Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 571/2019

ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αγωγή Διανομής πριν το Ν. 4335/2015. 528 ΚΠολΔ. ΄Ασκηση προσεπίκλησης και δύο κυρίων παρεμβάσεων μετά το Ν. 4335/2015. Διαχρονικό Δίκαιο. 491 ΚΠολΔ. Εγγραφή προσημειώσεων υποθηκών μετά τη δημοσίευση της εκκαλουμένης αποφάσεως. Εφικτό ή μη αυτούσιας διανομής.

 

Αριθμός Απόφασης:  571/2019

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών, Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη και Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη – Εισηγήτρια, που όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου και από τη Γραμματέα Κ.Δ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Α) Κατά τη διάταξη του άρθρου 226 παρ. 4 εδ. β’ και γ’ ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται κατ’ άρθρο 498 παρ. 2 εδ. τελευταίο ΚΠολΔ και στην κατ` έφεση δίκη, αν η συζήτηση αναβληθεί ο γραμματέας είναι υποχρεωμένος αμέσως μετά το τέλος της συνεδρίασης να μεταφέρει την υπόθεση στη σειρά των υποθέσεων που πρέπει να συζητηθούν κατά τη δικάσιμο που ορίσθηκε (ΕφΠειρ 332/2015 Δημ. Νόμος). Κλήση του διαδίκου για εμφάνιση στη δικάσιμο αυτή δεν χρειάζεται και η αναγραφή της υποθέσεως στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης η αναβολή της υποθέσεως και η εγγραφή αυτής στο πινάκιο του δικαστηρίου για την μετ’ αναβολή δικάσιμο, ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων για τη δικάσιμο αυτή και, επομένως, δεν χρειάζεται νέα κλήτευση του διαδίκου, όταν ο απολειπόμενος κατά τη μετ’ αναβολή δικάσιμο διάδικος είχε νομίμως κλητευθεί να παραστεί κατά τη δικάσιμο κατά την οποία αναβλήθηκε η υπόθεση ή είχε παραστεί νομίμως κατά τη δικάσιμο αυτή (ΑΠ 92/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 242/2015, ΑΠ 546/2015, ΑΠ 1726/2013). Στην προκειμένη περίπτωση, από τη με αριθμ. …./28-11-2014 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ………., σε συνδυασμό με την από 28/11/2014 απόδειξη παραλαβής εγγράφου του Αξιωματικού Υπηρεσίας του Α.Τ. Βουλιαγμένης, ………, Αρχιφύλακος και την από 28/11/2014 βεβαίωση του ιδίου ως άνω Δικαστικού Επιμελητή, που προσκομίζουν νόμιμα με επίκληση οι εκκαλούντες, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση από 7/10/2014 έφεσης, με σχετική πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αρχική δικάσιμο της 8/10/2015, οπότε ανεβλήθη η υπόθεση για τη δικάσιμο της 3/3/2016, εν συνεχεία ανεβλήθη για τη δικάσιμο της 8/12/2016, ανεβλήθη δε εκ νέου για τη δικάσιμο της 4/5/2017 και εν συνεχεία ανεβλήθη για τη δικάσιμο της 16/11/2017, οπότε ανεβλήθη η υπόθεση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στο δεύτερο των εφεσιβλήτων, …………. (άρθρα 128 παρ. 1, 4 και 136 παρ. 2 ΚΠολΔ). Ο τελευταίος, ωστόσο, δεν εμφανίστηκε στην τελευταία αυτή δικάσιμο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συνεπώς, πρέπει να δικαστεί ερήμην, χωρίς ν’ απαιτείται νέα κλήτευσή του, καθώς η αναβολή της υπόθεσης και η αναγραφή της στο πινάκιο του δικαστηρίου για τη μετ` αναβολή δικάσιμο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων για τη δικάσιμο αυτή (άρθρο 226 παρ. 4 ΚΠολΔ) (βλ. σχετ. ΑΠ 165/2019 Δημ. Νόμος). Το Δικαστήριο, ωστόσο πρέπει να προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης σαν να ήταν και αυτός παρών (άρθρο 524 παρ. 4 εδ. α΄ ΚΠολΔ), χωρίς να θεωρηθεί ότι αντιπροσωπεύεται από τους λοιπούς παρισταμένους αναγκαίους ομοδίκους του, καθώς, σε δίκη διανομής κοινού πράγματος, οπότε η σχετική αγωγή έχει διπλό χαρακτήρα, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 798 και 799 Α.Κ., 480 παρ. 3, 481 αριθ. 2, 483 και 489 ΚΠολΔ και η θέση κάθε κοινωνού ως ενάγοντος ή εναγομένου είναι συμπτωματική, εξαρτώμενη από το ποίος είχε την πρωτοβουλία να ασκήσει την αγωγή, κάθε δε κοινωνός είναι συγχρόνως ομόδικος και αντίδικος των υπόλοιπων συγκοινωνών (ΟλΑΠ 321/1983), δεν έχει εφαρμογή ο κανόνας της αντιπροσώπευσης του απόντος κοινωνού διαδίκου από τους παρόντες συγκοινωνούς, αναγκαίους ομοδίκους του (βλ. σχετ. ΑΠ 319/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 149/2012 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 451/2018 Δημ. Ιστοσελ.ΕφΠειρ).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 517 ΚΠολΔικ, η έφεση απευθύνεται, κατά εκείνων που ήταν διάδικοι στην πρωτόδικη δίκη ή των καθολικών διαδόχων ή των κληροδόχων τους. Αν υπάρχει αναγκαστική ομοδικία, η έφεση πρέπει να απευθύνεται κατά όλων των ομοδίκων, αλλιώς απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Εξάλλου, με την παρ. 1 του άρθρου 76 του ίδιου κώδικα, ορίζονται οι περιπτώσεις της αναγκαστικής ομοδικίας, με την παράγραφο δε 4 του ίδιου άρθρου 76 ΚΠολΔικ, ορίζεται ότι η άσκηση των ένδικων μέσων από κάποιον από τους στην παράγραφο 1 ομοδίκους, επάγεται αποτελέσματα και για τους λοιπούς, αυτό δε υπό την έννοια ότι, αν κάποιος αναγκαίος ομόδικος άσκησε ένδικο μέσο, θεωρούνται εκ του νόμου ότι άσκησαν αυτό και οι ομόδικοι εκείνου, μολονότι αυτοί δεν το άσκησαν. Συνεπώς, δεν απαιτείται, από το νόμο, η έφεση, που ασκείται από κάποιον από τους αναγκαίους ομοδίκους να απευθύνεται, με ποινή το απαράδεκτο, και κατά των ίδιων των ομοδίκων, αφού σε αντίθετη περίπτωση, ο αναγκαστικός ομόδικος του εκκαλούντος θα εμφανιζόταν να έχει ταυτόχρονα την ιδιότητα του εφεσιβλήτου και του εκκαλούντος, πράγμα που είναι λογικά και νομικά απαράδεκτο (ΟλΑΠ 63/1981, ΑΠ 1822/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 617/2014 Δημ. Νόμος). Εντούτοις, ειδικά επί αναγκαστικής ομοδικίας, που υπάρχει σε δίκη δικαστικής διανομής, δεν είναι δυνατόν να ισχύσουν τα προεκτιθέμενα, γιατί, κατ’ άρθρο 478 ΚΠολΔικ, είναι αναγκαία η εναγωγή όλων των κοινωνών (ΑΠ 1822/2017 ό.π., ΑΠ 319/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 617/2014 ό.π.). Ειδικότερα, όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 798 ΑΚ, 479, 480 παρ. 3, 481, παρ. 2, 482 παρ. 1, 483 και 489 ΚΠολΔικ, η αγωγή περί διανομής δεν είναι μόνο διαπλαστική, επειδή διώκεται η διάπλαση νέας έννομης σχέσης για κάθε κοινωνό με τη λύση της κοινωνίας, αλλά είναι και διπλού χαρακτήρα, με την έννοια ότι δημιουργεί δίκη, στην οποία, εκ προοιμίου και ανεξάρτητα από την εξέλιξή της στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο ενάγων είναι συνάμα και εναγόμενος, όπως και κάθε εναγόμενος ή κυρίως παρεμβαίνων είναι, συγχρόνως, αντίδικος των λοιπών διαδίκων, αφού υφίσταται η δυνατότητα σε οποιονδήποτε από τους αντιδίκους του ενάγοντος να υποβάλει αίτηση (που δεν έχει το χαρακτήρα ανταγωγής, ώστε να πρέπει να εφαρμοσθούν τα οριζόμενα στο άρθρο 268 παρ. 2 Κ.ΠολΔικ), με βάση πραγματικό διάφορο εκείνου της αγωγής ως προς το επίκοινο δικαίωμα και τη διάπλαση αυτού, και σε περίπτωση παραδοχής της αιτήσεως αυτής, να αποβεί η δίκη εις βάρος των λοιπών, όχι με την απόρριψη της αγωγής, αλλά με τη διάπλαση της έννομης σχέσης κατά τρόπο διάφορο εκείνου, που επιδιώχθηκε με την αγωγή και, συνεπώς, να καταλήξει η δίκη εις βάρος του ενάγοντος ή των εναγόντων, και κάποιου από τους αντιδίκους του, οι οποίοι, κατά τούτο, είναι αντίδικοι προς αλλήλους, δεσμευόμενοι από τη διαπλαστική ενέργεια της απόφασης, που με τον τρόπο αυτό εκδίδεται. Ακολούθως, η δίκη περί διανομής, που έχει αρχίσει, είναι, επίσης, διπλή σε όλη την πορεία της και επομένως και στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας. Το ότι κάποιος ή περισσότεροι από τους κοινωνούς, ως επιτιθέμενοι ή αμυνόμενοι, βρίσκονται στην αντίστοιχη δικονομική θέση, κατά την έναρξη του δικαστικού αγώνα, σε κάθε στάδιο αυτού, είναι τελείως συμπτωματικό, γιατί καθένας από αυτούς, ανεξάρτητα από την ανωτέρω θέση του, μπορεί να έχει αντίθετα συμφέροντα ως προς τον άλλον, όπως προαναφέρθηκε, και προβάλλοντας αυτά να είναι ουσιαστικός αντίδικος του άλλου (Ολ ΑΠ 32/1983, ΑΠ 1822/2017 ό.π., ΑΠ 617/2014 ό.π.). Επομένως, σε δίκη περί διανομής, ο εναγόμενος ασκώντας έφεση πρέπει με ποινή απαραδέκτου, να απευθύνει αυτήν και κατά του στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας αναγκαίου ομοδίκου του (συνεναγομένου), σύμφωνα προς το άρθρο 517 εδ. β` του ΚΠολΔ, διότι στην ειδική αυτή, περίπτωση η παρ. 4 του άρθρου 76 του ίδιου Κώδικα, κατά την οποία “η άσκηση ένδικων μέσων από κάποιον από τους ομοδίκους του έχει αποτέλεσμα και για τους άλλους”, δεν εφαρμόζεται. Πραγματικά, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι λογίζεται από το νόμο ως αντιπροσωπευόμενος στην άσκηση της έφεσης από τον εκκαλούντα ο ως άνω αναγκαίος ομόδικός του, στο μέτρο, που έχει αντίθετα συμφέροντα προς αυτόν και, λόγω του διπλού χαρακτήρα της δίκης αυτής, έχει ουσιαστικώς και την ιδιότητα του αντιδίκου (Ολ. ΑΠ 321/1983, ΑΠ 617/2014 ό.π.).

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 528 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 44 παρ. 2 του ν. 3994/2011: “Αν ασκηθεί έφεση από διάδικο, που δικάστηκε ερήμην, η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια, που καθορίζονται από την έφεση και τους προσθέτους λόγους. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς, που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως” (ΑΠ 579/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 476/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 11/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2150/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1572/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1906/2008 Δημ. Νόμος, Στ. Ματθία, ΕλλΔικ 36 σ. 11). Με το ανωτέρω περιεχόμενο, επαναφέρθηκε η διάταξη του άρθρου 528 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή της με το ν. 2915/2001, προσαρμοσμένη στο καθεστώς της μιας και μοναδικής συζήτησης και έχει τα αποτελέσματα της καταργηθείσας ανακοπής ερημοδικίας. Η εμπρόθεσμη και παραδεκτή άσκηση έφεσης του δικασθέντος ερήμην πρωτοδίκως, ανεξάρτητα από τη διαδικασία, με την οποία δίκασε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δηλαδή είτε κατά την τακτική διαδικασία, είτε κατά την ειδική διαδικασία και ανεξάρτητα από το αν η απουσία του εκκαλούντος διαδίκου συνεπάγεται τεκμήριο ομολογίας ή παραιτήσεώς του, ή αν ο διάδικος δικάσθηκε σαν να ήταν παρών, επιφέρει την εξαφάνιση της ερήμην απόφασης, χωρίς να απαιτείται να ευδοκιμήσει κάποιος λόγος έφεσης, αλλά αρκεί η “τυπική” παραδοχή της, κατά το άρθρο 532 ΚΠολΔ, καθόσον αυτή έχει τα αποτελέσματα της καταργηθείσας αναιτιολόγητης ανακοπής (ΑΠ 579/2018 ό.π., ΑΠ 546/2014, ΑΠ 1572/2013 ό.π., ΑΠ 1906/2008 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 27/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 123/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΛαμ 22/2011 Δημ. Νόμος, ΕφΔωδ 67/2002 ΤΝΠΔΣΑθ, EΘ 1531/1999 Αρμ. 1999 σ. 1517, ΕΑ 6074-6082/1998 ΕλλΔικ 1998 σ. 1383. Στ. Ματθία, ΕλλΔικ 36 σ. 11), με αποτέλεσμα η υπόθεση να αναδικάζεται από το εφετείο που μετατρέπεται, στην περίπτωση αυτή, ουσιαστικά, σε πρωτοβάθμιο δικαστήριο (ΑΠ 579/2018 ό.π., ΑΠ 495/2017). Η εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης γίνεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους έφεσης. Και με τη διάταξη αυτή εφαρμόζεται η καθιερούμενη από το άρθρο 106 ΚΠολΔ γενική αρχή της διάθεσης, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο ενεργεί μόνον ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς, που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά, την οποία αρχή ρυθμίζει ειδικά η διάταξη του άρθρου 522 ΚΠολΔ. Έτσι, στην περίπτωση, που ο διάδικος, ο οποίος δικάστηκε ερήμην στον πρώτο βαθμό, διατυπώνει με την έφεσή του παράπονα για την κρίση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής, το Eφετείο, εφόσον η έφεση είναι τυπικά παραδεκτή, εξαφανίζει την απόφαση, χωρίς να είναι ανάγκη να γίνει δεκτός, ως βάσιμος κατ’ ουσίαν, κάποιος λόγος της έφεσης. Η εξαφάνιση, όμως, της απόφασης οριοθετείται από το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης, όπως αυτό προσδιορίζεται από τα παράπονα που διατυπώνονται με την έφεση ή τους πρόσθετους λόγους έφεσης του εκκαλούντος, ή την αυτοτελή έφεση ή αντέφεση του εφεσίβλητου και των ισχυρισμών, που ο τελευταίος προβάλλει, ως υπεράσπιση, κατά των λόγων της έφεσης, σύμφωνα με το άρθρο 527 αρ. 1 ΚΠολΔ, καθώς και εκείνων των ζητημάτων, η έρευνα των οποίων προηγείται, ως αναγκαίο προαπαιτούμενο για να ληφθεί απόφαση σχετικά με τα παράπονα της έφεσης και τα οποία κατά νόμο εξετάζει αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο, όπως είναι το ορισμένο ή η νομική βασιμότητα της αγωγής (ΑΠ 579/2018 ό.π., πρβλ ΑΠ 6/2017, ΑΠ 343/2013). Η επανάληψη της ρύθμισης αυτής στο άρθρο 528 ΚΠολΔ, θα ήταν άσκοπη και νομοτεχνικά περιττή, αν πράγματι ο νομοθέτης ήθελε να ρυθμίσει κατά τον ίδιο τρόπο την έφεση κατά των ερήμην και κατά των αντιμωλία εκδιδομένων αποφάσεων. Επειδή, όμως, τούτο δεν συμβαίνει, δηλαδή ο νομοθέτης δεν θέλησε να δώσει στο άρθρο 528 λειτουργία διαφορετική από εκείνη που είχε υπό την ισχύ του ν. 2207/1994, η διατύπωσή του παρέμεινε χωρίς καμία ως προς αυτό μεταβολή, υποδεικνύοντας ότι η έφεση, όταν λειτουργεί ως αναιτιολόγητη ανακοπή, δεν συνεπάγεται την εξαφάνιση της πρωτοδίκου αποφάσεως στο σύνολό της, αλλά στην έκταση που προσδιορίζουν τα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι ως προς τα μη θιγόμενα με το ένδικο μέσο της έφεσης κεφάλαια, δεν μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο η υπόθεση και δεν εξαφανίζεται η πρωτόδικη απόφαση και παρά την τυχόν γενικότητα της διατυπώσεως του διατακτικού της εφετειακής απόφασης (ΑΠ 579/2018 ό.π., ΑΠ 192/1998) και μόνο κατά τα προσβαλλόμενα “κεφάλαια” μπορεί το Εφετείο να εκδώσει, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, και δυσμενέστερη για τον εκκαλούντα απόφαση, χωρίς την άσκηση αντίθετης έφεσης ή αντέφεσης και χωρίς η απόφασή του να προσκρούει στην αρχή του άρθρου 536 του ΚΠολΔ της “μη χειροτέρευσης της θέσης του εκκαλούντος”. “Κεφάλαιο” θεωρείται η αυτοτελής αίτηση δικαστικής προστασίας, που δημιουργεί χωριστό αντικείμενο δίκης (στο πλαίσιο της ίδιας διαφοράς) και εκκρεμοδικίας και για την οποία (αίτηση) εκδόθηκε χωριστή διάταξη της απόφασης (ΑΠ 579/2018 ό.π.). Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα (……….) άσκησε εναντίον των εκκαλούντων (1…….. και 2) ……….) και του δευτέρου των εφεσιβλήτων (………..), ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την τακτική διαδικασία, την από 10/03/2009 και με αριθμ. κατάθ. …../20-03-2009 αγωγή της. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη με αριθμ. 4570/28-08-2013 οριστική απόφασή του, δικάζοντας την υπό κρίση αγωγή, στις 16/11/2011, ερήμην των εναγομένων, κατά την τακτική διαδικασία, έκανε δεκτή εν μέρει την αγωγή, ως βάσιμη κατ’ ουσίαν. Εναντίον της ως άνω αποφάσεως οι εναγόμενοι (1) ………και 2) ……………), άσκησαν παραδεκτά την υπό κρίση υπό στοιχείο Α΄ από 7/10/2014 έφεσή τους, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς με αριθμ. κατάθ. …/09-10-2014, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ../17-10-2014 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …/17-10-2014, την οποία έστρεψαν εναντίον της ενάγουσας (………) και του δευτέρου των εναγομένων (……….), καθόσον, από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης στην πρώτη των εφεσιβλήτων, παρά μόνον στο δεύτερο εξ αυτών (βλ. σχετ. με αριθμ. …./28-11-2014 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ……..), ενώ από τη δημοσίευσή της (στις 28-08-2013) μέχρι την κατάθεση της κρινόμενης εφέσεως στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (στις 09-10-2014) δεν παρήλθε τριετία (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 499, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2, όπως η τελευταία διάταξη ίσχυε πριν την αντικατάστασή της με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015, Φ.Ε.Κ. Α΄ 87/23.7.2015 –άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του Ν. 4335/2015-, 520, 522, 524 παρ. 1, 2 και 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ) (βλ. σχετ. ΟλΑΠ 10/2018 Δημ. Νόμος). Κατόπιν, σύμφωνα με τα ανωτέρω, εφόσον κατατέθηκε από τους εκκαλούντες στο δημόσιο ταμείο το παράβολο ύψους διακοσίων (200) (βλ. άρθρο 495 § 3 Κ.Πολ.Δ., όπως η § 3 ίσχυε πριν την τροποποίησή της με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015 –ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015-, με έναρξη ισχύος 1/1/2016 –άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 του Ν. 4335/2015-), οι εκκαλούντες επικαλούνται δε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, πρέπει η υπό κρίση έφεση να γίνει τυ­πικά και ουσιαστικά δεκτή και η εκκαλούμενη απόφαση να εξαφανισθεί, μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, στην προκείμενη υπόθεση, που αφορά σε δίκη διανομής, παραδεκτά απευθύνεται η υπό κρίση έφεση και κατά των λοιπών αναγκαίων ομοδίκων των εκκαλούντων στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 517 εδ. β’ ΚΠολΔ, διότι στην ειδική αυτή περίπτωση, δεν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 76 παρ. 4 ΚΠολΔ, κατά την οποία η άσκηση των ένδικων μέσων από κάποιον από τους ομοδίκους της παρ. 1 έχει αποτέλεσμα και για τους άλλους.  Περαιτέρω, πρέπει να διακρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο και να ερευνηθεί η υπόθεση από την αρχή, κατά την τακτική διαδικασία, να ερευνηθεί δε η ένδικη αγωγή ως προς το παραδεκτό, νόμω και ου­σία βάσιμο αυτής (άρθρο 533 παρ. 1 και 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ).K

Kατά τη διάταξη του άρθρου 491 παρ. 1 ΚΠολΔικ, στη δίκη διανομής προσεπικαλούνται υποχρεωτικά, με επιμέλεια εκείνου που επισπεύδει τη συζήτηση, όσοι έχουν δικαίωμα υποθήκης ή ενεχύρου ή επικαρπίας, καθώς και όσοι είχαν επιβάλλει συντηρητική ή αναγκαστική κατάσχεση στη μερίδα κάποιου από τους κοινωνούς (ΑΠ 810/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1822/2017 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 451/2018 Δημ. Ιστοσελ.ΕφΠειρ, ΤριμΕφΠατρ 33/2017 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 58/2014 Δημ. Νόμος). Από τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 491 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, αν δεν έγινε η προσεπίκληση των οριζόμενων στην παρ. 1 του ίδιου άρθρου προσώπων, το δικαστήριο, είτε με αίτηση κάποιου από τους διαδίκους, είτε αυτεπαγγέλτως, αναβάλλει τη συζήτηση της αγωγής διανομής και ορίζει προθεσμία εντός της οποίας πρέπει αυτά να προσεπικληθούν. Αν και η προθεσμία αυτή παρέλθει άπρακτη, τότε πλέον, κατ` άρθρο 491 παρ. 2 του ΚΠολΔ, απορρίπτεται ως απαράδεκτη η ίδια η αγωγή διανομής (ΑΠ 810/2018 ό.π., ΤριμΕφΠατρ 33/2017 ό.π., ΕφΑθ 58/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΠατρ 279/2008 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 805/2006 Δημ. Νόμος). Η διάταξη αυτή θεσπίστηκε, γιατί ο νομοθέτης, ενόψει των σοβαρών συνεπειών, που επιφέρει η διανομή του κοινού πράγματος, θέλησε οι αναφερόμενοι σε αυτή τρίτοι, όχι να λαμβάνουν απλώς γνώση της δίκης διανομής, αλλά και να συμμετέχουν υποχρεωτικώς σ’ αυτή, αφού από την τελεσιδικία της σχετικής αποφάσεως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 492 παρ. 1 ΚΠολΔικ, που εισήγαγε νέα ρύθμιση από εκείνη του ΑΚ (άρθρο 803), η υποθήκη ή το ενέχυρο περιορίζονται εφεξής μόνο στα μέρη που περιήλθαν στον οφειλέτη. Ακόμη ο νόμος (άρθρο 492 παρ. 2 και 3 ΚΠολΔικ), προκειμένου να εξασφαλίσει πληρέστερα τα συμφέροντα του εν λόγω υποχρεωτικώς προσεπικαλούμενου ενυπόθηκου ή ενεχυρούχου δανειστή, του παρέχει το δικαίωμα να ζητήσει από το Δικαστήριο, που διατάζει τη διανομή, να διατάξει υπέρ αυτού τα πρόσθετα εξασφαλιστικά μέτρα α) της συστάσεως υποθήκης ή ενεχύρου σε αντικείμενα, που με τη διανομή περιέρχονται στον οφειλέτη του, στα οποία δεν έχει συσταθεί υποθήκη ή ενέχυρο και β) της εξοφλήσεως (εν όλω ή εν μέρει), ύστερα από αίτηση του ενυπόθηκου ή ενεχυρούντα δανειστή, της ασφαλισμένης με την υποθήκη ή το ενέχυρο απαιτήσεώς του, έστω και αν αυτή δεν είναι ληξιπρόθεσμη κατά το χρόνο της διανομής, με την καταβολή εκ μέρους κάποιου άλλου κοινωνού, ολόκληρου ή μέρους, του ποσού στον κοινωνό που η μερίδα του βαρύνεται με υποθήκη ή ενέχυρο, προκειμένου να εξισωθούν οι μερίδες τους (ΑΠ 810/2018 ό.π., ΑΠ 1822/2017 ό.π., ΤριμΕφΠειρ 451/2018 ό.π., ΕφΠειρ 58/2014 ό.π.). Σημειωτέον ότι στα πρόσωπα που πρέπει να προσεπικληθούν κατά την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 491 ΚΠολΔ περιλαμβάνεται και ο προσημειούχος δανειστής (ΑΠ 810/2018 ό.π.), αφού η προσημείωση είναι υποθήκη υπό αναβλητική αίρεση. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η προσεπίκληση των άνω δανειστών, κατά το άρθρο 491 παρ. 1 Κ.Πολ.Δικ. σκοπεί στην προστασία του ιδιωτικού συμφέροντος αυτών και όχι στην προστασία των συναλλαγών επί ακινήτων, όπως συμβαίνει στην περίπτωση των εμπραγμάτων αγωγών, περιλαμβανομένων και των αναγνωριστικών, ή ανακοπών, μικτών ή περί νομής που αφορούν ακίνητα, οι οποίες σύμφωνα με το άρθρο 220 παρ. 1 Κ.Πολ.Δικ. εγγράφονται υποχρεωτικώς στα βιβλία διεκδικήσεων του γραφείου της περιφερείας όπου βρίσκεται το ακίνητο, μέσα σε τριάντα ημέρες από την κατάθεσή τους, με ποινή απαραδέκτου, δυναμένων έτσι των τρίτων οι οποίοι ενδιαφέρονται για το διανεμητέο ακίνητο να πληροφορηθούν τα βάρη του από τα οικεία βιβλία, στα οποία αυτά είναι εγγεγραμμένα (υποθηκών, κατασχέσεων, μεταγραφών). Συνεπώς, η κατά το άρθρο 491 παρ. 1 προσεπίκληση των αναφερομένων στη διάταξη αυτή δανειστών στη δίκη περί διανομής ακινήτου δεν είναι απαραίτητο να εγγράφεται στα βιβλία διεκδικήσεων, αρκεί μόνον αυτοί να καλούνται στην αντίστοιχη δίκη, η συζήτηση της οποίας θα είναι απαράδεκτη, εφόσον δεν αποδεικνύεται η κλήτευσή τους (ΑΠ 1622/2001 Δημ. Νόμος). Με τα δεδομένα αυτά και περαιτέρω το γεγονός ότι η άσκηση της προσεπικλήσεως έχει, κατά το άρθρο 89 εδ. τελ. ΚΠολΔικ., τα αποτελέσματα που έχει και η άσκηση της αγωγής, ο ενυπόθηκος ή ενεχυρούχος δανειστής, από την επίδοση αναγκαία σε αυτόν της προσεπικλήσεως, καθίσταται ομόδικος των συγκυρίων, ανάμεσα στους οποίους διεξάγεται η δίκη της διανομής του κοινού πράγματος, υπό την έννοια του άρθρου 76 παρ. 1 του ίδιου κώδικα και έτσι αποκτά την ιδιότητα του διαδίκου, έστω και αν δεν άσκησε παρέμβαση, ενώ δεσμεύεται από το δεδικασμένο που πηγάζει από την απόφαση, που εκδίδεται επί της αγωγής διανομής, διότι έτσι διευρύνονται και ως προς αυτόν τα υποκειμενικά όρια της δίκης (ΟλΑΠ 20/1995 Δημ. Νόμος, ΑΠ 810/2018 ό.π., ΑΠ 1822/2017 ό.π., ΤριμΕφΠειρ 451/2018 ό.π., ΕφΠειρ 58/2014 ό.π., Κ. Παπαδόπουλου, “Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου”, έκδοση 1989 σελ. 409). Επομένως, πρέπει σύμφωνα με το άρθρο 76 παρ. 3 ΚΠολΔικ, να καλείται, με ποινή απαραδέκτου της συζήτησης, σε κάθε μεταγενέστερη διαδικαστική πράξη σε όλα τα στάδια της προαναφερόμενης δίκης. Αν το, εν λόγω, υποχρεωτικώς προσεπικαλούμενο πρόσωπο δεν εμφανισθεί στη δίκη διανομής κοινού πράγματος, θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται κατά το άρθρο 76 παρ. 1 του ίδιου κώδικα, από τους λοιπούς παριστάμενους διαδίκους (κοινωνούς) και δεσμεύεται από το δεδικασμένο, που πηγάζει από την απόφαση που εκδίδεται επί της αγωγής διανομής, γιατί διευρύνονται και ως προς αυτό (προσεπικαλούμενο) τα υποκειμενικά όρια της δίκης (ΟλΑΠ 20/1995, ΑΠ 1822/2017 ό.π., ΤριμΕφΠατρ 33/2017 ό.π., ΕφΠειρ 58/2014 ό.π.). Περαιτέρω, οι προσεπικληθέντες, που περιοριστικά απαριθμούνται στο άρθρο 491 παρ. 1 ΚΠολΔικ, μπορεί να ασκήσουν κύρια παρέμβαση, ενόψει της με αυτή επιδιωκόμενης διάγνωσης και στη συνέχεια διάπλασης των εμπραγμάτων δικαιωμάτων της υποθήκης, του ενεχύρου και της επικαρπίας και της δεσμευτικότητας, που επιφέρει από το νόμο η συντηρητική ή αναγκαστική κατάσχεση στο εξ αδιαιρέτου μερίδιο συγκυριότητας του οφειλέτη του (βλ. ΑΠ 1822/2017 ό.π., Β. Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ τόμος Γ άρθρο 491, σελ. 77). Η ως άνω διάταξη του άρθρου 492 ΚΠολΔ ρυθμίζει, κατά τ’ ανωτέρω, την τύχη της υποθήκης και του ενεχύρου επί αυτούσιας διανομής κοινού ακινήτου. Εξάλλου, κατά το άρθρο 1021 εδάφιο β’ του ΚΠολΔ, όταν, σύμφωνα με διάταξη νόμου ή με δικαστική απόφαση ή με συμφωνία των μερών, γίνεται εκούσιος πλειστηριασμός εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 954 παρ. 4, 955 παρ. 1, 960 παρ. 2, 965, 966, 967, 969 παρ. 1, 999, 1001 παρ.1,1002, 1003 παρ. 1, 2 και 4, 1004, 1005 παρ. 1 και 2 και 1010 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη άρθρου 484 παρ.2 του ίδιου Κώδικα, η οποία είναι ειδικότερη από εκείνη του άρθρου 1021 ΚΠολΔ, η διαδικασία του πλειστηριασμού, ο οποίος διατάσσεται από το δικαστήριο, όταν η κατά τα άρθρα 480 και 480Α ΚΠολΔ αυτούσια διανομή είναι ανέφικτη ή ασύμφορη, αρχίζει με την περιγραφή των επικοίνων κατά το άρθρο 954 ΚΠολΔ και διεξάγεται, όπως ορίζουν τα άρθρα 959 επ. ΚΠολΔ. Οι προθεσμίες του άρθρου 960 παρ. 1 και 2 αρχίζουν από την κατάρτιση της έκθεσης περιγραφής, στην οποία περιγράφονται το όνομα, το επώνυμο, το επάγγελμα και η κατοικία όλων των κοινωνών. Με την καταβολή του πλειστηριάσματος επέρχεται απόσβεση της υποθήκης ή του ενεχύρου που υπάρχει στα πράγματα, τα οποία εκπλειστηριάστηκαν. Ο εκούσιος πλειστηριασμός, όπως προκύπτει από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του ΚΠολΔ, συνιστά, ως έννομη σχέση, πώληση του ιδιωτικού δικαίου, η οποία ενεργείται με τις εγγυήσεις και τη δημοσιότητα της δημόσιας αρχής για την επίτευξη του κατά το δυνατό μεγαλύτερου τιμήματος και δεν αποτελεί μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων των δανειστών, ούτε υφίσταται το στοιχείο της αντιδικίας μεταξύ των ενδιαφερομένων, αλλά με αυτόν επιδιώκεται η διασφάλιση ορισμένων συμφερόντων και κατά κανόνα του συμφέροντος του κυρίου του πράγματος. Ειδικότερα, το άρθρο 1021 ΚΠολΔ απαριθμεί ορισμένες από τις διατάξεις του Κώδικα αυτού, οι οποίες εφαρμόζονται “αναλόγως” στον εκούσιο πλειστηριασμό και στις τρεις περιπτώσεις (είτε αυτός γίνεται με διάταξη νόμου είτε με δικαστική απόφαση είτε με συμφωνία των μερών). Δηλαδή, οι εν λόγω διατάξεις εφαρμόζονται κατά τρόπο, ώστε να επέρχεται το επιδιωκόμενο έννομο αποτέλεσμα με κατάλληλη προσαρμογή των καθοριζόμενων από αυτές όρων και προϋποθέσεων στα πραγματικά δεδομένα καθεμιάς από τις πιο πάνω περιπτώσεις. Η διαδικασία του κατ’ άρθρο 1021 ΚΠολΔ εκούσιου πλειστηριασμού, επομένως, και του πλειστηριασμού, που διατάσσεται με δικαστική απόφαση, λόγω του ανέφικτου ή ασύμφορου της αυτούσιας διανομής, ρυθμίζεται πρωτίστως από το άρθρο 484 παρ. 2 και περαιτέρω από τις διατάξεις για τον αναγκαστικό πλειστηριασμό του ΚΠολΔ, όπου παραπέμπει το άρθρο 1021 ΚΠολΔ ή απαιτείται για τη συμπλήρωση των εμφανιζόμενων κενών. Κατά την εφαρμογή όμως ορισμένων διατάξεων, ως προς τη διαδικασία του εν λόγω εκούσιου πλειστηριασμού, εμφανίζονται δυσχέρειες ως προς την αντιμετώπιση ειδικότερων θεμάτων, όπως είναι η θέση και τα δικαιώματα των ενυπόθηκων και ενεχυρούχων δανειστών κατά τη διάρκεια της περί διανομής δίκης, καθώς και η τύχη των υποθηκών και των ενεχύρων μετά τη διενέργεια του πλειστηριασμού αυτού. Ειδικότερα, ενώ από τη διάταξη του άρθρου 492 ΚΠολΔ ρυθμίζεται η τύχη της υποθήκης και του ενεχύρου επί αυτούσιας διανομής των κοινών πραγμάτων, όπου, κατά την απολύτως κρατούσα στη νομολογία και τη θεωρία άποψη, δεν επέρχεται απόσβεση των εμπράγματων δικαιωμάτων, αλλά μεταφορά τους, κατά την ίδια έκταση, στα διαιρετά τμήματα που περιήλθαν στον οφειλέτη, αντιθέτως, όταν η αυτούσια διανομή είναι ανέφικτη ή ασύμφορη και διατάσσεται η πώληση των επικοίνων με πλειστηριασμό δεν τυγχάνει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 492 ΚΠολΔ, αλλά εκείνη του άρθρου 484 παρ.2 εδάφ.4 του ίδιου Κώδικα, η οποία προβλέπει την απόσβεση των υποθηκών και ενεχύρων, που υπάρχουν στα πράγματα, τα οποία εκπλειστηριάστηκαν. Η απόσβεση αυτή επιβάλλει την ανεύρεση λύσης, η οποία να εξυπηρετεί τα συμφέροντα των ενυπόθηκων ή ενεχυρούχων δανειστών, χωρίς να υποχρεώνονται να προβούν σε περαιτέρω ενέργειες, λαμβάνοντας υπόψη ότι, κατά την παγίως ακολουθούμενη από τη νομολογία και τη θεωρία άποψη, στην περίπτωση του εκούσιου πλειστηριασμού, που διατάσσεται με δικαστική απόφαση, λόγω του ανέφικτου ή του ασύμφορου της αυτούσιας διανομής, δεν ισχύουν οι διατάξεις για την αναγγελία και την κατάταξη των δανειστών. Η λύση αυτή πρέπει να έχει ως αφετηρία την παραδοχή ότι οι εμπραγμάτως ασφαλισμένοι δανειστές, που απολαμβάνουν, κατά τον ΚΠολΔ, ειδικής προστασίας δεν μπορεί να αγνοηθούν, όταν λαμβάνει χώρα πλειστηριασμός λόγω δικαστικής διανομής. Για το λόγο αυτόν, άλλωστε, με τη διάταξη του άρθρου 491 παρ.1 ΚΠολΔ θεσπίζεται η υποχρεωτική προσεπίκληση στη δίκη περί διανομής (είτε πρόκειται για αυτούσια είτε για διανομή με πλειστηριασμό), με επιμέλεια εκείνου που επισπεύδει τη συζήτηση, όσων έχουν δικαίωμα υποθήκης ή ενεχύρου ή επικαρπίας, καθώς και όσων έχουν επιβάλει συντηρητική ή αναγκαστική κατάσχεση στη μερίδα κάποιου από τους κοινωνούς, προκειμένου να υποβάλουν αυτοτελείς αιτήσεις για την προάσπιση των εμπράγματων δικαιωμάτων τους. Το ίδιο ισχύει για τον προσημειούχο δανειστή (άρθρο 41 ΕισΝΚΠολΔ) και για τα πρόσωπα που εξομοιώνονται με τον κατασχόντα, όπως είναι οι αναγγελθέντες με εκτελεστό τίτλο δανειστές. Ο προσεπικληθείς, που εμμέσως, πλην σαφώς, εξαναγκάζεται σε παρέμβαση με την επίδοση της προσεπίκλησης, καθίσταται αναγκαίος ομόδικος των συγκυρίων της δίκης διανομής (άρθρο 76 παρ. 1 ΚΠολΔ) και, συνεπώς, αποκτά την ιδιότητα του διαδίκου σε κάθε περίπτωση, δηλαδή και αν ακόμα δεν άσκησε παρέμβαση, ενώ δεσμεύεται από το δεδικασμένο (ΟλΑΠ 1/2016 Δημ. Νόμος, Ολομ. ΑΠ 20/1995). Ο σκοπός της υποχρεωτικής προσεπίκλησης δεν θα πρέπει, όμως, να εξαντλείται στην απλή ενημέρωση και ακρόαση των πιο πάνω προσεπικαλούμενων δανειστών κατά τη διάρκεια της δίκης περί διανομής, όταν δεν παρέχεται συγχρόνως σε αυτούς η δυνατότητα να την αξιοποιήσουν δικονομικά για την προστασία των δικαιωμάτων τους, δυνατότητα η οποία, όπως προεκτέθηκε, παρέχεται μόνο στην αυτούσια διανομή, με αποτέλεσμα να διαφοροποιείται αδικαιολόγητα η παρεχόμενη σε αυτούς προστασία, η οποία δεν μπορεί να εξαρτάται από το τυχαίο γεγονός της επίτευξης ή μη αυτούσιας διανομής. Κατόπιν αυτών καθίσταται αναγκαία η ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 492 παρ.3 ΚΠολΔ στην αρρύθμιστη από το νόμο περίπτωση της πώλησης του κοινού πράγματος με πλειστηριασμό, όταν το δικαστήριο κρίνει ότι είναι ανέφικτη ή ασύμφορη η αυτούσια διανομή του. Με τον τρόπο αυτόν εξασφαλίζεται η ισότιμη μεταχείριση όμοιων καταστάσεων, αφού κοινή αρχή τόσο στην αυτούσια διανομή όσο και στην πώληση με πλειστηριασμό αποτελεί η διευκόλυνση της λύσης της κοινωνίας, χωρίς να παραβλάπτονται τα δικαιώματα των ενυπόθηκων (ή προσημειούχων) και ενεχυρούχων δανειστών, που προσεπικαλούνται υποχρεωτικά στη δίκη περί διανομής, ανεξάρτητα από την κατάληξή της. Εξάλλου, κανένα πρόβλημα δεν δημιουργείται ως προς το βέβαιο της ενυπόθηκης απαίτησης, αφού η τελευταία υπολογίζεται με βάση το χρηματικό ποσό, για το οποίο εγγράφηκε η υποθήκη (άρθρο 1269 ΑΚ), ενώ στην περίπτωση της προσημείωσης υποθήκης, όπου ο δανειστής δεν διαθέτει βέβαιη και εκκαθαρισμένη απαίτηση, αλλά εξαρτώμενη από την τελεσίδικη διάγνωσή της, η προστασία οφειλέτη και δανειστή επιτυγχάνεται με την κατάθεση του ποσού, που αντιστοιχεί στην ασφαλιζόμενη με προσημείωση απαίτηση στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. Το εν λόγω ποσό αποδίδεται είτε στο δανειστή είτε στον οφειλέτη, αναλόγως με την τελεσίδικη επιδίκαση ή μη της απαίτησης. Συνεπώς, ο εμπραγμάτως ασφαλισμένος (ενυπόθηκος ή προσημειούχος ή ενεχυρούχος) δανειστής, που προσεπικαλείται υποχρεωτικά στη δίκη περί διανομής και ασκεί κύρια παρέμβαση, νομίμως ζητεί, κατ’ αναλογική εφαρμογή του άρθρου 492 παρ. 3 ΚΠολΔ, σε περίπτωση που διαταχθεί η πώληση του κοινού πράγματος με πλειστηριασμό, την καταβολή από το πλειστηρίασμα, που θα επιτευχθεί, του αναλογούντος στην απαίτησή του ποσού που ασφαλίζεται με υποθήκη (ή ενέχυρο) ή τη δημόσια κατάθεση -από το πλειστηρίασμα του ποσού, που αντιστοιχεί στην ασφαλιζόμενη με προσημείωση απαίτησή του. Συνακόλουθα και η απόφαση, που διατάσσει τον πλειστηριασμό, προσδιορίζει συγχρόνως το οφειλόμενο ποσό, που πρέπει να καταβληθεί από το πλειστηρίασμα στον ενυπόθηκο (ή ενεχυρούχο) δανειστή για την εξόφληση (ολικά ή μερικά) της ασφαλιζόμενης με την υποθήκη (ή ενέχυρο) απαίτησης του ή που πρέπει να κατατεθεί στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων και αναλογεί στην ασφαλιζόμενη με την προσημείωση απαίτηση, το οποίο θα αναλάβει ο προσημειούχος δανειστής μόνο μετά την τελεσίδικη επιδίκαση της, ενώ, σε περίπτωση μη επιδίκασης της εν λόγω απαίτησης, θα διατάσσεται με την απόφαση η απόδοση του κατατεθέντος ποσού στον οφειλέτη. Κατ’ ακολουθίαν όσων προαναφέρθηκαν, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι προσεπικαλούμενοι και παρεμβάντες κυρίως στη δίκη περί διανομής εμπραγμάτως ασφαλισμένοι δανειστές απολαμβάνουν ισοδύναμης προστασίας είτε διαταχθεί αυτούσια διανομή είτε πλειστηριασμός του κοινού, η οποία (προστασία) επιβάλλει την ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 492 παρ. 3 ΚΠολΔ για την κάλυψη του νομοθετικού κενού που υπάρχει, ως προς τη ρύθμιση της τελευταίας πιο πάνω περίπτωσης (ΟλΑΠ 1/2016 ό.π.). Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη αγωγή της, η ενάγουσα εξέθετε, κατ’ ορθή εκτίμηση, ότι η ίδια, με τους πρώτη, δεύτερο και τρίτο των εναγομένων είναι, σε ποσοστά 50%, 12,50%, 18,75% και 18,75%, αντίστοιχα, εξ αδιαιρέτου συγκύριοι του λεπτομερώς περιγραφόμενου, κατά θέση, έκταση και όρια ακινήτου και ειδικότερα μίας πολυώροφης οικοδομής, η οποία δεν έχει υπαχθεί στις διατάξεις περί οριζόντιας ιδιοκτησίας και η οποία βρίσκεται εντός του εγκεκριμένου σχεδίου της πόλης του Πειραιά. Ότι, τόσο η ίδια όσο και οι εναγόμενοι, έχουν αποκτήσει, κατά τα προαναφερθέντα ποσοστά συγκυριότητας, το εν λόγω ακίνητο, με τον αναλυτικώς αναφερόμενο σε αυτή (αγωγή) παράγωγο τρόπο κτήσης. Ότι οι εναγόμενοι πρέπει να αποκαταστήσουν δομικά τον αποψιλωθέντα από τους ίδιους μεσότοιχο του επιδίκου, που διαχώριζε αυτό από άλλο όμορο, εφαπτόμενο, στον αριθμό …. της οδού ……., ακίνητο της αποκλειστικής κυριότητας των εναγομένων, ώστε το επίκοινο ακίνητο να επανέλθει στην αρχική του κατάσταση και να επανακτήσει πλήρως τη λειτουργική του αυτοτέλεια και ανεξαρτησία, κατ’ αποκλεισμό της λειτουργικής του σύνδεσης με το αναφερόμενο, όμορο ιδιόκτητο ακίνητο αυτών (εναγομένων). Ζητούσε δε -μετά την παραδεκτή παραίτηση από το κονδύλιο των ωφελημάτων, συνολικού ποσού 164.634,32 ευρώ, που έγινε με προφορική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της (ενάγουσας), που καταχωρίστηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδρίασης, αλλά και με τις έγγραφες προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου – λόγω της, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου, άρνησης των εναγομένων να συναινέσουν στην εξώδικη διανομή του κοινού ακινήτου και ενόψει του ότι η αυτούσια διανομή του είναι προφανώς ανέφικτη, να διαταχθεί η πώλησή του σε δημόσιο πλειστηριασμό, ώστε το τίμημα που θα προκύψει από τη διεξαγωγή του, να κατανεμηθεί μεταξύ των διαδίκων ανάλογα με τη μερίδα συγκυριότητας καθενός τους, καθώς και να ορισθεί υπάλληλος του πλειστηριασμού. Επιπλέον, ζητούσε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, όπως αποσυνδέσουν το όμορο ακίνητο τους από το επίκοινο και να επανοικοδομήσουν το διαχωριστικό μεσότοιχο αυτού, άλλως να επιτραπεί στην ίδια (ενάγουσα) να πράξει τούτο με δικές τους δαπάνες, καθώς και να καταδικαστούν αυτοί στη δικαστική της δαπάνη. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η υπό κρίση αγωγή ενεγράφη νομότυπα και εμπρόθεσμα στα βιβλία διεκδικήσεων του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά (άρθρο 220 παρ. 1 του ΚΠολΔ) (βλ. σχετ. το με αριθμ. πρωτ. …../7-4-2009 πιστοποιητικό της Υποθηκοφύλακος Πειραιά). Είναι δε παραδεκτή, απορριπτομένου ως αβασίμου του περί αντιθέτου ισχυρισμού των εκκαλούντων, που προβάλλεται με σχετικό λόγο έφεσης, καθώς, κατά την άσκηση και τη συζήτηση της υπό κρίση αγωγής, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, δεν απαιτούνταν, εν προκειμένω, η τήρηση της αναγκαίας προδικασίας με την άσκηση προσεπίκλησης, με επιμέλεια των εναγόντων, κατ’ άρθρο 491 παρ. 1 ΚΠολΔικ, καθώς δεν υφίσταντο βάρη επί της μερίδας κάποιου από τους κοινωνούς και ως εκ τούτου δεν ήταν, κατά το άρθρο 491 ΚΠολΔικ, υποχρεωτικά προσεπικλητέες, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι τραπεζικές εταιρίες, οι οποίες ενέγραψαν βάρη επί του επιδίκου ακινήτου μετά τη δημοσίευση της εκκαλουμένης αποφάσεως. Εξάλλου, ούτε συντρέχει νόμιμη περίπτωση το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, ενεργώντας αυτεπαγγέλτως, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του άρθρου 491 του ΚΠολΔ, να αναβάλει τη συζήτηση της ένδικης αγωγής, προκειμένου, με επιμέλεια της ενάγουσας, να προσεπικληθούν οι ως άνω ανώνυμες τραπεζικές εταιρίες. Ειδικότερα, η ως άνω διάταξη θεσπίστηκε, κατά τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, διότι ο νομοθέτης, ενόψει των σοβαρών συνεπειών, που επιφέρει η διανομή του κοινού πράγματος, θέλησε, κατά τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, οι αναφερόμενοι σε αυτή τρίτοι, όχι να λαμβάνουν απλώς γνώση της δίκης διανομής, αλλά και να συμμετέχουν υποχρεωτικώς σ’ αυτή. Τέτοια συμμετοχή, όμως, εν προκειμένω, δεν είναι δυνατή, καθώς, αφενός μεν η προσεπίκληση, αφετέρου δε η κύρια παρέμβαση, δεν δύνανται ν’ ασκηθούν το πρώτον ενώπιον του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου. ΄Αλλωστε, αντίθετη παραδοχή περί υποχρεωτικής προσεπικλήσεως, κατ’ άρθρο 491 παρ. 1 ΚΠολΔ, προς προστασία των προσημειούχων δανειστών, για εγγραφές που έλαβαν χώρα μετά τη συζήτηση ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, θα οδηγούσε σε ατέρμονες καταστάσεις, ήτοι σ’ εγγραφή βαρών μετά τη συζήτηση ενώπιον του πρωτοβάθμιου από κοινωνούς, οι οποίοι δεν θα επιθυμούσαν τη διανομή του επικοίνου, την κήρυξη εν συνεχεία ως απαράδεκτης της αγωγής από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, την εκ νέου άσκηση αγωγής, την εκ νέου εγγραφή βαρών κ.ο.κ.. Σημειώνεται ότι δεν απαιτείται ούτε η κλήτευσή τους ενώπιον του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, διότι, κατά την πρωτόδικη δίκη, δεν είχαν ασκηθεί κύριες παρεμβάσεις από τις ήδη επικαλούμενες ως έχουσες επί του διανεμητέου επιδίκου δικαιώματα προσημειώσεων. Κατά τα λοιπά η υπό κρίση αγωγή, καθ’ ο μέρος μεταβιβάσθηκε, με την υπό κρίση έφεση, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και εισήχθη προς εκδίκαση, κατά την τακτική διαδικασία, είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 785, 787, 795, 798, 799, 800, 801, 1033, 1113 επ., 1192 αρ. 1, 1198 του ΑΚ, 478, 479, 484, 1021 του ΚΠολΔ, πλην του αιτήματος περί καταδίκης των εναγομένων στη δικαστική δαπάνη της ενάγουσας, δεδομένου ότι τα δικαστικά έξοδα επιβάλλονται σε βάρος της διανεμητέας περιουσίας, καθόσον στη δίκη διανομής τα έξοδα βαρύνουν αυτή, όπως κάθε δαπάνη για το κοινό πράμα, με την έννοια του καταλογισμού τους σε βάρος όλων των διαδίκων ανάλογα με το ποσοστό συγκυριότητας του καθενός επί του διανεμητέου (ΕφΑθ 918/1996 ΕλλΔνη 38.1997, ΕφΑθ 834/1995 ΕλλΔνη 37.1996), καθώς και του αιτήματος περί ορισμού υπαλλήλου του πλειστηριασμού, το οποίο πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμο, διότι, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 484, 927 και 954 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι ο επισπεύδων τον πλειστηριασμό συγκύριος ορίζει και τον επί του πλειστηριασμό υπάλληλο, δοθέντος ότι δεν υφίσταται αντίστοιχη με την καταργηθείσα διάταξη του άρθρου 1092 παρ. 2 του προϊσχύσαντος ΚΠολΔ, κατά την οποία το δικαστήριο που διέτασσε την πώληση του κοινού πράγματος διόριζε και τον αρμόδιο Συμβολαιογράφο και επομένως εν προκειμένω εφαρμόζονται οι γενικές διατάξεις. Σημειώνεται ότι, το αίτημα της υπό κρίση αγωγής, για την ανέγερση του μεσότοιχου, που διαχώριζε το επίκοινο ακίνητο από την όμορη ιδιοκτησία των εναγομένων και ο οποίος είχε προηγουμένως καθαιρεθεί από αυτούς, για να επικοινωνούν μεταξύ τους τα δύο γειτονικά ακίνητα και να καταστούν ένας λειτουργικός, ενιαίος χώρος, το οποίο απορρίφθηκε με την εκκαλουμένη ως αόριστο, δεν μεταβιβάσθηκε με την υπό κρίση έφεση, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ως προς το κεφάλαιο αυτό. Επομένως, εφόσον, όπως αναφέρεται στην εκκαλουμένη, είχε καταβληθεί το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (τύπου Β’ με αριθμ. ……/21-11-2011, σειράς VI, διπλότυπο είσπραξης της Τ’ Δ.Ο.Υ. Πειραιά, με αριθμ. …../21-11 2011 γραμμάτιο είσπραξης της Ε.Τ.Ε. υπέρ του Τ.Ν. και με αριθμ. …../21-1 1-2011 απόδειξη υπέρ του Ε.Τ.Α.Α. – Τομέα Υγείας Δικηγόρων Πειραιά), η υπό κρίση αγωγή πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.

Β) Από τη με αριθμ. …./24.11.2017 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ………., σε συνδυασμό με την από 24/11/2017 έκθεση εγχειρίσεως δικογράφου του Αξιωματικού Υπηρεσίας του Α.Τ. Βάρης – Βούλας – Βουλιαγμένης, ……….., Αστυφύλακος (Π.Σ.), και την από 24/11/2017 βεβαίωση του ιδίου ως άνω Δικαστικού Επιμελητή, που προσκομίζουν νόμιμα με επίκληση οι εκκαλούντες, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση από 14/11/2017 και με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./15-11-2017 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ……/15-11-2017 κύριας παρέμβασης, με σχετική πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στον τρίτο των καθ’ ων η κύρια παρέμβαση, ……….. (άρθρα 128 παρ. 1, 4 και 136 παρ. 2 ΚΠολΔ). Ο τελευταίος, ωστόσο, δεν εμφανίστηκε στην τελευταία αυτή δικάσιμο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και, συνεπώς, πρέπει να δικαστεί ερήμην.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 79 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο πρώτο παρ. 2 του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015), αν τρίτος αντιποιείται ολόκληρο ή ένα μέρος από το αντικείμενο της δίκης που εκκρεμεί ανάμεσα σε άλ­λους, έχει δικαίωμα να παρέμβει κυρίως στον πρώτο βαθμό. Η κύρια παρέμβαση είναι η διαδικαστική πράξη, με την οποία επιτυγχάνεται η συμμετοχή τρίτου σε δίκη, που εκκρεμεί μεταξύ άλλων, με αρμοδίως κατατιθέμενο και επιδιδόμενο δικόγραφο, στο οποίο εκδηλώνεται η από τον τρίτο αντιποίηση του αντικειμένου της δίκης και με το οποίο ζητείται να περιέλθει το αντικείμενο της δίκης σ’ αυτόν. Ήτοι η κύρια παρέμβαση είναι η “αγωγή” ενός τρίτου, του κυρίου παρεμβαίνοντος, που στρέφεται και κατά των δύο διαδίκων ενός εκκρεμούς δικαστικού αγώνα (κύριας δίκης), με την οποία ο ίδιος αξιώνει για τον εαυτό του το αντικείμενο της κύριας δίκης. Κατά περιεχόμενο, σκοπό, συνέπειες και δύναμη, η κύρια παρέμβαση εξομοιώνεται με την κύρια αγωγή, από την οποία τυπικώς διαφέρει, γιατί δεν είναι εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης, αλλά “παρεμπίπτουσα αγωγή”, που έχει, όμως, αυτοτέλεια έναντι της αγωγής, καθόσον ο κυρίως παρεμβαίνων υποβάλλει αίτηση παροχής έννομης προστασίας, με τη μορφή της διάγνωσης ότι δικαιούχοι του επιδίκου αντικειμένου είναι αυτός ο ίδιος (ΑΠ 761/2017 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 723/2018 Δημ. Νόμος). Με την ως άνω διάταξη του άρθρου 79 παρ. 1 ΚΠολΔ, σε αντίθεση με την προϊσχύσασα ρύθμιση, που παρείχε το δικαίωμα σε οιοδήποτε τρίτο να παρέμβει κυρίως σε κάθε στάση της πρωτοβάθμιας ή της δευτεροβάθμιας διαδικασί­ας, περιορίζεται η δυνατότητα άσκησης κύριας παρέμβασης μόνο στον πρώτο βαθμό, προς αποτροπή του αιφνιδιασμού των αρχικών διαδίκων, όταν η αντι­ποίηση του επίδικου πράγματος ή δικαιώματος γίνε­ται από τον τρίτον απευθείας στο δεύτερο βαθμό και ως εκ τούτου η δικονομική στάση των αρχικών δια­δίκων και τα μέσα επίθεσης και άμυνας αυτών κατά κανόνα είναι ήδη γνωστά (βλ. αιτιολογική έκθεση του Ν. 4335/2015). Εξάλλου, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 1 άρθρου ένατου του Ν. 4335/2015, η έναρξη ισχύος της ως άνω διάταξης ορίστηκε από 1.1.2016, χρονικό σημείο που, κατά την αιτιολογική έκ­θεση του ίδιου νόμου, παρείχε τον αναγκαίο χρόνο προσαρμογής στις νέες ρυθμίσεις όλων των παρα­γόντων της δικαιοσύνης. Η έναρξη δε ισχύος της εν λόγω ρύθμισης δεν συναρτάται, βάσει της ανωτέρω μεταβατικής διάταξης, με το χρόνο κατάθεσης σχετι­κής αγωγής ή ένδικου μέσου, δεδομένου ότι η κύρια παρέμβαση αποτελεί πρακτικά, άλλα και ουσιαστικά, μια μορφή παροχής πρωτογενούς δικαστικής προ­στασίας η οποία δεν θίγεται, αφού ο δικαιούμενος σε κύρια παρέμβαση, και σε περίπτωση μη άσκησής της, έχει τη δυνατότητα να ασκήσει τριτανακοπή κατά της μεταξύ άλλων εκδοθείσας απόφασης ή δική του αυτο­τελή αγωγή (βλ. Χ. Απαλαγάκη, Συστηματική παρουσί­αση των βασικών τροποποιήσεων του ΚΠολΔ από το Ν. 4335/2015, έκδ. 2016, σελ. 29 επ.). Επομένως, από 1.1.2016 δεν είναι δυνατόν να ασκηθεί κύρια παρέμβαση ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου (βλ. σχετ. ΕφΑθ 723/2018 Δημ. Νόμος, βλ. επίσης, παρατηρήσεις Π.Σ. Αρβανιτάκη, σε ΜονΕφΘεσ 585/2017 Δημ. Νόμος, Αρμ. 2017 σελ. 618 επ., Σπ. Τσαντίνη, Ο νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Γενικό Μέρος, ΕΠολΔ 2014.178, 181 ΙΙ, επισημάνσεις Δ. Μπαμπινιώτη, στο 42ο Πανελλήνιο Συνέδριο Ενώσεως Ελλήνων Δικονομολόγων, έκδ. 2018, σελ. 392). Στην προκείμενη περίπτωση, η υπό στοιχείο Β΄ από 14/11/2017 και με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ……/15-11-2017 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../15-11-2017 κύρια παρέμβαση της Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρίας, με την επωνυμία «……..» και το διακριτικό τίτλο «……..», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, κατά των διαδίκων της ως άνω κύριας αγωγής, ασκήθηκε με κατάθεση του δικογράφου την 15-11-2017, ήτοι το πρώτον ενώπι­ον του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου. Συνακόλουθα, εφόσον το παραδεκτό της κύριας παρεμβάσεως εξαρτάται από το χρόνο ασκήσεως της ιδίας, αφού στο χρόνο εκείνον ίσχυε πλέον η νέα διάταξη του άρθρ. 79 παρ. 1 ΚΠολΔ (άρθρο 9 παρ. 4 του Ν. 4335/2015), η υπό κρίση κύρια παρέμβαση, αφού συνεκδικαστεί, λόγω συνάφειας, με την υπό κρίση έφεση και την ασκηθείσα προσεπίκληση, καθώς υπάγο­νται στην ίδια διαδικασία και κατά τον τρόπο αυτό διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρα 31 παρ. 1, 79 παρ. 1 και 246 του ΚΠολΔ), πρέπει να απορριφθεί και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη, διότι, κατά το χρόνο άσκησης της, δεν υφίστατο η δικονομική αυτή δυνατότητα, ενώπιον του παρόντος, δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου. Η δικαστική δαπάνη μεταξύ της κυρίως παρεμβαίνουσας και των πρώτης, δεύτερης και τετάρτου των καθ’ ων η κυρία παρέμβαση (πλην του τρίτου των καθ’ ων, ο οποίος δεν υπεβλήθη σε έξοδα λόγω της ερημοδικίας του), πρέπει να συμψηφιστεί στο σύνολο της, διότι η ερμηνεία των κανόνων που εφαρμόστηκαν, ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρα 179 παρ. 2, εδάφιο δεύτερο, 183 του ΚΠολΔ) (βλ. σχετ. ΕφΑθ 723/2018 Δημ. Νόμος).

Γ) Στην προκειμένη περίπτωση η υπό στοιχείο Γ΄ από 28/4/2017, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../02-05-2017 και με Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../02-05-2017 κύρια παρέμβαση της Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρίας, με την επωνυμία «…….» (προηγούμενη επωνυμία «………»), που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, κατά των διαδίκων της ως άνω κύριας αγωγής, ασκήθηκε με κατάθεση του δικογράφου την 02-05-2017, ήτοι το πρώτον ενώπι­ον του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου. Συνακόλουθα, εφόσον το παραδεκτό της κύριας παρεμβάσεως εξαρτάται από το χρόνο ασκήσεως της ιδίας, αφού στο χρόνο εκείνον ίσχυε πλέον η νέα διάταξη του άρθρ. 79 παρ. 1 ΚΠολΔ (άρθρο 9 παρ. 4 του Ν. 4335/2015), ανεξαρτήτως της ερημοδικίας της κυρίως παρεμβαίνουσας («………..») και του τετάρτου των καθ’ ων η κύρια παρέμβαση (……….), η υπό κρίση κύρια παρέμβαση, αφού συνεκδικαστεί, λόγω συνάφειας, με την υπό στοιχείο Α΄ έφεση, την υπό στοιχείο Β΄ από 14/11/2017 κύρια παρέμβαση και την υπό στοιχείο Γ΄ προσεπίκληση, καθώς υπάγο­νται στην ίδια διαδικασία και κατά τον τρόπο αυτό διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρα 31 παρ. 1, 79 παρ. 1 και 246 του ΚΠολΔ), πρέπει να απορριφθεί και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη, διότι, κατά το χρόνο άσκησης της, δεν υφίστατο η δικονομική αυτή δυνατότητα, ενώπιον του παρόντος, δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου. Η δικαστική δαπάνη της πρώτης, της δεύτερης και του τρίτου των καθ’ ων η κυρία παρέμβαση (πλην του τετάρτου των καθ’ ων, ο οποίος δεν υπεβλήθη σε έξοδα λόγω της ερημοδικίας του), πρέπει να επιβληθεί σε βάρος της κυρίως παρεμβαίνουσας, λόγω της ήττας της (176, 181 παρ. 2, 183 ΚΠολΔ), καθώς ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας.

Δ) Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 89 και 215 παρ. 1 ΚΠοΛΔ, όπως η διάταξη του άρθρου 89 ίσχυε πριν από την τροποποίησή της με το άρθρο πρώτο του άρθρου 1 Ν. 4335/2015, ΦΕΚ Α 87 (έναρξη ισχύος, σύμφωνα με το άρθρο ένατο  παρ. 4 του αυτού άρθρου και νόμου από 1.1.2016), προκύπτει ότι ο τρόπος ασκήσεως της προσεπικλήσεως είναι ο ίδιος με την άσκηση της αγωγής, δηλαδή απαιτείται αυτοτελές δικόγραφο, που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί η δίκη διανομής και επιδίδεται στον προσεπικαλούμενο έως τη συζήτηση της αγωγής ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (ΑΠ 724/2017 Δημ. Νόμος). Η προσεπίκληση, στο δικόγραφο της οποίας πρέπει, εκτός των άλλων, να αναφέρεται ειδικά η έννομη σχέση, που τη στηρίζει, εγγράφεται στο πινάκιο (άρθρο 226 του ΚΠολΔ) και μάλιστα για τη δικάσιμο της κύριας αγωγής, η δε κλήση για τη συζήτηση υπόκειται στις προθεσμίες της αγωγής (άρθρο 228 του ΚΠολΔ). Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 89 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά από την τροποποίησή της με το άρθρο πρώτο του άρθρου 1 Ν. 4335/2015, ΦΕΚ Α 87 (έναρξη ισχύος, σύμφωνα με το άρθρο ένατο  παρ. 4 του αυτού άρθρου και νόμου από 1.1.2016), «Η προσεπίκληση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις, που ισχύουν για την αγωγή και κοινοποιείται στον προσεπικαλούμενο. Η άσκηση της προσεπίκλησης έχει τα αποτελέσματα, που έχει και η άσκηση της αγωγής.». Διαφορετικά, πάντως, από τα γενικώς ισχύοντα στην προσεπίκληση, που ασκείται στο πλαίσιο εμπράγματης ή μικτής αγωγής περί ακινήτου (άρθρο 220 του ΚΠολΔ), στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι αναγκαία η εγγραφή της προσεπικλήσεως στα βιβλία διεκδικήσεων (Λήδα Πίψου, “Δικαστική Διανομή”, παρ. 8.ΙΙ, σ. 183, 184). Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 215 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η άσκηση της προσεπίκλησης το πρώτον ενώπιον του Εφετείου είναι απαράδεκτη και απορρίπτεται και αυτεπαγγέλτως (πρβλ. Ολ.ΑΠ 13/2000, ΑΠ 724/2017 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 86, 87 και 88 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι με την προσεπίκληση σκοπείται ο εξαναγκασμός τρίτου να παρέμβει σε εκκρεμή δίκη και να υποστεί τις συνέπειες της απόφασης. Τα υποκειμενικά όρια της δίκης έναντι τρίτων με την προσεπίκληση διευρύνονται. Οι περιπτώσεις προσεπίκλησης αναφέρονται στο νόμο περιοριστικά (άρθρα 86, 87 και 88 Κ.Πολ.Δικ). Για την άσκησή της πρέπει να συντρέχουν όλες οι γενικές διαδικαστικές προϋποθέσεις που αφορούν το πρόσωπο του τρίτου ή στο αντικείμενο της δίκης. Πρέπει ακόμη να συντρέχουν και άλλες ειδικές προϋποθέσεις, ανάμεσα στις οποίες και η ιδιότητα του προσεπικαλουμένου ως τρίτου. Δεν επιτρέπεται να προσεπικληθεί ήδη διάδικος (π.χ. άλλος συνεναγόμενος) εφόσον αυτός δεν είναι τρίτος. Τότε η προσεπίκληση είναι απαράδεκτη. Δεν θίγεται, όμως, η τυχόν με την προσεπίκληση ενωθείσα παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης κατά του τρίτου, η οποία ασκείται για την περίπτωση ήττας του εναγομένου (ΑΠ 2/2009 Δημ. Νόμος, ΑΠ 245/2006 Δημ. Νόμος, ΕφΔωδ 25/2006 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 110/2006 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 222/2005 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 8069/2004 Δημ. Νόμος, ΕφΠατρ 259/2004 Δημ. Νόμος, EφΘεσ 1969/2003 Δημ. Νόμος, ΕφΠατρ 802/2003 Δημ. Νόμος, ΕφΘεσ 1969/2003 Αρμ 2005. 361, ΕφΛαρ 26/2004 Αρμ 2004.992, ΕφΠατρ 22/2003 Δημ. Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη από 23/10/2017, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../24-10-2017 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ……/24-10-2017 προσεπίκληση, η προσεπικαλούσα εκθέτει ότι έχει ασκηθεί ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς η παραπάνω αναφερόμενη αγωγή, με την οποία ζητά τη διανομή του ακινήτου που περιγράφεται σ’ αυτήν. Ότι επί των 2/16 εξ αδιαιρέτου ποσοστού επί του επιδίκου ακινήτου ενεγράφη, μετά την έκδοση της με αριθμ. 4570/2013 εκκαλουμένης αποφάσεως, υπέρ της πρώτης των καθ’ ων η προσεπίκληση ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας, με την επωνυμία «………….», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, σε βάρος της ……….., προσημείωση υποθήκης, για το ποσό των 300.000 ευρώ, για την εξασφάλιση των απαιτήσεων της και γι αυτό προσεπικαλεί την πρώτη των καθ’ ων η προσεπίκληση ώστε να λάβει γνώση της ανοιχθείσας δίκης και να παρέμβει το πρώτον κατά τη δίκη, ενώπιον του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, προκειμένου να ικανοποιήσει τα δικαιώματά της. Η προσεπίκληση αυτή, όμως, αφού συνεκδικαστεί με την υπό κρίση από 7/10/2014 έφεση και τις από 14/11/2017 και 28/04/2017 κύριες παρεμβάσεις, εφόσον αφορούν συναφείς διαφορές, υπάγο­νται στην ίδια διαδικασία και κατά τον τρόπο αυτό διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρα 31 παρ. 1, 79 παρ. 1 και 246 του ΚΠολΔ), πρέπει ν’ απορριφθεί και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη και πριν την εξέταση της νομίμου ή όχι κλητεύσεως του απολιπομένου τετάρτου των καθ’ ων η προσεπίκληση, διότι σύμφωνα με το άρθρο 89 ΚΠολΔ, η προσεπίκληση πρέπει να ασκείται το βραδύτερο μέχρι την πρώτη επ` ακροατηρίου συζήτηση, ως τοιαύτη δε νοείται η συζήτηση ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι, ως προς τους λοιπούς, πλην της πρώτης των καθ’ ων η προσεπίκληση, είναι απορριπτέα αυτή ως απαράδεκτη, επίσης, διότι είναι ήδη διάδικοι στην ανοιγείσα με την υπό κρίση έφεση δίκη και δεν έχουν την ιδιότητα του τρίτου. Η δικαστική δαπάνη μεταξύ της προσεπικαλούσας και των πρώτης, δεύτερης και τρίτου των καθ’ ων η προσεπίκληση (πλην του τετάρτου των καθ’ ων, ο οποίος δεν υπεβλήθη σε έξοδα λόγω της ερημοδικίας του), πρέπει να συμψηφιστεί στο σύνολο της, διότι η ερμηνεία των κανόνων που εφαρμόστηκαν, ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρα 179 παρ. 2, εδάφιο δεύτερο, 183 του ΚΠολΔ) (βλ. σχετ. ΕφΑθ 723/2018 ό.π.).

Κατά το άρθρο 798 ΑΚ η λύση της κοινωνίας επέρχεται με διανομή, ενώ κατά το άρθρο ΑΚ κάθε κοινωνός έχει δικαίωμα να απαιτήσει οποτεδήποτε τη λύση της κοινωνίας, εφόσον το δικαίωμα αυτό δεν αποκλείεται από δικαιοπραξία ή από τον προορισμό του κοινού πράγματος για κάποιο διαρκή σκοπό. Αν συμφωνήσουν όλοι οι κοινωνοί, η λύση είναι εκούσια και η σχετική συμφωνία έχει τη μορφή σύμβασης (ΑΠ 297/2017 Δημ. Νόμος). Από τις διατάξεις δε των άρθρων 799 και 800 ΑΚ, καθώς και εκείνων των 480 παρ. 1, 3 και 480 Α ΚΠολΔικ προκύπτει ότι επί αγωγής διανομής, το δικαστήριο αποφασίζει την αυτούσια διανομή, αν είναι δυνατή η διαίρεση του διανεμητέου σε μέρη ανάλογα προς τις μερίδες των κοινωνών, δίχως να μειώνεται η αξία του. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 481 αρ. 1 ΚΠολΔικ, κατά την οποία το δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να διατάξεις απόδειξη, αν κρίνει ότι η αυτούσια διανομή είναι προδήλως δυνατή, αδύνατη ή ασύμφορη, συνάγεται ότι η κρίση περί του αδυνάτου ή ασυμφόρου της αυτούσιας διανομής, ή αντιθέτως περί του δυνατού αυτής, είναι κρίση περί πραγματικών γεγονότων και γιαυτό είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη. Περαιτέρω από το συνδυασμό των ίδιων διατάξεων σαφώς προκύπτει ότι για να οδηγηθεί το δικαστήριο της ουσίας στην κρίση ότι η απαιτούμενη αυτούσια διανομή συγκεκριμένου κοινού ακινήτου, την οποία διώκει κατά κύριο λόγο και ευνοεί το δίκαιο, είναι εφικτή ή ανέφικτη, πρέπει να διαλάβει στην απόφασή του ότι ερεύνησε όλες τις προϋποθέσεις και τις πιθανές περιπτώσεις αυτούσιας διανομής και ότι από την έρευνα αυτή κατέληξε στην κρίση ότι αυτή είναι ή δεν είναι εφικτή, σύμφωνα με το νόμο και το συμφέρον των κοινωνών (ΑΠ 179/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 557/2017 Δημ. Νόμος). Αυτούσια διανομή είναι η φυσική διαίρεση του κοινού αντικειμένου σε περισσότερα μέρη, ώστε κάθε κοινωνός ή ομάδα κοινωνών να αποκτήσει αποκλειστικό δικαίωμα σε ένα από αυτά τα μέρη ίσο κατ’ αξία προς την ιδανική μερίδα επί του κοινού αντικειμένου. Η αυτούσια διανομή, η οποία μπορεί να πραγματοποιηθεί είτε με συμφωνία όλων των μερών είτε με δικαστική απόφαση, γίνεται με διάφορους τρόπους, όπως, μεταξύ άλλων, είναι η διαίρεση του κοινού αντικειμένου σε μέρη ανάλογα των μερίδων των κοινωνών ή με τη σύσταση χωριστών ιδιοκτησιών, εφόσον αυτή είναι εφικτή και συμφέρουσα, δεν αντιβαίνει δηλαδή στο συμφέρον των λοιπών συγκοινωνών. Ειδικότερα, σε περίπτωση συγκυριότητας οικοπέδου που έχει οικοδομηθεί και δεν έχει υπαχθεί προηγουμένως σε καθεστώς οριζόντιας ιδιοκτησίας, είναι δυνατή η αυτούσια διανομή με σύσταση χωριστών ιδιοκτησιών κατ’ ορόφους, μέρη ορόφων ή με σύσταση χωριστών ιδιοκτησιών σε ξεχωριστά μέρη του οικοπέδου. Ως οριζόντια δε ιδιοκτησία, σε περίπτωση, που επιλεγεί με συμφωνία των συγκυρίων του όλου ακινήτου η αυτούσια διανομή με τη σύσταση οροφοκτησίας επί του μοναδικού υπάρχοντος σε αυτό οικοδομήματος (άρθρο 14 εδάφ. 1 του ν. 3741/1929), νοείται η ιδιαίτερη μορφή κυριότητας επάνω σε ακίνητο, η οποία αποτελείται από δύο στοιχεία, αφενός μεν από την αποκλειστική, αυτοτελή και ανεξάρτητη κυριότητα σε όροφο οικοδομής ή σε διαμέρισμα αυτού, αφετέρου δε από την αναγκαστική συγκυριότητα επί του εδάφους και των κοινών μερών της οικοδομής (ακίνητο, θεμέλια, πρωτότοιχοι, κλιμακοστάσιο, αυλή κ.λ.π.) που τίθεται για την εξυπηρέτηση του πρώτου (ΑΠ 297/2017 Δημ. Νόμος). Κάθε συγκύριος οικοπέδου στο οποίο υπάρχει οικοδομή ή χωριστές οικοδομές έχει το δικαίωμα να ζητήσει την αυτούσια διανομή του οικοπέδου με σύσταση χωριστής ιδιοκτησίας κατ’ ορόφους ή σε μέρη ορόφων κατά τους όρους του ν. 3741/1929 “περί της ιδιοκτησίας κατ’ ορόφους” ή με σύσταση χωριστής ιδιοκτησίας σε διακεκριμένα μέρη του ενιαίου οικοπέδου στα οποία έχουν ανεγερθεί οι χωριστές οικοδομές κατά τους όρους του ν.δ. 1024/1971 “περί διηρημένης ιδιοκτησίας επί οικοδομημάτων ανεγειρομένων επί του ενιαίου οικοπέδου”, με την επιφύλαξη των πολεοδομικών διατάξεων. Το δικαστήριο αποφασίζει τη διανομή με τον τρόπο αυτό όχι μόνο υπό την προϋπόθεση ότι είναι εφικτή, αλλά και αν αυτή δεν αντιβαίνει στο συμφέρον των λοιπών συγκυρίων. Περαιτέρω, στο άρθρο 481 περ. 2 ΚΠολΔικ ορίζεται ότι, στις περιπτώσεις των άρθρων 480 και 480 Α το δικαστήριο μπορεί για την εξίσωση άνισων μερίδων να αποφασίσει ότι οι κοινωνοί, που λαμβάνουν ορισμένα μέρη, θα καταβάλουν σε άλλους κοινωνούς ορισμένο χρηματικό ποσό ή να συστήσει δουλεία σε ορισμένα μέρη υπέρ άλλων κοινωνών, στο δε άρθρο 486 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 14 του ν. 1562/1985, ορίζεται ότι αν τα μέρη που σχηματίσθηκαν κατά τα άρθρα 480 ή 480 Α’ είναι ίσα, η αυτούσια διανομή τους μεταξύ των κοινωνών γίνεται με κλήρωση … [ παρ. 1], και ότι αν τα μέρη που σχηματίσθηκαν κατά τα άρθρα 480 ή 480Α είναι άνισα, η αυτούσια διανομή γίνεται με επιδίκασή τους στους συγκυρίους ή στις ομάδες εκείνων που ζήτησαν κοινή μερίδα, κατά τον λόγο των μερίδων τους” [παρ. 2]. Με τις ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 480 και 486 ΚΠολΔ επιτράπηκε, υπό τις διαλαμβανόμενες σε αυτές προϋποθέσεις, η αυτούσια διανομή με απονέμηση, δηλαδή χωρίς κλήρωση, με απευθείας επιδίκαση στους συγκυρίους άνισων, ομοειδών ή μη, μερών, κατά τον λόγο των μερίδων τους (ΑΠ 170/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 557/2017 ό.π.). Στη διάταξη δε του άρθρου 482 του ΚΠολΔ προβλέπεται, ότι: “Κατά το σχηματισμό των μερών πρέπει, όσο είναι δυνατό, να αποφεύγεται η κατάτμηση των ακινήτων …” (§ 1) και “Για να σχηματιστούν τα μέρη λαμβάνεται υπόψη η αξία των αντικειμένων, που πρέπει να διανεμηθούν, κατά το χρόνο του σχηματισμού τους. Το δικαστήριο καθορίζει την αξία με βάση τις αποδείξεις που έχουν διεξαχθεί χωρίς να διατάζει γι’ αυτό νέες αποδείξεις στην περίπτωση, που έχει κατόπιν, μεταβληθεί η αξία” (§ 2) (ΑΠ 557/2017 Δημ. Νόμος). Τέλος, κατά τις διατάξεις του άρθρου 368 Κ.Πολ.Δ, όπως η παρ. 2 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 37 παρ. 1 του Ν. 3994/2011, «Το δικαστήριο μπορεί να διορίσει ένα ή περισσότερους πραγματογνώμονες, αν κρίνει, ότι πρόκειται για ζητήματα που απαιτούν, για να γίνουν αντιληπτά, ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης» (παρ. 1). «Το δικαστήριο οφείλει να διορίσει πραγματογνώμονες, αν το ζητήσει κάποιος διάδικος και κρίνει πως χρειάζονται ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης» (παρ. 2). Εκ τούτων συνάγεται, ότι η συμπλήρωση των αποδείξεων με τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης εναπόκειται στην κυριαρχική και μη ελεγχόμενη αναιρετικώς κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο ελευθέρως εκτιμά την ανάγκη της χρησιμοποίησης του αποδεικτικού αυτού μέσου, με εξαίρεση την περίπτωση, κατά την οποία κάποιος από τους διαδίκους ζητήσει τη διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης και το δικαστήριο κρίνει ότι χρειάζονται όχι απλώς “ειδικές” γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, αλλά “ιδιάζουσες” τέτοιες γνώσεις, οπότε οφείλει, στην περίπτωση αυτή, να διορίσει πραγματογνώμονα ή πραγματογνώμονες. Επομένως, εάν δεν υπάρχει παραδοχή του δικαστηρίου ότι πρόκειται για ζητήματα που απαιτούν, για να γίνουν αντιληπτά, ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, η μη λήψη υπόψη ισχυρισμού του διαδίκου για ανάγκη διενέργειας πραγματογνωμοσύνης ή η απόρριψη, ρητώς ή σιωπηρώς, σχετικού αιτήματος αυτού, δεν δημιουργεί λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 559 του ΚΠολΔ (ΑΠ 187/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 300/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 757/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 594/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 821/2013, ΑΠ 89/2013, ΕφΛαμ 162/2011 Δημ. Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση για το εριζόμενο κρίσιμο τούτο θέμα, περί του εφικτού ή μη της αυτούσιας διανομής του επίδικου ακινήτου και αν είναι δυνατή η διαίρεση αυτού σε μέρη ανάλογα με τις μερίδες των κοινωνών, χωρίς να επέρχεται μείωση της αξίας τους, το Δικαστήριο δεν μπορεί να σχηματίσει ασφαλή δικανική πεποίθηση απ’ όλα τα νομίμως προσκομιζόμενα και επικαλούμενα αποδεικτικά μέσα, διότι, εν προκειμένω, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, απαιτούνται ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, εφόσον ομολογούνται τ’ αναφερόμενα στην αγωγή ποσοστά συγκυριότητα των διαδίκων επί του επιδίκου ακινήτου, αλλά οι διάδικοι δεν συμφωνούν στην εξώδικη διανομή του αυτού, το οποίο δεν έχει υπαχθεί στις διατάξεις περί οριζόντιας ιδιοκτησίας, για την ορθή διερεύνηση της υποθέσεως, είναι αναγκαίο να διαταχθεί η επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, προς συμπλήρωση των αποδείξεων, με τη διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης, κατά τα άρθρα 254 παρ. 1, 368 παρ. 2, 369 και 524 παρ. 1 του ΚΠολΔ, από Πολιτικό Μηχανικό, περί του κρίσιμου αυτού θέματος, κατά παραδοχή του επικουρικά προβαλλόμενου, σχετικού αιτήματος των παρισταμένων εναγομένων, προκειμένου ν’ αποφανθεί με έγγραφη και πλήρως αιτιολογημένη γνωμοδότησή του, περί του εάν είναι δυνατή ή αδύνατη, συμφέρουσα ή ασύμφορη, η αυτούσια διανομή του επίδικου ακινήτου, που βρίσκεται στον Πειραιά Αττικής, επί της οδού …. αρ. …., σε τέσσερα (4) τμήματα, ώστε να λάβει ο κάθε κοινωνός την αναλογία της μερίδας του, ήτοι η ενάγουσα ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου, η πρώτη εναγομένη ποσοστό 12,50% εξ αδιαιρέτου, ο δεύτερος εναγόμενος ποσοστό 18,75% εξ αδιαιρέτου και ο τέταρτος εναγόμενος ποσοστό 18,75% εξ αδιαιρέτου κατά πλήρη κυριότητα, χωρίς όμως να υποστούν μείωση της αξίας τους, λαμβάνοντας υπόψη, ότι επιτρέπεται για την εξίσωση άνισων μερών η καταβολή χρηματικού ποσού από τον έναν κοινωνό στον άλλον ή η σύσταση δουλείας. Σε περίπτωση, που είναι δυνατή και συμφέρουσα η αυτούσια διανομή του επιδίκου ακινήτου με σύσταση οριζόντιων ιδιοκτησιών, με την επιφύλαξη των πολεοδομικών διατάξεων, να προσδιοριστούν τα απαραίτητα για τη σύσταση της κάθε μίας από τις ιδιοκτησίες αυτές στοιχεία, και συγκεκριμένα, η αξία, τα όρια και η έκταση αυτών, να επιφυλαχθεί δε το Δικαστήριο να ερευνήσει μετά ταύτα την ουσία της υπόθεσης, αναβαλλομένης της εκδόσεως οριστικής αποφάσεως, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος, δεν συντρέχει περίπτωση επιβολής δικαστικών εξόδων, εν προκειμένω, σε βάρος κάποιου διαδίκου, διότι η παρούσα, ως προς τη διάταξή της αυτή, είναι μη οριστική (βλ. αρθρ. 191 § 1 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην του δευτέρου των εφεσιβλήτων – τρίτου των καθ’ ων η από 14/11/2017 κύρια παρέμβαση – τετάρτου των καθ’ ων η από 28/04/2017 κύρια παρέμβαση – τετάρτου των καθ’ ων η από 23/10/2017 προσεπίκληση και της κυρίως παρεμβαίνουσας της από 28/04/2017 κύριας παρέμβασης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων: Α) την από 7/10/2014 έφεση, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς με αριθμ. κατάθ. ……/09-10-2014, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ……/17-10-2014 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../17-10-2014, Β) την από 14/11/2017, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../15-11-2017 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./15-11-2017 κύρια παρέμβαση, Γ) την από 28/4/2017, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./02-05-2017 και με Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./02-05-2017 κύρια παρέμβαση και Δ) την από 23/10/2017, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./24-10-2017 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./24-10-2017 προσεπίκληση.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ως απαράδεκτη την από 14/11/2017, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../15-11-2017 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../15-11-2017 κύρια παρέμβαση.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό της τη δικαστική δαπάνη μεταξύ της κυρίως παρεμβαίνουσας και των πρώτης, δεύτερης και τετάρτου των καθ’ ων η κύρια παρέμβαση.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ως απαράδεκτη την από 28/4/2017, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./02-05-2017 και με Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./02-05-2017, κύρια παρέμβαση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα των τριών πρώτων των καθ’ ων η από 28/04/2017 κύρια παρέμβαση σε βάρος της κυρίως παρεμβαίνουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ για την πρώτη των καθ’ ων η κύρια παρέμβαση και στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ για τους δεύτερη και τρίτο των καθ’ ων η κύρια παρέμβαση.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ως απαράδεκτη την από 23/10/2017, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./24-10-2017 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./24-10-2017 προσεπίκληση.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό της τη δικαστική δαπάνη μεταξύ της προσεπικαλούσας και των πρώτης, δεύτερης και τρίτου των καθ’ ων η προσεπίκληση.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την υπό κρίση έφεση.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ τη με αριθμ. 4570/28-08-2013 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.

ΔΙΑΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και

ΑΝΑΒΑΛΛΕΙ την έκδοση οριστικής απόφασης επί της από 10/03/2009 και με αριθμ. κατάθ. ……/20-03-2009 αγωγής.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επανάληψη της, ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, συζητήσεως της υποθέσεως, προκειμένου να διενεργηθεί η αμέσως κατωτέρω πραγματογνωμοσύνη, με τη φροντίδα του επιμελεστέρου των διαδίκων.

ΔΙΟΡΙΖΕΙ πραγματογνώμονα από τον κατάλογο πραγματογνωμόνων, που τηρείται στο Δικαστήριο τούτο, τον ………, Πολιτικό Μηχανικό, κάτοικο …, οδός ……… τηλ. ………., ο οποίος, αφού δώσει το νόμιμο όρκο του πραγματογνώμονα, ενώπιον του Δικαστή του Δικαστηρίου τούτου ή του νομίμου αναπληρωτή του, μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από τη νόμιμη επίδοση σ` αυτόν της παρούσας απόφασης και, αφού λάβει υπόψη του, μετά από την επιτόπια εξέταση του επίδικου ακινήτου και τα έγγραφα της δικογραφίας, που θα θεωρήσει χρήσιμα, καθώς και όποια άλλα έγγραφα και λοιπά στοιχεία θέσουν στην διάθεσή του οι διάδικοι και γενικά προβεί σε όποιες τεχνικές ενέργειες κρίνει αναγκαίες και χρήσιμες και αφού εκτιμήσει την αγοραία αξία αυτού κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής και περιγράψει αυτό, καθώς και τα ευρισκόμενα κτίσματα εντός αυτού, θα αποφανθεί με σαφήνεια, αιτιολογημένα και χωρίς υποθέσεις, με αιτιολογημένη έκθεση, που θα συντάξει και θα συνοδεύεται από σχετικό τοπογραφικό διάγραμμα, για το αν είναι δυνατή ή αδύνατη, συμφέρουσα ή ασύμφορη, η αυτούσια διανομή του επίδικου ακινήτου, που βρίσκεται στον Πειραιά Αττικής, επί της οδού …. αρ. …., σε τέσσερα (4) τμήματα, ώστε να λάβει ο κάθε κοινωνός την αναλογία της μερίδας του, ήτοι η ενάγουσα ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου, η πρώτη εναγομένη ποσοστό 12,50% εξ αδιαιρέτου, ο δεύτερος εναγόμενος ποσοστό 18,75% εξ αδιαιρέτου και ο τέταρτος εναγόμενος ποσοστό 18,75% εξ αδιαιρέτου κατά πλήρη κυριότητα, χωρίς, όμως, να υποστούν μείωση της αξίας τους, λαμβάνοντας υπόψη, ότι επιτρέπεται για την εξίσωση άνισων μερών η καταβολή χρηματικού ποσού από τον έναν κοινωνό στον άλλον ή η σύσταση δουλείας. Σε περίπτωση, που είναι δυνατή και συμφέρουσα η αυτούσια διανομή του επιδίκου ακινήτου με σύσταση οριζόντιων ιδιοκτησιών, με την επιφύλαξη των πολεοδομικών διατάξεων, να προσδιοριστούν τα απαραίτητα για τη σύσταση της κάθε μίας από τις ιδιοκτησίες αυτές στοιχεία, και συγκεκριμένα, η αξία, τα όρια και η έκταση αυτών. Την αιτιολογημένη αυτή έκθεσή του και τα σχετικά σχεδιαγράμματα, που θα συντάξει, πρέπει να τα καταθέσει στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών από την όρκισή του με σύγχρονη σύνταξη πράξης κατάθεσης.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στις 02/07/2019 στον Πειραιά.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 

& αντ’ αυτής,

λόγω μεταθέσεως

& αναχωρήσεώς της,

η αρχαιότερη της

συνθέσεως Εφέτης,

Ευαγγελία Πανταζή

 

 

 

Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σ’ έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, στις 19 Σεπτεμβρίου 2019, με άλλη σύνθεση, λόγω μεταθέσεως και αναχωρήσεως της Προέδρου Εφετών, Αμαλίας Μήλιου, αποτελούμενη από τους Δικαστές, Ευαγγελία Πανταζή, Προεδρεύουσα Εφέτη, Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη – Εισηγήτρια και Ελευθέριο Γεωργίλη, Εφέτη και με Γραμματέα την Καλλιόπη Δερμάτη, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΕΦΕΤΗΣ                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ