Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 592/2019

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός Αποφάσεως           592/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ  ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Μαρία Κωττάκη, Εφέτη, που όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοικήσεως του Εφετείου Πειραιώς, και τη Γραμματέα Ε.Τ..

 ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

 ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΝΟΜΟ

            Εισάγονται προς συζήτηση οι από 01.06.2018 ( ΓΑΚ …./2018 και ΕΑΚ …/2018)  και η από 14.12.2018 ( ΓΑΚ …/2018 και ΕΑΚ …/2018) εφέσεις του ενάγοντος και της εναγομένης αντιστοίχως,  κατά της υπ΄αριθ. 1830/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο δίκασε, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών (αρθ. 591, 614, 621-622 ΚΠολΔ), την ενώπιόν του ασκηθείσα από 23.12.2016 (ΓΑΚ …/2016 ΕΑΚ …./2016) αγωγή, αντιμωλία των διαδίκων. Οι εφέσεις, που πρέπει να συνεκδικασθούν (246 ΚΠολΔ)  διότι πλήττουν την ίδια απόφαση, έχουν ασκηθεί νομοτύπως, με κατάθεση του δικογράφου τους στη Γραμματεία του εκδόντος την εκκαλουμένη δικαστηρίου και εμπροθέσμως. Πρέπει, επομένως,  να γίνουν τυπικώς δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (αρθρ. 495 επ., 511, 513, 516, 517, 518, 520 παρ. 1, 524 παρ. 1, 2, 532, 533 ΚΠολΔ).

H εκκαλουμένη δέχθηκε εν μέρει ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη την  προαναφερόμενη αγωγή, με την οποία ο ενάγων και ήδη εκκαλών-εφεσίβλητος, εργαζόμενος ως Ναύτης στο αναφερόμενο πλοίο, πλοιοκτησίας της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας-εφεσίβλητης, ζήτησε, μετά παραδεκτό μερικό περιορισμό του αιτήματος 1) να υποχρεωθεί η τελευταία να του καταβάλει συνολικό ποσό 14.292,13 ευρώ, για διαφορές αμοιβής υπερωριακής εργασίας του, καθημερινών, Σαββάτων, Κυριακών και αργιών, επιδόματος δρομολογίων εξπρές και δώρων Πάσχα -Χριστουγέννων, όπως ειδικότερα αναλύεται στις από 19.9.2017 ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου προτάσεις του σε συνδυασμό με τα ταυτάριθμα της εκκαλουμένης πρακτικά και 2) να αναγνωρισθεί ότι υποχρεούται να του καταβάλει συνολικό ποσό 16.434,93 ευρώ για διαφορές α) υπερωριακής εργασίας Σαββάτων και αργιών 2015, β) υπερωριακής εργασίας καθημερινών και Κυριακών 2015, γ) δώρου εορτών Χριστουγέννων 2015 και δ) επιδόματος δρομολογίων εξπρές 2015, όλα τα ποσά νομιμοτόκως από  την απόλυσή του άλλως από την επίδοση της αγωγής.   Ειδικότερα, η εκκαλουμένη δέχθηκε ότι ο ενάγων εργαζόταν 12 ώρες ημερησίως κατά μέσο όρο καθ΄όλα τα ένδικα χρονικά διαστήματα και όχι 14 που αξίωνε ο ίδιος ή 9 έως 10 που ισχυριζόταν η εναγομένη και ακολούθως επιδίκασε στον ενάγοντα συνολικό ποσό 3.573,80 ευρώ, νομιμοτόκως από την απόλυσή του μόνο για τα χρονικά διαστήματα που αφορούν τον μετά την 04.04.2016 χρόνο, με την αιτιολογία ότι κατά τα προγενέστερα χρονικά διαστήματα της αγωγής δεν υπήρχε σε ισχύ αντίστοιχη Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας γιατί εκείνες του έτους 2014 είχαν λήξει χωρίς να υπογραφούν νέες για το έτος 2015.

Κατά της αποφάσεως αυτής, παραπονούνται αμφότερα τα διάδικα μέρη για κακή εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της, ώστε κατά τον μεν ενάγοντα-εκκαλούντα να γίνει ολικά δεκτή η αγωγή του κατά δε την εναγομένη-εκκαλούσα να απορριφθεί αυτή καθ’ ολοκληρία.

Α. Από τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, με την οποία ορίζεται ότι το δικόγραφο της αγωγής, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει να περιέχει : α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα, προκύπτει ότι η μη πλήρης αναφορά των περιστατικών αυτών καθιστά την αγωγή αόριστη και οδηγεί στην απόρριψή της ως απαράδεκτης, για έλλειψη διαδικαστικής προϋποθέσεως, η οποία αποτελεί και προϋπόθεση του παραδεκτού της (ΑΠ 1611/2008 Δ 2008, 1131, ΑΠ 187/2006 Δ 2006,907). Ειδικότερα, όταν πρόκειται για αγωγή με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση δεδουλευμένων αποδοχών ναυτικού, στοιχεία της βάσης της, που πρέπει ο ενάγων να αποδείξει, είναι η κατά το άρθρο 53 ΚΙΝΔ σύμβαση ναυτολογήσεως, η παροχή από το ναυτικό της εργασίας του στον εργοδότη (πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή) και ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός, σε συνδυασμό με το είδος και τη χωρητικότητα του πλοίου, ώστε να εφαρμοστεί η ΣΣΝΕ που αρμόζει (ΑΠ 365/2005 Ελ.Δ.47, 1663, ΑΠ 225/2002 Ελ.Δ. 44, 160, Εφ.Πειρ. 567/2005 ΕΝΔ33.345, ΕφΠειρ 168/2014 – “Νόμος”). Για την κατ` άρθρο 216 παρ.1 ΚΠολΔ πληρότητα του δικογράφου της αγωγής, με την οποία ζητείται η καταβολή διαφοράς αποδοχών για παρασχεθείσα κατά τις καθημερινές, τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες εργασία συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρονται οι συγκεκριμένες ημέρες και ο αριθμός αυτών αλλ` αρκεί να αναφέρεται ο αριθμός ωρών εργασίας που παρέσχε ο εργαζόμενος κατά το διάστημα τούτο (ΑΠ 1600/2006 Ελ. Δ. 48, 808, ΑΠ 725/1999 Ελ.Δ. 41, 343, ΕφΠειρ. 168/2014 ο.π.). Δεν αποτελεί, εξάλλου, αναγκαίο στοιχείο για το ορισμένο της αγωγής να αναφέρεται σ` αυτήν ο χρόνος, από τον οποίο αρχίζει η υπερεργασία και η υπερωρία κάθε ημέρα, αφού αυτός ορίζεται από το νόμο, ούτε η ανάγκη η οποία παρέστη για την εκτέλεσή της και το πρόσωπο από το οποίο δόθηκε η σχετική εντολή (Εφ. Πειρ. 892/2002 ΕΝΔ 30.43. ΕφΠειρ 168/2014 ο.π). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση εφέσεώς της, η εκκαλούσα – εναγομένη ισχυρίζεται ότι το αγωγικό κονδύλιο περί καταβολής αμοιβής υπερωριακής εργασίας είναι αόριστο, διότι δεν αναφέρονται ειδικότερα ποιές ακριβώς ανάγκες του πλοίου καθιστούσαν απαραίτητη την υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος και σε τι εργασίες απασχολούνταν αυτός ειδικότερα κατά τη διάρκεια του οκταώρου και της υπερωριακής του εργασίας ούτε πόσο χρόνο διαρκούσε κάθε επιμέρους εργασία και πώς γινόταν η κατανομή των επιμέρους εργασιών εντός του εικοσιτετραώρου. Ωστόσο,  στο δικόγραφο της ένδικης αγωγής εκτίθενται η κατάρτιση των συμβάσεων ναυτολογήσεως, η παροχή από το ναυτικό της εργασίας του στην εργοδότρια εναγομένη, ο νόμιμος μισθός, σε συνδυασμό με τη χωρητικότητα του πλοίου, καθώς και ο αριθμός των ωρών εργασίας κατά τις καθημερινές, τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες, που ο ενάγων ισχυρίζεται ότι παρείχε  υπερωριακή εργασία, συνεπώς, αυτή (αγωγή) είναι επαρκώς ορισμένη, αφού περιέχονται σ΄ αυτήν όλα τα απαιτούμενα για την πληρότητά της, κατά τα άρθρα 118, 119 και 216 ΚΠολΔ, στοιχεία, όπως αυτά αναλύονται ανωτέρω. Επομένως, η εκκαλουμένη που δέχθηκε ότι η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη, ορθώς εφάρμοσε το νόμο, απορριπτομένου ως αβάσιμου του πρώτου λόγου εφέσεως της εναγομένης-εκκαλούσας-εφεσίβλητης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα.

Β. Στις ΣΣΝΕ δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 9 του Ν. 1876/1990 για την επιβίωση των κανονιστικών όρων της συλλογικής σύμβασης που έληξε ή καταγγέλθηκε υπό τη μορφή αρχικώς της παράτασης της ισχύος τους για ένα διάστημα και ακολούθως, μετά την παρέλευσή του, της μετενέργειάς τους επί των ατομικών συμβάσεων εργασίας (ΑΠ 1107/2017, “Νόμος”). Συνεπώς, με τη λήξη της χρονικής διάρκειας της ΣΣΝΕ παύει ευθύς αυτή να ισχύει και τις συνθήκες παροχής και τις αμοιβές της εργασίας των ναυτικών ρυθμίζουν στο εξής οι όροι της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας για την υπόλοιπη συμφωνημένη διάρκειά της. Συναφώς, αν ατομική σύμβαση ναυτικής εργασίας συναφθεί σε χρόνο μεταγενέστερο της λήξης της ισχύος της τελευταίας σχετικής ΣΣΝΕ, το εργασιακό καθεστώς δεν διέπεται πλέον από τη λήξασα ΣΣΝΕ αλλά προσδιορίζεται αυτοτελώς από τους όρους της ατομικής σύμβασης. Άλλως, βέβαια, θα έχει το πράγμα αν οι συμβαλλόμενοι κατά τη σύναψη της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας συμφωνήσουν να καταστούν περιεχόμενο της σύμβασης αυτής οι όροι κάποιας ΣΣΝΕ και μέλλουσας ακόμα (ΑΠ 692/2014, “Νόμος”) ή και αυτής που έληξε. Τούτο είναι σύμφωνο με τις αρχές της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης και της ελευθερίας των συμβάσεων, που απορρέουν από τη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ, από την οποία συνάγεται ότι είναι δυνατόν να συμφωνηθεί εγκύρως λ.χ. το ύψος του μισθού με παραπομπή σε συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή διαιτητικές αποφάσεις, οι οποίες καλύπτουν άλλη κατηγορία εργαζομένων ή θέτουν προϋποθέσεις που δεν συγκεντρώνει ο συγκεκριμένος μισθωτός (ΑΠ 1109/2017, ΑΠ 1150/2017, ΑΠ 51/2017 “Νόμος”, ΑΠ 228/2014, ΔΕΕ 2014/864, ΑΠ 251/2012, ΑΠ 1494/2010, ΑΠ 637/2004,”Νόμος”, ΑΠ 225/2002, ΔΕΕ 2003/331 = ΕΕΔ 2003/1166, ΑΠ 443/1999, Δνη 1999/1559 = ΔΕΝ 2000/151 = ΕΕΔ 2000/567 = ΕπιθΙΚΑ 2000/203, ΑΠ 332/1997, ΔΕΕ 1997/1104 = ΕΕργΔ 1998/696, ΤριμΕφΠειρ. 720/2015, “Νόμος”, ΤριμΕφΠειρ. 12/2011, ο.π., ΤριμΕφΘεσ. 262/2011, “Νόμος” Γ. Λεβέντης, – Κ. Παπαδημητρίου, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, 2011, σελ. 521, Ι. Ληξουριώτης, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, 2013, σελ. 301). Αν με την ατομική σύμβαση εργασίας έχει γίνει ρητή παραπομπή στους όρους συγκεκριμένης ΣΣΕ, τότε οι όροι αυτοί αποκτούν συμβατική δύναμη (ΑΠ 773/2017 “Νόμος”), δηλαδή καθίστανται και θεωρούνται εξαρχής περιεχόμενο της ατομικής σύμβασης εργασίας σαν να είχαν συμφωνηθεί με ελεύθερη των μερών διαπραγμάτευση σε ατομικό επίπεδο και γενεσιουργός όρος της δεσμευτικότητάς τους είναι τότε η ατομική βούληση του εργοδότη και του προσλαμβανόμενου εργαζομένου (ΑΠ 256/2016 “Νόμος”, Στ. Βλαστός, Συλλογικές Εργασιακές Σχέσεις, 2017, αρ. 124, σελ. 263 – 264). Η παραπομπή μπορεί να γίνει και σε ΣΣΝΕ της οποίας η ισχύς έχει ήδη λήξει, καθόσον στην περίπτωση αυτή τα μέρη δεν ενδιαφέρει η δεσμευτική της δύναμη αλλά η ποιότητα των κανονιστικών ρυθμίσεων που περιείχε. Για το κύρος της συμφωνίας αυτής δεν απαιτείται η τήρηση τύπου (ΑΠ 874/2018, “Νόμος”, ΑΠ 567/2004, ΕΕΔ 2005/589, ΕφΑθ. 6808/1994, ΔΕΝ 1995/665 = ΕπιθΑσφΔ 1995/392). Για να καταστεί, όμως, οποιοσδήποτε όρος ΣΣΝΕ και όρος της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας πρέπει η παραπομπή να γίνει σε συγκεκριμένη ΣΣΝΕ και όχι αορίστως στις εκάστοτε ισχύουσες στις σχέσεις του εργοδότη και των ναυτικών ΣΣΝΕ, διότι στην τελευταία περίπτωση θα ισχύει είτε η νεότερη, αν υπάρχει, ΣΣΝΕ, έστω και αν περιέχει δυσμενέστερες για τους ναυτικούς διατάξεις, αφού ρητά συμφωνήθηκε µε την ατομική σύμβαση εργασίας ότι θα εφαρμοστεί η εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΝΕ (ΑΠ 277/2009, ΕΕΔ 2010/1353, ΑΠ 860/2010, ΔΕΝ 2010/1061, Δ. Ζερδελής, Εργατικό Δίκαιο – Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, 2011, αρ. 1050α, σελ. 662) είτε, ελλείψει νεότερης, η τελευταία ισχύσασα ΣΣΝΕ εωσότου συναφθεί νέα ΣΣΝΕ, η οποία για τον ίδιο λόγο θα καταλάβει και την ατομική σύμβαση. Αποτελεί δε, αυτονόητα, ζήτημα πραγματικό το περιεχόμενο της σχετικής συμφωνίας των μερών (ΑΠ 515/2017 “Νόμος”) και το δικαστήριο κρίνει περί αυτού με βάση καταρχάς τους όρους που αποτυπώθηκαν στο έγγραφο της ατομικής συμφωνίας και, σε περίπτωση άτυπης κατάρτισης της σύμβασης ναυτολόγησης, με βάση το σύνολο των αποδεικτικών μέσων (MονΕφΠειρ 205/2019 Ιστότοπος Εφετείου Πειραιώς).

Γ. Κατά την έννοια των άρθρων 680 § 3 ΑΚ και 7 του Ν. 1876/1990 η ατομική σύμβαση εργασίας, που καταρτίζεται από πρόσωπο δεσμευόμενο από συλλογική σύμβαση εργασίας, θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους θεσπισθέντες με αυτήν την τελευταία όρους, οι δε αντίθετες ατομικές συμφωνίες είναι άκυρες. Όμως, όροι ατομικής εργασιακής συμβάσεως ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από αυτούς της συλλογικής σύμβασης είναι επικρατέστεροι. Εκ τούτων συνάγεται ότι εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπομένων από τη συλλογική σύμβαση και περιελήφθη όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις πέραν των νομίμων καταβαλλόμενες, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις αποδοχές που υφίστανται κατά το χρόνο συνάψεως της ατομικής εργασιακής σύμβασης αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες που θα θεσπιστούν μετά την κατάρτιση της ατομικής σύμβασης (ΑΠ 1934/2008, ΔΕΕ 2009/993 = ΕπιΔικΙΑ 2009/413 = Ε7 2012/117 = Δνη 2011/1596). Τα ανωτέρω ισχύουν ομοίως και για τις αξιώσεις από ναυτική εργασία, που θεμελιώνονται σε ειδικές διατάξεις, όπως εκείνες που απορρέουν από την υπερωριακή απασχόληση του ναυτικού, διότι η διάταξη του άρθρου 8 § 4 του ΝΔ 4020/1959, με την οποία προβλέπεται στη χερσαία εργασία η ακυρότητα των συμβάσεων με τις οποίες συμφωνείται η κάλυψη των αξιώσεων καταβολής υπερωριακής αμοιβής με τις πέραν των ελαχίστων ορίων καταβαλλόμενες υπέρτερες αποδοχές, δεν εφαρμόζεται για την πάγια κατ’ αποκοπή αμοιβή υπερωριών στη ναυτική εργασία (ΑΠ 516/2017, “Νόμος”, ΕφΠειρ. 465/2009, ΕΝαυτΔ 2009/276 κ.α.). Μάλιστα, στη ναυτική πρακτική, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, στον οποίο περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές που προβλέπονται από την οικεία ΣΣΝΕ, ονομάζεται «κλειστός μισθός» και είναι έγκυρη κατ’ άρθρο 361 ΑΚ, με την προϋπόθεση ότι οι νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον συμβατικό «κλειστό» μισθό, διαφορετικά, αν δηλαδή ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η σχετική συμφωνία δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, Δνη 44/160 = ΔΕΝ 2002/1314, ΜονΕφΠειρ. 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013/208, ΕφΠειρ 391/2009, ΕΝαυτΔ 2009/283, ΕφΠειρ 429/2008, ΕΝαυτΔ 2008/284, ΕφΠειρ 30/2008, ΕΝαυτΔ 2008/106, Ι. Πιτσιρίκος, Η σύμβαση ναυτικής εργασίας, 2006, § 9, σελ. 69). Η έννοια του «κλειστού» μισθού, που προϋποθέτει υφιστάμενο ένα νόμιμα καθοριζόμενο όριο ελάχιστων αποδοχών του εργαζομένου, περιλαμβάνει και τη συμφωνία ότι οι υπέρτερες αποδοχές καταλογίζονται στα τυχόν ήδη καταβαλλόμενα ή και μελλοντικά επιδόματα, χωρίς ανάγκη άλλου ειδικού καθορισμού τους (ΕφΠειρ. 568/2009, ΕΝαυτΔ 2009/267). Συνεπώς, εάν συμφωνηθεί στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται τακτικώς και παγίως στο ναυτικό, κατά τη διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπομένου από την οικεία ΣΣΝΕ μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας του, της δραστηριότητας και του ζήλου του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, χωρίς πρόβλεψη περί καταλογισμού αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο τούτο ποσόν αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του εργοδότη, ελευθέρως ανακλητή ή δυνάμενη να καταλογιστεί μονομερώς προς άλλες συμβατικές αξιώσεις του ναυτικού. Όμως, το ως άνω πρόσθετο χρηματικό ποσό («επιμίσθιο») μπορεί να συμψηφιστεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικείες ΣΣΝΕ αποδοχές, μόνον τότε, όταν υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί καταλογισμού του στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Σε διαφορετική περίπτωση, αν δηλαδή δεν έχει κάτι τέτοιο ειδικώς και ορισμένως συμφωνηθεί, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον εν λόγω συμψηφισμό, γιατί με τον τρόπο αυτό θα περιόριζε μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (ΑΠ 1013/2003, ο.π., ΑΠ 225/2002, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 213/2016, ΜονΕφΠειρ. 50/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 496/2015, αδημ, ΜονΕφΠειρ. 322/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 221/2015, Δνη 2016/1405, ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΠειρ 185/2012, ΕΝαυτΔ 2012/397, ΤριμΕφΠειρ 471/2011, ΕΝαυτΔ 2011/257, Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2004, άρθρο 60, σελ. 326, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 205). Πρέπει να σημειωθεί ότι σε περίπτωση που δεν εξειδικεύονται οι αποδοχές που καλύπτει ο «κλειστός» μισθός και υπάρχει κενό στη σύμβαση εργασίας ή γεννιέται αμφιβολία περί της έννοιας των βουλήσεων που δηλώθηκαν, αν δηλαδή περιλαμβάνονται ή όχι σε αυτόν ορισμένες από τις νόμιμες απαιτήσεις του ναυτικού, ανακύπτει θέμα ερμηνείας της σύμβασης, κατά τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ, δηλαδή, όπως απαιτεί η καλή πίστη λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών (ΑΠ 1700/1998, ΔΕΝ 1999/851 = ΕΕΔ 2000/176 = ΕΝαυτΔ 1999/465, ΜονΕφΠειρ. 212/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 457/2000, ΔΕΕ 2000/895, ΜονΕφΠειρ 205/2019 – ο.π).

Δ. Στην προκειμένη περίπτωση, από την εκτίμηση α) της ένορκης καταθέσεως του μάρτυρα ανταποδείξεως …………, που περιέχεται στα ταυτάριθμα της εκκαλουμένης πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (ο ενάγων δεν εξέτασε μάρτυρα στο ακροατήριο), που με επίκληση προσκομίζονται σε νομίμως επικυρωμένο αντίγραφο β) της ενώπιον της Συμβολαιογράφου Κομοτηνής ……. υπ΄αριθ. …/2017 ένορκης βεβαιώσεως του ………., που με επίκληση επαναπροσκομίζει ο ενάγων-εκκαλών-εφεσίβλητος και της οποίας προηγήθηκε νόμιμη κλήτευση της εναγομένης-εκκαλούσας (βλ. …./13-9-2017 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς …….)  και γ) όλων των νομίμως μετ΄επικλήσεως προσκομιζομένων από αμφότερα τα διάδικα μέρη εγγράφων, σε μερικά από τα οποία, ενδεικτικώς μόνο, γίνεται μνεία κατωτέρω, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με την από 13.1.2015 έγγραφη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήφθη στην Πάτρα μεταξύ των διαδίκων, ο ενάγων, απογεγραμμένος ‘Ελληνας ναυτικός με αριθμό μητρώου 4865, προσελήφθη από την εναγομένη για να εργασθεί με την ειδικότητα  του Ναύτη, στο Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο, πλοιοκτησίας της δεύτερης, με την ονομασία “ SXII”, νηολογίου Πειραιώς,  με αριθμό ….,  με συμφωνημένο μηνιαίο “κλειστό” μισθό ποσού 3.102,92 ευρώ μεικτά και την περαιτέρω συμφωνία ότι εφαρμοστέα τυγχάνει η εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΝΕ πληρωμάτων Μεσογειακών-Τουριστικών-Επιβατηγών πλοίων. Ο ενάγων εργάσθηκε στο εν λόγω πλοίο από 13.1.2015 έως 19.5.2015 οπότε απολύθηκε, στον Πειραιά, λόγω “κλεισίματος νηολογίου”. Επαναπροσλήφθηκε αυθημερόν στο ίδιο πλοίο, στον Πειραιά, με την από 19.5.2015 έγγραφη σύμβαση ατομικής εργασίας, με την ίδια ειδικότητα και συμφωνημένο μηνιαίο “κλειστό” μιαθό ποσού 3.117,21 ευρώ μεικτά και την περαιτέρω συμφωνία ότι εφαρμοστέα τυγχάνει η εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΝΕ πληρωμάτων των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων. Εργάσθηκε συνεχώς έως τις  09.12.2015, οπότε απολύθηκε στον Πειραιά, λόγω διακοπής δρομολογίων. Ακολούθως επαναπροσλήφθηκε στην Πάτρα, με την από 13.1.2016 έγγραφη σύμβαση ναυτικής εργασίας με την ίδια ειδικότητα και  συμφωνημένο μηνιαίο “κλειστό” μισθό ποσού 3.102,92 ευρώ μεικτά και την περαιτέρω συμφωνία ότι εφαρμοστέα τυγχάνει η εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΝΕ πληρωμάτων Μεσογειακών-Τουριστικών-Επιβατηγών πλοίων. Εργάσθηκε  στο ανωτέρω πλοίο έως τις 04.04.2016 οπότε απολύθηκε λόγω κλεισίματος νηολογίου. Επαναπροσλήθηκε αυθημερόν, στον Πειραιά, με την από 04.04.2016 έγγραφη σύμβαση ναυτικής εργασίας και συμφωνημένο μηνιαίο “κλειστό” μισθό ποσού 3.117,21 ευρώ  και την περαιτέρω συμφωνία ότι εφαρμοστέα τυγχάνει η εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΝΕ πληρωμάτων των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων και εργάσθηκε έως τις 04.05.2016, οπότε απολύθηκε λόγω αδείας. Επαναπροσλήφθηκε προφορικά στις 03.06.2016 με τους ανωτέρω όρους και εργάσθηκε έως τις 03.10.2016 οπότε απολύθηκε “αμοιβαία συναινέσει”. Και στις τέσσερις προαναφερόμενες έγγραφες ατομικές συμβάσεις που διέπουν την ένδικη σχέση εργασίας, συμφωνήθηκε από τα διάδικα μέρη ότι εφαρμοστέα ήταν η εκάστοτε ισχύουσα κατά περίπτωση ΣΣΝΕ, όπως ανωτέρω αναφέρεται. Συνεπώς, ως προς την ΣΣΝΕ πληρωμάτων επιβατηγών πλοίων, εφαρμοστέα ήταν, κατά το έτος 2015, η ΣΣΝΕ του έτους 2014, που ναι μεν, κατά το χρόνο σύναψης της ατομικής σύμβασης, είχε λήξει χωρίς να παραταθεί η ισχύς της και χωρίς να συναφθεί νέα για το έτος 2015 (τέτοια συνήφθη το έτος 2016), ωστόσο, σύμφωνα με όσα ανωτέρω υπό στοιχείο Β αναφέρονται, η βούληση των μερών, όπως χωρίς αμφιβολία αποδεικνύεται από το ίδιο το κείμενο των εν λόγω συμβάσεων αλλά και σε συνδυασμό με τις αποδείξεις μισθοδοσίας του ενάγοντος που αφορούν τους ένδικους χρόνους, ήταν να ρυθμίζεται ο μισθός του ναυτικού σύμφωνα με τους όρους της τελευταίας ισχύσασας ΣΣΝΕ και σε περίπτωση συνάψεως νέας η εφαρμογή αυτής. Για την ταυτότητα του λόγου, εφαρμοστέα κατά τα ένδικα χρονικά διαστήματα που το ανωτέρω πλοίο εκτελούσε πλόες προς Ανκόνα ήταν η ΣΣΝΕ πληρωμάτων μεσογειακών πλοίων του έτους 2014, η οποία έληξε μεν αλλά δεν συνήφθη νέα ούτε το έτος 2015 ούτε το έτος 2016. Επομένως, έσφαλε η εκκαλουμένη που απέρριψε ως μη νόμιμη την αγωγή κατά τα κεφάλαιά της που αφορούσαν στις διαφορές των προαναφερόμενων αποδοχών των ετών 2015  και του διαστήματος από 13.1.2016 έως 4.4.2016 λόγω λήξεως των ανωτέρω συμβάσεων και ο πρώτος λόγος εφέσεως του ενάγοντος-εκκαλούντος-εφεσίβλητου είναι βάσιμος ως προς το σκέλος του με το οποίο παραπονείται για την ανωτέρω απόρριψη. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι κατά το χρονικό διάστημα από 13.01.2015 έως 18.05.2015 και από 13.01.2016 έως 3.4.2016, το ανωτέρω πλοίο εκτελούσε δρομολόγια στη γραμμή Πάτρα-Ανκόνα Ιταλίας με ενδιάμεσο σταθμό την Ηγουμενίτσα. Κατά τα χρονικά διαστήματα  από 19.5.2015 έως 30.6.2015, από 7.9.2015 έως 31.10.2015, από 4.4.2016 έως 4.5.2016, από 3.6.2016 έως 30.6.2016 και από 7.9.2016 έως 30.10.206 το πλοίο εκτελούσε καθημερινώς δρομολόγια στη γραμμή Πειραιάς-Ρόδος με ενδιάμεσα λιμάνια αυτά της Σύρου – Πάτμου-Λέρου και Κω. Ειδικότερα, από 19.5.2015 έως 30.6.2015, από 7.9.2015 έως 31.10.2015, από 4.4.2016 έως 4.5.2016, από 3..6.2016 έως 30.6.2016 και από 7.9.2016 έως 3.10.2016, το πλοίο εκτελεούσε τα εξής δρομολόγια: Κάθε Δευτέρα και Παρασκευή, έφτανε στη Σύρο στις 04.00, αναχωρούσε για Πειραιά στις 04.20 όπου έφθανε στις 08.05, αναχωρούσε στις 19.00, έφτανε στη Σύρο στις 22.50 και αναχωρούσε στις 23.10. Κάθε Τρίτη, το πλοίο έφτανε στην Πάτμο στις 03.15, αναχωρούσε στις 03.35, έφτανε στη Λέρο στις 04.35, αναχωρούσε στις 04.55, έφτανε στην Κω στις 06.35, αναχωρούσε τις 07.05, έφτανε στη Ρόδο  στις 10.10, αναχωρούσε στις 17.00, έφτανε στην Κω στις 20.05 και αναχωρούσε στις 20.35. Κάθε Τετάρτη, το πλοίο έφτανε στη Σύρο στος 02.05, αναχωρούσε στις 02.20, έφτανε στον Πειραιά στις 06.10, αναχωρούσε στις 19.00, έφτανε στη Σύρο στις 22.50 και αναχωρούσε στις  23.00. Κάθε Πέμπτη, το πλοίο έφτανε στην Πάτμο στις 03.15, αναχωρούσε στις 03.35, έφτανε στη Λέρο στις 04.35, αναχωρούσε στις 04.55, έφτανε στην Κω στις 06.35, αναχωρούσε στις 07.05, έφτανε στη Ρόδο  στις 10.10 , αναχωρούσε στις 17.00, έφτανε την Κω στις 20.05, αναχωρούσε στις 20.35 έφτανε στη Λέρο στις 22.15, αναχωρούσε στις 22.35, έφτανε στην Πάτμο στις 23.35 και αναχωρούσε στις 23.55. Κάθε Σάββατο, το πλοίο έφτανε στην Πάτμο στις 03.15, αναχωρούσε στις 03.35, έφτανε στη Λέρο στις 04.35, αναχωρούσε στις 04.55, έφτανε στην Κω στις 06.35, αναχωρούσε στις 07.05 και έφτανε στη Ρόδο στις 10.10. Κάθε Κυριακή, το πλοίο αναχωρούσε από Ρόδο στις 17.00, έφτανε στην Κω στις 20.05, αναχωρούσε στις 20.35, έφτανε στη Λέρο στις 22.15, αναχωρούσε στις 22.35 έφτανε στην Πάτμο στις 23.35 και αναχωρούσε στις 23.55. Κατά το χρονικό διάστημα  από 1.7.2015 έως 6.9.2015 και από 1.7.2016 έως 6.9.2016, το πλοίο εκτελούσε τα εξής δρομολόγια: Κάθε Δευτέρα και Παρασκευή, έφτανε στη Σύρο στις 04.00, αναχωρούσε 04.20, έφτανε στον Πειραιά στις 08.05, αναχωρούσε στις 19.00, έφτανε στη Σύρο στις 22.50 και αναχωρούσε στις 23.10. Κάθε Τρίτη, το πλοίο έφτανε στην Πάτμο στις 03.15, αναχωρούσε στις 03.35, έφτανε στη Λέρο 04.35, αναχωρούσε στις 04.55, έφτανε στην Κω στις 06.35, αναχωρούσε στις 07.05, έφτανε στη ρόδο στις 10.10, αναχωρούσε στις 17.00, έφτανε στην Κω στις 20.05 και αναχωρούσε στις 20.35. Κάθε Τετάρτη, το πλοίο έφτανε στη Σύρο στις 02.05,  αναχωρούσε στις 02.20, έφτανε στον Πειραιά στις 06.10, αναχωρούσε στις 19.00, έφτανε στη Σύρο στις 22.50 και αναχωρουσε  στις 23.10. Κάθε Πέμπτη το πλοίο έφτανε στην Πάτμο στις 03.15, αναχωρούσε στις 03.35, έφτανε στη Λέρο στις 04.35 αναχωρούσε στις 04.55, έφτανε στην Κω στις 06.35, αναχωρούσε 07.05, έφτανε στη Ρόδο στις 10.10, αναχωρούσε στις 17.00 έφτανε στην Κω στις 22.05, αναχωρούσε στις 20.35, έφτανε στη Λέρο στις 22.15, αναχωρούσε στις 22.35. έφτανε στην Πάτμο στις 23.35 και αναχωρούσε στις 23.55. Κάθε Σάββατο το πλοίο έφτανε στην Κω στις 04.40, αναχωρούσε στις 05.10,  έφτανε στη Ρόδο στις 08.10, αναχωρούσε στις 09.30, έφτανε στην Κω 12.05, αναχωρούσε 12.30 έφτανε στα Κατάπολα Αμοργού στις 15.35 αναχωρούσε στις 15.55 κι έφτανε στον Πειραιά 21.10 απ’ όπου αναχωρούσε στις 23.55 για Κατάπολα όπου έφτανε κάθε Κυριακή ώρα 05.05 αναχωρούσε ώρα 05.25, έφτανε Πάτμο 07.25 αναχωρούσε 07.45, έφτανε Λέρο 08.35 αναχωρούσε 08.55, έφτανε Κω 10.20, αναχωρούσε 10.50, έφτανε Ρόδο 13.25 αναχωρούσε 17.00 έφτανε Κω 20.305 αναχωρούσε 20.35, έφτανε Λέρο 22.15 αναχωρούσε 22.35 κι έφτανε Πάτμο 23.35 απ’ όπου αναχωρούσε 23.55 για Σύρο όπου έφτανε 04.00 κ.ο.κ. Κατά το χρονικό διάστημα από 1.11.2015 έως 21.11.2015, το πλοίο εκτελούσε τα εξής δρομολόγια: Κάθε Δευτέρα και Παρασκευή έφτανε στην Κω στις 05.45, αναχωρούσε στις 06.15 έφτανε Ρόδο στις 09.00 αναχωρούσε στις 16.00 έφτανε Κω στις 19.15 και αναχωρούσε στις 19.45. Κάθε Τρίτη και Πέμπτη το πλοίο έφτανε στο λιμάνι του Πειραιά στις 07.45, αναχωρούσε στις 18.00 (εκτός του διαστήματος από 10.11.2015 έως 21.11.2015 που αναχωρούσε από Πειραιά ώρα 19.00). Κάθε Τετάρτη το πλοίο έφτανε στην Κω ώρα 05.45, αναχωρούσε ώρα 06.15, έφτανε στη Ρόδο ώρα 09.00, αναχωρούσε ώρα 16.00, έφτανε στην Κω ώρα 19.15 και αναχωρούσε στις 19.45. Κάθε Σάββατο το πλοίο έφτανε στον Πειραιά στις 07.45. Κάθε Κυριακή το πλοίο αναχωρούσε από το λιμάνι του Πειραιά στις 18.00, εκτός του διαστήματος από 10.11.2015 έως 21.11.2015 που αναχωρούσε από Πειραιά ώρα 19.00. Κατά το διάστημα από 22.11.2015 έως 3.12.2015, το πλοίο εκτέλεσε το δρομολόγιο Πειραιάς-Ηράκλειο Κρήτης. Ο ενάγων και ήδη εκκαλών-εφεσίβλητος, στα πλαίσια των καθηκόντων του, εκτελούσε κατά τον πλου φυλακές γέφυρας και όταν το πλοίο κατέπλεε σε λιμένες εκτελούσε εργασίες κατάπλου και απόπλου, προσδέσεως, αποδέσεως, φορτοεκφορτώσεως και ασφαλούς εχμάσεως των οχημάτων στο γκαράζ κι εργασίες καθαριότητας κι ευπρεπισμού του πλοίου. Κατά τους πλόες εσωτερικού, λόγω της προσεγγίσεως του πλοίου σε πολλούς λιμένες και της αυξημένης κατά κανόνα επιβατικής κινήσεως ιδίως κατά τους  θερινούς μήνες, στα προαναφερόμενα  νησιά των Δωδεκανήσων, που παρουσιάζουν μεγάλη τουριστική επισκεψιμότητα, ο ενάγων παρείχε εργασία κατά μέσο όρο επί δώδεκα ώρες ημερησίως, όπως ορθώς έκρινε η εκκαλουμένη και όχι επί 14 που αξιώνει με την αγωγή ούτε  9 έως 10 που ισχυρίζεται η εναγομένη-εκκαλούσα-εφεσίβλητη. Ειδικότερα, λόγω του μεγάλου αριθμού των λιμένων τους οποίους προσέγγιζε το εν λόγω πλοίο σε κάθε ταξίδι του, του ότι ακόμα και τους χειμερινούς μήνες, κατά τους οποίους η τουριστική κίνηση είναι μικρή, το εν λόγω πλοίο μετέφερε φορτηγά με προμήθειες για όλα τα προαναφερθέντα λιμάνια,  ο ενάγων ήταν υποχρεωμένος λόγω των αυξημένων αναγκών και παρά την πλήρη οργανική σύνθεση του πληρώματος , να εργάζεται πέραν του νομίμου οκταώρου. Οι έξι από τους δώδεκα ναύτες που υπηρετούσαν στο πλοίο εναλλάσσονταν σε ζεύγη στις φυλακές γέφυρας του πλοίου, σε δύο τετράωρες βάρδιες ημερησίως, και οι υπόλοιποι έξι εργάζονταν ως ημερεργάτες (dayman/“ντεϊμάνηδες”) εκτελώντας εργασίες απαραίτητες για τον κατάπλου και απόπλου του πλοίου, όπως η πρόσδεση του πλοίου, η πόντιση της άγκυρας, η φορτοεκφόρτωση των οχημάτων στο γκαράζ, η ασφαλής πρόσδεση αυτών και αντίστοιχα η αποδέσμευσή τους πριν την προσέγγιση στο λιμένα προορισμού τους, συμμετείχαν σε εργασίες καθαρισμού του καταστρώματος και του γκαράζ,  στην αποκομιδή απορριμμάτων και σε μικροσυντηρήσεις εν πλω. Οι εργασίες αυτές επεκτείνονταν κατά δύο ώρες “μπρος-πίσω”, δηλαδή ξεκινούσαν νωρίτερα και τελείωναν αργότερα από τη συνηθισμένη τετραωρία. Ο ενάγων εργάσθηκε κατά διαστήματα άλλοτε στις βάρδιες και άλλοτε στα καθήκοντα του ντεϊμάνη κι επίσης ήταν επιφορτισμένος με “το χτύπημα των ρολογιών” του πλοίου, που ήταν 36 στον αριθμό, εργασία για την οποία αφιέρωνε τουλάχιστον μία ώρα ημερησίως. Κατά τα προαναφερόμενα χρονικά διαστήματα που το πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Πάτρα-Ηγουμενίτσα-Ανκόνα, το πλοίο αναχωρούσε ώρα 17.30 από Πάτρα έφτανε Ηγουμενίτσα 24.00 αναχωρούσε μετά από λίγη ώρα κι έφτανε Ανκόνα στις 16.30 ή στις 13.30 της επομένης καθημερινά και μια φορά την εβδομάδα το πλοίο διανυκτέρευε στην Πάτρα. Ο ενάγων και πάλι εργαζόταν επί 12 ώρες ημερησίως καθώς η φόρτωση των οχημάτων στα λιμάνια Πάτρας και Ανκόνας ξεκινούσε δύομιση με τρεις ώρες πριν την αναχώρηση του πλοίου. μετά δε την αναχώρηση επί μία με μιάμιση ώρα οι ναύτες φροντιζαν την ασφαλή πρόσδεση των οχημάτων και των εμπορευμάτων. Στη συνέχεια πραγματοποιούσε καθαρισμούς στους εσωτερικούς και εξωτερικούς χώρους του πλοίου καθώς και εργασίες συντήρησης (ματσακόνι, αστάρι κλπ). Tο γεγονός ότι το ως άνω πλοίο τα ένδικα χρονικά διαστήματα ταξίδευε με πλήρη σύνθεση πληρώματος δεν αναιρεί την παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου ως προς την πραγματοποιηθείσα καθημερινά υπερωριακή εργασία αφού αυτή είναι απότοκος αφενός της αυξημένης επιβατικής κινήσεως  στα ανωτέρω νησιά των Δωδεκανήσων αφετέρου των δρομολογίων εξπρές, που όπως θα εκτεθεί κατωτέρω εκτελούσε το πλοίο, δεδομένου μάλιστα ότι σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 87,88 και 89 του Κώδικα Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου (ΝΔ 187/1973), η πληρότητα ως προς την οργανική σύνθεση του πληρώματος του πλοίου αποσκοπεί στην ασφάλεια του πλοίου κατά τη διάρκεια των πλόων του και δεν συνεπάγεται αυτονοήτως την ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία. Η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των μισθοδοτικών του καταστάσεων δεν ενέχει, χωρίς άλλο, παραίτηση αυτού από τα νόμιμα δικαιώματά του. Ακόμη όμως κι αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η υπογραφή αυτή ήταν παραίτηση (άφεση χρέους), είναι χωρίς έννομη επιρροή γιατί κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου συναγόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, 679 ΑΚ,  8 Ν 2112/1920 , 5 παρ. 1 α.ν. 539/1945, 8παρ.4 του νδ 4020/1920 και 8 παρ. 4 του νδ 4020/1959, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, δεν συγχωρείται και άρα είναι άκυρη η παραίτηση του εργαζόμενου από το δικαίωμα να λάβει τα κατά νόμο ελάχιστα όρια των αποδοχών του, καθώς και η παραίτηση από άλλα δικαιώματά του που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξεως, όπως είναι το δικαίωμά του για την καταβολή της νόμιμης αμοιβής του από την υπερωριακή του απασχόληση, ανεξαρτήτως αν η οικεία αξίωση έχει ή δεν έχει ακόμη γεννηθεί (ΑΠ 1554/2011, ΑΠ 1569/2017 – “Νόμος”).  Επομένως, απορριπτέα ως κατ΄ουσίαν αβάσιμα είναι όσα αντίθετα ισχυρίζεται η εναγομένη- εκκαλούσα με τον δεύτερο λόγο εφέσεως, καθώς και ο δεύτερος λόγος εφέσεως του ενάγοντος με τον οποίο αυτός παραπονείται για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από την εκκαλουμένη ως προς τις ώρες υπερωριακής εργασίας του.  Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι το πλοίο από 22.11.2015 έως 3.12.2015 δεν εκτέλεσε δρομολόγια αλλά παρέμεινε σε ακινησία λόγω δεξαμενισμού και τότε όμως  ο ενάγων, όπως και το λοιπό πλήρωμα, παρείχε εργασία στο πλοίο επί 8 ώρες  τις καθημερινές και τα Σάββατα αλλά όχι τις Κυριακές, δηλαδή τότε δεν παρέστη ανάγκη πραγματοποιήσεως υπερωριών.            Σύμφωνα με την από 13.1.2015 έγγραφη σύμβαση του ενάγοντος που προναφέρεται, ο μισθός του συμφωνήθηκε “κλειστός” ανερχόμενος στο ποσό των 3.102,92 ευρώ μεικτά και ρητά συμφωνήθηκε ότι σε αυτόν περιλαμβάνονται: “βασικός μισθός, επίδομα Κυριακών, επίδομα Σαββάτων και αργιών, επίδομα αδείας και τροφοδοσία, επίδομα υπερωριών, τυχόν επίδομα εταιρίας και όλα τα διάφορα επιδόματα που προβλέπονται από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση εργασίας. Ο ενάγων δεν θα δικαιούται οποιαδήποτε άλλη πληρωμή πέραν του κατά τα ως άνω ποσού του κλειστού μισθού του”. Περαιτέρω, με την ίδια έγγραφη σύμβαση συμφωνήθηκε ότι “Κάθε ποσό που καταβάλλει η Εταιρεία στο Ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από το Ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της Εταιρείας σχετικές με την παρούσα Σύμβαση. Ως ελάχιστες νόμιμες αποδοχές νοούνται οι προβλεπόμενες από την εκάστοτε εφαρμοστέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας”.  ‘Ιδια ρύθμιση υπάρχει και στις τέσσερις έγγραφες συμβάσεις που προαναφέρονται.

Σύμφωνα με την εφαρμοστέα ΣΣΕ πληρωμάτων μεσογειακών-τουριστικών πλοίων έτους 2014 (Αριθ. 3525.1.10/01/2014-ΦΕΚ 1665/2014) “ΑΡΘΡΟΝ 13. Ώρες Εργασίας… 1. Οι ώρες εργασίας για όλους εν γένει τους ναυτικούςπαντός βαθμού και ειδικότητας τους εργαζομένους επί των Μεσογειακών και Τουριστικών Πλοίων εν πλω και στα λιμάνια καθορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως ήτοι σε οκτώ (8) ώρες καθ’ εκάστη από Δευτέρας μέχρι και Παρασκευής, της πέραν των ωρών τούτων εργασίας των μελών του πληρώματος εν γένει, ως και της εργασίας του Σαββάτου, αμειβομένης υπερωριακώς. 2. Λαμβανομένης υπ’ όψιν της ανάγκης όπως οι εργασίες εν πλω συνεχίζονται καθ’ όλας τας ημέρας της  εβδομάδος, οι άνδρες των φυλακών υποχρεούνται να εκτελούν εν πλω την υπηρεσία των φυλακών κατά Σάββατο, και Κυριακή επί 8ωρον, αμειβόμενοι υπερωριακώς για το Σάββατο, της εργασίας της Κυριακής, και μέχρι οκτώ (8) ωρών καλυπτόμενης δια του εξ 22% ειδικού επιδόματος Κυριακών. 3. Για τις Κυριακές που διανύονται εν πλω και στο λιμάνι, η υπό της παραγρ. 1 του άρθρου 5 της παρούσης Σ.Σ. προβλεπόμενη ιδιαίτερη αμοιβή αφορά την μέχρις οκτώ (8) ωρών κατά Κυριακή εργασία. 4. Οι ώρες εργασίας του κατωτέρου πληρώματος

καταστρώματος και μηχανολεβητοστασίου του απασχολουμένου εις ημερησία εργασία (DAYMEN) ορίζονται εν πλω εις (40) ώρες εβδομαδιαίως ήτοι οκτώ (8) ώρες ημερησίως από Δευτέρας μέχρι και Παρασκευής, θα αμείβονται δε υπερωριακώς δια την κατά Σάββατο απασχόλησίν των και δι’ όσας ώρας απασχοληθούν κατά Κυριακή. 5. Καθ’ ον χρόνο το πλοίον ευρίσκεται στο λιμάνι, εις όλους τους ναυτικούς τους απασχολουμένους κατά την ημέρα του Σαββάτου και για όσες ώρες απασχοληθούν καταβάλεται υπερωριακή αμοιβή…” 6. Η απασχόληση του πληρώματος της Κυριακής στο λιμάνι, θα πραγματοποιείται μόνον όταν λαμβάνει χώραν επιβίβαση ή αποβίβαση επιβατών ή εφ’ όσον απαιτούν αυτή την απασχόληση οι ανάγκες του πλοίου και κατ’ αναλογία του αριθμού των επί του πλοίου παραμε νόντων επιβατών και συμφώνως προς τα μέχρι τώρα κρατούντα. Άλλως, σε περίπτωση απασχόλησής του για άλλη εργασία του πλοίου, θα καταβάλλεται εις αυτό υπερωριακή αμοιβή. Όσον αφορά το προσωπικό του καταστρώματος και μηχανολεβητοστασίου, στην ως άνω απασχόληση δεν περιλαμβάνονται εργασίες συντηρήσεως και καθαρισμού του πλοίου. ΑΡΘΡΟΝ 14 Προσωπικό Καταστρώματος εν πλω 1. Οι ώρες φυλακής του προσωπικού καταστρώματος εν πλω ορίζονται εις (40) εβδομαδιαίως ήτοι (8) ώρες ημερησίως από της Δευτέρας μέχρι και της Παρασκευής, του Σαββάτου και της Κυριακής θεωρουμένων ως ημερών αργίας. Με την καθιέρωση όμως του ειδικού επιδόματος Κυριακών εξ 22% επί του μισθού ενεργείας του άρθρου 2 παραγρ. 1 της παρούσης ΣΣΕ., το προσωπικό καταστρώματος υποχρεούται εις οκτάωρο καθαρώς φυλακή, αποκλειόμενης πάσης άλλης απασχολήσεώς του κατά τας Κυριακάς εν πλω άνευ ετέρας αμοιβής. 2. Οι ώρες ημερησίας απασχολήσεως του προσωπικού καταστρώματος εργασίας ημέρας (DAYMEN) συμπεριλαμβανομένου και του ξυλουργού, εις πάσης φύσεως εργασίας της ειδικότητός των, πλην φυλακών, ορίζονται εις οκτώ (8) ώρες από Δευτέρας μέχρι και της Παρασκευής…”

Κατά το διάστημα της υπηρεσίας του ενάγοντος επί του ανωτέρω πλοίου όταν  αυτό εκτελούσε δρομολόγιο στη γραμμή Πάτρα-Ανκόνα, δηλαδή από 13.1.2015 έως 18.5.2015 και από 13.1.2016 έως 3.4.2016, αυτός εργάσθηκε  τριάντα Σάββατα και οκτώ αργίες επί 12 ώρες , δηλαδή  συνολικά 38 ημέρες επί 12 ώρες ίσον 456 ωρες Χ 9,08 ευρώ η ώρα (αρθ. 20 ) ίσον 4.140,48 ευρώ, από το οποίο έλαβε ποσό 2.611,60 ευρώ και του οφείλεται υπόλοιπο ποσού 1.528,88 ευρώ. Κατά τα ίδια χρονικά διαστήματα εργάσθηκε 140  καθημερινές και 30 Κυριακές επί 4 ώρες  πλέον του οκταώρου του και συνολικά 170 καθημερινές Χ 4 ώρες ίσον 680 ώρες Χ  7,57 ευρώ η ώρα ίσον 5147,60 ευρώ από το οποίο έλαβε ποσό             4.671,07, όπως αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις μισθοδοσίας του και απομένει υπόλοιπο ποσού 476,53 ευρώ.

Σύμφωνα με τις εφαρμοστέες εν προκειμένω, ως εκ της συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων μερών σε συνδυασμό με τους χρόνους των ένδικων ναυτολογήσεων, ΣΣΕ Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων των ετών 2014 (ΦΕΚ Β’ 1664/24-6-2014) και 2016 (ΦΕΚ Β’ 2796/5-9-2016), που είναι πανομοιότυπες κατά περιεχόμενο, ο ενάγων κατά την υπηρεσία του στο εν λόγω πλοίο όταν αυτό εκτελούσε τα προαναφερόμενα δρομολόγια με αφετήριο λιμάνι αυτό του Πειραιά, και ειδικότερα από 19.5.2015 έως 30.6.2015, από 7.9.2015 έως 21.11.2015 και από 4.12.2015 έως 8.12.2015 για την υπερωριακή εργασία του κατά τις καθημερινές και Κυριακές πρέπει να πληρωθεί με απλή υπερωριακή αμοιβή ίση με το 1/173 του βασικού μισθού του προσαυξημένο κατά 25% για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης, για τα δε Σάββατα και αργίες πρέπει να πληρωθεί όλες τις ώρες με υπερωριακή αμοιβή ίση  με το 1/173 του βασικού μισθού του προσαυξημένο κατά 50% για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης. Κατά το διάστημα από 19.5.2015 έως 30.6.2015, από 7.9.2015 έως 21.11.2015 και από 4.12.2015 έως 8.12.2015, ο ενάγων εργάσθηκε 18 Σάββατα και 4 αργίες  και δικαιούται για την υπερωριακή εργασία του Σαββάτων και αργιών του ενδίκου χρονικού διαστήματος αμοιβή ποσού 2.653,20 ευρώ. (22 ημέρες Χ 12 ώρες Χ 10,05 ευρώ η ώρα ). Από 1.7.2015 έως 6.9.2015 εργάσθηκε υπερωριακά 9 Σάββατα και 1 αργία και δικαιούται (10 ημέρες Χ 12 ώρες =120 ώρες Χ 10,05 ευρώ) 1.206 ευρώ. Από 22.11.2015 έως 3.12.2015  εργάσθηκε  ένα Σάββατο επί οκτώ ώρες και δικαιούται 80,40 ευρώ. Συνολικά δικαιούται  (2.653,20 + 1206+80,40) 3.939,60 ευρώ, από το οποίο έλαβε για την ανωτέρω αιτία, όπως αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες καταστάσεις μισθοδοσίας του ποσό 3.289,72 ευρώ και απομένει υπόλοιπο ποσού 649,88 ευρώ. Για την υπερωριακή εργασία του καθημερινών και Κυριακών του έτους 2015  στο ανωτέρω πλοίο όταν αυτό εκτελούσε πλόες από Πειραιά, δικαιούται αμοιβής ποσού 5.363,20 ευρώ. (160 καθημερινές και Κυριακές Χ 4 ώρες υπερωριακής εργασίας καθημερινώς Χ 8,38 ευρώ η ώρα), από το οποίο έλαβε ποσό 3.664,19 ευρώ και απομένει υπόλοιπο ποσού 1.699,01 ευρώ.   Κατά το έτος 2016 και συγκεκριμένα από 4.4.2016 έως 4.5.2016, από 3.6.2016 έως 30.6.2016 και από 7.9.2016 έως 3.10.2016 ο ενάγων εργάσθηκε 22 Σάββατα και έξι αργίες και συνολικά 28 ημέρες για τις οποίες η υπερωριακή αμοιβή του ανέρχεται σε (28 Χ 12 ώρες ημερησίως Χ 10,05 ευρώ η ώρα) 3.376,80 ευρώ από το οποίο έλαβε 2.322,77 ευρώ και απομένει υπόλοιπο ποσού 1.054,03 ευρώ. Τέλος, τα ίδια ως άνω χρονικά διαστήματα εργάσθηκε υπερωριακά επί 105 καθημερινές και 21 Κυριακές για τις οποίες δικαιούται αμοιβής ποσού (126 ημέρες Χ 4 Χ 8,38 ευρώ η ώρα) 4.223,52 ευρώ από το οποίο έλαβε ποσό 2.501,18 ευρώ και απομένει υπόλοιπο ποσού 1722,34 ευρω.

Από το παραπάνω συνολικά οφειλόμενο για υπερωριακή εργασία ποσό των  (1.528,88+476,53+649,88+1699,01+1054,03+1722,340) 7.130,67 ευρώ, πρέπει να αφαιρεθεί ποσό 1.414,35 ευρώ που έλαβε ο ενάγων ως “έκτακτες αμοιβές” για ολόκληρο το ένδικο χρονικό διάστημα, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω υπό στοιχείο Γ,  κατ’ αποδοχή της περί συμψηφισμού ενστάσεως που προτείνει η εφεσίβλητη με τις ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου προτάσεις της για την περίπτωση ευδοκιμήσεως της εφέσεως του ενάγοντος, απορριπτομένου ως αβάσιμου του τρίτου λόγου εφέσεως του ενάγοντος, με τον οποίο αυτός παραπονείται ότι κακώς η εκκαλουμένη δέχθηκε την ανωτέρω ένσταση,  για το  ποσό των 263,53 ευρώ. ‘Οπως προαναφέρεται, μεταξύ των διαδίκων συμφωνήθηκε στις ένδικες συμβάσεις ότι οι υπέρτερες αποδοχές, οι οποίες θα καταβάλλονταν στον ενάγοντα μπορούσαν να συμψηφίζονται με την οφειλομένη, από την εναγομένη, αμοιβή για υπερωριακή εργασία, ενώ περαιτέρω από το περιεχόμενο της συμφωνίας αυτής, που ερμηνεύεται, όπως απαιτεί η καλή πίστη, λαμβανομένων υπ` όψιν των συναλλακτικών ηθών, προκύπτει ότι τα συμβληθέντα μέρη συμφώνησαν ώστε να συμψηφίζονται τα ως άνω χορηγούμενα ποσά με την πρόσθετη αμοιβή από υπερωριακή εργασία του ενάγοντος, διότι διαφορετικά δεν υπήρχε λόγος να τεθεί στις ένδικες συμβάσεις ναυτικής εργασίας τέτοιος όρος, αφού, όπως αποδείχθηκε, δεν υπήρχε άλλο ποσό που καταβαλλόταν στον ενάγοντα πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές του, ώστε να συμψηφίζεται με τις υπερωρίες που αυτός πραγματοποιούσε.  Συνέτρεξαν, επομένως, οι προαναφερθείσες προϋποθέσεις, βάσει των οποίων θεμελιώνεται επιτρεπτώς, συμβατικός συμψηφισμός και  αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις πληρωμής του ενάγοντος ότι αυτός έχει λάβει ως “έκτακτες αμοιβές” το προαναφερόμενο συνολικό ποσό, απορριπτομένου ως αβάσιμου του τρίτου λόγου εφέσεως του ενάγοντος. Για την ταυτότητα του λόγου πρέπει να αφαιρεθεί από το οφειλόμενο για την υπερωριακή αμοιβή ποσό και αυτό των 2.405,47 ευρώ που έλαβε ο ενάγων ως αμοιβή για “ρολόγια” αφού και το ποσό αυτό καταβλήθηκε πέραν του ελάχιστου νόμιμου μισθού, για εργασία που πραγματοποίησε ο ενάγων και ο απαιτούμενος για τη διενέργειά της χρόνος προσμετρήθηκε κατά τον υπολογισμό των ωρών της υπερωριακής εργασίας του (βλ. ανωτέρω), ενώ εάν δεν αφαιρεθεί, τότε θα ήταν σαν να αμείβεται δύο φορές ο ενάγων για την ίδια εργασία. Η ένσταση συμψηφισμού  ως προς παραπάνω ποσό  προτάθηκε πρωτοδίκως από την εναγομένη αλλ’ απορρίφθηκε από την εκκαλουμένη και νομίμως επαναφέρεται από την εκκαλούσα-εναγομένη με τον τρίτο λόγο της εφέσεώς της, ο οποίος πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος. Επομένως, η εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα ως υπόλοιπο υπερωριακής αμοιβής του ποσό 3.310,85 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της απολύσεώς του.

Από τη διάταξη του άρθρου 14 των ανωτέρω  Σ.Σ.Ν.Ε., σε συνδυασμό προς εκείνες των παραγράφων 1, 2, 3 και 7 της υπ’ αριθμ. 70109/8008/14-12-1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β΄ 1/7-1-1982) προκύπτει ότι οι ως άνω ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα μηνιαίο μισθό και μισθό 15 ημερών αντιστοίχως, εάν η σχέση εργασίας διήρκησε καθ’ όλο το διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως, ή 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του ημίσεως του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα αντιστοίχως ή ανάλογο κλάσμα επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκησε καθ’ όλο το ως άνω διάστημα, αντιστοίχως. Επίσης, για τον υπολογισμό των προαναφερθέντων επιδομάτων λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικά καταβαλλόμενος μισθός την 10η Δεκεμβρίου και την 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντιστοίχως, δηλαδή το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού. Ως τέτοιες προσδιορίζονται ενδεικτικώς στην ως άνω Υπουργική Απόφαση: α) η προσαύξηση της νομίμου και τακτικής εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίνεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα σαν τακτικό αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας κατά τις ανωτέρω ημέρες τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στο μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία, εφόσον η υπερωριακή αμοιβή για παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσον όρο αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, γ) το επίδομα αδείας και οι λοιπές τακτικές παροχές. Η υπερωριακή αμοιβή, η οποία εφόσον δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσον όρο, (ΕφΠειρ 506/2011, ΕΝαυτΔ 2011/387). Υπολογίζονται επίσης, το επίδομα αδείας, απορριπτομένων όσων αντίθετων υποστηρίζει η εναγομένη-εκκαλούσα με τον τέταρτο λόγο εφέσεως, η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας, το αντίτιμο τροφής, ακόμα κι αν η τροφή παρέχεται παρασκευασμένη, (ΑΠ 1013/2003 ΕΝΔ31.345, Εφ Πειρ 521/2009 ΕΝΔ 37.273, ΕφΠειρ 700/2011- “Νόμος”), καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές (ΕφΠειρ 377/2011, ΕΝαυτΔ 2011,262, ΕφΠειρ 46/2011, ΕΝαυτΔ 2011/97, ΕφΠειρ 283/2009, ΕΝαυτΔ 2009,102, ΕφΠειρ 770/2008, ΕΝαυτΔ 2008,275, άπασες δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ), όχι όμως το επίδομα ιματισμού και οι έκτακτες αμοιβές (ΑΠ 774/2003 ΔΕΝ 59.1300, ΑΠ 226/2003 ΔΕΝ 59.1138, ΕφΠειρ 434/2013 – “Νόμος”), απορριπτομένων όσων περί του αντιθέτου υποστηρίζει ο εκκαλών-ενάγων με την έφεσή του, ούτε η πρόσθετη αμοιβή για την πραγματοποίηση των εξπρές δρομολογίων του πλοίου (ΕφΠειρ 46/2011 – “Νόμος”,  Εφ Πειρ 1/2003 ΕΝΔ 2003.123 & πρβλ. ΕφΠειρ 465/2009 ΕΝΔ 2009.276, ΕφΠειρ 34/2008 ΕΝΔ 2008.290). Στην προκειμένη περίπτωση, οι διάδικοι με τον τέταρτο λόγο εκάστης εφέσεως, παραπονούνται για εσφαλμένο υπολογισμό από την εκκαλουμένη των ανωτέρω “δώρων”, ισχυριζόμενοι αμφότεροι ότι έγινε εσφαλμένος υπολογισμός του μέσου όρου υπερωριακής αμοιβής κι επιπλέον ο μεν ενάγων ισχυρίζεται ότι στις αποδοχές επί των οποίων υπολογίστηκαν τα δώρα έπρεπε να αθροιστεί το επίδομα ιματισμού, η δε εναγομένη ότι κακώς στις ανωτέρω αποδοχές  η εκκαλουμένη άρθοισε και το επίδομα αδείας. Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος επί των οποίων θα υπολογισθούν τα “δώρα” Πάσχα και Χριστουγέννων διαμορφώνονται ως εξής: Για το έτος 2015 και  ειδικότερα για αναλογία δώρου Χριστουγέννων για το χρονικό διάστημα από 19.5.2015 έως 9.12.2015, όπως ζητεί με την αγωγή και σύμφωνα με τις ανωτέρω σσνε πληρωμάτων ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων: (αρθ.1) μισθός ενέργειας 1.157,99 +  επίδομα Κυριακών 254,76 + (αρθ. 3) μηνίαιο αντίτιμο τροφής 19,21 Χ 30= 576,30 + επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας 35,22 ευρώ +επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 417,13 ευρώ + 1.368 ευρώ κατά μέσο όρο μηνιαία αμοιβή για υπερωριακή εργασία (9.302,80 ευρώ συνολικά η αμοιβή για υπερωρίες έτους 2015 : 204 ημέρες εργασίας Χ 30=1.368) δηλαδή οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ανέρχονται στο συνολικό ποσό των  3.809,40 ευρώ, χωρίς να συνυπολογίζονται κατά τα προαναφερθέντα οι έκτακτες αμοιβές, οι αμοιβές για “ρολόγια” και το επίδομα εξπρές. Για το έτος 2016 και για τα χρονικά διαστήματα από 4.4.2016 έως 30.4.2016 (αναλογία δώρου Πάσχα) και από 1.5.2016 έως 4.5.2016 και από 3.6.2016 έως 3.10.2016 (αναλογία δώρου Χριστουγέννων) που ζητεί με την αγωγή και σύμφωνα με τις ανωτέρω σσνε: (αρθ.1) μισθός ενέργειας 1.157,99 +  επίδομα Κυριακών 254,76 + (αρθ. 3) μηνίαιο αντίτιμο τροφής 19,21 Χ 30= 576,30 + επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας 35,22 ευρώ +επίδομα αδείας 417,13 ευρώ + 1.480,58 ευρώ κατά μέσο όρο μηνιαία αμοιβή για υπερωριακή εργασία (7.600,32 το σύνολο της υπερωριακής αμοιβής δια 154 ημέρες υπηρεσίας Χ 30 ημέρες), σύνολο 3.921,98 ευρώ, ποσό στο οποίο ανέρχονται οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του. Επομένως, για το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα του έτους 2015, κατά το οποίο η σχέση εργασίας του διήρκεσε από 19.5 έως 30.6, από 7.9 έως 21.11 και από 4.12. έως 8.12 δικαιούται ο ενάγων για αναλογία δώρου Χριστουγέννων ποσό ίσο με τα 2/25 των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του για κάθε 19 ημέρες εργασίας, δηλαδή (3.809,40 Χ 2/25 Χ 6,2 δεκαεννιαήμερα) 1.889,46 ευρώ από το οποίο ο ίδιος ισχυρίζεται ότι ουδέν έλαβε η δε εναγομένη-εκκαλούσα παραπονείται για εσφαλμένο υπολογισμό των αποδοχών επί του οποίου υπολογίζει ο ενάγων στην αγωγή το εν λόγω δώρο χωρίς όμως να ισχυρίζεται ότι του το κατέβαλε έστω και εν μέρει με επίκληση του καταβληθέντος ποσού και προσκόμιση της αντίστοιχης απόδειξης καταβολής. Επομένως, ο ενάγων δικαιούται να λάβει ολόκληρο το ανωτέρω ποσό εφόσον δεν αποδεικνύεται (ούτε μερική) καταβολή του.  Για αναλογία δώρου Πάσχα έτους 2016 κατά το οποίο ο ενάγων υπηρέτησε από 4.4 έως 30.4, δηλαδή για 3,37 οκταήμερα, δικαιούται (3.921,98 οι μηνιαίες αποδοχές του Χ 1/2 Χ 1/15 Χ 3,37) ποσό 440,56 ευρώ από το οποίο έλαβε ποσό  270,41 ευρώ και απομένει υπόλοιπο οφειλόμενο ποσού 170,15 ευρώ. Για αναλογία δώρου Χριστουγέννων έτους 2016, κατά το οποίο ο ενάγων υπηρέτησε από 1.5.2016 έως 14.5.2016 και από 3.6.2016 έως 3.10.2016 δικαιούται ποσό 2.095,90 ευρώ (3.921,98 ευρώ  Χ 6,68 δεκαεννιαήμερα Χ 2/25) ευρώ από το οποίο έλαβε 1.210,47 ευρώ και δικαιούται το υπόλοιπο ποσού 885,43ευρώ.

Από τις διατάξεις του άρθρου 33 των ανωτέρω  ΣΣΝΕ πληρωμάτων ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων συνάγεται ότι προκειμένου περί πλοίου, το οποίο εκτελεί κυκλικά ταξίδια και προς εξυπηρέτηση καθορισμένου δρομολογίου αποπλέει από του αφετηρίου λιμένος ή του λιμένος προορισμού προ της παρελεύσεως εξαώρου από του κατάπλου (παρ.3), ή έχει τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από του αφετηρίου λιμένος, υπό την προϋπόθεση ότι δεν εκτελεί κατά κύριο λόγο ημερινούς πλόες (από 7ης πρωινής μέχρι 23ης νυκτερινής – ημερόπλοιο) ή δεν είναι πλοίο τοπικών γραμμών, το οποίο δεν εκτελεί δρομολόγια κατά τις νυκτερινές ώρες (23.00 – 07.00) ή δεν επεκτείνει τα δρομολόγιά του κατά τις ώρες αυτές, οι ναυτικοί, οι οποίοι διέπονται από τις διατάξεις της ως άνω συλλογικής συμβάσεως, δικαιούνται αμοιβής ίσης προς το πηλίκο του συνόλου των ωρών των προώρων αναχωρήσεων μέχρι της συμπληρώσεως εξαώρου από του κατάπλου καθ` εβδομάδα δια του αριθμού 8 ή τον αριθμό των πέραν των πέντε δρομολογίων του πλοίου καθ` εβδομάδα (παρ. 5), αντιστοίχως, επί το 1/30ό ή 1/60ο ή 1/120ό του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών (παρ. 7), εάν το κυκλικό ταξίδι διαρκεί τουλάχιστον 12 ώρες ή τουλάχιστον 6 ώρες ή μέχρι 6 ώρες αντιστοίχως. (ΕφΠειρ 377/2011 – “Νόμος”). Στην προκειμένη περίπτωση, από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται ότι κατά το διάστημα από 1.7.2015 έως 6.9.2015 (9,71 εβδομάδες)  το ένδικο πλοίο πραγματοποιούσε λιγότερα από πέντε κυκλικά δρομολόγια την εβδομάδα, τα οποία διαρκούσαν πάνω από δώδεκα ώρες το καθένα, απέπλεε δε από το λιμάνι αφετηρίας που ήταν ο Πειραιάς, πριν τη συμπλήρωση παραμονής έξι ωρών σε αυτό κάθε Σάββατο και ειδικότερα αναχωρούσε κάθε Σάββατο 3 ώρες και 15 λεπτά της ώρας πριν τη συμπλήρωση έξι ωρών παραμονής στο λιμάνι (κατέπλεε στον Πειραιά 21.10 του Σαββάτου   ερχόμενο από Ρόδο και αναχωρούσε 23.55 της ίδια ημέρας για Αμοργό, Πάτμο, Λέρο, Κω Ρόδο) και συνεπώς πραγματοποιούσε κάθε εβδομάδα του ανωτέρω διαστήματος (3,15 ώρες πρόωρης αναχώρησης την εβδομάδα :8=) 0,39 δρομολόγια εξπρές και συνολικά 3,78 δρομολόγια εξπρές και δικαιούται ο ενάγων αμοιβής ποσού (3.809,40 ευρώ Χ 1/30 Χ 3,78 =) 480 ευρώ από το οποίο, όπως αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις μισθοδοσίας του έλαβε συνολικό ποσό 321,73 ευρώ (“διπλά δρομολόγια”) και απομένει υπόλοιπο ποσού 158,27 ευρώ.  Κατά το διάστημα από 1.7.2016 έως 6.9.2016 το πλοίο επίσης πραγματοποίησε επί 9,71 εβδομάδες  συνολικά 3,78 δρομολόγια εξπρές για τα οποία δικαιούται ο ενάγων αμοιβή ποσού (3.921,98 : 30 Χ 3,78=) 494,16 ευρώ από το οποίο έλαβε 332,73 ευρώ, όπως αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις μισθοδοσίας του, κι απομένει υπόλοιπο ποσού 161,43 ευρώ. Η εκτέλεση περισσοτέρων δρομολογίων εξπρές δεν αποδεικνύεται από τους προσκομιζόμενους πίνακες δρομολογίων.

Με τον έκτο και τελευταίο λόγο της εφέσεώς της η εκκαλούσα-εναγομένη επαναφέρει την πρωτοδίκως προταθείσα και απορριφθείσα ένστασή της περί καταχρηστικής ασκήσεως της αγωγής, ισχυριζόμενη ότι ο ενάγων-εφεσίβλητος , μέχρι την άσκησή της,  δεν την όχλησε ποτέ για την εξόφληση των ένδικων απαιτήσεων, ότι έχει υπογράψει χωρίς επιφύλαξη τις μηνιαίες καταστάσεις υπερωριών του και ότι έχει παραλάβει χωρίς επιφύλαξη τις μηνιαίες αποδείξεις καταβολής των πάσης φύσεως δεδουλευμένων του και έτσι, με τη συμπεριφορά του της δημιούργησε την πεποίθηση ότι δεν θα ασκήσει τις ένδικες αξιώσεις καθώς και ότι η ευδοκίμηση της ένδικης αγωγής θα προκαλέσει δυσβάχτατες οικονομικές  συνέπειες για την ίδια και τους εργαζομένους της. Η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των αποδείξεων πληρωμής μισθοδοσίας του καθώς και των καταστάσεων με τις υπερωρίες που πραγματοποίησε δεν ενέχει, χωρίς άλλο, παραίτηση αυτού από τα νόμιμα δικαιώματα του ώστε να δημιουργήσει στην εναγομένη την εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα ασκήσει τις ένδικες αξιώσεις. Μάλιστα, σε κάθε περίπτωση, τέτοια παραίτηση είναι χωρίς έννομη επιρροή, αφού κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, είναι άκυρη η παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα να λάβει τα κατά νόμο, τις Σ.Σ.Ε. και άλλες κανονιστικές διατάξεις ελάχιστα όρια των αποδοχών του, έστω και υπό τη μορφή της άφεσης χρέους, καθώς και η παραίτηση από άλλα δικαιώματά του που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξεως, όπως είναι το δικαίωμά του για την καταβολή της νόμιμης αμοιβής του από την υπερωριακή του απασχόληση και άλλες πρόσθετες αμοιβές (βλ. ΑΠ 1554/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1089/2006  ΔΕΕ 2006 1178, ΑΠ 75/2003 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΕφΠειρ 180/2008 ΠειρΝομ 2009 197, Ι. Ληξουριώτη ο.π. σελ. 66). Κατά συνέπεια, δεν  έσφαλε η εκκαλουμένη που  απέρριψε την ένσταση, η οποία είναι μη νόμιμη, καθόσον τα ως άνω περιστατικά που επικαλείται η εναγομένη-εκκαλούσα δεν δύνανται να θεμελιώσουν την από το άρθρο 281 ΑΚ ένσταση. Επομένως, απορριπτέος ως αβάσιμος κρίνεται ο εξεταζόμενος λόγος εφέσεως.

Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, η εκκαλουμένη έσφαλε που  απέρριψε ως μη νόμιμη την αγωγή για τις αξιώσεις των ετών 2015 και εν μέρει 2016 και κατά τα λοιπά τη δέχθηκε ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη για το ποσό των  3.573,80 ευρώ.  Ενόψει δε  του ότι δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι εφέσεως, πρέπει να γίνουν δεκτές αμφότερες οι εφέσεις ως κατ΄ουσίαν βάσιμες, κατ’ αποδοχή των λόγων που ανωτέρω κρίθηκαν βάσιμοι. Ακολούθως, πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη κι αφού κρατηθεί η υπόθεση και δικασθεί κατ’ ουσίαν, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως και κατ΄ουσίαν βάσιμη η από 23-12-2016  (ΓΑΚ …./2016 ΕΑΚ ……/2016) αγωγή και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα, σύμφωνα με το καταψηφιστικό του αίτημα, συνολικό ποσό (3.310,85 + 170,15 + 885,43 + 161,43 =) 4.527,86 ευρώ και να αναγνωρισθεί  ότι υποχρεούται να του καταβάλει ποσό (1.889,46 + 158,27 ) 2.047,73 ευρώ, αμφότερα τα ποσά νομιμοτόκως, σύμφωνα με το αγωγικό του αίτημα, από την απόλυσή του (3.10.2016). Κατόπιν αυτών παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση του αιτήματος της εκκαλούσας – εναγομένης για επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν από την εκ μέρους της καταβολή στον ενάγοντα του πρωτοδίκως επιδικασθέντος χρηματικού ποσού ως προς το οποίο η εκκαλουμένη απόφαση κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή, το οποίο θεμελιώνεται στη διάταξη του άρθρου 914 ΚΠολΔ, αφού το χρηματικό ποσό της τελεσίδικης επιδίκασης υπερβαίνει το καταβληθέν. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εναγομένης, κατά ένα μέρος ανάλογο της ήττας της (176, 178 παρ. 1, 183, 191, παρ. 2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ορίζονται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

-Συνεκδικάζει κατ΄αντιμωλία των διαδίκων την από 01.06.2018 ( ΓΑΚ …./2018 και ΕΑΚ …/2018)  έφεση και την από 14.12.2018 ( ΓΑΚ …./2018 και ΕΑΚ …./2018) έφεση.

-Δέχεται τις εφέσεις τυπικά και κατ΄ουσίαν.

-Εξαφανίζει την υπ’ αριθ. 1830/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

-Κρατεί και δικάζει την από  23.12.2016 (ΓΑΚ …/2016 ΕΑΚ …/2016) αγωγή.

-Δέχεται αυτή εν μέρει.

-Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα ποσό 4.527,86 ευρώ, νομιμοτόκως από την απόλυσή του.

-Αναγνωρίζει ότι η εναγομένη υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα ποσό 2.047,73 ευρώ, νομιμοτόκως από την απόλυσή του.

-Καταδικάζει την εναγομένη σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας το οποίο ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων (800) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις  27 Σεπτεμβρίου 2019.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ