Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 197/2018

ΕΦΕΤΕΙΟΝ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός αποφάσεως 197 /2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟΝ ΠΕΙΡΑΙΩΣ 

Αποτελούμενον από τον Δικαστή Παναγιώτη Χουζούρη, Εφέτη, τον οποίον ώρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από την Γραμματέα Δ.Π..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

Α) Η κρινομένη έφεσις (υπ’ αριθ. καταθ. ….. /2014) των κατ’ αντιμωλίαν πρωτοδίκως δικασθείσης και δικασθέντων εναγομένων κατά της υπ’ αριθ. 3313 /2014 αποφάσεως ειδικής διαδικασίας μισθωτικών διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως εντός δέκα πέντε ημερών από της επιδόσεως της εκκαλουμένης (άρθρα 495§1 και 652§1 ΚΠολΔ). ΄Εχει δέ προκαταβληθεί το εκ του άρθρου 495§4εδ.α΄ ΚΠολΔ προβλεπόμενον παράβολον εκ διακοσίων (200) ευρώ (βλ. υπ’ αριθ. ……. σειράς Α΄ παράβολα Δημοσίου και υπ’ αριθ. ……… σειράς Α΄ παράβολα ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.). Κρίνεται επομένως τυπικώς δεκτή και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτόν και το νόμω και ουσία βάσιμον των κατ’ ιδίαν λόγων αυτής (άρθρο 533§1 ΚΠολΔ).

Β) Διά της υπ’ αριθ. καταθ. ……. /28-12-2012 αγωγής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς η ενάγουσα ομόρρυθμος εταιρεία ισχυρίσθη τα ακόλουθα: α) ότι την 15ην Ιανουαρίου 2006 διά συμβάσεως εμπορικής μισθώσεως εξεμίσθωσεν προς την πρώτην εναγομένην ετερόρρυθμον εταιρείαν το επαρκώς διά του αγωγικού δικογράφου περιγραφόμενο μίσθιον ακίνητον διά εμπορικήν χρήσιν επί συμβατικήν διάρκειαν τριών ετών ισχύουσαν αναγκαστικώς επί δωδεκαετίαν αντί αρχικώς συμφωνηθέντος μισθώματος 5.520 ευρώ (αναπροσαρμοζομένου ετησίως κατά ποσοστόν ίσον προς 100% του υπό της Τραπέζης της Ελλάδος καθοριζομένου τιμαρίθμου του κόστους ζωής από 16ης Ιανουαρίου 2008 έως και 31ης Δεκεμβριου 2013) πλέον του αναλογούντος χαρτοσήμου εκ ποσοστού 3,6%, β) ότι άμα τη υπογραφή του ως άνω ιδιωτικού συμφωνητικού μισθώσεως παρεδόθη η χρήσις του μισθίου εις την πρώτην εναγομένην, η οποία έκτοτε ποιεί ακώλυτον χρήσιν αυτού διά τον συμφωνηθέντα σκοπόν, γ) ότι παρά ταύτα η πρώτη εναγομένη οφείλει άπαντα τα μισθώματα του πρώτου μισθωτικού έτους (από 16-1-2006 έως και 15-1-2007) συνολικού χρηματικού ύψους 66.240 ευρώ, άπαντα τα μισθώματα του δευτέρου μισθωτικού έτους (από 16-1-2007 έως και 15-1-2008) συνολικού χρηματικού ύψους 66.240 ευρώ, άπαντα τα μισθώματα του τρίτου μισθωτικού έτους (από 16-1-2008 έως 15-1-2009) συνολικού χρηματικού ύψους 68.823,36 ευρώ, άπαντα τα μισθώματα του τετάρτου μισθωτικού έτους (από 16-1-2009 έως και 15-1-2010) συνολικού χρηματικού ύψους 68.823,36 ευρώ, άπαντα τα μισθώματα του πέμπτου μισθωτικού έτους (από 16-1-2010 έως και 15-1-2011) συνολικού χρηματικού ύψους 68.823,36 ευρώ, άπαντα τα μισθώματα του έκτου μισθωτικού έτους (από 16-1-2011 έως 15-1-2012) συνολικού χρηματικού ύψους 68.823,36 ευρώ και τα μισθώματα των ένδεκα μηνών της αντίστοιχης χρονικής περιόδου του εβδόμου μισθωτικού έτους (από 16-1-2012 έως και 15-12-2012) συνολικού χρηματικού ύψους 63.088,08 ευρώ, πλέον του αναλογούντος τέλους χαρτοσήμου εφ’ όλων των ως άνω οφειλομένων μισθωμάτων ανερχομένου σε συνολικό χρηματικόν ύψος 16.951,06 ευρώ, ήτοι συνολικόν χρηματικόν κεφάλαιον 487.813,78 ευρώ και δ) ότι εις ολόκληρον μετά της ως άνω μισθωτρίας (οφειλετρίας) ετερορρύθμου εταιρείας ενέχονται αφ’ ενός ο δεύτερος εναγόμενος ομόρρυθμος εταίρος και διαχειριστής, ο οποίος συνευθύνεται διά την καταβολήν ολοκλήρου του ως άνω χρηματικού κεφαλαίου, και αφ’ ετέρου ο τρίτος εναγόμενος, ο οποίος ήτο ομόρρυθμος εταίρος μέχρι και την 14ην Οκτωβρίου 2010 και συνευθύνεται διά την καταβολήν των μέχρι της αποχωρήσεώς του ληξιπροθέσμων και απαιτητών μισθωμάτων συνολικού ύψους 327.479,52 ευρώ. Εζήτησε δέ αρχικώς να υποχρεωθούν διά την προαναφερομένην αιτίαν η πρώτη εναγομένη και οι δεύτερος εναγόμενος να καταβάλουν προς αυτήν εις ολόκληρον χρηματικόν κεφάλαιον 487.813,78 ευρώ και ο τρίτος εναγόμενος εκ του ως άνω συνολικού χρηματικού κεφαλαίου να καταβάλει χρηματικόν ποσόν 327.479,52 ευρώ (ευθυνόμενος εις ολόκληρον μετά των συνεναγομένων του μέχρι του τελευταίου τούτου χρηματικού ποσού) και δή νομιμοτόκως από την επομένην της δήλης ημέρας καταβολής εκάστου μηνιαίου μισθώματος και επικουρικώς νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής. Διά δέ δηλώσεως καταχωρηθείσης στα πρακτικά της πρωτοβαθμίου συζητήσεως της υποθέσεως η ενάγουσα προέβη σε επιτρεπτή μερικήν παραίτησιν από του δικογράφου της αγωγής και δή σε παραίτησιν από τα επί μέρους αγωγικά κονδύλια των φερομένων ως οφειλομένων μισθωμάτων των χρονικών περιόδων από 15-1-2006 έως 14-6-2009 και από 15-6-2012 έως 15-12-2012 (άρθρα 294, 295§1 και 297 ΚΠολΔ), οπότε το αγωγικόν αίτημα περιωρίσθη εις την επιδίωξιν καταψηφίσεως αφ’ ενός έναντι των πρώτης και δευτέρου εναγομένων (ευθυνομένων εις ολόκληρον) των μισθωμάτων των μισθωτικών περιόδων από 15-6-2009 έως και 14-6-2012 συνολικού χρηματικού κεφαλαίου 213.903,07 ευρώ και αφ’ ετέρου έναντι του τρίτου εναγομένου των μισθωμάτων του χρονικού τμήματος από 15-6-2009 έως και 14-10-2010  συνολικού χρηματικού ποσού 95.067,35 ευρώ νομιμοτόκως κατά τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα. Επί της αγωγής εξεδόθη η εκκαλουμένη απόφασις, διά της οποίας η αγωγική αξίωσις έγινε δεκτή ως βάσιμος και κατ’ ουσίαν. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται η πρώτη εναγομένη και οι δεύτερος και τρίτος εναγόμενοι, οι οποίοι διά τους εν τω δικογράφω της εφέσεως εκτιθεμένους λόγους ζητούν την εξαφάνισιν της εκκαλουμένης και την ολοκληρωτικήν απόρριψιν της αγωγής.

Γ) Κατά τα άρθρα 647§1, 591§1 και 256§1δ΄ ΚΠολΔ (όπως το πρώτον εξ αυτών ίσχυε μετά την αντικατάστασιν αυτού διά του άρθρου 15§1 Ν. 4055 /2012 και εφηρμόζετο κατά τον χρόνον πρωτοβαθμίου συζητήσεως της ενδίκου υποθέσεως και όπως το δεύτερον εξ αυτών ίσχυε μετά την αντικατάστασιν αυτού διά του άρθρου 19 Ν. 2915 /2001) συνάγεται ότι εις τις κατά την ειδική διαδικασίαν περί μισθωτικών διαφορών εκδικαζόμενες υποθέσεις, καθ’ ήν οι διάδικοι οφείλουν να προτείνουν άπαντας τους αυτοτελείς ισχυρισμούς αυτών (συμπεριλαμβανομένων και των ενστάσεων) προφορικώς κατά την συζήτησιν εις το ακροατήριον και επί πλέον οι ισχυρισμοί αυτών πρέπει να καταχωρούνται στα πρακτικά μετά σαφούς (έστω και συνοπτικής) εκθέσεως των θεμελιούντων αυτούς πραγματικών στοιχείων, εκτός εάν τα στοιχεία αυτά περιέχονται στις κατατιθέμενες προτάσεις, ήτοι  εις πάσαν περίπτωσιν απαιτείται προφορική πρότασις των ισχυρισμών, οι οποίοι, εάν δεν προτείνονται κατά τον προαναφερθέντα τρόπον απορρίπτονται αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτοι (ΑΠ 611 /2016, ΤΝΠΔΑ). Εξ άλλου εκ των άρθρων 293 ΚΠολΔ, 361 και 871 ΑΚ συνάγεται ότι ο εξώδικος (ήτοι ο εκτός του πλαισίου της εκκρεμούς δίκης ή εντός του πλαισίου της εκκρεμούς δίκης αλλά άνευ των διατυπώσεων της πρώτης παραγράφου του πρώτου εκ των προπαρατεθέντων άρθρων γενόμενος) συμβιβασμός, ο οποίος προϋποθέτει φιλονικία ή αβεβαιότητα διά έννομον σχέσιν, κρίνεται ως σύμβασις κατά τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου και δεν καταργεί την δίκην αλλά δύναται να θεμελιώσει ανατρεπτικήν ένστασιν, η οποία, εάν προταθεί και αποδειχθεί, υποχρεώνει το δικαστήριον της ουσίας να ρυθμίσει το περιεχόμενον του διατακτικού της υπ’ αυτού εκδιδομένης αποφάσεως συμφώνως προς το περιεχόμενον του συμβιβασμού και να αποφανθεί ότι δεν υφίσταται αντικείμενον της δίκης (βλ. ΑΠ 586 /2017, ΤΝΠΔΣΑ, ΑΠ 1540 /2003, ΕλλΔνη 46: 1710 και ΑΠ 824 /1988, ΕλλΔνη 30: 1316). Εάν δεν υπάρχει φιλονικία ή αβεβαιότης ή η υφισταμένη τοιαύτη λύεται διά υποχωρήσεως μόνον του ενός μέρους, τότε δεν πρόκειται περί συμβιβασμού αλλά περί άλλου είδους συμβάσεως, όπως περί αναγνωρίσεως ή αφέσεως χρέους ή παραιτήσεως ή δωρεάς (βλ. ΑΠ 42 /2006, ΕλλΔνη 47: 1087 και ΑΠ 741 /2004, ΕλλΔνη 47: 1086). Εξ άλλου, κατά το άρθρον 872 ΑΚ, συμφώνως προς το οποίον ο συμβιβασμός δύναται να ακυρωθεί, εάν τα γεγονότα, τα οποία, κατά το περιεχόμενον αυτού, απετέλεσαν την βάσιν του συμβιβασμού δεν ήσαν αληθή και η φιλονικία ή η αβεβαιότης δεν επρόκειτο να γεννηθούν, εάν οι συμβαλλόμενοι εγνώριζαν την κατάστασιν, συνάγεται ότι προϋπόθεσις ακυρώσεως (διαρρήξεως) του συμβιβασμού τυγχάνει η κοινή πλάνη των συμβληθέντων ως προς ορισμένα πραγματικά πραγματικά ή νομικά γεγονότα, τα οποία απετέλεσαν τη βάσιν του συμβιβασμού αλλά αποδεικνύονται αναληθή, ενώ αντιθέτως, εάν μόνον είς των συμβαλλομένων επλανάτο, τότε δεν υπάρχει πεδίον εφαρμογής του άρθρου 872 ΑΚ αλλά εφαρμοστέες τυγχάνουν οι γενικές περί ελαττωμάτων της βουλήσεως διατάξεις των άρθρων 140 επ. ΑΚ (βλ. ΑΠ 571 /1994, ΕλλΔνη 36: 1246). Η πλάνη, η οποία αποτελεί λόγον ακυρώσεως της δικαιοπραξίας, όταν είναι ουσιώδης και δεν στρέφεται περί τα παραγωγικά της βουλήσεως αίτια (άρθρα 140, 141, 142 και 143 ΑΚ), πρέπει αναφορικώς προς τον συμβιβασμόν να μην αναφέρεται εις την διαφοράν, διά την άρσιν της οποίας ο συμβιβασμός έγινε και πλέον συγκεκριμένως να μην αναφέρεται εις το θεωρηθέν ως αβέβαιον ή φιλονικούμενον γεγονός ή την αιτίαν της έριδος ή αβεβαιότητος, διότι ακριβώς την περί αυτών παροχήν είχε σκοπό να άρει ο συμβιβασμός, η δέ τυχόν παροχή δυνατότητος προσβολής του διά την αιτίαν ταύτην ηδύνατο να δημιουργήσει εκ νέου την έριδα ή την αβεβαιότητα και ουσιαστικώς να εκμηδενίσει το κύριον αποτέλεσμα και την ουσίαν του συμβιβασμού (βλ. ΕφΑθ 10357 /1988, ΕλλΔνη 32: 1678). Οι διατάξεις των άρθρων 178 και 179 ΑΚ εφαρμόζονται και επί της συμβάσεως του εξωδίκου συμβιβασμού (βλ. ΑΠ 710 /1984, ΝοΒ 33: 988 και ΕφΑθ 10357 /1988, ο.π.). Αφού ο εξώδικος συμβιβασμός τυγχάνει αμφοτεροβαρής σύμβασις, επ’ αυτής τυγχάνουν εφαρμογής, πλήν άλλων, και οι περί υπαναχωρήσεως γενικές διατάξεις του Αστικού Κώδικος (βλ. ΕφΑθ 3791 /2003, ΕλλΔνη 45: 262 και ΕφΑθ 9910 /1988, ΕλλΔνη 32: 1677). Δύναται μάλιστα ο συμβιβασμός να συμφωνηθεί υπό αίρεσιν αναβλητικήν ή διαλυτικήν, ειδικώτερον δέ δύναται να ορισθεί ότι η διά του συμβιβασμού γενομένη παραίτησις από αξιώσεως ή αναγνώρισις ταύτης γίνεται υπό την αναβλητικήν αίρεσιν της εκ μέρους του ετέρου συμβαλλομένου εκπληρώσεως των εκ του συμβιβασμού αναλαμβανομένων υποχρεώσεών του ή δύναται να ισχύει υπό ομοίαν διαλυτικήν αίρεσιν (βλ. ΕφΑθ 3791 /2003, ο.π. και ΕφΑθ 9910 /1988, ο.π.). Επί πλέον η, κατ’ άρθρον 527 ΚΠολΔ, παραδεκτή διά λόγου εφέσεως το πρώτον εις δεύτερον βαθμόν προβολή αυτοτελούς τινος ισχυρισμού προϋποθέτει αφ’ ενός την ρητή και σαφή εξιστόρησιν της συνδρομής των προϋποθέσεων του ως άνω άρθρου περί παραδεκτής μεταγενεστέρας προβολής του αυτοτελούς ισχυρισμού, όπως ότι αποδεικνύεται αμέσως εξ εγγράφων ή διά δικαστικής ομολογίας του αντιδίκου (βλ. ΑΠ 586 /2017, ο.π., ΑΠ 728 /2016, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 688656, ΑΠ 571 /2011, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 551183, ΑΠ 1440 /2010, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 533745, ΑΠ 1297 /2010, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 540024, ΑΠ 999 /2010, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 529011 και ΑΠ 2116 /2009, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 512022), και αφ’ ετέρου την καθ’ ορισμένον, κατά τα άρθρα 262§1 και 520§1 ΚΠολΔ, τρόπον εξιστόρησιν των (προς θεμελίωσιν της διά λόγου εφέσεως προβαλλομένης αντιστοίχου ενστάσεως) απαιτουμένων πραγματικών στοιχείων (βλ. ΑΠ 575 /2015, ο.π. και ΑΠ 1239 /2010, ΤΝΠΔΣΑ). Εν τέλει από τα άρθρα 72επ., 775, 777, 778 ΑΚ και 18 ΕμπΝ (όπως ίσχυε προς της καταργήσεως αυτού διά του άρθρου 294§2 Ν. 4072 /2012 και εφαρμόζεται εις την προκειμένην περίπτωσιν επί διαφοράς εξελιχθείσης κατά το προγενέστερον της καταργήσεως του Εμπορικού Νόμου χρονικό διάστημα) συνάγεται αφ’ ενός ότι η ομόρρυθμος εταιρεία εξακολουθεί να υφίσταται και μετά την λύσιν αυτής, εφ’ όσον τούτο απαιτείται εκ των αναγκών και του σκοπού της εκκαθαρίσεως (όπως τυγχάνουν η περαίωσις των εκκρεμών δικαστικών υποθέσεων και ο προσδιορισμός του ενεργητικού της εταιρικής περιουσίας προς τον σκοπόν προπαρασκευής της δικαστικής ή εξωδίκου διανομής μεταξύ των εταίρων), αφ’ ετέρου ότι το στάδιον της εκκαθαρίσεως ακολουθεί υποχρεωτικώς και αυτοδικαίως την λύσιν της εταιρείας (διατηρούσης την νομικήν προσωπικότητα αυτής) και επίσης ότι η εκκαθάρισις, εάν άλλο τι δεν ωρίσθη, ενεργείται υφ’ όλων των εταίρων από κοινού ή υπό εκκαθαριστού διοριζομένου διά ομοφώνου αποφάσεως των εταίρων ή εν περιπτώσει διαφωνίας υπό του δικαστηρίου (βλ. ΑΠ 1818 /2014, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 647241 και ΑΠ 989 /2014, ΤΝΠΔΣΑ).

Δ) Από τα έγγραφα, τα οποία νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, και από την ανωμοτί εξέτασιν του εκ των ομορρύθμων εταίρων και νομίμων εκπροσώπων συνεκκαθαριστού της εναγούσης, η οποία εμπεριέχεται στα ταυτάριθμα προς την εκκαλουμένην απόφασιν πρακτικά, απεδείχθησαν τα ακόλουθα: διά του από 15-1-2006 ιδιωτικού συμφωνητικού μισθώσεως μεταξύ της υπό εκκαθάρισιν τελούσης εφεσιβλήτου ομορρύθμου εταιρείας ως εκμισθωτρίας και της πρώτης εκκαλούσης ετερορρύθμου εταιρείας ως μισθωτρίας εξεμισθώθη υπό της εκμισθωτρίας προς την μισθώτριαν ο υπόγειος χώρος (επιφανείας 124 μ2), δύο χώροι (επιφανείας 55μ 2 και 65 μ2 αντιστοίχως) του ισογείου ορόφου, δύο γραφεία (επιφανείας 55 μ2 και 71 μ2) του πρώτου ορόφου, δύο χώροι (επιφανείας 55 μ2 και 71 μ2) του δευτέρου ορόφου, δύο χώροι (επιφανείας 55 μ2 και 71 μ2) του τρίτου ορόφου και χώρος (επιφανείας 71 μ2) του τετάρτου ορόφου πολυωρόφου οικοδομής επί της συμβολής των οδών ……και …………., διά να χρησιμοποιηθούν ενιαίως ως χώροι εκθέσεως και αποθηκεύσεως εμπορευμάτων. Η διάρκεια της μισθώσεως συνεφωνήθη τριετής (αρχομένη από 16ης Ιανουαρίου 2006), πλήν, όμως, ίσχυεν εκ του νόμου αναγκαστικώς ως δωδεκαετής. Το μηνιαίο μίσθωμα συνεφωνήθη σε 5.520 ευρώ διά τα πρώτο και δεύτερον έτη της εμπορικής μισθώσεως, ενώ από το τρίτο μισθωτικόν έτος έδει να αυξάνεται ετησίως κατά το ποσοστόν του τιμαρίθμου (δείκτου τιμών καταναλωτού), όπως αυτός εκάστοτε καθωρίζετο υπό της Τραπέζης της Ελλάδος διά το αμέσως προηγούμενον έτος. Επεβαρύνετο δέ μετά τέλους χαρτοσήμου εκ ποσοστού 3,6%. Το μίσθιο συνεφωνήθη να χρησιμοποιηθεί αποκλειστικώς ως χώρος εκθέσεως και λιανικής και χονδρικής πωλήσεως καθαριστικών ειδών και συναφών μηχανημάτων και ειδών και ως χώρος αποθηκεύσεως τέτοιων ειδών. Κατά την σύναψιν της μισθώσεως η μισθώτρια παρέλαβεν το μίσθιο διά την συμφωνηθείσαν χρήσιν και έκτοτε εχρησιμοποίει αυτό ακωλύτως. Εντός του πλαισίου άλλων αστικών δικών [και δή αφ’ ενός επί της υπ’ αριθ. καταθ. …… /2006 αγωγής των ……………. ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και αφ’ ετέρου επί της υπ’ αριθ. καταθ. …….. /5-6-2006 αγωγής περί αποκτημάτων της ……….. κατά του τέως συζύγου της …………. ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς] συνεφωνήθη το από 13-2-2009 ιδιωτικό συμφωνητικόν εξωδίκου συμβιβασμού μεταξύ απάντων των ως άνω διαδίκων αμφοτέρων των ως άνω αγωγών υπό το ακόλουθον (κατά το εις την παρούσαν δίκην ενδιαφέρον μέρος) περιεχόμενον: α) η ήδη λυθείσα και υπό εκκαθάρισιν τελούσα εταιρεία υπό την επωνυμίαν «………….» ανεξαρτήτως των μέχρι σήμερα μεταβολών αυτής έχει ως συνεταίρους της άπαντες τους συμβαλλομένους και ειδικώτερον ο εναγόμενος και πατήρ των εναγόντων και εναγούσης της πρώτης ως άνω αγωγής διαθέτει ποσοστόν 50% και οι ενάγοντες και ενάγουσα της πρώτης ως άνω αγωγής (υιοί και θυγάτηρ αυτού) διαθέτουν συνολικώς ποσοστόν 50% επ’ αυτής, β) εκ του καθαρού ενεργητικού της ως άνω εταιρείας, δηλαδή εις ό έχουν συμπεριληφθεί, ως παθητικό, αξιώσεις γεννηθείσες μέχρι και του μηνός Αύγουστου του έτους 2003 και εξοφλούμενες υπό μορφήν δόσεων μέχρι και την σύνταξιν του ιδιωτικού συμφωνητικού, οι συνεταίροι της εταιρείας δικαιούνται να εισπράξουν ποσά ανάλογα προς το εταιρικό μερίδιον αυτών από το καθαρόν εις χρήμα -μετά την εξόφλησιν των άνω οφειλών- ενεργητικόν αυτής, γ) η (ως άνω ομόρρυθμος) εταιρεία τυγχάνει κυρία δύο ομόρων αυτοτελών κτιρίων, ήτοι ενός επί της οδού ……. (τέως … αριθ. …..) και ενός επί της οδού … αριθ. …. κατά την περιοχήν «……», εκ των οποίων το πρώτον (επί της οδού ……….) αποτελείται από κατάστημα ισογείου ορόφου και από μεσοπάτωμα (έκαστον εξ αυτών εμβαδού 93 μ2) και αίθουσες δευτέρου και τρίτου ορόφων (εκάστην εξ αυτών εμβαδού 70,65 μ2) και δώμα (εμβαδού 17,70 μ2) και έχει εν μέρει ανεγερθεί και εν μέρει επισκευασθεί δυνάμει των υπ’ αριθ. 268 /2000 και 499 /2000 αδειών οικοδομής αντιστοίχως της Πολεοδομίας του Δήμου Πειραιώς και το δεύτερον (επί της οδού ……….) αποτελείται από αποθήκην υπογείου ορόφου (εμβαδού 141,04 μ2), κατάστημα ισογείου ορόφου (εμβαδού 60,99 μ2) και αίθουσες πρώτου, δευτέρου, τρίτου και τετάρτου υπέρ το ισόγειον ορόφων (εκάστην εξ αυτών εμβαδού 86,36 μ2) και δώμα (εμβαδού 17,70 μ2) και έχει ανεγερθεί δυνάμει της υπ’ αριθ. ….. /2000 αδείας οικοδομής της Πολεοδομίας του Δήμου Πειραιώς, δ) διά της υπογραφής του συμφωνητικού αυτού άπαντες οι συμβαλλόμενοι δεσμεύονται και υποχρεούνται να συναινέσουν εις μεταβίβασιν αμφοτέρων των κτιρίων, τα οποία δεν έχουν υπαχθεί εις τις διατάξεις του Ν. 3741 /1929 αλλά δύνανται να εκποιηθούν μόνον ταυτοχρόνως υπό την έννοιαν ότι εν τοις πράγμασιν έχουν ενοποιηθεί και επικοινωνούν εσωτερικώς, αντί συνολικού τιμήματος τουλάχιστον δύο εκατομμυρίων (2.000.000) ευρώ, πρός δέ τον σκοπόν τούτον άπαντες οι συμβαλλόμενοι συνεταίροι (ενάγοντες και εναγόμενος της πρώτης ως άνω αγωγής) υποχρεούνται να υπογράψουν σχετική μεσιτική εντολή (απλή και όχι αποκλειστική) μετά ελαχίστου τιμής βάσεως το ως άνω χρηματικόν ποσόν, έναντι της οποίας οι συμβαλλόμενοι δεν δύνανται να αρνηθούν την μεταβίβασιν, ενώ ο εις την μεταβίβασιν μη συναινών συνεταίρος υποχρεούται εις αποζημίωσιν των λοιπών διά την ζημίαν, την οποίαν οι λοιποί συνεταίροι υφίστανται από την μη μεταβίβασιν, εφ’ όσον δεν έχει υποδειχθεί αγοραστής μετά μείζονος προσφοράς, και επί πλέον αναπροσαρμογή του συμφωνηθέντος ελαχίστου τιμήματος πωλήσεως εις μικρότερον τίμημα επιτρέπεται μόνον ομοφώνως και μετά παρέλευσιν εξαμήνου άνευ εμφανίσεως καταλλήλου αγοραστού [εννοείται -ήτοι τυγχάνει αυτονόητον- ότι έναντι του ως άνω χρηματικού ποσού των τουλάχιστον δύο εκατομμυρίων (2.000.000) ευρώ είναι υποχρεωμένοι οι συμβαλλόμενοι να συναινέσουν εις μεταβίβασιν και προς τρίτον πρόσωπο (φυσικόν ή νομικό) μη υποδειχθέν υπό μεσίτου αλλά υπό οιουδήποτε των συμβαλλομένων συνεταίρων], ε) το μίσθωμα εκ της εκμισθώσεως χώρου εις το δώμα της οικοδομής διά εγκατάστασιν κεραιών κινητής τηλεφωνίας πρέπει να διανέμεται εις το εξής μεταξύ των συνεταίρων αμελητί μετά την είσπραξίν του, στ) μέχρι της εκποιήσεως των ως άνω ακινήτων και διά μέγιστο χρονικό διάστημα μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2010 ο εναγόμενος (της πρώτης ως άνω αγωγής) και η εταιρεία του («…………….») δικαιούνται να ποιούνται χρήσιν των ακινήτων αυτών άνευ οιουδήποτε προς τους συνεταίρους ανταλλάγματος, ενώ από 1ης Ιανουαρίου 2011 και εφ’ εξής και μέχρι της εκποιήσεως των ακινήτων (η μισθώτρια ετερόρρυθμος εταιρεία) υποχρεούται να καταβάλει εις τους συνεταίρους ποσοστόν ανάλογον προς την εταιρική μερίδα αυτών επί του ευλόγου μισθώματος, το οποίον θα (αναλαμβάνεται υποχρέωσις να) καθορισθεί από κοινού κατά δικαίαν κρίσιν, ζ) εκ του ποσού του επιτευχθησομένου τιμήματος από την πώλησιν των ενοποιημένων ακινήτων πρέπει να αφαιρεθούν τα βάρη της εταιρείας και ακολούθως να διανεμηθεί το καθαρόν ενεργητικόν αυτής υπολογισμένον κατά τον προεκτεθέντα τρόπον κατά την ανωτέρω αναλογίαν εκάστου, η) οι συνεταίροι δεν επιτρέπεται να επιβαρύνουν την εταιρεία μετά νέων βαρών και οφειλών, θ) διά την τυπικήν τακτοποίησιν της εταιρείας από απόψεως καταστατικών εγγράφων θα (αναλαμβάνεται η υποχρέωσις να) καταρτισθεί εταιρικό έγγραφον τροποποιήσεως, διά του οποίου οι συμβαλλόμενοι υποχρεούνται να δηλώσουν ότι δυνάμει προφορικών μεταβιβάσεων μεταξύ αλλήλων τα μερίδια αυτών εις την εταιρείαν απεκρυσταλλώθησαν, όπως ανωτέρω εκτίθεται (άνευ ειδικωτέρας μνείας εις τους όρους του συμβιβασμού) εις πάσαν περίπτωσιν προ της μεταβιβάσεως του ακινήτου, ι) η δικάσιμος της 11ης Φεβρουαρίου 2009 (η προσδιορισθείσα προς συζήτησιν της πρώτης εκ των εν τω ιδιωτικώ συμφωνητικώ αναφερομένων υπ’ αριθ. καταθ. …. /2006 αγωγής) ματαιούται εν όψει του παρόντος συμβιβασμού, ια) επί της υπό στοιχεία ΑΒΜ …….. και ομοίου περιεχομένου προς την ως άνω αγωγήν μηνύσεως (εγκλήσεως) των εναγόντων και μηνυτών (τέκνων) κατά του εναγομένου και μηνυομένου (πατρός αυτών) οι μηνυτές θα (τυγχάνουν υποχρεωμένοι να) δηλώσουν τα (εν τω ως άνω ιδιωτικώ συμφωνητικώ) ως άνω συνομολογηθέντα προς τον σκοπόν κηρύξεως αθώου του μηνυομένου (πατρός αυτών), ιβ) η (εν τω ιδιωτικώ συμφωνητικώ) πέμπτη συμβαλλομένη ……… τέως σύζυγος ……….., η οποία έχει ασκήσει κατά του τέως συζύγου της ……. την υπ’ αριθ. καταθ. …. /5-6-2006 αγωγήν (ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς) περί επιδιώξεως της εις το κλασματικόν ποσοστόν του ενός τρίτου (1/3) νομίμως τεκμαιρομένης και εις χρηματικόν ποσόν 2.261.703 ευρώ κατά την αγωγήν αποτιμωμένης συμμετοχής της εις τα αποκτήματα του πρώην συζύγου της, δηλώνει ότι μετά την προαναφερομένην ρύθμισιν και συμβιβασμόν των ως άνω τέκνων της μετά του πατρός αυτών (τέως συζύγου της) τυγχάνει πλήρως ικανοποιημένη και άμα τη υλοποιήσει του παρόντος (ιδιωτικού συμφωνητικού εξωδίκου συμβιβασμού) και τη εκτελέσει της μεταβιβάσεως θα (υποχρεούται να) παραιτηθεί αμέσως του δικογράφου και του δικαιώματος της αγωγής αποκτημάτων, ιγ) ότι μετά ταύτα συνομολογεί ότι διά του εν λόγω ιδιωτικού συμφωνητικού μεταξύ αυτής και του ως άνω εν διαστάσει συζύγου της συνήφθη σύμβασις αφέσεως χρέους υπό την αίρεσιν της εκτελέσεως του παρόντος ιδιωτικού συμφωνητικού και συνεπώς, αφού θα έχει εκτελεσθεί το παρόν και θα έχει ικανοποιηθεί πλήρως και ολοσχερώς (ήτοι άμα τη εκτελέσει και υπό την προϋπόθεσιν της εκτελέσεως του εν λόγω ιδιωτικού συμφωνητικού) παραιτείται πάσης περαιτέρω αξιώσεως και δικαιώματος από την συμμετοχήν εις τα αποκτήματα και πάσης αξιώσεως εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού [υπό την επισήμανσιν ότι τυγχάνει ευνόητον ότι μέχρι εξευρέσεως καταλλήλου αγοραστού, όσον και αν διαρκέσει το διάστημα αυτό, ώστε να λάβει χώραν η μνημονευομένη εις το παρόν μεταβίβασις, δεν δύναται να επιδιωχθεί δικαστικώς οποιαδήποτε συναφής αξίωσις (εκ των αποκτημάτων ή παρομοία) αυτής κατά του τέως συζύγου της], ιδ) η τέως σύζυγος δηλώνει (και ο τέως σύζυγος συνομολογεί) ότι δεν έχει συναφθεί μεταξύ της ιδίας και του τέως συζύγου της σύμβασις συμβιβασμού (κατ’ άρθρον 871 ΑΚ) αλλά ότι (διά της εκτελέσεως του ιδιωτικού συμφωνητικού) θα έχει πλήρως, τελείως και οριστικώς ικανοποιηθεί διά την εκ του άρθρου 1400 ΑΚ αξίωσίν της, καθώς και ότι παραιτείται της προστασίας των άρθρων 174, 178 και 179 ΑΚ, όπως επίσης και ότι διά την κατάρτισιν της εν λόγω συμβάσεως, την εκτίμησιν της εκτάσεως συμμετοχής εις τα αποκτήματα και την παρούσα δήλωσιν έλαβε υπ’ όψιν το σύνολον του ενεργοπαθητικού  της περιουσίας του συζύγου της και συμβουλεύθηκε νομικό σύμβουλο της επιλογής της και παραιτείται του δικαιώματος προσβολής ή διαρρήξεως της ώδε μνημονευομένης και συνομολογουμένης, προηγουμένως καταρτισθείσης, συμβάσεως αφέσεως χρέους διά πάντα λόγον τυπικόν ή ουσιαστικόν και παραιτείται πάσης άλλης αξιώσεως και ιε) η πρώην σύζυγος συνομολογεί ότι εις το εξής διατηρεί αξίωσιν διατροφής ποσού 500 ευρώ μηνιαίως κατά του πρώην συζύγου της, ο οποίος συνομολογεί την υποχρέωσιν καταβολής αυτής μέχρι εκτελέσεως της προαναφερομένης συμβάσεως (μεταβιβάσεως των προπεριγραφέντων ακινήτων), παραιτείται δέ ρητώς του δικαιώματος μελλοντικής αξιώσεως διατροφής οποιουδήποτε ποσού μετά την εκποίησιν των ακινήτων υπό την έννοιαν ότι η διά της παρούσης συμβάσεως διαμορφουμένη κατάστασις επιτρέπει εις αυτήν την δι’ ιδίων μέσων τροφήν και συντήρησιν αυτής από πάσης απόψεως διά το υπόλοιπον του βίου αυτής. Κατά τον πρώτον βαθμόν διά προφορικής δηλώσεως καταχωρηθείσης εις τα πρακτικά η πρώτη εναγομένη και οι δεύτερος και τρίτος εναγόμενοι (πρώτη εκκαλούσα και δεύτερος και τρίτος εκκαλούντες), μεταξύ άλλων, προέβαλαν, όπως κατεγράφη εις τα ταυτάριθμα προς την εκκαλουμένην απόφασιν πρακτικά, ένστασιν περί αναστολής της προόδου της δίκης, όπως αναλυτικώς αναφέρεται στις προτάσεις αυτών. Διά δέ των πρωτοβαθμίων προτάσεων αυτών εξέθεσαν αναλυτικώτερον εντός του πλαισίου αναπτύξεως της ως άνω ενστάσεως: α΄) ότι διά του (αυτουσίου ως προς το περιεχόμενον διά των ως άνω προτάσεων παρατεθέντος) από 13-2-2009 ιδιωτικού συμφωνητικού εξωδίκου συμβιβασμού [μεταξύ των………………] -εκ των οποίων οι πρώτος, δεύτερος και τρίτη εξιστορηθησαν διά του ως άνω δικογράφου των πρωτοβαθμίων προτάσεων «ως επιχειρούντες να εμφανισθούν ως ερήμην του επίσης συνεταίρου (τρίτου εναγομένου και ήδη τρίτου εκκαλούντος) δήθεν εκπροσωπούντες την ενάγουσαν (εφεσίβλητον ομόρρυθμον) εταιρείαν συνεκαθαριστές αυτής»- συνεφωνήθη, μεταξύ άλλων, αφ’ ενός ότι οι δεύτερος, τρίτος και τετάρτη εκ των ως άνω συμβληθέντων έχουν ασκήσει εναντίον του εναγομένου ……… την υπ’ αριθ. καταθ. ….. /2006 αγωγή μετά των εν αυτή διαλαμβανομένων ισχυρισμών, εις τους οποίους οι συμβαλλόμενοι αναφέρονται και παραπέμπουν, ότι οι θέσεις του εναγομένου (……….) διαλαμβάνονται εις τις υπ’ αυτού επί της κατά τα ανωτέρω ανοιγείσης δίκης κατατεθείσες προτάσεις, καθώς και ότι τα συμβαλλόμενα μέρη βάσει των αμοιβαίων εξηγήσεων και του συγγενικού δεσμού μεταξύ αυτών λύουν οριστικώς την μεταξύ αυτών (βάσει της ως άνω αγωγής ανακύψασαν αντιδικίαν), αφ’ ετέρου ότι η ήδη λυθείσα και υπό εκκαθάρισιν τελούσα (κατά την σύνταξιν του ιδιωτικού συμφωνητικού εντός του πλαισίου συμβιβασμού εκείνης της δίκης μη διάδικος αλλά κατά την ένδικον διαφοράν ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητος) ομόρρυθμος εταιρεία υπό την επωνυμίαν «…………….», η οποία ανεξαρτήτως των μέχρι σήμερα μεταβολών της έχει ως συνεταίρους αυτής άπαντες τους εν τω ως άνω ιδιωτικώ συμφωνητικώ συμβαλλομένους [τον κατ’ εκείνην την δίκην εναγόμενον (………) μετά ποσοστού (εταιρικού μεριδίου) 50% και τους κατ’ εκείνην την δίκην ενάγοντες (……………) επίσης μετά ποσοστού 50% συνολικώς], έχει εις την κυριότητά της το προπεριγραφόμενον μίσθιον ακίνητον (και δή τους προπεριγραφέντες χώρους ενοποιηθέντων ομόρων οικοδομημάτων) και εν τέλει ότι μέχρι της (ταυτοχρόνου) εκποιήσεως αυτών (ενοποιημένων ακινήτων) διά μέγιστον χρονικό διάστημα έως την 31η Δεκεμβρίου 2010 ο (δι’ εκείνης της αγωγής) εναγόμενος ……… και η εταιρεία του υπό την επωνυμίαν «…………….» (μη διάδικος κατ’ εκείνην την δίκην αλλά κατά την ένδικον διαφοράν πρώτη εναγομένη – πρώτη εκκαλούσα) δικαιούνται να ποιούνται χρήσιν των ακινήτων αυτών άνευ οιουδήποτε προς τους συνεταίρους ανταλλάγματος, ενώ από 1ης Ιανουαρίου 2011 και εφ’ εξής και μέχρι της εκποιήσεως των ακινήτων (η μισθώτρια) θα (υποχρεούται να) καταβάλλει στους συμβαλλομένους συνεταίρους ποσοστόν ανάλογον προς την εταιρική μερίδα αυτών επί του κατά δικαίαν κρίσιν από κοινού καθορισθησομένου ευλόγου μισθώματος, β) ότι το προαναφερθέν ιδιωτικό συμφωνητικό (ανεξαρτήτως της συντάξεώς του διά την -προγενεστέραν της παρούσης- δίκην και δή διά την επί της υπ’ αριθ. καταθ. …… /2006 αγωγής αντίστοιχη) εμπεριέχει εξώδικο συμβιβασμόν διά την ένδικον διαφοράν, εντός του συμφωνηθέντος πλαισίου του οποίου αφ’ ενός δεν οφείλονται τα επίδικα μηνιαία μισθώματα της διά της ενδίκου αγωγής περιγραφομένης μισθώσεως διά το χρονικόν διάστημα μέχρι και 31ης Δεκεμβρίου 2010 και αφ’ ετέρου δεν ισχύει το αρχικώς συμφωνηθέν μίσθωμα αλλά τούτο πρέπει να επανακαθορισθεί από κοινού εις εύλογον χρηματικόν ύψος κατά δικαίαν κρίσιν διά το χρονικό διάστημα από 1ης Ιανουαρίου 2011 και εντεύθεν και γ) ότι ένεκα τούτων πρέπει να απορριφθεί η ένδικος αγωγή κατά το μέρος επιδιώξεως καταβολής μισθωμάτων μέχρι και της 31ης Δεκεμβρίου 2010 και να ανασταλεί η δίκη κατά το μέρος επιδιώξεως καταβολής μισθωμάτων διά το από 1ης Ιανουαρίου 2011 και εντεύθεν χρονικό διάστημα μέχρι εκδόσεως δικαστικής αποφάσεως περί καθορισμού (ευλόγου κατά δικαίαν κρίσιν) μισθώματος διά το ως άνω χρονικό διάστημα. Όμως, ο πρωτοδίκως προβληθείς ως άνω αυτοτελής (ήτοι ουχί απλώς αρνητικός της ιστορικής βάσεως της αγωγής) ισχυρισμός των εναγομένων περί μη οφειλής των μισθωμάτων του χρονικού διαστήματος μέχρι και 31ης Δεκεμβρίου 2010 λόγω συνάψεως του διά των πρωτοδίκων προτάσεων αυτών προεκτεθέντος από 13-2-2009 ιδιωτικού συμφωνητικού περί εξωδίκου συμβιβασμού προετάθη μόνον διά του ως άνω δικογράφου των πρωτοβαθμίων προτάσεων αλλά  ουδόλως προεβλήθη (έστω και επιγραμματικώς) προφορικώς κατά την πρωτοβάθμιον συζήτησιν της υποθέσεως (δεν υπάρχει αντίστοιχος καταχώρησις τέτοιας ενστάσεως εις τα ταυτάριθμα προς την εκκαλουμένην απόφασιν πρακτικά), οπότε ορθώς διά της εκκαλουμένης αποφάσεως απερρίφθη κατά την επάλληλον σκέψιν αυτής ως απαράδεκτος. Διά του αντιστοίχου λόγου εφέσεως η πρώτη εκκαλούσα και οι δεύτερος και τρίτος εκκαλούντες προβάλλουν ως ένστασιν την σύναψιν του προρρηθέντος από 13-2-2009 ιδιωτικού συμφωνητικού μεταξύ της εναγούσης (εφεσιβλήτου) εκμισθωτρίας ομορρύθμου εταιρείας και της πρώτης εναγομένης (πρώτης εκκαλούσης) μισθωτρίας ετερορρύθμου εταιρείας, επί τη βάσει του οποίου οι ως άνω διάδικοι ισχυρίζονται ότι συνωμολογήθη μεταξύ (απάντων των εταίρων ως συνεκκαθαριστών) της υπό εκκαθάρισιν τότε τελούσης εφεσιβλήτου (εναγούσης) εκμισθωτρίας ομορρύθμου εταιρείας και της πρώτης εκκαλούσης (πρώτης εναγομένης) μισθωτρίας εταιρείας εκπροσωπηθείσης νομίμως διά του τρίτου εφεσιβλήτου (τρίτου εναγομένου) ως νομίμου εκπροσώπου και διαχειριστού αυτής, εξώδικος συμβιβασμός, εντός του πλαισίου του οποίου υπήρξε συμφωνία αφ’ ενός περί μη οφειλής των μισθωμάτων του χρονικού διαστήματος από της ενάρξεως της μισθώσεως έως και της 31ης Δεκεμβρίου 2010 και αφ’ ετέρου περί επανακαθορισμού από κοινού κατά δικαίαν κρίσιν του ευλόγου χρηματικού ύψους του οφειλομένου μισθώματος διά το χρονικό διάστημα από 1ης Ιανουαρίου 2011 και εντεύθεν και ότι η τοιαύτη σύμβασις αποδεικνύεται εγγράφως διά αυτού τούτου του εν τη εφέσει αυτουσίως κατά το περιεχόμενον παρατεθέντος και μετά νομίμου επικλήσεως προσκομιζομένου σώματος του από 13-2-2009 ιδιωτικού συμφωνητικού περί εξωδίκου συμβιβασμού. Eκ του περιεχομένου του ως άνω ιδιωτικού συμφωνητικού προκύπτει ότι η εντός αυτού προδιαληφθείσα συμφωνία διεμείφθη μεταξύ απάντων των προαναφερομένων πέντε (εν τω ιδιωτικώ συμφωνητικώ συμβληθέντων) προσώπων (…………..) συμβληθέντων ατομικώς. Εις δέ την συμφωνίαν του πρώτου σκέλους του εξωδίκου συμβιβασμού του αφορώντος αφ’ ενός εις τον καθορισμόν της εταιρικής μερίδος των προαναφερομένων τέκνων και πατρός αυτών επί της νύν εφεσιβλήτου ομορρύθμου εταιρείας και αφ’ ετέρου εις την ανάληψιν υποχρεώσεως πωλήσεως των μισθίων ακινήτων της ιδιοκτητρίας και εκμισθωτρίας αυτών ως άνω εφεσιβλήτου εταιρείας και διανομής του επιτευχθησομένου τιμήματος πωλήσεως μεταξύ των συνεταίρων της ιδιοκτητρίας ομορρύθμου εταιρείας κατά τα προδιαληφθέντα ποσοστά εταιρικής συμμετοχής των (ομορρύθμων) εταίρων αυτής συμπεριελήφθη ως αναπόσπαστον μέρος (εντεταγμένον εις την ενιαία συμβιβαστικήν ρύθμισιν των αφορώντων εις την ως άνω εταιρείαν και εις την εταιρικήν μερίδα εκάστου εταίρου νομικών και οικονομικών εκκρεμοτήτων) η ενοχική έννομος σχέσις της μισθώσεως των υπό εκποίησιν μισθίων ακινήτων εν  σχέσει προς το διά του ιδιωτικού συμφωνητικού μισθώσεως αρχικώς καθορισμένον μίσθωμα (ανεξαρτήτως του ότι κατά την σύναψιν του ως άνω ιδιωτικού συμφωνητικού εξωδίκου συμβιβασμού δεν είχε εισέτι ανοιγεί η ένδικος δίκη η αφορώσα εις την αξίωσιν των επιδίκων μισθωμάτων εκ μέρους της δικαιούχου φορέως αυτών εκμισθωτρίας ομορρύθμου εταιρείας κατά της μισθωτρίας ετερορρύθμου εταιρείας). Ούτως, ειδικώτερον αναφορικώς προς το εις την επίδικον μίσθωσιν αφορών μέρος της ως άνω εξωδίκου συμβιβαστικής ρυθμίσεως οι εκ των συμβληθέντων ………….. (ενάγοντες και ενάγουσα αφ’ ενός και εναγόμενος αφ’ ετέρου της υπ’ αριθ. καταθ. …. /2006 αγωγής) συνεβλήθησαν ωσαύτως ατομικώς αλλά παραλλήλως άπαντες οι αμέσως ως άνω αντίδικοι (της πρώτης ως άνω αγωγής) ήσαν ομόρρυθμοι εταίροι της εφεσιβλήτου εκμισθωτρίας ομορρύθμου εταιρείας και συνακολούθως αποκλειστικοί εκ του νόμου συνεκκαθαρισταί αυτής (τελούσης ήδη υπό εκκαθάρισιν κατά τον χρόνον συνάψεως του ως άνω ιδιωτικού συμφωνητικού), ήπερ ιδιότης αυτών ως ομορρύθμων εταίρων και συνεκκαθαριστών της εκμισθωτρίας ομορρύθμου εταιρείας ως εκ περισσού συνομολογείται υπό της νύν εφεσιβλήτου (άρθρον 352§1 ΚΠολΔ), ο δέ εξ αυτών αντίδικος και πατήρ των ως άνω τριών πρώτων ήτο παραλλήλως μοναδικός ομόρρυθμος εταίρος (μετά εταιρικού μεριδίου ανερχομένου  σε ποσοστόν 97%) και μοναδικός νόμιμος εκπρόσωπος και διαχειριστής της ετερορρύθμου μισθωτρίας εταιρείας. Πρέπει να επισημανθεί ότι η συμμετοχή και της ………….. εις την σύναψιν του από 13-2-2009 ιδιωτικού συμφωνητικού εξωδίκου συμβιβασμού εστηρίχθη επί του εδάφους της προγενεστέρας συντάξεως της από 3-9-2001 ιδιωτικού συμφωνητικού τροποποιήσεως εταιρικού (καταχωρηθέντος στα βιβλία εταιρειών του Πρωτοδικείου Πειραιώς υπ’ αύξοντα αριθμόν …. /7-9-2001), διά του οποίου (προγενεστέρου ιδιωτικού συμφωνητικού τροποποιήσεως ομορρύθμου εταιρείας) φέρεται να έχει συνομολογηθεί μεταξύ των δι’ αυτού συμβληθέντων …………. (αποκλειστικών μέχρι της συνάψεώς του ομορρύθμων εταίρων και δή κατά αντίστοιχα ποσοστά 40%, 40% και 20% της ομορρύθμου εταιρείας) ότι ο ………… και ο ……….. μετεβίβασαν ποσοστά 30% και 25% αντιστοίχως των μέχρι τότε εταιρικών μεριδίων αυτών προς τον πατέρα αυτών ……….. και ότι ο εξ αυτών …….. μετεβίβασεν επιπρόσθετον ποσοστόν 5% του ως άνω εταιρικού μεριδίου του εις την αδελφήν του ………., οπότε βάσει της ως άνω μεταβιβάσεως τα εταιρικά μερίδια των εταίρων της ως άνω ομορρύθμου εταιρείας διεμορφώθησαν του ……….. σε 10% (= 40% – 30%), του ………. σε 10% (= 40% – 25% – 5%), του ………. σε 75% (= 20% + 30% + 25%) και ουχί σε 85% ως κατ’ εσφαλμένον αθροιστικόν υπολογισμόν έχει αναγραφεί διά του ως άνω ιδιωτικού συμφωνητικού και της ………. σε 5%. Προς αναγνώρισιν δέ της ακυρότητος (ως πλαστού) του από 3-9-2001 ιδιωτικού συμφωνητικού τροποποιήσεως εταιρικού ησκήθη υπό των αναφερομένων ως εν αυτώ συμβληθέντων ………… (πατρός αυτών) η εν τω ιδιωτικώ συμφωνητικώ εξωδίκου συμβιβασμού (πρώτη) μνημονευομένη υπ’ αριθ. καταθ. ….. /2006 αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, επί της οποίας εξεδόθη εις πρώτον βαθμόν η (το ως άνω αγωγικό αίτημα δεξαμένη) υπ’ αριθ. 5174 /2012 απόφασις τακτικής διαδικασίας του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εις δεύτερον βαθμόν η (απορριπτική της υπ’ αριθ. καταθ. …. /2014 εφέσεως του πρωτοδίκως τότε ηττηθέντος εναγομένου ………) υπ’ αριθ. 307 /2015 απόφασις του Εφετείου Πειραιώς και εις αναιρετικόν βαθμόν η υπ’ αριθ. 586 /2017 απόφασις του Αρείου Πάγου, διά της οποίας κατά παραδοχήν της από 30-7-2015 αιτήσεως αναιρέσεως του ηττηθέντος εκκαλούντος ……… ανηρέθη η ως άνω δευτεροβάθμιος απόφασις (και παρεπέμφθη η υπόθεσις προς κατ’ ουσίαν δευτεροβάθμιον επανεκδίκασιν (ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς) υπό το σκεπτικόν ότι κατ’ εκείνην την δευτεροβάθμιον δίκην είχε προταθεί παραδεκτώς υπό του τότε ως άνω εκκαλούντος ……., κατά τα άρθρα 527 και 269§2περ.γ΄ ΚΠολΔ, ο αυτοτελής ισχυρισμός περί συνάψεως του (και κατά την ένδικον διαφοράν κρισίμου) από 13-2-2009 ιδιωτικού συμφωνητικού περί εξωδίκου συμβιβασμού, το οποίον (συναφθέν, κατά τα προαναφερθέντα, εις χρόνον προγενέστερον της ασκήσεως της δημιουργησάσης την ένδικον διαφοράν αγωγής περί καταβολής μισθωμάτων) είχε συνομολογηθεί προς τον σκοπόν συμβιβαστικής επιλύσεως της (χρονικώς προγενεστέρας εκκινησάσης) δικαστικής διαφοράς επί τη βάσει της ως άνω υπ’ αριθ. καταθ. …… /2006 αγωγής (περί αναγνωρίσεως της ακυρότητος ως πλαστού του από 3-9-2001 ιδιωτικού συμφωνητικού τροποποιήσεως ομορρύθμου εταιρείας) και διά του οποίου (πέραν των εν τω παρόντι σκεπτικώ συμφωνηθέντων εν σχέσει προς την -τότε ήδη υφισταμένην αλλά την ένδικον διαφοράν μη εισέτι προκαλέσασαν- επίδικον εμπορικήν μίσθωσιν) είχεν κατά κύριον λόγον (προεχόντως) συνομολογηθεί ότι εντός του πλαισίου συμβιβαστικής επιλύσεως της χρονικώς προγενεστέρας από την ένδικον ως άνω αγωγής οι τότε ενάγοντες και ενάγουσα ……….. είχαν συνολικόν εταιρικόν μερίδιον 50% και ο τότε εναγόμενος πατήρ αυτών ……….. είχε εταιρικό μερίδιον 50% επί της αποκλειστικής κυρίας (και εκμισθωτρίας) των ως άνω ενωμένων (μισθίων) ακινήτων ομορρύθμου εταιρείας (νύν εναγούσης – εφεσιβλήτου). Αλλά και υπό την εκδοχήν της ακυρότητος του από 3-9-2001 ιδιωτικού συμφωνητικού τροποποιήσεως ομορρύθμου εταιρείας (διά την κατάρτισιν του οποίου έχει ήδη τιμωρηθεί ο τρίτος εκκαλών και νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης εκκαλούσης μισθωτρίας ετερορρύθμου εταιρείας ……….. εις πρώτον και δεύτερον βαθμόν διά κακουργηματικήν πλαστογραφίαν μετ’ αναγνωρίσεως, κατ’ άρθρον 84§2α ΠΚ, του ελαφρυντικού του προτέρου εντίμου βίου αρχικώς δυνάμει της υπ’ αριθ. 15α & 15 /2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς και εν συνεχεία δυνάμει της υπ’ αριθ. 560 & 603 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς) πάλιν (εις πάσαν περίπτωσιν) εν τω από 13-2-2009 ιδιωτικώ συμφωνητικώ (εξωδίκου συμβιβασμού) έχουν συμβληθεί οι μέχρι της συντάξεως του από 3-9-2001 ιδιωτικού συμφωνητικού τροποποιήσεως ομορρύθμου εταιρείας αποκλειστικοί ομόρρυθμοι εταίροι (και συνεκκαθαριστές), ήτοι οι ……. . (ήτοι η ιδιότης της ……….. ως ομορρύθμου εταίρου της εφεσιβλήτου ομορρύθμου εταιρείας στηρίζεται επί και εξαρτάται αποκλειστικώς εκ της ισχύος του μη εισέτι αμετακλήτως ή έστω τελεσιδίκως αναγνωρισθέντος ως πλαστού από 3-9-2001 ιδιωτικού συμφωνητικού τροποποιήσεως ομορρύθμου εταιρείας). Όμως, οι εν τω ως άνω από 13-2-2009 ιδιωτικώ συμφωνητικώ εξωδίκου συμβιβασμού, κατά τα ανωτέρω, ατομικώς (εν σχέσει προς το σκέλος του εξωδίκου συμβιβασμού το αφορών εις την ανοιγείσαν δίκην επί της υπ’ αριθ. καταθ. ….. /2006 αγωγής των πρώτου, δευτέρου και τρίτης εξ αυτών κατά του τετάρτου εξ αυτών ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς περί επιδιώξεως της αναγνωρίσεως της ακυρότητος ως πλαστού του από 3-9-2001 ιδιωτικού συμφωνητικού τροποποιήσεως του εταιρικού της ως άνω ομορρύθμου εταιρείας) συμβληθέντες ………….., τυγχάνοντες παραλλήλως, όπως αβιάστως συνάγεται εκ του περιεχομένου του συγκεκριμένου ιδιωτικού συμφωνητικού, αφ’ ενός και οι τέσσερεις ομόρρυθμοι εταίροι και συνεκκαθαριστές και νόμιμοι εκπρόσωποι της από τότε υπό εκκαθάρισιν τελούσης εφεσιβλήτου εκμισθωτρίας ομορρύθμου εταιρείας και αφ’ ετέρου ο τέταρτος εξ αυτών μοναδικός ομόρρυθμος εταίρος, νόμιμος εκπρόσωπος και διαχειριστής της πρώτης εκκαλούσης μισθωτρίας ετερορρύθμου εταιρείας, συνήνεσαν ταυτοχρόνως υπό την τοιαύτην παράλληλον ιδιότητα αυτών εν σχέσει προς το σκέλος της συμφωνίας του εξωδίκου συμβιβασμού το αφορών εις την έννομον σχέσιν της επιδίκου συμβάσεως μισθώσεως [εντός του πλαισίου της οποίας δεν είχε εισέτι (κατά τον χρόνον συνάψεως του από 13-2-2009 ιδιωτικού συμφωνητικού περί εξωδίκου συμβιβασμού) ασκηθεί, ως προανεφέρθη, η ένδικος (υπ’ αριθ. καταθ. ………. /2012) αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς], ώστε η ατομική συμφωνία μεταξύ αυτών περί επαναρρυθμίσεως του θέματος του μισθώματος (περί μη οφειλής μέχρι την 31-12-2010 και περί ανάγκης επανακαθορισμού αυτού κατά δικαίαν κρίσιν εις εύλογον ύψος διά το από 1-1-2011 και εντεύθεν χρονικό διάστημα) να εκτείνεται και να δεσμεύει αμφότερες τις υπ’ αυτών κατά τις ως άνω διακρίσεις νομίμως εκπροσωπούμενες εκμισθώτρια ομόρρυθμον (νύν εφεσίβλητον) και μισθώτριαν ετερόρρυθμον (νύν πρώτην εκκαλούσαν) εταιρείες κυριαρχικώς αλλά κατά παράλληλον, αυτοτελή και ανεξάρτητον της νομικής βουλήσεως των εν τη συμβάσει μισθώσεως συμβληθέντων νομικών προσώπων τρόπον υπό την έννοιαν τόσον ότι καθ’ όλην την διάρκειαν της ισχύος του μεταξύ των ως άνω συγγενικών προσώπων συναφθέντος εξωδίκου συμβιβασμού τα νομικά πρόσωπα των εκμισθωτρίας και μισθωτρίας ομορρύθμου και ετερορρύθμου εταιριών εδεσμεύοντο εκ της εξωδίκου συμβιβαστικής συμφωνίας και ηδύναντο να επικαλεσθούν τα εκ του ως άνω εξωδίκου συμβιβασμού απορρέοντα δικαιώματα και τις ανακύπτουσες υποχρεώσεις μεταξύ αλλήλων, όσον, όμως, κυρίως (συνακολούθως) ότι αντίδικες πλευρές αχθείσες ως αφ’ ενός και αφ’ ετέρου συμβληθείσες εις την σύναψιν του ως άνω ιδιωτικού συμφωνητικού εξωδίκου συμβιβασμού ήσαν και εξηκολούθουν να τυγχάνουν αφ’ ενός οι ενάγοντες υιοί και η ενάγουσα θυγάτηρ και αφ’ ετέρου ο εναγόμενος πατήρ της υπ’ αριθ. καταθ. …….. /2006 αγωγής, οι οποίοι ατομικώς αυτοί και ουχί αι υπ’ αυτών κατά τις ως άνω διακρίσεις νομίμως εκπροσωπούμενες εκμισθώτρια ομόρρυθμος και μισθώτρια ετερόρρυθμος εταιρείες ήσαν οι φορείς της ασκήσεως των εκ του εξωδίκου συμβιβασμού απορρεόντων δικαιωμάτων εν περιπτώσει παθολογικής εξελίξεως της ως άνω συμβάσεως, οπότε φορείς του δικαιώματος υπαναχωρήσεως εκ της ως άνω συμβάσεως εξωδίκου συμβιβασμού ήσαν οι ως άνω συμβληθέντες ατομικώς και ουχί αι υπ’ αυτών παραλλήλως νομίμως εκπροσωπούμενες εκμισθώτρια και μισθώτρια εταιρείες [αφού η σύμβασις μισθώσεως είχε ενταχθεί εις την ρύθμισιν του ως άνω ιδιωτικού συμφωνητικού εντός του πλαισίου  της σφαιρικής αντιμετωπίσεως των στενού οικογενειακού κύκλου οικονομικών εκκρεμοτήτων ατομικώς μεταξύ των φυσικών προσώπων (πατρός και τέκνων) και ουχί μεταξύ των υπ’ αυτών νομίμως εκπροσωπουμένων νομικών προσώπων (εκμισθωτρίας και μισθωτρίας ομορρύθμου και ετερορρύθμου εταιρειών)]. Συνακολούθως εν περιπτώσει μη τηρήσεως των συμβιβαστικώς συμφωνηθέντων βάσει του ως άνω ιδιωτικού συμφωνητικού διά την άσκησιν του δικαιώματος της υπαναχωρήσεως (υπό την αυτονόητον προϋπόθεσιν της συνδρομής των αντιστοίχων νομίμων στοιχείων) αρκούσε η εξωτερίκευσις (δήλωσις) της ατομικής περί τούτου βουλήσεως των φυσικών προσώπων εκάστης αφ’ ενός και αφ’ ετέρου εν τω ιδιωτικώ συμφωνητικώ συμβληθείσης αντιδίκου πλευράς της υπ’ αριθ. καταθ. …. /2006 αγωγής (……… αφ’ ενός και ………… αφ’ ετέρου) διά την κατάργησιν και της μερικωτέρας συμφωνίας του εξωδίκου συμβιβασμού της αφορώσης εις την επαναρρύθμισιν του μισθώματος της επιδίκου μισθώσεως και δεν απητείτο η αντίστοιχος βούλησις των αρμοδίων οργάνων των νομικών προσώπων των εκμισθωτρίας ή μισθωτρίας εταιρείας ως φορέων των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της εννόμου σχέσεως της επιδίκου μισθώσεως (ήπερ άλλωστε δήλωσις βουλήσεως λόγω της αντιδικίας των εις συμβιβασμόν ατομικώς ελθόντων ως άνω ομορρύθμων συνεταίρων της εκμισθωτρίας ομορρύθμου εταιρείας δεν ηδύνατο να σχηματισθεί ομαλώς διά λογαριασμόν του ως άνω νομικού προσώπου εν περιπτώσει παθολογικής εξελίξεως της συμφωνίας συμβιβασμού λόγω της υφισταμένης αντιδικίας και συνακόλουθης διαφωνίας των ομορρύθμων εταίρων αυτής). Επιπροσθέτως από την αυτήν επισκόπησιν του ως άνω περιεχομένου του από 13-2-2009 ιδιωτικού συμφωνητικού περί εξωδίκου συμβιβασμού καθίσταται ωσαύτως εμφανές ότι οι ενάγοντες και η ενάγουσα της υπ’ αριθ. καταθ. .. /2006 αγωγής (περί αναγνωρίσεως της ακυρότητος ως πλαστού του από 3-9-2001 ιδιωτικού συμφωνητικού τροποποιήσεως εταιρικού και μεταβιβάσεως εταιρικών μεριδίων ομορρύθμου εταιρείας) και η ενάγουσα της υπ’ αριθ. …. /2006 αγωγής (περί αξιώσεως συμμετοχής εις τα αποκτήματα του πρώην συζύγου κατά την διάρκειαν του γάμου), οι οποίες αγωγές απευθυνθείσες ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς είχαν ως εναγόμενον ένα και το αυτό πρόσωπον, ήτοι τον ………… (πατέρα των εναγόντων και εναγούσης της πρώτης ως άνω αγωγής και τέως σύζυγον της εναγούσης της δευτέρας ως άνω αγωγής), επεδίωξαν οι μέν …………. ως τέκνα του εναγομένου πατρός αυτών, η δέ ………. ως τέως σύζυγος του εναγομένου πατρός των ως άνω τέκνων της, την από κοινού εντός του ως άνω ιδιωτικού συμφωνητικού περί εξωδίκου συμβιβασμού αλληλένδετον και αναπόσπαστον ενιαίαν ρύθμισιν των βάσει των ως άνω δύο αγωγών ανακυψάντων περιουσιακών θεμάτων του οικογενειακού κύκλου αυτών, ούτως ώστε η μη τήρησις των μεταξύ των διαδίκων επί της πρώτης αγωγής ή μεταξύ των διαδίκων της δευτέρας αγωγής συμβιβαστικώς συμφωνηθέντων να παρέχει το δικαίωμα εις οιονδήποτε συμβαλλόμενον να υπαναχωρήσει της συμβάσεως του εξωδίκου συμβιβασμού κατ’ αμφότερα τα σκέλη αυτού (ήτοι τα αφορώντα εις εκατέραν ή και αμφότερες τις ως άνω αγωγές). Τούτο, καθίσταται εμφανές εκ του ότι ο εξώδικος συμβιβασμός της εναγούσης (πρώην συζύγου) της δευτέρας ως άνω (υπ’ αριθ. καταθ. ….. /2006) αγωγής (περί αποκτημάτων), ο οποίος έγινε διά (αμοιβαίας) υποχωρήσεως της εναγούσης τέως συζύγου από το διά της αγωγής εξιστορούμενο νόμιμον μαχητόν τεκμήριον του ενός τρίτου επί των αποκτημάτων του πρώην συζύγου της (άρθρον 1400 ΑΚ), το οποίον τεκμαιρόμενον ποσοστόν, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, απετιμάτο σε χρηματικόν κεφάλαιον 2.261.703,03 ευρώ, είχεν ως αντιστάθμισμα ουχί κάποια αμοιβαίαν υποχώρησιν του εναγομένου πρώην συζύγου της επί του τυχόν μικροτέρου από το μαχητώς τεκμαιρόμενο νόμιμο ποσοστόν  υπ’ αυτού υποστηριζομένου αντιστοίχου ή από κάποιαν άλλην περιουσιακήν αξίωσιν εκείνου κατ’ αυτής (ήτοι δεν είχε ως αντιστάθμισμα κάποιαν αμοιβαίαν υποχώρησιν του εναγομένου πρώην συζύγου από απαιτήσεως θιγούσης ευθέως την ιδίαν περιουσίαν της εναγούσης τέως συζύγου), αλλά αντιστάθμισμα της τοιαύτης αμοιβαίας υποχωρήσεως της εναγούσης της δευτέρας ως άνω αγωγής έναντι του εναγομένου τέως συζύγου της απετέλεσεν η συμβιβαστική συμφωνία του εναγομένου πρώην συζύγου της μετά των κοινών τέκνων εκείνου και αυτής ως εναγόντων της πρώτης ως άνω (υπ’ αριθ. καταθ. …… /2006) αγωγής, κύριον μέρος και περιεχόμενον της οποίας αντισταθμιστικής συμφωνίας της πρώτης ως άνω αγωγής απετέλεσεν, κατά τα προαναφερθέντα, η κατόπιν αμοιβαίων υποχωρήσεων από κοινού συνομολόγησις μεταξύ εναγόντων τέκνων και εναγομένου πατρός της πρώτης ως άνω αγωγής αφ’ ενός ότι το συνολικόν εταιρικόν μερίδιον των τριών εναγόντων τέκνων και το αντίστοιχον του εναγομένου πατρός επί της ιδιοκτητρίας και εκμισθωτρίας των ενωμένων ακινήτων ομορρύθμου εταιρείας (νύν εφεσιβλήτου) προσδιωρίζετο σε ποσοστά 50% και 50% αντιστοίχως και αφ’ ετέρου ότι απεφασίσθη μεταξύ αυτών ως αποκλειστικών εταίρων της ομορρύθμου εταιρείας η εκποίησις των ως άνω ενωμένων μισθίων ακινήτων αντί ελαχίστου τιμήματος 2.000.000 ευρώ και η διανομή του επιτευχθησομένου τιμήματος μεταξύ των συνεταίρων της ομορρύθμου εταιρείας κατά τα συμβιβαστικώς ως άνω προσδιορισθέντα ποσοστά. Διά τούτο και αφ’ ενός μέν ο συμβιβασμός της εναγούσης (πρώην συζύγου) της δευτέρας ως άνω αγωγής εξηρτήθη ως προς την ισχύν αυτού από την αναβλητικήν αίρεσιν της εκπληρώσεως (εκτελέσεως) της συμβιβαστικής συμφωνίας επί της πρώτης ως άνω αγωγής, εις το περιουσιακόν αντικείμενον της οποίας (πρώτης αγωγής) η ιδία (ενάγουσα της δευτέρας αγωγής) ουδεμία συμμετοχήν ηδύνατο ευθέως να έχει, αφ’ ετέρου δέ εδηλώθη υπ’ εκείνης (εναγούσης της δευτέρας ως άνω αγωγής) ότι αρκείται εις την λήψιν διατροφής χρηματικού ποσού 500 ευρώ μηνιαίως αποκλειστικώς διά το χρονικόν διάστημα από της συνάψεως του από 13-2-2009 ιδιωτικού συμφωνητικού εξωδίκου συμβιβασμού μέχρι της υλοποιήσεως του σκέλους του συμβιβασμού του αφορώντος εις τους διαδίκους επί της πρώτης ως άνω αγωγής και ότι μετά την υλοποίησιν του πρώτου σκέλους των περιουσιακών σχέσεων του τέως συζύγου της μετά των τέκνων αυτών η ιδία δεν δικαιούται πλέον οιασδήποτε διατροφής παρά του πρώην συζύγου της. Διά δέ της επακολουθησάσης διευκρινίσεως της εναγούσης της δευτέρας ως άνω αγωγής (ότι η παραίτησις από της αξιώσεως διατροφής διά το από της εκτελέσεως του πρώτου σκέλους του εξωδίκου συμβιβασμού και επέκεινα χρονικό διάστημα ετέθη υπό την έννοιαν ότι διά της -βάσει του ως άνω συμφωνητικού- διαμορφωθησομένης καταστάσεως επιτρέπεται εις αυτήν η δι’ ιδίων μέσων διατροφή και συντήρησις από πάσης απόψεως διά το υπόλοιπον του βίου αυτής) τονίζεται εμφαντικώς ότι αντιστάθμισμα της παραιτήσεως της πρώην συζύγου τόσον από την αξίωσιν αποκτημάτων όσον και από την αξίωσιν διατροφής απετέλει η υλοποίησις της συμβιβαστικής επιλύσεως της διαφοράς επί της πρώτης ως άνω αγωγής (εις ήν εκείνη ουδόλως μετέσχεν ως διάδικος), εξ ού καταδεικνύεται ότι η ενάγουσα (τέως σύζυγος) της δευτέρας ως άνω αγωγής είχε θέσει ως βάσιν και αντιστάθμισμα της παραιτήσεως από των ως άνω αξιώσεων αυτής κατά του πρώην συζύγου της την ψυχικήν και ηθικήν ικανοποίησιν αυτής ως μητρός διά την οικονομικήν τακτοποίησιν των εναγόντων τέκνων αυτής από την υλοποίησιν της συμβιβαστικής επιλύσεως της διαφοράς από την πρώτην ως άνω αγωγήν μεταξύ των (αγαστήν μετ’ αυτής σχέσιν διατηρούντων) τέκνων της και του μετ’ αυτών αντιδικούντος εναγομένου πατρός αυτών όσον και υπό την έννοιαν της προσδοκίας διαθρέψεως πλέον εαυτής υπό των ως άνω τέκνων αυτής από το οικονομικόν αντάλλαγμα εκ της υλοποιήσεως της πωλήσεως των ενωμένων μισθίων ακινήτων και εκ της διανομής του επιτευχθησομένου τιμήματος πωλήσεως κατά την διά του ως άνω συμφωνητικού καθορισθείσαν εταιρική μερίδα των τέκνων αυτής [αφού εν τοις πράγμασιν η ενάγουσα (πρώην σύζυγος) της δευτέρας ως άνω αγωγής, πέραν της συμφωνηθείσης διατροφής του χρηματικού ύψους των 500 ευρώ μηνιαίως διά το διάστημα ισχύος της αναβλητικής αιρέσεως του εις αυτήν δευτέρου σκέλους του ιδιωτικού συμφωνητικού εξωδίκου συμβιβασμού (τουτέστιν μέχρι της υλοποιήσεως του εις την πρώτην ως άνω αγωγήν αφορώντος πρώτου σκέλους του ως άνω ιδιωτικού συμφωνητικού), ουδέν άλλον περιουσιακόν αντάλλαγμα ή αντίστοιχον υποχώρησιν του τέως συζύγου της από θέσιν θίγουσαν τα οικονομικά συμφέροντά της επέτυχεν ή έλαβεν εις αντιστάθμισμα της υπό την ως άνω αναβλητικήν αίρεσιν τελούσης παραιτήσεως αυτής από τις αξιώσεις αποκτημάτων και διατροφής (δι’ ό και συνωμολόγησεν μετά του αντιδίκου πρώην συζύγου της ότι η εις την δευτέραν ως άνω αγωγήν αφορώσα συμφωνία του δευτέρου σκέλους του ως άνω ιδιωτικού συμφωνητικού δεν συνιστά εξώδικον συμβιβασμόν αλλά άφεσιν χρέους τελούσαν υπό την αναβλητικήν αίρεσιν της υλοποιήσεως του εις την πρώτην αγωγήν αφορώντος πρώτου σκέλους του ιδιωτικού συμφωνητικού)]. Διά τον αυτόν λόγον εις το πρώτον σκέλος του ιδιωτικού συμφωνητικού περί εξωδίκου συμβιβασμού παραλλήλως ερρυθμίσθησαν συμβιβαστικώς εν συνόλω οι περιουσιακές σχέσεις των εναγόντων τέκνων μετά του εναγομένου πατρός από την εταιρική συμμετοχήν αυτών εις την εφεσίβλητον ιδιοκτήτριαν και εκμισθώτριαν των ενωμένων μισθίων ακινήτων ομόρρυθμον εταιρείαν (νύν εφεσίβλητον), ήτοι πρώτον διά καθορισμού, ως εις ανωτέρω σημείον ανεφέρθη, των εταιρικών μεριδίων εναγόντων και εναγομένου εις τα προδιαληφθέντα ποσοστά, δεύτερον διά συμβατικού προσδιορισμού του παθητικού της ομορρύθμου εταιρείας εις τις εκκρεμότητες των μέχρι του έτους 2003 αναληφθέντων εταιρικών χρεών και διά συμβατικής απαγορεύσεως δημιουργίας νέων βαρών και οφειλών εις βάρος της ομορρύθμου εταιρείας, τρίτον διά επαναρρυθμίσεως της μισθωτικής σχέσεως μεταξύ της νύν εφεσιβλήτου εκμισθωτρίας ομορρύθμου εταιρείας και της νύν πρώτης εκκαλούσης μισθωτρίας ετερορρύθμου εταιρείας ως προς το μίσθωμα (διά συμφωνίας περί μη καταβολής μισθώματος μέχρι της εκποιήσεως των ενωμένων μισθίων το αργότερον μέχρι της 31ης Δεκεμβρίου 2010 και από κοινού επανακαθορισμού ευλόγου μισθώματος κατά δικαίαν κρίσιν διά το μεταγενέστερο χρονικό διάστημα) και τέταρτον διά υποχρεώσεως του ομορρύθμου συνεταίρου εναγομένου πατρός προς διανομήν εις τους ενάγοντες και την ενάγουσαν ομορρύθμους συνεταίρους υιούς και θυγατέρα του (κατά τα προδιαληφθέντα ποσοστά) του υπ’ αυτού διά λογαριασμόν της ως άνω εκμισθωτρίας ομορρύθμου εταιρείας εισπραττομένου μισθώματος από την (ανεξάρτητον της επιδίκου μισθώσεως) υφισταμένην εκμίσθωσιν του δώματος των ως άνω ενωμένων ακινήτων προς μισθώτριες εταιρείες κινητής τηλεφωνίας διά εγκατάστασιν κεραιών. Ήτοι, αναφορικώς προς την επίδικον μίσθωσιν, η οποία συμπεριελήφθη εις την συμφωνίαν συνολικής ρυθμίσεως των περιουσιακών εκκρεμοτήτων του πατρός ……………από την εταιρικήν συμμετοχήν απάντων των συνεταίρων εις την ιδιοκτήτριαν και εκμισθώτριαν των δύο ενωμένων ακινήτων εφεσίβλητον ομόρρυθμον εταιρείαν και συνακολούθως από την διαχείρισιν των συναλλακτικών και οικονομικών εκκρεμοτήτων αυτής (συμπεριλαμβανομένης της επιδίκου μισθώσεως), το από 13-2-2009 ιδιωτικό συμφωνητικό εμπεριείχεν, ως προανεφέρθη, παράλληλον συμφωνίαν απάντων των ως άνω ατομικώς συμβληθέντων, εκ των οποίων οι ενάγοντες (και ενάγουσα) και εναγόμενος της πρώτης ως άνω αγωγής ήσαν παραλλήλως αποκλειστικοί ομόρρυθμοι συνεταίροι και συνεκκαθαρισταί και νόμιμοι εκπρόσωποι της εφεσιιβλήτου εκμισθωτρίας ομορρύθμου εταιρείας και ο εξ αυτών εναγόμενος επιπροσθέτως νόμιμος εκπρόσωπος και μοναδικός ομόρρυθμος εταίρος (μετά εταιρικού ποσοστού 97%) της κατ’ ουσίαν ιδίων αυτού οικονομικών συμφερόντων πρώτης εκκαλούσης μισθωτρίας ετερορρύθμου εταιρείας (ο έτερος συνεταίρος ήτο μόνον ετερόρρυθμος μετά εταιρικού μεριδίου μόλις 3%), διά της οποίας συμφωνίας αναφορικώς προς την εντός του πλαισίου του εξωδίκου συμβιβασμού ρύθμισιν του διά της μισθωτικής συμβάσεως μεταξύ των ως άνω εκμισθωτρίας και μισθωτρίας εταιρειών αρχικώς συμφωνηθέντος μισθώματος υπήρξε απ’ ευθείας δέσμευσις τόσον της εκμισθωτρίας ομορρύθμου εταιρείας  όσον και της μισθωτρίας ετερορρύθμου εταιρείας από το περιεχόμενον της εξωδίκου συμβιβαστικής συμφωνίας. Μετά την σύναψιν του ως άνω ιδιωτικού συμφωνητικού περί εξωδίκου συμβιβασμού ο διά της εν τω ιδιωτικώ συμφωνητικώ μνημονευομένης πρώτης αγωγής εναγόμενος ………… παρά τις προς αυτόν επανειλημμένες προφορικές οχλήσεις των ως άνω τέκνων του ουδόλως απέδωσεν προς τα εναγαγόντα αυτόν τέκνα του το εις την εταιρικήν μερίδα αυτών αναλογούν μέρος από τα παρ’ αυτού διά λογαριασμόν της εφεσιβλήτου εκμισθωτρίας ομορρύθμου εταιρείας εισπραχθέντα μισθώματα από την εκμίσθωσιν του δώματος των ενωμένων ακινήτων προς τοποθέτησιν κεραιών από τις μισθώτριες εταιρείες «…………» και «…… ….», τα οποία αφορούσαν συνολικό χρηματικόν ποσόν 43.391,87 ευρώ εισπραχθέν από αμφότερες  τις ως άνω εταιρείες την 15ης Φεβρουαρίου 2009 και την 28η Φεβρουαρίου 2009 και από την εταιρείαν «…………..» την 24η Φεβρουαρίου 2010 και χρηματικόν ποσόν 5.953,52 ευρώ εισπραχθέν (μετ’ αφαίρεσιν χρηματικού ποσού 10.315 ευρώ κατασχεθέντος υπό του ελληνικού Δημοσίου) από την εταιρεία «…………» την 19η Φεβρουαρίου 2010. Επιπλέον, ο ίδιος ως άνω παραλλήλως διά της εν τω ιδιωτικώ συμφωνητικώ δευτέρας ως άνω αγωγής εναγόμενος …………. ουδόλως κατέβαλεν προς την πρώην σύζυγόν του το συμφωνηθέν χρηματικόν ποσόν εκ 500 ευρώ μηνιαίως επί δέκα επτά μήνες διά το χρονικό διάστημα από του επομένου της συνάψεως του ιδιωτικού συμφωνητικού περί εξωδίκου συμβιβασμού μηνός έως και Ιουλίου του έτους 2010. Ούτως, λόγω της εξ αρχής (αμέσως μετά την σύναψιν του από 13-2-2009 ιδιωτικού συμφωνητικού περί εξωδίκου συμβιβασμού) ανενδότου στάσεως του ……….. διά τήρησιν των μεταξύ αυτού αφ’ ενός και των τέκνων και της τέως συζύγου αυτού αφ’ ετέρου συμβιβαστικώς συμωνηθέντων, εξ ής αρνητικής στάσεως καθίστατο πλέον εμφανές ότι καθίστατο άσκοπος η θέσις οιασδήποτε, κατ’ άρθρον 385 ΑΚ, (ευλόγου) προθεσμίας προς συμμόρφωσιν (λόγω και της παρόδου τουλάχιστον διετίας από της συνάψεως του ιδιωτικού συμφωνητικού περί εξωδίκου συμβιβασμού), την 19ην Ιουλίου 2010 οι ενάγοντες και η ενάγουσα της πρώτης ως άνω αγωγής (υιοί και θυγάτηρ) και η ενάγουσα της δευτέρας ως άνω αγωγής (πρώην σύζυγος) επέδωσαν προς τον δι’ αμφοτέρων των αγωγών εναγόμενον πατέρα και πρώην σύζυγον αυτών αντιστοίχως την από 14-7-2010 εξώδικον δήλωσιν, διά της οποίας άσκησαν συννόμως το δικαίωμα υπαναχωρήσεως από του προαναφερθέντος ιδιωτικού συμφωνητικού περί εξωδίκου συμβιβασμού, του οποίου η ισχύς ήρθη αναδρομικώς. Η υπό των εν τω ιδιωτικώ συμφωνητικώ περί εξωδίκου συμβιβασμού αφ’ ενός συμβληθέντων (τέκνων και μητρός) τοιαύτη υπαναχώρησις εναντίον του αφ’ ετέρου συμβληθέντος πατρός και τέως συζύγου αυτών αντιστοίχως κατέλαβε και την επί μέρους συμφωνία περί επαναρρυθμίσεως του μισθώματος της επιδίκου μισθώσεως, η οποία, κατά τα προαναφερθέντα, είχε διά της ως άνω εξωδίκου συμβιβαστικής συμφωνίας ενταχθεί εις το ενιαίον πλαίσιον ρυθμίσεως των περιουσιακών σχέσεων των ως άνω τέκνων μετά του ως άνω πατρός αυτών (από την εταιρική συμμετοχήν απάντων εις την εκμισθώτριαν ομόρρυθμον εταιρείαν) αλλά και ρυθμίσεως των οικονομικών αξιώσεων της πρώην συζύγου (μητρός των ως άνω τέκνων) κατά του πρώην συζύγου (και πατρός των ιδίων τέκνων) από την λύσιν του γάμου των δύο συζύγων, αφού, όπως προανεφέρθη, εις την σύναψιν του ως άνω ιδιωτικού συμφωνητικού συμμετείχαν άπαντες οι ως άνω συμβαλλόμενοι ατομικώς (ληφθείσης υπ’ όψιν και της παραλλήλου τότε ιδιότητος των πατρός και τέκνων ως νομίμων εκπροσώπων των εκμισθωτρίας ομορρύθμου εταιρείας και του πατρός ως νομίμου εκπροσώπου της μισθωτρίας ετερορρύθμου εταιρείας) υπό την έννοιαν ότι εν περιπτώσει γενέσεως δικαιώματος υπαναχωρήσεως λόγω μη τηρήσεως των εν τω ως άνω ιδιωτικώ συμφωνητικώ συμφωνηθέντων παρείχετο το δικαίωμα τούτο (υπαναχωρήσεως) και ηδύνατο το δικαίωμα τούτο να ασκηθεί εν σχέσει προς όλον το περιεχόμενον του ιδιωτικού συμφωνητικού και παρεπομένως εν σχέσει και προς την εν αυτώ μερικωτέραν συμφωνίαν περί της επαναρρυθμίσεως του μισθώματος της επιδίκου μισθώσεως ατομικώς υπό μόνων των ασκησάντων την υπ’ αριθ. καταθ. ….. /2006 αγωγήν τέκνων (………..) και της ασκησάσης την υπ’ αριθ. καταθ. …… /5-6-2006 αγωγήν πρώην συζύγου (………) ως αφ’ ενός συμβαλλομένων εντός του ως άνω ιδιωτικού συμφωνητικού εξωδίκου συμβιβασμού κατά του διά αμφοτέρων των ως άνω αγωγών εναγομένου και εν τω ιδιωτικώ συμφωνητικώ εξωδίκου συμβιβασμού αφ’ ετέρου συμβαλλομένου πατρός και τέως συζύγου αυτών αντιστοίχως (………….), ούτως ώστε διά της υπαναχωρήσεως από της ως άνω συμβάσεως εκ μέρους της μιάς αντιδίκου πλευράς να επέρχονται τα αποτελέσματα αυτής δι’ όλες τις μερικώτερες συμφωνίες του ιδιωτικού συμφωνητικού, ανεξαρτήτως εάν κάποια εξ αυτών και δή η περί επαναρρυθμίσεως του μισθώματος της επιδίκου μισθώσεως μερικωτέρα συμφωνία είχεν ως ενδιαφερομένους φορείς την εφεσίβλητον ομόρρυθμον εταιρείαν ως εκμισθώτριαν και την πρώτην εκκαλούσαν ετερόρρυθμον εταιρείαν ως μισθώτριαν (αφού τη συναινέσει των τότε νομίμων εκπροσώπων αμφοτέρων των εταιριών το περί επαναρρυθμίσεως του μισθώματος της επιδίκου μισθώσεως θέμα είχεν ενταχθεί ως αντικείμενον ατομικής ρυθμίσεως μεταξύ των ατομικώς συμβληθέντων εν τω ως άνω ιδιωτικώ συμφωνητικώ περί εξωδίκου συμβιβασμού μελών της διασπασθείσης οικογενείας εντός του πλαισίου ρυθμίσεως των περιουσιακών σχέσεων  τόσον μεταξύ πατρός και τέκνων όσον και μεταξύ πρώην συζύγων). Το ως άνω ασκηθέν δικαίωμα υπαναχωρήσεως δεν εστηρίχθη επί συμβατικής τινος ρήτρας του ιδιωτικού συμφωνητικού περί εξωδίκου συμβιβασμού αλλά επήγασεν ευθέως εκ του νόμου (διαζευκτικώς ασκηθέν δικαίωμα εκ των άρθρων 383 και 385 ΑΚ) ως προνόμιον των δανειστών και κύρωσις κατά του υπευθύνου οφειλέτου λόγω υπερημερίας υπαιτιότητι του εν αυτώ αφ’ ετέρου συμβληθέντος (………..) προς εκπλήρωσιν των εξ αυτού συμβατικών δεσμεύσεων και υποχρεώσεών του (βλ. Αποστόλου Γεωργιάδη – Μιχαήλ Σταθόπουλου, «Αστικόν Κώδικα – κατ’ άρθρον ερμηνεία», τόμον ΙΙ, άρθρα 383, 384 και 385, σελ. 358, 359, αριθ. 1, 3, 5, 8 & 11  και εισαγωγικές παρατηρήσεις εις τα άρθρα 389 – 401, σελ. 376, αριθ. 8 – 9). Επομένως, εξακολουθεί να ισχύει η διά του -εις την αρχήν του σκεπτικού αναφερομένου- ιδιωτικού συμφωνητικού εμπορικής μισθώσεως συνομολογηθείσα αρχική συμφωνία αναφορικώς προς το ύψος του οφειλομένου μισθώματος, οπότε εξακολουθούν να οφείλονται τα πρωτοδίκως επιδικασθέντα μισθώματα. Ορθώς, κατά συνέπειαν, διά της εκκαλουμένης αποφάσεως έγινε δεκτή η ένδικος αγωγή ως βάσιμος και κατ’ ουσίαν και πρέπει να απορριφθεί η έφεσις εν συνόλω και να διαταχθεί η εισαγωγή του καταβληθέντος παραβόλου εφέσεως εις το Δημόσιον Ταμείον (άρθρον 495§4εδ.ε΄ ΚΠολΔ). Η δικαστική δαπάνη της εφεσιβλήτου διά τον δεύτερον βαθμόν δικαιοδοσίας πρέπει, κατόπιν υποβολής αντιστοίχου αιτήματος εκ μέρους της, να επιβληθεί εις βάρος των ηττηθείσης και ηττηθέντων εκκαλούσης και εκκαλούντων (άρθρα 191§2 και 183 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικώτερον οριζόμενα εν τω διατακτικώ.

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

Δικάζει κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.

Δέχεται τυπικώς και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την υπ’ αριθ. καταθ. … /2014 έφεσιν κατά της υπ’ αριθ. 3313 /2014 αποφάσεως ειδικής διαδικασίας μισθωτικών διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Διατάσσει την εισαγωγήν του εν τω σκεπτικώ αναφερομένου παραβόλου εφέσεως εις το Δημόσιον Ταμείον.

Επιβάλλει εις βάρος των εκκαλούσης και εκκαλούντων την δικαστική δαπάνην της εφεσιβλήτου διά τον δεύτερον βαθμόν δικαιοδοσίας, την οποίαν ορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ.

Εκρίθη, απεφασίσθη και εδημοσιεύθη σε έκτακτη και δημοσία συνεδρίαση στο ακροατήριό του, δίχως να παρίστανται οι διάδικοι, την 19η Μαρτίου 2018.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΥΣ