Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 239/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης 239/2018

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

——————————————-

Αποτελούμενο από τους Δικαστές, Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Βασιλική Χάσκαρη,  Εφέτη,  Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, Εφέτη- Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η υπό κρίση από 16-10-2014 (με αύξ. αριθμ. καταθ……../7-10-2014) έφεση της εκκαλούσας, ως ηττηθείσας πρωτοδίκως διαδίκου, ευρισκόμενης ήδη στο στάδιο της εκκαθάρισης, κατά της υπ’αριθμ. 2464/2014  απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία,  επί της από 6-4-2011 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ……./2011) αγωγής της, στρεφόμενης κατά των εναγομένων, περί αποζημιώσεως και χρηματικής ικανοποίησης από αδικοπραξία και επικουρικά με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, που νομίμως επαναφέρεται προς συζήτηση, κατόπιν ματαιώσεως, με την από 2-10-2015 (με αύξ. αριθμ. εκθ. καταθ.) κλήση της, αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ), και έχει ασκηθεί νομότυπα (άρθρο 495 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε προ της αντικαταστάσεώς του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α.87/23-7-2015), που εφαρμόζεται για τις εφέσεις  που ασκούνται μετά την 1-1-2016 (άρθρο ένατο παρ.2 αυτού), 499, 500, 511, 513 παρ. 1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα (άρθρο 518 παρ.2 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε προ της αντικατάστασής του από το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015, αφού το εμπρόθεσμο της έφεσης κρίνεται από το νόμο που ίσχυε κατά τον χρόνο έκδοσης της εκκαλουμένης (άρθρο 24 παρ.1 εδ.α΄του ΕισΝΚΠολΔ), δηλαδή πριν την παρέλευση τριετίας από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης και προ της θέσεως σε ισχύ του ν.4335/2015, εφόσον δεν γίνεται επίκληση ούτε προκύπτει επίδοσή της προς ή από την εκκαλούσα, ούτε άλλος λόγος απαραδέκτου, και για το παραδεκτό της καταβλήθηκε κατά την κατάθεσή της το προβλεπόμενο παράβολο (υπ’αριθμ. ……. σειρά Α΄ παράβολα του Δημοσίου και ……… παράβολα του ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ). Συνεπώς, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, εντός των ορίων που καθορίζονται με αυτούς (άρθρα 522, 533 § 1 του ΚΠολΔ), κατά την αυτή διαδικασία, που εκδόθηκε η εκκαλουμένη.

ΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ.2, 118 και 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, με ποινή το απαράδεκτο, εκτός από άλλα στοιχεία και σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν κατά νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου με ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, σε τρόπο ώστε να παρέχεται στον μεν εναγόμενο η ευχέρεια της άμυνας, στο δε δικαστήριο η δυνατότητα ελέγχου του βάσιμου κατά το νόμο της αγωγής (ΑΠ 333/2017 ΑΠ 47/2017, ΑΠ 491/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Η νομική αοριστία της αγωγής, που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου ελέγχεται ως παραβίαση από το άρθρο 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ, αν το δικαστήριο για το σχηματισμό της περί νομικής επάρκειας της αγωγής κρίσης του αξίωσε περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο νόμος προς θεμελίωση του ασκουμένου δικαιώματος ή αρκέστηκε σε λιγότερα. Η δε ποιοτική αοριστία, δηλαδή η επίκληση των στοιχείων του νόμου, χωρίς αναφορά περιστατικών, και η ποσοτική αοριστία, δηλαδή η μη αναφορά όλων των στοιχείων που απαιτούνται κατά νόμο για τη θεμελίωση του αιτήματος της αγωγής, ελέγχονται από τους αριθμούς 8 και 14 αντιστοίχως του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, αν το δικαστήριο έκρινε ορισμένη την αγωγή λαμβάνοντας υπόψη τέτοια γεγονότα (ΑΠ 637/2017, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 47/2017, ΑΠ 491/2015, ό.π). Εξάλλου, ο ενάγων μπορεί κατ’ άρθρο 224 εδ. β΄ σε συνδυασμό με το άρθρο 236 του ΚΠολΔ να διευκρινίσει, συμπληρώσει και διορθώσει με τις προτάσεις του, τους ισχυρισμούς του που περιέχονται στην αγωγή, θεραπεύοντας έτσι την ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της με την εξειδίκευση των γεγονότων που θεμελιώνουν την αγωγή, όχι όμως και τη νομική (ΑΠ 778/2011 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΘεσ 383/2009 ΕΦΑΔ 2009.1088).

ΙΙΙ α. Από τη διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ, που ορίζει ότι όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 297, 298 και 330 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι προϋποθέσεις της υποχρέωσης προς αποζημίωση, είναι: 1) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), 2) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, 3) υπαιτιότητα 4) ζημία και 5) πρόσφορος αιτιώδης σύνδεσμος, μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς (νόμιμου λόγου ευθύνης) και αποτελέσματος (ζημίας) (ΑΠ 1124/2015, ΑΠ 604/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), που υφίσταται, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρ. 336 § 4 Κ.Πολ.Δ.), όταν η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης (άρθρο 298 ΑΚ) ήταν επαρκής, ήτοι ικανή (πρόσφορη) να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα και επέφερε αυτό στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 604/2015, ό.π, ΑΠ 1765/2011 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Η αποζημίωση περιλαμβάνει τη μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του ζημιωθέντος και το κέρδος που αυτός απώλεσε, λόγω της υπαίτιας πράξης (ΑΠ 655/2011, ΔΕΕ 2012.358). Έτσι, περιουσιακή ζημία συνιστά η διάθεση περιουσιακών στοιχείων αλλά και κάθε προς το χειρότερο αλλοίωση αυτών, ήτοι κάθε μείωση του ενεργητικού ή επαύξηση του παθητικού της περιουσίας του ζημιουμένου (ΑΠ 27/2017 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1364/2013 ΔΕΕ 2014.56).

β. Εξάλλου, αδικοπραξία, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 914 του ΑΚ αποτελεί και η παράνομη ιδιοποίηση χρημάτων που περιήλθαν οπωσδήποτε στην κατοχή του δράστη (άρθρο 375 § 1 ΠΚ). Κατά τη διάταξη αυτή, η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως συνίσταται στην παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος (ΕφΛαρ 23/2011 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), που είναι κάθε ενέργεια ή παράλειψη του δράστη, η οποία καταδηλώνει τη θέληση αυτού να εξουσιάζει και διαθέτει το πράγμα σαν να είναι κύριος, η δε υποκειμενική, στην ύπαρξη του δόλου που ενέχει τη γνώση ότι το πράγμα είναι ξένο (ολικά ή εν μέρει), ανήκει δηλαδή κατά κυριότητα σε άλλον- όπως αυτή διαπλάθεται στο αστικό δίκαιο και δεν περιήλθε στην κατοχή του υπαίτιου με κάποια μεταβιβαστική της κυριότητος πράξη (ΑΠ 655/2011 ό.π, ΕφΠατρ 155/2011, ΑΧΑΝΟΜ 2012.92)- καθώς και τη θέληση να ιδιοποιηθεί το πράγμα παράνομα, χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη (ΑΠ 487/2017 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 655/2011 ό.π, ΕφΑθ 2061/2009, ΔΕΕ 2009.814), η οποία εκδηλώνεται και με την κατακράτηση ή την άρνηση αποδόσεώς του στον ιδιοκτήτη, δηλαδή με οποιαδήποτε ενέργειά του, που εμφανίζει εξωτερίκευση της θελήσεώς του να το ενσωματώσει στην περιουσία του (ΕφΑθ 1932/2011, ΔΕΕ 2011.1156). Υπό την έννοια αυτή, υπεξαίρεση διαπράττει και εκείνος ο οποίος μεταφέρει ξένα χρηματικά ποσά, που έχει στην κατοχή του  σε λογαριασμό τρίτου ή τρίτων (ΑΠ 26/2017, ΑΠ 1903/2013 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Ομοίως και η απάτη, ως αδικοπρακτική συμπεριφορά του απατήσαντος,  δημιουργεί υποχρέωση αυτού προς αποζημίωση του απατηθέντος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ, ανεξαρτήτως αν αυτή αποτελεί και ποινικό αδίκημα, όπως συμβαίνει όταν οι ψευδείς παραστάσεις αναφέρονται στο μέλλον (ΑΠ 1756/2011 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Κατά την έννοια δε της διάταξης αυτής, ερμηνευόμενης ενόψει και του άρθρου 27 του Ποινικού Κώδικα, δόλος συντρέχει όχι μόνον όταν ο δράστης επιδιώκει την πρόκληση συγκεκριμένης ζημίας, αλλά και όταν αποδέχεται την πιθανότητα προκλήσεως της ίδιας ζημίας, είτε ως αναγκαία είτε ως ενδεχόμενη συνέπεια της παράνομης συμπεριφοράς του (ΑΠ 481/2012 ΕΠΟΛΔ 2012.641, ΑΠ 1765/2011 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Επιπλέον, από τη διάταξη του άρθρου 390 του ΠΚ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απιστίας- η οποία ως παράνομη πράξη εμπίπτει επίσης στην έννοια της αδικοπραξίας-απαιτείται αντικειμενικά μεν η επέλευση βλάβης στην περιουσία τρίτου προσώπου, της οποίας ο δράστης έχει τη διαχείριση ή επιμέλεια με βάση το νόμο ή τη δικαιοπραξία, υποκειμενικά δε δόλος και δη άμεσος, δηλαδή γνώση του δράστη ότι με την πράξη του επιφέρει ζημία στην περιουσία τρίτου προσώπου. Ως περιουσία, νοείται, κατά τα προαναφερθέντα, το σύνολο των εχόντων χρηματική αξία αγαθών του προσώπου που μπορεί να διατίθενται νομίμως, δηλαδή αγαθών κάθε είδους, κινητών (μεταξύ των οποίων και το χρήμα), ακινήτων, απαιτήσεων, δικαιωμάτων κλπ., βλάβη δε (ζημία) της περιουσίας είναι η μείωσή της που επέρχεται με τη μεταβίβαση πράγματος ή παροχής ή με την πληρωμή σε χρήμα, δηλαδή η επί έλαττον διαφορά μεταξύ της χρηματικής αξίας του συνόλου της περιουσίας προ της διαθέσεως της από τον δράστη και της αξίας της περιουσίας που απομένει μετά τη διάθεση αυτής (ΑΠ 43/2016 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 204/2010, ΠοινΧρ 2011.48). Περιουσιακή βλάβη στην απιστία, όπως και επί απάτης, μπορεί να συνιστά και η απλή συγκεκριμένη διακινδύνευση της υπό διαχείριση περιουσίας, όταν προκαλεί μείωση της ενεστώσας αξίας αυτής, έτσι ώστε να μπορεί να αποτιμηθεί ως ήδη επελθούσα βλάβη (ΑΠ 1531/2013 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 204/2010, ό.π). Απιστία διαπράττει και ο νόμιμος εκπρόσωπος εταιρείας, που υπό τη συγκεκριμένη ιδιότητά του εκδίδει επιταγές εις διαταγήν τρίτου, έναντι του οποίου δεν υφίσταται οφειλή από συναλλακτική σχέση, συσσωρεύοντας έτσι το ποσό τους, ως χρέος στην εταιρεία, η οποία για να απαλλαγεί από αυτό θα πρέπει να εμπλακεί σε δικαστικούς αγώνες με τους κομιστές των επιταγών (ΑΠ 204/2010 ό.π).

γ. Περαιτέρω, με το άρθρο 926 του ΑΚ καθορίζονται, στα πλαίσια της αδικοπρακτικής ευθύνης, οι κατηγορίες των περιπτώσεων στις οποίες αναγνωρίζεται από το νόμο ευθύνη περισσότερων προσώπων. Η πρώτη κατηγορία αφορά την περίπτωση της επέλευσης της ζημίας από κοινή πράξη περισσότερων προσώπων. Ως κοινή πράξη, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοείται κάθε μορφή συμμετοχής στην τέλεση της πράξης ή την επαγωγή της ζημίας, ανεξαρτήτως του αν οι ενέργειες (πράξεις ή παραλείψεις) των περισσότερων προσώπων έγιναν ταυτόχρονα, παράλληλα ή διαδοχικά. Αρκεί κάθε ενέργεια να συνδέεται αιτιωδώς με το αποτέλεσμα, δηλαδή την επαγωγή της ζημίας. Ο βαθμός δε της αιτιώδους συμβολής ή του πταίσματος καθενός από τους περισσότερους δράστες, το αν δηλαδή ο ένας ενήργησε με δόλο και ο άλλος από αμέλεια, δεν ενδιαφέρει για την θεμελίωση της εις ολόκληρον ευθύνης, αλλά μόνο για την αναγωγή μεταξύ των συνοφειλετών κατ’ άρθρο 927 του ΑΚ (ΑΠ 1124/2015, ΑΠ 1804/2014, ΑΠ 1765/2011 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Θεμελιώνεται δε η συμμετοχική αδικοπρακτική συμπεριφορά κάποιου από αυτούς σε τελούμενη απάτη, ως αστικό αδίκημα, ακόμη και αν η υπαίτια και παράνομη συμπεριφορά τους, εκδηλωθεί μετά την ολοκλήρωση της απατηλής συμπεριφοράς του αυτουργού και τη ζημιογόνο ενέργεια του παραπλανηθέντος προσώπου, εφόσον αποσκοπεί και συμβάλλει είτε στο να διατηρηθεί στον παραπλανηθέντα η εσφαλμένη αντίληψη των πραγματικών γεγονότων, είτε στο να επέλθει ή να οριστικοποιηθεί η ζημία του παθόντος, είτε στο να διατηρηθεί το εκ του αδικήματος όφελος των δραστών ή τρίτων (ΑΠ 1124/2015,  ΑΠ 1804/2014 ό.π). Επομένως, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, το ίδιο πρέπει να γίνει δεκτό και όταν το αστικό αδίκημα είναι η υπεξαίρεση, η απιστία αλλά και η νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα.

δ. Το απόσπασμα των τηρουμένων από- την Τράπεζα και για την ταυτότητα του νομικού λόγου οποιαδήποτε- ανώνυμη εταιρεία, βιβλίων δεν συνιστά έγγραφο κατά την έννοια των άρθρων 444 παρ. 1 και 448 παρ. 1 ΚΠολΔ, διότι δεν προβλέπεται ως αποδεικτικό μέσον από τις εν λόγω διατάξεις ούτε από κάποια άλλη. Είναι όμως έγκυρη σχετική δικονομικού χαρακτήρα συμφωνία, ότι η απαίτηση θα αποδεικνύεται πλήρως με τέτοιο απόσπασμα. Αν δεν υπάρχει τέτοια δικονομική σύμβαση και εάν δεν υπάρχει και συμφωνία λειτουργίας ανοικτού λογαριασμού τα αποσπάσματα αυτά στερούνται αποδεικτικής δυνάμεως (ΑΠ 2206/2009 Νοβ 2010.2022, ΑΠ 909/2006, ΧΡΗΔΙΚ 2007.284). Με την εν λόγω συμφωνία προσδίδεται άνευ ετέρου σε ιδιωτικά έγγραφα πλήρης αποδεικτική ισχύς την οποία διαφορετικά θα είχαν μόνο υπό τη συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 448 του ΚΠολΔ ελλείψει των οποίων θα περιέπιπταν σε απλά δικαστικά τεκμήρια (άρθρο 339 ΚΠολΔ) (ΕφΘεσ (Μον) 2613/2017 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).

Στην κρινόμενη περίπτωση, η ενάγουσα, ανώνυμη εταιρεία, ευρισκόμενη ήδη στο στάδιο της εκκαθάρισης, επικαλούμενη με την αγωγή της, αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων σε βάρος της, συνιστάμενη, στην εκ μέρους τους τέλεση, υπό την εκάστοτε επικαλούμενη ιδιότητα και συμμετοχική δράση καθενός, των πράξεων της υπεξαίρεσης του συνολικού ποσού των 22.274.170 ευρώ, πράξη την οποία συγκάλυψαν με αυθαίρετες και παραπλανητικές εγγραφές στα τηρούμενα βιβλία της, τον ισολογισμό του έτους 2010 και στις μηνιαίες καταστάσεις που απέστελναν στη μητρική της γερμανική εταιρεία, της πλαστογραφίας βεβαίωσης τραπέζης περί του ύψους του προς αυτήν χορηγηθέντος δανείου, της νομιμοποίησης του ίδιου ποσού δια της συγκάλυψης της προέλευσής του, και της απιστίας, δια της παραβίασης των κανόνων της χρηστής και επιμελούς διοίκησης, με ζημία της ύψους 389.000 ευρώ και της έκδοσης εκ μέρους του πρώτου εναγομένου, ως νομίμου εκπροσώπου της, επιταγών ευκολίας υπέρ της εταιρείας «………..», συνολικού ποσού 1.704.403,67 ευρώ-αντί εκείνου των 1.785.000 ευρώ, που προκύπτει από το άθροισμα το ποσών τους, κατά τα εκτιθέμενα-τις οποίες υποχρεώθηκε η ίδια, ως εκδότριά τους, να καλύψει προς αποφυγή των δυσμενών συνεπειών της σφράγισής τους, καθώς και ηθική της βλάβη, πέραν της προκληθείσας ζημίας της, λόγω του ότι επλήγη η φήμη και η εμπορική της πίστη, ζητούσε, κατόπιν παραδεκτής- με τις προτάσεις της- τροπής του αιτήματός της εξ ολοκλήρου σε αναγνωριστικό,  να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι της οφείλουν εις ολόκληρον το ποσό των 24.367.573,67 ευρώ, με βάση τις διατάξεις περί αδικοπραξίας και επικουρικά του αδικαιολογήτου πλουτισμού, και το ποσό των 15.000.000 ευρώ, ως αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση, αντίστοιχα, για τη ζημία και την ηθική βλάβη που υπέστη, αντίστοιχα, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση και να τους επιβληθούν τα δικαστικά της έξοδα, συνολικού ποσού 1.181.027,20 ευρώ. Επί της αγωγής, εκδόθηκε η εκκαλουμένη, με την οποία απορρίφθηκε αυτή ως αόριστη και καταδικάστηκε η ενάγουσα στην καταβολή των δικαστικών εξόδων των εναγομένων, που καθορίστηκαν στο ποσό των 69.400 ευρώ. Ειδικότερα, με βάση τις παραδοχές στο σκεπτικό της εκκαλουμένης, η αοριστία της αγωγής συνίστατο στο ότι στο δικόγραφό της έχει ενσωματωθεί έκθεση της ελεγκτικής εταιρείας «…….» με παραρτήματα, στο δεύτερο και εικοστό έκτο εκ των οποίων περιλαμβάνονται σελίδες στην αγγλική γλώσσα, μη συνοδευόμενες από μετάφρασή τους στα ελληνικά, στο εικοστό όγδοο, τρία τιμολόγια, με δυσανάγνωστο περιεχόμενο, και στο δέκατο έκτο, δέκατο όγδοο και το εικοστό έβδομο παράρτημα, έγγραφα και αποδείξεις με μη ευκρινές περιεχόμενο.

Κατά της απόφασης αυτής, παραπονείται η εκκαλούσα, με τους ειδικότερα εκτιθέμενους στην έφεσή της λόγους, που συνιστούν αιτιάσεις αναγόμενες σε κακή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου αλλά και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητά την εξαφάνισή της, με σκοπό να γίνει εξ ολοκλήρου δεκτή η αγωγή. Ειδικότερα, με τον πρώτο-υπό στοιχ. Α΄ και Β- λόγο της έφεσης, αιτιάται ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε η αγωγή ως αόριστη, με ελλιπή αιτιολογία, αφού δεν παρατίθεται στην εκκαλουμένη σκέψη περί της επιρροής όλων των προαναφερθέντων εγγράφων στο σχηματισμό δικανικής πεποίθησης, τα οποία σε κάθε περίπτωση δεν ήταν προς τούτο αναγκαία,  πέραν δε αυτού, η ίδια η έκθεση επεξηγεί με σαφήνεια όλα τα συνοδεύοντα αυτήν έγγραφα, με συμπεράσματα, που αναλύονται ειδικότερα και στο δικόγραφο της αγωγής, και το περιεχόμενό τους συνάγεται από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού που προσκομίστηκε, ενώ ειδικώς η ξενόγλωσση συμφωνία των μετόχων προσκομίστηκε συνοδευόμενη σε επίσημη μετάφραση, παραδεκτώς με τις προτάσεις της, με αποτέλεσμα να δύνανται και οι εναγόμενοι να αμυνθούν. Από την επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής προκύπτει ότι σε αυτό παρατίθενται πράγματι επαρκώς όλα τα κατά νόμον στοιχεία που απαιτούνται για τη θεμελίωσή της και δικαιολογούν την άσκησή της εκ μέρους της ενάγουσας σε βάρος των εναγομένων, ήτοι  η παράνομη συμπεριφορά των τελευταίων, η συμμετοχική δράση και η υπαιτιότητά τους, η ζημία και η ηθική βλάβη που προκλήθηκε στην ενάγουσα, και η αιτιώδης συνάφεια, σύμφωνα με τις σχετικές υπό στοιχ.ΙΙ και ΙΙΙα, β και γ σκέψεις. Επισημαίνεται ειδικώς ότι, πέραν της γενικής επίκλησης της άμεσης συνδρομής του τρίτου και τέταρτου εναγομένου στις πράξεις του πρώτου και δευτέρου, μνημονεύεται ρητώς (σελ. 30-31 και 34 της αγωγής) ότι προς συγκάλυψη της υπεξαίρεσης, της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα και της κατάρτισης και χρήσης πλαστού εγγράφου, εκ μέρους των δύο πρώτων εναγομένων, ο τρίτος και ο τέταρτος εναγόμενος, απέκρυπταν εν γνώσει παρατυπίες και συγκαλυπτικές εγγραφές, εγκρίνοντας τους ισολογισμούς και τις λοιπές οικονομικές καταστάσεις της ενάγουσας, στους οποίους δεν αποτυπωνόταν, αφενός μεν ο τραπεζικός δανεισμός της και αφετέρου η πραγματική αιτία των οφειλών της έναντι της ενάγουσας, ενώ ειδικώς για τον τρίτο, μνημονεύεται ρητώς ότι ως μέλος του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας «……….» τέλεσε και αυτοτελώς ως αυτουργός το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, κατέχοντας και διαχειριζόμενος τα ποσά που εισέρευσαν στην εν λόγω εταιρεία, αμφότεροι δε (ενν. 3ος και 4ος εναγόμενος) απέκρυψαν από την ελεγκτική εταιρεία …… που είχε οριστεί από τη μητρική γερμανική εταιρεία για τον  έλεγχο των οικονομικών καταστάσεων της ενάγουσας, τη γνήσια επιστολή της τράπεζας ….., από την οποία προέκυπτε το ακριβές ύψος του δανεισμού της από αυτήν. Επιπλέον, αναφορικά με την πράξη της απιστίας, που τελέστηκε με την έκδοση εκ μέρους της ενάγουσας επιταγών ευκολίας, εις διαταγήν της  εταιρείας «………», η συμμετοχική δράση των άνω εναγομένων, όπως σαφώς συνάγεται από την εκτίμηση του συνόλου του δικογράφου της αγωγής, συνίσταται, στη μη καταχώρισή τους στα εμπορικά βιβλία και τις οικείες οικονομικές καταστάσεις, ενώ ως προς το επιμέρους ποσό των 389.000 ευρώ, ενόψει της απορρίψεώς του ως αόριστου, όπως θα εκτεθεί στη συνέχεια, η επίκληση ή μη πράξεων συμμετοχής τους στερείται εννόμων συνεπειών. Παράλληλα, όλοι οι εναγόμενοι φέρονται ως συναυτουργοί της πράξης της δημοσίευσης ανακριβούς ισολογισμού της χρήσεως 2009, δια της εν γνώσει τους αποτυπώσεως σε αυτόν ψευδούς εικόνας της περιουσιακής της κατάστασης, κατά τα προεκτεθέντα. Πέραν αυτών, οι ελλείψεις που επισημαίνονται στο σκεπτικό της εκκαλουμένης δεν θα μπορούσαν να την καταστήσουν αφεαυτές αόριστη, διότι ρητώς μνημονεύεται στο κείμενό της, ότι η ενσωματωμένη έκθεση μετά των παραρτημάτων της, χρησιμεύουν προς απόδειξή της. Επισημαίνεται, ότι η ενάγουσα εσφαλμένως υπολαμβάνει ότι το ποσό των 389.000 ευρώ, που αφορά φορολογική επιβάρυνση από την υπέρβαση του προϋπολογισμού της χρήσης 2009, ως προς τις διαφημιστικές δαπάνες, δεν αποτελεί αγωγικό αίτημα, αφού αυτό συμπεριλαμβάνεται στην αιτηθείσα αποζημίωση, ως προς το οποίο ορθώς απορρίφθηκε η αγωγή, ως αόριστη, όχι για τον παραπάνω λόγο, αλλά διότι δεν επεξηγείται η ζημία της από τη συγκεκριμένη αιτία, εφόσον, κατά τα εκτιθέμενα, το υπερβάλλον ποσό δηλώθηκε στην επόμενη φορολογική χρήση (2010) και, επομένως, το φορολογητέο εισόδημα εμφανίστηκε μειωμένο κατά το 2010 και συνακόλουθα και ο επιβληθείς φόρος ήταν μικρότερος-απ’ότι έπρεπε-κατ’αυτήν, ουσιαστικά δηλαδή απλώς μετακυλήθηκε χρονικά η φορολογική επιβάρυνση της ενάγουσας. Επομένως, η αγωγή είναι νόμιμη, ως προς την κύρια βάση της (άρθρα 297, 298, 299, 914, 932 του ΑΚ και αναφορικά με το αίτημα περί τόκων, 340 και 345 εδ.α΄του ΑΚ, εφόσον η μετατροπή του αγωγικού αιτήματος σε αναγνωριστικό δεν αφορά την επίδοση της αγωγής ως όχλησης δημιουργικής υπερημερίας του οφειλέτη και εντεύθεν οφειλής τόκων (ΑΠ 1207/2017, ΑΠ 23/2004 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), 70 και 176 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 216, 375, 386, 390 του ΠΚ, άρθρο 2 του ν. 3691/2008 και 57 του ν.2190/1920), με εξαίρεση το επιμέρους κονδύλιο των 389.000 ευρώ, γι’ αυτό και πρέπει, γεγομένου εν μέρει δεκτού ως κατ’ουσίαν βάσιμου του σχετικού-υπό στοιχ. Α΄και Β΄- λόγου εφέσεως, περί εσφαλμένης απορρίψεως της αγωγής ως αόριστης, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, κατά το αντίστοιχο μέρος, και να ερευνηθεί κατ’ ουσίαν η αγωγή (ΕφΠειρ 501/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑθ 658/2011 ΕλλΔνη 2011/1443, ΕφΠειρ (Μον) 612/2015, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), κατά το ίδιο μέρος, αναγκαίως δε, αφού η εκκαλουμένη εξαφανίστηκε μετά από παραδοχή άλλου λόγου εφέσεως, και κατά την περί δικαστικών εξόδων διάταξή της που θα καθορισθεί από την αρχή, με αποτέλεσμα ο σχετικός υπό στοιχ. Δ΄ λόγος της έφεσης που πλήττει τη διάταξή της περί δικαστικών εξόδων να κρίνεται αλυσιτελής (ΕφΠειρ 90/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΠατρ 5/2011 ΑΧΑΝΟΜ 2012.148), όπως αλυσιτελής τυγχάνει και ο λόγος της περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων, αφού η εκκαλουμένη απέρριψε την αγωγή ως αόριστη (ΕφΛαρ 120/2015 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2015.300, ΕφΔωδ (ΜεταβΚω) 43/2013 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», που αφορούν απόρριψη της αγωγής ως νομικά αβάσιμης).  Παρεπομένως, παρέλκει η εξέταση του υπό στοιχ. Γ΄λόγου της, που αφορά  την παράλειψη του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου να εφαρμόσει τη διάταξη του άρθρου 236 του ΚΠολΔ (ΕφΑθ 224/2016, ΔΕΕ 2016.355, ΕφΔωδ  70/2015, ΕφΠειρ 225/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).

Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων, …….. και …………, ενώπιον του ακροατηρίου του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν μετ’επικλήσεως, εκτιμώμενα είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ανεξαρτήτως αν πληρούν τους όρους του νόμου-όπως για παράδειγμα τα υπ’αριθμ. 95-99 και 102-104 σχετικά, που προσκομίζει η εκκαλούσα, τα οποία φέρουν χρονολογημένη και ενυπόγραφη βεβαίωση του μεταφράσαντος δικηγόρου, που δεν είναι όμως ευδιάκριτη, ώστε να προκύπτει ότι αφορά το εκάστοτε συνοδεύον αυτά ξενόγλωσσο έγγραφο,  συνεπώς πάσχει η επικύρωσή τους (ΑΠ 1627/2010, ΧΡΙΔ 2011.586, ΕφΠειρ (Μον) 809/2014, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), και τα προσκομιζόμενα από την εκκαλούσα αποσπάσματα από τα μηχανογραφικώς τηρούμενα βιβλία της, σύμφωνα με την υπό στοιχ. ΙΙΙ δ΄σκέψη, αφού δεν γίνεται επίκληση σχετικής συμφωνίας των διαδίκων-χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ’ αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς, τις υπ’αριθμ. ………../17-12-2013 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ………. και ………., που ελήφθησαν, με επιμέλεια του 3ου και του 4ουεναγομένου, μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη-προ δύο τουλάχιστον εργασίμων ημερών, κατ’άρθρο 270 παρ.1 του ΚΠολΔ- κλήτευση της ενάγουσας (υπ’αριθμ……/11-12-2013 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ……….), τις υπ’αριθμ. ………/11-12-2013  ένορκες βεβαιώσεις με διερμηνέα των ……….. και ………., αντίστοιχα, ενώπιον της Γενικής Προξένου της Ελλάδας στο Μόναχο Γερμανίας, που ελήφθησαν με επιμέλεια της ενάγουσας, μετά από νομότυπη, επίσης, και εμπρόθεσμη, κατά τα άνω, κλήτευση των εναγομένων (υπ’αριθμ. ………… εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών, …………), και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § § 3 και 4 του ΚΠολΔ), χωρίς αντιθέτως να ληφθούν υπόψη τα υπό στοιχ. Β16-Β19 σχετικά, και συγκεκριμένα, δύο email σε ενιαίο έγγραφο, με ημερομηνία 11/8 και 12/8/2010 (το πρώτο από τον 3ο εναγόμενο προς τον ……….. και το δεύτερο από τον τελευταίο προς εκείνον), τρία email σε ενιαίο έγγραφο, με ημερομηνία 20-8-2010 (δύο από τον 3ο εναγόμενο προς τον ………. και ένα του τελευταίου προς αυτόν), δύο  email με ημερομηνία 1-10-2010 (το πρώτο από τον ……… προς τον 1ο εναγόμενο και το δεύτερο από τον τελευταίο προς αυτόν), και η υπ’αριθμ. ……… Διάταξη της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών, που προσκομίζει η ενάγουσα-εκκαλούσα απαραδέκτως με την προσθήκη-αντίκρουση των προτάσεών της, αφού η προσκόμισή τους δεν-επικαλείται ούτε αποδεικνύεται ότι-κατατείνει στην αντίκρουση ισχυρισμών που περιέχονται στις προτάσεις των αντιδίκων της (ΑΠ 546/2011 ΕΦΑΔ 2011.1197, ΑΠ 996/2001, ΕΕργΔ 2003.90, ΕφΔωδ 251/2006 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), καθώς και το υπ’αριθμ. σχετ. 109 της ιδίας, ήτοι email με ημερομηνία 26-10-2009 του 1ου εναγομένου προς τον ………, το οποίο δεν επικαλείται με τις προτάσεις της (ΑΠ 394/2012 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Το έτος 2004, μετά από εννέα χρόνια επιτυχούς συνεργασίας της γερμανικής εταιρείας «………..»  (καλούμενη εφεξής ……..), μητρικής της ενάγουσας, με τους αδελφούς ……., πρώτο και δεύτερο εναγόμενο, οι οποίοι προωθούσαν εκ μέρους της, ως διανομείς, τα αθλητικά προϊόντα με το σήμα …………. στην Ελλάδα, μέσω της εταιρείας συμφερόντων τους και ανήκουσας στον Όμιλο ….., «…….. …………», η πρώτη αποφάσισε να εισέλθει αυτόνομα στην εγχώρια αγορά, για λόγους οικονομικούς αλλά και γοήτρου, διατηρώντας τη συνεργασία της με τους άνω εναγομένους, στη δυναμική επιχειρηματική παρουσία των οποίων βασιζόταν άλλωστε, αλλά υπό νέα μορφή. Έτσι, στο πλαίσιο και σε εκτέλεση του επιχειρηματικού αυτού σχεδίου, αρχικά, με την απόφαση της 31-12-2004 της γενικής της συνέλευσης και του από 20-1-2005 πρακτικού του διοικητικού συμβουλίου της δεύτερης από τις παραπάνω εταιρείες (καλούμενης εφεξής ………),   συγκροτήθηκε σε σώμα το νέο επταμελές-με αναλογία  4 Γερμανοί και 3 Έλληνες-διοικητικό της συμβούλιο, αποτελούμενο, μεταξύ άλλων, από τον …….., ως πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο, τον ……. (πρώτο εναγόμενο), ως διευθύνοντα σύμβουλο, τον ……., τον ……… (δεύτερο εναγόμενο) και τον ……… (τρίτο εναγόμενο), ως μέλη. Η εκπροσώπηση της εταιρείας, συμπεριλαμβανομένης και της υπογραφής κάθε εγγράφου που θα την αφορούσε, συμφωνήθηκε να ανατεθεί στους διευθύνοντες συμβούλους, οι οποίοι θα ενεργούσαν ο καθένας μόνος και χωρίς τη σύμπραξη του έτερου ενώ η διεύθυνση, ο συντονισμός και οι καθημερινές της εργασίες ανατέθηκαν στον ………, που θα είχε την ευθύνη και εποπτεία της ομαλής διεξαγωγής τους (ΦΕΚ 1688 ΤΑΕ και ΕΠΕ/18-3-2005). Με την ίδια απόφαση, μεταξύ άλλων, τροποποιήθηκε και η επωνυμία της σε «………..» (ήδη ενάγουσα) με τον διακριτικό τίτλο «……….” (ΦΕΚ 1710 ΤΑΕ και ΕΠΕ/18-3-2005). Ο 4ος εναγόμενος, που είχε επιλεγεί από τη μητρική εταιρεία, τοποθετήθηκε στη θέση του διευθυντή των οικονομικών. Παράλληλα, με την από 20-1-2005 συμφωνία μετόχων, που υπεγράφη μεταξύ της γερμανικής εταιρείας με την επωνυμία «……….» και των δύο πρώτων εναγομένων, ατομικά και ως νομίμων εκπροσώπων της προαναφερθείσας εταιρείας, και της ιδίας, οι άνω εναγόμενοι, ως μοναδικοί της μέτοχοι, μεταβίβασαν στην . ….. 33.600 μετοχές αυτής, που αντιστοιχούσαν στο 56 % του μετοχικού της κεφαλαίου, διατηρώντας τη μετοχική τους ιδιότητα για το υπόλοιπο ποσοστό. Η συμφωνία αυτή τροποποιήθηκε με τις νεώτερες από 5-12-2005, 23-7-2008 και 30-12-2009 συμφωνίες, και με την από 23-7-2008 πράξη μεταβίβασης μετοχών, οι άνω εφεσίβλητοι (…. και …….) μεταβίβασαν στην ……….. επιπλέον μετοχές που αντιστοιχούσαν σε ποσοστό 14 % επί του μετοχικού της κεφαλαίου, ώστε τελικά η τελευταία κατέστη μέτοχος σε ποσοστό 70 % αυτού. Διαδοχικά, επίσης, στις 14-11-2006 και στις 30-11-2009 καταχωρήθηκαν στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών της Νομαρχίας οι από 28-8-2006 και 10-11-2009 αποφάσεις της γενικής της συνέλευσης και αντίστοιχα πρακτικά του διοικητικού της συμβουλίου, δυνάμει των οποίων, της μεν πρώτης, διατηρήθηκαν στο διοικητικό της συμβούλιο οι ……., και προστέθηκε ως μέλος ο ………., με τις ίδιες αρμοδιότητες και εξουσίες, και της δεύτερης, αντικαταστάθηκαν οι …. και …. και ορίστηκε Πρόεδρος ο ……… διατήρησαν την ιδιότητα και τις εξουσίες τους, και μάλιστα ο …….. ήταν ο μόνος που δέσμευε πλέον την εταιρεία με την υπογραφή του. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, όλη την ευθύνη της διαχείρισης των εταιρικών υποθέσεων την είχε ο πρώτος εναγόμενος, κυρίως διότι τα μέλη του διοικητικού της συμβουλίου, που ήταν Γερμανοί, δεν ζούσαν στην Ελλάδα, και δεν μπορούσαν εκ των πραγμάτων να έχουν ακριβή εικόνα ούτε να συμμετέχουν ενεργά στη διαχείρισή της, όπως συνέβαινε με την πλειάδα των ανά τον κόσμο θυγατρικών εταιρειών της …………, στα διοικητικά συμβούλια των οποίων τοποθετούνταν επίσης Γερμανοί, που συνδέονταν με τη μητρική εταιρεία. Άλλωστε, λόγω και της ήδη δοκιμασμένης συνεργασίας τους και της συνεχώς ανοδικής πορείας της εταιρείας, όσον αφορά την προώθηση των πωλήσεων των προϊόντων ….. στην Ελλάδα, είχε αναπτυχθεί μεγάλη εμπιστοσύνη προς το πρόσωπό του από τους Γερμανούς συνεταίρους του. Και το σχήμα αυτό λειτούργησε επιτυχώς, με ανάπτυξη των πωλήσεων, ύστερα από πρωτοβουλία του 1ου και 3ου εναγομένου, κατόπιν σύμφωνης γνώμης της γερμανικής πλευράς, που είχε ως αποτέλεσμα την απόκτηση ηγετικής θέσης στην αγορά, από την οποία εκτοπίστηκαν άλλες ισχυρές ανταγωνιστικές εταιρείες  του είδους, όπως η ….  και η ……, γεγονός που θεωρήθηκε ως προσωπική επιτυχία των δύο πρώτων εναγομένων, προοιωνίζοντας τη συνέχιση της συνεργασίας τους με τη μητρική εταιρεία. Έτσι, η αρχική δέσμευση των μετόχων να μην πωλήσουν, μεταβιβάσουν, ενεχυράσουν και γενικά επιβαρύνουν ή διαθέσουν με οποιοδήποτε άλλο τρόπο τις μετοχές της …………. ., παρατάθηκε και μετά την αρχικά ορισθείσα ημερομηνία (31-12-2007) μέχρι δηλαδή και τις 31-12-2010.  Όλα αυτά τα χρόνια από το 2005 δηλαδή και μετά, η μητρική εταιρεία, όπως είναι σύνηθες στις περιπτώσεις της ίδρυσης θυγατρικών εταιρειών, ενίσχυε οικονομικά την ενάγουσα με ενδοεταιρικά δάνεια, χωρίς εξασφαλίσεις, τα οποία κρίνονταν αναγκαία, για λόγους ταμειακής ρευστότητας, μέχρι να σταθεροποιηθούν οι ταμειακές ροές της, μετά μάλιστα και από την επιμήκυνση της προθεσμίας αποπληρωμής των απαιτήσεών της έναντι των λιανεμπόρων πελατών της, από 90 σε 360 ημέρες, για λόγους ανταγωνισμού. Έτσι, για παράδειγμα το 2005 φέρεται ότι της χορήγησε δάνειο ύψους 5,2 εκατομμυρίων ευρώ και την Άνοιξη του έτους 2009 7 εκατομμύρια ευρώ, καθώς, ενώ είχε λαμβάνειν σημαντικά ποσά από τρίτους, τα χρηματικά της διαθέσιμα ήταν υποπολλαπλάσια και οι δανειακές της υποχρεώσεις της αυξημένες. Ακόμη, όταν περί τα τέλη του έτους 2009, για να ενισχυθεί ο Όμιλος …………. που αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα, αποφασίστηκε να διανεμηθεί προμέρισμα 10 εκατομμυρίων ευρώ στους μετόχους της ενάγουσας, που δεν ήταν ταμειακά διαθέσιμο, η μητρική εταιρεία της χορήγησε το ποσό αυτό ως δάνειο, αλλά ταυτόχρονα της επεστράφη άμεσα ως  αναλογία της στο προμέρισμα, το ποσό των 7 εκατομμυρίων (70%) και τα υπόλοιπα 3 εκατομμύρια ευρώ δόθηκαν στους αδελφούς …………. (30 %). Επίσης, το έτος 2010 η …………. .  χρηματοδότησε την ενάγουσα λόγω των εξόδων για τις ανάγκες του marketing και ειδικά τις προκαταβολές στην ομάδα του Ολυμπιακού και άλλους μεμονωμένους αθλητές για την προώθηση (διαφήμιση) των προϊόντων της, αλλά και για την  αντιμετώπιση κάποιων δυσχερειών που είχε δημιουργήσει η δυσμενής οικονομική συγκυρία, χωρίς όμως αυτό να αναιρεί την ανοδική πορεία της. Η τακτική αυτή δεν ενέπνεε ανησυχία στη μητρική εταιρεία, αφού ο πρώτος εναγόμενος διαβεβαίωνε τα μέλη της ότι η ανάγκη χρηματοδότησης δημιουργείτο από τις οφειλές τρίτων, αποκρύπτοντας ότι μεγάλος αν όχι ο κύριος όγκος αυτών που έβαιναν συνεχώς αυξανόμενες προέρχονταν από τις εταιρείες  του Ομίλου …………., οι οποίες σημείωναν ήδη ζημίες εκατομμυρίων ανά έτος. Οι οφειλές μάλιστα αυτές δεν προέρχονταν μόνον από τις συνήθεις εμπορικές συναλλαγές τους, δηλαδή την πώληση εμπορευμάτων από την ενάγουσα προς αυτές, αλλά από την αφανή μεταφορά κεφαλαίων προερχόμενων από την ίδια προς την εταιρεία «…………. .», οι οποίες αποκρύπτονταν, όπως θα αναπτυχθεί στη συνέχεια. Αλλά και ο υπάρχον εποπτικός μηχανισμός που αφορούσε όλα τα θέματα που άπτονταν της λειτουργίας της ενάγουσας, φαινόταν ότι λειτουργούσε ομαλά και δεν άφηνε περιθώρια προβληματισμού ή υπονοιών. Αυτός περιελάμβανε κατ’αρχήν συχνές συναντήσεις μεταξύ των μελών του διοικητικού συμβουλίου αμφοτέρων των εταιρειών, με αντικείμενο την παρουσίαση των προβλέψεων για το επόμενο έτος, τον ετήσιο προϋπολογισμό, θέματα marketing και πωλήσεων αλλά και θέματα εξόδων της διοίκησης. Παράλληλα, η υπηρεσία διεθνούς οικονομικού ελέγχου της …………. είχε τακτική επικοινωνία με τους αρμοδίους υπαλλήλους της ενάγουσας και, επομένως, και τον τέταρτο εναγόμενο, λόγω της ιδιότητάς του ως διευθυντή οικονομικών της, ζητώντας διευκρινίσεις ή κάνοντας παρατηρήσεις σε οτιδήποτε έμοιαζε παράλογο ή εμφάνιζε απόκλιση από τους προϋπολογισμούς ή τις προβλέψεις. Επιπλέον, οι οικονομικές καταστάσεις του τέλους κάθε χρήσης ελέγχονταν από τη διεθνή ελεγκτική εταιρεία ……… (στο εξής ………), την οποία η ίδια η …………. είχε διορίσει, προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι η τήρηση των οικονομικών από την ενάγουσα ήταν σύμφωνη με τα διεθνή λογιστικά πρότυπα αναφορών και τους κανόνες της λογιστικής αλλά και του εσωτερικού ελέγχου της ιδίας (………….). Για το σκοπό αυτό, η ελεγκτική εταιρεία εγκαθίστατο στα γραφεία της ενάγουσας από τον μήνα Οκτώβριο έως τον Δεκέμβριο περίπου κάθε έτους, έχοντας παράλληλα αναλάβει- σε διαρκή βάση- το τμήμα της μισθοδοσίας της «………….», που στεγαζόταν σε άλλο όροφο του ίδιου κτιρίου. Είχε πρόσβαση και τίθεντο στη διάθεσή της όλα τα βιβλία και στοιχεία της ενάγουσας και ήλεγχε τον ισολογισμό και τους λοιπούς λογαριασμούς της, ενημερώνοντας συναφώς τη μητρική εταιρεία. Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι η έγγραφη ενημέρωση των διαφόρων τραπεζών για τις δανειακές υποχρεώσεις της ενάγουσας, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε σε άλλες χώρες, δεν γινόταν απευθείας προς την ελεγκτική εταιρεία, αλλά προς τη διοίκησή της και συγκεκριμένα τον πρώτο εναγόμενο. Πέραν αυτών, κάθε μήνα αποστέλλονταν στη μητρική εταιρεία ηλεκτρονικές αναφορές, δηλαδή πλήρως αυτοματοποιημένες οικονομικές εκθέσεις, τις οποίες συνέτασσε ο τέταρτος εναγόμενος και έφεραν την ηλεκτρονική υπογραφή του ιδίου και του τρίτου εναγόμενου, στις οποίες αποτυπώνονταν πλήρως αλλά συνοπτικά τα οικονομικά δεδομένα της εταιρείας (διαθέσιμα, υποχρεώσεις, απαιτήσεις κλπ). Η σύνταξη του ισολογισμού, επίσης, ενέπιπτε στην αρμοδιότητα του τέταρτου εναγομένου. Οι αναφορές αυτές αντιπαραβάλλονταν προς τον εγκεκριμένο προϋπολογισμό ανά θέμα και σε περίπτωση που δεν προέκυπτε απόκλιση, δεν υπήρχε λόγος για βαθύτερο έλεγχο. Παράλληλα, υπήρχε συστηματική παρουσία διαφόρων στελεχών της μητρικής εταιρείας στην Ελλάδα, όπως του επικεφαλής των οικονομικών, που αναφερόταν απ’ευθείας στον …………., γενικό διευθυντή και υπεύθυνο για τα οικονομικά της θέματα, και στελεχών του τομέα πωλήσεων και του marketing. Και αυτοί πραγματοποιούσαν επιτόπιους ελέγχους στο λογιστήριο της ενάγουσας- χωρίς την παρουσία των υπαλλήλων της ….., που παρέμεναν προς έλεγχο, όπως ήδη εκτέθηκε, συγκεκριμένη χρονική περίοδο κάθε χρόνο- οι οποίοι ήταν αμφίβολο αν γίνονταν σε βάθος, λόγω της αποσπασματικής παρουσίας τους στην Ελλάδα αλλά και του εγγενούς προβλήματος της άγνοιας της ελληνικής γλώσσας. Ο ίδιος ο ………. ερχόταν τακτικά στην Ελλάδα και είχε συχνές συναντήσεις με τον τρίτο και τον τέταρτο εναγόμενο, τους οποίους εμπιστευόταν, ενώ στον τέταρτο είχε επιστήσει ιδιαιτέρως την προσοχή για την άμεση ενημέρωσή του για οτιδήποτε συνέβαινε στην εταιρεία.  Tέλος, έπρεπε να τηρούνται και τα πρότυπα του εσωτερικού ελέγχου, όπως ο διαχωρισμός των αρμοδιοτήτων και η αρχή των κοινών υπογραφών, δηλαδή έλεγχος από περισσότερα του ενός πρόσωπα, δηλαδή τον προϊστάμενο του λογιστηρίου ή τον οικονομικό διευθυντή και τον εκάστοτε αρμόδιο, όπως τον διευθυντή πωλήσεων και η μη υπέρβαση του προϋπολογισμού ως προς τα γενόμενα έξοδα,  Περί το έτος 2009, και ενώ η πορεία της ενάγουσας, όπως προέκυπτε από τις οικονομικές της καταστάσεις, τους ισολογισμούς της και τις μηνιαίες αναφορές που αποστέλλονταν στη μητρική εταιρεία ήταν κερδοφόρα, ο όμιλος …………. εμφάνιζε σημαντικές ζημίες, για τις οποίες η μητρική εταιρεία δεν ήταν ενήμερη. Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, ο …………. σε συνάντησή του με τον πρώτο εναγόμενο στο Λονδίνο, είχε απορρίψει το αίτημά του για απευθείας χρηματοδότηση από τη μητρική εταιρεία. Το γεγονός αυτό δημιούργησε ανησυχία στη γερμανική πλευρά και λίγο αργότερα ο ……. μαζί με τον ………….. επισκέφτηκαν τους αδερφούς …… για να ενημερωθούν διεξοδικότερα. Ο πρώτος αλλά και ο τέταρτος εναγόμενος τους παρείχαν επαρκείς εξηγήσεις και έτσι δεν υπήρξε προβληματισμός ως προς τη συνέχιση της συμμετοχής των αδελφών …………. στην ενάγουσα.  Στις αρχές του 2010, όμως, υπήρξε πληροφορία από τρίτη εταιρεία (…..) για τις ήδη υψηλές εκκρεμείς απαιτήσεις της έναντι του Ομίλου …………., οι οποίες μάλιστα θα μπορούσαν να οδηγήσουν τις εταιρείες που τον αποτελούσαν στη διαδικασία της συνδιαλλαγής (άρθρο 99 του ΠτΚ). Παράλληλα, παρατηρήθηκαν ασυνήθιστες καταχωρήσεις, όπως υψηλά ποσά προπληρωμής στις μηνιαίες λεπτομερείς αναφορές. Επακολούθησε νέα επίσκεψη στελεχών στην Ελλάδα, προς περαιτέρω διερεύνηση των εισπρακτέων απαιτήσεων του Ομίλου …………. περί τον Απρίλιο-Μάιο 2010 αλλά οι απαντήσεις που δόθηκαν δεν ήταν πλήρως διαφωτιστικές. Έτσι, η γερμανική εταιρεία, κύριος μέτοχος της οποίας από το τέλος του έτους 2008 ήταν η γαλλική εταιρεία «…..», η οποία, προκειμένου να προβεί στις απαραίτητες δημοσιεύσεις των οικονομικών της καταστάσεων, ζητούσε εκτενή έλεγχο των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων της  …………. …., αποφάσισε εξαμηνιαίο οικονομικό έλεγχο στην ενάγουσα, ο οποίος μέχρι τότε γινόταν δειγματοληπτικά-πλέον δηλαδή του καθιερωμένου ετήσιου-σε κάποιες από τις θυγατρικές εταιρείες του Ομίλου, και θα διενεργείτο από την ελεγκτική εταιρεία «……», με την οποία ήδη συνεργαζόταν η γαλλική εταιρεία. Αρχικά, στο πλαίσιο ενός συνήθους ελέγχου, διαπιστώθηκε μια μεγάλη έκθεση σε κίνδυνο, πολύ μεγαλύτερη της αναμενόμενης και αναφερθείσας από την ελληνική πλευρά, λόγω των αυξημένων οφειλών του Ομίλου …………. προς την ενάγουσα και την καταβολή σημαντικών ποσών σε αθλητικά σωματεία, η οποία αποτυπώθηκε σε σχετική της έκθεση στις 15-7-2010, οπότε δόθηκε εντολή για ευρύτερο έλεγχο. Εν τω μεταξύ καταρτίστηκε από την …. ο από 25-6-2010 ισολογισμός για τη χρήση 2009, χωρίς να διαπιστώνεται κάποια αταξία στην απεικόνιση των οικονομικών στοιχείων της ενάγουσας. Μετά την εξέλιξη αυτή, οι αδελφοί …………. ζήτησαν να συναντηθούν με τον ……… που εκείνη την εποχή βρισκόταν στην Ελλάδα. Η συνάντηση πραγματοποιήθηκε τελικά στις 22 Ιουλίου, παρουσία του πρώτου και τέταρτου εναγομένου, ως μεταφραστή, επειδή ο ……….. δεν μιλούσε αγγλικά. Τότε και ενώ ο έλεγχος δεν είχε ολοκληρωθεί ούτε είχε αποκαλύψει κάποια παρατυπία, αυτός ενημέρωσε για πρώτη φορά τον ………  ότι από το ταμείο της ενάγουσας μεταφέρονταν σε τακτική βάση, χρηματικά ποσά στη …………. . και ότι προκειμένου να μην υπάρξει έλλειμμα, λαμβάνονταν από την ίδια (ενν. ενάγουσα) δάνεια, τα οποία δεν αποτυπώνονταν στα λογιστικά της βιβλία και τις οικονομικές καταστάσεις που αποστέλλονταν στη Γερμανία. Άμεσα, η μητρική εταιρεία έστειλε την από 27-7-2010 επιστολή της προς τους Έλληνες μέλη του διοικητικού συμβουλίου της ενάγουσας, καθώς και τον τέταρτο εναγόμενο και τον ……….., εντέλλοντάς τους για οποιεσδήποτε συναλλαγές της τελευταίας με τρίτους και κυρίως τις τραπεζικές της συναλλαγές να συνυπογράφουν ο συναφώς εξουσιοδοτηθείς υπάλληλος και ο ………, παροπλίζοντας έτσι προσωρινά κυρίως τον πρώτο εναγόμενο και στερώντας του τη δυνατότητα να συναλλάσσεται μόνος του με τρίτους ή τράπεζες. Έκτοτε, και καθ’όλο το επόμενο χρονικό διάστημα μέχρι τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, που διεκόπησαν οι διαπραγματεύσεις και διερράγησαν οριστικά οι σχέσεις μεταξύ της ελληνικής και της γερμανικής πλευράς, αντηλλάγησαν  e mail μεταξύ του πρώτου, τρίτου και τέταρτου εναγομένου και των ……….., και εστάλησαν επιστολές από τους εναγόμενους προς την …………. ..,  μεταξύ των οποίων και η από 31-8-2010  υπογεγραμμένη επιστολή των αδελφών …………. προς τη διοίκηση της μητρικής εταιρείας, το περιεχόμενο της οποίας έγινε δεκτό δια της συνυπογραφής της, τα ουσιώδη σημεία των οποίων συνοψίζονται στα εξής : 1/ Ο ίδιος ο …….. ζήτησε τις παραιτήσεις όλων των Ελλήνων, μελών του διοικητικού συμβουλίου της ενάγουσας, και πράγματι ο τρίτος και τέταρτος εναγόμενος παραιτήθηκαν με επιστολές τους απευθυνόμενες προς την …………. ….2/  Η γερμανική πλευρά ζήτησε επικαιροποιημένες και, ει δυνατόν, ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις των εταιριών …………., ώστε να έχει πλήρη εικόνα των οικονομικών στοιχείων τους, πληροφορίες για τα μη καταγεγραμμένα δάνεια που έλαβε η ενάγουσα, τον τρόπο χρησιμοποίησής τους, το ποσό των τόκων τους ανά έτος που καταβλήθηκαν από την ίδια και τις τυχόν εξασφαλίσεις αυτών με περιουσιακά της στοιχεία, για τα περιουσιακά στοιχεία του πρώτου και δεύτερου εναγομένου και των οικογενειών τους, επιμένοντας στην ανάγκη παράδοσης ενός επιχειρηματικού σχεδίου και σχεδίου ταμειακής ροής, εκ μέρους των αδελφών …………., ώστε να διερευνηθεί η δυνατότητα αποπληρωμής των υποχρεώσεων του Ομίλου …………. γενικά, ενώ υπήρξαν και συναντήσεις μεταξύ των δύο πλευρών.2/ Οι αδελφοί …………. αναγνώρισαν ότι το χρέος τους προς την ενάγουσα, όπως κατ’αρχήν προσδιορίστηκε και εν αναμονή των οριστικών ευρημάτων του εκκρεμούς ακόμη ελέγχου, ανερχόταν σε 52.100.000 ευρώ και αποδέχθηκαν πλήρως την ευθύνη τους για την αποπληρωμή του, δηλώνοντας ρητώς ότι μέρος αυτού θα καταβληθεί με την προς αυτήν μεταβίβαση των εμπορικών σημάτων, των οποίων ήταν νόμιμοι δικαιούχοι, αντί του τιμήματος του 1 ευρώ για καθένα από αυτά. Χαρακτηριστικά αποσπάσματα αυτών αποτελούν το από 23-7-2010  email  του τέταρτου εναγομένου προς τον ………. όπου του δηλώνει ότι «το δάνειο ήταν το 2009 ήταν 11,5 εκατομμύρια περίπου και κρύψαμε (ενν. η ελληνική  πλευρά) τα σχετικά τραπεζικά έγγραφα», απαντώντας σε σχετική ερώτηση του τελευταίου περί της μη διασταύρωσης στοιχείων από την …………., το από 26-7-2010   email του …………. προς τους ……….., στο οποίο αυτός αναφέρει ότι «επιτέλους οι μάσκες έπεσαν. Εμένα μου φαίνεται για μεγάλη απάτη», με συνημμένο σε αυτό email του πρώτου εναγομένου της ίδιας ημερομηνίας, στο οποίο ο ίδιος δηλώνει «….θα ήθελα εκ των προτέρων απόψε να σε ενημερώσω ότι μέσα στις επόμενες ημέρες θα λάβεις ειδοποίηση από τους ελεγκτές ότι τα τραπεζικά δάνεια προς την …………. δεν αναφέρονται στον ισολογισμό», «….αναλαμβάνω πλήρη ευθύνη για τις πράξεις μου….» και « …… μόνο σε εσένα προσωπικά νιώθω προσωπικά ντροπιασμένος και ευγενικά σου ζητώ να δεχθείς άλλη μια φορά τη συγγνώμη μου για την πραγματικά άβολη κατάσταση, που έχει προκληθεί από τις πράξεις μου». Επίσης, με το από 27-9-2010 email του προς τον πρώτο και δεύτερο εναγόμενο, ο . …………. κάνει λόγο για τις παράνομες επιταγές, εννοώντας τις μη καταχωρημένες επιταγές ευκολίας που εκδόθηκαν από την ενάγουσα εις διαταγήν της …………. . και για τις οποίες θα γίνει λόγος στη συνέχεια, επισημαίνοντάς τους ότι αν ενημερώσει σχετικά τις πληρώτριες τράπεζες οι ίδιοι θα έχουν μεγάλο πρόβλημα καθώς και ότι «από την αρχή της κοινοπραξίας (ενν. της ενάγουσας), η ίδια δεν έχει κερδίσει ούτε ένα λεπτό αλλά έχει χάσει σημαντικά ποσά εξαιτίας των εγκληματικών σας ενεργειών». Παράλληλα με τις από 27-8-2010 επιστολές τους, προς τα διοικητικά συμβούλια της ενάγουσας αλλά και της μητρικής εταιρείας ο τρίτος και τέταρτος των εναγομένων, έχοντας ήδη παραιτηθεί από τις θέσεις τους,  έκαναν λόγο για σοβαρές συναλλαγές που επιβλήθηκαν από τον διευθύνοντα σύμβουλο. Έτσι, επιχειρήθηκε κατ’αρχήν ρεαλιστικός διακανονισμός της οφειλής του Ομίλου …………. έναντι της ενάγουσας,  με αληθινή προοπτική αποπληρωμής της. Δεδομένης της ανάληψης πλήρους ευθύνης από τους αδερφούς …………., η γερμανική πλευρά δεν ενδιαφερόταν να ανεβάσει τους τόνους στις διαπραγματεύσεις, με μηνύσεις και δικαστικές αντιδικίες, εφόσον η άλλη πλευρά εμφανιζόταν κατ’αρχήν συνεργάσιμη. Ούτε επίσης ενδιαφερόταν στην πραγματικότητα να αποκτήσει τα εμπορικά σήματα των αδελφών …………. και του Ομίλου των εταιρειών συμφερόντων τους, αφού αυτή προϋπέθετε αποτίμησή τους, μέσω ενός επιχειρηματικού σχεδίου, ώστε να μπορεί να διαπιστωθεί  η πραγματική αξία τους. Τελικά αυτό ουδέποτε συνέβη ούτε προσωπικές εγγυήσεις εκ μέρους των αδελφών …………. παρασχέθηκαν και έτσι ο διακανονισμός ναυάγησε, με αποτέλεσμα το συμφωνητικό που είχε καταρτιστεί (υπ’αριθμ. 94α σχετικό ενάγουσας) να μην υπογραφεί και να επακολουθήσει αστική και ποινική αντιδικία με την υποβολή αγωγών εκ μέρους της ενάγουσας για οφειλόμενο τίμημα από πωλήσεις εμπορευμάτων προς την «…………. .», την «………», την «………..» και «………..», του Ομίλου …………. αλλά και μηνύσεων μεταξύ των δύο πλευρών. Εν τω μεταξύ ολοκληρώθηκε και ο έλεγχος της ….., ο οποίος αποτυπώνεται στην από 3-12-2010 έκθεσή της υπό τον τίτλο Συνοπτική Καταγραφή Συμπερασμάτων, στην οποία  επισυνάπτονται κινήσεις λογαριασμών και άλλα έγγραφα, στα οποία γίνονται αναλυτικές παραπομπές. Επακολούθησε και δεύτερη έκθεση με ημερομηνία 7-4-2011 με τον τίτλο «Προσυμφωνημένες Λογιστικές Διαδικασίες», όπου γίνονται συγκεντρωτικές αναφορές στους λογαριασμούς της εταιρείας  …………. . ως προμηθευτή, χωρίς όμως ανάλυση του τρόπου απεικόνισης των λογιστικών εγγραφών όπως  στην πρώτη. Σύμφωνα με αυτήν, τη συνοπτική δηλαδή έκθεση, προέκυψε, μεταξύ άλλων : α. Η ύπαρξη τραπεζικών δανείων που δεν είχαν απεικονιστεί ορθά στα βιβλία της εταιρείας στις 31-12-2009 και 30-6-2010, β. Μεταφορές κονδυλίων από τραπεζικούς λογαριασμούς ή το ταμείο της ενάγουσας προς την …………. .., χωρίς να υπάρχει εμπορική συναλλαγή που να τη δικαιολογεί και  γ.Έκδοση μεταχρονολογημένων επιταγών (ευκολίας) από την ενάγουσα εις διαταγήν της παραπάνω εταιρείας, συνολικού ποσού 1,785 εκατομμυρίων ευρώ, οι οποίες οπισθογραφήθηκαν λόγω ενεχύρου και παραδόθηκαν ως εγγύηση για παροχή πίστωσης από τράπεζα προς τη λήπτρια, χωρίς από τα υπάρχοντα στοιχεία να προκύπτει και πάλι εμπορική σχέση που να δικαιολογεί τη συναλλαγή αυτή. Πλέον συγκεκριμένα, μεταξύ της ενάγουσας, υπό την τότε επωνυμία και μετοχική της σύνθεση, είχε συναφθεί η από 23-6-2004 δανειακή σύμβαση με την τράπεζα ………., δυνάμει της οποίας η τελευταία της χορήγησε πίστωση 12.500.000 ευρώ, όπως το ποσό της αυξήθηκε διαδοχικά με τις από 26-4-2006, 8-6-2006, 25-7-2006 20-3-2007 και 27-9-2007 φθάνοντας τελικά στο ποσό των 21.000.000 ευρώ. Για την χορηγηθείσα πίστωση τηρούνταν οι υπ’αριθμ. ……… και …….  λογαριασμοί, από το άνοιγμα της πίστωσης έως τον Σεπτέμβριο του έτους 2010. Στις 31-12-2009 τα υπόλοιπα των λογαριασμών αυτών ανέρχονταν, του μεν πρώτου στο ποσό των 10.935.000 ευρώ και του δευτέρου των 2.673.000 ευρώ, και στις 30-6-2010, των 668.950 και των 12.296.000 ευρώ, αντίστοιχα (Παράρτημα 5, 12 και 14, με την επισήμανση ότι για τον δεύτερο λογαριασμό ελλείπει η αναλυτική του κίνηση από τις 5-3-2010 έως τις  28-6-2010), δηλαδή συνολικά στο ποσό των 13.608.000 και των 12.964.950 ευρώ, αντίστοιχα. Στα αντίγραφα των κινήσεων των λογαριασμών αυτών, που παραδόθηκαν από την ενάγουσα και την πιστοδότρια, τα επιμέρους υπόλοιπα στις 31-12-2009 συμπίπτουν (Παράρτημα 4 και 5 της Έκθεσης). Παράλληλα, στον φάκελο ελέγχου της …………., υπάρχει έγγραφο με ημερομηνία 11-1-2010, με τον τίτλο «Υπόλοιπα λογαριασμών σας με ημερ. 31-12-2009» και έτερο με τον τίτλο «δανειακοί λογαριασμοί», φερόμενα ως εκδοθέντα από τους υπαλλήλους ………. και ……… . (Παράρτημα 6). Σύμφωνα με το δεύτερο έγγραφο, που περιέχει αναφορά στους επίμαχους λογαριασμούς, στις 31-12-2009 τα υπόλοιπα αυτών ανέρχονταν σε  2.108.000 (331.000 + 1.777.000) ευρώ, δηλαδή ήταν μικρότερα κατά 11,5 εκατομμύρια ευρώ, εκείνων που προκύπτουν από τα προαναφερθέντα αντίγραφα, το ποσό δε αυτό δεν έχει απεικονιστεί ούτε στον ισολογισμό της χρήσης του έτους 2009, στις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις και ειδικότερα στους λογαριασμούς δανείων τραπεζών, δηλαδή δεν συμπεριλαμβάνετο στο αναγραφόμενο στο οικείο χωρίο ποσό των 13.569.516,19 ευρώ (Παράρτημα 1), αλλά  ούτε και στις μηνιαίες αναφορές που αποστέλλονταν στη Γερμανία.  Η ίδια η τράπεζα, όμως, με το από 26-11-2010 έγγραφό της προς την ενάγουσα δηλώνει ότι τα τελευταία αυτά έγγραφα δεν είναι γνήσια, καθώς οι επ’αυτών υπογραφές των υπαλλήλων της είναι πλαστές, ενώ και τα αντίστοιχα επιστολόχαρτα δεν είναι αυτά που χρησιμοποιεί. Επισημαίνεται ότι το λογιστήριο της εταιρείας προέβη σε διορθωτική εγγραφή, συμπληρώνοντας το ποσό των 11,5 εκατομμυρίων ευρώ, με φερόμενη ημερομηνία διόρθωσης την 2-1-2010, αλλά δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, κατά τα διδάγματα της λογικής, ότι στην πραγματικότητα η διορθωτική εγγραφή μέσω υπολογιστή με επέμβαση στα στοιχεία του, επιχειρήθηκε πολύ αργότερα, όταν διατάχθηκε εξαμηνιαίος έλεγχος, υπό τον φόβο της αποκάλυψης της συγκεκριμένης παρατυπίας. Επιπλέον, ενώ με βάση τις συνήθεις συναλλακτικές σχέσεις των δύο εταιρειών, η …………. ήταν ως επί το πλείστον οφειλέτης της ενάγουσας, και σε πολύ μικρότερη έκταση το αντίστροφο, και συγκεκριμένα αναφορικά με τα οφειλόμενα από την τελευταία μισθώματα από την ενοικίαση καταστημάτων της, τις αμοιβές από τη διάθεση προσωπικού της και την παροχή υπηρεσιών μηχανογραφικής υποστήριξης και έξοδα ΔΕΗ για το κτίριο της έδρας της, συνολικού ποσού 1.556.335 για το έτος 2009 και 625.830 ευρώ για το πρώτο εξάμηνο του έτους 2010, κατά το χρονικό αυτό διάστημα (1-1-2009 έως 30-6-2010), πραγματοποιήθηκαν μεταφορές χρηματικών ποσών από την ενάγουσα προς την …………., οι οποίες κατ’αρχήν αποτυπώθηκαν στο απόσπασμα από το μηχανογραφικά τηρούμενο αναλυτικό ημερολόγιο της τελευταίας, ως προμηθεύτριας-και όχι ως πελάτη-με αναλήψεις είτε από το ταμείο της είτε με μεταφορές από τραπεζικούς της λογαριασμούς, που ανέρχονται στο ποσό των 33.392.850 ευρώ (Παράρτημα 15)-ενώ κατά την αντίστοιχη κατάσταση της ενάγουσας, 23.457.850 ευρώ (υπ’αριθμ.20 σχετ. ενάγουσας). Για τις μεταφορές μάλιστα αυτές εκδίδονταν αποδείξεις πληρωμής και είσπραξης αντίστοιχα με την αιτιολογία «έναντι λογαριασμού» (ίδιο ως άνω Παράρτημα), δεν υπήρχαν όμως παραστατικά αφού δεν ανταποκρίνονταν σε πραγματικές συναλλαγές. Επτά από τις αναλήψεις από το ταμείο, ύψους 755.000 ευρώ, πραγματοποιήθηκαν από τον τρίτο εναγόμενο. Σημειωτέον ότι, τα ποσά που η …………. ελάμβανε από την ενάγουσα εμφανίζονταν στο αναλυτικό καθολικό της ως οφειλές της έναντι αυτής, πλέον των λοιπών απαιτήσεών της που προέρχονταν πράγματι από πωλήσεις εμπορευμάτων. Έτσι, σε αυτό απεικονίζεται πίστωση της …………. πχ στις 2-1-2009, ποσού 1.500.000 ευρώ, στις 7-1-2009, 2.000.000 ευρώ, στις 12-1-2009, 5.000.000 ευρώ, στις 18-2-2009, 400.000 ευρώ, στις 20-2-2009, 100.000 κ.ο.κ, που συμφωνούν απόλυτα, κατά ημερομηνία και ποσό, με τις μεταφορές χρηματικών ποσών από την ενάγουσα προς την …………., όπως αποτυπώνονται στο δείγμα εγγραφών από το αναλυτικό ημερολόγιο λογιστικών εγγραφών της (Παράρτημα 15). Παράλληλα, σε αυτό, εμφανίζεται μηδενικό υπόλοιπο, κατόπιν της καταχωρήσεως, μεταξύ άλλων, δύο συμψηφιστικών πράξεων, ύψους 5.000.000 και 8.000.000 ευρώ στις 3-3-2009 και τις 21-3-2009, δηλαδή κατά τις αντίστοιχες ημερομηνίες που η ….. καταβάλλει στην ενάγουσα τα ίδια ποσά ως πίστωση, δυνάμει της σύμβασης που τις συνδέει (Παράρτημα 19). Με άλλα λόγια, τα ποσά που αχρεωστήτως η ενάγουσα της χορήγησε, απεικονίζεται ότι επιστρέφονται σε αυτήν, μέσω του αποκρυβέντος τραπεζικού δανεισμού, δηλαδή η πηγή των κεφαλαίων που χρησιμοποιήθηκαν για την αποπληρωμή των οφειλών της προέρχονταν από δανεισμό της ενάγουσας. Έτσι, κατά το ποσό αυτού του δανεισμού-τουλάχιστον-εξακολουθεί να υφίσταται οφειλή της …………. έναντι της ενάγουσας. Με αυτόν τον τρόπο γίνεται ο υπολογισμός της ζημίας της τελευταίας και όχι με βάση το συνολικό ποσό των χρηματικών ποσών που μεταφέρθηκαν, για τον προφανή λόγο ότι μέρος αυτών επεστράφησαν. Η …………. μάλιστα, με τη μεσολάβηση της μητρικής εταιρείας έλαβε το έτος 2009 δάνειο από την εταιρεία……., ύψους 18 εκατομμυρίων ευρώ, προς αντιμετώπιση των οικονομικών της δυσχερειών, στην πραγματικότητα όμως και αυτό το ποσό φέρεται ότι μεταφέρθηκε στην ενάγουσα προς μερική κάλυψη της οφειλής της έναντι αυτής. Επίσης, το πρώτο εξάμηνο του έτους 2010-μέχρι και τις 28-5-2010 κατ’ακρίβειαν- πραγματοποιήθηκαν μεταφορές χρημάτων από την ενάγουσα προς την …………., ύψους -11.418.854,52 ευρώ συνολικά και με βάση τον αγωγικό υπολογισμό-11.400.000 ευρώ, εκ των οποίων νόμιμη αιτία καταβολής υπήρχε για το ποσό των 625.830 ευρώ, κατά τα προεκτεθέντα. Έτσι, στο αναλυτικό καθολικό απεικονίζεται πίστωση της …………. πχ στις 4-1-2010, ποσών 90.000, 4.257.000 και 243.000  ευρώ, στις 7-1-2010, 300.000 ευρώ, στις 8-1-2010, 140.000 ευρώ στις 15-1-2010 350.000 ευρώ κ.ο.κ, που συμφωνούν απόλυτα, κατά ημερομηνία και ποσό, με τις μεταφορές χρηματικών ποσών από την ενάγουσα προς την …………., όπως αυτές αποτυπώνονται στο δείγμα εγγραφών από το αναλυτικό ημερολόγιο λογιστικών εγγραφών της (υπ’αριθμ. 21 σχετ. ενάγουσας). Επιστροφή των χρηματικών ποσών με οποιονδήποτε τρόπο δεν έλαβε χώρα, καθώς, με βάση το αναλυτικό καθολικό της …………. για την αντίστοιχη περίοδο, το χρέος της έναντι της ενάγουσας ανήλθε σε 24.992.024,23 ευρώ. Πλέον αυτών, όταν είχε ήδη αναλάβει καθήκοντα γενικού διευθυντή ο ….., η ενάγουσα άρχισε να λαμβάνει μεταχρονολογημένες επιταγές, εκδόσεώς της, εις διαταγήν της …………. ., οι οποίες οπισθογραφήθηκαν προς την τράπεζα ……, λόγω ενεχύρου, προς ασφάλεια του καταλοίπου αλληλόχρεου λογαριασμού της. Οι επιταγές αυτές δεν θα μπορούσαν να φέρουν την υπογραφή άλλου προσώπου πλην του πρώτου εναγομένου, που ήταν ο μόνος με αυτό το δικαίωμα από την ελληνική πλευρά της διοίκησης. Συγκεκριμένα, πρόκειται για τις ακόλουθες (μεταχρονολογημένες) επιταγές συρόμενες από λογαριασμούς της ενάγουσας : 1/Υπ’ αριθμόν ………, με ημερομηνία εκδόσεως την 15η-9-2010, ………, της 15-10-2010, ………, της 15-11-2010 και ……., της 15-12-2010, ποσού 200.000 ευρώ η καθεμία, της …….., 2/ Υπ’αριθμ. …., με ημερομηνία εκδόσεως την 31η-8-2010, ….., της 30-9-2010,  ……., της 31-10-2010 και ……., της 30-11-2010, ποσού 100.000 ευρώ η καθεμία, της …….. και 3/ Υπ’αριθμ………, με ημερομηνία 10-9-2010, ποσού 180.000 ευρώ, ………, της 19-9-2010, ποσού 115.000 ευρώ, ………, της 1-9-2010, ποσού 35.000 ευρώ, …….., της 23-9-2010, ποσού 90.000 ευρώ, ……., της 24-9-2010, ποσού 155.000 ευρώ και ……., της 3-10-2010, ποσού 10.000 ευρώ, της ………, συνολικού, επομένως, ποσού 1.785.000 ευρώ. Τις επιταγές αυτές υποχρεώθηκε να καλύψει η ενάγουσα προς αποφυγή των δυσμενών συνεπειών της σφράγισής τους, παρ’ότι δεν υπήρχε υποκείμενη αιτία για την έκδοσή τους, δια της οποίας τέθηκε ήδη υπό διακινδύνευση η περιουσία της. Μετά από όλ’αυτά, η …………. ενημέρωσε τη διοίκηση της ενάγουσας για την ανάγκη εκ νέου σύνταξης των ετήσιων οικονομικών καταστάσεών της της χρήσης του έτους 2009. Έτσι, αφού τηρήθηκαν οι προβλεπόμενες διαδικασίες και διορίστηκε η ……… ως ελεγκτική εταιρεία για την ίδια χρήση, καταρτίστηκε, εγκρίθηκε και δημοσιεύθηκε ο νέος, διορθωμένος πλέον, ισολογισμός της, όπου στο οικείο χωρίο, όπως ήδη εκτέθηκε, το αναγραφόμενο ποσό των βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεών της έναντι των τραπεζών, ανερχόταν πλέον σε 26.454.200 ευρώ. Στις από 13-4-2011 συνοπτικές παρατηρήσεις τους που συνοδεύουν τον ισολογισμό, οι ορκωτοί ελεγκτές της διατηρούν επιφύλαξη, ως προς το αν τα υπόλοιπα της έναρξης της 1-1-2009 ανταποκρίνονται στην αλήθεια, γεγονός απολύτως λογικό αφού δεν ήταν οι ίδιοι εκείνοι που ήλεγξαν και τη χρήση του έτους 2008, ενώ εφιστούν την προσοχή για τα ποσά που χορηγήθηκαν από την ενάγουσα προς φυσικά ή νομικά πρόσωπα και εμπίπτουν στις απαγορευτικές διατάξεις του άρθρου 23α του ν.2190/1920, με βάση το οποίο, πλην άλλων, απαγορεύεται η σύναψη δανείων μεταξύ ανώνυμης εταιρείας και μελών του διοικητικού της συμβουλίου, των προσώπων που ασκούν έλεγχο επί της εταιρείας, καθώς και νομικών προσώπων που ελέγχονται από αυτούς ή τα ειδικότερα οριζόμενα συγγενικά τους πρόσωπα, επιτρεπόμενων αυτών κατ’εξαίρεση και αφού προηγουμένως ληφθεί άδεια της γενικής της συνέλευσης. Η διαπίστωση αυτή, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, στερείται οποιασδήποτε σημασίας, αφού έρχεται σε άμεση αντίθεση με το πόρισμα της έκθεσής τους αλλά και με το περιεχόμενο της αγωγής, που κατατέθηκε λίγες μόνο ημέρες νωρίτερα (7-4-2011) και, επομένως, αποκλείεται να είχε υποδειχθεί από την ενάγουσα και τον εν τω μεταξύ εκκαθαριστή της ή τη γερμανική ………….. Έτσι, ως πιο λογική γι’αυτό εξήγηση αποτελεί η επιθυμία των ορκωτών λογιστών, να μην γίνει σε επίσημο έγγραφο, δημοσιευθέν στον τύπο και την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, αναφορά σε έκνομες ενέργειες. Ουδένα, επίσης, συμπέρασμα δεν συνάγεται από το από 20-10-2010  email του …… προς τον …….., τον . …………., τον ……., τον ……., τον …..και τον . …………., κοινοποιούμενο και στον τέταρτο εναγόμενο, με συνημμένη κατάσταση, στην οποία τα ποσά που μεταφέρθηκαν από την ενάγουσα προς την …………. κατά τα έτη 2008-2010 χαρακτηρίζονται ως δάνεια, δοθέντος ότι την ίδια φρασεολογία χρησιμοποιεί και ο…………. κάνοντας και αυτός λόγο για «κρυφά δάνεια» (σελ. 14 της ………/2013 ένορκης βεβαίωσής του), με ταυτόχρονη, όμως, ρητή και κατηγορηματική δήλωσή του ότι αυτό γινόταν εν αγνοία της γερμανικής πλευράς. Επίσης, στο από 31-8-2010  συμφωνητικό αναγνώρισης χρέους, όπου οι αδελφοί …………. αναγνώρισαν την οφειλή τους συνολικά, δεν υπήρχε λόγος να γίνει αναφορά σε παράνομες δραστηριότητες, αφού λόγω των ευρημάτων του λογιστικού ελέγχου και των έγγραφων παραδοχών των ανωτέρω εναγομένων, πρώτιστο μέλημα της γερμανικής πλευράς, όπως ήδη εκτέθηκε, ήταν η ανεύρεση ρεαλιστικής λύσης και η επιστροφή των χρημάτων. Tελικά, με την από 6-2-2012 δήλωσή τους οι αδελφοί …………., ανακάλεσαν το περιεχόμενο των προαναφερθέντων από 20-8-2010 και 31-8-2010 επιστολών τους, ισχυριζόμενοι ότι τους υπαγορεύθηκε από τον  …………., τον …… και τον . …………., κατόπιν απειλών, ενώ στη συναφή από 24-9-2012 μήνυσή τους, σε βάρος και άλλων προσώπων, που υπέβαλαν προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, εξέθεταν ότι λόγω της δημιουργηθείσας μεταξύ της ενάγουσας και των ιδίων διένεξης, αναφορικά με τη δήθεν απαίτηση της πρώτης, ύψους 15 εκατομμυρίων ευρώ, η …………. . απαίτησε  εκβιαστικά την εκ μέρους τους μεταβίβαση των μετοχών τους σε αυτήν (ενν. ενάγουσα) και των σημάτων των οποίων ήταν νόμιμοι δικαιούχοι, αντί μηδενικού τιμήματος, υπό την απειλή ότι θα έπληττε τη φήμη και την εμπορική της πίστη (ενν. της εταιρείας …………. …) με δυσμενείς πληροφορίες που θα διοχέτευε στον διεθνή τύπο και το διαδίκτυο. Επί της ουσίας, όμως, ουδέν αναφέρουν, πέραν του ότι η τυχόν εκβιαστική συμπεριφορά των εγκαλουμένων, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν προέκυψε από κανένα αποδεικτικό στοιχείο-μάλιστα η ενάγουσα με την προσθήκη-αντίκρουση των προτάσεών της, επικαλείται απόρριψη της μηνύσεως με διάταξη του εισαγγελέα- δεν αποκλείει το νόμιμο της απαίτησης της ενάγουσας έναντι των άνω εναγομένων και των εταιρειών του Ομίλου ………….. Άλλωστε, σε αντίθεση με τη μήνυσή τους που κάνουν λόγο για δήθεν απαίτηση, σημαντικά μικρότερη της επίδικης, στο παρόν στάδιο δεν αρνούνται ούτε θα μπορούσαν πλέον να αρνηθούν την ύπαρξη της οφειλής, αλλά επικαλούνται ως αιτία της δημιουργίας της διαδοχικά δάνεια που τελούσαν εν γνώσει της …………. .. Τελικά, η ενάγουσα το έτος 2011 υπέβαλε αίτηση υπαγωγής της στη διαδικασία της εξυγίανσης, διότι εμφάνιζε ζημίες ύψους πολλών εκατομμυρίων ευρώ κατά τα έτη 2009 και 2010 και αντιμετώπιζε έλλειψη ρευστότητας, λόγω της οικονομικής κρίσης, η οποία περιόρισε την καταναλωτική ζήτηση των ειδών ένδυσης και υπόδησης, με υποχρεώσεις που υπερέβαιναν εκείνο τον χρόνο το ποσό των 161.000 ευρώ, ενώ ήδη, πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης απόφασης, βρίσκεται υπό εκκαθάριση.Από όλα όσα προεκτέθηκαν, δεν καταλείπεται κατ’αρχήν καμία αμφιβολία ως προς το ότι οι Γερμανοί, μέλη του Δ.Σ. της ενάγουσας, αλλά και η γερμανική …………. ., δεν είχαν καμία πληροφόρηση ούτε επομένως συναίνεσαν οποτεδήποτε και με οποιονδήποτε τρόπο στις μεταφορές χρημάτων και την έκδοση επιταγών ευκολίας εκ μέρους της ενάγουσας. Εφόσον όλοι οι εποπτικοί μηχανισμοί δεν λειτούργησαν αποτελεσματικά, τα πρόσωπα που εμπιστεύονταν δεν τους ενημέρωναν και οι ισολογισμοί και καταστάσεις που ελάμβαναν ήταν ανακριβείς, δεν ήταν δυνατόν να αντιληφθούν οι ίδιοι την πραγματική κατάσταση. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι ακόμη και όταν ανέθεσαν στην εταιρεία ……. τον έλεγχο των οικονομικών αλλά και μετά την ολοκλήρωση του αρχικού ελέγχου, δεν είχαν ακόμη εικόνα, όπως άλλωστε και οι ελεγκτές, του τί είχε προηγηθεί και απαιτήθηκε να γίνει σε βάθος εξέταση των οικονομικών της στοιχείων, για να αποκαλυφθεί η πραγματικότητα, την οποία παραδέχθηκαν οι αδελφοί …………. και ιδίως ο πρώτος εναγόμενος. Απαιτήθηκε δηλαδή επισταμένη έρευνα και μάλιστα μετά και τις αποκαλύψεις του τελευταίου, για να καταδειχθούν όσα προεκτέθηκαν. Αυτή είναι και η μόνη λογική εξήγηση για το γεγονός ότι η εταιρεία …………. δεν αντιλήφθηκε το έκνομο των μεταφορών και της εκδόσεως των επιταγών ευκολίας, δεδομένου ότι οι μεν επιταγές δεν καταχωρούνταν στα λογιστικά βιβλία και τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, οι δε μεταφορές εμφανίζονταν με άλλη μορφή. Συγκεκριμένα, όπως ήδη εκτέθηκε, τα μεταφερόμενα ποσά φέρονταν να αντιστοιχούν στο τίμημα πωλήσεων εμπορευμάτων από την ενάγουσα προς την …………. …. Επίσης, οι αποδείξεις πληρωμής και είσπραξης, που εξέδιδε η ενάγουσα και η τελευταία, αντίστοιχα, με την αιτιολογία «έναντι λογαριασμού», δεν είχαν κανένα λόγο να προβληματίσουν την ελεγκτική εταιρεία, αφού πράγματι σε ορισμένες περιπτώσεις η ενάγουσα όφειλε προς αυτήν χρήματα. Ούτε, επίσης, μπορούσε να παραληφθεί η έκδοσή τους, αφού ήταν απαραίτητη για κάθε ποσό που έβγαινε ή  έμπαινε από τα ταμεία ή τους τραπεζικούς τους λογαριασμούς, ώστε το στοιχείο αυτό να αξιολογηθεί ως απόδειξη του ότι οι ενέργειες αυτές ήταν κοινώς γνωστές σε όλους αφού μπορούσαν να ελεγχθούν ανά πάσα στιγμή. Εξάλλου, οι αποδείξεις αυτές δεν είναι βέβαιον ότι ελέγχονταν, όπως δεν είναι βέβαιον ότι ελέγχονταν όλα τα παραστατικά των συναλλαγών της ενάγουσας, όχι μόνο με τη συγκεκριμένη εταιρεία αλλά και με τρίτους, ώστε να διαπιστωθεί η έλλειψη τέτοιων παραστατικών για τις επίμαχες μεταφορές. Άλλωστε, το αναλυτικό ημερολόγιο της …………. . ως προμηθεύτριας, δεν παρουσίαζε κάποιο ενδιαφέρον προς έλεγχο, καθώς, οι καταχωρήσεις σε αυτό αφορούσαν συγκεκριμένα, επαναλαμβανόμενα ποσά και κατηγορίες αμοιβών και εξόδων, που δεν διαφοροποιούνταν σημαντικά από έτος σε έτος. Τέλος, είναι βέβαιον ότι οι ελεγκτές της …………. παραπλανήθηκαν και από το προαναφερθέν με ημερομηνία 11-1-2010 έγγραφο της ……, με τον τίτλο «δανειακοί λογαριασμοί», με το οποίο αποκρύπτεται δάνειο της ενάγουσας το έτος 2009, ύψους 11,5 εκατομμυρίων ευρώ, με αποτέλεσμα, λόγω και της απεικονιζόμενης, με συμψηφιστικές εγγραφές, στο αναλυτικό καθολικό, καταβολές χρημάτων από την …………. . προς την ενάγουσα, να φαίνεται το χρεωστικό υπόλοιπο μηδενισμένο. Επίσης, ουδεμία αμφιβολία καταλείπεται περί του ότι όλα όσα προαναφέρθηκαν, έγιναν με πρωτοβουλία του πρώτου εναγομένου και με ενέργειες του ιδίου ή καθ’υπόδειξή του. Συγκεκριμένα, οι μεταφορές χρημάτων και η έκδοση των επιταγών έγιναν από τον ίδιο, με εξαίρεση τις αναλήψεις που πραγματοποίησε κατ’εντολήν του ο τρίτος εναγόμενος, ενώ η αποτύπωση και ο τρόπος αποτύπωσής τους ή η μη αποτύπωσή τους στα λογιστικά βιβλία της ενάγουσας, η κατάρτιση του ισολογισμού της χρήσης 2009 και η κατάρτιση των μηνιαίων οικονομικών καταστάσεων που αποστέλλονταν στη Γερμανία, έγιναν καθ’υπόδειξή του, αφού δεν υπήρχε άλλο πρόσωπο που θα μπορούσε ούτε και θα είχε λόγο να το πράξει, καθώς απώτερος σκοπός ήταν να ενισχυθεί οικονομικά η εταιρεία  συμφερόντων του, …………. ., η οποία αντιμετώπιζε ήδη οικονομικά προβλήματα. Για τον ίδιο λόγο, το Δικαστήριο δεν διατηρεί καμία αμφιβολία περί του ότι ο ίδιος υπήρξε ο φυσικός ή έστω ηθικός αυτουργός της κατάρτισης του παραπάνω πλαστού τραπεζικού εγγράφου. Η ύπαρξη του εγγράφου αυτού μάλιστα αποτελεί καταλυτικό στοιχείο που ανατρέπει άρδην την εκδοχή όλων των εναγομένων, περί δανεισμού δηλαδή της …………. . από την ενάγουσα. Αν πράγματι όλοι γνώριζαν τον δανεισμό, δεν υπήρχε κανένας λόγος κατάρτισης του πλαστού αυτού εγγράφου, ενώ η όλη μεθόδευση, συνάδει  απολύτως και με το περιεχόμενο των  email που προαναφέρθηκαν («απάτη», «οι μάσκες έπεσαν» «ντροπιασμένος», «κρύψαμε τα σχετικά τραπεζικά έγγραφα»). Είναι, επίσης, παράδοξο να μην υπήρχε κανένας περιορισμός και καμία συνεννόηση μεταξύ ελληνικής και γερμανικής πλευράς για τις εκάστοτε μεταφορές, αφήνοντας έτσι να εννοηθεί ότι επρόκειτο για μια «εν λευκώ εξουσιοδότηση» λήψης χρηματικών ποσών, χωρίς καμία υποχρέωση προηγούμενης ενημέρωσης, ούτε χρονοδιάγραμμα επιστροφής, ζητήματα δηλαδή τα οποία ουδέποτε φαίνεται να συζητήθηκαν ούτε και οι εναγόμενοι επικαλούνται. Επιπλέον, δεν αποδείχθηκε, ότι η χορήγηση ενδοεταιρικών δανείων από την …………. . προς τη θυγατρική της ενάγουσα γίνονταν με τον ίδιο απώτερο στόχο, την ενίσχυση δηλαδή της …………. ., καθώς αυτό θα μπορούσε να γίνει ευχερέστερα με απευθείας δάνεια προς την τελευταία, χωρίς μάλιστα τον περιορισμό του άρθρου 23α του ν.2190/1920. Τέτοια όμως πρόθεση άμεσης καταβολής χρημάτων δεν υπήρχε από γερμανικής πλευράς, η οποία αποδέχθηκε την οικονομική της στήριξη μόνον έμμεσα, με την αποδοχή της λήψης προμερίσματος και τη μεσολάβηση για τη χορήγηση προς αυτήν δανείου από την ….. .. Eίναι χαρακτηριστικό ότι, κατά τη συνάντηση …………. και πρώτου εναγομένου στο Λονδίνο το Φθινόπωρο του έτους 2009, ο πρώτος αρνήθηκε τη χορήγηση πίστωσης στην άνω εταιρεία, χωρίς, μάλιστα, όπως φαίνεται να γνωρίζει την πραγματική οικονομική της θέση, με ζημίες εκατομμυρίων κάθε χρόνο. Σημειωτέον ότι, οι δύο πρώτοι εναγόμενοι διατείνονται ότι η διάρρηξη των σχέσεών τους με τη γερμανική πλευρά άρχισε όταν, περί το έτος 2009, αντιμετωπίζοντας οικονομικά προβλήματα, θέλησαν να αποδεσμευθούν από την ενάγουσα, προσδοκώντας την απόληψη των παρακρατηθέντων μερισμάτων που τους οφείλονταν από προηγούμενες χρήσεις, πρόταση που δεν έγινε αποδεκτή. Ο ισχυρισμός τους αυτός, όμως, είναι αναπόδεικτος και δεν βρίσκει κάποιο λογικό έρεισμα, δεδομένων και όσων επακολούθησαν. Ακόμη και αν η γερμανική πλευρά επιθυμούσε τη συνέχιση της συνεργασίας τους, δεν είχε λόγο να εξακολουθεί να συνδέεται επιχειρηματικά με πρόσωπα, οι εταιρείες συμφερόντων των οποίων είχαν ήδη σημαντικά οικονομικά προβλήματα, πολλώ δε μάλλον να τους χορηγούν δάνεια χωρίς εγγυήσεις. Συνεπώς, συνοψίζοντας, ο πρώτος εναγόμενος, ζημίωσε παρανόμως και υπαιτίως την ενάγουσα, υπεξαιρώντας το ποσό των  χρημάτων που ο ίδιος είχε στη διάθεσή του ως εκ της ιδιότητάς του αλλά δεν του ανήκαν και κατέληξαν στα ταμεία της …………. ., χωρίς αυτό να δικαιολογείται από τη μεταξύ των εταιρειών συναλλακτική σχέση, ύψους  22.274.170 (11.500.000 + 10.774.170) ευρώ συνολικά και διαπράττοντας σε βάρος της το αδίκημα της απιστίας δια της εκδόσεως επιταγών ευκολίας εις διαταγήν της ως άνω εταιρείας, συνολικού ποσού-κατά το αίτημα της αγωγής- 1.704.403,67 ευρώ, με ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος της αποδέκτριας των χρημάτων και λήπτριας των επιταγών, …………. ., η οποία με τον τρόπο αυτό αύξησε τα διαθέσιμά της και μείωσε το παθητικό της, αντίστοιχα, και αντίστοιχη περιουσιακή ζημία της ενάγουσας, μείωση δηλαδή της αξίας της περιουσίας της. Σημειώνεται ότι η έκδοση των επιταγών ευκολίας, αυτή καθεαυτή, έθεσε ήδη υπό διακινδύνευση την περιουσία της, καθιστώντας την ενάγουσα υπόχρεη προς πληρωμή τους έναντι τρίτων, κίνδυνος ο οποίος πραγματοποιήθηκε τελικά, αφού αναγκάστηκε να τις πληρώσει, προς αποφυγήν των δυσμενών συνεπειών της σφράγισής τους. Επιπλέον, προκειμένου να διατηρήσει τον πλουτισμό της η …………. . και να αποκρύψει τις ενέργειές του, την παράνομη προέλευση των χρημάτων που εισέρευσαν στα ταμεία της τελευταίας και τη μείωση του παθητικού της, από τους γερμανούς συνεταίρους του, έναντι των οποίων είχε υποχρέωση πίστης, λόγω της ιδιότητάς του, με βάση την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, ο πρώτος εναγόμενος προέβη ή υπέδειξε προς τρίτους, που δεν μπορούν να κατονομαστούν με βεβαιότητα, τις προαναφερθείσες λογιστικές εγγραφές, συμπεριλαμβανομένης της κατάρτισης του ισολογισμού του έτος 2009 και των μηνιαίων καταστάσεων που αποστέλλονταν στην γερμανική εταιρεία μέχρι τις 30-6-2010. Περαιτέρω, και αναφορικά με τη συμμετοχή των λοιπών εναγομένων στις προαναφερθείσες πράξεις του πρώτου, λεκτέα είναι τα ακόλουθα : Η γερμανική πλευρά δεν επικαλείται επαφές και συνεννοήσεις με τον δεύτερο εναγόμενο, παρά μόνο μετά την ανάληψη του ελέγχου από την ……….. Επίσης, ο ίδιος δεν έχει υπογράψει τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις της ενάγουσας, των ετών 2007-2009. Από την άλλη πλευρά, παρ’ότι και ο τρίτος και τέταρτος εναγόμενος, υποδεικνύουν μόνον τον πρώτο ως το πρόσωπο από το οποίο ελάμβαναν εντολές, με τις προτάσεις τους ισχυρίζονται ότι είχαν και οι δύο την απόλυτη εξουσία διοικήσεως και την ευθύνη της διαχείρισης της ενάγουσας. Παράλληλα, ο ίδιος συμμετείχε και στην …………. .., κατέχοντας τη θέση του διευθύνοντος συμβούλου τουλάχιστον από το έτος 2008 (ΦΕΚ ΤΑΕ και ΕΠΕ αρ.1016/18-9-2008), ενώ οι γερμανοί απέδιδαν και σε εκείνον την επιτυχή πορεία του Ομίλου …………. και την προώθηση των προϊόντων …………. στην Ελλάδα, πράγμα που σημαίνει ενεργό ανάμιξή του στις εργασίες του Ομίλου από πολύ παλαιότερα. Επομένως, γνώριζε τα οικονομικά της δεδομένα και μπορούσε μετά βεβαιότητας να αξιολογήσει για παράδειγμα το μηδενικό αποτέλεσμα που εμφάνιζε ο λογαριασμός της έναντι της ενάγουσας, στο τέλος της χρήσης του έτους 2009. Επομένως, η συμμετοχή του και στην ενάγουσα δεν ήταν εκ των πραγμάτων τυπική και δεν είναι λογικό, δεδομένης και της συγγενικής του σχέσης με τον πρώτο εναγόμενο, να μην γνώριζε τις επίμαχες μεταφορές χρημάτων, την έκδοση επιταγών ευκολίας εις διαταγήν της …………. . αλλά και την άγνοια της γερμανικής πλευράς γι’αυτές, ακόμα και αν δεν υπήρξε καμία προσυνεννόηση με τον αδερφό του, ούτε πρωτοβουλία  ή συμμετοχή του στις πράξεις αυτές, όπως και στις μετέπειτα ενέργειες συγκάλυψής τους. Αναπόφευκτα, κατά τα διδάγματα της λογικής, γνώριζε και τις τελευταίες αυτές ενέργειες, καθώς δεν είναι δυνατόν να μην αναρωτήθηκε και να μην ενημερώθηκε από τον πρώτο εναγόμενο, για τον τρόπο με τον οποίο θα γινόταν λογιστική τακτοποίηση των σχετικών εκκρεμοτήτων, με εξαίρεση την πράξη της πλαστογράφησης του τραπεζικού εγγράφου, για την οποία δεν μπορεί να συναχθεί βεβαιότητα από το αποδεικτικό υλικό. Παράλληλα, στις συναντήσεις με τη γερμανική πλευρά, στις οποίες συμμετείχε μετά την αποκάλυψη των παραπάνω ενεργειών,  ουδέποτε αντέτεινε τη γνώση τους περί αυτών, ούτε επικαλείται ότι είχε θίξει το ζήτημα αυτό προς εκείνους σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή.  Επιπροσθέτως, ο τρίτος εναγόμενος, ως γενικός διευθυντής της ενάγουσας ήταν επιφορτισμένος με αρμοδιότητες, που δεν άπτονταν άμεσα με τα οικονομικά στοιχεία της και την τήρηση των λογιστικών και λοιπών οικονομικών καταστάσεών της. Δεν συμμετείχε στην κατάρτιση του ισολογισμού ούτε αποδείχθηκε ότι της υπογραφής του προηγείτο έλεγχος, δεδομένου ότι αυτός ελεγχόταν προηγουμένως από την ελεγκτική εταιρεία …………. από το έτος 2008 (ΦΕΚ ΤΑΕ και ΕΠΕ αρ.1016/18-9-2008), ενώ υπήρχαν και άλλα αρμοδιότερα πρόσωπα για να το πράξουν, όπως οι υπάλληλοι και ο προϊστάμενος του λογιστηρίου αλλά και ο τέταρτος εναγόμενος. Επίσης, συμμετείχε στη …………. ., ως μέλος του Δ.Σ. της,   χωρίς να αποδεικνύεται ουσιαστική ανάμιξή του στις εταιρικές υποθέσεις. Γνώριζε, ωστόσο, ότι μεταφορές, όπως οι επίμαχες, γίνονταν ήδη από το έτος 2005-από τα στοιχεία της δικογραφίας τέτοιες μεταφορές προκύπτουν από το έτος 2007- γεγονός που δηλώνει και στο δικόγραφο των προτάσεών του, θεωρώντας ότι επρόκειτο για δάνεια, που μέχρι το έτος 2009 επιστρέφονταν πράγματι στο ταμείο της ενάγουσας. Τέτοια γνώση είχε και ο τέταρτος εναγόμενος, λόγω και της ιδιότητάς του, ο οποίος διαπίστωσε μόνος του τις μεταφορές αυτές λίγο αφότου προσελήφθη στην ενάγουσα, το έτος 2005. Ο ίδιος, είχε επίσης εικόνα των οικονομικών της στοιχείων, όπως των απαιτήσεών της αλλά και των δανειακών της υποχρεώσεων έναντι τραπεζών, αφού συμμετείχε στις σχετικές συζητήσεις που αφορούσαν τέτοια δάνεια (σχετ. η κατάθεση της συζύγου του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου). Αμφότεροι δε, είχαν συχνές συζητήσεις με τη γερμανική πλευρά, από την οποία είχε άλλωστε επιλεγεί ο τέταρτος. Έτσι, παρ’ότι υπήρχαν αντικειμενικά δεδομένα, που θα μπορούσαν να θέσουν υπό αμφισβήτηση τη γνώση τους για το τί ακριβώς γνώριζε η γερμανική πλευρά, όπως η ύπαρξη ελεγκτικής εταιρείας, με άμεση πρόσβαση σε όλα τα στοιχεία και βιβλία της ενάγουσας, η ύπαρξη αποδείξεων για  τις επίμαχες μεταφορές χρημάτων, που φυλάσσονταν στο λογιστήριό της, η απεριόριστη εμπιστοσύνη των Γερμανών προς τους αδελφούς …………. και ειδικώς τον πρώτο, οι συχνές συναντήσεις τους και η προθυμία χρηματοδότησης της ενάγουσας με ενδοεταιρικά δάνεια και της εταιρείας …………. με δανειοδότηση από τρίτους, με τη μεσολάβησή τους, οι ίδιοι γνώριζαν και αποδέχονταν το ενδεχόμενο τέτοια γνώση να μην υπήρχε, καθώς ο πρώτος εναγόμενος είχε αποτρέψει ρητά τον τέταρτο από το να ασχολείται με αυτό το ζήτημα, το οποίο, παρά τις συχνές συναντήσεις τους με τη γερμανική πλευρά, όπως ήδη εκτέθηκε, ουδέποτε είχε συζητηθεί έστω και ακροθιγώς. Μάλιστα, όπως φαίνεται είχε επιβληθεί τέτοια υποχρέωση εχεμύθειας από τον πρώτο εναγόμενο, που το ζήτημα αυτό δεν αποδεικνύεται ούτε γίνεται επίκληση ότι είχε συζητηθεί ούτε και μεταξύ του κατ’εξοχήν αρμοδίου, τέταρτου εναγομένου, με τους ελεγκτές της ………….. Στοιχεία που ενισχύουν την παραδοχή αυτή, αποτελεί κατ’αρχήν η γνώση τους ότι η πραγματική αιτία των μεταφορών αυτών δεν μπορούσε να αποτυπωθεί στις ετήσιες λογιστικές καταστάσεις και τον ισολογισμό που συνυπέγραφαν, διότι ενέπιπτε στην απαγόρευση του άρθρου 23α του ν.2190/1920 και περαιτέρω, ότι εφόσον οι μηνιαίες καταστάσεις που αποστέλλονταν στη Γερμανία, εκδίδονταν με βάση αυτές, ότι δεν ανταποκρίνονταν και εκείνες στην πραγματικότητα. Σε αντίθεση, όμως, με τον ισολογισμό, για τις αναφορές αυτές δεν υπήρχε νομικό κώλυμα ορθής αποτύπωσης της αιτίας των μεταφορών, αντιθέτως, αυτή ήταν επιβεβλημένη, έτσι ώστε η γερμανική πλευρά, ακόμη και αν είχε δώσει τη συγκατάθεσή της για τον δανεισμό, να μπορεί έστω να παρακολουθήσει την πορεία του, διαχωρίζοντας τα ποσά του από εκείνα των λοιπών εμπορικών οφειλών της …………. έναντι της ενάγουσας. Επίσης, ο τέταρτος, δεν είναι λογικό να μην γνώριζε  το μηδενικό υπόλοιπο της εταιρείας …………. έναντι της ενάγουσας, κατά τη λήξη της χρήσης του έτους 2009, που εμφανιζόταν στο αναλυτικό καθολικό και να μην μπορούσε να το αξιολογήσει, διερωτώμενος για τον τρόπο εξόφλησης και συνακόλουθα την προέλευση των σημαντικών  ποσών των 5 και 8 εκατομμυρίων ευρώ που φέρονταν ότι είχαν επιστραφεί στην ενάγουσα εντός του έτους 2009, όταν μάλιστα η …………. αντιμετώπιζε ήδη σημαντικά οικονομικά προβλήματα. Η δήλωσή τους άλλωστε προς τη διοίκηση της μητρικής εταιρείας και της ενάγουσας περί σοβαρών συναλλαγών που επιβλήθηκαν από τον διευθύνοντα σύμβουλο, την οποία ουδόλως σχολιάζουν με τις προτάσεις τους, είναι πολύ χαρακτηριστική και απολύτως σύμφωνη με τις παραπάνω παραδοχές. Επιβεβαιώνει τη γνώση τους και την επιβολή από τον πρώτο εναγόμενο υποχρέωσης σιωπής εκ μέρους τους, ανεξαρτήτως μάλιστα εάν το κείμενο αυτό συντάχθηκε από τη γερμανική πλευρά και οι ίδιοι απλώς το υπέγραψαν, όπως βεβαιώνει η σύζυγος του τέταρτου. Σημειώνεται ότι η αποστολή από τον τέταρτο εναγόμενο email προς στέλεχος της μητρικής εταιρείας ονόματι «…….» στις 5-11-2009, στο οποίο ζητά να ενημερωθεί για το δεύτερο άτομο που θα υπογράφει στις συναλλαγές της ενάγουσας με τρίτους, δεν αναιρεί τη γνώση του και επομένως τον δόλο του, διότι αυτό κατ’αρχήν ζητήθηκε από τη γαλλική εταιρεία, που εισήλθε ως κύριος μέτοχος της …………. .., και δεν έγινε με δική του πρωτοβουλία, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο προηγηθέντος email προς αυτόν (ενν. τον τέταρτο εναγόμενο). Αντιθέτως, ως προς τις επίμαχες επιταγές, τέτοια γνώση τους δεν μπορεί να συναχθεί με βεβαιότητα ούτε και συμπερασματικά. Συνοψίζοντας, επομένως, όλοι οι λοιποί εναγόμενοι πλην του πρώτου, δεν ενήργησαν μεν σε συνεννόηση, ως συναυτουργοί,  ούτε αποδεικνύεται ότι είχαν κάποιο όφελος από τις ενέργειες του, γνώριζαν όμως τις επίμαχες μεταφορές χρημάτων και τις συγκαλυπτικές ενέργειές του  που τις συνόδευσαν (τρόπος αποτύπωσής τους στα λογιστικά βιβλία, κατάρτιση ισολογισμού), με εξαίρεση την πλαστογράφηση του τραπεζικού εγγράφου, σύμφωνα με τα γενόμενα δεκτά για τον δεύτερο εναγόμενο. Συνεπώς, γνώριζαν και αποδέχθηκαν και το ενδεχόμενο πρόκλησης ζημίας στην ενάγουσα, λόγω της κακής οικονομικής κατάστασης της …………. εκείνη την εποχή, και παρότι, ως εκ της θέσεώς τους, είχαν ιδιαίτερη νομική υποχρέωση ανακοίνωσης των ενεργειών αυτών προς τους Γερμανούς, μέλη του Δ.Σ. της ενάγουσας, με βάση τα συναλλακτικά ήθη και την καλή πίστη, λόγω της συνεργασίας τους και της σχέσης εμπιστοσύνης που είχε αναπτυχθεί μεταξύ τους,  δεν το έπραξαν, υιοθετώντας την άποψη ότι πρόκειται για ζήτημα που δεν τους αφορά. Τα παραπάνω ισχύουν και αναφορικά με τη γνώση του δεύτερου εναγομένου, ως προς την έκδοση των επίδικων επιταγών. Επομένως, με κοινή πράξη τους, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 926 του ΑΚ, όπως αυτή ήδη αναπτύχθηκε στην οικεία σκέψη, συνέβαλαν στο να διατηρηθεί στα λοιπά μέλη του Δ.Σ. της ενάγουσας, που ήταν Γερμανοί, η εσφαλμένη αντίληψη των πραγματικών γεγονότων, και να διατηρηθεί ο παράνομος πλουτισμός της …………., κατά τα προεκτεθέντα. Επομένως, γεννάται εις ολόκληρον ευθύνη όλων των εναγομένων για αποζημίωση της ενάγουσας, λόγω της αδικοπρακτικής τους συμπεριφοράς, ανεξαρτήτως του βαθμού του πταίσματος καθενός, που αποτελεί αντικείμενο του δικαιώματος αναγωγής μεταξύ τους, για το ποσό των 22.274.170 (11.500.000 + 10.774.170) ευρώ συνολικά, που αντιστοιχεί στις παράνομες μεταφορές χρημάτων, και επιπλέον, του πρώτου και του δευτέρου, επίσης εις ολόκληρον και για το ποσό του 1.704.403,67 ευρώ, κατά το αντίστοιχο αγωγικό αίτημα, που αντιστοιχεί στις επιταγές ευκολίας, προς αποκατάσταση της ισόποσης περιουσιακής ζημίας της. Παρεπομένως, δεδομένου του –ενδεχόμενου-δόλου τους, πρέπει ο προταθείς και πρωτοδίκως εκ μέρους του πρώτου και δευτέρου εναγομένου ισχυρισμός περί συμψηφισμού, που επαναπροβάλλεται με τις στον παρόντα βαθμό προτάσεις τους, να απορριφθεί ως απαράδεκτος, κατ’άρθρο 450 παρ.1 του ΑΚ. Απορριπτέος, επίσης, τυγχάνει και ο ισχυρισμός του τρίτου και τέταρτου εναγομένου, περί καταχρηστικής  προβολής λόγου εφέσεως, προεχόντως διότι τα επικαλούμενα για τη στοιχειοθέτησή του πραγματικά περιστατικά συνιστούν κατ’ουσίαν άρνηση.Αποδείχθηκε, επίσης, ότι η ενάγουσα, είχε εδραιωθεί στην ελληνική αγορά, λόγω και της μεγάλης αναγνωρισιμότητας των προϊόντων της, ως ανήκουσα σε ένα διεθνή εμπορικό κολοσσό. Εξαιτίας της ως άνω παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς των εναγομένων, που αποτέλεσε αντικείμενο ανακοινώσεων στις τηλεφωνικές διασκέψεις αναλυτών της …………. το έτος 2010, κατέστη κατ’αρχήν αναγκαία η επαναδημοσίευση του διορθωμένου  ισολογισμού της για το έτος 2009, και, συνακόλουθα, η αναθεώρηση των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων του Ομίλου …………., με αποτέλεσμα να τρωθεί η επαγγελματική πίστη της, δηλαδή να κλονιστεί η καλή γνώμη των συναλλασσομένων με αυτήν τρίτων, πελατών της αλλά και τραπεζών, αλλά και της ίδιας της μητρικής εταιρείας, με οικονομικό αντίκτυπο και σε αυτήν, και με βέβαιη συνέπεια τη μείωση της πιστοληπτικής της ικανότητας και αξιοπιστίας, και γενικά το εμπορικό της μέλλον, λόγω της μειωτικής εικόνας που σχηματίστηκε γι’αυτήν. Η αδυναμία της να εντοπίσει και αποτρέψει τις παρατυπίες αυτές, δεν μπορούσε παρά να ερμηνευθεί ως μεγάλη αποτυχία της, με δυσμενή γι’αυτήν σχόλια και αρνητική δημοσιότητα. Επομένως, υπέστη ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας πρέπει, αφού ληφθούν υπόψη οι συνθήκες τέλεσής της, το είδος της προσβολής, και η οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων, να της επιδικαστεί ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 30.000 ευρώ, που κρίνεται εύλογο. Κατ’ακολουθίαν όσων προεκτέθηκαν, πρέπει, απορριπτομένων των ισχυρισμών του πρώτου και δευτέρου εναγομένου, περί συμψηφισμού, και των λοιπών εναγομένων περί καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος, να γίνει δεκτή η αγωγή, κατά την κύρια βάση της, παρελκούσης έτσι της εξέτασης της επικουρικής, ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ ουσίαν και να αναγνωριστεί ότι όλοι οι εναγόμενοι οφείλουν να καταβάλουν, σε ολόκληρο ο καθένας, στην ενάγουσα, το συνολικό ποσό των 22.304.170 ευρώ (22.274.170+ 30.000) καθώς και ότι ο πρώτος και ο δεύτερος εναγόμενος της οφείλουν, ομοίως εις ολόκληρον, το επιπλέον ποσό του 1.704.403,67 ευρώ, για τις μνημονευόμενες στο σκεπτικό αιτίες, με το νόμιμο τόκο από την επίδοσή της και μέχρι την εξόφληση, γενομένης δεκτής της έφεσης, κατά τα προεκτεθέντα, ως βάσιμης και κατ’ουσίαν. Επίσης, λόγω της μερικής νίκης της εκκαλούσας, πρέπει να διαταχθεί, κατ’άρθρο 495 παρ. 4 εδ.ε του ΚΠολΔ, η επιστροφή του παραβόλου ποσού διακοσίων (200) ευρώ, που καταβλήθηκε από την ίδια, κατά την άσκησή της  και να επιβληθεί σε βάρος των εφεσιβλήτων μέρος των δικαστικών εξόδων της, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός της, λόγω της νίκης της και ανάλογα προς την έκταση αυτής, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό, λαμβάνοντας υπόψη ότι το ποσό της αιτηθείσας χρηματικής ικανοποίησης είναι υπέρογκο, γεγονός που δεν μπορούσε να αξιολογηθεί από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της (άρθρα 106, 176, 180 § 1,  183 και 191 § 2 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 58 παρ. 3 και 5, 63 § 1i περ.ζ, 68 § 1 και 69 του ν.4194/2013).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την από 6-10-2014 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …./7-10-2014) έφεση της ενάγουσας, κατά της υπ’αριθμ. …../2014 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ αυτήν τυπικά και κατ’ουσίαν.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στην εκκαλούσα του παραβόλου, ποσού διακοσίων (200) ευρώ, που κατέβαλε κατά την άσκηση της εφέσεως, με τα  υπ’αριθμ. …….. σειρά Α΄ παράβολα του Δημοσίου και ………… παράβολα του ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη.

ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει την από 6-4-2011 (με αύξ.αριθμ. εκθ. καταθ……/2011) αγωγή.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.

ΔΕΧΕΤΑΙ  εν μέρει αυτήν.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι όλοι οι εναγόμενοι οφείλουν να καταβάλουν, σε ολόκληρο ο καθένας, στην ενάγουσα, το συνολικό ποσό των είκοσι δύο εκατομμυρίων τριακοσίων τεσσάρων χιλιάδων εκατόν εβδομήντα  (22.304.170) ευρώ, καθώς και ότι ο πρώτος και ο δεύτερος εναγόμενος της οφείλουν, ομοίως εις ολόκληρον, το επιπλέον ποσό του ενός εκατομμυρίου επτακοσίων τεσσάρων χιλιάδων τετρακοσίων τριών ευρώ και εξήντα επτά λεπτών (1.704.403,67) ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την εξόφληση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εφεσίβλητων τα δικαστικά έξοδα της εκκαλούσας αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξήντα τριών χιλιάδων (63.000) ευρώ, της ευθύνης του τρίτου και τέταρτου εναγομένου περιοριζόμενης στο ποσό των πενήντα οκτώ χιλιάδων (58.000) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις    18 Ιανουαρίου 2018.

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 

 

 

Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, στις   13 Απριλίου 2018, με άλλη σύνθεση, λόγω  προαγωγής και αναχωρήσεως της Εφέτου Βασιλικής Χάσκαρη, αποτελουμένη από τους Δικαστές,  Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Γεωργία Λάμπρου και Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά,  Εφέτες, και με Γραμματέα την   Γεωργία Λογοθέτη, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και   των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ