Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 600/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός απόφασης   600/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Γ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Οι κρινόμενες : α) από 20.12.2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………../21.12.2017 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………./22.12.2017 και β) από 20.12.2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………./21.12.2017 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………../22.12.2017, εφέσεις των εκκαλούντων, αφενός του ………… και της εδρεύουσας κατά το καταστατικό στις νήσους Μάρσαλ, με εγκατεστημένο γραφείο στην Ελλάδα στο ….. Αττικής, νομίμως εκπροσωπουμένης εταιρείας με την επωνυμία «…………..» και αφετέρου της εδρεύουσας στην Αθήνα εταιρείας με την επωνυμία «………….”, που στρέφονται κατά της υπ’αριθμ.4996/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε ερήμην της δεύτερης και τρίτης των εναγομένων, μη διαδίκων στην παρούσα δίκη και κατ’ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, πρώτου, τέταρτης και πέμπτης των εναγομένων, ήδη εκκαλούντων και της ενάγουσας, ήδη εφεσίβλητης, κατά την τακτική διαδικασία και έκανε δεκτή κατ’ουσίαν, την σε βάρος τους από 10.3.2016 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………./10.3.2016 αγωγή αυτής, ασκήθηκαν  νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 495, 496, 498, 499, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ.α, 518 § 2 (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του ν.4335/2015, που εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση, κατ’ άρθρον ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4335/2015) και 520 § 1  ΚΠολΔ,   δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ούτε παρήλθε διετία από την δημοσίευση της, αρμοδίως δε φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011) και για το παραδεκτό τους έχει κατατεθεί το αναλογούν παράβολο υπέρ του Δημοσίου και ΤΑΧΔΙΚ (άρθρο 495 παρ. 1 και 4, όπως η παρ.4 προστέθηκε με το άρθρο 12 του Ν.4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015). Πρέπει, επομένως, οι ένδικες εφέσεις να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 ΚΠολΔ, να εξεταστούν περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω τακτική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ.

Περαιτέρω, παραδεκτοί εν μέρει κρίνονται και οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης, που ο εκκαλών …………. άσκησε με το από 1.11.2018 ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατέθεσε στη γραμματεία του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, συντασσομένης της με αριθμό ……/5.11.2018 σχετικής έκθεσης, ακολούθως δε κοινοποίησε στην αντίδικο του, εφεσίβλητη-ενάγουσα, τριάντα ημέρες πριν από τη συζήτηση της έφεσης, σύμφωνα με τη διάταξη της § 2 του άρθρου 520 ΚΠολΔ, όπως προκύπτει από την με επίκληση προσκομιζόμενη υπ’αριθμ………../5.11.2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ………, μόνο όμως κατά το μέρος, που συνδέονται με τα εκκληθέντα με την έφεση κεφάλαια της πρωτόδικης αποφάσεως. Καθόσον όμως αφορά τον πρώτο και δεύτερο πρόσθετους λόγους, με τους οποίους ο ανωτέρω εκκαλών πλήττει την εκκαλουμένη, που δεν κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της αγωγής, λόγω έλλειψης νόμιμης επίδοσης του αγωγικού δικογράφου στην δεύτερη και τρίτη των εναγομένων αλλοδαπών εταιρειών, μη διαδίκων στην παρούσα δίκη, στην πραγματική τους έδρα στην Αθήνα, κατ’άρθρο 10 ΑΚ και όχι βάσει του αλλοδαπού δικαίου της καταστατικής τους έδρας, επικαλούμενος τις διατάξεις του άρθρου 1 Ν.791/1978, καθώς επίσης επειδή εσφαλμένα έλαβε υπόψη τις υπ’αριθμ…../2016 και …../2016 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων της ενάγουσας, ισχυριζόμενος ότι αποτελούν ανυπόστατα αποδεικτικά μέσα, ομοίως λόγω μη νόμιμης, κατά τα άνω, κλήσης για την εξέταση των εν λόγω μαρτύρων των ανωτέρω εναγομένων εταιρειών, το δικόγραφο των προσθέτων λόγων δεν πληροί τις προϋποθέσεις παραδεκτού τούτου, που επιτάσσουν, οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης να αφορούν τα κεφάλαια της απόφασης, που έχουν προσβληθεί με την έφεση και εκείνα που αναγκαστικά συνέχονται με τα κεφάλαια αυτά και επομένως, πρέπει κατά το μέρος τούτο το δικόγραφο των προσθέτων λόγων να απορριφθεί, ως απαράδεκτο, λαμβανομένου επιπρόσθετα υπόψη ότι οι εναγόμενοι συνδέονται με τον δεσμό της απλής και όχι αναγκαστικής ομοδικίας, όπως αβασίμως διαλαμβάνει ο εκκαλών-εναγόμενος και συνεπώς, αυτός δεν μπορεί να προτείνει τυχόν ισχυρισμούς των ανωτέρω εναγομένων εταιρειών, μη διαδίκων στην παρούσα δίκη, εφόσον δεν τις αντιπροσωπεύει εν προκειμένω, ούτε μπορεί να ωφεληθεί επικαλούμενος τέτοιους ισχυρισμούς, εξάλλου αυτές δεν μετέχουν καν στην δευτεροβάθμια δίκη, αφού δεν άσκησαν έφεση ή αντέφεση, μήτε έχουν προσεπικληθεί. Επομένως, οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης, κατά τα λοιπά, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτοί και να ερευνηθούν περαιτέρω κατ’ ουσίαν για να κριθεί το παραδεκτό και το βάσιμο των λοιπών περιλαμβανομένων στο δικόγραφο λόγων (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ), να συνεκδικαστούν δε με την έφεση του εκκαλούντος προς την οποία τελούν σε σχέση εξαρτήσεως, αφού η ύπαρξη της αποτελεί προϋπόθεση της άσκησης και της εισαγωγής τους προς συζήτηση, κατά τρόπον ώστε να μη νοείται, λόγω του παρακολουθηματικού τους χαρακτήρα, χωριστή εκδίκαση τους (ΕφΠειρ. 100/2014 δημ. Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση κατά τον ΚΠολΔ, 2009, αρ. 584, σελ. 240).

ΙΙ. Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη εταιρεία με την προαναφερθείσα αγωγή της, όπως αυτή εκτιμάται από το Δικαστήριο, εξέθεσε ότι, δυνάμει της από 21.10.2014 συμβάσεως προμήθειας καυσίμων, που καταρτίστηκε μεταξύ αυτής, δια της εξουσιοδοτημένης αντιπροσώπου της ενεργούσης στο όνομα και για λογαριασμό της και αφετέρου της δεύτερης εναγομένης εδρεύουσας τυπικά στην Μονρόβια της Λιβερίας εταιρείας με την επωνυμία «………..», πλοιοκτήτριας, άλλως κυρίας του υπό σημαία Λιβερίας πλοίου «D.» και της τρίτης εναγομένης εδρεύουσας τυπικά στις Νήσους Μάρσαλ εταιρείας «………..», που ασκεί την εμπορική εκμετάλλευση και διαχείριση του πλοίου, αλλά η πραγματική τους έδρα είναι στην Αθήνα, επί της οδού ……., όπου ασκείται η διοίκηση και διαχείριση τους από τον πρώτο εναγόμενο, ήδη εκκαλούντα, ………., Πρόεδρο και κυρίαρχο μέτοχο, που τις ελέγχει πλήρως και λαμβάνει προσωπικά όλες τις αποφάσεις, χωρίς, ωστόσο, να έχουν τηρηθεί οι διατυπώσεις σύστασης τους κατά το ελληνικό δίκαιο και να έχουν λάβει άδεια εγκατάστασης γραφείου στην Ελλάδα, η ενάγουσα ανέλαβε την υποχρέωση να εφοδιάσει το εν λόγω πλοίο της δεύτερης εναγομένης, με τις ποσότητες καυσίμων, που περιγράφονται ειδικότερα στην αγωγή, αντί του αναφερθέντος τιμήματος και σε εκτέλεση των συμφωνηθέντων παρέδωσε αυθημερόν τις παραγγελθείσες ποσότητες καυσίμων στο ανωτέρω πλοίο, ενώ βρισκόταν στο λιμάνι της Τζέντα δια της βοηθού εκπληρώσεως της, εκδοθέντος τόσο στο όνομα της κυρίας του πλοίου δεύτερης εναγομένης, όσο και στο όνομα της διαχειρίστριας, άλλως εφοπλίστριας, τρίτης εναγομένης, του οικείου από 11.11.2014 τιμολογίου, ποσού 185.135,65 δολαρίων, πληρωτέου εντός 60 ημερών από την παράδοση των καυσίμων και κατόπιν παράτασης της προθεσμίας, έως τις 19.1.2015, πλην όμως παρά τις οχλήσεις της προς τον πρώτο εναγόμενο και την τρίτη εναγομένη και τις διαβεβαιώσεις τους περί αποπληρωμής, δεν έχουν καταβάλει το ως άνω οφειλόμενο ποσό, ευθυνόμενες οι δεύτερη και τρίτη εναγόμενες εταιρείες εκ της συμβάσεως. Επιπλέον, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι υπάρχει αδικοπρακτική ευθύνη των τριών πρώτων εναγομένων, καθόσον αυτή έχει υποστεί ισόποση με το ανωτέρω ποσό ζημία, η οποία προκλήθηκε με πρόθεση εξαπατήσεως και σκοπό βλάβης της από τον πρώτο εναγόμενο, που επέδειξε κατά την κατάρτιση της σύμβασης απατηλή συμπεριφορά και ενώ γνώριζε την δυσμενή κατάσταση των εταιρειών του, δόλια και κακόπιστα την απέκρυπτε και παρουσιαζόταν φερέγγυος, ώστε να επιτύχει την παράδοση των καυσίμων, αν και δεν είχε σκοπό να καταβάλει το ως άνω τίμημα προς όφελος του επί ζημία της. Περαιτέρω, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι, εφόσον οι δεύτερη και τρίτη εναγόμενες αλλοδαπές τυπικά εταιρείες δεν τηρούν τις απαιτούμενες από το ελληνικό δίκαιο διατυπώσεις και λειτουργούν, ως εν τοις πράγμασι ομόρρυθμες εταιρείες, με ομόρρυθμο εταίρο, διαχειριστή και εκπρόσωπο τον πρώτο εναγόμενο, ευθύνεται και ο ίδιος εις ολόκληρον και απεριόριστα μαζί τους για τα εταιρικά χρέη, επιπρόσθετα δε διότι αυτός χρησιμοποιεί καταχρηστικά την νομική προσωπικότητα όλων των εναγομένων εταιρειών για να αποφεύγει την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του από την επιχειρηματική δραστηριότητα του και να αποκρύπτει την περιουσία του, αναμειγνύοντας τις εταιρικές περιουσίες και συγχέοντας τες με την ατομική του περιουσία, αποστερεί δε τις εταιρείες από τα έσοδα τους, που τα μεταφέρει σε διαφορετικούς λογαριασμούς εταιρειών συμφερόντων του και συστηματικά τα διοχετεύει στην πέμπτη εναγομένη εταιρεία, που δεν έχει καμία επιχειρηματική δραστηριότητα αλλά φέρεται ιδιοκτήτρια πολυτελούς βίλλας στην Μύκονο, το ακίνητο δε αποκτήθηκε και η οικοδομή ανεγέρθηκε με τα έσοδα των ναυτιλιακών εταιρειών του πρώτου εναγομένου, που την χρηματοδοτεί προς όφελος του, αυτή δε ελέγχεται, διοικείται και εκπροσωπείται από τον ίδιο, όπως και η τέταρτη εναγομένη αλλοδαπή εταιρεία, ήδη εκκαλούσα, ομοίως διαχειρίστρια πλοίων του, με καταστατική έδρα στις Νήσους Μαρσαλ, στην πραγματικότητα όμως με έδρα στην Ελλάδα,  όπου είναι κατά νόμο εγκατεστημένη, στα ίδια γραφεία με την τρίτη εναγομένη, με αποτέλεσμα οι τέταρτη και πέμπτη των εναγομένων εταιρειών, αν και δεν έχουν σχέση με την συγκεκριμένη συναλλαγή, να ευθύνονται εις ολόκληρον έναντι της ενάγουσας για το χρέος του πρώτου εναγομένου, συνεπεία της συνέργειας τους στην κατάχρηση της νομικής τους προσωπικότητας, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό ζητεί εκ της συμβάσεως και σωρευτικά εξ αδικοπραξίας,  καθώς επίσης με βάση την ευθύνη των ομόρρυθμων εταιρειών ομού μετά του ομορρύθμου εταίρου διαχειριστή, όσον αφορά τους τρεις πρώτους εναγομένους και με βάση την κατάχρηση της νομικής προσωπικότητας, ως προς όλους και εντεύθεν την άρση της αυτοτέλειας της δεύτερης και τρίτης των εναγομένων εταιρειών και την αντίστροφη τοιαύτη της τέταρτης και πέμπτης τούτων, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι εις ολόκληρον να της καταβάλουν το ποσό των 185.135,65 δολαρίων ΗΠΑ για κεφάλαιο, πλέον των συμφωνηθέντων τόκων υπερημερίας 2% μηνιαίως ανερχομένων στο ποσό των 51.344,29 δολαρίων ΗΠΑ μέχρι την σύνταξη της αγωγής, άλλως το ισόποσο σε ευρώ κατά τον χρόνο καταβολής, άλλως το ποσό των 159.764,972 ευρώ για κεφάλαιο και 44.308,155 για τόκους υπερημερίας κατά την ισοτιμία στις 19.1.2015, άλλως το ποσό των 168.719,265 ευρώ για κεφάλαιο και 46.791,479 ευρώ για τόκους υπερημερίας με βάση την ισοτιμία κατά τον χρόνο σύνταξης της αγωγής, σύμφωνα με το Δελτίο Συναλλαγματικών Ισοτιμιών Αναφοράς της ΕΚΤ της 9ης-3-2016, πλέον τόκων επί των ανωτέρω ποσών με βάση το συμφωνηθέν ανωτέρω επιτόκιο υπερημερίας, άλλως με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.

Επί της ανωτέρω αγωγής εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση με την οποία το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού έκρινε ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού 44/2001 του Συμβουλίου για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις και εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δίκαιο, τόσο ως προς την βάση εκ της συμβάσεως, ως το δίκαιο του τόπου που καταρτίστηκε η σύμβαση και βρίσκεται η κατοικία του πρώτου εναγομένου και η πραγματική έδρα των εναγομένων εταιρειών, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ.1 α του Κανονισμού 593/2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη I), όσο και ως προς την ευθύνη εξ αδικοπραξίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1παρ.1, 2παρ.1 και 4παρ.1 και 3 του Κανονισμού 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές («Ρώμη ΙΙ»), αλλά και αναφορικά με τις νομικές βάσεις, που θεμελιώνονται, αφενός στην κατάχρηση της νομικής προσωπικότητας των εναγομένων εταιρειών, κατ’άρθρο 10 ΑΚ και αφετέρου την ευθύνη του πρώτου εναγομένου αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τις εν τοις πράγμασι ομόρρυθμες εναγομένες εταιρείες, σύμφωνα με το άρθρο 22ΕμπΝ, έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη, παρεκτός των αιτημάτων περί καταψήφισης σε αλλοδαπό νόμισμα και επιδίκασης κεφαλαιοποιημένων τόκων με βάση το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας 2% μηνιαίως και ακολούθως, αφού δέχθηκε ότι συντρέχει άρση της αυτοτέλειας της νομικής προσωπικότητας της δεύτερης, τρίτης και τέταρτης των εναγομένων εταιρειών και αντίστροφη άρση της αυτοτέλειας της πέμπτης εναγομένης, λόγω της κατάχρησης της νομικής τους υπόστασης εκ μέρους του πρώτου εναγομένου, που συνιστά και αδικοπρακτική συμπεριφορά, έκανε δεκτή την αγωγή και υποχρέωσε τους εναγομένους εις ολόκληρον να καταβάλουν στην ενάγουσα το ποσόν των εκατόν ογδόντα πέντε χιλιάδων εκατόν τριάντα πέντε δολαρίων ΗΠΑ και εξήντα πέντε λεπτών (185.135,65), με βάση την συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ-δολαρίου ΗΠΑ κατά τον χρόνο πληρωμής, νομιμοτόκως από 19.1.2015.

Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη με τις ένδικες εφέσεις τους αντίστοιχα ο πρώτος, η τέταρτη και πέμπτη των εναγομένων, καθώς επίσης με τους πρόσθετους λόγους του ο πρώτος τούτων εξεταζόμενοι κατά το μέρος που κρίθηκαν τυπικά δεκτοί, για τους αναφερομένους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητούν την τυπική και ουσιαστική παραδοχή των εφέσεων τους και των προσθέτων λόγων αντίστοιχα, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, κατά τα προσβαλλόμενα κεφάλαια, την αναδίκαση της αγωγής από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω απόρριψη της.

III. Κατά το άρθρο 25 εδ. α ΑΚ: “Οι ενοχές από σύμβαση ρυθμίζονται από το δίκαιο στο οποίο έχουν υποβληθεί τα μέρη”. Εξάλλου, κατά την παρ.1 του άρθρου 3 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι), ο οποίος εφαρμόζεται για τις συμβάσεις που συνάπτονται μετά τις 17-12-2009 (άρθρ. 28 του Κανονισμού),  αποτελεί έκτοτε εσωτερικό δίκαιο και επικρατεί του άρθρου 25 του Α.Κ.: “Η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο που επέλεξαν τα συμβαλλόμενα μέρη. Η επιλογή πρέπει να γίνεται ρητώς ή και να συνάγεται σαφώς από τις διατάξεις της σύμβασης ή τα δεδομένα της υπόθεσης …”, ενώ κατά την παρ. 2 του ιδίου άρθρου “Τα μέρη μπορούν να συμφωνήσουν οποτεδήποτε την υπαγωγή της σύμβασης σε δίκαιο άλλο από εκείνο που τη διείπε προηγουμένως, είτε δυνάμει προηγούμενης επιλογής κατά το παρόν άρθρο είτε δυνάμει άλλων διατάξεων του παρόντος κανονισμού. Κάθε μεταβολή του εφαρμοστέου δικαίου που γίνεται μετά τη σύναψη της σύμβασης δεν θίγει, κατά το άρθρο 11, το τυπικό κύρος της σύμβασης, ούτε επηρεάζει αρνητικά δικαιώματα των τρίτων”. Από τις ανωτέρω διατάξεις σαφώς συνάγεται ότι αναγνωρίζεται ο μετασυμβατικός καθορισμός του εφαρμοστέου σε μια ενοχική δικαιοπραξία δικαίου, ακόμη και “εν επιδικία”, ρητώς ή σιωπηρώς. Ρητώς, αν οι συμβαλλόμενοι ορίσουν ενώπιον του Δικαστηρίου το δίκαιο που θέλουν να διέπει τη συγκεκριμένη σύμβαση που έχουν καταρτίσει, σιωπηρώς δε αναφερόμενοι στις διατάξεις ενός δικαίου, έτσι ώστε να συνάγεται ευκρινώς η βούληση τους στο να θεωρηθεί το δίκαιο αυτό εφαρμοστέο στη σύμβαση τους. Ο οικουμενικός χαρακτήρας του προαναφερόμενου Κανονισμού, ρητά διατυπώνεται στο άρθρο 2 αυτού, στο οποίο ορίζεται ότι «Το καθοριζόμενο από τον παρόντα κανονισμό δίκαιο εφαρμόζεται ακόμη και αν δεν πρόκειται για δίκαιο κράτους μέλους». (ΑΠ 1115/2015, AΠ 1383/2008, ΕφΠειρ 317/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκείμενη περίπτωση, ο εκκαλών, …………., με τον τρίτο πρόσθετο λόγο του κρινόμενου δικογράφου προσθέτων λόγων, ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο,  εσφαλμένα δέχθηκε, ως εφαρμοστέο δίκαιο, που διέπει την επίδικη διαφορά, που απορρέει από την από 21.10.2014 σύμβαση πώλησης, που καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων, το ελληνικό δίκαιο και όχι το αγγλικό, αφού σύμφωνα με τους γενικούς όρους πώλησης και παράδοσης των καυσίμων, που περιέχονται στην ιστοσελίδα της ενάγουσας εταιρείας, στους οποίους γίνεται ρητή παραπομπή με το από 21.10.2014 ηλεκτρονικό μήνυμα αποδοχής της προσφοράς της και σύναψης της ένδικης σύμβασης, ορίζεται στο άρθρο 22 ότι εφαρμοστέο είναι το δίκαιο της Νέας Υόρκης, όπως αναφέρεται και στο δικόγραφο της αγωγής και, ως εκ τούτου, δεν εφάρμοσε ορθά τις σχετικές διατάξεις του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι)». Ωστόσο, εφαρμοστέο ως προς την ένδικη σύμβαση πώλησης, που καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων, τυγχάνει το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3 παρ.1 και 2 του ανωτέρω  Κανονισμού, καθόσον αφενός μεν η ένδικη διαφορά προέρχεται από «σύμβαση» κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 3 του ως άνω Κανονισμού, αφετέρου δε τόσο η ενάγουσα εταιρεία στο αγωγικό δικόγραφο, όσο και οι εναγόμενοι-εκκαλούντες στις προτάσεις τους ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, αλλά και με τις εφέσεις τους, τους πρόσθετους λόγους και τις κατατεθείσες ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου προτάσεις τους, ρητώς επικαλούνται τις διατάξεις του ελληνικού ουσιαστικού δικαίου, για τη θεμελίωση των ισχυρισμών τους προς αντίκρουση της αγωγής και ουδόλως επικαλούνται διατάξεις του δικαίου της Ν.Υόρκης, που είχε αρχικά συμφωνηθεί να διέπει την σύμβαση, μήτε διατάξεις του αγγλικού δικαίου, που εσφαλμένα ο εκκαλών-πρώτος εναγόμενος ταυτίζει με το αμερικάνικο δίκαιο, ούτως ώστε να υφίσταται μετασυμβατικός καθορισμός του ελληνικού δικαίου, ως εφαρμοστέου, στο οποίο υπήγαγαν την ένδικη σύμβαση τα συμβαλλόμενα μέρη εν επιδικία, αναφερόμενοι στις διατάξεις του ελληνικού δικαίου αντί εκείνου της Ν.Υόρκης, το οποίο είχε συμφωνηθεί αρχικά να διέπει αυτήν, με αποτέλεσμα να συνάγεται ευκρινώς η βούληση μεταβολής του εφαρμοστέου δικαίου και υπαγωγή της σύμβασης στο ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, το οποίο θεωρείται εφαρμοστέο δίκαιο στην προκειμένη περίπτωση. Σημειωτέον, ότι οι εναγόμενοι, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του όλου περιεχομένου των προτάσεων αυτών ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ουδόλως αντέλεξαν προβάλλοντας σχετική ένσταση, στην εφαρμογή του ελληνικού δικαίου επί της αγωγής, ούτε επικαλέστηκαν την εφαρμογή του δικαίου των ΗΠΑ, αλλά για πρώτη φορά επικαλέστηκε την εφαρμογή τούτου συγχέοντας το μάλιστα με το αγγλικό δίκαιο, ο εκκαλών-εναγόμενος με τον κρινόμενο πρόσθετο λόγο της έφεσης του, χωρίς συνάμα να αναφέρεται σε συγκεκριμένες εφαρμοζόμενες διατάξεις και το περιεχόμενο τους. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο θεώρησε ότι εφαρμοστέο δίκαιο στην προκείμενη περίπτωση τυγχάνει το ελληνικό δίκαιο, αν και με διαφορετική αιτιολογία, που αντικαθίσταται με την παρούσα (534 ΚΠολΔ), ορθώς κατ’αποτέλεσμα ερμήνευσε και εφάρμοσε  το νόμο, απορριπτομένου, ως ουσιαστικά αβάσιμου, του τρίτου πρόσθετου λόγου, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα.

Περαιτέρω, ως προς την αγωγική βάση την ερειδόμενη στην εξωσυμβατική εξ αδικοπραξίας ευθύνη των εναγομένων, εφαρμοστέο είναι πάλι το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, ως το δίκαιο της ημεδαπής, με την οποία η ιστορούμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων εμφανίζει προδήλως στενότερο δεσμό από το σύνολο των περιστάσεων, και δη του τόπου επιχειρηματικής και εταιρικής δραστηριοποίησης των εναγομένων και υπάρξεως περιουσίας τους, καθώς και από το γεγονός του ήδη ρηθέντος μετασυμβατικού καθορισμού του ελληνικού δικαίου, ως εφαρμοστέου στην ιστορούμενη σύμβαση πώλησης, που σχετίζεται στενά με την επικαλούμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 παράγραφοι 1 και 3 του Κανονισμού 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές («Ρώμη ΙΙ»), (Ζ. Παπασιώπη – Πασιά «ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ» εκδ. Ε’ κεφ. 15 παρ. 2γ σελ. 301-302).  Εξάλλου, ως προς την επικαλούμενη ευθύνη του πρώτου εναγόμενου φυσικού προσώπου εκ της άρσεως της νομικής αυτοτέλειας της δεύτερης και τρίτης των εναγομένων εταιρειών, λόγω καταχρηστικότητας και την αντίστροφη άρση της νομικής αυτοτέλειας της τέταρτης και της πέμπτης αυτών, ώστε αυτές να ευθύνονται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τον πρώτο εναγόμενο για την επίδικη απαίτηση της ενάγουσας, εφαρμοστέο τυγχάνει επίσης το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 10 ΑΚ, ως το δίκαιο της πραγματικής έδρας των εναγομένων εταιρειών, το οποίο είναι εφαρμοστέο στην περίπτωση που η ευθύνη αυτή προϋποθέτει άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου (ΟλΑΠ 2/1999 ΝοΒ 47, 1113, ΕφΝαυπλ 417/2015 ΕΦΑΔ 2016, 311, ΕφΑΘ586/2012 δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Χ. Παμπούκη, Noμικά πρόσωπα και ιδίως εταιρίες στις συγκρούσεις νόμων, 2004, σελ. 90, Κ. Ρήγα, Η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου, 2008, σελ. 177). Ενόψει των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ομοίως ότι εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δίκαιο αναφορικά και με τις βάσεις της αγωγής εκ της αδικοπρακτικής ευθύνης των εναγομένων και της κατάχρησης της νομικής προσωπικότητας των εναγομένων εταιρειών, δεν έσφαλε περί την εφαρμογή του νόμου, απορριπτομένου του αντίθετου ισχυρισμού του πρώτου εναγομένου-εκκαλούντος, που διαλαμβάνεται στον τέταρτο πρόσθετο λόγο της έφεσης του, ως αβασίμου.

  1. IV. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 291 ΑΚ και 6 παρ. 1 του Ν.5422/1932, που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα (άρθρο 20 ΕισΝΑΚ), οποιαδήποτε οφειλή σε συνάλλαγμα που πρέπει να πληρωθεί στην Ελλάδα, εξοφλείται σε δραχμές με την τρέχουσα τιμή της ημέρας της εξόφλησης. Μετά την αντικατάσταση της δραχμής ως εθνικού νομίσματος με το ευρώ, από την 1η Ιανουαρίου 2001, σύμφωνα με το άρθρο 1 του Ν. 2842/2000, οι ανωτέρω οφειλές εξοφλούνται σε ευρώ με τη συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ και αλλοδαπού νομίσματος κατά την ημέρα της εξοφλήσεως. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται στις αξιώσεις που στηρίζονται απευθείας στο νόμο, όπως είναι εκείνες του αδικαιολογήτου πλουτισμού και στις έγκυρες συμβατικές οφειλές σε ξένο νόμισμα, ενώ δεν έχει εφαρμογή στις περιπτώσεις των αξιώσεων αποζημιώσεως από αδικοπραξία, που διέπονται από το ελληνικό δίκαιο, στις οποίες η αποζημίωση οφείλεται σε χρήμα με την στενή έννοια (άρθρο 297 ΑΚ) δηλαδή σε ευρώ, με το οποίο θα μετρηθεί η θετική και αποθετική ζημία του αδικηθέντος και θα πληρωθεί η αποζημίωση και συνακόλουθα, αν πριν από την έγερση της αγωγής η προξενηθείσα ζημία αποκαταστάθηκε με δαπάνη αλλοδαπού νομίσματος ή επήλθε απώλεια κερδών σε αλλοδαπό νόμισμα, για τον υπολογισμό της ζημιάς του αδικηθέντος και άρα για τον καθορισμό της οφειλομένης αποζημίωσης θα ληφθεί υπόψη η αξία σε ευρώ του αλλοδαπού νομίσματος κατά το χρόνο της δαπάνης ή απώλειας των κερδών (ΟλΑΠ 14/1997, ΟλΑΠ 15/1996, ΟλΑΠ 9/1995, ΑΠ 388/2015, ΑΠ 124/2014, ΕφΠειρ 432/2014, ΕφΠειρ 481/2014).

Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της έφεσης του πρώτου και της τέταρτης των εναγομένων-εκκαλούντων και τον πρώτο εκείνο της έφεσης της πέμπτης εναγομένης-εκκαλούσας, προβάλλεται η αιτίαση του νόμω αβασίμου της αγωγής, κατά την επιχειρούμενη θεμελίωση της εις ολόκληρον ευθύνης των εναγομένων στην άρση της αυτοτέλειας της δεύτερης, τρίτης και τέταρτης των εναγομένων εταιρειών και αντίστροφη άρση της αυτοτέλειας της πέμπτης εναγομένης-εκκαλούσας, λόγω κατάχρησης της νομικής προσωπικότητας τους, καθόσον ζητούνταν η καταβολή αποζημίωσης με βάση την συναλλαγματική ισοτιμία του οφειλόμενου ποσού δολαρίων προς το ευρώ κατά τον χρόνο πληρωμής, ενώ έδει να προσδιοριστεί η αποζημίωση με βάση το ισάξιο σε ευρώ ποσό κατά τον χρόνο επέλευσης της ζημίας. Οι κρινόμενοι ταυτόσημοι λόγοι έφεσης κρίνονται αβάσιμοι και ως εκ τούτου, απορριπτέοι, καθόσον υπάρχει εν προκειμένω νόμιμη συρροή αξιώσεων εκ της συμβάσεως, εξ αδικοπραξίας, αλλά και εκ της κατάχρησης της νομικής προσωπικότητας των εναγομένων εταιρειών, δηλαδή αξίωσης που στηρίζεται απευθείας στο νόμο (281 ΑΚ), χωρίς να απαιτείται για την θεμελίωση της κατάφαση συνάμα ενδοσυμβατικής ή αδικοπρακτικής ευθύνης, όπως αβασίμως υπολαμβάνουν οι εκκαλούντες, άλλο το ζήτημα αν συντρέχει παράλληλα, πάντως δεν ταυτίζεται κατά νομική αναγκαιότητα και συνεπώς, η αγώγιμη οφειλή σε συνάλλαγμα, που πρέπει να πληρωθεί στην Ελλάδα, συνεπεία της κατάχρησης της αυτοτέλειας νομικού προσώπου, εξοφλείται σε ευρώ με τη συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ και αλλοδαπού νομίσματος κατά την ημέρα της εξοφλήσεως. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε την αγωγή, ως νόμιμη, αναφορικά με το αίτημα της εις ολόκληρον καταβολής του ισόποσου σε ευρώ του συνομολογηθέντος σε δολάρια ΗΠΑ τιμήματος πώλησης των καυσίμων, κατά τον χρόνο πληρωμής, εξαιτίας της κατάχρησης της νομικής προσωπικότητας των εναγομένων εταιρειών, κατά τα εκτιθέμενα ειδικότερα στην αγωγή, δεν έκανε εσφαλμένη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 281, 291 ΑΚ, 1 του ν.2842/2000 και 6 παρ. 1 του ν.5422/1932, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι εκκαλούντες με τον πρώτο λόγο των εφέσεων τους αντίστοιχα.

  1. V. Με την διάταξη του άρθρου 70 του Α.Κ., που ορίζει ότι “δικαιοπραξίες που επιχείρησε μέσα στα όρια της εξουσίας του το όργανο που διοικεί το νομικό πρόσωπο υποχρεώνουν το νομικό πρόσωπο”, καθιερώνεται ως βασική αρχή του δικαίου των νομικών προσώπων, η περιουσιακή αυτοτέλεια αυτών έναντι των μελών τους και αντιστρόφως, η οποία και αποτελεί καθοριστικό στοιχείο της ιδιοσυστασίας τους. Στην ελληνική ναυτιλία αποτελεί συνηθισμένη επιχειρηματική δραστηριότητα εκείνη, στα πλαίσια της οποίας ο επιχειρηματίας, που δεν επιθυμεί να διακινδυνεύσει απεριόριστα κεφάλαια, συνιστά σπουδαίως και όχι εικονικώς, μία ή περισσότερες εταιρίες στο εσωτερικό ή το εξωτερικό της Χώρας, οι οποίες αγοράζουν ένα ή περισσότερα πλοία και τα εκμεταλλεύονται για δικό τους λογαριασμό είτε απευθείας οι ίδιες είτε με ανάθεση της διαχείρισης τους σε άλλη εταιρία, η οποία προϋπάρχει ή ιδρύεται για το σκοπό αυτό και ενεργεί για λογαριασμό τους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο τον έλεγχο της πλοιοκτήτριας, αλλά συνήθως και της διαχειρίστριας εταιρίας διατηρεί ο επιχειρηματίας, που συμμετέχει κατά κανόνα και στη διοίκηση τους και ως κύριος μέτοχος κερδοσκοπεί έμμεσα με την απόληψη των κερδών της πλοιοκτήτριας εταιρίας (ΑΠ 905/2010 ΔΕΕ 2010/1056, ΕΕμπΔ 2011/86). Η τελευταία αποτελεί αυτοτελή φορέα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων (ΕφΠειρ 940/2003), αφού διατηρεί νομική προσωπικότητα χωριστή των εταίρων ή μετόχων της, από την οποία απορρέει η περιουσιακή της αυτοτέλεια, αλλά και η συνακόλουθη αποκλειστική και χωριστή από εκείνη των μελών της ευθύνη της για την αποπληρωμή των χρεών, που δημιουργούνται από την εμπορική της δραστηριότητα δια της δικής της περιουσίας, η οποία και μόνον είναι υπέγγυα στους δανειστές της. Η χωριστή προσωπικότητα και η περιουσιακή αυτοτέλεια αποτελεί δημιούργημα του δικαίου και απονέμεται στα νομικά πρόσωπα, επειδή εξυπηρετεί οικονομικές και κοινωνικές ανάγκες, όπως προπάντων είναι ο περιορισμός της ευθύνης και των κινδύνων κατά την άσκηση της εμπορικής δραστηριότητας με ανάλογη μείωση και του κόστους από τη συμμετοχή σ’ αυτήν. Σε περίπτωση αφερεγγυότητας του νομικού προσώπου ή αδυναμίας του, ως προς την ικανοποίηση των περιουσιακών αξιώσεων των δανειστών του, οι σκοποί της χωριστής νομικής προσωπικότητας καταρχήν δεν αναιρούνται. Έτσι, η νομική προσωπικότητα δεν κάμπτεται, προκειμένου να ανακύψει ευθύνη και του φυσικού προσώπου, του οποίου τα επιχειρηματικά συμφέροντα το νομικό πρόσωπο εξυπηρετεί, από μόνο το λόγο ότι το φυσικό πρόσωπο επέλεξε τον τύπο μιας κεφαλαιουχικής εταιρίας, προκειμένου να λειτουργήσει ως μηχανισμός απορρόφησης των τυχόν δυσμενών συνεπειών της επιχειρηματικής δραστηριότητας, που ασκεί μέσω αυτής, αφού η επιλογή του δεν είναι αθέμιτη, ώστε να δικαιολογείται η μεταφορά στον επιχειρηματία της ευθύνης, που βαρύνει το νομικό πρόσωπο της εταιρίας, δεδομένου ότι κάθε τύπος κεφαλαιουχικής εταιρίας θεσμοθετήθηκε γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, προκειμένου δηλαδή να εξυπηρετούνται οι πιο πάνω οικονομικές ανάγκες των φυσικών προσώπων (ΑΠ 149/2013 ΔΕΕ 2013/694). Ωστόσο, η αρχή της περιουσιακής αυτοτέλειας του νομικού προσώπου κάμπτεται κατ’ εξαίρεση, όταν ο ως άνω διαχωρισμός δεν είναι ανεκτός από το δίκαιο, είτε ευθέως με βάση σχετική διάταξη νόμου, είτε κατά την καλή πίστη, όπως αυτή αποτυπώνεται στα άρθρα 281, 288 και 200 του Α.Κ. και υπερβαίνει τους οικονομικούς και κοινωνικούς σκοπούς, που ενόψει και των διατάξεων των άρθρων 5 § 1, 12 §§ 1, 3 και 25 § 1 γ του Συντάγματος, οφείλει κυρίως να υπηρετεί το νομικό πρόσωπο της εταιρίας, δηλαδή όταν γίνεται κατάχρηση της αυτοτελούς υπάρξεως του νομικού προσώπου, οπότε καταφάσκεται η άρση της περιουσιακής αυτοτέλειας του. Οι περιπτώσεις καταχρήσεως της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου προσλαμβάνουν στο εταιρικό δίκαιο πολλές και ποικίλες μορφές, είναι δε δυνατό να εμφανίζονται τόσο κατά το στάδιο της ιδρύσεως, όσο και κατά το στάδιο λειτουργίας του νομικού προσώπου. Δεν συνιστά, υπό την ανωτέρω έννοια, καταχρηστική συμπεριφορά μόνη η συγκέντρωση των περισσότερων ή και όλων των μετοχών ανωνύμου εταιρείας ή των μεριδίων εταιρείας περιορισμένης ευθύνης σε ένα μόνον πρόσωπο, ακόμη και αν αυτό είναι ο διευθύνων σύμβουλος ή ο διαχειριστής της εταιρείας και την ελέγχει έτσι τυπικά και ουσιαστικά (ΟλΑΠ 5/1996, ΟλΑΠ 17/1994, ΑΠ 309/2009 ΔΕΕ 2009/804, Αρμ. 2009/1529, ΕπισκΕΔ 2009/940, ΕφΑθ 4717/2004 ΔΕΕ 2004/1161). Επίσης δεν συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά η επιλογή μιας κεφαλαιουχικής εταιρείας για την άσκηση μέσω αυτής επιχειρηματικής δραστηριότητος από έναν οι περισσοτέρους επιχειρηματίες με σκοπό η εταιρεία να λειτουργήσει, ως μηχανισμός απορροφήσεως των τυχόν δυσμενών συνεπειών της επιχειρηματικής δραστηριότητας τους, ούτε επίσης η ταύτιση των συμφερόντων της εταιρείας με αυτά του βασικού μετόχου ή εταίρου της ή η συστηματική από αυτούς παροχή εγγυήσεων υπέρ της εταιρείας, ούτε και η εμφάνιση αυτών, ως των ουσιαστικών φορέων της ασκουμένης από την εταιρεία επιχειρήσεως, αφού η εταιρεία εξυπηρετεί σε τελική ανάλυση τα συμφέροντα των προσώπων αυτών, τα οποία με την παροχή εκ μέρους τους εγγυήσεων για λογαριασμό της εταιρείας διασφαλίζουν αντιστοίχως και τα δικά τους συμφέροντα κατά θεμιτό ασφαλώς τρόπο. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, που δεν διαπιστώνεται κατάχρηση κατά τη λειτουργία του εταιρικού θεσμού, διατηρείται αναλλοίωτη και η αυτοτέλεια της εταιρείας ως νομικού προσώπου. Όμως η αρχή αυτή της οικονομικής αυτοτέλειας και ευθύνης του νομικού προσώπου της εταιρείας έναντι των μετόχων ή των εταίρων της υποχωρεί, όταν η επίκληση της διαφορετικής προσωπικότητας της χρησιμεύει για να νομιμοποιηθεί αποτέλεσμα αντίθετο προς τους κανόνες της καλής πίστεως, δηλαδή όταν οι πράξεις της εταιρείας είναι στην πραγματικότητα πράξεις του κυρίαρχου μετόχου ή εταίρου της, που σκόπιμα παραλλάσσονται, ή αντιστρόφως όταν οι πράξεις του φυσικού προσώπου συνέχονται με την εταιρεία από την οποία αθέμιτα επιχειρείται να αποκοπούν. Η μορφή αυτή καταχρήσεως του θεσμού της εταιρείας εκδηλώνεται κυρίως στις περιπτώσεις που ο κυρίαρχος μέτοχος ή εταίρος χρησιμοποιεί τη νομική προσωπικότητα της εταιρείας για να καταστρατηγήσει το νόμο (παρακάμπτοντας υποχρεώσεις που τον δεσμεύουν ως φυσικό πρόσωπο) ή για να προκαλέσει με δόλο ζημία σε τρίτο (οπότε θα ανακύπτει και αδικοπρακτική ευθύνη του) ή για να αποφευχθεί η εκπλήρωση είτε εταιρικών είτε ατομικών υποχρεώσεων του, που δημιουργήθηκαν καθ’ υπέρβαση των πραγματικών εταιρικών ή ατομικών του δυνατοτήτων, κριτήρια δε ενδεικτικά τοιαύτης καταχρήσεως αποτελούν κυρίως η ανεπαρκής χρηματοδότηση της εταιρείας και η σύγχυση της εταιρικής με την ατομική περιουσία του, αφού εξ αιτίας μεν της ελλιπούς χρηματοδοτήσεως ο επιχειρηματίας μεταφέρει αθέμιτα στους δανειστές της εταιρείας τους κινδύνους από τη δική του στην ουσία επιχειρηματική δραστηριότητα, ενώ αθεμίτως και στην περίπτωση της συγχύσεως των περιουσιών χρησιμοποιεί την εταιρική περιουσία για τις δικές του δραστηριότητες ή αντιστρόφως επωφελείται η εταιρεία σε βάρος των ατομικών του δανειστών. Ασφαλώς καταχρηστική είναι και η συμπεριφορά του βασικού μετόχου ή εταίρου που συναλλάσσεται με παρένθετο πρόσωπο την εταιρεία, όταν η εταιρεία δεν έχει εταιρική οργάνωση ή δεν έχει αναπτύξει επιχειρηματική δράση και είναι αυτός στην ουσία που συναλλάσσεται υπό την εταιρική επωνυμία για δικό του όφελος. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, ως κύρωση επιβαλλόμενη προς αποφυγή της καταχρήσεως προσήκει η άρση ή η κάμψη της νομικής προσωπικότητας της εταιρείας και η επέκταση από την εταιρεία στους μετόχους ή εταίρους των συνεπειών που την αφορούν ή αντιστρόφως η επέκταση των αντιστοίχων συνεπειών από τους μετόχους ή εταίρους στην εταιρεία, ιδιαιτέρως όταν οι τρίτοι, που συμβλήθηκαν με την εταιρεία ή το βασικό μέτοχο ή εταίρο της, οδηγήθηκαν στη συγκεκριμένη συναλλαγή εξαιτίας της εμφανιζόμενης σ’ αυτούς παραλλαγμένης καταστάσεως. Σε κάθε περίπτωση πάντως, η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου είναι προσωρινή και περιορισμένη, δηλαδή δεν καταλύεται η ίδια η νομική προσωπικότητα της εταιρείας, αλλά παραμερίζεται μόνο για τη συγκεκριμένη συναλλαγή η περιουσιακή αυτοτέλεια της, με την έννοια ότι η εταιρεία ή αναλόγως ο βασικός μέτοχος ή εταίρος της παραμένουν οφειλέτες, που ευθύνονται πλέον από κοινού και εις ολόκληρον για τις ζημιογόνες συνέπειες της συναλλαγής τους, δηλαδή δημιουργείται ένας πρόσθετος οφειλέτης, στον οποίο επεκτείνονται (διαχέονται) οι συνέπειες αυτές με κατεύθυνση είτε από την εταιρεία προς το βασικό μέτοχο ή εταίρο, είτε αντιστρόφως. (ΟλΑΠ 2/2013, ΑΠ 537/2016 δημ.ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1910/2009 ΕΝαυτΔ 2010/164, ΑΠ 11/2009 ΕΝαυτΔ 2009/1, ΑΠ 9/2009 ΕλΔνη 2009/767, ΕφΠειρ 111/2017, ΕφΠειρ 598/2014 ΔΕΕ 2015/537, ΕφΠειρ 238/2014 ΠειρΝ 2015/43, ΕφΠειρ 945/2013 ΔΕΕ 2014/138, ΕφΠειρ 473/2011 ΔΕΕ 2012/661, ΕφΠειρ 369/2010 ΕΝαυτΔ 2011/32, ΕΕμπΔ 2012/115).

Στην προκειμένη περίπτωση με τον τέταρτο λόγο της έφεσης τους,  οι εκκαλούντες, πρώτος και τέταρτη των εναγομένων, πλήττουν την εκκαλουμένη, εκτός άλλου και για τον λόγο ότι εσφαλμένα δεν απέρριψε την αγωγή, ως αόριστη και μη νόμιμη, αφού δεν γίνεται σ’αυτήν επίκληση πραγματικών περιστατικών, που να συνιστούν κριτήρια για την συνδρομή της περίπτωσης κατάχρησης της νομικής προσωπικότητας της πλοιοκτήτριας και διαχειρίστριας του πλοίου εναγομένων εταιρειών. Από την επισκόπηση του δικογράφου της κρινόμενης αγωγής προκύπτει ότι αναφέρονται επαρκώς σ’ αυτήν όλα τα στοιχεία, που απαιτούνται κατά το νόμο, για την θεμελίωση της κατάχρησης της αυτοτέλειας των εν λόγω νομικών προσώπων. Ειδικότερα, εκτίθενται συγκεκριμένα περιστατικά, διαρθρωμένα μάλιστα σε υποκεφάλαια, που συγκροτούν τα ουσιώδη κριτήρια της ανεπαρκούς χρηματοδότησης των εναγόμενων εταιρειών, της σύγχυσης και ανάμειξης των εταιρικών περιουσιών με την ατομική περιουσία του πρώτου εναγόμενου, της κυριαρχικής εξάρτησης των εναγομένων εταιρειών από αυτόν, της έλλειψης εταιρικής οργάνωσης και συναλλακτικής δράσης, της χρησιμοποίησης αχυρανθρώπων σε εταιρικές θέσεις και της εν γένει προσωπαγούς συμπεριφοράς και δράσης του πρώτου εναγομένου αγνοώντας τα εταιρικά όργανα, με σκοπό να καλύπτει την δική του επιχειρηματική δραστηριότητα, να αποφεύγει την εκπλήρωση των υποχρεώσεων και να αποκρύπτει την περιουσία του. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση του έκρινε ορισμένη την αγωγή, και ως προς την βάση της περί άρσεως της αυτοτέλειας των εναγομένων αυτών εταιρειών, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου, κατά συνέπεια, ο περί του αντιθέτου λόγος της κρινόμενης εφέσεως, είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος.

  1. VI. Περαιτέρω, η αιτίαση της πέμπτης εναγομένης-εκκαλούσας, που διαλαμβάνεται στον τρίτο λόγο της έφεσης της, ότι έσφαλε η εκκαλουμένη, που δέχθηκε ότι η αγωγή είναι ορισμένη, ως προς την βάσης της, που στηρίζεται στην αδικοπρακτική ευθύνη της, κρίνεται ομοίως απορριπτέα, ως αβάσιμη, καθόσον στην αγωγή αναφέρονται τα περιστατικά εκείνα, που συνιστούν την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της, καθώς και αυτά που δικαιολογούν την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς αυτής και του ζημιογόνου αποτελέσματος, που επήλθε και συγκεκριμένα εκτίθεται ότι η εν λόγω εναγομένη εταιρεία, ενώ δεν έχει συναλλακτική δραστηριότητα και ίδιους πόρους, φέρεται ιδιοκτήτρια πολυτελούς βίλας στην Μύκονο, καθόσον εν γνώσει της συμμετείχε παράνομα, ως συνεργός, στην κατάχρηση της νομικής προσωπικότητας τόσο της ίδιας όσο και των λοιπών εναγομένων εταιρειών από τον πρώτο εναγόμενο, που την ελέγχει και την διοικεί, λαμβάνοντας τα χρήματα, που αυτός μετέφερε από τους λογαριασμούς των άλλων εταιρειών σ’αυτήν και συμβάλλοντας έτσι στην απογύμνωση τούτων από τα επιχειρηματικά τους έσοδα και την συγκάλυψη της ευθύνης του πρώτου εναγομένου από την επιχειρηματική του δραστηριότητα με την απόκρυψη της περιουσίας του. Σημειωτέον, ότι είναι διαφορετικό το ζήτημα εάν πράγματι είναι αληθινά τα επικαλούμενα στην αγωγή περιστατικά, καθόσον αυτό δεν αφορά το ορισμένο και τη νομική θεμελίωση της, όπως αβασίμως υπολαμβάνουν οι εκκαλούντες, αλλά αποκλειστικά την ουσιαστική βασιμότητα της, η οποία θα εξετασθεί κατά την εκτίμηση των σχετικών αποδείξεων. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση του έκρινε ορισμένη την αγωγή και ως προς την συρρέουσα βάση της από την αδικοπρακτική συμπεριφορά της πέμπτης εναγομένης-εκκαλούσας, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και συνεπώς, ο κρινόμενος λόγος της εφέσεως της, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος.

VII. Κατά το άρθρο 10 ΑΚ, η ικανότητα του νομικού προσώπου ρυθμίζεται από το δίκαιο της έδρας του. Τα επί μέρους ζητήματα, που ρυθμίζονται από το δίκαιο της έδρας του νομικού προσώπου είναι, μεταξύ άλλων, η ίδρυση του νομικού προσώπου, η έναρξη και η έκταση της ικανότητας δικαίου, η λύση του, η επωνυμία, η διαχείριση, η αντιπροσωπευτική εξουσία και η ευθύνη των οργάνων του. Ως “έδρα” νοείται κατά τη διάταξη αυτή η πραγματική και όχι η καταστατική, δηλαδή ο τόπος, όπου είναι εγκαταστημένα τα όργανα που κινητοποιούν τον οργανισμό του νομικού προσώπου, στον οποίο (τόπο) συντελούνται οι σπουδαιότερες εκδηλώσεις της υποστάσεως του και στον οποίον ασκείται πραγματικά η διοίκηση και λαμβάνονται οι βασικές για τη λειτουργία του αποφάσεις. Έτσι, οι αλλοδαπές εταιρίες, οι οποίες έχουν ως πραγματική έδρα την Ελλάδα, δεν έχουν όμως συσταθεί συμφώνως προς τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου, πάσχουν ακυρότητα ως εταιρίες του αντιστοίχου εταιρικού τύπου και λειτουργούν ως ομόρρυθμες εταιρίες “εν τοις πράγμασι”. Τούτο, όμως, δεν ισχύει προκειμένου περί: α) εταιριών των Η.Π.Α., συνεστημένων δυνάμει των νόμων και κανονισμών των Η.Π.Α. (άρθρο 24 παρ. 3 εδ. 2 της από 3ης Αυγούστου 1951 Συνθήκης Φιλίας, Εμπορίου και Ναυτιλίας μεταξύ Ελλάδος και Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, κυρωθείσης δια του άρθρου μόνου του ν. 2893/1954, β) εταιριών συσταθεισών συμφώνως προς την νομοθεσία κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εντός του εδάφους του οποίου έχουν την καταστατική έδρα αυτών (άρθρα 43, 48 και 293 της Συνθήκης Ευρωπαϊκής Ενώσεως, ως έχει τροποποιηθεί μεταγενεστέρως, η οποία έχει κυρωθεί δια του άρθρου πρώτου του ν.945/1979), γ) ναυτιλιακών εταιριών του άρθρου 1 του ν.791/1978, των οποίων η σύσταση έγινε κατά τους νόμους αλλοδαπής πολιτείας, εφόσον είναι ή ήσαν πλοιοκτήτριες ή διαχειρίστριες πλοίων υπό Ελληνική σημαία ή είναι εγκατεστημένες ή ήθελαν εγκατασταθεί στην Ελλάδα δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 25 του ν.27/1975 ή των α.ν. 89/1967 και 378/1968, οι οποίες διέπονται ως προς την σύσταση και την ικανότητα δικαίου από το δίκαιο της χώρας, στην οποία βρίσκεται, κατά το καταστατικό τους, η έδρα τους, ανεξαρτήτως του τόπου από τον οποίο διευθύνονται ή διευθύνονταν εξ ολοκλήρου ή εν μέρει οι υποθέσεις τους. Σημειωτέον ότι, η εφαρμογή των διατάξεων αυτών του άρθρου 1 του ν.791/1978 επεκτάθηκε και στις αλλοδαπές ναυτιλιακές εταιρίες πλοιοκτήτριες ή διαχειρίστριες πλοίων υπό ξένη σημαία, εφόσον τα πλοία αυτών διαχειρίζονται ή διεχειρίζοντο γραφεία ή υποκαταστήματα εταιριών εγκατεστημένων εντός της ημεδαπής δυνάμει αδείας, χορηγούμενης δια κοινής αποφάσεως των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας, δημοσιευομένης δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, ως και των εταιριών χαρτοφυλακίου αυτών, υπό την ιδία ως άνω (υπό στοιχείο γ’ ) εξαίρεση (άρθρα 1 του ν.791/1978 και 25 του ν. 27/1975, ως αντικ. δια του άρθρου 4 του ν.2234/1994, 11Δ του ν. 3816/2010), οι οποίες διέπονται ως προς τη σύσταση, τη νομική προσωπικότητα και την ικανότητα δικαίου από το δίκαιο της χώρας, όπου ευρίσκεται η καταστατική έδρα αυτών, ανεξαρτήτως του τόπου διευθύνσεως των εταιρικών υποθέσεων τους και δ) ναυτιλιακών εταιριών, μη πλοιοκτητριών ή διαχειριστριών πλοίων υπό ελληνική σημαία κατά τον ενεστώτα χρόνο ή κατά το παρελθόν, εγκατεστημένων εντός της ημεδαπής δυνάμει αδείας χορηγούμενης δια κοινής αποφάσεως των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας, δημοσιευομένης δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, ως και των εταιριών χαρτοφυλακίου αυτών, υπό την αυτήν ως άνω (υπό στοιχείο γ΄ ) εξαίρεση (ΟλΑΠ 2/2003, ΑΠ 201/2014, ΑΠ 803/2010, ΑΠ 812/2008, ΑΠ 186/2008). Επομένως, αλλοδαπές ναυτιλιακές εταιρίες, που έχουν την πραγματική τους έδρα στην Ελλάδα, αλλά δεν έχουν εγκατασταθεί σ’ αυτή σύμφωνα με τις διατάξεις των ανωτέρω νόμων, ούτε ήταν ποτέ πλοιοκτήτριες ή διαχειρίστριες πλοίων με ελληνική σημαία, δεν εμπίπτουν στις ανωτέρω ρυθμίσεις και, επειδή δεν συστήθηκαν συμφώνως προς τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου, είναι άκυρες, ως εταιρίες του αντιστοίχου εταιρικού τύπου και λειτουργούν στην Ελλάδα και αυτές, ως ομόρρυθμες εταιρίες “εν τοις πράγμασι”, οι δε εμφανιζόμενοι εταίροι αυτών ευθύνονται απεριορίστως και εις ολόκληρον μετά της εταιρίας, συμφώνως πλέον προς τις διατάξεις των άρθρων 249 παρ. 1 και 258 παρ. 3 περί ευθύνης των εταίρων, του Α΄ κεφαλαίου «Ομόρρυθμη εταιρεία» του έβδομου μέρους «Προσωπικές Εμπορικές Εταιρείες»  του Ν.4072/2012. (ΑΠ 1699/2016, ΑΠ 803/2010, ΑΠ 812/2008, ΕφΠειρ 151/2016 δημ.ΝΟΜΟΣ).

Αντιθέτως, οι αλλοδαπές ναυτιλιακές εταιρείες, πλοιοκτήτριες υπό ξένη σημαία πλοίων, που τα διαχειρίζονται ή διαχειρίζονταν γραφεία ή υποκαταστήματα εταιρειών του άρθρου 25 του Ν. 27/1975  και άρα υπάγονται στο άρθρο 1 του Ν. 791/1978, θεωρούνται έγκυρες, εφόσον έχουν ιδρυθεί, σύμφωνα με το δίκαιο της καταστατικής τους έδρας, ακόμη και εάν ανακληθεί η άδεια εγκαταστάσεως του υποκαταστήματος ή του γραφείου της εταιρείας, που διαχειρίζεται τα πλοία τους, αφού η ενεστώσα, ήτοι μετά την ανάκληση της αδείας της διαχειρίστριας των πλοίων τους, εγκατάσταση τους στην Ελλάδα, δεν αποτελεί προϋπόθεση για την εφαρμογή του δικαίου της καταστατικής της έδρας ως προς την σύσταση, τη νομική προσωπικότητα και την ικανότητα δικαίου τους (ΕφΠειρ 149/2015, ΕφΠειρ 701/2013 δημ.ΝΟΜΟΣ).

VIII. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 68 και 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι για την παροχή έννομης προστασίας απαιτείται, εκτός από το έννομο συμφέρον, η νομιμοποίηση των διαδίκων, η ύπαρξη δηλαδή δικαιώματος υπερασπίσεως της υποθέσεως στην οποία δικάζεται κάποιος ως ενάγων και γενικά ως αιτούμενος έννομη προστασία, ενεργητική νομιμοποίηση, ή ως εναγόμενος – καθ’ου η αίτηση, παθητική νομιμοποίηση, ή εξουσία διεξαγωγής της δίκης για συγκεκριμένο δικαίωμα ή έννομη σχέση. Η νομιμοποίηση καθορίζεται από τον εφαρμοστέο κανόνα του ουσιαστικού δικαίου και συμπίπτει, εκτός από ορισμένες εξαιρέσεις των λεγομένων μη δικαιούχων ή μη υπόχρεων διαδίκων, με την ιδιότητα του υποκειμένου του επιδίκου δικαιώματος ή της έννομης σχέσεως, έστω και αν αυτός αποδεικνύεται αναληθής, οπότε η αγωγή θα απορριφθεί, ως αβάσιμη, λόγω ανυπαρξίας του επιδίκου δικαιώματος. Επίσης, η ως άνω νομιμοποίηση είναι διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης και γι’ αυτό εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης και κατά συνέπεια η έλλειψη της συνεπάγεται την απόρριψη της αγωγής, ως απαράδεκτης. Έτσι, ενόψει της φύσεως της νομιμοποιήσεως, ως διαδικαστικής προϋποθέσεως της δίκης, η εκ μέρους του εναγομένου αμφισβήτηση των περιστατικών που επικαλείται ο ενάγων για τη θεμελίωση της νομιμοποιήσεως, αν και έχει συνήθως την μορφή ενστάσεως, αποτελεί στην πραγματικότητα άρνηση της βάσεως της αγωγής του ενάγοντος, ο οποίος και φέρει το σχετικό βάρος της αποδείξεως, αφού η νομιμοποίηση συμπίπτει καταρχήν, όπως προαναφέρθηκε, με την ιδιότητα του υποκειμένου της επίδικης έννομης σχέσεως του ουσιαστικού δικαίου και, κατά συνέπεια, η απόδειξη της συμπίπτει με την απόδειξη των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν τη βάση της αγωγής. Επομένως, σε περίπτωση μη αποδείξεως των περί νομιμοποιήσεώς περιστατικών, η σχετική αγωγή απορρίπτεται, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, λόγω ελλείψεως ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποιήσεως, κατά το δικονομικό κανόνα, σύμφωνα με τον οποίο «μη αποδεικνύοντος του φέροντος το βάρος της αποδείξεως, απορρίπτεται η αγωγή (ή η ένσταση)». Πάντως, τα θεμελιωτικά, στοιχεία της νομιμοποίησης, ενεργητικής και παθητικής, πρέπει να αναγράφονται στο δικόγραφο της αγωγής, για να προκύπτει ο σύνδεσμος του ενάγοντος και του εναγομένου προς την επίδικη έννομη σχέση, γιατί ο ισχυρισμός για τη νομιμοποίηση αποτελεί αναγκαίο στοιχείο της αγωγής, η δε συνέπεια της παράλειψης αναφοράς των στοιχείων νομιμοποίησης στο δικόγραφο της αγωγής είναι το απαράδεκτο αυτής (ΑΠ 339/2010 ΧρΙΔ 2011 206, ΑΠ 602/2002 ΕλΔνη 2002 1680, ΕφΘεσ 424/2010 ΕΠολΔ 2011 109, ΕφΑθ 1854/2009 ΕλΔνη 2009 1427, ΕφΙωαν 37/2005 Αρμ 2005 1774, ΕφΘεσ 1857/2003 Αρμ 2005 372, ΕφΑθ 5685/1999 ΕλΔνη 2000 528, ΕφΔωδ 107/1999 ΕπισκΕΔ 2000 721).

  1. IX. Από τις υπ’αριθμ…../4.7.2016 και …./16.6.2016 ένορκες βεβαιώσεις των …….. και ……., αντίστοιχα, ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς, …….., που λήφθηκαν με την επιμέλεια της ενάγουσας-εφεσίβλητης, κατόπιν νομότυπης κλήτευσης των εναγομένων, κατ’αρθρο 422παρ.1 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 του Ν.4335/2015 (υπ’αριθμ……….΄/ 13.6.2016 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά …….) και την υπ’αριθμ……/17.6.2016 ένορκη βεβαίωση της ……….., ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς, ………, που λήφθηκε με την επιμέλεια του πρώτου και τέταρτης των εναγομένων-εκκαλούντων, κατόπιν νομότυπης κλήτευσης, κατ’αρθρο 422παρ.1 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 του Ν 4335/2015, της ενάγουσας-εφεσίβλητης (υπ’αριθμ……/14.6.2016 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά ……….), οι οποίες εκτιμώνται από το Δικαστήριο κατά το μέτρο της αξιοπιστίας και το βαθμό της γνώσεως εκάστου μάρτυρα και όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, μεταξύ των οποίων και οι ένορκες βεβαιώσεις που λήφθηκαν στα πλαίσια άλλων δικών, ανεξάρτητα αν αυτά (έγγραφα) πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρα 340 παρ.1 και 591 παρ.1 ΚΠολΔ), για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004,723), σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφα τους και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 264 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (336 παρ.4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Δυνάμει της από 21.10.2014 σύμβασης πώλησης καυσίμων, που καταρτίστηκε στον Πειραιά μεταξύ αφενός της ενάγουσας αλλοδαπής εδρεύουσας στον ….. εταιρείας πετρελαιοειδών με την επωνυμία «……..”, που δραστηριοποιείται, μεταξύ άλλων, με την εμπορία καυσίμων και τον εφοδιασμό πλοίων με ναυτιλιακά καύσιμα, δια της αντιπροσώπου της στην Ελλάδα, με έδρα τον … και την επωνυμία «……..» (“………”) ενεργούσης στο όνομα κα για λογαριασμό της και αφετέρου της τρίτης εναγομένης αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία “…….” (….), με καταστατική έδρα στις Νήσους Μάρσαλ, πραγματική δε στην Ελλάδα και συγκεκριμένα αρχικά στο … Αττικής (… αρ….) και ήδη στο … στην Αθήνα (… αρ…..), όπου ασκούνται οι πράξεις διοίκησης της και λαμβάνονται οι αποφάσεις, χωρίς όμως να έχει λάβει άδεια εγκατάστασης γραφείου, ενεργούσης, ως διαχειρίστριας του υπό σημαία Λιβερίας πλοίου μεταφοράς χύδην φορτίου «D.», νηολογίου Μονρόβια Λιβερίας, με αριθμό ΙΜΟ …., κοχ. 32983, κυριότητας της δεύτερης εναγομένης αλλοδαπής μονοβάπορης εταιρείας με την επωνυμία «………», που εδρεύει σύμφωνα με το καταστατικό της στην …. Λιβερίας, στην πραγματικότητα όμως στην Ελλάδα στην ίδια διεύθυνση με την ανωτέρω αντιπρόσωπο και διαχειρίστρια της, η οποία όμως δεν είχε μόνο την εμπορική διαχείριση, αλλά ασκούσε τον εφοπλισμό του εν λόγω πλοίου εκπροσωπουμένη από τον εναγόμενο, ………., ως διευθυντή, νόμιμο εκπρόσωπο και διαχειριστή της, η ενάγουσα πώλησε, σύμφωνα με τους συνομολογηθέντες γενικούς όρους και προϋποθέσεις πώλησης της εταιρείας και παρέδωσε αυθημερόν στο εφοδιαζόμενο πλοίο, ενόσω ήταν ελλιμενισμένο στην Τζέντα, δια της βοηθού εκπληρώσεως της εταιρίας «……..) (….)”, ποσότητα 269,890 μετρικών τόνων ναυτιλιακού καυσίμου τύπου IFO (Intermediate Fuel Oil) 380 CST αντί 585 δολαρίων ΗΠΑ ανά τόνο και ποσότητα 25 μετρικών τόνων καυσίμου τύπου MGO (Marine Cas Oil) αντί 1.090 δολαρίων ΗΠΑ ανά τόνο, συνολικής αξίας 185.135,65 δολαρίων ΗΠΑ, που παραλήφθηκαν από τον αρμόδιο προς τούτο Α΄ Μηχανικό του πλοίου αυτού, ο οποίος υπέγραψε ανεπιφύλακτα το μετ’επικλήσεως προσκομιζόμενο από 21.10.2014 δελτίο παράδοσης καυσίμων, εκδοθέντος ακολούθως του υπ’αριθμ………/11.11.2014 τιμολογίου, σε χρέωση της δεύτερης και τρίτης των εναγομένων εταιρειών, το οποίο όμως δεν εξοφλήθηκε εντός της οριζόμενης προθεσμίας των 60 ημερών από την παράδοση των πωληθέντων καυσίμων, ήτοι μέχρι τις 19.12.2014, ούτε κατόπιν παράτασης αυτής, έως τις 19.1.2015, μήτε μεταγενέστερα, παρά τις επανειλημμένες περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις του πρώτου και της τρίτης των εναγομένων, μεταξύ άλλων και δια του από 26.1.2015 μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου αναγνώρισης της ανωτέρω οφειλής, πλέον συμφωνηθέντων τόκων υπερημερίας, στις αλλεπάλληλες προφορικές και έγγραφες οχλήσεις της ενάγουσας. Έτσι, η δεύτερη και η τρίτη εναγόμενες εταιρίες, οι οποίες συμβλήθηκαν στην εν λόγω σύμβαση πωλήσεως, με την ιδιότητα ουσιαστικά της κυρίας του πλοίου και της εφοπλίστριας αντίστοιχα, εκπροσωπούμενες από τον πρώτο εναγόμενο, ως ασκών την διοίκηση και διαχείριση τους, οφείλουν να καταβάλουν στην ενάγουσα, λόγω ενδοσυμβατικής ευθύνης, ως τίμημα των πωληθέντων καυσίμων, το συνολικό ποσό των 135,65 δολαρίων Η.Π.Α., με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας από την παρέλευση της ταχθείσης έως 19.1.2015 προθεσμίας για την καταβολή του, ήτοι από τις 20.1.2015, δεδομένου ότι το κεφάλαιο της εκκαλουμένης περί απόρριψης των αιτημάτων τοκοφορίας με βάση το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας 2% μηνιαίως, καθώς επίσης ανατοκισμού των τόκων υπερημερίας με βάση το δικαιοπρακτικό επιτόκιο, δεν προσβάλλεται με λόγο έφεσης ή αντέφεσης.

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η τέταρτη εναγομένη εταιρεία, ήδη εκκαλούσα, με την επωνυμία «………” (….), πρώην «………”, ομοίως συμφερόντων του πρώτου εναγομένου-εκκαλούντος,  εδρεύει κατά το καταστατικό της στις Νήσους Μάρσαλ και έλαβε άδεια εγκατάστασης γραφείου στην Ελλάδα στην ίδια ανωτέρω διεύθυνση στο … Αττικής, με την υπ’αριθμ. 3122.1/3834/24182/31.12.2004 κοινή απόφαση των υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας, όπως τροποποιήθηκε, τηρουμένων και των απαιτούμενων διατυπώσεων δημοσιότητας (ΦΕΚ ΤΑΠΣ 4 /20-1-2005 και ΦΕΚ ΤΑΠΣ 38/21-2-2006), με αντικείμενο αποκλειστικά την διαχείριση και εκμετάλλευση ποντοπόρων πλοίων άνω των 500 κοχ.. Διευθυντής και Πρόεδρος του εν λόγω εγκατεστημένου γραφείου της ορίζεται αρχικά ο ιδρυτής της εταιρείας, πρώτος εναγόμενος, ………, διορίζει δε την αδελφή του, ………, ως γραμματέα/ταμία, ενώ με την από 23.9.2013 απόφαση του διοικητικού συμβουλίου ορίστηκε νόμιμος εκπρόσωπος τούτου, η ………, ενώ αυτός εμφανίζεται κατά τα έτη 2012, 2013 και 2014, ως υπάλληλος γραφείου της εναγομένης αυτής εταιρείας, πλην όμως στην πραγματικότητα η τελευταία διοικείται και εκπροσωπείται από τον πρώτο εναγόμενο. Σύμφωνα με τον κατατεθειμένο πίνακα στο αρμόδιο Τμήμα Ναυτιλίας του Υπουργείου Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού, κατά τα κρίσιμα έτη 2013-2014, η εταιρεία αυτή διαχειρίστηκε τα υπό σημαία Λιβερίας πλοία «AT” και “BI” των πλοιοκτητριών εταιρειών «……….” και  “………..” αντίστοιχα, τυπικά εδρευόντων στην … Λιβερίας, στην πραγματικότητα όμως στην Ελλάδα στην ίδια έδρα με την φερόμενη διαχειρίστρια των πλοίων τους, τέταρτη εναγομένη εταιρεία, ως διευθύντρια δε των ανωτέρω τύποις πλοιοκτητριών εταιρειών, εμφανίζεται η ………., δικηγόρος του πρώτου εναγομένου και εν γένει του ομίλου επιχειρήσεων του, η οποία είχε διατελέσει και διορισμένη από αυτόν διευθύντρια του γραφείου της εμφανιζόμενης διαχειρίστριας τέταρτης εναγομένης. Δυνάμει του από 14.10.2013 μνημονίου συνεργασίας για την παροχή υπηρεσιών, που καταρτίστηκε μεταξύ της τρίτης εναγομένης, … και της τέταρτης εναγομένης …., αυτή ανέλαβε, αντί προμήθειας, να παράσχει υπηρεσίες ναύλωσης στα πλοία της …., μεταξύ των οποίων περιλαμβανόταν το επίδικο, όσον αφορά ενδεικτικά την εξακρίβωση και αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας των ναυλωτών, καθώς επίσης της διαπραγμάτευσης των όρων και συμφωνιών του ναυλοσυμφώνου και της επικοινωνίας με τους ναυλωτές κατά την διάρκεια ναύλωσης, επιπλέον δε με το ίδιο συμφωνητικό, αντί κατ’αποκοπή αμοιβής, ανατέθηκε στην … η διαχείριση όλων των νομικών υποθέσεων και αξιώσεων, που αφορούν στα πλοία της …. και των πλοιοκτητριών τούτων, που δύνανται να προκύψουν από τις συνηθισμένες ναυτιλιακές δραστηριότητες και προσφέρθηκε προς εξυπηρέτηση της …, η χρήση της «πλατφόρμας» της …., ήτοι η λίστα των προμηθευτών, ναυτικών πρακτόρων και επιθεωρητών, που συνεργάζονταν στις χώρες της Ευρώπης, ΗΠΑ και βορείου και δυτικής Αφρικής. Οι εν λόγω δύο εναγόμενες εταιρείες, που ανήκουν στον ίδιο όμιλο επιχειρήσεων, εκτός που έχουν κοινή έδρα, απασχολούν το ίδιο προσωπικό, χρησιμοποιούν τους ίδιους αριθμούς τηλεφωνικής κλήσης και τις ίδιες ηλεκτρονικές διευθύνσεις επικοινωνίας, το δε όνομα ιστοσελίδας (domain name) “imamcorp.net”, είναι κατοχυρωμένο στο όνομα του πρώτου εναγομένου, . …, ο οποίος εμφανίζεται ως πρόεδρος, διευθύνων σύμβουλος και εκπρόσωπος τούτων, όπως και πλήθους άλλων εταιρειών περιλαμβανομένων στην επαγγελματική του κάρτα, η δε δράση του είναι προσωποπαγής με την έννοια ότι λαμβάνει ο ίδιος τις αποφάσεις, που αφορούν την διοίκηση και διαχείριση τους, οι δε ενέργειες των εταιρειών αποτελούν δικές του ενέργειες και καλύπτουν την δική του ναυτιλιακή δραστηριότητα.

Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι ο πρώτος των εναγομένων δραστηριοποιείται στην Ελλάδα, στον χώρο της ποντοπόρου ναυτιλίας από την δεκαετία του 1980, μέσω του Ομίλου … (……..), που αποτελείται από εταιρείες, που ιδρύονται και ελέγχονται αποκλειστικά από τον ίδιο, ο οποίος λαμβάνει τις κρίσιμες αποφάσεις για την διοίκηση τους και έχουν καταστατική έδρα σε χώρες της αλλοδαπής, όπως η Λιβερία και οι Νήσοι Μάρσαλ, αλλά πραγματική στην Ελλάδα, όπου συστεγάζονται στα γραφεία, τα οποία εκάστοτε διατηρεί στο … Αττικής επί της οδού ……… και στην Αθήνα επί της οδού . … στο …., όπου βρίσκεται η κατοικία του.  Έτσι, σε περίπτωση αποκτήσεως κάθε πλοίου, ο πρώτος των εναγομένων ίδρυε και μία εταιρεία, που τυπικά ήταν η πλοιοκτήτρια, με μοναδική μέτοχο της την μητρική εταιρεία (holding company) του ομίλου, μη διάδικο στην παρούσα δίκη «………», που είχε ιδρυθεί το έτος 2003 και ανέθετε την διαχείριση του σε κάποια από τις εταιρείες, που είχε ιδρύσει για αυτόν τον σκοπό, όπως ήταν η μη εν προκειμένω διάδικος «……..», η τρίτη των εναγομένων «………» (…..) και η τέταρτη των εναγομένων «…….», εκ των οποίων η πρώτη και η τρίτη είχαν εγκαταστήσει νομίμως γραφείο στην Ελλάδα στην ανωτέρω διεύθυνση στο …. Αττικής. Περαιτέρω, τα έσοδα των πλοίων τα διαχειριζόταν ο ίδιος, μέσω των εταιρειών επενδύσεων «……..» και «……..», τις οποίες ήλεγχε και συστεγάζονταν με τις άλλες εταιρείες στα γραφεία του στην Αθήνα. Εξάλλου, ο πρώτος των εναγομένων ήταν μοναδικός μέτοχος της εταιρείας «holding» έως και τις 24-4-2010, που μεταβίβασε τις μετοχές του στο ίδρυμα με την επωνυμία «……..», που είχε συστήσει ο ίδιος στο …. από τις 15-4-2010, με πρώτο δικαιούχο και ισόβιο προστάτη τον ίδιο. Στο ως άνω ίδρυμα, που εξακολουθεί να υφίσταται μέχρι σήμερα, ο πρώτος εναγόμενος μεταβίβασε, με την ίδρυση του και τις μετοχές των ανωτέρω εταιρειών επενδύσεων, αλλά και της διαχειρίστριας «…….», με τις μετοχές των δύο τελευταίων εταιρειών, να καταλήγουν στο επίσης συσταθέν στο …. από τον πρώτο εναγόμενο ίδρυμα με την επωνυμία «……….».

Ενόψει της αγοράς τεσσάρων πλοίων, μεταξύ των οποίων και του επίδικου με την τότε ονομασία «HS», με κεφάλαια κυρίως από τραπεζικό δανεισμό της τράπεζας «……», ο πρώτος εναγόμενος ίδρυσε, μεταξύ άλλων, τον Δεκέμβριο 2012 την δεύτερη εναγομένη εταιρεία «……..», με καταστατική έδρα στην …. Λιβερίας, που απέκτησε τυπικά την πλοιοκτησία τούτου και ανέθεσε την διαχείριση του πλοίου, έως τον μήνα Φεβρουάριο του έτους 2013, στην εγκατεστημένη στην Ελλάδα, μη διάδικο στην παρούσα δίκη, εδρεύουσα στις νήσους Μάρσαλ εταιρεία με την επωνυμία «……..», που δυνάμει της υπ’ αριθμ. 3122.1/4171/24548/12-3-2008 ΚΥΑ, είχε εγκαταστήσει νομίμως, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 του Ν.27/1975, γραφείο στην Ελλάδα, έως τις 28-2-2013, που ανακλήθηκε η άδεια της με την υπ’ αριθμ. 3122.1/4171/16/24548/21-2-2013 ΚΥΑ. Δυνάμει της από 7-10-2011 σύμβασης δανείου με την ανωτέρω γερμανική τράπεζα και εγγυήσεως της ως άνω μητρικής εταιρείας του ομίλου, μοναδικής μετόχου εκάστης πλοιοκτήτριας, η δεύτερη εναγομένη αλλοδαπή εταιρεία στις 18.3.2013 εισέπραξε το προϊόν του τραπεζικού δανεισμού, ύψους 14.625.000 δολαρίων ΗΠΑ και το διέθεσε στην αγορά του επίδικου πλοίου, αντί τιμήματος 17.200.000 δολαρίων ΗΠΑ, στο οποίο έδωσε την τωρινή ονομασία «D.». Η εν λόγω εναγομένη φερόμενη πλοιοκτήτρια εταιρεία, όπως και οι λοιπές του ομίλου επιχειρήσεων του πρώτου εναγομένου, που είχαν ιδρυθεί για τον ίδιο σκοπό, δεν ανέπτυξε συναλλακτική δραστηριότητα, ούτε είχε δική της εταιρική οργάνωση και δομή, καθόσον ο πρώτος εναγόμενος, ως ιθύνων νους του ομίλου, είχε αναθέσει την διαχείριση του επίδικου πλοίου, όπως προαναφέρθηκε, αρχικά στην ανωτέρω διαχειρίστρια και αφότου ανακλήθηκε η άδεια της, στην τρίτη των εναγομένων εδρεύουσα στις ……. αλλοδαπή, μη εγκατεστημένη στην Ελλάδα, εταιρεία «……», που ενεργούσε βάσει των εντολών και οδηγιών του, ως προέδρου, διευθύνοντος συμβούλου και νομίμου εκπροσώπου της, όπως συνέβη και στην προκειμένη περίπτωση αγοράς καυσίμων, καθόσον αυτός διατηρούσε τον αποκλειστικό έλεγχο της διοίκησης της και διαχείρισης των οικονομικών της, καθώς επίσης και την διεύθυνση της ναυσιπλοΐας του εν λόγω πλοίου, ακόμη και μετά τον τυπικό ορισμό από τον ίδιο του ……., ως διευθυντή και νομίμου εκπροσώπου της, εφόσον ο τελευταίος προκύπτει ότι εργάστηκε από τον Ιανουάριο 2006 έως τον Μάρτιο 2013, ως τεχνικός διευθυντής της …. στην Αθήνα και από τον Απρίλιο 2013 απασχολήθηκε με την ιδιότητα του τεχνικού διευθυντή της …. στην Σανγκάη, πλην όμως στην πραγματικότητα ουδέποτε του παρασχέθηκε από τον πρώτο εναγόμενο η εξουσία διοίκησης και διεύθυνσης των ναυτιλιακών επιχειρήσεων και οικονομικών υποθέσεων της εναγομένης αυτής εταιρείας, μήτε αυτή είχε έδρα στην Κίνα, όπως αβασίμως υποστηρίζει ο πρώτος εναγόμενος. Αντίθετα αυτός παρέμεινε το διοικούν όργανο, ως διευθύνων σύμβουλος και εκπρόσωπος της, συναλλασσόμενος στο όνομα του για λογαριασμό της εν λόγω εταιρείας, στην πραγματική της ως άνω έδρα στην Ελλάδα, όπως αποδεικνύεται και από τον τόπο διεξαγωγής των διαπραγματεύσεων, κατάρτισης της ένδικης πώλησης καυσίμων, αποστολής του οικείου τιμολογίου, αλλά και ανταλλαγής των επιγενόμενων της μη πληρωμής του τιμήματος οχλήσεων και ανταπαντήσεων, μεταξύ της ενάγουσας και της ….. εκπροσωπουμένης σε όλα τα στάδια και εκδηλώσεις της βούλησης της από τον πρώτο εναγόμενο, ως το μόνο αρμόδιο πρόσωπο να δεσμεύει την εταιρεία με τις πράξεις και τις αποφάσεις του, τόσο αναφορικά με την σύναψη της επίμαχης σύμβασης, όσο και με την εκτέλεση της και την μη εκπλήρωση των εξ αυτής υποχρεώσεων των συμβαλλομένων δεύτερης και τρίτης εναγομένων εταιρειών, απορριπτομένου του προβαλλομένου με τις πρωτόδικες προτάσεις και τον τρίτο λόγο της ένδικης έφεσης του εκκαλούντος-πρώτου εναγομένου ισχυρισμού, περί πραγματικής έδρας και διοίκησης της στην Κίνα, προς επίρρωση της άρνησης παθητικής νομιμοποίησης του, ως ουσιαστικά αβασίμου.

Ενόψει λοιπόν του ότι, η τρίτη εναγομένη αλλοδαπή εταιρία με καταστατική έδρα τις ………., ουδέποτε απέκτησε νόμιμη εγκατάσταση (υποκατάστημα ή γραφείο) στην Ελλάδα, απ’ όπου διενεργείτο η εν γένει διεύθυνση των εταιρικών υποθέσεων και δραστηριότητα της, δηλαδή στον τόπο, που βρισκόταν η πραγματική έδρα της, ούτε υπήρξε ποτέ πλοιοκτήτρια ή διαχειρίστρια πλοίου υπό ελληνική σημαία, μήτε είχε τηρήσει τις νόμιμες διατυπώσεις για τη σύσταση της, ως κεφαλαιουχικής ή προσωπικής ή άλλου τύπου ελληνικής εταιρίας,  σύμφωνα με τα ρηθέντα στην οικεία μείζονα σκέψη, αυτή θεωρείται ως άκυρη του αντίστοιχου εταιρικού τύπου της (κεφαλαιουχικού) και λειτουργεί, ως ομόρρυθμη εταιρία «εν τοις πράγμασι» με εμφανιζόμενο εταίρο, διαχειριστή και νόμιμο εκπρόσωπο τον πρώτο εναγόμενο, εφαρμοζομένου του ελληνικού δικαίου, δεδομένου ότι η εν λόγω εναγομένη εταιρεία δεν εμπίπτει σε κάποια από τις προεκτεθείσες στην μείζονα σκέψη περιπτώσεις, στις οποίες οι σχετικές εταιρίες διέπονται ως προς τη σύσταση, τη νομική προσωπικότητα και την ικανότητα δικαίου από το δίκαιο της χώρας, όπου ευρίσκεται η καταστατική έδρα αυτής, ανεξαρτήτως του τόπου διευθύνσεως των εταιρικών υποθέσεων, ο δε πρώτος εναγόμενος δεν ενεργούσε για λογαριασμό του νομικού προσώπου νόμιμα συνεστημένης εταιρίας, αλλά ως ομόρρυθμος εταίρος άκυρης εταιρίας, που λειτουργούσε εν τοις πράγμασι καλύπτοντας την ατομική του δραστηριότητα. Άλλωστε, σε περίπτωση άτυπα συσταθείσης, «εν τοις πράγμασιν» ομόρρυθμης εταιρίας, κάθε εμφανιζόμενος εταίρος αυτής, συναλλασσόμενος με τρίτους κάτω από την εταιρική επωνυμία, δεσμεύει ως διαχειριστής την εταιρία. Επομένως, ο πρώτος εναγόμενος, ο οποίος, όπως προαναφέρθηκε, κατά το χρόνο καταρτίσεως της επίδικης συμβάσεως, ενεργούσε, ως  αποκλειστικός πρόεδρος, διαχειριστής και εκπρόσωπος της τρίτης εναγομένης εταιρίας, η οποία είναι άκυρη κατά το ελληνικό δίκαιο και λειτουργεί, ως «de facto» ομόρρυθμη εταιρία, ευθύνεται απεριόριστα και αυτός για την καταβολή του οφειλομένου τιμήματος εκ της ενδίκου συμβάσεως έναντι της ενάγουσας, εις ολόκληρον με την συμβαλλομένη τρίτη εναγομένη εταιρία, ενόψει του ότι μόνον οι απεριορίστως ευθυνόμενοι ομόρρυθμοι εταίροι μπορούν να είναι διαχειριστές και εκπρόσωποι της ομόρρυθμης εταιρίας, ούτως ώστε, ο πρώτος εναγόμενος, λόγω της ως άνω ιδιότητας του, ως προέδρου, διαχειριστή και εκπροσώπου της εναγομένης αυτής εταιρείας, ανεξαρτήτως της τυπικής μετοχικής σύνθεσης τούτης, θεωρείται, ως ομόρρυθμος εταίρος αυτής, έχοντας την αντίστοιχη εις ολόκληρον με την εταιρεία νόμιμη ευθύνη έναντι των συναλλασσόμενων τρίτων για τα εταιρικά χρέη.

Όσον αφορά όμως την δεύτερη εναγομένη αλλοδαπή εταιρία, που εδρεύει κατά το καταστατικό της στην … της Λιβερίας, φερόμενη πλοιοκτήτρια του υπό σημαία Λιβερίας επίδικου πλοίου «D.», που είχε αναθέσει την διαχείριση του και το διαχειριζόταν έως τον μήνα Φεβρουάριο του έτους 2013, που ανακλήθηκε η άδεια της, η εγκατεστημένη νομίμως στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 Ν.27/1975, μη διάδικος στην παρούσα δίκη, εδρεύουσα στις … … εταιρεία με την επωνυμία «………» και άρα υπάγεται στο άρθρο 1 του Ν.791/1978, θεωρείται έγκυρη, εφόσον έχει ιδρυθεί, σύμφωνα με το δίκαιο της καταστατικής της έδρας και δεν έχει έννομη επιρροή η ανάκληση της αδείας εγκαταστάσεως του στην ημεδαπή γραφείου της ανωτέρω εταιρείας, που διαχειριζόταν το πλοίο της, αφού η ενεστώσα, ήτοι μετά την ανάκληση της αδείας της διαχειρίστριας του πλοίου της, διαχείριση του από την τρίτη εναγομένη εταιρεία, που δεν έχει νόμιμη, κατά τα άνω, εγκατάσταση στην Ελλάδα, δεν αποτελεί προϋπόθεση για την εφαρμογή του δικαίου της καταστατικής της έδρας, ως προς την σύσταση, τη νομική προσωπικότητα και την ικανότητα δικαίου της δεύτερης εναγομένης. Επομένως, η κρινόμενη βάση της αγωγής εκ της προσωπικής ευθύνης του πρώτου εναγομένου, ως ομόρρυθμου εταίρου, αναφορικά με την δεύτερη εναγομένη, κατά την επιχειρούμενη θεμελίωση της στον ισχυρισμό ότι η τελευταία είναι άκυρη και λειτουργεί, ως εν τοις πράγμασι προσωπική (ομόρρυθμη) εταιρεία, εφόσον δεν τηρεί τις απαιτούμενες από το ελληνικό δίκαιο διατυπώσεις σύστασης και εγκατάστασης, η δε διαχειρίστρια του πλοίου της, τρίτη εναγομένη, δεν έχει νομίμως εγκατασταθεί στην Ελλάδα, κρίνεται απορριπτέα, ως μη νόμιμη, καθόσον ερείδεται επί εσφαλμένης προϋπόθεσης, εφόσον πρόκειται για αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρεία, η σύσταση της οποίας έγινε κατά τους νόμους της Λιβερίας, το δε υπό ξένη σημαία πλοίο της διαχειριζόταν νόμιμα εγκατεστημένη στην ημεδαπή εταιρεία και επομένως, εμπίπτει στις ρυθμίσεις του άρθρου 1 του Ν.791/1978 και διέπεται, ως προς την σύσταση, την νομική της υπόσταση και ικανότητα δικαίου, από το δίκαιο της χώρας της Λιβερίας, στην οποία βρίσκεται κατά το καταστατικό της η έδρα της, ανεξαρτήτως του τόπου από τον οποίο, όπως αποδείχθηκε, διευθύνονταν και διευθύνονται οι υποθέσεις της, δηλαδή το ….. Αττικής και ήδη το ….. στην Αθήνα και συνεπώς, δεν θεωρείται άκυρη, ως εταιρεία του εταιρικού τύπου σύστασης της, ώστε να λειτουργεί στην Ελλάδα, ως ομόρρυθμη εταιρεία εν τοις πράγμασι, μη στοιχειοθετουμένης στην κρινόμενη νομική βάση, για τους ανωτέρω λόγους, απεριόριστης εις ολόκληρον ευθύνης του εμφανιζομένου, ως προέδρου, διοικητή και εκπροσώπου της, πρώτου εναγομένου.

Ενόψει των ανωτέρω, ο αρνητικός της θεμελίωσης της νομιμοποίησης σχετικός ισχυρισμός του πρώτου εναγομένου, ήδη εκκαλούντος, που προβλήθηκε πρωτοδίκως και επαναφέρεται με τον τρίτο λόγο της έφεσης του, περί ελλείψεως παθητικής νομιμοποίησης του, ως προς την αγωγική βάση, που στηρίζεται στην εις ολόκληρον ευθύνη του, ως ομορρύθμου εταίρου, λόγω ακυρότητας της δεύτερης και τρίτης των εναγομένων εταιρειών, αφενός, κατά την επιχειρούμενη θεμελίωση του στο ότι, για την κατάφαση της ευθύνης του, ως ομορρύθμου εταίρου, με τις εναγόμενες αυτές αλλοδαπές εταιρείες, απαιτείται να είχε κατά τον χρόνο γέννησης της ένδικης απαίτησης την ιδιότητα του μετόχου αυτών, κρίνεται απορριπτέος, ως νόμω αβάσιμος.  Αφετέρου, καθόσον αποδίδεται στην εκκαλουμένη με τον κρινόμενο τρίτο λόγο της έφεσης του πρώτου εναγομένου-εκκαλούντος, πλημμελή εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, που δεν απέρριψε την αγωγή, λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης του, ως ομόρρυθμου εταίρου, πρέπει αυτός να γίνει εν μέρει δεκτός, ως βάσιμος κατ’ουσίαν, όσον αφορά την δεύτερη των εναγομένων και να απορριφθεί, ως προς την τρίτη τούτων, σαν ουσιαστικά αβάσιμος. Κατ’ακολουθία, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε σιωπηρώς τον κρινόμενο ισχυρισμό του πρώτου εναγομένου-εκκαλούντος, δεχόμενο ότι  αμφότερες οι εν λόγω εναγόμενες αλλοδαπές εταιρείες δεν έχουν νόμιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα και είναι άκυρες, έσφαλε στην ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, αναφορικά με την δεύτερη εναγομένη εταιρεία και έκρινε ορθώς ως προς την τρίτη αυτών, δεκτού γενομένου του συναφούς τρίτου λόγου της ένδικης έφεσης του πρώτου και τέταρτης των εναγομένων-εκκαλούντων, ως εν μέρει κατ’ουσίαν βασίμου.

Περαιτέρω, κατά τα ανωτέρω αποδειχθέντα, η δεύτερη εναγομένη αλλοδαπή εταιρεία ήταν στην πραγματικότητα εξωχώρια (offshore) εταιρεία μόνο στα χαρτιά, είχε δε ο πρώτος εναγόμενος επιμεληθεί την σύσταση της, ώστε να είναι κυρία του επίδικου πλοίου, δεδομένου δε ότι ο ίδιος ήταν ουσιαστικά ο μοναδικός μέτοχος της, όπως και των λοιπών μονοβάπορων πλοιοκτητριών εταιρειών, που είχε συστήσει, ως πρώτος δικαιούχος και ισόβιος προστάτης του ιδρύματος «………», που δεν προκύπτει ότι έχει αναπτύξει κάποια συναλλακτική οργάνωση και δράση, πέραν της αναλήψεως των μετοχών της μητρικής εταιρείας του ομίλου, μετόχου των πλοιοκτητριών εταιρειών και εκείνων της «……….» μιας εκ των εταιρειών επενδύσεων του εναγομένου, ενώ δεν αποδείχθηκε ότι η εναγομένη αυτή εταιρεία έχει ασκήσει οποιαδήποτε επιχειρηματική δραστηριότητα, συνάγεται σαφώς ότι ο πρώτος των εναγομένων ήταν που ουσιαστικά εκμεταλλευόταν το επίδικο πλοίο, όπως και τα υπόλοιπα του ομίλου, για δικό του λογαριασμό, μέσω της τρίτης εναγομένης εταιρείας, κατόπιν ανάκλησης της αδείας της προηγούμενης ως άνω διαχειρίστριας και ελάμβανε όλες τις αποφάσεις για την ναυτιλιακή επιχείρηση του, από τον ανωτέρω τόπο πραγματικής εγκατάστασης στην ημεδαπή της τρίτης εναγομένης …, άνευ νόμιμης αδείας, αρχικά στο …. Αττικής, όπου ήταν εγκατεστημένο και το γραφείο της τέταρτης εναγομένης …., ομοίως εμφαινομένης, ως  διαχειρίστριας, άλλων πλοίων του και ήδη στο …. Αθήνας, στην πραγματικότητα όμως, μέσω τούτων,  ασκούσε ο ίδιος τον εφοπλισμό των εν λόγω πλοίων και όχι μόνο την διαχείριση τους αντιπροσωπεύοντας τις φερόμενες, ως πλοιοκτήτριες αλλοδαπές εταιρείες, αλλά είχε την διεύθυνση των πλοίων του ομίλου για όλα τα ζητήματα, που αφορούσαν την λειτουργία και εκμετάλλευση τους αναπτύσσοντας συναλλακτική δραστηριότητα, με σκοπό το κέρδος, ενεργώντας ουσιαστικά στο όνομα του και για δικό του λογαριασμό προς εξασφάλιση ιδίων συμφερόντων. Ειδικότερα, διαχειριζόταν μόνος του τα έσοδα από την εκμετάλλευση των πλοίων, και ως αποκλειστικά αρμόδιος να κινεί τους λογαριασμούς, τόσο των πλοιοκτητριών, όσο και των διαχειριστριών εταιρειών του ομίλου, προέβαινε σε επιλεκτικές πληρωμές, χωρίς να τηρεί την τάξη, που επιβάλλει ο θεσμός της νομικής αυτοτέλειας κάθε εταιρείας έναντι των λοιπών, έτσι ώστε, αντί να μεταφέρει τους ναύλους ενός πλοίου στον τραπεζικό λογαριασμό της πλοιοκτήτριας του, όπως επιβάλλει η αρχή της αυτοτελούς νομικής προσωπικότητας, πίστωνε με αυτά τα ποσά τους τραπεζικούς λογαριασμούς άλλων εταιρειών του, είτε πλοιοκτητριών, είτε των εταιρειών επενδύσεων “………..” και “………..”, επίσης συμφερόντων του, μέσω των οποίων χρηματοδοτούσε άλλες δραστηριότητες του, ακόμη και άσχετες με τη ναυτιλία, διατηρώντας συνάμα την δυνατότητα να καλύπτει με τα έσοδα ενός πλοίου τις υποχρεώσεις άλλης εταιρείας του ή ακόμη και ατομικές του, μέσω διενεργούμενων αυτοβούλως εκταμιεύσεων και μεταφορών σημαντικών χρηματικών ποσών μεταξύ αφενός των τηρούμενων προς εξυπηρέτηση των εισπράξεων λογαριασμών των πλοιοκτητριών εταιρειών, συμπεριλαμβανομένης και της δεύτερης εναγομένης και αφετέρου των εναγομένων διαχειριστριών, αλλά και έτερων μη διαδίκων εταιρειών (χαρτοφυλακίου, επενδύσεων κ.αλ.), αποκλειστικών συμφερόντων του πρώτου εναγόμενου με ανεπέρειστες και αδιευκρίνιστες στην ουσία τους αιτιολογίες, όπως «ενδοεταιρικό», «επιστροφή επένδυσης», «μερίσματα» κ.άλ., γεγονός που οδήγησε στην αποστέρηση των πλοιοκτητριών και διαχειριστριών εταιρειών από τα έσοδα τους, που αντί να χρησιμοποιούνται για την εξυπηρέτηση των υποχρεώσεων τους έναντι των τρίτων, κατέληγαν στην επαύξηση της ατομικής του περιουσίας και χρηματοδότηση οικείων δραστηριοτήτων, προς ίδιον όφελος και βλάβη των δανειστών των εταιρειών πλοιοκτησίας και διαχείρισης των πλοίων. Κατ’αυτόν τον τρόπο, όσον αφορά ειδικότερα στην ένδικη υπόθεση, ο πρώτος των εναγομένων με την ιδιότητα ουσιαστικά του προέδρου – διευθύνοντος συμβούλου και εκπροσώπου της δεύτερης των εναγομένων έγκυρης εταιρείας και εκείνη του διαχειριστή και εκπροσώπου της τρίτης εναγομένης άκυρης εταιρείας, λειτουργούσης ως ομόρρυθμης, απέκρυπτε τα εισοδήματα από την εκμετάλλευση του επίδικου πλοίου και χρέωνε όλες τις υποχρεώσεις του στην δεύτερη εναγομένη τύποις πλοιοκτήτρια και τρίτη εναγομένη εν τοις πράγμασι εταιρεία  διαχειρίστρια τούτου, που χρησιμοποιούσε ως προκάλυμμα της άσκησης του εφοπλισμού του εν λόγω πλοίου από τον ίδιο, η οποία δεν είχε απολύτως κανένα περιουσιακό στοιχείο, ούτε καν είχε συσταθεί νομότυπα, μήτε είχε νόμιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα, ώστε να καθίσταται δυσχερής η ικανοποίηση των αξιώσεων των πιστωτών της, αφού προηγουμένως προχώρησε σκόπιμα σε αίτηση ανακλήσεως της άδειας εγκαταστάσεως της προηγούμενης, ως άνω, διαχειρίστριας του πλοίου αυτού, υπό το πρόσχημα αναδιάρθωσης των εταιρειών του και εμφάνιζε στις συναλλαγές την τρίτη εναγομένη με έδρα στην ημεδαπή, ως διαχειρίστρια τούτου, ενώ εκ των υστέρων προς απόσειση των ευθυνών αυτής και παραπλάνηση της ενάγουσας και λοιπών δανειστών της, υποστήριζε ότι δήθεν εδρεύει και διοικείται στην Κίνα. Εξάλλου, οι τραπεζικοί λογαριασμοί της εν λόγω εναγομένης de facto προσωπικής εταιρείας ουσιαστικά χρησιμοποιούνταν προς ανάμειξη και απόκρυψη των εισπράξεων από την εκμετάλλευση των πλοίων του ομίλου και εφοδιάζονταν, προς πληρωμή των υποχρεώσεων της, κατά την διακριτική ευχέρεια του πρώτου των εναγομένων, που διαχειρίζονταν όλους τους τηρούμενους προς εξυπηρέτηση των εσόδων των πλοίων λογαριασμούς, αναμιγνύοντας τους και διοχετεύοντας το περιεχόμενο τους σε άλλους καταθετικούς ή επενδυτικούς λογαριασμούς, που ανήκαν σε εταιρείες δικών του συμφερόντων του, προκειμένου τα διαθέσιμα κεφάλαια να χρησιμοποιούνται περαιτέρω προς άδηλο επιχειρηματικό και προσωπικό όφελος του, συνεργούσα και εμπλεκόμενη με αυτόν τον τρόπο η τρίτη εναγομένη, ως εν τοις πράγμασι εταιρεία αποκλειστικών συμφερόντων του, στην δόλια και κατά παράβαση των συναλλακτικών χρηστών ηθών σύγχυση των περιουσιών της δεύτερης εναγομένης εμφανιζόμενης πλοιοκτήτριας εταιρείας με την ατομική περιουσία του πρώτου εναγομένου, με συνέπεια την ανεπαρκή, μέχρι παντελή έλλειψη χρηματοδότησης αυτής.

Ενόψει των ανωτέρω, συνάγεται ότι η επίκληση της διαφορετικής νομικής προσωπικότητας της δεύτερης εναγομένης φερόμενης πλοιοκτήτριας εταιρείας, λαμβανομένου υπόψη ότι για την τρίτη εναγομένη διαχειρίστρια της δεν μπορεί να θεμελιωθεί τέτοιος ισχυρισμός, αφού στερούνταν νομικής υπόστασης, χρησιμοποιήθηκε στην προκειμένη περίπτωση για να νομιμοποιηθεί αποτέλεσμα αντίθετο προς τους κανόνες της καλής πίστεως, προκειμένου να καταστρατηγηθεί ο νόμος και να αποφευχθεί η εκπλήρωση των υποχρεώσεων του εναγομένου φυσικού προσώπου, αφού, αυτός χρησιμοποίησε και στην ένδικη συναλλαγή την εν λόγω εταιρεία, ως παρένθετο πρόσωπο, προκειμένου να αποφύγει, με την επίκληση της νομικής της προσωπικότητας, την εκπλήρωση των συμβατικών του υποχρεώσεων, ενώ η εταιρεία αυτή δεν είχε εταιρική οργάνωση, το απαραίτητο προσωπικό και επιχειρηματική δράση, αλλά χρησιμοποιείτο προς όφελος του ως είρηται μοναδικού μετόχου και διευθυντή της εναγομένου, ούτως ώστε οι ενέργειες και δραστηριότητες της εταιρείας να είναι στην πραγματικότητα πράξεις τούτου, που σκόπιμα παραλλάσσονταν σε πράξεις της δεύτερης εναγομένης εταιρείας, εξαιτίας δε της ελλιπούς χρηματοδοτήσεως, που προκλήθηκε, ιδίως με την ανάληψη εκ μέρους του των χρημάτων, που προορίζονταν προς κάλυψη των εταιρικών της υποχρεώσεων, τα οποία διοχέτευσε σε έτερους διαθέσιμους και προσβάσιμους μόνο στον ίδιο λογαριασμούς, ο εναγόμενος μετέφερε αθέμιτα στους δανειστές της δεύτερης εναγομένης εταιρείας τους κινδύνους από τη δική του στην ουσία επιχειρηματική δραστηριότητα, ενώ με την σύγχυση των περιουσιών αθεμίτως χρησιμοποίησε την εταιρική περιουσία για τις δικές τους δραστηριότητες, με σκοπό την αποκόμιση των εσόδων της εταιρίας, ως προσωπικό κέρδος και εντεύθεν επιβάρυνση της εταιρείας με τις υποχρεώσεις, που απέρρευσαν από τον εφοπλισμό, που ασκούσε για δικό του λογαριασμό και ατομικό όφελος, χωρίς συνάμα να επιμεληθεί την κάλυψη τους, όπως επιτάσσει η καλή πίστη και η σύννομη χρησιμοποίηση του θεσμού του νομικού προσώπου. Επομένως, ο πρώτος των εναγομένων χρησιμοποίησε την νομική προσωπικότητα της δεύτερης εναγομένης κατά κατάχρηση δικαιώματος και προς διευκόλυνση του και για δικό του λογαριασμό, προς ίδιον όφελος, άσκησε επιχειρηματική δραστηριότητα για την εξασφάλιση ευεργετημάτων υπέρ αυτού και την αποφυγή εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του, μεταξύ άλλων και από την ένδικη σύμβαση αγοράς καυσίμων και συνεπώς, η επίκληση της αυθύπαρκτης νομικής προσωπικότητας της δεύτερης εναγομένης ενέχει προφανή υπέρβαση των αξιολογικών ορίων της καλής πίστεως, των χρηστών ηθών και του οικονομικού και κοινωνικού σκοπού του αντίστοιχου δικαιώματος και, ως εκ τούτου, κρίνεται καταχρηστική, συνάμα δε συνιστά και αδικοπρακτική συμπεριφορά. Εντεύθεν, ως κύρωση, επιβαλλόμενη προς αποφυγή της καταχρήσεως, προσήκει η άρση της νομικής προσωπικότητας της δεύτερης εναγομένης εταιρείας και η επέκταση από την εταιρεία αυτή στον εναγόμενο ουσιαστικά μοναδικό μέτοχο της, πρόεδρο, διευθύνοντα σύμβουλο, διαχειριστή και εκπρόσωπο της, των συνεπειών, που την αφορούν, από την επίδικη σύμβαση πώλησης καυσίμων, ούτως ώστε ο πρώτος εναγόμενος, που χρησιμοποίησε δόλια και κατά παράβαση των συναλλακτικών χρηστών ηθών την νομική προσωπικότητα της δεύτερης εναγομένης εταιρείας, προκειμένου να αποφύγει τις συμβατικές υποχρεώσεις του εξ αυτής, ενώ είχε προκαλέσει ανεπαρκή και τελικά παντελή έλλειψη χρηματοδότησης της με την απόληψη των εισοδημάτων της, δια της συγχύσεως τους με την προσωπική του περιουσία, ώστε να μην δύναται να εξοφληθεί το επίμαχο τιμολόγιο πώλησης, ευθύνεται από κοινού και αλληλεγγύως για τις ζημιογόνες συνέπειες της συναλλακτικής δραστηριότητας  του και ως εκ τούτου, ενέχεται εις ολόκληρον στην καταβολή του οφειλομένου στην ενάγουσα-εφεσίβλητη τιμήματος.

Ενόψει των ανωτέρω, ο περί του αντιθέτου τέταρτος λόγος της έφεσης του πρώτου και τέταρτης των εναγομένων-εκκαλούντων, με τον οποίο προσάπτεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια της εσφαλμένης εφαρμογής των προαναφερομένων ουσιαστικού δικαίου διατάξεων και πλημμελούς εκτίμησης των αποδείξεων, διότι δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του πρώτου εναγομένου οι όροι του πραγματικού της νομικής εννοίας της καταχρήσεως της αυτοτελούς υπάρξεως του νομικού προσώπου της δεύτερης και τρίτης των εναγομένων και δεν δικαιολογούν εντεύθεν την άρση της αυτοτέλειας της νομικής τους προσωπικότητας, είναι αβάσιμος αναφορικά με την δεύτερη εναγομένη και βάσιμος, ως προς την τρίτη τούτων, εφόσον η άρση της αυτοτέλειας προϋποθέτει ύπαρξη έγκυρου νομικού προσώπου και η τελευταία πάσχει ακυρότητας.

Όσον αφορά την τέταρτη εναγομένη εταιρεία «….», δεν αποδείχθηκε ότι ο πρώτος εναγόμενος χρησιμοποίησε την νομική της προσωπικότητα, ως προκάλυμμα, στην ένδικη συναλλαγή, δεδομένου ότι αυτή δεν έλαβε μέρος στις διαπραγματεύσεις, ούτε συμβλήθηκε με κάποια ιδιότητα στην επίδικη σύμβαση, όπως παραδέχεται και η ενάγουσα, ούτε ο πρώτος εναγόμενος ενήργησε στο όνομα της, μήτε αυτή υπεισήλθε καθ’οιονδήποτε τρόπο στην υποχρέωση αποπληρωμής του εκδοθέντος σε χρέωση της δεύτερης και τρίτης των εναγομένων τιμολογίου αναδεχόμενη το επίδικο χρέος ή αναλαμβάνοντας σωρευτικά την εξόφληση του. Άλλωστε, δεν της είχε ανατεθεί από την φερόμενη πλοιοκτήτρια εταιρεία, δεύτερη των εναγομένων, η διαχείριση του επίδικου πλοίου της, παρεκτός δε της εμπορικής συνεργασίας με την τρίτη εναγομένη “…..”, βάσει του από 14.10.2013 συμφωνητικού, όπως αναλυτικά προεκτέθηκε, περί παροχής υπηρεσιών ανεύρεσης και αξιολόγησης ναυλωτών για τα πλοία που διαχειριζόταν η τελευταία, μεταξύ των οποίων και το επίδικο, παροχής νομικής συνδρομής και χρησιμοποίησης της «πλατφόρμας» της (των προμηθευτών), ουδόλως αποδείχθηκε ότι η τέταρτη εναγομένη ασκούσε πράξεις διαχείρισης του εν λόγω πλοίου ή είχε την εκμετάλλευση του ή μέσω αυτής ασκούσε τον εφοπλισμό του ο πρώτος εναγόμενος. Ενόψει τούτων, ανεξαρτήτως του ότι η τέταρτη εναγομένη χρησιμοποιούνταν ομοίως από τον πρώτο εναγόμενο προς όφελος του, αφού μέσω αυτής, ως διαχειρίστριας, ασκούσε τον εφοπλισμό άλλων πλοίων του καλυπτόμενος αθέμιτα υπό τον νομικό της μανδύα, στην προκειμένη περίπτωση δεν στοιχειοθετείται κατάχρηση της νομικής προσωπικότητας της, που να σχετίζεται με την ένδικη σύμβαση και την αποφυγή εκπλήρωσης των συμβατικών εξ αυτής υποχρεώσεων του πρώτου εναγομένου, σε συνδυασμό με την επιδίωξη ματαίωσης της ικανοποίησης της ενάγουσας δια της απόκρυψης της περιουσίας του, λαμβανομένου επιπρόσθετα υπόψη ότι η εταιρεία αυτή δεν διαθέτει κανένα περιουσιακό στοιχείο, ούτε χρήματα στους λογαριασμούς της, τα οποία μεταφέρονταν σε άλλες άδηλες εταιρείες συμφερόντων του πρώτου εναγομένου, μη αναμεμειγμένες με την ναυτιλιακή του δραστηριότητα, μεταξύ των οποίων η πέμπτη των εναγομένων, όπως θα καταδειχθεί κατωτέρω, ούτως ώστε να είναι δυσχερώς εντοπίσιμα, με σκοπό την απόκρυψη των περιουσιακών του στοιχείων και συγκάλυψη της ευθύνης του από την επιχειρηματική δραστηριότητα του προς βλάβη των δανειστών του. Ένεκα τούτων, δεν προκύπτει ότι η τέταρτη εναγομένη συνετέλεσε ουσιωδώς στην έλλειψη χρηματοδότησης της δεύτερης εναγομένης και την αποξένωση από τα έσοδα της, δεδομένου ότι δεν ενδιαφέρει για την κατάφαση της ευθύνης της τέταρτης εναγομένης για το αλλότριο εταιρικό χρέος, η σύγχυση της δικής της περιουσίας με εκείνη του πρώτου εναγομένου, ούτε η ανεπαρκής χρηματοδότηση της ίδιας, καθόσον δεν θα εμπόδιζαν την εκπλήρωση της επίδικης υποχρέωσης από τις συμβαλλόμενες εταιρείες, ούτε συνδέονται αιτιωδώς με την μη εκπλήρωση της. Κατά συνέπεια, δεν δικαιολογείται εν προκειμένω η άρση της αυτοτέλειας της και η πρόσθετη μετά του πρώτου εναγομένου ευθύνης της για την ένδικη σύμβαση, κατ’επέκταση των συνεπειών της από τον εναγόμενο σ’αυτήν. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε σιωπηρά την ένσταση ελλείψεως παθητικής νομιμοποίησης της και, αφού έκρινε ότι είναι συνεφοπλίστρια του επίδικου πλοίου με την τρίτη εναγομένη εταιρεία και συντρέχει κατάχρηση της νομικής προσωπικότητας της, κατέληξε στην άρση της αυτοτέλειας της και την εις ολόκληρον ευθύνη της για την επίδικη οφειλή, έσφαλε στην εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, δεκτού γενομένου του συναφούς δεύτερου λόγου της έφεσης του πρώτου και τέταρτης των εναγομένων, ως ουσιαστικά βάσιμου.

Περαιτέρω, από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι με την υπ’αριθμ…../12-4-2010 πράξη της συμβολαιογράφου Αθηνών ………, συστάθηκε στην Αθήνα από τους …….. και …………, η πέμπτη των εναγομένων, ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «……..» και διακριτικό τίτλο «………», που έχει καταχωρηθεί νομίμως στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών της Νομαρχίας Αθηνών με Α.Μ……… και στο Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Αθηνών με αριθμό Γ.Ε.ΜΗ……… Σκοπός της εταιρείας είναι η ανάληψη και κατασκευή πάσης φύσεως τεχνικών έργων και εργολαβιών, η αγορά πώληση και εκμίσθωση αστικών και μη ακινήτων και κάθε άλλη συναφής εργασία και το μετοχικό της κεφάλαιο ορίσθηκε στο χρηματικό ποσό των 400.000 ευρώ, διηρημένο σε 4.000 ονομαστικές μετοχές, ονομαστικής αξίας 100 ευρώ η καθεμία, εκ των οποίων 3.960 ανέλαβε ο …….. με ποσοστό συμμετοχής 99%, που ανέλαβε καθήκοντα διευθύνοντος συμβούλου και νόμιμου εκπρόσωπου και 40 ο ………. με ποσοστό συμμετοχής 1%. Στο πλαίσιο αυτής της δραστηριότητας της, η ως άνω εταιρεία, στις 15-4-2010, δυνάμει του υπ’αριθμ…../2010 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών …….., που έχει νομίμως μεταγραφεί, απέκτησε κατά κυριότητα και λόγω πωλήσεως από την εταιρεία με την επωνυμία «………», επίσης συμφερόντων ……. με καταστατική έδρα στην …, το περιγραφόμενο αναλυτικώς στο προαναφερόμενο συμβόλαιο άρτιο και οικοδομήσιμο αγροτεμάχιο, επιφανείας 4.761 τ.μ., που βρίσκεται στη νήσο Μύκονο, στην θέση «….», αντί αναγραφόμενου τιμήματος 350.000 ευρώ και για το οποίο είχε ήδη εκδοθεί από την ανωτέρω δικαιοπάροχο της η υπ’ αριθμ……/2010 άδεια οικοδομής από την Πολεοδομία Σύρου για την ανέγερση νέας διώροφης εξοχικής μονοκατοικίας με υπόγειες υδατοδεξαμενές και με κολυμβητική δεξαμενή, εμπορικής αξίας άνω των 6.000.000 ευρώ. Στην ως άνω δικαιοπάροχο είχε μεταβιβαστεί το ανωτέρω ακίνητο, δυνάμει του υπ’αριθμ…../2009 συμβολαίου του ίδιου συμβολαιογράφου από τον ……., διευθύνοντα σύμβουλο και κυρίαρχο μέτοχο της αγοράστριας πέμπτης εναγομένης, ο οποίος ακολούθως, τον Δεκέμβριο του έτους 2011 και ενώ ήδη είχαν ξεκινήσει οι εκταμιεύσεις από τα δάνεια της ………., ενόψει της αγοράς των πλοίων, μεταξύ των οποίων και του επιδίκου, από τον πρώτο εναγόμενο, ………, διαπραγματεύθηκε την πώληση του ως άνω ακινήτου σ’αυτόν. Επειδή, όμως, ο τελευταίος δεν επιθυμούσε να εμφανίζεται, ως κύριος του ακινήτου και να είναι υπέγγυο έναντι των δανειστών του για τα χρέη του από τις ναυτιλιακές του δραστηριότητες, συμφώνησαν να μεταβιβασθεί το σύνολο των μετοχών της πέμπτης εναγομένης στην εταιρεία «……..», η οποία είναι μία εταιρεία, αποκλειστικών συμφερόντων του ιδίου, με καταστατική έδρα στην …, αλλά πραγματική στην Ελλάδα επί της οδού ……… στην Αθήνα, όπου συστεγάζεται με τις υπόλοιπες εταιρείες του. Σε εκπλήρωση αυτής της συμφωνίας, το σύνολο των μετοχών της πέμπτης των εναγομένων μεταβιβάσθηκε στην ως άνω κυπριακή εταιρεία, νομίμως εκπροσωπούμενη από τον πρώτο τούτων, αντί τιμήματος 400.000 ευρώ και με την από 30-1-2012 απόφαση της γενικής συνελεύσεως της εταιρείας διορίσθηκε νέο διοικητικό συμβούλιο, αποτελούμενο από τον ίδιο, υπό την ιδιότητα του νόμιμου εκπροσώπου της μόνης μετόχου εταιρείας «…….», ως πρόεδρο και νόμιμο εκπρόσωπο, τον ………., ως αντιπρόεδρο και τους …….. και ………. ως μέλη, ενώ με το από 30-6-2013 πρακτικό της γενικής της συνέλευσης, αντικαταστάθηκε το σύνολο των μελών του διοικητικού συμβουλίου και διορίσθηκε ως πρόεδρος, ο πρώτος εναγόμενος, ατομικά πλέον και όχι υπό την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της «………» και μέλη οι ……., πεθερός του, ……, αδελφή του και …….., σύζυγος του. Ο διορισμός του πρώτου των εναγομένων και ως προέδρου και νομίμου εκπροσώπου της πέμπτης εξ αυτών συνέπιπτε χρονικά με την περιέλευση της δεύτερης των εναγομένων σε υπερημερία, ως προς την αποπληρωμή των δόσεων του εν λόγω τραπεζικού δανείου για την αγορά του επίδικου πλοίου της, συνεπεία της ελλιπούς χρηματοδότησης της από τον πρώτο των εναγομένων και της σύγχυσης των περιουσιών τους, ο οποίος ως πρόεδρος, νόμιμος εκπρόσωπος και ουσιαστικά μέτοχος της πέμπτης τούτων, προέβη στην διοχέτευση και διάθεση κεφαλαίων από τη ναυτιλιακή του δραστηριότητα, περιλαμβανομένου και μέρους του προϊόντος από τον τραπεζικό δανεισμό της δεύτερης των εναγομένων και των λοιπών μη διαδίκων πλοιοκτητριών εταιρειών του ομίλου, για την ανέγερση μίας πολυτελούς έπαυλης εντός του ανωτέρω αγροτεμαχίου στην Μύκονο, που ολοκληρώθηκε το θέρος του έτους 2015. Η πέμπτη των εναγομένων δεν έχει εταιρική οργάνωση και δομή, ούτε είχε ιδίους πόρους για την αγορά του αγροτεμαχίου και την ανέγερση της πολυτελούς οικοδομής, λαμβανομένου υπόψη ότι το αναγραφόμενο τίμημα στο συμβόλαιο αγοράς του αγροτεμαχίου ύψους 350.000 ευρώ, που είναι  παγκοίνως γνωστό ότι δεν ανταποκρινόταν στην πραγματική του αξία, ισοδυναμούσε σχεδόν με το κεφάλαιο σύστασης της εκ 400.000 ευρώ, το δε ενεργητικό της κατά τα κρίσιμα έτη 2011 και 2012 ανέρχονταν μόλις σε 585.896,72 και 732.624 ευρώ αντίστοιχα, σύμφωνα με τους προσκομιζόμενους σχετικούς ισολογισμούς, συνιστάμενο κυρίως στην αξία των παγίων στοιχείων της (οικοπέδου και υπό κατασκευή κτισμάτων), που προϊούσας της ανοικοδόμησης η αξία αυτών αυξανόταν αποτυπωμένη σε μεγαλύτερο ποσό στους ισολογισμούς των ετών 2014 και 2015, αναβιβάζοντας το ενεργητικό σε 1.327.923 ευρώ, λαμβανομένου υπόψη ότι στο ταμείο της εταιρείας εμφανίζονταν μόλις 10.436,42 ευρώ το έτος 2014 και 832,51 ευρώ το έτος 2015. Εξάλλου, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο πέραν των αόριστων ισχυρισμών της εκκαλούσας, δεν αποδεικνύεται ότι η αγορά του επίμαχου οικοπέδου και η ανοικοδόμηση της πολυτελούς μονοκατοικίας, πραγματοποιήθηκαν από την ανάλωση αδιευκρίνιστων και ουδόλως προσδιοριζόμενων σε μέγεθος μερισμάτων προηγούμενων ετών της συζύγου του πρώτου εναγομένου, ως πραγματικής μετόχου της «……..», καθώς επίσης μερισμάτων της ιδίας, ως διευθύντριας της κυπριακής εταιρείας «…………», αλλά και χρημάτων από τους λογαριασμούς της εταιρείας αυτής, συμφερόντων της συζύγου του, όπως εντελώς αβάσιμα υποστηρίζει η πέμπτη εναγομένη, εκκαλούσα εταιρεία, λαμβανομένου επιπρόσθετα υπόψη ότι, ανεξαρτήτως του ότι δεν διευκρινίζεται ποία συγκεκριμένα ποσά δαπανήθηκαν, από ποία συγκεκριμένα πηγή και για ποία αιτία έκαστο και δεν προσκομίζεται κανένα πρόσφορο αποδεικτικό στοιχείο, το προσκομιζόμενο από την εκκαλούσα έγγραφο κατάστασης τον Ιούλιο 2013 του τηρούμενου στην ……. λογαριασμού της εν λόγω κυπριακής εταιρείας, απευθύνεται σ’αυτήν με την ένδειξη “care of”,  σε συντομογραφία (c/o), ήτοι «επιμελεία» της ….., τρίτης των εναγομένων, που σημαίνει ότι η οικονομική και εν γένει διαχείριση της διενεργείτο απ’αυτήν και εν κατακλείδι από τον πρώτο εναγόμενο. Όσον αφορά τα επικαλούμενα υπέρογκα μερίσματα, που υποστηρίζει ο πρώτος εναγόμενος για πρώτη φορά ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ότι έλαβε κατά τα έτη 2007, 2008 και 2009 από την μητρική εταιρεία του ομίλου «……….”, προς επίρρωση του ισχυρισμού του ότι είχε την οικονομική δυνατότητα αγοράς και ανοικοδόμησης τέτοιας αξίας ακινήτου, αφορούν τις συναλλαγές της μητρικής εταιρείας με τις πλοιοκτήτριες εταιρείες (transactions with owners), μεταξύ των οποίων και η δεύτερη εναγομένη, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των προσκομιζομένων σε αποσπάσματα οικείων συγκεντρωτικών καταστάσεων και σε κάθε περίπτωση ο εν λόγω ισχυρισμός δεν αναιρεί αλλά επιρρωνύει τα ανωτέρω αποδειχθέντα, αφού καταδεικνύει την μεταφορά σημαντικών ποσών εκατομμυρίων δολαρίων από τους λογαριασμούς των πλοιοκτητριών εταιρειών σε λογαριασμούς άλλων εταιρειών αποκλειστικών συμφερόντων του εναγομένου, όπως η ανωτέρω μητρική εταιρεία, λαμβανομένου υπόψη ότι αυτή ήταν μοναδική μέτοχος έκαστης πλοιοκτήτριας εταιρείας του ομίλου, ο δε εναγόμενος μοναδικός μέτοχος αυτής μέχρι την μεταβίβαση των μετοχών του στο ως άνω ίδρυμα, κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα.  Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η πέμπτη των εναγομένων δεν έχει αναπτύξει καμία συναφή με τον σκοπό της ή άλλη εμπορική δραστηριότητα, μήτε προκύπτει ότι αποκομίζει έσοδα από την εκμίσθωση του εν λόγω ακινήτου και εν γένει την εκμετάλλευση του, ως παραθεριστικής κατοικίας. Ενόψει των ανωτέρω, ο πρώτος των εναγομένων ίδρυσε και  χρησιμοποιεί την ανωτέρω πέμπτη εναγομένη εταιρεία, προκειμένου να αποκρύψει από τους δανειστές του την κυριότητα του επί του προπεριγραφόμενου σημαντικής αξίας πολυτελούς ακινήτου του στη Μύκονο, που ουσιαστικά ανήκει και χρησιμοποιείται από τον ίδιο, προς αποφυγή της ικανοποίησης των απαιτήσεων τους από την ναυτιλιακή δραστηριότητα του, μέσω των μονοβάπορων πλοιοκτητριών εταιρειών του ομίλου επιχειρήσεων του και των φερόμενων διαχειριστριών των πλοίων τους τρίτης και τέταρτης των εναγομένων εταιρείων, η δε απόκτηση του οικοπέδου και η ανέγερση της εξαιρετικά πολυτελούς οικοδομής έλαβε χώρα εκ μέρους τούτου σε συνέργεια με την πέμπτη εναγομένη εταιρεία, κατά παράβαση του νόμου και των χρηστών ηθών, δια της αποστέρησης της δεύτερης, τρίτης και τέταρτης των εναγομένων εταιρειών από τα έσοδα τους και την διοχέτευση τους στην πέμπτη αυτών, κατά το μέτρο που απαιτούνταν για την αγορά του οικοπέδου, καθώς επίσης την ολοκλήρωση και συντήρηση της δαπανηρής μονοκατοικίας, προς επαύξηση της προσωπικής περιουσίας του, συνεπεία ταύτισης με την εταιρική περιουσία και αποκόμιση προσωπικού οφέλους σε βάρος των πιστωτών του από τον εφοπλισμό των πλοίων, που εκμεταλλευόταν για δικό του λογαριασμό, μετακυλίοντας αθέμιτα σ’αυτούς τους κινδύνους από τη δική του στην ουσία επιχειρηματική δραστηριότητα και ματαιώνοντας την ικανοποίηση των απαιτήσεων τους εμφαινόμενος ως μη έχων ακίνητη περιουσία και αποκρύβοντας την μέσω του νομικού προσώπου της πέμπτης εναγομένης. Επομένως, ο πρώτος των εναγομένων χρησιμοποιεί την νομική προσωπικότητα της πέμπτης εναγομένης, κατά κατάχρηση δικαιώματος, με σκοπό την αποφυγή στην προκειμένη περίπτωση εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του από την ένδικη σύμβαση αγοράς καυσίμων και την οριστική ματαίωση ικανοποίησης της αξίωσης της ενάγουσας με την διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, η δε πέμπτη εναγομένη συμμετείχε ενεργά στην καταχρηστική χρησιμοποίηση της από τον πρώτο εναγόμενο και ενεργούσε και η ίδια καταστρατηγώντας την νομική της προσωπικότητα, προκειμένου να επιτύχει, αφενός την συγκάλυψη της ευθύνης του εναγομένου προέδρου, διευθύνοντα συμβούλου, εκπροσώπου της και μόνου ουσιαστικά μετόχου της, για το επίδικο, εκτός άλλων, χρέος, διευκολύνοντας στο να καταστούν ακάλυπτες σε διαθέσιμα κεφάλαια προς κάλυψη των αναληφθεισών υποχρεώσεων τους οι οφειλέτριες δεύτερη και τρίτη των εναγομένων εταιρειών και αφετέρου την συγκάλυψη της δικής της ευθύνης για το χρέος εκείνου αποκρύπτοντας στην νομική αυτοτέλεια της την δική του ουσιαστικά περιουσία και συνεπώς, η εκατέρωθεν επίκληση της αυθύπαρκτης νομικής προσωπικότητας της πέμπτης εναγομένης ενέχει προφανή υπέρβαση των αξιολογικών ορίων της καλής πίστεως, των χρηστών ηθών και του οικονομικού και κοινωνικού σκοπού του αντίστοιχου δικαιώματος και, ως εκ τούτου, κρίνεται καταχρηστική, συνάμα δε συνιστά και αδικοπρακτική συμπεριφορά τους. Εντεύθεν, δικαιολογείται προς αποφυγή της καταχρήσεως, η αντίστροφη άρση της νομικής προσωπικότητας της πέμπτης εναγομένης εταιρείας και η επέκταση από τον εναγόμενο ουσιαστικά μοναδικό μέτοχο της, πρόεδρο, διευθύνοντα σύμβουλο και εκπρόσωπο της, στην εταιρεία αυτή, των συνεπειών, που τον αφορούν, από την επίδικη σύμβαση πώλησης καυσίμων, ούτως ώστε η πέμπτη εναγομένη, που συντέλεσε, καταχρώμενη την νομική της υπόσταση, στην απόκτηση αθέμιτου περιουσιακού οφέλους από τον εναγόμενο και την απόκρυψη του προς βλάβη των δανειστών του, να ευθύνεται από κοινού και αλληλεγγύως για τις ζημιογόνες συνέπειες της συναλλακτικής δραστηριότητας  τούτου και ως εκ τούτου, ενέχεται εις ολόκληρον μαζί του στην καταβολή του οφειλομένου στην ενάγουσα-εφεσίβλητη τιμήματος.

Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε σιωπηρά την ένσταση ελλείψεως παθητικής νομιμοποίησης της πέμπτης εναγομένης και, αφού έκρινε ότι συντρέχει κατάχρηση της νομικής προσωπικότητας της και εν γένει αδικοπρακτική συμπεριφορά του εναγομένου, δέχθηκε την αντίστροφη άρση της αυτοτέλειας της και την εις ολόκληρον ευθύνη της για την επίδικη οφειλή, αν και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που συμπληρώνεται και αντικαθίσταται από την παρούσα (534 ΚΠολΔ), δεν έσφαλε στην εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου δεύτερου λόγου της έφεσης της πέμπτης εναγομένης-εκκαλούσας και του τέταρτου πρόσθετου λόγου του πρώτου των εναγομένων-προσθέτως εκκαλούντος, ως ουσιαστικά αβασίμων. Τέλος παρέλκει η εξέταση του τέταρτου λόγου της έφεσης της πέμπτης εναγομένης-εκκαλούσας, που πλήττει την κήρυξη της πρωτόδικης απόφασης εν μέρει προσωρινά εκτελεστής, διότι η εκκαλούσα δεν δικαιολογεί έννομο συμφέρον προσβολής της εν λόγω διάταξης, εφόσον η παρούσα καταψηφιστική απόφαση είναι τελεσίδικη και άμεσα εκτελεστή.

  1. X. Κατ’ ακολουθίαν, πρέπει να απορριφθεί η από 20.12.2017 έφεση της πέμπτης εναγομένης-εκκαλούσας, ως ουσιαστικά αβάσιμη, καθώς και οι πρόσθετοι λόγοι του πρώτου εναγομένου-εκκαλούντος- προσθέτως εκκαλούντος, που κρίθηκαν παραδεκτοί, ως αβάσιμοι, κατ’ουσίαν και να γίνει εν μέρει δεκτή η από 20.12.2017 έφεση του πρώτου και τέταρτης των εναγομένων-εκκαλούντων, κατά τους ανωτέρω λόγους αντίστοιχα, ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση αναφορικά με αυτούς, ως προς όλα τα κεφάλαια της, για την ενότητα της εκτέλεσης, ώστε να εκδοθεί ενιαία απόφαση, στην οποία περιλαμβάνονται όσα κεφάλαια της προσβαλλόμενης απόφασης παρέμειναν αλώβητα και όσα έχουν μεταρρυθμισθεί στην προκειμένη κατ’ έφεση δίκη (ΑΠ 1279/2004 ΕλλΔνη 2005.141, ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 26, 642, ΕφΠειρ 602/2011, ΕφΛαμ 18 και 15/2011, ΕφΠειρ 587/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 44/2006 ΕλλΔνη 48, 1507, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδοση 2009, σελ. 447 επ.), αφού δε η εν λόγω υπόθεση κρατηθεί προς εκδίκαση κατ’ ουσίαν στο Δικαστήριο αυτό (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), πρέπει η προαναφερθείσα αγωγή να απορριφθεί, κατ’ουσίαν ως προς την τέταρτη εναγομένη-εκκαλούσα και να γίνει εν μέρει δεκτή, ως προς τον πρώτο εναγόμενο-εκκαλούντα, ως και ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί αυτός, εις ολόκληρον, να καταβάλει στην ενάγουσα-εφεσίβλητη το ισόποσο σε ευρώ των 185.135,65 δολαρίων ΗΠΑ, κατά τον χρόνο πληρωμής, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της παρέλευσης της ταχθείσης προθεσμίας για καταβολή, ήτοι από 20.1.2015. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, ως προς την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, που απορρίφθηκαν, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας-πέμπτης εναγομένης και του προσθέτως εκκαλούντος-πρώτου εναγομένου, αντίστοιχα, λόγω της ήττας τους (176 ΚΠολΔ) και, όσον αφορά την έφεση, που έγινε εν μέρει δεκτή, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρο 178 § 1 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας – εφεσίβλητης, κατόπιν σχετικού αιτήματος της (άρθρο 191 § 2 ΚΠολΔ), σε βάρος του πρώτου εναγομένου – εκκαλούντος, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό, να διαταχθεί δε αφενός η εισαγωγή του κατατεθέντος για την άσκηση της απορριφθείσης έφεσης παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο και αφετέρου η επιστροφή του κατατεθέντος για την άσκηση της γενομένης εν μέρει δεκτής έφεσης παραβόλου στους εκκαλούντες (άρθρ. 495 παρ. 4 ΚΠολΔ όπως η παρ.4 προστέθηκε με το άρθρο 12 του Ν.4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλία διαδίκων τις ένδικες εφέσεις και τους πρόσθετους λόγους.

Δέχεται τυπικά τις εφέσεις και εν μέρει τους πρόσθετους λόγους.

Απορρίπτει κατ’ουσίαν την από 20.12.2017  έφεση της πέμπτης εναγομένης-εκκαλούσας.

Επιβάλλει σε βάρος της ανωτέρω εναγομένης – εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας – εφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων (800) ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του καταβληθέντος από την ανωτέρω εκκαλούσα για την κατάθεση της έφεσης παραβόλου.

Απορρίπτει κατ’ουσίαν τους τυπικά παραδεκτούς πρόσθετους λόγους.

Επιβάλλει σε βάρος του προσθέτως εκκαλούντος – πρώτου εναγομένου τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας – προσθέτως εφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων (800) ευρώ.

Δέχεται εν μέρει κατ’ ουσίαν την από 20.12.2017 έφεση του πρώτου και τέταρτης των εναγομένων-εκκαλούντων.

Εξαφανίζει, ως προς αυτούς, την εκκαλουμένη υπ’αριθμ.4996/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί και δικάζει την από 10.3.2016 αγωγή.

Απορρίπτει αυτή κατ’ουσίαν, ως προς την τέταρτη εναγομένη-εκκαλούσα “………..”.

Δέχεται αυτή εν μέρει κατ’ουσίαν, ως προς τον πρώτο εναγόμενο, …………….

Υποχρεώνει τον πρώτο εναγόμενο – εκκαλούντα εις ολόκληρον να καταβάλει στην ενάγουσα – εφεσίβλητη το ισόποσο σε ευρώ των εκατόν ογδόντα πέντε χιλιάδων εκατόν τριάντα πέντε και εξήντα πέντε λεπτών (185.135,65) δολαρίων ΗΠΑ, κατά τον χρόνο πληρωμής, με το νόμιμο τόκο από τις 20.1.2015.

Επιβάλλει στον ανωτέρω εναγόμενο – εκκαλούντα μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας – εφεσίβλητης και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των έξι χιλιάδων (6.000) ευρώ.

Διατάσσει την επιστροφή του κατατεθέντος για την άσκηση της γενομένης εν μέρει δεκτής έφεσης παραβόλου στους εκκαλούντες.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 30.9.2019.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ