Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 614/2019

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός Αποφάσεως     614/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ  ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Μαρία Κωττάκη, Εφέτη, που όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοικήσεως του Εφετείου Πειραιώς, και τη Γραμματέα E.T..

 ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

 ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΝΟΜΟ

                        Ι. Από τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας προβλέπεται η δυνατότητα να διαταχθεί καταβολή εγγυοδοσίας επί των περιπτώσεων των άρθρων 162 επ., επί ασφαλιστικών μέτρων (άρθρο 694), επί κηρύξεως αποφάσεως προσωρινώς εκτελεστής (άρθρο 911), επί ασκήσεως ανακοπής ή εφέσεως (άρθρο 912 παρ. 1), ή αναιρέσεως (άρθρο 565 ΚΠολΔ) και επί ανοχής ή παραλείψεως πράξεως (άρθρο 947). Η δικαστική εγγύηση επιβάλλεται με δικαστική απόφαση στις περιπτώσεις που επιτρέπει αυτό ο νόμος, εξαρτών την επιβολή της κατά κανόνα από την κρίση του δικαστηρίου, ανάλογα με την φερεγγυότητα του οφειλέτη και με άλλες περιστάσεις, υπό τις οποίες τελεί η εξασφαλιζόμενη απαίτηση ή το εξασφαλιζόμενο δικαίωμα. Η εγγύηση εξάλλου συνιστά ασφαλιστικό μέτρο, όταν επιβάλλεται με απόφαση του δικαστηρίου κατά τα άρθρα 704 και 705, ενώ όταν αυτή καθορίζεται με σύμβαση ή με άλλη διάταξη νόμου, δεν είναι ασφαλιστικό μέτρο, αλλά περιεχόμενο ουσιαστικού δικαιώματος. Πάντως και επί εγγυοδοσίας ως ασφαλιστικού μέτρου, συμπληρωματικώς εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 162-168. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 168 προκύπτει, σαφώς, ότι αν επέλθει η περίπτωση για την οποία δόθηκε η εγγύηση, καταπίπτει αυτή υπέρ εκείνου υπέρ του οποίου δόθηκε, μετά από αίτηση, υποβαλλόμενη στο κατά τόπον Μονομελές Πρωτοδικείο ή Ειρηνοδικείο για τις υπ` αυτού διαταχθείσες εγγυήσεις. Το Μονομελές δε Πρωτοδικείο είναι αρμόδιο ακόμη και αν η εγγύηση δόθηκε με απόφαση του Αρείου Πάγου (ΑΠ 375/1997). Η αρμοδιότητα, εξάλλου, του δικαστηρίου περιορίζεται στο να διατάξει την κατάπτωση της κατατεθείσας υπέρ του αιτούντος υπό του καθ` ου η αίτηση οφειλέτου ή τρίτου εγγυήσεως και την συνεπεία αυτής απόδοση στον αιτούντα της κατατεθείσας εγγυητικής επιστολής Τράπεζας ή του παρακατατεθέντος στον γραμματέα του δικαστηρίου γραμματίου συστάσεως παρακαταθήκης του Ταμείου Παρακαταθηκών (ή αντιστρόφως την απόδοση της εγγυήσεως στον αιτούντα καταθέσαντα λόγω παύσεως της αιτίας για την οποία αυτή δόθηκε). Δυνάμει δε της αποφάσεως αυτής ο δικαιωθείς μπορεί να ζητήσει την ανάληψη από τον αρμόδιο γραμματέα του δικαστηρίου του παρακατατεθέντος σ` αυτόν γραμματίου ή της κατατεθείσας εγγυητικής επιστολής Τράπεζας, ενώ μόνον στην περίπτωση που ο γραμματέας αρνείται να προβεί στην απόδοση της εγγυήσεως το δικαστήριο μπορεί να τον υποχρεώσει, εγειρομένης της αγωγής περί καταδίκης του σε ενέργεια της ως άνω πράξεως κατά την τακτική διαδικασία, σε απόδοση της κατατεθείσας εγγυήσεως. Τόσο από τη γραμματική διατύπωση του άρθρου 168 ΚΠολΔ όσο και από το πνεύμα της όλης διατάξεως, με σαφήνεια προκύπτει ότι βάσει των αποδείξεων που θα προσκομισθούν, το δικαστήριο θα αποφασίσει αναλόγως για την άρση ή την κατάπτωση της ήδη δοθείσας εγγυήσεως.  Η απόφαση που θα εκδοθεί, η οποία τέμνει οριστικά τη διαφορά, υπόκειται στο ένδικο μέσο της εφέσεως και  το Εφετείο αποφασίζει τελεσίδικα για την άρση ή την κατάπτωση της εγγυήσεως (ΑΠ 465/2009, ΕφΠειρ 284/2015, ΕφΠειρ 382/2015, ΕφΠειρ 298/2014 “Νόμος”). Η δίκη για την κατάπτωση (ή άρση) της εγγυήσεως διεξάγεται μεταξύ υπόχρεου και δικαιούχου και όχι μεταξύ της Τράπεζας ή του ΤΠ&Δ και μόνο όταν τα τελευταία αρνούνται την απόδοση δημιουργείται δίκη με διάδικο αυτά, κατά την τακτική διαδικασία. Με τη διάταξη του άρθρου 168 ΚΠολΔ θεσπίζεται σύντομη διαδικασία για την απόδοση της εγγυοδοσίας, αν έπαυσε η αιτία για την οποία δόθηκε ή πραγματοποιήθηκε ο σχετικός λόγος και κατέπεσε η εγγυοδοσία. Πότε πρόκειται για παύση της αιτίας εξαρτάται από το σκοπό της εγγυοδοσίας στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η διαπίστωση της παύσεως συνήθως συναρτάται προς την τελεσίδικη απόφαση. Για την άρση της εγγυοδοσίας δεν απαιτείται οπωσδήποτε ανάκληση της αποφάσεως που τη διέταξε. Η αυτοδίκαιη άρση του ασφαλιστικού μέτρου που τη διέταξε (πχ η παύση ισχύος της προσωρινής διαταγής λόγω μεταγενέστερης εκδόσεως σχετικής αποφάσεως επί αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων ή πχ η μη άσκηση αγωγής εντός τριάντα ημερών -αρθ 693) δεν καθιστά περιττή τη διαδικασία εκ του άρθρου 168 ΚΠολΔ. Η διαπίστωση της παύσεως σημαίνει δικαίωμα του καταθέτη να αναλάβει το αντικείμενο της εγγυοδοσίας. Ιδιομορφία παρουσιάζει  η εγγυητική επιστολή ως προς την οποία, η Τράπεζα σε σχέση με τον δικαιούχο δεν εξετάζει τη δημιουργία αξιώσεώς του και αρκείται στην καταβολή, όταν ζητηθεί η κατάπτωσή της (ή η άρση της) και αποδεικνύεται η πραγματοποίηση του λόγου με προσκομιδή της σχετικής αποφάσεως. Η απόφαση διατάζει την κατάπτωση (ή την άρση) και την απόδοση της εγγυητικής επιστολής δεν απαγγέλλει όμως καταψήφιση προς πληρωμή του ποσού, όπως δε προαναφέρεται, η σχετική δίκη διεξάγεται μεταξύ του καταθέτη και του υπερ΄ου η εγγύηση (δικαιούχου) και όχι μεταξύ του καταθέτη ή δικαιούχου και της Τράπεζας ή του ΤΠΔ (για όλα τα ανωτέρω βλ. Ορφανίδη σε ΚΠολΔ Κεραμέα-Κονδύλη-Νίκα υπό το άρθρο 168).

ΙΙ. Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 12.3.2019 κλήση (ΓΑΚ …/2019, ΕΑΚ …../2019) της εφεσίβλητης, παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση η από  9.1.2019  (ΓΑΚ …./2019,  ΕΑΚ …../2019) έφεση της καθής η κλήση-εκκαλούσας, κατά της υπ’ αριθ.  23/2019 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που αφού δίκασε αντιμωλία των διαδίκων κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, δέχθηκε την από 4.7.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2018) αίτηση της εταιρίας ……….. (ήδη καλούσας-εφεσίβλητης) κατά της εταιρείας ……….. (ήδη καθης η κλήση-εκκαλούσας) και διέταξε την άρση της εγγυοδοσίας που είχε επιβληθεί σε βάρος της πρώτης και υπέρ της δεύτερης δυνάμει από 26.6.2014 προσωρινής διαταγής του Προέδρου Πρωτοδικών Πειραιώς και την απόδοση στην αιτούσα της αναφερόμενης εγγυητικής επιστολής. Η έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα, με κατάθεση του δικογράφου της και του σε αυτό συνημμένου παραβόλου στη Γραμματεία του εκδόντος Δικαστηρίου, και εμπρόθεσμα, στις 10.01.2019, ήτοι εντός τριάντα ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης που έλαβε χώρα στις  08.01.2019, όπως προκύπτει από την …/8.1.2019 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς …………. Επομένως, πρέπει η έφεση να γίνει τυπικώς δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (αρθρ. 495 επ., 511, 513, 516, 517, 518, 520 § 1, 524 παρ. 1, 2, 532, 533 ΚΠολΔ).

ΙΙΙ. Από την εκτίμηση των νομίμως μετ’επικλήσεως προσκομιζομένων εγγράφων πιθανολογούνται τα ακόλουθα: Η ήδη εκκαλούσα εταιρεία άσκησε κατά της ήδη εφεσίβλητης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 25.6.2014 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2014) αίτηση ασφαλιστικών μέτρων με αίτημα να επιβληθεί συντηρητική κατάσχεση στο φορτηγό πλοίο “FI” , πλοιοκτησίας της ήδη εφεσίβλητης προκειμένου να εξασφαλιστεί η ύψους 170.366,50 ευρώ απαίτηση που η τότε αιτούσα  (νυν εκκαλούσα) ισχυριζόταν ότι διατηρούσε κατά της καθής (νυν εφεσίβλητης) και αποτελούσε εργολαβική αμοιβή της για την εκ μέρους της διενέργεια επισκευαστικών εργασιών στο ανωτέρω πλοίο. Επί της ανωτέρω αιτήσεως χορηγήθηκε προσωρινή διαταγή από τον Πρόεδρο Πρωτοδικών Πειραιώς που απαγόρευε προσωρινά και μέχρι τη συζήτηση της αιτήσεως τον απόπλου του πλοίου και τη μεταβολή της κατάστασής του και ταυτόχρονα όριζε ότι η προσωρινή αυτή διαταγή ήταν αυτοδικαίως ανακλητέα με την κατάθεση από την καθής στο Γραμματέα του ανωτέρω Δικαστηρίου εγγυητικής επιστολής ποσού 160.000 ευρώ. Η καθής (ήδη εφεσίβλητη) κατέθεσε στον ανωτέρω Γραμματέα την από 30.6.2014 και με αριθμό ….. εγγυητική επιστολή της Τράπεζας  …… AE, για ποσό 160.000 ευρώ,  η δε πράξη καταθέσεως φέρει τον αριθμό …./2014. Ακολούθως, η προαναφερόμενη αίτηση ασφαλιστικών μέτρων έγινε δεκτή με την 332/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία διέταξε τη συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας της  καθής  (νυν εφεσίβλητης) προς εξασφάλιση της απαίτησης της αιτούσας (νυν εκκαλούσας) μέχρι του ποσού των 145.000 ευρώ και ταυτόχρονα παρασχέθηκε στην καθής το δικαίωμα προς αντικατάσταση του ανωτέρω ασφαλιστικού μέτρου με την κατάθεση ισόποσης εγγυητικής επιστολής. Η τελευταία δεν αντικατέστησε την προαναφερόμενη, κατατεθείσα προς άρση της προσωρινής διαταγής, εγγυητική επιστολή με άλλη, με αποτέλεσμα να διατηρηθούν οι έννομες συνέπειες αυτής (εγγυητικής επιστολής) και να μην επισπεύσει η αιτούσα συντηρητική κατάσχεση στο εν λόγω πλοίο. Στη συνέχεια, η αιτούσα (νυν εκκαλούσα) άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 2.3.2015 (αριθ.κατ. …………/2015) αγωγή κατά της νυν εφεσίβλητης και ζήτησε να υποχρεωθεί η τελευταία να της καταβάλει, νομιμοτόκως, ποσό  170.366,50 ευρώ για τους προαναφερόμενους λόγους. Με την 209/2016 οριστική απόφαση του ανωτέρω δικαστηρίου, η αγωγή έγινε ολικά δεκτή λόγω του τεκμηρίου ομολογίας ως εκ της ερημοδικίας της εναγομένης. Κατά της τελευταίας αυτής αποφάσεως, η εναγομένη άσκησε ανακοπή ερημοδικίας, η οποία έγινε δεκτή με την  601/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο έκρινε ότι η αγωγή δεν είχε επιδοθεί νομίμως στην εναγομένη γιατί η εταιρεία με την επωνυμία “………”, που ήταν η διαχειρίστρια στην Ελλάδα της αλλοδαπής πλοιοκτήτριας εναγομένης καθώς και του εν λόγω πλοίου και στην οποία είχε επιδοθεί η αγωγή, δεν ήταν, κατά το χρόνο της επιδόσεως, διαχειρίστρια του πλοίου και συνεπώς ούτε νόμιμη εκπρόσωπος της εναγομένης.  Ακολούθως, απέρριψε την αγωγή λόγω παρόδου της ενιαύσιας παραγραφής του άρθρου 289 αριθ. 1 ΚΙΝΔ από το χρόνο που γεννήθηκε η απαίτηση (1.1.2015) χωρίς να μεσολαβήσει γεγονός διακοπής ή αναστολής της παραγραφής. Η ανωτέρω απόφαση επικυρώθηκε με την 137/2018 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου που απέρριψε την ασκηθείσα από την ενάγουσα (νυν εκκαλούσα) έφεση. Κατά της προαναφερόμενης 137/2018 αποφάσεως, η εκκαλούσα άσκησε  ενώπιον του Αρείου Πάγου την από 5.6.2018 αναίρεση  (ΓΑΚ …./2018 ΕΑΚ …./2018), για την οποία ορίσθηκε δικάσιμος η 27.5.2019 ενώπιον του Α2 τμήματος και παράλληλα ασκήθηκε η από 31.10.2018 αίτηση αναστολής ενώπιον του Αρείου Πάγου, η οποία απορρίφθηκε ως μη νόμιμη με την 189/2018 απόφαση του Α2 τμήματος αυτού, ως Συμβούλιο, με την αιτιολογία ότι η 137/2018 απόφαση δεν ήταν επιδεκτική αναστολής εκτελέσεως κι όχι επειδή κρίθηκε ότι η αναίρεση δεν θα ευδοκιμήσει.

Κατά τη διάταξη του αρθ. 249 ΚΠολΔ, αν η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται ολικά ή εν μέρει από την ύπαρξη ή ανυπαρξία μιας έννομης σχέσης ή την ακυρότητα ή τη διάρρηξη μιας δικαιοπραξίας, που συνιστά αντικείμενο άλλης δίκης εκκρεμούς σε πολιτικό ή διοικητικό δικαστήριο, το δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου να διατάξει την αναβολή της συζήτησης εωσότου περατωθεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα η άλλη δίκη.

Ενόψει των ανωτέρω και προς αποφυγή οριστικής ματαιώσεως της δυνατότητας ικανοποιήσεως της απαιτήσεως της εκκαλούσας, σε περίπτωση που ευδοκιμήσει η προαναφερόμενη αναίρεση, πρέπει να αναβληθεί, κατ΄άρθρο 249 ΚΠολΔ, η έκδοση οριστικής αποφάσεως επί της υπό κρίση εφέσεως εωσότου περατωθεί αμετάκλητα η δίκη επί της από 2.3.2015 (αριθ.κατ. ………./2015) αγωγής, που ασκήθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Έξοδα δεν επιδικάζονται διότι η παρούσα απόφαση δεν τέμνει οριστικώς τη διαφορά.

 ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

-Δικάζει κατ΄αντιμωλία των διαδίκων .

-Αναβάλει την έκδοση οριστικής αποφάσεως επί της υπό κρίση εφέσεως εωσότου περατωθεί αμετάκλητα η δίκη επί της από 2.3.2015 (αριθ.κατ. ……../2015) αγωγής που ασκήθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

-Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 8 Οκτωβρίου  2019.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ