Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 595/2019

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αγωγή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης από αδικοπραξία. Όροι καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, που αποτελεί και παράνομη πράξη.

Αριθμός Απόφασης:   595/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

[ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ]

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 25-06-2018 έφεση, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ……/25-06-2018 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./25-06-2018, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, με Γεν. Αριθμό Κατάθ. …../26-06-2018 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./26-06-2018, κατά της με αριθμό 2406/23-05-2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, μετά από συζήτηση, που έγινε, στις 24/01/2018, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 17/07/2017, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./18-07-2017 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./18-07-2017 αγωγής της εφεσίβλητης εναντίον των εκκαλούντων, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, καθώς, η υπό κρίση έφεση ασκήθηκε εντός τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης, στις 25-05-2018, και στους τρεις (3) εκκαλούντες (βλ. σχετ. με αριθμ. ………..΄/25-05-2018 εκθέσεις επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς, μ’ έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς, ………..), με την κατάθεση αυτής, στις 25-06-2018, στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (βλ. σχετ. με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../25-06-2018 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./25-06-2018 έκθεση κατάθεσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς) (άρθρα 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 εδ. β΄, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 και 520 του ΚΠολΔ). Επομένως, εφόσον κατατέθηκε από τους εκκαλούντες στο δημόσιο ταμείο παράβολο ποσού εκατό (100) ευρώ για την άσκηση αυτής (βλ. άρθρο 495 § 3 Α περ. γ΄ Κ.Πολ.Δ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρ. 1 του Ν. 4335/2015 –ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015-, μ’ έναρξη ισχύος 1/1/2016 –άρθρο ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015- και μετά την τροποποίηση του πρώτου εδαφίου της παρ. 3 της διατάξεως του άρθρου 495 ΚΠολΔ με το άρθρο 35 παρ. 2 του Ν. 4446/2016 -ΦΕΚ Α΄ 240/22.12.2016-, μ’ έναρξη ισχύος ένα μήνα μετά τη δημοσίευση του νόμου αυτού -άρθρο 45 Ν. 4446/2016-) [βλ. σχετ. μεταβατική διάταξη του άρθρου 44 του Ν. 4446/2016 -ΦΕΚ Α΄ 240/22.12.2016-, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 40 παρ. 5 του Ν. 4465/2017 (ΦΕΚ Α΄ 47/4.4.2017)] (πρβλ. ΑΠ 1850/2013 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 233/2013 ΤΝΠΔΣΑθ, ΕφΑθ 4606/2012 ΤΝΠΔΣΑθ), η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, κατά την ίδια διαδικασία, που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ).

Κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια, που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση, που διαμορφώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα, που μεσολάβησε, ή οι περιστάσεις, που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Τούτο συμβαίνει, ιδίως, όταν από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Μόνη δε η αδράνεια του δικαιούχου ή του δικαιοπαρόχου του για μακρό χρόνο και πάντως μικρότερο απ` αυτόν της παραγραφής, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μετέπειτα άσκηση του δικαιώματος, ακόμη και όταν δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπλέον ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από τη συμπεριφορά των μερών και σε αιτιώδη μεταξύ τους συνάφεια ευρισκόμενες, με βάση τις οποίες, καθώς και την αδράνεια του δικαιούχου, η μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης, που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και περιστάσεις και διατηρήθηκε για μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Δεν είναι πάντως απαραίτητο η επιχειρούμενη από το δικαιούχο ανατροπή της διαμορφωμένης αυτής κατάστασης να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες συνέπειες στον οφειλέτη, αλλά αρκεί να έχει και απλώς δυσμενείς επιπτώσεις στα συμφέροντά του (ΟλΑΠ 2/2019 Δημ. Νόμος, ΟλΑΠ 8/2018 Δημ. Νόμος, Ολ ΑΠ 7/2002, ΟλΑΠ 8/2001). Εξ άλλου, η κατάχρηση δικαιώματος, απαγορευόμενη από την άνω διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, συνιστά παράβαση νόμου και άρα αποτελεί παράνομη πράξη. Επομένως: α) εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση η άσκηση του δικαιώματος αποτελεί δικαιοπραξία ή επιδίωξη ικανοποιήσεως της έναντι του οφειλέτη απαιτήσεως του δανειστή με αναγκαστική εκτέλεση, αυτή, ως αντικείμενη σε απαγορευτική διάταξη του νόμου, εφόσον δεν συνάγεται τίποτε άλλο, είναι άκυρη, β) εάν η άσκηση γίνεται με υλική ενέργεια, δικαιούται ο εντεύθεν βλαπτόμενος να ζητήσει την παύση της άσκησης και την παράλειψη αυτής στο μέλλον και γ) εάν συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις της αδικοπραξίας, η κατάχρηση γεννά υποχρέωση, κατά το άρθρο 914 ή 919 ΑΚ, σε αποζημίωση (ΟλΑΠ 2/2019 ό.π., ΟλΑΠ 8/2018 ό.π., ΟλΑΠ 16/2006, ΟλΑΠ 17/1995, ΑΠ 419/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1636/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 20/2018 Δημ. Νόμος). Από τα παραπάνω εκτεθέντα συνάγονται και τα μέσα αμύνης κατά της καταχρήσεως δικαιώματος. Έτσι, ο βλαπτόμενος από την κατάχρηση δικαιώματος δύναται: 1) να εγείρει αναγνωριστική αγωγή, ζητώντας να αναγνωρισθεί ότι η δικαιοπραξία ή η επιδίωξη της ικανοποιήσεως της έναντι του οφειλέτη απαιτήσεως του δανειστή με αναγκαστική εκτέλεση είναι άκυρη, ως καταχρηστική, 2) να εγείρει καταψηφιστική αγωγή, ζητώντας αποζημίωση, αν η κατάχρηση πληροί τους όρους της αδικοπραξίας και 3) να προβάλει ένσταση, αντένσταση κλπ, εφόσον τελεί σε δίκη με τον καταχρηστικώς ασκούντα το δικαίωμα (ΟλΑΠ 2/2019 ό.π., ΟλΑΠ 8/2018 ό.π., ΟλΑΠ 16/2006).

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 914 ΑΚ, όποιος ζημίωσε άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στ’ άρθρα 297 και 298 ΑΚ, ενώ, κατά το άρθρ. 932 ΑΚ, σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση, ιδίως σ’ εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε της ελευθερίας του. Από τις διατάξεις των άρθρων 200, 281, 297, 298, 330 και 914 ΑΚ προκύπτει ότι προϋποθέσεις της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία είναι: 1) η υπαιτιότητα του υποχρέου, η οποία υπάρχει στην περίπτωση του δόλου και της αμέλειας, δηλαδή, όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, 2) η παράνομη συμπεριφορά του υπόχρεου σε αποζημίωση έναντι εκείνου που ζημιώθηκε, 3) η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας, και 4) η ύπαρξη ζημίας. Η παράνομη συμπεριφορά, ως όρος της αδικοπραξίας, μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, με την έννοια της παράβασης του επιβαλλόμενου από τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ γενικού καθήκοντος του να μη ζημιώνει κάποιος άλλον υπαιτίως (ΟλΑΠ 2/2019 Δημ. Νόμος, ΟλΑΠ 967/1973), αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση, εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από το νόμο ή τη δικαιοπραξία είτε από την καλή πίστη, και τα συναλλακτικά και χρηστά ήθη κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Αιτιώδης δε συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνομένου προσώπου ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα (ΟλΑΠ 2/2019 ό.π., ΑΠ 4/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 377/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 402/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1652/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 809/2017 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 57, 59, 914 και 932 Α.Κ., προκύπτει ότι για τη θεμελίωση αξιώσεως προς καταβολή χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης, από πράξη που προσβάλλει την προσωπικότητα του ανθρώπου, απαιτείται προσβολή της προσωπικότητας, η οποία να είναι παράνομη, δηλαδή να έγινε χωρίς δικαίωμα ή κατ’ ενάσκηση δικαιώματος, ήσσονος σπουδαιότητας ή ασκουμένου υπό περιστάσεις, που καθιστούν την άσκησή του καταχρηστική, και υπαίτια, ήτοι να οφείλεται σε δόλο ή αμέλεια και επέλευση ηθικής βλάβης στον προσβληθέντα, τελούσα σε αιτιώδη σύνδεσμο με την παράνομη και υπαίτια προσβολή(ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 419/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 402/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1394/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1279/2011). Η προσβολή της προσωπικότητας μπορεί να προέλθει και από ποινικώς κολάσιμη πράξη (βλ. σχετ. Ολ ΑΠ 3/2008, ΑΠ 220/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1056/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 207/2017 Δημ. Νόμος). Ενόψει της συγκρούσεως των προστατευόμενων αγαθών προς τα προστατευόμενα αγαθά της προσωπικότητας των άλλων ή προς το συμφέρον της ολότητας, θα πρέπει να αξιολογούνται και να σταθμίζονται στη συγκεκριμένη περίπτωση τα συγκρινόμενα έννομα αγαθά και συμφέροντα για την διακρίβωση της ύπαρξης προσβολής του δικαιώματος επί της προσωπικότητας και ο παράνομος χαρακτήρας της. Τα έννομα αγαθά που περικλείονται στο δικαίωμα της προσωπικότητας (η τιμή, η ιδιωτική ζωή, η εικόνα, η σφαίρα του απορρήτου κ.ά.) δεν αποτελούν αυτοτελή δικαιώματα αλλά επιμέρους εκδηλώσεις, εκφάνσεις ή πλευρές του ενιαίου δικαιώματος επί της ιδίας προσωπικότητας, έτσι ώστε η προσβολή οποιασδήποτε εκφάνσεως της προσωπικότητας να σημαίνει και προσβολή της συνολικής έννοιας προσωπικότητα. Από αυτά παρέπεται ότι αν, εκτός από την υπαίτια (από δόλο ή αμέλεια) μη εκπλήρωση ή πλημμελή εκπλήρωση κάποιας συμβάσεως, συντρέχουν επί πλέον γεγονότα, που συνιστούν συμπεριφορά προσβλητική της προσωπικότητας του αντισυμβαλλομένου, κατά την άνω έννοια, εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος υπέστη ηθική βλάβη, συνδεομένη αιτιωδώς με την με τη συμπεριφορά αυτή του υπαιτίου, γεννιέται αξίωση χρηματικής ικανοποιήσεως για αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 59 και 932Α.Κ. (ΑΠ 920/2018 ό.π., ΑΠ 1354/2015 Δημ. Νόμος).

Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ, κατά την οποία, όποιος με πρόθεση ζημίωσε άλλον, κατά τρόπο αντίθετο στα χρηστά ήθη, έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, διευρύνει την έννοια της καταχρήσεως του δικαιώματος, ώστε δεν περιορίζεται η έννοια αυτή, όπως στο άρθρο 281 ΑΚ, στην άσκηση συγκεκριμένου δικαιώματος εκ του νόμου ή εκ της δικαιοπραξίας, αλλά καταλαμβάνει και κάθε πράξη ή παράλειψη εκ της γενικής ατομικής ελευθερίας, δηλαδή τις εξουσίες, που απολαύει κάθε πρόσωπο με ικανότητα δικαίου και δικαιοπραξίας. Προϋποθέσεις για να ιδρυθεί αγώγιμη αξίωση, κατά τη διάταξη αυτή του άρθρου 919 ΑΚ, είναι: 1) συμπεριφορά κάποιου αντικείμενη στα χρηστά ήθη, στις επιταγές, δηλαδή, της επικρατούσας κοινωνικής και συναλλακτικής ηθικής και στις θεμελιώδεις ηθικές και οικονομικές αντιλήψεις του μέσης ηθικής κοινωνικού ανθρώπου, 2) πρόθεση και πρόκληση ζημίας του άλλου και 3) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πράξεως ή παραλείψεως του ζημιώσαντος και της ζημίας (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 99/2019 Δημ. Νόμος). Με τη διάταξη του άρθρου 919 Α.Κ., που αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ, ανάγεται σε αυτοτελή αδικοπραξία, που γεννά υποχρέωση προς αποζημίωση, καθώς,επίσης, και προς καταβολή χρηματικής ικανοποιήσεως, λόγω ηθικής βλάβης, η κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη συμπεριφορά του υπαιτίου, εφόσον αυτή έγινε με πρόθεση επαγωγής ζημίας. Ως κριτήριο των χρηστών ηθών, η έννοια των οποίων είναι νομική, χρησιμεύουν οι ιδέες του εκάστοτε κατά τη γενική αντίληψη χρηστώς και με φρόνηση σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Στην περίπτωση που, η κρινόμενη συμπεριφορά σχετίζεται με ορισμένη κατηγορία συναλλαγών και συναλλασσομένων, οι αντίστοιχες, στην κατηγορία αυτή των συναλλασσομένων, κρατούσες αντιλήψεις, λαμβάνονται υπόψη, εκτός αν, κατά το κοινό συναίσθημα του πιο πάνω κοινωνικού ανθρώπου, δεν συμβιβάζονται με την κοινωνική ηθική. Προκειμένου να κριθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συμπεριφοράς, υπάρχει αντικειμενική αντίθεση, με την πιο πάνω έννοια, προς τα χρηστά ήθη, την οποία δεν αποκλείει, κατά τις περιστάσεις, η ύπαρξη σχετικού δικαιώματος ή φυσικής ευχέρειας, συνεκτιμούνται τα κίνητρα, ο σκοπός του υποκειμένου της συμπεριφοράς, το είδος των μέσων και οι μέθοδοι, που χρησιμοποιήθηκαν, για την επίτευξη του σκοπού, έστω και θεμιτού και όλες οι λοιπές περιστάσεις πραγματώσεως της συμπεριφοράς, θετικής ή αρνητικής, δηλαδή λαμβάνονται υπόψη, όχι μεμονωμένα τα αίτια που οδήγησαν τον υπαίτιο στη συγκεκριμένη ενέργειά του, αλλά το σύνολο των περιστάσεων, υπό τις οποίες εκδηλώθηκε ολόκληρη η συμπεριφορά του και αξιολογείται γενικά η διαγωγή του, σε συνδυασμό και με τη διαγωγή του αντισυμβαλλομένου “θύματος”, για να κριθεί το εάν οι δύο συμπεριφορές τελούν μεταξύ τους προφανώς σε καταφατική ή αποφατική αναλογική σχέση (ΑΠ 1647/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 419/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 294/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 212/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 855/2015, ΑΠ 1664/2014, ΑΠ 455/2014, ΕΑ 6675/2014 Δημ. Νόμος). Στην αναζήτηση δε του ορθού αυτού μέτρου συνεκτιμώνται, σε συνδυασμό προς τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ και τα επιβαλλόμενα όρια από αυτή. Όσον αφορά την πρόθεση, δεν απαιτείται ο ζημιώσας να ενήργησε με τον αποκλειστικό σκοπό να βλάψει τον άλλον (άμεσος δόλος), αλλά αρκεί και η περί της επελθούσας ζημίας θέλησή του, ότι, δηλαδή, προέβλεψε ως ενδεχόμενη την πρόκληση ζημίας από τη συμπεριφορά του και παρόλα αυτά δεν απέσχε από την πράξη ή την παράλειψη, από την οποία επήλθε η ζημία (ΑΠ 212/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 900/2011, ΑΠ 55/2003, ΑΠ 1652/2006, ΕΑ 6675/2014 ό.π.). Η γένεση, εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ, υποχρεώσεως για αποζημίωση, προϋποθέτει, σύμφωνα με αυτήν τη διάταξη, συνδυαζόμενη με εκείνες του άρθρου 298 του ΑΚ, την ύπαρξη μεταξύ της συμπεριφοράς, που αντίκειται στα χρηστά ήθη και της ζημίας που τυχόν επήλθε, αντικειμενικού αιτιώδους συνδέσμου, υπό την έννοια, ότι η ως άνω συμπεριφορά, εκτός του ότι αποτέλεσε αναγκαίο όρο της επελεύσεως της ζημίας, ήταν, καθεαυτή, και ικανή, υπό τις συντρέχουσες περιστάσεις, στη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να την επιφέρει, ούτως ώστε η ζημία να μπορεί, στη συγκεκριμένη περίπτωση, να αποδοθεί, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, στην αιτιώδη δυναμικότητα της συμπεριφοράς, που αντίκειται στα χρηστά ήθη και, αντιστοίχως, η συμπεριφορά αυτή να συνιστά πρόσφορη, επαρκή αιτία της ζημίας (ΑΠ 212/2018 Δημ. Νόμος).

Επίσης, από το άρθρο 932 ΑΚ προκύπτει, ότι σκοπός της διάταξης είναι να επιτυγχάνεται μία υπό ευρεία έννοια αποκατάσταση του παθόντος για την ηθική του βλάβη (ή την ψυχική οδύνη), λόγω της αδικοπραξίας, ώστε αυτός να απολαύει μία δίκαιη και επαρκή ανακούφιση και παρηγοριά, χωρίς, από το άλλο μέρος, να εμπορευματοποιείται η προσβληθείσα ηθική αξία και να επεκτείνεται υπέρμετρα το ύψος της αποζημιώσεως για ηθική βλάβη, ή την ψυχική οδύνη, που δεν μπορεί να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα. Με βάση το σκοπό αυτόν αντλούνται, στη συνέχεια, ως ουσιώδη χαρακτηριστικά της έννοιας του “ευλόγου”, εκείνα τα στοιχεία που αποτελούν τα πλέον πρόσφορα μέσα για την εκπλήρωση του εν λόγω σκοπού της διάταξης. Τέτοια στοιχεία είναι κυρίως: το είδος και η βαρύτητα της ηθικής προσβολής, η περιουσιακή, κοινωνική και προσωπική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, η βαρύτητα του πταίσματος του δράστη (στο βαθμό που επηρεάζει την ένταση της ηθικής βλάβης), η βαρύτητα του τυχόν συντρέχοντος πταίσματος του θύματος, οι όλες ειδικότερες συνθήκες πρόκλησης της ηθικής βλάβης. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να οδηγούν το δικαστή να σχηματίσει την, κατά το άρθρο 932 ΑΚ, εύλογη κρίση του, όχι κατά τις υποκειμενικές του ανέλεγκτες αντιλήψεις, αλλά, κατ’ εφαρμογή του αντικειμενικού μέτρου, που θα εφάρμοζε και ο νομοθέτης, αν έθετε ο ίδιος τον κανόνα αποκατάστασης της ηθικής βλάβης στην ατομική περίπτωση. Συνάγεται δε το αντικειμενικό αυτό μέτρο από τον ανωτέρω σκοπό του άρθρου 932 ΑΚ και, μέσω αυτού, από την όλη κλίμακα των υπερκείμενων σκοπών του συστήματος αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας του ΑΚ. Η κρίση του δικαστηρίου ουσίας, όσον αφορά το ύψος της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης αποφασίζεται (κατ’ αρχήν αναιρετικώς ανέλεγκτα), με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία, που θέτουν στη διάθεσή του οι διάδικοι. Επιβάλλεται, όμως, σε κάθε περίπτωση να τηρείται, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού, η διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος, που καθιερώνει την αρχή της αναλογικότητας, η οποία, έστω και αν ρητά δεν αναφέρεται σ’ αυτήν, απευθύνεται και στο δικαστή, όσον αφορά τις σχέσεις των διαδίκων, καθιερώνοντάς την, ως δεσμευτική δικαιϊκή αρχή. Αποτελεί δε η αρχή της αναλογικότητας την αντίστροφη μορφή της απαγόρευσης της κατάχρησης δικαιώματος, όταν το ασκούμενο δικαίωμα υπερβαίνει τα ακραία όρια που θέτουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη, καθώς και ο οικονομικός και κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος. Στην περίπτωση δε υπέρβασης της αρχής της αναλογικότητας πρόκειται για δυσαναλογία μέσου προς το σκοπό, δηλαδή το ασκούμενο δικαίωμα έχει απωλέσει την αναλογία του προς τον επιδιωκόμενο σκοπό και συνακόλουθα η άσκησή του είναι απαγορευμένη. Επομένως, όπως και η κατάχρηση δικαιώματος, που αποτελεί απαγορευτικό κανόνα, και οριοθετεί αρνητικά την άσκηση των δικαιωμάτων, έτσι και η αρχή της αναλογικότητας αποτελεί κανόνα δικαίου (γενική νομική αρχή), η οποία προσδιορίζει την τελολογική λειτουργία των πάσης φύσεως δικαιωμάτων και του ιδιωτικού δικαίου. Από τα ως άνω συνάγεται, ως γενική νομική αρχή, ότι η έννομη συνέπεια, που, είτε προβλέπεται από κανόνα δικαίου κατώτερης τυπικής ισχύος από εκείνες του Συντάγματος, είτε απαγγέλλεται από δικαστικό ή διοικητικό όργανο, πρέπει να τελεί, σε σχέση ανεκτής αναλογίας προς το αντίστοιχο πραγματικό, δηλαδή να μην υπερβαίνει τα όρια όπως διαγράφονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και της κοινής περί δικαίου συνείδησης σε ορισμένο τόπο και χρόνο, όπως αποτυπώνονται με την συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Η κρίση, δηλαδή, του ουσιαστικού δικαστηρίου πρέπει να μην παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, ούτε να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, που αποτελεί, γενική αρχή του δικαίου και μέσο ελέγχου της κρίσης του δικαστηρίου, χωρίς να υπάγεται στην έννοια της αναλογικότητας. Ενόψει αυτών, αν διαπιστώνεται παραβίαση της προβλεπόμενης από το άρθρο 25 παρ. 1 αρχής της αναλογικότητας, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση, από το δικαστήριο της ουσίας, των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας, ελέγχονται οι σχετικές κρίσεις, ως πλημμέλειες του άρθρου 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ (Ολ ΑΠ 9/2015, ΑΠ 402/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1394/2017 ό.π., ΑΠ 730/2017, ΑΠ 109/2012 Δημ. Νόμος).

Από τις διατάξεις δε των άρθρων 57, 59, 480-482, 914, 926 και 932 Α.Κ. συνάγεται ότι, σε περίπτωση παράνομης από πρόθεση προσβολής της προσωπικότητας, αν η προσβολή επήλθε με περισσότερες πράξεις ενός ή περισσότερων προσώπων, οι οποίες όμως, ενόψει των περιστάσεων, εμφανίζουν ενότητα, δηλαδή πρόκειται για το αυτό βιοτικό συμβάν, οφείλεται ως χρηματική ικανοποίηση του παθόντος μια παροχή και, επομένως, ενιαίο ποσό, το οποίο αυτός μπορεί, κατ’ επιλογήν του, να ζητήσει με αγωγή διαιρετώς ή εις ολόκληρον από τον καθένα από τους αντιδίκους του, αφού τότε είναι αντίστοιχα ενιαία και η βλάβη, που αυτός υπέστη, και την οποία αποσκοπεί να καλύψει η χρηματική ικανοποίησή του στο πλαίσιο ενός και του αυτού συμφέροντός του. Στην περίπτωση αυτή, για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης, που θα επιδικασθεί, θα ληφθεί ασφαλώς υπόψη και ο εξακολουθητικός χαρακτήρας της γενομένης προσβολής, έτσι ώστε η χρηματική ικανοποίηση να ανταποκρίνεται στην ένταση και στην απαξία της προσβολής (ΑΠ 1854/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2027/2014).Με τις διατάξεις δε του άρθρου 926 Α.Κ., καθορίζονται στα πλαίσια της αδικοπρακτικής ευθύνης, τρείς κατηγορίες των περιπτώσεων, στις οποίες αναγνωρίζεται από το νόμο ευθύνη περισσότερων προσώπων και συγκεκριμένα: α) κοινή πράξη περισσοτέρων προσώπων, β) παράλληλη ευθύνη περισσοτέρων προσώπων και γ) περιπτώσεις διαζευκτικής αιτιότητας. Ο όρος κοινή πράξη λαμβάνεται με την ευρεία έννοια της αιτιώδους συμπράξεως ή συμμετοχής -με οποιαδήποτε μορφή- στην αδικοπραξία και ειδικότερα, είτε στην τέλεση της πράξεως, είτε στην επαγωγή της ζημίας, ανεξαρτήτως του αν οι ενέργειες (πράξεις ή παραλείψεις) των περισσότερων προσώπων έγιναν ταυτόχρονα, παράλληλα ή διαδοχικά. Αρκεί κάθε ενέργεια να συνδέεται αιτιωδώς με το αποτέλεσμα, δηλαδή την επαγωγή της ζημίας. Έτσι, εμπίπτει στην έννοια αυτή, μεταξύ άλλων, και η μορφή συμμετοχής της παραυτουργίας, δηλαδή, η περίπτωση κατά την οποία δύο ή περισσότερα πρόσωπα πραγματώνουν με τη συμπεριφορά τους ορισμένη αδικοπραξία, χωρίς να υπάρχει μεταξύ τους καμία συνεννόηση. Στη δεύτερη περίπτωση της παράλληλης ευθύνης, περισσότερα πρόσωπα ευθύνονται από το νόμο αυτοτελώς το καθένα, για την αποκατάσταση της ίδιας ζημίας. Στην τρίτη περίπτωση η ζημία προήλθε από ανεξάρτητες πράξεις ή παραλείψεις περισσότερων προσώπων, οι οποίες αποτελούν όλες δυνατούς αιτιώδεις όρους επαγωγής της ζημίας, αλλά δεν μπορεί να εξακριβωθεί ποια συγκεκριμένη πράξη προκάλεσε πράγματι τη ζημία. Η περίπτωση αυτή μπορεί να υπάρχει στο πεδίο της αντικειμενικής, αλλά και της υποκειμενικής ευθύνης. Όταν συντρέχει μια από τις πιο πάνω τρεις περιπτώσεις εφαρμογής του άρθρου 926 Α.Κ., θεμελιώνεται εις ολόκληρο ευθύνη των περισσοτέρων προσώπων, δηλαδή δημιουργείται παθητική εις ολόκληρο ενοχή κατά την έννοια του άρθρου 481 ΑΚ. Προϋπόθεση, όμως, της εις ολόκληρο ευθύνης δεν είναι η κοινή εναγωγή από τον ζημιωθέντα περισσότερων προσώπων, φερόμενων ως συνοφειλετών, αλλά η πραγματική συνδρομή των νόμιμων όρων ευθύνης για τον κάθε συνοφειλέτη χωριστά. Εξάλλου, στην περίπτωση που ενάγονται περισσότεροι εις ολόκληρον ευθυνόμενοι δεν μπορούν να αντιδικούν μεταξύ τους, ούτε ως προς την ύπαρξη, ούτε ως προς την έκταση της ευθύνης τους. Ο βαθμός δε της αιτιώδους συμβολής ή του πταίσματος καθενός από τους περισσότερους δράστες, το αν δηλαδή ο ένας ενήργησε με δόλο και ο άλλος από αμέλεια, δεν ενδιαφέρει για την θεμελίωση της εις ολόκληρον ευθύνης, αλλά μόνο για την αναγωγή μεταξύ των συνοφειλετών κατ` άρθρο 927 ΑΚ και γι` αυτό δεν συνιστά αναγκαίο στοιχείο της αγωγής (ΑΠ 102/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 59/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1655/2017, ΑΠ 462/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1124/2015, ΑΠ 1804/2014, ΑΠ 1229/2013, ΑΠ 1370/2005).

Περαιτέρω, από τα άρθρα 147 εδ. α΄ και β΄, 298, 361, 914 και 938 Α.Κ., συνάγονται τα εξής. Όποιος παρασύρθηκε με απάτη άλλου σε σύναψη σύμβασης έχει δικαίωμα να ζητήσει από το δικαστήριο την ακύρωση της συμβάσεως, ή, να ζητήσει από τον άλλο, τη σύναψη σχετικής ανατρεπτικής συμβάσεως, δηλαδή, σύμβαση για το ότι η προηγούμενη σύμβαση λογίζεται σαν να μη είχε ποτέ συναφθεί. Παράλληλα δε, εκείνος έχει δικαίωμα να ζητήσει από τον άλλο την ανόρθωση κάθε ζημίας, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τις αδικοπραξίες, πράγμα, που, κατ’ αρχάς, συμβαίνει εφ’ όσον η απάτη συνιστά παράνομη και υπαίτια ζημιογόνο συμπεριφορά, να ζητήσει δηλαδή, αποζημίωση κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις. Συγκεκριμένα, δικαιούται να αποζημιωθεί, για το αρνητικό διαφέρον, δηλαδή δικαιούται σε ανόρθωση κάθε ζημίας, που θα απεφεύγετο, αν δεν είχε εσφαλμένα πιστεύσει, ότι συνάπτει έγκυρη σύμβαση, όπως είναι οι δαπάνες για τη σύναψη της σύμβασης ή το διαφυγόν κέρδος, που θα πετύχαινε εκείνος από άλλη σύμβαση, που θα συνήπτε, αν δεν απασχολούνταν με τη σύναψη της ακυρώσιμης σύμβασης. Επίσης, ο απατηθείς έχει δικαίωμα να αποδεχθεί τη σύμβαση, σε αυτή δε την περίπτωση δικαιούται να αποζημιωθεί για το θετικό διαφέρον, δηλαδή δικαιούται σε ανόρθωση από τον άλλο, κάθε ζημίας, που θα αποφευγόταν, αν τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά ήταν όχι ψευδή, αλλά αληθή και η σύμβαση εκπληρωνόταν (ΑΠ 3/2019 Δημ. Νόμος). Ως αδικοπρακτική δε συμπεριφορά δόλια και αντικείμενη στα χρηστά ήθη, σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των άρθρων 197, 198, 147, 148, 281, 288 και 919 του Α.Κ., ιδρύει αυτοτελή και πρωτογενή υποχρέωση αποζημιώσεως, εφ’ όσον συντρέχουν και οι λοιποί όροι αυτής δηλαδή η ζημία, και ο αιτιώδης σύνδεσμος της, με την απατηλή (δόλια) συμπεριφορά του υπαιτίου, στοιχεία, που, κατά τη διάταξη του άρθ. 216 παρ.1 εδ. α` και β` ΚΠολΔ, πρέπει να εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής (ΑΠ 3/2019 ό.π.).Εξάλλου, από την ίδια διάταξη του άρθρου 914 Α.Κ., σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 147-149 Α.Κ. και 386 Π.Κ., προκύπτει ότι η απάτη σε βάρος του ζημιωθέντος, ως γενεσιουργός λόγος της υποχρεώσεως σε αποζημίωση, υπάρχει όταν κάποιος από δόλο προκαλεί, ενισχύει ή διατηρεί με κάθε μέσο ή τέχνασμα σε άλλον την εσφαλμένη αντίληψη πραγματικών γεγονότων, ένεκα της οποίας αυτός προβαίνει σε δήλωση βουλήσεως ή σε επιχείρηση πράξεως από την οποία υφίσταται ζημία, εφόσον το χρησιμοποιηθέν απατηλό μέσο υπήρξε αποφασιστικό για τη γενομένη δήλωση βουλήσεως ή την επιχειρηθείσα πράξη, ενώ δεν αποκλείεται η τυχόν χρησιμοποιηθείσα για την απάτη ψευδής παράσταση να αναφέρεται σε μελλοντικό γεγονός ή να συνδέεται με απόκρυψη κρίσιμων γεγονότων αναγομένων στο παρόν, την ύπαρξη των οποίων αγνοούσε ο ζημιωθείς και γνώριζε αυτός που τον εξαπάτησε (ΑΠ 316/2018 Δημ. Νόμος, Α.Π. 41/2010). Ειδικότερα, η απατηλή συμπεριφορά συνίσταται είτε σε παράσταση ανύπαρκτων γεγονότων ως υπαρκτών, κατά παράβαση του καθήκοντος αλήθειας, είτε στην απόκρυψη ή αποσιώπηση ή ατελή ανακοίνωση υπαρκτών γεγονότων, των οποίων η αποκάλυψη σε αυτόν, που τα αγνοούσε, επιβαλλόταν από το καθήκον διαφωτίσεώς του, με βάση την καλή πίστη ή την υπάρχουσα ιδιαίτερη σχέση μεταξύ του δηλούντος ή επιχειρούντος την πράξη και εκείνου προς τον οποίο απευθύνεται η δήλωση ή του ωφελουμένου από την πράξη (ΑΠ 316/2018 ό.π., ΑΠ 247/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 209/2018 Δημ. Νόμος, Α.Π.541/2012, 41/2010). Κατά την έννοια της ως άνω διάταξης του άρθρου 386 Π.Κ., ερμηνευομένης, ενόψει και του άρθρου 27 του Ποινικού Κώδικα, δόλος συντρέχει όχι μόνον όταν ο δράστης επιδιώκει την πρόκληση της ζημίας αυτής, αλλά και όταν την γνωρίζει ως ενδεχόμενη και αποδέχεται την δυνατότητα πρόκλησης της ίδιας ζημίας είτε ως αναγκαία είτε ως ενδεχόμενη συνέπεια της παράνομης συμπεριφοράς του. Σε κάθε περίπτωση δεν ενδιαφέρει το είδος της πλάνης που δημιουργήθηκε από την απάτη, δηλαδή αν αυτή είναι ή δεν είναι συγγνωστή, ουσιώδης ή επουσιώδης, καθώς και αν αναφέρεται αποκλειστικά στα παραγωγικά αίτια της βούλησης, αρκεί η πλάνη να υφίσταται κατά το χρόνο, που δηλώνεται η βούληση (ΑΠ 209/2018 ό.π., ΑΠ 1269/2017, ΑΠ 373/2008). Εξάλλου, υπαίτια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται σύμβαση, μπορεί, πέρα από την αξίωση, που πηγάζει από τη σύμβαση, να επιστηρίζει και αξίωση από αδικοπραξία, εάν και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη θα ήταν παράνομη ως αντικείμενη στο γενικό καθήκον να μη ζημιώνει κανείς υπαιτίως άλλον (Ολομ. ΑΠ 967/1973, ΑΠ 345/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1636/2018 Δημ. Νόμος). Και ναι μεν, κατ’ αρχάς, μόνη η αθέτηση προϋφιστάμενης ενοχής δεν συνιστά αδικοπραξία. Βέβαια αποτελεί πράξη παράνομη, όμως, οι έννομες συνέπειες της παραβάσεως ρυθμίζονται όχι από τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, αλλά από τις διατάξεις για τη μη εκπλήρωση της παροχής (αδυναμία παροχής, υπερημερία του οφειλέτη, πλημμελής εκπλήρωση της συμβάσεως κλπ). Πλην, όμως, μερικές φορές είναι δυνατό ένα και το αυτό βιοτικό γεγονός να συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις τόσο της αθέτησης της συμβάσεως, όσο και της αδικοπραξίας. Στην περίπτωση αυτή το πραγματικό γεγονός υπόκειται σε πολλαπλή αξιολόγηση και αντιμετωπίζεται από διαφορετικές απόψεις. Όπως δε κρατεί στη νομολογία, η υπαίτια (από δόλο ή αμέλεια) και ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται μία σύμβαση και γεννάται ενδοσυμβατική ευθύνη του οφειλέτη, μπορεί, πέρα από την αξίωση, που πηγάζει από τη σύμβαση, να θεμελιώσει ευθύνη και από αδικοπραξία, αν, και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη, θα ήταν καθαυτή παράνομη, ως αντικείμενη στο γενικό καθήκον που επιβάλλει το άρθρο 914 Α.Κ., να μη ζημιώνει κάποιος υπαιτίως άλλον, στην έννοια της οποίας περιλαμβάνεται και κάθε προσβολή του προσώπου ή των προστατευόμενων έννομων αγαθών (υλικών ή ηθικών) του άλλου (ΑΠ Ολ 967/1973, ΑΠ 920/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1424/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 345/2018 ό.π., EA 980/2014 Δημ. Νόμος). Στην περίπτωση αυτή, ο δικαιούχος της αποζημιώσεως αποκτά συρροή αξιώσεων, την καθεμία από τις οποίες μπορεί να επιλέξει ή να τις ασκήσει και παραλλήλως, μία, όμως, φορά θα αποζημιωθεί, σε τρόπο ώστε, αν ικανοποιηθεί πλήρως βάσει της μιας ευθύνης, να μην μπορεί να ζητήσει ικανοποίηση βάσει της άλλης, εκτός αν αυτή έχει αντικείμενο αποζημιώσεως μεγαλύτερο από εκείνη, οπότε σώζεται ως προς το επιπλέον (ΑΠ 345/2018 ό.π., ΑΠ 1636/2018 ό.π., ΑΠ 1354/2015 ό.π., ΑΠ 1500/2014 Δημ. Νόμος).

Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 2, 118 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, με ποινή το απαράδεκτο, εκτός από άλλα στοιχεία και σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν κατά νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, με ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, σε τρόπο ώστε να παρέχεται στον μεν εναγόμενο η ευχέρεια της άμυνας, στο δε δικαστήριο η δυνατότητα ελέγχου του βάσιμου κατά το νόμο της αγωγής. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων, προκύπτει ότι, για τη θεμελίωση και το ορισμένο της αγωγής, με την οποία επιδιώκεται αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας (άρθρα 914, 297, 298 ΑΚ), πρέπει στο δικόγραφό της να αναφέρονται, κατ’ άρθρο 216 ΚΠολΔ, όλα εκείνα τα στοιχεία που αποτελούν τις προϋποθέσεις της αποζημίωσης και κυρίως η παράνομη ενέργεια του υπόχρεου (πράξη ή παράλειψη), η υπαιτιότητα αυτού, η ζημία και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ αυτής και της παράνομης συμπεριφοράς του, καθώς και τα αναγκαία στοιχεία για τον προσδιορισμό της θετικής και αποθετικής ζημίας του ζημιωθέντος (ΑΠ 462/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 926/2004). Περαιτέρω, η νομική αοριστία της αγωγής συντρέχει αν το δικαστήριο της ουσίας για τη θεμελίωση της αγωγής στον συγκεκριμένο κανόνα ουσιαστικού δικαίου αρκέσθηκε σε στοιχεία λιγότερα ή αξίωσε περισσότερα από εκείνα που ο κανόνας αυτός απαιτεί για τη γένεση του οικείου δικαιώματος, κρίνοντας αντιστοίχως νόμιμη ή μη στηριζομένη στο νόμο αγωγή (Ολ. ΑΠ 18/1998, ΑΠ 3/2019 ό.π., ΑΠ 462/2017 Δημ. Νόμος). Αντίθετα, η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής υπάρχει όταν δεν εκτίθενται στην αγωγή όλα τα στοιχεία, που απαιτούνται κατά νόμο για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, τα πραγματικά δηλαδή περιστατικά που απαρτίζουν την ιστορική βάση της αγωγής και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης(ΑΠ 462/2017 ό.π.).Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται δε, αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ. ΑΠ 11/2017, ΑΠ 3/2019 Δημ. Νόμος). Προς εξεύρεση της παραβιάσεως ελέγχεται ο δικαστικός συλλογισμός και δυνατόν η παραβίαση να εντοπισθεί και στην ελάσσονα πρόταση, όταν οι πραγματικές παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας καθιστούν φανερή την παραβίαση (Ολ. ΑΠ 36/1988, ΑΠ 3/2019 ό.π.).

Τέλος, κατά το άρθρο 520 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., το δικόγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει τα στοιχεία, που απαιτούνται κατά τα άρθρα 118 έως 120 του ίδιου κώδικα και τους λόγους της έφεσης. Οι λόγοι της έφεσης συνίστανται σε ορισμένες αιτιάσεις κατά της εκκαλούμενης απόφασης, που αναφέρονται είτε σε παραδρομές του εκκαλούντος είτε σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του δικαστηρίου. Τα σφάλματα του δικαστηρίου είναι δυνατό να ανάγονται είτε στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου είτε στην εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία επαρκώς προσδιορίζεται, όταν αναφέρεται στο εφετήριο ότι, εξαιτίας αυτής, οδηγήθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό, χωρίς να είναι αναγκαία η εξειδίκευση των σφαλμάτων ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, αφού το εφετείο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 522 Κ.Πολ.Δ.), επανεκτιμά από την αρχή την ουσία της υπόθεσης και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού. Εξάλλου, από το άρθρο 522 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι, με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στα όρια, που καθορίζονται από αυτήν και τους πρόσθετους λόγους στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο (ΑΠ 1003/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 791/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1344/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 258/2015), κατά το άρθρο δε 536 του ίδιου Κώδικα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορεί να εκδώσει απόφαση επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα, χωρίς ο εφεσίβλητος να ασκήσει δική του έφεση ή αντέφεση, εκτός αν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, δικάζει την υπόθεση κατ’ ουσίαν (ΑΠ 207/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 224/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1344/2015 Δημ. Νόμος). Η διάταξη αυτή ρυθμίζει ειδικώς, σε σχέση με την έφεση, την καθιερούμενη από το άρθρο 106 Κ.Πολ.Δ. γενική αρχή της διαθέσεως, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο ενεργεί μόνο ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς, που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Το αίτημα, συνεπώς, της εφέσεως και οι λόγοι αυτής, που το στηρίζουν, οριοθετούν το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της εφέσεως. Κατόπιν αυτού, το εφετείο αποκτά εξουσία να εξετάσει όλους τους ισχυρισμούς που υποβάλλονται, κατά τις διατάξεις των άρθρων 525 έως 527 ΚΠολΔ, τόσο από τη μία πλευρά όσο και από την άλλη (βλ. σχετ. ΑΠ 140/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 791/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 224/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 591/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 258/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 92/2015, ΑΠ 1951/2007).

Στην προκείμενη περίπτωση, η ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη, με την υπό κρίση από 17.07.2017 και με αριθμ. έκθεσης κατάθεσης ………../2017 αγωγή της, ισχυρίστηκε, κατ’ ορθή εκτίμηση του δικογράφου, ότι,δυνάμει του από 25.11.2013 ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωσης,το οποίο συνήφθη μεταξύ αυτής και της πρώτης εναγομένης, μίσθωσε από την τελευταία ένα διαμέρισμα του τρίτου (Γ’) ορόφου οικοδομής, κείμενης επί της οδού …………στον Πειραιά Αττικής, προκειμένου να το χρησιμοποιήσει ως κατοικία δική της και του ανηλίκου υιού της. Ότι η διάρκεια της μίσθωσης ορίστηκε διετής, αρχομένη στις 25.11.2013 και λήγουσα στις 25.11.2015, ενώ, μετά το πέρας του συμφωνηθέντος χρόνου λήξης της, η ίδια εξακολούθησε να χρησιμοποιεί το μίσθιο χωρίς την εναντίωση της εκμισθώτριας, καταβάλλοντας ανελλιπώς και εμπροθέσμως το μηνιαίο μίσθωμα και έτσι η μίσθωση κατέστη μίσθωση αορίστου χρόνου. Ότι, περί τα μέσα Μαΐου του έτους 2017, επιστρέφοντας στο ανωτέρω μίσθιο διαμέρισμα, πληροφορήθηκε από τον ανήλικο υιό της ότι η ……….. (μη διάδικος στην παρούσα δίκη), θυγατέρα της πρώτης εναγομένης και ετεροθαλής αδελφή της δεύτερης εναγομένης, η οποία δεν διαμένει στην οικοδομή αυτή, όπως οι λοιποί εναγόμενοι, κατά τη διάρκεια της απουσίας της, είχε προσπαθήσει να ανοίξει με κλειδί την πόρτα του μισθίου διαμερίσματος, θεωρώντας ότι η μητέρα της – πρώτη εναγομένη διέμενε στο εν λόγω διαμέρισμα, καθώς και ότι η ίδια (ενάγουσα) με τον ανήλικο υιό της είχαν αποχωρήσει από αυτό. Ότι όταν η ανωτέρω ……….. αντιλήφθηκε τον ανήλικο υιό της ενάγουσας, ο οποίος της άνοιξε την πόρτα, νομίζοντας ότι ήταν η μητέρα του, κατανόησε το λάθος της και, αφού ζήτησε συγγνώμη από τον ανήλικο, αποχώρησε από το διαμέρισμα. Ότι,περίπου μία εβδομάδα αργότερα,η δεύτερη εναγομένη, θυγατέρα, επίσης, της εκμισθώτριας – πρώτης εναγομένης, ενεργώντας για λογαριασμό της τελευταίας, σε τηλεφωνική της επικοινωνία με την ενάγουσα, επικαλούμενη ότι το διαμέρισμα του δευτέρου (Β’) ορόφου της ίδιας οικοδομής, ιδιοκτησίας της ανωτέρω αδελφής της ………, στο οποίο μέχρι τότε διέμενε η μητέρα τους πρώτη εναγομένη, είχε ήδη πωληθεί και για το λόγο αυτό η πρώτη εναγομένη θα έπρεπε να μετακομίσει άμεσα στο μίσθιο διαμέρισμα του τρίτου (Γ’) ορόφου, κατήγγειλε προφορικώς, την ανωτέρω μίσθωση, δηλώνοντας στην ενάγουσα ότι, μέχρι τέλος Ιουνίου του ίδιου έτους (2017), θα έπρεπε εκείνη και ο ανήλικος υιός της να έχουν αποχωρήσει από το μίσθιο διαμέρισμα. Ότι η ίδια (ενάγουσα) αποδέχθηκε να αποχωρήσει από το μίσθιο διαμέρισμα, ωστόσο,δήλωσε ότι αδυνατούσε να εξεύρει νέο διαμέρισμα στην ίδια συνοικία και να μετακομίσει σε αυτό εντός διαστήματος ενός μηνός, διότι την ίδια χρονική περίοδο ο ανήλικος υιός της έδινε εξετάσεις για την αποφοίτησή του από τη β’ λυκείου και, ακολούθως, επρόκειτο να ξεκινήσει την προετοιμασία του για τις πανελλήνιες εξετάσεις και για τους λόγους αυτούς δεν επιθυμούσε να διαταραχθεί η ηρεμία του, με την αλλαγή οικίας και σχολικού περιβάλλοντος, μάλιστα σε περίοδο μαθητικών εξετάσεων, ζήτησε δε τη βοήθεια των δύο πρώτων εναγομένων προς εξεύρεση νέας οικίας στην ίδια περιοχή. Ότι έκτοτε άρχισε προσπάθειες για την ανεύρεση νέου διαμερίσματος, έχοντας παράλληλα να αντιμετωπίσει τις εργασιακές και οικογενειακές της υποχρεώσεις.Ότι σε καθημερινές σχεδόν συναντήσεις της με την πρώτη εναγομένη στην οικοδομή, η τελευταία διατύπωνε σε αυτήν ερωτήσεις σχετικά με την ανεύρεση άλλης οικίας και την ημερομηνία μετοίκησής της από τη μίσθια οικία. Ότι η πρώτη εναγομένη καλούσε αυτήν (ενάγουσα) συχνά σε τηλεφωνική επικοινωνία, κατά την ώρα εργασίας της, υποβάλλοντας σε αυτήν ερωτήσεις σχετικά με την ημερομηνία μετοίκησής της από τη μίσθια οικία, διότι, όπως της ανέφερε, το συμβόλαιο πώλησης του διαμερίσματος του δευτέρου ορόφου είχε συνταχθεί και η ίδια (πρώτη εναγομένη) έπρεπε να μετοικήσει επειγόντως στο διαμέρισμα του Γ΄ ορόφου, άλλως θα κατέβαλε ποινικές ρήτρες. Ότι η δεύτερη εναγομένη της δήλωσε ότι οι αγοραστές του διαμερίσματος του δευτέρου (Β’) ορόφου έπρεπε να παραλάβουν το διαμέρισμα στις αρχές Ιουλίου του 2017. Ότι οι δύο πρώτες εναγόμενες δεν τη βοήθησαν στην ανεύρεση νέας μίσθιας οικίας. Ότι ασκούσαν σε αυτήν ψυχολογική πίεση, ώστε ν’ αποχωρήσει όσο το δυνατόν πιο σύντομα από το μίσθιο διαμέρισμα, ενώ τις είχε ενημερώσει ότι αδυνατούσε σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα να εξεύρει νέο διαμέρισμα και παράλληλα να μετακομίσει σ’ αυτό, αλλά και ενώ γνώριζαν ότι ο ανήλικος υιός της βρισκόταν σε περίοδο μαθητικών εξετάσεων. Ότι το αποκορύφωμα της προσβλητικής συμπεριφοράς των εναγομένων ήταν όταν η πρώτη εξ’ αυτών, εν ώρα απουσίας της ιδίας (ενάγουσας)από την οικία της και ενώ γνώριζε για την απουσία της, χτύπησε το κουδούνι του μισθίου διαμερίσματος και ρώτησε τον ανήλικο υιό της επί λέξει: «που είναι η μαμά σου;», «ακόμα δεν βρήκατε σπίτι να φύγετε;». Ότι όταν η ίδια, πληροφορούμενη το γεγονός, ζήτησε από την πρώτη εναγομένη να μην ξαναενοχλήσει τον ανήλικο υιό της για το συγκεκριμένο ζήτημα, επενέβη ο τρίτος εναγόμενος, γαμπρός της πρώτης εναγομένης και σύζυγος της δεύτερης εναγομένης, ο οποίος μετέβη στο μίσθιο διαμέρισμα και ζήτησε από αυτήν (ενάγουσα) το λόγο για το διάλογο, που είχε με την πεθερά του, ενώ παράλληλα, χρησιμοποιώντας το ογκώδες σώμα του, της έφραξε την είσοδο του διαμερίσματος, επιχειρώντας ο ίδιος να εισέλθει σ’ αυτό και παράλληλα να την αναγκάσει να οπισθοχωρήσει από την πόρτα εισόδου του διαμερίσματος. ΄Οτι κατ’ αυτόν τον τρόπο έκανε απειλητική την παρουσία του και η ίδια του ζητούσε συνεχώς να φύγει, πλην, όμως, μάταια, αλλά τελικά κατέστη δυνατό να κλείσει τη θύρα του διαμερίσματος και να μην εισέλθει ο τρίτος εναγόμενος εντός αυτού. ΄Οτι το περιστατικό αυτό διαδραματίστηκε ενώπιον του ανήλικου υιού της, ο οποίος την ώρα εκείνη μελετούσε για την συμμετοχή του στις πανελλήνιες εξετάσεις. Ότι, τελικά, μίσθωσε διαμέρισμα σε άλλη περιοχή, έλαβε δάνειο για την αντιμετώπιση των εξόδων της μετακόμισης, ενώ ο ανήλικος υιός της επηρεάστηκε σοβαρά απ’ όλη την αναστάτωση και στεναχώρια, που οι εναγόμενοι προκάλεσαν, και η βαθμολογία του παρουσίασε πτώση. Ότι αποχώρησε από το μίσθιο διαμέρισμα στις 12/07/2017 παραδίδοντας τα κλειδιά του διαμερίσματος, μέσω της πληρεξούσιας δικηγόρου της, στην πληρεξούσια δικηγόρο της πρώτης εναγομένης, έχοντας εκπληρώσει όλες τις οικονομικές της υποχρεώσεις.Ότι, εν συνεχεία, μετά από έλεγχο, που διενήργησε, μέσω της πληρεξούσιας δικηγόρου της, στα βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά, διαπίστωσε ότι το εν λόγω διαμέρισμα του δευτέρου (Β’) ορόφου δεν είχε πωληθεί, όπως της είχαν δηλώσει οι δύο πρώτες εναγόμενες, ασκώντας σε αυτήν ψυχολογική βία και πίεση, προκειμένου ν’ αποχωρήσει άμεσα από το μίσθιο διαμέρισμα και προκαλώντας σε αυτήν, αλλά και στον ανήλικο υιό της στεναχώρια, φόβο, ανησυχία και απίστευτη ψυχική ταλαιπωρία εντός της οικογενειακής οικίας. Ότι οι δύο πρώτες εναγόμενες άσκησαν προφορικά το παρεχόμενο εκ του νόμου δικαίωμα καταγγελίας της μίσθωσης αορίστου χρόνου και η ίδια αποδέχθηκε ν’ αποχωρήσει από την τότε μισθωμένη οικία της, ιδιοκτησίας τους, η ως άνω συμπεριφορά τους, όμως, και η πρόκληση φόβου, στεναχώριας, ψυχικής ταλαιπωρίας και ανησυχίας σε αυτήν και τον ανήλικο υιό της, δεν ήταν αναγκαία για τη θεμελίωση και την άσκηση του σχετικού τους δικαιώματος. Ότι η πρόκληση υπέρμετρης ανησυχίας σε αυτήν, σε καθημερινή βάση, που ήταν στην εργασία της και ανησυχούσε εάν οι εναγόμενοι θα ενοχλήσουν και αναστατώσουν τον ανήλικο υιό της ή θα προσπαθήσουν να εισέλθουν στην οικία τους, τη χρονική περίοδο, που ήταν αναγκαία η ησυχία για τη μελέτη του, δεν ήταν αναγκαία για την άσκηση του σχετικού τους δικαιώματος. Ότι το επιδιωκόμενο από την πλευρά των δύο πρώτων εναγομένων αποτέλεσμα, ήτοι η αποχώρησή της από το μίσθιο, θα πραγματοποιούνταν, όπως τους είχε ενημερώσει και χωρίς την πρόκληση στεναχώριας και ψυχικής της ταλαιπωρίας και χωρίς τη δημιουργία φόβου και ανησυχίας και χωρίς την απειλητική συμπεριφορά του τρίτου εναγομένου, ο οποίος προσπάθησε να εισέλθει εντός της οικίας της χρησιμοποιώντας το ογκώδες σώμα του και κάνοντας απειλητική την παρουσία του, ενώπιον του ανήλικου τέκνου της, που μελετούσε. Ότι η ως άνω συμπεριφορά συνιστά κατάφωρη υπέρβαση της άσκησης του δικαιώματος, όπως επιβάλλεται από τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του, την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, ιδίως από την πρώτη εναγομένη, καθώς και απάτη, αφού προκάλεσαν σε αυτήν σφαλερή αντίληψη των πραγματικών γεγονότων, που οδήγησαν στην άμεση αποχώρησή της από το διαμέρισμα, στο οποίο διέμενε και στη ζημία της, εν γνώσει και της αναλήθειας όσων έλεγαν και της ενδεχόμενης πρόκλησης ζημίας της, ως συνέπειας της συμπεριφοράς τους.Ότι η πρόκληση και η δημιουργία φόβου, ανασφάλειας και ανησυχίας σε αυτήν και τον ανήλικο υιό της, από όλους τους εναγομένους και δη εντός της οικίας της, υπερβαίνει κατά πολύ τις γενικές αντιλήψεις του εμφρόνως σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου και παραβαίνει κατάφωρα το κριτήριο των χρηστών ηθών. Ότι η δόλια και παράνομη συμπεριφορά των εναγομένων, προκάλεσε σε αυτήν και δη σε μονογονεϊκή οικογένεια με ανήλικο τέκνο, στεναχώρια, υπέρμετρη ανησυχία, φόβο και ψυχική ταλαιπωρία και, κατά συνέπεια, ηθική βλάβη. Με βάση το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα ζητούσε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν, η μεν πρώτη εξ’ αυτών το ποσό των 25.000 ευρώ, καθένας δε από τους δεύτερη και τρίτο εξ’ αυτών, το ποσό των 5.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της προκληθείσας σ’ αυτήν ηθικής βλάβης από την ανωτέρω παράνομη και καταχρηστική συμπεριφορά τους, με το νόμιμο τόκο, για όλα τα ανωτέρω ποσά, από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, αφού έκρινε αυτήν αρκούντως ορισμένη, ως περιέχουσα όλα τα απαιτούμενα κατ’ άρθρα 118 και 216 ΚΠολΔ στοιχεία για την νομική της πληρότητα, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού των εναγομένων και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 281, 299, 330, 341, 346, 914, 919, 932 Α.Κ. 907, 908 και 176 ΚΠολΔ, έκανε δεκτή εν μέρει την υπό κρίση αγωγή ως κατ’ ουσία βάσιμη και υποχρέωσε καθέναν από τους εναγομένους να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των χιλίων ευρώ (1.000 €), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, επέβαλε δε μέρος της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας, σε βάρος των εναγομένων, την οποία όρισε στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εναγόμενοι, με την υπό κρίση έφεσή τους, για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ώστε ν’ απορριφθεί στο σύνολό της η υπό κρίση αγωγή. Υπό το εκτεθέν περιεχόμενο, όμως, η υπό κρίση αγωγή, κατ’ ορθή εκτίμηση του δικογράφου, είναι απορριπτέα και αυτεπαγγέλτως ως μη νόμιμη, διότι και αληθή υποτιθέμενα τα πραγματικά περιστατικά, που εκτίθενται σε αυτήν, δεν συνιστούν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων σε βάρος της ενάγουσας, ώστε να δύναται να στηριχθεί η ένδικη αξίωση χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης, στις διατάξεις περί αδικοπραξιών. Εξάλλου, δεν δύναται να θεωρηθεί ότι συνιστούν τα εκτιθέμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των εναγομένων σε βάρος της ενάγουσας, είτε με την έννοια της καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος καταγγελίας της σύμβασης, είτε με την έννοια της προσβολής της προσωπικότητάς της. Η συχνή δε υποβολή ερωτήσεων σχετικά με το χρόνο αποχώρησης της ενάγουσας από τη μίσθια οικία, μετά την άσκηση του δικαιώματος της καταγγελίας της σύμβασης μίσθωσης, ιδίως μετά την πάροδο της ταχθείσας προθεσμίας και αληθής υποτιθέμενη, αυτή καθεαυτή, δεν δύναται να θεμελιώσει την καταχρηστικότητα της άσκησης του δικαιώματος της πρώτης εναγομένης, αλλά ούτε και σε συνδυασμό με τα λοιπά εκτιθέμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά δύναται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, να θεμελιώσει παράνομη συμπεριφορά των εναγομένων, ικανή, συντρεχουσών και των λοιπών νομίμων προϋποθέσεων, να θεμελιώσει αξίωση χρηματικής ικανοποίησης της ενάγουσας από αδικοπραξία, κατά την προαναφερθείσα έννοια. ΄Αλλωστε, εφόσον η καταγγελία είναι μονομερής και απευθυντέα προς το μισθωτή έγγραφη δήλωση βουλήσεως του εκμισθωτή για τη λύση της μίσθωσης, η εκτιθέμενη στο αγωγικό δικόγραφο συμπεριφορά των εναγομένων, έναντι της ενάγουσας, και αληθής υποτιθέμενη, αναφέρεται σε χρονικό διάστημα μεταγενέστερο της άσκησης του νομίμου, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, δικαιώματος καταγγελίας της σύμβασης μισθώσεως, της οποίας τ’ αποτελέσματα επέρχονται στο μέλλον. Ούτε, επίσης, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι προσέβαλε την ως άνω καταγγελία ως άκυρη, λόγω καταχρηστικής άσκησής της, με συνέπεια να μην έχει λυθεί η ως άνω σύμβαση μισθώσεως, αλλά, αντιθέτως, επικαλείται ότι αποδέχθηκε τη, συνεπεία της καταγγελίας αυτής, λύση της σύμβασης μίσθωσης και παρέδωσε εκούσια, στις 12/07/2017, μέσω της πληρεξούσιας δικηγόρου της, στην πληρεξούσια δικηγόρο της πρώτης εναγομένης, τα κλειδιά του μισθίου. Εξάλλου, η ενάγουσα δεν ισχυρίζεται ότι η πρώτη των εναγομένων – εκμισθώτρια, με τη συμπεριφορά της, είχε δημιουργήσει την εύλογη πεποίθηση σε αυτήν ότι δεν θα ασκήσει το δικαίωμα της αυτό, αλλά ούτε και ότι οι εναγόμενοι ενήργησαν παράνομα και αντίθετα στα χρηστά και συναλλακτικά ήθη, με πρόθεση να προκαλέσουν ζημία σε αυτήν, καθώς και ότι από την αδικοπρακτική τους συμπεριφορά, ισχυριζόμενοι αναληθή περιστατικά, σχετικά με το λόγο της καταγγελίας αυτής,εν γνώσει της αναλήθειάς τους, επέφεραν σε αυτήν περιουσιακή ζημία, με σκοπό ν’ αποκομίσει η πρώτη των εναγομένων παράνομο περιουσιακό όφελος. Σημειώνεται ότι, σε περίπτωση αμφισβητήσεως της ορθότητας του επικαλούμενου λόγου καταγγελίας της σύμβασης μισθώσεως από τον εκμισθωτή, μπορεί ο μισθωτής να προσφύγει στο δικαστήριο με την άσκηση σχετικής αναγνωριστικής αγωγής (70 ΚΠολΔ), κατά την ειδική διαδικασία, οπότε αν γίνει δεκτή η αγωγή, η σύμβαση μίσθωσης δεν θεωρείται λυθείσα. Εξάλλου, η ένδικη αξίωση από αδικοπραξία δεν θα μπορούσε να θεμελιωθεί χωρίς την ένδικη συμβατική σχέση. Σημειώνεται, επίσης, ότι αντιπροσώπευση στην αδικοπραξία δεν είναι δυνατή. Ούτε, άλλωστε, η χρησιμοποίηση του σώματος του τρίτου των εναγομένων έμπροσθεν της οικίας της ενάγουσας, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, συνιστά απειλητική συμπεριφορά σε βάρος της ενάγουσας και δη σχετιζόμενη με την άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας της σύμβασης μίσθωσης. Για την τυχόν δε πρόκληση ηθικής βλάβης στο ανήλικο τέκνο της ενάγουσας, δεν υπεβλήθη σχετικό αίτημα επιδίκασης στην ενάγουσα χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης, για λογαριασμό του. Επίσης, η παράσταση της άμεσης ανάγκης ιδιόχρησης της ως άνω οικίας εκ μέρους της πρώτης των εναγομένων, ακόμη και εάν δεν ήταν αληθής, όπως ισχυρίζεται η ενάγουσα, αφενός μεν δεν είχε ως αποτέλεσμα να πείσει αυτήν σε σύναψη σύμβασης, καθώς η καταγγελία είναι μονομερής και απευθυντέα προς το μισθωτή έγγραφη δήλωση βουλήσεως του εκμισθωτή για λύση της μίσθωσης, αφετέρου δε δεν συνδέεται αιτιωδώς με την αποχώρηση αυτής από τη μίσθια οικία, εφόσον αυτή ήταν συνέπεια των αποτελεσμάτων της ως άνω καταγγελίας της σύμβασης μίσθωσης και της λύσης αυτής, τη στιγμή μάλιστα, που δεν επικαλέστηκε την ακυρότητα της καταγγελίας αυτής. Ως εκ τούτου, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε νόμιμη την υπό κρίση αγωγή, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 281, 299, 330, 341, 346, 914, 919, 932 Α.Κ., έσφαλε στην εφαρμογή του νόμου για τη θεμελίωση της αγωγής στους ως άνω κανόνες ουσιαστικού δικαίου, αρκέσθηκε δε σε στοιχεία λιγότερα στοιχεία, από εκείνα, που οι ως άνω κανόνες απαιτούν για τη γένεση του οικείου δικαιώματος, ενώ έπρεπε να απορρίψει αυτήν, στο σύνολό της ως μη νόμιμη. Κατόπιν τούτων, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση έφεση, ως κατ’ ουσία βάσιμη, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη με αριθμ. 2406/23-05-2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία και,αφού κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο (άρθ. 535 § 1 ΚΠολΔ) και δικαστεί η από 17/07/2017, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./18-07-2017 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../18-07-2017,απευθυνόμενη, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την τακτική διαδικασία, αγωγή ν’ απορριφθεί αυτή και αυτεπαγγέλτως ως νόμω αβάσιμη. Λόγω δε της νίκης των εκκαλούντων, οι οποίοι κατέθεσαν παράβολο ύψους εκατό (100) ευρώ στο δημόσιο ταμείο, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου σε αυτούς (άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατά τ’ άρθρα 179 και 183 ΚΠολΔ, καθώς ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την υπό κρίση έφεση, κατά της με αριθμ.2406/23-05-2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη με αριθμ. 2406/23-05-2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία,.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του καταθέσαντος από τους εκκαλούντες παραβόλου σε αυτούς.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει την από 17/07/2017,με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../18-07-2017 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./18-07-2017, απευθυνόμενη ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την τακτική διαδικασία, αγωγή.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την υπό κρίση από17/07/2017, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./18-07-2017 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../18-07-2017, αγωγή.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 27/09/2019, στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ