Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 146/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός Απόφασης  146/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

——————————————-

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη Γραμματέα Δ.Π..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση της εν μέρει ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό ενάγουσας εταιρίας περιορισμένης ευθύνης  κατά της υπ’αριθμ. 2819/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τότε ισχύουσα ειδική διαδικασία των άρθρων 647 επ. του ΚΠολΔ, και με την οποία, αφενός μεν ανακλήθηκε η αρχικά εκδοθείσα απί της υπόθεσης υπ’αριθμ.4366/2011 μη οριστική απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου, που ανέβαλε τη συζήτηση της διαφοράς κατ’εφαρμογήν της διάταξης του άρθρου 249 του ΚΠολΔ, αφετέρου δε έγινε εν μέρει δεκτή ως κατ’ουσίαν βάσιμη η ασκηθείσα σε βάρος της εφεσίβλητης ανώνυμης εταιρίας από 16.4.4010 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……/11.6.2010) αγωγή της εκκαλούσας περί επιδίκασης σ’αυτήν αποζημίωσης για την αποκατάσταση της περιουσιακής της ζημίας (θετικής και αποθετικής) λόγω πραγματικού ελαττώματος των μισθίων, καθώς και της καταβληθείσας εγγύησης, κατόπιν της επικαλούμενης λύσης της μεταξύ τους καταρτισθείσης σύμβασης υπομίσθωσης ακινήτων διά της περιεχομένης στο αγωγικό δικόγραφο καταγγελίας της, και υποχρεώθηκε η εναγόμενη να της καταβάλει το χρηματικό ποσό των 9.000 ευρώ, ως δοθείσα κατά την κατάρτιση της σύμβασης εγγύηση, πλέον τόκων από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, ενώ, κατά τα λοιπά κονδύλια, και δη του διαφυγόντος κέρδους και της αποζημίωσης για την αποκατάσταση της θετικής ζημίας της απορρίφθηκε η αγωγή ως αόριστη και ως μη νόμιμη αντίστοιχα, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και νομότυπα (άρθρα 495, 499, 511, 513 παρ.1 εδαφ.β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ.2, 520 παρ.1 και 674 του ΚΠολΔ),  με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 12.10.2015 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …../12.10.2015), προ πάσης επίδοσης της εκκαλουμένης απόφασης, αφού τέτοια επίδοση δεν επικαλούνται οι διάδικοι, ούτε άλλωστε προκύπτει οίκοθεν από τα προσκομιζόμενα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αποδεικτικά μέσα, αλλά εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ.2 του ΚΠολΔ [όπως ίσχυε προ της τροποποίησής του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄87), το οποίο εφαρμόζεται, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ.2 του αυτού άρθρου και νόμου, για τα ένδικα μέσα, που ασκούνται μετά από την 1.1.2016, και, επομένως, όχι εν προκειμένω] προθεσμίας των τριών (3) ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης, που έλαβε χώρα στις 10.7.2015, ενώ επιπροσθέτως έχει καταβληθεί από την εκκαλούσα εταιρία κατά την κατάθεσή της το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.4 του ΚΠολΔ παράβολο, και δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου, αρμόδια δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 522 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ).

Η ενάγουσα εταιρία περιορισμένης ευθύνης με την από 16.4.4010 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …../11.6.2010) αγωγή, που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, επικαλούμενη έγγραφη κατάρτιση σύμβασης υπομίσθωσης των περιγραφομένων στο δικόγραφο ακινήτων (ημιτελούς ισογείου καταστήματος και υπαίθριου χώρου πλησίον λιμενικής προβλήτας στο …. Αττικής), δωδεκαετούς διάρκειας, αντί μηνιαίου μισθώματος, δυνάμει του αναφερομένου στην αγωγή ιδιωτικού συμφωνητικού, η οποία τροποποιήθηκε στη συνέχεια με τα επίσης διαλαμβανόμενα δύο (2) ιδιωτικά συμφωνητικά, μεταξύ της ιδίας ως υπομισθώτριας, και της εναγομένης – ανώνυμης εταιρίας ως υπεκμιθώτριας αντίστοιχα,  αδράνεια της τελευταίας να συμπράξει στις αναγκαίες κατά το νόμο, τους όρους της σύμβασης, και τις περιστάσεις ενέργειες, προκειμένου να εξασφαλισθεί η παραχώρηση σ’αυτήν της συμφωνημένης χρήσης των μισθίων, που, ειδικά ως προς τον υπαίθριο χώρο πλησίον της προβλήτας, αφορούσε στην άσκηση από πλευράς της συγκεκριμένης επαγγελματικής δραστηριότητας (τοποθέτηση και λειτουργία δύο κινητών καντινών για την πώληση έτοιμου, πρόχειρου φαγητού), για την οποία απαιτείτο άδεια της αρμόδιας αρχής, ουδέποτε, όμως, χορηγηθείσα στην ίδια, που συστάθηκε αποκλειστικά για το σκοπό αυτό, εξαιτίας της κωλυσιεργίας της υπεκμισθώτριας να εφοδιασθεί με τη σειρά της με την απαιτούμενη άδεια εκμετάλλευσης του χώρου της προβλήτας, αλλά και, αναφορικά με το ημιτελές κατάστημα, όπου είχε συμφωνηθεί να εγκατασταθεί η έδρα της επιχείρησής της, να το αποπερατώσει, εκτελώντας τις αναγκαίες εργασίες, τοποθέτηση και λειτουργία τελικά μίας μόνο καντίνας στον εκ των μισθίων υπαίθριο χώρο χωρίς άδεια, διακοπή της λειτουργίας της καντίνας της στις 15.7.2005, η οποία εξακολουθεί έκτοτε να βρίσκεται εκεί πλήρως εξοπλισμένη, και εγκατάλειψη στη συνέχεια απ’αυτήν των μισθίων, καθώς και καταγγελία της σύμβασης με δήλωσή της, που περιέχεται στην αγωγή της, αφού δεν της παραδόθηκαν από την εναγόμενη τα εν λόγω ακίνητα κατάλληλα για τη συμφωνημένη χρήση, ζήτησε να υποχρεωθεί η ανωτέρω να της καταβάλει ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της περιουσιακής (θετικής και αποθετικής) ζημίας, που υπέστη λόγω της υπερημερίας της  αντιδίκου της ως προς την άρση των πραγματικών ελαττωμάτων των μισθίων, και έγκειται ειδικότερα στις δαπάνες σύστασης και λειτουργίας της ως εταιρίας μέχρι και το έτος 2010, στα μισθώματα, που κατέβαλε για την εκμίσθωση άλλου ακινήτου στον Πειραιά, προκειμένου να το χρησιμοποιήσει ως επαγγελματική της στέγη μέχρι και το χρόνο σύνταξης της αγωγής, σε καταβληθέντα μισθώματα του υπαίθριου χώρου μέχρι και τις 15.7.2005, σε δαπάνες κατασκευής, εγκατάστασης και εξοπλισμού της τοποθετηθείσας καντίνας, σε δαπάνες για την αποπληρωμή λογαριασμών σταθερής τηλεφωνίας του ΟΤ.Ε. των ετών 2003 – 2008, και στους μισθούς των τεσσάρων (4) προσώπων, που προσέλαβε και απασχόλησε στην καντίνα της κατά το χρονικό διάστημα από 1.9.2003 έως και 15.7.2005, αλλά και στα κέρδη, που θα απεκόμιζε από τη λειτουργία της επιχείρησής της στα μίσθια, με πιθανότητα και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, προσδιοριζόμενα με βάση τον ετήσιο τζίρο, που θα πραγματοποιούσε, από το έτος 2004 και στο εξής για τα επόμενα 6 έτη, και απώλεσε από την αντισυμβατική συμπεριφορά της αντιδίκου της, αφενός, και ως δοθείσα από την ίδια (ενάγουσα) κατά την κατάρτιση της υπομίσθωσης εγγύηση αφετέρου, το συνολικό ποσό των 1.298.409,28 ευρώ, κατά τα αναλυτικά στην αγωγή εκτιθέμενα ως προς τα επιμέρους κονδύλια του αιτήματος, κυρίως μεν με βάση τη σύμβαση, άλλως επικουρικώς τις διατάξεις των αδικοπραξιών, όσον αφορά μάλιστα στο ποσό της εγγύησης επικουρικότερα και με βάση τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, καθώς και να καταδικασθεί στη δικαστική της δαπάνη. Επί της αγωγής αυτής, κατά τη συζήτηση της οποίας στο ακροατήριο του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά τη δικάσιμο της 20ης.1.2010 η ενάγουσα προέβη παραδεκτά σε τροπή του αιτήματός της στο σύνολό του από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, με προφορική δήλωση της πληρεξουσίας της δικηγόρου, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, και επίσης περιλήφθηκε στις κατατεθείσες προτάσεις της, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τότε ισχύουσα ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών, η υπ’αριθμ.4366/2011 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία, λόγω της προβληθείσας από την εναγόμενη ένστασης πλαστότητας του αναφερομένου στην αγωγή ως τρίτου κατά σειράν μεταξύ των διαδίκων από 20.2.205 ιδιωτικού συμφωνητικού, με το οποίο τροποποιήθηκε η επίδικη σύμβαση υπομίσθωσης, αναβλήθηκε η συζήτηση της αγωγής κατά τη διάταξη του άρθρου 249 του ΚΠολΔ,  μέχρι να περατωθεί αμετακλήτως η δίκη επί της από 22.11.2010 (με αριθμό κατάθεσης ………./ 22.11.2010) έγκλησης της εναγομένης κατά των υπογραψάντων το εν λόγω έγγραφο ………. (για την ίδια) και …….. (για την ενάγουσα) για τις σ’αυτήν (έγκληση) ειδικότερα αναφερόμενες αξιόποινες πράξεις, καθώς κρίθηκε ότι από την έκβαση της υπόθεσης αυτής επηρεάζεται η διάγνωση της επίδικης διαφοράς. Ακολούθως η ενάγουσα με την από από 4.3.2014 (και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …../2014) κλήση της επανέφερε την υπόθεση προς συζήτηση ενώπιον του ανωτέρω Δικαστηρίου, στο ακροατήριο του οποίου κατά τη δικάσιμο της 28ης.4.2014  η ενάγουσα και πάλι παραδεκτά με προφορική δήλωση  της πληρεξουσίας της δικηγόρου, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά της συνεδρίασης αυτής, αλλά περιλήφθηκε και στις προτάσεις της, προέβη σε τροπή του αιτήματος της αγωγής της στο σύνολό του από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, και, επιπροσθέτως, επίσης επιτρεπτά, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 223 παρ.1 α΄του ΚΠολΔ ζήτησε την επιδίκαση τόκων της απαίτησής της, ως παρεπόμενο του κύριου αντικειμένου της αγωγής (βλ.σχετ. ΑΠ 137/1994 ΕερΔ 1995.818, ΕφΛαρ 87/2013 Δικογραφία 2013.496), χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό του χρόνου έναρξης της τοκοφορίας. Επί της αγωγής εκδόθηκε, επίσης αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών, η υπ’αριθμ.2819/2015 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία, αφενός μεν ανακλήθηκε η προηγούμενη (μη οριστική) απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου, αφετέρου δε απορρίφθηκε η αγωγή ως αόριστη ως προς το κονδύλιο της αποθετικής ζημίας της ενάγουσας και ως μη νόμιμη ως προς το κονδύλιο της αποζημίωσης για την αποκατάσταση της περιουσιακής της ζημίας, διότι, όπως έγινε δεκτό, με βάση τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο, η ενάγουσα δε δικαιούται τέτοιας αποζημίωσης, αφού δεν εμποδίσθηκε στη συμφωνημένη χρήση του μισθίου υπαίθριου χώρου, όπου τοποθέτησε και εκμεταλλεύθηκε καντίνα, με βάση τις διατάξεις της ενδοσυματικής ευθύνης της εναγομένης, ούτε, όμως και με βάση τις διατάξεις των αδικοπραξιών, αφού κρίθηκε ότι εν προκειμένω, και πάλι σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά, δε συντρέχει περίπτωση συρροής δικαιοπρακτικής και αδικοπρακτικής ευθύνης της εναγομένης, αλλά μόνο παράβαση από την εναγόμενη συμβατικής της υποχρέωσης, που δε στοιχειοθετεί την έννοια της αδικοπραξίας, πλην του κονδυλίου της καταβληθείσας κατά την κατάρτιση της υπομίσθωσης εγγύησης των 9.000 ευρώ, ως προς το οποίο η αγωγή κρίθηκε ως νόμιμη και, ακολούθως έγινε δεκτή και ως κατ’ουσίαν βάσιμη, και υποχρεώθηκε η εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το ανωτέρω ποσό των 9.000 ευρώ, πλέον τόκων από την επίδοση της αγωγής μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης. Η ενάγουσα κατά της ανωτέρω απόφασης, και συγκεκριμένα κατά του κεφαλαίου της, που αφορά στη μερική παραδοχή της αγωγής της, αλλά και ως προς αυτό, μόνο κατά το μέρος, κατά το οποίο βλάπτεται, λόγω της απόρριψης της αγωγής (και επομένως όχι όσον αφορά στις  παραδοχές της εκκαλουμένης σχετικά με το κονδύλιο της εγγύησης των 9.000 ευρώ, ως προς το οποίο η αγωγή της έγινε δεκτή ως κατ’ουσίαν βάσιμη) παραπονείται με την ένδικη έφεσή της, ως εν μέρει ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό διάδικος, για τους λόγους, που ειδικότερα αναφέρονται στο δικόγραφο του ενδίκου μέσου, και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες, στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αναφορικά με την κρίση του περί απόρριψης της αγωγής ως αόριστης και ως μη νόμιμης κατά τα προεκτεθέντα, και μάλιστα κατά την κύρια βάση της, ήτοι τις διατάξεις της ενδοσυμβατικής ευθύνης της εναγομένης (συνεπώς η κρίση περί της απόρριψης της αγωγής ως μη νόμιμης κατά την επικουρική βάση των διατάξεων των αδικοπραξιών δεν προσβάλλεται από την ενάγουσα), ζητώντας την παραδοχή της έφεσής της και την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ούτως ώστε, αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, να γίνει δεκτή η αγωγή της καθ’ολοκληρίαν.

Κατά μεν το άρθρο 297 εδαφ.α΄ του ΑΚ “Ο υπόχρεος σε αποζημίωση οφείλει να την παράσχει σε χρήμα”, κατά δε το άρθρο 298 του ίδιου κώδικα “Η αποζημίωση περιλαμβάνει τη μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του δανειστή (θετική ζημία), καθώς και το διαφυγόν κέρδος. Τέτοιο κέρδος λογίζεται εκείνο που προσδοκά κανείς με πιθανότητα σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί”. Συνεπώς, για να είναι ορισμένη κατά το άρθρο 216 ΚΠολΔ η αγωγή με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση διαφυγόντος κέρδους, πρέπει να εκτίθενται σ’ αυτήν σαφώς τα περιστατικά που προσδιορίζουν την προσδοκία του αντίστοιχου κέρδους. Δεν αρκεί δηλαδή να αναφέρονται αφηρημένα στο δικόγραφο της αγωγής οι σχετικές με τον προσδιορισμό του διαφυγόντος κέρδους εκφράσεις του νόμου αλλά απαιτείται η εξειδικευμένη και λεπτομερής κατά περίπτωση μνεία των περιστατικών που καθιστούν πιθανό το κέρδος ως προς τα επιμέρους κονδύλια, καθώς και η ιδιαίτερη επίκληση των κονδυλίων αυτών. Έτσι για την πληρότητα της αγωγής με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση διαφυγόντος κέρδους που συνίσταται στην απώλεια εσόδων λόγω διακοπής ή μειωμένης άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, πρέπει αλλά και αρκεί να αναφέρονται στο δικόγραφό της όλα εκείνα τα κρίσιμα περιστατικά από τα οποία προκύπτει ότι ο ενάγων θα εισέπραττε με πιθανότητα από την επαγγελματική του δραστηριότητα το αιτούμενο ποσό κέρδους κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή με βάση τις ειδικές συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης και ιδίως τα ληφθέντα προπαρασκευαστικά μέτρα (ΑΠ 689/2017 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Τέλος, όταν η ζημία εντοπίζεται στην απώλεια των εισπράξεων εξαιτίας μη λειτουργίας εμπορικής επιχείρησης, διαφυγόν κέρδος που αποδίδεται δεν είναι το σύνολο των ακαθάριστων κερδών που θα πραγματοποιούσε η επιχείρηση, αν διατηρούταν σε λειτουργία (ο τζίρος), αλλά το καθαρό ποσό που θα κέρδιζε ο ζημιωθείς μετά την αφαίρεση των εξόδων για την πραγμάτωση του τζίρου που θα πετύχαινε, αν η επιχείρησή του διατηρούταν σε λειτουργία, γιατί, διαφορετικά, η αποζημίωση δεν θα είχε αποκαταστατικό χαρακτήρα αλλά θα αποτελούσε πηγή πλουτισμού (ΕφΠειρ 128/2016 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση η ενάγουσα με την κρινόμενη αγωγή της επικαλούμενη ότι λόγω της υπερημερίας της εναγομένης – υπεκμισθώτριας περί την άρση των αναφερομένων στο δικόγραφο πραγματικών ελαττωμάτων των μισθίων ακινήτων, των οποίων ουδέποτε παραχωρήθηκε στην ίδια η συμφωνημένη χρήση, αφού η αντίδικός της αδράνησε να συμπράξει στις προς τούτο αναγκαίες ενέργειες, με αποτέλεσμα να υποχρεωθεί να προβεί σε καταγγελία της σύμβασης υπομίσθωσης με το δικόγραφο της αγωγής της, ζήτησε να της επιδικασθεί το συνολικό ποσό του 1.120.000 ευρώ, ως διαφυγόντα κέρδη της επιχείρησης, που θα ασκούσε στο μίσθιο, ήτοι και στο ισόγειο κατάστημα, όπου θα  λειτουργούσε εστιατόριο, αλλά και στον υπαίθριο χώρο, διά της τοποθέτησης και λειτουργίας 2 κινητών καντινών, εάν η σύμβαση εξελισσόταν κανονικά, χρονικού διαστήματος 7 ετών, αρχής γενομένης από το έτος 2004. Ειδικότερα, όσον αφορά στον προσδιορισμό του ανωτέρω κονδυλίου, ισχυρίσθηκε ότι, σύμφωνα με ρητό όρο του μεταξύ τους από 3.6.2003 ιδιωτικού συμφωνητικού, με το οποίο καταρτίσθηκε η επίδικη σύμβαση υπομίσθωσης, το μηνιαίο μίσθωμα προσδιορίσθηκε σε ποσοστό 33% επί του ετήσιου τζίρου της, και κατ’ελάχιστον σε μηνιαία βάση στο ποσό των 4.500 ευρώ και, συνακόλουθα σε ετήσια στο ποσό των 54.000 ευρώ, εκ του οποίου συνάγεται ότι ο ετήσιος τζίρος της υπολογίσθηκε από τα συμβαλλόμενα μέρη κατά τη σύναψη της υπομίσθωσης κατ’ελάχιστον στο ποσό των 163.636,4 ευρώ. Ενόψει τούτων, ζήτησε να της επιδικασθεί ως αποθετική ζημία, που υπέστη για χρονικό διάστημα 7 ετών, εξαιτίας της αντισυμβατικής συμπεριφοράς της εναγομένης (απωλεσθέντα κέρδη), το ποσό του 1.120.000 ευρώ, το οποίο υπολογίσθηκε με βάση τον ελάχιστο εκτιμώμενο κατά την κατάρτιση της σύμβασης  ετήσιο τζίρο της (160.000 ευρώ ετησίως Χ 7 έτη). Με αυτό το περιεχόμενο η ένδικη αγωγή ως προς το κονδύλιο της αποθετικής ζημίας της ενάγουσας απορριπτέα τυγχάνει ως αόριστη, καθώς δεν περιέχει όλα τα κατά τη διάταξη του άρθρου 298 του ΑΚ αναγκαία στοιχεία για την πληρότητα και το ορισμένο του δικογράφου της και τη νομική θεμελίωση της συγκεκριμένης αξίωσης της ανωτέρω. Ειδικότερα δεν εκτίθενται σ’ αυτήν σαφώς τα περιστατικά, από τα οποία προκύπτει ότι η ενάγουσα θα εισέπραττε ως κέρδος από την επαγγελματική της δραστηριότητα στα μίσθια ακίνητα για τα έτη 2004 -2010, ήτοι επί μία επταετία, εάν της είχε παραχωρηθεί η συμφωνημένη χρήση τους από την εναγόμενη, και δεν είχε υποχρεωθεί να τα εγκαταλείψει και να προβεί σε καταγγελία της μεταξύ τους σύμβασης υπομίσθωσης, το αιτούμενο ποσό, με πιθανότητα και κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, ή με βάση τις ειδικές συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης και τα ληφθέντα προπαρασκευστικά μέτρα. Αντίθετα στο αγωγικό δικόγραφο, για το ορισμένο αυτού αναφορικά με το συγκεκριμένο κονδύλιο, το αιτούμενο ποσό προσδιορίζεται μόνο με βάση τον ετήσιο τζίρο της ενάγουσας, όπως αυτός εκτιμήθηκε από τους διαδίκους κατά την κατάρτιση της σύμβασης για τον καθορισμό του μηνιαίου μισθώματος, η απώλεια του οποίου, όμως, δε συνιστά αποκαταστατέα περιουσιακή (αποθετική) ζημία της, εκ της της μη άσκησης της επιχείρησης, που σκόπευε να λειτουργήσει στα μίσθια, λόγω της αντισυμβατικής συμπεριφοράς της εναγομένης, διότι δεν πρόκειται περί διαφυγόντος κέρδους της, καθώς, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη, στην περίπτωση αυτή, που ζητείται δηλαδή η επιδίκαση της απώλειας των εισπράξεων μίας εμπορικής επιχείρησης, το ποσό, το οποίο αποδίδεται στον ενάγοντα, και δικαιούται ο τελευταίος να διεκδικήσει ως αποζημίωσή του, δεν είναι το σύνολο των ακαθάριστων κερδών που θα πραγματοποιούσε η επιχείρησή του, εάν εξακολουθούσε να λειτουργεί κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, αλλά το καθαρό ποσό, που θα απεκόμιζε μετά την αφαίρεση των εξόδων, γιατί, διαφορετικά, η αποζημίωση δεν θα είχε αποκαταστατικό χαρακτήρα, αλλά θα αποτελούσε πηγή πλουτισμού γι’αυτόν. Εν προκειμένω, όμως, δεν παρατίθενται στην αγωγή συγκεκριμένα ποσοτικά στοιχεία από την άσκηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας της εναγομένης στα μίσθια ακίνητα (το εστιατόριο, που θα λειτουργούσε στο ισόγειο κατάστημα και τις δύο κινητές καντίνες στον υπαίθριο χωρο πλησίον της προβλήτας, και δη αναμενόμενος όγκος πωλήσεων, αξία πωλήσεων, ποσοστό κέρδους επί των πωλήσεων,  ο αριθμός των πελατών, που θα εξυπηρετούντο σε ημερήσια ή μηνιαία ή ετήσια βάση, τα είδη και οι ποσότητες των πωλουμένων εδεσμάτων και λοιπών προϊόντων, οι τιμές αγοράς και πώλησης, το ωράριο λειτουργίας της καντίνας, και τα έξοδα λειτουργίας της επιχείρησής της), που θα αποτελούσαν αντικείμενο απόδειξης και θα επέτρεπαν στο Δικαστήριο, από την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, να προσδιορίσει το ίδιο κατά την κρίση του το ποσό των καθαρών κερδών της ενάγουσας σε ετήσια βάση (αφού στην αγωγή δεν αναφέρονται αυτά, αλλά ο τζίρος της), με πιθανότητα και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, και συνακόλουθα να καθορίσει το ύψος της ζημίας της  με τις εν λόγω παραμέτρους ως κριτήρια για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, και η αντίδικός της ν’ αμυνθεί επαρκώς κατά του ανωτέρω κονδυλίου και να το αντικρούσει. Σημειωτέον ότι κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου τα ανωτέρω στοιχεία αποτελούν αναγκαίο περιεχόμενο της κρινόμενης αγωγής και πρέπει ν’αναγράφονται στο δικόγραφο για την πληρότητα και το ορισμένο του, καθώς πρόκειται περί περιστατικών, τα οποία προσδιορίζουν το προσδοκώμενο καθαρό κέρδος της ενάγουσας, το οποίο και μόνο μπορεί να ζητηθεί ως αποζημίωση, και δεν πρόκειται περί στοιχείων, που μπορούν να προκύψουν από τις αποδείξεις για τον καθορισμό του ύψους της ζημίας της, λαμβανομένου υπόψη του ότι στην προκειμένη περίπτωση τέτοια στοιχεία, που καθιστούν δηλαδή πιθανή την επίτευξη του αιτούμενου ποσού ως κέρδους της, ουδόλως παρατίθενται στην αγωγή, έστω και συνοπτικά και επιγραμματικά, αλλά το αγωγικό κονδύλιο των απωλεσθεισών εισπράξεών της προσδιορίζεται εντελώς εσφαλμένα με βάση το τζίρο της, που δεν αποτελεί αποκαταστατέα ζημία. Επιπροσθέτως, τα εκτιθέμενα στην αγωγή περί του προσδιορισμού κατά τη σύναψη της υπομίσθωσης του ποσού του μηνιαίου μισθώματος των ακινήτων σε ποσοστό επί του ετήσιου τζίρου της ενάγουσας, που επίσης καθορίσθηκε κατ’ελάχιστον, ώστε να συμφωνηθεί μεταξύ των διαδίκων το ποσό του ελάχιστου μηνιαίου μισθώματος, το οποίο, ανεξαρτήτως του κύκλου των εργασιών της, θα υποχρεούτο οπωσδήποτε να καταβάλει, αφού ο τζίρος δεν είναι ένα σταθερό, αλλά μεταβλητό αριθμητικό μέγεθος, δε συνιστούν, σε καμία περίπτωση, περιστατικά, από τα οποία προκύπτει ότι η ανωτέρω θα εισέπραττε με πιθανότητα από την επαγγελματική της δραστηριότητα στα μίσθια το αιτούμενο ποσό  με βάση τις ειδικές συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης, και ιδίως τα ληφθέντα προπαρασκευαστικά μέτρα, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η ενάγουσα με την έφεσή της, εκκινώντας από εσφαλμένη βάση, διότι δεν αναφέρονται σε καθαρά, αλλά σε ακαθάριστα, κέρδη από τη λειτουργία της επιχείρησής της. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του, επίσης απέρριψε την αγωγή ως προς το κονδύλιο αυτό ως αόριστη, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφήρμοσε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την ενάγουσα με το δεύτερο λόγο της κρινόμενης έφεσής της απορριπτομένων ως αβασίμων

Κατά το άρθρο 574 του ΑΚ ο εκμισθωτής έχει την υποχρέωση να παραχωρήσει στο μισθωτή τη χρήση του μισθίου για όσο χρόνο διαρκεί η σύμβαση. Παράλληλα το άρθρο 575 του ΑΚ, συμπληρώνοντας και προσδιορίζοντας ειδικότερα το περιεχόμενο της υποχρέωσης αυτής, ορίζει ότι ο εκμισθωτής έχει την υποχρέωση να παραδώσει το μίσθιο κατάλληλο για τη συμφωνημένη χρήση και να το διατηρεί κατάλληλο σ’όλη τη διάρκεια της μίσθωσης, υποχρεούμενος σε άρση των πραγματικών του ελαττωμάτων και σε αποκατάσταση των συμφωνημένων ιδιοτήτων, που λείπουν. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι ο εκμισθωτής είναι υποχρεωμένος σε κάθε πράξη (ενέργεια, παράλειψη ή ανοχή), ώστε ο μισθωτής να περιαχθεί σε θέση να χρησιμοποιήσει το μίσθιο για το σκοπό που συμφωνήθηκε. Στην περίπτωση κατά την οποία η συμφωνημένη χρήση του μισθίου αφορά άσκηση σ’αυτό επαγγελματικής δραστηριότητας από το μισθωτή, για την οποία απαιτείται άδεια της αρμόδιας αρχής, τότε ο εκμισθωτής βαρύνεται με την υποχρέωση να συμπράξει στις αναγκαίες εκ των περιστάσεων πράξεις, με τις οποίες πρόκειται να εξασφαλισθεί στο μισθωτή η συμφωνημένη χρήση του μισθίου. Η άρνηση ή αδράνεια του εκμισθωτή να συμπράξει προς την άνω κατεύθυνση αποτελεί λόγο που θεμελιώνει την ύπαρξη πραγματικού ελαττώματος του μισθίου, με συνέπεια ο μισθωτής να μπορεί να ασκήσει κατά τούτου τα παρεχόμενα σ’αυτόν δικαιώματα από τις διατάξεις των άρθρων 576 επ. του ΑΚ (ΑΠ 2271/2014 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Ειδικότερα, κατά την διάταξη του άρθρου 576 εδαφ. α΄ του ΑΚ,  αλλά και εκείνες των άρθρων 584 και 585 του ΑΚ, αν το μίσθιο, κατά το χρόνο της παράδοσής του στον μισθωτή, έχει ελάττωμα, που εμποδίζει μερικά ή ολικά τη συμφωνημένη χρήση (πραγματικό ελάττωμα), ή αν κατά τη διάρκεια της μίσθωσης εμφανίσθηκε τέτοιο ελάττωμα, ο μισθωτής έχει δικαίωμα μείωσης ή μη καταβολής του μισθώματος ή αποζημίωσης για τη μη εκτέλεση της σύμβασης ή καταγγελίας της μίσθωσης, που συρρέει με αξίωση καταβολής αποζημίωσης. Επομένως, ο μισθωτής, σε περίπτωση ύπαρξης πραγματικού ελαττώματος, ανεξαρτήτως υπαιτιότητας ή μη του εκμισθωτή ως προς αυτό, δικαιούται να απαιτήσει, για όσο χρόνο παρακωλύεται εντελώς ή κατά ένα μέρος η συμφωνημένη χρήση, ανάλογη μείωση του μισθώματος ή απαλλαγή από την υποχρέωση καταβολής του. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για τη συγκρότηση της έννοιας του πραγματικού ελαττώματος του μισθίου, δεν αρκεί οποιαδήποτε δυσμενής κατάσταση της υλικής υπόστασης του μισθίου πράγματος, αλλ’απαιτείται κατάσταση τέτοια, που επηρεάζει την καταλληλότητα για λειτουργική χρήση του. Συνεπώς, αποτελεί πραγματικό ελάττωμα του μισθίου η έλλειψη της απαιτούμενης κατά νόμο άδειας λειτουργίας του για τη συμφωνημένη χρήση (ΟλΑΠ 50/2005 δημοσιευμένη σε ΤΝΠ Νόμος), η έκδοση της οποίας πρέπει να γίνει με ενέργειες του εκμισθωτή, δικαιουμένου του μισθωτή στην μη καταβολή ή μείωση του μισθώματος, εφόσον αδυνατεί να κάνει τη συμφωνημένη χρήση. Αντιθέτως, η λειτουργία του μισθίου παρά την έλλειψη των νομίμων προϋποθέσεων, χωρίς να αναιρεί την ύπαρξη της πραγματικής παρακώλυσης από την ύπαρξη του πραγματικού ελαττώματος, δεν απαλλάσσει το μισθωτή από την υποχρέωση καταβολής του μισθώματος, αφού το τελευταίο οφείλεται σε αντάλλαγμα της χρήσης που έγινε, έστω και κατά παράνομο τρόπο (ΑΠ 1291/2014, 1315/2014, 1702/2011, 1068/2008, 1/2007, 1869/2006, 399/2004 άπασες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Η παράνομη όμως αυτή λειτουργία της ένδικης μίσθωσης, από την έλλειψη της απαιτούμενης άδειας της δημόσιας αρχής, δεν αποστερεί από τον μισθωτή το προαναφερθέν δικαίωμα καταγγελίας της ένδικης μίσθωσης στο πλαίσιο εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 585 του ΑΚ, ορθά θεωρουμένης, ενόψει του περιεχομένου της και του λειτουργικού σκοπού καθιέρωσής της, εφόσον η λειτουργία επιχείρησης υγειονομικού ενδιαφέροντος, χωρίς να είναι εφοδιασμένη με την αναγκαία άδεια λειτουργίας, από λόγους που δεν αφορούν το μισθωτή εύλογα δημιουργεί πολλαπλά προβλήματα στον τελευταίο από τις συνεχείς ενοχλήσεις των αρμοδίων οργάνων, για όσο χρόνο δεν καταγγέλλει τη μίσθωση, αλλά συνεχίζει να χρησιμοποιεί το μίσθιο παρανόμως, χωρίς να είναι υποχρεωμένος να υπομένει στο διηνεκές την παράνομη λειτουργία της επιχείρησής του, κάτι που δεν επιδοκιμάζεται από το δίκαιο (ΑΠ 415/2014 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, αν κατά τη συνομολόγηση της μίσθωσης λείπει η συμφωνη­μένη ιδιότητα του μισθίου ή ο εκμισθωτής γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει το πραγμα­τικό ελάττωμα του μισθίου που υπήρχε κατά τη συνομολόγηση της σύμβασης, ή αν από υπαιτιότητα του εκμισθωτή έλειψε η συμφωνημένη ιδιότητα ή εμφανίσθηκε το ελάττωμα του μισθίου μετά τη συνομο­λόγηση της μίσθωσης ή αν ο εκμισθωτής έγινε υπερήμερος ως προς την άρση του πραγματικού ελαττώματος ή της έλλειψης της ιδιότητας, ο μισθωτής έχει δικαίωμα, αντί για μείωση ή μη καταβολή του μισθώ­ματος, να απαιτήσει αποζημίωση για τη μη εκτέλεση της σύμβασης, η οποία περιλαμ­βάνει τη θετική και αποθετική ζημία που συννδέεται αμέσως και αιτιωδώς με την ολική ή μερική παρεμπόδιση της χρήσης του μισθίου από το συγκεκριμένο ελάττωμα ή την έλλειψη της συμφωνημένης ιδιότητας. Επομένως, είναι αποκαταστατέα από τον εκμισθωτή κάθε θετική ζημία του μισθωτή από τις δαπάνες του στο μίσθιο, ή τις συνδεόμενες με αυτό και την άσκηση σε αυτό της συμφωνημένης χρήσης του, που όμως εμποδίστηκε από το ελάττωμά του, αφού υφίσταται πρόσφορη αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του ελαττώματος αυτού του μισθίου και της ζημίας του μισθωτή από τις παραπάνω δαπάνες, ενόψει του ότι η από το μισθωτή συμφωνημένη χρήση του μισθίου, την οποία εμπόδισε το ελάττωμα του μισθίου, θα απέκλειε, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, τη σημειωθείσα ζημία του (ΑΠ 1582/2008, ΑΠ 665/2008, ΑΠ 1292/2003, ΑΠ 511/1999, ΑΠ 1502/1992, ΕφΑθ 7900/2005 άπασες σε ΤΝΠ Νόμος). Έτσι, αν του παραδόθηκε η χρήση του μισθίου, αλλά αυτή είναι ελαττωματική, γιατί το μίσθιο έχει ελάττωμα πραγματικό ή νομικό, τότε θα εφαρμοστούν οι παραπάνω ειδικές διατάξεις των άρθρων 576 – 583 του ΑΚ περί πραγματικών και νομικών ελαττωμάτων του μισθίου. Συνεπώς ο μισθωτής θα δικαιούται να ζητήσει αποζημίωση κατά τους όρους όμως των άρθρων 577, 578 και 583 του ΑΚ, και όχι του άρθρου 584 του ιδίου Κώδικα (ΑΠ 1582/2008 ό.π,ΑΠ 1600/2002 ΕλλΔνη 2003.768). Έτσι αποκαθίσταται η ζημία που υπέστη ο μισθωτής για τις δαπάνες του στο μίσθιο, προκειμένου να το χρησιμοποιήσει κατά τα συμπεφωνημένα (ΑΠ 774/2015 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 574, 575, 576 και 585 του  ΑΚ, οι οποίες, κατά το άρθρο 44 του π.δ. 34/1995 (άρθρο 29 του ν. 813/1978), εφαρμόζονται και επί εμπορικών μισθώσεων, προκύπτει ότι, αν, κατά το χρόνο παράδοσης στο μισθωτή του μισθίου πράγματος, τούτο έχει ελάττωμα ή έλλειψη της συμφωνηθείσας ιδιότητας που εμποδίζει, μερικά ή ολικά, τη συμφωνημένη χρήση, τότε ο μισθωτής έχει δικαίωμα, εκτός από αυτά των άρθρων 575 και 576 του ΑΚ, να καταγγείλει τη σύμβαση υπό τους όρους του άρθρου 585 του ΑΚ, εφόσον εξαιτίας του προβαλλόμενου από αυτόν πραγματικού ελαττώματος ή έλλειψης της συμφωνηθείσας ιδιότητας αναιρείται η δυνατότητα να κάνει ελεύθερη ή ανενόχλητη χρήση κατά τους όρους της σύμβασης, οπότε, σύμφωνα με το άρθρο 587 του ΑΚ, αίρεται για το μέλλον η μισθωτική σχέση και δεν υποχρεούται πλέον ο μισθωτής σε καταβολή μισθωμάτων για το χρόνο μετά την καταγγελία. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, το δικαίωμα της καταγγελίας κατά το ανωτέρω άρθρο 585 του ΑΚ παρέχεται για κάθε είδους αθέτηση της κύριας υποχρέωσης του εκμισθωτή, να παραδώσει στο μισθωτή τη συμφωνημένη χρήση, στην οποία περιλαμβάνονται και τα πραγματικά ελαττώματα καθώς και η έλλειψη συμφωνηθείσας ιδιότητας, ανεξαρτήτως εάν ο εκμισθωτής βαρύνεται ή όχι με υπαιτιότητα. Για την καταγγελία αυτή, η οποία προϋποθέτει αφαίρεση παρακωλυτική της χρήσης του μισθίου, πρέπει προηγουμένως να ταχθεί εύλογη προθεσμία στον εκμισθωτή για την αποκατάσταση της χρήσης και αυτή να περάσει άπρακτη, εκτός αν ο μισθωτής εξαιτίας του λόγου που δικαιολογεί την καταγγελία, δεν έχει συμφέρον στην εκτέλεση της σύμβασης, ή αν από την όλη στάση του εκμισθωτή προκύπτει ότι η θέση της προθεσμίας θα ήταν άσκοπη  (ΕφΠειρ 182/2014 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 603 του ΑΚ οι αξιώσεις του μισθωτή για δαπάνες παραγράφονται ύστερα από έξι μήνες αφότου έληξε η μίσθωση. Είναι φανερό ότι στη βραχυχρόνια παραγραφή που θεσπίζεται με την τελευταία διάταξη υπάγονται μόνο οι απαιτήσεις από δαπάνες που ο μισθωτής ενήργησε στο μίσθιο κατά το άρθρο 591 του ΑΚ, όχι δε και οι απαιτήσεις από ζημία την οποία υπέστη, συνεπεία ελαττώματος που εμφανίστηκε στο μίσθιο μετά την σύναψη της σύμβασης μίσθωσης εξαιτίας υπαιτίων παραλείψεων του εκμισθωτή, οι οποίες υπόκεινται στην γενική εκ του άρθρου 249 του ΑΚ προβλεπομένη εικοσαετή παραγραφή (ΑΠ 496/2015 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος).

Με την κρινόμενη αγωγή, όπως προεκτέθηκε, η ενάγουσα, υπομισθώτρια δυνάμει σύμβασης υπομίσθωσης, που εγγράφως συνήψε με την εναγόμενη – υπεκμισθώτρια, των διαλαμβανομένων στο δικόγραφο ακινήτων (ισογείου καταστήματος και υπαίθριου χώρου πλησίον λιμενικής προβλήτας, στον οποίο είχε συμφωνηθεί να εγκαταστήσει δύο κινητές καντίνες), ζήτησε να υποχρεωθεί η αντίδικός της να της καταβάλει αποζημίωση για την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας, που υπέστη λόγω της αντισυμβατικής συμπεριφοράς της, η οποία συνίσταται σε υπερημερία της περί την άρση των πραγματικών ελαττωμάτων των μισθίων, καθώς αδράνησε να συμπράξει στις αναγκαίες κατά το νόμο και τη σύμβαση ενέργειες προκειμένου να της παραχωρηθεί η συμφωνημένη χρήση των εν λόγω ακινήτων, όπερ ουδέποτε εγένετο, με αποτέλεσμα να προβεί σε καταγγελία της σύμβασης με την περιεχόμενη στην αγωγή δήλωσή της, επικαλούμενη περαιτέρω ότι για το αναφερόμενο στην αγωγή χρονικό διάστημα λειτούργησε στον εκ των μισθίων υπαίθριο χώρο μία καντίνα, πλην όμως παράνομα, διότι η υπεκμισθώτρια δεν επιμελήθηκε να εφοδιασθεί με τη σειρά της με την απαιτούμενη άδεια εκμετάλλευσης του χώρου της προβλήτας, άνευ της οποίας δε μπορούσε ούτε η ίδια να λάβει άδεια λειτουργίας της αρμόδιας αρχής, όπως απαιτείτο για την άσκηση της συγκεκριμένης επιχειρηματικής δραστηριότητας. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε την αγωγή κατά το αίτημα αυτό ως μη νόμιμη, καθόσον έκρινε ότι η ενάγουσα,  εφόσον δεν εμποδίσθηκε, έστω και μερικά, στη συμφωνημένη χρήση, αφού τοποθέτησε τελικά και λειτούργησε στο εκ των μισθίων υπαίθριο χώρο μία καντίνα, σύμφωνα με τα ειδικότερα στο δικόγραφο της αγωγής αναφερόμενα, δε δικαιούται τέτοιας αποζημίωσης. Έτσι κρίνοντας όμως, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφήρμοσε το νόμο, καθώς, επίσης με βάση το περιεχόμενο του αγωγικού δικογράφου, η χρήση ενός εκ των μισθίων ακινήτων από την ενάγουσα διά της λειτουργίας σ’αυτό καντίνας, παρανόμως και άνευ αδείας της αρμόδιας αρχής, ισοδυναμεί νομικά, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, με μη παραχώρηση σ’αυτήν από την εναγόμενη της συμφωνημένης χρήσης του μισθίου, λόγω της ύπαρξης του ως άνω πραγματικού ελαττώματος, ήτοι της έλλειψης της απαιτούμενης κατά νόμο άδειας λειτουργίας για την άσκηση απ’αυτήν στο μίσθιο της συγκεκριμένης επαγγελματικής δραστηριότητας, που συμφωνήθηκε από τους διαδίκους κατά την κατάρτιση της σύμβασης, στην άρση του οποίου (ελαττώματος) η εναγόμενη δε συνέπραξε με τις αναγκαίες ενέργειες, όπως κατά το νόμο υποχρεούτο, με αποτέλεσμα να δικαιούται η ενάγουσα, αφενός μεν να προβεί σε καταγγελία της μίσθωσης, ώστε να επιφέρει τη λύση αυτής, και να μη διαιωνίζεται η παράνομη λειτουργία της επιχείρησής της, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, αφετέρου δε να αιτηθεί αποζημίωσης, προς αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας, που υπέστη, και δη αυτής και μόνο, που συνδέεται άμεσα και αιτιωδώς με την παρεμπόδισή της στην άσκηση της συμφωνηθείσας χρήσης του μισθίου λόγω της υπερημερίας της εναγομένης στην άρση του ως άνω πραγματικού ελαττώματος, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκε με την κρινόμενη έφεσή της. Επομένως, η εκκαλουμένη απόφαση κατά το κεφάλαιο αυτό πρέπει να εξαφανισθεί, και να κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η αγωγή, η οποία είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 346 του ΑΚ (καθώς σε περίπτωση, που υποβάλλεται αίτημα επιδίκασης τόκων, χωρίς να προσδιορίζεται ο χρόνος έναρξης της τοκοφορίας της απαίτησης, όπως εν προκειμένω, εξυπακούεται ότι ως τέτοιος χρόνος νοείται αυτός της επίδοσης της αγωγής), 574, 575, 576, 578 και 585 του ΑΚ, πλην των κάτωθι αναφερόμενων κονδυλίων, τα οποία πρέπει ν’απορριφθούν ως μη νόμιμα: α) Το υπό στοιχεία Α3 κονδύλιο, συνολικού ποσού 21.000 ευρώ, το οποίο αφορά σε καταβληθέντα μισθώματα έτερου ακινήτου στον έκτο όροφο πολυκατοικίας, επί της οδού …. στον Πειραιά, στον αριθμό …….., που, κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή, υποχρεώθηκε να μισθώσει προκειμένου να εγκαταστήσει την έδρα της, καθώς το μίσθιο ισόγειο κατάστημα, όπου είχε συμφωνηθεί να λειτουργήσει η επαγγελματική της στέγη και κατά την κατάρτιση της σύμβασης ήταν ημιτελές, ουδέποτε της παραδόθηκε από την εναγόμενη κατάλληλο προς τούτο, αφού δεν προέβη στις αναγκαίες εργασίες αποπεράτωσής του, για το χρονικό διάστημα από 3.4.2003 έως 3.4.2010, ήτοι επί 22 μήνες, καθώς δεν πρόκειται περί δαπάνης, την οποία, κατά τη διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, θα απέκλειε η παραχώρηση στην ενάγουσα της συμφωνημένης χρήσης του μισθίου, που εμποδίσθηκε από το ανωτέρω πραγματικό ελάττωμα, διότι και στην περίπτωση αυτή, εάν δηλαδή η εναγόμενη δεν είχε καταστεί υπερήμερη περί την εκπλήρωση των συμβατικών της υποχρεώσεων και την άρση του πραγματικού ελαττώματος του μισθίου, η ενάγουσα για όλο αυτό το χρονικό διάστημα  θα κατέβαλε μίσθωμα για τη χρήση του, ενώ δεν επικαλείται στο δικόγραφο της αγωγής της ότι το μίσθωμα του άλλου ακινήτου ήταν υψηλότερο του συμφωνηθέντος για το μίσθιο, οπότε θα εδικαιούτο, ως περιουσιακή ζημία της, τη διαφορά μεταξύ των δύο αυτών ποσών, β) το κονδύλιο υπό στοιχεία Γ24, συνολικού ποσού 2.029,27 ευρώ, που αφορά στη δαπάνη, στην οποία υποβλήθηκε για τη μίσθωση χημικών τουαλετών, που τοποθετήθηκαν στον εκ των μισθίων υπαίθριο χώρο, κατά το χρονικό διάστημα λειτουργίας σ’αυτό της μίας καντίνας, και το κονδύλιο υπό στοιχεία Γ49, συνολικού ποσού 77.500 ευρώ, που αφορά στους μηνιαίους μισθούς των τεσσάρων (4) προσώπων, τα οποία προσέλαβε και απασχόλησε ως υπαλλήλους στην ανωτέρω καντίνα, κατά το χρονικό διάστημα από 1.9.2003 έως 15.7.2005, ήτοι επί 31 μήνες, κατά το οποίο, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς η καντίνα λειτούργησε, καθώς πρόκειται περί δαπανών, που προέκυψαν ακριβώς λόγω της χρήσης του μισθίου που πραγματοποίησε, έστω και άνευ των νομίμων προϋποθέσεων, και, συνεπώς δεν αποτελούν αποκαταστατέα περιουσιακή ζημία της, συνδεόμενη άμεσα και αιτιωδώς με την μη εκτέλεση της σύμβασης, και συγκεκριμένα με τη μη παραχώρηση προς αυτήν της συμφωνημένης χρήσης του, εξαιτίας του πραγματικού ελαττώματος του μισθίου, ήτοι της έλλειψης της απαιτούμενης άδειας λειτουργίας του, την αποκατάσταση της οποίας (ανωτέρω ζημίας) και μόνο δικαιούται να αξιώσει, όπως προεκτέθηκε. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ουσίαν.

Το δικαστήριο εκτιμά: α) Τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων της ενάγουσας ………., και της εναγομένης … ……….., που δόθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της αγωγής στον πρώτο βαθμό κατά τη δικάσιμo της 20ης.1.2010 και της 28ης.4.2014, και περιέχονται στα ταυτάριθμα με τις εκδοθείσες πρωτοδίκως επί της υπόθεσης υπ’αριθμ.4366/2011 (μη οριστική) και υπ’αριθμ.2819/2015 (οριστική) αποφάσεις του ανωτέρω Δικαστηρίου πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης  β) τις προσκομιζόμενες καταθέσεις των εκτός δίκης, με πρωτοβουλία της εναγομένης εξετασθέντων μαρτύρων ……… και ………., οι οποίες λήφθηκαν μετά από τήρηση των νομίμων διατυπώσεων, ήτοι κατόπιν εμπρόθεσμης και νομότυπης κλήτευσης της ενάγουσας, σύμφωνα με την υπ’αριθμ. ………./13.1.2011 έκθεση επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Αθηνών Δικαστικού Επιμελητή . .., περιέχονται δε στις υπ’αριθμ. .. και …/19.1.2011 αντίστοιχα ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, γ) όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, προκειμένου απ’όσα δεν οδηγούν σε άμεση απόδειξη να συναχθούν δικαστικά τεκμήρια, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, και  δ) τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ.4 του ΚΠολΔ). Από την εκτίμηση του ανωτέρω αποδεικτικού υλικού το δικαστήριο κρίνει ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Στις 2.9.2002 συνήφθη εγγράφως μεταξύ της εδρεύουσας στο … Αττικής ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «………» και της εναγομένης, δυνάμει ιδιωτικού συμφωνητικού, φέροντος την ανωτέρω ημερομηνία, σύμβαση επαγγελματικής μίσθωσης, σύμφωνα με την οποία η πρώτη εξ αυτών εξεμίσθωσε και παραχώρησε κατά χρήση στη δεύτερη, ως επαγγελματική της στέγη, ακίνητο 200 περίπου στρεμμάτων εντός των ναυπηγείων …., και συγκεκριμένα ένα παραθαλάσσιο βιομηχανικό ακίνητο (γήπεδο), συνολικής έκτασης 101.000 τ.μ. μετά του κειμένου εντός αυτού ερειπωμένου κτιρίου (ξενοδοχείου), αποτελουμένου από τρεις (3) ορόφους, συνολικής επιφανείας 900 τ.μ., καθώς και ένα παραθαλάσσιο ακίνητο (γήπεδο), συνολικής έκτασης 114.000 τ.μ., μετά του έμπροσθεν αυτού θαλάσσιου χώρου και μίας λιμενικής προβλήτας, διαστάσεων 355,7 μ. Χ 20 μ. Μάλιστα, σύμφωνα με το άρθρο 11 του ανωτέρω συμφωνητικού, η μισθώτρια – εναγόμενη είχε το δικαίωμα, καθόλη τη διάρκεια της μίσθωσης και χωρίς τη συναίνεση της εκμισθώτριας, να υπεκμισθώνει ή να παραχωρεί σε τρίτους τη χρήση μέρους μόνο του μισθίου, υπό την προϋπόθεση ότι το υπεκμισθωθέν ακίνητο θα χρησιμοποιείται για τους σκοπούς της συναφθείσης μίσθωσης, παραμένοντας μόνη αυτή υπεύθυνη έναντι της εκμισθώτριας. Επιπροσθέτως, στο άρθρο 5 εδαφ. α΄του ιδίου συμφωνητικού ορίσθηκε ότι: «H εκμισθώτρια παραχωρεί στη μισθώτρια καθόλη τη διάρκεια της μίσθωσης την αποκλειστική χρήση του ακινήτου μετά των υφισταμένων κτισμάτων και αποθηκών, καθώς και της προβλήτας μετά του έμπροσθεν αυτής θαλάσσιου χώρου. Η εκμισθώτρια, που έχει ήδη συναινέσει στην αποκλειστική χρήση της προβλήτας από τη μισθώτρια θα παράσχει στη μισθώτρια κάθε δυνατή βοήθεια, συμπεριλαμβανομένης της ανανέωσης της ως άνω συναίνεσής της, όταν αυτό απαιτηθεί, προκειμένου η μισθώτρια να λάβει και να διατηρήσει τις προβλεπόμενες από το νόμο άδειες χρήσης της προβλήτας, καθώς και οιεσδήποτε άλλες άδειες τυχόν απαιτηθούν για την ακώλυτη χρήση του ακινήτου. Σε περίπτωση ανάκλησης της άδειας χρήσης της προβλήτας για λόγους, που δεν ανάγονται σε υπαιτιότητα της εκμισθώτριας, η μισθώτρια διατηρεί το δικαίωμα με προηγούμενη ειδοποίησή της να καταγγείλει και ακολούθως να λύσει αζημίως γι’αμφότερα τα μέρη, εκτός εάν η εν λόγω ανάκληση οφείλεται σε υπαιτιότητα της μισθώτριας, οπότε σε περίπτωση που η τελευταία καταγγείλει τη σύμβαση θα υποχρεούται στην κατά νόμο αποζημίωση της εκμισθώτριας». Εκ των ανωτέρω σαφώς συνάγεται ότι ο εφοδιασμός με άδεια χρήσης της προβλήτας και η διατήρηση αυτής, που θα της χορηγείτο, σε ισχύ καθόλη τη διάρκεια της μίσθωσης, αποτελούσε συμβατική υποχρέωση της μισθώτριας – εναγομένης. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 1 παρ.15 του ν.2302/1995, όπως αυτό τροποποιήθηκε με τη διάταξη του άρθρου 14 παρ.3 εδαφ.γ΄του ν.2367/1995, σε συνδυασμό με το άρθρο 6 του ν.2941/2001, είχε ήδη παραχωρηθεί κατά την κατάρτιση της μίσθωσης στην εκμισθώτρια εταιρία «………..» η αποκλειστική χρήση προβλήτας, αιγιαλού και παρακείμενου θαλάσσιου χώρου, έμπροσθεν της έκτασης, η οποία της ανήκει, στη θέση «…..» του Δήμου Χαϊδαρίου Αττικής,  ενώ, κατόπιν ενεργειών της εναγομένης, και δη των από 25.7.2002 και 21.10.2002 αιτήσεών της, και της από 23.7.2002 έγγραφης συναίνεσης της εκμισθώτριας, εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 1082146/7960/Β0010/4.11.2002 κοινή απόφαση των Υπουργών Εμπορικής Ναυτιλίας και Οικονομίας και Οικονομικών, με την οποία παραχωρήθηκε στην εναγόμενη ως μισθώτρια το δικαίωμα παράλληλης χρήσης κοινόχρηστου χώρου αιγιαλού, συνολικής έκτασης 1928,50 τ.μ., έμπροσθεν των εγκαταστάσεων της εκμισθώτριας εταιρίας, της προβλήτας συμπεριλαμβανομένης. κατά τα προεκτεθέντα, για χρονικό διάστημα 5 ετών, αντί του ειδικότερα καθοριζομένου ανταλλάγματος. Μάλιστα, όπως ρητά αναφέρεται στην ανωτέρω απόφαση με αυτήν δεν καλύπτονται τυχόν απαιτούμενες άδειες από άλλες αρχές. Αποδείχθηκε επίσης ότι δυνάμει του υπ’αριθμ. …../19.5.2003 συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Πειραιά ……….., που δημοσιεύθηκε νόμιμα και καταχωρήθηκε στα βιβλία εταιριών του Πρωδικείου Πειραιώς στις 22.5.2003 (με αριθμό μητρώου … και αριθμό κατάθεσης …../2003) συστάθηκε η ενάγουσα, εταιρία περιορισμένης ευθύνης, μεταξύ των .…….. και …… (της σχετικής ανακοίνωσης δημοσιευθείσης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στο τεύχος Α.Ε. και Ε.Π.Ε. με αριθμό φύλλου 3925/23.5.2003), με έδρα επί της οδού .. αριθμ….. στον Πειραιά, κεφάλαιο 18.000 ευρώ, διάρκεια 20 ετών και σκοπό: 1) Την τροφοδοσία και τον εφοδιασμό πλοίων, ξενοδοχείων, κοινοφελών ιδρυμάτων, εστιατορίων, και γενικά κάθε επιχείρησης φυσικού και νομικού προσώπου, καθώς και η εκμετάλλευση εστιατορίων, κυλικείων και CATERING, 2) την εκμετάλλευση παιχνιδιών με κερματοδέκτη (ηλεκτρονικών παιχνιδιών UFO) και την εμπορία ειδών δώρου, ρουχισμού, εσωρούχων και λοιπών, 3) την εισαγωγή και εξαγωγή κάθε είδους και κάθε συναφή εργασία, 4) πάσης φύσης εργασίες σχετικές με τον τουρισμό και 5) πάσης φύσης εργασίες σχετικές με την εν γένει εκμετάλλευση χώρων αθλητικών δραστηριοτήτων. Ακολούθως καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων η επίδικη σύμβαση υπομίσθωσης με το από 3.6.2003 ιδιωτικό συμφωνητικό, δυνάμει του οποίου η εναγόμενη, νόμιμα εκπροσωπηθείσα από τον τότε Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο ……….., υπεκμίθωσε στην ενάγουσα το ημιτελές  ισόγειο κατάστημα, επιφανείας 150 τ.μ.,  στο χώρο ενός ερειπωμένου κτιρίου (ξενοδοχείου), προκειμένου να χρησιμοποιηθεί από την υπομισθώτρια ως επαγγελματική της στέγη, καθώς και υπαίθριο χώρο, πλησίον της προβλήτας, που θα καθοριζόταν από κοινού από τα συμβαλλόμενα μέρη, ώστε να τοποθετηθούν εκεί από την ανωτέρω μέχρι δύο κινητές καντίνες με κιόσκια και τραπεζάκια για την πώληση πρόχειρου φαγητού, ήτοι υπεκμισθώθηκε τμήμα του ακινήτου, που είχε η εναγόμενη προηγουμένως μισθώσει από την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «……………» κατά τα προεκτεθέντα. Η διάρκεια της μίσθωσης συμφωνήθηκε δωδεκαετής, αρχόμενη από την 1η.7.2003 και το ετήσιο μίσθωμα σε ποσοστό 33% επί του ετήσιου τζίρου της υπομισθώτριας, που καθορίσθηκε κατ’ελάχιστον στο ποσό των 54.000 ευρώ, και, συνακόλουθα το μηνιαίο μίσθωμα στο ποσό των 4.500 ευρώ κατ’ελάχιστον, καταβαλλόμενο εντός του πρώτου πενθημέρου κάθε μήνα και αναπροσαρμοζόμενο ετησίως κατά το ποσοστό του τιμαρίθμου του κόστους ζωής. Περαιτέρω συμφωνήθηκε ότι δεν θα καταβληθεί μίσθωμα για τους τρεις πρώτους μήνες της σύμβασης, ήτοι μέχρι και το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2003. Επίσης ρητά συμφωνήθηκε από τους συμβαλλομένους στο άρθρο 10 του ανωτέρω συμφωνητικού ότι η υπεκμισθώτρια «αναλαμβάνει την υποχρέωση να πραγματοποιήσει τις απαραίτητες εργασίες για να καταστεί το μίσθιο κατάλληλο για τη συμφωνημένη χρήση», όπως, άλλωστε, υποχρεούται ο κάθε εκμισθωτής, και, επομένως, κατά νομική αναλογία, και ο κάθε υπεκμισθωτής, ήτοι να παραδώσει το μίσθιο κατάλληλο για τη συμφωνημένη χρήση και να το διατηρεί κατάλληλο σ’όλη τη διάρκεια της σύμβασης, αίροντας τα πραγματικά ελαττώματα και αποκαθιστώντας τις ελλείπουσες συμφωνημένες ιδιότητες, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη. Τέλος, συμφωνήθηκε στο άρθρο 21 του ιδίου συμφωνητικού ότι η ενάγουσα (υπομισθώτρια) «αναλαμβάνει την υποχρέωση να προβεί στην έκδοση των απαραιτήτων αδειών για τη νόμιμη λειτουργία της επιχείρησης…». Ειδικότερα οι αναγκαίες ενέργειες, στις οποίες υποχρεούτο η εναγόμενη να προβεί, ώστε η ενάγουσα να περιαχθεί σε θέση να χρησιμοποιήσει τα μίσθια για το σκοπό που συμφωνήθηκε, που δεν  προσδιορίσθηκαν στο μισθωτήριο, αφορούσαν, αφενός μεν ως προς το ισόγειο κατάστημα, στην εκτέλεση σ’αυτό των απαραίτητων εργασιών αποπεράτωσής του, καθώς ήταν ημιτελές, ώστε να εγκατασταθεί εκεί η έδρα της ενάγουσας, αφετέρου δε, ως προς τον υπαίθριο χώρο πλησίον της λιμενικής προβλήτας, στον εφοδιασμό της με άδεια χρήσης του χώρου αυτής, η οποία (άδεια) αποτελούσε βασικό προαπαιτούμενο για την έκδοση από την ενάγουσα με τη σειρά της άδειας λειτουργίας της συγκεκριμένης επαγγελματικής δραστηριότητας, η οποία είχε συμφωνηθεί ότι θα ασκείτο απ’αυτήν στον εν λόγω χώρο, και δη της επιχείρησης εκμετάλλευσης δύο κινητών καντινών, που, κατά τους όρους της υπομίσθωσης, θα εγκαθιστούσε στο σημείο. Πράγματι, σε εκτέλεση της ανωτέρω σύμβασης η ενάγουσα, η οποία, προ της κατάρτισης αυτής, είχε εκμισθώσει έτερο ακίνητο  στον έκτο όροφο πολυκατοικίας, κειμένης στον Πειραιά, επί της οδού …, στον αριθμό ……….., όπου είχε εγκαταστήσει την έδρα της, προσωρινά και μέχρι την αποπεράτωση από την εναγόμενη του χώρου του μίσθιου καταστήματος, το οποίο είχε συμφωνηθεί από τους διαδίκους ότι θα αποτελούσε την επαγγελματική της στέγη, πλην όμως ήταν ημιτελές και δε μπορούσε να χρησιμοποιηθεί, καταβάλλοντας στο μεσοδιάστημα τις δαπάνες, που απαιτούντο για τη λειτουργία της, προέβη σε όλες τις αναγκαίες ενέργειες, που έπρεπε να λάβουν χώρα από πλευράς της, προκειμένου να καταστήσει τον εκ των μισθίων υπαίθριο χώρο κατάλληλο για την άσκηση σ’αυτό της συμφωνημένης επαγγελματικής της δραστηριότητας, και ειδικότερα, με δικά της έξοδα, προέβη στην κατασκευή, εγκατάσταση στο σημείο, που της υποδείχθηκε από την εναγόμενη, και εξοπλισμό, μίας εκ των δύο κινητών καντινών, που είχε δικαίωμα να τοποθετήσει στο εν λόγω μίσθιο μέχρι και τα τέλη του μηνός Σεπτεμβρίου του έτους 2003, αναμένοντας την αντισυμβαλλόμενή της να συμπράξει, όπως κατά νόμο υποχρεούτο, προκειμένου να εξασφαλισθεί η παραχώρηση προς την ίδια της συμφωνημένης χρήσης αμφοτέρων των μισθίων, και συγκεκριμένα, αφενός μεν να ολοκληρωθούν, με επιμέλεια της υπεκμισθώτριας, οι εργασίες στο κατάστημα, αφετέρου δε να της παραδοθεί από την εναγόμενη η άδεια της τελευταίας περί εκμετάλλευσης του χώρου της προβλήτας, ώστε στη συνέχεια να  εφοδιασθεί με τη σειρά της με άδεια λειτουργίας της επιχείρησής της υγειονομικού ενδιαφέροντος, που, κατά τους όρους της σύμβασης θα ασκείτο στο χώρο αυτό. Ωστόσο η εναγόμενη καθυστερούσε στην εκπλήρωση της ανωτέρω συμβατικής της υποχρέωσης να παραδώσει τα μίσθια κατάλληλα προς χρήση, δηλαδή το κατάστημα αποπερατωμένο και το χώρο της προβλήτας νόμιμα αδειοδοτημένο, παρά τις συνεχείς προς την κατεύθυνση αυτή προφορικές οχλήσεις της ενάγουσας, ώστε η επιχείρησή της στην καντίνα να λειτουργήσει με τις νόμιμες προϋποθέσεις και να αρχίσει να της αποφέρει έσοδα, έχοντας δαπανήσει μέχρι τότε σημαντικά χρηματικά ποσά, διότι καλόπιστα απέβλεπε στην εκτέλεση της σύμβασης, αλλά και να εγκατασταθεί στο ισόγειο κατάστημα. Αποδείχθηκε επίσης ότι, επειδή η εναγόμενη είχε εκτελέσει έργα στην παραχωρηθείσα περιοχή χωρίς την απαιτούμενη άδεια, που παρέχεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εμπορικής Ναυτιλίας και Περιβάλλοντος, και Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, με τη υπ’αριθμ. 9580/15.9.2003 κοινή απόφαση των Υπουργών Εμπορικής Ναυτιλίας και Οικονομίας και Οικονομικών, που περιήλθε σε γνώση της, διότι κοινοποιήθηκε στον τότε νόμιμο εκπρόσωπό της …………, κηρύχθηκε η προαναφερθείσα απόφαση, με την οποία παραχωρήθηκε σ’αυτήν η παράλληλη χρήση του κοινόχρηστου χώρου του αιγιαλού, έμπροσθεν των εγκαταστάσεων της εκμισθώτριας εταιρίας με την επωνυμία «……. ..», μη εκτελεστή, μέχρι την ανάκληση ή την αντικατάστασή της μετά τον ακριβή προσδιορισμό του όρου «παράλληλη χρήση» του συγκεκριμένου χώρου από επιτροπή, που θα συσταθεί για το σκοπό αυτό. Σημειωτέον ότι η εναγόμενη, η οποία έλαβε γνώση της ανωτέρω απόφασης, δεν προσέβαλε αυτήν, ως διοικητική πράξη, που έθιγε τα έννομα συμφέροντά της, με ενέργειές της στη διοίκηση ή στα αρμόδια δικαστήρια, ώστε να προκαλέσει την ανάκληση ή την ακύρωσή της, ούτε μερίμνησε για τη σύσταση της εν λόγω επιτροπής, προκειμένου να της χορηγηθεί τελικά άδεια χρήσης και εκμετάλλευσης της προβλήτας, η οποία ουσιαστικά ανακλήθηκε με δική της υπαιτιότητα, ώστε να μπορέσει να εκπληρώσει τις αναληφθείσες έναντι της ενάγουσας από τη σύμβαση υπομίσθωσης υποχρεώσεις της, δηλαδή να παραδώσει το χώρο κατάλληλο για τη συμφωνημένη χρήση, όπερ χωρίς τον εφοδιασμό της με τη συγκεκριμένη άδεια δεν ήταν εκ των πραγμάτων δυνατό, διότι στην περίπτωση αυτή δε μπορούσε να χορηγηθεί ούτε στην ενάγουσα άδεια λειτουργίας στο χώρο αυτό επιχείρησης υγειονομικού ενδιαφέροντος για τις καντίνες, που είχε δικαίωμα να εγκαταστήσει στο μίσθιο. Τελικά, κατόπιν συνεχών διαμαρτυριών της ενάγουσας για την υπερημερία της εναγομένης  περί την άρση των ανωτέρω πραγματικών ελαττωμάτων των μισθίων, που εμπόδιζαν την παραχώρηση της συμφωνημένης χρήσης (το ισόγειο κατάστημα ήταν ερειπωμένο και παντελώς ακατάλληλο, και για το χώρο της προβλήτας δεν είχε χορηγηθεί σ’αυτήν νέα άδεια εκμετάλλευσης, αφού η χορηγηθείσα είχε κηρυχθεί μη εκτελεστή ήδη από το μήνα Νοέμβριο του 2003, όπως καλώς εγνώριζε και δεν ενημέρωσε την αντισυμβαλλόμενή της σχετικά) υπογράφηκε τελικά μεταξύ των διαδίκων το από 30.4.2004 νέο ιδιωτικό συμφωνητικό, τροποποιητικό του προηγουμένου, με το οποίο μειώθηκε το μηνιαίο μίσθωμα στο ποσό των 300 ευρώ αναδρομικά για το χρονικό διάστημα από 1.10.2003 έως 30.8.2004, διότι, όπως αναφέρεται σ’αυτό «δεν έχουν εκτελεσθεί οι εργασίες, που έχουν συμφωνηθεί και το μίσθιο δεν είναι έτοιμο για τη χρήση που προοριζόταν». Το μίσθωμα αυτό αφορούσε στην πραγματικότητα, όπως, χωρίς να αναφέρεται ρητά, σαφώς συνάγεται από την ανωτέρω φράση, στο χώρο πλησίον της προβλήτας, όπου η ενάγουσα είχε εγκαταστήσει τη μία καντίνα, διότι οι εργασίες αποπεράτωσης του ισογείου ημιτελούς καταστήματος δεν είχαν ακόμη ξεκινήσει, ώστε να της παραδοθεί από την εναγόμενη κατάλληλο για τη συμφωνημένη χρήση, γεγονός, που ουσιαστικά προκάλεσε την κατάρτιση του ανωτέρου συμφωνητικού και τη σημαντική μείωση του ποσού του μισθώματος, που όφειλε να καταβάλει. Αποδείχθηκε επίσης ότι ήδη από το μήνα Οκτώβριο του έτους 2003 η ενάγουσα είχε αρχίσει να λειτουργεί την επιχείρησή της στη μία καντίνα, παρά την έλλειψη των νομίμων προϋποθέσεων, προκειμένου να ανταποκριθεί στα λειτουργικά της έξοδα, αλλά και να εξυπηρετηθούν από την καντίνα οι εργαζόμενοι της εναγομένης, εκτιθέμενη στον κίνδυνο συνεχών οχλήσεων των αρμοδίων οργάνων λόγω της παράνομης άσκησης της επαγγελματικής δραστηριότητάς της, αναμένοντας τον εφοδιασμό της εναγομένης ως εκμισθώτριας με άδεια χρήσης του χώρου της προβλήτας, ώστε να νομιμοποιήσει στη συνέχεια και η ίδια τη λειτουργία της επιχείρησής της με την έκδοση της απαραίτητης άδειας. Ωστόσο, καθώς τέτοια άδεια δεν είχε λάβει η εναγόμενη και τα έξοδα της ενάγουσας αυξάνονταν, υπογράφηκε τελικά μεταξύ των διαδίκων το από 20.2.2005 ιδιωτικό συμφωνητικό, της εναγομένης νόμιμα εκπροσωπηθείσας κατά την κατάρτισή του από τον τότε Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο αυτής … ….., όπως και στα προηγούμενα δύο (ο πρωτοδίκως προβληθείς από την εναγόμενη ισχυρισμός περί πλαστότητας αυτού δεν επαναφέρεται από την ανωτέρω στο πλαίσιο της δίκης επί της ένδικης έφεσης ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου), το οποίο, αφενός μεν η ανωτέρω αναγνώριζε την υποχρέωσή της να εκδώσει στο όνομά της την άδεια εκμετάλλευσης του χώρου της προβλήτας, οπότε και η ενάγουσα θα είχε τη δυνατότητα να λειτουργήσει νόμιμα και κατά τη συμφωνηθείσα χρήση, την αδυναμία έκδοσης εκ μέρους της τέτοιας άδειας μέχρι και την ημέρα υπογραφής του εν λόγω συμφωνητικού (με την επισήμανση ότι αυτό οφείλεται σε λόγους ανεξάρτητους της θέλησής της), καθώς και το γεγονός ότι η σύμβαση λειτούργησε μερικώς, μετά από αίτημα της ιδίας, για την εξυπηρέτηση των αναγκών των εργαζομένων της, αφετέρου δε συνομολογήθηκε ότι η υπομίσθωση έχει «καταστεί ανενεργός», διότι η ενάγουσα, για λόγους που δεν οφείλονται σε υπαιτιότητά της (μη χορήγηση αδείας στην ίδια – υπεκμισθώτρια) δεν έχει τη δυνατότητα να λειτουργήσει την επιχείρησή της νόμιμα, υπό την έννοια ότι δεν έχει λυθεί, πλην όμως ότι δεν παράγει υποχρεώσεις σε βάρος της, αλλά θα τεθεί εκ νέου σε λειτουργία μετά την έκδοση της ανωτέρω άδειας εκμετάλλευσης της προβλήτας, οπότε και θα αρχίζει η δωδεκαετής διάρκεια της σύμβασης υπομίσθωσης, και τέλος ότι, σε κάθε περίπτωση, εάν, μετά την πάροδο εύλογου χρονικού διαστήματος, διαπιστωθεί ότι δεν είναι δυνατή η έκδοση τέτοιας άδειας, η ενάγουσα θα δικαιούται να υπαναχωρήσει, αξιώνοντας την επιστροφή της δοθείσης κατά την κατάρτιση της σύμβασης εγγύησης, και την αποκατάσταση κάθε θετικής και αποθετικής ζημίας, που έχει υποστεί. Σημειωτέον ότι η εναγόμενη ως μισθώτρια του κοινόχρηστου χώρου του αιγιαλού και της προβλήτας,  έμπροσθεν των λιμενικών εγκαταστάσεων κυριότητας της εκμισθώτριας εταιρίας με την επωνυμία «….. ..» ήταν αυτή, που όφειλε να εφοδιασθεί με την άδεια χρήσης και εκμετάλλευσης του χώρου της προβλήτας, την οποία, άλλωστε και είχε λάβει στο παρελθόν, πλην όμως με δική της υπαιτιότητα κηρύχθηκε μη εκτελεστή, και όχι η υπομισθώτρια – ενάγουσα, η οποία όμως εκ των πραγμάτων τη χρειαζόταν, προκειμένου με τη σειρά της να λάβει άδεια λειτουργίας της επιχειρηματικής δραστηριότητας, που είχε συμφωνηθεί ότι θα ασκούσε στο μίσθιο, όπως εκούσια αναγνώρισε και η ίδια η εναγόμενη με το προαναφερθέν ιδιωτικό συμφωνητικό. Αποδείχθηκε επίσης ότι η ενάγουσα πράγματι λειτούργησε τη μία καντίνα στον εκ των μισθίων υπαίθριο χώρο πλησίον της προβλήτας μέχρι και τις 15.7.2005, χωρίς άδεια της αρμόδιας αρχής, την οποία δε μπορούσε να λάβει ούτε η ίδια, αφού η εναγόμενη δεν είχε προηγουμένως εφοδιασθεί με άδεια χρήσης και εκμετάλλευσης του χώρου αυτού, ως όφειλε, και χωρίς μέχρι τότε να της έχει παραδοθεί το ισόγειο κατάστημα αποπερατωμένο και κατάλληλο για τη συμφωνημένη χρήση, που παρέμενε ερειπωμένο και εγκαταλελειμμένο, ακριβώς στην ίδια κατάσταση, όπως και κατά την κατάρτιση της σύμβασης, καθώς ουδέποτε άρχισαν σ’αυτό εργασίες, οπότε και διέκοψε την λειτουργία της επιχείρησής της, κρίνοντάς την πλέον ασύμφορη, αλλά και προκειμένου να μην διαιωνίζεται μία παράνομη κατάσταση, που ανά πάσα στιγμή την εξέθετε  στον κίνδυνο ελέγχου των αρμοδίων αρχών, με διοικητικές και ποινικές κυρώσεις σε βάρος της, και εγκατέλειψε τα μίσθια, όπως και την καντίνα της στο σημείο, όπου την είχε εγκαταστήσει πλήρως εξοπλισμένη, και εξακολουθεί έκτοτε να βρίσκεται. Κατ’ακολουθίαν τούτων, η ενάγουσα, εφόσον ουδέποτε της παραχωρήθηκαν τα μίσθια κατάλληλα για τη συμφωνημένη χρήση από την εναγόμενη, η οποία κατέστη υπερήμερη περί την άρση των πραγματικών ελαττωμάτων τους, προέβη σε καταγγελία της σύμβασης υπομίσθωσης με σχετική δήλωσή της, περιεχόμενη στην ένδικη αγωγή, όπως εδικαιούτο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 585 του ΑΚ, η οποία είναι έγκυρη και διά της περιέλευσής της στην εναγόμενη στις 18.1.2010, όταν και επιδόθηκε σ’αυτήν η αγωγή, σύμφωνα με την προσκομιζόμενη υπ’αριθμ. …../18.1.2010 έκθεση επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Αθηνών δικαστικού επιμελητή ……, επέφερε ως έννομη συνέπεια τη λύση της υπομίσθωσης για το μέλλον, και μάλιστα παρά το ότι δεν τάχθηκε προηγουμένως στην υπεκμισθώτρια εύλογη προθεσμία προς αποκατάσταση της συμφωνημένης χρήσης των ακινήτων και μετά την παρέλευση αυτής άπρακτης, διότι κάτι τέτοιο θα ήταν πλέον άσκοπο, όπως σαφώς και πέραν πάσης αμφιβολίας προκύπτει από την όλη στάση της ανωτέρω, και παρά το γεγονός ότι η ενάγουσα χρησιμοποίησε τον εκ των μισθίων υπαίθριο χώρο πλησίον της λιμενικής προβλήτας για την άσκηση της επαγγελματικής της δραστηριότητας, πλην όμως άνευ των νομίμων προϋποθέσεων, ώστε να μη διατηρείται σε  ισχύ η σύμβαση αυτή και να διαιωνίζεται η παράνομη λειτουργία μίας επιχείρησης, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης. Δικαιούται επίσης η ενάγουσα να αξιώσει αποζημίωση για την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας, που υπέστη από την υπαίτια μη εκτέλεση της επίδικης σύμβασης από την εναγόμενη, και δη τη συνδεόμενη άμεσα και αιτιωδώς με το γεγονός της μη παράδοσης σ’αυτήν της συμφωνημένης χρήσης των μισθίων, η οποία εμποδίσθηκε από τα προαναφερθέντα πραγματικά ελαττώματα των εν λόγω ακινήτων, ως προς την άρση των οποίων (ελαττωμάτων) η εναγόμενη κατέστη υπερήμερη, μη συμπράξασα στις αναγκαίες κατά το νόμο, τη σύμβαση, και τις περιστάσεις ενέργειες, κατά τα προεκτεθέντα, της οφειλομένης αποζημίωσης ειδικότερα συνιστάμενης στις δαπάνες, που πραγματοποίησε (η ενάγουσα) στο χώρο του εκ των μισθίων, υπαίθριο χώρο και μόνο, προκειμένου να τον καταστήσει κατάλληλα για τη συμφωνημένη χρήση, ήτοι στα έξοδα κατασκευής, εγκατάστασης και εξοπλισμού της καντίνας, που παρέμεινε και μετά τη λύση της μίσθωσης στο χώρο της προβλήτας. Ενόψει των παραδοχών αυτών, δεν αποτελούν αποκαταστατέα ζημία της ενάγουσας τα μισθώματα, που καταβλήθηκαν στην εναγόμενη, σύμφωνα με τις προσκομιζόμενες αποδείξεις, για το χρονικό διάστημα από 1.10.2003 έως και το μήνα Νοέμβριο του έτους 2004, και αφορούν ουσιαστικά στον εκ των μισθίων υπαίθριο χώρο πλησίον της προβλήτας, όπου η ενάγουσα λειτούργησε την καντίνα της, κατόπιν σημαντικής μείωσης στο ποσό των 300 ευρώ του αρχικά συμφωνηθέντος μηνιαίου μισθώματος, που κατ’ελάχιστον προσδιορίσθηκε στο ποσό των 4.500 ευρώ, με το μεταγενεστέρως καταρτισθέν μεταξύ των διαδίκων από 30.3.2004 ιδιωτικό συμφωνητικό, εφόσον μέχρι τότε δεν είχαν εκτελεσθεί από την εναγόμενη οι εργασίες αποπεράτωσης του επίσης μισθίου ισογείου καταστήματος, το οποίο ουδέποτε παραδόθηκε στην ενάγουσα κατάλληλο για τη συμφωνημένη χρήση κατά τα προεκτεθέντα, διότι τα μισθώματα αυτά αποτελούν το αντάλλαγμα της πραγματοποιηθείσης απ’αυτήν, έστω και κατά παράνομο τρόπο, χρήσης του ανωτέρω υπαίθριου χώρου, και, συνεπώς, οφείλονται, όπως έχει ήδη αναφερθεί στη μείζονα σκέψη. Ενόψει τούτων, το υπό στοιχεία Α5 του αγωγικού δικογράφου κονδύλιο, συνολικού ποσού 6.837,6 ευρώ απορριπτέο τυγχάνει ως ουσιαστικά αβάσιμο. Περαιτέρω ουδόλως αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα συστάθηκε ως εταιρία περιορισμένης ευθύνης, αποκλειστικά και μόνο προκειμένου να ασκήσει τη συγκεκριμένη επιχείρηση στα μίσθια, ώστε να δικαιούται να διεκδικήσει ως αποζημίωση για τη μη παραχώρηση της συμφωνημένης χρήσης τους από την εναγόμενη όλα τα ποσά που δαπάνησε για τη σύστασή της και τη λειτουργία της μέχρι τη λύση της μίσθωσης, αλλά η επιχείρηση αυτή ήταν ένα από τα αντικείμενα, στα οποία επροτίθετο με τη σύστασή της να δραστηριοποιηθεί επιχειρηματικά, όπως σαφώς προκύπτει από τα αναφερόμενα στη συστατική της πράξη περί του σκοπού της, που αφορούν σε πλείονα αντικείμενα επαγγελματικής δραστηριότητας, πλην της εκμετάλλευσης κυλικείων, αλλά ιδίως από το γεγονός ότι δε λύθηκε, ούτε διέκοψε τις εργασίες της, κατά το μήνα Ιούλιο του έτους 2005, όταν εγκατέλειψε τα μίσθια ακίνητα και ήταν πλέον βέβαιον ότι η εναγόμενη δεν πρόκειται να εκτελέσει τη σύμβαση αίροντας τα πραγματικά ελαττώματα των ακινήτων αυτών, ώστε να της τα παραδώσει κατάλληλα για τη συμφωνημένη χρήση τους, και να λειτουργήσει νόμιμα την επιχείρησή της εκεί κατά τα μεταξύ τους συμφωνηθέντα, αλλά συνέχισε να υφίσταται ως νομικό πρόσωπο και να λειτουργεί στην έδρα της στον Πειραιά, επιβαρυνόμενη με σημαντικές δαπάνες, όπερ κατά την κοινή πείρα και λογική και τις αντιλήψεις των συναλλαγών οπωσδήποτε δε θα συνέβαινε, εάν όπως ισχυρίζεται, είχε συσταθεί μόνον ενόψει της επίδικης σύμβασης, από τη στιγμή, που αυτή είχε καταστεί ανενεργός, η καντίνα της είχε πάψει να λειτουργεί και ουδέν εισόδημα της απέφερε πλέον, και δε δραστηριοποιείτο παράλληλα επιχειρηματικά και σε άλλο αντικείμενο, όπως είχε τη δυνατότητα να πράξει με βάση το σκοπό της, προκειμένου τουλάχιστον να ανταποκρίνεται στα λειτουργικά έξοδά της (σημειωτέον ότι το πρώτον στο ακροατήριο του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της έφεσης παραστάθηκε με το διαχειριστή της, χωρίς να προσκομίζονται έγγραφα περί του χρόνου της λύσης και της θέσης της σε εκκαθάριση, που οπωσδήποτε είναι μεταγενέστερος της συζήτησης της υπόθεσης στον   πρώτο βαθμό, το έτος 2014), ούτε βέβαια μπορεί να γίνει δεκτό ότι αδρανούσε επί 10 και πλέον έτη, χωρίς αντικείμενο δραστηριότητας, συνεχίζοντας παρόλα αυτά να διατηρεί επαγγελματική έδρα, για την οποία κατέβαλε μίσθωμα και έξοδα λειτουργίας, παρότι εξέλιπε ο λόγος σύστασής της, διότι στην περίπτωση αυτή προς αποφυγήν και άλλων εξόδων θα είχε λυθεί και τεθεί υπό εκκαθάριση ήδη από το έτος 2005, κρίση, που, σε κάθε περίπτωση, δεν αναιρείται από το γεγονός ότι κατά τα επόμενη έτη δεν εμφανίζει κέρδη με βάση τους προσκομιζόμενους ισολογισμούς της. Ενόψει των ανωτέρω, τα αγωγικά κονδύλια Α1 και Α2, ποσού 1.850 ευρώ και 1.403,11 ευρώ, που αφορούν σε δαπάνες σύστασης της ενάγουσας και στα ποσά, που κατέβαλε για τις ετήσιες συνδρομές της στο Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Πειραιώς για τα έτη 2003 – 2010 αντίστοιχα, το κονδύλιο υπό στοιχεία Γ23, συνολικού ποσού 2.370 ευρώ, που αφορά σε ποσά καταβληθέντα στον Ο.Τ.Ε. για την παροχή προς αυτήν τηλεγραφικών υπηρεσιών και υπηρεσιών σταθερής τηλεφωνίας στην έδρα της στον Πειραιά για το αυτό ως άνω χρονικό διάστημα, το κονδύλιο υπό στοιχεία Γ29, συνολικού ποσού 476,80 ευρώ, που αφορά σε δαπάνες για την καταχώρηση ισολογισμών της στην «… ………….», το κονδύλιο υπό στοιχεία Γ29, συνολικού ποσού 632,12 ευρώ, που αφορά σε έξοδα δημοσίευσης στο Φ.Ε.Κ.  της περίληψης σύστασής της και των ισολογισμών της, το κονδύλιο υπό στοιχεία Γ30, ποσού 77,80, που αφορά σε δαπάνες για την παροχή λογιστικών υπηρεσιών κατά τη σύστασή της, και το κονδύλιο υπό στοιχεία Γ32, συνολικού ποσού 165,20 ευρώ, που αφορά σε δαπάνες για την κατασκευή ιστοσελίδας στο διαδίκτυο γι’αυτήν, απορριπτέα τυγχάνουν ως ουσιαστικά αβάσιμα, διότι αναφέρονται σε δαπάνες σύστασης και λειτουργίας της μέχρι και το έτος 2010, που δεν αποτελούν αποκαταστατέα ζημία της συνδεόμενη άμεσα και αιτιωδώς με την υπαίτια μη εκτέλεση της επίδικης σύμβασης υπομίσθωσης από την εναγόμενη. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα για την κατασκευή, εγκαστάσταση και εξοπλισμό της καντίνας στον υπαίθριο μίσθιο χώρο, όπου και εξακολουθεί να βρίσκεται μετά τη λύση της μεταξύ των διαδίκων σύμβασης, δαπάνησε τα κάτωθι χρηματικά ποσά: 1) Για την αγορά του κουβουκλίου ΜΕΤΡΟ 3161/SP  της καντίνας, τη μεταφορά και εγκατάστασή της, και την αγορά δύο κλιματιστικών A/C 9000 BTU ΕΞΩΤ από την εταιρία ……, δαπανήθηκε το συνολικό ποσό των 9.558 ευρώ, όπως προκύπτει από το υπ’αριθμ. …./29.7.2003 τιμολόγιο της ανωτέρω εταιρίας, το οποίο εξοφλήθηκε τμηματικά με δύο καταβολές, εκδοθεισών αντίστοιχων αποδείξεων είσπραξης αυτής,  και δη α) της υπ’αριθμ. …../1.7.2003 απόδειξης, συνολικού ποσού 2.850 ευρώ και β) της υπ’αριθμ. …./4.8.2003 απόδειξης, συνολικού ποσού 6.708 ευρώ. 2 ) Για την αγορά των υλικών για την κατασκευή ενός πρόχειρου σκεπαστού υπόστεγου, ακριβώς δίπλα στην καντίνα, η οποία θα χρησιμοποιείτο από τους πελάτες της επιχείρησης κατά τη διάρκεια άσχημων καιρικών συνθηκών (κρύου, βροχής κ.λ.π), δαπανήθηκε το ποσό των 1.348,14 ευρώ. Ειδικότερα από το με αριθμό θεώρησης ………./28.8.2003 τιμολόγιο – δελτίο αποστολής της εταιρίας ………. προκύπτει ότι δαπανήθηκε α) για αγορά τριάντα πέντε τετραγωνικών μέτρων ΠΑΝΕΛ ΠΛΑΓΙΟΚΑΛΥΨΗΣ 40, με αξία τετραγωνικού μέτρου 15,99 ευρώ, το ποσό των 559,6 ευρώ, β) για αγορά είκοσι ενός τετραγωνικών μέτρων ΠΑΝΕΛ ΟΡΟΦΗΣ Κ, με αξία τετραγωνικού μέτρου 18.37 ευρώ, το ποσό των 385,77 ευρώ, γ) για αγορά δώδεκα τετραγωνικών μέτρων και σαράντα οκτώ εκατοστών (12,48 τ.μ.) ΕΙΔΙΚΟ ΤΕΜΑΧΙΟ Π, με αξία τετραγωνικού μέτρου 11,19 ευρώ, το ποσό των 139,65 ευρώ, δ) για αγορά ενός τετραγωνικού μέτρου και δεκατριών εκατοστών (1,13 τμ) ΕΙΔΙΚΟ ΤΕΜΑΧΙΟ ΕΣΩ  ΓΩΝΙ., με αξία τετραγωνικού μέτρου το ποσό των 8,38 ευρώ, το ποσό των 9,47 ευρώ, ε) για αγορά 50 τεμαχίων ΒΙΔΕΣ 140, με αξία τεμαχίου 0,19 ευρώ, το ποσό των 9,5 ευρώ, στ) για αγορά 100 τεμαχίων ΒΙΔΕΣ 075, με αξία τεμαχίου 0,15 ευρώ, το ποσό των 15 ευρώ, ζ) για αγορά τεμαχίων ΕΙΔΙΚΟ ΤΕΜΑΧΙΟ, με αξία τεμαχίου το ποσό των 3,35 ευρώ, το ποσό των 23,45 ευρώ. Το κονδύλιο υπό στοιχεία Γ7Β, των 2.200 ευρώ, το οποίο ισχυρίζεται η ενάγουσα ότι δαπάνησε για τις εργασίες κατασκευής του υπόστεγου. και δη για την τοποθέτηση των πάνελ, τη δημιουργία σκελετού από κυλιοδοκούς, το πάτωμα από γκρο μπετόν, επένδυση με πλακάκια και ηλεκτρική εγκατάσταση  πρέπει ν’απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο, καθώς για την καταβολή του δεν προσκομίσθηκε σχετική απόδειξη του εισπράξαντος. 3) Από το υπ’ αριθμ. …./6.8.2003 τιμολόγιο της εταιρείας «……….» προκύπτει ότι για τον εξοπλισμό της καντίνας, όπως αναφέρεται κατωτέρω, δαπανήθηκε το ποσό των 9.322 ευρώ. Ειδικότερα από το άνω τιμολόγιο προκύπτει ότι η ενάγουσα αγόρασε α) έναν ΦΟΥΡΝΟ τύπου ΚΥΚΛ. Mod. FEC/S (ΓΚΡΙΛ) αξίας 540 € πλέον 18 % ΦΠΑ επί του άνω ποσού, ήτοι πλέον 97,20 € ΦΠΑ, β) μια ΣΤΟΦΑ αξίας 330 € πλέον 18 % ΦΠΑ επί του άνω ποσού, ήτοι πλέον 59,40 €, γ) μια ΦΟΥΣΚΑ αξίας 840 €, πλέον 18 % ΦΠΑ επί του άνω ποσού, ήτοι πλέον 151,20 €, δ) ένα ΤΡΑΠΕΖΙ αξίας 950 € πλέον 18 % ΦΠΑ επί του άνω ποσού, ήτοι πλέον 171 €, ε) ένα ΕΡΜΑΡΙΟ 60 Χ 60 Χ 86 αξίας 410 € πλέον 18 % ΦΠΑ, ήτοι πλέον 73,80 €, στ) ένα ΨΥΓΕΙΟ 150X60X86 αξίας 1320 € πλέον 18 % ΦΠΑ, ήτοι πλέον 237,60 €, ζ) μια ΛΑΝΤΖΑ ΤΡΑΠΕΖΙ αξίας 430 € πλέον 18 % ΦΠΑ, ήτοι πλέον 77,40 €, η) μια ΠΑΓΟΜΗΧΑΝΗ τύπου D.40 αξίας 870 € πλέον 18 % ΦΠΑ, ήτοι πλέον 156,60 €, θ) μια ΛΑΝΤΖΑ ΤΡΑΠΕΖΙ αξίας 450 € πλέον 18 % ΦΠΑ, ήτοι πλέον 81 €, ι) ένα ΠΛΑΤΩ αξίας 345 € πλέον 18 % ΦΠΑ, ήτοι πλέον 62,10 €, ια) μια ΦΡΙΤΕΖΑ ΗΛ 8 lt. αξίας 192 € πλέον 18 % ΦΠΑ, ήτοι πλέον 34,56 €, ιβ) ένα ΜΙΞΕΡ ΦΡΑΠΕ ΑΚ/3 αξίας 82 € πλέον 18 % ΦΠΑ, ήτοι πλέον 14,76 €, ιγ) ένα ΜΠΛΕΝΤΕΡ Η/Β 908 αξίας 170 € πλέον 18 % ΦΠΑ, ήτοι πλέον 30,60 €, ιδ) έναν ΨΥΚΤΗ ΝΕΡΟΥ 300 ΠΟΤΗΡΙΩΝ αξίας 310 € πλέον 18 % ΦΠΑ, ήτοι πλέον 55,80 €, ιε) ένα ΤΡΑΠΕΖΙ 140 Χ 7Q Χ 86 αξίας 321 € πλέον 18 % ΦΠΑ, ήτοι πλέον 57,78 €, ιστ) μια ΒΙΤΡΙΝΑ αξίας 340 €τίλέον 18 % ΦΠΑ, ήτοι πλέον 61,20 €. Το άνω ποσό προς την εταιρεία «…….» καταβλήθηκε σε δύο δόσεις, εκδοθεισών αντιστοίχων αποδείξεων είσπραξης και δη α) της υπ’αριθμ. …..2003 απόδειξης, συνολικού ποσού 2000 €, και β) της υπ’αριθμ. …./6.8.2003  απόδειξης, με την οποία καταβλήθηκε το υπόλοιπο εναπομένον ποσό των 7.322 €.  4) Από το υπ’αριθμ. …/1.9.2003 τιμολόγιο – δελτίο αποστολής της εταιρίας …… προκύπτει ότι για τραπέζια και καρέκλες της καντίνας, όπως αναγράφονται κατωτέρω, δαπανήθηκε συνολικά το ποσό των 3.486,54 ευρώ. Συγκεκριμένα αγοράσθηκαν 60 καθίσματα επισκεπτών με τιμή μονάδας 33,33 € και συνολικά το ποσό των 1999,8 € και 15 τραπέζια επισκεπτών με τιμή μονάδας 63,66 € και συνολικά το ποσό των 954,9 €. Τα κονδύλια υπό στοιχεία Γ10 και Γ11, συνολικού ποσού 3.400 ευρώ, που κατά την ενάγουσα δαπανήθηκαν για την τροφοδότηση της καντίνας με ρεύμα (υλικά και αξία των εργασιών) πρέπει ν’απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμα, διότι, ως προς αυτά, προσκομίσθηκαν από την ανωτέρω μόνο προσφορές του ηλεκτρολόγου ……, και όχι αποδείξεις είσπραξης απ’αυτόν του αιτούμενου ποσού. 5) Για τη χορήγηση πιστοποιητικού της ΔΕΗ για ηλεκτροδότηση  της καντίνας καταβλήθηκε το ποσό των 118 ευρώ, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη υπ’αριθμ. 602/5.8.2003  απόδειξη παροχής υπηρεσιών του ……….., Διπλωματούχο Ηλεκτρολόγου Μηχανικού,  ενώ για την καταβολή του ποσού των 2.500 ευρώ, που κατά την ενάγουσα εισέπραξε ο ανωτέρω για τη δημιουργία σχεδίου ηλεκτρικής εγκατάστασης της καντίνας, που προσκομίζεται, και την κατάθεσή του στη ΔΕΗ, δεν προσάγεται σχετική απόδειξη απ’αυτόν, και, επομένως, το κονδύλιο αυτό, υπό στοιχεία Γ11 του αγωγικού δικογράφου πρέπει ν’απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο. 6) Από το υπ’αριθμ. …./1.8.2003 δελτίο αποστολής – τιμολόγιο για πώληση αγαθών της εταιρείας του … ……. με αντικείμενο ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΑ -ΥΔΡΑΥΛΙΚΑ – ΧΡΩΜΑΤΑ -ΣΙΔΗΡΙΚΑ, προκύπτει ότι δαπανήθηκε το ποσό των 384,68 ευρώ. 7) Από το υπ’αριθμ. …./1.8.2003 δελτίο αποστολής – τιμολόγιο για πώληση αγαθών της ιδίας εταιρίας προκύπτει ότι δαπανήθηκε  το ποσό των 74,28 €, μαζί με το ΦΠΑ 8) Από το υπ’αριθμ. …./1.8.2003 δελτίο αποστολής – τιμολόγιο για πώληση αγαθών της ιδίας εταιρίας προκύπτει προκύπτει ότι δαπανήθηκε το ποσό των 69,92 €, μαζί με το ΦΠΑ. 9) Σύμφωνα με το υπ’αριθμ…./1.9.2003 τιμολόγιο – δελτίο αποστολής της εταιρίας …. η ενάγουσα δαπάνησε το ποσό των 133,51 ευρώ, και ειδικότερα, για α) 2 σετ λάστιχο cord standard με σύνδεση152351 με τιμή τεμαχίου 18,21 €, το ποσό των 36,42 €, β) 2 τεμάχια γωνία ES στήριξης ραφιού απλή 033195 με τιμή τεμαχίου 0,89, το ποσό των 1,78 €, γ) για μια σπάτουλα ξύλινη 24 cm057620 με τιμή τεμαχίου 1,35 €, το ποσό των 1,35 €, δ) για ένα τεμάχιο ράφι λευκό 80Χ 20 MM 143455 με τιμή τεμαχίου 3,30 €, το ποσό των 3,30, ε) για ένα τεμάχιο ΝΟΒΟΠΑΝΟΒΙΔΑ NIKE 5χ30, 200 ΤΕ με τιμή τεμαχίου 4,87 €, το ποσό των 4,78€, στ) για ένα τεμάχιο ΝΟΒΟΠΑΝΙΔΑ NIKE 4X16 ,300ΤΕ 149268 με τιμή τεμαχίου 2,36 €, το ποσό των 2,36 €, ζ) για ένα τεμάχιο ΑΝΑΠΤΗΡΑ ΓΚΑΖΙΟΥ ΤΟΚΑΙ GM1GR 190156 με τιμή τεμαχίου 3,21 €, το ποσό των 3,21 €, η) για 14 τεμάχια κονσόλα λευκή 038591 με τιμή μονάδας 0,89 €, το ποσό των 12,46 €, θ) για δύο τεμάχια ράφι λευκό 80X30 18ΜΜ 143457 με τιμή μονάδος 4,40 €, το ποσό των 8,80 €, ι) για 4 τεμάχια γλάστρα τετρ. ΙΩΝΙΑ 34X34 ΤΕΡΑΚΟΤΑ 127304 με τιμή μονάδας 3,30 €, το ποσό των 13,19 €, ια) για δύο τεμάχια ράφι λευκό 240X30 18 MM 143469 με τιμή μονάδας 12,70 €, το ποσό των 25,41 €. 10) Για αγορά διαφόρων μικροαντικειμένων για την καντίνα, σύμφωνα  με το προσκομιζόμενο υπ’αριθμ. ……./23.8.2003 τιμολόγιο – δελτίο αποστολής της ιδίας εταιρίας η ενάγουσα δαπάνησε το ποσό των 291,69 ευρώ, και δη για α) ένα τεμάχιο ΑΠΛΙΚΑ Π ΑΤΙ ΝΑ ΧΑΛΚΟΣ ΑΧ- 410 Β με τιμή μονάδας 18,64 €, το ποσό των 18,46 €, β) για ένα τεμάχιο ΦΩΤΙΣΤΙΚΟ ΕΔΑΦΟΥΣ  Ε-410 με τιμή μονάδας 18,46 €, το ποσό των 18,46 €, γ) για 21 τεμάχια ΧΕΛΩΝΑ ΑΛΟΥΜΙΝΙΟ ΓΚΡΙ με τιμή μονάδας 6,77 €, το ποσό των 142,19 €, δ) για 8 τεμάχια ΦΑΝΑΡΑΚΙ ΜΑΥΡΟ ΑΠ – 400 PVC με τιμή μονάδας 8,47 €, το ποσό των 67,73 €. Ήτοι συνολικά για όλα τα ανωτέρω κατέβαλα το ποσό των διακοσίων σαράντα επτά και είκοσι λεπτών (247,20 €) πλέον ΦΠΑ 44,49 €. 11) Για αγορά διαφόρων μικροαντικειμένων, όπως προκύπτει από το με αριθμό θεώρησης ……/8.7.2003 τιμολόγιο – δελτίο αποστολής της ιδίας εταιρίας, δαπανήθηκε συνολικά το ποσό των 58,95 ευρώ. Ειδικότερα για την αγορά α) ενός τεμαχίου ΚΑΛΩΔΙΟ ΠΡΟΕΚΤΑΣΗΣ ΑΜΕΡ. 5 Μ, με τιμή μονάδας 2,03 €, το ποσό των 2,03 €, β) ένα τεμάχιο PANASONIC ΤΗΛΕΦΩΝΟ ΚΧ-ΤΧ3ΕΧΒ ΜΑΥΡΟ, με αξία τεμαχίου 19,48 €, το ποσό των 19,48 €, γ) για ένα τεμάχιο ΤΗΛΕΦΩΝΟ DELTA CS – 2202 ΔΙΓΡΑΜΜΟ, με αξία τεμαχίου 25,34 €, το ποσό των 25,34 €, δ) ένα τεμάχιο ΚΑΛΩΔΙΟ ΠΡΟΕΚΤΑΣΗΣ ΑΜΕΡ. 3 Μ, με αξία τεμαχίου 1,26 €, το ποσό των 1,26 €, ε) δύο τεμάχια ΜΕΤΑΤΡΟΠΕΑΣ 6P-4C 1Α-28,με αξία τεμαχίου 0,92 €, το ποσό των 1,85€.  12) Για αγορά διαφόρων μικροαντικειμένων, όπως προκύπτει από το με αριθμό θεώρησης …../30.9.2003 τιμολόγιο – δελτίο αποστολής της ιδίας εταιρίας, δαπανήθηκε το ποσό των 215,46 ευρώ. Ειδικότερα α) για για αγορά πέντε τεμαχίων ΒΕΡΓΑ ΠΤΥΣΣ. CALIFORNIA 55/85 ΕΚ., με αξία τεμαχίου 3,64 €, το ποσό των 18,18 €, β) για αγορά ενός τεμαχίου ΣΤΕ 5 ΤΕΜ. ΦΑΓΗΤΟΔΟΧΕΙΑ ΟΡΘΟΓΩΝΙΟ, με αξία τεμαχίου 3,04 €, το ποσό των3,04 €, το ποσό των 3,04€, γ) για αγορά ενός τεμαχίου ΚΟΥΡΤΙΝΟΞΥΛΟ LUGANO 28/140 ΚΕΡΑΣΙΑ με αξία τεμαχίου 12,70 €, το ποσό των 12,70 €, δ) για αγορά έξι τεμαχίων ΓΑΝΤΖΟΙ DONAU 16 MM ΛΕΥΚΟΙ, με αξία τεμαχίου 2,53 €, το ποσό των 15,20 €, ε) για αγορά δύο τεμαχίων ΓΑΝΤΖΑΚΙ “S” 23 25 MM ΛΕΥΚΟ, με αξία τεμαχίου 0,84 €, το ποσό των 1,68 €, στ) για αγορά δυο τεμαχίων ΧΕΛΩΝΑ ΑΛΟΥΜΙΝΙΟ ΓΚΡΙ, με αξία τεμαχίου 6,77 €, το ποσό των 13,541, ζ) για αγορά ενός τεμαχίου ΣΕΤ 5 ΤΕΜ. ΦΑΓΗΤΟΔΟΧΕΙΑ ΤΕΤΡΑΓΩΝΟ, με αξία τεμαχίου 3,04 €, το ποσό των 3,04 €, η) για αγορά δύο τεμαχίων ΚΟΥΡΤΙΝΑ ΈΤΟΙΜΗ SQUARE PENCIL PLEAT, με αξία τεμαχίου 25,42 €, το ποσό 50,83 €, θ) για αγορά δύο τεμαχίων ΚΟΥΡΤΙΝΟΞΥΛΟ LUGANO 28/180 ΚΕΡΑΣΙΑ, με αξία τεμαχίου 15,25 €, το ποσό των 30,49 €, ι) για αγορά δύο τεμαχίων ΚΟΥΡΤΙΝΟΞΥΛΟ LUGANO 28/220 ΚΕΡΑΣΙΑ, με αξία 16,94 €, το ποσό των 33,88 €. 13) Από το υπ’ αριθμ. …./30.8.2003 Δελτίο Αποστόλης – Τιμολόγιο της εταιρίας …………… προκύπτει ότι δαπανήθηκε α) για την αγορά μιας φορολογικής ταμειακής μηχανής τύπου PRIMA 2000 NO ΑΓ 02000138  το ποσό των 753,66 €, β) για αγορά ενός συρταριού euro, το ποσό των 60 €, ήτοι συνολικά το ποσό των 960,12 ευρώ. 14) Από το υπ’αριθμ. …/30.8.2003 δελτίο αποστολής – τιμολόγιο της ιδίας εταιρίας προκύπτει ότι δαπανήθηκε για αγορά ενός κιβωτίου χαρτοταινίες θερμικές 43 χιλ. τεμ. 40 το ποσό των 16,43 € πλέον ΦΠΑ 2,96 και συνολικά το ποσό των 19,39 ευρώ. 15) Από το υπ’αριθμ. …/1.9.2003 δελτίο αποστολής – τιμολόγιο του φαρμακείου ….. . προκύπτει ότι δαπανήθηκε για την αγορά φαρμακείου, φαρμάκων και υλικών πρώτων βοηθειών το ποσό των 50,16 ευρώ, και  ειδικότερα α) για ένα ΦΑΡΜΑΚΕΙΟ, το ποσό των 30 €, β) για γάζες το ποσό των 0,60 €, γ) για Puluo 47 Spray το ποσό των 5,16 €, δ) για δύο τεμάχια επιδέσμους αξίας 0,10 €, το ποσό των 0,20 €, ε) για ένα τεμάχιο FENISTIL roll on, το ποσό των 3,6€, στ) για ένα τεμάχιο celestone chrmodose, το ποσό των 3,55 €, ζ) yia μια σύριγγα, το ποσό των 0,10 €, για η) για ένα μερκουροχρωμ, το ποσό των 1 €, θ) ένα Hansaplast, το ποσό των 2,50 €, ι) για ένα Luodium caps το ποσό των 0,90 €, ια) για ένα Aspirin tb, το ποσό των 0,50 €, ιβ) για ένα Beladine 30 sol, το ποσό των 1,15 €, ιγ) για ένα Terramicin powder, το ποσό των 0,90 €. Το κονδύλιο υπό στοιχεία Γ24, που αφορά σε έξοδα για την ΕΥΔΑΠ και φέρεται καταβληθέν στην εναγόμενη απορριπτέο τυγχάνει ως αναπόδεικτο και, συνεπώς ως ουσιαστικά αβάσιμο, όπως και το κονδύλιο υπό στοιχεία Γ26, ποσού 6.200 ευρώ, που η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι καταβλήθηκε στη ΔΕΗ για την ηλεκτροδότηση της καντίνας, για αμφότερα τα οποία ουδέν σχετικό παραστατικό προσκομίζεται. 16) Η ενάγουσα για την αγορά προϊόντων χάλυβος κατέβαλε  στην εταιρία «…..», σύμφωνα με το υπ’ αριθμ. …../26-8-2003 τιμολόγιο πώλησης – δελτίο αποστολής αυτής το συνολικό ποσό των 213,11 ευρώ και ειδικότερα για 430 κιλά ΣΩΛ.820Χ80Χ3, με τιμή μονάδας 0,42. 17) Για αγορά αντικειμένων από την εταιρεία ……. καταβλήθηκε με το υπ’αριθμ. …../28.8.2003 δελτίο αποστολής – τιμολόγιο πώλησης το ποσό των 80,85 ευρώ και ειδικότερα α) για έναν εκτυπωτή EPSON STYLUS C62 αξίας 65 € πλέον ΦΠΑ 18%, ήτοι συνολικά 76,70 €, β) ένα καλώδιο USB II 3Μ αξίας 1.45€ πλέον ΦΠΑ. ήτοι συνολικά 1,71€, γ) έναν φάκελο λευκό 11X23 25 ΤΕΜ CONNECT αξίας 0,59 € πλέον ΦΠΑ, ήτοι συνολικά 0,70 €, δ) για 4 εξώφυλλα βιβλιοδεσίας Α4 χαρτόνι,, ca κίτρινο, αξίας 0,10 € πλέον ΦΠΑ, το ποσό των 0,47 €, ε) για 4 εξώφυλλα βιβλιοδεσίας Α4 χαρτόνι IV Μπεζ, αξίας 0,10 € πλέον ΦΠΑ, το ποσό των 0,47 € , στ) για 4 εξώφυλλα βιβλιοδεσίας Α4 χαρτόνι BV ΑΝ. ΜΠΛΕ, αξίας 0,17 € πλέον ΦΠΑ, το ποσό των 0,80 €. 18) Για ένα τεμάχιο ΑΝΕΛΚΥΣΤΗΡΑ HCFB 315 αξίας 150 € και δύο τεμάχια περσίδες 500X500 αξίας 20 € έκαστο και συνολικά 40 € καταβλήθηκε στον ………, σύμφωνα με το υπ’ αριθμ. …./10.9.2003 τιμολόγιο – δελτίο αποστολής, το ποσό των 224,20  ευρώ.  19) Για αγορά 29 τεμαχίων μπλούζες πόλο βαμβακερές τυπωμένες καταβλήθηκε στο …….. το ποσό των 259,54 ευρώ, σύμφωνα με το υπ’ αριθμ. …./5.9.2003 τιμολόγιο πώλησης 20) Για αναλώσιμα είδη γραφείου καταβλήθηκε στην εταιρία …….. σύμφωνα με τα υπ’ αριθμ. …/1.09.2003 και …./12.09.2003 Τιμολόγια – Δελτία Αποστολής το  συνολικό ποσό των 60,04 ευρώ (33,61 € + 26,43 € = 60,04€). 21) Για αγορά  δύο πυροσβεστήρων καταβλήθηκε στην εταιρία «………» σύμφωνα με το υπ’αριθμ. …./1.09.2003 δελτίο αποστολής – τιμολόγιο, και δη για δύο πυροσβεστήρες ξηράς κόνεος 6/08, με τιμή μονάδας 21,20 €και συνολικά 42,40 € πλέον ΦΠΑ 7,63 €, ήτοι το ποσό των 50,03 ευρώ. 22)       Για προϊόντα ηλεκτρονικής τυπογραφίας καταβλήθηκε στην εταιρία …….
……. σύμφωνα με το υπ’ αριθμ. …../1.8.2003 Τιμολόγιο – Δελτίο Αποστολής το ποσό των 407,1 ευρώ. Ειδικότερα για τρεις επιγραφές PVC με αυτοκ/τα γράμματα με τιμή μονάδας 115 € δαπανήσαμε το ποσό των 345 € πλέον 62,1 €, ήτοι συνολικά το ποσό των 407,1 €. 23) Για πλακάκια – είδη υγιεινής καταλήθηκε στην εταιρία «………..» σύμφωνα με την υπ’αριθμ. 6202/21.07.2003 απόδειξη είσπραξης το ποσό των 500 ευρώ. Το υπό στοιχεία Γ39 αγωγικό κονδύλιο των 500 ευρώ για αγορά κουρτίνας πρέπει ν’απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο, καθώς δεν προσκομίζεται από την ενάγουσα η επικαλούμενη απόδειξη είσπραξης από την εταιρία «………».Το υπό στοιχεία Γ40 κονδύλιο  που αφορά στην αγορά ειδών καφέ για την καντίνα, συνολικού ποσού 126,36 ευρώ, δε θα επιδικασθεί στη ενάγουσα γιατί δεν αποτελεί αποκαταστατέα ζημία της, αφού πρόκειται περί δαπάνης, που ανέκυψε λόγω της χρήσης του μισθίου απ’αυτήν για τη λειτουργία της επιχείρησής της, και δε συνδέεται άμεσα και αιτιωδώς με τη μη παραχώρηση από την εναγόμενη της συμφωνημένης χρήσης του συγκεκριμένου χώρου, εξαιτίας της οποίας και υποχρεώθηκε η ενάγουσα να καταγγείλει τη σύμβαση υπομίσθωσης και να προκαλέσει τη λύση της. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα δαπάνησε: 24)  Για την αγορά προϊόντων ηλεκτρικής φύσης στην εταιρία «………..» τα κάτωθι ποσά: Α) Σύμφωνα με την υπ’αριθμ. ………./16.07.2003 απόδειξη λιανικής πώλησης  για  α) για δύο τεμάχια ΡΕΟΣΤΑΤΕΣ 600W GALEA ΜΗΧ. 775906 με τιμή μονάδας 28,350 ε, ήτοι 56,70 πλέον 18% ΦΠΑ, β) για 38 τεμάχια πρίζες ΣΟΥΚΟ GALEA ΜΗΧ. 775921 με τιμή μονάδας 1,762 €, ήτοι 66,76 € πλέον 18% ΦΠΑ, γ) για δύο τεμάχια πρίζες τηλ RJ11 4ΕΠ. GALEA ΜΗΧ775938 με τιμή μονάδας 3,940€, ήτοι 7,88 € πλέον 18% ΦΠΑ, δ) για 12 ΔΙΑΚΟΠΤΕΣ ΑΠΛΟΥΣ GALEA MHX.775801 με τιμή μονάδας 1,763 €, ήτοι 21,15 € πλέον 18 % ΦΠΑ, ε) 6 τεμάχια ΔΙΑΚΟΠΤΕΣ A/R GALEA MHX.775806 με τιμή μονάδας 2,645 € ήτοι 15,87 € πλέον 18% ΦΠΑ, στ) 7 τεμάχια ΔΙΑΚΟΠΤΕΣ K/R GALEA ΜΗΧ.775805 με τιμή μονάδας 3,731€ ήτοι 26,12 ε πλέον 18% ΦΠΑ, ζ) 4 πρίζες TV ΤΕΡΜ. GALEA MHX.775966. τιμή μονάδας 5,130€ ήτοι 20,52€ πλέον 18 % ΦΠΑ, η) 4 πρίζες ΣΟΥΚΟ ΣΤΕΓ. PLEXO ΛΕΥΚΟ 86737 με τιμή μονάδας 5,335€, ήτοι 21,34 € πλέον 18% ΦΠΑ, θ) 2 τεμάχια πλακίδια ΡΕΟΣΤΑΤΗ GALEA DECO 777060 με τιμή μονάδας 1,610€ ήτοι 3,22€ πλέον 18% ΦΠΑ, ι) 34 τεμάχια πλακίδια ΣΟΥΚΟ GALEA DECO 777020 με τιμή μονάδας 0,726€ ήτοι 24,68€, πλέον 18% ΦΠΑ, ια) 2 τεμάχια πλακίδια πρίζας τηλ. RJII GAL.EC. 777095 με τιμή μονάδας 0,930 € ήτοι 1,86 € πλέον 18% ΦΠΑ, ιβ) 18 τεμάχια πλακίδια I GALEA DECO 777010 με τιμή μονάδας 0,830€, ήτοι 14,94€ πλέον 18% ΦΠΑ, ιγ) 7 τεμάχια πλακίδια II GALEA DECO 777012 με τιμή μονάδας 1,399 € ήτοι 9,79€ πλέον 18% ΦΠΑ, ιδ) 2 τεμάχια πρίζες TV ΔΙΕΛ. GALEA ΜΗΧ. 775967 με τιμή μονάδας 5,130 €, ήτοι 10,26€ πλέον 18% ΦΠΑ, ιε) 6 τεμάχια πλακίδια 1 ΣΤ. GALEA DECO 777066 με τιμή μονάδας 1,140€, ήτοι 6,84€ πλέον 18% ΦΠΑ, ιστ) 74 τεμάχια πλάκες 1ΣΤ. GALEA DECO ΛΕΥΚΟ 777001 με τιμή μονάδας 1,37 € ήτοι 76,71€ πλέον 18% ΦΠΑ, ιζ) ένα τεμάχιο ΜΠΟΥΤΟΝ ΑΠΛΑ GALEA MΗΧ. 775811 με τιμή μονάδας 2,7€, ήτοι 2,7 € πλέον 18% ΦΠΑ, β) σύμφωνα με την  υπ’αριθμ. Α8746/16.07.2003 απόδειξη  λιανικής πώλησης  για ένα τεμάχιο πλακ. Μπουτάν επιγρ. GAL.DECO 777017 με τιμή μονάδας 3,220€, ήτοι 3,22 € πλέον 18% ΦΠΑ, για ένα τεμάχιο βάσεις & λυχνίες GALEA 775896 με τιμή μονάδας 2,8 €, ήτοι 2,8 τιμή μονάδας 10,820 €, ήτοι 10,82€ πλέον 18% ΦΠΑ,  για δύο τεμάχια φώτα ασφαλείας φθορίου GR-108 με τιμή μονάδας 16,185€, ήτοι 32,37 € πλέον 18% ΦΠΑ,  για ένα τεμάχιο θυροτηλέφωνα URMET ΕΞΩΤΕΡΙΚΑ 1131 με τιμή μονάδας 11,760€, ήτοι 11,760 € πλέον 18% ΦΠΑ, για ένα τεμάχιο CITOSET V1 ΕΠ. 1127/401 URMET με τιμή μονάδας 55,070 € ήτοι 55,70€ πλέον ΦΠΑ 18%, για 4 τεμάχια πλακίδια ΣΟΥΚΟ καπάκι DECO777022 με τιμή μονάδας 1,815 €, ήτοι 7,26 € πλέον ΦΠΑ 18%. Ήτοι συνολικά για όλα τα ανωτέρω δαπάνησε το ποσό των 602,80 ευρώ.  25) Για την αγορά ειδών πλακιδίων καταβλήθηκε στην εταιρεία «………..» σύμφωνα με το υπ’αριθμ. …../5.08.2003 τιμολόγιο – δελτίο αποστολής το ποσό των 430,93  ευρώ. Ειδικότερα σύμφωνα με το άνω τιμολόγιο καταβλήθηκε α) για 59,76 μετ. με τιμή μονάδας 7,32 €, ήτοι 437,44 € με έκπτωση 35% ήτοι 153,10 €, ήτοι τελική τιμή 284,34€ πλέον ΦΠΑ 18%, β) για 12 Σα. Κόλλα CHEMICOLL ΑΚΡΥΛ. 25/1 ΤΕΧΝ. με τιμή μονάδας 7,6€ ήτοι 91,20€ με έκπτωση 35% ήτοι 31,92 €, ήτοι τελική τιμή 59,28 € πλέον ΦΠΑ, γ) για 2 σα. ΣΤΑΥΡΟΣ ΠΛΑΣΤΙΚΟΣ 5 με τιμή μονάδας 6,6 €, ήτοι 13,20 € πλέον 18% ΦΠΑ, δ) 4 ΣΑ. ΑΡΜΟΣΤΟΚΟΣ ΓΚΡΙ ΣΚΟΥΡ. No 20 5/1 ΤΕΧΝΙΚΗ με τιμή μονάδας 16 €, ήτοι 16 € πλέον ΦΠΑ 18%. Για όλα τα ανωτέρω καταβλήθηκε το ποσό των 557,84 € με έκπτωση 185,02 €, ήτοι καθαρή αξία 372,82 € πλέον ΦΠΑ 18% εκ 67,11 €, και συνολικά το ποσό των  439,93 ευρώ.  Τα κονδύλια υπό στοιχεία Γ43 και Γ44, ποσού 1.700 ευρώ και 2.800 ευρώ αντίστοιχα, τα οποία, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, αφορούν, το μεν πρώτο σε αμοιβή του ……….. για την τοποθέτηση και αγορά τέντας και την κατασκευή σιδηροκατασκευής πέριξ της καντίνας, το δε δεύτερο σε αμοιβή (δεν αναφέρεται ποίου προσώπου) για πραγματοποιηθείσες εργασίες διαμόρφωσης του χώρου της καντίνας, και ειδικότερα για την επίστρωση γκρο μπετόν με σκυρόδεμα, για στρώσιμο πλακιδίων πέριξ της καντίνας σε 200 τ.μ., για εκσκαφή και πλάκα βόθρου και τοποθέτηση σωλήνας με μόνωση μήκους 300-350 μέτρων, πρέπει ν’απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμα, διότι σχετικά παραστατικά περί της καταβολής από την ενάγουσα των αιτουμένων ποσών δεν προσκομίσθηκαν. Αποδείχθηκε επίσης ότι η ενάγουσα δαπάνησε και τα εξής ποσά: 26) Για την αγορά υλικών οικοδομών κατέβαλε στην εταιρία «………..»: Α) Σύμφωνα με το υπ’αριθμ. …../21.04.2004 Τιμολόγιο – Δελτίο Αποστολής το ποσό των 306,80 ευρώ, και ειδικότερα α) για 5 κυβικά άμμου, με τιμή μονάδας 19 €, το ποσό των 95 €, β) για 30 τσιμέντα 50 κ., με τιμή μονάδας 50,50,  το ποσό των 165 €. Β) Σύμφωνα με το υπ’αριθμ. ……./15.04.2004 Τιμολόγιο – Δελτίο Αποστολής τοποσό των 266,61 €.  Ειδικότερα καταβλήθηκε για 22 πλέγματα 0,92, με τιμή μονάδας10,27 €, το ποσό των 225,94 € πλέον ΦΠΑ 18% εκ 40,67 €, ήτοι συνολικά το ποσό των 266,61 €. Ήτοι συνολικά για τα ανωτέρω καταβλήθηκε το ποσό των 573,41 ευρώ (306,80€ + 266,61€= 573,41 €). 27) Για την αγορά μπετόν καταβλήθηκε στην εταιρία «………..» σύμφωνα με το υπ’ αριθμ. …../20.04.2004 Τιμολόγιο – Δελτίο Αποστολής το ποσό των 1.180 €. Το άνω τιμολόγιο εξοφλήθηκε με την υπ’αριθμ. …./20.04.2004 απόδειξη είσπραξης μετρητών «…. .» 28) Στην εταιρία «….» σύμφωνα με το υπ’ αριθμ. …../20.12.2003 Τιμολόγιο – Δελτίο Αποστολής καταβλήθηκε το ποσό των 28 €. Ειδικότερα για μια θερμάστρα αλογόνου CRONER PH12 δαπανήθηκε το ποσό των 23,73 € πλέον 18% ΦΠΑ εκ 4,27 €, ήτοι συνολικά το ποσό των 28 ευρώ. 29) Για είδη μηχανογράφησης καταβλήθηκαν στον ………. τα κάτωθι ποσά: Σύμφωνα με το υπ’αριθμ. …./6.11.2003 Τιμολόγιο – Δελτίο Αποστολής το ποσό των 14,87 €. Ειδικότερα για ένα κιβώτιο ΜΗΧΑΝ>ΧΑΡΤΙ 11*9.5 ΛΜΟΑ με τιμή μονάδας το ποσό των 12,60 €, πλέον ΦΠΑ 18 % εκ 2,27 €, το ποσό των 14,87 €. Περαιτέρω, σύμφωνα με το υπ’ αριθμ. …./6.11.2003 Τιμολόγιο – Δελτίο Αποστολής καταβλήθηκε το ποσό των 8,29 €. Ειδικότερα α) για ένα τεμάχιο μελάνια FX100/1000/1170/80 με τιμή μονάδας 5,85 € καταβλήθηκαν 5,85 €, β) για δύο τεμάχια CDR SONY 700MB/80min 48X με τιμή μονάδας 0,59 €, το ποσό του 1,18€,  και συνολικά το ποσό των 7,03 € πλέον ΦΠΑ 18 % εκ 1,26 €, ήτοι 8,29 €. Ήτοι συνολικά για την ανωτέρω αιτία καταβλήθηκε το ποσό των 23,16 ευρώ (14,87 € + 8,29 € = 23,16 €). Επομένως, η περιουσιακή θετική  ζημία, που υπέστη η ενάγουσα από την προπεριγραφείσα αντισυμβατική συμπεριφορά της εναγομένης ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 30.733,01 ευρώ, το οποίο και πρέπει ν’αναγνωρισθεί ότι υποχρεούται η εναγόμενη να της καταβάλει με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης. Σημειωτέον ότι η επιδικασθείσα αποζημίωση αναφέρεται σε ζημία, που υπέστη η ενάγουσα από τη μη παραχώρηση σ’αυτήν της συμφωνημένης χρήσης του εκ των μισθίων υπαίθριου χώρου από την εναγόμενη, η οποία κατέστη υπερήμερη περί την άρση του πραγματικού ελαττώματος του ανωτέρω μισθίου, μη συμπράττοντας στις αναγκαίες ενέργειες, ώστε να λάβει η ενάγουσα την απαραίτη άδεια λειτουργίας της επιχείρησης, που είχε συμφωνηθεί να ασκήσει στο χώρο αυτό, και όχι και του ισογείου καταστήματος, το οποίο ουδέποτε μεν παραδόθηκε κατάλληλο προς χρήση από την εναγόμενη, αφού δεν εκτελέσθηκαν οι απαιτούμενες εργασίες αποπεράτωσής του, πλην όμως ως προς αυτό συμφωνήθηκε ουσιαστικά μεταξύ των διαδίκων η μη καταβολή μισθώματος με το από 30.3.2004 ιδιωτικό συμφωνητικό, όπως προεκτέθηκε. H ανωτέρω απαίτηση της ενάγουσας δεν έχει παραγραφεί, καθώς υπόκειται στη γενική εικοσαετή παραγραφή του άρθρου 249 του ΑΚ, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, η οποία δεν έχει συμπληρωθεί εν προκειμένω, και όχι σε πενταετή, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εναγόμενη. Τέλος,  η διεκδίκηση αποζημίωσης με την άσκηση της ένδικης αγωγής το έτος 2010, ήτοι 5 έτη μετά την εγκατάλειψη των μισθίων από την ενάγουσα, εκ μόνου του γεγονότος αυτού δεν κρίνεται ως καταχρηστική, καθώς δεν υπερβαίνει προφανώς τα όρια, που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη, και ο κοινωνικός και ο οικονομικός σκοπός του δικαιώματός της, καθιστώντας μη ανεκτή την άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, οδηγώντας κατ’αντικειμενικά κριτήρια, σε αποτελέσματα που έρχονται σε αντίθεση με το αίσθημα περί δικαίου και την ηθική τάξη και προκαλώντας την έντονη εντύπωση της αδικίας σε βάρος της εναγομένης, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την τελευταία απορριπτομένων ως αβασίμων. Πρέπει, επομένως, ενόψει των ανωτέρω, να γίνει εν μέρει δεκτή η κρινόμενη αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 30.733,01 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης.  Περαιτέρω, λόγω της παραδοχής της έφεσης της ενάγουσας πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή σ’αυτήν του κατατεθέντος παραβόλου (άρθρο 495 παρ.4 εδαφ.ε΄του ΚΠολΔ). Τέλος, η εναγόμενη, που νικήθηκε μερικώς, πρέπει να καταδικασθεί στην κατ’ αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας δικαστική δαπάνη της ενάγουσας, που νίκησε μερικώς. Θα είναι όμως ανάλογη προς την έκταση της νίκης και της ήττας των διαδίκων (άρθρα 176, 178, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ, αντιμωλία των διαδίκων, την από 9.10.2015 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……./12.10.2015 και …./…./12.10.2015) έφεση  κατά της υπ’αριθμ.2819/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ουσίαν την ανωτέρω έφεση, καθ’ό μέρος αφορά στο κεφάλαιο της εκκαλουμένης, που αναφέρεται στο κονδύλιο της αποζημίωσης για την αποκατάσταση της θετικής περιουσιακής ζημίας της ενάγουσας (πλην του κονδυλίου της εγγύησης των 9.000 ευρώ) της από 16.4.4010 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …../11.6.2010) αγωγής, και δη ως προς την κύρια βάση της αγωγής αυτής.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη ως προς το κεφάλαιο αυτό.

ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει εξαρχής την υπόθεση επί της ανωτέρω αγωγής ως προς το κεφάλαιο αυτό.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την ανωτέρω αγωγή.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση της εναγομένης   να καταβάλει στην ενάγουσα για την αιτία αυτή το ποσό των τριάντα χιλιάδων επτακοσίων τριάντα τριών ευρώ και ενός λεπτού (30.733,01) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης.ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εναγομένης μέρος της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους στις 27  Φεβρουαρίου 2018

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ