Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 65/2018

Αριθμός   65 /2018

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Βασιλική Χάσκαρη, Εφέτη-Εισηγήτρια και Γεωργία Λάμπρου,  Εφέτη,   και από τη Γραμματέα  Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 23-6-2016 και με αυξ. αρ. κατ. ……/2-9-2016 έφεση της εκκαλούσας- ενάγουσας  ανώνυμης εταιρείας υπό την επωνυμία «……….» κατά της υπ. αριθ. 451/2016 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε επί ασκηθείσας αγωγής της εκκαλούσας- ενάγουσας κατά της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «…..» (πρώην «………»), η οποία έχει ήδη μετονομασθεί σε « . …..» κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, κατ’  άρθρο 518 παρ. 2 ΚΠολΔ, με το οποίο ορίζεται ότι, αν δεν επιδοθεί η απόφαση, η προθεσμία της έφεσης είναι δύο έτη,  η οποία αρχίζει από τη δημοσίευση της απόφασης που περατώνει τη δίκη, δεδομένου ότι  από τα  στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει αλλά και δεν επικαλούνται οι διάδικοι ότι έλαβε χώρα επίδοση αυτής (εκκαλούμενης). Πρέπει επομένως να γίνει τυπικά δεκτή η έφεση αυτή (άρθρο 532 Κ.ΠολΔ) και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρο 533 παρ.  1 ΚΠολΔ.

Η διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ, που ορίζει ότι προς σύσταση ή αλλοίωση ενοχής με δικαιοπραξία απαιτείται, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, σύμβαση, καθιερώνει τον κανόνα ότι η ιδιωτική αυτονομία μπορεί να παράγει ενοχικά δικαιώματα και υποχρεώσεις, κατ’ αρχήν μόνο μέσω σύμβασης και δεν αρκεί αντίθετα  μονομερής δικαιοπραξία, αφού το να αποκτά ένα άτομο δικαιώματα και πολύ περισσότερο υποχρεώσεις με βάση τη βούληση άλλου ατόμου και χωρίς τη δική του συναίνεση προσκρούει στην αυτοδιάθεση και στην ισότητα των πολιτών, ως συνταγματικά κατοχυρωμένα ατομικά δικαιώματα (άρθρο 2 παρ.1, 4 παρ. 1 και 2 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος).  Συνέπεια άμεση της αρχής της   αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης είναι η αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων, που έμμεσα καθιερώνεται με  την αυτή διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ ως έκφραση της οικονομικής ελευθερίας, που αποτελεί και αυτή ατομικό δικαίωμα κατοχυρωμένο από το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος, Ελευθερία των συμβάσεων σημαίνει α) Ελευθερία του ατόμου να συνάπτει ή να μη συνάπτει σύμβαση τόσο γενικό όσο και με συγκεκριμένο πρόσωπο ως αντισυμβαλλόμενο (ελευθερία επιλογής του αντισυμβαλλομένου) και β) ελευθερία καθορισμού του περιεχομένου της σύμβασης. Απόρροια της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων και ιδίως της ελευθερίας προσδιορισμού του περιεχομένου τους αποτελεί και η σύμβαση αποκλειστικής διανομής (ΑΠ 16/2013, ΑΠ 852/2015). Η σύμβαση αυτή αποτελεί ιδιόρρυθμη διαρκή ενοχική σύμβαση εμπορικής συνεργασίας, με βάση την  οποία ο ένας συμβαλλόμενος, που είναι ο παραγωγός ή ο χονδρέμπορος υποχρεώνεται να πωλεί αποκλειστικά στον άλλο συμβαλλόμενο, που είναι ο διανομέας, τα εμπορεύματα που  έχουν συμφωνηθεί σε σχέση με ορισμένη γεωργική περιοχή και το οποίο, στη συνέχεια, ο διανομέας μεταπωλεί σε τρίτους στο δικό του όνομα, για δικό του  λογαριασμό και με δικό του επιχειρησιακό κίνδυνο, δηλαδή ενεργεί ως ανεξάρτητος επαγγελματίας διαμεσολαβητικές πράξεις στο εμπόριο. Με τη σύμβαση αποκλειστικής διανομής ο διανομέας αναλαμβάνει, συνήθως την υποχρέωση να ακολουθεί τις οδηγίες  του παραγωγού ως προς την εμφάνιση και ποιότητα των πωλουμένων προϊόντων, να διαθέτει προσωπικό για την προώθηση των πωλήσεων, να προστατεύει τα συμφέροντα και τη φήμη του παραγωγού, να διαθέτει τα αναγκαία αποθέματα για να μην παρουσιαστούν ελλείψεις στην αγορά, διατηρώντας με δικά του έξοδα κατάλληλη οργάνωση και υποδομή, ενώ ακόμη και όταν έχει το δικαίωμα να καθορίζει ο ίδιος τις τιμές μεταπώλησης των προϊόντων στους τρίτους δεν αποκλείεται να έχουν συμβατικό καθοριστεί ανώτατα ή κατώτατα όρια τιμών. Η έννοια ειδικότερα της αποκλειστικότητας στη διανομή ορισμένων προϊόντων είναι ότι ο παράγωγος δεσμεύεται με τη σχετική σύμβαση να μην παραδίδει εμπορεύματα σε τρίτου ανταγωνιστές του αποκλειστικού διανομέα μέσα στην περιοχή της διανομής και αντίστροφα ο αποκλειστικός διανομέας υποχρεώνεται, κατά κανόνα, να μη διανέμει ευθέως, ανταγωνιστικά προϊόντα στην ίδια περιοχή (ΑΠ 191/2016, ΑΠ 165/2015). Περαιτέρω από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 361 ΑΚ, 1 παρ. 2 του ΠΔ 219/1991 και 14 παρ. 4 Ν. 3577/2007 προκύπτει ότι, ναι μεν δεν είναι δυνατή η ευθεία εφαρμογή στις συμβάσεις αποκλειστικής διανομής και εμπορικής παραγγελίας των διατάξεων του Π.Δ. 219/1991 περί εμπορικών αντιπροσώπων, όμως, με βάση τις αρχές, της ισότητας και της καλής πίστης, είναι δυνατή η αναλογική, ολική ή μερική εφαρμογή των διατάξεων του ως άνω Π.Δ/τος και στις συμβάσεις αυτές, εφόσον όμως η διαμεσολαβητική λειτουργία και των επαγγελματιών αυτών, δηλαδή του διανομέα και του παραγγελιοδοχικού αντιπροσώπου, προσομοιάζει με αυτήν του εμπορικού αντιπροσώπου σε τέτοιο βαθμό, ώστε να ταυτίζεται κατά τα ουσιώδη στοιχεία της, πράγμα που συμβαίνει όταν οι εν λόγω επαγγελματίες αναλαμβάνουν με τη σύμβαση υποχρεώσεις ανάλογες με αυτές  του εμπορικού αντιπροσώπου (4 § 1 Π.Δ. 219/91) και ειδικότερα α) να παραλείπουν ανταγωνιστικές σε βάρος του εντολέα τους πράξεις κατά τη διάρκεια, αλλά και μετά τη λήξη της σύμβασης τους, β) να τηρούν το επαγγελματικό απόρρητο, γ) να προωθούν διαρκώς και αποκλειστικά τα προϊόντα του εντολέα τους στη συμβατική περιοχή ευθύνης τους, υποκείμενοι μάλιστα στον έλεγχο του ως προς την εξέλιξη των πωλήσεων ή, αναλόγως, των αγορών, δ) να διαφημίζουν τα πωλούμενα προϊόντα ακόμη και με δικές τους δαπάνες και ε) να γνωστοποιούν στον εντολέα τους το πελατολόγιο τους.  Η συνομολόγηση ακριβώς των υποχρεώσεων αυτών, που δεν είναι πάντως   αναγκαίο να συντρέχουν σωρευτικά, αλλά μπορούν και να παραλλάσσουν, έτσι ώστε η έλλειψη μιας από αυτές να καλύπτεται από την ιδιαίτερη ένταση των λοιπών, καθιστά τους παραπάνω επαγγελματίες αναπόσπαστο και καθοριστικό μέρος του δικτύου της επιχειρηματικής δραστηριότητας του   εντολέα τους, αφού η εμπορική τους δραστηριότητα, μολονότι αναπτύσσεται με δικό τους κίνδυνο, συνεπάγεται, εντούτοις, οφέλη αμέσως και για τον εντολέα τους, δηλαδή αυτός δεν αντλεί οικονομικά οφέλη μόνον από την εκπλήρωση της κύριας συμβατικής τους υποχρέωσης, αλλά και από τις ως άνω ιδιαίτερες υποχρεώσεις τους, με σπουδαιότερο γι’ αυτόν (εντολέα) όφελος το ότι λαμβάνει γνώση του πελατολογίου τους, οπότε και μπορεί, μετά τη λύση της σύμβασης τους, να το χρησιμοποιήσει, μέσω άλλων επαγγελματιών, και να συνεχίσει έτσι να αποκομίζει οικονομικά οφέλη (Ολομ. ΑΠ {τακτική} 16/2013, ΑΠ191/2016 ΑΠ 823/2015, ΑΠ 42/2015.  Στο πλαίσιο αυτό κρίνεται και η δυνατότητα αναλογικής εφαρμογής του αρθρ.9 του π.δ/τος 219/1991 σε κάθε δυνατή περίπτωση και η επιδίκαση έτσι της προβλεπόμενης από το άρθρο αυτό αποζημίωσης πελατείας, που δικαιολογείται συνεπώς και στη σύμβαση διανομής όταν συντρέχουν τα αναγκαία προς τούτο στοιχεία (Ολ.ΑΠ 15/2013, Ολ.ΑΠ 16/2013). Όμως, η αναλογική αυτή εφαρμογή του ως άνω π.δ/τος “περί εμπορικών αντιπροσώπων” δεν εξικνείται μέχρι του σημείου εφαρμογής του και επί των συμβάσεων απλής και όχι αποκλειστικής διανομής, δηλαδή εκείνων στις οποίες ο διανομέας διαθέτει, εκτός από τα προϊόντα του παραγωγού, και άλλα ανταγωνιστικά προς τα δικά του προϊόντα. Και τούτο, διότι στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει το πλέον ουσιώδες στοιχείο της άνω ομοιότητας, δηλαδή εκείνο της εκ μέρους του διανομέα ανάληψης υποχρέωσης μη ανταγωνισμού και προώθησης διαρκώς και αποκλειστικά των προϊόντων του παραγωγού στην περιοχή ευθύνης του (Ολ  ΑΠ 16/2013, ΑΠ 42/2015, ΑΠ 126/2014, ΑΠ 1933/2009). Εξάλλου σύμφωνα  με τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 3 και 4 του ως άνω π.δ. 219/1991.

«3 Όταν η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας είναι αορίστου  χρόνου, κάθε ένας από τους συμβαλλομένους μπορεί να την καταγγείλει,  με τήρηση ορισμένης προθεσμίας. 4. Η προθεσμία καταγγελίας είναι ένας μήνας για το πρώτο έτος της σύμβασης, δύο μήνες από   την αρχή του δευτέρου έτους, τρεις μήνες από την αρχή του τρίτου έτους, τέσσερις μήνες από την αρχή του τετάρτου  έτους, πέντε μήνες από την αρχή του πέμπτου έτους και έξι μήνες από την αρχή του έκτου έτους και για τα επόμενα έτη. Δεν είναι δυνατόν να οριστούν μικρότερες προθεσμίες, με συμφωνία των συμβαλλομένων» Ωστόσο, κατά την διάταξη του άρθρου 8 παρ. 8 του αυτού Π.Δ.  Η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας μπορεί να καταγγελθεί κατά πάντα χρόνο και χωρίς την τήρηση των προθεσμιών της παραγράφου 4 σε περίπτωση κατά την οποία ένα εκ των συμβαλλομένων μερών παραλείψει την εκτέλεση του συνόλου ή μέρους των συμβατικών υποχρεώσεων καθώς και σε περίπτωση εκτάκτων περιστατικών». Ακολούθως από τις διατάξεις του άρθρου 9 παρ. 1 του πιο πάνω π.δ. 219/1991 συνάγεται ότι η αποζημίωση πελατείας είναι μια ιδιόρρυθμη αξίωση αμοιβής που κινείται μεταξύ δύο ισοδύναμων πόλων, εκείνου της αμοιβής και εκείνου της επιείκειας, οι οποίοι δικαιολογούν τον χαρακτηρισμό της ως ενός είδους εύλογης ή δίκαιης αποζημίωσης, που προσομοιάζει με την αποζημίωση για διαφυγόν κέρδος με στοιχεία παράλληλα και από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Η αξίωση αυτή γεννιέται όταν συντρέξουν σωρευτικά όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις, τις οποίες πρέπει να επικαλεστεί με τη σχετική αγωγή του και να αποδείξει ο εμπορικός αντιπρόσωπος ή ο αποκλειστικός διανομέας, δηλαδή απαιτείται α) η εισφορά νέων πελατών ή η σημαντική προαγωγή των υποθέσεων με τους υπάρχοντες πελάτες από τον εμπορικό αντιπρόσωπο ή διανομέα κατά τη διάρκεια της σύμβασης β) η διατήρηση και μετά τη λύση της σύμβασης ουσιαστικών ωφελειών για τον αντιπρόσωπο, που προκύπτουν από τις υποθέσεις με τους πελάτες αυτούς και γ) η καταβολή της αποζημίωσης να είναι δίκαιη με βάση όλες τις περιστάσεις κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης. Ως εισφορά νέων πελατών νοείται η προσέλκυση από τη δραστηριότητα του εμπορικού αντιπροσώπου νέων πελατών, δηλαδή πελατών που δεν υπήρχαν προηγουμένως, ως σημαντική δε προαγωγή των υποθέσεων με υπάρχοντες πελάτες νοείται η ασυνήθιστη αύξηση του κύκλου των εμπορικών συναλλαγών μ΄ αυτούς. Αντίστοιχα διατήρηση των ουσιαστικών ωφελειών για τον παραγωγό από υποθέσεις με τους νέους ή παλαιούς πελάτες  του εμπορικού αντιπροσώπου υπάρχει όχι μόνο όταν επιβιώνουν τυχόν διαρκείς συμβάσεις, που είχε καταρτίσει με τρίτους ο εμπορικός αντιπρόσωπος, αλλά και όταν από την εκμετάλλευση του γνωστού στον παραγωγό πελατολογίου του αντιπροσώπου, υπάρχει, για την ίδια περιοχή εν δυνάμει πελατεία με την προοπτική κέρδους γι΄αυτόν, έστω και αν τα συμβατικά προϊόντα είναι επώνυμα και συνεπώς γνωστά στο καταναλωτικό κοινό λόγω και των διαφημιστικών ενεργειών του ίδιου του παραγωγού. Κριτήρια τέλος για τον καθορισμό του  ύψους της αποζημίωσης πελατείας συνιστούν το μέγεθος της πελατείας που παραμένει στον παραγωγό μετά τη λύση της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας, η αντίστοιχη ωφέλεια του και η δημιουργία κέρδους για τον αντιπρόσωπο, αν συνεχιζόταν η σύμβαση (Ολ ΑΠ 16/2013, ΑΠ 515/2016, ΑΠ 355/2015, ΑΠ 1449/2014). Το ύψος της αποζημίωσης αυτής, δεν μπορεί, σύμφωνα με τη διάταξη του στοιχ. β της παρ. 1 του άρθρου 9 του π.δ. 219/1991, να υπερβεί το μέσο ετήσιο όρο των αμοιβών, που εισέπραξε ο εμπορικός αντιπρόσωπος ή ο διανομέας κατά τα πέντε τελευταία έτη λειτουργίας της σύμβασης ή αν αυτή διήρκεσε λιγότερο χρόνο το μέσο όρο του χρόνου αυτού. Τέλος από τις διατάξεις των άρθρων 8 και 9 του π.δ. 219/1991 συνάγεται ότι από την προβλεπόμενη στην παράγραφο 1 στοιχ.α του τελευταίου άρθρου αποζημίωση πελατείας διαφέρει η διαλαμβανόμενη στο στοιχείο γ’ της ίδιας παραγράφου αξίωση για ανόρθωση της ζημίας, η οποία δεν είναι παρά η αξίωση της αποζημίωσης του κοινού δικαίου την οποία έχει ενδεχομένως ο εμπορικός αντιπρόσωπος. Για τη γέννηση της τελευταίας αυτής αξίωσης του εμπορικού αντιπροσώπου απαιτείται υπαίτια παραβίαση των συμβατικών υποχρεώσεων του αντιπροσωπευομένου ή τέλεση εκ μέρους του αδικοπραξίας. Η εν λόγω αποζημίωση οφείλεται επιπλέον της αποζημίωσης πελατείας και περιλαμβάνει τόσο τη θετική, όσο και την αποθετική ζημία. Επομένως, ο εμπορικός αντιπρόσωπος, όπως και ο αποκλειστικός διανομέας, δικαιούται σωρευτικά τόσο την αποζημίωση πελατείας, όσο και την αποζημίωση του κοινού δικαίου, η οποία προϋποθέτει βέβαια την πρόκληση, από την αντισυμβατική ή αδικοπρακτική συμπεριφορά του εντολέα, ζημίας στον εμπορικό αντιπρόσωπο ή το διανομέα. Η περαιτέρω αυτή ζημία του εμπορικού αντιπροσώπου ή του διανομέα έχει τη μορφή του διαφυγόντος κέρδους και συνίσταται στις κάθε φύσεως προμήθειες και αμοιβές, που αυτός θα εισέπραττε κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων στο υπόλοιπο χρονικό διάστημα, μέχρι δηλαδή τη συμπλήρωση του συμβατικά καθορισμένου χρόνου διάρκειας της σύμβασης, αφαιρεθούν τα έξοδα που ενδεχομένως εξοικονόμησε από την πρόωρη λήξη της συνεργασίας του με τον αντιπροσωπευόμενο. Στην περίπτωση που δεν υπάρχει συμβατικά καθορισμένος χρόνος διάρκειας της σύμβασης, δηλαδή στην περίπτωση σύμβασης αόριστης διάρκειας, η προς ανόρθωση περαιτέρω ζημία περιλαμβάνει τα διαφυγόντα κέρδη, που με πιθανότητα σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων θα αποκόμιζε ο αντιπρόσωπος από τις πωλήσεις, μέχρι να συμπληρωθεί η οριζόμενη για την καταγγελία προθεσμία από το άρθρο 8 παρ. 3 και 4 του π.δ. 219/1991 (βλ. σχετ. ΑΠ 4/2015, ΑΠ 804/2015, ΑΠ 42/2015, ΑΠ 806/2015 Νόμος, ΑΠ 165/2015 Νόμος, ΑΠ 852/2015 Νόμος, ΑΠ 823/2015, ΑΠ 1442/2015, ΑΠ 979/2014 ΕΕμπΔ 2014.598, ΑΠ 455/2014 ΔΕΕ 2014.822, ΑΠ 984/2014 ΕπισκΕμπΔ 2014.535, ΑΠ 1864/2014, ΑΠ 1519/2013 ΕΕμπΔ 2014.85, ΕφΛαμ 285/20103 ΔΕΕ 2013.712, ΕφΑΘ  2563/2010).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την ένδικη από 28.2.2011 (και με αύξοντα αριθμό κατάθεσης …../3.5.2011) αγωγή της η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα ανώνυμη εταιρεία εξέθετε ότι, στα πλαίσια της επιχειρηματικής της δραστηριότητας στο χώρο της αντιπροσώπευσης, εισαγωγής και πώλησης χονδρικής και λιανικής πώλησης ηλεκτρονικών συσκευών και οργάνων ναυσιπλοΐας, ηλεκτρονικών χαρτών και συσκευών εντοπισμού θέσης – πλοήγησης (GPS για στεριά και θάλασσα, έχοντας, για τον σκοπό αυτό, δημιουργήσει μια οργανωμένη επιχείρηση με συνεργάτες – υποδιανομείς ανά την Ελλάδα, συνήψε κατά μήνα Ιούλιο του έτους 2002, με την εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη εταιρεία (υπό την τότε επωνυμία της ……….), η οποία δραστηριοποιείτο στην εμπορία των ως άνω συσκευών, προφορική σύμβαση αποκλειστικής διανομής, δυνάμει της οποίας ανέλαβε, υπό την εν λόγω ιδιότητα της, την μεταπώληση στην Ελλάδα  συσκευών GPS για ναυτική  και  ερασιτεχνική  χρήση,  καθώς  και περιορισμένα για οδική χρήση, ενώ παράλληλα τα ίδια  ως άνω προϊόντα της εν λόγω αλλοδαπής εταιρείας διέθετε στην Ελλάδα και η κατονομαζόμενη στην αγωγή αυτή επίσης εταιρεία υπό την επωνυμία «… …..». Ότι, από τον μήνα Ιούλιο του έτους 2002 και έκτοτε η σχέση τους εξελίχθηκε από σχέση απλής διανομής (που ήταν από το έτος 2000 μέχρι τότε) σε σχέση αποκλειστικής διανομής συσκευών . …. μη επαγγελματικής χρήσης, για τον λόγο δε αυτό η εναγομένη υπό την επωνυμία τότε ………. απέστειλε σε αυτή (ενάγουσα) έγγραφη πρόταση με τους βασικούς όρους συνεργασίας την οποία αποδέχθηκε στην έδρα της, χωρίς ωστόσο να έχει καταρτισθεί και υπογραφεί μεταξύ τους και τυπικό κείμενο σύμβασης, πλην όμως οι επί μέρους όροι της μεταξύ τους σχέσης διανομής εξειδικεύθηκαν στην πραγματικότητα από τη λειτουργία της ένδικης εκείνης σύμβασης. Ότι, στο πλαίσιο της μεταξύ τους συνεργασίας η ενάγουσα προέβαινε αποκλειστικά στην αγορά από την εναγομένη εταιρεία .. ….. των προαναφερθέντων προϊόντων, τα οποία διέθετε στη συνέχεια με δικές της δαπάνες και με ίδιο επιχειρηματικό κίνδυνο, μέσω του οργανωμένου από αυτή δικτύου συνεργαζομένων υποδιανομέων, ανέλαβε την ηλεκτρονική εγκατάσταση στις συσκευές GPS, την μετάφραση των εγχειριδίων χρήσης, παρείχε τεχνική υποστήριξη είτε στην έδρα της, είτε με την αποστολή του προϊόντος στην εναγομένη για επιδιόρθωση ή αντικατάσταση, διαφήμιζε και εξέθετε τα ως άνω προϊόντα σε εκθέσεις και γενικά προωθούσε αυτά, διαθέτοντας, παράλληλα, στελέχη αποκλειστικής απασχόλησης με τα εν λόγω προϊόντα, καθώς και ότι, κατά τον τρόπο αυτόν και σύμφωνα με τα ιστορούμενα στην αγωγή, από το έτος 2002 και εφεξής η ενάγουσα ενεργούσε και δραστηριοποιείτο στην Ελλάδα ως μόνη και αποκλειστική διανομέας των προϊόντων της εναγομένης, χωρίς ωστόσο να έχει ποτέ υπογραφεί μεταξύ τους σύμβαση αποκλειστικής διανομής. Ιστορεί, περαιτέρω, η ενάγουσα στην ένδικη αγωγή ότι, κατά τη διάρκεια της συνεργασίας της με την εναγομένη, η τελευταία δημιουργούσε διάφορα προβλήματα, καταργώντας προϊόντα χωρίς να προβαίνει στην αντικατάσταση τους με άλλα, τα προβλήματα δε αυτά εντάθηκαν κατά μήνα Οκτώβριο του έτους 2008, όταν η εναγομένη δια των στελεχών της την ενημέρωσε ότι, επίκεινται αλλαγές και ότι, θα παυθούν διανομείς στην Ευρώπη, εμμένοντας ωστόσο αυτή (ενάγουσα) στην εκτέλεση των αναφερομένων στην αγωγή παραγγελιών της, τις οποίες είχε αρνηθεί να εκτελέσει η εναγομένη, επιφυλάχθηκε δε αυτή (ενάγουσα) των απορρεόντων από την ένδικη σύμβαση δικαιωμάτων της, ενώ στη συνέχεια την 15.10.2008 η εναγομένη την ενημέρωσε ότι, θα πρέπει  στο εξής να προβαίνει σε παραγγελίες προϊόντων όχι από την ίδια, αλλά από τα υποδειχθέντα σε αυτή τρίτα πρόσωπα – κεντρικούς ευρωπαίους διανομείς, με κάποιους, ωστόσο, από τους οποίους προς τους οποίους αποτάνθηκε αυτή (ενάγουσα) δεν κατέληξε σε συμφωνία. Ότι, περαιτέρω, η εναγομένη ενημέρωσε την ενάγουσα μέσω e-mail ότι, κατά την χρονική εκείνη στιγμή ουδεμία σύμβαση διανομής τη συνέδεε με αυτή, την οποία η ενάγουσα εξέλαβε ότι, ενείχε την έννοια της καταγγελίας της μεταξύ τους υφισταμένης σύμβασης αποκλειστικής διανομής με υπαιτιότητα της εναγομένης, για τον λόγο δε αυτόν επιφυλάχθηκε αυτή (ενάγουσα) εγγράφως των απορρεόντων από την αιτία δικαιωμάτων της. Εκθέτει, επίσης, η  ενάγουσα ότι, με την κατά τον ανωτέρω τρόπο γενομένη καταγγελία εκτοπίσθηκε από το  δίκτυο διανομής των προϊόντων …… στο οποίο την είχε εντάξει η εναγομένη με την παροχή σε αυτή οδηγιών αναφορικά με τα ζητήματα διανομής, καθώς και ότι, η τελευταία (εναγομένη) καρπώθηκε την πελατεία την οποία είχε καθιερώσει στην ελληνική αγορά. Με βάση δε τα ως άνω περιστατικά και επικαλούμενη η ενάγουσα: α) ότι, η κατά τον ανωτέρω τρόπο γενομένη καταγγελία της ως άνω ένδικης σύμβασης αποκλειστικής διανομής είναι άκυρη διττώς και δη τόσο διότι, δεν τηρήθηκε η προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 4 του π.δ. 219/1991 προθεσμία, η οποία έπρεπε να είχε τηρηθεί, αφού δεν συνέτρεχε κάποιος σπουδαίος λόγος ή έκτακτη περίσταση, όσο και διότι, παρίσταται ως καταχρηστική ως αντιβαίνουσα στα χρηστά ήθη και β) ότι, από την αιτία αυτή, δηλαδή την καταχρηστική συμπεριφορά της εναγομένης μειώθηκε η περιουσία της και υπέστη προσβολή της εμπορικής πίστης, της φήμης της και του εμπορικού μέλλοντος της και επικαλούμενη, επίσης, αφενός ενδοσυμβατική ευθύνη της εναγομένης, λόγω της άκαιρης και αδικαιολόγητης καταγγελίας της ένδικης σύμβασης κατά τις διατάξεις του π.δ. 219/1991 και αφετέρου αδικοπρακτική συμπεριφορά της εναγομένης, λόγω της καταχρηστικότητας  της  ως άνω καταγγελίας  ζήτησε, με απόφαση η οποία θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει τα ακόλουθα ποσά και για τις αντίστοιχες αιτίες και συγκεκριμένα: 1) Το ποσό των 665.595,33 ευρώ ως αποζημίωση πελατείας την οποία εισέφερε στην επιχείρηση της εναγομένης, η οποία, κατά τους ισχυρισμούς της, διατήρησε ουσιαστικές ωφέλειες από τις πωλήσεις με τους πελάτες στους οποίους διέθετε τα προϊόντα της εναγομένης μετά τη λύση της ως άνω ένδικης σύμβασης, κατ’ αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 9 του ως άνω π.δ. 219/1991, η οποία (αποζημίωση) αντιστοιχεί στον μέσο όρο των ετήσιων αμοιβών της (μικτού κέρδους) κατά τα τελευταία πέντε έτη της ισχύος της ένδικης σύμβασης αποκλειστικής διανομής (δηλ. 2003—2008), σύμφωνα με τον περιεχόμενο στο δικόγραφο της αγωγής αντίστοιχο πίνακα (δηλ. 3.327.976,66 ευρώ διά πέντε έτη), όπως παραδεκτά διορθώθηκε και περιορίσθηκε το εν λόγω αγωγικό κονδύλιο (κατ’ άρθρα 223 και 224 ΚΠολΔ) στο ποσό των 222.221,27 ευρώ (δηλ. μικτό κέρδος 1.111.106,37 ευρώ δια πέντε έτη. Πρέπει, εν προκειμένω, να επισημανθεί ότι, η αναφορά άλλου αριθμητικά ποσού και δη του συνολικού ποσού των πωλήσεων («τζίρου») της ενάγουσας στην Ελλάδα (δηλ. 3.327.976,66 ευρώ) αντί εκείνου των μικτών κερδών (δηλ. 1.111.106,37 ευρώ) δεν καθιστά το ένδικο αυτό αγωγικό κονδύλιο μη νόμιμο ή τη διόρθωση του απαράδεκτη, δοθέντος ότι, από την επισκόπηση του δικογράφου της ένδικης αγωγής προκύπτει ότι, γίνεται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο μνεία ότι, το εν λόγω ένδικο κονδύλιο αποζημίωσης πελατείας, κατ’ άρθρο 9 του π.δ. 219/1991, υπολογίζεται με βάση τον όρο των ετήσιων αμοιβών της ενάγουσας (μικτού κέρδους) κατά τα τελευταία έτη ισχύος της ένδικης σύμβασης αποκλειστικής διανομής, το οποίο (μικτό κέρδος), καθώς και το σύνολο των πωλήσεων («τζίρος») αναλύονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο στον επισυναπτόμενο στην αγωγή αντίστοιχο πίνακα, ώστε να προκύπτει σαφώς ότι, η λανθασμένη αριθμητικά αναγραφή των κερδών αυτών στην αγωγή εμφιλοχώρησε από παραδρομή. Επισημαίνεται δε εν προκειμένω ότι, ορθά με την εκκαλουμένη απορρίφθηκε    ο  πρωτοδίκως προβληθείς ισχυρισμός της εναγομένης (τον οποίο επαναφέρει με τις προτάσεις που κατέθεσε στην παρούσα δίκη  ότι δηλαδή, το υπόψη ένδικο κονδύλιο, όπως αναλύθηκε και διορθώθηκε ανωτέρω, στερείται νομίμου ερείσματος, άλλως απαραδέκτως έγινε διόρθωση αυτού, 2) ι) το ποσό των 82.540.00 ευρώ, ως διαφυγόν κέρδος, το οποίο συνδέεται αιτιωδώς με την παράνομη και υπαίτια (αντισυμβατική) συμπεριφορά της εναγομένης, να προβεί δηλαδή αυτή στην καταγγελία της ένδικης σύμβασης αποκλειστικής διανομής χωρίς την τήρηση της προβλεπόμενης από τη διάταξη του άρθρου 8 του π. δ. 219/1991 πεντάμηνης προειδοποιητικής προθεσμίας ποσό το οποίο προσδοκούσε η ενάγουσα να αποκομίσει με πιθανότητα, κατά τη συνήθη των πραγμάτων πορεία μέχρι τη συμπλήρωση της εν λόγω προθεσμίας, υπολογιζόμενο (διαφυγόν κέρδος) με βάση το μικτό κέρδος, το οποίο η ενάγουσα πραγματοποίησε το τελευταίο έτος πριν από τη λύση της συνεργασίας της με την εναγομένη, σύμφωνα με τον  περιεχόμενο στο δικόγραφο της αγωγής σχετικό πίνακα (δηλ. ποσό 198.098.00 ευρώ ετήσιο μικρό κέρδος το τελευταίο έτος διανομής : 12 μήνες= 16.508.00 ευρώ Χ 5 μήνες) ιι) Το ποσό των 907.940.000 ευρώ ως αποζημίωση λόγω της άκαιρης άσκησης από την εναγομένη της κατά τα ανωτέρω καταγγελίας της ένδικης σύμβασης και ειδικότερα ως διαφυγόν κέρδος το οποίο με πιθανότητα προσδοκούσε η ενάγουσα να αποκομίσει, κατά τη συνήθη των πραγμάτων πορεία, από τη λήξη της σύμβασης, εφόσον ετηρείτο η ως άνω πεντάμηνη προθεσμία για την άσκηση της καταγγελίας (δηλ. την 3.5.2009) και επί πέντε έτη (δηλ. έως την 3.12.2013, το  οποίο παραδεκτά περιόρισε η ενάγουσα (κατ’ άρθρο 223 ΚΠολΔ) στο ποσό των 99.048.00 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί σε διαφυγόντα κέρδη για το χρονικό διάστημα έξι (6) μηνών από 3.5.2009 έως και 3.11.2009 (δηλ ποσό 198.098,00 ετήσιο μικτό κέρδος το τελευταίο έτος της διανομής: 2), 3) Το ποσό των 115.691.68 ευρώ ως διαφυγόντα κέρδη για τις αναφερόμενες στην αγωγή (και ανωτέρω) ανεκτέλεστες παραγγελίες, κατά τα ειδικότερα στο δικόγραφο αυτής (αγωγής) αναφερόμενα και 4) το ποσό των 100.000.00 ευρώ, όπως παραδεκτά περιορίσθηκε κατ’ άρθρο 223 ΚΠολΔ το αρχικό ποσό των 700.000,00 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης την οποία αυτή υπέστη λόγω της κατά τα ανωτέρω περιγραφόμενης αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της εναγομένης με αποτέλεσμα να προσβληθεί η εμπορική πίστη και η φήμη της στην ελληνική αγορά και το εμπορικό της μέλλον (κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή), δοθέντος ότι αυτή (εναγομένη) προέβη στην καταγγελία της ένδικης σύμβασης αιφνιδίως αδικαιολογήτως, καταχρηστικώς και κατά παράβαση των χρηστών ηθών, συνισταμένης της καταχρηστηκότητας στο ότι, η καταγγελία θεμελιώθηκε σε λόγους εσωτερικής αναδιοργάνωσης, χωρίς ωστόσο να παρασχεθεί στην ενάγουσα ο αναγκαίος χρόνος για να αναζητήσει λύσεις με την εμπορία άλλων προϊόντων, της είχε δε δημιουργηθεί η πεποίθηση από την μέχρι τότε συνεργασία της με την εναγομένη ότι, θα εξακολουθούσε αυτή (ενάγουσα) απρόσκοπτα την εν λόγω συνεργασία της, αλλά και δεν μπορούσε να προβλέψει το ενδεχόμενο της καταγγελίας. Συνολικά δε η ενάγουσα για όλες τις ως άνω αιτίες η ενάγουσα ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει, με απόφαση η οποία θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, το ποσό των 619.500,95 ευρώ (δηλ. 222,221,27 +82.540,00+99.048,00+115.691,68+100.000,00) με τον νόμιμο τόκο  από την κατά τα ανωτέρω γενομένη καταγγελία (δηλ 3.12.2008, άλλως από την επομένη επίδοσης της αγωγής και έως την εξόφληση.

Επί της ως άνω αγωγής εκδόθηκε η ήδη εκκαλουμένη και ανωτέρω αναφερόμενη υπ’ αριθ 451/2016 οριστική απόφαση του ως άνω πρωτοβαθμίου δικαστηρίου δυνάμει της οποίας και αφού ορθώς κρίθηκε ότι: α) αυτή είναι επαρκώς σαφής και ορισμένη και επομένως είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη η συναφής με το περιστατικό αυτό πρωτοδίκως προταθείσα ένσταση της εναγομένης, την οποία επαναφέρει κατά την παρούσα δίκη και β) υπάγεται στη διεθνή δικαιοδοσία αυτού (πρωτοβαθμίου δικαστηρίου) κατ’ άρθρο 3 και 33 ΚΠολΔ, ακολούθως: 1) Κρίθηκε μη νόμιμη και ως εκ τούτου απορριπτέα αυτή (αγωγή) ως προς το ως άνω υπό στοιχεία 2ιι αντίστοιχο κονδύλιο, αναφερόμενο στο αιτούμενο ποσό της αποζημίωσης λόγω διαφυγόντων κερδών της περιόδου από 3.5.2009 έως 3.11.,2009, πέραν δηλαδή της παρέλευσης πενταμήνου από την καταγγελία της ένδικης σύμβασης, τόσο κατά τη βάση της αγωγής θεμελιούμενης στην ενδοσυμβατική ευθύνη της εναγομένης όσο και στην αντίστοιχη αποδιδόμενη σε αυτή αδικοπρακτική συμπεριφορά ιι) Ομοίως κρίθηκε μη νόμιμη αυτή αγωγή) και ως εκ τούτου απορριπτέα και αναφορικά με το υπό στοιχείο 4 αντίστοιχο κονδύλιο της, περί επιδικάσεως δηλαδή στην ενάγουσα χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης. Ως προς δε τα λοιπά κονδύλιά της η ένδικη αγωγή κρίθηκε νόμιμη, θεμελιούμενη στις διατάξεις που αναφέρονται στην παρατεθείσα ανωτέρω νομική σκέψη και στις αντίστοιχες των άρθρων 724- 725 ΑΚ και στην συνέχεια απορρίφθηκε στο σύνολό της, κατά τα ειδικότερα κατωτέρω διαλαμβανόμενα. Κατά της εκκαλουμένης αυτής απόφασης παραπονείται πλέον η εκκαλούσα ενάγουσα και για  τους λόγους οι οποίοι αναφέρονται στην έφεσή της και ανάγονται τόσο σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όσο και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας την εξαφάνισή της και την παραδοχή της ως άνω ένδικης αγωγής της στο σύνολό της

Με το άρθρο 8 παρ. 2,3 και 4 του ΠΔ/τος 219/1991, «περί εμπορικών αντιπροσώπων», ορίζονται τα εξής: « ..2 Σύμβαση ορισμένου χρόνου, την οποία τα δύο μέρη συνεχίζουν να εκτελούν μετά την λήξη της, θεωρείται ότι μετατρέπεται σε σύμβαση αορίστου χρόνου 3. Όταν η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας είναι αορίστου χρόνου, κάθε ένας από τους συμβαλλόμενους μπορεί να την καταγγείλει, με τήρηση ορισμένης προθεσμίας. 4) Η προθεσμία καταγγελίας είναι ένας μήνας για το πρώτο έτος της σύμβασης, δύο. μήνες από την αρχή του δεύτερου έτους, τρεις μήνες από την αρχή του τρίτου έτους, τέσσερις μήνες από την αρχή το  τέταρτου έτους, πέντε μήνες από την αρχή του πέμπτου έτους και έξη μήνες από την αρχή του έκτου και τα επόμενα έτη. Δεν είναι δυνατόν να οριστούν μικρότερες προθεσμίες, με συμφωνία των συμβαλλομένων». Εξ΄ άλλου με το άρθρο 9 παρ. 1 του ιδίου ΠΔ/τος ορίζεται… α) Ο εμπορικός αντιπρόσωπος δικαιούται μετά τη λύση της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας αποζημίωση, εάν και εφόσον κατά τη διάρκεια αυτής έφερε νέους πελάτες ή προήγαγε σημαντικά τις υποθέσεις με τους υπάρχοντες πελάτες και ο εντολέας διατηρεί ουσιαστικά οφέλη που προκύπτουν από τις υποθέσεις με τους πελάτες αυτούς και η καταβολή τη αποζημίωσης αυτής είναι δίκαιη, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων και ιδιαίτερα των προμηθειών που χάνει ο εμπορικός αντιπρόσωπος και οι οποίες προκύπτουν από τις υποθέσεις με τους πελάτες αυτούς, β)Το ποσό της αποζημίωσης αυτής δεν μπορεί να υπερβαίνει ποσό ισοδύναμο με το μέσο ετήσιο όρο των αμοιβών που εισέπραξε ο εμπορικός αντιπρόσωπος κατά τα πέντε τελευταία έτη, αν δε η σύμβαση διήρκεσε λιγότερο από πέντε έτη, η αποζημίωση υπολογίζεται με βάση το μέσο όρο της εν λόγω περιόδου, γ) η χορήγηση αυτής της αποζημίωσης δεν στερεί από τον εμπορικό αντιπρόσωπο την αξίωση για την ανόρθωση της περαιτέρω ζημίας την οποία υπέστη όπως ορίζεται από τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα”. Από τις διατάξεις αυτές που ισχύουν στις συμβάσεις εμπορικής αντιπροσωπείας αλλά εφαρμόζονται κατά περίπτωση αναλογικά, δηλαδή όταν υπάρχουν τα στοιχεία που δικαιολογούν εξ αντικειμένου την επέκταση και σ’ αυτήν, των ρυθμίσεων του ως άνω π.δ/τος και σε άλλες μορφές εμπορικών διαμεσολαβητικών δραστηριοτήτων, όπως είναι η σύμβαση αποκλειστικής διανομής ή παραγγελιοδοχικής αντιπροσωπείας [ΟλΑΠ 16/2013], προκύπτει ότι ο εμπορικός αντιπρόσωπος, σε περίπτωση πρόωρης λύσης της σύμβασης, δικαιούται να ζητήσει σωρευτικά με την αποζημίωση πελατείας και αποζημίωση για την ανόρθωση κάθε περαιτέρω ζημίας, κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, η οποία [ζημία], έχει τη μορφή του διαφυγόντος κέρδους και συνίσταται στις κάθε φύσεως προμήθειες και αμοιβές που θα εισέπραττε ο εμπορικός αντιπρόσωπος, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, στο υπόλοιπο χρονικό διάστημα, μέχρι δηλαδή να συμπληρωθεί ο συμβατικά καθοριζόμενος χρόνος διάρκειας της συμβάσεως, αφαιρουμένων των εξόδων, που αυτός ενδεχομένως εξοικονόμησε από την πρόωρη λήξη της συνεργασίας του με τον αντιπροσωπευόμενο. Στην περίπτωση όμως που δεν υπάρχει συμβατικά καθορισμένος χρόνος διάρκειας της συμβάσεως, δηλαδή στην περίπτωση της συμβάσεως αορίστου διαρκείας, η προς ανόρθωση ζημία περιλαμβάνει τα διαφυγόντα κέρδη, που με πιθανότητα και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων θα αποκέρδαινε ο αντιπρόσωπος από τις πωλήσεις, μέχρι  να συμπληρωθεί η κατά περίπτωση προθεσμία, που έπρεπε να τηρηθεί για την καταγγελία της. Είναι δε προφανές ότι ο νομοθέτης, έχοντας υπόψη τις συνέπειες της καταγγελίας της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας για τον εμπορικό αντιπρόσωπο, διαβάθμισε την προθεσμία αυτή, ανάλογα με την διάρκεια της, αξιολογώντας ότι η κατ’ ανώτατο όριο προθεσμία των 6 μηνών, είναι ικανή να προστατεύσει τα συμφέροντα του εμπορικού αντιπροσώπου. Με την έννοια δε αυτή, δεν καταλείπονται περιθώρια παρεκκλίσεως από την νομοθετική αυτή ρύθμιση με την επίκληση παραβίασης διατάξεων άλλων νόμων, όπως του Ν.146/1914 “περί αθέμιτου ανταγωνισμού”, του άρθρου 281 ΑΚ σε συνδυασμό με 914 ΑΚ (πρβλ. ΑΠ 455/2014 ΑΠ 1784/2014)). Επομένως με τα δεδομένα αυτά, λαμβανομένου υπόψη ότι, η συνδέουσα τις διαδίκους έννομη σχέση ήταν αορίστου- χρόνου, δεν έσφαλε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο κατ’ ορθή ερμηνεία κα εφαρμογή των ως άνω διατάξεων, με την εκκαλουμένη απόφαση του  απέρριψε  την  ένδικη  αγωγή  ω ς μη νόμιμη,  αναφορικά με το αγωγικό κονδύλιο  που αφορά στην αξίωση αποζημίωσης λόγω διαφυγόντων κερδών της περιόδου 3.5.2009 έως 3.11.2009 (υπό στοιχείο 2ιι κονδύλιο), πέραν δηλαδή της παρέλευσης πενταμήνου. Τούτο, δε διότι η καταγγελία επιφέρει σε κάθε περίπτωση τη λύση της σύμβασης, με αποτέλεσμα η ζητούμενη αποζημίωση για τα διαφυγόντα κέρδη από τη συνέχιση της σύμβασης και μετά την πάροδο της προθεσμίας μεταξύ καταγγελίας και τερματισμού της σύμβασης να εδράζεται πλέον επί απλής προσδοκίας συνεχίσεως της αορίστου χρόνου συμβάσεως αποκλειστικής διανομής, η οποία, όμως, δεν δικαιολογείται, αφού, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν ανωτέρω, η εναγομένη δεν είχε ούτε νομική ούτε και συμβατική υποχρέωση για την περαιτέρω εξακολούθηση της ένδικης σύμβασης για κάποιο συγκεκριμένο χρόνο. Η εναγομένη δικαιούτο να καταγγείλει και κατ’ ακολουθίαν να λύσει την ένδικη σύμβαση ελευθέρως και οποτεδήποτε και χωρίς να δεσμεύεται από οποιαδήποτε άλλη προθεσμία πέραν της εξάμηνης κατ’ ανώτατο όριο (πρβλ. και ΑΠ 4/2015 ΤΝΠ ΔΣΑ). Πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί ως αβάσιμος ο συναφής με τα ως άνω περιστατικά αντίστοιχος πέμπτος λόγος της υπό κρίση έφεσης ως αβάσιμος.

Περαιτέρω, η τακτική καταγγελία είναι απαραίτητη για να επέλθει η λήξη μιας διαρκούς έννομης σχέσης αορίστου χρόνου. Εν προκειμένω, υπό τα εκτιθέμενα στην ένδικη αγωγή, η καταγγελία της συνδέουσας τις διαδίκους αορίστου χρόνου σύμβασης αποκλειστικής διανομής, η οποία πραγματοποιήθηκε, χωρίς την τήρηση της προβλεπόμενης από τις διατάξεις του π.δ. 219/1991 πεντάμηνης προθεσμίας, στα πλαίσια της εσωτερικής αναδιοργάνωσης του δικτύου διανομής της εναγομένης σε ευρωπαϊκό επίπεδο για την εξυπηρέτηση ενός ευλόγου επιχειρηματικού της συμφέροντος, δεν είναι καταχρηστική, ως υπερβαίνουσα προφανώς τα όρια της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ . Ειδικότερα, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην αγωγή, ο επανασχεδιασμός της εμπορικής πολιτικής της εναγομένης η οποία εξυπηρετεί το καλώς εννοούμενο συμφέρον της επιχείρησης της, που γνωστοποιήθηκε στην ενάγουσα εντός του μηνός Οκτωβρίου 2008, οπότε και μεσολάβησε η εναγομένη, όπως  η ίδια η ενάγουσα ισχυρίζεται στην ένδικη αγωγή της, προκειμένου να την φέρει σε επαφή με άλλο διανομέα, η οποία ωστόσο δεν ευδοκίμησε, εντάσσεται στα κρίσιμα στοιχεία της επιχειρηματικής της ελευθερίας και στις αντικειμενικά προβλέψιμες από την αντισυμβαλλομένη ενάγουσα συναλλακτικές δυνατότητες να ασκήσει το δικαίωμα της καταγγελίας της σύμβασης (πρβλ. ΑΠ Ολομ. 12/2004 και 13/2014 ΤΝΠ ΔΣΑ). Ομοίως δεν συνιστά καταχρηστικότητα, δηλαδή προφανή υπέρβαση των διατάξεων του ως άνω άρθρου 281 ΑΚ, ούτε αντίθεση στα χρηστά ήθη, δηλαδή στα αντιλήψεις του κατά γενική αντίληψη χρηστώς σκεπτόμενου κοινωνικού ανθρώπου, από μόνο το γεγονός ότι, η ενάγουσα ευελπιστούσε στην εξακολούθηση της ένδικης σύμβασης αόριστης διαρκείας, χωρίς να επικαλείται και ότι είχε λάβει διαβεβαιώσεις από την εναγομένη για μη καταγγελία αυτής (σύμβασης), αλλ’ ούτε και από το γεγονός και μόνο της αιφνίδιας, χωρίς προειδοποίηση και χωρίς την παροχή της εύλογης πεντάμηνης προθεσμίας, διακοπής της συνεργασίας μεταξύ των διαδίκων, χωρίς τη συνδρομή και άλλων περιστατικών, όπως π.χ. μεθοδεύσεις για την απόσπαση πελατείας, προσπάθειες οικονομικής αποσταθεροποίησης του διανομέα με σκοπό να αναλάβει τις πωλήσεις στην αντίστοιχη περιοχή άλλος διανομέας με τις ίδιες προϋποθέσεις, κακοβουλία κλπ., έστω και αν ο διανομέας τελεί σε σχέση οικονομικής εξάρτησης από τον προμηθευτή, λόγω της προμήθειας απ’ αυτόν κατά το μεγαλύτερο ποσοστό των προϊόντων τα οποία εμπορεύεται (πρβλ. ΑΠ 852/2015, ΑΠ 547/2015, ΑΠ 1441/2015, ΑΠ 1934/2009, ΑΠ 1933/2009 ΤΝΠ ΔΣΑ). Αντιθέτως η αιφνίδια και άκαιρη καταγγελία παρέχει στον διανομέα το δικαίωμα για αποζημίωση από την μεταξύ τους σύμβαση, σύμφωνα άλλωστε με όσα ήδη προαναφέρθηκαν. Άλλωστε, η ενάγουσα δεν επικαλείται στην ένδικη αγωγή της άλλη συμπεριφορά εναντίον των χρηστών ηθών και μάλιστα από πρόθεση (πρβλ ΑΠ Ολομ. 12/2004 ό.π.π.). Κατ’ ακολουθία/και εφόσον δεν συνέτρεχαν οι κατά νόμο προϋποθέσεις για την επιδίκαση στην ενάγουσα χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, δεν έσφαλε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο κατ’ ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των ως άνω διατάξεων  απέρριψε το αντίστοιχο αγωγικό, κονδύλιο ως μη νόμιμο και θα πρέπει, επομένως, να απορριφθεί ως αβάσιμος ο συναφής με τα ως άνω περιστατικά αντίστοιχος τρίτος λόγος της ένδικης έφεσης, όπως εκτιμάται από το δικαστήριο.

Περαιτέρω, από την επανεκτίμηση της κατάθεσης της νόμιμης εκπροσώπου της ενάγουσας, η οποία εξετάσθηκε ανωμοτί στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και περιέχεται στα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως αυτού, από όλα τα έγγραφα τα οποία επικαλούνται και προσκομίζουν εκ νέου οι διάδικοι κατά την παρούσα δίκη,, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς πλήρη απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, τις υπ’ αριθ. ………./12.11.2012 ένορκες βεβαιώσεις, τις οποίες επικαλείται και προσκομίζει η ενάγουσα και λήφθηκαν αυτές νομοτύπως και μετά προηγούμενη νομότυπη κλήτευση της εναγομένης (βλ. επικαλούμενη και προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. ………./7.11.2012 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών .. ….) ενώπιον των συμβολαιογράφων Ηρακλείου Κρήτης ……, Θήρας ……. και Βασιλικών Θεσσαλονίκης ….., αντιστοίχως, την υπ’ αριθ. …./12.11.2012 ένορκη βεβαίωση, την οποία επικαλείται και προσκομίζει η ενάγουσα και λήφθηκε αυτή νομοτύπως και μετά την νομότυπη κλήτευση της ενάγουσας (βλ. επικαλούμενη και προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. …. /2.11.2012 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …….), από τις υπ’ αριθ. ……/4.4.2017 ένορκες βεβαιώσεις, τις οποίες επικαλείται και προσκομίζει η ενάγουσα παραδεκτώς, κατ’ άρθρο 529 παρ. 1 ΚΠολΔ (πρβλ. ΑΠ 692/2017, ΑΠ 17/2015 ΤΝΠ ΔΣΑ) και λήφθηκαν αυτές νομοτύπως και μετά προηγούμενη νομότυπη κλήτευση της εναγομένης (βλ. επικαλούμενη και προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. … /30.3.2017 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών …….) ενώπιον των συμβολαιογράφων Αμαρουσίου ……. και Χαλκίδας ……, αντιστοίχως, απορριπτόμενου ως μη νομίμου του συναφούς και αντιστοίχου με το αποδεικτικό αυτό στοιχείο ισχυρισμού της εναγομένης εφεσίβλητης και με την επισήμανση ότι, αφενός δεν λαμβάνονται υπόψη τα τιμολόγια αγοράς των εμπορευμάτων από την εναγομένη, χωρίς προσδιορισμό αυτών, τα οποία προσκομίσθηκαν πρωτοδίκως και εκ νέου προσκομιζόμενα από την ενάγουσα ως σχετικό 14, διότι δεν είχε γίνει σαφής και ορισμένη επίκληση  αυτών με τις πρωτόδικες προτάσεις της, όπως  απαιτείται σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 106, 335, 338, 339 και 346 ΚΠολΔ, είναι δε σαφής και ορισμένη η επίκληση όταν είναι ειδική και από αυτή προκύπτει η  ταυτότητα του αποδεικτικού στοιχείου (βλ. Ολ.ΑΠ 23/2008, ΑΠ 454/2016, ΑΠ 620/2016, ΑΠ 394 /2015,  ΑΠ 145/2015, ΑΠ 2076/2014 ΑΠ 1677/2013, ΑΠ 994/2012, ΑΠ 1865/2011)  και  αφετέρου λαμβάνονται υπόψη τα τιμολόγια πωλήσεων προς τους πελάτες της ενάγουσας στην ελληνική αγορά, τα οποία επικαλέσθηκε και προσκόμισε πρωτοδίκως  η  τελευταία ως σχετικό 15, προσκομίζονται δε αυτά και κατά  την παρούσα δίκη, τα οποία εμπεριέχονται στην ένδικη αγωγή και αποτελούν περιεχόμενο της ιστορικής βάσης   αυτής, χωρίς να απαιτείται εκ νέου επίκληση κάθε ενός από αυτά στο δικόγραφο     των προτάσεων, αποδεικνύονται, κατά την κρίση του δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εκκαλούσα ενάγουσα εταιρεία υπό την επωνυμία «……..» και   τον  διακριτικό   τίτλο   «……..»   συγχωνεύθηκε   δι’ απορροφήσεως από την ανώνυμη εταιρεία υπό την επωνυμία «……..» και τον διακριτικό τίτλο «…………»,  η  οποία υπεισήλθε στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της αρχικής ενάγουσας ως καθολική διάδοχος αυτής (βλ. σχετ. ΦΕΚ 6513/10.7.2012 τ. ΑΕ & ΕΠΕ). Η ενάγουσα υπό την προγενέστερη, αλλά και υπό την νυν επωνυμία της δραστηριοποιείται στον χώρο της αντιπροσώπευσης, εισαγωγής και πώλησης χονδρικής και λιανικής ηλεκτρονικών συσκευών και οργάνων ναυσιπλοΐας, ηλεκτρονικών χαρτών και συσκευών εντοπισμού θέσης – πλοήγησης (GPS) για στερεά και θάλασσα τουλάχιστον από το έτος 1988. Για την άσκηση της εν λόγω επιχειρηματικής  δραστηριότητας της η ενάγουσα πέραν του εκθεσιακού χώρου – καταστήματος διαθέτει και δίκτυο συνεργατών – υποδιανομέων στην Ελλάδα για την περαιτέρω διάθεση αυτών. Παράλληλα, η εναγομένη εταιρεία υπό την επωνυμία «……. πρώην «………», όπως έχει μετονομασθεί σε «………»  έχει ως αντικείμενο τη διάθεση τελικών προϊόντων (συσκευών) εντοπισμού θέσης γνωστά ως GPS τα οποία προορίζονται τόσο για καταναλωτική χρήση από το ευρύ κοινό, όσο και για επαγγελματική χρήση. Ο όμιλος «…..»,στον οποίο μετέχει η εναγομένη, κατά το έτος 2001 είχε προβεί στην εξαγορά της εταιρείας υπό την επωνυμία «. …..” με έδρα τις ΗΠΑ  η οποία εδραστηριοποιείτο στο χώρο των συσκευών GPS οι οποίες  προορίζονταν για επαγγελματική χρήση. Κατά το έτος 2006 οι δραστηριότητες παγκοσμίως του ομίλου «. ….” αποκτήθηκαν από την εταιρεία  υπό την επωνυμία …….και ακολούθως η εναγομένη μετονομάσθηκε σε “. . …..» για την Ευρώπη (με θυγατρικές την …… στην Γερμανία και την …… στην Ολλανδία) και το σήμα για τα επαγγελματικής χρήσης GPS μετατράπηκε σε . ….. Κατά το έτος η μορφή της εναγομένης εταιρείας μετατράπηκε σε …., ενώ κατά το έτος η κυρία της επιχείρησης (Capital Partner) πώλησε τα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας ……. με έδρα την Βόρεια Αμερική, τα οποία αφορούσαν στα προϊόντα για την καταναλωτική χρήση από το ευρύ κοινό, μεταξύ των οποίων και τις συσκευές που κυκλοφορούσαν με το σήμα … στην εταιρεία υπό την επωνυμία «……..” με έδρα την Ταϊβάν, ενώ η εναγομένη η οποία μετονομάσθηκε σε «……» εξειδικεύθηκε στα προϊόντα για επαγγελματική χρήση. Εντός του ιδίου ομίλου υπήρχε και η εταιρεία υπό την επωνυμία «……….». Περαιτέρω, η συνεργασία μεταξύ των ήδη διαδίκων εταιρειών άρχισε το έτος 2002, οπότε και η εναγομένη άρχισε να προμηθεύει την ενάγουσα με ορισμένα προϊόντα της και συγκεκριμένα με συσκευές ….. μόνο για καταναλωτική χρήση, όπως για ναυτική χρήση και εξωτερική χρήση, δηλαδή για πεζοπορία και κυνήγι, τα οποία στη συνέχεια η ενάγουσα διέθετε και μεταπωλούσε στην ελληνική αγορά μέσω του δικτύου το οποίο, όπως άλλωστε ήδη προαναφέρθηκε, είχε μέχρι τότε αναπτύξει. Η μεταξύ των διαδίκων συνεργασία ουδέποτε αποτυπώθηκε εγγράφως και βεβαίως ουδέποτε υπεγράφη μεταξύ των διαδίκων έγγραφο στο οποίο να αποτυπώνεται το είδος της συνδέουσας αυτές σχέσης. Επίσης, δεν συνιστά έγγραφη σύμβαση αποκλειστικής διανομής η ακόλουθη γενομένη πρόταση συνεργασίας, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η ενάγουσα. Συγκεκριμένα η εναγομένη με την από 22.7.2002 απευθυνόμενη προς την ενάγουσα επιστολή της (e-mail), μεταξύ των άλλων ανέφερε ότι: «…….   είστε ένας από τους καλλίτερους πελάτες μας καθώς αγοράζετε προϊόντα ….. αξίας άνω των 200.000,00 ευρώ. Ο στόχος μας για το έτος 2002 είναι 300.000,00 ευρώ. Σας προτείνουμε μια πολιτική κινήτρων επί δύο προγραμμάτων, δηλαδή το πρόγραμμα συνεργασίας επί εξαγωγών και διαφήμισης και το πρόγραμμα ετήσιας ανταμοιβής επί εξαγωγών. 1) Το πρόγραμμα συνεργασίας επί εξαγωγών και διαφήμισης έγκειται στο να παρέχει σε εσάς επιστροφές ποσών: σε τριμηνιαία βάση : 50% των διαφημιστικών σας εξόδων      (……..)   σε όριο 1,5% του στόχου σας για την προηγηθείσα περίοδο. Και μετά ανά έτος: 1% επί των συνολικών καθαρών πωλήσεων θα σας επιστρέφεται αν οι ετήσιες παραγγελίες σας υπερβαίνουν το 90% του στόχου σας ή το 1,5% αν οι ετήσιες παραγγελίες σας υπερβαίνουν το 100%, του στόχου σας. Αυτό θα σας επιτρέψει να αναπτύξετε ειδικές πρωτοβουλίες ή διαφημιστικές καμπάνιες στο δίκτυο σας προκειμένου να προωθήσετε τις πωλήσεις των προϊόντων σας. 2) Το ετήσιο πρόγραμμα επιστροφών έχει ως ακολούθως: 90% του στόχου 0,5% επί του ποσού των καθαρών πωλήσεων θα επιστρέφεται κατά τη βάση των επιστροφών στο τέλος του έτους, 100%, του στόχου 1%  επί του ποσού των καθαρών πωλήσεων θα επιστρέφεται κατά τη βάση επιστροφών στο τέλος του έτους, 110%, του στόχου 1,5% κατά το ποσό των καθαρών πωλήσεων θα επιστρέφεται κατά τη βάση επιστροφών στο τέλος του έτους. Θα θέλαμε να μας στείλετε έγγραφη επιβεβαίωση ότι αποδέχεστε τον στόχο και τη σχετική πολιτική κινήτρων    —-«  Όταν θα λάβουμε την εν λόγω επιβεβαίωση μπορείτε να αρχίσετε να μας αποστέλλετε τις αποδείξεις και τα τιμολόγια που καλύπτονται από το πρόγραμμα συνεργασίας και διαφήμισης  …….».   Επακολούθησε η από 26.7.2002 απάντηση της ενάγουσας, στην οποία, μεταξύ των άλλων, αναφέρεται ότι δια του παρόντος επιβεβαιώνω τη συμφωνία μας για τα δύο προγράμματα κινήτρων και στόχων ως αναφέρονται στο από 22 Ιουλίου γράμμα σας   .». Με βάση δε την προαναφερθείσα πρόταση της εναγομένης και την εκ μέρους της ενάγουσας αποδοχή συνεχίσθηκε η ως άνω συνεργασία των διαδίκων και συγκεκριμένα η ενάγουσα προμηθευόταν από την εναγομένη συσκευές ….. ευρείας καταναλωτικής χρήσης, τόσο για ναυτική χρήση, όσο και εξωτερική χρήση, χρησιμοποιούμενες δηλαδή όχι για επαγγελματικούς λόγους, όπως π.χ. για πεζοπορία, για κυνήγι κλπ., τις οποίες στη συνέχεια μεταπωλούσε σε τρίτους στην Ελλάδα λιανικώς και χονδρικώς σε τιμές τις οποίες καθόριζε η ίδια, ώστε να επωφελείται των διαφορών από τις τιμές αγοράς των εν λόγω προϊόντων, στο όνομα το δικό της, για δικό της λογαριασμό και με δικό της επιχειρηματικό κίνδυνο, για τις πωλήσεις δε αυτές προέβαινε στην έκδοση τιμολογίων με την επωνυμία της. Αποδεικνύεται, περαιτέρω, ότι για την επίτευξη του σκοπού της ως άνω σύμβασης, η ενάγουσα, η οποία έφερε το βάρος της οργάνωσης της επιχείρησης της, έκανε χρήση του εκτεταμένου και οργανωμένου δικτύου διανομής, το οποίο είχε δημιουργήσει (δηλαδή καταστήματα, αποθηκευτικούς χώρους, απασχόληση μόνιμου προσωπικού κλπ.), μέσω του οποίου (δικτύου) τα διέθετε και μεταπωλούσε σε τρίτους. Σαφείς περί του ανωτέρω τρόπου λειτουργίας της επιχείρησης της ενάγουσας είναι οι καταθέσεις των μαρτύρων οι οποίοι αναφέρονται στις προαναφερθείσες υπ’ αριθ. ……./2012 ένορκες βεβαιώσεις, οι οποίοι διατηρούν και εκμεταλλεύονται σε διάφορες περιοχές της Χώρας επιχειρήσεις πώλησης ειδών ομοειδών μ εκείνα τα οποία διέθετε και μεταπωλούσε η ενάγουσα. Πρέπει, μάλιστα, να επισημανθεί ότι, και οι τρεις ως άνω μάρτυρες αναφέρουν ότι, η ενάγουσα διέθετε και μεταπωλούσε σε αυτούς συσκευές …….., χωρίς να εξειδικεύουν αν αυτές προορίζονταν για επαγγελματικούς σκοπούς ή για χρήση από ερασιτέχνες, δηλαδή για πεζοπορία, κυνήγι κλπ. Μάλιστα δε ο μάρτυς …….., ο οποίος διατηρεί στη Σαντορίνη επιχείρηση πώλησης ειδών αλιείας και ναυτιλίας, καταθέτει στην υπ’ αριθ. …./2012 ένορκη βεβαίωση ότι, από το 2004 και εφεξής αγόραζε από τη επιχείρηση της ενάγουσας συσκευές …. … σε μεγάλες ποσότητες για ναυτική χρήση (βλ. ως άνω ένορκες βεβαιώσεις), χωρίς να εξειδικεύει αν αυτές ήταν ευρείας καταναλωτικής χρήσης ή επαγγελματικής. Στερείται, επομένως, ουσιαστικής βασιμότητας και είναι απορριπτέος ο ισχυρισμός της ενάγουσας (τον οποίο επαναφέρει με λόγο έφεσης) ότι, στα πλαίσια της επιχειρηματικής της δραστηριότητας διέθετε και μεταπωλούσε μόνο συσκευές μη προοριζόμενες για επαγγελματική χρήση. Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι, η ενάγουσα απασχολούσε ορισμένο αριθμό υπαλλήλων απασχολουμένων αποκλειστικά με την πώληση των ως άνω ενδίκων προϊόντων, όπως ισχυρίσθηκε η ενάγουσα, αφού αυτή, όπως προαναφέρθηκε, στα πλαίσια της επιχειρηματικής της δραστηριότητας εμπορευόταν συναφή προϊόντα. Τούτο, δε, διότι, η διάθεση και μεταπώληση των ενδίκων συσκευών παραγωγής της εναγομένης αποτελούσε μέρος της όλης επιχειρηματικής δραστηριότητας της ενάγουσας, η οποία, στα πλαίσια άσκησης αυτής (εμπορικής δραστηριότητας) εμπορευόταν παράλληλα και προϊόντα άλλων εταιρειών, όπως της εταιρείας …….. (από Γαλλία), …….. (από Ιαπωνία), …. (από Η.ΠΑ), …. (από Σουηδία), …. (από Δανία), ……. ( από Ολλανδία), …….., και συγκεκριμένα βυθομετρά, ανεμόμετρα, κεραίες, ηλεκτρονικούς χάρτες κλπ., όπως προκύπτει από τους προσκομιζόμενους καταλόγους εκθετών, φωτογραφίες και καταχωρήσεις σε σχετικά με τα ανωτέρω είδη περιοδικά. Αποδεικνύεται, περαιτέρω, ότι κατά τον χρόνο έναρξης της συνεργασίας των διαδίκων και μέχρι το έτος 2003 τα ως άνω προϊόντα της εναγομένης, εκτός από την ενάγουσα διέθετε στην ελληνική αγορά και η εταιρεία υπό την επωνυμία «………..», όπως αυτό προκύπτει τόσο από τις με ημερομηνίες 24.7.2002 και 13.3.2003 επιστολές της εναγομένης, σε συνδυασμό και με περιεχόμενες σε περιοδικά διαφημίσεις της εν λόγω εταιρείας, όπως π..χ περιοδικό έκθεση θάλασσα έτους 2003, στο οποίο εμφαίνεται ότι, η τελευταία να διαθέτει και να διαφημίζει στο περίπτερο της. Γινόταν δε παράλληλα εισαγωγή των προϊόντων της εναγομένης τόσο από την ενάγουσα, όσο και από την ως άνω εταιρεία, για τον λόγο δε αυτό η ενάγουσα απέστειλε στην εναγομένη την με ημερομηνία 15.5.2003 επιστολή της, στην οποία,  εκθέτει το κατά τους ισχυρισμούς της πρόβλημα της εμπορίας των προϊόντων της εναγομένης και από άλλες επιχειρήσεις, καθώς και ότι, έχει τη δυνατότητα να στραφεί δικαστικά εναντίον τους μόνο αν έχει έγγραφη εξουσιοδότηση από την ίδια (εναγομένη), ότι, δηλαδή, είναι ο αποκλειστικός διανομέας, ιδιότητα, ωστόσο, την οποία δεν είχε. Περαιτέρω, κατά τον επίδικο χρόνο συνεργασίας των διαδίκων, η εναγομένη παρείχε τη συγκατάθεση της στην ενάγουσα να εκθέσει τα προαναφερθέντα προϊόντα της σε ναυτικές εκθέσεις οι οποίες θα διοργανώνονταν (όπως π.χ. μεταξύ  των άλλων στο  24° και 25° Διεθνές Ναυτικό Σαλόνι Αθήνας ετών 2002 και 2003), στην έκθεση των οποίων (προϊόντων) πράγματι αυτή ενάγουσα) προέβη, όπως με   ……σαφήνεια προκύπτει από τις με ημερομηνίες 24.10.2002, 21.10.2003 και 5.2.2014 επιστολές τις οποίες χορήγησε για τον σκοπό αυτό η εναγομένη στην ενάγουσα, στις οποίες η πρώτη (εναγομένη)  βεβαιώνει ότι, η ενάγουσα είναι ο………… επίσημος εξουσιοδοτημένος διανομέας στην Ελλάδα για τα προϊόντα …. στην   Ελλάδα. Από το περιεχόμενο, ωστόσο, αυτό των άνω επιστολών δεν μπορεί να συναχθεί ότι, πράγματι η ενάγουσα είχε την ιδιότητα του αποκλειστικού διανομέα των προϊόντων της εναγομένης τούτο, δε, αυτές (επιστολές) κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ενέχουν την έννοια της κατά  κάποιο τρόπο εξουσιοδοτήσεως της εναγομένης να προβεί στην ως άνω ενέργεια (να εκθέσει δηλαδή τα προαναφερθέντα προϊόντα της εναγομένης σε ναυτικές εκθέσεις) Ομοίως, την αυτή ως άνω ιδιότητα δηλαδή αυτή του εξουσιοδοτημένου  διανομέα προσδίδει η εναγομένη στην ενάγουσα και σε άλλες επιστολές της, όπως π.χ. μεταξύ των άλλων και η σχετική με ημερομηνία 17.4.2007 επιστολή της εναγομένης απευθυνόμενη προς την …….., στην οποία αναφέρεται ότι η ενάγουσα έχει την ιδιότητα του εξουσιοδοτημένου διανομέα των καταναλωτικών της προϊόντων, ενώ σε άλλες επιστολές η εναγομένη προσδίδει στην ενάγουσα την ιδιότητα του τοπικού διανομέα όπως π.χ. με την ημερομηνία 30.5.2005 επιστολή της εναγομένης με την οποία πράγματι προσδίδεται στην ενάγουσα η ιδιότητα του τοπικού διανομέα. Αποδεικνύεται, περαιτέρω, ότι, τουλάχιστον μέχρι το έτος 2005 η ενάγουσα, πέραν των συμβατικών προϊόντων προωθούσε και ανταγωνιστικά προϊόντα  άλλης εταιρείας και συγκεκριμένα της εταιρείας ….. (……..), όπως άλλωστε αυτή η ίδια (ενάγουσα) αναφέρει σε διαφήμιση καταχωρημένη σε σχετικό προσκομιζόμενο περιοδικό. Από την φωτογραφική δε αντιπαραβολή των προϊόντων των δύο εταιρειών και σε συνδυασμό με τα χαρακτηριστικά τα οποία διακρίνουν κάθε ένα απ’ αυτά, όπως αυτά αναφέρονται στα προσκομιζόμενα δημοσιεύματα, προκύπτει ότι, αυτά είναι ομοειδή προϊόντα καταναλωτικής χρήσης, τα οποία διατίθενται με βάση και εφαρμόζονται σε σκάφη. Περαιτέρω, κατά τη διάρκεια της συνεργασίας των διαδίκων, αυτές εξεδήλωσαν την επιθυμία να προβούν στην κατάρτιση έγγραφης συμφωνίας, στην οποία να αποτυπώνονταν οι όροι υπό τους οποίους θα λειτουργεί αυτή. Πράγματι, για τον σκοπό αυτό η εναγομένη αρχικά απέστειλε στην ενάγουσα την από 23.12.2004 επιστολή της, με την οποία της διαβίβασε σχέδιο για έγγραφη σύμβαση (απλής) διανομής (ή σύμβαση μεταπώλησης), πλην όμως η ενάγουσα σε απαντητική της επιστολή με ημερομηνία 1.3.2005 ανέφερε κατά λέξη ότι:  «επιθυμούμε έντονα να μορφοποιήσουμε την αποκλειστική μας συνεργασία διανομής με τον διορισμό μας ως αποκλειστικός διανομέας στην Ελλάδα και θεωρούμε ότι, η υπάρχουσα σχέση μας είναι de facto μια σχέση αποκλειστικής διανομής για τους ακολούθους λόγους: Όλες οι πωλήσεις προϊόντων σας με εξαίρεση κάποιες παράλληλες γίνονται αποκλειστικά από εμάς στην Ελλάδα. Οι παράλληλες εισαγωγές δεν θα έχουν ποτέ κάποια τύχη στην Ελλάδα, καθώς δεν συνοδεύονται από ελληνικό λογισμικό και εγχειρίδια». το οποίο ωστόσο ουδέποτε υπεγράφη. Επακολούθησαν διαδοχικά μέχρι το έτος 2006 άλλα τρία σχέδια αποσταλέντα από την εναγομένη προς την ενάγουσα, με το ίδιο  περιεχόμενο, με τις αντίστοιχες απαντήσεις και εμμονή της τελευταίας περί καταρτίσεως σύμβασης αποκλειστικής διανομής, οι οποίες ωστόσο ουδέποτε υπογράφηκαν, αφού, όπως είναι προφανές, η εναγομένη δεν επιθυμούσε την κατάρτιση συμφωνίας με το ως άνω περιεχόμενο. Επισημαίνεται, μάλιστα, ότι, αν πράγματι και η εναγομένη είχε πρόθεση να ορίσει την ενάγουσα ως αποκλειστική διανομέα, είναι προφανές ότι, το όλο ζήτημα θα είχε ήδη επιλυθεί με το πρώτο σχέδιο και δεν θα απαιτείτο να επακολουθήσουν και τα υπόλοιπα τρία (σχέδια). Διαφαίνεται, δηλαδή, ότι, μόνο η ενάγουσα επεδίωκε να καταρτισθεί έγγραφη συμφωνία αποκλειστικής διανομής, η επιδίωξη της μάλιστα αυτή αποτυπώνεται στην με ημερομηνία 20.4.2005 επιστολή της προς την εναγομένη, στην οποία χαρακτηριστικά,    αναφέρει:    «…..είμαστε   εξαιρετικά   απογοητευμένοι    που διαπιστώνουμε ότι η …   αρνείται επίμονα το αίτημα μας για αποκλειστική διανομή των προϊόντων στην Ελλάδα…… Αντιθέτως, όπως εκτέθηκε ανωτέρω, η εναγομένη δεν αποδεχόταν την πρόταση της ενάγουσας περί ορισμού της ως αποκλειστικού διανομέα, στα πλαίσια της πολιτικής της να μη συνάπτει συμβάσεις αποκλειστικής διανομής (όπως περί τούτου κατέθεσε ο μάρτυς στην προσκομιζόμενη από την εναγομένη ανωτέρω αναφερομένη ένορκη βεβαίωση), η οποία (εναγομένη) ήθελε η ενάγουσα να έχει μόνο της ιδιότητα του επίσημου διανομέα. Εξ όσων ήδη εκτέθηκαν και ενόψει της (χωρίς αποτέλεσμα) εμμονής της ενάγουσας περί ορισμού της ως αποκλειστικού διανομέα με κατάρτιση έγγραφης συμφωνίας, χωρίς ωστόσο οποιαδήποτε αποδοχή της εναγομένης, διαφαίνεται ότι πράγματι και αυτή η ίδια (ενάγουσα) διατηρούσε  αμφιβολίες περί των όρων της συνεργασίας της με την εναγομένη. Πρέπει, μάλιστα, να επισημανθεί και ότι, παρόλο που το αρχικό σχέδιο έγγραφης σύμβασης το οποίο είχε αποστείλει στην εναγομένη και του μη ορισμού – της ενάγουσας ως αποκλειστικού διανομέα, εν τούτοις η τελευταία (ενάγουσα) εξακολούθησε τη συνεργασία της με την εναγομένη. Μάλιστα, δε, το γεγονός ότι αμφέβαλε και αυτή η ίδια η ενάγουσα περί του αν κ α; κατά  πόσο είχε την ιδιότητα του αποκλειστικού  διανομέα, προκύπτει ευθέως από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από την εναγομένη, επιστολή, την οποία απηύθυνε σε αυτή  η ενάγουσα, με ημερομηνία 19.5.2003, στην οποία, μεταξύ των άλλων, η τελευταία (ενάγουσα) αναφέρει ότι: «ο νομικός μου σύμβουλος με συμβούλευσε ότι μπορώ να πάω στο δικαστήριο όλους αυτούς τους άλλους ανθρώπους/πωλητές, αλλά μόνο αν έχω έγγραφη γι’ αυτό εξουσιοδότηση περί του ότι είμαι αποκλειστικός διανομέας, την οποία δεν  έχω  ..».  Εξάλλου  σαφής με τα ανωτέρω περιστατικά είναι η κατάθεση του μάρτυρα που περιέχεται στην ως άνω ένορκη βεβαίωση την οποία επικαλείται κα προσκομίζει η εναγομένη, ο οποίος, μεταξύ των άλλων, κατέθεσε ότι, «….η ενάγουσα πωλούσε μόνο ορισμένα προϊόντα …. για καταναλωτική χρήση από το ευρύ κοινό, κατόπιν δικών της παραγγελιών, καθώς και ότι αυτή δεν αγόραζε όλο το φάσμα των προϊόντων της εναγομένης, αλλά αγόραζε και μεταπωλούσε στην ελληνική αγορά, με δικό της κίνδυνο και κέρδος, μόνο συσκευές … για ναυτιλιακή χρήση και για τις λεγόμενες εξωτερικές χρήσεις, δηλαδή συσκευές για πεζοπορία και στο κυνήγι. Η εταιρεία … δεν ήταν ο μοναδικός πελάτης της εναγομένης στην Ελλάδα και τα προϊόντα της εναγομένης επωλούντο επίσης στην Ελλάδα και επί σειρά ετών, μέσων διαφόρων μορφών «καναλιών», εκτός από την εταιρεία ….. Όταν τα προϊόντα … για χρήση σε αυτοκίνητα, τα οποία ανήκαν στην κατηγορία των προϊόντων για καταναλωτική χρήση από το ευρύ κοινό, τέθηκαν σε κυκλοφορία το έτος 2004, η εταιρεία … δεν αγόραζε από την εναγομένη σημαντικές ποσότητες τέτοιων συστημάτων πλοήγησης για αυτοκίνητα, που προορίζονταν για καταναλωτική χρήση από το ευρύ κοινό, αλλά συνέχισε να επικεντρώνει τη δραστηριότητα της σε προϊόντα για ναυτιλιακή χρήση και για τις προαναφερθείσες εξωτερικές χρήσεις…. ;».  Ο ως άνω  μάλιστα μάρτυρας μεταξύ των άλλων κατέθεσε και ότι» «….άλλοι μεταπωλητές των προϊόντων με σήμα …. ήταν εκτός από την προαναφερθείσα εταιρεία «…….» και οι εταιρείες «……..» και ο …. και έτσι δεν υπήρξε ποτέ αποκλειστικότητα στη συνεργασία μεταξύ της εναγομένης και της εταιρείας …. ούτε και στον τομέα των προϊόντων για καταναλωτική χρήση από το ευρύ κοινό…… Εξάλλου, κατά τη κρίση του δικαστηρίου, τα ανωτέρω (ότι δηλαδή η ενάγουσα δεν είχε την ιδιότητα του αποκλειστικού διανομέα) δεν αναιρούνται από το πρωτοδίκως προσκομισθέν από την ενάγουσα και εκ νέου επικαλούμενο και προσκομιζόμενο κατά την παρούσα δίκη, με    ημερομηνία 11.12.2002 e-mail το οποίο απέστειλε η εναγομένη προς την εταιρεία    υπό την επωνυμία «Portal», στο οποίο αναφερόταν ότι, αυτή (εναγομένη) συνεργάζεται αποκλειστικά με τη ενάγουσα. Τούτο, δε, διότι σε κάθε περίπτωση, πέραν του ότι   το στοιχείο αυτό και μόνο δεν είναι ικανό να προσδώσει στην ενάγουσα την ιδιότητα του αποκλειστικού διανομέα, αφού, όπως εκτέθηκε και αποδείχθηκε ανωτέρω, η ενάγουσα δεν ήταν η μόνη η οποία εισήγαγε στην Ελλάδα και μεταπωλούσε τα ένδικα προϊόντα, αλλά και παράλληλα, όπως επίσης αποδείχθηκε, αυτή (ενάγουσα) εμπορευόταν και άλλα ανταγωνιστικά προϊόντα με εκείνα της εναγομένης (βλ. μεταξύ άλλων ΑΠ Ολομ. 16/2013, ΑΠ 979/2014, ΑΠ 1519/2013 ). Αποδεικνύεται, περαιτέρω ότι, η συνεργασία των διαδίκων εξακολούθησε κατά τον προαναφερθέντα τρόπο, στο ίδιο πλαίσιο και άτυπα. Από το τέλος, όμως, του έτους 2007, λόγω αλλαγής του τρόπου λειτουργίας της εναγομένης, λόγω εσωτερικών ανακατατάξεων, καταργήθηκαν ορισμένα προϊόντα τα οποία προμηθευόταν η ενάγουσα, ενώ παρέμειναν διαθέσιμα τα προϊόντα μιας μόνο συγκεκριμένης σειράς (…..), ενόψει της αναμενόμενης κυκλοφορίας εντός του μηνός Φεβρουαρίου 2008 νέας σειράς (….), όπως προκύπτει σχετικά από την με ημερομηνία 14.12.2007 επιστολή της ενάγουσας. Οι σχετικές δε ανακατατάξεις συνίσταντο στην ανάληψη της παραγωγής των συμβατικών προϊόντων από την εταιρεία του ομίλου ….. η οποία εδρεύει στις Η.Π.Α. το έτος 2007, των εν λόγω δε προϊόντων η εναγομένη απέκτησε έκτοτε το δικαίωμα της περαιτέρω διάθεσης μέχρι και το έτος 2008, οπότε όλα τα δικαιώματα σε σχέση με τα προϊόντα καταναλωτικής χρήσης μεταβιβάσθηκαν από την εταιρεία …. η οποία εδρεύει στις Η.Π.Α. στην εταιρεία υπό την επωνυμία ….., ενώ η εναγομένη έπαυσε να προβαίνει στη διάθεση προϊόντων καταναλωτικής χρήσεως, η εμπορική δραστηριότητα της οποίας πλέον εντοπίσθηκε στη διάθεση προϊόντων επαγγελματικής χρήσης. Για τον σκοπό αυτό, ενημερώθηκε η ενάγουσα με την με ημερομηνία 1 Οκτωβρίου 200°8 επιστολή της εναγομένης, ενώ είχε προηγηθεί αλληλογραφία μεταξύ των διαδίκων εντός του προηγούμενου μηνός Σεπτεμβρίου ιδίου έτους αναφορικά με τη διαθεσιμότητα της εναγομένης σε απόθεμα ορισμένων προϊόντων και παραγγελίες της ενάγουσας βάσει αυτών, όπου αναφέρεται, μεταξύ των άλλων ότι:…… « έλεγξα τα αποθέματα μας και δεν είμαστε σε θέση να σας στείλουμε τα ακόλουθα προϊόντα υπό κωδικούς ……… Λόγω σημαντικών ανακατατάξεων στην Ευρώπη για την ….. σας ενημερώνω ότι, δεν θα λάβουμε άλλα προϊόντα, θέλετε να επεξεργαστώ την παραγγελία σας για τα υπόλοιπα….». Ομοίως με την με ημερομηνία 7.10.2008 επιστολή, με την οποία η εναγομένη ενημερώνει την ενάγουσα εκ νέου ότι, η ….. θα αποτραβηχτεί από την αγορά Ευρώπης, Μέσης Ανατολής και Αφρικής, καθώς και ότι θα υπάρξει δυνατότητα αγοράς των (μη διαθέσιμων) προϊόντων μέσω άλλων διανομέων οι οποίοι θα διορισθούν, ενώ με την με ημερομηνία 15.10.2008 επιστολή της η εναγομένη ενημερώνει την ενάγουσα ότι, διακόπτονται  οι (πωλήσεις στην ευρωπαϊκή ένωση για τα καταναλωτικά προϊόντα και ότι αυτή (ενάγουσα) θα πρέπει να προμηθεύεται προϊόντα μέσω άλλου διανομέα, ότι δεν θα ορίσει η …… άλλο διανομέα στην Ελλάδα και πλέον δεν θα μπορεί η ενάγουσα να αγοράζει από την ίδια (εναγομένη), ότι δεν μπορεί να καλύψει τις εκκρεμείς παραγγελίες λόγω περιορισμένης διάθεσης, επίσης  δε προθυμοποιήθηκε να μεσολαβήσει ώστε να έλθει η ενάγουσα σε επαφή με έναν από τους νέους κεντρικούς διανομείς -εταιρείες οι οποίες ορίσθηκαν στην Ευρώπη (όπως π.χ. η …. στην Γερμανία, η …. στη Γαλλία και η …… στη Σουηδία) Πράγματι,  η ενάγουσα  επικοινώνησε με την εταιρεία …. στην Γερμανία,, πλην όμως δεν κατέληξαν σε συμφωνία περί συνεργασίας αντίστοιχης με εκείνη την οποία είχε με την εναγομένη (βλ. σχετικά με ημερομηνίες 10.11.2008 και 17.11.2008 επιστολές της ενάγουσας και με ημερομηνία 15.10.2008 επιστολή της εναγομένης), ούτε σε συμφωνία περί εκτέλεσης των εκκρεμουσών παραγγελιών, τις οποίες αδυνατούσε να εκτελέσει η εναγομένη, ενόψει της έλλειψης, όπως προαναφέρθηκε, αποθεμάτων (βλ. σχετ. με ημερομηνίες 31.10.2008, 10.11.2008 και 17.11.2008 επιστολές της ενάγουσας και με ημερομηνία 17.11.2008 επιστολή της εναγομένης). Ακολούθως και ενόψει της ως άνω εξέλιξης, η ενάγουσα επικοινώνησε με την εταιρεία ……. η οποία εδρεύει στις Η.ΠΑ, η οποία με την από 3.12.2008 επιστολή της ενημερώνει την ενάγουσα ότι, «….η ….. δεν έχει συνάψει σύμβαση διανομής με την εταιρεία σας. Όλες οι προηγούμενες συμβάσεις με την εταιρεία σας έληξαν…»  ενόψει του ότι η ….. βρίσκεται στη διαδικασία να κλείσομε οριστικά τις δραστηριότητες μας σε Ιρλανδία και Ευρώπη σχετικά με τα προϊόντα ιδιωτικής χρήσης / κατανάλωσης και δεν μπορούμε να κάνομε απευθείας πωλήσεις, παρακαλώ επικοινωνήστε με ένα εκ τω/τριών διορισμένων διανομέων μας προκειμένου να σας βοηθήσουν με την εκτέλεση των παραγγελιών…».  Η  ενάγουσα, εκτιμώντας το περιεχόμενο της επιστολής αυτής ως καταγγελία της μεταξύ αυτής και της εναγομένης σύμβασης αποκλειστικής διανομής,, ζητεί, με βάση τις διατάξεις του ως άνω π.δ. 219/1991 αποζημίωση πελατείας (άρθρο 9) και αποζημίωση για μη τήρηση της προβλεπόμενης από το άρθρο 8 ιδίου π.δ. προθεσμίας. Ενόψει ωστόσο όσων προαναφέρθηκαν και ειδικότερα ότι, δεν συνέδεε τις διαδίκους σύμβαση αποκλειστικής διανομής και ως εκ τούτου δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για την ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων των ως άνω άρθρων 8 και 9 του 219/1991, οι οποίες εφαρμόζονται  επί εμπορικής αντιπροσωπείας, για την οποία βασικά κριτήρια είναι η ομοιότητα των καταστάσεων και η διαπίστωση ανάλογης ανάγκης προστασίας, στις οποίες επιχειρεί η ενάγουσα να θεμελιώσει τα προαναφερθέντα αντίστοιχα επίδικα κονδύλια. Ειδικότερα, δεν αποδείχθηκε, κατά την κρίση του δικαστηρίου, η συνδρομή της προϋπόθεσης της λειτουργίας της επιχείρησης της ενάγουσας – διανομέα, στο πλαίσιο της ένδικης σύμβασης, ως τμήμα της εμπορικής οργάνωσης της προμηθεύτριας – εναγομένης, αφού δεν αποδείχθηκε ότι, συμφωνήθηκε να έχει η τελευταία (εναγομένη) το δικαίωμα να ασκεί έλεγχο και εποπτεία των εργασιών της ενάγουσας, να δίδει εντολές ως προς τον τρόπο της ανάπτυξης της εμπορικής της δραστηριότητας στην Ελλάδα, αναφορικά με τα προαναφερθέντα επίδικα εμπορεύματα, ούτε αποδείχθηκε ότι συμφωνήθηκε υποχρέωση της ενάγουσας να γνωστοποιεί το πελατολόγιο στην εναγομένη, αλλ’ ούτε και ότι συμφωνήθηκε η τήρηση επαγγελματικού απορρήτου, η συνδρομή των οποίων (χαρακτηριστικών) αποτελεί την απαραίτητη προϋπόθεση της επικαλούμενης από την ενάγουσα αναλογικής εφαρμογής των διατάξεων που ισχύουν στη σύμβαση της εμπορικής αντιπροσωπείας, όπως ειδικότερα αναφέρεται στην αρχή της παρούσας παρατεθείσα ανωτέρω σκέψη, Μάλιστα, δε, η περί των ανωτέρω κρίση του δικαστηρίου, δεν αναιρείται από μεμονωμένες επιστολές τις οποίες η ενάγουσα προσκόμισε πρωτοδίκως, επικαλείται δε και προσκομίζει και κατά την   παρούσα δίκη, με τις οποίες η ενάγουσα αναφέρεται σε κάποιοι πελάτες της κα ειδικότερα στα καταστήματα ………. ως υποψηφίους πελάτες (βλ. σχετ. από 13.9.2006 επιστολή της ενάγουσας), αλλ΄ ούτε από το ερωτηματολόγιο που περιέχεται στην από 23.4.2004 επιστολή της εναγομένης (καθώς και   τις επιστολές με ημερομηνίες 4.6.2007, 22.7.2002, 28.1.2005,30.5.2005 και 4.6.2007, καθώς και τις επιστολές – e-mail με ημερομηνίες 13.9.2006 και 26.6.2007), το οποίο (ερωτηματολόγιο δεν ενέχει την έννοια των υποδείξεων ή του ελέγχου των εργασιών της επιχείρησης της ενάγουσας, παρά μόνο πρόταση, μη υποχρεωτική, για την οργάνωση των πωλήσεων  της ενάγουσας, της διαφήμισης και της προώθησης των προϊόντων της στην ελληνική αγορά. Πλέον δε τούτων, τουλάχιστον μέχρι το έτος 2005 ελλείπει και το ουσιώδες στοιχείο της αποκλειστικότητας και το οποίο την αντιδιαστέλλει, ως προς τη νομική της μορφή, από εκείνη της σύμβασης της απλής διανομής, δεδομένου ότι, όπως ήδη εκτέθηκε και αποδείχθηκε ανωτέρω, η ενάγουσα προωθούσε και ανταγωνιστικά προϊόντα άλλης εταιρείας. Αλλ΄ ούτε και οι μνημονευθείσες ανωτέρω ένορκες βεβαιώσεις, τις οποίες επικαλείται και προσκομίζει η ενάγουσα μπορούν να   ενισχύσουν τους ισχυρισμούς της,  ότι   δηλαδή η συνδέουσα αυτή με την εναγομένη έννομη σχέση ήταν αυτή του αποκλειστικού διανομέα, καθώς και ότι αυτή (ενάγουσα) λειτουργούσε ως τμήμα της εμπορικής οργάνωσης της εναγομένης, τούτο δε, διότι, οι σε αυτές αναφερόμενοι μάρτυρες είχαν την ιδιότητα των μεταπωλητών συνεργατών της (ενάγουσας) και επομένως, όπως είναι φυσικό, δεν είναι δυνατόν να  έχουν γνώση του τρόπου συνεργασίας των διαδίκων, καθώς και υπό ποία ιδιότητα  ενεργούσε  η  ενάγουσα. . Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 106 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, ο δικαστής εφαρμόζοντας αυτεπαγγέλτως το νόμο, προβαίνει στον προσήκοντα κατά τούτον χαρακτηρισμό του αντικειμένου της αγωγής  και  από το περιεχόμενο   αυτής  προσδίδει στην προβαλλόμενη με αυτή έννομη σχέση τη νόμιμη  έννοια που αρμόζει  χωρίς να δεσμεύεται από τις περί αυτής απόψεις των διαδίκων  (ΑΠ Ολομ.   18/2006,   ΑΠ 1105/2017, ΑΠ 116/2014 ΑΠ 539/2010, ΑΠ 493/2010, ΑΠ 488/2010,  ΑΠ 881/2010, ΑΠ 1579/2009)  και επομένως το δικαστήριο δεν  δεσμεύεται από τον χαρακτηρισμό τον οποίο προσέδωσε η ενάγουσα στο αγωγικό της δικόγραφο στη συνδέουσα αυτή με την εναγομένη ένδικη σύμβαση. Ενόψει επομένως όσων προαναφέρθηκαν και αποδείχθηκαν ανωτέρω, κατά την κρίση του δικαστηρίου, η σύμβαση η οποία συνέδεε την ενάγουσα με την εναγομένη δεν ήταν αυτή της αποκλειστικής διανομής,  αλλ’ είχε τον χαρακτήρα της απλής διανομής καις εκ τούτου δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την αναλογική εφαρμογή των ως άνω διατάξεων των άρθρων 8 και 9 του π.δ. 219/1991, όπως μη νομίμως και αβασίμως ισχυρίσθηκε   η ενάγουσα με την ένδικη αγωγή της. Επομένως, εφόσον το πρωτοβάθμιο δικαστήριο κατέληξε στην ίδια κρίση απορρίπτοντας την ένδικη αγωγή ως προς  τα ανωτέρω περιστατικά, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερθείσες; διατάξεις, αλλ’ επίσης ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει, ως εκ τούτου, να   απορριφθούν ως αβάσιμοι οι συναφείς με τα ως άνω περιστατικά αντίστοιχοι πρώτος και δεύτερος λόγοι της υπό κρίση έφεσης, όπως εκτιμώνται από το Δικαστήριο.

Περαιτέρω, η εκκαλούσα με τον έκτο λόγο της υπό κρίση έφεσης, αποδίδει στην εκκαλουμένη απόφαση τη νομική πλημμέλεια της μη λήψης υπόψη των προαναφερθέντων υπό στοιχείο 14 τιμολογίων πώλησης εμπορευμάτων από την εναγομένη προς την ενάγουσα. Δεν έσφαλε, ωστόσο, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αναφορικά με την ως άνω κρίση του, τούτο δε διότι, δεν γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση των εν λόγω παραστατικών με τις προτάσεις τις οποίες κατέθεσε ενάγουσα στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, όπως αυτός απαιτείται και προκύπτει από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 106, 335, 338, 339 και 346 ΚΠολΔ, είναι δε σαφής και ορισμένη η επίκληση όταν είναι ειδική και απ’ αυτή προκύπτει η ταυτότητα του αποδεικτικού στοιχείου (πρβλ. ΑΠ 491/2015). Υπό τα δεδομένα   αυτά επομένως πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσμος, ο προκείμενος έκτος λόγος της υπό κρίση έφεσης.

Ακολούθως, η σύμβαση απλής διανομής, όπως η έννοια αυτής προσδιορίσθηκε στην παρατεθείσα στην αρχή της παρούσας σκέψη, ως διαρκής ενοχική σύμβαση, η οποία δεν έχει ρυθμισθεί νομοθετικά, θεμελιούμενη όμως στη συνταγματική αρχή της οικονομικής ελευθερίας (άρθρο 5 του Συντάγματος και στην υπό τη διάταξη του άρθρου 361 Α.Κ. καθιερούμενη αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων, μπορεί να λυθεί με καταγγελία, κατ’ ανάλογη εφαρμογή των περί εντολής διατάξεων του Α.Κ., οι οποίες κατά ρητή επιταγή του άρθρου 91 ΕμπΝ εφαρμόζονται στη σύμβαση  παραγγελίας, η οποία ομοιάζει ως προς τα ουσιώδη στοιχεία της με τη σύμβαση διανομής (πρβλ. ΑΠ 548/2015, ΑΠ 852/2015, ΑΠ 979/2014, ΑΠ 984/2014, ΑΠ 1786/2014), ενώ, όπως ήδη εκτέθηκε ανωτέρω, δεν εφαρμόζονται  επί συμβάσεως απλής διανομής, οι διατάξεις του προαναφερθέντος π.δ. 291/1991. Μεταξύ των διατάξεων περί εντολής είναι και αυτή του άρθρου 724 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία παρέχεται στον εντολέα το δικαίωμα να ανακαλέσει οποτεδήποτε, χωρίς δηλαδή να δεσμεύεται από προθεσμία ή να υφίσταται επιζήμιες συνέπειες, ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία η εντολή αφορά και το συμφέρον του εντολοδόχου, εκτός εάν συντρέχει περίπτωση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος αυτού του εντολέα, οπότε η ανάκληση της και στην περίπτωση που είναι καταχρηστική, δεν είναι ποτέ άκυρη, αλλά παρέχει στον εντολοδόχο το δικαίωμα να ζητήσει την αποκατάσταση κάθε θετικής και αποθετικής ζημίας που υπέστη από την αιτία αυτή (πρβλ, ΑΠ 881/2010, ΑΠ 1934/2009 ΤΝΠ ΔΣΑ, Εφ Θεσ. 496/2011 ό.π.π.). Η καταγγελία, ωστόσο, αυτή δεν ενέχει πρόδηλη υπέρβαση των προαναφερθέντων ορίων, όταν η συνέπεια της, δηλαδή η λύση της σύμβασης, εντάσσεται στις αντικειμενικά προβλέψιμες από τον αντισυμβαλλόμενο συναλλακτικές δυνατότητες του καταγγείλαντος και δεν είναι άσχετη προς το καλώς εννοούμενο συμφέρον της επιχείρησης του. Εξάλλου, τo δικαίωμα της καταγγελίας διαρκούς σύμβασης δεν αναγνωρίζεται από τον νόμο ως κύρωση για την τυχόν αντισυμβατική συμπεριφορά του αντισυμβαλλομένου και συνεπώς η τυχόν, προηγηθείσα της καταγγελίας, επωφελής για τα συμφέροντα του καταγγείλαντος συμπεριφορά του αντισυμβαλλομένου του, δεν καθιστά την καταγγελία αντίθετη στα χρηστά ήθη, πολύ μάλιστα περισσότερο αφού η συμπεριφορά αυτή, η οποία ουσιαστικά εντάσσεται στα πλαίσια της καλόπιστης    εκπλήρωσης    της  παροχής,  επιβάλλεται  από τη διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ (πρβλ. ΑΠ Ολομ. 12/2004 και 13/2004 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 1934/2009 ό.π.π.).

Στην προκειμένη περίπτωση, από τα αυτά ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι, η επικαλούμενη από την ενάγουσα καταγγελία δεν έλαβε χώρα την 3.12.2008, όπως άλλωστε βασίμως αντιτείνει η εναγομένη, χρόνο κατά τον οποίο εστάλη η προαναφερθείσα με ίδια ημερομηνία επιστολή, τούτο δε διότι, η τελευταία (επιστολή) συντάχθηκε από άλλο πρόσωπο και όχι από την εναγομένη και ειδικότερα από την εταιρεία ………… δια των υπαλλήλων της. Ως χρόνος καταγγελίας, κατά την κρίση του δικαστηρίου, είναι η 15.10.2008, οπότε η εναγομένη απέστειλε στην ενάγουσα την υπό ιδία ημερομηνία επιστολή της με το ήδη προαναφερθέν περιεχόμενο της. Ομοίως δεν αποδείχθηκε ότι, η καταγγελία έλαβε χώρα σε προγενέστερο χρόνο και ειδικότερα κατά το τέλος του έτους 2007 ή κατά το θέρος του 2008, όπως αβασίμως ισχυρίσθηκε η ενάγουσα. Τούτο, δε, διότι, όπως ήδη προαναφέρθηκε, η συνεργασία των διαδίκων εξακολούθησε μέχρι και τον μήνα Οκτώβριο του έτους 2008. Κατά τη διάρκεια της ένδικης σύμβασης, η ενάγουσα προέβη σε δύο παραγγελίες και συγκεκριμένα τις με αριθμούς …../1.10.2008 και …../14.10.2008 κόστους αγοράς από την εναγομένη 16.435,76 ευρώ και 77.178,60 ευρώ αντιστοίχως, τις οποίες ωστόσο η εναγομένη δεν εκτέλεσε στο σύνολο τους, λόγω έλλειψης αποθέματος των προϊόντων για τους ήδη προεκτεθέντες λόγους. Συνεπώς, η ένδικη καταγγελία, ανεξάρτητα αν έλαβε χώρα την 15.10.2008 ή την 3.12.2008, η οποία ήταν νόμιμη και βάσιμη, επέφερε τα αποτελέσματα της και κατά συνέπεια η καταρτισθείσα κατά το έτος 2002 ένδικη  σύμβαση αορίστου χρόνου, η οποία συνέδεε τις διαδίκους, έληξε νόμιμα. Πρέπει, μάλιστα, να επισημανθεί ότι, η ως άνω καταγγελία της ένδικης σύμβασης από τη πωλήτρια εναγομένη, δεν συνιστά, κατά την κρίση του δικαστηρίου, παράνομη πράξη και κατά συνέπεια αδικοπραξία, τούτο δε διότι, η καταγγελία της εν λόγω σύμβασης, η οποία, όπως ήδη εκτέθηκε ανωτέρω, φέρει τον χαρακτήρα της σύμβασης απλής διανομής αορίστου χρόνου, σύμφωνα με όσα ήδη προαναφέρθηκαν, γίνεται χωρίς προθεσμία και χωρίς την επίκληση οποιουδήποτε δικαιολογητικού λόγου, ενώ αυτό και μόνο το γεγονός της αιφνίδιας,  χωρίς προειδοποίηση και χωρίς την παροχή εύλογης προθεσμίας διακοπής της  συνεργασίας των διαδίκων χωρίς τη συνδρομή και άλλων περιστατικών, όπως π.χ. μεθοδεύσεις για την απόσπαση πελατείας κλπ., δεν συνιστά συμπεριφορά η οποία ενέχει καταχρηστικότητα, αλλ’ ούτε και αντίκειται, όπως ήδη προαναφέρθηκε, στα χρηστά ήθη.  Με τα δεδομένα αυτά  και ενόψει όσων ήδη προαναφέρθηκαν και αποδείχθηκαν, δεν θεμελιωνόταν δικαίωμα διαφυγόντων κερδών, τα οποία η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι με πιθανότητα και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων θα αποκέρδαινε από την εκτέλεση των προαναφερθεισών παραγγελιών και ως εκ
τούτου έπρεπε να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο το ως άνω αντίστοιχο υπό στοιχεία 3  αγωγικό κονδύλιο. Επομένως, εφόσον  και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο κατ’ ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των παρατεθεισών ανωτέρω διατάξεων, αλλά και κατ’ ορθή εκτίμηση των αποδείξεων, με την εκκαλουμένη απόφαση του  κατέληξε στην ίδια κρίση πρέπει, να απορριφθεί, ως αβάσιμος ο συναφής με τα ανωτέρω περιστατικά τέταρτος λόγος της υπό κρίση έφεσης, όπως εκτιμάται από το δικαστήριο. Ακολούθως και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση έφεση ως αβάσιμη στο σύνολό της και να καταδικαστεί η εκκαλούσα –  ενάγουσα στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης – εναγομένης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (άρθρα 176,183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ουσίαν την έφεση της εκκαλούσας ενάγουσας κατά της υπ’ αρ 451/2016 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς

Καταδικάζει την εκκαλούσα να  πληρώσει τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

 

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 14 Σεπτεμβρίου 2016.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 

Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, στις   26 Ιανουαρίου 2018, με άλλη σύνθεση, λόγω  προαγωγής και αναχωρήσεως της Εφέτου Βασιλικής Χάσκαρη, αποτελουμένη από τους Δικαστές,  Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Γεώργιο  Γεωργία Λάμπρου και Αικατερίνη Κοκόλη,  Εφέτες, και με Γραμματέα την  Γεωργία Λογοθέτη, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και   ων πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ