Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 629/2019

Αριθμός     629/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Κ.Δ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

     Η κρινόμενη από 31-10-2017 (αρ. καταθ. ……/2017) έφεση της ηττηθείσας καθ΄ ης η ανακοπή κατά της υπ΄ αρ. 4144/2015 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011) και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, εφόσον από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει εκπρόθεσμη άσκησή της ή άλλος λόγος απαραδέκτου της, δεν έχει δε παρέλθει τριετία από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης αποφάσεως στις 17-11-2015, μέχρι την άσκησή της (έφεσης) στις 16-11-2017, καθόσον, ως προς τις δημοσιευόμενες πριν την έναρξη ισχύος του Ν. 4335/2015 αποφάσεις, όπως εν προκειμένω η προσβαλλόμενη απόφαση, που είχαν εκδοθεί αντιμωλία των διαδίκων και δεν είχαν επιδοθεί και καταστεί τελεσίδικες ή αμετάκλητες, εξακολουθεί να ισχύει η τριετής καταχρηστική προθεσμία προσβολής τους με έφεση (πρβλ ΟλΑΠ 10/2018 που αφορά αναίρεση) (άρθρα 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄ και 2, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 2 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ), όπως το άρθρο 495 ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α 87/23-7-2015) και εφαρμόζεται εν προκειμένω σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η ένδικη έφεση, όπως προαναφέρθηκε, ασκήθηκε την 16-11-2017, ήτοι μετά την 1-1-2016]. Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ), εφόσον για το παραδεκτό αυτής (εφέσεως) κατατέθηκε από την εκκαλούσα παράβολο, ποσού εκατό (100) ευρώ (βλ. το e – παράβολο με κωδικό: ……/2017 και την από 10-10-2017 εξόφληση της ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ WINBANK), κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ.

Με την από 18-1-2012 (αρ. καταθ. …../2012) ανακοπή του, που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και συζητήθηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο την 19-2-2015, το ανακόπτον, ήδη εφεσίβλητο, ζήτησε, για τους αναφερόμενους σ΄ αυτήν (ανακοπή) λόγους, να ακυρωθεί η από 5-1-2012 επιταγή προς πληρωμή που τέθηκε παρά πόδας πρώτου απογράφου εκτελεστού της υπ΄ αρ. ……/2011 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και η αρξαμένη με αυτήν διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη υπ΄ αρ. 4144/2015 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε, όπως προαναφέρθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, μεταξύ άλλων, αφού έκρινε ότι η ένδικη ανακοπή ασκήθηκε εμπρόθεσμα και νόμιμα, απέρριψε τον πρώτο λόγο της ένδικης ανακοπής ως νόμω αβάσιμο, απέρριψε τον δεύτερο λόγο της ένδικης ανακοπής ως μη νόμιμο αναφορικά με το (πρώτο) σκέλος αυτού που αφορά την έναρξη του τόκου υπερημερίας και δέχθηκε ως νόμιμο και ως κατ΄ ουσίαν βάσιμο το δεύτερο λόγο της ένδικης ανακοπής κατά το δεύτερο σκέλος αυτού, καθόσον στην προκειμένη περίπτωση ο υπολογισμός των τόκων έλαβε χώρα με ποσοστό διάφορο του 6%, καθώς επίσης δέχθηκε την ένδικη ανακοπή, δεκτού γενομένου του δεύτερου λόγου ανακοπής ως προς το δεύτερο σκέλος του, και ακύρωσε την ανακοπτόμενη από 5-1-2012 επιταγή προς πληρωμή που τέθηκε παρά πόδας του πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ΄ αρ. ……/2011 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται με την προαναφερόμενη έφεση η ηττηθείσα καθ΄ ης η ανακοπή και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτή (έφεση) λόγους, ζητεί να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη και να απορριφθεί η ένδικη ανακοπή στο σύνολό της.

Από τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος, κατά την οποία οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου, προκύπτει, ότι το Σύνταγμα θεσπίζει και την ισότητα του νόμου έναντι των Ελλήνων πολιτών, υπό την έννοια, ότι ο νομοθέτης δεσμεύεται, όταν ρυθμίζει ουσιωδώς όμοια πράγματα, σχέσεις ή καταστάσεις, που αφορούν περισσότερες κατηγορίες προσώπων, να μην εισάγει αδικαιολόγητες εξαιρέσεις και διακρίσεις, εκτός αν αυτές επιβάλλονται από λόγους γενικότερου, κοινωνικού ή δημοσίου, συμφέροντος, την ύπαρξη των οποίων ελέγχουν τα Δικαστήρια (ΟλΑΠ 23/2004, ΟλΑΠ 11/2003, πρβλ ΟλΣτΕ 2807/2002). Εξάλλου, τα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος, 6 παρ. 1 της Διεθνούς Συμβάσεως της Ρώμης της 4-11-1950 (Ε.Σ.Δ.Α.), που κυρώθηκε με το Ν.Δ. 53/1974 και έχει την αυξημένη τυπική ισχύ του άρθρου 28 παρ. 1 του Συντάγματος, τα οποία εξασφαλίζουν σε κάθε πρόσωπο το δικαίωμα της παροχής έννομης προστασίας με το συνακόλουθο δικαίωμα διασφάλισης ίσων δικαιωμάτων και εγγυήσεων για δίκαιη (χρηστή) δίκη, δεν στερούν τον κοινό νομοθέτη από την εξουσία να θεσμοθετεί ειδικές ρυθμίσεις για ορισμένες κατηγορίες προσώπων, όταν αυτό επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, όπως στην περίπτωση των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.), μεταξύ των οποίων και τα Νοσηλευτικά Ιδρύματα, που λειτουργούν με τη μορφή αυτή, τα οποία από τη φύση και το καταστατικό τους, έχουν αποστολή και έργο να εξυπηρετούν, αδιακρίτως, τη δημόσια υγεία με την παροχή υγειονομικής περίθαλψης στους πολίτες και στην περιουσία και την οικονομική κατάσταση των οποίων συμβάλλει το σύνολο των πολιτών, με την καταβολή φόρων. Το συμφέρον αυτό, πρωτίστως, εξυπηρετεί και η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του Ν.Δ. 496/1974 «Περί Λογιστικού των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου», που είναι ανάλογη προς το άρθρο 21 του δευτέρου κεφαλαίου του Κώδικα Νόμων περί Δικών του Δημοσίου (Β.Δ. της 26-6/10-7-1944), με την οποία ορίζεται ότι ο νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκος κάθε οφειλής του Νομικού Προσώπου ανέρχεται σε 6% ετησίως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά με σύμβαση ή ειδικό νόμο και αρχίζει από την επίδοση της αγωγής. Η ρύθμιση αυτή, με την οποία, επί υπερημερίας, αναγνωρίζεται στα Ν.Π.Δ.Δ. το δικαίωμα να καταβάλλουν, με την ιδιότητα του οφειλέτη, ποσοστό τόκου 6% ετησίως, ήτοι μικρότερο εκείνου που έχουν υποχρέωση να καταβάλλουν οι ιδιώτες ως οφειλέτες, εισάγει επιτρεπτή εξαίρεση υπέρ των Ν.Π.Δ.Δ., η οποία υπαγορεύεται από το σκοπό που προαναφέρθηκε και δεν βρίσκεται σε αντίθεση ούτε προς τις ως άνω, αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεις ούτε προς αυτές του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., που προστατεύει την περιουσία παντός προσώπου (ΑΠ 786/2011, πρβλ ΑΠ 804/2002). Και τούτο διότι, η προστασία της περιουσίας Νοσηλευτικού Ιδρύματος, που λειτουργεί με τη μορφή του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου, είναι αναγκαία για να είναι τούτο σε θέση να εκπληρώνει απρόσκοπτα, τους προέχοντες καταστατικούς του σκοπούς και να εξυπηρετεί το γενικότερο κοινωνικό και δημόσιο συμφέρον, με την προστασία της δημόσιας υγείας των πολιτών (ΟλΑΠ 3/2006 ΕλλΔνη 2006.412, ΑΠ 992/2017, ΑΠ 681/2017, ΑΠ  2/2014, ΑΠ 1460/2012, ΑΠ 1228/2012, ΑΠ 157/2011). Συνεπώς, με την ως άνω διάταξη δεν εξυπηρετείται το στενώς εννοούμενο ταμειακό συμφέρον του εν λόγω Νοσηλευτικού Ιδρύματος (βλ. αποφ. ΕΔΔΑ της 22.5.2008 ……. κατά Ελλάδος). Περαιτέρω, η μερική ακυρότητα της επιταγής για εκούσια συμμόρφωση του οφειλέτη αναφορικά με μια από τις περισσότερες χρηματικές απαιτήσεις, που επιτάσσεται να εκπληρώσει, δεν επιφέρει ολική ακυρότητα της διαδικαστικής πράξης της επιταγής, ούτε συνεπιφέρει ακυρότητα της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, που εξακολουθεί, ως προς εκείνες τις χρηματικές απαιτήσεις, οι οποίες δεν πλήττονται από τη μερική ακυρότητα της επιταγής (ΑΠ 310/1992 Δ. 23.813, Ιωάννου Mπρίνια: Αναγκαστική Εκτέλεσις, Β΄ έκδοση, τόμος πρώτος, στο άρθρο 924, παρ. 115, αρ. 2, σελ. 304). Η μερική απόσβεση της απαιτήσεως δεν επάγεται ολική ακύρωση της επιταγής αλλά μερική και το εν μέρει έγκυρο αυτής, εφόσον ο οφειλέτης δεν προσφέρεται στην εκπλήρωση του εκτελούμενου τίτλου, κατά το ποσό που αυτός είναι  έγκυρος, συμπεριλαμβανομένων και των εξόδων, αρκεί για την ισχυροποίηση της ενεργούμενης εκτελέσεως, το ζήτημα δε του ύψους της απαιτήσεως, για την ικανοποίηση της οποίας επισπεύδεται η εκτέλεση, εξετάζεται κατά την κατάταξη (ΑΠ 675/2001 ΕλλΔνη 42.1575, ΑΠ 310/1992 Δ. 23.813, ΑΠ 1078/1990 ΕλλΔνη 32.796, ΑΠ 634/1988 ΕλλΔνη 30.964, ΑΠ 1445/1980 ΝοΒ 29.707, ΕφΠατρ 1107/2007, ΕφΑθ 1839/2002, ΕφΑθ 2535/1998 ΕλλΔνη 40.384, ΕφΑθ 2675/1993 ΕλλΔνη 35.456).

Με το δεύτερο λόγο της ένδικης εφέσεως η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου της ένδικης ανακοπής που αφορούσε το ποσοστό του τόκου υπερημερίας και συγκεκριμένα ότι το επιτόκιο για το ανακόπτον – Ν.Π.Δ.Δ. ανέρχεται σε 6%. Ο λόγος αυτός της εφέσεως είναι απορριπτέος καθόσον, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του Ν.Δ. 496/1974 «Περί Λογιστικού των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου», με την οποία, επί υπερημερίας, αναγνωρίζεται στα Ν.Π.Δ.Δ. το δικαίωμα να καταβάλλουν, με την ιδιότητα του οφειλέτη, ποσοστό τόκου 6% ετησίως, ήτοι μικρότερο εκείνου που έχουν υποχρέωση να καταβάλλουν οι ιδιώτες ως οφειλέτες, εισάγει επιτρεπτή εξαίρεση υπέρ των Ν.Π.Δ.Δ. και δεν βρίσκεται σε αντίθεση ούτε προς τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1, 20 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. και 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., που προστατεύει την περιουσία παντός προσώπου. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφαση του, ορθά έκρινε δεχόμενο ότι το επιτόκιο ανέρχεται σε 6%, όπως ισχυρίζεται το ανακόπτον με την ανακοπή του με το αντίστοιχο σκέλος του δεύτερου λόγου αυτής, παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα με τον δεύτερο λόγο της ένδικης εφέσεως, ο οποίος πρέπει να απορριφθεί.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 332 του ΚΠολΔ «Το δεδικασμένο λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως.». Για να δημιουργηθεί όμως, ο λόγος αναίρεσης του άρθρου 559 αρ. 16 του ΚΠολΔ, πρέπει να είχε προταθεί στο Δικαστήριο της ουσίας ισχυρισμός για το δεδικασμένο με λόγο έφεσης ή με το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων αυτής, δηλαδή να έχει προβληθεί ότι η κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας για την ύπαρξη ή όχι δεδικασμένου έγινε κατά παράβαση του νόμου. Ο σχετικός ισχυρισμός περί δεδικασμένου δεν μπορεί να προβληθεί για πρώτη φορά ενώπιον του Αρείου Πάγου, και τούτο διότι το δεδικασμένο δεν ανήκει στους κανόνες δημοσίας τάξεως, αφού οι διατάξεις που το καθιερώνουν τέθηκαν χάριν του ιδιωτικού συμφέροντος και όχι άλλου ανώτερου κοινωνικού σκοπού. Επιπροσθέτως, το Εφετείο, εφόσον δεν εξαφανίζεται η εκκαλούμενη απόφαση, δεν μπορεί να εξετάσει ένσταση δεδικασμένου που προβάλλεται με τις προτάσεις και όχι με λόγο έφεσης ή με πρόσθετο λόγο έφεσης (ΑΠ 723/2018, ΑΠ 847/2014, ΑΠ 1484/2012, ΑΠ 1520/2010, ΑΠ 1054/2010, ΑΠ 1852/2007). Στην προκειμένη περίπτωση με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, κατά την παρούσα δικάσιμο της 6-12-2018, η εκκαλούσα, μεταξύ άλλων, ισχυρίστηκε ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, έσφαλε κρίνοντας διαφορετικά επί του εφαρμοζομένου εν προκειμένω ύψους επιτοκίου, μη ακολουθώντας επ΄ αυτού την ορθή κρίση του ίδιου Δικαστηρίου επί της από 11-11-2011 (αρ. καταθ. ……/2011) ασκηθείσας ανακοπής του ήδη εφεσίβλητου κατά της εκδοθείσας υπέρ αυτής (εκκαλούσας) υπ΄ αρ. ……/2011 διαταγής πληρωμής, δυνάμει της οποίας επισπεύσθηκε στη συνέχεια η ανακοπτόμενη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης και ότι σε κάθε περίπτωση το παρόν Δικαστήριο, καθισταμένης τελεσίδικης της απόρριψης της ασκηθείσας από το εφεσίβλητο ανακοπής κατά της εκδοθείσας υπέρ αυτής (εκκαλούσας) ως άνω υπ΄ αρ. …../2011 διαταγής πληρωμής, δεσμεύεται από το απορρέον εξ αυτής δεδικασμένο αναφορικά με την τελεσιδίκως βεβαιωμένη δι΄ αυτής [της εκδοθείσας υπέρ αυτής (εκκαλούσας) διαταγής πληρωμής] απαίτησή της (εκκαλούσας) κατά του εφεσίβλητου [κατά όλα τα σκέλη αυτής, ήτοι κατά το επιδικασθέν δυνάμει αυτής κεφάλαιο, καθώς και κατά το επ΄ αυτής (της κατά κεφάλαιο απαίτησης) υπολογιζόμενο κονδύλιο οφειλόμενων τόκων, τόσο κατά το χρόνο έναρξης της τοκοφορίας, όσο και κατά το ύψος του ισχύοντος εν προκειμένω επιτοκίου, καθώς τα στοιχεία αυτά διαμορφώνουν το τελικό ύψος της απαίτησης] και συνεπώς πρέπει, κατά τον ισχυρισμό της εκκαλούσας, κατά την αναδίκαση της ουσίας της διαφοράς από το παρόν Δικαστήριο, να απορριφθεί για το λόγο αυτό ο προβληθείς λόγος ανακοπής του εφεσίβλητου κατ΄ αμφότερα τα σκέλη αυτού, ήτοι και κατά το σκέλος αυτού που αφορά το εφαρμοστέο εν προκειμένω ύψος επιτοκίου. Ο ισχυρισμός αυτός, περί υπάρξεως δεδικασμένου, απορρέοντος από την πιο πάνω απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι η εκκαλούσα δεν πρότεινε αυτόν με λόγο εφέσεως ή με πρόσθετο λόγο εφέσεως, αλλά με τις κατατεθείσες ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, κατά την παρούσα δικάσιμο, έγγραφες προτάσεις της, ενώ η εκκαλούμενη απόφαση δεν εξαφανίστηκε ως προς την αντίστοιχη διάταξή της, κατά τα προαναφερόμενα στο δεύτερο λόγο της εφέσεως, ώστε να δύναται το παρόν Δικαστήριο, καίτοι προβληθέντα με τις έγγραφες προτάσεις, να εξετάσει αυτόν (ισχυρισμό περί υπάρξεως δεδικασμένου).

Από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι (οι οποίοι δεν ζήτησαν την εξέταση μάρτυρά τους αντίστοιχα), ανάμεσα στα οποία έγγραφα των οποίων για πρώτη φορά στον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας γίνεται επίκληση και προσαγωγή, όχι από πρόθεση στρεψοδικίας ή βαριά αμέλεια (άρθρο 529 του ΚΠολΔ) και χωρίς η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ΄ αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα, και όπως προαναφέρθηκε, όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται προς σχηματισμό της δικανικής κρίσεως σχετικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (πρβλ. ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723), [σημειώνοντας ότι η εκκαλούσα στις προτάσεις του παρόντος βαθμού, περιλαμβάνει, αυτούσιες, τις προτάσεις της πρωτοβάθμιας συζητήσεως, καλυπτόμενες από την υπογραφή της πληρεξούσιας Δικηγόρου της (εκκαλούσας), και κατά τον τρόπο αυτό έχουν καταστεί ενιαίες προτάσεις (πρβλ. ΑΠ 224/2016)], αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με την προσβαλλόμενη από 5-1-2012 επιταγή προς πληρωμή που τέθηκε παρά πόδας πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ΄ αρ. ……/2011 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που επιδόθηκε στο ανακόπτον την 9-1-2012, η καθ΄ ης η ανακοπή επιτάσσει το ανακόπτον να της καταβάλει τα σ΄ αυτήν αναφερόμενα ποσά με το νόμιμο τόκο, αυτό που καταβάλλουν οι ιδιώτες ως οφειλέτες. Η ως άνω από 5-1-2012 επιταγή προς πληρωμή είναι άκυρη ως προς το προσβαλλόμενο με την ανακοπή κονδύλιο των τόκων επειδή ως προς αυτό το κονδύλιο επισπεύδεται εκτέλεση για υπέρτερο από το οφειλόμενο ποσό και συγκεκριμένα το ύψος του κονδυλίου των τόκων έχει υπολογιστεί με το επιτόκιο που καταβάλλουν οι ιδιώτες ως οφειλέτες και όχι αυτό του 6%, που ισχύει για το ανακόπτον Ν.Π.Δ.Δ., σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας και όσα αναπτύχθηκαν ως άνω ως προς τον δεύτερο λόγο εφέσεως. Κατ΄ ακολουθίαν, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η ένδικη ανακοπή (ως προς δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου αυτής που είναι νόμιμο και κατ΄ ουσίαν βάσιμο) ως και κατ΄ ουσίαν βάσιμη κατά παραδοχή του προαναφερθέντος σκέλους του ως άνω λόγου της, και η προσβαλλόμενη (από 5-1-2012) επιταγή προς πληρωμή πρέπει να ακυρωθεί εν μέρει και συγκεκριμένα μόνο ως προς το κονδύλιο των τόκων που έχει υπολογιστεί με το επιτόκιο που καταβάλλουν οι ιδιώτες ως οφειλέτες και όχι με 6%, που ισχύει για το ανακόπτον Ν.Π.Δ.Δ., ενώ, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, η εκτέλεση δύναται να συνεχισθεί νόμιμα για τα υπόλοιπα επιτασσόμενα κατά τα ως άνω κονδύλια, αφού το εν μέρει έγκυρο της επιταγής αρκεί για την ισχυροποίηση της εκτέλεσης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφασή του, δέχθηκε την ανακοπή και ακολούθως ακύρωσε την ανακοπτόμενη επιταγή προς πληρωμή εν όλω, έσφαλε και ο σχετικός πρώτος λόγος της ένδικης εφέσεως πρέπει να γίνει δεκτός ως και κατ΄ ουσίαν βάσιμος. Οι λοιποί λόγοι της ανακοπής, ήτοι ο πρώτος λόγος της ανακοπής και το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου αυτής, λόγω του ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με διατάξεις της εκκαλουμένης αποφάσεώς του που δεν προσβάλλονται με λόγο εφέσεως (οι διατάξεις), απέρριψε αυτούς, δεν θα ερευνηθούν εκ νέου. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω και εφόσον δεν υπάρχουν προς έρευνα άλλοι λόγοι της εφέσεως, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση της καθ΄ ης η ανακοπή, κατά τον πρώτο λόγο αυτής, ως και κατ΄ ουσίαν βάσιμη, να διαταχθεί, λόγω της εν μέρει νίκης της εκκαλούσας, η επιστροφή του παραβόλου, ποσού εκατό (100) ευρώ, που κατατέθηκε για το παραδεκτό της εφέσεως, με το e – παράβολο με κωδικό: ……./2017 και την από 10-10-2017 εξόφληση της ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ WINBANK, σ΄ αυτήν (εκκαλούσα), να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση ως προς τη διάταξή της περί ολικής παραδοχής της ανακοπής και ολικής ακυρώσεως της ως άνω επιταγής προς πληρωμή, αναγκαίως δε και κατά τη διάταξη περί δικαστικών εξόδων που θα καθορισθεί εξ αρχής (πρβλ. ΕφΠειρ 664/2013) και, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο αυτό (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ), να δικασθεί εκ νέου η από 18-1-2012 (αρ. καταθ. ……./2012) ανακοπή, κατά τα ως άνω, να γίνει αυτή εν μέρει δεκτή και να ακυρωθεί η από 5-1-2012 επιταγή προς πληρωμή που τέθηκε παρά πόδας πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ΄ αρ. …../2011 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά μόνο ως προς το κονδύλιο των τόκων που έχει υπολογιστεί με το επιτόκιο που καταβάλλουν οι ιδιώτες ως οφειλέτες και όχι με 6%, που ισχύει για το ανακόπτον Ν.Π.Δ.Δ.. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφισθούν, στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας κάθε διαδίκου (άρθρα 106, 178, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), σημειώνοντας ότι εν προκειμένω δεν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 22 παρ. 1 του Ν. 3693/1957, αφού η νομική υπηρεσία του ως άνω Ν.Π.Δ.Δ. (ανακόπτοντος και ήδη εφεσίβλητου) δεν διεξήχθη από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (άρθρο 22 παρ. 3 του Ν. 3693/1957, πρβλ. ΑΠ 1562/2005, ΑΠ 98/2005, ΑΠ 1617/1999, ΑΠ 318/1993), κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά την από 31-10-2017 (αρ. καταθ. …./2017) έφεση.

Δέχεται κατ΄ ουσίαν αυτήν [από 31-10-2017 (αρ. καταθ. …../2017) έφεση] κατά το μέρος που προσβάλλει την ολική παραδοχή της ανακοπής και την ολική ακύρωση της επιταγής προς πληρωμή.

Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου, ποσού εκατό (100) ευρώ, που κατατέθηκε με το το e – παράβολο με κωδικό: ……/2017 και την από 10-10-2017 εξόφληση της ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ WINBANK, στην εκκαλούσα.

Εξαφανίζει την υπ΄ αρ. 4144/2015 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, κατά το κεφάλαιο της ολικής παραδοχής της ανακοπής και της ολικής ακυρώσεως της επιταγής προς πληρωμή, καθώς και κατά το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων.

Κρατεί και δικάζει την από 18-1-2012 (αρ. καταθ. ……/2012) ανακοπή κατά τα ως άνω κεφάλαια.

Δέχεται εν μέρει την ανακοπή.

Ακυρώνει μερικώς την από 5-1-2012 επιταγή προς πληρωμή που τέθηκε παρά πόδας πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ΄ αρ. ……/2011 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και δη μόνο ως προς το κονδύλιο των τόκων που έχει υπολογιστεί με το επιτόκιο που καταβάλλουν οι ιδιώτες ως οφειλέτες και όχι με 6%, που ισχύει για το ανακόπτον Ν.Π.Δ.Δ..

Συμψηφίζει, στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων, τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 21 Οκτωβρίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ