Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 574/2019

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΕΚΟΥΣΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

΄Εφεση κατά αποφάσεως, η οποία εκδόθηκε επί Τριτανακοπής, προσεπίκλησης και πρόσθετης παρέμβασης, κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας από την Κτηματολογική Δικαστή. Εφόσον η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε με τη διαδικασία της Εκούσιας Δικαιοδοσίας, δεν ισχύει στην κατ’ έφεση δίκη η ευχέρεια των πληρεξουσίων Δικηγόρων των διαδίκων να καταθέσουν δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Ο εφεσίβλητος δικάζεται ερήμην εφόσον ο πληρεξούσιος Δικηγόρος του δεν παραστάθηκε νομότυπα. Αίτηση διόρθωσης εσφαλμένης αρχικής κτηματολογικής εγγραφής ακινήτου ως «αγνώστου ιδιοκτήτη», κατ’ άρθρο 6 παρ. 3 Ν. 2664/1998. Αντικείμενο αυτής είναι μόνον η διόρθωση της εσφαλμένης κτηματολογικής εγγραφής και όχι η αυθεντική διάγνωση της ύπαρξης του σχετικού εγγραπτέου δικαιώματος του αιτούντος, το οποίο εξετάζεται μεν ως προδικαστικό για το βάσιμο της αιτήσεως, αλλά η εκδοθείσα απόφαση δεν παράγει ως προς αυτό δεδικασμένο. Απορρίπτει έφεση.

 

Αριθμός Απόφασης:  574/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

[ΕΚΟΥΣΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ]

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη Γραμματέα Κ.Δ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 115 § 2 (όπως αυτό ισχύει), 242 § 2, 741, 745 και 759 § 4 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι, στις υποθέσεις της Εκούσιας Δικαιοδοσίας, για τις οποίες είναι υποχρεωτική η προ­φορική συζήτηση, ακόμη και στο δεύτερο βαθμό, δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 242 § 2 ΚΠολΔ και, κατά συνέπεια, δεν ισχύει η ευχέρεια των πληρε­ξουσίων Δικηγόρων των διαδίκων να προκαταθέσουν δήλωση ότι δεν θα παραστούν κατά την εκφώνηση της υπόθεσης. Σε μια τέτοια περίπτωση (που δεν μπορεί να εφαρμοστεί η διάταξη του άρθρου 242 § 2), ο διάδι­κος, που κατέθεσε προτάσεις και δεν παρουσιάστηκε στη συζήτηση δικάζεται ερήμην. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη της § 2 εδ. α` του άρθ. 764 ΚΠολΔ, με το οποίο τίθενται ειδικοί κανόνες στη συζήτηση της έφε­σης κατ` αποφάσεων που εκδόθηκαν κατά τη Διαδικα­σία της Εκούσιας Δικαιοδοσίας (άρθ. 739 επ. ΚΠολΔ), αν, όταν εκφωνείται η υπόθεση, δεν εμφανιστεί κανένας διάδικος, η συζήτηση ματαιώνεται, ενώ αν κάποιος από τους διαδίκους εμφανιστεί, το Δικαστήριο εξετάζει την υπόθεση κατ` ουσίαν. Για την έρευνα δε της υπόθεσης σε περίπτωση απουσίας κάποιου από τους διαδίκους, προέχει η έρευνα της νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσής του. ΄Ετσι, ερευνάται αν τη συζήτηση επισπεύδει ο διάδικος, που απολείπεται, ή αν την επισπεύδει ο παριστάμενος, οπότε ερευνάται η κλήτευση αυτού, που απου­σιάζει (ΤριμΕφΘεσ 2675/2018 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΑθ 2495/2017 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 199/2014 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΘεσ 15/2018 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΘεσ 40/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΑθ 11/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΠατρ 539/2009 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 427/2008, ΕλλΔ/νη 49.1493, ΕφΑθ 209/2006, ΕλλΔ/νη 48. 546). Στην προκειμένη περίπτωση εισάγεται προς συζή­τηση, ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, η από 15-09-2017 έφεση των πρωτοδίκως ηττηθέντων, καθ’ ου η τριτανακοπή – υπερ ου η πρόσθετη παρέμβαση και καθ’ ου η προσεπίκληση – προσθέτως παρεμβαίνοντος υπέρ του τελευταίου, η οποία κατατέθηκε, στις 18-09-2017, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/2017 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2017, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, στις 28-09-2017, στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2017 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../2017, κατά της με αριθμ. 3186/30-06-2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά τη διαδικασία της Εκούσιας Δικαιοδοσίας, από την ορισθείσα Κτηματολογική Δικαστή, μετά από συζήτηση που έγινε, αντιμωλία των διαδίκων, την 1η-3-2017, επί της από 16-7-2013 και με αριθμό κατάθεσης …../18-07-2013 τριτανακοπής της εφεσίβλητης, μετά από συνεκδίκασή της με την από 18-7-2013 και με αριθμό κατάθεσης …./15-02-2016 (ΓΑΚ …./15-02-2016) ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση σε παρέμβαση και την ασκουμένη δια των από 1-3-2017 προτάσεων, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, πρόσθετη παρέμβαση του καθ’ ου η προσεπίκληση υπέρ του καθ’ ου η τριτανακοπή και κατά της τριτανακόπτουσας. Κατά την εκφώνηση, όμως, της υπό κρίση έφε­σης, από τη σειρά του οικείου πινακίου, ο πλη­ρεξούσιος Δικηγόρος της εφεσίβλητης, προκατέθεσε έγγραφες προτάσεις, την 01/10/2018, και με την ίδια ημερομηνία δήλωσή του, κατά το άρθρο 242 § 2 του ΚΠολΔ, δήλωσε ότι δεν θα παραστεί κατά την εκφώνηση της υπόθεσης και συναινεί στη συζήτησή της, ενώ παραστάθηκαν οι εκκαλούντες, εκπροσωπούμενοι από την πληρεξούσιο Δικηγόρο τους. Η παρά­σταση αυτή του πληρεξουσίου Δικηγόρου της εφεσίβλητης, όμως, δεν είναι η προσήκουσα κατά τη διαδικασία της Εκούσιας Δικαιοδοσίας, διότι, σύμφωνα με την παρα­πάνω νομική σκέψη, δεν επιτρέπεται η παράστασή του με δήλωση του άρθ. 242 § 2 ΚΠολΔ, αφού πρόκειται για υπόθεση της Εκούσιας Δικαιοδοσίας. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από το φάκελο της δικογραφίας, η συζή­τηση της ένδικης έφεσης επισπεύσθηκε από την εφεσίβλητη (βλ. σχετ. με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2017 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../2017 έκθεση κατάθεσης δικογράφου ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου). Συνακόλουθα, η εφεσίβλητη πρέπει να δικαστεί ερήμην και να ερευνηθεί η υπόθεση κατ’ ουσίαν κατά την ίδια, Εκούσια Δικαι­οδοσία (άρθρο 533 ΚΠολΔ), ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, σα να ήταν και αυτή παρούσα, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 764 § 2 ΚΠολΔ, με το οποίο τίθενται ειδικοί κανόνες στη συζήτηση της έφεσης κατ’ αποφάσεων, που εκδόθηκαν κατά τη διαδικασία της Εκούσιας Δικαιοδοσίας (άρθ. 739 επ. ΚΠολΔ), όπως η προκειμένη, εάν, όταν εκφωνείται η υπό­θεση κάποιος από τους διαδίκους εμφανιστεί, το Δικα­στήριο εξετάζει την υπόθεση κατ’ ουσίαν. Περαιτέρω, η υπό κρίση ασκήθηκε νομότυπα από τους ηττηθέντες πρωτοδίκως καθ’ ου η τριτανακοπή – υπερ ου η πρόσθετη παρέμβαση και προσθέτως παρεμβαίνοντα, ο οποίος, με την άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης, απέκτησε την ιδιότητα του διαδίκου (άρθρ. 752 ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα, ήτοι εντός τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, στις 19/07/2017, στην αντίκλητο των εκκαλούντων (βλ. σχετ. με αριθμ. …../19-07-2017 έκθεση επιδόσεως της Δικαστικής Επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείου Αθηνών, ………..), έως την κατάθεση της υπό κρίση έφεσης στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (18/09/2017) (άρθ. 741, 147 παρ. 1, 518 § 1, 761, 762,  ΚΠολΔ). Επίσης, εφόσον για το παραδεκτό της έφεσης κατατέθηκαν από τους εκκαλούντες τ’ απαιτούμενα από το νόμο παράβολα ποσού 100 ευρώ (άρθρο 495 § 3 Α περ. β΄ ΚΠολΔ), η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολ).

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 741, 748 παρ. 3, 773 και 586 παρ. 1 του ΚΠολΔ, που το τελευταίο (το άρθρο 586 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά το άρθρο 741 ΚΠολΔ, εφαρμόζεται και κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, προκύπτει ότι, κατά των αποφάσεων, οι οποίες εκδίδονται, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, κάθε τρίτος, ο οποίος δεν συμμετείχε στη σχετική δίκη, είτε ως μη κλητευθείς, κατ` άρθρο 748 παρ. 3 ΚΠολΔ, είτε ως μη προσεπικληθείς κατ` άρθρο 753 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα, είτε ως μη παρεμβάς κατ` άρθρο 752 του Κώδικα αυτού, δύναται, ενασκώντας τριτανακοπή και στρεφόμενος αφ’ ενός κατά της οριστικής απόφασης, που εκδόθηκε με τη διαδικασία αυτή, χωρίς τη συμμετοχή του και αφ’ ετέρου κατά των διαδίκων, οι οποίοι συμμετείχαν στη διαδικασία, μετά το πέρας της οποίας εκδόθηκε η απόφαση αυτή, να ζητήσει και να επιτύχει την ακύρωση αυτής, επικαλούμενος και αποδεικνύων την προς τούτο ύπαρξη εννόμου συμφέροντος, το οποίο συνίσταται στην αποτροπή της βλάβης ή του κινδύνου, που δημιουργεί η προσβαλλόμενη απόφαση για τα έννομα συμφέροντά του. Η βλάβη, στην οποία θεμελιούται το έννομο συμφέρον του τριτανακόπτοντος πρέπει να είναι δικονομική, άμεση ή έμμεση ή και ενδεχόμενη, αλλά το βλαπτόμενο ή σε κίνδυνο τιθέμενο δικαίωμά του, πρέπει να είναι κεκτημένο και απαιτητό κατά το χρόνο της τριτανακοπτόμενης απόφασης. Οι λόγοι δε της τριτανακοπής δεν αναφέρονται ασφαλώς σε σφάλμα της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά αποτελούν οιονεί αιτιάσεις, με τις οποίες προβάλλονται νομικοί λόγοι ή πραγματικά περιστατικά, που παριστούν την εκφρασθείσα με την τριτανακοπτόμενη δικαστική κρίση βλαπτική των εννόμων συμφερόντων του τριτανακόπτοντος για την άσκηση της τριτανακοπής (ΑΠ 1513/2018 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 1743/2017 Δημ. Νόμος). Περαιτέρω, η έννοια του διαδίκου, όπως αυτή καθορίζεται στα πλαίσια της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας, δεν προσαρμόζεται στη ρυθμιζόμενη από τα άρθρα 741-781 ΚΠολΔ διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, στην οποία δεν υπάρχει αντιδικία, αλλά μετέχουν στην διαδικασία αυτή οι ενδιαφερόμενοι για το ρυθμιστικό μέτρο, οι οποίοι αποκτούν την ιδιότητα του διαδίκου α) με την υποβολή της αίτησης για την εκδίκαση ορισμένης υποθέσεως της εκούσιας δικαιοδοσίας, β) με την κλήτευσή τους στη διαδικασία αυτή κατόπιν διαταγής του αρμοδίου δικαστηρίου (άρθρο 748 παρ. 3 ΚΠολΔικ), γ) με την άσκηση κύριας ή πρόσθετης παρέμβασης (άρθρο 752 ΚΠολΔ), δ) με την προσεπίκλησή τους, που γίνεται με πρωτοβουλία κάθε διαδίκου ή αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (άρθρ. 753 ΚΠολΔ). Συνεπώς, κατά την ανωτέρω διαδικασία, ο καθ’ ου η αίτηση δεν προσλαμβάνει την ιδιότητα του διαδίκου με μόνη την απεύθυνση της αίτησης εναντίον του, αν δεν κλητεύθηκε ύστερα από διαταγή του δικαστηρίου, δεν προσκλήθηκε ή δεν άσκησε παρέμβαση, ακόμη και όταν, χωρίς πάντως να ασκήσει παρέμβαση, παραστεί στη δίκη (ΑΠ 546/2018 Δημ. Νόμος). Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 79, 80, 747 και 752 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, είναι δυνατή η άσκηση κυρίας ή πρόσθετης παρέμβασης, εφόσον βέβαια συντρέχει η, κατά το άρθρο 68 του ίδιου Κώδικα, διαδικαστική προϋπόθεση της ύπαρξης έννομου συμφέροντος στο πρόσωπο του παρεμβαίνοντος. Ειδικότερα, ενώ στη δίκη της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας το έννομο συμφέρον του παρεμβαίνοντος αναφέρεται στη θετική ή αρνητική διάγνωση του επίδικου δικαιώματος, στις περιπτώσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας το έννομο συμφέρον του παρεμβαίνοντος συνίσταται στην παραδοχή ή απόρριψη της αίτησης αναφορικά με το ζητούμενο ρυθμιστικό μέτρο. Στην τελευταία αυτή δίκη, εφόσον η παρέμβαση του τρίτου επιδιώκει την απόρριψη της αίτησης, με την οποία ανοίχθηκε η δίκη, για την παραδοχή της δικής του αυτοτελούς αιτήσεως, ή τη ρύθμιση του επίδικου αντικειμένου κατά τρόπο διαφορετικό, από εκείνον, που ζητείται με την αίτηση, πρόκειται για κύρια παρέμβαση (ΑΠ 1020/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 546/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 208/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 148/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 632/2013 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΑθ 1743/2017 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠατρ 9/2017 ό.π.), ενώ, αν περιορίζεται μόνο στην απόκρουση, χωρίς να υποβάλει δική του αυτοτελή αίτηση παροχής έννομης προστασίας, πρόκειται για πρόσθετη παρέμβαση (ΑΠ 546/2018 ό.π.. Από τη διάταξη δε του άρθρου 80 ΚΠολΔικ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 68 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι, υφίσταται έννομο συμφέρον προς παρέμβαση όταν με αυτή μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία εις βάρος του νομικής υποχρεώσεως. Πρέπει, όμως, αυτά να απειλούνται από τη δεσμευτικότητα ή εκτελεστότητα της αποφάσεως, που θα εκδοθεί, είτε να υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειές της. Έτσι, για την άσκηση πρόσθετης παρέμβασης, δεν αρκεί ότι σε μεταξύ άλλων εκκρεμεί δίκη πρόκειται να λυθεί νομικό ζήτημα, που θα ωφελήσει ή θα βλάψει τον προσθέτως παρεμβαίνοντα, επειδή υπάρχει η πρόκειται να προκύψει σε μελλοντική δίκη μεταξύ αυτού και κάποιου από τους διαδίκους ή τρίτου συναφής διαφορά, αλλά απαιτείται η έκβαση της δίκης στην οποία παρεμβαίνει, να θίγει από την άποψη του πραγματικού και νομικού ζητήματος τα έννομα συμφέροντά του (ΟλΑΠ 4/2018 Δημ. Νόμος, ΟλΑΠ 17/2015 Δημ. Νόμος, Ολ. ΑΠ 9/2012, Ολ. ΑΠ 14/2008, ΑΠ 546/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 208/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 74/2015 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 181/2017 Δημ. Νόμος). Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 83 ΚΠολΔ, αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου, που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση, προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 μέχρι 78. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι, αποφασιστικό κριτήριο, για το χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς, είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Το δικονομικό δικαίωμα της άσκησης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης παρέχεται, όχι λόγω της πιθανής εκδήλωσης δυσμενών ενεργειών της απόφασης σε βάρος τρίτου, αλλά λόγω της δεσμευτικότητας αυτών που θα κριθούν στην ήδη εκκρεμή δίκη, όσον αφορά στις σχέσεις του παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άλλης διαδικασίας (ΑΠ 382/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 727/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 680/2016 Δημ. Νόμος). Με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη μια νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος της απόφασης. Η ασκούμενη, κατά το άρθρο 83 ΚΠολΔ, αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με το διάδικο, υπέρ του οποίου η παρέμβαση, στο μέτρο, που ο παρεμβαίνων θεωρείται, κατά πλάσμα δικαίου, ως αναγκαίος ομόδικος, με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως, να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες, που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου (ΑΠ 1564/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 177/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1485/2006 Δημ. Νόμος). Ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να θεωρηθεί και εκείνη, την οποία ασκεί αυτός, που έγινε διάδοχος του διαδίκου, όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής (άρθρο 225 παρ. 2 ΚΠολΔ), αφού το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατά αυτού, κατά το άρθρο 325 αριθ. 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 1564/2017 ό.π., ΑΠ 1731/2011 Δημ. Νόμος). Ειδικότερα, κατά το άρθρο 225 ΚΠολΔ, “Η επέλευση της εκκρεμοδικίας δεν στερεί τους διαδίκους από την εξουσία να μεταβιβάσουν το επίδικο πράγμα ή δικαίωμα ή να συστήσουν εμπράγματο δικαίωμα (παρ. 1). Η μεταβίβαση του επίδικου πράγματος ή δικαιώματος ή η σύσταση εμπράγματου δικαιώματος δεν επιφέρει κάποια μεταβολή στη δίκη. Ο ειδικός διάδοχος έχει δικαίωμα να ασκήσει παρέμβαση (παρ. 2). Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι παρέχεται η δυνατότητα στους διαδίκους και μετά την εκκρεμοδικία να μεταβιβάσουν το επίδικο πράγμα ή δικαίωμα υπό τους όρους και προϋποθέσεις του ουσιαστικού δικαίου. Η μεταβίβαση, όμως, του επίδικου πράγματος ή δικαιώματος, που έγινε μετά την επέλευση της εκκρεμοδικίας, δεν επιφέρει μεταβολή στην έννομη σχέση της δίκης, διότι αυτή δεν αποβαίνει αναγκαίο παρακολούθημα της ουσιαστικής έννομης σχέσης, αλλά η δίκη συνεχίζεται μεταξύ των διαδίκων εωσότου νομίμως περατωθεί. Μέχρι τότε μόνος νομιμοποιούμενος να διεξαγάγει τη δίκη είναι ο διάδικος, που μεταβίβασε, μετά την επέλευση της εκκρεμοδικίας, το επίδικο πράγμα ή δικαίωμα (ΑΠ 1073/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1136/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1028/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1345/2009 Δημ. Νόμος, ΑΠ 870/2006 Δημ. Νόμος) ή σε περίπτωση θανάτου αυτού, ο νομιμοποιούμενος, σύμφωνα με το άρθρο 290 ΚΠολΔ, να συνεχίσει στο όνομά του τη δίκη, κληρονόμος αυτού (ΑΠ 1073/2015 ό.π., ΑΠ 1136/2013 ό.π., ΑΠ 1920/2006 ΤΝΠΔΣθ, ΑΠ 127/2004 Δημ. Νόμος, ΑΠ 644/2000, ΕφΑθ 4047/2007 Δημ. Νόμος). Ο ειδικός διάδοχός του δεν αποκτά αυτοδικαίως την ιδιότητα του διαδίκου και δεν υπεισέρχεται στη θέση του δικαιοπαρόχου του διαδίκου, ούτε μετά το θάνατο του τελευταίου, αλλά έχει δικαίωμα έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης να ασκήσει παρέμβαση, ακόμη και για πρώτη φορά ενώπιον του Αρείου Πάγου (Ολομ. ΑΠ 1/1996, ΑΠ 1073/2015 ό.π., ΑΠ 1136/2013 ό.π., ΑΠ 1345/2009 ό.π., ΑΠ 127/2004 ό.π.), όχι, όμως, και τη δικονομική δυνατότητα να ενεργήσει για δικό του λογαριασμό και στο όνομά του οποιαδή­ποτε διαδικαστική πράξη, που έχει σχέση με τη διεξαγωγή και την πρόοδο της δίκης. Εάν δε ενεργήσει τέτοιες πράξεις, στις οποίες αδιακρίτως περιλαμβάνεται και η κατάθεση και η επίδοση κλήσεως για νέα συζή­τηση της υποθέσεως, αυτές είναι άκυρες και η ακυρό­τητα λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο και αυτε­παγγέλτως, κατά τις διατάξεις των άρθρων 68, 73, 159 § 1 και 160 § 1 ΚΠολΔ (βλ. ΑΠ 1411/2011 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1028/2010 ό.π.). Μόνο δε εφόσον ασκηθεί, εκ μέρους του ειδικού διαδόχου, παρέμβαση και συμφωνήσουν οι αρχικοί διάδικοι, ο ειδικός διάδο­χος μπορεί να υπεισέλθει στη θέση του μεταβιβάσαντος (άρθρου 85 ΚΠολΔ), ενώ, εάν υπάρχει μόνον παρέμβαση και δεν υπάρχει η προαναφερθείσα συμφωνία, ο παρεμβάς ειδικός διάδοχος ενεργεί μεν όλες τις διαδικαστικές πρά­ξεις, αλλά προς το συμφέρον του δικαιοπαρόχου αρχικού διαδίκου (άρθρο 82 του ΚΠολΔ) (βλ. σχετ. ΑΠ 1028/2010 ό.π., Κε­ραμεύς / Κονδύλης / Νίκας ΚΠολΔ I (2000) ό.π., άρθρα 82, 83 και 85 ΚΠολΔ, Μ. Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, τόμ. Ι, έκδ. 2012, άρθρα 82, 83 και 85 ΚΠολΔ, Χ. Απαλαγάκη, ΚΠολΔ, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, έκδ. 2η, άρθρα 82, 83 και 85 ΚΠολΔ).

Περαιτέρω, η από το ουσιαστικό δίκαιο συρροή αξιώσεων διαφέρει της σώρευσης αγωγών, δηλαδή, του δικαιώματος της άσκησης από ένα πρόσωπο περισσότερων για το ίδιο πράγμα αγωγών. Όταν οι συρρέουσες, κατά το ουσιαστικό δίκαιο, αξιώσεις ενωθούν στο ίδιο δικόγραφο, τότε πρόκειται για σώρευση συρρεουσών αγωγών. Η δικονομικού δικαίου σώρευση αγωγών προβλέπεται από το άρθρο 218 ΚΠολΔ (αντικειμενική σώρευση). Η εν λόγω σώρευση υπάρχει όταν ενώνονται στο ίδιο δικόγραφο περισσότερες αιτήσεις του ίδιου ενάγοντος κατά του ίδιου εναγομένου, δηλαδή αιτήσεις παροχής δικαστικής προστασίας, επιτρέπεται δε κατά νόμο μόνο, εφόσον πηγάζουν από την ίδια ή διαφορετική αιτία, αφορούν το ίδιο ή διαφορετικό αντικείμενο και στηρίζονται στον ίδιο ή διαφορετικό λόγο, δεν είναι αντιφατικές μεταξύ τους, υπάγονται στο σύνολό τους, λόγω ποσού, στο δικαστήριο όπου εισάγονται, υπάγονται στην τοπική αρμοδιότητα του ίδιου δικαστηρίου και στο ίδιο είδος διαδικασίας, η σύγχρονη δε εκδίκασή τους δεν επιφέρει σύγχυση. Η – αντικειμενική – σώρευση αγωγών αποτελεί δικαίωμα του ενάγοντος, εναπόκειται, δηλαδή, στη βούλησή του, αφού από καμιά διάταξη νόμου δεν υποχρεώνεται γι’ αυτή, ούτε δημιουργείται, στην αντίθετη περίπτωση, τεκμήριο καταστρατήγησης των διατάξεων περί της καθ` ύλην αρμοδιότητας (Ολομ. ΑΠ 451/1971, ΑΠ 1358/2018 Δημ. Νόμος). Η σώρευση περισσότερων αγωγών (αιτήσεων) στο ίδιο δικόγραφο χωρίς τη συνδρομή των παραπάνω προϋποθέσεων, που ρητά ορίζονται στη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 218 ΚΠολΔ, όπως λ.χ. η σώρευση αντιφασκουσών αγωγών, δεν επιφέρει την ακυρότητα του δικογράφου, αφού στην τελευταία αυτή περίπτωση διατάσσεται από το δικαστήριο, με οριστική απόφαση, ο χωρισμός τους, όπως επιτάσσει η διάταξη της παρ. 2 του ίδιου πιο πάνω άρθρου, που τέθηκε για την άρση των αμφισβητήσεων που είχαν ανακύψει κατά το προϊσχύον δίκαιο (ΑΠ 1358/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 631/2006).

Στην προκειμένη περίπτωση, η τριτανακόπτουσα, με την υπό κρίση από 16-7-2013 τριτανακοπή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης ……./2013, ισχυρίστηκε, κατ’ ορθή εκτίμηση του δικογράφου, ότι, τυγχάνει πλήρης και αποκλειστική κυρία, με τα προσόντα της εκτάκτου χρησικτησίας, ενός γεωτεμαχίου, επιφάνειας 194 τ.μ., κειμένου εντός της κτηματικής περιφέρειας Δήμου Σαλαμίνας Αττικής, το οποίο περιγράφεται ειδικότερα στην τριτανακοπή, κατά θέση, έκταση και όρια. Ότι το ακίνητο αυτό, στο πλαίσιο της διαδικασίας καταχώρισης των πρώτων εγγραφών στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας και δη, αναφορικά με την οικεία κτηματική περιφέρεια, έλαβε ΚΑΕΚ …………., εμφαινόμενο, ωστόσο, ως ανήκον σε άγνωστο ιδιοκτήτη. Ότι, ειδικότερα, νέμεται και κατέχει τούτο, συνεχώς και αδιαλείπτως, από το έτος 2002, οπότε απέκτησε, κατόπιν άτυπης μεταβίβασης, την κατοχή και νομή αυτού, από τις άμεσες δικαιοπαρόχους της, ………. και ……….., κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου από εκάστη, ασκώντας έκτοτε τις, σύμφωνα με τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο δικόγραφο της ένδικης τριτανακοπής, προσιδιάζουσες στη φύση και τον προορισμό του, διακατοχικές πράξεις, διανοία κυρίου, προσαυξανόμενου δε στο χρόνο νομής της και του χρόνου νομής των ως άνω δικαιοπαρόχων της, οι οποίες ασκούσαν, από το έτος 1971, συνεχώς και αδιακωλύτως επ’ αυτού, διανοία συγκυρίων, κατά τα ως άνω ποσοστά εξ αδιαιρέτου, τις αναφερόμενες στο δικόγραφο προσιδιάζουσες στη φύση και τον προορισμό του, διακατοχικές πράξεις, χωρίς να ενοχληθούν από οποιονδήποτε τρίτο, συμπληρώθηκε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της εικοσαετίας. Ότι ο καθ’ ου η τριτανακοπή άσκησε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, την από 23-11-2011 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …../2011 αίτησή του, με την οποία ζήτησε τη διόρθωση της πρώτης κτηματολογικής εγγραφής, ως προς το ανωτέρω γεωτεμάχιο, το οποίο φερόταν ως «αγνώστου ιδιοκτήτη», ώστε να καταχωρηθεί ο ίδιος δικαιούχος εμπραγμάτου δικαιώματος κυριότητας επ’ αυτού. Ότι επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η με αριθμ. 1352/2013 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία έγινε δεκτή η εν λόγω αίτηση, διατάχθηκε η διόρθωση της πρώτης κτηματολογικής εγγραφής, η δε ανωτέρω απόφαση καταχωρήθηκε στο οικείο ΚΑΕΚ την 30η-5-2013. Με βάση τα ανωτέρω εκτιθέμενα και επικαλούμενη άμεσο έννομο συμφέρον, το οποίο απορρέει από το βλαπτικό για το δικαίωμα αποκλειστικής κυριότητάς της στο επίδικο ακίνητο διατακτικό της ως άνω με αριθμ. 1352/2013 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η τριτανακόπτουσα ζητούσε: α) να ακυρωθεί η ανωτέρω με αριθμ. 1352/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εκδοθείσα κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας από την ορισθείσα Κτηματολογική Δικαστή, β) να αναγνωριστεί ότι αυτή (τριτανακόπτουσα) είναι πλήρης και αποκλειστική κυρία του επίδικου γεωτεμαχίου με ΚΑΕΚ ………., γ) να διορθωθεί η ανωτέρω ανακριβής εγγραφή, ώστε να εμφαίνεται η πλήρης και αποκλειστική κυριότητά της (τριτανακόπτουσας) επί του εν λόγω γεωτεμαχίου με ………… και με βάση την παρατιθέμενη αιτία κτήσης αυτού, διαγραφομένου του καθ’ ου η τριτανακοπή από το οικείο ΚΑΕΚ, δ) να καταδικαστεί ο καθ’ ου η τριτανακοπή στην καταβολή των εν γένει δικαστικών εξόδων της. Επίσης, με την από 18-7-2013 ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση σε παρέμβαση, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης …./2016 (ΓΑΚ …../2016), η (ως άνω τριτανακόπτουσα-) ανακοινώνουσα τη δίκη – προσεπικαλούσα ανακοίνωσε την ανοιγείσα, με την ως άνω τριτανακοπή, δίκη στον …………., και προσεπικάλεσε τον τελευταίο να συμμετάσχει σε αυτή (ανοιγείσα δίκη), διατεινόμενη ότι ο τελευταίος έχει έννομο συμφέρον να παρέμβει στη δίκη, καθόσον, δυνάμει του αναφερόμενου σε αυτήν, σε κάθε δε περίπτωση άκυρου για τους παρατιθέμενους λόγους, συμβολαίου γονικής παροχής, ο καθ’ ου η τριτανακοπή μεταβίβασε σε αυτόν, κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας της υπό κρίση τριτανακοπής, το επίδικο ακίνητο, με ΚΑΕΚ …………….. κατά πλήρη και αποκλειστική κυριότητα. Επίσης, ζητούσε να καταδικαστεί ο αντίδικός της στην καταβολή των εν γένει δικαστικών εξόδων της. Κατόπιν, με την από 01/03/2017 πρόσθετη παρέμβαση του καθ’ ου η προσεπίκληση, ασκηθείσα, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με τις νομίμως κατατεθείσες προτάσεις του, καθώς και με προφορική δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου του, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, ο προς ον η ανακοίνωση δίκης – προσεπικαλούμενος – προσθέτως παρεμβαίνων, επικαλούμενος έννομο συμφέρον, ως (ήδη) πλήρης και αποκλειστικός κύριος του επίδικου ακινήτου, με ΚΑΕΚ …………, δυνάμει του αναφερόμενου σε αυτήν, νομίμως καταχωρημένου στο οικείο κτηματολογικό φύλλο, συμβολαίου γονικής παροχής, παρενέβη προσθέτως υπέρ του καθ’ ου η τριτανακοπή και κατά της τριτανακόπτουσας, αιτούμενος την απόρριψη της ένδικης τριτανακοπής, προκειμένου να διατηρηθεί σε ισχύ η προσβαλλόμενη με αριθμ. 1352/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, καθώς και να καταδικαστεί η τριτανακόπτουσα στην καταβολή των εν γένει δικαστικών εξόδων του. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με την εκκαλουμένη με αριθμ. 3186/30-06-2017 οριστική απόφασή του, μετά από συζήτηση που έγινε, αντιμωλία των διαδίκων, την 1η-3-2017, κατά την εκουσία δικαιοδοσία, από την ορισθείσα Κτηματολογική Δικαστή, αφού συνεκδίκασε την από 16-7-2013 τριτανακοπή, με την από 18-7-2013 ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση σε παρέμβαση και την από 1-3-2017 πρόσθετη παρέμβαση, διέταξε, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 741, 588 παρ. 2, 585 παρ. 1, 218 παρ. 1 δ’, 2 ΚΠολΔ, 6 παρ. 3 στοιχ. α’ εδ. πρώτο, 6 παρ. 2 Ν. 2664/1998, το χωρισμό της σωρευομένης (στο δικόγραφο της από 16-7-2013 τριτανακοπής) αγωγής περί αναγνώρισης του δικαιώματος πλήρους και αποκλειστικής κυριότητας της τριτανακόπτουσας – ανακοινώνουσας τη δίκη -προσεπικαλούσας – καθ’ ης η πρόσθετη παρέμβαση επί του γεωτεμαχίου με ΚΑΕΚ ……….., καθώς και περί διόρθωσης της οικείας ανακριβούς εγγραφής, ώστε να εμφαίνεται η πλήρης και αποκλειστική κυριότητα της εν λόγω διαδίκου επί του οικείου γεωτεμαχίου με ΚΑΕΚ ……. και με βάση την παρατιθέμενη αιτία κτήσης αυτού, διαγραφομένου του καθ’ ου η τριτανακοπή – υπέρ ου η πρόσθετη παρέμβαση από το οικείο κτηματολογικό φύλλο, καθώς κρίθηκε ότι, απαραδέκτως σωρεύονται στο δικόγραφο της υπό κρίση τριτανακοπής και τα ως άνω υπό στοιχ. β’ και γ’ αιτήματα περί αναγνώρισης του δικαιώματος πλήρους και αποκλειστικής κυριότητας της τριτανακόπτουσας επί του επίδικου γεωτεμαχίου με ΚΑΕΚ ……., καθώς και περί διόρθωσης της οικείας ανακριβούς εγγραφής, ώστε να εμφαίνεται η πλήρης και αποκλειστική κυριότητά της (τριτανακόπτουσας) επί του εν λόγω γεωτεμαχίου με ΚΑΕΚ ……… και με βάση την παρατιθέμενη αιτία κτήσης αυτού, ως στοιχειοθετούντα (τα υπό στοιχ. β’ και γ’ αιτήματα) το αντικείμενο της κατ’ άρθρο 6 παρ. 2 Ν. 2664/1998 αγωγής, υπαγόμενης σε διάφορη διαδικασία, η οποία είναι η τακτική. Ότι με τέτοιο περιεχόμενο η ένδικη τριτανακοπή, αρμοδίως και παραδεκτώς είχε εισαχθεί προς συζήτηση, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, κατά την προκειμένη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 773 παρ. 1, 741, 587, 588 ΚΠολΔ, 6 παρ. 3 στοιχ. α’ Ν. 2664/1998), κατά την οποία είχε εκδοθεί η τριτανακοπτόμενη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, μόνον κατά το σκέλος της, που αφορούσε στην ακύρωση της ως άνω με αριθμ. 1352/2013 απόφασης, το οποίο (αίτημα) κράτησε προς εκδίκαση, ενώ, για το κατ’ άρθρο 6 παρ. 3 στοιχ. α’ εδ. δεύτερο Ν. 2664/1998 παραδεκτό της, ενεγράφη εμπρόθεσμα στο οικείο κτηματολογικά φύλλο του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας (βλ. το 1970/6-8-2013 πιστοποιητικό καταχώρισης εγγραπτέας πράξης της Προϊσταμένης του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας). Περαιτέρω, αφού έκρινε ότι η υπό κρίση τριτανακοπή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 773 παρ. 1, 741, 583, 586 παρ. 1, 176 και 191 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό και με το άρθρο 6 παρ. 3 Ν. 2664/1998 και ότι προσκομίσθηκε, κατ’ άρθρο 6 παρ. 3 στοιχ. ε’ εδ. πρώτο Ν. 2664/1998, όπως προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 4 Ν. 4164/2013, αντίγραφο κτηματολογικού φύλλου και αποσπάσματος κτηματολογικού διαγράμματος του επίδικου ακινήτου και ότι η προσεπίκληση σε παρέμβαση είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 753, 741, 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, έκανε δεκτές την από 16-7-2013 τριτανακοπή και την από 18-7-2013 (ανακοίνωση δίκης-) προσεπίκληση σε παρέμβαση, ως κατ’ ουσία βάσιμες, ακύρωσε τη με αριθμ. 1352/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας και διέταξε τη σημείωση της απόφασης αυτής στο βιβλίο, που τηρείται κατά τις διατάξεις του άρθρου 776 ΚΠολΔ, καθώς και στο περιθώριο της απόφασης που ακυρώνεται, απέρριψε δε την από 1-3-2017 πρόσθετη παρέμβαση, την οποία είχε κρίνει ως νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 773, 752 παρ. 2, 741, 80, 182 ΚΠολΔ, 6 παρ. 3 Ν. 2664/1998, ως κατ’ ουσία αβάσιμη και καταδίκασε τον καθ’ ου η τριτανακοπή – υπέρ ου η πρόσθετη παρέμβαση και τον καθ’ ου η προσεπίκληση – προσθέτως παρεμβαίνοντα στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της τριτανακόπτουσας – ανακοινώνουσας τη δίκη – προσεπικαλούσας – καθ’ ης η πρόσθετη παρέμβαση, τα οποία όρισε στο ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται οι εκκαλούντες, με την υπό κρίση έφεσή τους, για τους αναφερομένους στην έφεσή τους λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Ζητούν δε να γίνει δεκτή η έφεσή τους, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση και ν’ απορριφθούν η ως άνω τριτανακοπή και η ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση σε παρέμβαση και να γίνει δεκτή στο σύνολό της η ασκηθείσα από 01/03/2017 πρόσθετη παρέμβαση του δεύτερου εξ αυτών, …….., υπέρ του πρώτου εξ αυτών, . ….. και να μην ακυρωθεί η υπ’ αριθμόν 1352/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (εκούσια δικαιοδοσία), αλλά να διατηρηθεί σε ισχύ ως έχει και να μην γίνει σημείωση στο περιθώριο.

Με το άρθρο 6 παρ. 1, 2 και 3 του Ν. 2664/1998, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του από το Ν. 3127/2003 και το Ν. 3481/2006 και οι παρ. 2 και 3 του τελευταίου αυτού άρθρου αντικαταστάθηκαν με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 3 του N. 4164/2013 (ΦΕΚ Α 156/9.7.2013), ορίζονται τα εξής: “1. Πρώτες εγγραφές είναι εκείνες, που καταχωρίζονται ως αρχικές εγγραφές στο κτηματολογικό βιβλίο, κατά μεταφορά από τους κτηματολογικούς πίνακες, σύμφωνα με την παρ. 2 περ. β` του άρθρου 3. Οι πρώτες εγγραφές, επί των οποίων στηρίζεται κάθε μεταγενέστερη εγγραφή, υπόκεινται στις ρυθμίσεις του παρόντος κεφαλαίου. 2. Σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής μπορεί να ζητηθεί με αγωγή ενώπιον του αρμοδίου καθ’ ύλην και κατά τόπον πρωτοδικείου η αναγνώριση του δικαιώματος που προσβάλλεται με την ανακριβή εγγραφή και η διόρθωση ολικά ή μερικά της πρώτης εγγραφής. Η αγωγή (αναγνωριστική ή διεκδικητική) ασκείται από όποιον έχει έννομο συμφέρον μέσα σε αποκλειστική προθεσμία οκτώ ετών, εκτός αν πρόκειται για το Ελληνικό Δημόσιο ή εργαζομένους μόνιμα στο εξωτερικό κατά τη λήξη της οκταετούς κατά τα ως άνω προθεσμίας για τους οποίους η προθεσμία ασκήσεως της αγωγής είναι δέκα ετών… Η αγωγή απευθύνεται κατά του αναγραφομένου ως δικαιούχου του δικαιώματος, στο οποίο αφορά η πρώτη εγγραφή ή κατά των καθολικών του διαδόχων και κοινοποιείται, με ποινή απαραδέκτου της συζητήσεως στον προϊστάμενο του οικείου Κτηματολογικού Γραφείου… 3. α) Στην περίπτωση των αρχικών εγγραφών με την ένδειξη “άγνωστου ιδιοκτήτη”, κατά την έννοια της παρ. 1 του άρθρου 9, αντί της προβλεπομένης στην παρ. 2 του παρόντος άρθρου αγωγής, η διόρθωση μπορεί να ζητηθεί με αίτηση εκείνου, που ισχυρίζεται ότι έχει εγγραπτέο στο Κτηματολόγιο δικαίωμα, η οποία υποβάλλεται ενώπιον του Κτηματολογικού δικαστή της τοποθεσίας του ακινήτου, που δικάζει κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας. Εντός προθεσμίας είκοσι ημερών από την κατάθεσή της και επί ποινή απαραδέκτου, η αίτηση αυτή κοινοποιείται από τον αιτούντα στο Ελληνικό Δημόσιο και εγγράφεται στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου. Τα ανωτέρω ισχύουν και στην περίπτωση της κυρίας παρέμβασης. Εάν στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου έχουν ήδη καταχωρηθεί και άλλες αιτήσεις ή κύριες παρεμβάσεις με αντίστοιχο περιεχόμενο, η μεταγενέστερη αίτηση κοινοποιείται από τον αιτούντα επί ποινή απαραδέκτου και εντός της παραπάνω προθεσμίας στους προηγούμενους αιτούντες ή κυρίως παρεμβαίνοντες. Η κοινοποίηση της αίτησης στις ανωτέρω περιπτώσεις γίνεται με επίδοση επικυρωμένου αντιγράφου της. Εφόσον η αίτηση γίνει τελεσιδίκως δεκτή, διορθώνεται η εγγραφή. Εάν η αίτηση απορριφθεί ως νόμω ή ουσία αβάσιμη, ο αιτών μπορεί να ασκήσει αγωγή κατά του Ελληνικού Δημοσίου υπό τις προϋποθέσεις της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού. β)…”. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι στην περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου, όταν με την ανακριβή εγγραφή φέρεται το ακίνητο ως “αγνώστου ιδιοκτήτη”, όποιος ισχυρίζεται ότι έχει εγγραπτέο στο Κτηματολόγιο δικαίωμα, ασκεί αίτηση ή κύρια παρέμβαση ενώπιον του κτηματολογικού δικαστή της τοποθεσίας του ακινήτου και μέχρις ότου ορισθεί αυτός στο μονομελές πρωτοδικείο της τοποθεσίας του ακινήτου, που δικάζει κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, προκειμένου να ζητήσει τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής. Αντικείμενο της δίκης αυτής είναι η διαπίστωση της ύπαρξης του σχετικού εγγραπτέου δικαιώματος του αιτούντος και η διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής, σύμφωνα με αυτή τη διαπίστωση, χωρίς τη διάγνωση κανενός αμφισβητούμενου δικαιώματος, αφού η εγγραφή “αγνώστου ιδιοκτήτη” δεν ενέχει τέτοια αμφισβήτηση, αλλά ακριβώς την έλλειψη του υπάρχοντος δικαιώματος. Συνακόλουθα, δεν μπορεί να ζητηθεί με την αίτηση αυτή ή την κυρία παρέμβαση η αναγνώριση δικαιώματος, που προσβάλλεται με την ανακριβή πρώτη εγγραφή στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου, ώστε να περιληφθεί αντίστοιχη διάταξη στην απόφαση, που θα εκδοθεί, καθώς αντικείμενο της δίκης, που ανοίγεται, δεν είναι η αυθεντική διάγνωση του δικαιώματος που αμφισβητείται, ανεξαρτήτως του ότι ελέγχεται ως προϋπόθεση (προδικαστικό ζήτημα) η ύπαρξη συγκεκριμένου δικαιώματος για τη ζητούμενη διόρθωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής, χωρίς όμως να καλύπτεται με ισχύ δεδικασμένου. Γι` αυτό, άλλωστε, η προαναφερόμενη διάταξη (άρθρο 6 παρ. 3, όπως ισχύει) αναφέρεται μόνο στη διόρθωση της πρώτης εγγραφής και όχι στην αναγνώριση δικαιώματος, που προσβάλλεται με την εγγραφή αυτή, όπως προβλέπει η διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 του ίδιου νόμου στο πλαίσιο της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας (ΑΠ 34/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 74/2015, ΑΠ 1342/2015, ΑΠ 1364/2014), ενώ στην τροποποιημένη αυτή διάταξη ορίζεται (κατά μεταγλώττιση, βάσει του άρθρου 2, παρ.3, εδάφ .θ’, Ν. 4164/2013) ότι “εάν η αίτηση απορριφθεί ως νομικά ή ουσιαστικά αβάσιμη, ο αιτών μπορεί να ασκήσει αγωγή κατά του Ελληνικού Δημοσίου …” (ΑΠ 1020/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 208/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 74/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 148/2014, ΑΠ 632/2013, ΑΠ 259-258/2013, ΑΠ 414/2013, ΑΠ 309/2012 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 199/2014 Δημ. Νόμος). Πρέπει στο σημείο αυτό να αναφερθεί ότι, η έννοια του εγγραπτέου δικαιώματος, κατά την ως άνω παράγραφο, δεν περιορίζεται στην ύπαρξη πράξεως μεταγραπτέας κατά το άρθρο 1192 αρ. 1-4 του Α.Κ., αλλά περιλαμβάνει κάθε εμπράγματο δικαίωμα, που κατά νόμο είναι αντικείμενο εγγραφής στα οικεία κτηματολογικά βιβλία. Άλλωστε ο νομοθέτης δεν διακρίνει εάν ο κύριος επικαλείται πρωτότυπο ή παράγωγο τρόπο κτήσεως της κυριότητας, εάν δε ήθελε να αποκλείσει από τη διαδικασία της κτηματογραφήσεως την εγγραφή του δικαιούχου με πρωτότυπο τρόπο κτήσεως της κυριότητας, θα έπραττε τούτο με ρητή διάταξη (ΑΠ 34/2019 ό.π., ΑΠ 1342/2015). Ειδικώς δε ως προς το Ελληνικό Δημόσιο η ερμηνευτική εκδοχή ότι η έννοια του εγγραπτέου δικαιώματος περιορίζεται στην ύπαρξη πράξεως μεταγραπτέας κατά το άρθρο 1192 αρ. 1-4 του Α.Κ. θα συνεπαγόταν κατάργηση του δικαιώματός του προς άσκηση κυρίας παρεμβάσεως, καθ` όσον στην πλειονότητα των περιπτώσεων δεν κέκτηται τίτλων, αλλά στηρίζει τα δικαιώματά του στο χαρακτήρα των εκτάσεων ως δασικών ή κοινοχρήστων ή ανέκαθεν δημοσίων, βάσει των εκάστοτε διατάξεων (ΑΠ 34/2019 ό.π., ΑΠ 698/2016, ΑΠ 583/2016). ΄Ηδη δε, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 3 περ. α΄ υποπερ. ββ΄ του Ν. 2664/1998, όπως η περίπτωση α΄ αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 παρ. 3 Ν. 4164/2013 (ΦΕΚ Α΄ 156/9.7.2013), «Κατ’ εξαίρεση όσων ορίζονται στην περίπτωση α’, όταν πρόκειται για διόρθωση αρχικής εγγραφής επί γεωτεμαχίου με την ένδειξη «αγνώστου ιδιοκτήτη», κατά την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου 9, και ο δικαιούχος επικαλείται ως τίτλο κτήσης την έκτακτη χρησικτησία, ασκείται η αγωγή της παραγράφου 2, που απευθύνεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου. Κατά τις διατάξεις δε των περ. γ΄, δ΄, στ΄ της παρ. 3 του άρθρου 6 του Ν. 2664/1998, όπως η περίπτωση στ’ της παρ. 3 προστέθηκε με το άρθρο 37 παρ. 2 του Ν. 4315/2014, ΦΕΚ Α 269/24.12.2014, «…γ) Για τη διόρθωση εγγραφής, που διατάσσεται με απόφαση του Κτηματολογικού Δικαστή, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής, υποβάλλεται στο Κτηματολογικό Γραφείο αίτηση από όποιον έχει έννομο συμφέρον. Με την αίτηση συνυποβάλλονται η απόφαση και τα έγγραφα, από τα οποία προκύπτει ότι η απόφαση έχει καταστεί τελεσίδικη. Στην περίπτωση β` της παρούσας παραγράφου καταβάλλονται ταυτόχρονα τα τέλη και δικαιώματα της παραγράφου 2 του άρθρου 4. Κατά τα λοιπά, εφαρμόζεται αναλόγως η παράγραφος 3 του όρθρου 17. δ) Εφόσον η αίτηση ενώπιον του Κτηματολογικού Δικαστή γίνει τελεσιδίκως δεκτή κατά τα ανωτέρω και εφόσον διορθωθεί η εγγραφή, κάθε τρίτος, που αμφισβητεί την ακρίβεια της διορθωμένης εγγραφής, μπορεί να ζητήσει τη διόρθωση της εγγραφής αυτής με αγωγή κατά του υπέρ ου η διόρθωση, υπό τις προϋποθέσεις και εντός της προθεσμίας της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού. Κατά τα λοιπά, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 7 και 7α του νόμου αυτού… «στ) Όταν ο τίτλος κτήσης του δικαιώματος, που προσβάλλεται με την ανακριβή εγγραφή και για το οποίο ζητείται η διόρθωση, είναι χρησικτησία, η συμπλήρωση της νομής υπολογίζεται κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής της παραγράφου 2 ή της αίτησης της περίπτωσης α` της παρούσας παραγράφου, υπό την επιφύλαξη των οριζομένων στην υποπερίπτωση ββ` της ίδιας περίπτωσης της παρούσας παραγράφου και εντός της προθεσμίας που ορίζεται στις περιπτώσεις α` και β` της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου. Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου εφαρμόζεται και στις αγωγές και αιτήσεις, που ασκήθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, υπό την προϋπόθεση ότι δεν έχουν ακόμη συζητηθεί σε πρώτο ή δεύτερο βαθμό. Οι διατάξεις των προηγούμενων δύο εδαφίων δεν θίγουν τις σχετικές διατάξεις, που ισχύουν για το Δημόσιο και ιδίως εκείνες των περιπτώσεων α` και β` της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του ν. 3127/2003…». Εξάλλου, στην εκουσία δικαιοδοσία δεν είναι, ούτε επιτρέπεται να είναι αντικείμενο της δίκης η δεσμευτική διάγνωση ιδιωτικών δικαιωμάτων, αλλά σκοπός αυτής είναι η λήψη ρυθμιστικών μέτρων (πχ η διόρθωση ληξιαρχικών πράξεων κ.α). Η εκουσία δικαιοδοσία συνίσταται στη διάπλαση ορισμένης έννομης σχέσης, καθώς, και στη σιωπηρή αυθεντική διάγνωση της διάπλασης αυτής, χωρίς προηγούμενη αυθεντική αναγνώριση ιδιωτικού δικαιώματος, όχι, δηλαδή, η δεσμευτική διάγνωση της ισχύος ή μη ισχύος κάποιου ιδιωτικού δικαιώματος. Ακόμη και όταν, η εξέταση ιδιωτικού δικαιώματος αποτελεί προδικαστικό ζήτημα για τη λήψη του ζητουμένου ρυθμιστικού μέτρου εκούσιας δικαιοδοσίας, η παρεμπίπτουσα εξέταση του προδικαστικού αυτού ζητήματος από το δικαστήριο δεν εξοπλίζεται με δεδικασμένο. Συνεπώς, εφόσον στην εκουσία δικαιοδοσία δεν κρίνονται δικαιώματα, η διάγνωση των οποίων αποτελεί υπόθεση της δημιουργίας δεδικασμένου, οι αποφάσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας δεν αναπτύσσουν δεδικασμένο, ούτε ως προς το κύριο, ούτε ως προς το προδικαστικό ζήτημα, γι` αυτό και δεν έχουν εφαρμογή σ` αυτήν (εκουσία δικαιοδοσία) τα άρθρα 322, 324 και 331 ΚΠολΔ. Αν, όμως, πρόκειται για γνήσια ιδιωτική διαφορά, η οποία παραπέμπεται από νόμο στην ειδική διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, η απόφαση που εκδίδεται γι` αυτήν, γίνεται δεκτό ότι αναπτύσσει δεδικασμένο που δεν υπάγεται στη ρύθμιση του άρθρου 778 του ΚΠολΔ, γιατί αλλιώς η παρεχόμενη σε τέτοια διαφορά προστασία θα ήταν ασυμβίβαστη με τη φύση της, φαλκιδευμένη και αναιμική, με συνέπεια την αντίθεση της προστασίας αυτής στα άρθρα 20 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ (ΑΠ 1358/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 560/2016). Στην εν λόγω δίκη της εκουσίας δικαιοδοσίας δεν είναι δυνατόν να μεταφερθεί η κατ’ αντιδικία κρίση της αναγνώρισης κυριότητας, η οποία γίνεται με την αμφισβητούμενη δικαιοδοσία κατά την τακτική διαδικασία των άρθρων 208 επ. ΚΠολΔ. Αντίθετη γνώμη έρχεται σε αντίθεση με το όλο πνεύμα που διέπει τη λειτουργία και τη σημασία της εκουσίας δικαιοδοσίας στο ελληνικό σύστημα δικαίου (ΕφΠειρ 199/2014 ό.π., ΕφΑθ 206/2010- “Νόμος”, ΕφΑθ 4080/2008 ΕλλΔνη 2009.875, ΕφΑθ 4502/2007 ΝοΒ 2008.86). Ο Κωδικός Αριθμός Εθνικού Κτηματολογίου (Κ.Α.Ε.Κ.) δε του επιδίκου ακινήτου, ο οποίος είναι ο 12ψήφιος μοναδικός αριθμός για κάθε ακίνητο και προσδιορίζει κατά τρόπο αναμφισβήτητο και σαφή, τη θέση, την έκταση και τα όρια αυτού (άρθρο 4 παρ. 1 του Ν. 2664/1998). Πρόκειται για μία ειδική ενάριθμη ταυτότητα ακινήτου, κωδικοποιημένη σε επίπεδο επικράτειας, η κτήση της οποίας γίνεται με κτηματολογική πράξη και έτσι επιτυγχάνεται η εύκολη, ασφαλής και γρήγορη αναζήτηση στη βάση δεδομένων του Εθνικού Κτηματολογίου. Η σύνδεση του ακινήτου με τον ΚΑΕΚ διαρκεί μέχρις ότου ο τελευταίος καταργηθεί ή τροποποιηθεί σύμφωνα με το κτηματολογικό δίκαιο (άρθρου 11 παρ. 3 του Ν. 2664/1998). Ο ΚΑΕΚ συνιστά συγχρόνως θεμελιώδη εφαρμογή της αρχής της ειδικότητας και της ουσιαστικής δημοσιότητας στο σύστημα του Εθνικού Κτηματολογίου (Δ. Παπαστερίου Κτηματολογικό Δίκαιο εκδ. 2013 σελ. 687). Κάθε ένα από τα ψηφία, που τον αποτελούν, προσδιορίζει συγκεκριμένη πληροφορία και συγκεκριμένα τα δύο πρώτα ψηφία το Νομό, στον οποίο βρίσκεται το γεωτεμάχιο, τα επόμενα τρία ψηφία το Δήμο ή Δημοτικό Διαμέρισμα κλπ, τα αμέσως επόμενα δύο ψηφία τον «κτηματολογικό τομέα»(πχ. συνοικία), το δύο προτελευταία δύο ψηφία την «κτηματολογική ενότητα»(πχ. οικοδομικό τετράγωνο) και, τέλος, τα τελευταία τρία ψηφία τον αύξοντα αριθμό του γεωτεμαχίου εντός της ενότητας (πχ. οικόπεδο ή αγροτεμάχιο). Ο αριθμός μετά την πρώτη κάθετο δηλώνει τον αριθμό της καθέτου ιδιοκτησίας, αν έχει συσταθεί επί των κτισμάτων του γεωτεμαχίου και ο αριθμός μετά την δεύτερη κάθετο προσδιορίζει τον αριθμό της οριζόντιας ιδιοκτησίας, εφόσον έχει συσταθεί τοιαύτη (ΜονΕφΑθ 2375/2016 Δημ. Νόμος).

Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 974, 1045 και 1051 Α.Κ. προκύπτει ότι, για την κτήση κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με τη δυνατότητα εκείνου, που απέκτησε τη νομή αυτού με καθολική ή ειδική διαδοχή να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του. Νομέας δε είναι όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα, αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου. Άσκηση της νομής επί ακινήτου αποτελούν οι εμφανείς υλικές πράξεις επ’ αυτού, που είναι δηλωτικές της βούλησης του νομέα να εξουσιάζει τούτο και οι οποίες ποικίλουν ανάλογα με τον κατά τη βούληση του νομέα προορισμό του πράγματος. Τέτοιες δε πράξεις είναι και η εποπτεία, η επίβλεψη, η επίσκεψη, η παραχώρηση σε τρίτον με ή χωρίς αντάλλαγμα, κ.α., η φύλαξη, ο καθαρισμός, η οριοθέτηση του ακινήτου, η προστασία του από επεμβάσεις τρίτων κ.ο.κ., χωρίς παράλληλα να απαιτείται και ο ημερολογιακός προσδιορισμός των επιμέρους πράξεων, μέσα στο χρόνο της χρησικτησίας (ΑΠ 336/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 239/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1020/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 41/2018 Δημ. Νόμος, Α.Π. 92/2013, Α.Π. 311/2012, ΜονΕφΑθ 2375/2016 Δημ. Νόμος). Από τη διάταξη δε του άρθρου 974 Α.Κ. συνάγεται ότι, προς απόκτηση νομής επί πράγματος, απαιτείται η συνδρομή δύο στοιχείων στο πρόσωπο του αποκτώντος, ήτοι η βούληση αυτού εξουσίασης με διάνοια κυρίου (Animus Domini) και η φυσική εξουσίαση πάνω στο πράγμα (Corpus). Η ταυτόχρονη κατά κανόνα συνύπαρξη (εξαιρέσει της πλασματικής κτήσης της νομής) των δύο αυτών στοιχείων είναι δημιουργική του προστατευόμενου από το ισχύον δίκαιο δικαιώματος της νομής. Ειδικότερα, η διάνοια κυρίου συνίσταται στην πρόθεση του έχοντος αυτήν προσώπου για διαρκή απεριόριστη και αποκλειστική εξουσίαση του πράγματος, όμοια ή ανάλογη με εκείνη, που απορρέει από το δικαίωμα της πλήρους κυριότητας και που αναγνωρίζεται στο δικαιούχο αυτής. Η διάνοια κυρίου εκδηλώνεται με τη μεταχείριση του πράγματος με τον ίδιο τρόπο, με τον οποίο θα μπορούσε να το μεταχειριστεί ο ιδιοκτήτης, χωρίς να απαιτείται απαραίτητα και να κατευθύνεται η πρόθεση του νομέα σε έννομη κτήση της κυριότητας, ούτε και να έχει αυτός την πεποίθηση ότι έχει κυριότητα. Φυσική δε εξουσίαση υπάρχει όταν ασκούνται πάνω στο πράγμα πράξεις, που προσιδιάζουν στη φύση και στον προορισμό του, έτσι ώστε το πράγμα, κατά την αντίληψη των συναλλαγών, να θεωρείται ότι βρίσκεται κατά τρόπο σταθερό στη διάθεση του νομέα. Αν λείπει το πνευματικό στοιχείο υπάρχει μόνο κατοχή, η οποία είναι η σωματική εξουσία, ολική ή μερική, που ασκείται, κατά κανόνα, πάνω στο πράγμα στο όνομα άλλου από ενοχική σχέση, ισχυρή ή όχι, όπως μίσθωση, παρακαταθήκη, χρησιδάνεια κλπ. (ΑΠ 1358/2018 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 158, 361, 369, 974, 976, 1051, Α.Κ., για το συνυπολογισμό του χρόνου νομής των δικαιοπαρόχων στο χρόνο χρησικτησίας του νομέα για την απόκτηση κυριότητας αυτού σε ακίνητο με πρωτότυπο τρόπο, απαιτείται ο τελευταίος να έχει αποκτήσει τη νομή από το δικαιοπάροχο του με καθολική ή ειδική διαδοχή. Επί ειδικής διαδοχής απαιτείται είτε υλική παράδοση του ακινήτου στον αποκτώντα με τη βούληση του μέχρι τότε νομέα, ανεξάρτητα από την αιτία παράδοσης (π. χ. δωρεά, πώληση) ή και με μόνη την απλή συμφωνία μεταξύ του παλαιού νομέα και του αποκτώντα, εφόσον ο τελευταίος είναι σε θέση να ασκήσει την φυσική εξουσία πάνω στο ακίνητο. Από τις ίδιες πιο πάνω διατάξεις συνάγεται, επίσης, ότι η συμφωνία για τη μεταβίβαση της νομής είναι άτυπη και αναιτιώδης, αφού δεν υπόκειται στον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου ούτε σε μεταγραφή και επιφέρει το μεταβιβαστικό της αποτέλεσμα, ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή την εγκυρότητα της υποκείμενης αιτίας (ΑΠ 547/2018 Δημ. Νόμος, Α.Π. 1171/2012). Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 239, 369, 1033, 1192 αριθμ.1 και 1198 Α.Κ., συνάγεται ότι, η σύμβαση, με την οποία μεταβιβάζεται η κυριότητα ακινήτου, δεν καθίσταται άκυρη, τόσο ως υποσχετική όσο και ως εκποιητική δικαιοπραξία, από μόνο το γεγονός ότι εκείνος που μεταβιβάζει δεν είναι κύριος του ακινήτου, που φέρεται ότι μεταβιβάζεται, αφού ούτε από τις ανωτέρω διατάξεις, ούτε από κάποια άλλη, προκύπτει κάτι τέτοιο, αλλά στην περίπτωση αυτή θα εφαρμοστούν οι διατάξεις για την αδύνατη παροχή. Έναντι, όμως, του αληθινού κυρίου δεν είναι ισχυρή η μεταβίβαση της κυριότητας του ακινήτου, καθόσον για τη μεταβίβαση αυτή απαιτείται (άρθρο 1033 ΑΚ) αυτός που μεταβιβάζει να είναι κύριος. Έτσι εκείνος προς τον οποίο μεταβιβάστηκε ξένο ακίνητο δεν αποκτά την κυριότητα, εφόσον του μεταβιβάστηκε από μη κύριο (ΑΠ 99/2019 Δημ. Νόμος).

Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 744 και 759 παρ. 3 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, το δικαστήριο, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, μπορεί και αυτεπαγγέλτως να διατάζει κάθε μέτρο πρόσφορο για την εξακρίβωση πραγματικών γεγονότων, ακόμη και εκείνων, που δεν έχουν προταθεί και ιδιαίτερα γεγονότων, που συντελούν στην προστασία των ενδιαφερομένων ή της έννομης σχέσης ή του γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος (αρθρ. 744) και ότι το δικαστήριο, ακόμη και αποκλίνοντας από τις διατάξεις, που ρυθμίζουν την απόδειξη, διατάζει αυτεπαγγέλτως κάθε τι, που κατά την κρίση του είναι απαραίτητο για την εξακρίβωση της αλήθειας των πραγματικών γεγονότων (αρθρ. 759 παρ. 3). Με τις διατάξεις αυτές εισάγεται απόκλιση από τη ρύθμιση του άρθρου 106 ΚΠολΔ και καθιερώνεται για τις υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας το ανακριτικό σύστημα, το οποίο παρέχει στο δικαστήριο ελευθερία αυτεπάγγελτης ενέργειας και συλλογής του αποδεικτικού υλικού και εξακρίβωσης πραγματικών γεγονότων, ακόμη και εκείνων που δεν έχουν προταθεί, τα οποία ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Η ειδική αυτή ρύθμιση καταλαμβάνει τις γνήσιες και τις μη γνήσιες υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας, δηλαδή και εκείνες τις ιδιωτικές διαφορές, που ο νόμος παραπέμπει για εκδίκαση στην ειδική αυτή διαδικασία, λόγω της απλότητας και συντομίας από την οποία κυριαρχείται. Το ανακριτικό αυτό σύστημα ισχύει και στο δευτεροβάθμιο  δικαστήριο, ενώ η εξουσία του δικαστηρίου για λήψη κάθε πρόσφορου μέτρου για την ανεύρεση της αλήθειας δεν οριοθετείται από το νόμο και, άρα, είναι απεριόριστη, αφού μπορεί να λάβει υπόψη ακόμη και άκυρα ή ανυπόστατα αποδεικτικά μέσα (όχι, όμως, και ανεπίτρεπτα), καθώς και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου ή αποδεικτικά μέσα εκτός του καταλόγου του άρθρου 339 ΚΠολΔ, αποδεσμευόμενο από τους αποδεικτικούς τύπους της αυστηρής απόδειξης (ΑΠ 438/2019 Δημ.Ιστοσελ.ΑΠ, ΑΠ 633/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 695/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 636/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 528/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 769/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 236/2015 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΘεσ 2675/2018 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΘεσ 1061/2017 Δημ. Νόμος, Π. Αρβανιτάκη στον ΚΠολΔ Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, υπ` άρθρο 747, αριθ. 7). Συνεπώς, κατά την πιο πάνω διαδικασία, δεν ιδρύεται ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 8 (αλλά και από τον αριθμό 11) του άρθρου 559 ΚΠολΔ (ΑΠ 528/2017 ό.π., ΑΠ 769/2015 ό.π., ΑΠ 1844/2009, ΑΠ 2228/2007, ΜονΕφΘεσ 1061/2017 ό.π.). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 745 ΚΠολΔ, έως την περάτωση και της τελευταίας συζήτησης στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, επιτρέπεται η προβολή πραγματικών ισχυρισμών, ενώ, κατά το άρθρο 765 του ίδιου Κώδικα, κατά τη δίκη στο Εφετείο μπορούν να υποβληθούν νέοι πραγματικοί ισχυρισμοί και είναι δυνατή η επίκληση και η προσαγωγή νέων αποδεικτικών μέσων και, τέλος, κατά το άρθρο 751 του αυτού Κώδικα, μεταβολή της αίτησης επιτρέπεται με άδεια του δικαστή, εφόσον κατά την κρίση του δεν βλάπτονται συμφέροντα εκείνων που μετέχουν στη δίκη ή τρίτων. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, ως συνέπεια του ανακριτικού συστήματος, που καθιερώνεται στην εκούσια δικαιοδοσία και της εν γένει ελαστικότητας της διαδικασίας αυτής, επιτρέπεται η προβολή των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών σε κάθε στάση της πρωτοβάθμιας δίκης, αλλά και στην κατ’ έφεση δίκη και, έτσι, καθιερώνεται εξαίρεση από το συγκεντρωτικό σύστημα, αλλά και από τα άρθρα 223 και 224 ΚΠολΔ, στο μέτρο, που επιτρέπουν τη συμπλήρωση, αλλά και τη μεταβολή της αίτησης, με νέα στοιχεία και μετά την (πρώτη) συζήτηση (ΑΠ 438/2019, ΑΠ 2270/2014). Λόγω του ανακριτικού αυτού συστήματος δεν εφαρμόζεται στην κατ’ έφεση δίκη η διάταξη του άρθρου 533 παρ. 2 ΚΠολΔ, κατά την οποία “το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εφαρμόζει το νόμο που ίσχυε όταν δημοσιεύθηκε η πρωτόδικη απόφαση”, και, συνεπώς, το Εφετείο εφαρμόζει το νόμο που ισχύει κατά την έκδοση – δημοσίευση της δικής του απόφασης (ΑΠ 633/2018 ό.π., ΑΠ 236/2015 ό.π.). Τέλος, κατά το άρθρο 534 του ΚΠολΔ, αν το αιτιολογικό της πρωτόδικης απόφασης κρίνεται εσφαλμένο, αλλά το διατακτικό της ορθό, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αντικαθιστά τις αιτιολογίες και απορρίπτει την έφεση (ΑΠ 224/2016 Δημ. Νόμος).

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων, που εξετάστηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, από τις με αριθμ. …/2014 και …/2014 ένορκες βεβαιώσεις των …….. και ……., αντίστοιχα, οι οποίες ελήφθησαν, μ’ επιμέλεια των εκκαλούντων, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Σαλαμίνας, ……., από τη με αριθμ. …./2017 ένορκη βεβαίωση της ………., η οποία ελήφθη, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς ……., μ’ επιμέλεια της εφεσίβλητης (βλ. σχετ. τις με αριθμ. …./22-2-2017 και …/22-2-2017 εκθέσεις επίδοσης της από 21-2­2017 γνωστοποίησης – κλήσης προς εξέταση μαρτύρων προς τον πρώτο και το δεύτερο των εκκαλούντων αντίστοιχα της Δικαστικής Επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών ……..), από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με τη με αριθμ. 153/2013 απόφαση του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνας, εκδοθείσας κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, οι οποίες λαμβάνονται υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκ­μηρίων και από όλα, ανεξαιρέτως, τα έγγραφα του φακέλου της υπόθεσης, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται και αυτά, που προσκομίστηκαν από την εφεσίβλητη – τριτανακόπτουσα, η οποία δεν παραστάθηκε προσηκόντως, τα οποία, ως αποδεικτικά μέσα, λαμβάνονται, παραδεκτώς, αυτεπαγγέλτως, υπόψη από το παρόν Δικαστήριο και εκτιμώνται ελεύθερα, στην προκείμενη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, κατά τα σχετικώς αναφερόμενα στην αμέσως προηγούμενη μείζονα πρόταση, στο πλαίσιο του ανακριτικού συστήματος και της αρχής της ελεύθερης απόδειξης, που ισχύουν στη διαδικασία αυτή (ΜονΕφΘεσ 1061/2017 ό.π.) και από τα οποία, ορισμένα αναφέρονται ειδικώς κατωτέρω, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την ου­σιαστική διάγνωση της διαφοράς και χωρίς η ρητή αναφορά μερικών να προσδίδει σε αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη, σε σχέση με τα λοιπά έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική μνεία, αφού όλα είναι ισοδύναμα και όλα, αδιακρίτως, συνεκτιμώνται για την εκφορά της δικαστικής κρίσης (βλ. ΑΠ 1628/2003 ΕλΔνη 2004. 723, ΑΠ 1068/2002 ΑρχΝ 2004. 70), συμπεριλαμβανομένων των φωτογραφιών και αεροφωτογραφιών, που προσκομίστηκαν, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται, καθώς και από την εν γένει αποδεικτική διαδικασία, αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει του με αριθμ. …./27-3-2002 συμβολαίου πώλησης της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ………., νομίμως μεταγεγραμμένου στον τόμο …. και με α.α. ….. των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας, μεταβιβάστηκε, από τις ………. και ….., κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου από κάθε μία, στην τριτανακόπτουσα – προσεπικαλούσα – καθ’ ης η πρόσθετη παρέμβαση, η πλήρης και αποκλειστική κυριότητα ενός γεωτεμαχίου (αγρού), επιφάνειας, σύμφωνα με τον εν λόγω τίτλο κτήσης, 304 τ.μ., το οποίο κείται στη θέση «……….» της κτηματικής περιφέρειας Δήμου Σαλαμίνας Αττικής, συνορεύει, σύμφωνα με το ίδιο ανωτέρω συμβόλαιο πώλησης, βόρεια με αγροτική οδό, νότια με ιδιοκτησία αγνώστου, ανατολικά με ιδιοκτησία αγνώστου και δυτικά με ιδιοκτησία αγνώστου, με ΚΑΕΚ ……. Κατά τον ίδιο ως άνω χρόνο σύναψης της προαναφερόμενης σύμβασης πώλησης, οι ως άνω δικαιοπάροχοι της τριτανακόπτουσας – προσεπικαλούσας – καθ’ ης η πρόσθετη παρέμβαση, ……..και ………., παράλληλα με τη μεταβίβαση του ως άνω αγροτεμαχίου, παρέδωσαν σε αυτήν (τριτανακόπτουσα), μετά από άτυπη συμφωνία τους, κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου εκάστη, επίσης, τη νομή και κατοχή του ομόρου, με αριθμό ΚΑΕΚ …….., επιδίκου ακινήτου, κειμένου νοτιοδυτικά του μεταβιβασθέντος, δυνάμει του ως άνω συμβολαίου, ακινήτου, το οποίο (επίδικο ακίνητο) νέμονταν και κατείχαν, διανοία συγκυρίων, κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου εκάστη, από το έτος 1971, καθώς ασκούσαν επ’ αυτού τις προσιδιάζουσες στη φύση του πράξεις νομής και κατοχής, ήτοι πράξεις εποπτείας και περιστασιακά καθαριότητας αυτού από την άγρια βλάστησή του. Το επίδικο αυτό γεωτεμάχιο (αγρός), το οποίο βρίσκεται νοτιοδυτικά του μεταβιβασθέντος με το ως άνω συμβόλαιο και είναι επιφάνειας, σύμφωνα με το από Ιουλίου 2013 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού …….., 194 τ.μ., έλαβε ΚΑΕΚ …….., συνορεύει δε νοτιοδυτικά με την οδό …….., βορειοδυτικά με ιδιοκτησία με ΚΑΕΚ ……., βορειοανατολικά εν μέρει με την ανωτέρω ιδιοκτησία με ΚΑΕΚ ……… και εν μέρει με την ιδιοκτησία με ΚΑΕΚ …….. και νοτιοανατολικά με ιδιοκτησία του καθ’ ου η τριτανακοπή – υπέρ ου η πρόσθετη παρέμβαση με ΚΑΕΚ ………. Από το Μάρτιο του έτους 2002 και εντεύθεν, η τριτανακόπτουσα – προσεπικαλούσα – καθ’ ης η πρόσθετη παρέμβαση, ασκούσε επί του επιδίκου ακινήτου, με ΚΑΕΚ ………, διανοία κυρίας, τις προσιδιάζουσες στη φύση του πράξεις νομής και κατοχής, χωρίς ουδέποτε να ενοχληθεί από οποιονδήποτε τρίτο, συμπεριλαμβανομένου και του καθ’ ου η τριτανακοπή – υπέρ ου η πρόσθετη παρέμβαση. Ειδικότερα, η τριτανακόπτουσα – προσεπικαλούσα – καθ’ ης η πρόσθετη παρέμβαση, μετά την άτυπη μεταβίβαση σε αυτήν της νομής και κατοχής του επιδίκου ακινήτου, προέβαινε σε πράξεις εποπτείας και καθαριότητας αυτού, διαμόρφωσε δε κατάλληλα την επιφάνειά του με τσιμεντόστρωση και φύτεψε εντός αυτού τρία (3) δέντρα και δη μια πορτοκαλιά, μια λεμονιά και ένα φοίνικα. Επίσης, κατά τα έτη 2003 – 2004, κατά τη διάρκεια ανέγερσης της οικίας της επί του ομόρου ακινήτου, που είχε αποκτήσει, δυνάμει του ανωτέρω συμβολαίου, εναπόθετε οικοδομικά υλικά στο επίδικο ακίνητο, άνοιξε δε θύρα στην οικία της, το έτος 2005, ώστε ν’ αποκτήσει αυτή πρόσοψη και δίοδο από την πλευρά του επιδίκου ακινήτου. Παράλληλα, μετά την απόκτηση του ως άνω γεωτεμαχίου με ΚΑΕΚ ……….. ενόψει και του ότι, εντός αυτού ανήγειρε διώροφη οικία, χρησιμοποιούσε, από το έτος 2003, το επίδικο γεωτεμάχιο ως χώρο στάθμευσης των οχημάτων της και για την εναπόθεση ξυλείας. Επίσης, περί το έτος 2007, αφού προηγουμένως ενημερώθηκε, μ’ επιμέλειά της, το έτος 2006, μέσω εισαγγελικής παραγγελίας, ότι στους οικείους Προσωρινούς Κτηματολογικούς Πίνακες Β’ Ανάρτησης το επίδικο γεωτεμάχιο εφέρετο ως ανήκον σε άγνωστο ιδιοκτήτη, κατασκεύασε εντός αυτού αποθήκη επιφάνειας, σύμφωνα με το από Ιουλίου 2013 τοπογραφικό διάγραμμα του Πολιτικού Μηχανικού ………, 4,83 τ.μ. και μετά την έκδοση της τριτανακοπτόμενης απόφασης τοποθέτησε δεξαμενή νερού επ’ αυτής (βλ. ιδίως τις φωτογραφίες και αεροφωτογραφίες του επίδικου ακινήτου). Στις ως άνω πράξεις νομής προέβαινε η τριτανακόπτουσα, υπό τα όμματα του καθ’ ου η τριτανακοπή – υπερ ου η πρόσθετη παρέμβαση, κυρίου ομόρου ακινήτου, ο οποίος, επί όλα αυτά τα έτη, δεν προέβαλε οιαδήποτε αντίδραση είτε δικαστικά είτε εξώδικα είτε με προφορική διαμαρτυρία ή σύσταση προς την τριτανακόπτουσα. Συνεπεία της ανωτέρω αποδειχθείσας, από το έτος 2002, αδιακώλυτης και συνεχούς άσκησης στο επίδικο ακίνητο, από μέρους της τριτανακόπτουσας, των προαναφερόμενων προσιδιαζουσών στη φύση και τον προορισμό αυτού εμφανών διακατοχικών πράξεων, διανοία κυρίας, προσαυξανόμενου, κατά τ’ άρθρα 974, 976 εδ. α΄, 1045 και 1051 Α.Κ., στο χρόνο νομής της και του χρόνου νομής των δικαιοπαρόχων της, οι οποίες, από το έτος 1971 και μέχρι την ανωτέρω παράδοση της νομής του στην τριτανακόπτουσα, επόπτευαν και καθάριζαν περιστασιακά το επίδικο γεωτεμάχιο, διανοία δικαιούχων εμπράγματου δικαιώματος κυριότητας, και κατά το οικείο ποσοστό εξ αδιαιρέτου κάθε μία από αυτές, χωρίς, επίσης, να ενοχληθούν από οποιονδήποτε τρίτο, η τριτανακόπτουσα κατέστη κυρία με πρωτότυπο τρόπο και δη με έκτακτη χρησικτησία (άρθρο 1045 Α.Κ.) του επίδικου γεωτεμαχίου με ΚΑΕΚ ……….. Από τις διατάξεις δε των άρθρων 974, 1045 και 1051 Α.Κ. προκύπτει, κατά τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ότι, για την κτήση κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με τη δυνατότητα εκείνου, που απέκτησε τη νομή αυτού με ειδική διαδοχή, να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του. Νομέας είναι δε όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα, αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου. Άσκηση της νομής επί ακινήτου αποτελούν οι εμφανείς υλικές πράξεις επ’ αυτού, που είναι δηλωτικές της βούλησης του νομέα να εξουσιάζει τούτο και οι οποίες ποικίλουν ανάλογα με τον κατά τη βούληση του νομέα προορισμό του πράγματος. Τέτοιες δε πράξεις είναι και η εποπτεία, χωρίς παράλληλα να απαιτείται και ο ημερολογιακός προσδιορισμός των επιμέρους πράξεων, μέσα στο χρόνο της χρησικτησίας. Από τη διάταξη δε του άρθρου 974 Α.Κ. συνάγεται ότι, προς απόκτηση νομής επί πράγματος, απαιτείται η συνδρομή δύο στοιχείων στο πρόσωπο του αποκτώντος, ήτοι η βούληση αυτού εξουσίασης με διάνοια κυρίου (Animus Domini) και η φυσική εξουσίαση πάνω στο πράγμα (Corpus). Η ταυτόχρονη κατά κανόνα συνύπαρξη (εξαιρέσει της πλασματικής κτήσης της νομής) των δύο αυτών στοιχείων είναι δημιουργική του προστατευόμενου από το ισχύον δίκαιο δικαιώματος της νομής. Η διάνοια κυρίου εκδηλώνεται με τη μεταχείριση του πράγματος με τον ίδιο τρόπο, με τον οποίο θα μπορούσε να το μεταχειριστεί ο ιδιοκτήτης, όπως, εν προκειμένω, η τριτανακόπτουσα, χωρίς να απαιτείται απαραίτητα και να κατευθύνεται η πρόθεση του νομέα σε έννομη κτήση της κυριότητας, ούτε και να έχει αυτός την πεποίθηση ότι έχει κυριότητα, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι εκκαλούντες. Φυσική δε εξουσίαση υπάρχει όταν ασκούνται πάνω στο πράγμα πράξεις, που προσιδιάζουν στη φύση και στον προορισμό του, έτσι ώστε το πράγμα, κατά την αντίληψη των συναλλαγών, να θεωρείται ότι βρίσκεται κατά τρόπο σταθερό στη διάθεση του νομέα. Σημειώνεται ότι η συμφωνία για τη μεταβίβαση της νομής είναι άτυπη και αναιτιώδης, αφού δεν υπόκειται στον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου ούτε σε μεταγραφή και επιφέρει το μεταβιβαστικό της αποτέλεσμα, ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή την εγκυρότητα της υποκείμενης αιτίας. Το επίδικο ακίνητο, όμως, στα πλαίσια της διαδικασίας καταχώρισης των πρώτων εγγραφών του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας και δη αναφορικά με την κτηματική περιφέρεια Δήμου Σαλαμίνας Αττικής (ημερομηνία έναρξης λειτουργίας του Κτηματολογίου αναφορικά με την οικεία κτηματική περιφέρεια η 13-11-2006, ΦΕΚ Β’ 1662/13-11-2006) καταχωρήθηκε ως αγνώστου ιδιοκτήτη. Ουδόλως δε αποδείχθηκε η άσκηση των επικαλούμενων από τους εκκαλούντες διακατοχικών πράξεων του πρώτου εξ αυτών, διανοία κυρίου, επί του επίδικου γεωτεμαχίου, από το έτος 1978 και εντεύθεν, αδιαλείπτως επί τουλάχιστον 20 έτη, όπως η κατασκευή παιδικής κούνιας και μπασκέτας επί του επιδίκου, για τις εξωσχολικές δραστηριότητες των τέκνων του, η στάθμευση του Ι.Χ. αυτοκινήτου και της βάρκας του, η χρησιμοποίηση του χώρου αυτού για την τοποθέτηση ψησταριάς και ο καθαρισμός του επίδικου γεωτεμαχίου από αυτόν. Ο μάρτυρας, ο οποίος εξετάσθηκε ενόρκως, μ’ επιμέλεια του καθ’ ου η τριτανακοπή, κατά τη συζήτηση της αίτησης, επί της οποίας εκδόθηκε η τριτανακοπτόμενη απόφαση, την 13-02-2013, ………….., μεταξύ άλλων, κατέθεσε ότι ο πρώτος των εκκαλούντων «…καθαρίζει…» το επίδικο ακίνητο, ενώ, κατά τη συζήτηση της ένδικης τριτανακοπής, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, την 1η-03-2017, ο ίδιος ως άνω μάρτυρας (…………), κατέθεσε, μεταξύ άλλων, ότι περίπου πριν από δεκαπέντε χρόνια (ήτοι το έτος 2002), αντιλήφθηκε την ύπαρξη πετρών και χωμάτων επί της επίδικης εδαφικής έκτασης, ότι ουδέποτε είδε τον καθ’ ου η τριτανακοπή – υπέρ ου η πρόσθετη παρέμβαση να καθαρίζει το επίδικο ακίνητο και ότι δεν γνωρίζει ποιος προέβη στην τσιμεντόστρωση αυτού, επιπλέον δε, ότι σίδερα και σύρμα, ως περίφραξη, τοποθετήθηκαν από τον τελευταίο στο επίδικο ακίνητο μόλις πριν από πέντε χρόνια (ήτοι μετά την άσκηση της από 23-11-2011 και με αριθμό κατάθεσης ……/2011 αιτήσεως, επί της οποίας εκδόθηκε η τριτανακοπτόμενη απόφαση). Ο πρώτος των εκκαλούντων, όμως, εξεταζόμενος, στις 22-10-2013, ενώπιον του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνας, επί ασκηθείσας αιτήσεως λήψεως ασφαλιστικών μέτρων νομής της τριτανακόπτουσας, εναντίον του δευτέρου των εκκαλούντων, κατέθεσε ότι σκοπεύει να περιφράξει το επίδικο ακίνητο. Στην από 25-02-2017 τεχνική έκθεση δε φωτοερμηνείας αεροφωτογραφιών του ενδίκου ακινήτου του Πολιτικού Μηχανικού …. ., η οποία συνετάγη μ’ επιμέλεια της τριτανακόπτουσας και εκτιμάται ελεύθερα, αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι σε όλες τις αεροφωτογραφίες από το έτος 1982 έως το έτος 2016 δεν διακρίνεται περίφραξη κατά μήκος του επιδίκου, πέραν τμημάτων μανδροτοίχου υλοποιημένων από τους όμορους ιδιοκτήτες των γεωτεμαχίων με ΚΑΕΚ … (δηλαδή της τριτανακόπτουσας) και με ΚΑΕΚ ….. (δηλαδή των εκκαλούντων). Ούτε, επίσης, κρίνεται πειστική η κατάθεση της μάρτυρος ……….., η οποία περιέχεται στη με αριθμ. …/2014 ένορκη βεβαίωση, την οποία προσκομίζουν και επικαλούνται οι εκκαλούντες, καθώς η ίδια διατηρεί εξοχική κατοικία στην περιοχή και δεν διαμένει μόνιμα στον τόπο, όπου βρίσκεται το επίδικο ακίνητο. Συνεπώς, δεν δύναται να αποκλειστεί ότι είχε διαλάθει της προσοχής της η παρουσία στο επίδικο ακίνητο και προς εποπτεία αυτού των ανωτέρω δικαιοπαρόχων της τριτανακόπτουσας – προσεπικαλούσας- καθ’ ης η πρόσθετη παρέμβαση, ……… και ………, οι οποίες είχαν όμορη του επίδικου ακινήτου ιδιοκτησία. Αναφορικά δε με τις εκ μέρους της τριτανακόπτουσας – προσεπικαλούσας – καθ’ ης η πρόσθετη παρέμβαση ασκούμενες διακατοχικές πράξεις επί του επιδίκου ακινήτου, ο καθ’ ου η τριτανακοπή – υπέρ ου η πρόσθετη παρέμβαση ουδεμία πειστική εξήγηση εισέφερε, ενώπιον του Δικαστηρίου, για την, σε κάθε περίπτωση, αποδειχθείσα έλλειψη αντίδρασής του, απέναντι στις ως άνω, από το έτος 2002 και εντεύθεν, εμφανείς πράξεις νομής και κατοχής της τριτανακόπτουσας επί του επιδίκου ακινήτου και ιδίως για την ανέγερση ισογείου αποθήκης επί του επιδίκου ακινήτου, περί το έτος 2007, η οποία αποτυπώνεται στις εντός του φακέλλου φωτογραφίες. Αντιθέτως, ο εξεταζόμενος ενόρκως, μ’ επιμέλειά του, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, μάρτυρας αναφέρθηκε στη διατήρηση καλών φιλικών σχέσεων, η οποία υπήρχε μεταξύ των διαδίκων μερών και επιβεβαιώνουν και οι εκκαλούντες με την υπό κρίση έφεσή τους, καθώς και στη συμπαράσταση, που επεδείκνυε στον καθ’ ου η τριτανακοπή – υπέρ ου η πρόσθετη παρέμβαση η τριτανακόπτουσα – προσεπικαλούσα – καθ’ ης η πρόσθετη παρέμβαση, λόγω και του θανάτου, περί το έτος 2001, της συζύγου του. Σύμφωνα δε με τις ανωτέρω ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ……… και ………, αναφορικά με την εκ μέρους της τριτανακόπτουσας – προσεπικαλούσας – καθ’ ης η πρόσθετη παρέμβαση ανεγερθείσα στο επίδικο ακίνητο αποθήκη, ο καθ’ ου η τριτανακοπή – υπέρ ου η  πρόσθετη παρέμβαση «…δεν το αντιλήφθηκε γιατί εκείνη την εποχή είχε χάσει ξαφνικά τη σύζυγό του από πνευμονική εμβολή και ασχολιόταν αποκλειστικά και μόνο με το μεγάλωμα των τεσσάρων παιδιών του…» και «…δεν έμενε εκείνη την περίοδο στη Σαλαμίνα…» (βλ. τις αντίστοιχες ως άνω …./2014 και …../2014 ένορκες βεβαιώσεις). Ωστόσο, ο θάνατος της συζύγου του καθ’ ου η τριτανακοπή έλαβε χώρα περί το έτος 2001, ενώ η ανέγερση της ισογείου αποθήκης επί του επιδίκου ακινήτου από την τριτανακόπτουσα έλαβε χώρα περί το έτος 2007. ΄Αλλωστε, ουδόλως αποτυπώνονται στις εντός του φακέλου της δικογραφίας φωτογραφίες και αεροφωτογραφίες οι επικαλούμενες από τους εκκαλούντες ως άνω διακατοχικές πράξεις. Αντιθέτως, από την επισκόπηση αυτών προκύπτει ότι ο τελευταίος στάθμευε τόσο τη βάρκα όσο και το αυτοκίνητό του σε έτερο σημείο (βλ. ιδίως το απόσπασμα Α/Φ 1998, κλίμακα 1:1000), ενώ, επιπροσθέτως, το επίδικο γεωτεμάχιο, το οποίο ήταν καλυμμένο με διάφορη βλάστηση, πριν τη διαμόρφωση της επιφάνειάς του κατάλληλα, κατά τ’ ανωτέρω, με τσιμεντόστρωση, από την τριτανακόπτουσα, καθαρίζονταν περιστασιακά από τους δικαιοπαρόχους της και εν συνεχεία από την τελευταία. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, κατά την έναρξη λειτουργίας του Κτηματολογίου, αναφορικά με την κτηματική περιφέρεια Δήμου Σαλαμίνας Αττικής, το επίδικο γεωτεμάχιο έλαβε το με αριθμ. ΚΑΕΚ …………. και καταχωρήθηκε ως αγνώστου ιδιοκτήτη. Ακολούθως, ο καθ’ ου η τριτανακοπή – υπέρ ου η πρόσθετη παρέμβαση άσκησε, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, την από 23-11-2011 και με αριθμό κατάθεσης ……/2011 αίτησή του, με την οποία ζήτησε, μεταξύ άλλων, κατ’ άρθρο 6 παρ. 3 Ν. 2664/1998, τη διόρθωση της εν λόγω πρώτης εγγραφής, ώστε να εμφαίνεται η πλήρης και αποκλειστική κυριότητά του επί του εν λόγω ακινήτου, με αιτία κτήσης την έκτακτη χρησικτησία, λόγω, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στο δικόγραφο της ανωτέρω αίτησης, της εκ μέρους του συνεχούς και αδιάλειπτης, από το έτος 1978 και εντεύθεν, άσκησης δια κατοχικών πράξεων σε αυτό διανοία κυρίου, διατεινόμενος ότι το είχε περιφράξει, είχε φυτέψει σε αυτό οπωροφόρα δέντρα και το είχε διαμορφώσει ώστε να σταθμεύει σε αυτό το αυτοκίνητό του, επιπροσθέτως δε, το επέβλεπε και το καθάριζε από αγριόχορτα. Η εν λόγω αίτηση συζητήθηκε, στις 13-2-2013, εκδόθηκε δε επ’ αυτής η με αριθμ. 1352/08-03-2013 τριτανακοπτόμενη απόφαση, με την οποία, αφού το δικαστήριο αποφάνθηκε ότι συντρέχουν στο πρόσωπο του εκεί αιτούντος, ήδη καθ’ ου η τριτανακοπή – υπέρ ου η πρόσθετη παρέμβαση οι προϋποθέσεις της έκτακτης χρησικτησίας και με το ως άνω, αναφερόμενο στην οικεία αίτηση, περιεχόμενο, διατάχθηκε η διόρθωση της πρώτης εγγραφής στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας, ώστε στο κτηματολογικό φύλλο του επίδικου ακινήτου να εμφαίνεται η πλήρης και αποκλειστική κυριότητα αυτού, με αιτία κτήσης την έκτακτη χρησικτησία. Εν συνεχεία, η ανωτέρω απόφαση καταχωρήθηκε, στις 30-5-2013, στο οικείο κτηματολογικά φύλλο, με αριθμό καταχώρισης 1.264. Περίπου δύο μήνες δε μετά την εν λόγω καταχώριση και την άσκηση της υπό κρίση από 16-7-2013 και με αριθμό κατάθεσης ……/18-07-2013 τριτανακοπής και κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας της τελευταίας, ο καθ’ ου η τριτανακοπή – υπέρ ου η πρόσθετη παρέμβαση προέβη σε μεταβίβαση του ως άνω ακινήτου στον υιό του, καθ’ ου η προσεπίκληση – προσθέτως παρεμβαίνοντα, δεύτερο των εκκαλούντων, ………., γεννηθέντα το έτος 1988, δυνάμει του με αριθμ………./26-7-2013 συμβολαίου γονικής παροχής της Συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ………, καταχωρηθέν στο οικείο ΚΑΕΚ στις 29-7-2013 και με αριθμό 1.885. Εν συνεχεία η τριτανακόπτουσα άσκησε την από 06-08-2013 και με αρ. κατάθεσης 2….20/2013 αίτησή της, ενώπιον του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνας, για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων νομής, κατά του …….., η οποία επιδόθηκε σε αυτόν στις 16/10/2013 (βλ. σχετ. με αριθμ. …./16-10-2013 έκθεση επίδοσης της άνω αίτησης ασφαλιστικών μέτρων της Δικαστικής Επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Πειραιά ……… Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η με αριθμ. 153/2013 απόφαση του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνας, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, η οποία απέρριψε την ως άνω αίτησή της, ελλείψει επικειμένου κινδύνου διαπληκτισμών. Επομένως, εφόσον, σύμφωνα με τ’ ανωτέρω, δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη σχετικού εγγραπτέου δικαιώματος του καθ’ ου η τριτανακοπή – υπερ ου η πρόσθετη παρέμβαση, επί του επιδίκου γεωτεμαχίου με ΚΑΕΚ ….. κατά την 13/11/2006, η οποία, σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 396/2 (ΦΕΚ Β΄ 1662/12.11.2006) απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του ΟΚΧΕ ορίστηκε ως ημερομηνία έναρξης του Κτηματολογίου στην περιοχή του Δήμου Σαλαμίνας, καθώς δεν αποδείχθηκε ότι ενεργήθηκαν εκ μέρους του τελευταίου, από το έτος 1978 και εντεύθεν, αδιαλείπτως, επί τουλάχιστον 20 έτη, έως 13/11/2006, εμφανείς υλικές πράξεις νομής, με διάνοια κυρίου, επί του επίδικου ακινήτου, η, κατόπιν της έκδοσης της τριτανακοπτόμενης ως άνω με αριθμ. 1352/2013 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, καταχώριση του καθ’ ου η τριτανακοπή – υπέρ ου η πρόσθετη παρέμβαση, ως πλήρους και αποκλειστικού κυρίου του γεωτεμαχίου με ΚΑΕΚ …………, βλάπτει το δικαίωμα κυριότητας της τριτανακόπτουσας – προσεπικαλούσας – καθ’ ης η πρόσθετη παρέμβαση, επί του εν λόγω επιδίκου ακινήτου, το οποίο καταχωρήθηκε ανακριβώς, κατά τις πρώτες εγγραφές, σύμφωνα με τα προεκτιθέμενα, ως ιδιοκτησίας αγνώστου και η τελευταία είχε αποκτήσει με τον προπαρατιθέμενο πρωτότυπο τρόπο έως την έκδοση της προαναφερόμενης με αριθμ. 1352/08-03-2013 τριτανακοπτόμενης απόφασης. Σημειώνεται ότι, κατά τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, αντικείμενο της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η τριτανακοπτόμενη απόφαση, είναι η διαπίστωση της ύπαρξης του σχετικού εγγραπτέου δικαιώματος του αιτούντος και η διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής, σύμφωνα με αυτή τη διαπίστωση, χωρίς τη διάγνωση κανενός αμφισβητούμενου δικαιώματος, αφού η εγγραφή “αγνώστου ιδιοκτήτη” δεν ενέχει τέτοια αμφισβήτηση, αλλά ακριβώς την έλλειψη του υπάρχοντος δικαιώματος. Συνακόλουθα, δεν μπορεί να ζητηθεί με την αίτηση αυτή η αναγνώριση δικαιώματος, που προσβάλλεται με την ανακριβή πρώτη εγγραφή στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου, ώστε να περιληφθεί αντίστοιχη διάταξη στην απόφαση, που θα εκδοθεί, καθώς αντικείμενο της δίκης, που ανοίγεται, δεν είναι η αυθεντική διάγνωση του δικαιώματος, που αμφισβητείται, ανεξαρτήτως του ότι ελέγχεται ως προϋπόθεση (προδικαστικό ζήτημα) η ύπαρξη συγκεκριμένου δικαιώματος για τη ζητούμενη διόρθωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής, χωρίς όμως να καλύπτεται με ισχύ δεδικασμένου. Γι` αυτό, άλλωστε, η προαναφερόμενη διάταξη (άρθρο 6 παρ. 3 του Ν. 2664/1998, όπως ισχύει) αναφέρεται μόνο στη διόρθωση της πρώτης εγγραφής και όχι στην αναγνώριση δικαιώματος, που προσβάλλεται με την εγγραφή αυτή, όπως προβλέπει η διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 του ίδιου νόμου στο πλαίσιο της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας (ΑΠ 34/2019 ό.π.). ΄Αλλωστε, οι αποφάσεις που εκδίδονται, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, δεν δημιουργούν δεδικασμένο, ούτε ως προς το κύριο, ούτε ως προς το προδικαστικό ζήτημα, κατά την έννοια του άρθρου 321 ΚΠολΔ, γι` αυτό δεν έχουν εφαρμογή σε αυτήν (εκούσια δικαιοδοσία) τα άρθρα 322, 324 και 331 ΚΠολΔ, επιφέρουν, όμως, αποτέλεσμα παρόμοιο με την αρνητική λειτουργία του δεδικασμένου σε κάθε νέα αίτηση με το αυτό αντικείμενο στην ίδια διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας κατά το άρθρο 778 ΚΠολΔ, όχι όμως και σε αγωγές που εκδικάζονται με τη διαγνωστική διαδικασία (βλ. ΑΠ 1358/2018 ό.π.). Συνεπώς, ο προβαλλόμενος με την υπό κρίση έφεση ισχυρισμός των εκκαλούντων ότι η εκκαλουμένη έσφαλε, διότι Α) αναγνώρισε την εφεσίβλητη ως πλήρη και αποκλειστική κυρία του επίδικου ακινήτου με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας προσμετρώντας το χρόνο άσκησης νομής διανοία κυρίου των δικαιοπαρόχων της και Β) δεν αναγνώρισε τον πρώτο εξ αυτών πλήρη και αποκλειστικό κύριο του επίδικου ακινήτου με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, που συντρέχουν στο πρόσωπό του από το 1978 μέχρι και σήμερα, είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος, ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋποθέσεως. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα και απορριπτομένης ως κατ’ ουσίαν αβάσιμης της ως άνω πρόσθετης παρέμβασης, έκανε δεκτές, ως κατ’ ουσία βάσιμες, την υπό κρίση τριτανακοπή, καθ’ ο μέρος αφορούσε στην ακύρωση της με αριθμ. 1352/2013 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας από την ορισθείσα Κτηματολογική Δικαστή, καθώς και την ως άνω προσεπίκληση σε παρέμβαση και ακύρωσε την ως άνω απόφαση, διέταξε δε τη σημείωση της εκκαλουμένης, κατ’ άρθρο 775 ΚΠολΔ, στο βιβλίο, που τηρείται κατά τις διατάξεις του άρθρου 776 ΚΠολΔ, καθώς και στο περιθώριο της απόφασης που ακυρώθηκε, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις, ουσιαστικού δικαίου, ως άνω διατάξεις, ούτε απαίτησε περισσότερα στοιχεία, ούτε αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία, από εκείνα που απαιτεί ο νόμος, αλλά ούτε και προσέδωσε σ’ αυτές έννοια διαφορετική από την αληθινή, αναφορικά με τα ουσιώδη για την έκβαση της δίκης ζητήματα της συνδρομής των θεμελιωτικών του αιτήματος πραγματικών περιστατικών (προϋποθέσεων) και ορθά, κατ’ αποτέλεσμα, εκτίμησε τις αποδείξεις, έστω και με ελλιπή και εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, για το λόγο δε αυτό πρέπει, μετά τη συμπλήρωση και αντικατάσταση των αιτιολογιών της εκκαλουμένης με την παρούσα (άρθρο 534 του ΚΠολΔ) (βλ. σχετ. ΑΠ 1319/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2234/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 845/2011 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 357/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 30/2016 Δημ. Νόμος ΕφΛαρ 50/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 216/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 544/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 980/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 174/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 662/2012 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 209/2012 Δημ. Νόμος), ν’ απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμοι όλοι οι λόγοι της υπό κρίση έφεσης, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι από την προσβαλλόμενη απόφαση και ειδικότερα από την περιεχόμενη σ’ αυτή βεβαίωση ότι λήφθηκαν υπόψη τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα και εκτιμήθηκαν οι ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, μ’ επιμέλεια των διαδίκων, οι με αριθμ. …./2014 και …./2014 ένορκες βεβαιώσεις των ……… και ………, αντίστοιχα, οι οποίες ελήφθησαν νομότυπα, μ’ επιμέλεια των εκκαλούντων, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Σαλαμίνας ……….., η με αριθμ. …../2017 ένορκη βεβαίωση της …….., η οποία ελήφθη ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς ………., οι φωτογραφίες, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε και οι αεροφωτογραφίες, σε συνδυασμό με τις σκέψεις και το σύνολο των αποδεικτικών αναλύσεων, που περιέχει, δεν καταλείπεται καμιά απολύτως αμφιβολία ότι, για το σχηματισμό του αποδεικτικού της πορίσματος, η εκκαλουμένη έλαβε υπόψη της και συνεκτίμησε όλα τ’ αποδεικτικά μέσα, που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, ως προς το παραπάνω ζητήματα. Σημειώνεται ότι προς τούτο αρκεί η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου (μάρτυρες, έγγραφα, ένορκες βεβαιώσεις κλπ), που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο, χωρίς την ανάγκη ειδικής μνείας και αξιολογήσεως εκάστου και χωρίς διάκριση από ποια αποδεικτικά μέσα προκύπτει άμεση και από ποια έμμεση απόδειξη (βλ. σχετ. ΑΠ 546/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 621/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 160/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 645/2012 Δημ. Νόμος). Ανεπάρκεια δε αιτιολογίας δεν υπάρχει όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006, ΑΠ 997/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1250/2011 Δημ. Νόμος). Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 193 Κ.Πολ.Δ προκύπτει, ότι, δεν επιτρέπεται, προσβολή της απόφασης με ένδικο μέσο ως προς τα έξοδα, αν δεν περιλαμβάνει και την ουσία της υπόθεσης. Η προαναφερόμενη διάταξη δεν καθιστά απρόσβλητη από τα ένδικα μέσα της διάταξης της απόφασης περί δικαστικών εξόδων, αλλά απλώς ορίζει ότι, δεν είναι παραδεκτή αυτοτελής προσβολή αυτής με ένδικο μέσο μόνον ως προς τα έξοδα, χωρίς ταυτόχρονη προσβολή και ως προς την ουσία της υπόθεσης (ΑΠ 555/2017 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΑθ 2375/2016 Δημ. Νόμος). Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 746 ΚΠολΔ, «Τα έξοδα επιβάλλονται σε βάρος του αιτούντος, εφόσον η αίτηση έχει υποβληθεί για το συμφέρον του, αλλιώς σε βάρος εκείνου προς το συμφέρον του οποίου έχει υποβληθεί. Τα έξοδα μπορεί να επιβληθούν όλα ή κατά ένα μέρος σε βάρος του υπαιτίου για τη διεξαγωγή της δίκης.». Τέλος, τα οριζόμενα στο ν.δ. 4194/2013 “Κώδικας Δικηγόρων” όρια της δικηγορικής αμοιβής είναι τα ελάχιστα επιτρεπόμενα, με την έννοια ότι η δικηγορική αμοιβή δεν επιτρέπεται να ορισθεί σε ποσό κατώτερο αυτών, δεν απαγορεύεται, όμως, να ορισθεί σε ποσό ανώτερο (ΑΠ 99/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1437/2012). Η καταψήφιση δε στη δικαστική δαπάνη του διαδίκου, που νικήθηκε και η επιδίκαση δικηγορικής αμοιβής πάνω από τα καθοριζόμενα από τον Κώδικα περί δικηγόρων κατώτατα όρια δεν έχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας, αλλά είναι συνέπεια της αρχής της ήττας (ΑΠ 1358/2018 Δημ. Νόμος). Στην προκείμενη περίπτωση οι εκκαλούντες παραπονούνται ότι εσφαλμένα η εκκαλούμενη απόφαση επέβαλε σε βάρος τους δικαστική δαπάνη ύψους 700 ευρώ, ποσό πολύ μεγαλύτερο από αυτό, που κατέβαλε η εφεσίβλητη ως δικηγορική προείσπραξη και που δεν ανταποκρίνεται στην αξία αυτής, που προσκομίστηκε από αυτήν, δεδομένου ότι δεν προσκόμισε περαιτέρω κατάλογο εξόδων στα σχετικά της, έτσι ώστε να διεκδικήσει μεγαλύτερο ποσό πέραν της δικηγορικής προείσπραξης, ενώ αφού η τριτανακοπή συνεκδικάστηκε με την πρόσθετη παρέμβαση προσκόμισε μία δικηγορική προείσπραξη. Ο λόγος αυτός της έφεσης, ο οποίος προβλήθηκε παραδεκτά, αφού οι εκκαλούντες προσέβαλαν την ουσία της υπόθεσης, είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος, λόγω αοριστίας, καθώς δεν εκτίθεται το ποσό της δικηγορικής προείσπραξης, που προσκόμισε η εφεσίβλητη, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, αλλά και ως αβάσιμος, διότι αφενός μεν ουδόλως αποδείχθηκε το ποσό της δικηγορικής προείσπραξης, που προσκόμισε η εφεσίβλητη, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, αφετέρου δε η δικαστική δαπάνη, που επιδικάζεται από το δικαστήριο, περιλαμβάνει τα μέχρι τη στιγμή -συζήτησης και- έκδοσης της απόφασης) έξοδα και την αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου. Κατ’ άρθρο δε 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ, το οποίο εφαρμόζεται και στην εκουσία δικαιοδοσία, κατά τ’ άρθρα 741 και 746 ΚΠολΔ, αν δεν υποβληθεί ο κατάλογος δικαστικών εξόδων, το Δικαστήριο προχωρά στην εκκαθάρισή τους, αν έχει υποβληθεί αίτημα για την επιδίκασή τους. Εξάλλου, κατά τ’ αναφερόμενα στην αμέσως ανωτέρω μείζονα σκέψη της παρούσας, τα οριζόμενα στο ν.δ. 4194/2013 “Κώδικας Δικηγόρων” όρια της δικηγορικής αμοιβής είναι τα ελάχιστα επιτρεπόμενα, με την έννοια ότι η δικηγορική αμοιβή δεν επιτρέπεται να ορισθεί σε ποσό κατώτερο αυτών, δεν απαγορεύεται όμως να ορισθεί σε ποσό ανώτερο. Η καταψήφιση δε στη δικαστική δαπάνη του διαδίκου, που νικήθηκε, και η επιδίκαση δικηγορικής αμοιβής πάνω από τα καθοριζόμενα από τον Κώδικα περί δικηγόρων κατώτατα όρια δεν έχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας, αλλά είναι συνέπεια της αρχής της ήττας, την οποία εφάρμοσε, εν προκειμένω, η εκκαλουμένη. Κατόπιν των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου παραπόνου κατά της εκκαλουμένης, πρέπει να απορριφθεί, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, η υπό κρίση έφεση, κατά της με αριθμ. 3186/30-06-2017 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την εκουσία δικαιοδοσία από την ορισθείσα Κτηματολογική Δικαστή και να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου, το οποίο κατατέθηκε από τους εκκαλούντες για την άσκηση αυτής (άρθρ. 495 § 3 Κ.Πολ.Δ.). Περίπτωση επιβολής δικαστικών εξόδων δεν συντρέχει, λόγω της ερημοδικίας της εφεσίβλητης και, συνεπώς, ελλείψει σχετικού αιτήματος νομοτύπως υποβληθέντος (άρθρα 191 παρ. 2, 741 ΚΠολΔ). Τέλος, λόγω της ερημοδικίας της εφεσίβλητης, λαμβάνοντας υπόψη ότι, οι ερήμην κάποιου διαδίκου εκδιδόμενες, στο δεύ­τερο βαθμό, αποφάσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας υπόκεινται σε ανακοπή ερημοδικίας (άρθρο 764 §3 ΚΠολΔ), καθώς και, το μεν, ότι ο χαρακτήρας μιας απόφασης ως ερήμην εκδοθείσας και υποκείμενης, επομένως, σε ανακοπή ερημοδικίας, εξαρτάται από την πραγματική ή πλασματική απουσία του διαδίκου, κατά τη συζήτηση κατά την οποία εκδόθηκε και όχι από το εάν η απόφαση αυτή στηρίχθηκε σε συναγωγή δυσμενών συνεπειών (τεκμηρίων) ερημοδικίας, διατηρεί δε το χαρακτήρα της ως ερήμην, έστω και αν, παρά την ερημοδικία του ενός διαδίκου, το εφετείο δίκασε την υπόθεση σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι, το δε, ότι το έννομο συμφέρον για την άσκηση ανακο­πής ερημοδικίας κρίνεται μόνο από το δικαστήριο, που θα τη δικάσει, το οποίο και μόνον έχει την εξουσία, ερευνώντας το παραδεκτό του ένδικου αυτού μέσου, να αποφανθεί για την ύπαρξη ή ανυπαρξία του εννόμου συμφέροντος του ανακόπτοντος (βλ. σχετικώς ΟλΑΠ 15/2001, ΑΠ 241/2015, ΑΠ 242/2015, ΑΠ 1422/2013 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΘεσ 1061/2017 Δημ. Νόμος), πρέπει, κατά τ’ άρθρα 501, 502 §2 ΚΠολΔ, να οριστεί το νόμιμο παράβολο για την άσκηση ανακοπής ερημοδικίας από την εφεσίβλητη, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της εφεσίβλητης.

ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την υπό κρίση έφεση και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου, το οποίο κατέθεσαν οι εκκαλούντες για την άσκηση της υπό κρίση έφεσης.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 23/09/2019, στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ