Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 43/2018

ΕΦΕΤΕΙΟΝ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός αποφάσεως 43/2018

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟΝ ΠΕΙΡΑΙΩΣ 

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αικατερίνη Νομικού, Πρόεδρο Εφετών,  Μαρία Ευδαίμονος – Μέξα, Εφέτη και Παναγιώτη Χουζούρη, Εφέτη – Εισηγητή, και από την Γραμματέα Δ.Π.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

Α) Η ύπαρξη δανειστού και οφειλέτου αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της ενοχής, η έλλειψη του ετέρου των οποίων αναιρεί την έννοιά της. Η ενοχή είναι δυνατόν να μεταβληθεί ως προς τα εκάστοτε υποκείμενά της, πλήν, όμως, η υποκειμενική αλλοίωσή της διά αντικαταστάσεως του δανειστού ή του οφειλετου δεν συνεπάγεται μεταβολή και του αντικειμένου της. Η μεταβίβαση ενός μόνον περιουσιακού στοιχείου ή περισσοτέρων αλλά μέσω ιδιαιτέρων πράξεων υπάρχει είτε όταν η μεταβολή αυτή αναφέρεται στο πρόσωπο του δικαιούχου δανειστού είτε στο πρόσωπο του υποχρέου οφειλέτου. Νοείται ειδική διαδοχή και διά ολόκληρη την μεταξύ των αντισυμβαλλομένων μερών υφισταμένη σύμβαση ή έννομη σχέση, γενεσιουργός λόγος της οποίας είναι κατά κανόνα η σύμβαση. Διά την συμβατική μεταβίβαση της απαιτήσεως της ενεργητικής όψεως της ενοχής έχει διαμορφωθεί ο θεσμός της εκχωρήσεως (άρθρα 455 έως 470 ΑΚ). Η παθητική όψη της ενοχής, δηλαδή η υποχρέωση του οφειλέτου, μεταβιβάζεται προς τρίτο διά της αναδοχής χρέους (άρθρα 471 έως 479 ΑΚ). Κατά τις περιπτώσεις μεταβιβάσεως ολόκληρης της ενοχικής σχέσεως, αύτη δύναται να επιτευχθεί διά του συνδυασμού της εκχωρήσεως ως προς τις απαιτήσεις και της αναδοχής χρέους ως προς τις υποχρεώσεις, ενώ η μεταβίβαση της συμβατικής σχέσεως δύναται να γίνει και συνολικώς διά καταρτίσεως τριπροσώπου ιδιόρρυθμης συμβάσεως, η οποία αφορά εις την ανάληψη της υφισταμένης συμβατικής σχέσεως και στην οποίαν συμμετέχουν οι συμβαλλόμενοι της συμβάσεως, η οποία αναλαμβάνεται, και ο τρίτος, ο οποίος την αναλαμβάνει (βλ. ΑΠ 1400 /2008, ΕλλΔνη 50: 1357). Εξ άλλου, από τα άρθρα 76§1, 80, 82, 83, 221, 225, 325, 516, 517 ΚΠολΔ, 455 και 939 ΑΚ συνάγεται ότι, εάν κάποιος ασκήσει εις πρώτο βαθμόν αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, ήτοι παρεμβαίνει προσθέτως σε δίκη, επί της οποίας εκδίδεται απόφαση μετά ισχύος εκτεινομένης και στις έννομες σχέσεις του προσθέτως παρεμβάντος, τότε δημιουργείται αναγκαστική ομοδικία μεταξύ αυτοτελώς προσθέτως παρεμβάντος και υπέρ ού η πρόσθετος παρέμβαση  (βλ. ΑΠ 1375 /1997, ΕλλΔνη 39: 850). Τούτο ισχύει, ήτοι πρόκειται περί αυτοτελούς προσθέτου παρεμβάσεως, και καθ’ ήν περίπτωση ασκείται πρόσθετη παρέμβαση υπό του μετά την επέλευση της εκκρεμοδικίας αποκτώντος το επίδικο πράγμα ή την επίδικη απαίτηση διά μεταβιβάσεως ή εκχωρήσεως αντιστοίχως από τον υπέρ ού η πρόσθετη παρέμβαση μεταβιβάζοντα ή εκχωρούντα, αφού το δεδικασμένο από την δίκη μεταξύ του μεταβιβάσαντος το πράγμα ή εκχωρήσαντος την απαίτηση αρχικού διαδίκου και του αντιδίκου του δεσμεύει και τον αποκτήσαντα ειδικό διάδοχο, οπότε δικαιούται ο προσθέτως παρεμβαίνων να ασκήσει έφεση κατά της πρωτοβαθμίου αποφάσεως προς υποστήριξη των συμφερόντων του υπέρ ού η πρόσθετη παρέμβαση, η οποία, όμως, έφεση δεν απαιτείται να απευθύνεται κατά του υπέρ ού η παρέμβαση μεταβιβάσαντος ή εκχωρήσαντος αρχικού διαδίκου αλλά αυτός απλώς καλείται κατά την συζήτηση της εφέσεως του αυτοτελώς υπέρ αυτού εις πρώτον βαθμόν προσθέτως παρεμβάντος (βλ. ΟλΑΠ 321 /1983, ΝοΒ 31: 1575, ΟλΑΠ 63 /1981, ΝοΒ 29: 1257, ΑΠ 1193 /2003, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 3357814, ΑΠ 719 /1981, ΝοΒ 30: 231, ΕφΑθ 1851 /1996, ΕλλΔνη 39: 1400, ΕφΑθ 9608 /1992, ΕλλΔνη 34: 1132 και ΕφΘεσσ 328 /1990, ΕλλΔνη 31: 1318). Επί πλέον εν σχέσει προς την αγωγή διαρρήξεως ο εκδοχεύς διά της νομοτύπου εκχωρήσεως της απαιτήσεως προς αυτόν λαμβάνει ιδιότητα δανειστού παρέχουσα εις αυτόν δικαίωμα διαρρήξεως δικαιοπραξίας περί μεταβιβάσεως περιουσιακού στοιχείου του οφειλέτου (διά ασκήσεως αγωγής εν περιπτώσει συντελέσεως της εκχωρήσεως προ της ασκήσεως της τοιαύτης αγωγής υπό του εκχωρήσαντος αρχικού δανειστού ή διά ασκήσεως, κατά τα προαναφερθέντα, αυτοτελούς προσθέτου παρεμβάσεως εν περιπτώσει συντελέσεως της εκχωρήσεως μετά την επέλευσιν της εκκρεμοδικίας). Τέτοια ιδιότης υφίσταται και εις το πρόσωπο του εκδοχέως απαιτήσεως εκ συμβάσεως αλληλοχρέου λογαριασμού ή ανοικτής πιστώσεως, ο οποίος διά συμβάσεως εκχωρήσεως έχει γίνει δικαιούχος της απαιτήσεως του εκχωρητού, όταν κατά τον χρόνον της απαλλοτριώσεως εκ μέρους του οφειλέτου είχε γεννηθεί και ήτο υπαρκτή η απαίτηση του εκχωρητού κατά του οφειλέτου. Τούτο, διότι η εκχώρηση της απαιτήσεως έχει, κατ’ άρθρον 458 ΑΚ, ως κυριωτέρα έννομη συνέπεια την συμμεταβίβαση από τον εκχωρητή προς τον εκδοχέα αυτοδικαίως και παρακολουθηματικώς και απάντων των παρεπομένων της απαιτήσεως δικαιωμάτων και προνομίων. Παρεπόμενα δέ (πέραν του ενεχύρου, της υποθήκης και της εγγυήσεως) δικαιώματα, τα οποία ασφαλίζουν την απαίτηση και μεταβιβάζονται ομού μετ’ αυτής, τυγχάνουν όσα τελούν εις σχέσιν εξαρτήσεως προς την κυρίαν απαίτηση και εξυπηρετούν τον σκοπόν αυτής είτε διά ισχυροποιήσεως της κυρίας απαιτήσεως είτε διά διευκολύνσεως της πραγματοποιήσεώς της. Τέτοιο δικαίωμα τυγχάνει και το αντίστοιχο περί προσβολής πράξεων του οφειλέτου ως καταδολιευτικών υπό την συνδρομήν των προϋποθέσεων των άρθρων 939επ. ΑΚ [βλ. ΑΠ 1633 /2013, ΤΝΠΔΣΑ και ΑΠ 1521 /2011 (μετά «Σημειώσεως» Αθανασίου Κρητικού, Αντιπροέδρου Αρείου Πάγου), ΕλλΔνη 53: 420]. Εις την προκειμένη περίπτωση η κρινομένη έφεση (υπ’ αριθ. καταθ. ….. /15-6-2015) κατά της υπ’ αριθ. 806 /2015 αποφάσεως τακτικής διαδικασίας του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία ασκήθηκε από την πρωτοδίκως προσθέτως παρεμβάσα, ως ειδική -μετά την επέλευση της εκκρεμοδικίας- διάδοχο (εκδοχέα) της ικανοποιητέας απαιτήσεως (και του συνεκχωρηθέντος δικαιώματος διαρρήξεως πάσης καταδολιευτικής δικαιοπραξίας γενομένης προς ματαίωσιν της ικανοποιητέας απαιτήσεως) έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, κατά τα άρθρα 144§1, 495§1, 518§1 και 520§2 ΚΠολΔ, εντός μηνός από της επιδόσεως της εκκαλουμένης προς την προσθέτως παρεμβάσα (ημερομηνία επιδόσεως εκκαλουμένης: 25-5-2015). Έχει δέ καταβληθεί το εκ του άρθρου 495§4εδ.α΄&β΄ ΚΠολΔ, προβλεπόμενο παράβολο εφέσεως (βλ. υπ’ αριθ. …….. σειράς Α΄ παράβολα Δημοσίου και υπ’ αριθ. … και … σειράς Α΄ παράβολα ΤΑΧ.ΔΙ.Κ.). Κρίνεται, επομένως, τυπικώς δεκτή, λαμβανομένου υπ’ όψιν, ότι, κατά τα προαναφερόμενα στην μείζονα σκέψη, δεν απητείτο αλλά ως εκ περισσού απηυθύνθη η συγκεκριμένη έφεση και κατά της υπέρ ής η πρόσθετη παρέμβαση εναγούσης (ως αρχικής δικαιούχου της ικανοποιητέας απαιτήσεως και του παρεπομένου προς την απαίτηση δικαιώματος διαρρήξεως), η οποία εκλήθη, διά να παραστεί κατά την συζήτηση της εφέσεως. Πρέπει, συνακολούθως, η έφεση να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το (νόμω και ουσία) βάσιμον των λόγων αυτής (άρθρο 533§1 ΚΠολΔ).

Β) Διά της υπ’ αριθ. καταθ.  ….. /17-1-2012 αγωγής ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς η εις την κατ’ έφεσιν δίκην μη διάδικος ενάγουσα (τραπεζική εταιρεία υπό την επωνυμία «……. (………..)» εζήτησε διά μέν της κυρίας αγωγικής βάσεως να διαρρηχθεί ως καταδολιευτική, διά δε της επικουρικής αγωγικής βάσεως να αναγνωρισθεί ως εικονική η διά του αγωγικού δικογράφου περιγραφομένη δικαιοπραξία μεταβιβάσεως της κυριότητος του επαρκώς περιγραφομένου ακινήτου (κατά τα εν τη αγωγή διαλαμβανόμενα ιδανικά μερίδια συγκυριότητος) από τους μέχρι τότε συγκυρίους οφειλέτες της πρώτον εναγόμενο και δευτέραν εναγομένη προς τους τρίτον και τέταρτον εναγομένους. Κατά την διάρκεια της εκκρεμοδικίας άσκησε ενώπιον του ιδίου ως άνω Δικαστηρίου την υπ’ αριθ. καταθ. …… /12-6-2013 αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της εναγούσης και κατά των εναγομένων η προσθέτως παρεμβαίνουσα τραπεζική ανώνυμη εταιρεία υπό την επωνυμία «………….», η οποία εζήτησε να γίνει δεκτή η ως άνω αγωγή. Επί των συνεκδικασθεισών αγωγής και προσθέτου παρεμβάσεως εξεδόθη ερήμην της εναγούσης και κατ’ αντιμωλίαν των λοιπών διαδίκων η υπ’ αριθ. 806 /2015 απόφαση τακτικής διαδικασίας του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (εκ παραδρομής ανεγράφη εις το διατακτικό εν αντιθέσει προς τα διαληφθέντα εις το σκεπτικό της εκκαλουμένης ότι αύτη εξεδόθη κατ’ αντιμωλίαν και της εναγούσης), διά της οποίας απερρίφθη η αγωγή κατ’ ουσίαν ως προς αμφότερες τις κυρία και επικουρική βάσεις αυτής. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται η προσθέτως εις πρώτον βαθμόν παρεμβάσα (εκκαλούσα), η οποία διά λόγους αναγομένους σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την παραδοχήν της αγωγής κατά την κυρίαν, άλλως κατά την επικουρική βάση αυτής.

Γ)  Διά την άσκηση της αγωγής διαρρήξεως απαιτείται, κατά τα άρθρα 939επ. ΑΚ, ιδιότης δανειστού, η οποία προϋποθέτει γέννηση απαιτήσεως, κατά τον χρόνον συντελέσεως της απαλλοτριώσεως. Ειδικώτερον, επί συμβάσεως αλληλοχρέου λογαριασμού η απαίτηση της πιστοδοτρίας τραπέζης είναι γεγεννημένη από της καταρτίσεως της συμβάσεως και της χορηγήσεως (εκταμιεύσεως) της πιστώσεως, οπότε αρκούν τα ως άνω γεγονότα διά την πρόσδοση της ιδιότητος της δανειστρίας εις την πιστοδότρια τράπεζα, η οποία δύναται να ασκήσει την αγωγή διαρρήξεως ακόμη και διά μεταβίβαση περιουσιακού στοιχείου του οφειλέτου γενομένη προ του οριστικού κλεισίματος του λογαριασμού, αρκεί αυτός (λογαριασμός) να κλείσει και η απαίτηση να καταστεί ληξιπρόθεσμη μέχρι της πρωτοβαθμίου συζητήσεως της αγωγής και να συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις διαρρήξεως, οπότε η αγωγή διαρρήξεως δύναται να ασκηθεί τόσο κατά του πρωτοφειλέτου όσο και κατά του εγγυητού (βλ. ΑΠ 1475 /2010, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 548795, ΑΠ 677 /2003, ΕλλΔνη 45: 1652, ΑΠ 1342 /2000, ΕλλΔνη 43: 419, ΑΠ 881 /2000, ΕλλΔνη 42: 417, ΑΠ 395 /2000, ΕλλΔνη 41: 1347, ΑΠ 862 /1998, ΕλλΔνη 40: 124 και ΑΠ 121 /1998, ΕλλΔνη 39: 575). Το αυτό ισχύει και επί συμβάσεως ανοικτού λογαριασμού (βλ. ως προς την έννοιαν της συμβάσεως πιστώσεως δι’ ανοικτού λογαριασμού: ΑΠ 1101 /2011, ΤΝΠΔΣΑ και ΑΠ 878 /2011, ΤΝΠΔΣΑ), η οποία αποτελεί ειδικωτέρα μορφή του αλληλοχρέου λογαριασμού και διά της οποίας η τράπεζα ανοίγει πίστωση υπέρ πελάτου αυτής, την οποίαν ο πελάτης αναλαμβάνει διά σταδιακών αναλήψεων και αποπληρώνει διά τμηματικών καταβολών (δόσεων) αναλόγως των ειδικωτέρων όρων της συμβάσεως, οι δέ αμοιβαίες (πιστοδοτικές και εξοφλητικές) καταβολές αποβάλλουν την αυτοτέλεια αυτών και καθίστανται κονδύλια του λογαριασμού, ώστε απαιτητό να τυγχάνει μόνο το οριστικό κατάλοιπο μετά το τελειωτικό κλείσιμο του λογαριασμού, πλήν, όμως, και προ του οριστικού τοιούτου κλεισίματος δύναται εκ της αντιπαραβολής των πιστοχρεώσεων να προκύψει η ενεργητική ή παθητική θέση εκατέρου συμβαλλομένου (βλ. ΑΠ 1633 /2013, ο.π.). Ωσαύτως, την αγωγή διαρρήξεως έχει ως δανειστής και ο φορεύς ενοχικής απαιτήσεως τελούσης υπό αναβλητική προθεσμία, αφού η προθεσμία δεν εξαρτά την γένεση του ενοχικού δικαιώματος από την πάροδο του ταχθέντος χρόνου αλλά αναστέλλει μόνον την ενάσκησή του, την οποίαν μεταθέτει εις το μέλλον, οπότε αρκεί η υπό αναβλητική προθεσμία τελούσα απαίτηση να καταστεί ληξιπρόθεσμος μέχρι την πρωτοβάθμιο συζήτηση της υποθέσεως (βλ. ΟλΑΠ 709 /1974, ΝοΒ 23: 300, ΑΠ 1387 /1999, ΕλλΔνη 41: 741 και ΕφΑθ 9239 /1989, ΕλλΔνη 35: 473). Περαιτέρω, από τα άρθρα 111§1, 118 και 216§1 ΚΠολΔ, εν συνδυασμώ προς τις προαναφερθείσες διατάξεις ουσιαστικού αστικού δικαίου περί διαρρήξεως, συνάγεται ότι μεταξύ των αναγκαίων στοιχείων του ορισμένου της αγωγής διαρρήξεως, επί της οποίας παθητικώς νομιμοποιούμενοι τυγχάνουν ο απαλλοτριώσας οφειλέτης και ο υπέρ ού η απαλλοτρίωση τρίτος, οι οποίοι τελούν εις δεσμόν αναγκαστικής ομοδικίας (βλ. ΑΠ 1103 /2010, ΕλλΔνη 53: 752 και ΑΠ 1230 /2008, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 459788), είναι η εξιστόρηση του γεγεννημένου (των δημιουργικών στοιχείων) της απαιτήσεως κατά τον χρόνο συντελέσεως της καταδολιευτικής δικαιοπραξίας και το ληξιπρόθεσμον αυτής κατά τον χρόνον πρωτοβαθμίου συζητήσεως της αγωγής (βλ. ΑΠ 661 /2015, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 65868, ΑΠ 1794 /2013, ΤΝΠΔΣΑ και ΑΠ 862 /1998, ΤΝΠΔΣΑ), αφού ως απώτερος κρίσιμος χρόνος συνδρομής των στοιχείων της κτήσεως και του απαιτητού του διά της αγωγής ασκουμένου δικαιώματος είναι ο της συζητήσεως της αγωγής ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, καθ’ ήν η υπόθεση εκφωνήθηκε και άρχισε η εκδίκασή της ανεξαρτήτως της ενάρξεως ή μη ερεύνης της ουσίας της υποθέσεως. Αντιστοίχως, εάν αποδειχθεί ότι η την αγωγή διαρρήξεως επιστηρίζουσα ικανοποιητέα απαίτηση δεν τυγχάνει απαιτητή και ληξιπρόθεσμος κατά την πρωτοβάθμιο συζήτηση της υποθέσεως, η αγωγή διαρρήξεως απορρίπτεται κατ’ ουσίαν διά τον λόγον αυτόν (βλ. ΑΠ 731 /2017, ΤΝΠΔΣΑ). Επί πλέον, κατά το άρθρο 361 ΑΚ, πάν πρόσωπο έχει ευχέρεια να συνάπτει ή να μην συνάπτει σύμβαση ή να αποκρούει την σύναψή της, οι δέ συμβαλλόμενοι να συνάπτουν και να καθορίζουν ελευθέρως το περιεχόμενο της συμβάσεως (βλ. ΑΠ 167 /1998 & 105 /1997, ΕλλΔνη 39: 856 & 128). Όταν ο ενάγων επικαλείται τις συμβατικές υποχρεώσεις του εναγομένου προς θεμελίωσιν των αγωγικών αξιώσεων αυτού κατ’ εκείνου, δύναται ο εναγόμενος να προβάλει, κατ’ ένστασιν, νεωτέρα, κατ’ άρθρον 361 ΑΚ, τροποποιητική ή καταργητική συμφωνία των μερών (βλ. ΑΠ 1506 /2005, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 378883). Λαμβανομένου δέ υπ’ όψιν ότι κατά το άρθρο 361 ΑΚ, διά την σύσταση ή αλλοίωση ενοχής απαιτείται σύμβαση και ότι από τον συνδυασμό της προαναφερομένης διατάξεως προς τα άρθρα 320§1, 321§1, 349, 427 και 431 ΑΚ συνάγεται ότι ο διά δικαιοπραξίας προσδιορισμένος τόπος παροχής είναι ο πρωτίστως  ληπτέος υπ’ όψιν ως τόπος εκπληρώσεως χρηματικής παροχής και αποτελεί ουσιώδη ιδιότητα αυτής, οπότε μεταβολή του συμβατικώς καθορισιμένου τόπου παροχής δεν δύναται να γίνει μονομερώς υπό του δανειστού ή του οφειλέτου αλλά απαιτείται προς τούτο σύμβαση (βλ. ΑΠ 523 /2011, ΕλλΔνη 53: 755), αντιστοίχως, όταν η αποπληρωμή αρχικώς ληξιπροθέσμου απαιτήσεως παρατείνεται διά συμφωνίας μεταξύ δανειστού και οφειλέτου και όταν εν γένει επέρχεται μεταβολή του χρόνου της παροχής, η σύμβαση αυτή συνιστά αλλοίωση της αρχικής ενοχής, αφού προκαλεί μεταβολή σε ουσιώδες στοιχείο αυτής, όπως τυγχάνει ο χρόνος εκπληρώσεως (βλ. Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, «Αστικό Κώδικα», τόμο ΙΙ, άρθρο 361, σελ. 293, αριθ. 20). Ούτως, η μεταξύ δανειστρίας τραπέζης και δανειολήπτου οφειλέτου συναπτομένη σύμβαση, διά της οποίας ορίζεται χρονική διάρκεια αποπληρωμής του χρέους, το οποίο προέρχεται από προηγουμένως καταγγελθείσα πιστωτική σύμβαση μεταξύ αυτών, δεν αποτελεί νέα ανανεωτική σύμβαση (άρθρο 436 ΑΚ), όταν δεν καταργεί την προϋφισταμένη ενοχή, αλλά συνιστά νέα σύμβαση (άρθρο 361 ΑΚ), διά της οποίας αναστέλλεται το ληξιπρόθεσμο της οφειλής αυτής και ρυθμίζεται η αποπληρωμή εις το μέλλον. Η ήδη ληξιπρόθεσμος καταστάσα χρηματική υποχρέωση του οφειλέτου καθίσταται πλέον βάσει της βουλήσεως των συμβαλλομένων μερών μη ληξιπρόθεσμη, επομένως δέ μη απαιτητή και μη δικαστικώς επιδιώξιμη. Ακόμη και εάν έχει λόγω του αρχικώς ληξιπροθέσμου χαρακτήρος αυτής αποκτήσει ήδη εκτελεστότητα δια της εκδόσεως και επιδόσεως εκτελεστού τίτλου, όπως διαταγής πληρωμής, προς τον οφειλέτη, η αναγκαστική εκτέλεση δεν δύναται να συνεχισθεί, δεδομένου ότι η ικανοποιητέα απαίτηση του δανειστού δεν είναι πλέον βεβαία, αφού η οριστικότης αυτής και του ύψους της τελούν υπό την αναβλητική αίρεση της μη αποπληρωμής κάποιας από τις δόσεις ή της μη τηρήσεως κάποιου από τους όρους της νέας συμφωνίας. Συνακολούθως εάν οφειλή τυγχάνουσα ληξιπρόθεσμος κατά τον χρόνον ασκήσεως της αγωγής διαρρήξεως έχει διά μεταγενεστέρας συμβάσεως μεταξύ δανειστού και οφειλέτου καταστεί μη ληξιπρόθεσμος κατά την συζήτηση της ως άνω αγωγής, τότε και πάλι η αγωγή απορρίπτεται κατ’ ουσίαν. Εξ άλλου κατά το άρθρο 450§2 ΚΠολΔ πάς διάδικος ή τρίτος έχει υποχρέωση επιδείξεως των εγγράφων, τα οποία κατέχει και δύνανται να χρησιμεύσουν προς απόδειξη, εκτός εάν συντρέχει σπουδαίος λόγος δικαιολογών την μη επίδειξη αυτών. Κατά δέ το άρθρο 451§1 ΚΠολΔ, η επίδειξη δύναται να ζητηθεί και διά των προτάσεων, εφ’ όσον υπόχρεος προς επίδειξη τυγχάνει ο διάδικος. Η εφαρμογή των ως άνω άρθρων προϋποθέτουν εκκρεμή δίκη, άλλως εφαρμόζονται τα άρθρα 902 και 903 ΑΚ. Διά την πληρότητα και το ορισμένο της αντιστοίχου αιτήσεως πρέπει αφ’ ενός να εκτίθεται μετά σαφηνείας ότι το έγγραφο ευρίσκεται εις την κατοχή του αντιδίκου του αιτούντος, αφού το στοιχείο τούτο αποτελεί προϋπόθεση της υποχρεώσεως προς επίδειξη αυτού, και αφ’ ετέρου να προσδιορίζεται το έγγραφο, του οποίου ζητείται η επίδειξη, και να περιγράφεται μετά ακριβείας το περιεχόμενό του, το οποίο απαιτείται να είναι πρόσφορο διά άμεση ή έμμεση απόδειξη ή ανταπόδειξη λυσιτελούς ισχυρισμού, τον οποίον πρέπει να προσδιορίζει ο αιτών την επίδειξη, ώστε να προκύπτει το έννομο συμφέρον του συγκεκριμένου διαδίκου προς επίδειξη του εγγράφου από τον αντίδικό του, διαφορετικώς η αίτηση επιδείξεως είναι αόριστη και απορριπτέα ως απαράδεκτη. Το αίτημα επιδείξεως δύναται να υποβληθεί και ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου διά του δικογράφου των προτάσεων (βλ. ΑΠ 1180 /2017, ΤΝΠΔΣΑ, ΑΠ 409 /2016, ΤΝΠΔΣΑ, ΑΠ 921 /2015, ΤΝΠΔΣΑ, ΑΠ 168 /2015, ΤΝΠΔΣΑ, ΑΠ 1723 /2014, ΤΝΠΔΣΑ, ΑΠ 447 /2014, ΤΝΠΔΣΑ και ΑΠ 1771 /1998, ΤΝΠΔΣΑ).

Δ) Εις την προκειμένη περίπτωση από την εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικώτερον από την ένορκη κατάθεση του πρωτοβαθμίως  εξετασθέντος μάρτυρος των εναγομένων, η οποία εμπεριέχονται στα ταυτάριθμα προς την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά, από τα έγγραφα, τα οποία νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι αντίδικοι, από την υπ’ αριθ. …. /24-9-2014 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς . …… μετά νόμιμη, κατ’ άρθρο 270§2εδ.γ΄ ΚΠολΔ, κλήτευση της εναγούσης από τους πρώτο και δεύτερο εναγομένους (βλ. υπ’ αριθ. ….. /19-9-2014 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελητρίας της περιφερείας του Πρωτοδικείου Πειραιώς …………..), και από την ανωμοτί εξέταση του τετάρτου εναγομένου ως διαδίκου, η οποία ωσαύτως περιέχεται στα ως άνω πρακτικά της πρωτοβαθμίου δίκης, απεδείχθησαν τα ακόλουθα: Ι) Εν σχέσει προς την κυρία αγωγική βάση περί διαρρήξεως δικαιοπραξίας ως καταδολιευτικής: δυνάμει της υπ’ αριθ. …….. /23-10-2008 συμβάσεως επιχειρηματικού δανείου, η οποία κατηρτίσθη στο Κορωπί νομού Αττικής μεταξύ της εναγούσης (μη διαδίκου εις την κατ’ έφεσιν δίκην) τραπεζικής εταιρείας υπό την επωνυμίαν «…….. (…….)» και της μη διαδίκου πρωτοφειλετρίας ανώνυμης εταιρείας υπό την επωνυμία «………..», η οποία εκπροσωπήθηκε νομίμως από τον πρώτον εφεσίβλητο (πρώτο εναγόμενο), η ενάγουσα δανείστρια εχορήγησε προς την δανειοδοτηθείσα μη διάδικο πρωτοφειλέτρια έντοκο δάνειο χρηματικού κεφαλαίου 1.000.000 ευρώ προς τον σκοπόν αποπερατώσεως τριωρόφου κτιρίου καταστημάτων επί της οδού …….. περιοχής …….. εντός της Ερμουπόλεως νήσου Σύρου νομού Κυκλάδων. Η ανάληψη του δανείου συνεφωνήθη να γίνει εφ’ άπαξ ή τμηματικώς αναλόγως των αναγκών της πρωτοφειλετρίας και να αρχίσει να εξοφλείται (χορηγηθείσης περιόδου χάριτος) εντός εννέα ετών διά τριάκοντα δύο ισοπόσων μηνιαίων δόσεων (εκ ποσού 31.250 ευρώ διά το κεφάλαιο) αρχομένων από 12ης Νοεμβρίου 2009. Εν περιπτώσει ολικής ή μερικής καθυστερήσεως καταβολής των δόσεων η πρωτοφειλέτρια καθίστατο υπερήμερη διά μόνης της παρόδου της καθορισθείσης ημερομηνίας αποπληρωμής της αντιστοίχου δόσεως (άνευ οχλήσεως εκ μέρους της δανειστρίας). Η δανείστρια τράπεζα εδικαιούτο να καταγγείλει την σύμβαση του δανείου, να κηρύξει τούτο αμέσως ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και να ζητήσει την εξόφληση ολοκλήρου του ανεξοφλήτου κεφαλαίου μετά των τόκων και των λοιπών επιβαρύνσεων εν περιπτώσει παραβάσεως εκ μέρους της δανειοδοτηθείσης οιουδήποτε από τους όρους της συμβάσεως (αυτονοήτως και του όρου περί εμπροθέσμου καταβολής των δόσεων αποπληρωμής του δανείου). Συνεφωνήθη δέ ότι η τράπεζα δύναται να τηρεί ένα ή περισσοτέρους λογαριασμούς διά την εξυπηρέτηση της συμβάσεως και ότι η οφειλή εκ του δανείου ηδύνατο να αποδεικνύεται από τα αποσπάσματα των βιβλίων της τραπέζης ή από τα διά το συγκεκριμένο δάνειο τηρούμενα στοιχεία υπ’ αυτής και συνακολούθως ότι τα αποσπάσματα των βιβλίων της τραπέζης ή τα υπ’ αυτής τηρούμενα στοιχεία, διά των οποίων εμφανίζονται οι χρεωπιστώσεις και η κίνηση του λογαριασμού από της ενάρξεως λειτουργίας του ή από της τελευταίας αναγνωρίσεως εκ μέρους της πρωτοφειλετρίας και τα οποία έπρεπε να εκίδονται υπό πληρεξουσίου δικηγόρου, αποτελούν πλήρη απόδειξη περί της οφειλής εκ της εν λόγω συμβάσεως. Επίσης συνεφωνήθη ότι η δανείστρια είχε, οποτεδήποτε, δικαίωμα μεταβιβάσεως της συμβάσεως και εκχωρήσεως της εξ αυτής απορρεούσης απαιτήσεως κατά της πρωτοφειλετρίας προς πιστωτικό ίδρυμα της ημεδαπής ή της αλλοδαπής. Η δέ πρωτοφειλέτρια παρέσχε εκ των προτέρων (από της υπογραφής της συμβάσεως) την συναίνεσή της εις οιαδήποτε τέτοια μεταβίβαση και εκχώρηση. Την εκπλήρωση της βασικής υποχρεώσεως (πλήρους, εμπροθέσμου και ολοσχερούς αποπληρωμής του δανείου) της κυρίας συμβάσεως εγγυήθηκαν ο πρώτος και η δευτέρα εναγόμενοι (πρώτος και δευτέρα εφεσίβλητοι), ευθυνόμενοι ως αυτοφειλέτες και παραιτούμενοι της ενστάσεως διζήσεως και των λοιπών δικαιωμάτων των άρθρων 862 έως 868 ΑΚ. Ακολούθως, διά της υπ’ αριθ. …….. /10-6-2009 προσθέτου πράξεως περί μεταβολής επιτοκίου οι κυρίως αντισυμβαλλόμενες δανείστρια και πρωτοφειλέτρια (εκπροσωπηθείσα νομίμως υπό του πρώτου εφεσιβλήτου) συνεφώνησαν την μεταβολή του επιτοκίου από δύο σε τρείς εκατοστιαίες μονάδες. Την καλή εκπλήρωση της συμφωνίας της προσθέτου πράξεως εγγυήθηκε ο μη διάδικος ………… Εν συνεχεία διά της υπ’ αριθ. ……….. /30-6-2009 συμβάσεως εγγυήσεως μεταξύ αφ’ ενός της δανειστρίας τραπέζης και αφ’ ετέρου της μη διαδίκου εταιρείας υπό την επωνυμία «…….» η αφ’ ετέρου συμβαλλομένη εταιρεία εγγυήθηκε την καλή εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεων της πρωτοφειλετρίας και την καταβολή του οριστικού καταλοίπου της συμβάσεως. Περαιτέρω, διά της υπ’ αριθ. ….. /2-12-2009 προσθέτου πράξεως μεταξύ της εκκαλούσης δανειστρίας τραπέζης και της μη διαδίκου πρωτοφειλετρίας, η οποία εκπροσωπήθηκε νομίμως ουχί από τον πρώτον εφεσίβλητο αλλά από τον μη διάδικο ………, συνεφωνήθη η χορήγηση επιπρόσθετης περιόδου χάριτος ενάρξεως καταβολής των δόσεων αποπληρωμής του δανείου μέχρι την 29ην Ιουλίου 2010. Πρέπει να επισημανθεί ότι η πρωτοφειλέτρια ανώνυμος εταιρεία υπό την επωνυμία «………..» και υπό τον διακριτικό τίτλο «……….» είχε συσταθεί από τους πρώτο και δευτέρα εφεσιβλήτους δυνάμει του υπ’ αριθ. …… /26-5-2006 συμβολαίου συστάσεως ανωνύμου εταιρείας του Συμβολαιογράφου Αθηνών ……., όπως αυτό διωρθώθη και συνεπληρώθη διά των υπ’ αριθ. …. /21-6-2006, … /3-10-2006 και … /3-10-2006 συμβολαίων του ιδίου ως άνω Συμβολαιογράφου. Η ανώνυμη εταιρεία κατεχωρήθη στο Μητρώο Εταιρειών της Νομαρχίας Θεσσαλονίκης υπ’ αύξοντα αριθμό μητρώου ………. την 30ή Ιουνίου 2006 και το καταστατικό της μετά της πρώτης ως άνω διορθωτικής πράξεως εδημοσιεύθησαν στο υπ’ αριθ. 7159 /11-7-2006 ΦΕΚ (Τεύχος ΑΕ & ΕΠΕ), όπως η δημοσίευση διωρθώθη διά της μεταγενεστέρας δημοσιεύσεως στο υπ’ αριθ. 504 /22-1-2007 ΦΕΚ (Τεύχος ΑΕ & ΕΠΕ), ενώ οι δεύτερη και τρίτη διορθωτικές –  συμπληρωτικές συμβολαιογραφικές πράξεις εδημοσιεύθησαν στο υπ’ αριθ. 11673 /24-10-2006 ΦΕΚ (Τεύχος ΑΕ & ΕΠΕ). Βάσει του καταστατικού συστάσεως η έδρα της εταιρείας είχε ορισθεί στην Θεσσαλονίκη και το εταιρικό κεφάλαιο είχε καθορισθεί σε 60.000 ευρώ. Διά δέ του από 8-1-2007 πρακτικού του διοικητικού συμβουλίου της ως άνω εταιρείας, το οποίο κατεχωρήθη στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών της Νομαρχίας Θεσσαλονίκης την 15ην Ιανουαρίου 2007 και εδημοσιεύθη στο υπ’ αριθ. 574 /24-1-2007 ΦΕΚ (Τεύχος ΑΕ & ΕΠΕ), ο πρώτος εφεσίβλητος (πρώτος εναγόμενος) εξελέγη ως πρόεδρος, διευθύνων σύμβουλος και νόμιμος εκπρόσωπος της πρωτοφειλετρίας ανωνύμου εταιρείας επί πέντε έτη. Ακολούθως, διά του από 24-1-2007 πρακτικού του διοικητικού συμβουλίου της ως άνω εταιρείας, το οποίο κατεχωρήθη στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών της Νομαρχίας Θεσσαλονίκης την 2α Μαρτίου 2007 και εδημοσιεύθη στο υπ’ αριθ. 1753 /13-3-2007 ΦΕΚ (Τεύχος ΑΕ & ΕΠΕ), επιστοποιήθη η καταβολή του αρχικού μετοχικού κεφαλαίου των 60.000 ευρώ. Την 19η Νοεμβρίου 2007 (διά του από 19-11-2007 ιδιωτικού συμφωνητικού πωλήσεως και μεταβιβάσεως μετοχών δηλωθέντος στην Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Θεσσαλονίκης υπ’ αύξοντες αριθμούς …….) οι αποκλειστικοί μέτοχοι της πρωτοφειλετρίας ανωνύμου εταιρείας επώλησαν και μεταβίβασαν τις επ’ ονόματι αυτών κατ’ ισομοιρίαν εκδοθείσες 6.000 (= 3.000 + 3.000) ονομαστικές μετοχές (ονομαστικής αξίας 10 ευρώ ανά μετοχή) της ανωνύμου εταιρείας προς τον μη διάδικο …… αντί τιμήματος 60.000 ευρώ, το οποίο ετύγχανε ίσο προς την αξία του μετοχικού κεφαλαίου της ανωνύμου εταιρείας (βλ. ως προς τον ουχί συστατικό αλλά δηλωτικό χαρακτήρα του εγγράφου τύπου μεταβιβάσεως ονομαστικών ή ανωνύμων μετοχών μη εισηγμένων στο χρηματιστήριο: ΑΠ 1964 /2014, ΤΝΠΔΣΑ). Ο πρώτος εφεσίβλητος παρέμεινε πρόεδρος, διευθύνων σύμβουλος και νόμιμος εκπρόσωπος της πρωτοφειλετρίας εταιρείας μέχρι της παραιτήσεως του κατά την 14ην Οκτωβρίου 2009, ενώ διά του από 14-10-2009 πρακτικού της εκτάκτου γενικής συνελεύσεως και του από 14-10-2009 πρακτικού του διοικητικού συμβουλίου της ως άνω εταιρείας, τα οποία κατεχωρήθησαν στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών της Νομαρχίας Θεσσαλονίκης την 14η Οκτωβρίου 2009 και εδημοσιεύθησαν στο υπ’ αριθ. 13110 /10-11-2009 ΦΕΚ (Τεύχος ΑΕ & ΕΠΕ), εξελέγη πρόεδρος, διευθύνων σύμβουλος και νόμιμος εκπρόσωπος της ανωνύμου εταιρείας ο μη διάδικος ……. (αποκλειστικός μέτοχος της ανωνύμου εταιρείας). Ήτοι, κατά την υπογραφή της κυρίας (από 23-10-2008) συμβάσεως επιχειρηματικού δανείου και των πρώτης και δευτέρας (από 10-6-2009 και 30-6-2009) προσθέτων πράξεων ο πρώτος εφεσίβλητος εξακολουθούσε να είναι πρόεδρος, διευθύνων σύμβουλος και νόμιμος εκπρόσωπος της πρωτοφειλετρίας ανωνύμου εταιρείας, δίχως, όμως, να είναι και μέτοχός της αυτός (και η δευτέρα εφεσίβλητος σύζυγός του), αφού, ως προελέχθη, τόσο αυτός όσο και η δευτέρα εφεσίβλητος είχαν μεταβιβάσει το σύνολο των (ονομαστικών) μετοχών της ανωνύμου εταιρείας προς τον ……., ο οποίος και εκπροσώπησε την πρωτοφειλέτρια κατά την υπογραφή της τρίτης (από 2-12-2009) προσθέτου πράξεως. Διά της από 3-1-2011 εγγράφου αναγνωρίσεως η πρωτοφειλέτρια ανεγνώρισε  ότι ο λογαριασμός κινήσεως του δανείου ενεφάνιζε χρεωστικό υπόλοιπο κεφαλαίου ύψους 944.444,46 ευρώ (ή κεφαλαίου μετά δεδουλευμένων τόκων ύψους 1.008.118,18 ευρώ) κατά την 31η Δεκεμβρίου 2010. Όμως, μετά την παρέλευση της περιόδου χάριτος η πρωτοφειλέτρια δεν ανταπεκρίθη στην υποχρέωσή της διά καταβολή των συμπεφωνημένων μηνιαίων δόσεων εντός των ορισθεισών μηνιαίων προθεσμιών. Ένεκα τούτου την 14ην Απριλίου 2011 η ενάγουσα δανείστρια επέδωσε στην μη διάδικο πρωτοφειλέτρια (και προς τον πρώτο εναγόμενο εγγυητή και την δευτέρα εναγομένη  εγγυήτρια αντιστοίχως) την από 14-4-2011 εξώδικη καταγγελία, διά της οποίας κατήγγειλε την σύμβαση δανείου και εγνωστοποίησε προς την μη διάδικο πρωτοφειλέτρια, καθώς και προς τον πρώτον εναγόμενο και την δευτέρα εναγομένη (εγγυητή και εγγυήτρια), ότι το οριστικό κατάλοιπο της συμβάσεως ανήρχετο σε χρηματικό ύψος 1.025.533,091 ευρώ πλέον νομίμων τόκων από της ως άνω ημερομηνίας. Ακολούθως επί της από 18-4-2011 αιτήσεως της εναγούσης εξεδόθη η υπ’ αριθ. …. /26-7-2011 διαταγή πληρωμής του Δικαστού του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, διά της οποίας η μη διάδικος πρωτοφειλέτρια, καθώς και ο πρώτος και η δευτέρα εναγομένη (πρώτος και δευτέρα εφεσίβλητοι), όπως και ο μη διάδικοι συνεγγυητής …… (πρόεδρος, διευθύνων σύμβουλος, νόμιμος εκπρόσωπος και αποκλειστικός μέτοχος της πρωτοφειλετρίας) και η μη διάδικος συνεγγυήτρια ανώνυμη εταιρεία «…………», υπεχρεώθησαν, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, να καταβάλουν προς την ενάγουσα χρηματικό κεφάλαιο ύψους 1.023.533,91 ευρώ εντόκως από της 14ης Απριλίου 2011 πλέον τόκων υπερημερίας και τόκων επ’ αυτών (άρθρο 12 Ν. 2601 /1998) και δικαστική δαπάνη ύψους 17.400 ευρώ. Κατά της ως άνω διαταγής πληρωμής ησκήθη εκ μέρους των νύν πρώτου και δευτέρου εφεσιβλήτων (εγγυητών) η υπ’ αριθ. καταθ. .. /…. /2011 ανακοπή και οι υπ’ αριθ. καταθ. … /…. /2015 πρόσθετοι λόγοι ανακοπής, επί των οποίων (κατόπιν συνεκδικάσεως και της υπ’ αριθ. καταθ. ……. /2013 προσθέτου παρεμβάσεως της νύν εκκαλούσης υπέρ της αρχικής εναγούσης της ενδίκου αγωγής και τότε αιτησαμένης την έκδοση της ως άνω διαταγής πληρωμής αρχικής δανειστρίας) εξεδόθη η υπ’ αριθ. 1026 /2016 απόφαση τακτικής διαδικασίας του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, διά της οποίας απερρίφθησαν η ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι. Μετά την άσκηση της ενδίκου αγωγής (κατά την διάρκεια της εκκρεμοδικίας) η ενάγουσα συνήψε μετά της εκκαλούσης (προσθέτως παρεμβάσης) την από 26-3-2013 σύμβαση πωλήσεως και μεταβιβάσεως, διά της οποίας μετεβιβάσθη, μεταξύ άλλων, υπό της πωλητρίας προς την αγοράστρια και η έννομη σχέση της προαναφερομένης συμβάσεως δανείου. Η ως άνω μεταβίβαση ενεκρίθη διά της υπ’ αριθ. 66 /26-3-2013 αποφάσεως της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τραπέζης της Ελλάδος. Μετά ταύτα την 5ην Ιουνίου 2014 η πρωτοφειλέτρια ομού μετ’ άλλων εταιρειών οικονομικών συμφερόντων του συνεγγυητού της κρίσιμης συμβάσεως δανείου …….. (……………………..), όπως και ο προρρηθείς ………. ατομικώς, υπέβαλαν προς την εκκαλούσα την από 5-6-2014 αίτηση, διά της οποίας εζητήσαν αφ’ ενός την ρύθμιση απασών των οφειλών των ως άνω εταιρειών (συμπεριλαμβανομένης και της εις την ένδικη αγωγή αναφερομένης αντίστοιχης) και των ατομικών οφειλών του ……… επί δύο έτη από της επιδιωκομένης υπογραφής του (υπό διαπραγμάτευση τότε) ιδιωτικού συμφωνητικού ρυθμίσεως και αφ’ ετέρου την αναστολή των δικαστικών διώξεων της εκκαλούσης εναντίον του …….. και όλων των προαναφερομένων εταιρειών οικονομικών συμφερόντων του και εναντίον όλων των ενεχομένων προσώπων (όπως των εγγυητών της ώδε περιγραφομένης απαιτήσεως εναντίον της πρωτοφειλετρίας εταιρείας «……..»). Τούτο προκύπτει διά του από 16-6-2014 απαντητικού εγγράφου της εκκαλούσης προς τον ……… και προς άπασες τις ως άνω εταιρείες οικονομικών συμφερόντων του (συμπεριλαμβανομένης και της μη διαδίκου πρωτοφειλετρίας υπό την επωνυμίαν «………..»), διά του οποίου εγγράφου η εκκαλούσα [προσδιορίσασα τις μέν οφειλές των ως άνω εταιρειών (συμπεριλαμβανομένης και της αντίστοιχης της πρωτοφειλετρίας «………») σε συνολικό ύψος 63.172.775,36 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων από 15-4-2014, τις δέ ατομικές οφειλές του ……… σε συνολικό ύψος 212.581,31 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων από 14-4-2014] απήντησε ότι αποδέχεται την ρύθμιση όλων των οφειλών του . …… και των ως άνω εταιρειών οικονομικών συμφερόντων του επί δύο έτη από της υπογραφής του αντιστοίχου συμφωνητικού ρυθμίσεως και την αναστολή των δικαστικών ενεργειών διά την είσπραξη των ως άνω απαιτήσεων υπό την προϋπόθεση της συνομολογήσεως των διά του ως άνω απαντητικού εγγράφου παρατιθεμένων ως προαπαιτουμένων προϋποθέσεων. Μεταξύ δέ των προϋποθέσεων τούτων συμπεριελαμβάνοντο αφ’ ενός η επαναδιαπραγμάτευση των όρων της ρυθμίσεως διά το διαμορφωθησόμενο υπόλοιπο απασών των προαναφερομένων οφειλών ατομικώς του ……… και των ως άνω  εταιρειών οικονομικών συμφερόντων του (συμπεριλαμβανομένης και της προρρηθείσης οφειλής της πρωτοφειλετρίας εταιρείας) άλλως εξόφληση του υπολοίπου όλων των λογαριασμών (των οφειλών) εις το τέλος της διετίας και αφ’ ετέρου η δυνατότης της εκκαλούσης διά καταγγελία όλων των συναφθησομένων ιδιωτικών συμφωνητικών ρυθμίσεως (άρα και του υπό διαπραγμάτευσιν τότε ιδιωτικού συμφωνητικού ρυθμίσεως της κρίσιμης οφειλής της πρωτοειλετρίας εταιρείας «………….) εν περιπτώσει μη τηρήσεως των όρων έστω και ενός εκ των συναφθησομένων ιδιωτικών συμφωνητικών ρυθμίσεως μετά του ……… και μιάς εκάστης των ως εταιρειών οικονομικών συμφερόντων του. Εν κατακλείδι μάλιστα ετέθη επί του ως άνω απαντητικού εγγράφου η επισήμανση της εκκαλούσης ότι υπό την προϋπόθεση της πιστής τηρήσεως των υπ’ αυτής προτεινομένων προϋποθέσεων η ιδία (εκκαλούσα τράπεζα) εδεσμεύετο να μην προχωρήσει σε περαιτέρω δικαστικές ενέργειες εις βάρος των πιστούχων (………. και εταιρειών οικονομικών συμφερόντων του) αλλά και των λοιπών ενεχομένων διά τις ανωτέρω αιτίες προσώπων (όπως εγγυητών) κατά την διάρκεια της ρυθμίσεως. Ακολούθως, την 24η Ιουνίου 2014 συνήφθη μεταξύ της εκκαλούσης (πρωτοδίκως προσθέτως παρεμβάσης) και της πρωτοφειλετρίας η από 24-6-2014 σύμβαση (όπως και αντίστοιχες συμβάσεις μετά των λοιπών ως άνω αναφερομένων φυσικού και νομικών προσώπων). Η σύναψη της ως άνω συμβάσεως συνωμολογήθη το πρώτον διά του δικογράφου της από 28-9-2014 προσθήκης – αντικρούσεως της εκκαλούσης (πρωτοβαθμίως προσθέτως παρεμβάσης), η οποία είχε κατατεθεί, κατ’ άρθρον 237§2 ΚΠολΔ (όπως ίσχυε προ της αντικαταστάσεώς του διά του άρθρου 1 Ν. 4335 /2015), προσηκόντως δέκα πέντε (15) ημέρες προ της πρωτοβαθμίου συζητήσεως της υποθέσεως. Όμως, ενώ η εκκαλούσα (τότε προσθέτως παρεμβάσα) είχε αρνηθεί διά της ως άνω προσθήκης – αντικρούσεως την νομοτύπως κατά τον πρώτον βαθμόν προβληθείσα ένσταση των εναγομένων περί του ότι διά του ως άνω ιδιωτικού συμφωνητικού είχε αλλοιωθεί ο χρόνος καταβολής του χρέους και ότι τούτο από ληξιπρόθεσμο είχε καταστεί μη ληξιπρόθεσμο επί διετία από της υπογραφής του ως άνω ιδιωτικού συμφωνητικού (ισχυρισθείσα μάλιστα ότι διά του συγκεκριμένου ιδιωτικού συμφωνητικού δεν είχε θιγεί το ληξιπρόθεσμον της απαιτήσεως αλλά απλώς είχε γίνει διακανονισμός του τρόπου αποπληρωμής της οφειλής της ικανοποιητέας ληξιπροθέσμου απαιτήσεως), εν τούτοις δεν προσεκόμισε κατά την πρωτοβάθμιο δίκη μετά νομίμου επικλήσεως διά του δικογράφου της προσθήκης – αντικρούσεως, όπως είχε δικονομική δυνατότητα, κατ’ άρθρον 237§3 ΚΠολΔ, προς αντίκρουση της ως άνω ενστάσεως αυτούσιο το έγγραφο σώμα του ως άνω ιδιωτικού συμφωνητικού, διά το οποίο μάλιστα είχε υποβληθεί νομοτύπως, κατ’ άρθρον 451§1 ΚΠολΔ, αίτημα επιδείξεως εκ μέρους των εναγομένων. Επίσης, ενώ και εις τον δεύτερο βαθμό συνομολογείται εκ μέρους της εκκαλούσης (διά της 13ης σελίδος του εισαγωγικού δικογράφου της ενδίκου εφέσεως) ότι είχε συναφθεί μεταξύ των προαναφερομένων φυσικού και νομικών προσώπων το από 24-6-2014 ιδιωτικό συμφωνητικό, πλήν, όμως, προβάλλεται διά του δικογράφου της εφέσεως ως λόγος εφέσεως η πλημμελής εκτίμηση των αποδείξεων ως προς το περιεχόμενο αυτού, καθώς διά του ως άνω λόγου εφέσεως η εκκαλούσα τράπεζα αρνείται ότι βάσει του συγκεκριμένου ιδιωτικού συμφωνητικού είχε συνομολογηθεί αλλοίωση του χρόνου καταβολής της οφειλής και ότι το χρέος της ικανοποιητέας απαιτήσεως είχε καταστεί από ληξιπρόθεσμο σε μη ληξιπρόθεσμο επί διετία από της συνάψεως του ως άνω ιδιωτικού συμφωνητικού (όπως πρωτοδίκως είχε προβληθεί κατ’ ένστασιν υπό των εναγομένων και έχει γίνει δεκτόν διά της εκκαλουμένης), εν τούτοις ούτε και κατά την δευτεροβάθμιο δίκη προσεκομίσθη μετά νομίμου επικλήσεως εκ μέρους της εκκαλούσης  αυτούσιο και ενυπόγραφο το πρωτότυπο σώμα ή προσηκόντως επικυρωμένο αντίγραφο του ως άνω ιδιωτικού συμφωνητικού. Τούτο, αφού δευτεροβαθμίως προσεκομίσθη υπό της εκκαλούσης άνευ, όμως, νομίμου επικλήσεως διά των δευτεροβαθμίων προτάσεων, έγγραφο σώμα μηχανογραφικώς συνταγέν, τιτλοφορούμενο ως συμφωνητικό ρυθμίσεως και αναγνωρίσεως οφειλής και φερόμενο κατά το περιεχόμενον αυτού ως έχον ημερομηνία 24-6-2014 και ως συνομολογηθέν μεταξύ της εκκαλούσης αφ’ ενός ως δανειστρίας, της εταιρείας «………» αφ’ ετέρου ως πρωτοφειλετρίας, καθώς και της εταιρείας «… …….» και του …….. ως εγγυητών, το οποίον, όμως, δεν φέρει επί του σώματος αυτού οιαδήποτε υπογραφή των φερομένων ως δι’ αυτού συμβληθέντων φυσικού και νομικών προσώπων. Επιπροσθέτως δέ ουδόλως αναγράφεται επ’ αυτού υπό ποίου ή ποίων φυσικών προσώπων εξεπροσωπήθη η εκκαλούσα τράπεζα. Πρέπει επίσης να επισημανθεί από την επισκόπηση του ως άνω εγγράφου ότι, ενώ στο κεφάλαιο του ιστορικού της οφειλής αναγράφονται ως ρυθμιζόμενες απαιτήσεις της μη διαδίκου πρωτοφειλετρίας (υπό τον διακριτικό τίτλο «…………») αφ’ ενός η οφειλή από κεφάλαιο δανείου 4.800.000 ευρώ βάσει της μη ενδιαφερούσης εις την προκειμένη περίπτωση υπ’ αριθ. ………. /7-11-2007 συμβάσεως επιχειρηματικού δανείου και αφ’ ετέρου η οφειλή από κεφάλαιο δανείου 1.000.000 ευρώ βάσει της ενδιαφερούσης εις την προκειμένη περίπτωση υπ’ αριθ. ……….. /23-10-2008 συμβάσεως επιχειρηματικού δανείου, εν τούτοις  στο αντίστοιχο κεφάλαιο περί αναγνωρίσεως της οφειλής εκ μέρους των αναγραφομένων πρωτοφειλέτιδος και εγγυητών υπάρχει κενό και δεν έχει αναγραφεί το φερόμενο ως αναγνωρισθέν από τους ως άνω οφειλέτες χρηματικό ύψος του υπολοίπου εκάστης ως άνω οφειλής κατά τον χρόνο συντάξεως του ιδιωτικού συμφωνητικού (24-6-2014). Παρά ταύτα, το περιεχόμενο της ως άνω συμβάσεως, όπως τούτο αποδεικνύεται αφ’ ενός από την πρωτοβάθμιον ένορκη κατάθεση του μάρτυρος των εφεσιβλήτων και αφ’ ετέρου διά δικαστικού τεκμηρίου εκ της αδικαιολογήτου αρνήσεως της εκκαλούσης διά προσκομιδή αυτουσίου (σε πρωτότυπο ή επικυρωμένο αντίγραφο) του ενυπογράφου σώματος της ως άνω συμβάσεως, εμπεριέχει ουχί απλώς σύμβαση διευκολύνσεως του τρόπου αποπληρωμής της οφειλής της επιστηριζούσης την ένδικον αγωγήν ικανοποιητέας απαιτήσεως της εκκαλούσης κατά της πρωτοφειλετρίας «……….»  αλλά συμφωνία αλλοιώσεως του χρόνου καταβολής του χρέους της συγκεκριμένης οφειλής και μεταβολής του ληξιπροθέσμου της συγκεκριμένης απαιτήσεως. Ειδικώτερον, όσον αφορά την υπ’ αριθ. ………. /23-10-2008 σύμβαση δανείου, εξ ής απορρέει η διά της ενδίκου αγωγής αναφερομένη ικανοποιητέα απαίτηση, βάσει του από 24-6-2014 ιδιωτικού συμφωνητικού συνεφωνήθη η ρύθμιση της οφειλής της πρωτοφειλετρίας «………..» τμηματικώς επί δύο έτη από της υπογραφής του ιδιωτικού συμφωνητικού και η σταδιακή απομείωσή της (ομού μετά της παράλληλης αντιστοίχου σταδιακής απομειώσεως της συνολικής απαιτήσεως της εκκαλούσης καθ’ απάντων των αναφερομένων στο από 16-6-2014 απαντητικό έγγραφο της εκκαλούσης τραπέζης ως άνω οφειλετών ………. και εταιρειών οικονομικών συμφερόντων του), η οποία καθωρίσθη να γίνει: α) διά συνομολογήσεως επιτοκίου εκτοκισμού «Euribor» πλέον περιθωρίου 2% και εισφοράς του Ν. 128 /1975, β) διά εκχωρήσεως αφ’ ενός από την εταιρεία «………..» όλων των απαιτήσεων εισπράξεως μισθωμάτων από την βάσει των από 1-4-2013 και 15-4-2014 ιδιωτικών συμφωνητικών μισθώσεως εκμίσθωση των ιδιοκτήτων αυτής ακινήτων προς την μισθώτρια εταιρεία «………..» στην νήσο Μύκονο και αφ’ ετέρου από την εταιρεία «…………» όλων των απαιτήσεων εισπράξεως μισθωμάτων από την βάσει των από 12-4-2013 ιδιωτικών συμφωνητικών μισθώσεως εκμίσθωση των ιδιοκτήτων αυτής ακινήτων προς την μισθώτρια «………..» στην νήσο Σύρο, γ) διά της εμπροθέσμου καταβολής των ήδη εκχωρηθέντων εκ μέρους της εταιρείας «…….» προς την εκκαλούσα μισθωμάτων των οφειλομένων από τις εταιρείες «……….» και «……….», δ) διά της εμπροθέσμου καταβολής των ήδη εκχωρηθέντων εκ μέρους της εταιρείας «………..» προς την εκκαλούσα μισθωμάτων των οφειλομένων από την Δ.Ο.Υ. Σύρου και το ΚΕΠ Σύρου, ε) διά της μέχρι την 31η Ιουλίου 2014 νομοτύπου παραιτήσεως (του ………. και απασών των ως άνω εταιρειών οικονομικών συμφερόντων του) από του δικογράφου και του δικαιώματος όλων των ενδίκων μέσων των ασκηθέντων μέχρι τότε κατά της εκκαλούσης και στ) διά της παροχής εξουσιοδοτήσεως (από τον ……… και τις προαναφερόμενες εταιρείες οικονομικών συμφερόντων του) προς την εταιρεία «………» διά διαπραγμάτευση και πώληση όλων των (προσημειωμένων ή μη) ακινήτων ιδιοκτησίας των ως άνω φυσικού και νομικών προσώπων προς τον σκοπόν καταβολής του επιτευχθησομένου τιμήματος εις την μείωση του συνολικού χρέους απασών των ως άνω φυσικού και νομικών προσώπων. Επί πλέον συνωμολογήθη αφ’ ενός η επαναδιαπραγμάτευση των όρων της ρυθμίσεως άλλως η εξόφληση του υπολοίπου της οφειλής εις το τέλος της διετίας και αφ’ ετέρου η δυνατότης της εκκαλούσης διά καταγγελία του ως άνω ιδιωτικού συμφωνητικού εν περιπτώσει μη τηρήσεως των όρων έστω και ενός εκ των λοιπών ιδιωτικών συμφωνητικών ρυθμίσεως μετά του ………. και μιάς εκάστης των λοιπών ως άνω εταιρειών οικονομικών συμφερόντων του. Η δέ εκκαλούσα εδεσμεύθη να μην προχωρήσει σε περαιτέρω δικαστικές ενέργειες υπό την προϋπόθεση της πιστής τηρήσεως των συμπεφωνημένων κατά την διάρκεια της ρυθμίσεως. Ήτοι,  αναφορικώς προς την κρίσιμη σύμβαση επιχειρηματικού δανείου, εκ της οποίας απορρέει η διά της ενδίκου αγωγής αναφερομένη ικανοποιητέα απαίτηση, διά της μεταγενεστέρας τοιαύτης συμφωνίας επήλθε αλλοίωση της αρχικής ενοχής ως προς τον χρόνο εκπληρώσεως της οφειλής του δανείου, ο οποίος  επανακαθωρίσθη εις διετία από της συνάψεως της τροποποιητικής συμβάσεως, βάσει της οποίας ανεστάλη το απαιτητό της οφειλής και ερρυθμίσθη η αποπληρωμή αυτής εις βάθος διετίας. Ούτως, η κατά τον χρόνο της συμβάσεως ρυθμίσεως ήδη ληξιπρόθεσμη ικανοποιητέα απαίτηση κατέστη βάσει κοινής βουλήσεως δανειστρίας και πρωτοφειλετρίας μη ληξιπρόθεσμη και μη απαιτητή επί μία διετία. Τούτο καταδεικνύεται κατ’ αρχήν εκ του ότι διά του κρισίμου τροποποιητικού ιδιωτικού συμφωνητικού (αλλά και διά του προηγηθέντος από 16-6-2014 απαντητικού εγγράφου της εκκαλούσης) ουδόλως έγινε μνεία περί τόκων υπερημερίας ληξιπροθέσμου οφειλής αλλά αντιθέτως έγινε αναφορά περί συνομολογήσεως επιτοκίου «ΕURIBOR» πλέον περιθωρίου 2%, όπως ακριβώς είχε συνομολογηθεί διά της υπ’ αριθ. ……… /2-12-2009 προσθέτου πράξεως εν σχέσει προς την υπ’ αριθ. …….. /23-10-2008 κυρία σύμβαση επιχειρηματικού δανείου, καθ’ όν χρόνον η ως άνω σύμβαση τελούσε εν ισχύει και δεν είχε ακόμη καταγγελθεί. Η κρίση αυτή ενισχύεται και εκ της συνομολογήσεως των επιπροσθέτων όρων αφ’ ενός περί εκχωρήσεως όλων των απαιτήσεων διά είσπραξη μισθωμάτων των ως άνω εταιρειών οικονομικών συμφερόντων …….. εναντίον όλων των μισθωτών των ακινήτων αυτών, αφ’ ετέρου περί παροχής εξουσιοδοτήσεως προς την εκκαλούσα διά διαπραγμάτευση και πώληση όλων των ακινήτων των ως άνω εταιρειών προς τρίτους και εκ τρίτου περί παραιτήσεως των οφειλετριών από όλα τα μέχρι τότε ασκηθέντα ένδικα μέσα. Η εκτίμηση αυτή επιρρωνύεται και εκ της χορηγήσεως αυτοτελούς δικαιώματος εις την εκκαλούσα τράπεζα περί καταγγελίας της νέας συμβάσεως εν περιπτώσει μη τηρήσεως των συμπεφωνημένων, η οποία νέα σύμβαση εξ αντιδιαστολής εξακολουθεί να ισχύει μέχρι της συντελέσεως της τοιαύτης καταγγελίας. Τέτοια καταγγελία δεν προεβλήθη δι’ αντενστάσεως ότι έλαβε χώρα υπό της εκκαλούσης λόγω μη τηρήσεως των όρων του νέου ιδιωτικού συμφωνητικού. Ορθώς, επομένως εξετίμησε τις αποδείξεις το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και απέρριψε την κυρίαν αγωγική βάση κατ’ ουσίαν και ο περί του αντιθέτου προβαλλόμενος πρώτος λόγος εφέσεως τυγχάνει απορριπτέος. ΙΙ) Εν σχέσει προς την επικουρική αγωγική βάση περί εικονικότητος της δικαιοπραξίας: την 17η Σεπτεμβρίου 2010 δυνάμει του υπ’ αριθ. … /17-9-2010 συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Πειραιώς …….., το οποίο έχει μεταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιώς (ΤΜ: .. – ΑΑ: …) ο πρώτος και η δευτέρα εφεσίβλητοι (πρώτος εναγόμενος και δευτέρα εναγομένη) επώλησαν και μετεβίβασαν κατά ιδανικό μερίδιο 85% συγκυριότητος προς τον τρίτον εφεσίβλητο (τρίτο εναγόμενο) και κατά ιδανικό μερίδιο 15% συγκυριότητος προς τον τέταρτο εφεσίβλητο (τέταρτο εναγόμενο) ένα οικόπεδο επιφανείας 259,80 μ2 κατά την θέση «…» ή «…» και δή επί της διασταυρώσεως των οδών ………. (πρώην ….) αριθ. …. εντός του δήμου Πειραιώς μετά της επ’ αυτού (δυνάμει της υπ’ αριθ. ….. /25-5-2000 αδείας οικοδομής και των υπ’ αριθ. …. /13-12-2000, …. /15-3-2001 και ….. /9-4-2001 πράξεων αναθεωρήσεως της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Πειραιώς) ανεγερθείσης οικοδομής αποτελουμένης: α) από τμήμα ισογείου κατοικίας επιφανείας 35,32 μ2 και από χώρο σταθμεύσεως αυτοκινήτων επιφανείας 23,50 μ2 επί του πρώτου επιπέδου, β) από τμήμα ισογείου κατοικίας επιφανείας 85,48 μ2 και από υπόγειον αποθήκην επιφανείας 41,82 μ2 επί του δευτέρου επιπέδου, γ) από τμήμα ισογείου κατοικίας επιφανείας 117,47 μ2 και από υπόγειον αποθήκην επιφανείας 3,64 μ2 επί του τρίτου επιπέδου, δ) από υπόγειο τμήμα της μονοκατοικίας επιφανείας 53,65 μ2 και από υπόγειον αποθήκην επιφανείας 68,48 μ2 και ε) από υπόγειον αποθήκην επιφανείας 53,65 μ2 επί του πέμπτου επιπέδου. Ήτοι, πρόκειται περί πολυεπιπέδου μονοκατοικίας συνολικής επιφανείας 291,20 μ2 μετά χώρου θέσεων σταθμεύσεως αυτοκινήτων επιφανείας 23,50 μ2 και υπογείων αποθηκών συνολικής επιφανείας 167,59 μ2. Το τίμημα της πωλήσεως συνεφωνήθη σε 430.964,26 ευρώ (επί αντικειμενικής αξίας 420.671,43 ευρώ). Επιπροσθέτως, διά του ιδίου αγοραπωλητηρίου και μεταβιβαστικού συμβολαίου αφ’ ενός συνεφωνήθη να αναλάβουν οι πωλητές την υποχρέωση να προβούν σε εξάλειψη της επί του πωληθέντος ακινήτου υπαρχούσης υποθήκης υπέρ της ….. Τραπέζης ….. μέχρι την 30ή Σεπτεμβρίου 2011 και αφ’ ετέρου συνεστήθη σύμβαση χρησιδανείου μεταξύ πωλητών και αγοραστών, διά της οποίας οι πωλητές ηδύναντο να παραμείνουν εις την χρήση (κατοχή) του μεταβιβασθέντος ακινήτου ωσαύτως μέχρι την 30ή Σεπτεμβρίου 2011. Κατά την σύναψη της ως άνω δικαιοπραξίας το ανεξόφλητο υπόλοιπο του στεγαστικού δανείου της ….. Τραπέζης Α.Ε., προς εξασφάλισιν της εξοφλήσεως του οποίου είχε εγγραφεί υποθήκη εις βάρος του προαναφερθέντος ακινήτου υπέρ της ως άνω Τραπέζης, ανήρχετο σε 20.912,51 ευρώ (βλ. από 13-9-2010 βεβαίωση του υποδιευθυντού του υποκαταστήματος Πειραιώς της ….. Τραπέζης της Ελλάδος Α.Ε.»). Δεν απεδείχθη, όμως, από την φέρουσα το αντικειμενικό βάρος αποδείξεως δανείστρια ενάγουσα, υπέρ της οποίας παρενέβη προσθέτως σε πρώτο βαθμό η εκκαλούσα, ότι η πώληση και μεταβίβαση του προπεριγραφέντος ακινήτου από τους πρώτο και δευτέρα εφεσιβλήτους (πρώτο εναγόμενο και δευτέρα εναγομένη) προς τους τρίτο και τέταρτο εφεσιβλήτους (τρίτο και τέταρτο εναγομένους) ήτο εικονική, δηλαδή ότι έγινε μόνον κατά το φαινόμενο, χωρίς να υπάρχει πραγματική και σοβαρή βούληση μεταβιβάσεως και αποκτήσεως αντιστοίχως του ως άνω εμπραγμάτου δικαιώματος. Τούτο, αφού προς απόδειξη του αντιστοίχου αγωγικού ισχυρισμού ουδείς μάρτυς αποδείξεως εξητάσθη εκ μέρους της εναγούσης ή της προσθέτως παρεμβαινούσης. Μόνη η μεταβίβαση της κυριότητος του εν λόγω ακινήτου κατά ιδανικό μερίδιο 85% συγκυριότητος προς τον τρίτον εναγόμενο και κατά ιδανικό μερίδιο συγκυριότητος 15% προς τον τέταρτο εναγόμενο (και ουχί κατά πλήρες δικαίωμα κυριότητος εις ένα εξ αυτών ή προς τρίτο πρόσωπο) δεν τυγχάνει γεγονός πρόσφορο προς απόδειξη της υπάρξεως τέτοιας εικονικότητος. Ούτε η παράλληλη της ως άνω μεταβιβάσεως σύναψη χρησιδανείου, δυνάμει της οποίας οι πωλητές παρέμειναν εντός του συγκεκριμένου ακινήτου επί ένα έτος άνευ ανταλλάγματος, ούτε η εν συνεχεία εκμίσθωση του ακινήτου από τους αγοραστές προς τους πωλητές αντί μισθώματος 800 ευρώ μηνιαίως δύναται να αποτελέσει στοιχείο, το οποίον τυγχάνει πρόσφορο να επιστηρίξει και θεμελιώσει βεβαιότητα ως προς την απόδειξη του ισχυρισμού περί εικονικότητος. Τούτο, διότι, ενώ χρηματικό μέρος εκ ποσού 180.964,26 ευρώ από το συμφωνηθέν συνολικό τίμημα έχει αναγραφεί στο αγοραπωλητήριο συμβόλαιο ότι κατεβλήθη τοις μετρητοίς εκτός του συμβολαιογραφικού γραφείου συνάψεως της προσβαλλομένης αγοραπωλησίας, ως είθισται κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336§4 ΚΠολΔ) εις τις πλείστες περιπτώσεις αγοραπωλησιών, όμως διά το υπόλοιπο μέρος εκ ποσού 250.000 ευρώ από το συμφωνηθέν συνολικό τίμημα εξεδόθη, όπως ρητώς έχει αναγραφεί εντός του συμβολαίου, εις διαταγήν των πωλητών και παρεδόθη προς τους πωλητές ενώπιον του συντάξαντος το αγοραπωλητήριο συμβόλαιο Συμβολαιογράφου εις εξόφλησιν του τιμήματος η υπ’ αριθ. …. /17-9-2010 τραπεζική επιταγή της Τραπέζης …. Α.Ε. ποσού 250.000 ευρώ. Επιπλέον, όπως έχει αναγραφεί επί του δημοσίου εγγράφου του ως άνω συμβολαίου διά την συγκεκριμένη μεταβίβαση έχει υποβληθεί προς την Α΄ Δ.Ο.Υ. Πειραιώς η υπ’ αριθ. …. /2010 δήλωση μεταβιβάσεως ακινήτου και κατεβλήθη ο αναλογών φόρος εκ ποσού 42.741,31 ευρώ, όπως προκύπτει από το προσαρτηθέν στο συμβόλαιο αγοραπωλησίας υπ’ αριθ. ….. /17-9-2-2010 διπλότυπο εισπράξεως της Α΄ Δ.Ο.Υ. Πειραιώς.  Εξ άλλου, όπως εβεβαιώθη υπό της ενόρκως βεβαιωσάσης . ….. οι πρώτος και δευτέρα εφεσίβλητοι προέβησαν εις την εν λόγω πώληση διά την εξοικονόμηση μετρητών χρημάτων προς ενίσχυση της επιχειρηματικής δραστηριότητος αυτών. Πράγματι, διά του υπ’ αριθ. …. /3-4-1997 συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Αθηνών ……. (καταχωρηθέντος στα βιβλία εταιρειών του Πρωτοδικείου Πειραιώς υπ’ αύξοντα αριθμό …. /8-4-1997 και δημοσιευθέντος στο υπ’ αριθ. 1477 /10-4-1997 ΦΕΚ ΤΑΕ & ΕΠΕ), όπως έχει τροποποιηθεί διά του υπ’ αριθ. ….. /2004 συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ……… (καταχωρηθέντος στα βιβλία εταιρειών του Πρωτοδικείου Πειραιώς υπ’ αύξοντα αριθμό …. /15-7-2004 και δημοσιευθέντος στο υπ’ αριθ. 9099 /16-7-2004 ΦΕΚ ΤΑΕ & ΕΠΕ), οι ως άνω διάδικοι συνέστησαν και ίδρυσαν την εταιρεία περιορισμένης ευθύνης υπό την επωνυμία «………..», η οποία εκμεταλλεύεται επιχείρηση παιδοτόπου και αναψυκτηρίου παιδιών στεγαζομένη εντός μισθίου καταστήματος επί της οδού ……. στον Πειραιά, ενώ επιπροσθέτως διά του από 23-3-2004 ιδιωτικού συμφωνητικού συστάσεως ομορρύθμου εταιρείας (καταχωρηθέντος στα βιβλία εταιρειών του Πρωτοδικείου Πειραιώς υπό αριθμό μητρώου .. και αριθμό καταθέσεως … /29-3-2004) συνέστησαν την ομόρρυθμον εταιρεία υπό την επωνυμία «……….», η οποία εκμεταλλεύεται επιχείρηση εμπορίας ειδών οικιακού εξοπλισμού και δώρων εντός καταστήματος επί της οδού …….. στον Πειραιά. Επιπροσθέτως, ο τέταρτος εφεσίβλητος (τέταρτος εναγόμενος) εξετασθείς ανωμοτί ως διάδικος ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου διευκρίνισε ότι ο ίδιος τυγχάνει λογιστής και εγνώρισε τον πρώτο εναγόμενο κατά τις επισκέψεις του προς τον σκοπόν αναψυχής της τετράχρονης τότε θυγατρός του στον προαναφερόμενο παιδότοπο, δίχως να έχει οιαδήποτε προηγουμένη επαγγελματική ή φιλική σχέση μετά του ως άνω ομοδίκου του ή μετά της δευτέρας εφεσιβλήτου συζύγου του, ότι κατά την διάρκεια των επισκέψεων εις τον ως άνω παιδότοπο ανεπτύχθη μεταξύ αυτών αναποφεύκτως φυσιολογική συναναστροφή και συζήτηση, εντός του πλαισίου της οποίας ο πρώτος εφεσίβλητος ανέφερε εις αυτόν ότι λόγω αναγκαιότητος εξευρέσεως ρευστού χρήματος προετίθετο να πωλήσει το προαναφερόμενο ακίνητο, ότι η υπό του πρώτου εφεσιβλήτου προς αυτόν γνωστοποιηθείσα τιμή πωλήσεως εξετιμήθη ως συμφέρουσα, ότι κατόπιν τούτου αυτός ενημέρωσε τον τρίτον εναγόμενο (επιστήθιο φίλο του), ο οποίος ετύγχανε επιχειρηματίας, είχε προσφάτως πωλήσει επαγγελματικό ιδιόκτητο ακίνητο στην Κηφισιά αντί τιμήματος 2.000.000 ευρώ και ήθελε να επενδύσει τα χρήματά του, ότι ο πρώτος εφεσίβλητος (πρώτος εναγόμενος) είχε αποφασίσει να πωλήσει το ως άνω ακίνητο σε λίαν συμφέρουσα τιμή, ότι επειδή ο ίδιος (τέταρτος εναγόμενος) δεν διέθετε επαρκείς οικονομίες διά την αγορά ακεραίου του δικαιώματος κυριότητος επί του ως άνω ακινήτου συναποφάσισε μετά του τρίτου εναγομένου την από κοινού (κατά τα προαναφερόμενα ποσοστά συγκυριότητος δι’ έκαστον) αγορά και απόκτηση του προαναφερθέντος ακινήτου, ότι ο ίδιος κατέβαλε χρηματικό ποσό 64.000 ευρώ (από το συμφωνηθέν συνολικό τίμημα των 430.964,26 ευρώ), ότι ουδείς των αγοραστών είχε πρόθεση να κατοικήσει εντός της μονοκατοικίας αλλά εσκόπευαν να αποκτήσουν τούτο ως επένδυση προς μεταπώληση τούτου σε μείζονα τιμή εις το μέλλον διά σταθμίσεως και του γεγονότος ότι εντός του συγκεκριμένου ακινήτου είχε συντελεσθεί η τηλεοπτική σειρά «50 – 50», ότι κατά τις διαπραγματεύσεις της αγοράς του ακινήτου συνεφώνησαν μετά των πρώτου και δευτέρας εφεσιβλήτων (πρώτου και δευτέρας εναγομένων) να παραμείνουν εκείνοι (πωλητές) επί ένα έτος άνευ ανταλλάγματος εντός του ακινήτου, το οποίον μέχρι τότε εχρησίμευε ως κατοικία αυτών, ώστε να μην αναγκασθούν να μετακομίσουν και να παραδώσουν τούτο προς τους αγοραστές αμέσως μετά την σύμβαση πωλήσεως, ότι, όμως, μετά την άσκηση της ενδίκου αγωγής και την καταχώρηση αυτής στα οικεία βιβλία διεκδικήσεων του Υποθηκοφυλακείου Πειραιώς ουδείς επεδείκνυε ενδιαφέρον διά την αγορά του ακινήτου, ότι ένεκα τούτου οι αγοραστές ηναγκάσθησαν να εκμισθώσουν τούτο προς τους πωλητές αντί μισθώματος 800 ευρώ μηνιαίως, ότι μετά την άσκηση της ως άνω αγωγής διαρρήξεως έχει αναστατωθεί η ζωή αυτών και ότι δεν θα είχαν προβεί εις την αγορά του ακινήτου, εάν εγνώριζαν ότι επίκειται η άσκηση της ενδίκου αγωγής διαρρήξεως. Λαμβανομένου δέ υπ’ όψιν ότι η συμφωνηθείσα τιμή πωλήσεως ήτο εγγύτατα της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου και ως εκ τούτου λίαν συμφέρουσα διά τους αγοραστές, εξ αυτού δικαιολογείται, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336§4 ΚΠολΔ), τόσον από την πλευρά των πωλητών όσον και από την πλευρά των αγοραστών εντός του πλαισίου διαπραγματεύσεως του τιμήματος η επίτευξη και συνομολόγηση επιπρόσθετης συμφωνίας περί παραμονής των πωλητών διά εύλογο χρονικό διάστημα (όπως επί ένα έτος) εντός της πωληθείσης μονοκατοικίας ως αντιστάθμισμα της συμφερούσης τιμής πωλήσεως, συνηγορούσης προς τούτο και της συμβολαιογραφικώς αναληφθείσης παραλλήλου υποχρεώσεως αυτών (πωλητών) προς εξόφληση του κατά την σύναψη της δικαιοπραξίας ανεξοφλήτου υπολοίπου κεφαλαίου εκ ποσού 20.912,51 ευρώ του στεγαστικού δανείου και προς εξάλειψη της εξασφαλιζούσης τούτο υποθήκης υπέρ της δανειστρίας …. Τραπέζης της Ελλάδος Α.Ε μέχρι τον χρόνο λήξεως του χρησιδανείου (30ή Σεπτεμβρίου 2011). Αντιστοίχως, η κατά τον χρόνον της αγοραπωλησίας μη υπάρχουσα αλλά εκ των υστέρων (τρείς μήνες μετά την λήξη του χρησιδανείου) ανακύψασα δυσχέρεια μεταπωλήσεως του συγκεκριμένου ακινήτου από τους αγοραστές και αναστολή επιτεύξεως του επενδυτικού στόχου αυτών ένεκα της ασκήσεως της ενδίκου αγωγής διαρρήξεως, η οποία ενεγράφη στα βιβλία διεκδικήσεων του Υποθηκοφυλακείου Πειραιώς την 19η Ιανουαρίου 2012, συνιστά εύλογη αιτία εκμισθώσεως αντί μισθώματος 800 ευρώ μηνιαίως (βάσει του ενδεικτικώς προσκομιζομένου από 15-11-2013 δελτίου του υποκαταστήματος Δημοτικού Θεάτρου Πειραιώς περί καταθέσεως ποσού 1.600 ευρώ διά μισθώματα δύο μηνών στον υπ’ αριθ. ……. λογαριασμό του τρίτου εφεσιβλήτου στην …. Α.Ε.) του συγκεκριμένου ακινήτου κατά προτίμησιν εις τους μέχρι τότε εντός αυτού κατοικούντες πωλητές προς τον σκοπόν επιτεύξεως της βελτίστης προσοχής και συντηρήσεως του μισθίου από τους (μέχρι πρότινος) προηγουμένους ιδιοκτήτες του (συνηγορούσης και της συναισθηματικής σχέσεως προς το υπ’ εκείνων ανεγερθένεν οικοδόμημα μονοκατοικίας) εν συγκρίσει προς την αβέβαιη επιμέλεια και προσοχή οιουδήποτε τρίτου μισθωτού, ο οποίος έρχεται διά πρώτη φορά εις επαφή μετά του ακινήτου. Το δέ εκ μέρους του τετάρτου εναγομένου αποκτηθέν ποσοστόν συγκυριότητος μόλις 15% επί του ακινήτου συνάδει προς την αναλογία του υπ’ αυτού καταβληθέντος χρηματικού κεφαλαίου (εκ ποσού 64.000 ευρώ) εν σχέσει προς το ύψος του συμφωνηθέντος τιμήματος εκ ποσού  430.964,26 ευρώ (= 64.000 Ε Χ 100 Ε /430.964,26 Ε = 14,85%). Βάσει των προαναφερομένων ανταποδεικτικών στοιχείων και ελλείψει εξετάσεως κάποιου μάρτυρος αποδείξεως εκ μέρους της εναγούσης ή της προσθέτως παρεμβαινούσης (εκκαλούσης) δεν αποδεικνύεται ο αγωγικός ισχυρισμός περί εικονικότητος της ως άνω δικαιοπραξίας, αφού ούτε συγγένεια ούτε αρραγής φιλία ή άλλη στενή κοινωνική σχέση συνέδεε τον πρώτο εφεσίβλητο και την δευτέρα εφεσίβλητο μετά των τρίτου και τετάρτου εφεσιβλήτων, εξ ής να δικαιολογείται η εικονική μεταβίβαση τοιαύτης χρηματικής αξίας ακινήτου περιουσιακού στοιχείου, η  συντέλεση της οποίας προϋποθέτει και απαιτεί την καταβολή σημαντικού χρηματικού ποσού διά φόρο μεταβιβάσεως και έξοδα μεταγραφής και επιπροσθέτως συνεπάγεται σημαντική επιβάρυνση του φόρου εισοδήματος των αγοραστών. Ορθώς, επομένως εξετίμησε τις αποδείξεις το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και απέρριψε και την επικουρική  αγωγική βάση κατ’ ουσίαν και ο περί του αντιθέτου προβαλλόμενος δεύτερος λόγος εφέσεως τυγχάνει απορριπτέος και ΙΙΙ) Πρέπει, επομένως, να απορριφθεί η έφεση κατά το σύνολον αυτής, να διαταχθεί η εισαγωγή του καταβληθέντος παραβόλου εφέσεως στο Δημόσιο Ταμείο (αρθρο 495§3εδ.ε΄ ΚΠολΔ) και να επιβληθεί η δικαστική δαπάνη του δευτέρου βαθμού δικαιοδοσίας των εφεσιβλήτων (ενιαίως διά τους πρώτον και δευτέραν εφεσιβλήτους, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από κοινό πληρεξούσιο δικηγόρο και κατέθεσαν κοινό δικόγραφο προτάσεων και αυτοτελώς δι’ έκαστον εκ των τρίτου και τετάρτου εφεσιβλήτων, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από διαφορετικούς πληρεξουσίους δικηγόρους και κατέθεσαν αυτοτελή δικόγραφα προτάσεων), κατόπιν υποβολής αντιστοίχου αιτήματος εκ μέρους αυτών, εις βάρος της ηττηθείσης εκκαλούσης (άρθρα 191§2 και 183 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικώτερον οριζόμενα στο διατακτικό.

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

Δικάζει κατ’ αντιμωλίαν την υπ’ αριθ. καταθ. ….. /2015 έφεση κατά της υπ’ αριθ. 806 /2015 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Δέχεται τυπικώς και απορρίπτει αυτήν κατ’ ουσίαν.

Διατάσσει την εισαγωγή του εις το σκεπτικό αναφερομένου παραβόλου εκ ποσού διακοσίων (200) ευρώ εις το Δημόσιο Ταμείο.

Επιβάλλει εις βάρος της εκκαλούσης την δικαστική δαπάνη των εφεσιβλήτων διά τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, την οποίαν ορίζει διά μέν τους πρώτον και δευτέραν εφεσιβλήτους σε πεντακόσια (500) ευρώ, διά τον τρίτον εφεσιβλητον σε πεντακόσια (500) ευρώ και διά τον τέταρτον εφεσίβλητον σε πεντακόσια (500) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά την   29η Ιουνίου 2017.

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΥΣ

 

Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, στις 17  Ιανουαρίου 2018, με άλλη σύνθεση, λόγω  συνταξιοδοτήσεως και αναχωρήσεως της Εφέτου  Μαρίας Μέξα-Ευδαίμονος, αποτελουμένη από τους Δικαστές,  Αικατερίνη Νομικού, Πρόεδρο Εφετών,  Παναγιώτη Χουζούρη και Μαρία Ανδρεοπούλου, Εφέτες, και με Γραμματέα την  Δήμητρα Πάλλα,  δίχως να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι αυτών.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΥΣ