Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 605/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙKΑΣΙΑ

 Αριθμός Απόφασης: 605/2019

 ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Αικατερίνη Νομικού, Πρόεδρο Εφετών, Χρυσούλα Πλατιά Εφέτη, Ιωάννη Γερωνυμάκη, Εφέτη – Εισηγητή και τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 532 του ΚΠολΔ, αν η έφεση ασκήθηκε εκπρόθεσμα, το Δικαστήριο την απορρίπτει ως απαράδεκτη και αυτεπαγγέλτως. Από τη διάταξη του άρθρου 523 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι, αν ασκήθηκαν αντίθετες εφέσεις και η μία από αυτές είναι εκπρόθεσμη, αυτή ισχύει ως αντέφεση, εφόσον αναφέρεται στα εκκληθέντα με την εμπρόθεσμη έφεση κεφάλαια της εκκαλουμένης και τα αναγκαίως συνεχόμενα με αυτά (ΕφΔωδ 91/2018 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 375/2016 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑνΚρητ 136/2014 ΝΟΜΟΣ).

Εν προκειμένω ο ενάγων, ήδη εφεσίβλητος – εκκαλών, ………….. στην από 23/12/2009 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../2009 αγωγή του ισχυρίστηκε ότι κατά του εναγόμενου, ήδη εκκαλούντος – εφεσίβλητου, .. ………, άσκησε την από 2/6/2003 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./2003 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία ζητούσε να υποχρεωθεί να του καταβάλει την αναφερόμενη σε αυτή δικηγορική του αμοιβή, που του όφειλε από το χειρισμό των αναγραφόμενων εκεί υποθέσεων που του είχε ο εναγόμενος αναθέσει, ότι επ’ αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 4876/2003 οριστική απόφαση, με την οποία το ανωτέρω Δικαστήριο υποχρέωσε τον εναγόμενο να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 32.592,424 ευρώ, ότι κατά της απόφασης αυτής ο εναγόμενος άσκησε την από 13/4/2004 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./2004 έφεσή του, στην οποία συμπεριέλαβε τις αναγραφόμενες στην παρούσα αγωγή του λέξεις και εκφράσεις, οι οποίες είναι εξυβριστικές και συκοφαντικές για αυτόν, των οποίων έλαβαν γνώση οι εισαγγελείς, οι δικαστές και οι λοιποί παράγοντες της πολιτικής και της συναφούς ποινικής δίκης και ότι ο εναγόμενος με τις ανωτέρω πράξεις του έθιξε την τιμή και την υπόληψή του και προσέβαλε παράνομα την προσωπικότητα του, με συνέπεια αυτός να δικαιούται εύλογη χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ηθικής βλάβης, την οποία υπέστη. Ζητούσε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει το ποσό των 300.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση. Ο ενάγων, .. ……., στην από 11/12/2012 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ../2012 αγωγή του ισχυρίστηκε ότι ο εναγόμενος, ……………, στο δικόγραφο της πιο πάνω ένδικης αγωγής του ισχυρίστηκε ενώπιον τρίτων για αυτόν τα αναγραφόμενα στην αγωγή του πραγματικά περιστατικά τα οποία είναι ψευδή, με γνώση του ψεύδους του, με τα οποία έθιξε την τιμή και την υπόληψή του και προσέβαλε παράνομα την προσωπικότητα του, με συνέπεια αυτός να δικαιούται εύλογη χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ηθικής βλάβης, την οποία υπέστη. Ζητούσε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει, όπως παραδεκτά περιόρισε το αίτημα της αγωγής, το ποσό των 35.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση και να παύσει στο μέλλον να προσβάλλει παράνομα την προσωπικότητά του με απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε εν μέρει τις αγωγές, υποχρέωσε τον εναγόμενο .. …….να καταβάλει στον ενάγοντα ………….. ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 6.000 ευρώ και αντίστοιχα υποχρέωσε τον εναγόμενο ………….. να καταβάλει στον ενάγοντα .. …….ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 9.000 ευρώ και τον υποχρέωσε να παραλείπει στο μέλλον κάθε προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντα με απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης. Κατά της αποφάσεως αυτής αμφότεροι οι διάδικοι άσκησαν τις υπό κρίση εφέσεις, παραπονούμενοι για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και κάθε ένας αυτών ζητεί την εξαφάνισή της ώστε να γίνει δεκτή η δική του αγωγή στο σύνολο της και να απορριφθεί η αγωγή του αντιδίκου του. Η από 29/10/2015 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 750/2015 έφεση του εκκαλούντος – εφεσίβλητου .. ., ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513 παρ. 1β, 518 παρ. 1, 520 του ΚΠολΔ), δοθέντος ότι η προσβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε στον εφεσίβλητο – εκκαλούντα ………….. την 6/10/2015 (υπ’ αριθμ. …./6.10.2015 έκθεση επίδοσης του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ……..), η δε έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 30/10/2015 και αρμοδίως φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ) ενώ καταβλήθηκαν και τα νόμιμα παράβολα με αριθμούς ………. συνολικού ποσού 200 ευρώ, τα οποία επισυνάπτονται στην από 30/10/2015 έκθεση που συνέταξε η Γραμματέας του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ (όπως τότε ίσχυε). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την τακτική διαδικασία, με την οποία εκδόθηκε και η προσβαλλόμενη απόφαση  (άρθρα 533 παρ.1 του ΚΠολΔ). Παραδεκτώς δε ασκήθηκαν από τον ανωτέρω, κατ’ άρθρο 520 παρ. 2 του ΚΠολΔ, πρόσθετοι λόγοι, οι οποίοι αναφέρονται στα κεφάλαια της απόφασης που προσβάλλονται με την έφεση και εκείνα που αναγκαστικά συνέχονται με αυτή, με το από 3/4/2017 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………./3.4.2017 δικόγραφο, που επιδόθηκε στον εφεσίβλητο την 3/4/2017 (υπ’ αριθμ. …./3.4.2017 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθήνας ……..). Αντίθετα η από 29/4/2017 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2017 έφεση του εφεσίβλητου – εκκαλούντος …………..κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 3/5/2017 και είναι εκπρόθεσμη, ως ασκηθείσα μετά την παρέλευση τριάντα ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης (άρθρο 518 παρ. 1 ΚΠολΔ). Δοθέντος όμως ότι το κεφάλαιο της χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης συνεπεία προσβολής της προσωπικότητας του ενάγοντος .. …., που πλήττεται με την έφεσή του, παραπονούμενος ότι εσφαλμένα του επιδικάστηκε μόνο το ποσό των 9.000 ευρώ, διότι έπρεπε να του επιδικαστεί ολόκληρο το αιτούμενο ποσό των 35.000 ευρώ, πλήττεται και με την έφεση του εναγόμενου ………….., παραπονούμενος ότι εσφαλμένα επιδικάστηκε σε βάρος του το πιο πάνω ποσό, ισχύει η υπό κρίση εκπρόθεσμη έφεση ως αντέφεση, κατ’ άρθρο 523 παρ. 1 του ΚΠολΔ, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στην προηγούμενη νομική σκέψη. Επομένως, εφόσον αρμοδίως φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ) και καταβλήθηκε και το νόμιμο παράβολο (e – Παραβολο) με κωδικό ………… ποσού 150 ευρώ (το ποσό του οποίου κατατέθηκε στην Τράπεζα Πειραιώς), το οποίο επισυνάπτεται στην από 3/5/2017 έκθεση που συνέταξε η Γραμματέας του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, πρέπει, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο του λόγου της, κατά την τακτική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, αφού συνεκδικαστεί με την έφεση και τους πρόσθετους λόγους αυτής λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας (άρθρα 246, 524 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Κατ το άρθρο 61 του ν. 4194/2013 «1. Ο δικηγόρος για την άσκηση κάθε είδους ενδίκων βοηθημάτων ή ενδίκων μέσων και για την παράστασή του ενώπιον των δικαστηρίων και των δικαστικών συμβουλίων, ενώπιον δικαστών με την ιδιότητά τους ως ανακριτών ή εισηγητών ή εντεταλμένων δικαστών και γενικά για την παροχή υπηρεσιών, που σχετίζονται με την έναρξη και τη διεξαγωγή της δίκης, το στάδιο της απόπειρας συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς ή της εξωδικαστικής διαμεσολάβησης ή δικαστικής μεσολάβησης ή της διαδικασίας εκούσιας δικαιοδοσίας, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και οι διαδικασίες παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας ή έκδοσης δικαστικής διαταγής, υποχρεούται να προκαταβάλει στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο εισφορές . . . 2.  . . . 3. Από την υποχρέωση της προκαταβολής, που ορίζεται και υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1, απαλλάσσονται οι δικηγόροι, όταν εκπροσωπούν: α) . . . β) διαδίκους που εμπίπτουν στις διατάξεις του άρθρου 82 παράγραφος 2 και της περίπτωσης θ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 95 του Κώδικα . . . 4. Ο δικηγόρος για την κατάθεση κάθε είδους ενδίκων βοηθημάτων ή ενδίκων μέσων, καθώς και για την παράστασή του ενώπιον των δικαστηρίων, δικαστών και για κάθε στάδιο της δίκης οφείλει, στο πλαίσιο της υποχρέωσης προκαταβολής της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, να καταθέτει το σχετικό γραμμάτιο καταβολής, αλλιώς η σχετική διαδικαστική πράξη είναι απαράδεκτη. 5. . . . Δικηγόρος που παραβιάζει την υποχρέωση προκαταβολής της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, υποχρεούται να καταβάλει το ποσό που όφειλε να προκαταβάλει και τιμωρείται με πρόστιμο ύψους χιλίων (1.000) έως είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ, σε περίπτωση δε υποτροπής και με την πειθαρχική ποινή της προσωρινής παύσης από το δικηγορικό λειτούργημα από δεκαπέντε (15) ημέρες μέχρι έξι (6) μήνες», κατά δε το άρθρο 82 παρ. 2 του ίδιου νόμου «2. Κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται η παροχή υπηρεσιών, χωρίς τον περιορισμό της παραγράφου 1, στο σύζυγο ή σε συγγενή εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι του τρίτου βαθμού, καθώς και σε δικηγόρο, ασκούμενο δικηγόρο, δικηγόρο σε αναστολή άσκησης των καθηκόντων του ή συνταξιούχο δικηγόρο, εφόσον πρόκειται για προσωπική τους υπόθεση». Εν προκειμένω ο εφεσίβλητος …………… κατά τη συζήτηση των αγωγών ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου δεν προσκόμισε νόμιμα και εμπρόθεσμα το απαραίτητο για το παραδεκτό της παράστασής του, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, αντίστοιχο γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών στο Δικηγορικό Σύλλογο Πειραιά. Ήδη όμως ενώπιον του Εφετείου αυτού προσκομίζει την υπ’ αριθμ. πρωτ. …../1.12.2015 έγγραφη απάντηση του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά προς το πληρεξούσιο δικηγόρο του, ……….., ο οποίος παραστάθηκε με τον ………….. ως πληρεξούσιος δικηγόρος του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία τον ενημέρωσε ότι το ΔΣ του Συλλόγου κατά τη συνεδρίαση του της 18/11/2015 αποφάσισε ότι ο ……………, δικηγόρος, που είναι εγγεγραμμένος στο Δικηγορικό Σύλλογο Πειραιά από την 27/6/1979 και απώλεσε τη δικηγορική του ιδιότητα λόγω αμετάκλητης καταδίκης του ενώ έχει καταφύγει στο αρμόδιο δικαστήριο για την ακύρωση της καταδίκης, αιτούμενος παράλληλα και χάρη για την άρση των συνεπειών της καταδίκης του, έχει συγκεντρώσει τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησής του και έχει θεμελιωμένο – κατοχυρωμένο συνταξιοδοτημένο δικαίωμα, χωρίς όμως να έχει προβεί στις απαιτούμενες ενέργειες για τη συνταξιοδότησή του αναμένοντας την έκβαση των ενεργειών του για την ανατροπή της απώλειας της δικηγορικής του ιδιότητας και επομένως η περίπτωσή του εξομοιώνεται με αυτή του συνταξιούχου που ήδη του έχει απονεμηθεί η σύνταξη και εμπίπτει στην κατηγορία των προσώπων που σύμφωνα με το  άρθρο 82 παρ. 2 του ανωτέρω νόμου ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους απαλλάσσεται από την υποχρέωση έκδοσης γραμματίου προκαταβολής. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω ο ……….., δεν είχε, για την παράστασή του, υποχρέωση κατάθεσης προκαταβολής εισφορών στο Δικηγορικό Σύλλογο Πειραιά. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε ως παραδεκτή την παράσταση του …………..ενώπιον του, με την εσφαλμένη όμως αιτιολογία ότι την 2/3/2015 προσκόμισε το υπ’ αριθμ. … γραμμάτιο προκαταβολής, η οποία αντικαθίσταται από την παρούσα (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), ορθά κατ’ αποτέλεσμα έκρινε και ο πέμπτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο ο εκκαλών παραπονείται ότι έπρεπε η παράσταση του …………..στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο να είχε κηρυχθεί απαράδεκτη και να είχε δικαστεί ερήμην, πρέπει να απορριφθεί.

Από τη διάταξη του άρθρου 527 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι ο διάδικος, που προβάλει νέους πραγματικούς ισχυρισμούς, οφείλει να επικαλεστεί και αποδείξει τη συνδρομή της εξαιρετικής ή εξαιρετικών περιπτώσεων, οι οποίες επιτρέπουν την προβολή τους για πρώτη φορά στην κατ’ έφεση δίκη (ΑΠ 97/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 825/2018 ΝΟΜΟΣ). Εν προκειμένω ο εκκαλών .. ……. με τον έβδομο πρόσθετο λόγο έφεσης προβάλει πρώτη φορά ενώπιον του Εφετείου αυτού την ένσταση παραγραφής της αξίωσης του εφεσίβλητου …………..σε βάρος του, λόγω παρόδου πενταετίας κατ’ άρθρο 937 του ΑΚ, χωρίς όμως να επικαλείται και να αποδεικνύει ότι συντρέχουν οι εξαιρετικοί λόγοι του άρθρου 527 του ΚΠολΔ που δικαιολογούν την προβολή της εν λόγω ένστασης πρώτη φορά στην κατ’ έφεση δίκη. Πρέπει επομένως ο λόγος αυτός να απορριφθεί ως απαράδεκτος.

Κατά το άρθρο 57 του ΑΚ όποιος προσβάλλεται παρανόμως στην προσωπικότητα του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον, ενώ αξίωση αποζημιώσεως σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες δεν αποκλείεται, κατά δε το άρθρο 59 ίδιου Κώδικα και στην περίπτωση του άρθρου 57, το δικαστήριο με την απόφαση του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί επιπλέον να καταδικάσει τον υπαίτιο να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη αυτού που έχει προσβληθεί. Η ικανοποίηση συνίσταται σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα, ή σε οτιδήποτε επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 914 του ΑΚ «όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει», κατά δε το άρθρο 932 ίδιου Κώδικα «Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του…». Για να γεννηθεί αξίωση προστασίας από προσβολή της προσωπικότητας, κατά τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 914, 932 του ΑΚ, θα πρέπει η προσβολή να είναι παράνομη, να αντίκειται δηλαδή σε διάταξη που απαγορεύει συγκεκριμένη πράξη, με την οποία προσβάλλεται έκφανση αυτής, είναι δε αδιάφορο σε ποιο τμήμα δικαίου βρίσκεται η διάταξη που απαγορεύει την προσβολή. Έτσι, η προσβολή μπορεί να προέλθει και από ποινικώς κολάσιμη πράξη, όπως ψευδορκία μάρτυρα, ψευδή καταμήνυση, απάτη, εξύβριση, απλή ή συκοφαντική δυσφήμηση, πράξεις που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 224, 229, 386, 361, 362 και 363 του ΠΚ. Για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της δυσφημήσεως, απαιτείται γνώση του δράστη ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο από αυτόν ενώπιον τρίτου γεγονός είναι κατάλληλο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου και θέληση του ιδίου να ισχυρισθεί ή να διαδώσει ενώπιον τρίτου το βλαπτικό για άλλον γεγονός, ενώ για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως απαιτείται επιπλέον και γνώση του δράστη ότι το γεγονός είναι ψευδές. Έτσι σε περίπτωση που ο δράστης δεν γνώριζε το ψεύδος του γεγονότος που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε ή είχε αμφιβολίες γι’ αυτό, δεν στοιχειοθετείται μεν το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως σε βάρος άλλου, παραμένει όμως ως έγκλημα η απλή δυσφήμιση, που προσβάλλει επίσης την προσωπικότητα του άλλου σε βαθμό μη ανεκτό από την έννομη τάξη. Όμως ως αστικό αδίκημα η δυσφήμηση θεμελιώνεται υποκειμενικώς και σε απλή αμέλεια του δράστη και συνεπώς όποιος από πρόθεση ή από αμέλεια ισχυρίζεται ή διαδίδει προς τρίτους γεγονότα αναληθή που βλάπτουν την επαγγελματική ή γενικότερα την οικονομική ελευθερία άλλου και κατ’ αυτήν την έννοια θίγουν την τιμή και την υπόληψή του, προσβάλλοντας παρανόμως την προσωπικότητα του, έχει υποχρέωση, εφόσον γνωρίζει ή υπαιτίως αγνοεί την αναλήθεια των γεγονότων αυτών, να αποζημιώσει τον παθόντα και να ικανοποιήσει και την ηθική βλάβη του, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 367 παρ. 1 του ΠΚ περιπτώσεις, που αίρουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξεως του τόσο ως ποινικού όσο και ως αστικού αδικήματος, αφού οι διατάξεις των άρθρων 361 – 367 του ΠΚ εφαρμόζονται αναλογικώς για την ενότητα της εννόμου τάξεως και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου. Επομένως, αιρομένου του αδίκου χαρακτήρα των προαναφερθεισών αξιοποίνων πράξεων (με την επιφύλαξη της διατάξεως του άρθρου 367 παρ. 2 του Π.Κ.) αποκλείεται και το στοιχείο του παρανόμου της επιζήμιας συμπεριφοράς, ως όρου της αντίστοιχης αδικοπραξίας του αστικού δικαίου (ΑΠ 389/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 726/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1352/2015 ΝΟΜΟΣ). Όμως, ο άδικος χαρακτήρας της πράξης, ως προς τις εξυβριστικές ή δυσφημιστικές εκφράσεις που περιέχει, δεν αίρεται λόγω δικαιολογημένου ενδιαφέροντος κλπ. και συνεπώς παραμένει η ποινική ευθύνη του δράστη, άρα και η υποχρέωσή του προς αποζημίωση κατά το αστικό δίκαιο, όταν συντρέχει μια από τις περιπτώσεις της διάταξης του άρθρου 367 παρ. 2 του ΠΚ, δηλαδή, όταν οι επίμαχες κρίσεις περιέχουν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμισης των άρθρων 363 – 362 ΠΚ, ή όταν από τον τρόπο εκδήλωσης ή από τις περιστάσεις, υπό τις οποίες τελέστηκε η πράξη, προκύπτει σκοπός εξύβρισης, δηλαδή πρόθεση που κατευθύνεται ειδικά στην προσβολή της τιμής του άλλου. Τέτοιος ειδικός σκοπός, δηλαδή σκοπός κατευθυνόμενος επ’ ευκαιρία ειδικώς και μόνο στην προσβολή της τιμής άλλου, με αμφισβήτηση της ηθικής ή κοινωνικής ή επαγγελματικής αξίας του προσώπου του ή με περιφρόνηση αυτού, που ως νομική έννοια ελέγχεται αναιρετικώς, αποτελεί εξαίρεση, ατενώς ερμηνευτέα και υπάρχει ιδίως όταν η εκδηλωθείσα συμπεριφορά δεν ήταν αντικειμενικώς αναγκαία προς προστασία του επικαλούμενου ως προστατευτέου συμφέροντος (ΑΠ 1355/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1078/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 849/2015 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974, «Παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του». Ταυτόσημη είναι και η διάταξη του άρθρου 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, το οποίο κυρώθηκε με το ν. 2642/1997 και ορίζει ότι «Κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα τεκμαίρεται ότι είναι αθώο εωσότου η ενοχή του αποδειχθεί σύμφωνα με το νόμο». Με τις ως άνω αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεις κατοχυρώνεται το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου, το οποίο αποτελεί κατ’ αρχήν τη δικονομική έκφανση του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, συνδεόμενο άμεσα με την αρχή της ενοχής (άρθρα 7 παρ. 1 του Συντ. και 14 του ΠΚ). Το περιεχόμενό του συντίθεται από τις αρχές ότι: 1. Κανένας δε μπορεί να καταδικασθεί ή να κηρυχθεί ένοχος, αν δεν έχει δικασθεί σύμφωνα με το νόμο και ύστερα από μια νόμιμη δικαστική διαδικασία. 2. Καμία ποινή ή άλλη ανάλογη κύρωση δε μπορεί να επιβληθεί σε βάρος προσώπου, εφόσον η ενοχή του δεν έχει απαγγελθεί σύμφωνα με τους τύπους, που προβλέπει ο νόμος. 3. Κανένας δε μπορεί να υποχρεωθεί να αποδείξει την αθωότητά του. 4. Η αμφιβολία είναι πάντοτε υπέρ του κατηγορουμένου. Εάν η τέλεση μιας ποινικά κολάσιμης πράξης δικαιολογεί παράλληλα και αστική αξίωση του παθόντος για προστασία των οικονομικών του συμφερόντων, κατά την εκδίκαση του συγκεκριμένου βιοτικού γεγονότος στα πολιτικά δικαστήρια, θα τύχει μεν εφαρμογής το τεκμήριο της αθωότητας, πλην όμως η εφαρμογή του πρέπει να περιορίζεται στα όρια, που η δογματική του θέση και κατάταξη προσδιορίζουν. Συγκεκριμένα: 1. Ο εναγόμενος, στον οποίο αποδίδεται η διάπραξη του εγκλήματος, θα πρέπει και στην (πολιτική) δίκη να αντιμετωπίζεται από το δικαστήριο ως αθώος με τις ίδιες εγγυήσεις, όπως και ενώπιον της αντίστοιχης ποινικής δίκης. 2. Δεν πρέπει η νομοθεσία και ειδικότερα το αστικό δίκαιο και η πολιτική δικονομία να θέτουν τεκμήρια ενοχής, τεκμήρια από τα οποία θα προκύπτει άνευ αποδείξεως η ενοχή του εναγομένου για την διάπραξη του ποινικού και συγχρόνως αστικού αδικήματος. 3. Δεν πρέπει το βάρος αποδείξεως της μη τελέσεως του ποινικού και συγχρόνως αστικού αδικήματος να επιρρίπτεται στον εναγόμενο. 4. Κατά την αναφορά του πολιτικού δικαστηρίου σε τυχόν προεκδοθείσα αθωωτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου δεν πρέπει να γίνεται αμφισβήτηση του αθωωτικού αποτελέσματος αυτής, ιδίως με την επίκληση ότι α) είναι προϊόν αμφιβολιών και όχι βεβαιότητας του δικαστηρίου για την αθωότητα, β) λήφθηκε όχι ομόφωνα αλλά κατά πλειοψηφία, γ) ότι στηρίχθηκε στη μη απόδειξη του υποκειμενικού στοιχείου του αδικήματος (δόλου), δ) ότι διαφώνησε ο εισαγγελέας της έδρας κ.α. Ωστόσο, ο σεβασμός του τεκμηρίου αθωότητας δεν μπορεί να έχει την έννοια ότι το πολιτικό δικαστήριο κωλύεται να καταλήξει μετά από αποδείξεις και με πλήρως αιτιολογημένη δικανική κρίση, συνεκτιμώντας φυσικά και την αθωωτική ποινική απόφαση σε διαφορετικό αποδεικτικό πόρισμα, υποχρεούμενο να αποδεχθεί οπωσδήποτε την ποινική αθώωση και να τη θέσει ως βάση στην απόφασή του. Οι διατάξεις των άρθρων 93 – 96 του Συντ. αφενός κατοχυρώνουν τη διάκριση των δικαστηρίων και αφετέρου κατανέμουν μεταξύ τους τη δικαιοδοσία σε διοικητική, πολιτική ή αστική και ποινική, κατ’ αντιστοιχία των προβλεπόμενων δικαστηρίων και των υπαγόμενων σε αυτά διαφορών ή και υποθέσεων. Βασική συνέπεια που αναδεικνύει το ουσιαστικό περιεχόμενο της διάκρισης των δικαιοδοσιών είναι το διακριτό δεδικασμένο των αποφάσεων κάθε δικαιοδοτικής λειτουργίας, το οποίο ορίζεται διαφορετικά από τον αντίστοιχο δικονομικό νομοθέτη (άρθρα 321 επ. του ΚΠολΔ, 57 του ΚΠΔ, 197 του ΚΔΔ). Οι ρυθμίσεις αυτές επιβάλλουν το δεδικασμένο να είναι, κατ’ αρχήν, δεσμευτικό μόνον εντός της οικείας δικαιοδοσίας με αποτέλεσμα οι αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων να μην αποτελούν δεδικασμένο για την πολιτική δίκη. Περαιτέρω, αποδεικτική δέσμευση από δικαστικές αποφάσεις άλλων δικαιοδοτικών κλάδων μπορεί να γίνει ανεκτή μόνον όταν υπάρχει σχετική νομοθετική πρόβλεψη, είτε σε διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου είτε σε διατάξεις της οικείας δικονομίας (όπως στο άρθρο 5 παρ. 2 του ΚΔΔ). Επομένως, το πολιτικό δικαστήριο, όταν αποφασίζει περί του αν τελέσθηκε το αστικό και συγχρόνως ποινικό αδίκημα, δεν δεσμεύεται από την τυχόν προηγηθείσα σχετική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, αθωωτική ή καταδικαστική. Επιβάλλεται όμως να λάβει σοβαρά υπόψη του ως ισχυρό τεκμήριο την ποινική κρίση και μπορεί να αφίσταται από αυτήν με απόλυτα αιτιολογημένη απόφαση. Ειδικά επί αθωωτικής αποφάσεως, το τεκμήριο αθωότητας δεν συνεπάγεται αποδεικτική δέσμευση του πολιτικού δικαστηρίου που οδηγεί υποχρεωτικά σε αποδεικτικό αποτέλεσμα σύμφωνο με την αθωωτική απόφαση και κατ’ ανάγκη σε αποκλεισμό της αστικής αδικοπρακτικής ευθύνης του αθωωθέντος με την αιτιολογία ότι διαφορετικά δημιουργούνται αμφιβολίες για την αθώωση και παραβιάζεται η αρχή του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ και 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ΑΠ 1422/2017 ΝΟΜΟΣ).

Εν προκειμένω από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα απόδειξης που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχεται στα υπ’ αριθμ. 1526/2013 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, της υπ’ αριθμ. …/19.11.2013 ένορκης βεβαίωσης που λήφθηκε με επιμέλεια του ενάγοντος .. …….ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών για την οποία ο εναγόμενος …………… κλήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα (υπ’ αριθμ. …/8.11.2013 έκθεση επίδοσης του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών . ….) και όλων των εγγράφων που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται είτε ως άμεσα αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο εναγόμενος – ενάγων, .. ……. και ο ενάγων – εναγόμενος, ……………, δικηγόρος, γνωρίστηκαν το έτος 1985. Το έτος 1996 ο πρώτος ανέθεσε στο δεύτερο τη διεκπεραίωση διαφόρων υποθέσεων του αστικής φύσεως, προς διασφάλιση ή ικανοποίηση των οικονομικών αξιώσεών του έναντι τρίτων είτε δια της δικαστικής οδού είτε με την επίτευξή συμβιβασμού, η δε εντολή αυτή επιβεβαιώθηκε στη συνέχεια με τη χορήγηση του υπ’ αριθμ. …/22.7.1999 γενικού πληρεξουσίου που συντάχθηκε από τη συμβολαιογράφο …., σύζυγο του ………… Με την πάροδο του χρόνου και δοθέντος ότι διακατέχονταν από την ίδια αγάπη για τη χριστιανική θρησκεία και το συχνό εκκλησιασμό, οι επαγγελματικές σχέσεις τους εξελίχθηκαν σε φιλικές και οικογενειακές. Στο πλαίσιο των σχέσεων αυτών ο …………… ζήτησε την 7/11/2000 και έλαβε από τον .. …….στις 8/11/2000, όταν ακόμη ίσχυε, ως νόμισμα, για τις νόμιμες συναλλαγές, η ελληνική δραχμή, έντοκο, με επιτόκιο 5% ετησίως, δάνειο ποσού 20.000.000 δραχμών, αποδοτέο την 31/11/2000 και, συγκεκριμένα, ο .. ……., για το δάνειο αυτό, παρέδωσε στον ………….. τη υπ’ αριθμ. ……… δίγραμμη τραπεζική επιταγή, ποσού 20.000.000 δραχμών, πληρωτέα στην . ΤΡΑΠΕΖΑ …, με την εμφάνιση της οποίας στην πληρώτρια αυτή τράπεζα ο τελευταίος εισέπραξε το ανωτέρω ποσό της, που αντιστοιχούσε στο ποσό του χορηγηθέντος κατά τα ως άνω δανείου. Επί πλέον της ως άνω συμφωνίας, ο …………… την ίδια ημέρα συνάψεως του ως άνω δανείου, την 7/11/2000, προς εξασφάλιση του δανείου υπέγραψε και παρέδωσε μεταβιβάζοντας με οπισθογράφηση στον .. …….τη υπ’ αριθμ. ………… χωρίς χρονολογία εκδόσεως επιταγή ποσού 20.000.000 δραχμών πληρωτέα στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος. Για τη σύμβαση αυτού του δανείου οι ως άνω συμβληθέντες συνέταξαν και προσυπέγραψαν ταυτόχρονο έγγραφο ιδιωτικό συμφωνητικό παρά πόδες φωτοτυπιών των αμέσως ως άνω 2 τραπεζικών επιταγών, υπ’ αριθμ. ……… της … ΤΡΑΠΕΖΑΣ … και υπ’ αριθμ. …. της .. ΤΡΑΠΕΖΑΣ …….., αντιστοίχως, με το ακόλουθο περιεχόμενο: «Ο υπογράφων ……………, κάτοικος Πειραιά έλαβα σήμερα προς είσπραξη του ποσού των είκοσι εκατομμυρίων (20.000.000) δραχμών, λόγω δανείου από τον δανειστή κ. .. …….., την ανωτέρω εικονιζόμενη, σε διαταγή μου, επιταγή της … Τράπεζας ….., δίγραμμη, την οποία και έλαβε. Υποχρεούμαι τέλος για την εν λόγω εξυπηρέτηση μου να καταβάλλω στον ανωτέρω δανειστή ένα εκατομμύριο (1.000.000) δραχμές, ετησίως, μέχρι τις 31.12.2002, που πρέπει να επιστρέψω και όλο το κεφάλαιο». Οι σχέσεις των ανωτέρω αρχίσαν να διαταράσσονται από το Μάρτιο του έτους 2002, οπότε άρχισαν να αντιμετωπίζουν ο ένας τον άλλον με αμοιβαία καχυποψία και δυσπιστία, εξαιτίας της οποίας ο …………… είχε σχηματίσει την αδικαιολόγητη και αβάσιμη, όπως πολλαπλώς έχει αποδειχθεί, πεποίθηση, ότι ο .. ……. μαγνητοφωνούσε εν αγνοία του τις συνομιλίες τους, προσπαθώντας μέσω στοχευμένων ερωτήσεων να επιτύχει τις απαντήσεις που ήθελε για να τις χρησιμοποιήσει σε βάρος του. Ταυτόχρονα ο .. ……. άρχισε να δυσανασχετεί που ο …………… δεν ήταν συνεπής στην αποπληρωμή του δανείου, καθόσον δεν είχε καταβληθεί οποιοδήποτε ποσό από το οφειλόμενο δάνειο, πλην του ποσού του τόκου του 1.000.000 ευρώ, το οποίο είχε συμψηφίσει με απαίτηση του …………..από δικηγορική αμοιβή για τη διεκπεραίωση υποθέσεών του, ούτε επροβλέπετο να ήταν συνεπής στην απόδοση του δανείου κατά τη συμβατική λήξη του. Υπό τις συνθήκες αυτές και για τη διευθέτηση της οικονομικής εκκρεμότητάς τους την 28/12/2002 ο .. ……. κατόπιν πρόσκλησης του …………..μετέβη στο δικηγορικό γραφείο του τελευταίου, το οποίο συστεγάζεται με το συμβολαιογραφικό γραφείο της συζύγου του. Εκεί ο ………….. παρουσίασε στον .. …….ένα ιδιωτικό συμφωνητικό με ημερομηνία 28/12/2002, όπου αφού επαναλάμβανε και επιβεβαίωνε το περιεχόμενο της ως άνω σύμβασης δανείου, ανέφερε ότι τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνούσαν στην παράταση της απόδοσης του δανείου έως την 7/11/2004, με μηνιαίο τόκο ποσού 294 ευρώ. Επίσης στο ιδιωτικό συμφωνητικό προβλεπόταν η δυνατότητα έκδοσης από τον ………….. των αναγραφόμενων σε αυτό τεσσάρων επιταγών της … Τράπεζας της Ελλάδας, από τις οποίες η πρώτη θα εκδιδόταν για την αποπληρωμή του κεφαλαίου και οι υπόλοιπες για την αποπληρωμή των ήδη γεγενημένων έως τότε και των μελλοντικών τόκων έως την ολοσχερή εξόφληση της οφειλής του. Τονιζόταν όμως ότι σε περίπτωση αδυναμίας του …………..πληρωμής κάποιας από τις επιταγής αυτές, αυτός θα είχε τη δυνατότητα να την αντικαταστήσει με άλλη με μεταγενέστερο χρόνο αποπληρωμής της. Ο .. ……. επειδή θεώρησε ότι το ιδιωτικό συμφωνητικό δεν εξυπηρετούσε τα συμφέροντά του και ότι με βάση αυτό η αποπληρωμή του δανείου θα ήταν αμφίβολη, αρνήθηκε να το υπογράψει και αποχώρησε από το γραφείο. Έκτοτε οι ήδη τεταμένες σχέσεις των ανωτέρω διερράγησαν οριστικά και εν μέσω έντονου αμοιβαίου μένους, γεγονός που επιβεβαιώνεται όχι μόνο από την εκ μέρους του .. …….ανάκληση του υπ’ αριθμ. …/22.7.1999 πληρεξουσίου και κάθε εντολής και πληρεξουσιότητας προς τον ………….., η οποία ανάκληση έγινε με το υπ’ αριθμ. ../4.2.2003 συμβολαιογραφικό έγγραφο της συμβολαιογράφου Αθηνών ….., το οποίο επιδόθηκε αυθημερόν στο ………….., αλλά και από την επίδοση σε αυτόν της από 7/2/2003 εξώδικης δήλωσης του .. …….με την οποία καλούσε τον ………….. να απέχει από οποιαδήποτε πράξη αντιπροσώπευσής του και να του αποδώσει διάφορα έγγραφα που είχε στην κατοχή του και σχετίζονταν με υποθέσεις που είχε χειριστεί ως πληρεξούσιος δικηγόρος του. Από τότε μεταξύ τους άρχισε μια μακρά και ατέρμονη αντιδικία με αλλεπάλληλες εκατέρωθεν αγωγές, εγκλήσεις και μηνύσεις, αλλά και σε βάρος των μαρτύρων που εξετάζονταν προς απόδειξη αυτών, κάθε δε αγωγή ή έγκληση αποτελούσε αφορμή για την υποβολή νέας έγκλησης ή/και αγωγής. Η αντιδικία αυτή ξεκίνησε με την άσκηση της από 26/3/2003 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 2684/2003 αγωγής του εναγόμενου – ενάγοντος .. …….κατά του ενάγοντος – εναγόμενου ………….., με την οποία ζητούσε την απόδοση του δανείου και με την άσκηση από το ………….. κατά του .. …….ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς της από 30/4/2003 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../2003 αγωγής, στην οποία ο τότε ενάγων ισχυριζόμενος ότι ο τότε εναγόμενος μαγνητοφωνούσε χωρίς τη συγκατάθεση του και εν αγνοία του τις συνομιλίες τους που διεξάγονταν είτε στο δικηγορικό του γραφείου είτε κατά τις τηλεφωνικές επικοινωνίες τους και ότι με τον τρόπο αυτό προσβλήθηκε η προσωπικότητά του ζητούσε να του καταβάλει ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης το ποσό των 200.000 ευρώ. Η επόμενη, ουσιαστικά, αγωγή του …………..κατά του .. …….ήταν η από 2/6/2003 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/2003, με την οποία παραιτήθηκε από το δικόγραφο της από 25/5/2003 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/2003 όμοιας αγωγής του, με την οποία ο τότε ενάγων …………… ισχυρίστηκε ότι μεταξύ άλλων νομικών του υποθέσεων ο τότε εναγόμενος .. ……. του είχε αναθέσει τις ακόλουθες υποθέσεις του: α) «Υπόθεση ή φάκελος …..», (αριθμούμενη στην αγωγή ως 5) η οποία, κατά την αγωγή, αφορούσε την είσπραξη συνολικού ποσού 120.000.000 δραχμών, από τη συμμετοχή που είχε ο αποβιώσας πατέρας του τότε εναγόμενου .. …….σε ελβετική ανώνυμη εταιρεία, με έδρα τη Ζυρίχη και αντικείμενο την αγορά και μεταπώληση πάσης φύσεως ακινήτων, την ανέγερση, επισκευή και μεταπώληση οικοδομών, καθώς και την εκτέλεση πάσης φύσεως οικοδομικών και τεχνικών έργων, τόσο στην Ελβετία, όσο και στον διεθνή χώρο. β) «Υπόθεση …………» (αριθμούμενη στην αγωγή ως 6), η οποία, κατά την αγωγή, αφορούσε την είσπραξη από τον τότε εναγόμενο ποσού 20.000.000 δραχμών που ο ……. είχε λάβει από αυτόν ως δάνειο. γ) Υπόθεση  (αριθμούμενη στην αγωγή ως 7), μεταξύ του τότε εναγόμενου και των θείων του (αδελφών του θανόντος πατέρα του), . ……., . ……. και . ……. που, κατά την αγωγή, αφορούσε τη δικαστική ή εξώδικη τακτοποίηση οικονομικών και νομικών εκκρεμοτήτων που είχε με τους παραπάνω θείους του και ιδιαιτέρως με τον θείο του . ……. και συνδέονταν με δυο οικογενειακές επιχειρήσεις που λειτουργούσαν η μια με τη μορφή ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……..» με κύριο αντικείμενο τις ξενοδοχειακές, τουριστικές, βιομηχανικές, εισαγωγικές και εξαγωγικές και εν γένει εμπορικές δραστηριότητες και η άλλη με τη μορφή της ετερόρρυθμης εταιρείας, με την επωνυμία «………….», με αντικείμενο τη βιομηχανική παραγωγή και εμπορία σπάγγων και σχοινιών από σιζάλ και σύνθετες ίνες. Σύμφωνα με την αγωγή, στα πλαίσια της ίδιας υπόθεσης και στα πλαίσια συμβιβασμού των εμπλεκόμενων που επιτεύχθηκε κατόπιν ενεργειών του τότε ενάγοντος ………….., η……. χορήγησε στον .. …….το υπ’ αριθμ. …./12.10.2000 πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Πειραιά ……….., με την οποία έδωσε στον .. …….την πληρεξουσιότητα να προβεί σε κάθε ενέργεια για την είσπραξη απαίτησής της κατά των ……. και ……., με βάση το οποίο ο .. ……. εισέπραξε το ποσό των 173.207,88 ευρώ και η …. ……. μεταβίβασε στον .. …….την κυριότητα δυο οριζόντιων ιδιοκτησιών με το υπ’ αριθμ. …./2.11.2000 συμβόλαιο της ίδιας πιο πάνω συμβολαιογράφου.                 δ) Υπόθεση (αριθμούμενη στην αγωγή ως 8), είσπραξης απαίτησης κατά των κληρονόμων του …….. που αφορούσε αγωγή που είχε ασκήσει ο αποβιώσας την 6/3/1995 πατέρας του τότε εναγόμενου κατά του πρώην συνεταίρου του, επίσης αποβιώσαντος την 12/5/1996, . ….., με την οποία ζητούσε να του επιδικαστεί το ποσό των 49.050 λιρών Αγγλίας από εμπορικές συναλλαγές που οι ανωτέρω είχαν στο Λονδίνο. Στην ίδια αγωγή ο ………….. αφού περιέγραφε τις νομικές ενέργειες που προέβη σε κάθε μια από τις ανωτέρω υποθέσεις, ισχυριζόμενος ότι τις διεκπεραίωσε πλήρως προς όφελος του τότε εναγόμενου .. ….., ζητούσε να του επιδικαστεί ως δικηγορική του αμοιβή το συνολικό ποσό των 222.520,76 ευρώ (35.216,43 ευρώ για την πρώτη, 5.869,41 για τη δεύτερη, 116.320,55 ευρώ για την τρίτη και 65.114,37 ευρώ για την τέταρτη) άλλως το ποσό των 185.212,96 ευρώ (35.216,43 ευρώ, 5.869,41 ευρώ, 116.320,55 ευρώ και 27.806,57 ευρώ αντίστοιχα) κατά τα ειδικότερα εκτεθέντα στην αγωγή του, περιορίζοντας το αιτούμενο ποσό κατά το ποσό των 20.000.000 δραχμών ή 58.694,06 ευρώ, το οποίο, κατά την αγωγή του, ο τότε εναγόμενος του κατέβαλε την 7/11/2000 έναντι των οφειλόμενων αμοιβών του. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 4876/2003 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία το Δικαστήριο αφού απέρριψε το αίτημα για την επιδίκαση αμοιβής για την «υπόθεση …….», διότι έκρινε ότι ουδέποτε ανατέθηκε στον τότε ενάγοντα τέτοια υπόθεση, δέχθηκε ότι ο τότε εναγόμενος .. ……. όφειλε στον τότε ενάγοντα ………….. ως δικηγορική του αμοιβή για το χειρισμό και τη διεκπεραίωση της «υπόθεσης …….» το ποσό των 5.278,56 ευρώ, της «υπόθεσης με τους συγγενείς του» το ποσό των 58.201,354 ευρώ και της «υπόθεσης κληρονόμων …….» το ποσό των 27.806,57 ευρώ και υποχρέωσε τον τότε εναγόμενο να καταβάλει στον τότε ενάγοντα το ποσό των 32.592,424 ευρώ (5.278,56 + 58.201,354 + 27.806,57 = 91.286,484 – 58.694,06). Κατά της απόφασης αυτής οι διάδικοι άσκησαν εκατέρωθεν εφέσεις, ο μεν .. ……. την από 13/4/2004 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./2004, ο δε …………. την από 12/4/2004 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/2004, επί των οποίων εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 788/21.7.2005 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, με την οποία απέρριψε τις εφέσεις. Κατά της απόφασης αυτής άσκησε αναίρεση ο .. ……., με την από 20/10/2005 αίτησή του και τους από 8/12/2006 και 19/12/2006 πρόσθετους λόγους, επί των οποίων εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 880/26.4.2007 απόφαση του Αρείου Πάγου με την οποία αναιρέθηκε εν μέρει η ως άνω απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, κρίνοντας ότι η αγωγή ως προς την υπόθεση κληρονόμων ……… έπρεπε να είχε απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας και παρέπεμψε την υπόθεση μόνο κατά το μέρος αυτό στο ίδιο Εφετείο, το οποίο με την υπ’ αριθμ. 103/2008 ήδη αμετάκλητη απόφασή του εξαφάνισε την υπ’ αριθμ. 4876/2003 πρωτόδικη απόφαση μόνο ως προς την υπόθεση κληρονόμων …. και απέρριψε την αγωγή του …………..κατά το αίτημα αυτό ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Ο …………… επανήλθε ως προς το αίτημά του για την επιδίκαση δικηγορικής αμοιβής για τη συγκεκριμένη υπόθεση ασκώντας την υπ’ αριθμ. έκθεσης κατάθεσης …./2008 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, στην οποία μεταξύ άλλων αιτημάτων συμπεριέλαβε και το εν λόγω αίτημα. Η αγωγή αυτή απορρίφθηκε στο σύνολο της με την υπ’ αριθμ. 4338/2011 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, η οποία επικυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 586/2013 απόφαση του Εφετείου αυτού, που έχει καταστεί αμετάκλητη, η οποία δέχθηκε ότι η πιο πάνω αναφερόμενη εκ μέρους του .. …….ανάκληση των πληρεξούσιων προς τον ………….. εξαιτίας του κλονισμού των σχέσεων των διαδίκων λόγω των ανωτέρω περιγραφόμενων πραγματικών περιστατικών και της απορρέουσας από αυτά σφοδρότατης αντιδικίας, ήταν δικαιολογημένη και επομένως δεν όφειλε αμοιβή για την υπόθεση ……..

Ο .. ……. στην πιο πάνω από 13/4/2004 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……/2004 έφεσή του κατά της υπ’ αριθμ. 4876/2003 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και αναφερόμενος στην πιο πάνω εκτεθείσα υπ’ αριθμ. έκθεσης κατάθεσης ……/2003 αγωγή του …………..εξέθετε μεταξύ άλλων και τα εξής: Σελίδα 3η: « Οι επόμενες τέσσερις υποθέσεις, που αναφέρει ο αντίδικος (υπ. αριθ. 5 – 8) είναι, όπως αποδείχθηκε πρωτοδίκως, είτε παντελώς επινοημένες («υπόθεση» (5), είτε πραγματικές υποθέσεις, για τις οποίες ο αντίδικος έχει στην πραγματικότητα εξοφληθεί πλήρως και όψιμα τώρα επινοεί φανταστικές αξιώσεις του (υποθέσεις (6) και (8), είτε ένα κράμα των δύο άνω περιπτώσεων («υπόθεση» (7), στην οποία ο αντίδικος συνδυάζει δύο πλήρως εξοφλημένες συμβολαιογραφικές πράξεις των θειάδων μου …. και ….., που έγιναν από την σύζυγο του αντιδίκου, με μια σημαντική οικονομική διαφορά που είχα με τον θείο μου και ο αντίδικος γνώριζε, ως φίλος μου, αφού ως δικηγόρος είχε κατηγορηματικά αρνηθεί να την αναλάβει, και πλάθει μιαν ανύπαρκτη σύνθετη «υπόθεση»). Για απολύτως καμία από τις άνω υποθέσεις (υπ. αριθ. 5-8) δεν ισχυρίζεται ο αντίδικος ότι αυτή του ανετέθη πριν τα μέσα του 1997. Ουδεμία, συνεπώς ανάθεση υπόθεσης με αξιώσεις μου καθ’ οιωνδήποτε οφειλετών ισχυρίζεται ο αντίδικος από το 1996. Αντίθετα, βεβαιώνει, ότι για άλλους λόγους και όχι για υποθέσεις οφειλών προσήλθα το 1996 στο γραφείο του και ότι άλλες ήσαν οι υποθέσεις που του ανέθεσα». Σελίδα 4η: «Είναι ιδιαίτερα σημαντικό, ότι ο αντίδικος δεν καταφέρνει να αποκρύψει το γεγονός ότι όντως για μικροϋποθέσεις απευθύνθηκα στο γραφείο του και όχι για κληρονομιαίες διεκδικήσεις δήθεν μεγαλοοφειλών … Η εικόνα που και σ’ αυτό το σημείο προσπαθεί να παρουσιάσει ο αντίδικος για εμένα είναι εσκεμμένα πλασματική). Άρα, σε τι στοιχεία στηρίζει η εκκαλουμένη ήδη την πρώτη φράση του σκεπτικού της, παραμένει απορίας άξιον!». «Επί της ουσίας, η αλήθεια είναι, ότι, από τις αποκλειστικά και μόνο δύο πραγματικές υποθέσεις, (6) και (8), που ανετέθησαν στον αντίδικο, η πρώτη, υπ. αριθ. 6, όπως αναλυτικά περιγράφεται στο οικείο κεφάλαιο, αφορούσε αγοραπωλησία, την 17-9-1999, διαμερίσματος αντικειμενικής αξίας 14.000.000 δρχ., περίπου, στην Θεσσαλονίκη και ουδεμία σχέσιν είχε με οιεσδήποτε οικονομικές οφειλές τρίτων προς εμένα ή οιεσδήποτε οικονομικές αξιώσεις δικές μου προς οιονδήποτε. Ο αντίδικος εξοφλήθηκε πλήρως αυθημερόν για την συμμετοχή του στην υπόθεση αυτή». «Η μόνη υπόθεση αξίωσης οφειλής τρίτων προς εμένα, που ανέθεσα ποτέ στον αντίδικο ήταν το μικρό υπόλοιπο της υπόθεσης κατά κληρονόμων……. ». Σελίδα 5-6η: «Τέτοια μεγαλεπίβολη εκμετάλλευση ενός απλού γενικού πληρεξουσίου … οραματιζόταν, σύμφωνα με τους αναληθείς ισχυρισμούς του, ο αντίδικος! Και η εκκαλουμένη σιωπά για την αναλήθειά του !» Σελίδα 6η: «Όταν όμως αποδείχθηκε πλέον ότι το από 22-7-1999 πληρεξούσιο μου προς τον αντίδικο ούτε συμφωνητικό δήθεν εργολαβικών αμοιβών ήταν αλλά και αποκλειστικά την υπόθεση κληρονόμων ……. αφορούσε, ο αντίδικος αποδύθηκε σε μιάν απονενοημένη προσπάθεια … να εμφανίσει το εν λόγω πληρεξούσιο ως δήθεν άσχετο με την υπόθεση κληρονόμων ……., ώστε να καταφέρει να «αποδείξει» με το πληρεξούσιο αυτό, αν όχι πλέον ανύπαρκτες εργολαβικές αμοιβές, τουλάχιστον, όμως, δήθεν εντολή για άλλες φανταστικές υποθέσεις, πέραν της πραγματικής, για την οποία του δόθηκε. Για να το επιτύχει αυτό ο αντίδικος, επινοεί, αρνούμενος τον ίδιο του τον εαυτό … ». «δ) Καταπέλτης, όμως, είναι ο αντίδικος κατά του εαυτού του και στην 3η σελίδα της προσθήκης – αντίκρουσής του, όπου ρητώς βεβαιώνει ότι έλαβε από εμένα το ποσόν των 500.000 δρχ. (!!!) και για ενέργειες που έκανε τον Δεκέμβριο του 1999 για την υπόθεση ακριβώς κατά των κληρονόμων …….. «Και, βέβαια, αυτά ή και ακόμη περισσότερα και αντιφατικότερα μπορεί να λέει ο αντίδικος όσα θέλει, αφού τίποτε, φαίνεται, δεν του κοστίζει η τόση αναλήθεια.» Σελίδα 8η: «Επίσης, ευθύς εξ’ αρχής, θα πρέπει (λόγω του πλήθους των σχετικών αναληθέστατων αναφορών του αντιδίκου) να τονιστεί άπαξ δια παντός ότι η κουραστικά επαναλαμβανόμενη στα δικόγραφα (και τα εξώδικα) του προσπάθεια του αντιδίκου να πείσει ότι δήθεν ισχυρίστηκα ότι τον γνωρίζω μόνο ως (προδώσαντα την εμπιστοσύνη μου) τέως φίλο μου, και όχι ως ποτέ δικηγόρο μου, είναι μάταιη και τον καλώ να αποδείξει με έγγραφα πού ισχυρίστηκα ποτέ κάτι τέτοιο. Ο αντίδικος παραβιάζει ανοιχτές πόρτες, «αποδεικνύοντας» ότι υπήρξε και δικηγόρος μου, κάτι το οποίον ουδέποτε, φυσικά, αρνήθηκα». Σελίδα 8η: «ΥΠΟΘΕΣΗ ……. Για την υπόθεση αυτή εδέχθη η εκκαλουμένη, εσφαλμένα και κατά κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ότι συνεφωνήθη αμοιβή του αντιδίκου 2.000.000 δρχ., ενώ απεδείχθη πλήρως ότι ο αντίδικος έχει ολοσχερώς εξοφληθεί.» Σελίδα 12η: «Το μόνο σίγουρο, που αποδεικνύεται, είναι ότι ο αντίδικος προσεκόμισε όσα ιδιωτικά ή δημόσια έγγραφα μπόρεσε να συγκεντρώσει την άνοιξη και το καλοκαίρι του 2003 (λιγότερο ή περισσότερο σχετικά, αλλά ακόμη και παντελώς άσχετα με εμένα), για να «αποδείξει» ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, με τα όψιμα αυτά έγγραφα, αφού άλλα έγγραφα πραγματικών δήθεν ανεξόφλητων νομικών ενεργειών του δεν υπάρχουν, ανύπαρκτες παρελθούσες εργασίες του. Και μόνο λόγω της τακτικής αυτής του αντιδίκου (η οποία επαναλήφθηκε σε αρκετές ακόμη περιπτώσεις, μερικές από τις οποίες επισημαίνω ειδικότερα κατωτέρω) η εκκαλουμένη όφειλε να είναι πολύ επιφυλακτικότερη στις κρίσεις της για τα υπέρογκα ποσά, που ο αντίδικος επινοεί και αξιώνει, και πολύ προσεκτικότερη στις (παντελώς ανακριβείς και αυθαίρετες) παραδοχές της. Όμως, με τις άνω παραδοχές της εκκαλουμένης φανερώνονται ξεκάθαρα η μονομέρεια και μεγάλη προχειρότητα με την οποία αντιμετώπισε την υπόθεση και η μεγάλη ευκολία με την οποία επεδίκασε στον αντίδικο υπέρογκες φανταστικές αμοιβές. Αντιθέτως, εκείνος που ουσιαστικά και σαφέστατα διακήρυξε την μη ύπαρξη οιασδήποτε πραγματικής αξίωσης του αντιδίκου για οιανδήποτε δήθεν «υπόθεση …….» είναι ο ίδιος ο αντίδικος, ο οποίος δεν περιέλαβε την παραμικρή αναφορά σε παρόμοια υπόθεση, ούτε βεβαίως σε οιανδήποτε σχετική αξίωση, στους ατελείωτους καταλόγους αξιώσεων του, που επινοούσε και μου έστελνε εξωδίκως επί τέσσερις σχεδόν μήνες προ της καταθέσεως της εν λόγω αγωγής! (βλ. ενδεικτικά το από 14-2-2003 εξώδικο του αντιδίκου).» Σελίδα 13η: « … αναδιπλώνεται και παραδέχεται, για πρώτη φορά τότε, ότι όντως εισέπραξε από εμένα για την υπόθεση αυτή 840.000 δρχ., αν και προσπαθεί να «πείσει» το δικαστήριο ότι η εν λόγω καταβολή έγινε δήθεν για άλλες αιτίες από τις πραγματικές, και η εκκαλουμένη, ως μη όφειλε, ενάντια στο πλήθος των προσκομισθέντων πρωτοδίκως άνω αναφερομένων στοιχείων, κάνει δεκτές και αντιγράφει στο σκεπτικό της τις ανακριβέστατες, αυθαίρετες και όψιμες «δικαιολογήσεις» της προσθήκης – αντίκρουσής του αντιδίκου!» Σελίδα 14η: Α. « … αποσιώπησε και απέκρυψε εισπράξεις του, συνολικού ποσού εκατομμυρίων δραχμών, που του είχα καταβάλει.» «Β ΥΠΟΘΕΣΗ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΜΕ ΣΥΓΓΕΝΕΙΣ Η εκκαλουμένη απόφαση εδέχθη, για την υπόθεση αυτή, εσφαλμένα και κατά κακή εκτίμηση των αποδείξεων, την υποχρέωση μου καταβολής αμοιβής, ύψους μάλιστα 58.201,354 ευρώ, χωρίς από οιοδήποτε έγγραφο να προκύπτει, ούτε συμφωνία εργολαβικής αμοιβής 20%, αλλά ούτε και δήθεν μεσολάβηση ή συμμετοχή του αντιδίκου στην επίτευξη συμβιβασμού με τον θείο μου Γεώργιο ….., για την οποία εσφαλμένα του επιδικάσθηκε. Για να δικαιολογήσει δε τις παραδοχές της αυτές η εκκαλουμένη αναφέρει 1) επικαλούμενη από τον αντίδικο και μηδόλως αποδειχθείσα έρευνα του αντιδίκου στο υποθηκοφυλακείο Κρανιδίου, για την ανώνυμη εταιρεία . …., 2) επικαλούμενη από τον αντίδικο, έρευνα σχετικά με την εταιρεία ………….. στο Πρωτοδικείο Ναυπλίου (την οποία ο αντίδικος «αποδεικνύει» με αντίγραφα εταιρικών, που προσεκόμισε πρωτοδίκως, φέροντα ημερομηνία επικυρώσεως «ακριβούς αντιγράφου» 3-4-2003 (!), αποδεικνύοντας, έτσι, στην πραγματικότητα, ότι τα ανεζήτησε μετά την έναρξη της αντιδικίας μας, για να με πλήξει, ισχυριζόμενος αναληθώς όγκο δήθεν εργασιών του, για τις οποίες δήθεν δεν τον εξοφλώ, επί των προσκομισθέντων άνω εταιρικών είχε ο ίδιος σημειώσει, ανέξοδα, τα εκεί περιγραφόμενα περιουσιακά ακίνητα της εταιρείας αυτής – και μόνο για την ανωτέρω τακτική του αυτή θα έπρεπε η εκκαλουμένη να είχε απορρίψει κάθε σχετικό ισχυρισμό του αντιδίκου)· και τέλος 3) την παράδοση του από 15-5-2002 συμφωνητικού επίτευξης του συμβιβασμού με τον θείο μου στον αντίδικο. Μάλιστα, ας σημειωθεί ότι την επικαλούμενη από τον αντίδικο «ερευνά» του για την εταιρεία …….. «αποδεικνύει» ο αντίδικος συμπληρωματικά με αντίγραφα παντελώς άσχετων με τον αντίδικο δικογράφων και δικαστικών αποφάσεων, που έλαβε από το αρχείο του Πρωτοδικείου Αθηνών με ημερομηνία 25-6-2003! Και η εκκαλουμένη ούτε καν σχολιάζει τις πρωτοδίκως επισημανθείσες από εμένα άνω «τακτικές» του αντίδικου!!! Ουδεμία απολύτως υπόθεση …………. υπήρξε, ούτε καν ο αντίδικος απέδειξε οποιαδήποτε ενέργεια του σχετικά με τέτοια υπόθεση, όπως επίσης δεν απέδειξε οποιαδήποτε ενέργειά του σχετικά με την ……………, της οποίας όλα τα ακίνητα αναφέρονται στο καταστατικό της και τα σχετικά βιβλία της και ουδείς απολύτως έλεγχος σε υποθηκοφυλακείο απαιτείτο, ούτε βέβαια ποτέ έλαβε αντίγραφα συμβολαίων ακινήτων της εταιρείας αυτής, ώστε να υποβληθεί σε οποιαδήποτε δαπάνη. Ο αντίδικος, ως παντελώς απών από τις διαπραγματεύσεις με τον θείο μου και ουδόλως συμμετάσχων σε αυτές, αγνοεί προφανώς ότι η φύση της διαφοράς μου με τον θείο μου δεν ήταν κτηματική, ούτε είχε να κάνει με οικόπεδα και ακίνητα οιασδήποτε εταιρείας, αλλά με τελείως διαφορετικό αντικείμενο οφειλών του θείου μου προς εμένα, από προσωπικές μας συναλλαγές και από κέρδη εταιρικών χρήσεων, τα οποία δεν μου απέδιδε, όπως πλήρως απεδείχθη και από το πρωτοδίκως προσκομισθέν συμφωνητικό μεταξύ εμού και του θείου μου της 15-5-2002». Σελίδα 18-19η: « .. , μόνο μετά από συγκεκριμένη ενημέρωση του αντιδίκου εκ μέρους μου, για το πέρας των διαπραγματεύσεων και την επίτευξη της συμφωνίας της 15-5-2002 με τον θείο μου, παρουσιάσθηκε ξανά στο προσκήνιο ο αντίδικος, δηλών διατεθειμένος να αναλάβει, σε συνεργασία με λογιστή, την διεκπεραίωση τυπικών εκκρεμοτήτων των εταιρειών ………, κυρίως, και …………., που συμμετέχω (τακτοποίηση λογιστικών καταχωρήσεων, κατάθεση ισολογισμών και λοιπών διοικητικών της εταιρείας και διαδικαστικών εγγράφων), οι οποίες έχρηζαν νομικής επιμελείας. Ενώ, θα ήταν, άλλωστε, αφύσικο να μη έχω ενημερώσει για την έκβαση της σοβαρής υπόθεσης του θείου μου τον νομιζόμενο τότε φίλο μου και νομικό (και δικηγόρο μου στην υπόθεση μου κατά των κληρονόμων …….) αντίδικο, εφόσον μάλιστα τον Μάιο του 2002, αλλά και μέχρι περίπου τα μέσα lουνίου 2002, οι σχέσεις μας ήσαν άριστες. Ενώ το αντίθετο ασφαλώς θα συνέβαινε, δηλαδή δεν θα τον ενημέρωνα σε καμμία απολύτως περίπτωση, εάν εκείνος όντως χειριζότανε την υπόθεση του θείου μου (όπερ ουδέποτε συνέβη) και τον είχα παρακάμψει κατά την υπογραφή της συμφωνίας, δήθεν για να μην τον πληρώσω. Απεναντίας, η ενημέρωση του αντιδίκου και παράδοση σε αυτόν του συμφωνητικού αποδεικνύει πλήρως ότι, εν αντιθέσει προς τον αντίδικο, ούτε ένοχη συνείδηση είχα, ούτε υστεροβουλία». Σελίδα 19η: «Αυτή, μάλιστα, η άνω ενημέρωση εκ μέρους μου προς τον αντίδικο συνοδευόταν και από ήπια διαμαρτυρία μου προς αυτόν 1) για την «φιλική» καθυστέρηση, που, από αρχάς του 2000 (για ικανό διάστημα και επί ταυτοχρόνω σημαντικότατη ζημία μου), μου «παρείχε», πιέζοντάς με να μη διεκδικήσω, είτε δικαστικώς είτε εξωδίκως, το παραμικρό από τον θείο μου, αλλά διαμαρτυρία επίσης και 2) για την οριστική άρνηση του αντιδίκου, κατόπιν, τον Νοέμβριο του 2000, να αναλάβει την εν λόγω υπόθεση, όταν, έχοντας παύσει επιτέλους να πείθομαι στις πιέσεις του να παραιτηθώ και να αδρανήσω, του είχα δηλώσει κατηγορηματικά, τον Οκτώβριο του 2000, ότι προετιθέμην να συνεχίσω, είτε εξωδίκως είτε ακόμη και δικαστικώς, την υπόθεση και τον είχα ερωτήσει αν θα εδέχετο να την αναλάβει αυτός. Λόγω ακριβώς αυτής της άνω αρνήσεως του, δεν ανέλαβε ο αντίδικος την υπόθεση των διαφορών μου με τον θείο μου, αλλά ανεζήτησα άλλους δικηγόρους, στους οποίους και την ανέθεσα.» «Την ενημέρωση – διαμαρτυρία μου δε αυτήν εκμεταλλεύθηκε ο αντίδικος, προτείνοντας μου να αναλάβει πλέον εκείνος την περαιτέρω τακτοποίηση των εναπομεινασών τυπικών εκκρεμοτήτων των εταιρειών, όπως προαναφέρω. Εξακολουθώντας, δε, να τον θεωρώ, ακόμη τότε, φίλο μου, δέχτηκα να συζητήσουμε την σχετική από αυτόν ανάληψη της άνω τακτοποίησης των τυπικών εκκρεμοτήτων … ». Σελίδα 20ή: «Τον lούνιο, όμως, του 2002, πριν ακόμα αντιληφθώ τους απώτερους σκοπούς του αντιδίκου και με την προοπτική της τακτοποίησης των εταιρειών, ενημέρωσα τον αντίδικο και για θέματα, που αναφανδόν αγνοούσε, με χειρόγραφο κείμενο μου, που του απέστειλα από το τηλεομοιότυπό μου (φαξ), την 10-6-2002, ώστε να είναι σε θέση να εκτιμήσει και να καταλήξει εάν θα δεχόταν, και με ποιους όρους, να αναλάβει αυτός την άνω τακτοποίηση των τυπικών εκκρεμοτήτων.» Σελίδα 21η: «Αφήνω προς στιγμήν κατά μέρος, ως προφανές και ήδη πρωτοδίκως επισημανθέν από εμένα (5η σελίδα προσθήκης – αντίκρουσής μου), ότι από το περιεχόμενο του από 10-6-2002 χειρογράφου τηλεομοιοτυπήματός μου προκύπτει σαφέστατα ότι, με αυτό, α) ενημερώνω τον αντίδικο για τα, εν τη παντελή απουσία και αγνοία του, διαμειφθέντα καθ’ όλο το διάστημα των διαπραγματεύσεων, και όχι μόνο για τα την 15-5-2002 διατρέξαντα, β) αναφέρομαι, και μάλιστα ρητώς, στην διενέργεια των διαπραγματεύσεων με άλλους δικηγόρους, ενώ εάν δεν ήταν απών από τις διαπραγματεύσεις ο αντίδικος, ή είχε οιανδήποτε ενεργή συμμετοχή, ούτε ενημέρωση, βεβαίως, θα χρειαζόταν, ούτε σε ενέργειες άλλων δικηγόρων θα αναφερόμουν.» Σελίδα 22η: «Είναι δυνατόν το αμερόληπτο, αντικειμενικό και έμπειρο Ελληνικό Δικαστήριο να μη διαγιγνώσκει και να μη απορρίπτει την κραυγαλέα αντίφαση και αναλήθεια του αντιδίκου;;; Διότι, όπως και πρωτοδίκως επεσήμανα, πρώτον, πού βρέθηκαν όλα τα έγγραφα για να γεμίσει ο αντίδικος πέντε (5) ογκώδεις φακέλλους δικογραφίας με πρωτοδίκως προσκομισθέντα σχετικά, αν τα είχα «λεηλατήσει», και, δεύτερον, πώς ένας αδίστακτος, καταχθόνιος, βάναυσος και βίαιος άνθρωπος, όπως θέλει να με παρουσιάζει ο αντίδικος, ο οποίος δήθεν αφαίρεσα ακόμα και έγγραφα και προσωπικές σημειώσεις του αντιδίκου μέσα από το ίδιο το γραφείο του (κατά τους ισχυρισμούς της αγωγής και των προτάσεων του), τον Μάρτιο και τον Απρίλιο του 2002, δήθεν για να μη τον πληρώσω, έρχομαι ο ίδιος ξανά, τον Μάιο του 2002, στο ίδιο γραφείο που λεηλάτησα ένα μήνα πριν και, αφενός μεν, ο δήθεν «λεηλατηθείς», ευτελισθείς και καθυβρισθείς αντίδικος με ξαναδέχεται αδιαμαρτύρητα να διαβώ το κατώφλι του, αφετέρου δε, εγώ, ο δήθεν αποφασισμένος δόλιος απατεώνας και εξ επαγγέλματος αθετών οφειλές μου ραδιούργος, του παραδίδω ένα συμφωνητικό πολλών εκατομμυρίων, το οποίο βεβαιωμένα υπεγράφη χωρίς την παρουσία του, ενώ επίσης λίγες μέρες μετά, την 10-6-2002, του στέλνω (υπακούοντας σε δικό του αίτημα, όπως αποδεικνύεται από την 1η σελίδα του ίδιου του από 10-6-2002 σταλέντος κειμένου, γεγονός που πρέπει ιδιαίτερα να τονισθεί, ως ενισχυτικό της δικής μου ευθύτητας και αφέλειας και της δικής του συστηματικής μεθόδευσης) εκτενές χειρόγραφο μου από το τηλεομοιότυπό μου, παρέχοντας του, έτσι, νέα στοιχεία, προφανώς εις αντικατάστασιν όσων βιαίως είχα δήθεν αρπάξει, «για να μη τον πληρώσω», ένα – δύο μήνες πριν ;;;!!!!!!!!!! Και, μ’ όλα ταύτα, φαίνεται να αδυνατεί η εκκαλουμένη να αντιληφθεί, ότι, από τις δυο βεβαιωμένες παραδόσεις των άνω εγγράφων εκ μέρους μου στον αντίδικο, αποδεικνύεται πλήρως, πρώτον, ότι, ουδέποτε χειρίστηκε ή ανέλαβε τις διαπραγματεύσεις με τον θείο μου και, δεύτερον, ότι όχι μόνο δεν του αφαίρεσα στοιχεία, τα οποία θα του επέτρεπαν να αποδείξει εργασίες, που δήθεν είχε κάνει, αλλά, αντίθετα, βεβαιωμένα του παρείχα ουσιώδη έγγραφα, τα οποία του έδωσαν την δυνατότητα (της συνειδήσεως του επιτρεπούσης) να διεκδικεί φανταστικές αμοιβές εκατομμυρίων, για ενέργειες, που ουδέποτε έκανε! Την ίδια άλλωστε εκμετάλλευση επιχείρησε ο αντίδικος και όσων άλλων εγγράφων είχα αφήσει στην φύλαξη του κατά καιρούς … ». Σελίδα 25η: « … ισχυρίζομαι, τονίζω και επαναλαμβάνω, ότι ο αντίδικος αρνήθηκε κατηγορηματικά να αναλάβει την υπόθεση της διαφοράς με τον θείο μου. Άρα, πώς να χρησιμοποιήσω κάποιον που αρνείται να χρησιμοποιηθεί;» Σελίδα 26η: «Πρέπει να σημειωθεί, ότι η οριστική αυτή άρνηση του αντιδίκου ήταν η κατάληξη μιας από ήδη οκτώ περίπου μηνών, ήτοι από αρχάς του 2000 συστηματικής καθυστερήσεως μου και παρακωλύσεώς μου εκ μέρους του αντιδίκου, ώστε να με αποτρέψει από οιανδήποτε, δικαστική ή εξώδικη, ενδεχόμενη διεκδίκηση μου οιουδήποτε εκ των τιαραβιαζομένων από τον θείο μου δικαιωμάτων μου.» Σελίδα 27η: Α._ «ο αντίδικος μόνο γνωρίζει για ποιούς λόγους αποδόθηκε σε αυτήν την όντως ανορθόδοξη – αντίστροφη προσπάθεια, όχι υπερασπίσεως, αλλά απεμπολήσεως των συμφερόντων και δικαιωμάτων μου. Πάντως, από τις αρχές περίπου του 2000 και για ένα σχεδόν οκτάμηνο, μέχρι τον Οκτώβριο του 2000 (διάστημα κατά το οποίο δεσμευόμουν ακόμη από υποχρεώσεις μου στην …….), σε επανειλημμένες συζητήσεις μας, που θεωρούσα φιλικές, χρησιμοποίησε όλη του την «φιλική» πιεστικότητα, όλη του την νομική επιτηδειότητα, αλλά ακόμη και «θεολογικού» ή συναισθηματικού τύπου επινοήματά του, για να με αποτρέψει, όχι μόνο από κάθε ενδεχόμενη ενέργεια μου, αλλά ακόμη και από κάθε ενδεχόμενη σκέψη μου περί διεκδικήσεως των δικαιωμάτων μου από τον θείο μου.» «Όταν, όμως, επέστρεψα στην Αθήνα και του δήλωσα την οριστική απόφαση μου να μη δεχθώ πλέον τις «φιλικές» συμβουλές του και να συνεχίσω την υπόθεση, τότε, για πρώτη φορά τον Οκτώβριο του 2000, προφασίστηκε ότι θα εξέταζε το ενδεχόμενο να την αναλάβει ο ίδιος και μου ζήτησε δικούς μου χειρόγραφους συνοπτικούς υπολογισμούς, πέραν όλων των άλλων εγγράφων, που από παλαιότερα είχα εμπιστευθεί στη φύλαξη του, με το πρόσχημα ότι θα προσπαθούσε να βρει άνεση χρόνου για να τους μελετήσει διεξοδικά, ενώ χωρίς δικό μου βοήθημα θα ήταν παντελώς ανίκανος, όπως έλεγε, μέσα στο πλήθος των εγγράφων. Πράγματι, τον Οκτώβριο του 2000, του χορήγησα ό,τι μου ζήτησε και περίμενα. Όμως οι αναβολές του αντιδίκου διαδέχονταν η μια την άλλη, με την δικαιολογία αναζήτησης «ευθέτου» χρόνου, χωρίς ποτέ να βρει ευκαιρία να μελετήσει τα σχετικά έγγραφα. Οπωσδήποτε πάντως, ο αντίδικος μου ζητούσε φορτικά, την εποχή εκείνη (Οκτώβριο – Νοέμβριο 2000), δάνειο αρχικώς 30.000.000 δρχ. και, κατόπιν 20.000.000 δρχ., για τους λόγους και με τον τρόπο που αναλυτικά εκθέτω στο από 5-3-2003 εξώδικο μου (σελίδες 1-4) και στις πρωτόδικες προτάσεις μου, το οποίο και του χορήγησα την 7-11-2000, παραμονή της ονομαστικής του εορτής. Κατόπιν, όμως, τούτου ο αντίδικος μου δήλωσε απερίφραστα ότι: «θα προτιμούσα να αναλάβει κάποιος άλλος δικηγόρος αυτήν την υπόθεση.». Σελίδα 28η: «Απεδείχθη πλήρως ότι ο αντίδικος, ενώ αρχικά και μέχρι να λάβει το δάνειο των 20.000.000 δρχ. από εμέ (το οποίο και έλαβε την 7-11-2000), έδειξε να ενδιαφέρεται για την υπόθεση των διαφορών μου με τον θείο μου . …….(ήτοι τον Οκτώβριο του 2000, οπότε ο αντίδικος μου εζήτησε σχετικά έγγραφα, προφασιζόμενος ότι επρόκειτο να τα μελετήσει, ώστε να αποφασίσει αν, τελικώς, θα αναλάμβανε την επίλυση της διαφοράς μου με τον θείο μου), μετά, όταν, δηλαδή, έλαβε το άνω δάνειο (7-11-2000), δήλωσε ρητά και κατηγορηματικά ότι δεν μπορεί να ασχοληθεί με την υπόθεση αυτή.» Σελίδα 29η: «Αντιθέτως, ο αντίδικος, ανακριβώς μεν εκτενώς δε, περιγράφει, με αποστειρωμένες δικανικές εκφράσεις και αβρόχοις ποσί, την ίδια την υπόθεση (την οποία έχει ακούσει από διηγήσεις μου) … ». Σελίδα 30-31η: «Από τα ίδια τα προσκομισθέντα από τον αντίδικο έγγραφα απεδείχθη ότι κάθε ένα, ανεξαιρέτως, από αυτά, βρισκόταν στην κατοχή του αντιδίκου, διότι: ή, αφενός, 1ον ήτο μεταξύ όσων είχαν παραδοθεί στον αντίδικο: είτε α) προτού αρχίσουν καν οι διαπραγματεύσεις με τον θείο μου, και ειδικότερα προ της 7-11-2000 (όταν δηλαδή, έλαβε το δάνειο των 20.000.000 δρχ. από εμέ και κατόπιν αρνήθηκε να αναλάβει τις προς συμβιβασμόν διαπραγματεύσεις με τον θείο μου), είτε β) μετά την, με άλλους δικηγόρους, επίτευξη του μερικού συμβιβασμού της 15-5-2002 (οπότε και αφορούσαν μόνο την τυπική πλέον διευθέτηση εκκρεμοτήτων της εταιρείας …………, την οποία και πάλι, τελικώς, δεν ανέλαβε, διότι εκ παραλλήλου μου ζητούσε νέο υπέρογκο δάνειο, χωρίς αντίστοιχη εξασφάλιση, το οποίο αρνήθηκα επιτέλους να του χορηγήσω), ή, αφετέρου, 2ον ήτο μεταξύ όσων αναζήτησε και έλαβε ο αντίδικος από Δημόσιες Υπηρεσίες, μετά από την έναρξη της αντιδικίας μας, ήτοι μεσούντος ήδη του 2003!!! (καθότι, βεβαίως, λόγω της πολυετούς συναναστροφής μας και της μεγάλης εμπιστοσύνης, που του έδειχνα κατά το παρελθόν, γνώριζε αρκετά καλά τα περιουσιακά μου στοιχεία και δεν χρειάσθηκε καθόλου να αναρωτηθεί πού έπρεπε να «ερευνήσει» για να τα «εντοπίσει»), ή, τέλος, 3ον ήτο μεταξύ όσων είχε διαλέξει και φωτοτυπήσει, εν αγνοία μου και χωρίς την συναίνεση μου, μεταξύ των εγγράφων, που είχα αφήσει στην φύλαξη του τον καιρό που έμενα στο Ρέθυμνο και, αν και πρόκειται κατ’ ουσίαν για έγγραφα παντελώς άσχετα με οφειλόμενα σε εμένα από τον θείο μου ποσά, μ’ όλον τούτο δεν δίστασε να τα προσκομίσει πρωτοδίκως, ελπίζοντας, ίσως, ότι με τον όγκο τους θα κατάφερνε να επιτύχει εκείνο που ουσία και αλήθεια δεν ηδύνατο, ήτοι την επιδίκαση μη οφειλόμενων σε αυτόν ποσών. Ουδέν απολύτως έγγραφο σχετικό με την υπόθεση παρέδωσα στον αντίδικο κατά το διάστημα των, πραγματικών και με άλλους δικηγόρους (… και …) διεξαχθεισών, διαπραγματεύσεων (2001- Μάιος 2002), αλλά και καθ’ όλο το διάστημα από τον Νοέμβριο του 2000 μέχρι τα τέλη Μάϊου του 2002! Ουδεμιά απολύτως, δε, συγκεκριμένη ενέργεια του αποδεικνύει, αλλ’ ούτε καν αναφέρει, ότι δήθεν πραγματοποίησε καθ’ όλο το προαναφερθέν διάστημα» Σελίδα 44η: «Για κάθε μία από τις ενέργειές του, για την οποία αξίωσε αμοιβή, πριν την 31-12-2002, τον έχω εξοφλήσει αμέσως, χωρίς την παραμικρή καθυστέρηση και, κάθε φορά, εις ολόκληρον του αιτηθέντος ποσού, χωρίς ποτέ να αφήσω μέρος, έστω, οφειλής μου προς αυτόν ανεξόφλητο. Το χρηματικό δε αντικείμενο κάθε μιας συμφωνίας μας για αμοιβή του αντιδίκου πάντοτε κυμαινόταν από μερικές δεκάδες χιλιάδες δραχμές έως λίγες εκατοντάδες χιλιάδες δραχμές και ποτέ στα υπέρογκα ποσά, που επινόησε να διεκδικήσει, μετά την διακοπή των σχέσεων μας, με σκοπό να μη μου επιστρέψει το προαναφερθέν δάνειο. Όλα τα ανωτέρω (και ο χρόνος πληρωμής και τα ποσά, που του κατέβαλα) αποδεικνύονται πλήρως από τα προσκομισθέντα πρωτοδίκως παραστατικά χρηματικών καταβολών μου στον αντίδικο και από τις προσκομισθείσες αποδείξεις εισπράξεως του. Η συναλλακτική μου πρακτική, συνεπώς, προς τον αντίδικο μπορεί δίκαια και αποδεδειγμένα να χαρακτηρισθεί άψογη». «Ενώ, λοιπόν, δι’ αναμφισβήτητων εγγράφων αποδεικνύεται η συστηματικά συνεπής και υποδειγματική συναλλακτική συμπεριφορά μου προς τον αντίδικο, πώς είναι δυνατόν να δέχεται η εκκαλουμένη τις παντελώς αυθαίρετες, αναπόδεικτες, ανακόλουθες και αυτόχρημα αντιφατικές αιτιάσεις εναντίον μου μιας άτυπης ομάδας συνεργατών, της οποίας κεντρικός άξονας είναι ο αντίδικος, συνδεόμενης με ισχυρούς δεσμούς κοινών, μεταξύ των μελών της, οικονομικών συμφερόντων;;;». Επικαλούμενος στην αγωγή του τα ανωτέρω χωρία της έφεσης του .. .., ο ………….. ισχυρίστηκε ότι τα όσα πιο πάνω αναφέρονται προσβάλλουν παράνομα την προσωπικότητά του διότι θέτουν υπό αμφισβήτηση την επαγγελματική εντιμότητα και τον θίγουν ως δικηγόρο, διότι εμφανίζεται να ζητεί ανύπαρκτες αμοιβές, πλην όμως τίποτα από τους ισχυρισμούς αυτούς επιβεβαιώνεται από το περιεχόμενο των ανωτέρω φράσεων. Αντίθετα από την απλή ανάγνωση των ανωτέρω φράσεων αποδεικνύεται ότι με αυτές ο τότε εκκαλών .. ……. αρνούμενος αιτιολογημένα την ιστορική βάση της υπ’ αριθμ. έκθεσης κατάθεσης …../2003 αγωγής, ισχυριζόμενος ότι δεν οφείλει αμοιβή στον τότε ενάγοντα ………….., βάλει κατά της υπ’ αριθμ. 4876/2003 πρωτόδικης απόφασης επικαλούμενος εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Από τις ανωτέρω φράσεις εξάγεται μόνο η πρόθεση του τότε εκκαλούντος να αποδείξει ότι η υπ’ αριθμ. 4876/2003 τότε προσβαλλόμενη απόφαση έσφαλε, διότι ο ………….. είχε αναλάβει προς διεκπεραίωση μόνο τις αριθμούμενες ως 6 και 8 υποθέσεις, οι οποίες σχετίζονται με συναλλαγές του .. …….με τις θείες του … και ….. ……., για τις οποίες έλαβε πλήρη αμοιβή και τη διεκδίκηση μικροοφειλής των κληρονόμων ….. προς αυτόν, για τις υπηρεσίες του στην οποία έχει επίσης εξοφληθεί. Αρνήθηκε ότι οφείλει αμοιβή στον ………….. για την υπόθεση ……. ισχυριζόμενος ότι το ποσό των 840.000 δραχμών που κατέβαλε στον ενάγοντα, το οποίο ο τελευταίος δεν αρνείται ότι εισέπραξε, αφορούσε το σύνολο της αμοιβής του τελευταίου για την υπόθεση αυτή. Αρνήθηκε ότι οφείλει αμοιβή για την επίτευξη συμβιβασμού με τον θείο του . ……., αμφισβητώντας, στα πλαίσια των δικονομικών κανόνων, την αποδεικτική αξία των αποδεικτικών στοιχείων που ο …………… προσκόμισε, αποκρούοντας την αγωγικό ισχυρισμό για εμπλοκή του τότε ενάγοντος στο χειρισμό της συγκεκριμένης υπόθεσης, την οποία είχαν αναλάβει άλλοι δικηγόροι, με την αιτιολογία ότι ο ίδιος ο …………… όχι μόνο αρνήθηκε να αναλάβει την υπόθεση, αλλά προσπάθησε να τον αποτρέψει να διεκδικήσει κάθε αξίωσή του έναντι του θειου του. Όλοι οι ανωτέρω ισχυρισμοί που τέθηκαν στην κρίση του εφετείου για αξιολόγηση προκειμένου να εξαφανιστεί η προσβαλλομένη απόφαση δεν περιέχουν υπόνοια ονειδισμού, προσβολής και υποτίμησης της προσωπικότητας και αμφισβήτησης της επαγγελματικής εντιμότητας και εγκυρότητας του ……………, ούτε μείωσης της υπόληψής του, αλλά ήταν ισχυρισμοί αρνητικοί της βάσης της αγωγής του ……………, συνοδευόμενοι από την επίκληση πραγματικών περιστατικών που κατά τον τότε εκκαλούντα .. …….στήριζαν και αποδείκνυαν του ισχυρισμούς του ότι η υπ’ αριθμ. 4876/2003 τότε προβαλλόμενη απόφαση έπρεπε να εξαφανιστεί και η τότε αγωγή του …………..να απορριφθεί στο σύνολό της. Τα ανωτέρω ισχύουν και για τη φράση στην ίδια έφεση «αίτηση αναγνωρίσεως στην Ελλάδα του δεδικασμένου της διαζεύξεως των φυσικών μου γονέων (επαναληφθείσα εκ νέου λόγω παράλειψης του αντιδίκου)», διότι πράγματι η συγκεκριμένη αίτηση επαναλήφθηκε λόγω λανθασμένης μετάφρασης της τουρκικής δικαστικής απόφασης, καθώς η τουρκική λέξη που δήλωνε το αμετάκλητο της τουρκικής απόφασης μεταφράστηκε ως τελεσίδικη αντί του ορθού ως αμετάκλητη. Από μόνη της η αναφορά στη συγκεκριμένη φράση ότι η επανάληψη της διαδικασίας οφείλετο σε παράλειψη του εναγόμενου δεν είναι ικανή να προσβάλει την προσωπικότητα του …………..και προσδώσει μομφή και απαξίωση της νομικής κατάρτισης του ενάγοντος. Πέραν τούτου, ακόμα και αν ήθελε υποτεθεί ότι η επανυποβολή της αίτησης δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του ………….., η επίκλησή της από τον .. …….δεν οφείλεται σε υπαιτιότητά του (δόλο ή αμέλεια) ως προς τη γνώση της αναληθείας, ούτε υποκρύπτει σκοπό εξύβρισης, διότι είναι απόλυτα φυσιολογικό για τον .. …….που δεν γνωρίζει νομικά, να θεωρήσει ότι η επανάληψη της αίτησης και ανάγκη καταβολής επιπλέον εξόδων έγινε συνεπεία παραλείψεως του …………… Σημειωτέον ότι στην ίδια με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 371/2014 έφεσή του ο .. ……. παρέθετε πραγματικά περιστατικά σχετικά με την υπόθεση κληρονόμων ……., τα οποία ήδη η πρωτοδίκη απόφαση έχει κρίνει ότι είναι αληθινά, χωρίς η κρίση αυτή να προσβάλλεται με λόγο έφεσης και πρακτικά περιστατικά που σχετίζονται με το δάνειο ποσού 20.000.000 δραχμών, τα οποία, σύμφωνα με όσα ανωτέρω έχουν εκτεθεί αλλά και όσα στη συνέχεια εκθέτονται, είναι επίσης αληθινά. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφασή του έκρινε ότι όλες οι ανωτέρω φράσεις προέβαλαν παράνομα την προσωπικότητα του ………….., διότι με αυτές παρουσιάζεται ως ανέντιμος, ανεπαρκής και αναξιόπιστος δικηγόρος, ο οποίος εκμεταλλευόμενος την ιδιότητα του, μετήλθε, ως προς τις συγκεκριμένες υποθέσεις, διάφορες δικολαβικές πρακτικές, προκειμένου να αποκομίσει αθέμιτο περιουσιακό όφελος εις βάρος του πελάτη του, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει ο πρώτος λόγος της έφεσης και οι συναφείς τρίτος, τέταρτος, πέμπτος και έκτος πρόσθετοι λόγοι να γίνουν δεκτοί και ως ουσιαστικά βάσιμοι.

Σύμφωνα με το άρθρο 932 του ΑΚ «Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη, κατά την κρίση του, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του. Σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου η χρηματική ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης». Κατά την έννοια του άρθρου αυτού, το δικαστήριο της ουσίας, αφού δεχθεί ότι συνεπεία αδικοπραξίας προκλήθηκε σε κάποιο πρόσωπο ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, καθορίζει στη συνέχεια το ύψος της οφειλόμενης γι’ αυτήν χρηματικής ικανοποίησης, με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη, ως κριτήρια, το είδος της προσβολής, την έκταση της βλάβης, τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, τη βαρύτητα του πταίσματος του υπόχρεου, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων μερών. Ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης αφέθηκε στην ελεύθερη εκτίμηση του δικαστηρίου, η σχετική κρίση του οποίου δεν υπόκειται, κατ’ αρχήν, σε αναιρετικό έλεγχο, αφού σχηματίζεται από την εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων (άρθρο 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ), χωρίς υπαγωγή του πορίσματος σε νομική έννοια, ώστε να μπορεί να κριθεί εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, είτε ευθέως, είτε εκ πλαγίου, για έλλειψη νόμιμης βάσης. Επιβάλλεται, όμως, σε κάθε περίπτωση, να τηρείται, κατά τον καθορισμό του ποσού που επιδικάζεται, η αρχή της αναλογικότητας, ως γενική νομική αρχή και μάλιστα αυξημένης τυπικής ισχύος, υπό την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου δεν πρέπει να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, πράγμα που, αν συμβαίνει, ελέγχεται ως παραβίαση της πιο πάνω γενικής νομικής αρχής, ήτοι ως πλημμέλειες του άρθρου 559 αριθμ. 1 και 19 του ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 10/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 9/2015 ΝΟΜΟΣ). Και τούτο, διότι μία απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο, κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση (όσον αφορά τον δικαιούχο – παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και στη δεύτερη (όσον αφορά τον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας του, αφού το δικαστήριο, επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών, πρέπει να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων (ΑΠ 845/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 747/2017 ΝΟΜΟΣ). Εν προκειμένω αποδεικνύεται ότι ο ………….. στην πιο πάνω από 23/12/2009 υπ’ αριθμ. έκθεσης κατάθεσης …../2009 αγωγή του ισχυρίστηκε α) ότι ο .. ……. του είχε καταβάλει το ποσό των 20.000.000 δραχμών ως προκαταβολή για τις ήδη παρασχεθείσες αλλά και μέλλουσες να παρασχεθούν από αυτόν νομικές υπηρεσίες και ότι το από 7/11/2000 ιδιωτικό συμφωνητικό, με το οποίο χαρακτήριζαν την καταβολή του ανωτέρω ποσού ως δάνειο, ήταν άκυρο ως εικονικό, καθώς η αληθής βούλησή τους ήταν η καταβολή της αμοιβής του, β) ότι ο .. ……. χρησιμοποιούσε ψευδομάρτυρες για την προάσπιση των συμφερόντων του, κατά τη μεταξύ τους αντιδικία, γ) ότι ο .. ……., κατά το χρονικό διάστημα από την 20/12/2003 έως την 26/5/2004, προέβη επανειλημμένα, χωρίς τη συγκατάθεση του και χωρίς αυτό να είναι αναγκαίο για την ικανοποίηση εννόμου συμφέροντός του, στη φωτογράφιση της οικογενειακής οικίας του (του ……………) καθώς και των προσώπων και οχημάτων που κινούνταν στους χώρους της, δ) ότι ο .. ……. αφαίρεσε από τις δικογραφίες, που του είχε αναθέσει και χειριζόταν ως δικηγόρος του, κρίσιμα και σημαντικά έγγραφα ώστε να καθίσταται αδύνατο για τον ίδιο να αποδείξει την ενασχόληση του με τις συγκεκριμένες υποθέσεις και να διεκδικήσει την οφειλόμενη δικηγορική του αμοιβή και ε) ότι ο .. ……. προέβη σε επανειλημμένη παράνομη μαγνητοφώνηση των κατ’ ιδίαν συνομιλιών τους προκειμένου να αποφύγει την καταβολή σε αυτόν της δικηγορικής του αμοιβής. Τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά όμως ήταν αναληθή, ο δε …………… γνώριζε την αναλήθεια τους, διότι τίποτα από τα ανωτέρω ουδέποτε αποδείχθηκε έως σήμερα, παρά τις μακροχρόνιες και επώδυνες ψυχικά και οικονομικά για τους διαδίκους δικαστικές αντιπαραθέσεις. Συγκεκριμένα: α) Ο .. ……. άσκησε την υπ’ αριθμ. έκθεσης κατάθεσης …./2007 αγωγή του ενώπιον του Μoνoμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με αίτημα να υποχρεωθεί ο ……. να του αποδώσει το ποσό των 20.000.000 δραχμών (58.694,06 ευρώ) το οποίο του όφειλε από την από 7/11/2000 μεταξύ τους σύμβαση δανείου και το οποίο ήταν αποδοτέο στις 31/12/2002, πλέον τόκων αυτής ποσού 2.934,70 ευρώ, πλην όμως με τις προτάσεις του περιόρισε το αίτημα της αγωγής μόνο στο αιτούμενο ποσό των τόκων. Το ανωτέρω Δικαστήριο, με την υπ’ αριθμ. 2744/2009 απόφασή του, δέχθηκε ότι πράγματι καταρτίστηκε η από 7/11/2000 σύμβαση δανείου ανάμεσα στους διαδίκους, οι οποίοι είχαν σοβαρή πρόθεση κατάρτισης της επίμαχης σύμβασης δανείου και έκανε δεκτή την αγωγή ως ουσία βάσιμη μόνο κατά το αιτηθέν ποσό των τόκων. Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκαν εφέσεις από αμφότερους τους διαδίκους και εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 833/2010 απόφαση του Εφετείου αυτού, που απέρριψε ως ουσία αβάσιμες τις ασκηθείσες εφέσεις και επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση. Ακολούθως, ασκήθηκε αίτηση αναίρεσης κατά της απόφασης του Εφετείου Πειραιά από τον ………….., η οποία απορρίφθηκε με τη υπ’ αριθμ. 1869/2013 απόφαση του Αρείου Πάγου. Επομένως έχει κριθεί αμετάκλητα ότι το ποσό των 20.000.000 δραχμών καταβλήθηκε από τον .. …….στο ………….. ως δάνειο και όχι ως καταβολή έναντι της δικηγορικής αμοιβής του. β) Είναι ψευδές ότι ο .. ……. χρησιμοποίησε ψευδομάρτυρες, καθόσον κατόπιν της από 20/8/2004 εγκλήσεως του ………….., ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά του .. …….για την αξιόποινη πράξη της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα κατά συρροή και συγκεκριμένα κατηγορήθηκε ότι έπεισε τους …………..να καταθέσουν ενόρκως γεγονότα ψευδή ως αληθή, προκειμένου να τον υποστηρίξουν στην αντιδικία του με τον τότε εγκαλούντα …………… Για την αποδιδόμενη σε αυτόν κατηγορία όμως δεν υπήρχαν επαρκής ενδείξεις και το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, σύμφωνα με το υπ’ αριθμ. 1232/2007 βούλευμά του, αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία για τις πράξεις αυτές. Ο εναγόμενος ………….., στο δικόγραφο της ένδικης αγωγής του επικαλείται την από 24/8/2010 αγωγή της ………… κατά του .. ……, στην οποία η εκεί ενάγουσα φέρεται να υποστηρίζει ότι ο τότε εναγόμενος .. ……. ζήτησε από την ίδια και τα υπόλοιπα αδέρφια τους να καταθέσουν ενόρκως εις βάρος του ………….., προκειμένου να μην του καταβάλει αμοιβές, γεγονότα που δεν ήταν αληθή. Ωστόσο, το περιεχόμενο της αγωγής τρίτου, η ουσιαστική βασιμότητα της οποίας δεν αποδεικνύεται ότι έχει τεθεί υπό δικαστική κρίση, δεν μπορεί να αποτελέσει αποδεικτικό στοιχείο της ουσιαστικής βασιμότητας του πιο πάνω ισχυρισμού του …………… Επιπλέον, στο κείμενο της ένδικης αγωγής του ο ………….. κατονομάζει τον……., κάτοικο ….. Ρεθύμνου ……. και κάποια ερωμένη του θείου του,……., ο οποίος έχει ήδη αποβιώσει, τους οποίους γνώρισε προκειμένου να τους χρησιμοποιήσει ως μάρτυρες στις υποθέσεις του .. ……., πλην όμως ούτε ο ίδιος ο ………….. δεν αναφέρει εάν τα πρόσωπα αυτά κατέθεσαν ενόρκως σε κάποια δίκη και σε καταφατική περίπτωση, ποια ήταν τα ψευδή γεγονότα που κατέθεσαν. γ) Είναι ψευδές ότι ο .. ……. προέβη σε παράνομη φωτογράφιση της οικίας του …………..και των ευρισκομένων εκεί προσώπων και οχημάτων της οικογένειάς του, διότι για την πράξη αυτή κηρύχθηκε αμετάκλητα αθώος, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 108.403/27.10.2008 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. δ) Είναι αναληθές το γεγονός ότι ο .. ……. αφαίρεσε μέσα από το δικηγορικό γραφείο του …………..κρίσιμα έγγραφα που αποδεικνύουν τις μεταξύ τους επαγγελματικές σχέσεις με σκοπό να προκαλέσει βλάβη στο τελευταίο και να του στερήσει τα αποδεικτικά στοιχεία για να αποδείξει τις αξιώσεις του σε βάρος του .. …….για τις δικηγορική του αμοιβή ως προς τη διεκπεραίωση των υποθέσεων που αφορούσαν τα έγγραφα αυτά. Για το αβάσιμο του ισχυρισμού αυτού έχει αποφανθεί το Εφετείο αυτό με την υπ’ αριθμ. 788/21.7.2005 πιο πάνω αναφερόμενη απόφασή του, με την οποία απέρριψε το υποβαλλόμενο κατ’ άρθρο 450 επ. του ΚΠολΔ αίτημα του …………..για την επίδειξη εγγράφων σχετιζόμενων με τη λεγόμενη «υπόθεση …….», τα οποία, κατά τους ισχυρισμούς του, ο .. ……. «αφαίρεσε λάθρα και με παραπλανητικό τρόπο» από τον φυλασσόμενο στο δικηγορικό γραφείο του οικείο φάκελο, διότι έκρινε αμετάκλητα, δοθέντος ότι ως προς τη διάταξη αυτή η απόφασή του δεν αναιρέθηκε, ότι η αφαίρεση των εγγράφων αυτών δεν αποδείχθηκε από κανένα στοιχείο. Κυρίως όμως είχε ήδη εκδοθεί η υπ’ αριθμ. 729/15.2.2006 απόφαση του Β΄ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, η οποία κατέστη αμετάκλητη την 9/2/2007 (βλ. σχετική βεβαίωση του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς), ενώπιον του οποίου είχε παραπεμφθεί ο .. ……. ως κατηγορούμενος για την πράξη της υπεξαγωγής εγγράφων κατ’ εξακολούθηση. Κατά την ενώπιον του ανωτέρω Δικαστηρίου ακροαματική διαδικασία αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: «Ο κατηγορούμενος απεδείχθη ότι την 27-3-2002 και εντός του πρώτου δεκαημέρου του μηνός Απριλίου 2002, μετέβη στο επί της οδού …….., δικηγορικό γραφείο του εγκαλούντος και πολιτικώς ενάγοντος ………….., δικηγόρου του και αφήρεσε από το φάκελο που ο εγκαλών φύλασσε τα έγγραφα των υποθέσεων του κατηγορουμένου, τα ακόλουθα έγγραφα: Α) Αντίγραφα συμβολαιογραφικών πράξεων που ελήφθησαν από το Υποθηκοφυλακείο Κρανιδείου και δη 1) Από τη μερίδα του…….: Τα με αριθμούς …./29-11-1974 και …./29-11-1974 συμβόλαια του συμβολαιογράφου Αθηνών ………, τα οποία αφορούν στην αγορά του 1/2 εξ αδιαιρέτου ακινήτου που ευρίσκεται στο Ν. Αργολίδος, τα με αριθμούς ../29-12-1979 και …/9-12-1982 συμβόλαια της συμβολαιογράφου Αθηνών …….., εκ των οποίων με το πρώτο συνεστήθη η εταιρεία  με την επωνυμία …….. στην οποία μετείχαν ο πατέρας και θείοι του κατηγορουμένου και το οποίο αφορά σε δωρεά ακινήτου του……., 2) Από τη μερίδα της……. το υπ’ αριθμ. ……/13-6-1968 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών ……., που αφορά στην αγορά τριών αγροτεμαχίων στο πόρτο Χέλι και το υπ’ αριθμ. …/29-11-1968 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Κρανιδίου ….., το οποίο αφορά αγορά οικοπέδου που κείται στην ίδια θέση, 3) Από τη μερίδα της . …….: το υπ’ αριθμ. ../28-2-1969 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών ……, που αφορά σε αγορά οικοπέδου, 4) Από τη μερίδα της . …….: το υπ’ αριθμ. ../3-5-1968 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών ……., το υπ’ αριθμ. …/27-2-1970 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Πειραιά ………, τη υπ’ αριθμ. …./14-10-1972 πράξη εξόφλησης του συμβολαιογράφου Αθηνών. …….., τα υπ’ αριθμ. …/26-4-1974, …/27-4-1974 και …/27-4-1974 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών …….., που αφορούν σε αγορές αγροτεμαχίων και εξόφληση αυτών, 5) Από τη μερίδα του . …….: τα υπ’ αριθμ. …../3-1-1969 και …./3-10-1969 συμβόλαια του συμβολαιογράφου Ερμιόνης ……….., τη υπ’ αριθμ. …../3-4-1969 πράξη συστασης δουλείας του συμβολαιογράφου Πειραιά …….., 6) Από τη μερίδα του . …….: τα υπ’ αριθμ. …/15-12-1972 και …./15-12-1972 συμβόλαια της συμβολαιογράφου Αθηνών ……., και επιπλέον το υπ’ αριθμ. …/13-10-1969 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών …., τα με αριθμούς ……… συμβόλαια του συμβολαιογράφου Κρανιδίου ………. Τα εν λόγω αντίγραφα συμβολαίων ο εγκαλών είχε λάβει στα πλαίσια της εντολής που είχε λάβει από τον πελάτη του, από το Υποθηκοφυλακείο Κρανιδίου  (Μάσσητος) και με έξοδα του κατηγορουμένου. Β) Αντίγραφο του υπ’ αριθμ. …./3-10-1969 συμβολαίου σύστασης ΕΠΕ με την επωνυμία ……, αντίγραφο του υπ’ αριθμ. ./25-2-1979 πρακτικού της ΓΣ των εταίρων της ίδιας εταιρείας με την επωνυμία ……., αντίγραφο της υπ’ αριθμ. …./8-2-1988 συμβολαιογραφικής πράξης παράτασης της ως άνω εταιρείας, αντίγραφο της υπ’ αριθμ. …../6-5-1992 πράξης του συμβολαιογράφου Αθηνών ………, με την οποία δηλώθηκε η νόμιμη υπεισέλευση στη θέση του αποβιώσαντος εταίρου της ανωτέρω εταιρείας, ……., των νομίμων κληρονόμων του ήτοι της συζύγου του χήρας ….. και των θυγατέρων του …. και ……., αντίγραφο της από 18-9-1995 ανακοίνωσης της εταιρείας …….., αντίγραφο της υπ’ αριθμ. …/3-10-1995 πράξης της συμβολαιογράφου Αθηνών ………, με την οποία τροποποιήθηκε το καταστατικό της ανωτέρω εταιρείας κατόπιν εισόδου σε αυτήν ως εταίρου του κατηγορουμένου και αντίγραφο της υπ’ αριθμ. …/12-2-2000 πράξης της συμβολαιογράφου Αθηνών, …… με την οποία αφενός μεν αυξήθηκε το εταιρικό, κεφάλαιο της εταιρείας ………., αφετέρου δε μετετράπη σε ανώνυμη εταιρεία. Τα ανωτέρω έγγραφα ελήφθησαν στα πλαίσια της εντολής από τον πελάτη του – κατηγορούμενο, από τον εγκαλούντα, από το φάκελο της ανωτέρω εταιρείας που τηρείται στο Πρωτοδικείο Ναυπλίου, τα οποία ο εγκαλών δικηγόρος έλαβε κατ’ εντολή του πελάτη του κατηγορουμένου και με έξοδα του. Γ) Αντίγραφο της από 10-6-1994 αίτησης ασφαλιστικών μέτρων του κατηγορουμένου κατά των …………, αντίγραφο του από 4-7-1994 σημειώματος του κατηγορουμένου ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που κατετέθη κατά τη συζήτηση της προαναφερομένης αίτησης, αντίγραφο της από 9-6-1994 αγωγής του . ……. κατά των ……….., ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, αντίγραφο της υπ’ αριθμ. 2981/1995 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, καθώς και αντίγραφα των υπ’ αριθμ. ………… εκθέσεως επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………., τα οποία κατ’ εντολή και για λογαριασμό του κατηγορουμένου ο εγκαλών δικηγόρος του είχε λάβει από το Αρχείο του Πρωτοδικείου Αθηνών, Δ) Επίσημο αντίγραφο της υπ’ αριθμ. 1974/450/17-7-2004 απόφασης του 19ου Πρωτοδικείου Μούλγκά Κωνσταντινουπόλεως με την επίσημη μετάφραση στην ελληνική από το Υπουργείο Εξωτερικών, Ε) Φωτοαντίγραφο επιστολής με αποδέκτη τον κατηγορούμενο που εστάλη από τον Γάλλο πληρεξούσιο αυτού δικηγόρο στο γραφείο του εγκαλούντος. Τα ανωτέρω έγγραφα απεδείχθη, ότι ανήκαν στην κυριότητα του κατηγορουμένου, δεδομένου ότι τα υπό στοιχεία Α, Β και Γ ελήφθησαν ως αντίγραφα κατ’ εντολή, για λογαριασμό και με έξοδα του κατηγορουμένου από τον εγκαλούντα δικηγόρο του και υπήρχαν στο φάκελο των δικογραφιών, του πελάτη του τελευταίου, ήτοι του κατηγορουμένου ως στοιχεία της δικογραφίας. Εξάλλου, το υπό στοιχεία Δ φωτοαντίγραφο της απόφασης του Πρωτοδικείου Μούλγκά της Κωνσταντινούπολης και η σχετική μετάφραση στην ελληνική είχαν παραδοθεί από τον κατηγορούμενο στον εγκαλούντα, η δε υπό στοιχείο Ε επιστολή ήτο επιστολή που είχε σταλεί προσωπικά στον κατηγορούμενο. Περαιτέρω, των ίδιων ως άνω εγγράφων, ουδόλως απεδείχθη ότι ο εγκαλών είχε νόμιμο δικαίωμα προς επίδειξη, κατά τις διατάξεις του άρθρου 902 ΑΚ, δεδομένου ότι ουδόλως απεδείχθη ότι τα ανωτέρω έγγραφα συντάχθηκαν για το συμφέρον του εγκαλούντος – δικηγόρου του κατηγορουμένου, ή πιστοποιούσαν έννομη σχέση που αφορά και αυτόν ή σχετίζονται διαπραγματεύσεις που έγιναν σχετικά με τέτοια έννομη σχέση ει απευθείας από τον ίδιο είτε για το συμφέρον του, δεδομένου ότι τα προμνημονευθέντα συμβόλαια αφορούσαν σε μερίδες συγγενών του κατηγορουμένου, ο εγκαλών καμία σχέση δεν είχε με την προμνημονευθείσα εταιρεία ……., ούτε απεδείχθη ότι συμμετείχε υπό την ιδιότητα του δικηγόρου του κατηγορουμένου σε καμία εκ των ανωτέρω πράξεων, τα προμνημονευθέντα αντίγραφα δικογράφων αφορούσαν σε υποθέσεις του κατηγορουμένου με συγγενείς του και το αντίγραφο της ανωτέρω απόφασης αφορούσε σε λύση γάμου των γονέων του κατηγορουμένου, δίκες στις οποίες ουδόλως απεδείχθη ότι συμμετείχε με την ιδιότητα του δικηγόρου του κατηγορουμένου ο εγκαλών. Εξάλλου, όλα τα προαναφερόμενα έγγραφα είναι κατατεθειμένα σε δημόσιες υπηρεσίες τα περισσότερα εκ των οποίων σε Δικαστήρια και ως εκ τούτου ηδύνατο ο εγκαλών να λάβει αντίγραφα αυτών, ευχερώς. Ως εκ τούτου, δεδομένου ότι ουδόλως απεδείχθη ότι των προαναφερομένων εγγράφων, τα οποία απεδείχθη ότι ο κατηγορούμενος αφήρεσε από το φάκελο που διατηρούσε για λογαριασμό του ο εγκαλών δικηγόρος του, ήτο έστω συγκύριος ο εγκαλών, ή είχε νόμιμο δικαίωμα προς επίδειξη αυτών κατά τις διατάξεις του ΑΚ, ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί αθώος για το αδίκημα της υπεξαγωγής αυτών των εγγράφων που του αποδίδεται με το κατηγορητήριο, καθόσον ουδόλως απεδείχθη ότι στοιχειοθετείται η αντικειμενική υπόσταση του εν λόγω αδικήματος. Οι αιτιάσεις του εγκαλούντος ότι από την κατοχή αυτών ηδύνατο να αποδείξει, επί αγωγής περί αμοιβών που ήγειρε, τις διαδικαστικές πράξεις στις οποίες είχε προβεί, ουδόλως δύνανται να οδηγήσουν σε διαφορετική κρίση, καθόσον για τη θεμελίωση έννομου συμφέροντος προς επίδειξη εγγράφου απαιτείται όπως αυτό πηγάζει από το περιεχόμενο και όχι από την κατοχή του. Όμοια αθώος πρέπει να κηρυχθεί ο κατηγορούμενος και για την αποδιδομένη σε αυτόν κατά το κατηγορητήριο κατηγορία της υπεξαγωγής φωτοαντιγράφων εγγράφων που πιστοποιούν τη νόμιμη στάση, λειτουργία και τη μετοχική σχέση του πατέρα του κατηγορουμένου με τη γαλλική εταιρεία με την επωνυμία «……………» καθώς και ορισμένα από τα έγγραφα που αφορούσαν υπόθεση που την αποκαλούσαν φάκελο ……. στην οποία εμπλεκόταν η αλλοδαπή ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία ……., έγγραφα που αφορούσαν με το συγγενικό περιβάλλον του κατηγορουμένου και ειδικότερα με τον . …….(θείο του) που αφορούσε τις εταιρείες ………. και ……. . και προσωπικές σημειώσεις του εγκαλούντα, δεδομένου ότι τα έγγραφα αυτά ουδόλως εξατομικεύονται ποια είναι ακριβώς, κατά το κατηγορητήριο ούτε επετεύχθη τούτο κατά την ακροαματική διαδικασία ώστε να καθίσταται εφικτός ο έλεγχος ως προς την υποχρέωση του κατηγορουμένου προς παράδοση αυτών στον πολιτικώς ενάγοντος (ΑΠ 71/2005 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1534/2000 ΕλλΔνη 2001. 292). Με βάση τα ανωτέρω αποδειχθέντα, ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί αθώος των πράξεων που του αποδίδονται». Ότι ο ενάγων δεν υπεξήγαγε έγραφα, με τη νομική έννοια του όρου, έκρινε και η υπ’ αριθμ.  389/2015 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, η υπ’ αριθμ. 1638, 1789, 1813, 1864/2015 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς, η υπ’ αριθμ. 584α, 608γ, 628/2013 αμετάκλητη ως προς τη διάταξη αυτή (υπ’ αριθμ. 1184/2014 απόφαση του Αρείου Πάγου) απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς, αλλά και η προγενέστερη αυτών υπ’ αριθμ. 684/2011 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς (σύμφωνα με την οποία μεταξύ άλλων αποδείχθηκε ότι «ο .. ……., μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, άσκησε αρχικώς, το επάγγελμα του βιβλιοπώλου στο ……., όπου και κατοικούσε, για ένα χρονικό διάστημα, λόγω δε του ότι η οικία στην οποία διέμενε παρουσίασε σημαντική υγρασία, φοβούμενος τη λόγω της υγρασίας αυτής προκληθείσα ευρωτίαση των διαφόρων εγγράφων, που διατηρούσε στην οικία αυτή, με τη συναίνεση του δευτέρου κατηγορουμένου, μετέφερε προσωρινώς διάφορες «κούτες», που περιείχαν τα ως άνω έγγραφα του, στο προαναφερόμενο γραφείο του δευτέρου κατηγορουμένου κατά το έτος 1999. Από το έτος 2000, πλέον, αυτός μετακόμισε και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και τέλος, όταν διαταράχθηκαν οι αγαθές σχέσεις του με το δεύτερο κατηγορούμενο, ζήτησε απ’ αυτόν και παρέλαβε τα εν λόγω έγγραφα του» και ότι «στις 27.3.2002 καθώς και στις αρχές Απριλίου 2002 ο πολιτικώς ενάγων είχε μεταβεί στο ως άνω δικηγορικό γραφείο όπου και ζήτησε από το δεύτερο κατηγορούμενο να του παραδώσει από τους φακέλους που κατείχε ο τελευταίος για τις υποθέσεις του πολιτικώς ενάγοντος διάφορα δημόσια και ιδιωτικά έγγραφα, που ο ως άνω δεύτερος κατηγορούμενος είχε λάβει τόσον από αυτόν (πολιτικώς ενάγοντος) όσον και από διάφορες δημόσιες και ιδιωτικές αρχές με εντολή και δαπάνες του πολιτικώς ενάγοντος και πράγματι ο δεύτερος κατηγορούμενος παρέδωσε στον πολιτικώς ενάγοντος τους σχετικούς του φακέλους, απ’ όπου ο εγκαλών και έλαβε διάφορα έγγραφα, που ανήκαν σ’ αυτόν, παρουσία, μάλιστα μία φορά και της πρώτης κατηγορουμένης. Άλλα έγγραφα δεν έλαβε από φακέλους που διατηρούσε γι’ αυτόν ο δεύτερος κατηγορούμενος, μέχρι τότε δικηγόρος του»). ε) Για το θέμα της μαγνητοφώνησης ο ………….. υπέβαλε κατά του .. …….την από 26/3/2003 έγκλησή του με την οποία ζητούσε να ασκηθεί εναντίον του ποινική δίωξη για την παραβίαση απορρήτου των τηλεφωνημάτων και της προσωπικής συνομιλίας κατ’ εξακολούθηση και ακολούθησε η από 30/4/2003 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2003 αγωγή του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Ο ………….., τόσο στην έγκληση όσο και στην αγωγή του, ισχυρίστηκε ότι είχε βάσιμες υποψίες ότι ήδη από το Μάρτιο του έτους 2002 ο .. ……. ηχογραφούσε με τη χρήση μικρού μαγνητοφώνου, το οποίο συνήθως έφερε στη δεξιά τσέπη χειμερινού σακακιού (μπουφάν), που φορούσε ακόμα και τους καλοκαιρινούς μήνες, τις μεταξύ τους συνομιλίες για τις υποθέσεις που του είχε ο τελευταίος αναθέσει, οι οποίες διενεργούντο είτε στο δικηγορικό γραφείο του είτε κατά τις τηλεφωνικές επικοινωνίες τους, προκειμένου να τις χρησιμοποιήσει μελλοντικά εναντίον του για να αποκρούσει τις απαιτήσεις για καταβολή των αμοιβών του, ότι οι υποψίες του στηρίζονταν στο γεγονός ότι ο .. ……. φορούσε μπουφάν και τη θερινή περίοδο, παρά τη ζέστη που επικρατούσε, αλλά και στο γεγονός ότι πάντα μιλούσε αργά σαν να υπαγόρευε και στις τηλεφωνικές συνομιλίες τους ακουγόταν ο βόμβος του μαγνητοφώνου και ότι η υποψία αυτή επιβεβαιώθηκε την 28/12/2002, κατά την τελευταία επίσκεψη του .. …….στο δικηγορικό γραφείο του, διότι λίγο πριν εισέλθει ενεργοποίησε ενώπιον της συστεγαζόμενης συμβολαιογράφου συζύγου του, ……. …….και του δικηγόρου Αθηνών, …………, ο οποίος βρισκόταν στο γραφείο της, ένα φορητό μικρό μαγνητόφωνο, το οποίο τοποθέτησε σε μια χάρτινη σακούλα. Μάλιστα σύμφωνα με το ………….. ο .. ……. εισερχόμενος στο γραφείο του, του ζήτησε να κλείσει το παράθυρο διότι κρύωνε, αν και ο καιρός ήταν αίθριος, αποβλέποντας στο να έχει όσο το δυνατόν ήσυχο περιβάλλον για την καλύτερη ηχογράφηση των συνομιλιών, καθόσον την ώρα εκείνη από τα μεγάφωνα του Δήμου ακούγονταν χριστουγεννιάτικα τραγούδια λόγω της περιόδου των εορτών, ισχυρισμός όμως που καταρρίπτεται από το γεγονός ότι την ημέρα εκείνη οι ηλεκτροηχητικές εγκαταστάσεις του Δήμου Πειραιά δεν λειτουργούσαν (όπως δέχεται η υπ’ αριθμ. 549, 549α, 549β, 549γ, 579, 579α/2010 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς η οποία κατέστη αμετάκλητη με τη υπ’ αριθμ. 1619/2011 απόφαση του Αρείου Πάγου). Παρά το γεγονός όμως ότι ήδη τότε οι σχέσεις των ανωτέρω ήταν ιδιαίτερα τεταμένες και μετά την ημέρα εκείνη διερράγησαν ολοκληρωτικά, ο ………….. δεν προέβη άμεσα στην υποβολή σχετικής έγκλησης, αν και πλέον ήταν βέβαιος ότι ο .. ……. παρανόμως μαγνητοφωνούσε τις συνομιλίες τους επί σειρά μηνών, αλλά την υπέβαλε μετά την πάροδο 2 μηνών και 28 ημερών. Μάλιστα παρά το γεγονός ότι η ……. ……., εξεταζόμενη ως μάρτυρας στην αστική και στην ποινική δίκη ισχυρίστηκε ότι είδε με βεβαιότητα την ενεργοποίηση του μαγνητοφώνου από τον .. ……. και την τοποθέτησή του σε χάρτινη σακούλα, δεν μερίμνησε, κατόπιν συνεννόησης με το σύζυγο της, να ειδοποιήσει την Αστυνομία ώστε να καταληφθεί ο .. ……. επ’ αυτοφώρω, προκειμένου να αποδειχθεί πέραν πάσης αμφιβολίας η διάπραξη της παράνομης πράξης. Η αναλήθεια του ισχυρισμού περί μαγνητοφώνησης κρίθηκε από την υπ’ αριθμ. 634/2012 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, η οποία απέρριψε την υπ’ αριθμ. ……/2003 αγωγή του δεύτερου εναγόμενου και έχει καταστεί αμετάκλητη, διότι η από 3/1/2013 αίτηση αναίρεσή της απορρίφθηκε με την υπ’ αριθμ. 897/2014 απόφαση του Αρείου Πάγου. Εκτός των ανωτέρω το Εφετείο Πειραιώς δέχθηκε και τα ακόλουθα: «1) Ο ενάγων (ενν. το …………..) δεν επιδίωξε με οποιοδήποτε τρόπο την παράδοση του επικαλούμενου μαγνητοφώνου και του υλικού που περιείχετο σ’ αυτό (κασέτας) κατά τη συνάντηση τους στις 28-12-2002, ούτε σε κάποια άλλη περίπτωση, 2) εκτός από τη σύζυγο του ενάγοντος ουδείς άλλος έχει αναφέρει ότι παρατήρησε μετά βεβαιότητας τον εναγόμενο (ενν. τον .. …….) να φέρει συσκευή μαγνητοφώνου, αλλά μόνον πιθανολογούν ότι έφερε τέτοια, 3) η σύζυγος του ενάγοντος στην από 15-5-2003 προανακριτική κατάθεση της ενώπιον της Πταισματοδίκου Πειραιώς, η οποία δόθηκε στο πλαίσιο της ως άνω συναφούς με την προκείμενη υπόθεση ποινικής διαδικασίας με κατηγορούμενο τον εναγόμενο, αναφέρει ότι η συνάντηση των διαδίκων στις 28-12-2002 έγινε με πρόφαση την υπογραφή του συμφωνητικού παράτασης του χρόνου απόδοσης του προαναφερθέντος δανείου, ενώ πραγματικός σκοπός του ενάγοντος συζύγου της ήταν να βεβαιωθεί για την επικαλούμενη παράνομη χρήση μαγνητοφώνου από τον εναγόμενο, όμως, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, τότε, ήδη, είχαν δημιουργηθεί οικονομικές διαφορές μεταξύ των διαδίκων σχετικώς με τις προαναφερθείσες εκατέρωθεν αξιώσεις τους και ήταν αναγκαία η συνάντηση τους για την επιδίωξη ρύθμισης αυτών, 4) ο ενάγων ισχυρίζεται ότι στις 28-12-2002, κατά τα ως άνω, βεβαιώθηκε για την εν λόγω παράνομη πράξη του εναγόμενου και έκτοτε υπήρξε οριστική ρήξη των σχέσεων τους, όμως υπέβαλε τη σχετική έγκληση κατ’ αυτού στις 26-3-2003, δηλαδή μετά την παρέλευση του σημαντικού χρονικού διαστήματος των δύο (2) μηνών και είκοσι οκτώ (28) ημερών, μάλιστα, όπως προαναφέρθηκε, ήδη, από την 4-2-2003, ο εναγόμενος είχε ανακαλέσει την ως άνω πληρεξουσιότητα προς τον ενάγοντα δικηγόρο και ζήτησε τη συνδρομή άλλου δικηγόρου (………), γεγονότα που είχαν καταστεί γνωστά στον ενάγοντα, 5) το τυχόν όφελος που θα μπορούσε να αποκομίσει ο εναγόμενος από την επικαλούμενη ηχογράφηση των συνομιλιών του με τον ενάγοντα ήταν ιδιαιτέρως περιορισμένο, γιατί αφενός για τις ως άνω εκατέρωθεν αξιώσεις των διαδίκων υπήρχαν πολλά έγγραφα, που δεν μπορούσαν ευχερώς να αναιρεθούν από σχετικό προφορικό λόγο, και αφετέρου ο ενάγων ως έμπειρος δικηγόρος διαθέτει την ικανότητα του λόγου για να χειριστεί καταλλήλως τους διάλογους του με τους εντολείς του, όπως ο εναγόμενος, ώστε να αποφύγει τη χρήση δυσμενών για τα συμφέροντα του εκφράσεων, αντιθέτως ο κίνδυνος που διέτρεχε ο εναγόμενος, σε περίπτωση που διενεργούσε την εν λόγω ηχογράφηση, να υποστεί δυσμενείς έννομες συνέπειες ήταν ιδιαιτέρως μεγάλος». Με παρόμοιες σκέψεις το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Πειραιώς με την υπ’ αριθμ. 103/2008, ήδη αμετάκλητη (υπ’ αριθμ. …/18.6.2008 πιστοποιητικό της Γραμματείας του Αρείου Πάγου), απόφαση του, κήρυξε αθώο τον .. …….για την πράξη της παράβασης απορρήτου των τηλεφωνημάτων και της προσωπικής συνομιλίας κατ’ εξακολούθηση. Επίσης κρίθηκε ότι ο .. ……. ουδέποτε προέβη σε μυστική μαγνητοφώνηση  των συνομιλίων του με τον ………….. και i) με την υπ’ αριθμ. 389/2015 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, η οποία δέχθηκε ότι ο ισχυρισμός του …………..στην αγωγή που άσκησε κατά του .. …….ότι μαγνητοφωνούσε τις μεταξύ τους συνομιλίες είναι ψευδής και έβλαψε την προσωπικότητα του τελευταίου, ii) με την υπ’ αριθμ. 508α, 513α, β, γ, 528/2010 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς, με την οποία καταδικάστηκε ο ………….. για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμισης σε βάρος του .. ……., συνιστάμενης στο ότι στην υπ’ αριθμ. έκθεσης κατάθεσης …../2003 αγωγή του ισχυρίστηκε τα ανωτέρω ψευδή γεγονότα εν γνώσει του ψεύδους, η οποία κατέστη αμετάκλητη, διότι η από 4/2/2011 αίτηση αναίρεσής της που άσκησε ο ………….. απορρίφθηκε με την υπ’ αριθμ. 486/2011 απόφαση του Αρείου Πάγου, iii) με την υπ’ αριθμ. 397/2011 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς με την οποία ο ………….. κηρύχθηκε ένοχος της πράξης της συκοφαντικής δυσφήμησης κατά του .. ……., συνιστάμενης ότι με την από 30/6/2003 αγωγή του ισχυρίστηκε τα ίδια ως άνω ψευδή γεγονότα εν γνώσει του ψεύδους, iv) με την υπ’ αριθμ. 584α, 608γ, 628/23.10.2013 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς, με την οποία κήρυξε ένοχο τον ………….. για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμισης, συνιστάμενης ότι στις από 11/12/2008 προτάσεις του ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς κατά της από 16/1/2008 έφεσης του .. …….και στην από 30/1/2009 προσθήκη – αντίκρουσή του ισχυρίστηκε τα ανωτέρω ψευδή γεγονότα, εν γνώσει του ψεύδους (η εν λόγω απόφαση αναιρέθηκε με την υπ’ αριθμ. 1184/2014 απόφαση του Αρείου Πάγου, όχι όμως κατά το μέρος που έκρινε ένοχο τον κατηγορούμενο για την ως άνω πράξη του, διότι δέχθηκε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου έχει πλήρη, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αλλά ως προς το ύψος της ποινής), v) με την υπ’ αριθμ. 608β, 737/14.11.2013 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς, η οποία έχει καταστεί αμετάκλητη, διότι η από 13/1/2014 αίτηση αναίρεση της απορρίφθηκε με την υπ’ αριθμ. 609/2014 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία καταδικάστηκε ο ………….. για την πράξη της απάτης στο Δικαστήριο, συνιστάμενης ότι με την υπ’ αριθμ. έκθεσης κατάθεσης ……/2003 αγωγή του και με τις από 10/5/2006 προτάσεις του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς παρέστησε ψευδώς προς το Δικαστήριο ότι ο .. ……. μαγνητοφωνούσε τις μεταξύ τους συνομιλίες, vi) με την υπ’ αριθμ. 1638, 1789, 1813, 1864/2015 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς, με την οποία η ……. …….κηρύχθηκε ένοχη ψευδορκίας μάρτυρα και συκοφαντικής δυσφήμησης, διότι την 19/11/2009 εξεταζόμενη ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πλημ/των Πειραιώς και την 22/1/2010 με τις προτάσεις της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ισχυρίστηκε τα ανωτέρω ψευδή γεγονότα εν γνώση του ψεύδους.

Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι στην ένδικη αγωγή του, ο ………….. ενσωμάτωσε το κείμενο της από 16/10/2000 ιδιόγραφης διαθήκης του .. ……., την οποία ο τελευταίος του είχε παραδώσει προς φύλαξη, εμπιστευόμενος αυτόν ως δικηγόρο, μέσα σε κλειστό φάκελο αλληλογραφίας και με την οποία ο .. ……. τον εγκαθιστούσε, μεταξύ άλλων, κληρονόμο του σε χρηματικό ποσό 10.000.000 δραχμών, γνωστοποιώντας έτσι σε τρίτους το περιεχόμενο του απορρήτου και για τον ίδιο ιδιωτικού εγγράφου και παραβιάζοντας την υποχρέωση εχεμύθειας, η οποία υποχρέωση εξακολουθούσε να υπάρχει, παρά την λήξη της επαγγελματικής σχέσης του με τον .. …….και την ανάκληση της εντολής που είχε χορηγήσει σ’ αυτόν. Εξάλλου, για τη δημοσίευση του περιεχομένου της ως άνω ιδιόγραφης διαθήκης, στα πλαίσια προηγούμενων δικών μεταξύ των εδώ διαδίκων, ο ………….. έχει καταδικαστεί με την υπ’ αριθμ. 684/2011 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς για παραβίαση επαγγελματικής εχεμύθειας, χωρίς να προκύπτει από το φάκελο της δικογραφίας η τυχόν άσκηση αίτησης αναίρεσης κατά της ανωτέρω καταδικαστικής απόφασης. Στην ίδια ένδικη αγωγή του ο ………….. ισχυρίστηκε ότι το παραπάνω ποσό των 10.000.000 δραχμών, στο οποίο ο .. ……. τον εγκατέστησε κληρονόμο του με την ως άνω από 16/10/2000 διαθήκη του, στην πραγματικότητα δόθηκε έναντι αμοιβής του, για τον χειρισμό της υπόθεσης «φάκελος …….», την διεκπεραίωση της οποίας ο .. ……. του είχε αναθέσει στα πλαίσια των υποθέσεων διαφορών με τους συγγενείς του και για την οποία ο ίδιος (…………..) είχε διεκδικήσει την καταβολή δικηγορικής αμοιβής με την ανωτέρω υπ’ αριθμ. έκθεσης κατάθεσης 3 αγωγή του. Όπως όμως ανωτέρω εκτέθηκε, με την υπ’ αριθμ. 880/2007 απόφαση του Αρείου Πάγου έχει κριθεί αμετάκλητα ότι ουδέποτε ο ενάγων ανέθεσε στον πρώτο εναγόμενο το χειρισμό της «υπόθεσης …….». Ομοίως μεταγενέστερα ποινικά Δικαστήρια, δέχθηκαν, με μικρές παραλλαγές στο σκεπτικό τους, ότι από το έτος 1999 και εντεύθεν τέτοια εταιρία που να αφορά τον .. …….είτε προσωπικά είτε ως κληρονόμο του πάτερα του, Κωνσταντίνο ……., δεν υφίστατο, ότι ναι μεν στο από 26/10/2007 επικυρωμένο αντίγραφο βεβαίωσης του Εμπορικού Μητρώου του Πριγκιπάτου του Λιχτενστάϊν, που ο ………….. για την υποστήριξη του ισχυρισμού του περί «υπόθεσης …….» είχε προσκομίσει ενώπιον των Δικαστηρίων, σε νόμιμη μετάφραση από τη Γερμανική (επίσημη γλώσσα του Λιχτενστάϊν και μία εκ των επισήμων γλωσσών της …….) στην Ελληνική γλώσσα, αναγράφεται ότι «έχει καταχωρηθεί στις 23/3/1972 στο μητρώο αυτό εταιρεία με επωνυμία Ίδρυμα ….. (σε εκκαθάριση), η οποία ιδρύθηκε στις 23.3.1972, με σκοπό τη διεξαγωγή όλων των εμπορικών βιομηχανικών και χρηματοοικονομικών συναλλαγών με ίδιο σκοπό τρίτων, συμμετοχή σε επιχειρήσεις ίδιου ή ομοειδούς αντικειμένου, . . . ότι τροποποιήθηκε το καταστατικό του στις 31.1.1985 και ότι διαλύθηκε το ίδρυμα αυτό στις 17.1.1994, ορίσθηκε δε εκκαθαριστής ο ………..», όμως, όπως αποδεικνύεται από τις βεβαιώσεις, που προσκόμισε ο ενάγων ενώπιον των ποινικών Δικαστηρίων, αποδεικνύεται ότι στο Λιχτενστάϊν δεν υπήρχε, πλέον, κατά τα έτη 1996 έως 2008 εταιρία με επωνυμία ……….. και συγκεκριμένα από την από 27/7/1994 βεβαίωση της Δημόσιας Υπηρεσίας της Φορολογικής Διοίκησης ΒΑΝΤΟΥΖ ΛΙΧΤΕΝΣΤΑΪΝ στην οποία βεβαιώνεται ότι: «Δια του παρόντος σας χορηγούμε την έγκριση για τη διαγραφή της εταιρίας ……. με έδρα το …» και με επικύρωση ότι «Βεβαιώνεται επισήμως δια του παρόντος ότι το παρόν έγγραφο συμφωνεί αυτολεξεί με το έγγραφο που έχει κατατεθεί στο Εμπορικό Μητρώο», από την από 27 Ιουλίου 1994 απόφαση του Πρωτοδικείου της ΒΑΝΤΟΥΖ όπου αναγράφεται: «Η εταιρεία ……….. πρέπει να διαγραφεί αμέσως από το εμπορικό μητρώο, γιατί πραγματοποιήθηκε η εκκαθάριση της και δεν υφίσταται πλέον ούτε ενεργητικό ούτε παθητικό αυτής», από την από 7.3.2008 βεβαίωση της Δημόσιας Υπηρεσίας του Γραφείου Γης και Δημόσιας Καταχώρησης της Βαντούζ Λιχτενστάϊν όπου αναγράφεται «δια της παρούσης βεβαιώνει ότι ούτε το όνομα του κ. .. …….ούτε το όνομα του πατέρα του……. εμφανίζεται ή εμφανίστηκε ποτέ στους φακέλους και τα έγγραφα που έχουν κατατεθεί στο γραφείο μας σχετικά με την εταιρία ……….», από την από 18/1/2005 επίσημη βεβαίωση της Δημόσιας Υπηρεσίας Κτηματολογίου και Γραφείου Γης και Δημόσιας Καταχώρησης όπου η Υπηρεσία αυτή « …. δια της παρούσας βεβαιώνει ότι δεν υπάρχει Εταιρεία καταχωρημένη στο Λιχτενστάιν κατά τα είκοσι τελευταία χρόνια, με την επωνυμία «…….» ή «…….», από το από 26/10/2007 φωτοαντίγραφο αποσπάσματος του Εμπορικού Μητρώου του Πριγκιπάτου του ΛIΧΤΕΝΣΤΑΪΝ ΒΑΝΤΟΥΖ στο οποίο αναγράφεται: «23.3.1972 ….. (In Liquidation) Ίδρυμα … (σε εκκαθάριση) 17.1.1994: Λύση του ιδρύματος σύμφωνα με απόφαση της 17ης Ιανουαρίου 1994 …. 27.7.94. Διαγραφή της εταιρίας μετά την πραγματοποιηθείσα εκκαθάριση», στη δε από 18/7/2007 επίσημη βεβαίωση του Γραφείου Γης και Δημόσιας Καταχώρησης της ΒΑΝΤΟΥΖ ΛΙΧΤΕΝΣΤΑΪΝ βεβαιώνεται ότι « .. το Γραφείο Γης και Δημόσιας Καταχώρησης είναι το μόνο Εμπορικό Επιμελητήριο του Λιχτενστάιν και κάθε εταιρεία που είναι καταχωρημένη στο Λιχτενστάιν εμφανίζεται στους καταλόγους του». Τα ανωτέρω δέχθηκαν μεταξύ άλλων η υπ’ αριθμ. 651,702, 735/2014 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς, η υπ’ αριθμ. 526α, 540, 541/2011 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, η αμετάκλητη (ΑΠ 1184/2014) υπ’ αριθμ. 584α, 608γ, 628/2013 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, η υπ’ αριθμ. 1638, 1789, 1813, 1864/2015 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς, η υπ’ αριθμ. 964/2010 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς, η υπ’ αριθμ. 703, 1222/2011 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς, η υπ’ αριθμ. 684/2011 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς.

Όλα τα ανωτέρω ψευδή πραγματικά περιστατικά ο ………….. εν γνώσει του ψεύδους περιέλαβε στην ένδικη αγωγή του και έλαβαν γνώση αυτών οι Δικαστές, Εισαγγελείς και Γραμματείς που επιλήφθηκαν των αστικών και αντίστοιχων ποινικών υποθέσεων και είναι συκοφαντικά για τον .. …….αφού τον παρουσιάζουν ως διάδικο που μετέρχεται απατηλά και δόλια μέσα για την επίτευξη των σκοπών του και την ικανοποίηση ανύπαρκτων δικαιωμάτων, αν και ήδη έως το χρόνο άσκησης της αγωγής είχαν εκδοθεί πολλές από τις πιο πάνω αποφάσεις, ο οποίες επιβεβαιώθηκαν και από μεταγενέστερες, από τις οποίες κρίθηκε αμετάκλητα όχι μόνο το ψευδές των ισχυρισμών του ……………, αλλά και ότι ο τελευταίος περιέλαβε στην ένδικη αγωγή του πραγματικά περιστατικά τα οποία τελούν σε φανερή αντίθεση με αυτά που σύμφωνα με τις ως άνω αποφάσεις έλαβαν πράγματι χώρα μεταξύ των διαδίκων, ο δε ………….. αν και μπορούσε ως νομικός να ερμηνεύσει και αντιληφθεί ορθά το σκεπτικό των αποφάσεών αυτών και να απέχει από παρόμοια συμπεριφορά, εξακολούθησε και με την πιο πάνω ένδικη αγωγή του να επικαλείται τα ίδια ψευδή πραγματικά περιστατικά. Ο ………….. ισχυρίζεται με τις πρωτόδικες προτάσεις του, ότι όλα όσα ανέφερε στην πιο πάνω αγωγή του ήταν γεγονότα αληθινά, όπως αυτό αποδεικνύεται από μια σειρά δικαστικών αποφάσεων που προσκομίζει και επικαλείται που εκδόθηκαν κατά τη διάρκεια της μακράς δικαστικής διαμάχης τους, με τις οποίες απαλλάχτηκε τόσο ο ίδιος όσο και η σύζυγός του των κατηγοριών για τις πράξεις της συκοφαντικής δυσφημίσεως, της ψευδορκίας μάρτυρα και της ψευδούς καταμηνύσεως. Κυρίως για να αποδείξει την εικονικότητα του δανείου αλλά και ότι οι επαγγελματικές σχέσεις του με τον .. …….διακόπηκαν επειδή ο τελευταίος μαγνητοφωνούσε τις συνομιλίες τους και επομένως αδικαιολόγητα ανακάλεσε την πληρεξουσιότητά του προς αυτόν, επικαλείται τις ανωτέρω εκτεθείσες υπ’ αριθμ. 4876/2003 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, υπ’ αριθμ. 788/2005 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς και υπ’ αριθμ. 880/2007 απόφαση του Αρείου Πάγου, ισχυριζόμενος ότι οι ως άνω αποφάσεις υιοθέτησαν πλήρως τον ανωτέρω ισχυρισμό του και ότι από αυτές παράγεται δεδικασμένο για τα κριθέντα θέματα που δεσμεύει τα επόμενα Δικαστήρια. Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος, διότι από την επισκόπηση του σκεπτικού των αποφάσεων αυτών, κυρίως του Εφετείου και του Αρείου Πάγου, καθιστά τον εν λόγω ισχυρισμό των εναγόμενων αβάσιμο. Συγκεκριμένα, όπως ανωτέρω εκτέθηκε, τόσο το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με την υπ’ αριθμ. 4876/2003 απόφαση του όσο και το Εφετείο Πειραιώς με την υπ’ αριθμ. 788/2005 απόφαση του απέρριψαν το αίτημα του …………..για την καταβολή αμοιβής και για την υπόθεση ……., διότι ρητά και με σαφήνεια έκριναν ότι δεν αποδείχθηκε ότι τέτοια υπόθεση του ανατέθηκε ή ότι υπήρχε τότε εταιρεία με την επωνυμία ……. ή …………. και ποιες ήταν οι νομικές ενέργειες του για την υπόθεση αυτή. Το γεγονός ότι και τα δυο ως άνω Δικαστήρια αφαίρεσαν, από το ποσό που έκριναν ότι ανέρχεται η δικηγορική αμοιβή του το ποσό των 20.000.000 δραχμών, δεν αποτελεί απόδειξη της βασιμότητας του ισχυρισμού ότι αυτό αποτελούσε προκαταβολή για τη δικηγορική του αμοιβή και όχι δάνειο, διότι όπως ρητά αναφέρεται η αφαίρεση έγινε διότι ο ίδιος ο …………. το είχε αφαιρέσει από το ποσό που κατά την αγωγή του ανερχόταν η δικηγορική του αμοιβή. Απόδειξη περί του αντιθέτου δεν αποτελεί η σκέψη του Εφετείου όπως διατυπώθηκε στην απόφαση του ότι «Ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι κλονίσθηκε η εμπιστοσύνη του προς τον ενάγοντα λόγω μη αποδόσεως εκ μέρους του δανείου 20.000.000 δραχμών, που του είχε χορηγήσει και ήταν αποδοτέο στις 28.12.2002, δεν είναι πειστικός, αφού ευχερώς θα μπορούσε να διευθετηθεί συμψηφιστικά η διαφορά τους εν όψει της πολύχρονης συνεργασίας τους και της υπάρξεως διαφόρων εκκρεμών υποθέσεων εν εξελίξει. Αντίθετα, αποδείχθηκε ότι, κύρια αιτία διαταράξεως των σχέσεων των διαδίκων υπήρξε η καχυποψία του εναγομένου, η οποία τον οδήγησε στη χρήση ενίοτε αθέμιτων μεθόδων στις μετά του ενάγοντος επαφές του, όπως η εν αγνοία του τελευταίου μαγνητοφώνηση των τηλεφωνικών τους συνδιαλέξεων, για την οποία καταγγέλθηκε από τον ενάγοντος και ελέγχεται ποινικά». Ο …………. ισχυρίζεται ότι με το απόσπασμα αυτό το Δικαστήριο δέχθηκε και την ανυπαρξία του δανείου αλλά και ότι ο .. ……., μαγνητοφωνούσε κρυφά τις μεταξύ τους συνομιλίες. Το Εφετείο όμως προέβη στη σκέψη αυτή προκειμένου να απορρίψει τον ισχυρισμό του τότε εναγόμενου, .. ……., ότι η ανάκληση της πληρεξουσιότητάς του προς τον τότε ενάγοντα, ………….., οφείλεται στην μη απόδοση του δανείου, κρίνοντας ότι η ανάκληση της πληρεξουσιότητας ήταν αδικαιολόγητη κατ’ άρθρο 170 του Κώδικα περί Δικηγόρων, διότι οφειλόταν μόνο στην καχυποψία του .. …….και επομένως ο τελευταίος όφειλε να καταβάλει τη δικηγορική αμοιβή στον ενάγοντα δικηγόρο. Δεν έκρινε ότι είχε ή δεν είχε καταρτιστεί δάνειο, αλλά ότι η μη απόδοσή του, ακόμα και υφιστάμενου τούτου, δεν συνιστούσε δικαιολογημένο λόγο ανάκλησης, ούτε αποδέχθηκε σαφώς ότι ελάμβαναν χώρα παράνομες μαγνητοφωνήσεις, διότι ρητά εκθέτει ότι η υπόθεση ελέγχεται ποινικά. Όπως επίσης πιο πάνω έχει λεχθεί κατά της απόφασης αυτής άσκησε αναίρεση μόνο ο .. ……. επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 880/2007 απόφαση του Αρείου Πάγου. Σε ένα από τους λόγους αναίρεσης ο αναιρεσείων είχε ισχυριστεί ότι το Εφετείο αντιφατικά δέχθηκε αφενός μεν ότι είχαν καταρτιστεί εργολαβικές συμβάσεις και αφετέρου ότι κατέβαλε στον τότε ενάγοντα, ………….., το ποσό των 58.694,06 ευρώ (20.000.000 δραχμών), γεγονός που αναιρεί την εργολαβική σύμβαση. Ο Άρειος Πάγος με την απόφασή του απέρριψε το λόγο αυτό με το εξής σκεπτικό: «Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθόσον από τις παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει, ότι το ως άνω ποσό καταβλήθηκε ως προκαταβολή έναντι της συμφωνηθείσας εργολαβικής αμοιβής, η οποία δεν επιφέρει κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα την κατάργηση της συμβάσεως εργολαβίας». Με το σκέψη αυτή ο Άρειος Πάγος δεν έκρινε ότι το ποσό που καταβλήθηκε ήταν προκαταβολή και όχι δάνειο, αλλά σε συνδυασμό με τη μείζονα σκέψη της απόφασής του, αλλά και τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης του Εφετείου, δέχθηκε ότι με την καταβολή δεν καταργήθηκαν σιωπηρά οι εργολαβικές συμβάσεις που είχαν καταρτιστεί μεταξύ τους, διότι ήταν προκαταβολή εντός των πλαισίων των εργολαβικών συμβάσεων και όχι αμοιβή με άλλο τρόπο. Μάλιστα τα ίδια ως άνω έχει δεχθεί και η υπ’ αριθμ. 586/2013 ήδη αμετάκλητη (ΑΠ 2061/2014) απόφαση του Εφετείου Πειραιώς. Κατόπιν της εν μέρει αναίρεσης της υπ’ αριθμ. 788/2005 απόφασης του Εφετείου Πειραιά εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 103/2008 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου το οποίο δικάζοντας την πιο πάνω αγωγή του …………..κατά το μέρος που η εφετειακή απόφαση αναιρέθηκε, δηλαδή μόνο όσο αφορά την αιτούμενη δικηγορική αμοιβή για την υπόθεση κληρονόμων ……., απέρριψε την αγωγή του ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Εκτός τούτων ο ………….. για να αποδείξει ότι δεν προσέβαλε την προσωπικότητα του .. …….διότι όσα επικαλέστηκε ήταν αληθή επικαλείται και προσκομίζει μεταξύ άλλων και τις ακόλουθες ποινικές αποφάσεις, από τις οποίες, ακόμα και από τις αμετάκλητες, δεν παράγεται δεδικασμένο στην πολιτική δίκη (ΑΠ 302/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1758/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 359/2011 ΝΟΜΟΣ), ισχυριζόμενος ότι η με αυτές απαλλαγή του ίδιου και της συζύγου του για τα κατωτέρω εκτεθέντα αδικήματα αποτελεί απόδειξη της ουσιαστικής βασιμότητας της ένδικης αγωγής του: α) την υπ’ αριθμ. 134, 145α/2010 αμετάκλητη απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς, με την οποία ο ………… κηρύχθηκε αθώος της πράξης της υπεξαγωγής εγγράφων κατ’ εξακολούθηση (η εν λόγω απόφαση ασχολήθηκε αποκλειστικά με την ανατεθείσα σε αυτόν υπόθεση ……. και τη φερόμενη υπεξαγωγή από αυτόν των επιστολών της ………….. και του Γάλλου δικαστικού επιμελητή ……….. που απευθύνονταν στον .. …….και περιήλθαν στην κατοχή του, στην οποία αναφέρεται μόνο διηγηματικά η αφαίρεση από τον ενάγοντα διαφόρων εγγράφων από τις δικογραφίες που είχε ο ………….. στο γραφείο του και ο ισχυρισμός του τελευταίου περί παράνομων μαγνητοφωνήσεων των συνομιλιών τους), β) την υπ’ αριθμ. 1908/2010 αμετάκλητη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιά, με την οποία ο …………. αθωώθηκε ελλείψει δόλου της κατηγορίας της συκοφαντικής δυσφημίσεως ως προς τους ισχυρισμούς του, που είχε διατυπώσει στην από 30/6/2003 αγωγή του περί της υπεξαγωγής από τον .. …….των εγγράφων από τους φακέλους των δικογραφιών που τηρούσε το γραφείο του, δεχόμενο όμως ότι ο .. …….ναι μεν αφαίρεσε, δεν υπεξήγαγε όμως τα έγγραφα (με την απόφαση αυτή περαιτέρω κρίθηκε ότι όσα ο ………….. ισχυρίστηκε στην εν λόγω αγωγή, ότι δηλ. ο τότε εγκαλών, μαγνητοφωνούσε κρυφά τις μεταξύ τους συνομιλίες και ότι το δάνειο ήταν εικονικό, ήταν ψευδή που μπορούσαν να βλάψουν και έβλαψαν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος), γ) την υπ’ αριθμ. 1668/2009 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς, το οποίο έκρινε ότι τα όσα ανέφερε ο …………. στην υπ’ αριθμ. έκθεσης κατάθεσης ……./2003 αγωγή του περί των παράνομων μαγνητοφωνήσεων ήταν ψευδή και συκοφαντικά για τον τότε εγκαλούντα, .. ……., ενώ από τα πρακτικά της εν λόγω απόφασης δεν αποδεικνύεται ότι ο τελευταίος αναγνώρισε ότι το ποσό των 20.000.000 δραχμών αποτελούσε προκαταβολή της δικηγορική αμοιβής, όπως ο ………….. ισχυρίζεται, δ) την υπ’ αριθμ. 684/2011 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιά, με την οποία μεταξύ άλλων η ……. συζ. …………..κηρύχθηκε αθώα ελλείψει δόλου για την πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα, συνιστάμενης ότι στην υπ’ αριθμ. …./2005 ένορκη βεβαίωση της ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά κατέθεσε ότι ο .. ……., τότε εγκαλών, είχε αφαιρέσει παράνομα διάφορα έγγραφα από τις δικογραφίες των υποθέσεών του που βρίσκονταν στο γραφείο του συζύγου της, διότι δέχθηκε ότι η έλλειψη δόλου της οφείλεται στο γεγονός ότι πράγματι ο .. ……. αφαίρεσε τα έγγραφα αυτά, ανεξάρτητα, όπως συνεχίζει το σκεπτικό της απόφασης, ότι ο εγκαλών και τότε ενάγων είχε αθωωθεί με την υπ’ αριθμ. 729/2006 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά (το Τριμελές Εφετείο με την πιο πάνω απόφαση του, όπως και το Πενταμελές Εφετείο Πειραιώς με την υπ’ αριθμ. 526α, 540, 541/2011 απόφαση του, η οποία εκδόθηκε κατόπι άσκησης έφεσης κατά της απόφασης του Τριμελούς Εφετείου, δέχθηκαν ότι δεν αποδείχθηκε ότι ανατέθηκε στο ………….. «υπόθεση …….» και ότι η εταιρία με την επωνυμία ………. λύθηκε και εκκαθαρίστηκε το έτος 1994), ε) τις υπ’ αριθμ. 334/2013 και 335/2013 αποφάσεις του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς, με τις οποίες …………… και η σύζυγός του αθωώθηκαν μεν ελλείψει δόλου, έγινε όμως επιγραμματικά και χωρίς ειδική αιτιολογία δεκτός ως αληθής ο ισχυρισμός των εκεί κατηγορουμένων περί της υπάρξεως «υπόθεσης …….», όπως και περί της αφαίρεσης από τον ενάγοντα από το γραφείο του πρώτου εναγόμενου διαφόρων εγγράφων χωρίς να τον ενημερώσει, στ) την υπ’ αριθμ. 603/2014 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς, με την οποία το Δικαστήριο αθώωσε τους …….και ……. συζ. …………..για την πράξη της απόπειρας απάτης στο Δικαστήριο, διότι δέχθηκε ότι τα έγγραφα που αναφέρονται στην απόφαση αυτή οι εκεί κατηγορούμενοι είχαν προσκομίσει προκειμένου να απορριφθεί η εναντίον τους ασκηθείσα υπ’ αριθμ. έκθεσης κατάθεσης …./2008 αγωγή του .. …….εναντίον τους και επομένως δεν είχαν δόλο να εξαπατήσουν το Δικαστήριο (χωρίς όμως περαιτέρω να κριθεί αν οι περιεχόμενοι σε αυτά ισχυρισμοί περί παράνομης μαγνητοφώνησης, περί εικονικού δάνειου και περί υπεξαγωγής εγγράφων ήταν αληθινοί ή όχι), ζ) την υπ’ αριθμ. 245/2014 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς, με την οποία ο ………….. κηρύχθηκε ελλείψει δόλου αθώος των πράξεων της απόπειρας απάτης στο Δικαστήριο και της συκοφαντικής δυσφημίσεως για τους ισχυρισμούς του περί παράνομων μαγνητοφωνήσεων, περί της «υπόθεσης …….» και του προσκομισθέντος από τον ενάγοντα πιστοποιητικού για την εταιρία … …, τους οποίους εν μέσω της σφοδρής αντιδικίας πίστευε ότι ήταν αληθινά, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι το Δικαστήριο με την απόφαση του αυτή δέχθηκε ότι ο .. …….πράγματι μαγνητοφωνούσε παράνομα τις συνομιλίες του με τον εναγόμενο, ότι το πιστοποιητικό που προσκόμισε για την εταιρία ………… ήταν πλαστό ή έστω αναληθές και ότι ο δεύτερος εναγόμενος είχε χειριστεί για λογαριασμό του ενάγοντος μεταξύ άλλων και την «υπόθεση …….», η) την υπ’ αριθμ. 651,702, 735/2014 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς, το οποίο με την απόφαση του αυτή ναι μεν έκρινε αθώους τους ………….. και τη σύζυγό του ελλείψει δόλου για τις πράξεις της συκοφαντικής δυσφήμισης, ψευδορκίας μάρτυρα και ψευδούς καταμήνυσης, διότι έκρινε ότι όσα κατέθεσαν ή ισχυρίστηκαν κατέθεσαν καλόπιστα και πίστευαν ότι είναι αληθινά, στα πλαίσια της χρονίζουσας αντιδικίας, δέχθηκε όμως ότι ουδέποτε ανατέθηκε στον ………….. «υπόθεση …….», ούτε ότι ο .. …….υπεξήγαγε έγγραφα από το γραφείο του …………..με τη νομική έννοια του όρου, προκειμένου να προξενήσει βλάβη στον τελευταίο, θ) την υπ’ αριθμ. 17, 35, 39, 42/2015 αμετάκλητη απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς, με την οποία το Δικαστήριο έκρινε αθώους τους ………….. και τη σύζυγό του για όσα είχαν ισχυριστεί στα πλαίσια της από 8/10/2007 μήνυσης του …………..σχετικά με την προσπάθεια του .. …….να εξαπατήσει το Δικαστήριο προσκομίζοντας το πιο πάνω αναφερόμενο πιστοποιητικό της εταιρίας με την επωνυμία ………. για να μην καταβάλει στο …………..τη δικηγορική του αμοιβή από την «υπόθεση …….», διότι το Δικαστήριο δέχθηκε ότι υπάρχουν αμφιβολίες για την πλήρωση της υποκειμενικής (και μόνο) υπόστασης των εγκλημάτων της ψευδούς καταμήνυσης και της ψευδορκίας μάρτυρα, ι) την υπ’ αριθμ. 276/2012 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς με την οποία οι ο …………… και η σύζυγός του κηρύχθηκαν αθώοι ελλείψει δόλου των πράξεων της ψευδούς καταμήνυσης, ψευδορκίας και ψευδούς ανωμοτί κατάθεσης, συνιστάμενες ότι ο …………… ψευδώς καταμήνυσε τον .. …….με την από 12/10/2004 μήνυση του ότι υπεξήγαγε έγγραφα από τους φακέλους που τηρούσε στο γραφείο του ενώ την 15/2/2006 εξεταζόμενος ενόρκως ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς κατέθεσε ψευδώς εν γνώσει του ψεύδους ότι μεταξύ άλλων εγγράφων υπεξήγαγε και έγγραφα που σχετίζονταν με την «υπόθεση …….», η δε ……. …….την 16/11/2004 ενώπιον της 4ης Πταισματοδίκη Πειραιά και την 15/2/2006 ενώπιον του Μονομελούς Πλημ/κειου Πειραιώς ψευδώς κατάθεσε ενόρκως ότι ο ενάγων υπεξήγαγε διάφορα έγγραφα από τους φακέλους που υπήρχαν στο γραφείο του συζύγου της μεταξύ των οποίων και έγγραφα από τη δικογραφία της «υπόθεσης …….» (το Δικαστήριο δέχθηκε ότι για όσα ισχυρίστηκαν και κατέθεσαν οι εναγόμενοι ενέργησαν καλόπιστα χωρίς δόλο). Όπως σαφώς προκύπτει από το σκεπτικό των αποφάσεων αυτών η αμετάκλητη, σε ορισμένες περιπτώσεις, απαλλαγή του …………..από τα πιο άνω αδικήματα οφείλεται στη παραδοχή των Δικαστηρίων ότι έλλειπε το στοιχείο του δόλου ή ότι εκ πλάνης αγνοούσε το ψεύδος των ισχυρισμών του και όχι ότι τα ισχυριζόμενα και κατατεθέντα από αυτόν και τη σύζυγό του προσβλητικά για τον ενάγοντα πραγματικά περιστατικά πράγματι συνέβησαν, στοιχεία αρκετά για να απαλλαγεί μεν από τα ποινικά Δικαστήρια όχι όμως και για να αρθεί ο άδικος χαρακτήρας της πράξης του ως προς το αστικό αδίκημα της παράνομης προσβολής της προσωπικότητας του ενάγοντος. Ακόμα δηλαδή και δεκτού του ισχυρισμού του …………..ότι δεν είχε δόλο να βλάψει την τιμή και υπόληψη του .. ……., αν και ως πεπειραμένος νομικός γνώριζε τη βαρύτητα κάθε νομικής έννοιας που χρησιμοποιούσε αλλά και του καθήκοντός του να εκθέτει στην ένδικη αγωγή του αληθινά πραγματικά περιστατικά και επομένως όφειλε να είναι σε πλήρη γνώση για τα πραγματικά περιστατικά που πράγματι συνέβησαν, δεν αίρεται η υποχρέωση του να αποκαταστήσει την ηθική βλάβη που υπέστη ο .. ……., σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη. Τούτων δεχθέντων η υποχρέωση αυτή δεν αίρεται ούτε κατ’ εφαρμογή του τεκμήριου αθωότητας, που απορρέει από τις πιο πάνω, αλλά και μεταγενέστερες, αθωωτικές αποφάσεις των ποινικών Δικαστηρίων, το νομικό πλαίσιο του οποίου στα πλαίσια της αστικής δίκης καθορίσθηκε στη μείζονα σκέψη, αφού το παρόν Εφετείο δεν δεσμεύεται από αυτές αλλά συνεκτιμώντας τις σε συνδυασμό με τα λοιπά προσκομισθέντα ενώπιόν αποδεικτικά στοιχεία κατέληξε στην πιο πάνω δικανική του κρίση. Περαιτέρω ο ισχυρισμός του ……….., τον οποίο είχε προβάλει και με τις πρωτόδικες προτάσεις του, ότι για τα όσα ανέφερε, ενέργησε στα πλαίσια της μεταξύ των διαιδίκων σφοδρής δικαστικής διαμάχης, αποκλειστικά και μόνο για τη διαφύλαξη των νόμιμων δικαιωμάτων του με συνέπεια να αίρεται το άδικο της πράξης του κατ’ άρθρο 367 παρ. 1 περ. γ΄ του ΠΚ, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, διότι το άρθρο αυτό δεν τυγχάνει εφαρμογής επί διάπραξης συκοφαντικής δυσφήμισης, όπως εν προκειμένω αποδείχθηκε ότι διέπραξε ο ……………. με τα ισχυριζόμενα στην ένδικη αγωγή του. Περαιτέρω εξαιτίας της πιο πάνω αδικοπραξίας ο ενάγων .. ……. υπέστη ηθική βλάβη, για την οποία λαμβάνοντας υπόψη το βαθμό του πταίσματος του αδικοπραγήσαντος εναγόμενου ……………, το ψυχικό άλγος που ο ενάγων υπέστη, τις συνθήκες υπό τις οποίες ο ενάγων τέλεσε την άδικη πράξη του καθώς και την κοινωνικοοικονομική κατάσταση των μερών, πρέπει να του επιδικαστεί το ποσό των 9.000 ευρώ στον κάθε ένα, το οποίο είναι δίκαιο και εύλογο σύμφωνα και με όσα στη  μείζονα σκέψη εκτέθηκαν. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που τα ίδια έκρινε δεν έσφαλε και πρέπει ο δεύτερος λόγος της έφεσης του .. …….με τον οποίο παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν του επιδίκασε ολόκληρο το αιτούμενο ποσό των 35.000 ευρώ και ο σχετικός λόγος της αντέφεσης με την οποία ο εναγόμενος – αντεκκαλών …………… ισχυρίζεται ότι δεν προσέβαλε με την αγωγή του την προσωπικότητα του .. …….διότι όσα πραγματικά περιστατικά εξέθετε σε αυτήν ήταν αληθινά, πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι. Πέρα των ανωτέρω όμως από την αναφορά του …………..στην πιο πάνω ένδικη αγωγή του ότι ο .. ……. «Καθόλη την επταετή διάρκεια (1996 έως 28-12-2002) των επαγγελματικών μας σχέσεων, ζούσε απολύτως μόνος του, σε διαμέρισμα στη … Αττικής (…………)» και ότι «Ο γάμος των γονέων του είχε διαρκέσει ένα περίπου έτος και είχε λυθεί με δικαστική απόφαση τουρκικού δικαστηρίου (Κων/πολης)» δεν μπορεί να εξαχθεί πρόθεση του να παρουσιάσει τον .. …….ως ιδιόρρυθμο απομονωμένο και αντικοινωνικό άνθρωπο, ο οποίος μεγάλωσε σε άστατο οικογενειακό περιβάλλον εφόσον οι γονείς του έλυσαν το γάμο τους σε σύντομο χρονικό διάστημα ούτε τα επικαλούμενα αυτά πραγματικά περιστατικά και μη αληθινών υποτιθεμένων είναι ικανά και πρόσφορα να βλάψουν παράνομα την προσωπικότητά του, καθώς η με διηγηματικό τρόπο αναφορά ως προς τον τρόπο διαβίωσης του και ως προς τη λύση του γάμου των γονιών του δεν θα μπορούσε να πλήξει τον .. …….ως προς την ψυχική ισορροπία και την κοινωνική οντότητά του, διότι δεν μπορεί βάσιμα να υποστηριχθεί ότι οποιοσδήποτε διαμένει μόνος του ή είναι τέκνο γονέων των οποίων ο γάμος λύθηκε σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα έστω και μικρότερο του έτους, κατατάσσεται αυτομάτως και αυταπόδεικτα στα προβληματικά και αντικοινωνικά άτομα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που τα ίδια έκρινε ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει ο τρίτος λόγος της έφεσης να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Πρέπει επομένως η αντέφεση να απορριφθεί στο σύνολό της, να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα του αντεφεσίβλητου .. …….σε βάρος του αντεκκαλούντος …………..λόγω της ήττας του και να διαταχθεί η εισαγωγή του παράβολου για την κατάθεση της αντέφεσης στο Δημόσιο Ταμείο. Περαιτέρω, καθόσον παρέλκει η εξέταση των υπόλοιπων λόγω της έφεσης και των πρόσθετων λόγων αυτής, πρέπει η έφεση με τους πρόσθετους λόγους αυτής να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση μόνο ως προς την από 23/12/2009 υπ’ αριθμ. έκθεσης κατάθεσης ../2009 αγωγή του ……………. Ακολούθως, πρέπει, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ), να ερευνηθεί η πιο πάνω αγωγή και να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Ένα μέρος των δικαστικών εξόδων του εναγόμενου .. …….και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθεί σε βάρος του ενάγοντος …………..λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας των διαδίκων (άρθρα 178 παρ. 1, 183, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), σύμφωνα με το διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στον εκκαλούντα .. ……., λόγω της νίκης του, του παράβολου άσκησης έφεσης, ποσού 200 ευρώ, που κατέθεσε, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την από 29/10/2015 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/2015 έφεση του .. ……., τους από 3/4/2017 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2017 πρόσθετους λόγους αυτής και την από 29/4/2017 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2017 αντέφεση του …………..κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ την αντέφεση τυπικά και την ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ’ ουσία.

ΔΙΑΤΑΖΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παράβολου άσκησης της αντέφεσης ποσού εκατό πενήντα (150) ευρώ.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του αντεκκαλούντος τη δικαστική δαπάνη του αντεφεσίβλητου για αυτό το βαθμό της δικαιοδοσίας την οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων ευρώ (600 ευρώ).

ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση με τους πρόσθετους λόγους της τυπικά και κατ’ ουσία.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αριθμ. 3140/2015 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε με την τακτική διαδικασία ως προς την από 23/12/2009 υπ’ αριθμ. έκθεσης κατάθεσης …../2009 αγωγή.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει επί της αγωγής.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτή.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του ενάγοντος ένα μέρος της δικαστικής δαπάνης του εναγόμενου και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των δυο χιλιάδων (2.000) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στον εκκαλούντα .. …….του παράβολου άσκησης της έφεσης ποσού διακοσίων (200) ευρώ.

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις   15 Ιουνίου 2019.

 

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και αντ΄ αυτής,

επειδή βρίσκεται

σε αναρρωτική άδεια,

η αρχαιότερη της

συνθέσεως Εφέτης,

Χρυσούλα Πλατιά.

 

 

 

Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, στις   30 Σεπτεμβρίου  2019, με άλλη σύνθεση, κωλυομένης της Προέδρου Εφετών, Αικατερίνης Νομικού, η οποία βρίσκεται σε αναρρωτική άδεια, και λόγω μεταθέσεως του Εφέτη, Ιωάννη Γερωνυμάκη, αποτελούμενη από τους Δικαστές, Χρυσούλα Πλατιά, Προεδρεύουσα Εφέτη, Γεωργία Λάμπρου και Σοφία Καλούδη, Εφέτες, και με Γραμματέα τη Γεωργία Λογοθέτη, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και   των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΕΦΕΤΗΣ