Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 606/2019

Αριθμός  606 /2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ  ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή, Ελένη Τοπούζη, Εφέτη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από την Γραμματέα, Τ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

       Η κρινόμενη από 15.5.2017 και  με αριθμό καταθέσεως ΓΑΚ/ΕΑΚ/………../2017 έφεση κατά της με αριθμό 174/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, ασκήθηκε σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη, γεγονός το οποίο δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους, ούτε από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει το αντίθετο, αρμοδίως δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 19, 495,  511, 513 παρ. 1, 518 παρ. 1 ΚΠολΔ). Κατά συνέπεια, αφού για το παραδεκτό της έχει  προκατατεθεί από τον εκκαλούντα  το νόμιμο παράβολο, ποσού εκατό (100)  ευρώ, όπως προβλέπεται από το άρθρο  495 του ΚΠολΔ, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ).

Ι. Κατά το άρθρο 216 παρ. 1 περ. α` του ΚΠολΔ, η αγωγή εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει, για τα ορισμένο της, να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν αυτήν σύμφωνα με το νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου. Κατά δε το άρθρο 914 ΑΚ όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Από τις διατάξεις αυτές σαφώς προκύπτει ότι στοιχεία της αγωγής, με την οποία ζητείται αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας είναι η ζημία του ενάγοντος, η ζημιογόνος συμπεριφορά του δράστη, δηλαδή πράξη ή παράλειψη αυτού παράνομη και υπαίτια, και ο αιτιώδης σύνδεσμός της με τη ζημία (ΑΠ 1190/2003 ΕλλΔνη 46. 391, ΑΠ 1676/2001 ΕλλΔνη 45. 83, ΕφΠειρ 551/2015, ΕφΛαρ 668/2007, δημοσιευμένες στη Νόμος). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 79 του Ν. 5960/1933, 914, 297 και 298 ΑΚ  προκύπτει ότι εκείνος που εκδίδει επιταγή γνωρίζοντας ότι δεν έχει διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια τράπεζα, είτε κατά τον χρόνο της εκδόσεως, είτε κατά το χρόνο της πληρωμής, ζημιώνει τον κομιστή, από την μη πληρωμή της επιταγής κατά την εμφάνισή της, παρά το νόμο, δηλαδή παρά την ως άνω διάταξη του Ν. 5960/1933, που χαρακτηρίζει την πράξη αυτή του εκδότη ως ποινικό αδίκημα. Επομένως υποχρεούται σε αποζημίωση του κομιστή, κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, αφού η διάταξη αυτή του άρθρου 79 Ν. 5960/1933 έχει θεσπιστεί για να προστατεύσει όχι μόνο το δημόσιο αλλά και το ατομικό συμφέρον του δικαιούχου της επιταγής. Δικαιούχος της αποζημιώσεως, ως αμέσως ζημιωθείς, είναι ο νόμιμος κομιστής της επιταγής κατά τον χρόνο της εμφανίσεως και της βεβαιώσεως της μη πληρωμής της, ο οποίος και νομιμοποιείται στην άσκηση της, εξ αδικοπραξίας, αγωγής. Για την πληρότητα δε του δικογράφου της αγωγής, με την οποία διώκεται η, κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, αποζημίωση του κομιστή μη πληρωθείσας, αν και νομοτύπως και εμπροθέσμως εμφανισθείσας, επιταγής απαιτείται κατ’ άρθρο 216 ΚΠολΔ  να διαλαμβάνεται σ’ αυτό: 1) η έκδοση της επιταγής από τον εναγόμενο, εν γνώσει του ότι δεν υπάρχουν διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια τράπεζα κατά τον χρόνο της εκδόσεως ή της πληρωμής, 2) η ύπαρξη ζημίας, 3) ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ ζημίας και της παρανόμου ως άνω συμπεριφοράς του εκδότη και 4) η εμπρόθεσμη εμφάνιση αυτής προς πληρωμή. Άλλα στοιχεία για την πληρότητα και τη νομική θεμελίωση της ως άνω αγωγής, όπως η αιτία της εκδόσεως της επιταγής και ειδικότερα ότι αυτή (αιτία) δεν πάσχει ακυρότητα, δεν απαιτούνται, καθόσον πρόκειται για αδικοπραξία και όχι για απαίτηση από επιταγή. Τούτο διότι, από τη διάταξη του άρθρου 79 του Ν. 5960/1933, που ορίζει ότι τιμωρείται με τις ποινές που προβλέπονται σ’ αυτήν, όποιος εκδίδει επιταγή μη πληρωθείσα σε πληρωτή στον οποίο δεν έχει αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια, κατά το χρόνο εκδόσεως της επιταγής ή της πληρωμής, συνάγεται ότι για την στοιχειοθέτηση αυτού του εγκλήματος και συνακόλουθα της αδικοπραξίας από το άρθρο 914 ΑΚ  δεν ενδιαφέρει η αιτία εκδόσεως της επιταγής, και ιδίως, δεν ενδιαφέρει η ανυπαρξία, η ακυρότητα, η απόσβεση ή το ανεπίτρεπτο της ασκήσεως της απαιτήσεως από την υποκείμενη σχέση μεταξύ του εκδότη και του λήπτη της επιταγής (ΑΠ 1804/2012, ΕφΘεσ 1587/2014, δημοσιευμένες στη Νόμος). Περαιτέρω, την αδικοπρακτική ευθύνη του εκδότη ακάλυπτης επιταγής δεν αποκλείει το γεγονός ότι την υπέγραψε αυτός ως νόμιμος εκπρόσωπος εταιρείας και απλώς στην περίπτωση αυτή ευθύνεται κατά το άρθρ. 71 ΑΚ  εις ολόκληρο με το νομικό πρόσωπο της εταιρείας, και μάλιστα ανεξαρτήτως από τη μορφή της εταιρείας ως προσωπικής ή κεφαλαιουχικής, εφ` όσον και στην περίπτωση των κεφαλαιουχικών εταιρειών ο νόμιμος εκπρόσωπός τους ναι μεν δεν ευθύνεται ατομικώς για τα εταιρικά χρέη, ευθύνεται όμως κατά τις γενικές διατάξεις για τις αδικοπραξίες του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, επομένως και για την έκδοση ακάλυπτης επιταγής (AΠ 179/2019, ΑΠ 785/2018, ΑΠ 1051/2012, ΕΑ 428/2018, ΕΑ 297/2018, δημοσιευμένες στη Νόμος). Περαιτέρω, από την ίδια, όπως ανωτέρω, διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ, κατά την οποία όποιος ζημιώνει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, προκύπτει ότι μεταξύ των προϋποθέσεων της αδικοπρακτικής ευθύνης είναι ο παράνομος και υπαίτιος χαρακτήρας της πράξεως και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος και της ζημίας. Παράνομη είναι και η έκδοση ακάλυπτης επιταγής, σύμφωνα με το άρθρο 79 παρ. 1 του Ν.5960/1933 όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν.1325/1972 κατά το οποίο τιμωρείται με τις προβλεπόμενες σ` αυτό ποινές εκείνος που εκδίδει επιταγή χωρίς να έχει αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια τράπεζα κατά το χρόνο της εκδόσεως ή της πληρωμής της επιταγής. Από την ποινική αυτή διάταξη, που θεσπίστηκε για την προστασία όχι μόνον του δημόσιου αλλά και του ιδιωτικού συμφέροντος, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 297, 298 και 914 και επ. του, προκύπτει, ότι εκείνος που εκδίδει ακάλυπτη επιταγή, ζημιώνοντας έτσι παράνομα και υπαίτια άλλον, υποχρεούται να τον αποζημιώσει (ΑΠ Ολ 18/2004, ΑΠ 495/2010 Nomos, ΑΠ 218/2003 ΧρΙΔ 2003, 559, ΑΠ 587/2002, ΔΕΕ 2003, 186). Επιπρόσθετα, για τη θεμελίωση του υποκειμενικού στοιχείου του άνω αδικήματος αρκεί ο εκδότης της επιταγής να τελεί εν γνώσει της ελλείψεως αντιστοίχων διαθεσίμων κεφαλαίων στην πληρώτρια τράπεζα, είτε κατά το χρόνο της εκδόσεως, είτε κατά τον χρόνο της πληρωμής. Αρκεί δηλαδή για το υποκειμενικό στοιχείο ο εκδότης σε επίπεδο γνωστικό να γνωρίζει, ακόμη και ως ενδεχόμενη, την έλλειψη των διαθέσιμων κεφαλαίων σε οποιοδήποτε από τα ανωτέρω χρονικά σημεία και σε επίπεδο βουλητικό να επιδιώκει ή απλά να αποδέχεται όλα τα απαιτούμενα στοιχεία για την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του άνω εγκλήματος, μεταξύ των οποίων και η έλλειψη διαθεσίμων κεφαλαίων. Επομένως, είναι χωρίς έννομη επιρροή αν το προαναφερόμενο γνωστικό στοιχείο του εκδότου αναφέρεται στο χρόνο της εκδόσεως της επιταγής ή σε εκείνο της πληρωμής. Όταν, δε, στοιχειοθετείται αντικειμενικώς και υποκειμενικώς το προαναφερόμενο ποινικό αδίκημα της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, στοιχειοθετείται παράλληλα και η αναγκαία για την αστική ευθύνη από αδικοπραξία παράνομη και υπαίτια πράξη εκείνου που εξέδωσε την ακάλυπτη επιταγή, από την οποία πράξη προξενείται κατ` αιτιώδη συνάφεια στον νόμιμο κομιστή της επιταγής η ζημία εκ της μη εισπράξεως του ποσού της εν λόγω επιταγής κατά τον χρόνο εμφανίσεώς της προς πληρωμή και έτσι γεννιέται η ευθύνη εκείνου για αποζημίωση του κομιστή  με ποσό ίσο εκείνου της επιταγής.. Επομένως, όταν στοιχειοθετείται το προβλεπόμενο στο άρθρο 79 Ν.5960/1933 έγκλημα, στοιχειοθετείται παράλληλα σε βάρος του εκδότη, που ενήργησε δολίως με την πιο πάνω έννοια, αδικοπρακτική ευθύνη του τελευταίου για αποκατάσταση της ζημίας του νόμιμου κομιστή, η οποία, κατ` αιτιώδη συνάφεια, προκλήθηκε σ` αυτόν από τη μη είσπραξη του ποσού της επιταγής (ΑΠ 214 και 281/2000 ΕλλΔνη 45, 441 και 442, αντίστοιχα), αφού η διάταξη του πιο πάνω νόμου έχει θεσπιστεί, κατά τα προαναφερόμενα,  για να προστατεύσει όχι μόνον το δημόσιο συμφέρον, αλλά και το συμφέρον του δικαιούχου της επιταγής, το οποίο συνίσταται στη μη διάψευση της εμπιστοσύνης εκείνου στην επιταγή, ως οργάνου πληρωμής, κατά το χρόνο της εμφάνισής της. Μάλιστα, στην περίπτωση μεταχρονολογημένης επιταγής, αφού η επιταγή είναι πάντοτε πληρωτέα «εν όψει», ο εκδότης αναλαμβάνει και τον κίνδυνο της πρόωρης εμφάνισής της, δεδομένου ότι αυτή νομίμως εμφανίζεται σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο, από την ημέρα που πραγματικά εκδόθηκε μέχρι και οκτώ (8) ημέρες μετά την επ` αυτής αναγραφόμενη ημερομηνία έκδοσης (ΑΠ 1451/2007 ΕλλΔνη 48, 1401, ΑΠ 342/2005 ΕλλΔνη 47, 1393, ΕφΛαρ 101/2016, ΕφΘεσ 1311/2008, δημοσιευμένες στη Νόμος, ΕφΑθ 5661/2003 ΕλλΔνη 45, 535).

Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη  εξέθετε στην από 16.4.2013 και  με αριθμ.έκθ.καταθ……./2013  αγωγή της που άσκησε σε βάρος του εναγόμενου  και ήδη εφεσιβλήτου,  ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς,  κατά τη δέουσα εκτίμηση του δικογράφου, ότι κατήρτισε στον Πειραιά με την εταιρεία «…………», εδρεύουσα στο Πέραμα Αττικής, της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος και διαχειριστής ετύγχανε ο εναγόμενος, την από 20-03-2007 σύμβαση συνεργασίας-υποπρακτόρευσης, δυνάμει της οποίας συμφωνήθηκε η ως άνω εταιρεία να πωλεί αεροπορικά εισιτήρια και λοιπά τουριστικά προϊόντα της ενάγουσας, έναντι ποσοστού προμήθειας. Ότι η τελευταία υποχρεούνταν να αποδίδει το αντίτιμο των πωληθέντων προϊόντων το αργότερο μέχρι την 15η ημέρα του επόμενου μήνα.  Ότι δυνάμει σχετικού όρου της συμβάσεως και προς εξασφάλιση της απαιτήσεως της ενάγουσας, ο εναγόμενος με την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου και διαχειριστή της ως άνω συμβαλλομένης εταιρείας, εξέδωσε την αναφερόμενη στο αγωγικό δικόγραφο επιταγή, ποσού 10.000 ευρώ, πληρωτέα σε διαταγή της ενάγουσας με ανοικτή ημερομηνία (εκδόσεως) πληρωμής. Ότι ο εναγόμενος, αν και εισέπραξε ως εντολοδόχος της ενάγουσας το αντίτιμο από την πώληση των αεροπορικών εισιτηρίων για το χρονικό διάστημα από τον Οκτώβριο του έτους 2012 έως και τον Δεκέμβριο του 2012 δεν απέδωσε το αντίτιμο των εκδοθέντων εισιτήριων στην τελευταία, ως όφειλε, δυνάμει της σύμβασης εντολής -παρακαταθήκης, κατά το συμφωνημένο χρόνο, με αποτέλεσμα το οφειλόμενο ποσό να ανέρχεται στις 31-12-2012 στο ποσό των 30.878,06 ευρώ. Ότι η ως άνω εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, λύθηκε στις 06-12-2012 και τέθηκε στο στάδιο της εκκαθάρισης ενώ η προαναφερόμενη επιταγή εμφανίστηκε από την ενάγουσα, η οποία είχε καταστεί νόμιμη κομίστρια, στην πληρώτρια τράπεζα στις 31-01-2013 και δεν πληρώθηκε καθώς, κατόπιν γενόμενου ελέγχου, διαπιστώθηκε ότι δεν υπάρχουν τα αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια στο λογαριασμό της εκδότριας εταιρίας. Ότι εξαιτίας της παραπάνω παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του εναγομένου, ο οποίος, αφενός μεν κατακρατεί  το αναφερόμενο στην αγωγή ποσό, που εισέπραξε ως εντολοδόχος της ενάγουσας, αρνούμενος να το αποδώσει, ιδιοποιούμενος αυτό παράνομα, μάλιστα,  στις  συνεχείς οχλήσεις της τελευταίας για την απόδοσή του, δεν δίστασε να της παρέχει αφειδώς ψευδείς διαβεβαιώσεις για την  άμεση επιστροφή του, στις συναντήσεις που είχε με τους εκπροσώπους της, στις 28.11.2012 και 7.12.2012, επικαλούμενος την φερεγγυότητα της εκπροσωπούμενης απ αυτόν εταιρίας και την αποδέσμευση ποσού 60.000 ευρώ, που διατηρούσε αυτή, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο, επιδεικνύοντας  σχετικά παραστατικά, μονολότι γνώριζε ότι αυτό ήταν ψευδές, αφού, κατά τα προαναφερόμενα είχε ήδη δρομολογήσει τη λύση της, που έλαβε χώρα στις 6.12.2012,  αφετέρου δε γνώριζε όταν εξέδιδε την επίδικη επιταγή, ως διαχειριστής της,  ότι αυτή δε θα διέθετε στην πληρώτρια τράπεζα τα αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια εντός του οκταημέρου από την εμφάνιση της επιταγής, ζημιώθηκε η ενάγουσα το συνολικό ποσό των τριάντα χιλιάδων οκτακόσιων εβδομήντα οκτώ ευρώ και έξι λεπτών (30.878,06) ευρώ, στο οποίο συμπεριλαμβάνεται και το ποσό της ως άνω αναφερόμενης επιταγής. Ότι εξαιτίας της ως άνω αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του εναγομένου η ενάγουσα υπέστη ηθική βλάβη, συνιστάμενη στην τρώση της επαγγελματικής της πίστης και υπόληψης, για την ανόρθωση της οποίας πρέπει  να της καταβληθεί το ποσό των 15.000 ευρώ. Με βάση δε το ως άνω ιστορικό ζητούσε  α) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 45.878,06 ευρώ εντόκως και δη το ποσό των 10.000 ευρώ από 01-02-2013 άλλως από της επιδόσεως της  αγωγής και το ποσό των 35.878,06 ευρώ από της επιδόσεως της  αγωγής β) να απαγγελθεί κατά του εναγομένου προσωπική κράτηση διάρκειας δύο (2) ετών ως μέσο εκτελέσεως της απόφασης δ) να κηρυχθεί η ανωτέρω απόφαση προσωρινώς εκτελεστή και να καταδικασθεί ο εναγόμενος στη δικαστική της δαπάνη. Επικουρικά, δε, ζητούσε με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, να της καταβληθεί το ανωτέρω ποσό, κατά το οποίο κατέστη πλουσιότερος ο εναγόμενος χωρίς νόμιμη αιτία.  Επί της αγωγής αυτής, συζητήσεως γενομένης αντιμωλία των διαδίκων, εκδόθηκε η με αριθμό 174/2017 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου,  το οποίο, αφού απέρριψε την αγωγή ως προς την επικουρική της βάση, έκρινε αυτή καθ όλα ορισμένη και νόμιμη, ως προς την κύρια περί αδικοπραξίας βάση της και εν μέρει βάσιμη και κατ ουσίαν, υποχρεώνοντας τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα, για την ιστορούμενη στην αγωγή της αιτία, το ποσό των 31.878,06 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγή, κηρύσσοντας αυτήν προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των 15.000 ευρώ, ενώ  απήγγειλε σε βάρος του προσωπική κράτηση διάρκειας ενός μηνός, ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης. Κατά της απόφασης αυτής,  παραπονείται τώρα ο εναγόμενος-εκκαλών, με την ένδικη έφεσή του και τους περιεχόμενους σ΄ αυτή λόγους, οι οποίοι συνίστανται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και  ζητά να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη ώστε να απορριφθεί στο σύνολό της  η ασκηθείσα  σε βάρος του αγωγή.

Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα η  κρινόμενη αγωγή είναι  καθ όλα ορισμένη, αφού σε αυτήν αναφέρονται όλα τα εκ του νόμου απαραίτητα στοιχεία, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην προεκτεθείσα ως άνω μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, για την περί αδικοπραξίας βάση της, ερειδόμενη, με βάση τα ως άνω ιστορούμενα στην αγωγή, σε αδικοπρακτική συμπεριφορά του εναγόμενου λόγω της τελεσθείσας σε βάρος της ενάγουσας εταιρίας υπεξαίρεσης,  απάτης και εκδόσεως της προαναφερθείσας ακάλυπτης επιταγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως,  το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε  τον ισχυρισμό του εναγόμενου περί αοριστίας του ενδίκου δικογράφου,  δεν έσφαλε, και ως εκ τούτου ο σχετικός λόγος της έφεσης με τον οποίο ο εναγόμενος-εκκαλών υποστηρίζει τα αντίθετα είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

ΙΙ.    Κατά τις διατάξεις του άρθρου 375 του προ’ι’σχύσαντος ΠΚ, που εφαρμόζεται εν προκειμένω, λόγω του χρόνου δημοσίευσης της πρωτόδικης απόφασης (άρθρο 533 ΚΠολΔ) « Όποιος  ιδιοποιείται  παρανόμως  ξένο  (ολικά  ή  εν μέρει) κινητό πράγμα  που περιήλθε  στην  κατοχή  του  με  οποιονδήποτε  τρόπο τιμωρείται  με φυλάκιση  μέχρι  δύο  ετών  και, αν το αντικείμενο της  υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με  φυλάκιση  τουλάχιστον ενός έτους. Αν η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσό των  εκατό είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών (παρ.1). Αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Αν το συνολικό αντικείμενο της πράξης του προηγούμενο εδαφίου υπερβαίνει σε ποσό “τα εκατό είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ”, τούτο συνιστά επιβαρυντική περίπτωση (παρ.2). Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης απαιτείται: α) η ύπαρξη ξένου ολικά ή εν μέρει κινητού πράγματος κατά την έννοια του αστικού δικαίου αναφορικά με την κυριότητα. Ως ξένο θεωρείται το πράγμα, όπως είναι και τα χρήματα, όταν είναι υπό ξένη κυριότητα, και δεν περιήλθαν στην κατοχή του υπαιτίου με κάποια μεταβιβαστική της κυριότητας πράξη, β) περιέλευση του κινητού τούτου πράγματος στην κατοχή του δράστη με οποιοδήποτε τρόπο, δηλαδή είτε με τη θέληση του ιδιοκτήτη, που γίνεται είτε με σύμβαση (εντολής, μίσθωσης, παρακαταθήκης, κ.λ.π.) είτε χωρίς τη θέληση ή εν αγνοία αυτού, γ) παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος από τον δράστη με την έννοια της ενσωμάτωσης αυτού στην περιουσία του χωρίς τη συναίνεση του κυρίου ή άλλη νόμιμη δικαιολογητική αιτία. Υποκειμενικά απαιτείται δόλος του δράστη που περιλαμβάνει τη συνείδηση ότι το κινητό πράγμα είναι ξένο και τη θέληση να το ιδιοποιηθεί παράνομα που εκδηλώνεται και με την κατακράτηση ή άρνηση απόδοσης αυτού στον ιδιοκτήμονα (ΑΠ 601/2013, δημοσιευμένη στη Νόμος).

ΙΙΙ. Εξάλλου, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 281, 288, 300 και 914 του ΑΚ συνάγεται ότι εκείνος που δέχεται επιταγή εν γνώσει του ότι δεν έχει αντίκρισμα ή ότι είναι επιταγή ευκολίας, ναι μεν με τη συμπεριφορά του δεν απαλλάσσει τον εκδότη από την ποινική ευθύνη του άρθρου 79 του ν. 5960/1933  παρέχει όμως το δικαίωμα στον εκδότη, είτε ενάγεται με βάση το νόμο περί επιταγών είτε με βάση το αδίκημα, να αποκρούσει την αγωγή, επικαλούμενος ότι με βάση ιδιαίτερη συμφωνία ο κομιστής, εν γνώσει της ελλείψεως αντικρίσματος, έλαβε την επιταγή και ότι με τη συμπεριφορά του αυτήν, που τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο και προς την αξιούμενη ζημία και προς τη ζημιογόνο πράξη, βρίσκεται σε κακή πίστη, επιδιώκοντας την πληρωμή του ποσού της επιταγής, αφού είχε αποδεχθεί τον κίνδυνο των επιζημίων συνεπειών από την έκδοση της ακάλυπτης επιταγής (ΑΠ 179/2019, ΕΑ 297/2018, ΕφΠειρ 39/2015, δημοσιευμένες στη Νόμος).

ΙV. Επιπρόσθετα, κατά τη διάταξη του άρθρου 522 ΚΠολΔ με την άσκηση της έφεσης, η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια, που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μεταβιβάζεται στο σύνολό της η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, αλλά, μόνον, κατά τα κεφάλαια αυτής, που αφορούν οι λόγοι εφέσεως, καθώς και τα αναγκαίως με αυτά συνεχόμενα. Ως κεφάλαια, δε, κατά την έννοια της παραπάνω διατάξεως νοούνται οι οριστικές διατάξεις της εκκαλουμένης πρωτοβάθμιας αποφάσεως, που αποφαίνονται επί των καθ` έκαστον αιτήσεων περί παροχής έννομης προστασίας και όχι τα διάφορα νομικά και πραγματικά ζητήματα επί των οποίων αποφάνθηκε. Έτσι, η υπαιτιότητα ή η συνυπαιτιότητα στην τέλεση αδικοπραξίας και οι εξ αυτής ζημίες, και η έκταση τούτων ανήκουν στο αυτό κεφάλαιο, ώστε εκκαλουμένης της αποφάσεως για την υπαιτιότητα και τις αιτιολογίες της, επιτρεπτώς ασκείται αντέφεση για την έκταση των ζημιών. Στις ζημίες περιλαμβάνεται, βεβαίως και η χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης. Κατά συνέπεια, εφόσον προσβάλλεται απόφαση με λόγο έφεσης ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έσφαλε με το να δεχθεί ότι ο εκκαλών είναι υπαίτιος της αποδιδομένης με την αγωγή άδικης πράξης, ως αναγκαίως συνεχόμενο με την υπαιτιότητα, μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο και το κονδύλιο της ηθικής βλάβης, που επιδίκασε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο προς ανόρθωση αυτής από τη σε βάρος του ενάγοντος αδικοπραξία και δεν απαιτείται, η προβολή ειδικού λόγου έφεσης, προκειμένου να ερευνήσει το κεφαλαίο τούτο, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Αν στην περίπτωση αυτή, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δεν ερευνήσει το κεφάλαιο της ηθικής βλάβης, υποπίπτει στην πλημμέλεια από τον αριθ. 8β του άρθρου 559 ΚΠολΔ, καθόσον δεν έλαβε υπόψη του πράγματα, που προτάθηκαν και είχαν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, (βλ. ΑΠ 1517/2013, ΕΑ 662/2018,  ΕφΠειρ 50/2015, δημοσιευμένες στη Νόμος).

  1. V. Tέλος, το νομικό πρόσωπο, εφόσον έχει ικανότητα προς δικαιοπραξία (άρθρα 61 και 70 ΑΚ), έχει δικαίωμα επί της προσωπικότητας αυτού στην έκφανση της πίστης, της υπόληψης, της φήμης, του κύρους, του επαγγέλματος, του μέλλοντος και των λοιπών αναγνωριζομένων σ` αυτό άυλων αγαθών. Συνεπώς, σε περίπτωση σε βάρος του αδικοπραξίας δικαιούται να ζητήσει, κατ άρθρο 932 ΑΚ, την  αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης και το νομικό πρόσωπο και εν προκειμένω η ανώνυμη εταιρία, αν με την σε βάρος του αδικοπραξία προσβλήθηκε η εμπορική του πίστη, η επαγγελματική του υπόληψη και γενικό το εμπορικό του μέλλον. Η ως άνω διάταξη του άρθρου 932  ΑΚ παρέχει στο Δικαστήριο τη δυνητική ευχέρεια, σε  μία τέτοια περίπτωση, να επιδικάσει εύλογη χρηματική ικανοποίηση, μόνο αν κρίνει με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής και μετά από εκτίμηση των περιστάσεων, κάτω από τις οποίες συντελέστηκε η άδικη πράξη του υπαιτίου και ιδίως του βαθμού πταίσματος αυτού, του είδους της προσβολής και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης του δικαιούχου και του υπόχρεου ότι το νομικό πρόσωπο έχει πράγματι υποστεί ηθική βλάβη (ΑΠ 1143/2003 ΕλλΔνη 46.394, ΕφΠειρ 794/2014, ΕφΠειρ 633/2011, δημοσιευμένες στη Νόμος).

Στην προκείμενη περίπτωση, από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα του  εναγόμενου,  που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη  πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης ( η ενάγουσα πρωτόδικα δεν εξέτασε μάρτυρα), από όλα τα έγγραφα, που  νομότυπα, με επίκληση, προσκομίζονται από τους διαδίκους,  χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ` αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723), από τις  υπ’ αριθμ. …../10-10-2016 και …./10-10-2016 ένορκες βεβαιώσεις του …….. και …….., που ελήφθησαν με επιμέλεια της ενάγουσας ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς, …….., κατόπιν νομίμου κλητεύσεως του εναγομένου (βλ. την υπ’ αριθμ. ……/05-10-2016 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή, …….) καθώς και από την υπ’ αριθμ. …./2016 ένορκη βεβαίωση του …….., που ελήφθη με επιμέλεια του εναγομένου ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, κατόπιν νομίμου κλητεύσεως της ενάγουσας να παραστεί σ αυτή (βλ. την υπ’ αριθμ. …./06-10-2016 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή, ….), τα όσα συνομολογούν οι διάδικοι καθώς και από  τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, τα οποία λαμβάνει υπόψη του το δικαστήριο αυτεπάγγελτα και χωρίς απόδειξη (άρθρο  336 παρ. 4 ΚΠολΔ) αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «……….» και το διακριτικό τίτλο «…..», δραστηριοποιείται στον τομέα του γενικού τουρισμού και είναι εξουσιοδοτημένη πράκτορας της Διεθνούς Ένωσης Αεροπορικών Μεταφορών και όλων των ακτοπλοϊκών εταιριών που λειτουργούν στην Ελλάδα. Ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών ήταν  διαχειριστής και νυν εκκαθαριστής της εταιρίας με  την επωνυμία «…………», εδρεύουσας στο Πέραμα (………..). Στις 20.03.2007, μεταξύ της ενάγουσας και της εταιρίας που εκπροσωπούσε ο εναγόμενος  υπεγράφη το ίδιας ως άνω χρονολογίας  ιδιωτικό συμφωνητικό, φέρον το τίτλο σύμβαση συνεργασίας, σύμφωνα με το οποίο κατά τα επί λέξει αναφερόμενα σ αυτό η ενάγουσα, αναγραφόμενη στο ως άνω συμφωνητικό ως «ΠΩΛΗΤΡΙΑ» συμφωνεί με το εκπροσωπούμενο από τον εναγόμενο ανωτέρω νομικό πρόσωπο, αναγραφόμενο ως «ΑΓΟΡΑΣΤΗ» «να πωλεί στον αγοραστή   αεροπορικά εισιτήρια και λοιπά τουριστικά προϊόντα εκδόσεώς της έναντι τιμών πώλησης που θα προσυμφωνούνται κατά περίπτωση (άρθρο 1 της σύμβασης), η δε εκπροσωπούμενη από τον εναγόμενο εταιρία «υποχρεούται να εξοφλεί στην πωλήτρια (ενάγουσα)  το αντίτιμο των πωληθέντων και παραδοθέντων σε αυτόν εισιτηρίων και τουριστικών προϊόντων το αργότερο μέχρι τη 15η ημέρα έκαστου μηνός για το σύνολο των εισιτηρίων και προϊόντων που έχουν παραδοθεί σε αυτόν τον προηγούμενο μήνα, σύμφωνα με τις εκάστοτε εκδιδόμενες προς τούτο συγκεντρωτικές μηνιαίες καταστάσεις παραδόσεως εισιτηρίων και προϊόντων της ΠΩΛΗΤΡΙΑΣ που θα αποστέλλονται εμπρόθεσμα στον ΑΓΟΡΑΣΤΗ  (εκπροσωπούμενη από τον εναγόμενο εταιρία) οπότε και θα συντελείται η εκκαθάριση του λογαριασμού» (άρθρο 2 σύμβασης). Μάλιστα συμφωνήθηκε ότι η παράδοση των εισιτηρίων και λοιπών τουριστικών προϊόντων θα συντελείται είτε με υπογραφή συμφώνου παραδόσεως μεταξύ των συμβαλλομένων είτε με έγγραφη εντολή της εκπροσωπούμενης από τον εναγόμενο εταιρίας περί παραδόσεως εισιτηρίων και λοιπών προϊόντων της ενάγουσας σε τρίτους (άρθρο 1 σύμβασης). Το δε πιστωτικό όριο, κατά τα μεταξύ τους συμφωνηθέντα, ανήλθε στο ποσό των  10.000 ευρώ (άρθρο 4 σύμβασης) και μάλιστα προς πρόσθετη εξασφάλιση της ενάγουσας ο εναγόμενος  υπέγραψε στο όνομα της εκπροσωπούμενης από αυτόν εταιρίας και παρέδωσε στην ενάγουσα την υπ’ αρ. .. επιταγή της «EFG EUROBANK ERGASIAS Α.Ε.», εις διαταγήν της ενάγουσας, ποσού 10.000 ευρώ,  με ανοικτή ημερομηνία εκδόσεως – πληρωμής (άρθρο 10 σύμβασης). Τέλος, συμφωνήθηκε ότι σε περίπτωση που το χρεωστικό υπόλοιπο της εκπροσωπούμενης από τον εναγόμενο εταιρίας υπερβεί το συμφωνημένο ανώτατο ως άνω όριο της πίστωσης, η τελευταία είναι υποχρεωμένη να καταβάλει άμεσα το ποσό της υπέρβασης, άλλως η ενάγουσα έχει το δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση και ότι σε κάθε περίπτωση η τελευταία  δικαιούται να καταγγείλει τη σύμβαση αν η εκπροσωπούμενη από τον εναγόμενο εταιρία  δεν προβεί στην εξόφληση της ληξιπρόθεσμης οφειλής της εντός τριημέρου από την έγγραφη όχλησή της (άρθρο 6 της σύμβασης). Στις 31.12.2012, η εκπροσωπούμενη από τον εναγόμενο εταιρία, ως προκύπτει ότι τις επισυναπτόμενες από την ίδια την ενάγουσα στην κρινόμενη αγωγή της καρτέλες που τηρούσε αυτή προς παρακολούθηση του τηρηθέντος μεταξύ των ως άνω συμβαλλόμενων εταιριών λογαριασμού όφειλε στην ενάγουσα  συνολικό ποσό 20.878,06 ευρώ  και όχι 30.878,06 ευρώ, που αβασίμως αυτή αναγράφει ως οφειλόμενο ποσό στην ένδικη αγωγή της,  προερχόμενο  από πώληση προς αυτήν αεροπορικών εισιτηρίων μηνός Οκτωβρίου 2012 και Νοεμβρίου 2012, που σύμφωνα με τα συμφωνηθέντα στην ανωτέρω σύμβαση έπρεπε να αποδοθεί στην ενάγουσα έως τις 15.12.2012. Πλην όμως ο εναγόμενος, υπό την ως άνω ιδιότητά του,  ουδέποτε απέδωσε στην ενάγουσα  το ανωτέρω ποσό, παρά το ότι προσκλήθηκε προς τούτο από την τελευταία,  ενόψει δε των σοβαρών οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε η εκπροσωπούμενη απ αυτόν εταιρία, ήδη από τον Οκτώβριο του 2012,  προέβη στη λύση της με το  με το …../6.12.2012 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών ………… (ΦΕΚ ΤΑΕ&ΕΠΕ 475/21.01.2013). Κατόπιν των ανωτέρω η ενάγουσα στις 31.1.2013, ενόψει των ως άνω συμφωνηθέντων, συμπλήρωσε με την ταυτάριθμη ημερομηνία (31.01.2013) την προαναφερθείσα, λευκή ως προς την ημερομηνία έκδοσης, επιταγή που της είχε παραδώσει ο εναγόμενος κατά την υπογραφή της μεταξύ των ως άνω εταιριών σύμβασης και την εμφάνισε προς πληρωμή στην πληρώτρια τράπεζα αυθημερόν, πλην όμως αυτή σφραγίσθηκε ελλείψει διαθέσιμων κεφαλαίων στο λογαριασμό της εκδότριας εταιρίας, κατά τον ως άνω χρόνο πληρωμής της, γεγονός που ο εναγόμενος-νόμιμος εκπρόσωπό της γνώριζε, αφού, κατά τα προαναφερόμενα, η εκπροσωπούμενη από αυτόν εκδότρια εταιρία,  ήδη από τον Οκτώβριο του 2012, κατά τα ανωτέρω, δυσκολευόταν να ανταποκριθεί στις προς τρίτους υποχρεώσεις της. Για το λόγο αυτό άλλωστε στις συναντήσεις που είχε με τους εκπροσώπους της ενάγουσας εταιρίας στις 28.11.2012 και 7.12.2012 ζήτησε απ αυτούς πίστωση χρόνου ώστε να ανταποκριθεί η εταιρία στις συμβατικές προς την ενάγουσα  υποχρεώσεις και εξοφλήσει αυτή το οφειλόμενο ως άνω ποσό. Ως εκ τούτου, ενόψει των ως άνω αποδειχθέντων, ως αυτά προέκυψαν από τη συντεκτίμηση του συνόλου του προαναφερόμενου αποδεικτικού υλικού, σε συνδυασμό με την προηγηθείσα  (υπό στοιχ.Ι.) νομική σκέψη ο εναγόμενος τέλεσε σε βάρος της ενάγουσας το αδίκημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, εξαιτίας δε της παράνομης και υπαίτιας ως άνω συμπεριφοράς του η ενάγουσα υπέστη ζημία ίση με το ποσό της ως άνω επιταγής και δη 10.000 ευρώ. Ο ισχυρισμός του εναγομένου, ότι δεν είχε δόλο, ως προς την έκδοση της επιταγής, η οποία, κατά τα προαναφερόμενα, ήταν μεταχρονολογημένη, ενόψει του ότι κατά το χρόνο της πραγματικής της έκδοσης (20.3.2007) υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια στο λογαριασμό της εκπροσωπούμενης απ αυτόν εταιρίας ουδόλως δε μπορούσε να προβλέψει ότι δεν θα υπήρχαν τέτοια 6 χρόνια μετά τον πραγματικό χρόνο έκδοσής της, όταν αυτή εμφανίστηκε από την ενάγουσα προς πληρωμή, και αληθής υποτιθέμενος αλυσιτελώς προβάλλεται και ως εκ τούτου τυγχάνει απορριπτέος, ενόψει του ότι κατά την ίδια προηγηθείσα ως άνω νομική σκέψη αφ ενός μεν είναι χωρίς έννομη επιρροή αν το προαναφερόμενο γνωστικό στοιχείο του εκδότη της ακάλυπτης επιταγής  αναφέρεται στο χρόνο της εκδόσεως της επιταγής ή σε εκείνο της πληρωμής (κατά τα προαναφερόμενα ο εναγόμενος-νόμιμος εκπρόσωπος της εκδότριας εταιρίας  σαφώς και γνώριζε ότι η εν λόγω επιταγή, κατά το χρόνο της πληρωμής της δεν θα μπορούσε να πληρωθεί από την εκπροσωπούμενη απ αυτόν εταιρία)  αφ ετέρου δε, ως εκτέθηκε ανωτέρω στο οικείο κεφάλαιο της μείζονος σκέψης (υπό στοιχ.Ι), οφείλει ο εκδότης μεταχρονολογημένων επιταγών, ως εν προκειμένω ο εναγόμενος, νόμιμος εκπρόσωπος της εκπροσωπούμενης απ αυτόν εκδότριας εταιρίας, να έχει διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια τράπεζα, σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο του διαστήματος από την ημέρα της πραγματικής εκδόσεως μέχρι την πάροδο της προθεσμίας, προς εμφάνιση, που υπολογίζεται, από την ημέρα, που αναγράφεται στην επιταγή, ως χρονολογία εκδόσεως. Περαιτέρω, ο εναγόμενος αμυνόμενος κατά της αγωγής και δη κατά της αδικοπρακτικής της βάσης της στηριζόμενης στην έκδοση ακάλυπτης επιταγής προφορικώς (βλ.ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά) αλλά και με τις προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου πρόβαλε  την ένσταση συντρέχοντος πταίσματος της ενάγουσας στην πρόκληση της σε βάρος της ζημίας. Ειδικότερα, ισχυρίσθηκε ότι η ενάγουσα εμφάνισε προς πληρωμή την προαναφερόμενη επιταγή μολονότι γνώριζε την έλλειψη αντικρίσματος της επιταγής στον κρίσιμο χρόνο πληρωμής της, αφού ήξερε, ως αυτό της είχε γνωστοποιηθεί στις ως άνω συναντήσεις τους,  ότι η εκπροσωπούμενη απ αυτόν εταιρία επρόκειτο να λυθεί και να τεθεί σε εκκαθάριση  και ως εκ τούτου  είχε αναδεχθεί τους κινδύνους ζημίας  της από την έκδοση ακάλυπτης επιταγής. Ο ως άνω ισχυρισμός του εναγόμενου, που παραδεκτά επαναφέρεται με την κρινόμενη έφεσή του, είναι καθ όλα ορισμένος και νόμιμος, κατά την προηγηθείσα υπό στοιχ.IΙΙ  νομική σκέψη, στηριζόμενος στη διάταξη του άρθρου 300 ΑΚ, παρά τα αβασίμως υποστηριζόμενα από την εφεσίβλητη,  τυγχάνει απορριπτέος, όμως, ως ουσία αβάσιμος, καθώς ουδόλως αποδείχθηκαν τα ως άνω υποστηριζόμενα απ αυτόν από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού. Και αυτό διότι, με βάση τα ως άνω αποδειχθέντα, ο εναγόμενος στις προαναφερόμενες συναντήσεις του με την ενάγουσα ζήτησε απ αυτήν πίστωση χρόνου για την εξόφληση της οφειλής της εκπροσωπούμενης απ αυτόν εταιρίας, ουδόλως δε η τελευταία  (ενάγουσα) ήξερε ή ενημερώθηκε από τον εναγόμενο ότι  τα προβλήματα  της οφειλέτριάς της  εταιρίας ήταν τόσο σοβαρά ώστε θα επερχόταν η λύση της, αντίθετα, ενόψει της  καθ όλα αγαστής επί πενταετίας και πλέον συνεργασίας τους είχε κάθε λόγο να πιστεύει ότι η επίδικη επιταγή, που με βάση τα αναγραφόμενα στο ως άνω συμφωνητικό, ήταν επιταγή εγγύησης και παραδόθηκε στην ενάγουσα για να καλύψει πραγματική και ενεργή απαίτησή της και ως εκ τούτου είχε νόμιμο δικαίωμα να την εμφανίσει προς πληρωμή, δεν θα πληρωνόταν από τη εκδότρια εταιρία ελλείψει αντικρίσματος. Περαιτέρω, από το ίδιο ως άνω αποδεικτικό υλικό ουδόλως αποδείχθηκαν οι έτερες ιστορούμενες στην αγωγή αδικοπρακτικές της βάσεις και δη αυτές περί υπεξαιρέσεως και απάτης που δήθεν τέλεσε ο εναγόμενος σε βάρος της ενάγουσας. Και αυτό διότι αποδείχθηκε ότι η συμφωνηθείσα μεταξύ της ενάγουσας και της εκπροσωπούμενης από τον εναγόμενο εταιρίας σύμβαση ήταν αυτή της πώλησης με πίστωση του τιμήματος και όχι υποπρακτόρευσης, ως ισχυρίζεται η ενάγουσα στην ένδικη αγωγή της και ως εκ τούτου δε τίθεται θέμα υπεξαιρέσεως από τον εναγόμενο  με την ιδιότητα του εντολοδόχου του οφειλόμενου από την νομίμως εκπροσωπούμενη  απ αυτόν εταιρία ποσού,  καθώς  η μη καταβολή από την τελευταία  του οφειλόμενου στη ενάγουσα ποσού   συνιστά μεν αθέτηση εκ μέρους της σχετικής ενοχικής υποχρέωσής της από τη σύμβαση πώλησης προσβάλλοντας το αντίστοιχο ενοχικό δικαίωμα της ενάγουσας,  όχι, όμως,  υπεξαίρεση, αφού δε συντρέχει το στοιχείο του ξένου, κατά τα προαναφερόμενα στην υπό στοιχ.II νομική σκέψη   και συνακόλουθα αδικοπραξία, κατά την έννοια του παραπάνω άρθρου 914 ΑΚ, τελεσθείσα δια του εναγόμενου-νομίμου εκπροσώπου της,  αφού  η κυριότητα των χρημάτων που προερχόταν από την πώληση των πωληθέντων προϊόντων-εισιτηρίων  σε αγοραστές περιερχόνταν αυτοδικαίως στην αγοράστρια-εκπροσωπούμενη από τον εναγόμενο εταιρία και όχι στην ενάγουσα. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου προέκυψε από τη συνεκτίμηση του συνόλου του αποδεικτικού υλικού, στηρίζεται όμως, ιδίως, στην ίδια την ως άνω σύμβαση, φέρουσα τον τίτλο σύμβαση συνεργασίας, αφού σ αυτήν, κατά τα προαναφερόμενα, χρησιμοποιούνται για μεν την ενάγουσα εταιρία  ο όρος «πωλήτρια» για δε την εκπροσωπούμενη από τον εναγόμενο ο όρος «αγοραστής» και αναγράφεται ρητώς ότι η πωλήτρια συμφωνεί να «πωλεί» στον αγοραστή αεροπορικά εισιτήρια και λοιπά τουριστικά προϊόντα και ο αγοραστής υποχρεούται να εξοφλεί στην πωλήτρια το «αντίτιμο» των πωληθέντων και παραδοθέντων εισιτηρίων και τουριστικών προϊόντων. Άλλωστε από τη σύμβαση απουσιάζει παντελώς οποιαδήποτε πρόβλεψη σχετικά με το ύψος της προμήθειας του υποτιθέμενου, κατά την αγωγή, πράκτορα-εκπροσωπούμενη από τον εναγόμενο εταιρία,  ενώ γίνεται γενικώς λόγος για «εκπτώσεις, βασικές και πρόσθετες προμήθειες», ειδικά δε η έννοια της «έκπτωσης» παραπέμπει ευθέως στο τίμημα της πώλησης. Ούτε, εξάλλου, αποδείχθηκαν οι αναφερόμενες στην αγωγή προς συγκάλυψη του δήθεν υπεξαιρεθέντος από τον εναγόμενο οφειλόμενου σ αυτήν ποσού   πράξεις του, που κατά την ενάγουσα, συνιστούν την τελεσθείσα απ αυτόν αξιόποινη πράξη της απάτης  και δη οι αναφερόμενες στην αγωγή ψευδείς σ αυτήν παραστάσεις του,  όταν οχλήθηκε απ αυτήν προς επιστροφή του οφειλόμενου ποσού,  ήτοι αυτές περί φερεγγυότητας της εκπροσωπούμενης απ αυτόν εταιρίας, τις οποίες ενίσχυσε μάλιστα, στις προαναφερόμενες συναντήσεις του με τους νόμιμους εκπροσώπους της, που έλαβαν χώρα στις 28.11.2012 και 7.12.2012, στα γραφεία της εκπροσωπούμενης απ αυτόν εταιρίας, με την επίδειξη προς αυτούς εγγυητικών επιστολών, που πιστοποιούσαν την ύπαρξη 60.000 ευρώ σε τραπεζικό λογαριασμό της  τελευταίας. Και αυτό διότι, κατά τα προαναφερόμενα, στις ως άνω συναντήσεις, ουδόλως έλαβαν χώρα τα ως άνω υποστηριζόμενα από την ενάγουσα παρά μόνο σ αυτές ο εναγόμενος, επικαλούμενος τα οικονομικά προβλήματα της εκπροσωπούμενης απ αυτόν εταιρίας που πράγματι αυτή αντιμετώπιζε ζητούσε απ αυτήν πίστωση χρόνου, διαπραγματευόμενος την τμηματική εξόφληση της οφειλής της. Σημειωτέον ότι η ενάγουσα εταιρία, εκτός από την  άσκηση της από 16.4.2013 κρινόμενης αγωγής της, επικαλούμενη τα ίδια πραγματικά περιστατικά που εκθέτει σ αυτήν,  υπέβαλε σε βάρος του εναγόμενου την από 22.4.2013 κατατεθείσα έγκληση,  με αφορμή την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος του εναγόμενου α)  για υπεξαίρεση τελεσθείσα κατ εξακολούθηση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου β) έκδοση ακάλυπτης επιταγής,  διατάχθηκε και διενεργήθηκε κύρια ανάκριση, μετά το πέρας της οποίας εκδόθηκε το με αριθμό 338/2017 αμετάκλητο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς, βάσει του οποίου παραπέμφθηκε ο εναγόμενος να δικασθεί ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς μόνο για το αδίκημα της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής (άρθρο 79 παρ.1 του Ν.5960/1933), καθότι το ως άνω Συμβούλιο, δεχόμενο ως αποδειχθέντα τα ίδια με την παρούσα ως άνω πραγματικά περιστατικά, έκρινε ότι δεν υφίστανται σε βάρος του ενδείξεις για την στήριξη κατηγορίας εναντίον του  για την παραπομπή του για την προαναφερόμενη πράξη της υπεξαίρεσης.  Ωστόσο, δεν αποδείχθηκε, κατά την κρίση του Δικαστηρίου,  η επικαλούμενη ηθική βλάβη της ενάγουσας, συνεπεία της τελεσθείσας σε βάρος της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του εναγόμενου, που κατά τα προαναφερόμενα, συνίσταται μόνο στην έκδοση ακάλυπτης επιταγής, καθώς η τελευταία  δεν οπισθογράφηκε εκ μέρους της περαιτέρω ώστε να εκτεθεί στους συνεργαζόμενους με αυτή επιχειρηματικούς κύκλους ως διακινούσα ακάλυπτες επιταγές ούτε όμως αποδείχθηκε ειδικότερα και με συγκεκριμένα στοιχεία με ποιον τρόπο σ αυτή, συνεπεία της ως άνω αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του εναγόμενου,  επήλθε «ευθεία καταρράκωση του επιχειρηματικού της κύρους και εικόνας» ως επικαλείται στην αγωγή της και επομένως το σχετικό κονδύλιο τυγχάνει απορριπτέο ως ουσία αβάσιμο. Σημειωτέον  ότι το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, παρά τα αβασίμως υποστηριζόμενα από την εφεσίβλητη,  οφείλει να ερευνήσει και το ως άνω κεφάλαιο της πρωτόδικης απόφασης, περί επιδικάσεως στην ενάγουσα χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, έστω και αν ο εκκαλών-εναγόμενος δεν παραπονείται ειδικώς γι αυτό, καθώς, με βάση τα προαναφερόμενα στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας (ΙV), όταν  με την έφεση διατυπώνεται παράπονο κατά της πρωτόδικης απόφασης, ως προς το κεφάλαιο της υπαιτιότητας, ως στην προκείμενη περίπτωση, που ο εναγόμενος-εκκαλών με την ένδικη έφεσή του παραπονείται για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που τον έκρινε υπαίτιο των αποδιδόμενων σ αυτόν με την αγωγή άδικων πράξεων  (υπεξαιρέσεως και ακάλυπτης επιταγής), αιτούμενος την εξαφάνιση της εκκαλουμένης ώστε να απορριφθεί εξ ολοκλήρου η σε βάρος του ασκηθείσα αγωγή  θεωρείται ότι συμπροσβάλλεται, αναγκαίως, και το κεφάλαιο της χρηματικής ικανοποίησης, έστω και χωρίς ειδικό παράπονο (λόγο έφεσης), αφού, με την άσκηση της  κρινόμενης έφεσης από τον εναγόμενο είναι αυτονόητο ότι επιδιώκεται η ολοσχερής απόρριψη και του κεφαλαίου αυτού .

Κατά συνέπεια, με βάση όλα τα ανωτέρω έπρεπε η ένδικη αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή, ως προς την κύρια βάση της,  ως βάσιμη και στην ουσία της  και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα λόγω της τελεσθείσας σε βάρος της ως άνω αδικοπρακτικής συμπεριφοράς το ποσό των 10.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Κατά συνέπεια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχτηκε ότι ο εναγόμενος προέβη στην έκδοση της ως άνω ακάλυπτης επιταγής, ποσού 10.000 ευρώ, εξαιτίας της οποίας προξενήθηκε στην τελευταία κατ αιτιώδη συνάφεια με την ως άνω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του, ζημία ίση προς το ως άνω ποσό της επιταγής, ορθά εκτίμησε ως προς το ζήτημα αυτό το νόμο και τις αποδείξεις, απορριπτομένου ως εκ τούτου ως αβάσιμου του περί του αντιθέτου σχετικού λόγου της έφεσης. Έσφαλε, όμως, κατά τα λοιπά, ως βασίμως παραπονείται ο εναγόμενος στην κρινόμενη έφεσή του και τους σχετικούς λόγους αυτής, ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, δεχόμενο ότι ο εναγόμενος επέδειξε σε βάρος της ενάγουσας και έτερη, πλην της ανωτέρω,  αδικοπρακτική συμπεριφορά, ήτοι ότι εισέπραξε ως εντολοδόχος της το αιτούμενο με την αγωγή ποσό, ήτοι αυτό των 30.878,06 ευρώ, το οποίο ιδιοποιήθηκε παράνομα καθώς και ότι αυτή υπέστη ηθική βλάβη, επιδικάζοντάς της για την αιτία αυτή το ποσό των 1.000 ευρώ και συνακόλουθα έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή υποχρεώνοντας τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 31.878,06 ευρώ, ενώ έπρεπε να υποχρεωθεί να της καταβάλει, κατά τα προαναφερόμενα, και για την ως άνω αιτία  μόνο το ποσό των 10.000 ευρώ.

Ύστερα από τα προαναφερόμενα πρέπει η έφεση του εκκαλούντος-εναγόμενου  να γίνει δεκτή και ως βάσιμη στην ουσία της. Περαιτέρω πρέπει, αφού εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της,  κατά το άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ, δηλαδή και κατά τις διατάξεις της που δεν ανατρέπονται με την παρούσα απόφαση, είτε γιατί δεν προσβλήθηκαν με την κρινόμενη έφεση  είτε γιατί οι σχετικοί λόγοι της έφεσης απορρίφθηκαν, λόγω του ότι τούτο επιβάλλεται για την ενότητα της εκτέλεσης, η οποία θα επιτευχθεί μόνο με την εκτέλεση της παρούσας αποφάσεως (ΑΠ 748/1984, 779/1984 ΕλλΔνη 26, 642), να κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και να δικαστεί στην ουσία της, να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή ως βάσιμη και κατ ουσίαν, ως προς την κύρια βάση της και να  υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει  στην ενάγουσα  το ποσό των 10.000 ευρώ,  νομιμοτόκως από την επίδοση της παρούσας αγωγής και μέχρι την εξόφληση.  Θέμα, δε, απαγγελίας προσωπικής κράτησης σε βάρος του εναγόμενου, ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης δε τίθεται διότι, κατ άρθρο 1047 παρ.2 ΚΠολΔ,   δεν είναι επιτρεπτή η απαγγελία προσωπικής κράτησης ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης για απαίτηση μικρότερη των 30.000 ευρώ, ως η προκείμενη. Το περιεχόμενο, εξάλλου, στην  έφεση   του εναγόμενου-εκκαλούντος αίτημά του  για επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, υπό την έννοια να υποχρεωθεί η ενάγουσα-εφεσίβλητη να αποδώσει στον τελευταίο το ποσό που της κατέβαλε σε εκτέλεση της εκκληθείσας απόφασης που κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των 15.000 ευρώ, νομίμως προβαλλόμενο (άρθρο 914 ΚΠολΔ), τυγχάνει απορριπτέο ως ουσία αβάσιμο, αφού, ως αποδείχθηκε,  ουδόλως εκτελέσθηκε σε βάρος του η ως άνω διάταξη της εκκαλουμένης. Τέλος, πρέπει ο εναγόμενος,  ως εν μέρει ηττηθείς,  να καταδικαστεί και στο μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, που αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας (άρθρα 178, 183, 191 παρ.2  ΚΠολΔ), ενώ πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του προκατατεθέντος  παραβόλου, συνολικού ποσού 100 ευρώ στον εκκαλούντα-εναγόμενο,  λόγω της κατ΄ουσίαν παραδοχής του ένδικου μέσου που άσκησε(άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ, αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ουσιαστικά την έφεση.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την με αριθμό 174/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και ΔΙΚΑΖΕΙ την από 16.4.2013 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …./2013  αγωγή.

ΔΕΧΕΤΑΙ  εν μέρει την ως άνω αγωγή,  ως προς την κύρια βάση της.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόμενο  να καταβάλει  στην ενάγουσα το ποσό των δέκα χιλιάδων  (10.000) ευρώ,  με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εναγόμενο σε  μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας  και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, που ορίζει στο ποσό των επτακοσίων   (700) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του προκατατεθέντος παραβόλου (υπ΄αριθμ.. . ..)  ποσού εκατό  (100) ευρώ, στον εκκαλούντα.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά,  στο ακροατήριο του την  4-10-2019 απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                    Η  ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ