Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 148/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός Απόφασης  148/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

——————-

 Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Δ.Π..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

  1. I. Η κρινόμενη από 3.3.2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου …../98/6.3.2017 και προσδιορισμού στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ………./14.3.2017 έφεση της εκκαλούσας-ενάγουσας, που στρέφεται κατά της υπ’αριθμ.280/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία και απέρριψε, ως ουσιαστικά βάσιμη, την από 20-2-2015 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………/2015 αγωγή της, σε βάρος της εναγομένης εταιρείας, ήδη εφεσίβλητης, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, εφόσον οι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε άλλωστε προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, ότι έλαβε χώρα επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, μήτε παρήλθε διετία από τη δημοσίευση της [άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 496, 498, 499, 500, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του ν.4335/2015, που εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση, κατ’ άρθρον ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4335/2015), 520 παρ.1 και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ], αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω διαδικασία, για να ελεγχθεί το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ.
  2. II. Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα εταιρεία με την προαναφερθείσα αγωγή της εξέθεσε ότι, δυνάμει της από 22-10-2014 συμβάσεως πωλήσεως, που καταρτίστηκε μεταξύ αυτής και της μη διαδίκου, εδρεύουσας στις Νήσους Μάρσαλ εταιρείας με την επωνυμία «……….», ανέλαβε την υποχρέωση να εφοδιάσει το υπό σημαία Παναμά πλοίο «G», πλοιοκτησίας της εναγομένης, ήδη εφεσίβλητης, αλλοδαπής εταιρείας, νόμιμος αντιπρόσωπος της οποίας στην Ελλάδα είναι η εγκατεστημένη, σύμφωνα με τον Ν.89/67, εταιρεία «………….», με τις ποσότητες καυσίμων, που περιγράφονται ειδικότερα στην αγωγή, αντί του αναφερθέντος τιμήματος, που ορίστηκε με μεταγενέστερη συμφωνία και σε εκτέλεση των συμφωνηθέντων παρέδωσε τις παραγγελθείσες ποσότητες καυσίμων στο πλοίο, ενώ βρισκόταν στην ράδα του λιμένα Πειραιώς εκδοθέντων των ενσωματωμένων στο αγωγικό δικόγραφο σχετικών δελτίων αποστολής, που συνυπέγραψε ο πλοίαρχος κατά την παραλαβή των καυσίμων, αποδεχόμενος έτσι, όπως ρητά αναφέρεται σ’αυτά, τους αναγραφόμενους στην πίσω όψη τους όρους πώλησης, μεταξύ άλλων, περί ευθύνης και των πλοιοκτητών για την πληρωμή των παραδοθέντων καυσίμων και παρακράτησης της κυριότητας τους μέχρι την εξόφληση του εκδοθέντος και στο όνομα της πλοιοκτήτριας εναγομένης, οικείου ενσωματωμένου στην αγωγή τιμολογίου, ποσού 233.146 δολλαρίων ΗΠΑ ή 182.674,39 ευρώ, πληρωτέου στις 6.12.2014, πλην όμως η ανωτέρω αγοράστρια εταιρεία, κατόπιν της πτώχευσης της εδρεύουσας στην Μάλτα εταιρείας «………….», στην οποία μεταπώλησε τα αγορασθέντα καύσιμα και εκείνη τα μεταπώλησε στην εναγομένη, αρνείται να εξοφλήσει. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό ζητεί να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει το ισάξιο σε ευρώ, κατά τον χρόνο πληρωμής, ποσό των 233.146 δολαρίων ΗΠΑ, πλέον του συμβατικά ορισθέντος τόκου 2% μηνιαίως, άλλως με τον νόμιμο τόκο από 6.12.2014 που κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, με βάση την ενδοσυμβατική της ευθύνη από την υπογραφή δια του αντιπροσώπου της των δελτίων αποστολής, ως πλοιοκτήτρια, ευθυνομένη αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με την αντισυμβαλλομένη της «……….», άλλως ως αποζημίωση ένεκα της παρακράτησης από την ενάγουσα της κυριότητας των παραδοθέντων καυσίμων και έτι επικουρικότερα με βάση τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό.

III. Επί της ως άνω αγωγής εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία, αφού το Δικαστήριο έκρινε ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκαση της διαφοράς και εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δίκαιο, απέρριψε, ως μη νόμιμη, την επικουρική βάση της αγωγής εκ του αδικαιολόγητου πλουτισμού και εκτιμώντας ότι η κύρια βάση της στηρίζεται στις διατάξεις περί αναγνώρισης χρέους (873ΑΚ), ακολούθως απέρριψε κατ’ουσίαν την αγωγή δεχόμενο ότι τα κρίσιμα δελτία αποστολής υπέγραψε ο Α΄ μηχανικός, ως έχων την αρμοδιότητα για την παραλαβή των καυσίμων και όχι με πρόθεση ανάληψης σχετικής υποχρέωσης, εφόσον δεν μπορούσε να δεσμεύσει συμβατικά την εναγομένη πλοιοκτήτρια, αφού δεν ανήκει στα καθήκοντα του η σύναψη δικαιοπραξιών για λογαριασμό της, άλλωστε απαιτούνταν έγγραφος συστατικός τύπος για την παροχή πληρεξουσιότητας προς αναγνώριση χρέους, που δεν του είχε παρασχεθεί, περαιτέρω δε ότι δεν υπάρχει μεταξύ των διαδίκων συμβατικός δεσμός, αφού πρόκειται για διακριτές διαδοχικές συμβάσεις πώλησης, ούτε από την υπογραφή των δελτίων αποστολής ανέλαβε η εναγομένη αυτοτελή ενοχική υποχρέωση έναντι της ενάγουσας πέραν της αντισυμβαλλομένης αυτής και επιπλέον ότι δεν ενέχεται η εναγομένη πλοιοκτήτρια σε καταβολή αποζημίωσης, εφόσον δεν υπήρξε αντιπροσώπευση της από τις αγοράστριες εταιρείες των καυσίμων αντιστοίχως, καθώς επίσης έχει καταστεί κυρία των καυσίμων με καλή πίστη και εν κατακλείδι ότι η εναγομένη δεν υπέχει ούτε εξωσυμβατική ούτε ενδοσυμβατική ευθύνη.

Κατά της ως άνω οριστικής αποφάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου παραπονείται η εκκαλούσα-ενάγουσα με την κρινόμενη έφεση της για τους αναφερόμενους λόγους, που στο σύνολο τους ανάγονται σε μη ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, όπως ειδικότερα εκτίθεται σ’ αυτήν και ζητεί να εξαφανιστεί η προσβαλλομένη απόφαση, ώστε η ως άνω αγωγή να γίνει δεκτή καθ’ολοκληρίαν.

  1. IV. Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως, που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά συνεδριάσεως του, τις υπ’αριθμ…………/31-10-2013 ένορκες βεβαιώσεις των ………., ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς, ……….., οι οποίες λήφθηκαν με επιμέλεια της εναγομένης, μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της ενάγουσας, κατ’άρθρο 270 παρ.2 ΚΠολΔ (υπ΄αριθμ……/25-10-2016 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά ………..) και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004,723), μη λαμβανομένων όμως υπόψη, αφενός της από 18.6.2014 σύμβαση ναυτολόγησης του ………, ως Α΄μηχανικού και αφετέρου των φωτοτυπικών, επικυρωμένων από τον δικηγόρο ………., αντιγράφων εκ του πρωτοτύπου των υπ’αριθμ… και …. δελτίων αποστολής, που προσκομίζονται από την εκκαλούσα-εναγομένη για πρώτη φορά με τις κατατεθείσες επί της έδρας προτάσεις της ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, προς απόδειξη του ισχυρισμού της ότι η τεθείσα υπογραφή είναι του Α΄μηχανικού, επικαλούμενη ότι δεν φαίνονται καθαρά οι υπογραφές στα προσκομιζόμενα από την ενάγουσα δελτία αποστολής, πλην όμως από την αντιπαραβολή τούτων με τα προσκομιζόμενα από την ενάγουσα δελτία, δεν προκύπτει ότι πρόκειται για πανομοιότυπα έγγραφα και, αν και προσκλήθηκε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας από το Δικαστήριο, όπως βεβαιώνεται με σχετική σημείωση της γραμματέως στο εσωτερικό της δικογραφίας, προκειμένου να προσκομίσει τα πρωτότυπα των δελτίων αποστολής, εκ των οποίων εξήγαγε τις προσκομιζόμενες επικυρωμένες φωτοτυπίες και του τάχθηκε εύλογη προς τούτο προθεσμία, εντούτοις δεν τα προσκόμισε με την δικαιολογία ότι έχουν προσκομιστεί από την ενάγουσα, καθώς επίσης ισχυρίστηκε σε αντίφαση με την επ’αυτών πράξη επικύρωσης, ότι δεν τα κατέχει η εναγομένη πλοιοκτήτρια, αν και αντίτυπο των επίδικων δελτίων αποστολής φέρεται να έχει παραδοθεί στο πλοίο (σιέλ στέλεχος). Επομένως, εφόσον τα τρία αυτά σχετικά της εκκαλούσας-εναγομένης αποτελούν νέα αποδεικτικά μέσα και αυτή δεν επικαλέστηκε, ούτε αποδείχθηκε, ότι συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις, που να δικαιολογεί την βραδεία προβολή τους, δηλονότι δεν προέκυψαν μετά τη συζήτηση της διαφοράς στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, μήτε υφίσταται έγγραφη πλήρη απόδειξη ή δικαστική ομολογία του αντιδίκου, ούτε συντρέχει δικαιολογημένη αιτία μη έγκαιρης προσκόμισης τους, κατ’εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 527 και 269 ΚΠολΔ, κρίνεται απαράδεκτη η προσκόμιση τους και δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη για τον σχηματισμό της δικανικής πεποίθησης του Δικαστηρίου. Ακολούθως των ανωτέρω και σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφα τους και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 264 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα εταιρεία είναι ελληνική εμπορική εταιρεία πετρελαιοειδών, που δραστηριοποιείται, μεταξύ άλλων, με την εμπορία καυσίμων και τον εφοδιασμό ποντοπόρων πλοίων με ναυτιλιακά καύσιμα, τα οποία πωλεί και παραδίδει στο λιμάνι παράδοσης στην πλοιοκτήτρια εταιρεία του εκάστοτε εφοδιαζομένου πλοίου επί κέρδει. Η εναγομένη εταιρεία είναι πλοιοκτήτρια του υπό σημαία Παναμά δεξαμενοπλοίου με την ονομασία “G”, Νηολογίου Παναμά με αριθμό IMO ……., κ.ο.χ. 9142, με καταστατική έδρα τον Παναμά, στην πραγματικότητα όμως εδρεύει στην Ελλάδα, που ασκούνται πράξεις διοίκησης της και λαμβάνονται αποφάσεις και ειδικότερα στην Βούλα Αττικής επί της λεωφόρου . ….. αρ……, όπου βρίσκεται το εγκατεστημένο στην Ελλάδα γραφείο της αντιπροσώπου της, διαχειρίστριας εταιρείας με την επωνυμία “…………” με καταστατική έδρα στην Λιβερία. Στις 22.10.2014 η ενάγουσα εταιρεία έλαβε παραγγελία εφοδιασμού του πλοίου της εναγομένης με τα καθοριζόμενα κατωτέρω καύσιμα, από την μη διάδικο στην παρούσα δίκη, εδρεύουσα στις Νήσους Μάρσαλ εταιρεία με την επωνυμία “…………..”, που είχε αναλάβει τον ρόλο του συνδέσμου μεταξύ της προμηθεύτριας των καυσίμων ενάγουσας εταιρείας πετρελαιοειδών με την τελική καταναλώτρια εναγομένη πλοιοκτήτρια εταιρεία (bunker trader) και γι’αυτό προέβη σε αγορά των απαιτούμενων προς ανεφοδιασμό του πλοίου αυτής καυσίμων, με σκοπό την μεταπώληση τους στην πλοιοκτήτρια με διαμεσολαβούντα μεταπράτη. Ειδικότερα, η παραγγελία αφορούσε ποσότητα 440 μετρικών τόνων περίπου ναυτιλιακού καυσίμου τύπου IFO 380 CST και ποσότητα 32 μετρικών τόνων καυσίμου τύπου MARINE CASOIL1, η παράδοση θα γινόταν μεταξύ 29-30 Οκτωβρίου 2014, στο πλοίο στον Πειραιά, με χρήση φορτηγίδας κόστους 1000 δολαρίων ΗΠΑ, το τίμημα όμως των καυσίμων δεν προσδιορίστηκε αλλά έμελλε να συμφωνηθεί, δεδομένου ότι θα καθοριζόταν βάσει της διεθνούς τιμής αγοράς κατά την ημέρα της παράδοσης. Σε επιβεβαίωση των συμφωνηθέντων η ενάγουσα εταιρεία μέσω τηλεομοιοτυπίας, που απέστειλε αυθημερόν προς την παραγγέλουσα, ως άνω, εταιρεία κατέστησε γνωστό ότι η πετρέλευση των καυσίμων έχει οργανωθεί σύμφωνα με τους γενικούς της όρους πωλήσεως, σε χρέωση του Πλοιάρχου, των Πλοιοκτητών και/ή των ναυλωτών του εν λόγω πλοίου, οι οποίοι ρητά αναφέρονται, ως αγοραστές, από κοινού με την “…………” και μεμονωμένα έκαστος, ενώ περί τούτων δεν διατυπώθηκε ουδεμία αντίρρηση εκ μέρους της τελευταίας. Περαιτέρω, την ίδια ημέρα η “………..” μεταπώλησε τα αγορασθέντα καύσιμα στην εδρεύουσα στην Μάλτα εταιρεία με την επωνυμία «…….», που έχει εγκαταστήσει γραφείο στον Πειραιά επί της οδού …. αρ……, η οποία με την σειρά της τα μεταπώλησε αυθημερόν στην εναγομένη πλοιοκτήτρια εταιρεία, αντί τιμήματος για τα καύσιμα τύπου Fueloil 380 CST, ποσού 487 δολαρίων ΗΠΑ ανά μετρικό τόνο και για τα τύπου Casoil, ποσού 761 δολαρίων ΗΠΑ ανά μετρικό τόνο και τον ίδιο με την αρχική σύμβαση πώλησης χρόνο και τόπο παράδοσης. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι σε εκπλήρωση της σχετικής υποχρέωσης της από την ως άνω σύμβαση πώλησης, η ενάγουσα παρέδωσε στο ένδικο πλοίο, ενόσω αυτό βρισκόταν στην ράδα του λιμένα Πειραιά, τις παραγγελθείσες ποσότητες καυσίμων και συγκεκριμένα 440.000 κιλά και 32.120 κιλά αντιστοίχως, με την φορτηγίδα «Α.», που παραλήφθηκαν από τον Πλοίαρχο, μέσω του αρμοδίου προς τούτο Α΄ Μηχανικού του πλοίου αυτού, ο οποίος υπέγραψε τα μετ’επικλήσεως προσκομιζόμενα από την ενάγουσα υπ’αριθμ……/25.10.2014 και …../26.10.2014 Δελτία Αποστολής, που περιλαμβάνουν με κεφαλαία γράμματα ρητή και ανεπιφύλακτη δήλωση διατυπωμένη τόσο στην ελληνική όσο και στην αγγλική γλώσσα περί αποδοχής των αναγραφομένων στην πίσω όψη τούτων όρων πώλησης, μεταξύ των οποίων ότι «οι πλοιοκτήτες και/ή οι διαχειριστές και/ή οι ναυλωτές είναι από κοινού και μεμονωμένα υπεύθυνοι για την πληρωμή των καυσίμων, που παραδόθηκαν με το παρόν και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση του τιμολογίου τα καύσιμα παραμένουν περιουσιακό στοιχείο του προμηθευτή», θέτοντας επ` αυτών την έντυπη σφραγίδα του πλοίου και την υπογραφή του, ομοίως και επί του από 27.10.2014 Δελτίου Παράδοσης Καυσίμων στην οικεία θέση «Υπογραφή από τον Αντιπρόσωπο του πλοίου», που προσκομίζεται από την ενάγουσα, ενεργώντας έτσι έκδηλα στο όνομα και για λογαριασμό της εναγομένης πλοιοκτήτριας, ως άμεσος αντιπρόσωπος της, χωρίς να διατυπώσει οποιαδήποτε επιφύλαξη ή δήλωση περί του αντιθέτου. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από τον ισχυρισμό της εναγομένης ότι η υπογραφή των επίμαχων δελτίων αποστολής από τον Α΄ μηχανικό δεν την δεσμεύει, υποστηρίζοντας ότι η σχετική εξουσιοδότηση προς αυτόν, κατά την πάγια εντολή της, περιορίζεται αποκλειστικά και μόνο στην διαπίστωση της ποσότητας και ποιότητας των καυσίμων, καθόσον τούτο αφορά τις εσωτερικές σχέσεις της με τους προστηθέντες της και δεν κατέστη γνωστό στην ενάγουσα, ούτε μπορούσε να διαγνωστεί από τις περιστάσεις, εφόσον ο υπογράφων τα συγκεκριμένα δελτία αποστολής, όπως και το δελτίο παράδοσης των καυσίμων, που όπως ευχερώς διαπιστώνεται από την αντιπαραβολή τους υπογράφηκαν από το ίδιο πρόσωπο, ελλείψει άλλων πρόσφορων συγκριτικών στοιχείων, εμφανίστηκε, ως αντιπρόσωπος του πλοίου, ενεργώντας στο όνομα και για λογαριασμό της εναγομένης και δεν κατέστησε σαφές, ούτε μπορούσε να συναχθεί τυχόν περιορισμός της αντιπροσωπευτικής του εξουσίας, δεδομένου ότι στην περίπτωση που ο πλοίαρχος και τα μέλη του πληρώματος λειτουργούν, ως αντιπρόσωποι του πλοιοκτήτη, η παραλαβή από αυτούς των καυσίμων με ανεπιφύλακτη μάλιστα ρητή δήλωση αποδοχής των όρων πώλησης τους, ιδίως των αναγραφομένων επί των παραδοτέων οικείων παραστατικών, δεσμεύει τον πλοιοκτήτη έναντι του προμηθευτή των καυσίμων. Εξάλλου, κατά την ισχύουσα διεθνή ναυτιλιακή πρακτική, που τελεί προφανώς σε γνώση της εναγομένης, όσον αφορά την προμήθεια καυσίμων σε πλοία, οι προμηθευτές για την καταβολή του πιστωθέντος τιμήματος αυτών, αποβλέπουν κυρίως στην υπεγγυότητα του πλοίου, ως του πλέον αξιολόγου περιουσιακού στοιχείου, ενόψει και της συνηθισμένης τακτικής των διαμεσολαβούντων μεταπρατών. Την ίδια πρακτική ακολουθούσε στις συναλλαγές της η ενάγουσα εταιρεία και το είχε καταστήσει ευθύς εξαρχής γνωστό ήδη κατά την παραγγελία των επίδικων καυσίμων σημειώνοντας ότι οι πλοιοκτήτες είναι συνυπεύθυνοι για την καταβολή του τιμήματος πώλησης τους και το ίδιο διέλαβε και στα επίμαχα δελτία αποστολής, παραπέμποντας επιπρόσθετα και στους υπόλοιπους Γενικούς Όρους Πωλήσεως της, που ήταν διαθέσιμοι ακόμη και διαδικτυακά. Επομένως, προκειμένου να μην δεσμευόταν η εναγομένη πλοιοκτήτρια έναντι της προμηθεύτριας για την πληρωμή των καυσίμων, έδει, είτε να περιληφθεί ρητά επί των δελτίων αποστολής ή της απόδειξης παραλαβής τους, είτε να παραδοθεί στην προμηθεύτρια έγγραφη δήλωση από τον Πλοίαρχο ή τον υπεύθυνο για την παραλαβή των καυσίμων αξιωματικό του πλοίου, περί μη ευθύνης του πλοίου για την πληρωμή των καυσίμων (NO LIEN NOTICE), πλην όμως ουδέν των ανωτέρω έλαβε χώρα.

Εν συνεχεία, η ενάγουσα εξέδωσε προς τον πλοίαρχο και τους πλοιοκτήτες του ένδικου πλοίου, ως και/ή τους διαχειριστές, και/ή ναυλωτές του ένδικου πλοίου, επιμελεία (c/o = care of) της ………., το υπ’ αριθμ………./30.10.2014 τιμολόγιο πώλησης καυσίμων συνολικού ποσού 233.146 δολαρίων Η.Π.Α και 182.674,39 σε ευρώ, βάση της ισοτιμίας κατά τον χρόνο έκδοσης του, πληρωτέου μέχρι τις 6.12.2014 στην «. . ……..”, λόγω εκχώρησης σ’αυτήν των επιχειρηματικών απαιτήσεων της ενάγουσας, βάσει της μεταξύ τους από 25.2.2014 σύμβαση πρακτορείας τούτων. Η επίδικη όμως απαίτηση έχει επανεκχωρηθεί στην ενάγουσα δυνάμει του από 29.6.2016 εγγράφου της ανωτέρω εκδοχέως, με συνέπεια να νομιμοποιείται στην είσπραξη της, απορριπτομένου του αντίθετου ισχυρισμού της εναγομένης, ως αβασίμου. Εντούτοις, το ανωτέρω αναφερόμενο ποσό δεν καταβλήθηκε από την «………….» εντός της ορισθείσας προθεσμίας, ήτοι μέχρι την 6.12.2014, η οποία αναγραφόταν στο τιμολόγιο ως ύστατη ημερομηνία πληρωμής και εξακολουθεί να οφείλεται μέχρι σήμερα, για τον λόγο ότι η αγοράστρια απ’αυτήν των καυσίμων εταιρεία «………» και διαμεσολαβούσα στην πώληση τούτων στην πλοιοκτήτρια εναγομένη εταιρεία, δεν την εξόφλησε, αφού τέθηκε στις 7.11.2014 σε κατάσταση πτώχευσης ένεκα παύσης των πληρωμών της, είχε δε εκχωρήσει, μεταξύ άλλων, την απαίτηση της κατά της εναγομένης εκ του υπ’αριθμ………./27.10.2014 τιμολογίου συνολικού ποσού 239.723,32 δολαρίων ΗΠΑ, βάσει της μεταξύ τους ως άνω σύμβασης πώλησης των επίδικων καυσίμων, στην τράπεζα «………….», στην οποία κατέβαλε η εναγομένη με έμβασμα στις 7.4.2016 το οφειλόμενο ποσό. Το γεγονός όμως αυτό δεν αναιρεί την κρινόμενη αξίωση της ενάγουσας κατά της εναγομένης, ως αβασίμως η τελευταία υποστηρίζει, εφόσον αυτή δεν απορρέει από μεταξύ τους σύμβαση πώλησης, αλλά από την αναδοχή της ευθύνης της για την πληρωμή των παραδοθέντων καυσίμων με την υπογραφή των εν λόγω δελτίων αποστολής. Ειδικότερα, η εναγομένη είναι υποχρεωμένη να καταβάλει το ανωτέρω οφειλόμενο από την «………..» ποσό στην ενάγουσα προμηθεύτρια εταιρεία, με την ιδιότητα της πλοιοκτήτριας και συνυπεύθυνης για την καταβολή του, συνεπεία συναφθείσης, δια του αντιπροσώπου της, σύμβασης σωρευτικής αναδοχής του εν λόγω χρέους (477 ΑΚ), η οποία δεν υπόκειται σε έγγραφο συστατικό τύπο και δυνάμει αυτής ανέλαβε την υποχρέωση πληρωμής στην προμηθεύτρια του τιμήματος των καυσίμων, που της παραδόθηκαν για τον ανεφοδιασμό του πλοίου της, μετά του κόστους φόρτωσης τους σ’αυτό, παραγομένης αυτοτελούς ενοχής της, πρόσθετης με την αρχική οφειλέτη «……………» και παθητικής ενοχής εις ολόκληρον των δύο αυτών προσώπων. Συνεπώς, η εναγομένη πλοιοκτήτρια και ήδη εκκαλούσα ευθύνεται εις ολόκληρον να καταβάλει στην προμηθεύτρια ενάγουσα το αιτούμενο με την αγωγή αντίτιμο πώλησης και παράδοσης των καυσίμων, τα οποία παραδόθηκαν στο πλοίο της και συγκεκριμένα το ισάξιο σε ευρώ, κατά τον χρόνο πληρωμής, ποσό των 233.146 δολλαρίων ΗΠΑ, πλέον του συμφωνηθέντος συμβατικά τόκου υπερημερίας 2% μηνιαίως, από την παρέλευση της ταχθείσης προθεσμίας πληρωμής του εκδοθέντος ανωτέρω τιμολογίου, που κατέστη ληξιπρόθεσμη η οφειλή, ήτοι από 7.12.2014. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ότι δεν ενέχει ενδοσυμβατική ευθύνη η εναγομένη, με το σκεπτικό ότι η κύρια βάση της αγωγής ερείδεται στις διατάξεις περί αναγνώρισης χρέους και ότι ο υπογράφων τα επίμαχα δελτία αποστολής Α΄μηχανικός δεν ενήργησε, ως αντιπρόσωπος της εναγομένης πλοιοκτήτριας και δεν την δέσμευσε δια της υπογραφής του, ούτε μπορούσε να την δεσμεύσει, επιπλέον δε απαιτούνταν έγγραφη πληρεξουσιότητα για την σύναψη σύμβασης αναγνώρισης χρέους επ’ονόματι και για λογαριασμό της και ακολούθως απέρριψε την ένδικη αγωγή στο σύνολο της, ως ουσία αβάσιμη, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, δεκτού γενομένου, ως βασίμου του δεύτερου λόγου της κρινόμενης έφεσης και απορριπτομένου του πρώτου ως ουσιαστικά αβασίμου.

  1. V. Κατ’ακολουθίαν, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, ως ουσιαστικά βάσιμη, η έφεση της ενάγουσας και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς όλα τα κεφάλαια της, για την ενότητα της εκτέλεσης (ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 26 642, ΕφΑθ 44/2006 ΕλλΔνη 48 1507, Σ. Σαμουήλ «Η έφεση» εκδ. Ε’ σελ. 430-431 παρ. 1143), αφού δε η εν λόγω υπόθεση κρατηθεί προς εκδίκαση κατ’ ουσίαν στο Δικαστήριο αυτό, πρέπει η προαναφερθείσα αγωγή να γίνει δεκτή κατά την κύρια βάση της, ως και ουσιαστικώς βάσιμη, να υποχρεωθεί δε η εναγομένη-εφεσίβλητη εις ολόκληρον να καταβάλει στην ενάγουσα-εκκαλούσα το ισόποσο σε ευρώ, κατά τον χρόνο πληρωμής, των 233.146 δολλαρίων ΗΠΑ, με τον συμβατικό τόκο υπερημερίας 2% μηνιαίως, από 7.12.2014. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας-εκκαλούσας, κατόπιν σχετικού αιτήματος της (άρθρο 191 § 2 ΚΠολΔ), πρέπει να επιβληθούν και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας σε βάρος της εναγομένης-εφεσίβλητης, λόγω της ήττας της (άρθρο 176 § 1 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την ένδικη έφεση.

Δέχεται αυτήν τυπικά και εν μέρει κατ’ ουσίαν.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθμ.280/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί και δικάζει την από 20.2.2015 αγωγή.

Δέχεται αυτήν εν μέρει.

Υποχρεώνει την εναγομένη – εφεσίβλητη εις ολόκληρον να καταβάλει στην ενάγουσα – εκκαλούσα το ισόποσο σε ευρώ, κατά τον χρόνο πληρωμής, του ποσού των διακοσίων τριάντα τριών χιλιάδων εκατόν σαράντα έξι (233.146) δολλαρίων ΗΠΑ, με τον συμβατικό τόκο υπερημερίας 2% μηνιαίως, από 7.12.2014 ευρώ.

Επιβάλλει στην εναγομένη – εφεσίβλητη τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας – εκκαλούσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των επτά χιλιάδων (7.000) ευρώ.

 

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους, στις 27 Φεβρουαρίου 2018.

 

  Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ