Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 599/2019

Νομικά θέματα που αντιμετωπίστηκαν.

Στοιχεία για τη θεμελίωση της αδικοπρακτικής ευθύνης ιατρού προς αποζημίωση ή και προς ικανοποίηση της ηθικής βλά­βης, είναι η από αμέλεια ενέργειά του, η οποία υπάρχει μόνο στις περιπτώσεις εκείνες, που το ανεπιθύμητο αποτέλεσμα οφείλεται σε παρά­βαση των θεμελιωδών αναγνωρισμένων κανόνων της ιατρικής επιστήμης και η ενέργειά του αυτή δεν ήταν σύμ­φωνη με το αντικειμενικώς επιβαλλόμενο καθήκον επιμέλειας. Δηλαδή θα πρέπει να μην καταβλήθηκε από τον ιατρό η επιβαλλόμενη κατά αντικειμενική κρί­ση προσοχή και επιμέλεια, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος θα μπορούσε και όφειλε να καταβάλει κάτω από τις ίδιες πραγμα­τικές περιστάσεις με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνθήκες που επικρατούν στις συναλλαγές και την κοινή κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων πείρα και λογική και συγχρόνως να υπάρχει αιτιώδης σύνδε­σμος μεταξύ της ιατρικής πράξης ή παράλειψης και του αξιόποινου μη επιδιωκόμενου αποτελέσματος. Αν δεν συντρέχουν οι ως άνω προϋποθέσεις, δεν στοιχειοθετείται αδικοπρακτική ευθύνη του ιατρού.

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 599/ 2019

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τους Δικαστές Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών, Αικατερίνη Κοκόλη και Ελένη Σκριβάνου-Εισηγήτρια, Εφέτες, και από τη Γραμματέα Ε.Τ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ  ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

            Φέρονται προς εκδίκαση οι εφέσεις με Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης (Ε.Α.Κ), ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου: Α) …../2017, Β) …./2018, Γ) …./2017, Δ) …./2017, Ε) …./2017, ΣΤ) …./2017 και Ζ) …../2017, οι οποίες πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας, καθώς αφορούν στην ίδια απόφαση (άρθρα 31, 246 ΚΠολΔ).

Έχουν κατατεθεί δε από τους εκκαλούντες, τα προβλεπόμενα από το άρθρο 495 παρ.3α ΚΠολΔ, παράβολα του Δημοσίου, όπως προκύπτει από τη σχετική σημείωση της γραμματέα του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου κάτωθεν των προαναφερθεισών εκθέσεων κατάθεσης των δικογράφων των εφέσεων αυτών.

Οι ως άνω κρινόμενες εφέσεις κατά της υπ΄αρ. 2899/2017 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, όπως οι διατάξεις αυτής ίσχυαν πριν την τροποποίησή τους με το Ν. 4335/23-7-2015, που δεν καταλαμβάνει τις αγωγές που ασκήθηκαν πριν την 1-1-2016, (άρθρο 9 παρ.2 ως άνω νόμου), έχουν ασκηθεί νομότυπα κι εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 518 παρ.2 ΚΠολΔ), καθώς δεν προκύπτει, ούτε επικαλούνται οι διάδικοι, ότι έγινε επίδοση της  εκκαλουμένης και από την έκδοση αυτής, μέχρι την άσκηση των εφέσεων δεν έχει παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της διετίας.

Πρέπει, επομένως, να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξεταστούν περαιτέρω, από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, στην ουσία τους, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση,ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρα 19, 533 παρ.1,2 ΚΠολΔ) και μέσα στα πλαίσια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρο 522 ΚΠολΔ), ερήμην της έκτης εφεσίβλητης ασφαλιστικής εταιρίας στην Δ΄ έφεση.Η ως άνω εφεσίβλητη, αν και κλήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, όπως προκύπτει από την υπ΄αρ. ….. /29-1-2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ………, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι εκκαλούντες της ως άνω έφεσης, για τη μετ΄αναβολή δικάσιμο της 17ης-5-2018, κατά την οποία η συζήτησή της αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, με σχετική επισημείωση στο πινάκιο που ισχύει ως νέα κλήτευση (άρθρο 226 παρ. 4 ΚΠολΔ), εντούτοις αυτή δεν εμφανίστηκε, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου, οπότε πρέπει, να δικαστεί ερήμην. Η συζήτηση,όμως, θα προχωρήσει σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι (άρθρο 524 παρ.4 εδ.α ΚΠολΔ). Όσον αφορά στην τέταρτη εφεσίβλητη στην υπό στοιχ. ΣΤ έφεση, η οποία, επίσης, δεν εμφανίστηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της εν λόγω έφεσης ως προς αυτήν. Κι αυτό διότι, δεν προκύπτει ότι η τελευταία κλήθηκε να παραστεί στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, καθώς δεν προσκομίζεται από την εκκαλούσα της παραπάνω έφεσης, με επιμέλεια της οποίας επισπεύθηκε η συζήτησή της, σχετική έκθεση επίδοσης, αν και η εισηγήτρια δικαστής,ζήτησε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της (εκκαλούσας), κατ΄άρθρο 227 ΚΠολΔ, να την προσκομίσει, όπως προκύπτει από τη σχετική επισημείωση της γραμματέα στο εσωτερικό του φακέλου της δικογραφίας.

Ι. Κατά το άρθρο 914 ΑΚ, όποιος ζημιώσει άλλον πα­ράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημι­ώσει. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για να υπάρχει αδικοπραξία και, συνεπώς, υποχρέωση αποζημίωσης του παθόντος, απαιτείται να συντρέχουν αθροιστικά παράνομη συμπεριφορά του δράστη, συ­νισταμένη σε πράξη ή παράλειψή του, που πρέπει να είναι υπαίτια, δηλαδή να οφείλεται σε δόλο ή αμέλειά του και αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ζημιογόνου πράξης ή παράλειψης και της ζημίας, που επήλθε (πε­ριουσιακής ή μη). Η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου με­ταξύ ορισμένης ενέργειας ή παράλειψης και ορισμέ­νου επιζήμιου αποτελέσματος, που κρίνεται κατά τις διατάξεις των άρθρων 297 και 298 ΑΚ, εξαρτάται από το αν η πράξη ή παράλειψη, αφενός μεν αποτέλεσε έναν από τους αναγκαίους όρους του αποτελέσμα­τος, που, αν έλειπε, αυτό δεν θα επερχόταν, αφετέρου δε, μόνη της και αντικειμενικά λαμβανόμενη, αν ήταν πρόσφορη και ικανή, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και με τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει το πιο πάνω αποτέλεσμα (ΑΠ 1854/2011, ΑΠ 2/2009, ΑΠ 2104/2009, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 24 του Α.Ν 1565/1939 «περί κώδικος ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος», που διατηρήθηκε σε ισχύ κατά το άρθρο 47 ΕισΝΑΚ, ο ια­τρός οφείλει να παρέχει με ζήλο, ευσυνειδησία και αφοσίωση την ιατρική του συνδρομή, σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης και της κτηθείσας πείρας, τηρώντας τις ισχύουσες διατάξεις για τη διαφύλαξη των ασθενών και προστασίας των υγιών. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό προς εκεί­νες των άρθρων 298, 299, 330 εδ. β`, 914 και 932 ΑΚ, προκύπτει ότι, η αδικοπρακτική ευθύνη ιατρού προς αποζημίωση ή και προς ικανοποίηση της ηθικής βλά­βης ή ψυχικής οδύνης, θεμελιώνεται και εάν ο ιατρός ενεργήσει από αμέλεια, η οποία υπάρχει στις περιπτώσεις εκείνες, που το ανεπιθύμητο αποτέλεσμα οφείλεται σε παρά­βαση των θεμελιωδών αναγνωρισμένων κανόνων της ιατρικής επιστήμης και η ενέργειά του δεν ήταν σύμ­φωνη με το αντικειμενικώς επιβαλλόμενο καθήκον επιμέλειας. Θα πρέπει, δηλαδή, να μην καταβλήθηκε από τον ιατρό η επιβαλλόμενη κατά αντικειμενική κρί­ση προσοχή και επιμέλεια, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος (ιατρός), θα μπορούσε και όφειλε να καταβάλει κάτω από τις ίδιες πραγμα­τικές περιστάσεις με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνθήκες που επικρατούν στις συναλλαγές και την κοινή κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων πείρα και λογική και συγχρόνως να υπάρχει αιτιώδης σύνδε­σμος μεταξύ της ιατρικής πράξης ή παράλειψης και του αξιόποινου μη επιδιωκόμενου αποτελέσματος (ΑΠ 853/2017, ΑΠ 1693/2013, ΑΠ 1741/2013, ΑΠ 424/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 726/2012 ΕΕμπΔ 2013.316, ΑΠ 154/2011 ΧρΙΔ 2012.591, ΑΠ 1854/2011,ο.π, ΑΠ 2104/2009, ΑΠ 1227/2007, Εφ.Λαρ. 217/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μάλι­στα η αδικοπρακτική ευθύνη του ιατρού, για ζημία που προκάλεσε σε ασθενή κατά την παροχή σ’ αυτόν των ιατρικών υπηρεσιών του, εμπίπτει και στη ρυθμιστική εμβέλεια του άρθρου 8 του Ν. 2251/1994 «για την προ­στασία των καταναλωτών», το οποίο ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι «ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε ζημία που προκάλεσε υπαιτίως κατά την παροχή των υπηρεσιών» (§ 1), ότι «ως παρέχων υπηρεσίες θεωρεί­ται όποιος παρέχει κατά τρόπο ανεξάρτητο υπηρεσία στο πλαίσιο της άσκησης επαγγελματικής δραστηρι­ότητας» (§ 2 εδ. β`), ότι «ο ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας» (§ 3), ότι «ο παρέχων τις υπηρεσίες φέρει το βάρος της από­δειξης της έλλειψης υπαιτιότητας» (§ 4 εδ. α`), ότι «για την εκτίμηση της έλλειψης υπαιτιότητας λαμβάνονται υπόψη η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύ­νολο των ειδικών συνθηκών και ιδιαίτερα, μεταξύ άλ­λων, η φύση και το αντικείμενο της υπηρεσίας, ιδίως σε σχέση με το βαθμό επικινδυνότητάς της, η ελευ­θερία δράσης που αφήνεται στο πλαίσιο της υπηρε­σίας, το αν ο ζημιωθείς ανήκει σε κατηγορία μειονε­κτούντων ή ευπρόσβλητων προσώπων και ότι «μόνη η ύπαρξη ή δυνατότητα τελειότερης υπηρεσίας κατά το χρόνο παροχής της υπηρεσίας ή μεταγενέστερα δεν συνιστά υπαιτιότητα» (§ 5). Από τις διατάξεις του ανωτέρω άρθρου προκύπτει ότι στο πεδίο εφαρμογής του εμπίπτουν και οι ιατρικές υπηρεσίες, διότι ο πα­ρέχων αυτές ιατρός ενεργεί κατά τρόπο ανεξάρτητο, δεν υπόκειται δηλαδή σε συγκεκριμένες υποδείξεις ή οδηγίες του αποδέκτη των υπηρεσιών (ασθενούς), αλλά έχει την πρωτοβουλία και την ευχέρεια να προσδιορίζει τον τρόπο παροχής των υπηρεσιών του (ΑΠ 687/2013 ΕΕμπΔ 2014.45, ΑΠ 424/2012, ο.π).Έτσι, αν στο πλαίσιο μιας ιατρικής πράξης παραβιασθούν οι κανόνες και αρχές της ιατρικής επι­στήμης και εμπειρίας ή (και) οι εκ του γενικού καθή­κοντος πρόνοιας και ασφάλειας απορρέουσες υπο­χρεώσεις επιμέλειας του μέσου συνετού ιατρού της ειδικότητας του ζημιώσαντος, τότε η συμπεριφορά αυτή είναι παράνομη και, συγχρόνως, υπαίτια. Ενόψει δε της νόθου αντικειμενικής ευθύνης, που καθιερώνε­ται συναφώς, με την έννοια της αντιστροφής του βά­ρους απόδειξης τόσο ως προς την υπαιτιότητα, όσο και ως προς την παρανομία, ο ζημιωθείς φέρει το βά­ρος να επικαλεσθεί και να αποδείξει την παροχή των υπηρεσιών, τη ζημία του και τον αιτιώδη σύνδεσμο της ζημίας με την εν γένει παροχή των υπηρεσιών, όχι όμως και τη συγκε­κριμένη πράξη ή παράλειψη που επέφερε το ζημιογό­νο αποτέλεσμα, ενώ ο παρέχων τις υπηρεσίες ιατρός, προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη, πρέπει να αποδείξει είτε την ανυπαρξία παράνομης και υπαίτιας πράξης του, είτε την έλλειψη αιτιώδους συνδέσμου της ζημίας με την παράνομη και υπαίτια πράξη του, είτε τη συνδρομή κάποιου λόγου επαγόμενου την άρση ή τη μείωση της ευθύνης του (ΑΠ 1693/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 726/2012 ΕΕμπΔ 2013.316). Η ρύθμιση αυτή για τα αποδεικτέα θέματα και την κατανομή του σχετικού βάρους απόδειξης ισχύει και στην περίπτωση της εις ολόκληρο ευθύνης περισσότερων ιατρών για την ίδια ζημία, όπως προκύπτει από τις πιο πάνω διατάξεις του άρθρου 8 του Ν. 2251/1994 και από την αναλογικώς, κατά την § 6 του ίδιου άρθρου, εφαρμοζόμενη και στην ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες, διάταξη του άρθρου 6 § 10 του νόμου αυτού, σε συνδυασμό με τις, επίσης αναλογικώς εφαρμοζόμενες, διατάξεις των άρθρων 481 επ., 926 και 927 ΑΚ (ΑΠ 427/2015, ΑΠ 974/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

ΙΙ. Κατά το άρθρο 932 ΑΚ, σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου η χρηματική ικανοποίηση δύναται να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης. Στη διάταξη αυτή δεν γίνεται προσδιορισμός της έννοιας του όρου “οικογένεια του θύματος”. Κατά την έννοια,όμως, της εν λόγω διάταξης, που απορρέει από το σκοπό της θέσπισής της, στην οικογένεια του θύματος περιλαμβάνονται οι εγγύτεροι και στενώς συνδεόμενοι συγγενείς του θανατωθέντος, που δοκιμάσθηκαν ψυχικά από την απώλειά του και προς ανακούφιση του ηθικού πόνου αυτών στοχεύει η διάταξη αυτή, αδιαφόρως αν συζούσαν μαζί του ή διέμεναν χωριστά (Ολ.ΑΠ 21/2000, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Έτσι, στην οικογένεια του θύματος, που δικαιούνται σε περίπτωση θανατώσεως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης περιλαμβάνονται: α) οι γονείς, β) τα τέκνα γ) οι ανιόντες και κατιόντες, δ) οι αδελφοί, αμφιθαλείς και ετεροθαλείς, ε) ο σύζυγος ή η σύζυγος στ) οι αγχιστείς συγγενείς πρώτου βαθμού, όπως είναι ο πεθερός, πεθερά, γαμβρός από κόρη, νύφη από γιό, καθώς και τα τέκνα του ενός συζύγου που γεννήθηκαν από άλλο γάμο, τα οποία σε περίπτωση θανάτωσης του συζύγου του δευτερόγαμου γονέα τους δικαιούνται χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης (ΑΠ 795/2004 ΧρΙΔ 2004.897, Εφ.Αθ. 1483/2016 ΧρΙΔ 2004.897, Εφ.Αθ. 732/2008 ΝοΒ 884/2008).

ΙΙΙ. Τέλος, από το άρθρο 922 ΑΚ, που ορίζει ότι, ο κύριος ή ο προστήσας κάποιον άλλο σε μία υπηρεσία, ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα κατά την υπηρεσία του, προκύπτει, κατ` αρχήν, ότι, για τη συγκρότηση της έννοιας της πρόστησης, απαιτείται σχέση εξάρτησης μεταξύ του προστήσαντος και του προστηθέντος, η οποία εκδηλώνεται με την εξουσία του πρώτου να δίνει διαταγές και οδηγίες στο δεύτερο ως προς τον τρόπο διεξαγωγής της υπηρεσίας ή την εκπλήρωση των καθηκόντων του ή γενικά να υπόκειται στον έλεγχό του. Πρόβλημα δημιουργείται για την ύπαρξη εξάρτησης προκειμένου για τη χρησιμοποίηση ελευθέρων επαγγελματιών, που δρουν ανεξάρτητα κατά τους κανόνες της επιστήμης ή της τέχνης τους, οι οποίοι μπορεί να μην είναι προσιτοί σ` εκείνον που τους χρησιμοποιεί στην υπηρεσία του, για το λόγο ότι δεν έχει την ίδια ιδιότητα, επομένως, και τις γνώσεις ή και αν τις έχει, δεν μπορεί να επέμβει στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπου ο επαγγελματίας δρα και ενεργεί με δική του πρωτοβουλία και κατά την κρίση του, όπως ο ιατρός. Προκειμένου, ειδικότερα, για τους ιατρούς, δεν αποκλείεται η ύπαρξη εξάρτησης με τη μορφή εξαρτημένης εργασιακής σχέσης, που μπορεί στη συγκεκριμένη περίπτωση να υπάρχει, παρότι, στην άσκηση των καθαρά ιατρικών τους καθηκόντων, δρουν και ενεργούν με πρωτοβουλία κατά τις επιταγές της ιατρικής επιστήμης. Το πρόβλημα γίνεται οξύτερο στην περίπτωση που η σχέση του ιατρού με κλινική ή με νοσηλευτικό ίδρυμα είναι ελεύθερη, με τη μορφή ελεύθερης συνεργασίας μεταξύ τους, σύμφωνα με την οποία ο ιατρός επιμελείται τη νοσηλεία και συνήθως τη διενέργεια χειρουργικής επέμβασης ή τοκετού σε κλινική ή ίδρυμα, που διαθέτει την απαραίτητη επιστημονική και άλλη υποδομή (εγκαταστάσεις, φάρμακα, μηχανήματα, εργαλεία κ.λπ.) και το κατώτερο μη ιατρικό ή παραϊατρικό προσωπικό, που θέτει στη διάθεση του ιατρού, με αμοιβή, την οποία εισπράττει κατευθείαν από τον πελάτη ασθενή, άσχετα με την αμοιβή του ιατρού,  την οποία καταβάλλει ο ασθενής απευθείας σ΄ αυτόν Η σχέση αυτή είναι πολύ συνηθισμένη στις συναλλαγές και αποσκοπεί τόσο στην εξυπηρέτηση του ιατρού, που έτσι κερδοφόρα χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες της κλινικής ή του ιδρύματος, όσο και των τελευταίων, που, με την συνδρομή των ιατρών, εξασφαλίζουν πελατεία και αποκομίζουν ανάλογα κέρδη, στα οποία και αποβλέπουν. Ο ιατρός εντάσσεται βέβαια στο πρόγραμμα της κλινικής ή του ιδρύματος, το οποίο, ανάλογα με το φόρτο, καθορίζει τον τόπο και χρόνο παροχής της ιατρικής συνδρομής από τον ιατρό, που ασφαλώς σε σχέση με αυτήν ενεργεί με πρωτοβουλία. Όχι σπάνια επικεφαλής των διαφόρων τμημάτων της κλινικής ή του ιδρύματος τίθεται ένας ιατρός, συνήθως διαπρεπής, που γίνεται πόλος έλξης για τους ασθενείς και από τη χρησιμοποίηση του οποίου, με την πιο πάνω μορφή ελεύθερης συνεργασίας, αποκτά και η κλινική ή το ίδρυμα αίγλη και την εμπιστοσύνη των ασθενών. Και στις περιπτώσεις αυτές πρέπει να γίνει δεκτό, παρά την ανεξαρτησία του συνεργαζόμενου ιατρού σχετικά με την άσκηση των κύριων ιατρικών του καθηκόντων, ότι υπάρχει εξάρτηση κατά την πιο πάνω έννοια και επομένως και ευθύνη εκείνου (φυσικού ή νομικού προσώπου), που διατηρεί την κλινική ή το ίδρυμα κατά το άρθρο 922 ΑΚ, αφού και τότε η δραστηριότητα του ιατρού γενικά εμπίπτει στον επιχειρηματικό και επαγγελματικό κύκλο δράσης αυτού. Η άποψη αυτή είναι σύμφωνη με το δικαιολογητικό λόγο της ευθύνης του προστήσαντος, ο οποίος ευθύνεται για αλλότρια πράξη (του προστηθέντος), για το λόγο ότι ωφελείται από τη δραστηριότητα εκείνου, με τη συνδρομή του οποίου επεκτείνει τον κύκλο δραστηριότητας, τη δυνατότητα κερδών και πρέπει βέβαια ευλόγως να αυξάνει και το πεδίο των κινδύνων που του αναλογούν. Επίσης, είναι σύμφωνη και με τη σύγχρονη αντίληψη των συναλλαγών, οι οποίες έχουν γίνει πολύπλοκες και για την επίτευξη ενός αποτελέσματος παρεμβάλλονται όχι σπάνια πολλά, διαφόρων μάλιστα ειδικοτήτων, επιστημονικών ή τεχνικών γνώσεων, πρόσωπα, υπό την επήρεια των οποίων ισχύει και γίνεται ορθά δεκτό ότι οι οδηγίες του προστήσαντος δεν είναι ανάγκη να φθάνουν μέχρι παροχής λεπτομερειών ιδίως σε τεχνικής φύσεως θέματα, ή ακόμη ότι δεν είναι και απαραίτητο οι οδηγίες να αφορούν τον τόπο, χρόνο ή την τεχνική άσκηση της εργασίας του προστηθέντος, αλλά αρκεί μία χαλαρή έστω εξάρτηση του ιατρού από την κλινική για να προσδώσει σ` αυτήν τον χαρακτηρισμό της προστήσασας (ΑΠ 1226/2007, ΑΠ 1362/2007 ΕλλΔνη 48. 1351, ΑΠ 1270/1989, ΕλλΔνη 32. 765, Εφ. Λαρ. 298/2015, Εφ. Αθ.4964/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Εφ.Αθ. 197/1988ΕλλΔνη 29. 1239).

Α. Στην προκείμενη περίπτωση, οι ενάγοντες εξέθεταν στην ως άνω από 1-12-2014 (και με αριθμό κατάθεσης ……./2014) αγωγή τους, όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε και κατ΄εκτίμηση του δικογράφου της, ότι ο ……………, σύζυγος της πρώτης και πατριός της δεύτερης των εναγόντων, της οποίας γιος είναι ο τρίτος ενάγων – ανήλικος, όπως αυτός, κατά τα προαναφερθέντα, εκπροσωπείται νόμιμα από τους γονείς του, προσήλθε περί τις 2 π.μ της 19ης-1-2014 στην κλινική  «…….» ιδιοκτησίας της πρώτης των εναγόμενων εταιρίας, (την οποία επέλεξε, διότι τα τελευταία δύο χρόνια παρακολουθείτο από ιατρούς που συνεργάζονταν με αυτήν και γνώριζαν το ιατρικό ιστορικό του), με έντονους πόνους στην κοιλιακή χώρα με αντανάκλαση στην οσφυϊκή χώρα και στους μηρούς άμφω, αλλά και εμετούς. Ότι, ο προαναφερθείς ασθενής, ανέφερε στη δεύτερη των εναγόμενων – ιατρό, με την άφιξή του στην ως άνω κλινική, ότι έπασχε από ανεύρυσμα 4,8 περίπου εκατοστών, πράγμα που αυτός γνώριζε από διετίας καθώς και ότι οι ιατρικές οδηγίες ήταν ότι, εφόσον υπερέβαινε κάποια στιγμή τα 5 εκατοστά ή εμφανίζονταν συμπτώματα ασχέτως μεγέθους, αυτό θα έπρεπε να αντιμετωπισθεί χειρουργικά. Ότι το περιστατικό εκτίμησε και ο τρίτος των εναγόμενων – χειρουργός, ο οποίος δεν έκρινε ότι έπρεπε να χειρουργηθεί. Ότι, κατόπιν εντολής της δεύτερης και τρίτου των εναγόμενων – ιατρών, ο τέταρτος εναγόμενος – ιατρός ακτινολόγος, πραγματοποίησε περί τις 4 π.μ στον εν λόγω ασθενή υπερηχογράφημα κοιλίας, στο οποίο, όμως, ο ιατρός αυτός δεν εντόπισε νέα ευρήματα πέραν του γνωστού ανευρύσματος κοιλιακής αορτής. Ότι, παρά την παρουσία τυπικών κλινικών απεικονιστικών και εργαστηριακών ενδείξεων του υπό ρήξη ανευρύσματος, η δεύτερη των εναγόμενων προχώρησε μεν σε εισαγωγή του ασθενούς στην κλινική, αλλά αντί να οδηγηθεί αυτός άμεσα στο χειρουργείο, του χορηγήθηκαν αναλγητικά. Ότι, στις 5 π.μ, ο ασθενής βρέθηκε πεσμένος στο πάτωμα, οπότε οι εναγόμενοι αποφάσισαν να τον εισαγάγουν στο χειρουργείο, όμως ήταν πλέον αργά, αφού αυτός, λίγο αργότερα, απεβίωσε. Ότι, ο θάνατος του προαναφερθέντος ασθενή οφείλεται σε υπαιτιότητα των προστηθέντων ιατρών της πρώτης εναγόμενης, ήτοι της δεύτερης, τρίτου και τέταρτου των εναγόμενων, οι οποίοι δεν επέδειξαν την επιμέλεια ενός μέσου συνετού ιατρού, που όφειλαν και μπορούσαν να επιδείξουν, σύμφωνα με τις συνθήκες, έτσι ώστε να τον αποτρέψουν. Ότι, οι εναγόµενοι ιατροί, όχι µόνο δεν προέβησαν σε σωστή διάγνωση, παρά την χαρακτηριστική κλινική εικόνα του υπό ρήξη ανευρύσματος, αλλά αγνόησαν τις επισημάνσεις του ασθενή καθώς και της πρώτης ενάγουσας – συζύγου του ότι αυτός είχε ήδη ανεύρυσµα σε οριακό µέγεθος. Ότι, ειδικότερα, ο τρίτος εναγόµενος υποεκτίµησε το περιστατικό, αφού δεν παρέπεµψε εγκαίρως τον ασθενή στο χειρουργείο, η δεύτερη εναγόμενη, ζήτησε τη διενέργεια απεικονιστικού ελέγχου δύο ώρες μετά την άφιξη του ασθενή στην εν λόγω κλινική,  ενώ χορήγησε στον ασθενή αναλγητικά, τα οποία δεν ενδείκνυντο για τη συγκεκριμένη περίπτωση, ο δε τέταρτος εναγόμενος, που διενήργησε τον ως άνω απεικονιστικό έλεγχο (υπερηχογράφημα κοιλιακής αορτής), δεν κατάφερε να εντοπίσει το ανεύρυσμα. Επίσης, µολονότι έπρεπε να κληθεί αγγειοχειρουργός από τους εναγόµενους, αυτό δεν έγινε παρά µόνο όταν ήταν ήδη αργά. Ζητούσαν δε ακολούθως οι ενάγοντες, όπως περιόρισαν παραδεκτά τα αγωγικά αιτήµατά τους, κατ’ άρθρο 223 ΚΠολΔ, να υποχρεωθούν οι εναγόµενοι, ο καθένας εις ολόκληρο, να τους καταβάλουν με το νόμιμο τόκο, ως χρηµατική ικανοποίηση λόγω της ψυχικής οδύνης που υπέστησαν από το θάνατο του …………., με τον οποίο τους συνέδεαν στενοί δεσμοί αγάπης, που επήλθε από την ανωτέρω αδικοπρακτική συµπεριφορά των εναγόμενων: α) στην πρώτη ενάγουσα, το ποσό των 249.956 ευρώ, στη δεύτερη ενάγουσα, το ποσό των 149.956 ευρώ (εκ των οποίων έχει αφαιρεθεί το ποσό των 44 ευρώ, που προτίθενται να ζητήσουν, παριστάμενες ως πολιτικώς ενάγουσες στην ποινική δίκη) και γ) στον τρίτο ενάγοντα, το ποσό των 100.000 ευρώ.

Β) Στην από 22-6-2015 και με αριθμό κατάθεσης …./2015 (εξαίρεση ….)  προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή, ο προσεπικαλών-παρεμπιπτόντως ενάγων – τέταρτος εναγόμενος της κύριας αγωγής, εξέθετε ότι συνήψε με την καθ’ής η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία, σύμβαση ασφάλισης, δυνάμει του με αρ. ………… ασφαλιστήριου συμβολαίου, διάρκειας από 4-12-2013 έως 4-12-2014, βάσει του οποίου η τελευταία ανέλαβε την ασφαλιστική του κάλυψη για την επαγγελματική αστική ευθύνη, έναντι πρόκλησης σωματικών βλαβών σε τρίτους, μέχρι του ποσού των 300.000 ευρώ, για κάθε ζημιογόνο γεγονός, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα σε αυτήν. Ζητούσε δε ακολούθως, επικαλούμενος έννομο συμφέρον, από την καθ΄ής, ως δικονομική εγγυήτρια, να παρέμβει υπέρ αυτού στην ανοιγείσα, με την κύρια αγωγή, δίκη και να υποχρεωθεί, στην περίπτωση που γίνει δεκτή η κύρια αγωγή, να του καταβάλει, με το νόμιμο τόκο, όποιο ποσό υποχρεωθεί αυτός να καταβάλει στους κυρίως ενάγοντες, μέχρι του ποσού της ασφαλιστικής κάλυψης.

Γ) Στην από η από 18-3-2015 και µε αριθµό κατάθεσης …./2015 προσεπίκληση – παρεµπίπτουσα αγωγή, η προσεπικαλούσα -παρεµπιπτόντως ενάγουσα – δεύτερη εναγοµένη της κύριας αγωγής, εξέθετε ότι συνήψε με την καθ’ής η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία, σύμβαση ασφάλισης, δυνάμει του με αρ. …. ασφαλιστήριου συµβολαίου και της με αρ. … πρόσθετης πράξης, διάρκειας από 14-1-2013  έως 14-1-2014 και µε µεταγενέστερη ηµεροµηνία 14-1-2014 έως 14-1-2015, βάσει της οποίας η τελευταία ανέλαβε την ασφαλιστική της κάλυψη για την επαγγελματική αστική ευθύνη έναντι πρόκλησης ατυχημάτων σε τρίτους κατά την άσκηση των καθηκόντων της ως ιατρού, µέχρι του ποσού των 250.000 ευρώ, για σωµατική βλάβη ή θάνατο κατ’ άτοµο και για οµαδικό ατύχηµα. Ζητούσε δε ακολούθως, επικαλούμενη έννομο συμφέρον, από την καθ’ής, ως δικονομική εγγυήτρια, να παρέμβει υπέρ αυτής στην, ανοιγείσα με την κύρια αγωγή, δίκη και να υποχρεωθεί, στην περίπτωση που γίνει δεκτή η κύρια αγωγή, να της καταβάλει, με το νόμιμο τόκο, όποιο ποσό υποχρεωθεί αυτή να καταβάλει στους κυρίως ενάγοντες, μέχρι του ποσού της ασφαλιστικής κάλυψης.

Δ) Στην από 19-3-2015 και με αριθμό κατάθεσης …/2015 προσεπίκληση – παρεµπίπτουσα αγωγή, ο προσεπικαλών-παρεμπιπτόντως ενάγων – τρίτος εναγόμενος της κύριας αγωγής, εξέθετε ότι συνήψε με την καθ’ής η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενη, σύμβαση ασφάλισης, δυνάμει του υπ΄αρ. …  ασφαλιστήριου συμβολαίου και της υπ΄αρ. ….. πρόσθετης πράξης αυτού, διάρκειας από 24-8-2013 έως 24-8-2014, βάσει του οποίου, η τελευταία ανέλαβε την ασφαλιστική του κάλυψη για την επαγγελματική αστική ευθύνη έναντι ασθενών του και ειδικότερα την αστική του ευθύνη για σωματικές βλάβες ή θάνατο κατ’ άτομο και περιστατικό, μέχρι του ποσού των 500.000 ευρώ. Ζητούσε δε ακολούθως, επικαλούμενος έννομο συμφέρον, από την καθ’ής, ως δικονομική εγγυήτρια, να παρέμβει υπέρ αυτού στην, ανοιγείσα με την κύρια αγωγή, δίκη και να υποχρεωθεί, στην περίπτωση που γίνει δεκτή η κύρια αγωγή, να του καταβάλει, με το νόμιμο τόκο, όποιο ποσό υποχρεωθεί αυτός να καταβάλει στους κυρίως ενάγοντες, μέχρι του ποσού της ασφαλιστικής κάλυψης.

Ε) Με την από 5-6-2015 και με αριθμό κατάθεσης …/2015 (εξαίρεση ….) πρόσθετη παρέμβαση,  η προσεπικληθείσα ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «……………», παρενέβη (προσθέτως) ως δικονομική εγγυήτρια, βάσει των προαναφερθέντων συμβολαίων ασφάλισης, υπέρ των δεύτερης και τρίτου των εναγόμενων της κύριας αγωγής, οι οποίοι την προσεπικάλεσαν προς τούτο με τις ως άνω υπό στοιχείο Γ και Δ προσεπικλήσεις – παρεμπίπτουσες αγωγές, αντίστοιχα, ζητώντας την απόρριψη της κύριας αγωγής.

ΣΤ) Τέλος, με την από 25-4-2015  και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …./2015, προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή, η προσεπικαλούσα – παρεμπιπτόντως ενάγουσα – πρώτη εναγόμενη της κύριας αγωγής, εξέθετε ότι συνήψε με την καθ’ής η προσεπίκληση -παρεμπιπτόντως εναγόμενη, σύμβαση ασφάλισης, δυνάμει του υπ΄αρ. …. ασφαλιστηρίου συμβολαίου και του με αρ. … συμβολαίου ανανέωσης αυτής, διάρκειας, όπως ορίστηκε με το ανανεωτήριο, από 15-2-2014 έως 14-2-2015, βάσει της οποίας η τελευταία ανέλαβε την ασφαλιστική της κάλυψη για την επαγγελματική αστική ευθύνη έναντι πρόκλησης ατυχημάτων σε τρίτους, μέχρι του ποσού των 750.000 ευρώ ανά περιστατικό. Ζητούσε δε ακολούθως, επικαλούμενη έννομο συμφέρον, από την καθ’ής, ως δικονομική εγγυήτρια, να παρέμβει υπέρ αυτής στην ανοιγείσα, με την κύρια αγωγή, δίκη και να υποχρεωθεί, στην περίπτωση που γίνει δεκτή η κύρια αγωγή, να της καταβάλει, με το νόμιμο τόκο, όποιο ποσό υποχρεωθεί αυτή να καταβάλει στους κυρίως ενάγοντες, όπως περιόρισε παραδεκτά τα αιτήματά της, κατ’ άρθρο 223 ΚΠολΔ, μέχρι τα αιτούμενα, από τους τελευταίους, ποσά.

Με την εκκαλουμένη απόφασή του (υπ΄αρ. 2899/2017) το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, αφού συνεκδίκασε τις ως άνω κύρια αγωγή, προσεπικλήσεις μετά παρεμπιπτουσών αγωγών και πρόσθετη παρέμβαση, στη συνέχεια έκρινε ορισμένη την αγωγή, καθώς περιέχει όλα τα απαιτούμενα από το νόμο στοιχεία για τη θεμελίωσή της, σύμφωνα και με τα όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, παρά τους περί του αντιθέτου αβάσιμους ισχυρισμούς των εναγόμενων και νόμιμη. Ακολούθως, την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς τον τέταρτο εναγόμενο και την έκανε εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη ως προς τους λοιπούς εναγόμενους, υποχρέωσε δε αυτούς, τον καθένα εις ολόκληρο, να καταβάλουν ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 50.000 ευρώ, στη δεύτερη ενάγουσα το ποσό των 20.000 ευρώ και στον τρίτο ενάγοντα το ποσό των 10.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της επίδοσης της αγωγής έως την εξόφληση. Επίσης, έκρινε ορισμένες και νόμιμες τις ως άνω προσεπικλήσεις – παρεμπίπτουσες αγωγές και την πρόσθετη παρέμβαση, απέρριψε στην ουσία της ως αβάσιμη την υπό στοιχείο Β προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή του τέταρτου εναγόμενου λόγω πλασματικής ερημοδικίας του, διότι δεν κατέβαλε το αναλογούν δικαστικό ένσημο. Στη συνέχεια, απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την υπό στοιχ. ΣΤ προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή της πρώτης εναγόμενης στην κύρια αγωγή, καθώς και την υπό στοιχείο Ε πρόσθετη παρέμβαση της ασφαλιστικής εταιρίας «………..», έκανε δεκτές τις λοιπές δύο προσεπικλήσεις – παρεμπίπτουσες αγωγές (υπό στοιχ. Γ και Δ) των δεύτερης και τρίτου των εναγόμενων αντίστοιχα, υποχρέωσε δε την παρεμπιπτόντως εναγόμενη σε αυτές, ως άνω ασφαλιστική εταιρία, να καταβάλει στους παρεμπιπτόντως ενάγοντες, αντίστοιχα, όποιο ποσό καταβάλουν οι τελευταίοι στους ενάγοντες της κύριας αγωγής, με βάση την εκκαλουμένη, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της καταβολής μέχρι την εξόφληση.Υφίσταται δε ενεργητική νομιμοποίηση των δεύτερης και τρίτου των εναγόντων, παρά τους περί του αντιθέτου, αβάσιμους ισχυρισμούς των εναγόμενων – εκκαλούντων, καθώς αυτοί, η πρώτη ως τέκνο της συζύγου του θανόντος- πρώτης ενάγουσας και ο δεύτερος ως εγγονός της τελευταίας, περιλαμβάνονται στα πρόσωπα της οικογένειας του θύματος, που σύμφωνα με τα αναφερθέντα στην υπό στοιχ. ΙΙ μείζονα σκέψη, δικαιούνται χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης από το θάνατό του. Εξάλλου, νομιμοποιείται παθητικά η πρώτη εναγόμενη εταιρία – ιδιοκτήτρια της εν λόγω κλινικής, παρά τον αντίθετο ισχυρισμό της ως άνω εναγόμενης – εκκαλούσας στην υπό στοιχ. ΣΤ έφεση, εφόσον, κατά τα επίσης αναλυτικά αναφερθέντα στην υπό στοιχ. ΙΙΙ μείζονα σκέψη, υφίσταται σχέση πρόστησης μεταξύ της τελευταίας και των συνεργαζόμενων με αυτήν ιατρών (λοιπών εναγόμενων).

Κατά της ως άνω οριστικής απόφασης παραπονούνται ο τρίτος  και δεύτερη  των εναγόμενων – εκκαλούντες στις κρινόμενες Α΄ και Γ΄ εφέσεις, αντίστοιχα, για τους λόγους που εκθέτουν σ΄αυτές, εκτός των ήδη απαντηθέντων ανωτέρω, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν δε την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί συνολικά η άνω αγωγή των αντιδίκων τους εναγόντων-εφεσίβλητων στις παραπάνω εφέσεις. Ακόμη, κατά της ίδιας απόφασης παραπονούνται οι ενάγοντες- εκκαλούντες στην κρινόμενη Δ΄ έφεση, μόνο στο βαθμό που απέρριψε την αγωγή τους, για τους λόγους που εκθέτουν σ΄αυτήν, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν δε τη μεταρρύθμισή της, άλλως την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει  συνολικά δεκτή η ως άνω αγωγή τους. Περαιτέρω, οι ως άνω τρίτος εναγόμενος – προσεπικαλών και παρεμπιπτόντως ενάγων στην υπό στοιχ. Δ προσεπίκληση- παρεμπίπτουσα αγωγή, και δεύτερη εναγόμενη – προσεπικαλούσα και παρεμπιπτόντως ενάγουσα στην υπό στοιχ. Γ προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή, με τις κρινόμενες Β΄ και Ζ΄ επικουρικά ασκηθείσες εφέσεις τους, αντίστοιχα, ζητούν επικουρικά, σε περίπτωση που γίνει δεκτή η υπό στοιχ. Δ έφεση των εναγόντων στην κύρια αγωγή, να υποχρεωθεί η προσεπικληθείσα – παρεμπιπτόντως εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία να τους καταβάλει το ποσό, που θα υποχρεωθούν να καταβάλουν στους ενάγοντες – εκκαλούντες στη Δ΄έφεση, συμπεριλαμβανομένων τόκων και δικαστικής δαπάνης. Επίσης, την απόφαση αυτή προσβάλλει και η παραπάνω καθ’ής η προσεπίκληση- παρεμπιπτόντως εναγόμενη στις υπό στοιχ. Γ και Δ  προσεπικλήσεις – παρεμπίπτουσες αγωγές ασφαλιστική εταιρία («………… »), με την κρινόμενη Ε΄ έφεσή της, με την οποία ζητεί την εξαφάνιση, άλλως τη μεταρρύθμισή της εκκαλουμένης, ώστε να απορριφθεί η κύρια αγωγή και συνακόλουθα η κατ΄αυτής προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή των ως άνω εναγόμενων στην κύρια αγωγή. Τέλος, κατά της ίδια απόφασης στρέφεται και η πρώτη εναγόμενη – προσεπικαλούσα και παρεμπιπτόντως ενάγουσα στην υπό στοιχ. ΣΤ προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή, με την κρινόμενη ΣΤ΄ έφεσή της, με την οποία ζητεί, για τους λόγους που εκθέτει σ΄αυτήν, πλην του ως άνω απαντηθέντος, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων την εξαφάνισή της, άλλως τη μεταρρύθμισή της, ώστε να απορριφθεί συνολικά η άνω αγωγή των εναγόντων – τριών πρώτων εφεσίβλητων στην έφεση και σε περίπτωση που αυτή γίνει δεκτή, να γίνει δεκτή η παρεμπίπτουσα αγωγή της κατά της ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «…………..» και το διακριτικό τίτλο «………….» – τέταρτης εφεσίβλητης.

Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων του μάρτυρα των εναγόντων ………..- συνταξιούχου στρατιωτικού ιατρού (καρδιολόγου), του μάρτυρα του τρίτου εναγόμενου …….. – αγγειοχειρουργού, του μάρτυρα του τέταρτου εναγόμενου ………. – ακτινολόγου και της ανωμοτί κατάθεσης της δεύτερης εναγόμενης της κύριας αγωγής, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά αυτού, της υπ΄αρ. …../26-10-2015 ένορκης βεβαίωσης της ………., ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών, που προσκομίζεται από τους ενάγοντες και δόθηκε μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εναγόμενων (βλ. τις με αρ. ………/21-10-2015 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …….), των υπ΄αρ. ………/14-10-2015 ενόρκων βεβαιώσεων των …………., αντίστοιχα, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, που προσκομίζονται από τον τρίτο εναγόμενο και δόθηκαν μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εναγόντων (βλ. τις µε αρ. ………../9-10-2015 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιµελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς …………), όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη  συναγωγή δικαστικών τεκµηρίων, καθώς και των εκθέσεων πραγματογνωμοσύνης, που διατάχθηκαν στα πλαίσια της ποινικής δίκης, δυνάμει της υπ΄αρ. 356/17-11-2016 απόφασης της 4ης Πταισματοδίκη Πειραιώς Σοφίας Ασημακοπούλου(ήτοι μετά τη συζήτηση της ένδικης αγωγής στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που έλαβε χώρα, μετ΄αναβολών, στις 19-10-2016)  και συγκεκριμένα:  α) της από 30- 11-2016 έκθεσης πραγματογνωμοσύνης του ………, δ/ντή ακτινολογικού του Τζάνειου νοσοκομείου Πειραιά, β) της από  21-12-2016 έκθεσης πραγματογνωμοσύνης του ……., αν. καθηγητή αγγειοχειρουργικής της αγγειοχειρουργικής κλινικής της ιατρικής σχολής του πανεπιστημίου Αθηνών – πανεπιστημιακό γενικό νοσοκομείο «Αττικόν» και γ) της από 21-12-2016 έκθεσης πραγματογνωμοσύνης του …….. – ειδικού παθολόγου  (ΕΠΣΓΟΣ-ΥΙ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ………… (γεννηθείς το έτος 1950), σύζυγος της πρώτης ενάγουσας και πατριός της δεύτερης ενάγουσας, της οποίας είναι γιος ο τρίτος ενάγων, προσήλθε στις 19-1-2014 και περί ώρα 2 π.µ. στο τµήµα επειγόντων περιστατικών της κλινικής «……», ιδιοκτησίας της πρώτης εναγόμενης στην κύρια αγωγή, παραπονούμενος για οξύ κοιλιακό άλγος, το οποίο εμφάνισε πριν από περίπου τρείς ώρες, µε αντανάκλαση στην οσφύ, άλγος αιφνίδιας έναρξης στους όρχεις και τρία επεισόδια εµετού (βλ. το από 19-1-2014 ιστορικό ασθενή της ως άνω κλινικής). Κατά τη λήψη του ιστορικού του ασθενή αυτού, που έγινε από τη δεύτερη εναγόμενη στην κύρια αγωγή, ιατρό πνευµονολόγο – φυµατιολόγο, η οποία ήταν εφημερεύουσα ιατρός, κατά την παραπάνω ημερομηνία, στην εν λόγω κλινική και επιλήφθηκε του περιστατικού μετά την άφιξη του παραπάνω ασθενούς σε αυτήν, αναφέρθηκε από τον τελευταίο ότι έχει ανεύρυσµα κοιλιακής αορτής, καθώς επίσης ότι πάσχει από καρκίνο του δεξιού πνεύμονα, για τον οποίο είχε χειρουργηθεί προ τριμήνου, ελάμβανε δε χημειοθεραπεία, το τελευταίο σχήμα της οποίας του είχε χορηγηθεί προ διημέρου. Στη συνέχεια, κλήθηκε, από τη δεύτερη εναγόμενη, ο τρίτος εναγόµενος, ιατρός – γενικός χειρουργός, που επίσης εφηµέρευε στην κλινική, για να προβεί σε χειρουργική εκτίµηση της κατάστασης του ασθενούς.Κατά την εκτίμηση αυτή, διαπίστωσε «κοιλία µε διάχυτη ευαισθησία» και συνέστησε να υποβληθεί σε αιµατολογικές και απεικονιστικές εξετάσεις και δη σε γενική αίµατος, CRP, RD κοιλίας, (U/S) υπέρηχο οσχέου και κοιλιακής αορτής και επανεκτίµηση επί ενδείξεων (βλ. σχετικά την από 19-1-12014 πρόσκληση και πιστοποίηση επίσκεψης ιατρού ειδικότητας του τρίτου εναγόμενου). Αφού έγινε η αιµοληψία, πραγματοποιήθηκε περί τις 4 π.µ. υπέρηχος κοιλιακής αορτής και οσχέου στον ανωτέρω ασθενή από τον τέταρτο εναγόμενο – ιατρό ακτινολόγο. Τα ευρήµατα της εξέτασης υπερήχου κοιλιακής αορτής ήταν, όπως αυτά αποτυπώθηκαν στην προσκοµιζόµενη εξέταση: «ανεύρυσµα κοιλιακής αορτής µεγίστης διαµέτρου 5,3 εκατοστών στην υπονεφρική µοίρα αυτής. Το ανεύρυσµα επεκτείνεται και εντός των κοινών λαγονίων αρτηριών και παρουσιάζει σηµαντικό τοιχωµατικό θρόµβο», όπως αναφέρεται δε στην από 19-1-2014 ως άνω πορεία νόσου του ασθενή, «ευρέθη το γνωστό ανεύρυσµα κοιλιακής αορτής 5,3 εκατοστών, χωρίς νέα ευρήµατα». Ακόμη, στον εν λόγω ασθενή χορηγήθηκε αναλγητική, αντιφλεγµονώδης και αντιόξινη αγωγή από τη δεύτερη εναγόμενη και ειδικότερα, αρχικά παρακεταµόλη, παντοπραζόλη και τραµαδόλη (apotel, pantosec και tramal), χωρίς καµία ύφεση του άλγους και στη συνέχεια, στις 3 π.μ (του χορηγήθηκε) 1/3 αμπούλας μορφίνη και στις 4 π.μ. 1/2 αμπούλας αντιφλεγμονώδους φαρμάκου xefo επί έντονου άλγους (βλ. το από 19-1-2014 νοσηλευτικό σημείωμα μεταφοράς ασθενή και την από 19-1-2014 αναφορά ενεργειών νοσηλείας). Στις 5.10 π.μ. ο ανωτέρω ασθενής βρέθηκε, από τις νοσοκόμες της κλινικής, αναίσθητος στο πάτωμα, καθώς είχε υποστεί ανακοπή. Ακολούθως, ο τελευταίος διασωληνώθηκε στο θάλαμο, έγινε καρδιοαναπνευστική ανάταξη, τοποθετήθηκε κεντρική γραμμή και μεταφέρθηκε στη μονάδα εντατικής θεραπείας – καρδιολογική σε βαριά κατάσταση στις 6.00 π.μ. Επίσης, κλήθηκαν ο αγγειοχειρουργός  (…..), που εφημέρευε (oncall), ο τρίτος εναγόμενος και ο τέταρτος εναγόμενος, ενώ ο ασθενής μεταφέρθηκε στις 7.00 π.μ. στο χειρουργείο (βλ. την από 19-1-2014 πορεία νόσου αυτού, του ιδιωτικού θεραπευτηρίου «….»). Τελικά, όμως, ο ………. απεβίωσε στις 8.25 π.μ. με αιτία θανάτου αιμοπερικάρδιο συνεπεία ρήξης διαχωριστικού ανευρύσματος κοιλιακής αορτής, όπως αναφέρεται στην από 20-1-2014 ιατροδικαστική έκθεση νεκροψίας – νεκροτομής της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Αθηνών και στο από 20-1-2014 πιστοποιητικό θανάτου του Νεκροτομείου Αθηνών.

Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι, ο παραπάνω ασθενής είχε διαπιστωθεί προ ετών, ότι έχει ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής, προσθιοπίσθιας διαμέτρου 4 εκατoστών εγκάρσιας διαμέτρου 3,8 εκατοστών με μικρή ποσότητα ενδοαυλικού θρόμβου (βλ. την από 26-10-2006 αξονική τομογραφία άνω-κάτω κοιλίας του ασθενή του ιατρού – ακτινολόγου ……….), το οποίο παρακολουθούσε  κατά καιρούς διενεργώντας απεικονιστικές εξετάσεις. Στις 8-10-2012 το προαναφερθέν ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής εμφάνιζε μέγιστη εγκάρσια διαμετρο 5 εκ., ενώ απεικονιζόνταν και περιφερικός υπόπυκνος θρόμβος μέγιστης διαμέτρου 2 εκ. περίπου (βλ.την από 8-10-2012 αξονική τομογραφία άνω και κάτω κοιλίας της ιατρού ……….. της εταιρίας «……….»). Στην  από 3-10-2013 σε υπολογιστική τομογραφία άνω-κάτω κοιλίας του τέταρτου εναγόμενου ακτινολόγου, που είχε λάβει χώρα στην κλινική της πρώτης εναγόμενης «………», αναφέρεται ότι «η κοιλιακή αορτή απεικονίζεται ανευρυσματική, με διάμετρο στο ύψος των νεφρικών αρτηριών 4 εκατοστά και μέγιστη εγκάρσια διάμετρο στην υποδιαφραγµατική µοίρα αυτής 5,3 εκατοστά, προσιοπίσθια µέγιστη διάµετρο 5,9 εκατοστά και τοιχωµατικό θρόµβο κατά µήκος του ανευρυσµατικού αγγείου». Επίσης, αναφέρεται στην ανωτέρω εξέταση ότι, συγκριτικά µε την από 8-10-2012 αξονική τοµογραφία, παρατηρείται ήπια αύξηση της µέγιστης εγκάρσιας διαµέτρου του ανευρύσµατος της υπονεφρικής µοίρας της κοιλιακής αορτής. Στο σημείο αυτό, κρίνεται σκόπιμο να αναφερθούν ορισμένα γενικά ιατρικά στοιχεία σχετικά με το ανεύρυσμα. Ως ανεύρυσμα χαρακτηρίζεται η µόνιµη εντοπισµένη διάταση µιας αρτηρίας, µεγαλύτερης τουλάχιστον κατά 50% της διαµέτρου της υπόλοιπης φυσιολογικής αρτηρίας του ιδίου ατόµου. Το ανεύρυσµα της αορτής είναι µία µόνιµα διογκωµένη και εξασθενηµένη περιοχή στην αορτή, δηλαδή στο µεγαλύτερο αιµοφόρο αγγείο που τροφοδοτεί µε αίµα το σώµα. Η αορτή εκτείνεται από την καρδιά µέσω του θώρακα µέχρι την κοιλιακή χώρα. Η κοιλιακή αορτή, δηλαδή το τµήµα της αορτής από το επίπεδο του άνω µέρους της κοιλίας ως τον οµφαλό είναι η πιο ευάλωτη στη δηµιουργία ανευρύσµατος, ενώ η συχνότερη εντόπιση του ανευρύσµατος είναι κάτω από την έκφυση των νεφρικών αρτηριών. Επειδή η αορτή είναι ο κύριος προµηθευτής του αίµατος σε όλο το σώµα, αν ένα ανεύρυσµα της αορτής σπάσει, µπορεί να προκαλέσει θανατηφόρο αιµορραγία. Όταν υπάρχει συµπτωµατολογία του ανευρύσµατος, τότε µπορεί να περιλαµβάνει αίσθηµα παλµών περιοµφαλικά στην κοιλιά, αίσθηση σφύζουσας µάζας σε συγχρονισµό µε τους παλµούς της καρδιάς και πόνο στην κοιλιά, την οσφύ ή το θώρακα, συνεχή ή περιοδικό. Η ψηλάφηση σφύζουσας µάζας στην κοιλιακή χώρα από τον ιατρό θέτει την υπόνοια του ανευρύσµατος της κοιλιακής αορτής. Όταν η διάµετρος του ανευρύσµατος είναι µεγαλύτερη από 5,5 εκ. ή αυτό αυξάνει ταχέως σε διάµετρο, τότε απαιτείται θεραπεία είτε µε ανοιχτή χειρουργική επέµβαση και τοποθέτηση συνθετικού µοσχεύµατος, είτε µε ενδοαγγειακή επέµβαση και τοποθέτηση µοσχεύµατος. Εάν το ανεύρυσµα ραγεί, τότε τα συµπτώµατα είναι σαφώς εντονότερα όπως: αιφνίδιος έντονος και επίµονος πόνος στην κοιλιά, το στήθος ή την πλάτη που αντανακλάται στη µέση, αδυναµία, ωχρότητα, ξηροστομία, εφίδρωση, εμετός, ναυτία, ζάλη, ρίγη, χαμηλή αρτηριακή πίεση, ταχυκαρδία, δύσπνοια και απώλεια συνείδησης, εικόνα σοκ. Με τη ρήξη του ανευρύσματος προκαλείται σημαντική αιμορραγία, όπου η ολική θνησιμότητα μπορεί να φτάσει το 90%. Ακόμη, προέκυψε ότι, ο  ……….., πέραν από το ως άνω ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής, λίγους μήνες πριν το θάνατό του, είχε διαγνωσθεί με καρκίνο του πνεύμονα, για την αντιμετώπιση του οποίου, όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω, χειρουργήθηκε στην ως άνω κλινική ιδιοκτησίας της πρώτης εναγόμενης στις 16-10-2013. Μετά την εγχείρηση αυτή, κατά την οποία υποβλήθηκε σε δεξιά θωρακοτομή, χειρουργική εκτομή της μάζας ενδοβρογχικής του δεξιού μέσου και κάτω λοβού πνεύμονος, υποβαλλόταν σε χημειοθεραπείες,  την έκτη κατά σειρά των οποίων είχε λάβει, στις 17-1-2014, στο ως άνω θεραπευτήριο, ήτοι δύο ημέρες πριν την έκτακτη εισαγωγή του σε αυτό και την ημέρα του θανάτου του. Επιπλέον, ο ίδιος ασθενής έπασχε από στεφανιαία νόσο, για τη θεραπεία της οποίας, είχε στο παρελθόν υποβληθεί σε αγγειοπλαστική επέμβαση (τοποθέτηση ενδοαυλικών ναρθήκων – stents).

Με βάση αυτά τα στοιχεία, ο ιατρικός έλεγχος, όταν αυτός εκτάκτως προσήλθε στην εν λόγω κλινική, θα έπρεπε να περιλάβει όλες τις αιτίες κοιλιακού άλγους και να επικεντρωθεί ιδιαίτερα προς δύο κατευθύνσεις: τη ρήξη του ανευρύσματος και τις επιπλοκές της χημειοθεραπείας. Ειδικότερα, θα έπρεπε να γίνει άμεσα απεικονιστικός έλεγχος της αορτής, ενώ παράλληλα, έπρεπε να γίνει ένας γενικότερος έλεγχος για διερεύνηση άλλων πιθανών αιτιών κοιλιακού άλγους, δηλαδή απλή ακτινογραφία κοιλίας σε ορθία θέση, γενική αίματος και βιοχημικές εξετάσεις. Οι ως άνω εξετάσεις αποδεικνύεται ότι,πράγματιζητήθηκαν άμεσα από τη δεύτερη και τον τρίτο των εναγόμενων – ιατρών της κλινικής της πρώτης εναγόμενης, όπως προκύπτει από το σχετικό ως άνω από 19-1-2014έγγραφο της τελευταίας, ενώ ο εν λόγω απεικονιστικός έλεγχος (υπερηχογράφημα κοιλιακής αορτής), που πραγματοποιήθηκε από τον ακτινολόγο της κλινικής – τέταρτο εναγόμενο, ανέδειξε, όπως προαναφέρθηκε, (το γνωστό) ανεύρυσμα της κοιλιακής αορτής μεγίστης διαμέτρου 5,3 εκ. στην υπονεφρική μοίρα αυτής, χωρίς νέα ευρήματα. Δεν αναφέρονται δε σημεία ενδεικτικά ρήξης, π.χ. ενδοπεριτοναϊκή συλλογή ή ανομοιογένεια του τοιχωματικού θρόμβου, καταστάσεις που εάν υπήρχαν θα καταγράφονταν. Το υπερηχογράφημα αυτό δεν καθυστέρησε να γίνει, όπως υποστηρίζουν οι ενάγοντες στην κύρια αγωγή και δέχθηκε η εκκαλουμένη, καθώς έλαβε χώρα μία ώρα μετά περίπου από την ολοκλήρωση της λήψης του ιστορικού και της κλινικής εξέτασης του ασθενούς, που ολοκληρώθηκε περί τις 3 π.μ, (ο ασθενής, σύμφωνα με τα προκτεθέντα, προσήλθε στο νοσοκομείο περί τις 2 π.μ, οπότε επιλήφθηκε αμέσως του περιστατικού η δεύτερη εναγόμενη – εφημερεύουσα ιατρός, η οποία ενημέρωσε και τον τρίτο εναγόμενο – γενικό χειρουργό, που  ακολούθως εξέτασε κι ο ίδιος τον ασθενή). Ο χρόνος αυτός δεν δεικνύει αδικαιολόγητη καθυστέρηση, αλλά αντίθετα είναι αντίστοιχος, ίσως και συντομότερος, με τους χρόνους που επιτυγχάνονται στα περισσότερα μεγάλα νοσοκομεία του ανεπτυγμένου κόσμου, όπως σημειώνεται στην ως άνω από 21-12-2016 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του ειδικού παθολόγου ………., που διατάχθηκε, κατά τα ανωτέρω αναφερθέντα, στα πλαίσια της ποινικής διαδικασίας. Μετά δε την ολοκλήρωση του αρχικού αυτού ελέγχου, θα έπρεπε να επανεκτιμηθεί η κατάσταση του ασθενή με τα αποτελέσματα των εξετάσεων και να προχωρήσει ο διαγνωστικός έλεγχος ανάλογα με τα ευρήματα. Μέχρι να τεθεί οριστική διάγνωση, ο ασθενής θα έπρεπε να παραμείνει νοσηλευόμενος και υπό παρακολούθηση, πράγμα το οποίο και συνέβη, καθώς, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, ο ασθενής εισήχθη για περαιτέρω έλεγχο, ο οποίος όμως δεν πρόλαβε να ολοκληρωθεί (βλ. σχετικά και ως άνω από 21-12-2016 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του …….., αν. καθηγητή αγγειοχειρουργικής της αγγειοχειρουργικής κλινικής της ιατρικής σχολής του πανεπιστημίου Αθηνών – πανεπιστημιακό γενικό νοσοκομείο «Αττικόν»). Η τυπική εικόνα της ρήξης ενός ανευρύσµατος, όπως αυτή αναφέρεται στις ως άνω εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης (χαρακτηριζόµενη και ως «κλασική τριάδα»), περιλαµβάνει κοιλιακό πόνο, υπόταση και σφύζουσα κοιλιακή µάζα. Στην προκειμένη περίπτωση, κοιλιακό άλγος υπήρχε και αποτελούσε την αιτία προσέλευσης, µε «ευαισθησία κατά την ψηλάφηση», χωρίς, όµως, να περιγράφεται η χαρακτηριστική για ρήξη, ή επαπειλούµενη ρήξη, εντοπισµένη ευαισθησία κατά την ψηλάφηση του ανευρύσµατος. Η αρτηριακή πίεση ήταν 150/90 mmHg, δηλαδή αυξηµένη αντί για ελαττωµένη. Σηµειωτέον ότι οι ασθενείς µε ρήξη ανευρύσµατος προσκοµίζονται συνήθως σε φορείο, διότι, λόγω της σηµαντικής υπότασης, δεν µπορούν να σταθούν όρθιοι, ενώ ο ………, όταν προσήλθε στα εξωτερικά ιατρεία, μπορούσε να περπατήσει, πράγμα που αποµάκρυνε τη διάγνωση της ρήξης του ανευρύσµατος. Επίσης, δεν αναφέρεται σφύζουσα κοιλιακή µάζα, στην κλινική εξέταση, κατάσταση που εάν υπήρχε θα είχε καταγραφεί στο ιστορικό του ασθενή, οπότε, η κλινική εικόνα του, δεν κατηύθυνε προς τη ρήξη του ανευρύσµατος. Περαιτέρω, ένα σημαντικό στοιχείο, το οποίο καθιστούσε ιδιαίτερα δύσκολη τη διάγνωση της ρήξης στο συγκεκριµένο ασθενή, ήταν το γεγονός ότι είχε λάβει χηµειοθεραπεία προ δύο ηµερών. Ως εκ τούτου, το κοιλιακό άλγος θα µπορούσε να οφείλεται σε επιπλοκές της χηµειοθεραπείας, σε συνδυασμό μάλιστα με την αναφορά των εµετών στην αιτία προσέλευσης του ασθενή, δικαιολογημένα οδηγείται η διαγνωστική σκέψη προς αυτήν την κατεύθυνση. Επίσης, ο αυξημένος αριθμός των λευκών αιμοσφαιρίων (16.700) του υπό χημειοθεραπευτική αγωγή ασθενή, είναι σύμπτωμα φλεγμονώδους πάθησης και όχι ρήξης ανευρύσματος. Ένα επιπλέον στοιχείο που απομάκρυνε τη διάγνωση της ρήξης ήταν η τιμή του αιματοκρίτη 38%, όπως αναγράφεται στη δεύτερη σελίδα του προαναφερθέντος από 19-1-2014 ιστορικού του ……….., αντί μιας πολύ χαμηλής τιμής, που θα ανέμενε κανείς σε έναν ασθενή ο οποίος είχε λάβει πολλαπλά σχήματα χημειοθεραπείας, που μειώνουν τον αιματοκρίτη. Κανένα από τα ανωτέρω τυπικά συμπτώματα της ρήξης ανευρύσματος δεν υπήρχαν κατά την εξέταση του (….) στο τμήμα επειγόντων περιστατικών, εκτός από τον κοιλιακό πόνο, (με αντανάκλαση στην όσφυ και στο όσχεο) που, στο συγκεκριμένο άρρωστο, θα μπορούσε να αποδοθεί σε ποικίλα αίτια, τα όποια και εξαρχής θα φαινόταν πιο πιθανά και είναι πολύ συχνότερα από τη ρήξη, ακόμη και για ασθενείς με μεγάλα αορτικά ανευρύσματα,όπως αυτός, και ειδικότερα σε κωλικό νεφρού, ή παγκρεατίτιδα ή συστροφή όρχεος, η οξεία προστατίτιδα, ή βουβωνοκήλη ή ισχαιμική κωλίτιδα των παναγγειοπαθών και βέβαια σε γαστρεντερικές επιπλοκές της χημειοθεραπείας. Η αντιμετώπιση δε των αιτίων αυτών είναι πολύ ευκολότερη και με πολύ μικρότερη θνησιμότητα από την αντιμετώπιση μιας ρήξης ανευρύσματος. Τα παραπάνω αναφέρονται και αναλύονται στην προαναφερθείσα πραγματογνωμοσύνη του καθηγητή αγγειοχειρουργικής ………. Σύμφωνα δε, με την πορεία, του επίμαχου ανευρύσματος του εν λόγω ασθενή, όπως αυτή προκύπτει από τις αναφερθείσες πιο πάνω απεικονιστικές εξετάσεις, (η μέγιστη διάμετρος του οποίου περιγράφεται σε απεικόνιση της Ευρωκλινικής Αθηνών στις 18-11-2013, όπου αναφέρεται περί τα 5,6 εκ.), υπήρχε, από το έτος 2011 τουλάχιστον και έπειτα, αδιαμφισβήτητη ένδειξη για ανάγκη χειρουργικής αποκατάστασης του ανευρύσματος, η όποια, όμως, δεν έγινε. Όπως αναφέρεται δε τόσο στις εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης των ως άνω αγγειοχειρουργού και ειδικού παθολόγου αλλά και στην κατάθεση του προαναφερθέντος μάρτυρα του τρίτου εναγόμενου, επίσης αγγειοχειρουγού, η χειρουργική αποκατάσταση ενός τέτοιου ανευρύσματος είναι τεχνικά πολύαπαιτητική, ενέχει σοβαρούς κινδύνους οριστικής απώλειας και των δύο νεφρών, διότι,αφενός μεν, το ανεύρυσμα επεκτεινόταν τόσο άνωθεν όσο και κάτωθεν των νεφρικών αρτηριών, αφετέρου δε, ο ασθενής έπασχε από στεφανιαία νόσο, γεγονός που επηρέασε, προφανώς, την απόφαση να μη χειρουργηθεί τη στιγμή που τέθηκε η ένδειξη χειρουργείου με δεδομένη την αυξημένη θνησιμότητα που έχουν παρόμοιοι άρρωστοι. Σε κάθε περίπτωση, η χειρουργική αποκατάσταση του ανευρύσματος θα έπρεπε να είχε λάβει χώρα οπωσδήποτε πριν την εγχείρηση για τον καρκίνο του πνεύμονα. Πιο συγκεκριμένα, όπως εναργώς περιγράφεται στην ως άνω πραγματογνωμοσύνη του ………., επρόκειτο για εναθωρακοκοιλιακό ανεύρυσμα, η αντιμετώπιση του όποιου απαιτεί τόσο θωρακοτομή όσο και τομή κατά μήκος της μέσης γραμμής της κοιλιάς. Κατόπιν, ο αναισθησιολόγος αφαιρεί τον αέρα του αριστερού πνεύμονα, ο οποίος συρρικνώνεται και με τον χειρισμό αυτό αναδεικνύεται τελικά η αορτή και το ανεύρυσμά της, ώστε ο αγγειοχειρουργός να έχει πρόσβαση σε αυτό και να επιχειρήσει την αποκατάστασή του από την πλευρά του θώρακος. Ο …………. είχε υποβληθεί σε εκτομή του δεξιού, μέσου και κάτω πνευμονικού λοβού, λόγω καρκίνου του πνεύμονα και υποβαλλόταν, κατά τα προεκτεθέντα, σε συμπληρωματική χημειοθεραπεία, ο τελευταίος κύκλος της οποίας, έγινε δύο ημέρες πριν από το θάνατό του. Από τα ανωτέρω καθίσταται επιστημονικά αδιαμφισβήτητο ότι, o ασθενής αυτός δε θα μπορούσε να υποβληθεί σε χειρουργική αποκατάσταση του ανευρύσματος, επειδή, κατά τη διάρκεια του χειρουργείου, θα έπρεπε να αερίζεται μόνο δια του δεξιούάνω πνευμονικού λοβού, κάτι που δεν είναι δυνατόν να γίνει κι επομένως, η άμεση προσπάθεια για χειρουργική αποκατάσταση του ανευρύσματός του, θα ισοδυναμούσε με άμεσο θάνατο.

Συνεπώς, με τα ως άνω δεδομένα, οι θεράποντες ιατροί, θα έπρεπε να εξετάσουν όλες τις πιθανές αιτίες του άλγους του ασθενή, βάσειτων ευρημάτων από τον απεικονιστικό έλεγχο, τις βιοχημικές εξετάσεις και την παρακολούθησή του, συνεκτιμώντας τη γενικότερη επιβαρυμένη κατάσταση της υγείας του, καθώς έπασχε από  στεφανιαία νόσο, καρκίνο στον πνεύμονα και είχε υποβληθείπρο διημέρου σε χημειοθεραπεία. Μόνο δε αν απέκλειαν κάθε άλλη πιθανή αιτία και ήταν απολύτως σίγουροι ότι πρόκειται για ρήξη ανευρύσματος, (πράγμα που, όμως, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, δεν προέκυπτε σαφώς, ούτε από την κλινική του εικόνα,ούτε από τον απεικονιστικό έλεγχο και τα ευρήματα των αιματολογικών εξετάσεων), θα ήταν δικαιολογημένο, ίσως, ως ύστατη προσπάθεια – αφού, κατά τα προεκτεθέντα, όταν επέλθει η ρήξη ανευρύσματος οδηγεί, σε ποσοστό πάνω από 90%, τον πάσχοντα στο θάνατο -να προβούν στο «απονενοημένο διάβημα», όπως το χαρακτηρίζει ο πραγματογνώμονας …………, της αγγειοχερουργικής επέμβασης του ανευρύσματος. Η επέμβαση αυτή, όπως και οι δύο πραγματογνωμοσύνες ρητά και κατηγορηματικά γνωματεύουν, σε κάθε περίπτωση είναι πολύ επικίνδυνη και απαιτητική, αλλά στην προκειμένη περίπτωση θα οδηγούσε με σιγουριά στο θάνατο του ασθενή, εξαιτίας της προηγηθείσας εγχείρησης στο δεξιό πνεύμονα του εν λόγω ασθενήκαι την αφαίρεση σημαντικού τμήματος αυτού, λόγω του εμφανισθέντος καρκίνου.  Πράγματι, δε, οι δεύτερη και τρίτος των εναγόμενων ιατροί,προέβησαν, σύμφωνα με τα όσα αναλυτικά προαναφέρθηκαν, σε όλες τις απαιτούμενες και επιβεβλημένες ενέργειες, όπως αυτές εκτέθηκαν ανωτέρω, στις οποίες όφειλε να προβεί, με βάση τις περιστάσεις, κάθε συνετός ιατρός, σύμφωνα με τους γενικά παραδεδεγμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, κατά τα εκτεθέντα και στη μείζονα σκέψη, ενώ δεν αποδείχθηκε ότι αυτοί επέδειξαν αμελή συμπεριφορά,η οποία είχε ως συνέπεια το θάνατο του …………….. Πολύ δε περισσότερο, καμία αμέλεια δε βαρύνει τον τέταρτο εναγόμενο – ακτινολόγο που διενήργησε, κατόπιν εντολής της δεύτερης και τρίτου των εναγόμενων, την υπερηχογραφική εξέταση του ως άνω ασθενούς, καθώς αυτός διαπίστωσε το γνωστό ανεύρυσμα διαμέτρου 5,3 εκ. στην υπονεφρική μοίρα της κοιλιακής αορτής. Ο εν λόγω ακτινολόγος κατέγραψε ό,τι διαπίστωσε στην εξέταση αυτή, ως όφειλε να πράξει σύμφωνα με το ιατρικό του καθήκον. Από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε ότι, κατά τον ως άνω χρόνο που έγινε η εξέταση, είχε ήδη επέλθει η ρήξη, η οποία μπορούσε να γίνει αντιληπτή στον υπέρηχο, που ο τέταρτος εναγόμενος διενήργησε. Σχετικά δε με τον ισχυρισμό των εναγόντων, τον οποίο στηρίζει ο μάρτυράς τους, ότι θα έπρεπε να είχε υποβληθεί ο ασθενής σε αξονική τομογραφία, στην οποία η απεικονιστική ευκρίνεια είναι μεγαλύτερη, πέραν της άρνησης του ασθενούς, όπως ανέφερε και η δεύτερη εναγόμενη ιατρός στην ανωμοτί εξέτασή της ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, αυτή αποφεύγεται σε περιστατικά, όπως του εν λόγω ασθενούς, καθώς, ένεκα της πολλαπλώς επιβαρυμένης κατάστασής του, το σκιαγραφικό μπορεί να προκαλέσει σοβαρές βλάβες στη νεφρική λειτουργία. Εκτός δε αυτού, όσον αφορά στον τέταρτο εναγόμενο, δεν είχε δικαιοδοσία να επιλέξει αυτός την εξέταση που ήταν προσφορότερο να γίνει, αλλά πραγματοποίησε την εξέταση που ο ιατρός συνέστησε (βλ. σχετικά και ως άνω έκθεση πραγματογνωμοσύνης του ………… – δ/ντή της ακτινολογικής κλινικής του Τζάνειου νοσοκομείου Πειραιά).Εξάλλου, σχετικά με τον ισχυρισμό των εναγόντων ότι έπρεπε να είχε κληθεί νωρίτερα ο εφημερεύων αγγειοχειρουργός (…..), από τα ανωτέρω εκτεθέντα, συνάγεται ότι δεν υπήρχε ένδειξη πριν το χρόνο που αυτός κλήθηκε ότι είχε επέλθει ρήξη αορτής του ασθενούς, βρισκόταν δε ακόμη σε διερεύνηση των αιτιών του κοιλιακού άλγους. Πέραν τούτου, έστω κι αν δεχθούμε ότι, ο συνεργαζόμενος με την κλινική της πρώτης εναγόμενης ως άνω αγγειοχειρουργός, έπρεπε να είχε κληθεί (από τους δεύτερη και τρίτο των εναγόμενων) και να προσέλθει νωρίτερα, στο συγκεκριμένο περιστατικό, η τυχόν παράλειψη αυτή της εγκαιρότερης κλήσης του, δεν συνδέεται αιτιωδώς με το επελθόν αποτέλεσμα του θανάτου του ασθενούς, διότι, ακόμη κι αν αυτός (αγγειοχειρουργός) βρισκόταν εξ αρχής στην κλινική, ο εν λόγω ασθενής δεν ήταν να δυνατόν να υποβληθεί σε βιώσιμη εγχείρηση, κατά τα εκτενώς προεκτεθέντα. Η άποψη, που υιοθετείται από την εκκαλουμένη,ότι δηλ. το ανεύρυσμα ήταν εγχειρίσιμο, καθώς, όπως καταθέτει ο μάρτυρας απόδειξης συνταξιούχος ιατρός που υπήρξε καρδιολόγος του θανόντος, ο τελευταίος είχε αποφασίσει, κατόπιν ιατρικής σύστασης να προβεί σε χειρουργική αντιμετώπιση αυτού, αλλά εμφανίστηκε ο καρκίνος του πνεύμονα και προέταξε το χειρουργείο για τον καρκίνο, αφορά τη χρονική περίοδο πριν υποβληθεί ο …… σε εγχείρηση στον πνεύμονα. Μετά από αυτήν, η χειρουργική επέμβαση για το ανεύρυσμα δεν ήταν δυνατή για τους λόγους που αναφέρθηκαν.Τα ανωτέρω αποδεικνύονται τόσοαπό τα όσα, με σαφήνεια και εμπεριστατωμένα, διατυπώνονται από τους προαναφερθέντες πραγματογνώμονες ιατρούς στις ως άνω εκθέσεις πραγματογνωνοσύνης και ιδιαίτερα από τον ……….., αν. καθηγητή αγγειοχειρουργικής και από τον ………. ειδικό παθολόγο, όσο και από τον επίσης ειδικό παθολόγο ιατρό ……… στην από 19-10-2015 ιατρική γνωμοδότησή του προς την “…..”, κατόπιν των ερωτημάτων που αυτή έθεσε, την οποία (γνωμοδότηση) προσκομίζει τόσο η ως άνω ασφαλιστική εταιρία όσο και η ‘’…………….’’. Τα ίδια δε επιβεβαιώνουν ο μάρτυρας του τρίτου εναγόμενου ιατρός – αγγειοχειρουργός …….. και ο μάρτυρας του τέταρτου εναγόμενου ιατρός – ακτινολόγος …….. στις καταθέσεις τους ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, αλλάκαι οι  ιατροί (γενικοί χειρουργοί) ……… στις ως άνω ένορκες βεβαιώσεις τους. Ο μοναδικός που εκφράζει διαφορετική άποψη, είναι ο μάρτυρας των εναγόντων, ο οποίος,όμως,δεν είναι εν ενεργεία ιατρός, αλλά συνταξιούχος,και η ενόρκως βεβαιούσα ……..- φίλη των εναγόντων, η οποία δεν έχει ιατρικές γνώσεις. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο οδηγήθηκε στην αντίθετη κρίση (περί ευθύνης των δεύτερης και τρίτης των εναγόμενων ιατρών) χωρίς να έχει στη διάθεσή του ιατρική πραγματογνωμοσύνη (που τελικά διατάχθηκε αργότερα, στα πλαίσια της ποινικής διαδικασίας, όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω), την οποία θεώρησε ότι δεν ήταν αναγκαία να διατάξει, παρά τα σχετικά αιτήματα των διαδίκων και παρά το ότι επρόκειτο για ιατρικά ζητήματα για τη διερεύνηση των οποίων απαιτούνται ειδικές γνώσεις επιστήμης.Εξάλλου, στην κύρια αγωγή αλλά και στην εκκαλουμένη, υποστηρίζεται ότι λανθασμένα χορηγήθηκαν αναλγητικά στον ασθενή, τα οποία συσκότισαν την κλινική του εικόνα. Εντούτοις, πέραν του ότι η χορήγηση των φαρμάκων αυτών έγινε μετά την κλινική εξέταση αυτού,όπως επίσης αναφέρει ο ως άνω πραγματογνώμονας – αγγειοχειρουργός, ο οποίος, λόγω της ειδικότητάς του, είναι και ο πλέον αρμόδιος να αποφανθεί (η δε γνωμάτευσή του αυτή συμπίπτει και με τη γνωμάτευση του έτερου πραγματογνώμονα – ειδικού παθολόγου): Η άποψη ότι δεν πρέπει να χορηγούνται αναλγητικά γιατί συσκοτίζουν την κλινική εικόνα, αφορά φλεγμονώδεις καταστάσεις της κοιλίας (π.χ σκωληκοειδίτιδα, χολοκυστίτιδα, εκκολπωματίτιδα, κλπ) και αποτελεί συνήθη πρακτική στη γενική χειρουργική, προκειμένου να παρακολουθηθεί η εξέλιξη της φλεγμονής και η απάντησή της στην χορηγούμενη αγωγή. Αντίθετα, στην αγγειοχειρουργική, χορηγούνται άμεσα αναλγητικά, προκειμένου να μειωθεί ο πόνος και η αρτηριακή πίεση. Επομένως, η χορήγηση αναλγητικών στο συγκεκριμένο ασθενή έγινε καλώς και δεν επιβάρυνε την κατάσταση του ασθενή ούτε συσκότισε την κλινική του εικόνα. Δεν προκύπτει, λοιπόν, ότι οι εναγόμενοι ιατροί -προστηθέντες της πρώτης εναγόμενης, βαρύνονται με αδικοπρακτική ευθύνη ως προς τον επελθόντα θάνατο του ως άνω ασθενή, αφού δεν αποδείχθηκε ότι ενήργησαν αμελώς και κατά παράβαση των παραδεδεγμένων κανόνων της ιατρικής επιστήμης και ότι οι ενέργειες ή παραλείψεις τους συνδέονται αιτιωδώς με το θάνατο αυτού, κατά τα αναλυτικά ανωτέρω αναφερθέντα. Ως εκ τούτου, δεν ενέχεται και η πρώτη εναγόμενη, ως προστήσασα αυτούς.

Κατόπιν αυτών, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, στο βαθμό που κατέληξε σε διαφορετική κρίση με το παρόν, ήτοι έκανε εν μέρει δεκτή την κύρια αγωγή, ως προς τους πρώτη, δεύτερη και τρίτο των εναγόμενων κι ακολούθως απέρριψε την πρόσθετη παρέμβαση της ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «…………..», υπέρ των δεύτερης και τρίτου των εναγομένων της κύριας αγωγής, κι έκανε δεκτές τις ως άνω προσεπικλήσεις – παρεμπίπτουσες αγωγές κατά της ως άνω ασφαλιστικής εταιρίας των ίδιων εναγόμενων, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο κι εκτίμησε τις αποδείξεις.Πρέπει, συνεπώς, κατά τους βάσιμους περί τούτου σχετικούς λόγους των ως άνω υπό στοιχ. Α,Γ,Ε και ΣΤ εφέσεων, να εξαφανισθεί. Ακολούθως, πρέπει να γίνουν δεκτές οι κρινόμενες αυτές εφέσεις ως βάσιμες και κατ΄ ουσία και να απορριφθεί η ως άνω υπό στοιχ. Δ έφεση. Όσον αφορά δε στις υπό στοιχ. Β και Ζ εφέσεις, οι οποίες ασκήθηκαν επικουρικά, σε περίπτωση δηλ. που γινόταν δεκτή η υπό στοιχ. Δ΄ έφεση, παρέλκει η εξέτασή τους, εφόσον απορρίφθηκε η εν λόγω (Δ) έφεση(ΑΠ 474/2000, ΑΠ 1315/1993, Εφ.Δωδ.161/2012, Εφ.Αθ.2416/2010, Εφ.Αθ.6841/2008, Εφ.Λαρ. 426/2007, Εφ.Θεσ.1343/2005, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Αθ.4189/2001 ΕλλΔνη 42.1376). Εν συνεχεία, αφού κρατηθεί η υπόθεση στο  Δικαστήριο τούτο, συνεκδικαστούν κι ερευνηθούν οι ένδικες ανωτέρω αναφερθείσες κύρια αγωγή, προσεπικλήσεις με παρεμπίπτουσες αγωγές και πρόσθετη παρέμβαση, πρέπει να απορριφθεί, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, η κύρια αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη, να γίνει δεκτή η πρόσθετη υπέρ των δεύτερης και τρίτου των εναγόμενων της κύριας αγωγής πρόσθετη παρέμβαση, ενώ μετά την απόρριψη της κύριας αγωγής οι προσεπικλήσεις – παρεμπίπτουσες αγωγές των εναγόμενων στην  αγωγή αυτή,  καθίστανται απορριπτέες ως άνευ αντικειμένου, αφού ασκήθηκαν για την περίπτωση που γίνει δεκτή η κύρια αγωγή. Τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, θα συμψηφιστούν συνολικά μεταξύ των παρόντων διαδίκων, λόγω του δυσερμήνευτου, κατά την κρίση του δικαστηρίου, των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν (άρθρα 179,183 ΚΠολΔ). Πρέπει,επίσης, να οριστεί, για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας από την έκτη εφεσίβλητη στη Δ΄ έφεση, παράβολο ερήμην συζήτησης, σύμφωνα με τα άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης. Τέλος, πρέπει να  διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου που κατέθεσαν οι εκκαλούντες της υπό στοιχ. Δ έφεσης,  λόγω της ήττας τους, ενώ όσον αφορά στις λοιπές εφέσεις, θα διαταχθεί η απόδοση των παραβόλων στους εκκαλούντες αυτών αντίστοιχα (άρθρο 495 παρ.3 εδ.ε ΚΠολΔ)

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της με ειδικό αριθμό κατάθεσης (Ε.Α.Κ), ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου, …./2017  (υπό στοιχ. ΣΤ) έφεσης, ως προς την τέταρτη εφεσίβλητη αυτής.

Συνεκδικάζει τις εφέσεις με ειδικό αριθμό κατάθεσης (Ε.Α.Κ) ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου: Α) …/2017, Β) …/2018, Γ) …/2017, Δ) …/2017, Ε) …/2017, ΣΤ) …/2017 και Ζ) …/2017, ερήμην της έκτης εφεσίβλητης στην υπό στοιχ. Δ έφεση και κατ΄ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ.

Δέχεται τυπικά τις εφέσεις αυτές.

Απορρίπτει κατ΄ουσία την υπό στοιχ. Δ΄(με Ε.Α.Κ …/2017) έφεση.

Δέχεται: α) την υπό στοιχ. Α (με Ε.Α.Κ …/2017) έφεση, β) την υπό στοιχ. Γ (με Ε.Α.Κ  …/2017) έφεση, γ) την υπό στοιχ. Ε (με Ε.Α.Κ …./2017) έφεση και δ) την υπό στοιχ. ΣΤ (με Ε.Α.Κ …./2017) έφεση και κατά το ουσιαστικό τους μέρος, ενώ παρέλκει η εξέταση των λοιπών (υπό στοιχ. Β με Ε.Α.Κ …../2018 και Ζ με Ε.Α.Κ …../2017) εφέσεων, οι οποίες ασκήθηκαν επικουρικά.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ΄αρ. 2899/2017 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε τη διαφορά των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία.

Κρατεί και συνεκδικάζει τις αναφερόμενες στο σκεπτικό, κύρια αγωγή, προσεπικλήσεις – παρεμπίπτουσες αγωγές και την πρόσθετη παρέμβαση.

Δικάζει επί της ουσίας  την υπόθεση

Απορρίπτει την κύρια αγωγή.

Απορρίπτει τις παρεμπίπτουσες αγωγές.

Δέχεται την πρόσθετη παρέμβαση.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα συνολικά μεταξύ των παρόντων διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.

Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου που κατέθεσαν οι εκκαλούντες της  υπό στοιχ. Δ έφεσης.

Διατάσσει την απόδοση των παραβόλων που κατέθεσαν οι εκκαλούντες των λοιπών ένδικων εφέσεων, σε αυτούς, αντίστοιχα.

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις    4 Ιουλίου 2019.

Η    ΠΡΟΕΔΡΟΣ                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και αντ΄ αυτής,

λόγω μεταθέσεως

και αναχωρήσεώς της,

η αρχαιότερη της

συνθέσεως Εφέτης,

Γεωργία Λάμπρου.

 

 

 

 

Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, στις   27 Σεπτεμβρίου 2019, με άλλη σύνθεση, λόγω  μεταθέσεως και αναχωρήσεως της Προέδρου Εφετών, Αμαλίας Μήλιου, αποτελουμένη από τους Δικαστές,  Γεωργία Λάμπρου, Προεδρεύουσα Εφέτη,  Αικατερίνη Κοκόλη και  Ελένη Σκριβάνου,  Εφέτες, και με Γραμματέα την Ελένη Τσίτου, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και   των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΕΦΕΤΗΣ