Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 636/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός απόφασης  636/2019

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Αθανάσιο Θεοφάνη, Εφέτη και Ελένη Νικολακοπούλου,  Εφέτη-Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Γ.Λ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

  1. I. Με την από 17.7.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ………/17.7.2018 κλήση του εφεσιβλήτου, νομίμως φέρεται προς συζήτηση στο παρόν Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του Δικαστηρίου τούτου, η κρινόμενη από 9.1.2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ……/11.1.2017 και προσδιορισμού στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ……/19.1.2017 έφεση της εκκαλούσας-καθ’ης η κλήση-εναγομένης, κατόπιν παραπομπής της υπόθεσης δυνάμει της υπ’αριθμ.425/2018 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, που στρέφεται κατά της υπ’αριθμ.1802/2016 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία, μετά τις αποδείξεις που διεξήχθησαν δυνάμει της με αριθμό 6741/2001 εν μέρει οριστικής απόφασης του ανωτέρω Δικαστηρίου και έκανε εν μέρει δεκτή, ως ουσιαστικά βάσιμη, την από 18.4.2000 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……/20.4.2000 αγωγή του εφεσιβλήτου, σε βάρος της εναγομένης τραπεζικής εταιρείας, ήδη εκκαλούσας, ενώ την απέρριψε ως προς την δεύτερη εναγομένη, …………, συμβολαιογράφο. Η εν λόγω έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ.α, 518 § 1 και 520 § 1 ΚΠολΔ, καθόσον από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι έγινε νομότυπη επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, επιμελεία του ενάγοντος-εφεσιβλήτου, στις 13.12.2016 στην εναγομένη-εκκαλούσα, συντασσομένης της υπ’αριθμ………….΄/13.12.2016 έκθεσης επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Πρωτοδικείου Πειραιώς, …………, που προσκομίζεται από τον εφεσίβλητο, το δε πρωτότυπο του δικογράφου της εφέσεως κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 11.1.2017, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011) και για το παραδεκτό της έχει κατατεθεί το αναλογούν παράβολο υπέρ του Δημοσίου και ΤΑΧΔΙΚ (άρθρο 495 παρ. 1 και 4, όπως η παρ.4 προστέθηκε με το άρθρο 12 του Ν.4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015). Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω διαδικασία, για να ελεγχθεί το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ.
  2. II. Ο ενάγων, ήδη εφεσίβλητος, εξέθεσε στην από 18.4.2000 αγωγή του, ότι στις 18-12-96 δυνάμει της υπ’αριθμ……… επαναληπτικής περίληψης κατασχετήριας έκθεσης πλοίου, του δικαστικού επιμελητή Πειραιώς …………, εκπλειστηριάστηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς …….., δεύτερης των εναγομένων, με επίσπευση της πρώτης τούτων …. Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία έχει ήδη συγχωνευθεί με απορρόφησή της από την «…. ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΕ», ήδη εκκαλούσα, το επιβατηγό οχηματαγωγό πλοίο «ΑΝ», πλοιοκτησίας της οφειλέτιδος εταιρείας με την επωνυμία «………» και κατακυρώθηκε σ’αυτόν και τον αδελφό του δυνάμει της υπ’αριθμ……/18.12.1996 έκθεσης αναγκαστικού πλειστηριασμού, για το ποσό των 165.001.000 δραχμών, στον οποίο πλειοδότησε για τον εαυτό του και για λογαριασμό του αδελφού του, καταβάλλοντας το ποσό των 55.000.000 δραχμών, ως εγγύηση, με την παράδοση τριών επιταγών, που εισπράχθηκαν, αφού πείστηκε να συμμετάσχει στον πλειστηριασμό από τις απατηλές διαβεβαιώσεις των εναγομένων ότι το πλοίο δεν είχε κανένα χρέος προς το Ν.Α.Τ. και την Δ.Ο.Υ. και έτσι θα αποκτούσε την κυριότητα του χωρίς κανένα νομικό ελάττωμα, αν και αυτές γνώριζαν ότι η πλοιοκτήτρια είχε οφειλές προς το ΝΑΤ, αφού τους είχε επιδοθεί πριν τον πλειστηριασμό η αναγγελία τούτου για απαιτήσεις ανερχόμενες σε 105.686.808 δρχ., πλέον πρόσθετων τελών, αλλά δολίως τις απέκρυψαν απ’αυτόν, που τις ανακάλυψε την επομένη του πλειστηριασμού ζητώντας από τις ανωτέρω υπηρεσίες σχετικά πιστοποιητικά περί μη οφειλής και γι’αυτό αρνήθηκε να καταβάλει το υπόλοιπο του πλειστηριάσματος απαιτώντας με το από 14.1.1997 εξώδικο την επιστροφή του καταβληθέντος ανωτέρω ποσού. Περαιτέρω ισχυρίζεται ότι, κατόπιν ανακοπής του, με την υπ’αριθμ.4249/1998 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που κατέστη τελεσίδικη, ακυρώθηκε ο εν λόγω πλειστηριασμός και οι συναφείς πράξεις εκτελέσεως και αναπλειστηριασμού και ακολούθως στις 6.10.1998 του επιστράφηκε το συνολικό ποσό των 52.580.080 δρχ., αφαιρουμένων δε των τόκων υπερημερίας από 14.1.97 μέχρι τότε, ύψους κατά τους υπολογισμούς του 22.901.388 δρχ., παραμένει ανεξόφλητο ποσό κεφαλαίου εκ 25.321.308 δρχ., πλέον τόκων από την ημερομηνία καταβολής μέχρι την σύνταξη της αγωγής ανερχομένων σε 8.427.072 δρχ. και συνολικά 33.748.380 δρχ., που αρνούνται να του καταβάλουν αποκομίζοντας παράνομο περιουσιακό όφελος και καθιστάμενες αδικαιολογήτως πλουσιώτερες, άλλως του οφείλουν το ποσό των 3.211.985 δρχ. (2.409.942 δρχ. κεφάλαιο + 802.043 δρχ. τόκοι υπερημερίας από 6.10.1998 έως 18.4.2000), εντόκως από την επίδοση της αγωγής με ανατοκισμό των οφειλομένων τόκων, άλλως το ποσό των 2.409.942 ως κεφάλαιο, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, καθώς επίσης το ποσό των 271.781.190 δρχ., όπως επαρκώς αναλύεται, για την αποθετική του ζημία από την απώλεια του προσδοκώμενου μετά βεβαιότητας κέρδους, που θα αποκόμιζε από την εκμετάλλευση του εν λόγω πλοίου στην γραμμή Πειραιάς-Αίγινα-Μέθανα-Πόρος κατά τα έτη 1997, 1998 και 1999. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό ο ενάγων ζήτησε, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του καταψηφιστικού αιτήματος του σε αναγνωριστικό, σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες και περί ευθύνης του πωλητή για νομικά ελαττώματα, άλλως επικουρικά κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενες υποχρεούνται να του καταβάλουν εις ολόκληρον συνολικά, το ποσό των 305.529.570 δραχμών, άλλως το ποσό των 274.993.175 δραχμών, έτι δε επικουρικότερα το ποσό των 274.191.132 δραχμών, με το νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της αγωγής και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως και να καταδικασθούν οι εναγόμενες στην δικαστική του δαπάνη.

III. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε αρχικά η υπ΄αριθμ.6741/2001 εν μέρει οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, κατά την τακτική διαδικασία, με την οποία απορρίφθηκε, ως απαράδεκτη, η αγωγή, καθόσον αφορά τη δεύτερη των εναγομένων, συμβολαιογράφο-υπάλληλο του πλειστηριασμού, μη τηρουμένων των απαιτουμένων κατά νόμο προϋποθέσεων της αγωγής κακοδικίας, ενώ ως προς την πρώτη εναγομένη εταιρεία, ήδη εκκαλούσα, αναβλήθηκε η έκδοση οριστικής απόφασης, προκειμένου ο ενάγων να αποδείξει με κάθε νόμιμο αποδεικτικό μέσο και με μάρτυρες την ιστορούμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά της πρώτης εναγομένης, καθώς και την έκταση και το ύψος της επικαλούμενης θετικής και αποθετικής ζημίας του.

Μετά την διεξαγωγή των αποδείξεων, που διατάχθηκαν, εισήχθη η υπόθεση για περαιτέρω συζήτηση και εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία, αφού απορρίφθηκε, ως απαράδεκτη, η μετ’απόδειξη συζήτηση της αγωγής αναφορικά με την δεύτερη εναγομένη υπάλληλο του πλειστηριασμού, συμβολαιογράφο, για την οποία είχε ήδη απορριφθεί η αγωγή με την εν μέρει οριστική, ως προς αυτήν, ανωτέρω απόφαση διεξαγωγής αποδείξεων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού έκρινε ότι ο υπερθεματιστής ενάγων υπαναχώρησε από την, δια του ως άνω πλειστηριασμού, πώληση του πλοίου, λόγω πλημμελούς εκπλήρωσης της υποχρέωσης της επισπεύδουσας εναγομένης τράπεζας να μεταβιβάσει το εκπλειστηριασθέν πλοίο χωρίς νομικό ελάττωμα, το οποίο αυτή γνώριζε, απορριπτομένου, ως νομικά αβάσιμου, του προβληθέντος απ’αυτήν ισχυρισμού ότι ο ενάγων ενήργησε με βαριά αμέλεια, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και αναγνώρισε την υποχρέωση της, με βάση την ευθύνη του πωλητή για νομικά ελαττώματα, απορρίπτοντας, ως ουσιαστικά αβάσιμη, την βάση εκ της αδικοπραξίας, να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 99.041,47 ευρώ, που αντιστοιχεί στο οφειλόμενο ποσό των 33.748.380 δρχ., αφενός για εναπομείναν κεφάλαιο 25.321.308 δρχ. εκ του καταβαλλόμενου πλειστηριάσματος και αφετέρου για τόκους υπερημερίας από 6.10.1998 μέχρι την σύνταξη της αγωγής, νομιμοτόκως με ανατοκισμό των τόκων από την επομένη επίδοσης της αγωγής.

Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ήδη με την ένδικη έφεση της η ηττηθείσα εναγομένη τράπεζα για τους αναφερομένους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητεί την τυπική και ουσιαστική παραδοχή της έφεσης της, κατά τα προσβαλλόμενα κεφάλαια, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, την αναδίκαση της αγωγής από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω απόρριψη της.

  1. IV. Από τις διατάξεις των άρθρων 321, 322 και 324 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι το δεδικασμένο, που πηγάζει κατά λογική αναγκαιότητα από το σκοπό της πολιτικής δίκης και αποτυπώνει το τέλος ενεργοποίησης του δικαιοδοτικού μηχανισμού, που είχε τεθεί σε κίνηση προκειμένου να αποκατασταθούν οι διαταραγμένες ισορροπίες στο χώρο του ουσιαστικού δικαίου, δηλαδή αποτελεί έννομη συνέπεια της δικαστικής απόφασης, που διασφαλίζει τη δεσμευτικότητα του περιεχομένου της, απορρέει από τις τελεσίδικες αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων και εκτείνεται τόσο στο ουσιαστικό ζήτημα αναφορικά με έννομη σχέση που κρίθηκε ύστερα από άσκηση αγωγής, ανταγωγής, κύριας παρέμβασης ή ένστασης συμψηφισμού, όσο και στο δικονομικό ζήτημα που κρίθηκε σε συνάρτηση με το ουσιαστικό ζήτημα, υπάρχει δε μεταξύ των ίδιων προσώπων με την ίδια ιδιότητα μόνο για το δικαίωμα που κρίθηκε, κυρίως ή παρεμπιπτόντως, και εφόσον πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και την ίδια ιστορική και νομική αιτία. Δεδικασμένο από τελεσίδικη απόφαση δημιουργείται και όταν το αντικείμενο της νέας δίκης που διεξάγεται μεταξύ των ίδιων προσώπων είναι διαφορετικό από εκείνο που ζητήθηκε στη δίκη που προηγήθηκε, έχει όμως αναγκαία προϋπόθεση την ύπαρξη του δικαιώματος που κρίθηκε κατ’ αυτή, τούτο δε συμβαίνει όταν στη νέα δίκη πρόκειται να κριθεί η ίδια δικαιολογητική σχέση και το ίδιο νομικό ζήτημα με αυτό που κρίθηκε με την προηγούμενη απόφαση (ΑΠ 1450/2005 ΤΝΠ Νόμος). Το δεδικασμένο καλύπτει -ως ενιαίο σύνολο- ολόκληρο το δικανικό συλλογισμό με βάση τον οποίο το Δικαστήριο κατέληξε στην αναγνώριση ή όχι της επίδικης έννομης σχέσης. Συγκεκριμένα, καλύπτει όχι μόνο το δικαίωμα που κρίθηκε, δηλαδή την έννομη σχέση που διαγνώστηκε, αλλά και την ιστορική αιτία που έγινε δεκτή από την απόφαση, υπό την έννοια των περιστατικών, τα οποία ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της έννομης σχέσης, καθώς και τη νομική αιτία, δηλαδή το νομικό χαρακτηρισμό που το Δικαστήριο προσέδωσε στα πραγματικά περιστατικά, κατά την υπαγωγή τους στη σχετική διάταξη του νόμου (ΑΠ 61/2006 ΤΝΠ Νόμος). Επομένως, το ως άνω ουσιαστικό δεδικασμένο (σε αντιπαραβολή με το τυπικό δεδικασμένο ή τελεσιδικία της απόφασης) εμποδίζει να αμφισβητηθεί μεταξύ των αυτών προσώπων και να καταστεί αντικείμενο νέας δίκης το δικαίωμα που κρίθηκε και η δικαιολογική σχέση που το στηρίζει, δηλαδή το σύνολο των έννομων συνεπειών, που κρίθηκαν ότι απορρέουν από την έννομη σχέση. Η απαγόρευση αυτή ενεργεί τόσο θετικά, με την έννοια ότι το Δικαστήριο, στο οποίο ανακύπτει εξ αφορμής άλλης δίκης, είτε ως κύριο είτε ως προδικαστικό, το δικαίωμα που κρίθηκε με τελεσίδικη απόφαση, οφείλει να θέσει ως βάση της απόφασής του το δεδικασμένο, που προκύπτει από την προηγούμενη τελεσίδικη απόφαση, λαμβάνοντας αυτό ως αμάχητη αλήθεια, όσο και αρνητικά, με την έννοια ότι απαγορεύεται η άσκηση νέας αγωγής για το δικαίωμα που καλύπτεται από το δεδικασμένο (ne bis in idem), η οποία, αν παρόλα αυτά ασκηθεί, απορρίπτεται ως απαράδεκτη (ΑΠ 790/2015, ΑΠ 1286/2011, ΑΠ 613/2007 ΤΝΠ Νόμος).
  2. V. Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων ενώπιον του ορισθέντος Εισηγητή Δικαστή, που περιλαμβάνονται στην υπ’αριθμ.17/2007 (ΑΜ 2570) Εισηγητική Έκθεση του Τμήματος Διεξαγωγών Αποδείξεων του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που προσκομίζεται σε επικυρωμένο αντίγραφο, όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφα τους και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 264 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της υπ’αριθμ.4249/1998 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, επί της, κατ’άρθρο 933ΚΠολΔ, από 12.5.1997 ανακοπής και των από 9.1.1998 πρόσθετων αυτής λόγων, του νυν ενάγοντος, ήδη εφεσιβλήτου, με την ιδιότητα του υπερθεματιστή και έχει καταστεί τελεσίδικη, ακυρώθηκε ο διενεργηθείς στις 18.12.1996 πλειστηριασμός, με βάση την υπ’αριθμ…… επαναληπτική περίληψη κατασχετήριας έκθεσης πλοίου, του δικαστικού επιμελητή Πειραιώς ………., ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς ……….., δεύτερης των εναγομένων, με επίσπευση της πρώτης τούτων εναγομένης τράπεζας με την επωνυμία «…… ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.», η οποία έχει ήδη συγχωνευθεί με απορρόφησή της από την «….. ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», ήδη εκκαλούσα, ως καθολική διάδοχός της, καθώς επίσης και οι συναφείς προσβαλλόμενες πράξεις εκτελέσεως και αναπλειστηριασμού, του επιβατηγού οχηματαγωγού πλοίου «ΑΝ», κ.ο.χ. 1354,02, πλοιοκτησίας της οφειλέτιδος εταιρείας με την επωνυμία «………….», συντασσομένης της υπ’αριθμ…../ 18.12.1996 έκθεσης αναγκαστικού πλειστηριασμού και κατακύρωσης στον υπερθεματιστή ενάγοντα και τον αδελφό του, για το ποσό των 165.001.000 δραχμών, λόγω της ύπαρξης νομικού ελαττώματος, που δεν εξαλειφόταν με τον πλειστηριασμό και το οποίο γνώριζε η επισπεύδουσα εναγομένη τράπεζα και συνίστατο στις εκ του ναυτολογίου οφειλόμενες εισφορές του εν λόγω πλοίου προς το Ν.Α.Τ., που περιόριζε την από τον ανακόπτοντα υπερθεματιστή – ενάγοντα κτήση της κυριότητας του πλειστηριασθέντος πλοίου, ευθυνόμενος αλληλεγγύως, ως νέος πλοιοκτήτης, για την καταβολή τους και ανέρχονταν στο ποσό των 105.686.808 δρχ. πλέον πρόσθετων τελών 2% ετησίως από της κατακυρώσεως μέχρι εξοφλήσεως. Ενόψει τούτων, τα ζητήματα της ύπαρξης του εν λόγω νομικού ελαττώματος του εκπλειστηριασθέντος πλοίου και της γνώσης, ως προς αυτό, της επισπεύδουσας εναγομένης τράπεζας, κατά τον κρίσιμο χρόνο του πλειστηριασμού, που ανακύπτουν εν προκειμένω, ως προδικαστικά του κύριου αντικειμένου της παρούσας δίκης, καθόσον ανάγονται στην νομική βασιμότητα του επίδικου δικαιώματος περί αποζημίωσης του ενάγοντος υπερθεματιστή, λόγω ευθύνης της επισπεύδουσας τράπεζας τελούσης εν γνώσει του νομικού ελαττώματος εναγομένης, κατ’άρθρο 1017 παρ.2 εδ.β΄ ΚΠολΔ, καλύπτονται από το δεδικασμένο, που απορρέει από την ανωτέρω τελεσίδικη απόφαση ακύρωσης του διενεργηθέντος πλειστηριασμού, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, δεδομένου ότι οι προκείμενες (μείζων και ελάσσων) του δικανικού συλλογισμού του προηγούμενου Δικαστηρίου για τα εν λόγω ζητήματα δεν περιβάλλονται αυτές καθ’ εαυτές με ισχύ δεδικασμένου, παραμένουν όμως απρόσβλητες, ως μέλη του δικανικού συλλογισμού, που οδήγησε στην δεσμευτική διάγνωση της εννόμου σχέσεως, που κρίθηκε, με σκοπό να διασφαλισθεί το πόρισμά του και η περαιτέρω απρόσκοπτη εκδήλωση της αρνητικής και της θετικής λειτουργίας του παραχθέντος δεδικασμένου. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκε η ύπαρξη του προαναφερόμενου νομικού ελαττώματος και η γνώση της επισπεύδουσας εναγομένης, ως προς αυτό, με επάλληλη αιτιολογία, όσον αφορά την ύπαρξη δεδικασμένου, που το δεσμεύει, ορθά, κατ’αποτέλεσμα, έκρινε και, συνεπώς, ο πρώτος λόγος της κρινόμενης έφεσης, που αποδίδει στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο την πλημμέλεια ότι δέχθηκε την επί του πλειστηριασμού ευθύνη της επισπεύδουσας εναγομένης τράπεζας, λόγω του ανωτέρω νομικού ελαττώματος του πλειστηριασθέντος πλοίου, επειδή αυτή το γνώριζε, αφενός, κατά την επικαλούμενη θεμελίωση του στην επιείκεια και την ανοχή, άλλως συγκατάθεση, που επέδειξε, ως επισπεύδουσα, λαμβάνοντας την απόφαση να μην παραστεί στην συζήτηση της ασκηθείσης για την ακύρωση του πλειστηριασμού ανακοπής και να μην ασκήσει ένδικα μέσα κατά της εκδοθείσης εν λόγω απόφασης, προκειμένου να επιστραφεί στον ενάγοντα υπερθεματιστή το ποσό της εγγύησης, που είχε καταθέσει, κρίνεται απορριπτέος, ως αβάσιμος, δεδομένου ότι η ύπαρξη του περιγραφομένου νομικού ελαττώματος και η γνώση της περί αυτού κατά τον κρίσιμο χρόνο, καλύπτονται από το δεδικασμένο της ανωτέρω απόφασης για την ακύρωση του επίμαχου πλειστηριασμού και, ως εκ τούτου, ανεξαρτήτως του ότι τα επικαλούμενα ως άνω περιστατικά άρνησης της ευθύνης της και αληθή υποτιθέμενα, δεν αναιρούν την γνώση της, τα κρίσιμα αυτά ζητήματα δεν μπορούν να εξετασθούν εκ νέου στην παρούσα δίκη, αλλά λαμβάνονται αμάχητα, ως αληθή.
  3. VI. Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 527 ΚΠολΔ, όπως το άρθρο αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄87/23.7.2015, με έναρξη ισχύος από 1.1.2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 Ν.4335/2015, προκύπτει ότι είναι απαράδεκτη η προβολή για πρώτη φορά στην κατ` έφεση δίκη ισχυρισμών, που δεν προτάθηκαν ή δεν προτάθηκαν παραδεκτά στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν προτείνονται από τον εφεσίβλητο ως υπεράσπιση κατά της έφεσης και δεν μεταβάλλεται η πραγματική βάση της αγωγής ή γεννήθηκαν μετά την τελευταία συζήτηση στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ή λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως ή μπορεί να προταθούν σε κάθε στάση της δίκης, ή το Δικαστήριο κρίνει ότι οι πραγματικοί ισχυρισμοί δεν προβλήθηκαν έγκαιρα με τις προτάσεις από δικαιολογημένη αιτία, ή αν αυτοί προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα, ή αν αποδεικνύονται με δικαστική ομολογία του αντιδίκου ή αν αποδεικνύονται με έγγραφο (χωρίς πλέον την πρόσθετη προϋπόθεση να κρίνει το Δικαστήριο ότι ο διάδικος δεν γνώριζε, ούτε μπορούσε να πληροφορηθεί έγκαιρα την ύπαρξη του εγγράφου, η οποία, απαλείφθηκε με τον ν. 3994/2011). Ως νέοι ισχυρισμοί, νοούνται μόνο οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί που τείνουν σε θεμελίωση, παρακώλυση ή κατάλυση ουσιαστικού δικαιώματος και στοιχειοθετούν τη βάση ένστασης, αντένστασης ή άλλης αυτοτελούς αίτησης για παροχή έννομης προστασίας, το δε απαράδεκτο της προβολής τους λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο. Έγγραφη απόδειξη του νέου ισχυρισμού υπάρχει όταν όλα τα πραγματικά στοιχεία που τον θεμελιώνουν αποδεικνύονται από το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο έγγραφο (δημόσιο ή ιδιωτικό με πλήρη απόδειξη) κατά τρόπο ευθύ και άμεσο και όχι σε συνδυασμό με δικαστικά τεκμήρια. Σε όλες τις περιπτώσεις της βραδείας προβολής ισχυρισμού το Δικαστήριο της ουσίας διαμορφώνει την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του ως προς το αν είναι ή όχι δικαιολογημένη η βραδεία προβολή αυτού ή ως προς το αν συντρέχει ή όχι κατά περίπτωση μία από τις παραπάνω προϋποθέσεις μετά από έρευνα των στοιχείων της δικογραφίας. Η δε σχετική παράβαση ελέγχεται με τον αναιρετικό λόγο από τον αρ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, όταν το Δικαστήριο της ουσίας απέρριψε, ως απαράδεκτο αυτοτελή ισχυρισμό κατά παράβαση της οικείας δικονομικής διάταξης του άρθρου 527 ΚΠολΔ, καθώς και με τον αναιρετικό λόγο από τον αρ. 8 του ίδιου άρθρου, εφόσον ο σχετικός αυτοτελής ισχυρισμός και όλα τα θεμελιωτικά του στοιχεία προβλήθηκαν παραδεκτά και νόμιμα στο Δικαστήριο της ουσίας. (ΟλΑΠ 12/1991, ΑΠ 1087/2014, ΑΠ 752/2011, ΑΠ 821/1998 ΕλΔνη 1999, 107, ΕφΠειρ 211/2014 δημ.ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση η εναγομένη τράπεζα προβάλει για πρώτη φορά ενώπιον του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου με το δικόγραφο της έφεσής της, τον ισχυρισμό περί γνώσης του ενάγοντος υπερθεματιστή για το ρηθέν νομικό ελάττωμα του πλειστηριασθέντος πλοίου, προκειμένου να επιτύχει την απαλλαγή της από την ευθύνη της, ως επισπεύδουσας, ένεκα τούτου. Ο εν λόγω πραγματικός ισχυρισμός, δεν είχε προταθεί πρωτοδίκως, αφού με τις προτάσεις της αρχικής συζήτησης η εναγομένη τράπεζα επικαλέστηκε έλλειψη εκ μέρους του υπερθεματιστή ενάγοντος της απαιτούμενης πρόνοιας και επιμέλειας στις συναλλαγές, στις δε προτάσεις μετ’απόδειξη συζήτησης υποστήριξε ότι αυτός επέδειξε βαρεία αμέλεια συμμετέχοντας στον πλειστηριασμό χωρίς να ελέγξει τις οφειλές και τα βάρη του πλοίου, εφόσον στο πρόγραμμα πλειστηριασμού αναγραφόταν ρητά ότι η επισπεύδουσα εναγομένη δεν έφερε καμία ευθύνη έναντι του υπερθεματιστή για οποιοδήποτε νομικό ή πραγματικό ελάττωμα. Επομένως, η προβολή του ισχυρισμού τούτου για πρώτη φορά στην κατ’έφεση δίκη είναι προεχόντως απαράδεκτη, για τον λόγο ότι η εκκαλούσα δεν επικαλέστηκε, ούτε αποδείχθηκε ότι συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις, που να δικαιολογεί την βραδεία προβολή του και ειδικότερα, επειδή η ιστορική βάση της ένστασης περί απαλλαγής της από την ευθύνη δεν προέκυψε μετά τη συζήτηση της διαφοράς στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ούτε λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως, μήτε αποδεικνύεται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου, ούτε συντρέχει δικαιολογημένη αιτία μη έγκαιρης προβολής του. Επίσης απορριπτέο, ως αβάσιμο, κρίνεται και το υποβαλλόμενο από τον εφεσίβλητο με την προσθήκη στις παρούσες προτάσεις του αίτημα, κατ’άρθρα 450-451 ΚΠολΔ, περί επίδειξης των πρωτόδικων από 25.9.2001 προτάσεων της εναγομένης τράπεζας, καθόσον, όπως και ο ίδιος παραδέχεται, δεν βρίσκονται στην κατοχή της, ούτε μπορεί να εξαχθεί επικυρωμένο αντίγραφο εκ του κατατεθέντος στο Δικαστήριο πρωτοτύπου, εφόσον έχουν πολτοποιηθεί σύμφωνα με το οικείο πιστοποιητικό της γραμματέως του Πρωτοδικείου Πειραιώς, άλλωστε προσκομίζονται σε αντίγραφο από τον ενάγοντα-εφεσίβλητο, το οποίο ο πληρεξούσιος δικηγόρος του είχε αναλάβει από τον φάκελο της δικογραφίας κατά την τότε συζήτηση της υπόθεσης.

Ενόψει των ανωτέρω, ο κρινόμενος λόγος, κατά το μέρος που επιχειρεί να θεμελιώσει την άρση της ευθύνης της εναγομένης στην επικαλούμενη γνώση του ενάγοντος υπερθεματιστή περί του νομικού ελαττώματος, κατά τα αναφερόμενα περιστατικά, πρέπει να απορριφθεί, ως απαράδεκτος. Περαιτέρω, όσον αφορά την επιχειρούμενη επικουρικά θεμελίωση της απαλλαγής της στην επικαλούμενη βαριά αμέλεια του ενάγοντος, κρίνεται απορριπτέα, ως μη ερειδόμενη στο νόμο, καθόσον για την αναίρεση της ευθύνης της δεν αρκεί υπαίτια άγνοια του υπερθεματιστή για την ύπαρξη του νομικού ελαττώματος, ακόμη και οφειλομένη σε βαριά αμέλεια και συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε τον προβαλλόμενο ισχυρισμό περί βαριάς αμέλειας του ενάγοντος, όσον αφορά την ύπαρξη του νομικού ελαττώματος, ως νόμω αβάσιμο, ορθά εφάρμοσε τον νόμο, απορριπτομένου του επικουρικά προβαλλόμενου συναφούς περί του αντιθέτου ισχυρισμού, που διαλαμβάνεται στον κρινόμενο πρώτο λόγο της έφεσης, ως αβασίμου.

VII. Εξάλλου, η παραγραφή δεν λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως, αλλά μόνο κατόπιν πρότασής της από τον οφειλέτη, ο οποίος λόγω της συμπλήρωσής της μπορεί να αρνηθεί να εκπληρώσει την παροχή (272 ΑΚ). Ο θεσμός της “εν επιδικία” παραγραφής συνιστά ειδικότερη εκδήλωση του θεσμού της παραγραφής. Η διακοπή της παραγραφής επερχόταν μέχρι την επελθούσα τροποποίηση με την “έγερση” της αγωγής, χωρίς αυτή να επιφέρει αντίστοιχη αναστολή κατά τη διάρκεια της δίκης. Όριζε λοιπόν το άρθρο 261 ΑΚ, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάσταση του με το άρθρο 101 παρ. 1 του Ν. 4139/20.3.2013, επί λέξει τα εξής (αποτελώντας μεταφορά του άρθρου 2 του Ν. ΓΧΞ`/1910): “την παραγραφή διακόπτει η έγερση της αγωγής. Η παραγραφή που διακόπηκε με τον τρόπο αυτό αρχίζει και πάλι από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του Δικαστηρίου”. Από την τελευταία αυτή διάταξη συναγόταν ότι αν η παραγραφή διεκόπτετο με την άσκηση της αγωγής, η ίδια παραγραφή, ομοειδής και ισόχρονη με αυτήν που είχε διακοπεί, άρχιζε σε κάθε περίπτωση – και ανεξαρτήτως από το είδος αυτής ως βραχυπρόθεσμης ή συνήθους – ευθύς μετά την έγερση της αγωγής και διακοπτόταν μετά από κάθε διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του Δικαστηρίου. `Ετσι επί αξιώσεως που είχε καταστεί επίδικη, η παραγραφή στην οποία υπόκειτο μπορούσε να συμπληρωθεί κατά τη διάρκεια της επιδικίας. Ως διαδικαστική δε πράξη, που συνεπαγόταν κατά την ως άνω διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ τη διακοπή της παραγραφής, εθεωρείτο κάθε πράξη των διαδίκων ή των νομίμων αντιπροσώπων και πληρεξουσίων τους ή της δικαστικής αρχής, που περιείχε τα στοιχεία δικαστικής ενέργειας και ήταν αναγκαία για την έναρξη, συνέχιση ή αποπεράτωση της δίκης. Σύμφωνα με το σκοπό της ίδιας διάταξης, για να αρχίσει εκ νέου η παραγραφή, που διακόπηκε από την τελευταία διαδικαστική πράξη του Δικαστηρίου, θα έπρεπε να είναι δυνατή η περαιτέρω προώθηση της υποθέσεως με πράξεις των διαδίκων. Τούτο δε γιατί ο θεσμός της παραγραφής της αξίωσης (247επ.ΑΚ) αποτελεί τη νομοθετικά προβλεπόμενη κύρωση στην αδράνεια του δανειστή να επιδιώξει την ικανοποίηση της αξίωσής του και επομένως, δεν ήταν νοητή η παραγραφή της αξίωσης, όταν αυτός είχε ενεργήσει ότι ήταν αναγκαίο στη συγκεκριμένη περίπτωση, ώστε να μη χρειάζεται να επιχειρήσει κάτι ιδιαίτερο. Γι` αυτό ο νόμος αναγνώριζε σοβαρούς λόγους συνεπεία των οποίων η πάροδος του χρόνου δεν είχε δυσμενείς συνέπειες για τον δανειστή. Τέτοιοι λόγοι αναστολής της παραγραφής ήταν και είναι, κατ`άρθρο 255ΑΚ, το δικαιοστάσιο, η ανωτέρα βία και ο δόλος του υποχρέου. Σύμφωνα, με το νέο άρθρο 261 Α.Κ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 101 παρ. 1 του Ν. 4139/2013 και ισχύει από 20-3-2013, ορίζεται ότι την παραγραφή διακόπτει η άσκηση της αγωγής. Η παραγραφή που διακόπηκε με τον τρόπο αυτό αρχίζει και πάλι από την έκδοση τελεσίδικης απόφασης ή την κατ` άλλον τρόπο περάτωση της δίκης. Στην δεύτερη παράγραφο του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι, στην περίπτωση που οι διάδικοι δεν επισπεύδουν την πρόοδο της δίκης και εφόσον δεν προβλέπεται άλλη προθεσμία για την ενέργεια διαδικαστικών πράξεων από αυτούς, η παραγραφή αρχίζει και πάλι έξι μήνες μετά την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του Δικαστηρίου. Στις περιπτώσεις αυτές η παραγραφή διακόπτεται εκ νέου εφόσον κάποιος διάδικος επισπεύσει την πρόοδο της δίκης, ενώ σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου τούτου, η παρούσα διάταξη εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις εφόσον δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 δεν διαφέρει από την προϊσχύουσα ρύθμιση, παρά μόνον στην αντικατάσταση του όρου “έγερση” από τον σύγχρονο όρο “άσκηση” της αγωγής. Οι συνέπειες του ουσιαστικού δικαίου εξακολουθούν να εντοπίζονται στο χρονικό σημείο της έγκυρης επιδόσεως της αγωγής, οπότε θεωρείται ότι ο εναγόμενος έλαβε γνώση της εναντίον του αγωγής. Η σοβαρότερη διαφοροποίηση από την προϊσχύουσα διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ, εντοπίζεται στο δεύτερο εδάφιο της πρώτης παραγράφου, το οποίο προβλέπει ταυτοχρόνως διακοπή και μία ιδιότυπη αναστολή της παραγραφής, μέχρι το χρονικό σημείο εκδόσεως τελεσίδικης αποφάσεως ή περατώσεως της δίκης με άλλο τρόπο. Ο όρος “τελεσίδικη απόφαση” εννοεί την επερχόμενη με οποιοδήποτε τρόπο τελεσιδικία όπως π.χ. οριστική απόφαση που καθίσταται τελεσίδικη λόγω παρελεύσεως των προθεσμιών για την άσκηση τακτικών ενδίκων μέσων, παραιτήσεως από το δικαίωμα ασκήσεως τους, αποδοχής της αποφάσεως, αποδοχή της αγωγής κλπ. Εκτός από την τελεσιδικία της αποφάσεως, προβλέπεται περαιτέρω ότι η παραγραφή αρχίζει και πάλι, όταν η δίκη περατωθεί με άλλο τρόπο, ήτοι λόγω καταργήσεως της δίκης με δικαστικό συμβιβασμό (ΚΠολΔ 293), καθώς και με παραίτηση από το δικόγραφο ή το δικαίωμα της αγωγής (ΚΠολΔ 294-297), εφαρμοζομένου επί παραιτήσεως από το δικόγραφο του άρθρου 263 ΑΚ. Από το συνδυασμό του νέου άρθρου 261 και του άρθρου 270 ΑΚ, που παραμένει αμετάβλητο, συνάγεται σαφώς ότι η νέα παραγραφή αρχίζει την επομένη της τελεσιδικίας της αποφάσεως ή της περατώσεως της δίκης με άλλο τρόπο. Η τρίτη παράγραφος του (νέου) άρθρου 261 ΑΚ, ορίζει “ότι η νέα διάταξη εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις, εφόσον δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση”. Εξάλλου, κατ`εφαρμογή του άρθρου 533 παρ. 2 ΚΠολΔ, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο εφαρμόζει κατ`αρχήν το νόμο που ίσχυε κατά το χρόνο δημοσιεύσεως της πρωτόδικης αποφάσεως, ώστε να μη θεμελιώνεται λόγος εφέσεως εξαιτίας ευνοϊκής υπέρ του εκκαλούντος νομοθετικής μεταβολής. Εξαίρεση εισάγεται, όταν ο νόμος περιέχει ρητή διάταξη ότι αυτός εφαρμόζεται στις εκκρεμείς ενώπιον του Εφετείου δίκες, αν συγχρόνως δεν παραβιάζονται συνταγματικώς προστατευόμενα δικαιώματα και υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι δεν έχει παραγραφεί εν επιδικία η ένδικη αξίωση κατά την δημοσίευση του Ν. 4139/2013, ήτοι την 20.3.2013. Εν προκειμένω, ο Ν. 4139/2013, προβλέποντας ότι το άρθρο 261 ΑΚ, εφαρμόζεται σε όλες τις δίκες για τις οποίες δεν εκδόθηκε τελεσίδικη απόφαση, επιτρέπει την άσκηση εφέσεως από το διάδικο του οποίου η αξίωση κρίθηκε πρωτοδίκως παραγεγραμμένη, να επικαλεσθεί ως λόγο εφέσεως την “εσφαλμένη” υπό το νέο νομοθετικό καθεστώς αποδοχή της ενστάσεως παραγραφής, εφόσον βεβαίως πληρούνται οι προϋποθέσεις του νέου άρθρου 261 ΑΚ (ΑΠ 148/2017, ΑΠ 277/2017) και υπό την αυτονόητη βέβαια προϋπόθεση ότι δεν υπάρχει παραγραφή εν επιδικία και ότι δεν έχει τελεσιδικήσει κατ` άλλον τρόπο η υπόθεση (όπως π.χ. οριστική απόφαση που καθίσταται τελεσίδικη λόγω παρελεύσεως των προθεσμιών για την άσκηση των ενδίκων μέσων, παραιτήσεως από το δικαίωμα ασκήσεως τους, αποδοχής της αποφάσεως, αποδοχή της αγωγής). Έτσι ορίστηκε πλέον νομοθετικά και για τις εκκρεμείς υποθέσεις για τις οποίες δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη δικαστική απόφαση, η άσκηση της αγωγής ως ειδικό ανασταλτικό γεγονός του χρόνου νέας παραγραφής της αξίωσης, ο οποίος διαφορετικά θα άρχιζε αμέσως μετά την διακοπή που επέρχεται με την επίδοση της αγωγής, η οποία ήταν ισόχρονη, έστω και βραχυπρόθεσμη και το ανασταλτικό αυτό αποτέλεσμα εξακολουθεί από το ανώτερο σημείο διακοπής και για όσο διαρκεί η δίκη της αγωγής, αποκλείοντας την παραγραφή της αξίωσης εν επιδικία μέχρι την έκδοση τελεσίδικης δικαστικής απόφασης ή την κατ’ άλλο τρόπο περάτωση της δίκης και επαναφέροντας την παραγραφή εν επιδικία, μόνο, στην περίπτωση που οι διάδικοι δεν επισπεύδουν την πρόοδο της δίκης και εφόσον δεν προβλέπεται άλλη προθεσμία για την ενέργεια διαδικαστικών πράξεων από αυτούς, η οποία, όμως μπορεί εκ νέου να διακοπεί με διαδικαστικές πράξεις διαδίκου. (ΑΠ 361/2019, ΑΠ 148/2017, ΑΠ 1504/2017, ΕφΑθ539/2018, δημ.ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση η εκκαλούσα με τον δεύτερο λόγο της έφεσης της, παραπονείται για την απόρριψη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο της ένστασης της περί παραγραφής εν επιδικία, τόσο της απαίτησης του ενάγοντος από αδικοπραξία, όσο και της αξίωσης του για επιδίκαση τόκων, επικαλούμενη ότι από την προτελευταία διαδικαστική πράξη του ενάγοντος με την κατάθεση στην γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά στις 5.11.2009 της από 4.11.2009 κλήσης για μετ’απόδειξη συζήτηση της αγωγής του και επίδοσης της στις 16.11.2009, μέχρι την κατάθεση και επίδοση στις 8.4.2015 της νέας από 7.4.2015 κλήσης, κατόπιν ματαίωσης της υπόθεσης στην ορισθείσα αρχικά δικάσιμο στις 13.4.2010, δεν έχει μεσολαβήσει άλλη διαδικαστική πράξη και επομένως, οι αγωγικές αξιώσεις έχουν υποκύψει στην πενταετή παραγραφή, που συμπληρώθηκε στις 31.12.2014 με έναρξη την 1.1.2010.

Από τα προσκομιζόμενα διαδικαστικά έγγραφα, αποδείχθηκε ότι οι ένδικες αξιώσεις εξ αδικοπραξίας και εκ τόκων, αν και παρέλκει η εξέταση παραγραφής της πρώτης τούτων, καθόσον αυτή απορρίφθηκε, ως ουσιαστικά αβάσιμη και δεν πλήττεται η εκκαλουμένη κατά το κεφάλαιο τούτο, δεν έχουν υποπέσει σε παραγραφή, συμπληρωθείσα εν επιδικία, καθόσον η αφετηρία της νέας πενταετούς, κατ’άρθρα 937 και 250 αρ.15 ΑΚ, αντίστοιχα, παραγραφής των εν λόγω αξιώσεων, με βάση την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 261 παρ.2 ΑΚ, τοποθετείται έξι μήνες μετά την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του Δικαστηρίου και συγκεκριμένα την 13.10.2010, αφού η τελευταία διαδικαστική πράξη, μετά την επίδοση της αρχικής κλήσης για μετ’απόδειξη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που έλαβε χώρα στις 16.11.2009, ήταν η ματαίωση συζήτηση της υπόθεσης κατά την ορισθείσα με αυτήν δικάσιμο στις 13.4.2010, καθόσον, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 260 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 102 παρ. 4 του Ν 4139/2013, η για οποιονδήποτε τρόπο ματαίωση της συζήτησης της υπόθεσης αποτελεί διαδικαστική πράξη του Δικαστηρίου. Από την ανωτέρω όμως ημερομηνία (13.10.2010) και όσον αφορά ειδικότερα την αξίωση τόκων από την λήξη του έτους αυτού, λαμβανομένου υπόψη ότι, κατ’άρθρο 270 εδ.β΄ΑΚ, στις περιπτώσεις του άρθρου 250 ΑΚ, η νέα παραγραφή αρχίζει μόλις λήξει το έτος μέσα στο οποίο περατώθηκε η διακοπή, μέχρι την επίδοση στις 8.4.2015 της νέας από 7.4.2015 κλήσεως, προς μετ` απόδειξη συζήτηση, που ήταν η επομένη διαδικαστική πράξη, η οποία και διέκοψε πάλι την εν επιδικία διαδραμούσα παραγραφή, δεν παρήλθε πενταετία, κατά μερική παραδοχή των σχετικών ισχυρισμών του ενάγοντος-εφεσιβλήτου, που προτάθηκαν πρωτοδίκως και επαναφέρονται νομότυπα με τις προτάσεις του ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ως ουσιαστικά βασίμων και συνεπώς, οι ένδικες αξιώσεις δεν υπέκυψαν σε παραγραφή, κατ` εφαρμογή του ανωτέρω άρθρου 261 ΑΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 101 παρ. 1 του Ν.4139/2013 και δη της διατάξεως της παραγράφου 2 αυτού, που τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμογής, σύμφωνα με την διάταξη της παραγράφου 3 τούτου, κατά την οποία η παρούσα διάταξη εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις, εφόσον δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση, προϋπόθεση που συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση, απορριπτομένων, ως αβασίμων, των αντιθέτων ισχυρισμών της εκκαλούσας, που διαλαμβάνονται στον κρινόμενο λόγο. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε την προβαλλόμενη από την εναγομένη ένσταση παραγραφής ρητά, αναφορικά με την απαίτηση από αδικοπραξία, ως ουσία αβάσιμη, με επάλληλη εν μέρει διαφορετική αιτιολογία και σιωπηρά, όσον αφορά την αξίωση επιδίκασης τόκων, συμπληρωμένης της αιτιολογίας και αντικαθισταμένης από την παρούσα (534 ΚΠολΔ), ορθά κατ` αποτέλεσμα έκρινε, απορριπτομένου του συναφούς δεύτερου λόγου της έφεσης, ως ουσιαστικά αβασίμου.

VIII. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει η ένδικη έφεση να απορριφθεί στο σύνολο της, ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν και να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας, λόγω της ήττας της, τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή σχετικού του αιτήματος (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό, να διαταχθεί δε η εισαγωγή του κατατεθέντος για την άσκηση της έφεσης από την εκκαλούσα παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθρ. 495 παρ. 4 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την ένδικη έφεση κατά της υπ’αριθμ.1802/2016 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

 Δέχεται τυπικά και

Απορρίπτει κατ’ουσίαν την έφεση.

Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος για την άσκηση της έφεσης παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 2-9-2019.

 

   Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 

 

 

 

Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, με άλλη σύνθεση, λόγω προαγωγής και αναχωρήσεως του Εφέτη, Αθανασίου Θεοφάνη, αποτελούμενη από τους Δικαστές, Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Κωττάκη και Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτες, και με Γραμματέα τη Γεωργία Λογοθέτη, με απόντες δε τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους, στις 24 Οκτωβρίου 2019.

 

    Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ