Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 591/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός     591/2019

ΤΟ MONOΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Ε.Τ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

            Σύμφωνα με το άρθρο 524 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (Φ.Ε.Κ. Α’ 87) και ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του αυτού άρθρου και νόμου, για τα ένδικα μέσα που ασκούνται μετά την 1-1-2016 και επομένως εφαρμόζεται εν προκειμένω «4. Σε περίπτωση ερημοδικίας του εφεσίβλητου ως προς την έφεση η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν και αυτός παρών. Το ίδιο ισχύει και σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος ως προς την αντέφεση. Ο παριστάμενος διάδικος υποχρεούται μέσα σε πέντε ημέρες από τη συζήτηση να προσκομίσει αντίγραφα του εισαγωγικού δικογράφου και των προτάσεων του αντιδίκου του που κατατέθηκαν στην πρωτοβάθμια δίκη, καθώς και τα πρακτικά και τις εκθέσεις που λήφθηκαν κατ’ αυτήν. Διαφορετικά κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση».             Στην προκειμένη περίπτωση, εισάγεται προς κρίση η από 20-9-2018 και με Γ.Α.Κ. …../21-9-2018 και Ε.Α.Κ. …./21-9-2018 έφεση των ηττηθέντων εναγουσών, η οποία βάλλει κατά της με αριθμό 4282/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία (άρθρο 51 ν. 2172/1993, 226 επ. Κ.Πολ.Δ.), ερήμην της πρώτης εναγόμενης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, επί της από 28-1-2013 και με Α.Κ. …../30-1-2013 αγωγής των εκκαλουσών κατά των εφεσίβλητων. Κατά τη συζήτηση της έφεσης η πρώτη εφεσίβλητη δεν εμφανίσθηκε όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από το οικείο πινάκιο στη σειρά της. Οι εκκαλούσες, όμως δεν προσκόμισαν, ούτε και επικαλέστηκαν, έκθεση επίδοσης της έφεσης στην ανωτέρω εφεσίβλητη, όπως είχαν νομική υποχρέωση να πράξουν, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην ως άνω νομική σκέψη. Κατά συνέπεια πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της έφεσης ως προς την πρώτη εφεσίβλητη.

Περαιτέρω όμως, ως προς τη δεύτερη εφεσίβλητη η έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495, 499, 511, 513 παρ.1 εδάφ. β’, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2, 520 παρ.1 Κ.Πολ.Δ.), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 21-9-2018 (με Γ.Α.Κ. …./21-9-2018 και Ε.Α.Κ. …./21-9-2018), προ πάσης επίδοσης της πρωτόδικης απόφασης, αφού τέτοια επίδοση δεν επικαλούνται οι παριστάμενοι διάδικοι, ούτε άλλωστε προκύπτει οίκοθεν από τα προσκομιζόμενα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αποδεικτικά μέσα, αλλά σε κάθε περίπτωση, εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. (όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015) προθεσμίας των δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης, ενώ, επιπροσθέτως, έχει καταβληθεί από τις εκκαλούσες κατά την κατάθεσή της το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ. παράβολο, αρμόδια δε καθ’ ύλη και κατά τόπον φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ.). Πρέπει, επομένως, ως προς τη δεύτερη εφεσίβλητη, να γίνει τυπικά δεκτή η έφεση και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο του μόνου λόγου της, κατά την τακτική διαδικασία που εφάρμοσε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (άρθρα 226 επ, 522, 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.).

Με την προαναφερθείσα αγωγή τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά οι ενάγουσες και ήδη εκκαλούσες εξέθεσαν ότι η πρώτη εξ αυτών κατέθεσε στο νηολόγιο Πειραιά την εκδοθείσα υπέρ αυτής υπ’ αριθ. …../10-1-2012 εγγυητική επιστολή ποσού 152.500,00 λιρών Αγγλίας της πρώτης εναγόμενης τραπεζικής εταιρίας, μαζί με δήλωση διαγραφής από τα ελληνικά νηολόγια του κρουαζιερόπλοιου «LC» (πρώην «C»), πλοιοκτησίας της πρώτης εξ αυτών και διαχείρισης της δεύτερης εξ αυτών, δυνάμει της οποίας (εγγυητικής επιστολής) η πρώτη εναγόμενη εγγυήθηκε υπέρ της πρώτης εξ αυτών την καταβολή, μεταξύ άλλων, προς το δεύτερο εναγόμενο τυχόν οφειλών τους (εναγουσών) προς αυτό. Ότι η κατάθεση της άνω εγγυητικής επιστολής έλαβε χώρα σύμφωνα με τον όρο 4γ’ της κοινής απόφασης (εγκριτικής πράξης) των Υπουργών Οικονομίας, Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας με αριθμό 3113.1.3116/2007, δημοσιευθείσας στο Φ.Ε.Κ. 2469/ΤΑΠΣ/31-12-2007, που τροποποιήθηκε με την υπ’ αριθ. 3113.01.3116/20-12-2007 εγκριτική πράξη, δημοσιευθείσα στο Φ.Ε.Κ. 1829/ΤΑΠΣ/11-9-2008, κατά την οποία (εγκριτική πράξη) το προαναφερόμενο κρουαζιερόπλοιο είχε νηολογηθεί στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.Δ. 2687/1953, ως κεφάλαιο εξωτερικού, όριζε δε (ο όρος 4γ της άνω εγκριτικής πράξης) ότι, σε περίπτωση που ο πλοιοκτήτης επιθυμούσε αλλαγή της σημαίας του πλοίου, η διαγραφή του από τα ελληνικά νηολόγια ήταν υποχρεωτική, ενώ μαζί με τη δήλωση περί διαγραφής ήταν απαραίτητο να υποβληθούν βεβαιώσεις που να αποδεικνύουν την εξόφληση των φόρων που τυχόν οφείλονταν, καθώς και των εισφορών και τελών προς τα ασφαλιστικά ιδρύματα και τον ΟΤΕ. Ότι, κατά τον όρο 4γ’ της προαναφερθείσας εγκριτικής πράξης – που αποτελούσε, ως προς τη νομική της φύση, διοικητική πράξη, προβλέπονταν από το άρθρο 3 του ν.δ. 2687/1953 και απολάμβανε αυξημένης τυπικής ισχύος, σύμφωνα με το άρθρο 107 του Συντάγματος – αντί των άνω βεβαιώσεων η πρώτη εξ αυτών δικαιούταν να καταθέσει στο νηολόγιο Πειραιά την άνω εγγυητική επιστολή ποσού 152.500 λιρών Αγγλίας. Ότι, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 24 του Ν. 3409/2005, με τον οποίον επιδοτήθηκαν οι ασφαλιστικές εισφορές υπέρ του Ν.Α.Τ. από μέρους των πλοιοκτητών επιβατικών πλοίων που εκτελούσαν περιηγητικούς πλόες ή κρουαζιερόπλοιων, δεν οφείλονταν οι επικαλούμενες από το δεύτερο εναγόμενο ασφαλιστικές εισφορές του ναυτολογίου ……… και του σχετικού με αυτό υπ’ αριθ. ……../9-2-2012 φύλλου εκκαθάρισης ναυτολογίου για το ανωτέρω κρουαζιερόπλοιο. Ότι παρά ταύτα το δεύτερο εναγόμενο, για να εισπράξει τις μη νόμιμα καταλογισθείσες απ’ αυτό ασφαλιστικές εισφορές για τη χρονική περίοδο από 2-10-2010 έως 13-5-2011, ενεργώντας κατά κατάχρηση δικαιώματος, ζήτησε την κατάπτωση της επίδικης άνω εγγυητικής επιστολής, ισχυριζόμενο ότι τάχα το ευνοϊκό καθεστώς του ν. 3409/2005 δεν ισχύει ως προς τα κρουαζιερόπλοια που έχουν εισαχθεί ως κεφάλαια εξωτερικού, ανεξαρτήτως του χρονικού σημείου κατά το οποίο έλαβε χώρα η έκδοση της εγκριτικής πράξης νηολόγησής τους, γιατί η τελευταία δεν περιλαμβάνει διατάξεις ίδιες με αυτή του άρθρου 24 Ν. 3409/2005. Ότι οι ίδιες, με την υπ’ αριθ. κατάθεσης ΠΡ …./2012 προσφυγή τους ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά, ζήτησαν την ακύρωση του ανωτέρω φύλλου εκκαθάρισης του Ν.Α.Τ, ενώ με άλλες προσφυγές τους ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου προσέβαλαν αποφάσεις του Ν.Α.Τ. που επικύρωναν τόσο αυτό όσο και άλλα φύλλα εκκαθάρισης που επίσης εκδόθηκαν κατά παράβαση του Ν. 3409/2005, ισχυριζόμενες ότι ο άνω νόμος τις έχει απαλλάξει πλήρως. Ότι πέραν των άνω προσφυγών, επί των οποίων αναμένεται απόφαση του άνω Δικαστηρίου, οι ίδιες προσέφυγαν και στα πολιτικά Δικαστήρια και ζήτησαν από το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων και δη να απαγορευτεί στην πρώτη εναγόμενη να καταβάλλει το ποσό της εγγυητικής επιστολής στο Ν.Α.Τ, ενόψει του ότι το τελευταίο δήλωσε ότι θα προέβαινε άμεσα στην κατάπτωση της άνω εγγυητικής επιστολής και εκείνες, με υπαιτιότητά του, είχαν απολέσει την παρεχόμενη εκ του ν. 3965/2011 αυτοδίκαιη αναστολή οποιουδήποτε αναγκαστικού μέτρου ερειδόμενου σε φύλλο εκκαθάρισης ναυτολογίου, καθότι το επίμαχο υπ’ αριθ. …./2012 φύλλο εκκαθάρισης τους είχε επιδοθεί από το Ν.Α.Τ. στις 14-2-2012, με αποτέλεσμα εξ αντικειμένου να μην έχουν τη δυνατότητα να το προσβάλουν εντός του χρονικού διαστήματος που προέβλεπε ο προαναφερόμενος νόμος, ήτοι εντός μηνός από την έναρξη ισχύος του στις 17-5-2011. Ότι επί της άνω αίτησής τους εκδόθηκε η με αριθ. 9/2013 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που δέχτηκε την αίτηση, απαγόρευσε προσωρινά στην πρώτη εναγόμενη να προβεί στην κατάπτωση της άνω εγγυητικής επιστολής μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της αγωγής τους σε βάρος των εναγομένων περί του εάν πρέπει να καταπέσει ή μη η επίδικη εγγυητική επιστολή και έταξε σ’ αυτούς προθεσμία ενός μηνός για την άσκηση της σχετικής αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής. Με βάση το ιστορικό αυτό οι ενάγουσες ζήτησαν: α) να αναγνωριστεί ότι το δεύτερο εναγόμενο δεν δικαιούται να επιδιώξει από την πρώτη εναγομένη την κατάπτωση και είσπραξη της άνω υπ’ αριθ. …./10-1-2012 εγγυητικής επιστολής που εξέδωσε η τελευταία (πρώτη εναγόμενη) και αντίστοιχα ότι η πρώτη εναγομένη υποχρεούται να μην καταβάλει στο δεύτερο εναγόμενο το ποσό της άνω εγγυητικής επιστολής, β) άλλως να αναγνωριστεί ότι το δεύτερο εναγόμενο δεν δικαιούται να επιδιώξει από την πρώτη εναγομένη την κατάπτωση και είσπραξη της ανωτέρω εγγυητικής επιστολής και αντίστοιχα ότι η πρώτη εναγομένη υποχρεούται να μην πληρώσει την εν λόγω εγγυητική επιστολή μέχρι την έκδοση αμετάκλητης, επικουρικά τελεσίδικης, απόφασης επί της υπ’ αριθ. κατάθεσης ΠP …../2012 προσφυγής που οι ίδιες (ενάγουσες) κατέθεσαν ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία ζητούν την ακύρωση του υπ’ αριθ. …/2012 φύλλου εκκαθάρισης ναυτολογίου του δευτέρου εναγομένου για τις φερόμενες ως άνω οφειλές του πλοίου «LC». Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη, κρίνοντας ότι η επίδικη διαφορά υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι ενάγουσες και ήδη εκκαλούσες με την υπό κρίση έφεσή τους, για το λόγο που αναφέρεται σ’ αυτήν και ανάγεται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ζητώντας την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, προκειμένου στη συνέχεια να γίνει δεκτή η αγωγή τους.

Το άρθρο 94 του Συντάγματος ορίζει στην παράγραφο 1 ότι η εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας ανήκει στα υφιστάμενα τακτικά διοικητικά δικαστήρια και στην παράγραφο 3 ότι στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται όλες οι ιδιωτικές διαφορές. Σε εφαρμογή των παραπάνω συνταγματικών ορισμών, σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 9 του ν. 1406/1983, όλες οι διοικητικές διαφορές ουσίας, υπάγονται από 11-6-1985 στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 1 του Κ.Πολ.Δ, οι διαφορές του ιδιωτικού δικαίου, ανήκουν στη δικαιοδοσία των τακτικών πολιτικών δικαστηρίων. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται, ότι, προκειμένου για έννομη σχέση δημοσίου δικαίου, ως προς την οποία έχει καθιερωθεί, από το νόμο, δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων αποκλείουσα την ανάμειξη των πολιτικών δικαστηρίων, δεν είναι δυνατή η έγερση ενώπιον των τελευταίων αγωγής. Αυτό ισχύει για όλες τις αξιώσεις που πηγάζουν από την έννομη σχέση, ακόμη και για την αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού, όταν η υποκείμενη σχέση, η οποία προκάλεσε τον πλουτισμό είναι δημοσίου δικαίου (Α.Ε.Δ. 2/1993, Ολ.ΑΠ 138/1966). Αντίθετα, υπάρχει δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, όταν υπάρχει σχέση ιδιωτικού δικαίου (Α.Ε.Δ. 10/1993), έστω και ως βάση αδικαιολόγητου πλουτισμού (Α.Ε.Δ. 2/1993, Ολ.ΑΠ 5/1995). Η έννομη σχέση ιδιωτικού δικαίου προϋποθέτει αμφισβήτηση ή έριδα των διαδίκων περί την ύπαρξη, την έκταση, το περιεχόμενο ή τα υποκείμενα βιοτικής σχέσης συγκεκριμένου προσώπου προς άλλο πρόσωπο ή πράγμα (Α.Π. 1800/1987, Εφ.Πειρ. 511/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 7 παρ. 1 εδ. α’ του ν. 707/1977, στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων υπάγονται οι διοικητικές διαφορές ουσίας, που αναφύονται από την αναγνώριση, παραχώρηση ή απονομή δικαιώματος ή ευεργετήματος ή οποιασδήποτε άλλης παροχής ή από την ολική ή μερική άρνηση ικανοποιήσεως τέτοιου αιτήματος, καθώς και οι αναφυόμενες από τη μεταβολή καταστάσεως που δημιουργήθηκε με διοικητική πράξη κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας περί κοινωνικής ασφαλίσεως, καθόσον αφορά τις ασφαλιστικές σχέσεις γενικώς μεταξύ των φορέων και των ασφαλισμένων ή των εργοδοτών τους, ιδίως δε οι διαφορές περί υπαγωγής στην ασφάλιση και τη διάρκειά της, τις καταβλητέες από τους εργοδότες και τους ασφαλισμένους εισφορές και τις πάσης φύσεως παροχές από τον ασφαλιστικό φορέα. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι διοικητική διαφορά ουσίας, από την εφαρμογή της νομοθεσίας περί κοινωνικής ασφαλίσεως, δημιουργείται όταν ο ένας από τους διαδίκους είναι ασφαλιστικός φορέας και η διαφορά αναφέρεται γενικώς στις ασφαλιστικές σχέσεις μεταξύ αυτού και του ασφαλισμένου (Α.Ε.Δ. 5/2002, Ολ.ΑΠ 11/2001, Α.Π. 548/2012, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), περίπτωση που συντρέχει και όταν αμφισβητείται το νόμιμο της επιβολής ασφαλιστικών εισφορών (Εφ.Πειρ. 511/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, το κωδικοποιητικό της νομοθεσίας του Ν.Α.Τ.  π.δ.  913/1978 ορίζει, στο άρθρο 83 (πόροι) ότι: «Πόροι του Ν.Α.Τ. ορίζονται: 1. Αι περί ων το άρθρο 84 του παρόντος τακτικαί εισφοραί των ναυτικών και των πλοιοκτητών. 2. . . .»,  στο άρθρο 84 (τακτικαί εισφοραί) ότι: «1. Οι ναυτικοί, μέλη συγκεκροτημένων πληρωμάτων  Ελληνικών πλοίων και αντιστοίχως οι πλοιοκτήται τούτων, καταβάλλουν τακτικάς μηνιαίας  εισφοράς ως ακολούθως: α) . . . β) . .  . γ) . . . Οι πλοιοκτήται υποχρεούνται εις την  καταβολήν προς το ΝΑΤ της ιδίας αυτών εισφοράς ως και της εισφοράς των ναυτικών διά το σύνολον της οργανικής συνθέσεως του πληρώματος του πλοίου δι’ όλον τον χρόνον της  ισχύος του ναυτολογίου, . . . Δια την εν γένει καταβολήν προς το ΝΑΤ των ανωτέρω  οφειλομένων ή βεβαιουμένων εισφορών ευθύνονται αλληλεγγύως, μη χωρούσης της ενστάσεως διζήσεως, άπαντες οι εν παραγράφω 6 του άρθρου 86 του παρόντος νόμου  αναφερόμενοι υπόχρεοι  . . . 2. . . . 7. Αι κατά το παρόν άρθρον τακτικαί εισφοραί οφείλονται δι’ όλον τον χρόνον καθ’ ον οι ναυτικοί τυγχάνουν ναυτολογημένοι επί των ως άνω πλοίων,  διά δε τον υπολογισμόν αυτών οι μήνες λογίζονται συνιστάμενοι εκ τριάκοντα (30) ημερών. 8. Οι πλοιοκτήται, εφοπλισταί, διαχειρισταί και πλοίαρχοι υποχρεούνται να εισπράττουν  παρά των πληρωμάτων των πλοίων την τακτικήν εισφοράν, δικαιούμενοι να παρακρατώσι  ταύτην εκ του μισθού των, ούσης ακύρου πάσης περί του εναντίου συμφωνίας. 9. . . .».  Κατά δε το άρθρο 86 του ίδιου Π.Δ. 913/1978 «1. Παν πλοίον, μη εξαιρουμένων των εις την  υπηρεσίαν του Κράτους ανηκόντων ή χρησιμοποιουμένων υπ’ αυτού τοιούτων ως και των θαλαμηγών αναψυχής άνω των εκατό κόρων, υποχρεούται να εφοδιασθεί διά ναυτολογίου.  2. . . . 3. . . . Ο υπολογισμός, η εκκαθάρισις και η βεβαίωσις των εκ ναυτολογίου  οφειλομένων εισφορών ενεργείται υπό της ναυτιλιακής Αρχής ή του Ν.Α.Τ, εκδιδομένου παρά του τελευταίου του σχετικού φύλλου εκκαθαρίσεως. 4. . . . 5. . . . 6. Διά τας εκ του ναυτολογίου οφειλομένας ή βεβαιουμένας εισφοράς εν γένει, ευθύνονται αλληλεγγύως, μη χωρούσης της ενστάσεως της διζήσεως. α) άπαντες οι κατά καιρούς πλοιοκτήται, διά τα προ της χρονολογίας της παρ’ αυτών μεταβιβάσεως της κυριότητος του πλοίου οφειλόμενα δικαιώματα, ως και οι διάδοχοι αυτών. β) Οι εφοπλισταί διά τον χρόνον της παρ’ αυτών εκμεταλλεύσεως του πλοίου. γ) Επί συμπλοιοκτησίας, έκαστος συμπλοιοκτήτης κατά τον  λόγον της κυριότητός του επί του πλοίου, οι δε διαχειρισταί διά τον χρόνον της διαχειρίσεώς  των εις ολόκληρον, και δ) Οι διευθυνταί, διαχειρισταί και εν γένει εκπρόσωποι πάσης φύσεως εταιρειών ή επιχειρήσεων εκμεταλλευομένων τα πλοία και εις ολόκληρον έκαστος.  Διά το Ν.Α.Τ. ως εκπρόσωποι των πλοιοκτητών νοούνται και οι εν Ελλάδι πράκτορες ή  πληρεξούσιοι τούτων, ευθυνόμενοι μόνον διά τας συναλλαγάς, τας οποίας διενήργησαν μετά του Ν.Α.Τ. εφ’ όσον ανέλαβον εγγράφως προσωπικήν ευθύνην διά τας εκάστοτε  οφειλάς των υπ’ αυτών εκπροσωπουμένων προσώπων». Σύμφωνα δε με το άρθρο 90 παρ. 1 περ. β του ανωτέρω π.δ. 913/1978 «Το φύλλον εκκαθαρίσεως των διά ναυτολογίου βεβαιουμένων οφειλών, θεωρούμενον υπό της λιμενικής αρχής,  αποτελεί  τίτλον νόμιμον και εκτελεστόν, εκτελούμενον κατά τας εκάστοτε  ισχυούσας διατάξεις του Κώδικος περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε.). Εξάλλου, με τα άρθρα 847 και 850 εδ. α’ Α.Κ. ορίζεται, αντιστοίχως, ότι: «Με τη σύμβαση της εγγύησης ο εγγυητής αναλαμβάνει απέναντι στο δανειστή την ευθύνη ότι θα καταβληθεί η οφειλή». Η εγγύηση προϋποθέτει έγκυρη κύρια οφειλή». Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι η εγγυητική επιστολή που χορηγήθηκε για τη διασφάλιση πληρωμής ανύπαρκτης οφειλής είναι άκυρη και δεν δημιουργεί καμία δέσμευση του χορηγήσαντος, ο οποίος συνεπώς δικαιούται να ζητήσει την επιστροφή της κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού (Α.Π. 952/1994, Ε.Ν.Δ. 1995, 156). Σε περίπτωση δε εγγυήσεως προς το Δημόσιο υπέρ οφειλέτη του, αν η απαίτηση του Δημοσίου κατά του πρωτοφειλέτη προκύπτει από την άσκηση της κυριαρχικής του εξουσίας και φέρει έτσι χαρακτήρα αξιώσεως δημοσίου δικαίου, οι διαφορές που γεννώνται κατά την επιδίωξη εισπράξεως του χρέους από τον εγγυητή σύμφωνα με τις διατάξεις του Κ.Ε.Δ.Ε, δυνάμει του άρθρου 86 παρ. 1 αυτού, αποτελούν επίσης διοικητικές διαφορές ουσίας. Τούτο δε διότι η εγγύηση έχει κατά τα άρθρα 847 και 850 Α.Κ, ως αντικείμενο ξένη, και μάλιστα έγκυρη, οφειλή (κύρια οφειλή) και γεννά εξαρτημένη ενοχή, αφού η γένεση, το περιεχόμενο και η απόσβεσή της εξαρτώνται κατά τα άρθρα 850 εδ. 1, 851 και 864 Α.Κ. από την κύρια οφειλή (Α.Π. 1301/1994, Εφ.Πειρ. 518/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, αστικός κώδιξ, τόμ. IV, υπ’ άρθρο 847, αριθ. 3, σ. 363, υπ’ άρθρο 850, αριθ. 9, σ. 375 και υπ’ άρθρο 864, αριθ. 1, σ. 403, Β. Βαθρακοκοίλη, Ερμ.Νομ.Α.Κ., Γ’ έκδ, υπ’ άρθρο 847, σ. 1124).

Στην προκείμενη περίπτωση, δικαιοδοσία για την εκδίκαση της υπό κρίση αγωγής, με το περιεχόμενο που έχει εκτεθεί πιο πάνω, έχουν τα διοικητικά και όχι τα πολιτικά Δικαστήρια, διότι η κύρια εν προκειμένω οφειλή – η οποία αφορά υποχρέωση καταβολής στο δεύτερο εναγόμενο ν.π.δ.δ. Ν.Α.Τ. (ήδη Ε.Φ.Κ.Α.) ασφαλιστικών εισφορών εκ του ναυτολογίου του κρουαζιερόπλοιου «LC», κατ’ εφαρμογή της νομοθεσίας των κοινωνικών ασφαλίσεων, στα πλαίσια της δράσης του δευτέρου εναγομένου ως φορέα κοινωνικής ασφάλισης – είναι δημοσίου δικαίου, εφόσον προκύπτει από την άσκηση της κυριαρχικής δημόσιας εξουσίας του κατά την είσπραξη δημοσίων εσόδων (ασφαλιστικών εισφορών εκ του ναυτολογίου), οι δε διαφορές που γεννώνται κατά την επιδίωξη είσπραξης της οφειλής αυτής από την εγγυήτρια πρώτη εναγόμενη αποτελούν επίσης διοικητικές διαφορές ουσίας, υπαγόμενες στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, αφού η εγγύηση, όπως προαναφέρθηκε, γεννά εξαρτημένη από την κύρια οφειλή ενοχή (π.ρ.β.λ. και Α.Π. 1307/2007, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, με την οποία κρίθηκε ότι η χορήγηση από τράπεζα εγγυητικής επιστολής σε πρόσωπο που συμμετέχει σε διαγωνισμό για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας καζίνου αποσκοπεί στην εξασφάλιση του Δημοσίου ότι ο δικαιούχος της άδειας θα εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου και πρόκειται, επομένως, για παρεπόμενη σχέση, η οποία, ως εκ της υποκείμενης σχέσης που εξυπηρετεί, είναι και αυτή έννομη σχέση δημοσίου δικαίου, οποιαδήποτε δε διαφορά γεννάται από τη σχέση αυτή, ως παρεπόμενη σχέση δημοσίου δικαίου, υπάγεται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων). Κατ’ ακολουθία των προεκτεθέντων, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ότι δεν έχει δικαιοδοσία να εκδικάσει την κρινόμενη υπόθεση και με παρόμοια αιτιολογία απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη (άρθρα 2, 4 εδάφ. γ’ Κ.Πολ.Δ.), ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο. Συνεπώς, είναι αβάσιμοι οι διαλαμβανόμενοι στο μόνο λόγο της κρινόμενης έφεσης ισχυρισμοί των εναγουσών – εκκαλουσών, περί ύπαρξης δικαιοδοσίας του πρωτόδικου δικαστηρίου και η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς το δεύτερο εφεσίβλητο. Τα δικαστικά έξοδα των αμέσως ανωτέρω διαδίκων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει όμως να συμψηφιστούν στο σύνολό τους, διότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρα 106, 179 εδ. β’, 183 Κ.Πολ.Δ.), ενώ πρέπει να διαταχθεί και η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου άσκησης έφεσης που κατατέθηκε από τις εκκαλούσες (άρθρο 495 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει την από 20-9-2018 και με Γ.Α.Κ. …../21-9-2018 και Ε.Α.Κ. …../21-9-2018 έφεση κατά της με αριθ. 4282/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τμήμα ναυτικών διαφορών – τακτική διαδικασία), ερήμην της πρώτης εφεσίβλητης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της έφεσης, ως προς την πρώτη εφεσίβλητη.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσία την έφεση ως προς το δεύτερο εφεσίβλητο

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των αμέσως ανωτέρω διαδίκων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας.

Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του e-παραβόλου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων με κωδικό . . ., ποσού εκατό (100,00) ευρώ, το οποίο κατέθεσαν οι εκκαλούσες για την άσκηση της έφεσης.

 

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 26 Σεπτεμβρίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ