Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 612/2019

Αριθμός 612/2019

ΤΟ  ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Αποτελούμενο από τη Δικαστή Φωτεινή Μάμαλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Ε.Τ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά την διάταξη του άρθρου 315 ΚΠολΔ «Εάν από παραδρομή κατά τη σύνταξη της αποφάσεως περιέχονται λάθη γραφικά ή λογιστικά ή το διατακτικό της διατυπώθηκε κατά τρόπο ελλιπή ή ανακριβώς, το δικαστήριο που την έχει εκδώσει μπορεί, αν το ζητήσει κάποιος διάδικος ή και αυτεπαγγέλτως, να την διορθώσει με νέα απόφασή του». Από την διάταξη αυτή, η οποία, ως εξαιρετική, εξυπηρετεί, στο πλαίσιο της επιταγής για ασφάλεια του δικαίου, τον κύριο σκοπό της δίκης, που είναι η δικαιοσύνη, με σαφήνεια συνάγεται, ότι η διόρθωση της αποφάσεως προϋποθέτει ότι κατά τη σύνταξή της παρεισέφρησαν γραφικά ή λογιστικά λάθη ή το διατακτικό της διατυπώθηκε ελλιπώς ή ανακριβώς, έτσι ώστε να μην αποδίδεται σ’ αυτό η διατυπωθείσα στο αιτιολογικό της αποφάσεως βούληση του δικαστηρίου (Εφ.Πειρ. 279/1997, Δνη 40.363). Με άλλα λόγια η διόρθωση επιβάλλεται όταν υπάρχει ασυμφωνία ανάμεσα σ’ αυτά που ήθελε το δικαστήριο και σ’ αυτά που έχουν διατυπωθεί στην απόφαση, έστω και αν από την διόρθωση της ανακριβούς διατυπώσεως επέρχεται μεταβολή στο διατακτικό, αφού η μεταβολή αυτή, η οποία δεν ανατρέπει, αλλ’ απλώς διατυπώνει την αληθή δικαιοδοτική βούληση, κάτι που επιτρέπει ο νόμος, δεν αποτελεί παραβίαση του δεδικασμένου (ΑΠ 1034/1997, Δνη 40.583). Επομένως, τα σφάλματα πρέπει να μην είναι ηθελημένα, αλλά να αφορούν γραφικό ή λογιστικό λάθος και να οφείλονται σε ασυμφωνία μεταξύ του ηθελημένου και του διατυπουμένου στην απόφαση (Ράμμος, Εγχειρίδιο Αστ.Δικον.Δικ., ΑΠ 1400/1980 ΝοΒ 29, 691, 1213/1980 ΝοΒ 29,548). Τα σφάλματα αυτά, που μπορούν να διορθωθούν, πρέπει να είναι πρόδηλα (Εφ.Πειρ. 602/1997 Δνη 40, 363, Εφ.Αθ. 10592/1996 Αρμ. 1998, 1383, Εφ.Πειρ. 485/2009 αδημ.) και  δεν πρέπει να αναφέρονται σε ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής διατάξεως νόμου (Σινανιώτης Ερμ.ΚΠολΔ, στο άρθρο 315 σελ. 83, ΑΠ 684/1978 ΝοΒ 27. 527, Εφ.Αθ. 10592/1996 ο.π), ούτε να μεταβάλλουν ηθελημένα το περιεχόμενο της αποφάσεως ή να ανακαλούν αυτό (ΑΠ 1213/1980 ΝοΒ 29.548). Δεν πρέπει, επίσης, με τις διατυπώσεις διορθώσεως της αποφάσεως το δικαστήριο να εξετάζει αιτήματα, που υποβλήθηκαν μεν σ’ αυτό, αλλά δεν εξετάστηκαν ή που τώρα για πρώτη φορά υποβάλλονται με την αίτηση διορθώσεως (Μπέης ΠολΔ στο άρθρο 315, Εφ.Αθ. 6975/1981 ΝοΒ 29.1569). Όπως ειπώθηκε τα σφάλματα που μπορούν να διορθωθούν πρέπει να είναι πρόδηλα, δηλαδή να προκύπτουν από την ίδια την απόφαση, όπως συμβαίνει επί διαστάσεως μεταξύ σκεπτικού και διατακτικού (Εφ.Πειρ. 279/1997, Δ/νη 40,363) είτε από τα πρακτικά, τις προτάσεις και γενικά από τα διαδικαστικά της δικογραφίας έγγραφα (ΑΠ  1856/1999 Δ/νη 41,1408, Εφ.Αθ. 6304/1982 Δ/νη 23,57, Εφ.Αθ. 5296/1982 Δ. 13.712). Επομένως, η διόρθωση της αποφάσεως θα γίνει με βάση αυτό τούτο το κείμενό της, τα πρακτικά της συζητήσεως, τις προτάσεις των διαδίκων  και γενικά τα στοιχεία της δίκης, αποκλειόμενης της διορθώσεως με την επίκληση και προσκομιδή νέων στοιχείων (ΑΠ 1400/1980, 1007/1977, Εφ.Αθ. 6304/1982, Εφ.Αθ. 1508/1981 ΝοΒ 29, 691, ΝοΒ 26, 909, Δ/νη 24, 57 και ΝοΒ 29, 1111 αντιστοίχως). Εξάλλου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 318 παρ. 1, 2 του ΚΠολΔ, η διόρθωση γίνεται κατά την διαδικασία, κατά την οποία εξεδόθη η προς διόρθωση απόφαση (Βερνάρδος Πολ.Δικ., σελ. 253) και αφού κληθούν, οκτώ (8) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση όλοι οι διάδικοι που αναφέρονται σ’ αυτήν. Η διόρθωση της αποφάσεως έχει αναδρομική δύναμη που ανατρέχει στον χρόνο δημοσιεύσεως της διορθουμένης αποφάσεως (ΑΠ 1151/1956 ΝοΒ 25, 698, Εφ.Πειρ. 602/1997 Δ/νη 40, 364). Τέλος, αν κατά τη συζήτηση δεν εμφανίζονται κάποιος διάδικος, που κλητεύθηκε νομίμως, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, χωρίς να ορίζονται παράβολο και έξοδα ερημοδικίας (άρθρο 319 ΚΠολΔ, ΑΠ 1703/006, ΑΠ 1595/2003, ΑΠ 1259/2002, Εφ.Πειρ. 206/2014, Εφ.Πειρ. 786/2009, Εφ.Πατρ. 1264/2007)

Στην προκειμένη περίπτωση, εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η από 2/11/2018 (αριθ.καταθ. ………/2018) αίτηση, με την οποία ζητείται η διόρθωση της υπ’ αριθ. 585/2018 αποφάσεως του Δικαστηρίου τούτου, που εξεδόθη κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών. Ειδικότερα, ζητείται να διορθωθεί στο διατακτικό το χρονικό διάστημα για το οποίο αναγνωρίσθηκε η υποχρέωση του καθ’ ου η αίτηση να τους καταβάλει τις μισθολογικές διαφορές, όπως είχε ζητηθεί με το δικόγραφο της από 30/10/2018 αγωγής τους.

Η υπό κρίση αίτηση, είναι νόμιμη, σύμφωνα με τις διατάξεις που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο της παρούσας και η υπόθεση αρμοδίως φέρεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο εξέδωσε την ανωτέρω, προς διόρθωση, απόφαση. Επομένως, πρέπει η αίτηση αυτή να ερευνηθεί στην ουσία της, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, κατά την οποία εξεδόθη η προς διόρθωση απόφαση.

Από το σύνολο των εγγράφων που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι αιτούντες, μεταξύ των οποίων, περιλαμβάνεται και αντίγραφο της προς διόρθωση υπ’ αριθ. 585/2018 αποφάσεως του Δικαστηρίου τούτου, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα:

Οι αιτούντες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 30/10/2018 αγωγή τους κατά του καθ’ ου η αίτηση, με την οποία ζήτησαν, επικαλούμενοι έννομο συμφέρον, να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης: α)να υπολογίσει το σύνολο των αποδοχών τους με βάση τον Κανονισμό Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς, ο οποίος κυρώθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3 του ν.δ 385/69 με κοινή απόφαση των Υπουργών Προεδρίας και Κυβέρνησης, Εργασίας και Εμπορικής Ναυτιλίας και δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, από τον Γενικό Κανονισμό Προσωπικού της Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «ΟΛΠ Α.Ε», ο οποίος κυρώθηκε με την με αριθμό 5115.01/02/2004 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Εμπορικής Ναυτιλίας και δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, από τη Δ.Α. 61/2005, από τη συμπληρωματική ΣΣΕ της 28/9/2006 του λιμενεργατικού προσωπικού της ανώνυμης εταιρείας ΟΛΠ Α.Ε, που ισχύει από 28/9/2006 και από τη ΣΣΕ της 10/12/2007 του λιμενεργατικού προσωπικού της ανώνυμης εταιρείας Ο.Λ.Π Α.Ε που ισχύει από 11/1/2007, β)η υποχρέωση της εναγομένης να τους καταβάλει τις διαφορές που προκύπτουν από την διαφορά του υπολογισμού των αποδοχών τους, τις οποίες κατέβαλε βάσει των ημερομισθίων και των επιδομάτων των εθνικών γενικών ΣΣΕ από την έναρξη της απασχολήσεώς τους έως σήμερα και όχι βάσει των παραπάνω ΣΣΕ, γ)να υπολογίζει στο μέλλον τις αποδοχές τους με βάσει τις εκάστοτε ισχύουσες ΣΣΕ για το λιμενεργατικό προσωπικό της. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 1393/2009 οριστική απόφαση του ως άνω Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε αυτή (αγωγή). Κατά της παραπάνω αποφάσεως του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου οι ενάγοντες ήδη αιτούντες άσκησαν την από 8/3/2012 (αριθ.καταθ. …/8.3.2012) έφεσή τους, με την οποία ζήτησαν να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση και να γίνει δεκτή η αγωγή τους,

Επί της ανωτέρω εφέσεως εκδόθηκε από το Δικαστήριο τούτο η προαναφερόμενη υπ’ αριθ. 585/2018 απόφαση, της οποίας επιδιώκεται, με την υπό κρίση αίτηση, η διόρθωση, με την οποία, κατά το σκεπτικό και διατακτικό της, αφού εξαφανίσθηκε η εκκληθείσα ως άνω απόφαση του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, κράτησε και δίκασε την υπόθεση, απορρίφθηκε ό,τι κρίθηκε απορριπτέο και ειδικότερο το ως άνω τρίτο αίτημα της αγωγής ως απαράδεκτο, λόγω πρόωρης άσκησής του, δέχτηκε κατά τα λοιπά εν μέρει την αγωγή και αναγνώρισε την υποχρέωση της εναγομένης ήδη καθ’ ης η αίτηση, α)να υπολογίσει το σύνολο των αποδοχών των εναγόντων-εκκαλούντων με βάση το Κανονισμό Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς, ο οποίος κυρώθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3 του ν.δ 385/1969 με την υπ’ αριθ. 15058/7/71 απόφαση των Υπουργών Προεδρίας Κυβερνήσεως, Εμπορικής Ναυτιλίας και Εργασίας της 7/22/ουλ.1971 (ΦΕΚ Β΄ 579), από το Γενικό Κανονισμό Προσωπικού  της Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «ΟΛΠ ΑΕ», ο οποίος κυρώθηκε με τη με αριθμό 5115.01/02/2004 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ Β΄ 390/26.2.2004), από την υπ’ αριθ. 61/2005 Διαιτητική Απόφαση «Για τους όρους αμοιβής και εργασίας του Λιμενεργατικού Προσωπικού της Ανώνυμης Εταιρείας ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΜΕΝΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε» και από τη συμπληρωματική ΣΣΕ της 28/9/2006 του λιμενεργατικού προσωπικού της ανώνυμης εταιρείας Ο.Λ.Π ΑΕ, β) να καταβάλει τις διαφορές που προκύπτουν από τον ορθό υπολογισμό των αποδοχών τους με βάση τα ανωτέρω.

Από το σώμα της αποφάσεως και τα λοιπά διαδικαστικά έγγραφα δεν προκύπτει: ότι το Δικαστήριο, αφού απέρριψε ως απαράδεκτο λόγω προώρου ασκήσεως της αγωγής το τρίτο αίτημα αυτής, ακολούθως, βάσει του αποδειχθέντος και μη αμφισβητουμένου γεγονότος της σύναψης και του χρόνου σύναψης των συμβάσεων εργασίας αυτών (εναγόντων και ήδη αιτούντων) έκρινε τις εφαρμοστέες στην προκειμένη περίπτωση κανονιστικές διατάξεις, οι οποίες καθορίζουν το ύψος των πάσης φύσεως τακτικών αποδοχών αυτών και ακολούθως αναγνώρισε βάσει των ανωτέρω, την υποχρέωση της εναγομένης (ήδη καθ’ ης η αίτηση) για την καταβολή της οφειλομένης διαφοράς αποδοχών, χωρίς να ασχοληθεί καθόλου στο αιτιολογικό για το χρονικό διάστημα αναγνώρισης της ως άνω υποχρέωσης της εναγομένης και ως εκ τούτου δεν περιέλαβε ναι αντίστοιχη διάταξη στο διατακτικό αυτής (απόφασης). Επομένως, δεν μπορεί να λεχθεί, ότι το Δικαστήριο, από παραδρομή δεν εξέτασε το ηθελημένο, ώστε να υφίσταται περίπτωση διορθώσεως της ανωτέρω αποφάσεως με την συμπλήρωση του διατακτικού της, με διάταξη περί του χρονικού διαστήματος για το οποίο αναγνωρίζει την υποχρέωση καταβολής της διαφοράς που προκύπτουν από τον ορθό υπολογισμό των αποδοχών του βάσει των αναφερομένων ισχυόντων κανονιστικών διατάξεων, οι διατάξεις του οποίου (διατακτικού) είναι σε συμφωνία με το αιτιολογικό της αποφάσεως, αποδίδοντας πλήρως τη βούληση του Δικαστηρίου, χωρίς να καθίσταται αδύνατη η κατανόηση της απόφασης, η εκτέλεσή της και ο καθορισμός της έκτασης του δεδικασμένου της. Άλλωστε, ούτε οι αιτούντες ισχυρίζονται στην ένδικη αίτησή τους ότι, στο σκεπτικό της ιδίας ως άνω αποφάσεως, είχε περιληφθεί σκέψη για το χρονικό διάστημα  για το οποίο αναγνωρίστηκε η υποχρέωση της εναγομένης (ήδη καθ’ ης η αίτηση) καταβολής διαφοράς των αποδοχών τους, η οποία να παραλήφθηκε στο διατακτικό, ώστε να χωρήσει διόρθωση, συμπλήρωση ή ερμηνεία αυτού. Με τα δεδομένα κατά και εφόσον από όλο το περιεχόμενο της αποφάσεως της οποίας διώκεται η διόρθωση και τα στοιχεία της δίκης, από τα οποία ορίζεται το περιεχόμενό της, δεν διαπιστώνεται διάσταση μεταξύ εκείνου που θέλησε το δικαστήριο προς εκείνο που διατυπώθηκε στην απόφαση, εξαιτίας γραφικού ή λογιστικού λάθους ή ανακριβούς διατυπώσεως του, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη.

Τέλος, δεν πρέπει να επιδικασθούν δικαστικά έξοδα σε βάρος των αιτούντων, αφού ελλείπει σχετικό αίτημα από την καθ’ ής (άρθ. 106, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Απορρίπτει την αίτηση.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις 7 Οκτωβρίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ