης), αφού στην τελευταία μεταβιβάστηκαν ο υλικοτεχνικός εξοπλισμός, το σύνολο των άυλων αγαθών και μέρος των εργαζομένων της δεύτερης εναγόμενης εταιρίας (εργοδότρια τους). Ότι στις 8.2.2012 καταγγέλθηκαν από την σύνδικο πτώχευσης της τελούσας υπό πτώχευση δεύτερης εναγόμενης εταιρίας οι συμβάσεις εργασίας τους, πλην όμως αυτό έγινε ακύρως, καθόσον η μεταβίβαση της επιχείρησης της δεύτερης εναγόμενης εταιρίας στην πρώτη εναγόμενη ανώνυμη εταιρία, η οποία συνεχίζει την επιχειρηματική δραστηριότητα της δεύτερης, είχε ως αποτέλεσμα, με βάση τις σχετικές διατάξεις του Π.Δ. 178/2002, την διαδοχική αυτοδίκαιη υπεισέλευση της πρώτης εναγομένης στις συμβάσεις εργασίας που αυτοί (ενάγοντες) είχαν συνάψει µε τη δεύτερη εναγομένη. Ότι, επιπροσθέτως, οφείλονται σ’ αυτούς δεδουλευµένες αποδοχές (ήτοι μισθοί και διαφορές μισθών, δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα, αποζημιώσεις και επιδόματα αδείας), στη µεν πρώτη αυτών, για το χρονικό διάστημα από το μήνα Νοέμβριο 2010 έως και το μήνα Δεκέμβριο 2011, συνολικού ποσού 15.319,84 ευρώ, στη δεύτερη αυτών, για το χρονικό διάστημα από 14.6.2010 έως και το μήνα Δεκέμβριο 2011, συνολικού ποσού 7.287,82 ευρώ, στον τρίτο αυτών, για το χρονικό διάστημα από το μήνα Ιούνιο 2010 έως την 2.12.2011, συνολικού ποσού 31.859,64 ευρώ και στον τέταρτο αυτών, για το χρονικό διάστημα από 1.10.2010 έως 31.12.2011, συνολικού ποσού 25.718,19 ευρώ, ενώ από τα ανωτέρω ποσά, αυτά των 12.978,84 ευρώ αναφορικά με την απαίτηση της πρώτης ενάγουσας, των 4.437,82 ευρώ αναφορικά με την απαίτηση της δεύτερης ενάγουσας, των 28.649,20 ευρώ αναφορικά µε την απαίτηση του τρίτου ενάγοντος και των 22.669,77 ευρώ αναφορικά µε την απαίτηση του τέταρτου ενάγοντος, αφορούν στο χρονικό διάστημα μέχρι την 1.10.2011, οπότε ολοκληρώθηκε η πλήρης μεταβίβαση της επιχείρησης της δεύτερης εναγομένης στην πρώτη αυτών. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, οι ενάγοντες ζήτησαν: α) να αναγνωριστεί ότι συνδέονται µε τη δεύτερη εναγόμενη εταιρία µε συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, β) να υποχρεωθεί η πρώτη εναγόμενη εταιρία «………….» να καταβάλει σ’ αυτούς τα συνολικά ποσά των 54.698,32 ευρώ στην πρώτη,  των 49.007,66 ευρώ στη δεύτερη, των 60.752,47 ευρώ στον τρίτο και των 71.712,46 ευρώ στον τέταρτο αυτών, με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επί μέρους ποσό κατέστη απαιτητό άλλως από την επίδοση της αγωγής, για τις ανωτέρω δεδουλευμένες αποδοχές τους καθώς και για αποδοχές υπερημερίας (από Φεβρουάριο 2012 και εφεξής για τα αναφερόμενα στην αγωγή αναλυτικά για έκαστο αυτών χρονικά διαστήματα) λόγω ακυρότητας της από 8.2.2012 καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας τους και γ) να υποχρεωθεί η δεύτερη εναγόμενη εταιρία «……………», εις ολόκληρον ευθυνόμενη µε την πρώτη εναγομένη, να τους καταβάλει μέρος των ανωτέρω ποσών, που αντιστοιχεί στις δεδουλευμένες αποδοχές τους μέχρι την μεταβίβαση της επιχείρησης που ολοκληρώθηκε την 1.10.2011, ήτοι ποσό 12.978,84 ευρώ στην πρώτη ενάγουσα, ποσό 4.437,82 ευρώ στη δεύτερη ενάγουσα, ποσό 28.649,20 ευρώ στον τρίτο ενάγοντα και ποσό 22.669,77 ευρώ στον τέταρτο ενάγοντα, και τα ποσά αυτά  με το νόμιμο τόκο, από τότε που κάθε επί μέρους ποσό κατέστη απαιτητό κατά τις αναφερόμενες στην αγωγή διακρίσεις, άλλως από την επίδοση της αγωγής. Επικουρικώς, οι ενάγοντες ζήτησαν τα ανωτέρω ποσά κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού για την περίπτωση που κριθεί ότι είναι άκυρες οι συμβάσεις εργασίας τους με την δεύτερη των εναγομένων, στις οποίες υπεισήλθε η πρώτη αυτών λόγω μεταβίβασης της επιχείρησης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, αφού απέρριψε τα αιτήματα των εναγόντων α) περί αναγνώρισης ότι συνδέονται µε τη δεύτερη εναγόμενη εταιρία µε συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και β) περί επιδίκασης μισθών υπερημερίας σε βάρος της πρώτης εναγόμενης εταιρίας, με την αιτιολογία ότι αυτοί αποδέχθηκαν την από 8.2.2012 καταγγελία της σύμβασης εργασίας τους, μη προσβάλλοντας αυτήν εντός της τρίμηνης αποσβεστικής προθεσμίας του άρθρου 6 παρ. 1 του Ν. 3198/1955, στη συνέχεια δέχθηκε εν μέρει την αγωγή κατά το αίτημά της περί επιδίκασης των οφειλόμενων δεδουλευμένων αποδοχών και συγκεκριμένα, δεχόμενο ότι τον Οκτώβριο 2011 ολοκληρώθηκε η αρχόμενη τον Οκτώβριο 2010 μεταβίβαση της επιχείρησης της δεύτερης εναγομένης στην πρώτη εναγομένη κατά τις διατάξεις των άρθρων 2 και 4 του Π.Δ. 178/2002, υποχρέωσε την πρώτη εναγομένη, ευθυνόμενη ως διάδοχο εργοδότη, να καταβάλει, για την ανωτέρω αιτία, στους ενάγοντες: α) το ποσό των 14.132,91 ευρώ στην πρώτη αυτών, β) το ποσό των 5.487,641 ευρώ στη δεύτερη αυτών, γ) το ποσό των 31.859,64 ευρώ στον τρίτο αυτών και δ) το ποσό των 25.718,19 ευρώ στον τέταρτο αυτών, ενώ υποχρέωσε και τη δεύτερη εναγομένη, ευθυνόμενη εις ολόκληρον με την πρώτη εναγομένη, να καταβάλει στους ενάγοντες μέρος των ανωτέρω ποσών, που αντιστοιχεί στις δεδουλευμένες αποδοχές τους μέχρι τον χρόνο μεταβίβασης της επιχείρησης (1.10.2011), και συγκεκριμένα α) το ποσό των 9.705,33 ευρώ στην πρώτη αυτών, β) το ποσό των 3.466,321 ευρώ στη δεύτερη αυτών, γ) το ποσό των 27.862,62 ευρώ στον τρίτο αυτών και δ) το ποσό των 18.989,76 ευρώ στον τέταρτο αυτών, με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επί μέρους ποσό κατέστη απαιτητό. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται ήδη τόσο η πρώτη όσο και η δεύτερη των εναγομένων, με τις κρινόμενες, υπό στοιχ. Α΄ και Β΄ αντίστοιχα, εφέσεις τους για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτές λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητούν την εξαφάνισή της, ώστε κατά να απορριφθεί καθ’ ολοκληρίαν η ως άνω αγωγή.

ΙV. Στο Ν. 3588/2007 «Πτωχευτικός Κώδικας» (όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με τις διατάξεις του Ν. 4446/2016-ΦΕΚ Α΄ 240/22.12.2016) ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: Άρθρο 17: «1. Ο οφειλέτης από την κήρυξη της πτώχευσης στερείται αυτοδι­καίως της διοίκησης (διαχείρισης και διάθεσης) της περιου­σίας του (πτωχευτική απαλλοτρίωση), την οποία ασκεί μόνος ο σύνδικος…». Άρθρο 96: «1. Η πτώχευση του νομικού προσώ­που επιφέρει τη λύση του. Τα όργανα του νομικού προσώπου διατηρούνται». Άρθρο 164: «Η πτώχευση περατώνεται… με την παύση των εργασιών της, είτε για έλλειψη ενεργητικού είτε…». Άρθρο 166: «1. Αν οι εργασίες της πτωχεύσεως δεν μπορούν να εξακολουθήσουν, λόγω έλλειψης των αναγκαίων χρημά­των ή ευχερώς ρευστοποιήσιμης περιουσίας, το πτωχευτικό δικαστήριο … μπορεί… να κηρύξει την παύση των εργασιών της πτωχεύσεως. 2. Στην περίπτωση της παρ. 1 περατώνεται η πτώχευση, αίρεται η πτωχευτική απαλλοτρίωση και ο οφειλέτης αναλαμβάνει τη διοίκηση της περιουσίας του. Οι πιστωτές αναλαμβάνουν τα ατομικά καταδιωκτικά μέτρα και παύει το λειτούργημα του συνδίκου … Τα αποτελέσματα αυτά επέρχο­νται μετά πάροδο μηνός από τη δημοσίευση της απόφασης της παρ. 1». Συναφώς, στο άρθρο 44 παρ. 1 περ. δ΄ του  Ν. 3190/1955 «περί εταιρειών περιορισμένης ευθύνης» ορίζεται ότι: «1. Η εταιρεία λύεται: α)… β)… γ)… και δ) δια της κηρύξεως της εταιρείας εις κατάστασιν πτωχεύσεως», ενώ και με τη νεότερη διάταξη του άρθρου 103 παρ. 1 του Ν. 4072/2012 ορίζεται ότι η ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρία λύεται, μεταξύ άλλων, αν αυτή κηρυχθεί σε πτώχευση. Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι, από την κήρυξη της παύσης των εργασιών της πτώχευσης λόγω έλλειψης ενεργητικής περιουσίας, περατώνεται η πτώχευση και παύει το λειτούργημα του συνδίκου, καθώς και η διαχείριση απ` αυτόν της πτωχευτικής περιουσίας, την οποία έκτοτε αναλαμβάνει ο πτωχός (φυσικό ή νομικό πρόσωπο), ο οποίος νομιμοποιείται πλέον να ασκεί τα δικαιώματα του τόσο ενεργητικά όσο και παθη­τικά και να παρίσταται στο δικαστήριο στο όνομά του προσωπικώς και χωρίς τη σύμπραξη συνδίκου, ενώ και οι πιστωτές αναλαμβάνουν τα σε βάρος αυτού ατομικά καταδιωκτικά μέτρα (ΕφΠειρ 144/2014 δημ. σε ΝΟΜΟΣ, βλ. Ε. Περάκη, Πτωχευτικό Δίκαιο, έκδ. 2012, παρ. 80, σελ. 450-451, πρβλ. ΑΠ 684/2013, ΟλΣτΕ 1376/2013 δημοσιευμένες σε ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 392/2009 ΕλλΔνη 2009.1478, ΕφΠειρ 294/2008 ΔΕΕ 2008.959). Εξάλλου, η πτώχευση της κεφαλαιουχικής εταιρίας συνεπάγεται μεν τη λύση αυτής, όχι, όμως και την εξαφάνιση της νομικής προσωπικότητάς της και, επομένως, καθ’ όλη τη διάρκεια των εργασιών της πτώχευσης υφίσταται το διοικητικό συμβούλιο ή ο διαχειριστής, ως όργανο της ανώνυμης εταιρίας ή της επε αντίστοιχα, χωρίς εξουσία εκπροσώπησης, σε περίπτωση δε παύσης των εργασιών της πτώχευσης η εξουσία εκπροσώπησης περιέρ­χεται εκ νέου στο όργανο αυτό και ανατίθεται κατά τα ειδικό­τερα στο καταστατικό της εταιρίας οριζόμενα. Συνεπώς, μετά την περάτωση της πτώχευσης, θα  πρέπει να ολοκληρωθεί και η εταιρική εκκαθάριση (άρα η εκκαθάριση και της τυχόν στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα αποκτηθείσας περιουσίας), για την οποία αρμόδιος θα είναι πλέον ο εταιρικός εκκαθαριστής και όχι ο σύνδικος. Γενικά, πάντως, γίνεται δεκτό ότι επί εταιρίας που έχει πτωχεύσει, η παύση των εργασιών της πτώχευσης δεν επάγεται περάτωση του νομικού προσώπου, το οποίο εξακολουθεί υφιστάμενο μέχρι την ολοκλήρωση της εταιρικής εκκαθάρισης (βλ. Ε. Περάκη, ό.π., παρ. 81, σελ. 453 και παρ. 43, σελ. 321-323).

Στην προκείμενη περίπτωση, από τα προσκομιζόμενα με επίκληση από τους διαδίκους έγγραφα προκύπτει ότι η δεύτερη εναγόμενη εταιρία «……….», με την υπ’ αριθ. 6097/2.12.2011 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κηρύχθηκε σε κατάσταση πτώχευσης, ενώ με την υπ’ αριθ. 1506/15.3.2013 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου κηρύχθηκε η παύση των εργασιών της πτώχευσης λόγω έλλειψης ενεργητικής περιουσίας (βλ. το προσκομιζόμενο αντίγραφο της σχετικής σελίδας του με αριθμού ….. μερίδας του Τμήματος Πτωχεύσεων του Πρωτοδικείου Πειραιώς). Η ως άνω αγωγή ασκήθηκε μετά από ένα μήνα από την δημοσίευση της εν λόγω απόφασης περί παύσης των εργασιών της πτώχευσης (άρθρο 166 παρ. 2 Ν. 3588/2007). Με τα ανωτέρω δεδομένα, παραδεκτώς ασκήθηκε η αγωγή αυτή κατά της δεύτερης εναγόμενης εταιρίας, δεδομένου ότι από την κήρυξη της παύσης των εργασιών της πτώχευσης λόγω έλλειψης ενεργητικής περιουσίας, όπως συνέβη στην προκείμενη περίπτωση, περατώνεται η πτώχευση και παύει το λειτούργημα του συνδίκου, με συνέπεια ο μεν οφειλέτης να αναλαμβάνει τη διοίκηση της περιουσίας του, οι δε πιστωτές να μπορούν να αναλάβουν τις ατομικές διώξεις κατά του οφειλέτη και της περιουσίας του σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη. Σημειώνεται, ότι η διάταξη του άρθρου 166 του Πτωχευτικού Κώδικα (Ν. 3588/2007) περί παύσης των εργασιών της πτώχευσης αφορά όλα τα πρόσωπα (φυσικά και νομικά) που κηρύχθηκαν σε πτώχευση και όχι μόνο τα φυσικά πρόσωπα, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει η εκκαλούσα-δεύτερη εναγομένη. Συνεπώς, το πρω­τοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκα­λούμενη απόφασή του, δέχθηκε ότι η δεύτερη εναγομένη νομιμοποιείται παθητικά στην προκειμένη δίκη, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και ο περί του αντιθέτου πρώτος λόγος της έφεσης της ως άνω εναγομένης είναι αβάσιμος και απορριπτέος.

  1. V. Κατά τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 του Ν. 2112/1920, «η μεταβολή του προσώπου του εργοδότου, οπωσδήποτε επερχόμενη, ουδαμώς επηρεάζει την εφαρμογή των υπέρ του υπαλλήλου διατάξεων του παρόντος». Κατά δε το άρθρο 3 παρ. 1 και 2 του Π.Δ. 572/1988, με το οποίο εναρμονίσθηκε η ελληνική νομοθεσία προς εκείνη των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και ειδικότερα προς τις διατάξεις της 77/187/ΈΟΚ Οδηγίας, «τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις, που έχει ο μεταβιβάζων από σύμβαση ή σχέση εργασίας, που υφίστανται κατά την ημερομηνία της, για οποιονδήποτε λόγο, μεταβίβασης, βαρύνουν, εξαιτίας της μεταβίβασης αυτής, το διάδοχο. Με την επιφύλαξη της επομένης παραγράφου (η οποία αναφέρεται σε δικαιώματα, από τυχόν υφιστάμενα συστήματα επαγγελματικής ή διεπαγγελματικής ασφάλισης), μετά την για οποιονδήποτε λόγο μεταβίβαση, ο διάδοχος τηρεί τους όρους εργασίας, που προβλέπονται από συλλογική σύμβαση εργασίας, απόφαση διαιτησίας, κανονισμό ή ατομική σύμβαση εργασίας». Η προαναφερθείσα Οδηγία τροποποιήθηκε με την 98/50 Οδηγία (ακολούθησε η Οδηγία 2001/23 που κωδικοποίησε απλώς τις δύο προηγούμενες Οδηγίες), προς προσαρμογή δε σε αυτήν εκδόθηκε το Π.Δ. 178/2002. Κατά τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 παρ. 1, 3 παρ. 1 και 4 παρ. 1, 2 του Προεδρικού αυτού Διατάγματος, οι οποίες εφαρμόζονται σε κάθε συμβατική ή εκ του νόμου μεταβίβαση ή συγχώνευση επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων σε άλλον εργοδότη, ως μεταβίβαση, κατά την έννοια του ως άνω Π.Δ, θεωρείται η μεταβίβαση μιας οικονομικής οντότητας που διατηρεί την ταυτότητά της, η οποία νοείται ως σύνολο οργανωμένων πόρων, με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας είτε κυρίας είτε δευτερεύουσας. Ως «μεταβιβάζων» νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο, λόγω μεταβίβασης, χάνει την ιδιότητα του εργοδότη στην επιχείρηση, την εγκατάσταση ή το τμήμα επιχείρησης ή εγκατάστασης, ενώ ως «διάδοχος» νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο, λόγω μεταβίβασης, αποκτά την ιδιότητα του εργοδότη στην επιχείρηση, την εγκατάσταση ή το τμήμα επιχείρησης ή εγκατάστασης. Ειδικότερα, για να υπάρχει μεταβίβαση επιχείρησης ή εκμετάλλευσης ή τμήματος αυτών πρέπει να μεταβιβάζονται (χωρίς να ενδιαφέρει ο τρόπος της μεταβίβασης) τόσα επί μέρους στοιχεία της επιχείρησης και κατά τέτοιο τρόπο, ώστε τα μεταβιβαζόμενα στοιχεία να διατηρούν την οργανική τους ενότητα και υπό τον νέο φορέα (εργοδότη), ικανά να πραγματοποιήσουν τον επιδιωκόμενο κερδοσκοπικό, οικονομικό ή τεχνικό σκοπό, γεγονός που συμβαίνει, όταν η κάθε είδους ανάληψη και συνέχιση της επιχειρηματικής δραστηριότητας από τρίτον δεν μεταβάλλει την ταυτότητα της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης, δηλαδή συνεχίζεται η ίδια επιχείρηση ή εκμετάλλευση. Διατήρηση δε της ταυτότητάς της σημαίνει ότι διατηρούνται αμετάβλητες οι θέσεις εργασίας και, συνεπώς, δικαιολογείται ο νέος φορέας της να αναλάβει τις εργασιακές σχέσεις που συνδέονται με αυτές. Εξάλλου, η ταυτότητα της επιχείρησης δεν μεταβάλλεται από το γεγονός ότι ο διάδοχος προσέθεσε στα μεταβιβαζόμενα στοιχεία και νέα (νέα μηχανήματα, εγκαταστάσεις, προσέλαβε και νέο προσωπικό, τροποποίησε μερικώς το σκοπό, π.χ. επέκταση εργασιών, παραγωγή και νέων προϊόντων κ.λπ.). Η μεταβολή του προσώπου του εργοδότη, στην περίπτωση αυτή, συνεπάγεται, ανεξάρτητα από τη νομική αιτία και τη μορφή της μεταβίβασης, αυτοδίκαιη υποκατάσταση του νέου εργοδότη στις υφιστάμενες εργασιακές σχέσεις και απαλλαγή του προηγούμενου εργοδότη για το μετά τη μεταβολή χρονικό διάστημα, ενώ το αποτέλεσμα αυτό επέρχεται ανεξάρτητα από οποιαδήποτε συναίνεση των εργαζομένων. Συνεπώς, ο νέος εργοδότης υπεισέρχεται σε όλες τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις προϋφιστάμενες εργασιακές σχέσεις, χωρίς αυτές και τα εν γένει δικαιώματα των μισθωτών (είτε αυτά προέρχονται από Σ.Σ.Ε., από ατομική σύμβαση εργασίας ή από διαιτητική απόφαση) να επηρεάζονται από τη μεταβίβαση, αρκεί η επιχείρηση να συνεχίζεται ως οικονομική μονάδα και να διατηρεί την ταυτότητά της με το νέο φορέα, επιδιώκοντας τον ίδιο κερδοσκοπικό ή οικονομικό σκοπό. Η κρίση για τη διατήρηση ή μη της ταυτότητας της οικονομικής μονάδας και, επομένως, για το αν συντρέχει μεταβίβαση επιχείρησης, εκμετάλλευσης ή τμημάτων τους, εξαρτάται από τη συνολική εκτίμηση των συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης. Στο πλαίσιο της συνολικής αυτής εκτίμησης κρίσιμα είναι τα εξής στοιχεία: 1) η μεταβίβαση ή μη υλικών στοιχείων (κτίρια, μηχανήματα κ.λπ.), 2) η μεταβίβαση ή μη άυλων αγαθών και η αξία τους, 3) η απασχόληση ή μη σημαντικού μέρους του εργατικού δυναμικού της μεταβιβαζόμενης επιχείρησης από τον νέο επιχειρηματία, 4) η μεταβίβαση ή μη της πελατείας, 5) ο βαθμός ομοιότητας των δραστηριοτήτων που ασκούνται πριν και μετά τη μεταβίβαση, και 6) η διάρκεια της ενδεχόμενης διακοπής των δραστηριοτήτων αυτών (ΑΠ 1148/2017, ΑΠ 1147/2017, ΑΠ 995/2017, ΑΠ 1319/2015 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1850/2006 ΧρΙΔ 2007.258, ΕφΠειρ 689/2011 ΠειρΝομ 2012.260, βλ. Δ. Ζερδελή, Εργατικό Δίκαιο, έκδ. 2015, σελ. 1267 επ. και ιδίως 1272-1282, Γνωμοδότηση του ιδίου για την έννοια της «μεταβίβασης» επιχείρησης σε ΔΕΝ 2009 σελ. 1169 επ., Γνωμοδότηση Γ. Λεβέντη για την «Μεταβίβαση λειτουργίας ή δραστηριότητας (outsourcing)» σε ΔΕΝ 2004, σελ. 1193 επ. και Αμαλία Λεβέντη, Μεταβίβαση επιχείρησης και Συλλογικές Σχέσεις Εργασίας, έκδ. 2016, σελ. 62-64). Συνεπεία της μεταβίβασης της επιχείρησης, μεταβιβάζεται το σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, ενοχικών και διαπλαστικών, καθώς και των προσδοκιών από τον παλαιό στον νέο εργοδότη (ΑΠ 390/2008 ΔΕΝ 2008.1517). Ακόμη, ο προηγούμενος εργοδότης, και μετά τη μεταβίβαση, ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τον νέο εργοδότη, για τις υποχρεώσεις που πρόεκυψαν από τη σύμβαση ή σχέση εργασίας μέχρι το χρόνο που αναλαμβάνει ο διάδοχος, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 του Π.Δ. 178/2002, καθόσον, η μεταβίβαση μιας επιχείρησης, εγκατάστασης ή τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης δεν συνιστά αυτή καθ’ εαυτή λόγο απόλυσης εργαζομένων (ΑΠ 525/2013 ΔΕΕ 2013.1200, ΑΠ 339/2011 και ΑΠ 318/2010 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Πάντως, τα κρίσιμα στοιχεία για την κατάφαση της έννοιας της «μεταβίβασης επιχείρησης» δεν πρέπει να εκτιμώνται μεμονωμένα, αλλά στο πλαίσιο συνολικής αξιολόγησης, εφόσον η σημασία τους δεν είναι εκ των προτέρων καθορισμένη, ενώ η βαρύτητα που θα αποδοθεί στο κάθε κριτήριο, στο πλαίσιο πάντοτε συνολικής εκτίμησης και αξιολόγησης, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το είδος της επιχείρησης ή εγκατάστασης για την οποία πρόκειται και από τις εφαρμοζόμενες σε αυτή μεθόδους παραγωγής και εργασίας. Τελικά δε, κρίσιμο είναι να διαπιστωθεί, βάσει της συνολικής αξιολόγησης, αν ο «διάδοχος» αναλαμβάνει πράγματι μία οργάνωση εργασίας που έχει δημιουργήσει ένας άλλος, για την επιδίωξη κατά τρόπο διαρκή και σταθερό συγκεκριμένου οικονομικού σκοπού, την οποία και διατηρεί αξιοποιώντας την για την επίτευξη του ίδιου βασικού σκοπού. Δηλαδή, είναι κρίσιμη η διάκριση για το αν υπάρχει μεταβίβαση οικονομικών παραγόντων οργανωμένων από τον φορέα τους σε ενότητα για την επιδίωξη συγκεκριμένου σκοπού, μεταβίβαση δηλαδή ενός οργανισμού, ο οποίος «επιζεί» της αλλαγής του φορέα του, ή απλώς μεταβίβαση ενός αθροίσματος ή μεμονωμένων οικονομικών αγαθών, χωρίς τον μεταξύ τους αναγκαίο για την επίτευξη συγκεκριμένου σκοπού λειτουργικό σύνδεσμο και οργάνωση, μεταβίβαση δηλαδή «νεκρών» στοιχείων, αφού μόνο στην πρώτη περίπτωση μπορεί να γίνει λόγος για μεταβίβαση οικονομικής μονάδας με διατήρηση της ταυτότητάς της και υπό τον νέο φορέα και μόνο στην περίπτωση αυτή δικαιολογείται να επέλθουν οι έννομες συνέπειες που προβλέπει η κοινοτική και εθνική νομοθεσία (ΕφΑθ 9606/2005 ΕλλΔνη 2006.873, βλ. Δ. Ζερδελή, Εργατικό Δίκαιο, ό.π., σελ. 1274 και Γνωμοδότηση του ιδίου, ό.π., ΔΕΝ 2009 σελ. 1174).

VΙ. Από τη διάταξη του άρθρου 454 ΚΠολΔ συνάγεται ότι, εάν προσκομίζεται, ως αποδεικτικό μέσο, ξενόγλωσσο έγγραφο, πρέπει να συνυποβάλλεται και μετάφραση αυτού, που έχει κυρωθεί από το Υπουργείο των Εξωτερικών ή άλλη αρμόδια αρχή ή αρμόδιο όργανο, άλλως το έγγραφο δεν είναι παραδεκτό και δεν λαμβάνεται υπόψη, το εν λόγω απαράδεκτο, όμως, δεν ισχύει εάν η υπόθεση εκδικάζεται κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 664-676 ΚΠολΔ), καθόσον, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 671 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, κατά την εν λόγω διαδικασία λαμβάνονται υπόψη και μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 1627/2010 ΕλλΔνη 2011.431, ΑΠ 1511/2009 ΝοΒ 58.1719, ΑΠ 1344/2007, ΕφΠειρ 809/2014 και ΕφΠειρ 764/2012 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκείμενη περίπτωση, από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων …………. και ………….., που εξετάσθηκαν, ο πρώτος με επιμέλεια της δεύτερης εναγομένης και ο δεύτερος με επιμέλεια της πρώτης εναγομένης, στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, οι οποίες (καταθέσεις) περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδρίασης του ιδίου δικαστηρίου, από την χωρίς όρκο εξέταση της δεύτερης ενάγουσας, ……….., στο ακροατήριο ομοίως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, η οποία (εξέταση) περιέχεται στα ως άνω πρακτικά συνεδρίασης, από την προσκομιζόμενη με επίκληση από την εκκαλούσα-πρώτη εναγομένη υπ’ αριθ. …./26.10.2016 ένορκη βεβαίωση του …….., ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιώς, η οποία έχει ληφθεί κατόπιν νόμιμης κλήτευσης των αντιδίκων της, με σχετική δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου της που καταχωρήθηκε στα πρακτικά συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (βλ. σχετ. ΑΠ 927/2017 σε ΝΟΜΟΣ), από τις προσκομιζόμενες με επίκληση ομοίως από την εκκαλούσα-πρώτη εναγομένη υπ’ αριθ. ………./6.12.2017 ένορκες βεβαιώσεις των ………….ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιώς, οι οποίες έχουν ληφθεί κατόπιν νόμιμης κλήτευσης των αντιδίκων της, όπως προκύπτει από τις υπ’ αριθ. ………..΄/20.10.2016 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών, …….. (σημειώνεται ότι στις ειδικές διαδικασίες το Δικαστήριο έχει υποχρέωση να λάβει υπόψη ένορκες βεβαιώσεις, των οποίων γίνεται επίκληση και για τη σύνταξή τους έχουν τηρηθεί οι προβλεπόμενες από το νόμο διατυπώσεις, έστω και αν αυτές υπερβαίνουν αριθμητικά τις τρεις, αφού δεν ισχύει ο περιορισμός της διάταξης του άρθρου 270 παρ. 2 εδ. γ΄ ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την κατάργησή του με το Ν. 4335/2015 – βλ. ΑΠ 938/2017, ΑΠ 882/2015, ΑΠ 522/2011 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμως είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ανεξάρτητα αν αυτά πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρα 671 παρ. 1 εδ. α΄, 674 παρ. 2 ΚΠολΔ όπως ίσχυαν προ του Ν. 4335/2015), στα οποία (έγγραφα) περιλαμβάνονται α) οι προσκομιζόμενες από την εκκαλούσα-πρώτη εναγομένη ένορκες βεβαιώσεις, οι οποίες λήφθηκαν στο πλαίσιο προγενέστερων δικών, β) τα προσκομιζόμενα έγγραφα των σχηματισθέντων σχετικών ποινικών δικογραφιών και γ) τα προσκομιζόμενα με επίκληση από τους εφεσίβλητους-ενάγοντες ξενόγλωσσα έγγραφα (έστω και χωρίς την μετάφρασή τους στην ελληνική γλώσσα, αφού είναι μόνο στην αγγλική γλώσσα, την οποία πάντως γνωρίζει η Δικαστής του παρόντος Δικαστηρίου), ενώ η τυχόν αναφορά κατωτέρω ορισμένων μόνο από τα έγγραφα αυτά είναι απλώς ενδεικτική, αφού δεν παραλείφθηκε κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1001/2012 δημ. σε ΝΟΜΟΣ), σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η δεύτερη εναγόμενη εταιρία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…………..» (ήδη εκκαλούσα της υπό στοιχ. Β΄ έφεσης) ιδρύθηκε περί το έτος 2002 με αντικείμενο επιχειρηματικής δραστηριότητας την τροφοδοσία πλοίων εσωτερικού και εξωτερικού. Οι ενάγοντες (ήδη εφεσίβλητοι) το έτος 2002 προσελήφθησαν από την ως άνω εναγόμενη εταιρία, με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να εργασθούν με την ειδικότητα των υπαλλήλων γραφείου η πρώτη και ο τέταρτος, της γραμματέως η δεύτερη και του οδηγού ο τρίτος αυτών. Το ύψος των καθαρών μηνιαίων αποδοχών τους, όπως και οι ίδιοι αναφέρουν στην αγωγή τους, ανερχόταν κατά το έτος 2010 α) για την πρώτη ενάγουσα, στο ποσό των 1.147,07 ευρώ, β) για την δεύτερη ενάγουσα, στο ποσό των 948,17 ευρώ, γ) για τον τρίτο ενάγοντα, στο ποσό των 1.600,36 ευρώ και δ) για τον τέταρτο ενάγοντα, στο ποσό των 1.524,21 ευρώ. Από το έτος 2010 και εφεξής η δεύτερη εναγομένη έπαυσε να καταβάλει εμπροθέσμως στους ενάγοντες τις δεδουλευμένες αποδοχές τους, ενώ, όπως προαναφέρθηκε, με την υπ’ αριθ. 6097/2.12.2011 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κηρύχθηκε σε κατάσταση πτώχευσης. Τελικά, στις 8.2.2012, η ορισθείσα σύνδικος της πτώχευσης, ενεργούσα για λογαριασμό της δεύτερης εναγόμενης εταιρίας (εργοδότριας), προέβη σε έγγραφη καταγγελία των συμβάσεων εργασίας των τεσσάρων εναγόντων (με τελευταία αναγραφόμενη ημέρα εργασίας την 8.2.2012), οι οποίοι αποδέχθηκαν την καταγγελία µη εγείροντας αξιώσεις κατ’ αυτής εντός τριμήνου από την καταγγελία. Από την προσκομισθείσα από 24.2.2012 έκθεση της συνδίκου της πτώχευσης προς την συνέλευση των πιστωτών, προκύπτει ότι, με βάση την γενόμενη την 7.2.2012 απογραφή, η δεύτερη εναγόμενη απασχολούσε οκτώ (8) εργαζόμενους που απολύθηκαν από την σύνδικο την 8.2.2012, στους οποίους συμπεριλαμβάνονταν οι ενάγοντες, καθώς και οι εργαζόμενες ……….. και ………… (σημειώνεται ότι οι τελευταίες είχαν ήδη απολυθεί πριν την πτώχευση, αλλά είχαν προσβάλει την απόλυσή τους δικαστικώς, με αποτέλεσμα να κριθεί σκόπιμο από την σύνδικο να απολυθούν εκ νέου). Επίσης, αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες εργαζόμενοι προέβησαν την 24.1.2012 σε έγγραφη αναγγελία των απαιτήσεών τους (εκ των συμβάσεων εργασίας τους) προς τον Εισηγητή Πτωχεύσεων του Πρωτοδικείου Πειραιώς, επικαλούμενοι ότι εργάσθηκαν συνεχώς στην δεύτερη εναγομένη εταιρία μέχρι και τον Δεκέμβριο του έτους 2011, οπότε και πληροφορήθηκαν την πτώχευση αυτής, καθώς και ότι η τελευταία τους οφείλει τις αναφερόμενες για έκαστο αυτών δεδουλευμένες αποδοχές τους για τα αναφερόμενα σε έκαστη αναγγελία χρονικά διαστήματα. Τελικώς, όπως προαναφέρθηκε, με την υπ’ αριθ. 1506/15.3.2013 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κηρύχθηκε η παύση των εργασιών της πτώχευσης λόγω έλλειψης περιουσίας. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι κατά το έτος 2010, όταν η δεύτερη εναγόμενη εταιρία περιήλθε σε κατάσταση δυσκολίας αποπληρωμής των οικονομικών υποχρεώσεών της, κατάρτισε, με σκοπό την διατήρηση του πελατολογίου της και την εξυπηρέτηση των πελατών της, δύο συμβάσεις έργου παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών με δύο άλλες εταιρίες, που δραστηριοποιούνταν και αυτές στον χώρο της τροφοδοσίας πλοίων, ήτοι τις εταιρίες «…………..». Συγκεκριμένα με την πρώτη αυτών συνήψε το από 1.7.2010 «ιδιωτικό συμφωνητικό σύμβασης έργου παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών» με διάρκεια ισχύος για πέντε έτη (ήτοι μέχρι 30.6.2015), με το οποίο συμφωνήθηκε μεταξύ τους ότι αυτή (δεύτερη εναγομένη) αναλαμβάνει να “κλείνει” συμφωνίες για τον εφοδιασμό των πλοίων με τρόφιμα με διάφορες ναυτιλιακές εταιρίες για λογαριασμό της εταιρίας «………….» και ότι η τελευταία θα της καταβάλει, ως αμοιβή υπηρεσιών (προμήθεια), ποσοστό που θα κυμαίνεται από 5-15% επί του ποσού των τιμολογίων, η οποία (αμοιβή) θα της καταβάλλεται εφόσον έχουν ήδη εξοφληθεί τα αντίστοιχα τιμολόγια από την εκάστοτε πελάτη-ναυτιλιακή εταιρία, ενώ για την είσπραξη της αμοιβής αυτής θα εκδίδεται το οικείο φορολογικό στοιχείο (βλ. το ως άνω συμφωνητικό που κατατέθηκε νομίμως την 11.10.2010 στην αρμόδια ΔΟΥ ΦΑΕ Πειραιά, με την αναφερόμενη κατάσταση συμφωνητικών του Γ΄ τριμήνου 2010, του άρθρου 8 παρ. 16 του Ν. 1882/1990). Επίσης, η δεύτερη εναγομένη κατάρτισε με την εταιρία «………..» το από 13.10.2010 «ιδιωτικό συμφωνητικό» με διάρκεια ισχύος για πέντε έτη, με το οποίο συμφωνήθηκε μεταξύ τους ότι αυτή (δεύτερη εναγομένη) αναλαμβάνει να “κλείνει” παραγγελίες, βάσει προσφορών χονδρικής, από πελάτες της-ναυτιλιακές εταιρίες για τον εφοδιασμό τους με βιομηχανικά είδη ναυτιλίας, οι οποίες (παραγγελίες) θα εκτελούνται από την εταιρία «. …..» με τιμολόγηση απ’ αυτήν και ότι η τελευταία θα της καταβάλει, ως αμοιβή υπηρεσιών (προμήθεια), την προκύπτουσα διαφορά μεταξύ της προσφοράς χονδρικής και της τελικής εκτελούμενης τιμολόγησης, η οποία (αμοιβή) θα της καταβάλλεται άμεσα σε μετρητά, εφόσον έχουν ήδη εξοφληθεί τα αντίστοιχα τιμολόγια από την εκάστοτε πελάτη, ενώ για την αμοιβή αυτή θα εκδίδεται σχετικό τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών (βλ. το ως άνω συμφωνητικό). Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι η πρώτη εναγομένη ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «………..» και τον διακριτικό τίτλο «……….» (ήδη εκκαλούσα της υπό στοιχ. Α΄ έφεσης) εδρεύει στον Πειραιά (οδός ………….) και δραστηριοποιείται πάνω από 30 χρόνια στο λιμάνι του Πειραιά με αντικείμενο εργασιών τον εφοδιασμό πλοίων, ούσα παλαιότερη και μεγαλύτερη της δεύτερης εναγόμενης εταιρίας. Επίσης, πρέπει να αναφερθεί ότι η κατάρτιση τέτοιου είδους συμβάσεων έργου και παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών είναι συνήθης πρακτική μεταξύ των εταιριών που δραστηριοποιούνται στο χώρο του εφοδιασμού πλοίων, όπως προκύπτει και από τα προσκομιζόμενα από την εκκαλούσα-πρώτη εναγομένη πέντε ιδιωτικά συμφωνητικά, από τα οποία προκύπτει ότι αυτή συνήψε παρόμοιες συμφωνίες (συμβάσεις έργου και παροχής υπηρεσιών αντί συμφωνηθείσας αμοιβής) και άλλες φορές, ήτοι την 21.12.2000 με την εταιρία «………..», την 7.12.2001 με την εταιρία «…………», την 1.1.2009 με την εταιρία «……….», την 1.6.2012 με την εταιρία «…………» και την 1.10.2013 με την εταιρία «………….». Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι παράλληλα, η δεύτερη εναγομένη από το Φθινόπωρο του έτους 2010 άρχισε και μείωση των λειτουργικών εξόδων της, με αποτέλεσμα να μειώσει το προσωπικό της από 23 σε 8 εργαζόμενους και να μεταφέρει την έδρα της από την οδό …….. στον Πειραιά, σε ένα μικρότερο χώρο γραφείων, στην οδό ………. στον Πειραιά, όπου παρέμεινε σε λειτουργία μέχρι και τον Δεκέμβριο 2011 (οπότε και κηρύχθηκε σε πτώχευση), ενώ και οι ενάγοντες συνέχισαν μέχρι τότε να εργάζονται γι’ αυτήν στην ως άνω έδρα της. Παρά ταύτα, όμως, η δεύτερη εναγομένη συνέχισε να μην αποπληρώνει τις οικονομικές υποχρεώσεις της τόσο προς τους εργαζομένους της, όσο και προς το Δημόσιο, με αποτέλεσμα την 30.3.2011 να επιβληθεί σε βάρος της από το Δημόσιο αναγκαστική κατάσχεση της αναφερόμενης στην σχετική έκθεση κατάσχεσης κινητής περιουσίας της, για οφειλή της προς αυτό εκ ποσού 67.037,61 ευρώ (βλ. την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. ……/30.11.2011 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών, ………..). Ακόμη, αποδείχθηκε ότι κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα και συγκεκριμένα από Σεπτέμβριο 2010 μέχρι και Ιούλιο 2011 πολλές φορές οι ενάγοντες αλλά και οι άλλοι εργαζόμενοι στην δεύτερη εναγομένη προσέφυγαν στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας (της Περιφερειακής Διεύθυνσης Πειραιώς) διαμαρτυρόμενοι για την μη καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών τους εκ μέρους της εργοδότιδός τους. Μάλιστα, οι εκπρόσωποι της τελευταίας εμφανίζονταν, κατόπιν κλήσης τους, ενώπιον του αρμόδιου Επιθεωρητή Εργασίας, αναγνωρίζοντας την οφειλή της εταιρίας προς αυτούς και υποσχόμενοι την σε δόσεις καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών τους (βλ. τα υπ’ αριθ. …./9.9.2010, ……../20.9.2010 και ……7/1.7.2011 δελτία εργατικής διαφοράς του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας Πειραιώς). Τελικά, η εμπορική αυτή συνεργασία μεταξύ των δύο εναγόμενων εταιριών διήρκεσε μέχρι την 15.12.2011, δηλαδή για περίπου 1,5 χρόνο, όταν και διεκόπη συναινετικά, με το από 15.12.2011 έγγραφο ιδιωτικό συμφωνητικό, που συντάχθηκε μεταξύ των νομίμων εκπροσώπων τους (βλ. το ως άνω συμφωνητικό που κατατέθηκε νομίμως την 28.2.2012 στην αρμόδια ΔΟΥ ΦΑΕ Πειραιά, με την αναφερόμενη κατάσταση συμφωνητικών του Δ΄ τριμήνου 2018, του άρθρου 8 παρ. 16 του Ν. 1882/1990). Κατά τη διάρκεια της ως άνω συνεργασίας καταβλήθηκε από την πρώτη των εναγομένων προς την δεύτερη αυτών η συμφωνηθείσα αμοιβή (προμήθεια) της για έκαστο εφοδιασμό πλοίου που «κλείσθηκε» από την τελευταία, η οποία εξέδιδε και σχετικά παραστατικά έγγραφα (τιμολόγια) για τις προμήθειες που ελάμβανε από την πρώτη εναγόμενη εταιρία (βλ. τα προσκομιζόμενα υπ’ αριθ. ……….. τιμολόγια εκδοθέντα από την δεύτερη εναγομένη). Ο λόγος της διακοπής της συνεργασίας αυτής ήταν όχι μόνο η επελθούσα (τον Δεκέμβριο 2011) πτώχευση της δεύτερης εναγομένης, αλλά και οι επιφυλάξεις της πρώτης εναγομένης στην συνέχιση της εν λόγω συνεργασίας, επειδή την 19.7.2011 είχε ήδη επιδοθεί σ’ αυτήν, ως τρίτη, το από 7.7.2011 κατασχετήριο εις χείρας τρίτου, για εργατικές απαιτήσεις (εξοπλισμένες με εκτελεστό τίτλο) που είχαν σε βάρος της δεύτερης εναγομένης, οι πρώην εργαζόμενοι σ’ αυτήν, …………. (βλ. το προσκομιζόμενο κατασχετήριο και την από 26.7.2011 σχετική αρνητική δήλωση του εκπροσώπου της πρώτης εναγομένης, ………, ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιώς, ότι, κατά τον ανωτέρω χρόνο, δεν υφίστατο οφειλή της εταιρίας αυτής προς την δεύτερη εναγομένη), ενώ η υπόθεση αυτή διευθετήθηκε με την κατάρτιση του από 15.11.2011 «ιδιωτικού συμφωνητικού εξώδικου συμβιβασμού» μεταξύ των ως άνω τριών εργαζομένων και του διαχειριστή και εκπροσώπου της δεύτερης εναγομένης (εργοδότριας), ……… (βλ. το προσκομιζόμενο συμφωνητικό, από το οποίο προκύπτει ότι και μετά τον Οκτώβριο του έτους 2011 η δεύτερη εναγομένη λειτουργούσε κανονικά προβαίνοντας, δια του εκπροσώπου της, σε συμφωνίες πληρωμής αλλά και σε πληρωμές προς τους πρώην εργαζομένους της). Αλλά και οι προαναφερθείσες εργαζόμενες, ως υπάλληλοι γραφείου, στην δεύτερη εναγόμενη εταιρία, …….. και ……….., οι οποίες εργάσθηκαν μαζί με τους ενάγοντες μέχρι και τον Μάιο του έτους 2011, οπότε και απολύθηκαν, άσκησαν την με αριθ. έκθ. κατάθ. …../21.7.2011 αγωγή τους, με την οποία ζήτησαν και δεδουλευμένες αποδοχές για το χρονικό διάστημα από Δεκέμβριο 2010 έως και Μάιο 2011, μόνο κατά της (ήδη δεύτερης) εναγόμενης εταιρίας, επικαλούμενες ότι αυτή είναι η εργοδότης τους, στην οποία εργάσθηκαν συνεχώς μέχρι τον χρόνο της απόλυσής τους, καθώς και ότι η εταιρία αυτή είχε οικονομική ρευστότητα, αφού είχε συνάψει συμβάσεις προμήθειας με τρίτες εταιρίες και συγκεκριμένα με τις εταιρίες «………» (ήδη πρώτη εναγόμενη εταιρία) και «………….». Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι δεν καταβλήθηκαν από την δεύτερη εναγόμενη εταιρία (εργοδότη) οι κατωτέρω δεδουλευμένες αποδοχές των εναγόντων (εργαζόμενων), που οφείλονται σ’ αυτούς για τα ακόλουθα χρονικά διαστήματα και συγκεκριμένα: α) στην πρώτη ενάγουσα οφείλονται για διαφορές καθαρών δεδουλευμένων αποδοχών της, ποσό 835,35 ευρώ για το μήνα Νοέμβριο έτους 2010, ποσό 1.147,07 ευρώ για έκαστο των μηνών Δεκεμβρίου έτους 2010, Ιανουαρίου, Φεβρουαρίου και Μαρτίου έτους 2011, ποσό 94,86 ευρώ για διαφορά δώρου Χριστουγέννων έτους 2010, ποσό 628,95 ευρώ για αποζημίωση αδείας έτους 2011, ποσό 557,98 ευρώ επίδομα αδείας έτους 2011, ποσό 709,89 ευρώ για αναλογία δώρου Πάσχα έτους 2011, ποσό 5.563,12 ευρώ για διαφορά μηνιαίων αποδοχών από Μάιο 2011 έως και Δεκέμβριο 2011 και ποσό 1.154,48 ευρώ για δώρο Χριστουγέννων έτους 2011, ήτοι συνολικό ποσό 14.132,91 ευρώ, β) στην δεύτερη ενάγουσα οφείλονται 606,83 ευρώ για αποδοχές χρονικού διαστήματος από 13.6.2010 έως 30.6.2010, 961,28 ευρώ για αποδοχές Ιουλίου έτους 2011, 941,66 ευρώ για αποδοχές Αυγούστου 2011, 956,55 ευρώ για αποδοχές Σεπτεμβρίου 2011, 856,65 ευρώ για δώρο Χριστουγέννων έτους 2011, 478,28 ευρώ για επίδομα αδείας έτους 2011, 686,36 ευρώ για διαφορά αποζημίωσης αδείας έτους 2011 και συνολικό ποσό 5.487,64 ευρώ και, γ) στον τρίτο ενάγοντα οφείλονται 1.050 ευρώ για διαφορά αποδοχών Ιουνίου 2010, 1.601,51 ευρώ για αποδοχές Ιουλίου 2010, 1.604,61 ευρώ για αποδοχές Αυγούστου 2010, 1608,98 ευρώ για αποδοχές Σεπτεμβρίου 2010, 1.603,54 ευρώ για αποδοχές Οκτωβρίου έτους 2010, 1.605,36 ευρώ για αποδοχές Νοεμβρίου 2010, 1.600,61 ευρώ για αποδοχές Δεκεμβρίου 2010, 1.607,04 ευρώ για Ιανουάριο 2011, 1.601,58 ευρώ για Φεβρουάριο 2011, 1.605,22 ευρώ για έκαστο των μηνών περιόδου από Μάρτιο έως και Νοέμβριο έτους 2011, 1.158,34 ευρώ για δώρο Χριστουγέννων έτους 2010, 329,44 ευρώ για δώρο Πάσχα έτους 2011, 786,58 ευρώ για επίδομα αδείας έτους 2011, 869,39 ευρώ για επίδομα αδείας έτους 2010 και 385,68 ευρώ για αποζημίωση αδείας έτους 2010 και συνολικό ποσό 31.859,64 ευρώ και δ) στον τέταρτο ενάγοντα οφείλονται 972,93 ευρώ υπόλοιπο δεδουλευμένων αποδοχών μηνός Οκτωβρίου 2010, 1.524,21 ευρώ για έκαστο των μηνών περιόδου από Νοέμβριο έτους 2010 έως Ιούνιο έτους 2011 (8 μήνες), 1.491,13 ευρώ για αποδοχές μηνός Ιουλίου έτους 2011, 1.483,66 ευρώ για αποδοχές εκάστου εκ των μηνών της περιόδου από Αύγουστο έως Δεκέμβριο έτους 2011, 1.076,47 ευρώ για δώρο Χριστουγέννων έτους 2010, 288,23 ευρώ για δώρο Πάσχα έτους 2011, 741,83 ευρώ για επίδομα αδείας έτους 2011 και 1.535,62 ευρώ για δώρο Χριστουγέννων έτους 2011, ήτοι συνολικό ποσό 25.718,19 ευρώ. Υπόχρεη, κατ’ αρχήν, στην καταβολή των ανωτέρω δεδουλευμένων αποδοχών των εναγόντων είναι η δεύτερη εναγομένη εταιρία «…………..», ως εργοδότης τους, πλην όμως με βάση το αίτημα της ως άνω αγωγής (κατά την οποία η ευθύνη της δεύτερης εναγομένης εκτείνεται μόνο μέχρι την 1.10.2011 κατά τα προεκτεθέντα σ’ αυτήν), η δεύτερη εναγομένη είναι υπόχρεη να καταβάλει: α) στην πρώτη ενάγουσα …….. το ποσό των 9.705,33 ευρώ (ήτοι 14.132,91 ευρώ μείον αποδοχές αδείας έτους 2011 εκ 628,95 ευρώ, μείον επίδομα αδείας έτους 2011 εκ 557,98 ευρώ, μείον αποδοχές Οκτωβρίου, Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου έτους 2011 από 695,39 ευρώ για έκαστο μήνα και μείον δώρο Χριστουγέννων 2011 εκ 1.154,48 ευρώ), β) στην δεύτερη ενάγουσα ………. το ποσό των 3.466,32 ευρώ (ήτοι 5.487,64 ευρώ μείον δώρο Χριστουγέννων έτους 2011 εκ 856,68 ευρώ, μείον επίδομα αδείας έτους 2011 εκ 478,28 ευρώ και μείον αποζημίωση αδείας έτους 2011 εκ 686,36 ευρώ), γ) στον τρίτο ενάγοντα ……… το ποσό των 27.862,62 ευρώ (ήτοι 31.859.64 μείον αποδοχές μηνών Οκτωβρίου και Νοεμβρίου έτους 2011 εκ ποσού 1.605,22 ευρώ για έκαστο μήνα και μείον επίδομα αδείας έτους 2011 εκ 785,58 ευρώ) και δ) στον τέταρτο ενάγοντα ………. το ποσό των 18.989,76 ευρώ (ήτοι 25.718.19 μείον αποδοχές μηνών Οκτωβρίου, Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου έτους 2011 εκ ποσού 1.483,66 ευρώ για έκαστο μήνα, μείον επίδομα αδείας έτους 2011 εκ 741,83 ευρώ και μείον δώρο Χριστουγέννων 2011 εκ 1.532,62 ευρώ). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκα­λούμενη απόφασή του, δέχθηκε εν μέρει την από 30.12.2015 αγωγή των εναγόντων και επιδίκασε σ’ αυτούς τα ανωτέρω ποσά με το νόμιμο τόκο από τότε που έκαστο επί μέρους ποσό κατέστη απαιτητό, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και ως προς την εκτίμηση των απο­δείξεων και τα αντίθετα υποστηριζόμενα από την δεύτερη εναγόμενη με τους σχετικούς λό­γους της υπό κρίση (υπό στοιχ. Β΄) έφεσής της, τυγχάνουν αβάσιμα και απορριπτέα. Επίσης, ο περί μερικής εξόφλησης των επίδικων απαιτήσεων των εναγόντων ισχυρισμός (ένσταση) της δεύτερης εναγομένης, που προτάθηκε το πρώτον με τον τελευταίο λόγο της ως άνω έφεσής της, είναι απορριπτέος πρωτίστως ως απαράδεκτος, όπως και ο σχετικός λόγος έφεσης, καθόσον για το παραδεκτό της προβολής της ένστασης αυτής, για πρώτη φορά, στο παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, έπρεπε να γίνεται επίκληση των λόγων της βραδείας προβολής της, για να είναι δυνατόν να κριθεί, αν οι λόγοι αυτοί εμπίπτουν σε κάποια από τις εξαιρέσεις του παραδεκτού της βραδείας προβολής, σύμφωνα και με τις διατάξεις του άρθρου 527 ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015 και έχει, στην προκειμένη περίπτωση, εφαρμογή), ήτοι ότι δεν προβλήθηκε εγκαίρως με τις προτάσεις από δικαιολογημένη αιτία, ή ότι προέκυψε για πρώτη φορά μεταγενέστερα, ή ότι αποδεικνύεται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου (ΑΠ 536/2017, ΑΠ 611/2016, ΑΠ 780/2015 και ΑΠ 443/2011 δημοσιευμένες σε ΝΟΜΟΣ). Τέτοια, όμως, επίκληση, δεν  έγινε από την εκκαλούσα με τον ως άνω λόγο της έφεσής της, με αποτέλεσμα το απαράδεκτο της προβολής της ανωτέρω ένστασης στο Δικαστήριο τούτο. Εξάλλου, σε κάθε περίπτωση, δηλαδή και εάν ήθελε θεωρηθεί ότι η ως άνω ένσταση (περί μερικής εξόφλησης) προβάλλεται παραδεκτώς το πρώτον στο παρόν Δικαστήριο, πρέπει να αναφερθεί ότι αυτή είναι ουσιαστικά αβάσιμη, αφού τα επικαλούμενα από την δεύτερη εναγομένη ποσά αφορούν οφειλές της για προγενέστερο χρονικό διάστημα (μη περιλαμβανόμενο στην αγωγή) δεδουλευμένων αποδοχών των εναγόντων, δηλαδή δεν αφορούν τις δεδουλευμένες αποδοχές τους για το περιλαμβανόμενο στην ως άνω αγωγή επίδικο χρονικό διάστημα.

Περαιτέρω, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν αποδείχθηκε ότι επήλθε καθ’ οιονδήποτε τρόπο, κατά το χρονικό διάστημα από Οκτώβριο 2010 μέχρι και Οκτώβριο 2011, μεταβίβαση της επιχείρησης της εταιρίας «……..» (δεύτερης εναγομένης) ή των εγκαταστάσεων ή τμήματος αυτών είτε συμβατική είτε νόμιμη, στην εταιρία «………….» (πρώτη εναγομένη), ώστε να γίνει δεκτό ότι κατά τον τρόπο αυτό (ήτοι λόγω μεταβίβασης της επιχείρησης της δεύτερης εναγομένης) υπήρξε μεταβολή, τον Οκτώβριο του έτους 2011, στο πρόσωπο του εργοδότη των εναγόντων εργαζομένων με συνέχιση της εργασιακής τους σχέσης με νέο εργοδότη την πρώτη εναγόμενη εταιρία («………..»). Αντιθέτως, από όλα τα στοιχεία της δικογραφίας αποδείχθηκε ότι η δεύτερη εναγόμενη εταιρία (Ε.Π.Ε.) είχε αυτοτέλεια σε σχέση με την πρώτη εναγόμενη ανώνυμη εταιρία, ότι είχε δικά της γραφεία στον Πειραιά (αρχικά στην οδό …….. και μετέπειτα στην οδό …..), είχε δικά της όργανα διοίκησης (ήτοι τους διαχειριστές …………..), είχε χωριστό Α.Φ.Μ., είχε δικούς της εργαζόμενους (στους οποίους συμπεριλαμβάνονταν και οι ενάγοντες) που συνέχισαν να εργάζονται σ’ αυτήν μέχρι την πτώχευσή της (τον Δεκέμβριο 2011) και την απόλυσή τους από την σύνδικο πτώχευσης (τον Φεβρουάριο 2012) καθώς και δικά της υλικά και άυλα στοιχεία, που ουδέποτε μεταβιβάσθηκαν στην πρώτη εναγομένη και σε κάθε περίπτωση, ουδέποτε μεταβιβάσθηκαν οργανωμένα σε ενότητα για την επιδίωξη συγκεκριμένου σκοπού, όπως απαιτείται για να υπάρξει μεταβίβαση επιχείρησης με την έννοια που εκτίθεται στη νομική σκέψη στην παράγραφο V της παρούσας. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου στηρίζεται, μεταξύ άλλων, και στα εξής περιστατικά: Α) Οι ίδιοι οι ενάγοντες με την από 30.12.2015 αγωγή τους (στο τέλος της 1ης σελίδας και στην αρχή της 2ης σελίδας) αναφέρουν ότι εργάσθηκαν συνεχώς στην δεύτερη εναγομένη εταιρία μέχρι και την 8.2.2012 (η πρώτη αυτών με επίσχεση εργασία από την 4.4.2011 και εφεξής), οπότε και έγινε καταγγελία των συμβάσεων εργασίας τους από την σύνδικο της πτώχευσης, ισχυριζόμενοι μάλιστα ότι η εργοδότης τους είχε οικονομική ρευστότητα γιατί είχε συνάψει συμβάσεις προμήθειας με «τρίτες εταιρίες», στις οποίες περιλαμβανόταν και η εταιρία «………..». Πλην όμως ο ισχυρισμός αυτός έρχεται σε αντίφαση με το υπόλοιπο περιεχόμενο της ως άνω αγωγής τους, με το οποίο επικαλούνται ότι από Οκτώβριο 2010 και μετέπειτα έγινε σταδιακή μεταβίβαση της επιχείρησης της δεύτερης των εναγομένων προς την πρώτη αυτών, που ολοκληρώθηκε τον Οκτώβριο 2011, με συνέπεια από τότε και εφεξής να καταστεί εργοδότριά τους η τελευταία. Επίσης, οι ίδιοι οι ενάγοντες  με τις από 28.5.2012 προανακριτικές καταθέσεις τους ενώπιον της 8ης Πταισματοδίκου Πειραιώς (στο πλαίσιο σχηματισθείσας ποινικής δικογραφίας κατά των εκπροσώπων της δεύτερης εναγόμενης εταιρίας για το ποινικό αδίκημα της μη καταβολής δεδουλευμένων αποδοχών κατ’ εξακολούθηση) ανέφεραν όλοι ότι εργάσθηκαν συνεχώς στην δεύτερη εναγόμενη εταιρία «…………..» μέχρι και την 8.2.2012, οπότε και απολύθηκαν, χωρίς να αναφέρουν (έστω και διηγηματικά) ότι από τον Οκτώβριο 2011 και εφεξής εργοδότριά τους κατέστη η πρώτη εναγόμενη εταιρία λόγω μεταβίβασης σ’ αυτήν της επιχείρησης της δεύτερης εναγομένης. Τέλος, οι ίδιοι ως άνω ενάγοντες-εργαζόμενοι, με τις από 24.1.2012 έγγραφες αναγγελίες τους προς τον Εισηγητή Πτωχεύσεων του Πρωτοδικείου Πειραιώς, στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας, ανήγγειλαν, ως πιστωτές, τις απαιτήσεις τους έναντι της δεύτερης εναγόμενης εταιρίας (ήδη πτωχεύσασας) για οφειλόμενες σ’ αυτούς δεδουλευμένες αποδοχές για το αναφερόμενο για έκαστο αυτών χρονικό διάστημα, που πάντως εκτείνεται μέχρι και τον Ιανουάριο 2012, χωρίς πάλι να αναφέρουν ότι από τον Οκτώβριο 2011 και εφεξής εργοδότριά τους έγινε η πρώτη εναγόμενη εταιρία, κάτι το οποίο αναφέρουν, για πρώτη φορά, με την ως άνω (από 30.12.2015) αγωγή τους. Β) Ο ………. (ήδη τρίτος ενάγων), με την από 11.4.2011 ένορκη βεβαίωσή του, ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιώς (δοθείσα στο πλαίσιο προγενέστερης δίκης ασφαλιστικών μέτρων μεταξύ της εργοδότριάς του εταιρίας-ήδη δεύτερης εναγομένης και τρίτων εταιριών) κατέθεσε ότι η εργοδότης του, λόγω δυσκολίας προς εκπλήρωση των οικονομικών υποχρεώσεών της, προκειμένου να μπορέσει να διατηρήσει το πελατολόγιό της, τον Μάιο 2010 συμφώνησε με την εταιρία «………..» (μη διάδικο στην προκειμένη δίκη) να καλύψει αυτή τον τομέα των τροφοεφοδίων σε δικούς της πελάτες (δηλαδή προέβη σε εμπορική συμφωνία ανάλογη με αυτήν που συνήψε αργότερα και με την ήδη πρώτη εναγόμενη εταιρία), παρέχοντας μάλιστα στην τελευταία καθώς και στην συνεργαζόμενη εταιρία ……, ορισμένους υπαλλήλους της καθώς και μεταφορικά μέσα (οχήματά της) προς εξυπηρέτηση του σκοπού της εξυπηρέτησης του εφοδιασμού των πελατών αυτής (δεύτερης εναγομένης), πλην όμως η εν λόγω συμφωνία λειτούργησε μόνο για δύο μήνες (Μάιο και Ιούνιο 2010) λόγω της αντισυμβατικής συμπεριφοράς των ως άνω τρίτων εταιριών, εξαιτίας της οποίας επήλθε περιουσιακή ζημία στην εργοδότη του, με συνέπεια από το καλοκαίρι του 2010 να προβεί αυτή σε μείωση του προσωπικού της, με καταγγελίες των συμβάσεων εργασίας τους, αλλά και των οχημάτων της, με πώληση αυτών. Γ) Οι ίδιοι οι ενάγοντες αλλά και άλλοι εργαζόμενοι στην δεύτερη εναγομένη κατά το χρονικό διάστημα από Σεπτέμβριο 2010 μέχρι και Ιούλιο 2011, δηλαδή κατά το χρονικό διάστημα κατά το οποίο, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, διενεργείτο σταδιακά η μεταβίβαση της επιχείρησης της δεύτερης των εναγομένων στην πρώτη αυτών, πολλές φορές προσέφυγαν στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας της Περιφερειακής Διεύθυνσης Πειραιώς, διαμαρτυρόμενοι για την μη καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών τους εκ μέρους της εργοδότιδός τους, δεύτερης εναγομένης, της οποίας μάλιστα οι εκπρόσωποι εμφανίζονταν ενώπιον του αρμόδιου Επιθεωρητή Εργασίας, αναγνωρίζοντας την οφειλή της συγκεκριμένης εταιρίας προς αυτούς και υποσχόμενοι την σε δόσεις καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών τους, χωρίς ποτέ να τεθεί από τους εργαζόμενους ζήτημα μεταβίβασης της επιχείρησης (βλ. τα υπ’ αριθ. …./9.9.2010, …../20.9.2010 και …../1.7.2011 δελτία εργατικής διαφοράς του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας Πειραιώς). Δ) Οι πρώην εργαζόμενες (μαζί με τους ενάγοντες μέχρι και τον Μάιο 2011) στην δεύτερη εναγόμενη εταιρία, ……… και ………. άσκησαν την από 21.7.2011 αγωγή τους για οφειλόμενες δεδουλευμένες αποδοχές τους για το χρονικό διάστημα από Δεκέμβριο 2010 έως και Μάιο 2011, μόνο κατά της (ήδη δεύτερης) εναγόμενης εταιρίας, ισχυριζόμενες ότι αυτή είναι η εργοδότης τους, ενώ και άλλες πρώην εργαζόμενες, όπως οι ……….. άσκησαν σχετικές αγωγές για οφειλόμενες σ’ αυτές δεδουλευμένες αποδοχές μόνο κατά της δεύτερης εναγόμενης εταιρίας, ως εργοδότιδός τους, και μάλιστα, όταν εξοπλίστηκαν με σχετικό εκτελεστό τίτλο, επέδωσαν, την 19.7.2011, στην πρώτη εναγόμενη εταιρία ……, ως τρίτη, το από 7.7.2011 «κατασχετήριο εις χείρας τρίτου» για τις εργατικές απαιτήσεις τους σε βάρος της δεύτερης εναγομένης. Ε) Τα σχετικά συμφωνητικά έναρξης αλλά και λήξης της εμπορικής συνεργασίας μεταξύ των δύο εναγόμενων εταιριών (από 1.7.2010 και από 15.12.2011 αντίστοιχα) καταρτίσθηκαν εγγράφως και κατατέθηκαν νομίμως, σε ανύποπτο (σε σχέση με την άσκηση της ως άνω αγωγής) χρόνο, στην αρμόδια ΔΟΥ ΦΑΕ Πειραιώς, ήτοι στις 11.10.2010 και 28.2.2012 αντιστοίχως, ενώ κατά τη διάρκεια της εν λόγω συνεργασίας καταβλήθηκε από την πρώτη των εναγομένων προς την δεύτερη αυτών η συμφωνηθείσα αμοιβή-προμήθεια της για έκαστο εφοδιασμό πλοίου που έγινε σε πελάτη της τελευταίας με τη μεσολάβησή της, η οποία μάλιστα εξέδιδε και σχετικά τιμολόγια για τις προμήθειες που ελάμβανε από την πρώτη εναγόμενη εταιρία, όπως αποδείχθηκε από τα ανωτέρω αναφερόμενα τιμολόγια που προσκομίσθηκαν. Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε ότι η δραστηριότητα και των δύο εναγόμενων εταιριών ασκήθηκε από τον Οκτώβριο 2011 και εφεξής, στις εγκαταστάσεις της πρώτης εναγόμενης εταιρίας …………. στον Πειραιά (στην οδό … . ..), όπως διατείνονται οι ενάγοντες με την αγωγή τους, αφού ακόμη και η δεύτερη ενάγουσα ……, κατά την χωρίς όρκο εξέτασή της στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ανέφερε ότι ο τόπος εργασίας τους ήταν στην έδρα της δεύτερης εναγομένης, αρχικά στην οδό …….. στον Πειραιά και μετέπειτα, από Νοέμβριο 2010 και εφεξής, σε ένα μικρότερο χώρο στην οδό ……….. ομοίως στον Πειραιά, όπου εργάσθηκαν μέχρι και την απόλυσή τους από την σύνδικο πτώχευσης, ενώ και οι οφειλόμενοι σ’ αυτούς μισθοί, όπως ανέφερε, καταβάλλονταν, σε αραιά χρονικά διαστήματα, από τον …. …, έναν από τους προαναφερόμενους τρεις διαχειριστές της δεύτερης εναγόμενης εταιρίας «…………..». Επίσης, δεν αποδείχθηκε ότι έγινε μεταβίβαση στην πρώτη των εναγομένων του συνόλου τόσο του υλικοτεχνικού εξοπλισμού (γραφείων, μηχανημάτων, οχημάτων κλπ.), όσο και των άυλων αγαθών (πελατεία, τεχνογνωσία, φήμη κλπ.) από την πρώτη αυτών, όπως αβασίμως ισχυρίζονται οι ενάγοντες, ούτε αποδείχθηκε ότι μέρος των εργαζόμενων της δεύτερης των εναγομένων μεταφέρθηκαν και εργάζονταν στην πρώτη αυτών. Η κρίση του παρόντος Δικαστηρίου για τα ανωτέρω περιστατικά ενισχύεται και από την κατάθεση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο του μάρτυρα  ………., φοροτεχνικού της πρώτης εναγόμενης εταιρίας κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, καθώς και από τις προσκομιζόμενες από την τελευταία ένορκες βεβαιώσεις των ………….., λογίστριας και υπαλλήλου στο τμήμα τροφοδοσίας αντιστοίχως. Όλοι οι ανωτέρω κατέθεσαν με σαφήνεια και κατηγορηματικότητα ότι τον Ιούλιο 2010 έγινε μόνο εμπορική συμφωνία μεταξύ των δύο εναγόμενων εταιριών, με την οποία η πρώτη αυτών (…….) εκτελούσε τις τροφοδοσίες σε πελάτες της δεύτερης (…………..) με τη διαμεσολάβηση αυτής, αντί συμφωνημένης προμήθειας προς την τελευταία, για την οποία (προμήθεια) εκδίδονταν και σχετικά τιμολόγια, ότι η συμφωνία αυτή έληξε τον Δεκέμβριο 2011 και ότι ουδέποτε υπήρξε μεταβίβαση, με απορρόφηση ή άλλο τρόπο, της δεύτερης αυτών από την πρώτη, ούτε οιαδήποτε μεταβίβαση (με αγορά ή άλλο τρόπο) οχημάτων ή άλλου υλικού εξοπλισμού από την δεύτερη στην πρώτη αυτών. Εξάλλου, όπως προαναφέρθηκε, ένα μέρος των κινητών πραγμάτων της δεύτερης εναγομένης (ήτοι 9 γραφεία, 9 πλήρεις ηλεκτρονικοί υπολογιστές και 2 SERVER) κατασχέθηκαν αναγκαστικά από το Δημόσιο, για οφειλή της προς αυτό εκ ποσού 67.037,61 ευρώ, με την υπ’ αριθ. ……/30.11.2011 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών, ……………., και αποδόθηκαν προς φύλαξη και μεσεγγύηση στον διαχειριστή αυτής, …………. Σημειώνεται, επίσης, ότι την 7.2.2012 απεγράφησαν από την σύνδικο πτώχευσης, …….., στα γραφεία της δεύτερης εναγομένης, στην οδό ………. στον Πειραιά, τα αναφερόμενα στην προσκομιζόμενη έκθεση απογραφής κινητά πράγματα (ήτοι γραφεία, μονάδες ηλεκτρονικών υπολογιστών, ψυγεία, εκτυπωτές, τροφοδοτικές μονάδες, ντουλάπια, ράφια, τηλεφωνικές συσκευές, τραπέζια, φαξ, μηχανήματα aircondition, θερμάστρες, βιβλιοθήκες κλπ.). Άλλωστε, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη στην παράγραφο V της παρούσας, σύμφωνα με την εθνική και κοινοτική νομολογία, για να θεωρηθεί ότι υπάρχει «μεταβίβαση επιχείρησης» κατά την έννοια της Οδηγίας 98/50 (που κωδικοποιήθηκε με την Οδηγία 2001/23) και του Π.Δ. 178/2002, θα πρέπει να γίνει από ένα φορέα μεταβίβαση οικονομικών παραγόντων οργανωμένων από τον φορέα τους σε ενότητα για την επιδίωξη, κατά τρόπο διαρκή και σταθερό, συγκεκριμένου οικονομικού σκοπού από το νέο φορέα τους (κάτι που δεν αποδείχθηκε ότι έγινε στην κρινόμενη περίπτωση), δηλαδή θα πρέπει να γίνει μεταβίβαση ενός οργανισμού που «επιζεί» της αλλαγής του φορέα του, και όχι απλώς να γίνει μεταβίβαση ενός αθροίσματος ή μεμονωμένων οικονομικών αγαθών, χωρίς τον μεταξύ τους αναγκαίο για την επίτευξη συγκεκριμένου σκοπού λειτουργικό σύνδεσμο και οργάνωση (σημειωτέον ότι, στην προκείμενη περίπτωση, δεν αποδείχθηκε καν ότι έγινε ακόμη και απλή μεταβίβαση μεμονωμένων οικονομικών αγαθών στην πρώτη εναγομένη). Σε αντίθετη δε κρίση δεν μπορεί να οδηγηθεί το παρόν Δικαστήριο α) από το από 16.7.2010 πρακτικό γενικής συνέλευσης της πρώτης εναγόμενης εταιρίας, όπου, μεταξύ των διαχειριστών και εταίρων αυτής, έγινε συζήτηση για το ζήτημα της προσωρινής παραχώρησης του πελατολογίου της στην πρώτη εναγόμενη εταιρία …….., στον τομέα των τροφοεφοδίων, αντί προμήθειας που θα της καταβάλλεται, με έκδοση σχετικού τιμολογίου, μετά την εξόφληση από κάθε πελάτη των εφοδίων που θα παραδίδονται από την …………. και β) από τα προσκομιζόμενα (στην αγγλική γλώσσα) ηλεκτρονικά έγγραφα (e-mail) του διαχειριστή της δεύτερης εναγομένης, ………, προς διάφορους πελάτες, με τις οποίες ζητούσε απ’ αυτούς την πληρωμή των παραγγελθέντων τροφοεφοδίων στην εταιρία ……….. (πρώτη εναγομένη) και την πληρωμή των λοιπών εφοδίων (για κατάστρωμα, μηχανή και καμπίνα) στην εταιρία ….. (μη διάδικο). Και τούτο, γιατί, όπως προαναφέρθηκε, για να υπάρχει «μεταβίβαση επιχείρησης» κατά την έννοια του Π.Δ. 178/2002, δεν αρκούν οι προθέσεις, επιθυμίες ή δηλώσεις του ενός εκ των δύο φορέων, αλλά απαιτείται να λάβει χώρα το πραγματικό περιστατικό της μεταβίβασης από τον ένα φορέα οικονομικών παραγόντων οργανωμένων απ’ αυτόν σε ενότητα για την επιδίωξη, κατά τρόπο διαρκή και σταθερό, συγκεκριμένου οικονομικού σκοπού από το νέο φορέα τους, πλην όμως, στην προκείμενη περίπτωση, δεν αποδείχθηκε ότι έλαβε χώρα τέτοια μεταβίβαση επιχείρησης, υπό την προεκτεθείσα έννοια, από την δεύτερη των εναγομένων στην πρώτη αυτών. Συνακόλουθα, από όλα τα προαναφερθέντα αποδείχθηκε ότι εργοδότρια των εναγόντων και μετά τον Οκτώβριο του έτους 2011 ήταν η δεύτερη εναγόμενη εταιρία «……….» και όχι η πρώτη εναγόμενη εταιρία «………….», η οποία, όπως προαναφέρθηκε, ουδέποτε κατέστη καθολική διάδοχος της  δεύτερης εναγόμενης εταιρίας δια απορροφήσεως, ούτε, συνακόλουθα, υπεισήλθε εκ του λόγου αυτού, ήτοι ως καθολική διάδοχος της δεύτερης εναγόμενης εταιρίας στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της εταιρίας αυτής έναντι της εναγόντων, οι δε περί του αντιθέτου ισχυρισμοί των τελευταίων, που περιέχονται στο δικόγραφο της αγωγής τους, είναι ουσιαστικά αβάσιμοι, κατά τα προαναφερθέντα. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, κατέληξε στο αντίθετο συμπέρασμα και, αφού έκρινε ότι έγινε μεταβίβαση της επιχείρησης της δεύτερης των εναγομένων στην πρώτη αυτών, δέχθηκε, ως ουσιαστικά βάσιμη, την ως άνω αγωγή και ως προς την πρώτη εναγόμενη εταιρία, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, γενομένων δεκτών ως ουσιαστικά βάσιμων των λόγων έφεσης (που στην πραγματικότητα αποτελούν ένα ενιαίο λόγο έφεσης περί του ότι δεν έγινε μεταβίβαση σ’ αυτήν της επιχείρησης της δεύτερης εναγομένης) της πρώτης εναγόμενης εταιρίας «…………». Επίσης, πρέπει να αναφερθεί ότι μετά την απόρριψη της αγωγής, κατά την κύρια βάση της, ως προς την πρώτη εναγομένη με την προαναφερθείσα αιτιολογία, επειδή δηλαδή δεν έγινε σ’ αυτήν μεταβίβαση της επιχείρησης της δεύτερης εναγομένης, παρέλκει η έρευνα της επικουρικής εκ του αδικαιολόγητου πλουτισμού αγωγική βάση, η οποία δεν ερευνήθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και η οποία ασκήθηκε για την περίπτωση που κριθεί ότι είναι άκυρες οι συμβάσεις εργασίας των εναγόντων με την δεύτερη των εναγομένων, στις οποίες υπεισήλθε η πρώτη αυτών λόγω της επικαλούμενης μεταβίβασης της επιχείρησης, η οποία, όμως, δεν αποδείχθηκε κατά τα προεκτεθέντα.

VΙΙ. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 914 ΚΠολΔ, αν η έφεση γίνει κατ` ουσία δεκτή και απορριφθεί ολικώς ή εν μέρει η αγωγή και η προσβαλλομένη απόφαση έχει ήδη εκτελεσθεί, είτε εκουσίως είτε αναγκαστικώς, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, εφόσον η εκτέλεση προαποδεικνύεται, διατάζει, κατόπιν αίτησης εκείνου, σε βάρος του οποίου έγινε η εκτέλεση, που υποβάλλεται με το δικόγραφο της έφεσης και των προσθέτων λόγων, με τις προτάσεις ή και με αυτοτελές δικόγραφο, την επαναφορά των πραγμάτων στην πρότερη κατάσταση. Για να είναι, όμως, ορισμένη η αίτηση αυτή απαιτείται συγκεκριμένο αίτημα για έκαστο των αντιδίκων (εφεσίβλητων) και δεν αρκεί απλώς το αίτημα για επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση (βλ. Μ. Μαργαρίτη, ΕρμΚΠολΔ, τόμ. ΙΙ, άρθρο 914, αρ. 5, σελ. 543). Ειδικότερα, η αίτηση αυτή είναι ανάγκη, κατά τα άρθρα 216 και 217 ΚΠολΔ, να προσδιορίζει τις αιτίες για τις οποίες καταβλήθηκαν σε έκαστο των αντιδίκων (εφόσον αυτοί είναι περισσότεροι του ενός) τα επιμέρους χρηματικά ποσά που συνθέτουν το επιδιωκόμενο από έκαστο αυτών συνολικό ποσό, ώστε στην περίπτωση που η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται κατά ένα μέρος, να είναι εφικτός ο προσδιορισμός του ποσού που θα αποδοθεί (ΑΠ 51/2005 ΕΕργΔ 2005.644, ΕφΘεσ 1491/2010 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, βλ. Χ. Απαλαγάκη, ΕρμΚΠολΔ, τόμ. 2ος, έκδ. 2017, άρθρο 914, αρ. 4, σελ. 2502).

Στην προκείμενη περίπτωση η εκκαλούσα-πρώτη εναγόμενη εταιρία «…………..», με τις νομίμως και εμπροθέσμως κατατεθείσες προτάσεις της, ζητεί, κατ` άρθρο 914 ΚΠολΔ, την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, ώστε να υποχρεωθούν οι τέσσερις αντίδικοί της (εφεσίβλητοι-ενάγοντες) να της αποδώσουν το συνολικό ποσό των 14.216,73 ευρώ, που εισέπραξαν, επισπεύδοντας κατ’ αυτής αναγκαστική εκτέλεση δυνάμει της εκκαλούμενης απόφασης, η οποία κηρύχτηκε προσωρινά εκτελεστή. Η αίτηση, όμως, αυτή πρέπει να απορριφθεί ως αόριστη. Και τούτο, γιατί με την εκκαλούμενη απόφαση επιδικάστηκε ως προσωρινά εκτελεστό για όλους τους ενάγοντες το συνολικό ποσό των 13.916,73 ευρώ και όχι το ποσό των 14.216,73 ευρώ, του οποίου ζητείται η απόδοση. Επίσης, δεν προσδιορίζεται από την ως άνω αιτούσα το επί μέρους ποσό που ζητείται από έκαστο των αντιδίκων της, ενώ ακόμη δεν διευκρινίζεται από αυτήν, με τις προτάσεις της, για ποιό λόγο συμπεριλαμβάνεται στο συνολικό ποσό των 14.216,73 ευρώ και το επί πλέον του επιδικασθέντος, ως προσωρινά εκτελεστού, ποσού των 13.916,73 ευρώ, υπόλοιπο ποσό των 300 ευρώ, και συγκεκριμένα αν καταβλήθηκε μόνον ως νόμιμος τόκος και δικαστικά έξοδα, τα οποία δικαιούται να αξιώσει η πρώτη εναγομένη, ή και ως έξοδα έκδοσης απογράφου και αντιγράφου της προς εκτέλεση απόφασης, σύνταξης επιταγής για εκτέλεση, εντολής για τη διενέργεια αυτής και της ενεργηθείσας κατάσχεσης, τα οποία δεν δικαιούται να αξιώσει η ως άνω εναγομένη, αφού η διάταξη του άρθρου 914 ΚΠολΔ, κατά την αληθινή της έννοια, επιτρέπει την απόδοση μόνο των ποσών που η παροχή τους διατάχθηκε από την ίδια την εκκληθείσα απόφαση και όχι και των εξόδων της αναγκαστικής ή εκούσιας εκτέλεσής της, τα οποία βαρύνουν τον καθ’ ου η εκτέλεση όχι βάσει της απόφασης αυτής, αλλά βάσει του νόμου, ήτοι του άρθρου 932 ΚΠολΔ (ΑΠ 8/2008, ΑΠ 1215/2007, ΕφΘεσ 1491/2010 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

VIΙΙ. Κατόπιν αυτών α) ως προς την από 6.4.2017 έφεση της εταιρίας «…………», πρέπει αυτή να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν, ενώ πρέπει να καταδικασθεί η ως άνω εκκαλούσα εταιρία, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό και β) ως προς την από 7.4.2017 έφεση της εταιρίας «………..», πρέπει αυτή, κατά παραδοχή των σχετικών λόγων της, να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση ως προς το μέρος αυτής που δέχθηκε την από 30.12.2015 αγωγή ως προς την πρώτη εναγόμενη εταιρία «………..» καθώς και ως προς τη διάταξη των δικαστικών εξόδων που αφορά την εναγόμενη αυτή, ήτοι κατά το ήμισυ των επιδικασθέντων δικαστικών εξόδων που αντιστοιχεί στο ποσό των 850 ευρώ (1.700 : 2), με βάση την διάταξη του άρθρου 180 παρ. 1 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι «αν καταδικαστούν περισσότεροι να πληρώσουν τα έξοδα, ενέχονται κατ’ ίσα μέρη», ενόψει και του ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν κατένειμε τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των εναγομένων εταιριών με διαφορετικό τρόπο.  Ακολούθως, αφού διακρατηθεί η υπόθεση αυτή από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ) και ερευνηθεί η από 30.12.2015 αγωγή ως προς την πρώτη εναγόμενη εταιρία, πρέπει να απορριφθεί αυτή (αγωγή) ως αβάσιμη κατ’ ουσία για τους προεκτεθέντες λόγους. Τέλος, ως προς την έφεση αυτή, τα δικαστικά έξοδα  και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφισθούν, στο σύνολό τους, μεταξύ της εκκαλούσας-πρώτης εναγόμενης εταιρίας «……….» και των εφεσίβλητων-εναγόντων, γιατί η ερμηνεία των κανόνων δικαίου, που εφαρμόσθηκαν ως προς την  έννοια της μεταβίβασης επιχείρησης, ήταν ιδιαίτερα δυσχερής, σύμφωνα με τα άρθρα 179 και 183 ΚΠολΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων α) την από 7.4.2017 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ………/2017) έφεση της εταιρίας «………» και β) την από 6.4.2017 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ……./2017) έφεση της εταιρίας «………».

Α. Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την από 6.4.2017 έφεση της εταιρίας «…………..».

Καταδικάζει την ως άνω εκκαλούσα εταιρία στα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

Β. Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσία την από 7.4.2017 έφεση της εταιρίας «…………».

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη υπ’ αριθ. 922/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασίας  εργατικών διαφορών) ως προς το μέρος αυτής που δέχθηκε την από 30.12.2015 αγωγή ως προς την πρώτη εναγόμενη εταιρία «……….», καθώς και ως προς τη διάταξη των δικαστικών εξόδων που αφορά την εναγομένη αυτή, ήτοι κατά ποσό των οκτακοσίων πενήντα (850) ευρώ.

Διακρατεί την υπόθεση κατά το ανωτέρω μέρος της και δικάζει επί της από 30.12.2015 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ………../2015) αγωγής ως προς την ως άνω εναγομένη.

Απορρίπτει την ως άνω αγωγή ως προς την πρώτη εναγόμενη εταιρία.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα, στο σύνολό τους, μεταξύ των ως άνω διαδίκων (εκκαλούσας-πρώτης εναγομένης και εφεσίβλητων-εναγόντων) και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 27 Απριλίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ