Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 14/2018

Αριθμός 14 /2018

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Δημήτριο Χονδρογιάννη, Πρόεδρο Εφετών, Αργυρώ Αρναούτη-Μπλέτσα, Εφέτη και Βασιλική Χάσκαρη, Εισηγήτρια-Εφέτη, και από τη Γραμματέα Κ.Δ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Οι υπό κρίση από 26.1.2010  (και με αύξοντα  αριθμό κατάθεσης ……./14.6.2010) και από 15.7.2010  (και με αύξοντα αριθμό κατάθεσης …../16.7.2010) εφέσεις που ενάγοντος-εκκαλούντος και της εκκαλούσας- εναγομένης εταιρείας, αντιστοίχως, κατά της υπ’ αριθ 4749/2009 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων  663 επ ΚΠολΔ «περί εργατικών διαφορών) έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εντός της οριζόμενης από τη διάταξη του άρθρου 518 παρ. 1 ΚΠολΔ προθεσμίας των 30 ημερών από τη νομότυπη επίδοση αυτής, προς την εκκαλούσα- εφεσίβλητη- εναγομένη εταιρεία, η οποία έλαβε χώρα την 18η Ιουνίου 2010 (βλ. επικαλούμενη και προσκομιζόμενη υπ΄αριθ …./18.7.2010 του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς . …..).  Πρέπει, επομένως, να  γίνουν τυπικά δεκτές οι ένδικες αυτές εφέσεις (άρθρα 532 ΚΠολΔ) και να ερευνηθούν, περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των επί μέρους, αντιστοίχως, λόγων τους, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ), διατασσομένης, της ένωσης και συνεκδίκασης αυτών, δεδομένου ότι, συντρέχουν εν προκειμένω οι οριζόμενες από τη διάταξη του άρθρου 246 ΚΠολΔ αντίστοιχες προϋποθέσεις. Ο ενάγων με την από 4.1.2008 (και με αύξοντα αριθμό κατάθεσης ……/2008) αγωγή του ισχυρίσθηκε ότι, δυνάμει της σε αυτή (αγωγή) αναφερομένης σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, είχε προσληφθεί από την εναγομένη, η οποία δραστηριοποιείται επιχειρηματικά στον κλάδο επισκευής πλοίων, καθώς και της τοποθέτησης ικριωμάτων σε  οικοδομές, υπόγεια, έργα διυλιστήρια κλπ, για  να απασχοληθεί σε αυτή ως τεχνίτης  ικριωμάτων- εργοδηγός, προσέφερε δε αυτός την ως άνω εργασία του προς την εναγομένη έως την 28.12.2006, οπότε η τελευταία προέβη στην μονομερή καταγγελία της ως άνω ένδικης εργασιακής σύμβασης. Με βάση δε το ιστορικό αυτό της ένδικης αυτής αγωγής, ο ενάγων είχε ζητήσει (μετά και τον κατ’ άρθρο 223 ΚΠολΔ εν μέρει περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος αυτής σε αναγνωριστικό) κυρίως και με βάση την εν λόγω εργασιακή σύμβαση, άλλως με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού του ΑΚ, σε περίπτωση ακυρότητας της εν λόγω εργασιακής σύμβασης, αφενός να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει σε αυτόν το ποσό των 11.584,40 ευρώ για αμοιβή του για την εκτός έδρας απασχόληση του κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2005 έως 12-10-2005 και αφετέρου να αναγνωρισθεί ότι, η αυτή εναγομένη οφείλει να του καταβάλει το ποσό των 111.302,50 ευρώ για διαφορές ημερομισθίων, έκτου ημερομισθίου, για αμοιβή για την εκτός έδρας απασχόλησή του, για την καθημερινή υπερωριακή εργασία του, για την απασχόληση του κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές, για διαφορές επιδομάτων δώρων, αποδοχών και επιδόματος αδείας, όλα δε τα ως άνω επί μέρους αντιστοίχως, κονδύλια με τον νόμιμο κατά περίπτωση τόκο, κατά τα ειδικότερα στην αγωγή αναφερόμενα.

Επί της ως άνω ένδικης αγωγής εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων η ήδη εκκαλουμένη και ανωτέρω αναφερόμενη υπ’ αριθ. 4749/2009 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (κατά την προαναφερθείσα ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών), δυνάμει της οποίας έγινε αυτή εν μέρει δεκτή, αναγνωρίζοντας ότι η εναγομένη εταιρεία οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 16.909,28 ευρώ, με τον νόμιμο κατά περίπτωση τόκο και κατά τα ειδικότερα σε αυτή διαλαμβανόμενα. Κατά της ως άνω οριστικής απόφασης παραπονούνται πλέον οι εκκαλούντες ενάγων και εναγομένη, αντιστοίχως και για τους λόγους που αναφέρονται στα δικόγραφα των κρινομένων εφέσεων και ανάγονται τόσο σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όσο και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας, ο μεν εκκαλών- ενάγων την παραδοχή της αγωγής του στο σύνολό της η δε εκκαλούσα εναγομένη εταιρεία την εξαφάνισή της και την απόρριψη της κατ’ αυτής ένδικης αγωγής στο σύνολό της.

Από την επισκόπηση του δικογράφου  της ένδικης αγωγής (επί της οποίας εκδόθηκε η ήδη εκκαλουμένη απόφαση), μεταξύ των άλλων, προκύπτει ότι όπως άλλωστε προαναφέρθηκε, γίνεται μνεία σε αυτή και της ιδιότητας υπό την οποία ο ενάγων προσελήφθη από την εναγομένη για να προσφέρει σε αυτή την εργασία του και  ειδικότερα αυτή του τεχνίτη ικριωμάτων εργοδηγού. Η αναφορά και μόνο της ιδιότητας αυτής του ενάγοντος επαρκούσε, κατά την κρίση του δικαστηρίου, για το κατά νόμο (άρθρο 118 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ) παραδεκτό της ένδικης αγωγής ως προς το ως άνω ζήτημα και δεν ήταν αναγκαίο να αναφέρονται και τα έργα στα οποία απασχολήθηκε υπό την ιδιότητα του εργοδηγού, αν αυτός ήταν υπεύθυνος για την έκδοση αδειών κλπ, όπως μη νομίμως και αβασίμως ισχυρίσθηκε η εναγομένη πρωτοδίκως επαναφέροντας την αντίστοιχη ένστασή της με λόγο έφεσης. Δεν έσφαλε, επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο κατ’ ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των ως άνω δικονομικών διατάξεων, απέρριψε σιγή με την εκκαλουμένη απόφασή του τη συναφή με τα ως άνω περιστατικά προταθείσα ένσταση της εναγομένης και συνακόλουθα πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος,  ο περί του αντιθέτου πρώτος λόγος της έφεσης της εκκαλούσας- εναγομένης.

Από την επανεκτίμηση των καταθέσεων των πρωτοδίκων ενόρκων εξετασθέντων μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, οι οποίες περιέχονται στα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά συνεδριάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, από τα έγγραφα τα οποία επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι εκ νέου  κατά το παρόν στάδιο της έκκλητης δίκης, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, από τις επικαλούμενες και εκ νέου προσκομιζόμενες από την εναγομένη υπ’ αριθ ………./16.3.2009 ένορκες βεβαιώσεις, οι οποίες λήφθηκαν ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών . ……. νομοτύπως κατ’ άρθρο 671 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως  ίσχυε πριν την κατάργησή του με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (βλ. επικαλούμενη και προσκομιζόμενη υπ’ αριθ …/11.3.2009 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ………), λαμβανομένων υπόψη και των διδαγμάτων της κοινής πείρας, αποδεικνύονται, κατά την κρίση του δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Την 7.6.2004 καταρτίσθηκε στον Πειραιά μεταξύ των διαδίκων προφορική σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, με βάση την οποία η εναγομένη εταιρεία, η οποία εδρεύει στον Πειραιά και δραστηριοποιείται επιχειρηματικά στον κλάδο επισκευής πλοίων, καθώς και της τοποθέτησης ικριωμάτων σε οικοδομές, υπόγεια έργα, διυλιστήρια κλπ, προσέλαβε τον ενάγοντα για να απασχοληθεί σε αυτή ως τεχνίτης ικριωμάτων και ειδικότερα ως μέλος συνεργείου που είχε συγκροτήσει η εναγομένη για την εκτέλεση εργασιών συναρμολόγησης και τοποθέτησης ικριωμάτων σε οικοδομές, υπόγειων έργων, σε διυλιστήρια κλπ, προσέφερε δε ο τελευταίος, με την εν λόγω ιδιότητά του,  τις αντίστοιχες υπηρεσίες του προς την εναγομένη  έως την 28.12.2006,  οπότε η τελευταία προέβη στην μονομερή καταγγελία της εν λόγω ένδικης  εργασιακής σύμβασης. Κατά τον χρόνο πρόσληψης του ο ενάγων ήταν άγαμος και είχε προϋπηρεσία 19 ετών σε συναφείς με το αντικείμενό του εργασίες και ήταν μέλος του Συνδικάτου  Εργατοϋπαλλήλων Μετάλλου Νομού Πειραιά, ενημέρωσε δε σχετικώς τον νόμιμο εκπρόσωπο της εναγομένης (περιστατικό το οποίο δεν αμφισβητείται ειδικά από την εναγομένη). Από τα προσκομιζόμενα εκ νέου και κατά το παρόν στάδιο της παρούσας δίκης αποδεικτικά στοιχεία δεν αποδεικνύεται, κατ’ αρχάς η ουσιαστική βασιμότητα του αγωγικού ισχυρισμού του ενάγοντος ότι, δηλαδή αυτός προσελήφθη από την εναγομένη για να εργασθεί παράλληλα τόσο με την ειδικότητα του τεχνίτη ικριωμάτων όσο και με εκείνη του εργοδηγού, ώστε να δικαιούται επί πλέον και το προβλεπόμενο από την οικεία αντίστοιχη Σ.Σ.Ε των εργαζομένων στην ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη Πειραιώς- Αττικής και Νήσων (περί της οποίας μνεία θα γίνει στη συνέχεια)  αντίστοιχο επίδομα εκ ποσοστού 15%. Η περί των ανωτέρω κρίση του δικαστηρίου αυτού ότι, δηλαδή ο ενάγων δεν προσελήφθη για να εργασθεί και ως εργοδηγός θεμελιώνεται στα ακόλουθα αποδεικτικά στοιχεία για συγκεκριμένα 1/ στη γενόμενη από 7.6.2004 από την εναγομένη εργοδότρια εταιρεία αναγγελία πρόσληψης του ενάγοντος προς τον Ο.Α.Ε.Δ, η οποία μάλιστα φέρει και την υπογραφή αυτού του ίδιου ως μισθωτού, στην οποία αναφέρεται ότι, ο τελευταίος προσελήφθη με την ειδικότητα του τεχνίτη ικριωμάτων, 2/ στις καταθέσεις των ……………, οι οποίες περιέχονται αντιστοίχως στις προαναφερθείσες υπ’ αριθ ………../2009  ένορκες βεβαιώσεις, οι οποίοι υπήρξαν και αυτοί μισθωτοί της εναγομένης εταιρείας, απασχολούμενοι επίσης, όπως και ο ενάγων, υπό την ιδιότητα του τεχνίτη ικριωμάτων (πλην του εξ αυτών ……. ο οποίος παρείχε τις υπηρεσίες του ως εργοδηγός) και οι οποίοι βεβαιώνουν ότι και αυτός (ενάγων) εργάσθηκε αποκλειστικά ως τεχνίτης ικριωμάτων και όχι και ως εργοδηγός 3/ στην ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου κατάθεση του ενόρκως εξετασθέντος μάρτυρα της εναγομένης ………. (η οποία περιέχεται στα προσκομιζόμενα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδριάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, ο οποίος απασχολείται στην εναγομένη εταιρεία με την ιδιότητα του εργοδηγού και ο  οποίος βεβαιώνει μεταξύ άλλων και ότι, αυτός, ως εργοδηγός, συντόνιζε την εργασία, επέβλεπε, ανέθετε σε διάφορους τεχνίτες την εκτέλεση εργασιών κλπ ότι,  ο ενάγων είχε προσληφθεί και εργαζόταν ως τεχνίτης καθώς και ότι, ουδέποτε ο τελευταίος (ενάγων) απασχολήθηκε και την ειδικότητα του εργοδηγού 4/ Μεταξύ των άλλων στην με ημερομηνία 16.11.2005 κατάσταση των μισθωτών της εναγομένης, οι οποίοι απασχολούνταν στο πλοίο Ο, στην οποία αναφέρεται και ο ενάγων με  την ειδικότητα του τεχνίτη και στην οποία μάλιστα, έναντι του  ονόματός του υπάρχει η μη αμφιβητηθείσα από αυτόν (ενάγοντα) υπογραφή του 5/ στο ότι ο ίδιος ο ενάγων με όσα αναφέρει στην απ΄ αυτόν ασκηθείσα  έφεση (βλ ειδικότερα σελ. 7 υπό στοιχείο δ΄) συνομολογεί ότι, σύμφωνα με την ατύπως καταρτισθείσα ένδικη εργασιακή σύμβαση, προσελήφθη από την εναγομένη για να εργαστεί με την ειδικότητα του τεχνίτη ικριωμάτων 6/ Πέραν,  όσων προαναφέρθηκαν, η περί των ανωτέρω κρίση του  δικαστηρίου ενισχύεται  και από το ότι, τυχόν παραδοχή του ισχυρισμού του ενάγοντος περί παράλληλης ιδιότητάς του, δηλαδή  ως τεχνίτη ικριωμάτων και εργοδηγού, ασφαλώς θα ήταν και αντίθετη προς τα λαμβανόμενα υπόψη αυτεπαγγέλτως διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ). Τούτο δε, διότι, ενόψει και της ως άνω επιχειρηματικής δραστηριότητας της εναγομένης, δεν θα ήταν εφικτή η παράλληλη ιδιότητα του ενάγοντος ως τεχνίτη ικριωμάτων και ως εργοδηγού. ιδιότητες οι οποίες ασφαλώς προσκρούουν και στην κοινή λογική, αφού δεν είναι λογικώς δυνατόν να εργάζεται ο ενάγων ως τεχνίτης και παράλληλα να επιβλέπει, να συντονίζει την όλη εκτέλεση της εργασίας, να δίδει οδηγίες προς τους λοιπούς εργαζομένους κλπ εργασίες που ανάγονται αποκλειστικά στην ιδιότητα του εργοδηγού και οι οποίες, όπως είναι φυσικό, απαιτούν την επίδειξη αυξημένης επιμέλειας και αποκλειστική ενασχόληση. Εξάλλου, τα ανωτέρω  αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, δεν αναιρούνται από το ό,τι ο ενάγων υπέγραφε διάφορα έγγραφα με την ιδιότητα του εργοδηγού, δηλαδή χορηγηθείσες επ’ ονόματι αυτού (ενάγοντος) άδειες εκτέλεσης εργασιών,  άδειες  λειτουργίας εργοταξίων, χορήγηση αδείας, τοποθέτησης ικριωμάτων κλπ, διότι μεταξύ των άλλων, όπως άλλωστε κατέθεσε και ο προαναφερθείς μάρτυρας της εναγομένης- εργοδηγός, σε περίπτωση απουσίας του μηχανικού, ο οποίος βεβαιώνει εγγράφως ότι,  η κατασκευασθείσα σκαλωσιά είναι ασφαλής, τη σχετική βεβαίωση υπογράφει εκείνος ο  οποίος κατασκεύασε τη σκαλωσιά, όπως μεταξύ των άλλων και ο ενάγων. Ενόψει, επομένως, όσων προαναφέρθηκαν και αποδείχθηκαν  ανωτέρω είναι προφανές ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχθηκε  ότι ο ενάγων απασχολείτο στην εναγομένη εταιρεία παράλληλα τόσο με την ιδιότητα του τεχνίτη ικριώματα, όσο και εκείνη του εργοδηγού, υπολογίζοντας μάλιστα στις εν γένει αποδοχές του και το αντίστοιχο προβλεπόμενο από την οικεία Σ.Σ.Ε επίδομα εκ ποσοστού 15%  δεν εκτίμησε ορθά τις αποδείξεις και θα πρέπει, ως εκ τούτου, να γίνει δεκτός ο συναφής με τα ανωτέρω περιστατικά αντίστοιχος πρώτος λόγος της έφεσης της εκκαλούσας εναγομένης κατά το μέρος κατά το οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση ως προς τις ως άνω παραδοχές της.

Ακολούθως, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδεικνύεται επίσης ότι, κατά τη διάρκεια ισχύος  της ως άνω ένδικης εργασιακής σύμβασης, συμφωνήθηκε ότι, θα εφαρμόζεται η εκάστοτε ισχύουσα Τοπική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Ναυπηγοεπισκευαστικών Εργασιών Ν. Πειραιά – Αττικής και Νήσων, είτε παρέχεται η εργασία του ενάγοντος εντός της ναυπηγοεπισκευαστικής ζώνης είτε εκτός έδρας, δεδομένου  ότι (όπως προαναφέρθηκε), η εναγομένη εταιρεία έχει την έδρα της στον Πειραιά και μεταξύ των άλλων δραστηριοποιείται επιχειρηματικά και στη Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη. Ειδικότερα, σύμφωνα με  όσα ορίζονται στις εφαρμοζόμενες, κατά το κρίσιμο επίδικο χρονικό διάστημα, αντίστοιχες από 29.5.2003, 23.3.2005 και 21.2.2006 συλλογικές συμβάσεις, αυτές φορούν στους  όρους αμοιβής και εργασίας των Εργατοτεχνιτών και Υπαλλήλων που απασχολούνται σε Μεταλλουργικές Επιχειρήσεις, οι οποίες δραστηριοποιούνται στη Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη, ανεξάρτητα αν η έδρα τους είναι εντός ή εκτός της Περιφέρειας Πειραιά. Κατ΄ εφαρμογή δε των οριζομένων στις εν λόγω Σ.Σ.Ε, έπρεπε, καθ΄όλη τη διάρκεια ισχύος της ένδικης εργασιακής σύμβασης, να καταβάλλεται σε αυτόν  6ο ημερομίσθιο για κάθε πενθήμερη εβδομάδα εργασίας και συνολικά 35 ώρες εβδομαδιαίως, καθώς και η καταβολή υπερωριακής αμοιβής από τη πρώτη ώρα  εργασίας του κατά τα Σάββατα, τις αργίες και τις Κυριακές. Η περί των ανωτέρω κρίση του δικαστηρίου, ότι δηλαδή έπρεπε στην ένδικη περίπτωση να έχουν εφαρμογή οι ως άνω Σ.Σ.ΣΕ ενισχύεται και από τα οριζόμενα στο κεφάλαιο Ε και υπό τον τίτλο Γενικές Διατάξεις αυτών, στις οποίες, μεταξύ των άλλων, ορίζεται ότι Α/ Σε περίπτωση που ο τόπος βρίσκεται έξω από τη Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη ο Εργοδότης υποχρεούται να παρέχει μεταφορικό μέσο για την μεταφορά των εργαζομένων και Β/ Σε περίπτωση απασχολήσεως του εργαζομένου εκτός της Ναυπηγοεπισκευαστικής Ζώνης και όταν ακόμα η μετάβαση γίνεται με μεταφορικό μέσο του Εργοδότη ή την συγκοινωνία, ο χρόνος εργασίας υπολογίζεται από την στιγμή της αναχωρήσεως από την έδρα της Επιχείρησης και η λήξη της εργασίας είναι η στιγμή της επαναφοράς του σε αυτή (η διαδρομή εφόσον γίνεται εκτός νομίμου ωραρίου πληρώνεται απλή ως ημερομίσθιο)».  Από τα οριζόμενα  στις ως άνω Σ.Σ.Ε. με βεβαιότητα προκύπτει ότι, βούληση των συμβληθέντων στην κατάρτιση τους ήταν αυτές να έχουν εφαρμογή είτε ο μισθωτός απασχολείται εντός της Ναυπηγοεπισκευαστικής Ζώνης είτε εκτός αυτής, άλλως και εφόσον η βούληση αυτών ήταν να εφαρμόζονται οι εν λόγω Σ.Σ.Ε μόνο κατά τον χρόνο απασχόλησης του μισθωτού εντός της Ναυπηγοεπισκευαστικής Ζώνης, ασφαλώς και θα υπήρχε σχετική περί τούτου πρόβλεψη σε αυτές. Ομοίως, υπέρ των ανωτέρω συνηγορεί και η απευθυνόμενη προς την εναγομένη από 19.1.2009 επιστολή της Ένωσης Ναυπηγοεπισκευαστών Πειραιά με την οποία, σε απάντηση σχετικής επιστολής αυτής (εναγομένης) ενημερώθηκε η τελευταία ότι, οι ως Σ.Σ.Ε. εφαρμόζονται ανεξάρτητα αν η έδρα τους είναι εντός ή εκτός της Περιφέρειας Πειραιά. Σαφής, άλλωστε, περί των ανωτέρω είναι και η κατάθεση του πρωτοδίκως εξετασθέντος μάρτυρα απόδειξης, ο οποίος ήταν συνάδελφος του ενάγοντος απασχολούμενος και αυτός από την εναγομένη εταιρεία και ο οποίος κατέθεσε ότι, ότι ο ενάγων «συμφώνησε τη συλλογική σύμβασης της ζώνης» και ότι και για τον ίδιο (μάρτυρα)  εφαρμόζονταν οι προαναφερθείσες Σ.Σ.Ε. (βλ. κατάθεση εν λόγω μάρτυρα στα προσκομιζόμενα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδριάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου). Εξάλλου, τα ως άνω αποδειχθέντα δεν αναιρούνται από τις περί του αντιθέτου καταθέσεις των μαρτύρων μισθωτών επίσης της εναγομένης (οι οποίες περιέχονται στις προαναφερθείσες ένορκες βεβαιώσεις), οι οποίοι ήταν επίσης συνάδελφοι του ενάγοντος εργαζόμενοι στον ίδιο χώρο εργασίας και οι οποίοι κατέθεσαν ότι, κατά τον χρόνο κατά τον οποίο απασχολούνταν εκτός έδρας δεν ίσχυε η προαναφερθείσα Σ.Σ.Ε., αλλ’ αντιθέτως ότι. οι εν γένει αποδοχές τους ρυθμίζονταν κατόπιν σχετικής συμφωνίας τους με την εναγομένη. Τούτο, δε, διότι πέραν του ότι οι εν λόγω καταθέσεις δεν κρίνονται πειστικές, σε κάθε περίπτωση δεν είναι νοητό να εφαρμόζονται διαφορετικές Σ.Σ.Ε για τον αυτόν εργαζόμενο στον ίδιο επίσης εργοδότη και μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως εν προκειμένω για την εκτός έδρας παροχή εργασίας, οι σχετικές αποδοχές να ρυθμίζονται με ελεύθερες διαπραγματεύσεις, όπως καταθέτουν οι προαναφερθέντες μάρτυρες ανταπόδειξης, πολύ μάλιστα περισσότερο αφού, όπως εκτέθηκε ήδη, οι εν λόγω Σ.Σ.Ε., εφαρμόζονται ανεξάρτητα από την έδρα της επιχείρησης του εργοδότη η οποία (επιχείρηση) εμπίπτει στις οριζόμενες απ’ αυτές προϋποθέσεις. Επιπροσθέτως καταθέτοντας, ο ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου εξετασθείς μάρτυρας ανταπόδειξης, ότι ο ενάγων λάμβανε το 6° ημερομίσθιο και στη ζώνη που εργαζόταν, εμμέσως, πλην σαφώς επιβεβαιώνει ότι εφαρμόζονταν οι ως άνω Σ.Σ.Ε ανεξαρτήτως του τόπου παροχής εργασίας των μισθωτών της εναγομένης. Η περί των ανωτέρω κρίση του δικαστηρίου δεν  αναιρείται από το – περί του αντιθέτου – περιεχόμενο του με Α.Π. 10961/859/16.3.2009 εγγράφου της Δ/νσης Αμοιβής και Εργασίας του Υπουργείου Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας (περί των διαφορετικών δηλαδή όρων εργασίας για την παροχή της εργασίας εντός της ναυπηγοεπισκευαστικής ζώνης και εκτός, αντιστοίχως), τούτο δε, διότι, προεχόντως προσκρούει στα αντιθέτως οριζόμενα στις προαναφερθείσες Σ.Σ.Ε. Σε κάθε, δε, περίπτωση, στο αυτό ως άνω έγγραφο αναφέρεται και ότι, οι εν λόγω Σ.Σ.Ε. εφαρμόζονται και στους εργαζομένους οι οποίοι απασχολούνται, μεταξύ των άλλων και με την ειδικότητα των τεχνιτών ικριωμάτων, οι οποίοι κατασκευάζουν μεταλλικές σκαλωσιές σε πλοία, περίπτωση η οποία, όπως προαναφέρθηκε και είναι προφανές ότι, συντρέχει και στην υπό δίκη διαφορά. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση   έκρινε ότι, κατά τα χρονικά διαστήματα κατά οποία εργάσθηκε ο ενάγων εκτός της ναυπηγοεπισκευαστικής ζώνης δεν εφαρμόζονταν οι προαναφερθείσες Σ.Σ.Ε και απέρριψε την ένδικη αγωγή αναφορικά με τα αντίστοιχα αγωγικά κονδύλια/έσφαλε τόσο περί την ερμηνεία και εφαρμογή των εν λόγω ενδίκων Σ.Σ.Ε., όσο και περί την εκτίμηση των αποδείξεων και θα πρέπει, ως εκ τούτου, να γίνουν δεκτοί ως βάσιμοι οι συναφείς με τα ανωτέρω περιστατικά αντίστοιχοι πρώτος, δεύτερος, τρίτος, τέταρτος και πέμπτος λόγοι της έφεσης του εκκαλούντος ενάγοντος, οι οποίοι εκτιμώνται ως ένας ενιαίος λόγος. Περαιτέρω, από τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι, κατά τα χρονικά διαστήματα κατά τα οποία ο ενάγων θα απασχολείτο εκτός της ναυπηγοεπισκευαστικής ζώνης, έπρεπε η έναρξη του χρόνου εργασίας να υπολογισθεί από το χρονικό σημείο της αναχώρησης από την έδρα της επιχείρησης και η λήξη της εργασίας ήταν το αντίστοιχο χρονικό σημείο της επαναφοράς του σε αυτή, δοθέντος δε ότι, η σχετική διαδρομή γινόταν εκτός του νομίμου ωραρίου, αυτή (διαδρομή) θα έπρεπε να πληρωνόταν ως απλό ωρομίσθιο, κατ’ εφαρμογή άλλωστε των αντιστοίχων οριζομένων στις ως άνω Σ.Σ.Ε. Όπως δε συνομολογήθηκε από τους  παραστάντες δικηγόρους των διαδίκων κατά την εξέταση του μάρτυρα απόδειξης (με σχετική δήλωση τους στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά συνεδριάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου), η ως άνω διαδρομή μετάβασης και επιστροφής διαρκούσε συνολικά δύο (2) ώρες και επομένως ο ενάγων δικαιούτο αντίστοιχο απλό ωρομίσθιο. Αντιθέτως από τα αυτά ως άνω αποδεικτικά στοιχεία δεν αποδείχθηκε ότι είναι  βάσιμος ο πρωτοδίκως προβληθείς ισχυρισμός της εναγομένης εταιρείας ότι, δηλαδή, ως τόπος παροχής εργασίας είχε συμφωνηθεί μεταξύ των διαδίκων ο εκάστοτε τόπος στον οποίο η εναγομένη εταιρεία πραγματοποιούσε έργα τοποθέτησης ικριωμάτων. Δεχόμενο, παρόλα αυτά, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο τα αντίθετα, ότι, δηλαδή, ως τόπος παροχής εργασίας αυτού ήταν ο εκάστοτε τόπος εργασίας αυτού και απορρίπτοντας το αντίστοιχο αγωγικό κονδύλιο περί της πρόσθετης αμοιβής του ενάγοντος για την εκτός έδρας μετάβαση του προς εργασία, είναι προφανές ότι, έσφαλε τόσο περί την ερμηνεία και εφαρμογή των ως άνω ΣΣΕ, όσο και περί την εκτίμηση των αποδείξεων και θα πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο συναφής με τα ανωτέρω περιστατικά αντίστοιχος έκτος λόγος της έφεσης του εκκαλούντος ενάγοντος. Κατ’ ακολουθία και κατ’ εφαρμογή των συνδυασμένων διατάξεων των άρθρων 522, 535 και 536 παρ.2 ΚΠολΔικ, από τις οποίες συνάγεται ότι, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, όταν κατά παραδοχή λόγου εφέσεως, εξαφανίσει την εκκληθείσα απόφαση καθίσταται αρμόδιο να ερευνήσει όλα τα ζητήματα που υποβλήθηκαν πρωτοδίκως προς οριστική διάγνωση της διαφοράς (πρβλ. ΑΠ 597/2016 ΤΝΠ ΔΣΑ) και λαμβανομένης υπόψη της παραδοχής των ως άνω λόγων των υπό κρίση αντιθέτων εφέσεων, πρέπει αυτές να γίνουν δεκτές, ως και κατ’ ουσία βάσιμες, να εξαφανισθεί η ως άνω εκκαλουμένη απόφαση και ακολούθως το παρόν δικαστήριο να κρατήσει την ένδικη υπόθεση και να χωρίσει στην περαιτέρω έρευνα αυτής.

Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται περαιτέρω ότι, ο ενάγων κατά τον ένδικο χρονικό διάστημα απασχόλησης του από την εναγομένη, εργάσθηκε από 13.10.2005 έως 14.2.2006 εντός της ναυπηγοεπισκευαστικής ζώνης και συγκεκριμένα στα ναυπηγεία Περάματος, από 7.6.2004 έως 13.10.2004 και από 15.6.2006 έως 28.12.2006 εργαζόταν στις εγκαταστάσεις της εταιρείας «………» (……..), καθώς και σε διάφορες οικοδομές, κατά το χρονικό δε διάστημα από 14.10.2004 έως και 12.10.2005 στις εγκαταστάσεις της εταιρείας «……….». Ομοίως, όπως συνομολογεί ο ενάγων στην ένδικη αγωγή του: α) από 26.7.2004 έως την 1.8.2004 και από 22.7.2005 έως την 9.8.2005 έλαβε αυτούσια άδεια και β) από 13.9.2004 έως 14.9.2004, από 17.9.2004 έως 26.9.2004, από 15.2.2006 έως 19.2.2006, την 21.2.2006, την 2.3.2006, από 20.5.2006 έως 18.6.2006 και από 23.6.2006 έως 2.7.2006 δεν προσέφερε την εργασία του στην εναγομένη. Ωστόσο, από τα αποδεικτικά μέσα τα οποία επικαλέσθηκε η εναγομένη με τις προτάσεις της και προσκόμισε πρωτοδίκως, τα οποία επικαλείται και προσκομίζει και κατά την προκειμένη έκκλητη δίκη δεν αποδεικνύεται, κατά την κρίση του δικαστηρίου ότι, ο ενάγων δεν εργάσθηκε και κατά τις ακόλουθες ημερομηνίες και συγκεκριμένα κατά τις 20.10.2005, 14, 17.21, 22, 23, 24 και 30.11.2005, 1, 5, 9, 14.23.26.27 και 29.12.2005, 30.1.2006, 1, 3-2 .2006, 8, 10, 16, 17, 20, 22, 23-2.2206, 3, 6, 7, 14,15, 27.3.2006, 13, 20, 21, 24, 28, 4.2006, 13, 20, 21, 24, 28.4.2006, όπως εσφαλμένα δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, τούτο, δε, διότι η εναγομένη ούτε πρωτοδίκως (επικαλέσθηκε και προσεκόμισε με τις προτάσεις της), αλλ’ ούτε και κατά την προκειμένη κατ΄ έφεση δίκη επικαλείται και προσκομίζει σχετική κατάσταση απουσιών. Ενόψει, δε, όσων προαναφέρθηκαν οι αποδοχές του ενάγοντος καθ’ όλη τη διάρκεια ισχύος της ένδικης εργασιακής σύμβασης θα έπρεπε να υπολογισθούν με βάση τους αντιστοίχους όρους οι οποίοι αναφέρονται στις ως άνω Σ.Σ.Ε., υπό το πρίσμα δε ισχύος αυτών θα ερευνηθούν περαιτέρω οι αντίστοιχες επί μέρους αγωγικές αξιώσεις του ενάγοντος. Ειδικότερα, αποδεικνύονται τα ακόλουθα:

Α.- ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΗΜΕΡΟΜΙΣΘΙΩΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: Ο ενάγων, κατά τη διάρκεια ισχύος της ένδικης εργασιακής σύμβασης εργάσθηκε: α) Από 7.6.2004 έως 31.12.2004 επί 126 καθημερινές (Δευτέρα έως Παρασκευή), β) από 1.1.2005 έως 6.6.2005 επί 102 καθημερινές, γ) από 7.6.2005 έως 31.12.2005 επί 124 καθημερινές ημέρες και δ) από 1.1.2006 28.12.2006 επί 220 καθημερινές ημέρες. Κατά συνέπεια, ο ενάγων εδικαιούτο να λάβει ως ημερομίσθια, αντίστοιχα, για την επτάωρη εργασία του κατά τα αντίστοιχα χρονικά διαστήματα και με βάση την ως άνω ΣΣΕ„ τα ακόλουθα ποσά που αναλογούν στην ιδιότητα του ως τεχνίτη ικριωμάτων: α) από 7.6.2004 έως 31.12.2004 το ποσό των 7.757,82 ευρώ (δηλ. νόμιμο ημερομίσθιο 61,57 ευρώ Χ 126 ημερομίσθια), Αντ’ αυτών ο ενάγων έλαβε 6.582,24 όπως ο ίδιος συνομολογεί και επομένως δικαιούται να λάβει τη διαφορά που ανέρχεται στο ποσό των 1.175,58 ευρώ,) β) από 1.1.2005 έως 6.6.2005 το ποσό των 7.086,96 ευρώ (δηλ. νόμιμο ημερομίσθιο 69,48 Χ 192 ημέρες). Αντ’ αυτών ο ενάγων έλαβε όπως ο ίδιος συνομολογεί το ποσό των 5.761,12 ευρώ και επομένως δικαιούται να λάβει τη διαφορά που ανέρχεται στο ποσό των 1.325,84 ευρώ, γ) από 7.6.2005 έως και 31.12.2005 έπρεπε να λάβει το ποσό των 8.011,64 ευρώ (δηλ. νόμιμο ημερομίσθιο 69,48 – 7% = 64,61 ευρώ Χ 124 καθημερινές). Αντ’ αυτού ο ενάγων έλαβε όπως ο ίδιος συνομολογεί το μεγαλύτερο ποσό των 7.565,28 ευρώ και επομένως δικαιούται να λάβει διαφορά των 446,36 ευρώ και δ) από 1.1.2006 έως και 28.12.2006 έπρεπε να λάβει το ποσό των 15.446,20 ευρώ (δηλ. νόμιμο ημερομίσθιο 75,50 – 7% = 70,21 ευρώ Χ 220 καθημερινές). Αντ’ αυτού ο ενάγων έλαβε όπως ο ίδιος συνομολογεί το ποσό των 14.280,87 ευρώ και επομένως δικαιούται να λάβει τη διαφορά των 1.165,38 Κατ’ ακολουθία για διαφορά ημερομισθίων κατά το ως άνω ένδικο χρονικό διάστημα από 7.6.2004 έως 28.12.2006 ο ενάγων δικαιούται να λάβει το συνολικό ποσό των 4.113,16 ευρω.

Β,- ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΕΚΤΟΥ ΗΜΕΡΟΜΙΣΘΙΟΥ:  Ομοίως, όπως ήδη προαναφέρθηκε, ο ενάγων έπρεπε να λαμβάνει, όπως είχε συμφωνηθεί κατά την κατάρτιση της ένδικης εργασιακής σύμφωνα, άλλως σύμφωνα με τα οριζόμενα στις ως άνω ΣΣΕ, έξι ημερομίσθια για κάθε πενθήμερη εβδομαδιαία εργασία και ως εκ τούτου, δικαιούτο να λάβει για το έκτο ημερομίσθιο κατά το προαναφερθέν ένδικο χρονικό διάστημα τα έναντι αυτών αναφερόμενα αντιστοίχως ποσά και συγκεκριμένα: α) από 7.6.2004 έως 31.1.2004 το ποσό των 1.631,60 ευρώ (δηλ. 26,50 εβδομάδες Χ νόμιμο ημερομίσθιο 61,57 ευρώ). Αντ’ αυτού ο ενάγων έλαβε 1.384,36 ευρώ (δηλαδή καταβαλλόμενο ημερομίσθιο 52,24 ευρώ Χ 26,50 εβδομάδες) και συνεπώς δικαιούται τη διαφορά των 247,24 ευρώ, β) από 1.1.2005 έως και 6.6.2005 το ποσό 1.545,93 ευρώ (δηλ. 22,25 εβδομάδες Χ 69,48 νόμιμο ημερομίσθιο). Αντ’ αυτού ο ενάγων έλαβε 1.254,88 ευρώ (δηλ. 8,56 εβδομάδες Χ καταβαλλόμενο ημερομίσθιο 52,24 ευρώ και 13,69 εβδομάδες Χ καταβαλλόμενο ημερομίσθιο 59,00 ευρώ) και επομένως δικαιούται την προκύπτουσα διαφορά των 291,05 ευρώ, γ) από 7.6.2005 έως και 31.12.2005 εδικαιούτο να λάβει το ποσό των 1.713,45 ευρώ (δηλ. 26,52 εβδομάδες Χ 64,69 ευρώ νόμιμο ημερομίσθιο). Αντ’ αυτού ο ενάγων, όπως ο ίδιος συνομολογεί, έλαβε για την ίδια αιτία το ποσό των 1.639,12 ευρώ (13,25 εβδομάδες Χ καταβαλλόμενο ημερομίσθιο 59,00 ευρώ και 13,27 εβδομάδες Χ καταβαλλόμενο ημερομίσθιο 64,61 ευρώ) και επομένως προκύπτει διαφορά των 74,33 ευρώ και δ) από 1.1.2006 έως και 28.12.2006 εδικαιούτο να λάβει το ποσό των 3.163,66 ευρώ (δηλ. 45,06 εβδομάδες Χ 70,21 ευρώ νόμιμο ημερομίσθιο). Αντ’ αυτού ο ενάγων, όπως ο ίδιος συνομολογεί, έλαβε για την ίδια αιτία το ποσό των 2.932,39 ευρώ (5,13 εβδομάδες Χ καταβαλλόμενο ημερομίσθιο 64,61 ευρώ + 13,27 εβδομάδες Χ καταβαλλόμενο ημερομίσθιο 70,21 ευρώ + 26,27 εβδομάδες Χ καταβαλλόμενο ημερομίσθιο 62,5 ευρώ) και επομένως προκύπτει διαφορά των 231,27 ευρώ. Κατ’ ακολουθία, για διαφορά έκτου ημερομισθίου κατά το ως άνω ένδικο χρονικό διάστημα από 7.6.2004 έως 28.12.2006, ο ενάγων δικαιούται να λάβει το ποσό των, 843,89 ευρώ.

Γ.- ΕΚΤΟΣ ΕΔΡΑΣ ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΗ: Περαιτέρω, όπως ήδη προαναφέρθηκε, η μετάβαση του ενάγοντος για ανάληψη εργασίας εκτός της έδρας της εναγομένης και αντίστοιχη επιστροφή, εφόσον γινόταν εκτός του νομίμου ωραρίου, έπρεπε να αμειφθεί ως απλό ωρομίσθιο και όχι υπερωριακά (όπως μη νομίμως είχε ζητήσει με την ένδικη αγωγή του ο ενάγων), σύμφωνα άλλωστε με την αντίστοιχη για το ζήτημα αυτό ρύθμιση από τις εφαρμοστέες εν προκειμένω ανωτέρω Σ.Σ.Ε της ναυπηγοεπισκευαστικής ζώνης. Με δεδομένο, ότι, συνομολογήθηκε – όπως προαναφέρθηκε – και από την εναγομένη ο συνολικός χρόνος μετάβασης και επιστροφής ανερχόμενος συνολικά σε δύο (2) ώρες, ο ενάγων για την εκτός έδρας παροχή της εργασίας του δικαιούτο να λάβει για την εν λόγω αιτία τα ακόλουθα ποσά: 1/ Κατά το χρονικό διάστημα από 5.10.2004 έως και την 31.12.2004 ο ενάγων απασχολήθηκε με την ανωτέρω ιδιότητα του εκτός της έδρας της εναγομένης και ειδικότερα στις εγκαταστάσεις της εταιρείας ………… στους …. … και συγκεκριμένα επί 59 καθημερινές ημέρες (εξαιρουμένων των ημερομηνιών 28.10.2004, 14.12.2004, 15.12.2004, 24.12.2004 και 27.12.2004 κατά τις οποίες δεν εργάσθηκε). Ομοίως, ο ενάγων εργάσθηκε και κατά τα Σάββατα 9.10.2004, 16.10.2004, 23.102004, 30.10.2004, 6.11.2004 και 18.12.2004, δηλαδή επί 6 Σάββατα και επομένως πραγματοποίησε αυτός διαδρομή μετάβασης και επιστροφής επί 65 (59 + 6) ημέρες και αντίστοιχα 130 ωρών (δηλ. 65 Χ 2 ώρες) και επομένως δικαιούτο να λάβει για την αιτία αυτή το ποσό των 1.479,80 ευρώ (δηλ. 130 ώρες Χ ωρομίσθιο 10,57), 2/ Κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2005 έως και την 12.10.2005 ο ενάγων απασχολήθηκε με την ανωτέρω ιδιότητα του επίσης εκτός της έδρας της εναγομένης και ειδικότερα στις εγκαταστάσεις της ως άνω εταιρείας …….. στους ……… και συγκεκριμένα, εξαιρουμένων των ημερομηνιών 7.1.2005, 4.3.2005, 7.3.2005, 14.3.2005, 28.3.2004, 29.4.2005, 2.5.2005, 23.5.2005, 24.6.2005, 27.6.2005 και 14.9.2005 κατά τις οποίες δεν εργάσθηκε, επί 178 καθημερινές. Ομοίως, ο ενάγων εργάσθηκε και κατά τα ακόλουθα Σάββατα 15.1.2005, 22.1.2005, 29.1.2005, 12.2.2005, 19.2.2005, 26.2.2005, 12.3.2005, 19.3.2005, 19.3.2005, 26.3.2005, 2.4.2005, 9.4.2005, 16.4.2005, 23.4.2005,’ 7.5.2005, 14.5.2005, 21.5.2005, 28.5.2005, 4.6.2005, 11.6.2005, 18.6.2005, 2.7.2005, 9.7.2005. 16.7.2005, 13.8.2005, 20.8.2005, 27.8.2005, 3.9.2005, 10.9.2005, 17.9.2005, 24.9.2005, 2.10.2005 και 9.10.2005, δηλαδή επί 33 Σάββατα. Παράλληλα ο ενάγων εργάσθηκε και κατά τις ακόλουθες Κυριακές  20.3.2005, 27.3.2005, 3-4-2005, 17.4.2005, 24.4.2005, 24.4.2005, 29.5.2005,  25.9.2005, 2.10.2005  και 9.10.2005 δηλαδή επί 10 ημέρες Κυριακή και επομένως πραγματοποίησε αυτός διαδρομή μετάβασης και επιστροφής   επί  218 ημέρα και αντίστοιχα 436 ωρών (δηλ 218 Χ 2 ώρες). Συνεπώς ο ενάγων δικαιούτο να λάβει για την ανωτέρω αιτία τα ακόλουθα ποσά α) από 1.1.2005 έως 6.6.2005 το ποσό των 2.625,84 ευρώ (δηλ. 252 ώρες Χ ωρομίσθιο 11.80 ευρώ και β) από 7.6.2005 έως και 12.10.2005 το ποσό των 1.994.40 ευρώ  (δηλ  184 ώρες Χ ωρομίσθιο 11.08 ευρώ). Πρέπει, εν προκειμένω, να επισημανθεί  ότι η περί των ανωτέρω κρίση του δικαστηρίου θεμελιώνεται κυρίως στην κατάθεση του πρωτοδίκως εξετασθέντος μάρτυρα απόδειξης σε συνδυασμό με την ήδη προαναφερθείσα συνομολόγηση της εναγομένης, περί του χρόνου διάρκειας της ως άνω μετάβασης και επιστροφής δεδομένου ότι η τελευταία δεν επικαλέσθηκε με τις πρωτόδικες προτάσεις της, αλλ΄ούτε  και κατά το παρόν στάδιο της κατ’ έφεση δίκης επικαλείται και προσκομίζει κάποιο περί του αντιθέτου αποδεικτικό στοιχείο. Κατ΄ ακολουθία, ο ενάγων δικαιούται να λάβει για την ανωτέρω αιτία το συνολικό ποσό των 6.447,80 ευρώ.

Δ – ΥΠΕΡΩΡΙΑΚΗ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΕΡΓΑΣΙΑ: Περαιτέρω, ομοίως αποδείχθηκε  ότι, ο ενάγων, πέραν του νομίμου ωραρίου του των 7 ωρών ημερησίως, απασχολήθηκε υπερωριακώς κατά τα ακόλουθα χρονικά διαστήματα και τις αντίστοιχες ώρες ως εξής: 1) Κατά το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο ενάγων εργαζόταν στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη, δηλαδή από 13.10.2005 έως 31.12.2005 ο ενάγων απασχολήθηκε καθ΄υπέρβαση των 7 ωρών, δηλαδή από 07.00 έως 16.00 ώρα δηλαδή επί 2 ώρες, όπως άλλωστε συνομολόγησε η εναγομένη με προφορική δήλωσή της στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο (που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά συνεδριάσεων του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και επανέλαβε με τις πρωτόδικες προτάσεις της (άρθρο 352 ΚΠολΔ). Παράλληλα, όπως ο ίδιος ο ενάγων συνομολογεί στην ένδικη αγωγή καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους 2006 απασχολήθηκε υπερωριακά κατά μέσο όρο επί 1 ώρα πέραν του νομίμου ωραρίου. Συνεπώς, ο ενάγων δικαιούται για τις ως άνω ώρες υπερωριακής απασχόλησης του, σύμφωνα με το Κέφ Γ’  των ως άνω Σ.Σ.Ε ετών 2005 και 2006 τα ακόλουθα ποσά: α) για το χρονικό διάστημα από 13.10.2005 έως 31.12.2005 κατά το οποίο απασχολήθηκε επί 32 ημέρες και συνολικά 64 ώρες, το συνολικό ποσό των 1660 ευρώ (δηλαδή 64,61 ευρώ νόμιμο ημερομίσθιο + αναλογία έκτου ημερομισθίου  11,08=75,69 ευρώ Χ 6:35=12,97 + προσαύξηση 100% = 25, 94 ευρώ το ωρομίσθιο Χ 64 ώρες που πραγματοποίησε), β) για το χρονικό διάστημα από 1.1.2006 έως 14.6.2008 κατά το οποίο απασχολήθηκε επί 54 ημέρες επί 1 ώρα ημερησίως και συνολικά 54 ώρες, το συνολικό ποσό των 1522,8 ευρώ (δηλαδή 70,21 ευρώ  νόμιμο ημερομίσθιο + αναλογία έκτου ημερομισθίου 12,06= 82,27 ευρώ Χ 6:35=1410 + προσαύξηση 100%=28,10 ευρώ το ωρομίσθιο Χ 54 ώρες που πραγματοποίησε). Συνολικά, δηλαδή για τις άνω αιτίες δικαιούται να λάβει το συνολικό ποσό των 3182,8 ευρώ. Αντί του ως άνω ποσού ο ενάγων για την αυτή αιτία έλαβε το ποσό των 3.070,62 ευρώ, όπως προκύπτει από τις αποδείξεις πληρωμής  που προσκομίσθηκαν από την εναγομένη  προσκομίζονται και ως εκ τούτου οφείλεται η διαφορά ανεχόμενη στο ποσό των  112,18 ευρώ 2) από 7.6.2004 έως 31.12.2004 ο ενάγων απασχολήθηκε υπερωριακά επί 65 και όχι 126 καθημερινές όπως αβασίμως αναφέρει ο ενάγων στην αγωγή και απασχολήθηκε αντίστοιχα, υπερωριακά κατά μέσο όρο επί 1 ώρα πέραν του νομίμου ωραρίου του των 7 ωρών (δηλ από 07.00΄- 14.00’) και επομένως πραγματοποίησε συνολική υπερωριακή εργασία 65 ωρών. Για την ανωτέρω υπερωριακή του εργασία ο ενάγων δικαιούται να λάβει συνολικά το ποσό των 1606,8 ευρώ (δηλαδή 61,57 ευρώ νόμιμο ημερομίσθιο + αναλογία έκτου ημερομισθίου 10,57=72,14  ευρώ Χ 6:35=12,36+ προσαύξηση 100%= 24,72 ευρώ το ωρομίσθιο Χ 65 ώρες που πραγματοποίησε), β) 1.1.2005 έως 6.6.2005 ο ενάγων απασχολήθηκε υπερωριακά επί 50 καθημερινές και όχι επί 102 καθημερινές, όπως αβασίμως αναφέρει ο ενάγων στην αγωγή και απασχολήθηκε, αντίστοιχα, υπερωριακά κατά μέσο όρο επί 1 ώρα πέραν του νομίμου ωραρίου του των 7 ωρών (δηλ από 07.000’ – 14.00΄) και επομένως πραγματοποίησε συνολική υπερωριακή εργασία 50 ωρών. Για την ανωτέρω υπερωριακή του εργασία ο ενάγων δικαιούτο να λάβει συνολικά το ποσό των 1394 ευρώ (δηλαδή 69,48 ευρώ νόμιμο ημερομίσθιο + αναλογία έκτου ημερομισθίου 11,88=81,36 ευρώ Χ 6:35= 13,94 + προσαύξηση 100%= 27,88 ευρώ το ωρομίσθιο Χ 50 ώρες που πραγματοποίησε), γ) από 7.6.2005 έως 12.10.2005 ο ενάγων απασχολήθηκε υπερωριακά επί 45 καθημερινές και όχι επί 82 καθημερινές όπως αβασίμως ισχυρίζεται ο ενάγων στην αγωγή του και απασχολήθηκε, αντίστοιχα, υπερωριακά  κατά μέσο όρο επί 1 ώρα πέραν του νομίμου ωραρίου του των 7 ωρών (δηλ από 07.00΄- 14.00΄)   και επομένως πραγματοποίησε συνολική υπερωριακή εργασία  45 ωρών. Για την ανωτέρω υπερωριακή του εργασία ο ενάγων εδικαιούτο να λάβει συνολικά το ποσό των 1167,3 ευρώ (δηλαδή 64,61 ευρώ νόμιμο ημερομίσθιο + αναλογία έκτου ημερομισθίου 11,08 =75,69 ευρώ Χ 6 :35=12,97 + προσαύξηση 100%=25,94 ευρώ το ωρομίσθιο Χ45 ώρες που πραγματοποίησε), δ) από 15.6.2006 έως 28.12.2008 ο ενάγων απασχολήθηκε υπερωριακά επί 60 καθημερινές και όχι επί 144 καθημερινές όπως αβασίμων ισχυρίσθηκε με την ένδικη αγωγή του ο ενάγων και κατά μέσο όρο επί 1 ώρα πέραν του νομίμου ωραρίου του των 7 ωρών  (δηλ. από 07.00’- 14.00), όπως ο ίδιος συνομολογεί στην ένδικη αγωγή του και επομένως πραγματοποίησε συνολική υπερωριακή εργασία 60 ωρών. Για την ανωτέρω υπερωριακή του εργασία ο ενάγων δικαιούτο να λάβει συνολικά το ποσό των 1692 ευρώ (δηλαδή 70,21 ευρώ νόμιμο ημερομίσθιο + αναλογία έκτου ημερομισθίου 12,06= 82,27 ευρώ Χ 6:35= 14,10 + προσαύξηση 100%=28,20 ευρώ το ωρομίσθιο Χ 60 ώρες που πραγματοποίησε). Επομένως ο ενάγων δικαιούται να λάβει για τις ανωτέρω αιτίες (2α, 2β, 2γ, 2δ) το συνολικό ποσό των 5.860 ευρώ. ΄Εναντι του ως άνω ποσού η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα, όπως ο ίδιος συνομολογεί στην αγωγή του, από Σεπτέμβριο του 2006 έως Δεκέμβριο του 2006 το συνολικό ποσό των 1219,26 ευρώ και επομένως απομένει υπόλοιπο οφειλόμενο ανερχόμενο στο ποσό των 4640,74 ευρώ. Πρέπει εν προκειμένω να επισημανθεί ότι, στην ως άνω κρίση του, περί της μη δηλαδή  πραγματοποίησης από τον ενάγοντα των ωρών υπερωριακής εργασίας που επικαλείται με την αγωγή του, το δικαστήριο κατ’ εφαρμογή των αυτεπαγγέλτως λαμβανομένων υπόψη, κατ’ άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ, διδαγμάτων της κοινής πείρας, σύμφωνα με τα οποία θα ήταν ανθρωπίνως αδύνατο να απασχολήθηκε κατά τις επικαλούμενες αυτόν ώρες, λαμβανομένου υπόψη και του είδους της εργασίας την οποία αυτός εκτελούσε η οποία ασφαλώς και ήταν κοπιαστική.  Εξάλλου, η εναγομένη, χωρίς να αμφισβητήσει ειδικά τις ώρες της εκτός έδρας πραγματοποιηθείσας υπερωριακής εργασίας του ενάγοντος, αρνήθηκε πρωτοδίκως και επαναφέρει με λόγο έφεσης τον ισχυρισμό ότι ουδέποτε ο ενάγων παρείχε υπερωριακή εργασία εκτός έδρας, επικαλούμενη κυρίως τις καταθέσεις  των μαρτύρων. Ο εν λόγω ισχυρισμός της εναγομένης στερείται βασιμότητας, διότι, καταθέτοντας  οι ως άνω μάρτυρες ότι, στις αποδοχές τις οποίες ελάμβαναν (οι οποίες ήταν υπέρτερες των νομίμων) είχε ενσωματωθεί και αμοιβή για υπερωριακή εργασία, εμμέσως πλην σαφώς βεβαιώνουν ότι κατά την απασχόληση τους εκτός της έδρας οι μισθωτοί πραγματοποιούσαν υπερωριακή εργασία, διαψεύδοντας κατ’. αυτόν τον τρόπο τους αντίθετους ισχυρισμούς της εναγομένης.

Μάλιστα, δε, ο ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου εξετασθείς μάρτυρας της εναγομένης – εργοδηγός κατέθεσε και βεβαίωσε ότι, ο ενάγων πραγματοποιούσε υπερωριακή εργασία. Πρέπει, όμως, να επισημανθούν και τα ακόλουθα: α) Και εκ των πραγμάτων δεν ήταν δυνατό να έχει υπάρξει συμφωνία των διαδίκων περί συμψηφισμού στις υπέρτερες αποδοχές και της υπερωριακής εργασίας,  διότι   επικαλούμενη η εναγομένη ότι, οι αποδοχές του ενάγοντος υπολογίζονταν με βάση τις αντίστοιχες ρυθμίσεις της Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. και όχι εκείνης των εργαζομένων στην ναυπηγοεπισκευαστική, καταβάλλοντας ως ημερομίσθιο διαδοχικά από 1.1.2004 – 31.8.2004 το ποσό των 52,24 ευρώ, από 1.9.2004 – 31.12.2004 το ποσό των 52,24, από 1.1.2005 – 31.8.2005 το ποσό των 52,24 ευρώ, από 1.9.2005 – 12.10.2005 το ποσό των 59,00 ευρώ και από 1.1.2006 – 31.8.2006 το ποσό των 62,50 ευρώ, είναι προφανές ότι, τα ποσά αυτά υπολείπονται κατά πολύ των αντιστοίχων προαναφερθέντων τα οποία έπρεπε να λάβει ο ενάγων σύμφωνα με τις Σ.Σ.Ε. της ναυπηγοεπισκευαστικής ζώνης, β) Στερείται βασιμότητας ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι, δηλαδή, οι εργαζόμενοι δεν λάμβαναν αποδείξεις (ισχυρισμό τον οποίο επιχείρησαν να επιβεβαιώσουν οι μάρτυρες ανταπόδειξης), καθόσον δεν νοείται και απαγορεύεται κατά νόμο η μη έκδοση σχετικών παραστατικών, πολύ μάλιστα όταν πρόκειται για ανώνυμη εταιρεία, ιδιότητα την οποία έχει η εναγομένη και μάλιστα συνάπτονται με την εν γένει καταβολή αποδοχών των εργαζομένων, γ) αορίστως η εναγομένη προτείνει σε συμψηφισμό τις προς κρίση ένδικες αξιώσεις του ενάγοντος με τις γενόμενες σε αυτόν καταβολές, διότι αυτή δεν παραθέτει κατά τρόπο σαφή, λεπτομερή και ορισμένο και τα συγκεκριμένα ποσά τα οποία προτείνει προς συμψηφισμό το οποίο αντιστοιχούν στην εν λόγω υπερωριακή εργασία του ενάγοντος, σε κάθε δε περίπτωση, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 4 του ν.δ. 4020/1959, έχει δε κριθεί και νομολογιακά, δεν συμψηφίζονται οι αξιώσεις για αμοιβή ή αποζημίωση από την παροχή υπερωριακής εργασίας  ενώ κάθε συμφωνία για το συμψηφισμό των αξιώσεων αυτών είναι άκυρη (πρβλ. ΑΠ 1117/2017, ΑΠ 180/2015, ΑΠ 639/2015, ΑΠ 1254/2013, ΑΠ 1112/2011, ΑΠ 429/2010  ΑΠ 220/2007 ΤΝΠ ΔΣΑ), στοιχείο το οποίο  ενισχύει την κρίση του δικαστηρίου περί της και κατά νόμο αβασιμότητας του ως άνω ισχυρισμού της εναγομένης εταιρείας. Επίσης, πρέπει να παρατηρηθεί και ότι, η εναγομένη τόσο πρωτοδίκως, όσο και κατά το παρόν στάδιο της κατ΄ έφεση δίκης δεν επικαλέσθηκε και δεν προσκόμισε σχετική κατάσταση εμφαίνουσα τον χρόνο κατά τον οποίο ο ενάγων εργάσθηκε υπερωριακά κατά την εκτός έδρας παροχή της εργασίας του (όπως κατέθεσαν οι εξετασθέντες μάρτυρες της εναγομένης και συνάδελφοι του ενάγοντος οι οποίοι εμμέσως, πλην σαφώς βεβαίωσαν τα ως άνω περιστατικά) και επομένως κάθε περί του αντιθέτου συναφής με τα ανωτέρω περιστατικά αντίστοιχος ισχυρισμός της εναγομένης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

Ε. ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΤΑ ΤΑ ΣΑΒΒΑΤΑ

Αποδεικνύεται στη συνέχεια ότι, ο ενάγων  1.  κατά το χρονικό διάστημα από 7.6.2004 έως 31.12.2004 εργάσθηκε επί 16 Σάββατα και συγκεκριμένα την 19.6.2004 επί 4 ώρες  (από 07.00 – 11.00) και όχι και μετά των ωρών 18.00 -24.00΄της ίδιας ημέρας όπως αβασίμως ισχυρίζεται ο ενάγων, την 26.6.2004 επί 8 ώρες (από 07.00΄- 15.00΄), την 3.7.2014 επί 5 ώρες (από 07.00-12.00΄) και όχι και μεταξύ των ωρών 18.00΄- 24.00΄της ιδίας ημέρας όπως αβασίμως ισχυρίζεται ο  ενάγων, την 10.7.2004 επί 8 ώρες (από 07.00΄- 15.00΄) την 7.8.2004 επί 8 ώρες (07.00- 15.00΄) την 21.8.2004 επί 8 ώρες (07.00- 15.00’), την 28.8.2004 επί 8 ώρες (07.00’ – 15.00), την 11.9.2004 επί 8  ώρες (07.00-15.00΄) την 16.10.2004 επί 8 ώρες (07.00΄- 15.00΄) την 30.10.2004 επί 8 ώρες (07.00΄- 15.00΄), την 6.11.2014  επί 8 ώρες (07.00΄- 15.00΄) την 13.11.2004 επί 8 ώρες (07.00-15.00΄),  την 20.11.2004 επί 8 ώρες (07.00-15.00΄), την 27.11.2004 επί 8 ώρες (07.00΄- 15.00΄), την 4.12.2004 επί  8 ώρες 07.00΄- 15.00)  και  την 18.12.2004 επί 8 ώρες (07.00΄-15.00΄) . Δηλαδή ο ενάγων εργάσθηκε κατά τις άνω ημέρες του Σαββάτου συνολικά επί 121 ώρες για να καλύψει αντίστοιχες ανάγκες της εναγομένης, χωρίς ωστόσο να καταβληθεί η ανάλογη για την αιτία αυτή αμοιβή. Συνεπώς, και σύμφωνα με τα οριζόμενα στις εφαρμοστέες εν προκειμένω ως άνω Σ.Σ.Ε της ναυπηγοεπισκευαστικής ζώνης, κατά τις οποίες, οι απασχολούμενοι πέραν του καθημερινού ωραρίου λαμβάνουν από την πρώτη ώρα προσαύξηση των αποδοχών τους κατά 100%, ο (ενάγων δικαιούτο να λάβει για την ως άνω αιτία το ποσό των 2.991,12 ευρώ.(121 ώρες Χ ωρομίσθιο 24,72 ευρώ). 2.-Ομοίως ο ενάγων κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2005 έως και 31.12.2005 εργάσθηκε επί 30 Σάββατα και συγκεκριμένα: την 15.1.2005 επί 8 ώρες (07.00′ -15.00′)  την 22.1.2005 επί 8 ώρες (07.00′ – 15.00′ ), την 29.1.2005 επί 8 ώρες (07.00′ – 15.00′ ),  την 12.2.2005 επί  8 ώρες (07.00′ – 15.00′ ), την 19.2.2005 επί 8 ώρες (07.00′- 15.00′ ), την 26.2.2005 επί 8 ώρες (07.00′ -15.00′ ). Ομοίως κατά τις 12.3.2005, 19.3.2005, 2.4.2005, 9.4.2005, 14.5.2005, 21.5.2005, 11.6.2005, 18.6.2005, 2.7.2005, 9.7.2005, 16.7.2005, 13.8.2005, 20.8.2005, 27.8.2005, 3.9.2005, κατά τις οποίες εργάσθηκε κατά την ημέρα Σάββατο επί 8 ώρες κάθε φορά (από την 07.00′ -15.00′). Επίσης, ο ενάγων εργάσθηκε κατά την ημέρα Σάββατο και κατά τις  16.4.2005 και 23.4.2005 επί 9 ώρες κάθε φορά (07.00′ – 16.00′), 28.5.2005 επί 3 ώρες (07.00′ – 10.00′ ), 10.9.2005 επί 11 ώρες (07.00′ – 18.00′), 1.10.2005 επί 13 ώρες (00.00′ – 08.00′ και 19-24.00′), 22.10.2005 επί  6 ώρες (07.30′ – 13.30′), 12.11.2005 επί 6 ώρες (07.30 – 13.30′), 19.11.2005 επί 4,5 ώρες (07.30′ – 16.30′), και την 7.12.2005 επί 6 ώρες (07.30′ – 13.30′). Δηλαδή ο ενάγων εργάσθηκε κατά την ημέρα Σάββατο έτους 2005 επί 235,5 ώρες από τις οποίες οι 8 ώρες είναι νυκτερινές. Συνεπώς και σύμφωνα με τα οριζόμενα στις ομοίως ευρίσκουσες εν προκειμένω εφαρμογή ως άνω Σ.Σ.Ε. της ναυπηγοεπισκευαστικής ζώνης, κατά τις οποίες οι απασχολούμενοι πέραν του καθημερινού ωραρίου λαμβάνουν από την πρώτη ώρα προσαύξηση των αποδοχών τους κατά 100%, ο ενάγων εδικαιούτο να λάβει για την ως άνω αιτία για μεν το χρονικό διάστημα από1.1.2005 έως 6.6.2005 κατά το οποίο εργάσθηκε επί 117 ώρες το ποσό των 3261,96 ευρώ (117 ώρες Χ ωρομίσθιο 27,88 ευρώ) και από 7.6.2005 έως 31.12.2005 κατά το οποίο εργάσθηκε επί  118,5 ώρες το ποσό των 3073,89 ευρώ (118,5 ώρες Χ ωρομίσθιο 25,94 ευρώ  (12,97 ευρώ+ προσαύξηση 100%). Πρέπει, εν προκειμένω, να επισημανθεί ότι, όπως προαναφέρθηκε, σύμφωνα με τις ως άνω εφαρμοζόμενες ΣΣΕ της ναυπηγοεπισκευαστικής ζώνης, ο ενάγων για πέραν των τριάντα πέντε ωρών πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, (επτάωρη ημερησίως) δικαιούται πρόσθετη αμοιβή, τόσο για την εργασία του πέραν του προαναφερόμενου ωραρίου τις καθημερινές (Δευτέρα έως Παρασκευή), όσο και για την εργασία του κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές, με προσαύξηση 100% και ως εκ τούτου δεν δικαιούται αυτός σωρευτικά και την προβλεπόμενη από την από ΥΑ 18310/1046 άρθρο 5 Υπουργών Εργασίας και Οικονομικών προσαύξηση κατά ποσοστό 25% για παροχή εργασίας αυτού κατά τη διάρκεια της νύκτας, τούτο δε με τις ένδικες Σ.Σ.Ε. της ναυπηγοεπισκευαστικής ζώνης ρυθμίζεται ευνοϊκότερα για τον εργαζόμενο ενάγοντα αφού η εργασία κατά την ημέρα Σάββατο αμείβεται με ποσοστό 100% (πρβλ. ΑΠ 1669/1999 ΕΕργΔ 2001.188, ΕφΠειρ 1101/2003 ΔΕΕ 2004.689, ομοίως ΕφΠειρ 409/2007 αδημ). Τούτο, δε, διότι, κατά νομική ακριβολογία, υπερωριακή απασχόληση, κατά την έννοια του άρθρου 1 παρ. 1 και 2 του Ν. 435/1976, συνιστά μόνο η υπέρβαση του ημερήσιου ωραρίου εργασίας που καθορίζεται από τον νόμο ή κανονιστική κατ’ εξουσιοδότηση από τον νόμο (πρβλ. ΑΠ 191/2011 ΤΝΠ ΔΣΑ) και όχι η υπέρβαση του ωραρίου, το οποίο καθορίζεται από ατομική ή συλλογική σύμβαση εργασίας, διαιτητική απόφαση ή κανονισμό εργασίας (πρβλ. ΑΠ 257/1999 ΕΕργΔ 2000,479). Συνεπώς, όπως ήδη εκτέθηκε, ο προσδιορισμός του ημερομισθίου του ενάγοντος για την απασχόληση του κατά τα Σάββατα έγινε με τον προαναφερθέντα υπολογισμό της προσαύξησης του 100% και όχι και με αυτή επί πλέον και του ποσοστού 25%, όπως μη νομίμως και αβασίμως αιτήθηκε ο ενάγων, αφού, όπως ήδη προεκτέθηκε, δεν δικαιούται ο τελευταίος σωρευτικά και τις δύο αυτές προσαυξήσεις. 3.- Εξάλλου, ο ενάγων κατά το χρονικό διάστημα από 1/1/2006 ‘έως 28.12.2006 ο ενάγων εργάσθηκε επί 12 Σάββατα   και συγκεκριμένα την 7.1.2006 επί 6 ώρες (07.30′ – 13.30′), την 1.4.2006 επί 6 ώρες (07.00′-13.30′), την 15.4.2006 επί 6 ώρες (07.00′ – 13.30′), την 22.4.2006,επί 6 ώρες (07.30′ – 13.30′ ), την 29.4.2006 επί 6 ώρες (07.30′ – 13.30′), την 6.5.2006 επί 10 ώρες (07.30′- 17.30′ ), 15.7.2006 επί 8 ώρες (07.00′ – 15.00′),   την 29.7.2006 επί 8 ώρες (07.00′ – 15.00′), την 5.8.2006 επί. 8 ώρες (07.00′ – 15.00′), την 7.10.2006 επί 8 ώρες (07.00′- 15.00′),  την 21.10.2006 επί 8 ώρες (07.00′ – 15.00′), την 4.11.2006 επί 8 ώρες (07.00′ -15.00’). Δηλαδή ο ενάγων εργάσθηκε κατά την ημέρα Σάββατο έτους 2006 επί 88 ώρες. Συνεπώς και σύμφωνα με τα οριζόμενα στις ομοίως εφαρμοστέες εν προκειμένω ως  άνω Σ.Σ.Ε. της ναυπηγοεπισκευαστικής ζώνης, κατά τις οποίες οι απασχολούμενοι πέραν του καθημερινού ωραρίου λαμβάνουν από την πρώτη ώρα προσαύξηση των αποδοχών τους κατά 100%, ο ενάγων δικαιούτο να λάβει για την ως άνω αιτία το ποσό των 2481,6 ευρώ. (88 ώρες Χ ωρομίσθιο 28,20 ευρώ).  Συνολικά δε οφείλεται το ποσό των 11808,57 ευρώ. Η περί των ανωτέρω κρίση του δικαστηρίου θεμελιώνεται κυρίως στην κατάθεση του πρωτοδίκως εξετασθέντος μάρτυρα απόδειξης, ο οποίος βεβαίωσε ότι, πράγματι όχι μόνο ο ενάγων, αλλά και οι λοιποί εργαζόμενοι συνάδελφοι αυτού απασχολούνταν και κατά την ημέρα Σάββατο, ενισχύεται δε και από τις καταθέσεις των προαναφερθέντων μαρτύρων της εναγομένης και συναδέλφων του ενάγοντος (που περιλαμβάνονται στις προαναφερθείσες ένορκες βεβαιώσεις), οι οποίοι με όσα κατέθεσαν ότι, δηλαδή λάμβαναν αποδοχές στις οποίες μεταξύ των άλλων συμπεριλαμβανόταν και η αμοιβή κατά την ημέρα Σάββατο. Αυτή δε η ίδια η εναγομένη με τις πρωτόδικες προτάσεις της είχε εμμέσως συνομολογήσει την πραγματοποίηση εργασίας κατά την ημέρα Σάββατο από τους εργαζομένους, ισχυριζόμενη όλως αορίστως ότι και η αντίστοιχη αμοιβή είχε ενσωματωθεί σε ένα ημερομίσθιο υπέρτερο αυτού που προβλέπεται από τις αντίστοιχες Ε.Γ.Σ.Ε.Ε. (και όχι φυσικά εκείνης της ναυπηγοεπισκευαστικής ζώνης), κατά τα ειδικότερα ανωτέρω στην υπό στοιχείο Δ σκέψη. Και είναι μεν αληθές ότι, η εναγομένη επικαλείται και προσκομίζει όλως αορίστως και χωρίς ειδική αναφορά σε αυτές διάφορες αποδείξεις, φέρουσες τη μη αμφισβητηθείσα υπογραφή του ενάγοντος, περί κατά καταβολής σε αυτόν διαφόρων κατηγοριών αποδοχών, πλην όμως δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη από το δικαστήριο. Τούτο δε, διότι τα αναγραφόμενα σε αυτές ως καταβληθέντα ενιαία ποσά δεν αντιστοιχούν σε συγκεκριμένη κατηγορία αποδοχών, αλλ΄αντιθέτως σε περισσότερες και ως εκ τούτου το δικαστήριο δεν έχει τη δυνατότητα να κρίνει σε συγκεκριμένη αντίστοιχη κατηγορία, κατά ποια ποσά, αναλογούν αυτές (αποδοχές).

ΣΤ- ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΤΑ ΤΙΣ ΚΥΡΙΑΚΕΣ

Αποδεικνύεται στη συνέχεια ότι, ο ενάγων 1. Κατά το χρονικό διάστημα από 7.6.2004 έως και 31.12.2004 ο ενάγων εργάσθηκε επί 4 Κυριακές, επί 27 ώρες συνολικά και συγκεκριμένα την 20.6.2004 επί 12 ώρες, από τις οποίες οι 8  νυκτερινές (00.00- 06.00΄και 18.00΄-24.00΄) την 27.6.2004 επί 4  ώρες την 4.7.2004 επί 2 ώρες νυκτερινές (00-02.00) και την 3.10.2014 επί 9 ώρες (09.00΄- 18.00΄), χωρίς να λάβει αντίστοιχη αμοιβή. Συνεπώς και σύμφωνα με τα οριζόμενα στις ομοίως ευρίσκουσες εν προκειμένω εφαρμογή ως άνω Σ.Σ.Ε της ναυπηγοεπισκευαστικής ζώνης, κατά τις οποίες οι απασχολούμενοι πέραν του καθημερινού ωραρίου λαμβάνουν από την πρώτη  ώρα προσαύξηση των αποδοχών τους κατά 100%, ο ενάγων δικαιούτο να λάβει για την ως άνω αιτία το συνολικό ποσό των 666,90 ευρώ 2 . Κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2005 έως και 31.12.2005 ο ενάγων εργάσθηκε επί 7 Κυριακές και επί 52 αντιστοίχως ώρες συνολικά και συγκεκριμένα την 27.3.2005 επί 8 ώρες (07.00- 15.00΄), την 17.4.2005 επί 8 ώρες (07.00΄- 15.00΄), την 24.4.2005 επί 8 ώρες (07.00-15.00΄), την 29.5.2005 επί 8 ώρες (07.00΄- 15.00’), την 2.10.2005 επί 8 ώρες από τις οποίες οι 6 νυκτερινές (00.00-08.00΄), 27.11.2005 επί 6 ώρες (07.30-13.30΄) και την 11.12.2005 επί 6 ώρες (07.30- 13.30). Συνεπώς και σύμφωνα με τα οριζόμενα στις ομοίως εφαρμοστέες εν προκειμένω ως άνω ΣΣΕ της ναυπηγοεπισκευαστικής ζώνης, κατά τις οποίες οι απασχολούμενοι πέραν του καθημερινού ωραρίου λαμβάνουν από την πρώτη ώρα προσαύξηση των αποδοχών τους κατά 100%, ο ενάγων δικαιούτο να λάβει για την ως άνω αιτία, για  μεν το χρονικό διάστημα από 1.1.2005 έως και 6.6.2005  κατά το οποίο πραγματοποίησε συνολικά 32 ώρες εργασίας το ποσό των 892,16 ευρώ (32 ώρες  Χ ωρομίσθιο 27,88 ευρώ) και από 7.6.2005 έως και 31.12.2005 κατά οποίο πραγματοποίησε 20 ώρες εργασίας  το ποσό των 518,8 ευρώ και συνολικά για το έτος 2005 το ποσό 1410,96 ευρώ 3. κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2006 έως και 28.12.2006 ο ενάγων εργάσθηκε επί 3 Κυριακές και επί 20,5 συνολικά ώρες και συγκεκριμένα την 8.1.2006 επί 10,5 ώρες (07.30-18.00΄), την 12.3.2006 επί 4 ώρες (07.30- 11.30΄) και την 16.4.2006 επί 6 ώρες (07.30 – 13.30΄) χωρίς να αμειφθεί. Συνεπώς και σύμφωνα με τα οριζόμενα στις ομοίως ευρίσκουσες εν προκειμένω εφαρμογή ως άνω Σ.Σ.Ε της ναυπηγοεπισκευαστικής ζώνης, κατά τις οποίες οι απασχολούμενοι πέραν του καθημερινού ωραρίου λαμβάνουν από την πρώτη ώρα προσαύξηση των αποδοχών τους κατά 100%, ο ενάγων δικαιούται να λάβει για την ως άνω αιτία το συνολικό  ποσό των 578 ευρώ. (20,5 ώρες Χ ωρομίσθιο 28,20 ευρώ).  Συνολικά δε οφείλεται το ποσό των 2655,86 ευρώ. Επισημαίνεται εν προκειμένω ότι: α) από τα τεθέντα υπό την κρίση του δικαστηρίου αποδεικτικά μέσα δεν αποδείχθηκε ότι, η εναγομένη δεν χορήγησε στον ενάγοντα ημέρα αναπαύσεως κατά τα ως άνω αντίστοιχα χρονικά διαστήματα κα επομένως ο περί του αντιθέτου αγωγικός ισχυρισμός αποβαίνει απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος και β) Η από την υπ’ αριθ. 8900/1946 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «περί καθορισμού αυξημένης αμοιβής εις τους εργαζομένους εν γένει κατά τας Κυριακάς και εορτάς», όπως ερμηνεύθηκε με την υπ’ αριθ. 25825/1951 ομοία και από το άρθρο 2 του Ν 435/1976, προβλεπόμενη προσαύξηση κατά 75% του ημερομισθίου της Κυριακής ρυθμίζεται, με βάση τις προαναφερθείσες ΣΣΕ ευνοϊκότερα για τον εργαζόμενο – αφού προσδιορίσθηκε σε ποσοστό 100% – και κατ’ αυτόν τον τρόπο ισχύει για τον ενάγοντα, ο οποίος, ωστόσο, δεν δικαιούται σωρευτικώς και τις δύο προσαυξήσεις (πρβλ. ΑΠ 1669/1999 ΕΕργΔ 2001.188, ΕφΠειρ 1101/2003 ΔΕΕ 2004.689, ομοίως ΕφΠειρ 409/2007 αδημ). Τούτο, δε, διότι, κατά νομική ακριβολογία, υπερωριακή απασχόληση, κατά την έννοια του άρθρου 1 παρ. 1 και 2 του Ν., 435/1976, συνιστά μόνο η υπέρβαση του ημερήσιου ωραρίου εργασίας που καθορίζεται από τον νόμο ή κανονιστική κατ’ εξουσιοδότηση από τον νόμο (πρβλ. ΑΠ 191/2011 ΤΝΠ ΔΣΑ) και όχι η υπέρβαση του ωραρίου, το οποίο καθορίζεται από ατομική ή συλλογική σύμβαση εργασίας, διαιτητική απόφαση ή κανονισμό εργασίας (πρβλ. ΑΠ 257/1999 ΕΕργΔ 2000,479). Συνεπώς, όπως ήδη εκτέθηκε, ο προσδιορισμός του ημερομισθίου του ενάγοντος για την απασχόληση του κατά τις Κυριακές έγινε με τον προαναφερθέντα υπολογισμό της προσαύξησης του 100% και όχι και με αυτή επί πλέον και του ποσοστού 75%, όπως μη νομίμως και αβασίμως ζητεί  ο ενάγων, αφού, όπως ήδη προεκτέθηκε, δεν δικαιούται ο τελευταίος σωρευτικά και τις δύο αυτές προσαυξήσεις.

Ζ.- ΕΠΙΔΟΜΑΤΑ ΔΩΡΩΝ ΕΟΡΤΩΝ: Ακολούθως, ο ενάγων δικαιούται) Για επίδομα δώρου Χριστουγέννων 2004 (αναλογούν στο χρονικό διάστημα από 7.6.2004 – 31.12.2004), σύμφωνα με το άρθρο 1 του Ν. 1082/1980 και το άρθρο 1 παρ. 5 της ΥΑ 19040/1981, τις αποδοχές 21,47 ημερομισθίων (δηλαδή 204 εργασίμων ημερών) και συγκεκριμένα το ποσό των (ημερομίσθιο 61,57 ευρώ + 23,36 ευρώ αναλογία καθημερινής υπερωριακής εργασίας + 24,69 ευρώ αναλογία εργασίας των Σαββάτων + 24,70 ευρώ αναλογία εργασίας Κυριακών = 134,32 Χ 21,47 ημερομίσθια = 2.881,00 ευρώ Χ 0,04166 (συντελεστής για τον συνυπολογισμό επιδόματος αδείας) = 3.001,00 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε, όπως ο ίδιος ο ενάγων συνομολογεί (αλλά και προκύπτει και από την αντίστοιχη ισόποση απόδειξη την οποία προσκομίζει η εναγομένη), το ποσό των 752,00 ευρώ και συνεπώς απομένει οφειλόμενο ποσό των (3.001,00 – 752,00) = 2.349,00 ευρώ, 2) Για επίδομα δώρου Πάσχα 2005, σύμφωνα με το άρθρο 1 του Ν. 1082/1980 και το άρθρο 1 παρ. 5 της ΥΑ 19040/1981, τις αποδοχές 15 ημερομισθίων, δηλαδή (ημερομίσθιο 69,41 ευρώ + 27,76 ευρώ αναλογία καθημερινής υπερωριακής εργασίας + 25,44 ευρώ αναλογία εργασίας των Σαββάτων + 27,78 ευρώ αναλογία εργασίας Κυριακών = 150,39 Χ 15 ημερομίσθια= 2.255,85 ευρώ Χ 0,04166 συντελεστής επιδόματος αδείας = 2.349,85 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε για την ίδια αιτία 922,00 ευρώ (όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες από την εναγομένη αντίστοιχες αποδείξεις φέρουσες τη μη αμφισβητούμενη απ’ αυτόν υπογραφή του) και κατ’ αυτόν τον τρόπο απομένει υπόλοιπο οφειλόμενο ποσό (2.349,85 – 922,00) 1.427,85 ευρώ, 3) Για επίδομα δώρου Χριστουγέννων 2005, σύμφωνα με το άρθρο 1 του Ν. 1082/1980 και το άρθρο 1 παρ. 5 της ΥΑ 19040/1981, τις αποδοχές 25 ημερομισθίων και συγκεκριμένα το ποσό των (ημερομίσθιο 64,69 ευρώ + 26,91 ευρώ αναλογία καθημερινής υπερωριακής εργασίας + 24,88 ευρώ αναλογία εργασίας των Σαββάτων + 27,39 ευρώ αναλογία εργασίας Κυριακών = 143,87 Χ 25 ημερομίσθια = 3.596,75 ευρώ Χ 0,04166 συντελεστής για τον συνυπολογισμό επιδόματος αδείας) = ,3.746,70 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε, όπως ο ίδιος συνομολογεί, το ποσό των 922,00 ευρώ και συνεπώς απομένει οφειλόμενο ποσό των (3.746,70 -922,00 ευρώ) 2.824,47, 4) για επίδομα δώρου Πάσχα 2006, σύμφωνα με το άρθρο 1 του Ν. 1082/1980 και το άρθρο 1 παρ. 5 της ΥΑ 19040/1981, τις αποδοχές 15 ημερομισθίων, δηλαδή (ημερομίσθιο 70,24 ευρώ + 31,41 ευρώ αναλογία καθημερινής υπερωριακής εργασίας + 28,10 ευρώ αναλογία εργασίας των Σαββάτων + 20,50 ευρώ αναλογία εργασίας Κυριακών = 150,25 Χ 15 ημερομίσθια = 2.253,75 ευρώ Χ 0,04166 συντελεστής επιδόματος αδείας) = 2.347,75 ευρώ, έναντι του οποίου, όπως ο ίδιος συνομολογεί, αλλά και προκύπτει από τις αντίστοιχες αποδείξεις τις οποίες προσκομίζει η εναγομένη και φέρουν τη μη αμφισβητούμενη απ’ αυτόν υπογραφή του, έλαβε για την ίδια αιτία 413,00 ευρώ και κατ’ αυτόν τον τρόπο απομένει υπόλοιπο οφειλόμενο ποσό (2.347,75 -413) = 1.934,75 ευρώ, και 5) Για επίδομα δώρου Χριστουγέννων 2006, σύμφωνα με το άρθρο 1 του Ν. 1082/1980 και το άρθρο 1 παρ. 5 της ΥΑ 19040/1981, τις αποδοχές 25 ημερομισθίων και συγκεκριμένα το ποσό των (ημερομίσθιο 70,24 ευρώ + 24,12 ευρώ αναλογία καθημερινής υπερωριακής εργασίας + 28,09 ευρώ αναλογία εργασίας των Σαββάτων = 122,45 Χ 25 ημερομίσθια = 3.061,25 ευρώ Χ 0,04166 συντελεστής για τον συνυπολογισμό επιδόματος αδείας) = 3.188,77 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε, όπως ο ίδιος ο ενάγων συνομολογεί, το ποσό των 910,05 ευρώ και συνεπώς απομένει οφειλόμενο ποσό των (3.188,77 – 910,00) = 2.278,77ευρώ. Επομένως για διαφορές επιδομάτων δώρων Πάσχα και Χριστουγέννων αναλογούντων στα ως άνω ένδικα χρονικά διαστήματα οφείλεται το συνολικό ποσό των 10.814,84.-

Η.- ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΑΠΟΔΟΧΩΝ ΑΔΕΙΑΣ: Ομοίως, 1) κατά το έτος 2004, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των ΑΝ 539/1045, Ν. 4547/1966, Ν. 1346/1093 και Ν. 3302/2004, ο ενάγων δικαιούτο να λάβει την αναλογία της αποζημίωσης αδείας, την αναλογία 11,33 ημερομισθίων (1,66 ημερομίσθια Χ 6,8 μήνες), δηλαδή το ποσό των (ημερομίσθιο 61,57 ευρώ + 23,36 ευρώ αναλογία καθημερινής υπερωριακής εργασίας + 24,69 ευρώ αναλογία εργασίας των Σαββάτων + 24,70 ευρώ αναλογία εργασίας Κυριακών = 134,32 = ευρώ Χ 11,33 ημερομίσθια) = 1.521,84 ευρώ, έναντι του οποίου, όπως ο ίδιος ο ενάγων συνομολογεί, έλαβε 563,22 ευρώ και κατ’ αυτόν τον τρόπο απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο ποσό (1.51,84 – 563,22) = 958,62. Ευρώ, 2) κατά το έτος 2005, κατ’ εφαρμογή των ιδίων ως άνω διατάξεων, ο ενάγων δικαιούτο να λάβει την αναλογία της αποζημίωσης αδείας, την αναλογία 20 ημερομισθίων (1,66 ημερομίσθια Χ 12 μήνες), δηλαδή το ποσό των (ημερομίσθιο 69,41 ευρώ + 27,76 ευρώ αναλογία καθημερινής υπερωριακής εργασίας + 25,44 ευρώ αναλογία εργασίας των Σαββάτων + 27,78 ευρώ αναλογία εργασίας Κυριακών = 150,39 Χ 20) = 3.007,80 ευρώ, έναντι του οποίου, όπως ο ίδιος ο ενάγων συνομολογεί, έλαβε 1.053,86 ευρώ και κατ’ αυτόν τον τρόπο απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο ποσό (3.007,80 -1.053,86) = 1.953,94, 3) κατά το έτος 2006, κατ’ εφαρμογή των ιδίων ως άνω διατάξεων, ο ενάγων δικαιούτο να λάβει την αναλογία της αποζημίωσης αδείας, την αναλογία 21 ημερομισθίων το ποσό των (ημερομίσθιο 70,24 ευρώ + 31,41 ευρώ αναλογία καθημερινής υπερωριακής εργασίας + 28,10 ευρώ αναλογία εργασίας των Σαββάτων + 20,50 ευρώ αναλογία εργασίας Κυριακών = 150,25 ευρώ Χ 21 ημερομίσθια) = 3.155,25 ευρώ, έναντι του οποίου, όπως ο ίδιος ο ενάγων συνομολογεί, έλαβε 893,69 ευρώ και κατ’ αυτόν τον τρόπο απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο ποσό (3.155,25 – 893,69) = 2.261,56 ευρώ. Συνεπώς για διαφορές αποδοχών αδείας για χρονικό διάστημα διάρκειας της ένδικης εργασιακής σύμβασης η εναγομένη εταιρεία οφείλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 5.177,12 ευρώ.

Θ.- ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΕΠΙΔΟΜΑΤΩΝ ΑΔΕΙΑΣ: Περαιτέρω: 1) Κατά το έτος 2004 ο ενάγων δικαιούτο να λάβει ως επίδομα αδείας, σύμφωνα με τις ήδη προαναφερθείσες διατάξεις των ΑΝ 539/1045, Ν. 4547/1966, Ν. 1346/1093 και Ν. 3302/2004, την αναλογία 11,33 ημερομισθίων (1,66 ημερομίσθια Χ 6,8 μήνες), δηλαδή το ποσό των (ημερομίσθιο 61,57 ευρώ + 23,36 ευρώ αναλογία καθημερινής υπερωριακής εργασίας + 24,69 ευρώ αναλογία εργασίας των Σαββάτων + 24,70 ευρώ αναλογία εργασίας Κυριακών = 134,32 = ευρώ Χ 11,33 ημερομίσθια) = 1.521,84 ευρώ, έναντι του οποίου, όπως ο ίδιος ο ενάγων συνομολογεί, έλαβε 282,24 ευρώ και κατ’ αυτόν τον τρόπο απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο ποσό (1.521,84 – 282,24) = 1.239,60 Ευρώ, 2) Κατά το έτος 2005 ο ενάγων δικαιούτο να λάβει ως επίδομα αδείας, σύμφωνα με τις ίδιες ως άνω διατάξεις, την αναλογία 13 ημερομισθίων (1,66 ημερομίσθια Χ 12 μήνες), δηλαδή το ποσό των (ημερομίσθιο 69,41 ευρώ + 27,76 ευρώ αναλογία καθημερινής υπερωριακής εργασίας + 25,44 ευρώ αναλογία εργασίας των Σαββάτων + 27,78 ευρώ αναλογία εργασίας Κυριακών = 150,39 Χ 13) = 1.955,07 ευρώ, έναντι του οποίου, όπως ο ίδιος ο ενάγων συνομολογεί, έλαβε 527,36 ευρώ και κατ’ αυτόν τον τρόπο απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο ποσό (1.955,07 – 527,36 = 1.427,71, 3) Κατά το έτος 2006 ο ενάγων δικαιούτο να λάβει ως επίδομα αδείας, σύμφωνα με τις ίδιες ως άνω διατάξεις, την αναλογία 13 ημερομισθίων, δηλαδή το ποσό των (ημερομίσθιο 70,24 ευρώ + 31,41 ευρώ αναλογία καθημερινής υπερωριακής εργασίας + 28,10 ευρώ αναλογία εργασίας των Σαββάτων + 20,50 ευρώ αναλογία εργασίας Κυριακών = 150,25 ευρώ Χ 13 ημερομίσθια) = 1.953,25 ευρώ, έναντι του οποίου, όπως ο ίδιος ο ενάγων συνομολογεί, έλαβε 447,63 ευρώ και κατ’ αυτόν τον τρόπο απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο ποσό (1.953,25 – 447,63) = 1.505,62ευρώ. Συνεπώς για διαφορές αποδοχών αδείας για χρονικό διάστημα διάρκειας της ένδικης εργασιακής σύμβασης η εναγομένη εταιρεία οφείλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 4.172,93 ευρώ.

Περαιτέρω, πρέπει να επισημανθούν εν προκειμένω και τα ακόλουθα: I) Σύμφωνα με τα άρθρα 3 της απόφασης 19040/1981 του Υπουργού Εργασίας, 3 του Α.Ν. 539/1945 και 3 παρ. 16 του Ν. 4504/1966 (που έχουν ήδη παρατεθεί ανωτέρω), τα ανωτέρω επιδόματα δώρων εορτών, καθώς και οι αντίστοιχες αποδοχές και τα επιδόματα αδείας, υπολογίσθηκαν με βάση τις ως άνω τακτικές ή συνήθεις αποδοχές του ενάγοντος, στις οποίες περιλαμβάνονται ο νόμιμος μισθός και τα επιδόματα. Ομοίως περιελήφθησαν και οι προαναφερθείσες – αντιστοίχως κατά περίπτωση – πρόσθετες εργοδοτικές παροχές ή προσαυξήσεις στον μισθό, δοθέντος ότι, όπως αποδείχθηκε, καταβάλλονταν κατά το επίδικο χρονικό διάστημα σταθερά και νόμιμα, ως νόμιμο αντάλλαγμα της παρασχεθείσας εργασίας του ενάγοντος  μισθωτού (πρβλ.ΑΠ 40/2017, ΑΠ 52/2017, ΑΠ 315/2017,  ΑΠ 923/2017,  ΑΠ 414/2017,  ΑΠ 427/2017,  ΑΠ 617/2017,  ΑΠ 126/2016,  ΑΠ 183/2016, ΑΠ 274/2015,  ΑΠ 45/2006, ΑΠ 743/2002, 741/2002 ΤΝΠ ΔΣΑ), II) ως ημερομίσθιο για τον υπολογισμό των επιδομάτων εορτών και αδείας, αλλά και της  αποζημιώσεως αδείας του μισθωτού, προστέθηκαν τα ποσά τα οποία έλαβε ο  ενάγων από τις αντίστοιχες αυτές παροχές για το αντίστοιχο χρονικό διάστημα που  αφορά αυτή. Στη συνέχεια το άθροισμα το οποίο προέκυψε διαιρέθηκε με τον αριθμό των εργασίμων ημερών του αντιστοίχου χρονικού διαστήματος και κατ’  αυτόν τον τρόπο προέκυψε η μέση ημερήσια αμοιβή για τις πρόσθετες παροχές, η οποία, στη συνέχεια, προστέθηκε στην ημερήσια τακτική αμοιβή του ενάγοντος για τις αντίστοιχες αξιώσεις του (βλ. ΚΩΝ. ΛΑΝΑΡΑ, ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ, έκδ. 2016 σελ. 422), III) Ομοίως, ως ημερομίσθιο για τον υπολογισμό των επιδομάτων εορτών και αδείας, νοείται το 1/6 του εβδομαδιαίου μισθού του και όχι, όπως εσφαλμένα και μη νομίμως, υπολογίζει ο ενάγων το ημερομίσθιο το οποίο προκύπτει με την προσθήκη της αναλογίας του 6ου ημερομισθίου, που οφείλεται στο σύστημα της πενθήμερης εργασίας, αφού το ημερομίσθιο αυτό εξακολουθεί πλασματικά να αποτελεί ημερομίσθιο της έκτης ημέρας, η οποία πλασματικά επίσης θεωρείται εργάσιμη (πρβλ. ΚΩΝ. ΛΑΝΑΡΑ ό.π.π. σελ. 453, Επειρ 849/2014, Γκούτος ΕΕργΔ 1991, σελ. 593 – 601, ο ίδιος ΕΕργΔ 1998,1067, Βλαστός Ατομικό Εργ. Δ. 1994 παρ. 1027 σελ. 1391). Τούτο, δε, διότι υπό διαφορετική εκδοχή ο εργαζόμενος με σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας και αμειβόμενος με ημερομίσθιο θα κατέληγε να λαμβάνει για επιδόματα εορτών και αδείας ποσά σημαντικά υψηλότερα από τον πραγματικά εργαζόμενο έξι ημέρες την εβδομάδα και η διαφοροποίηση αυτή, εκτός του ότι, δεν ανακύπτει στους αμειβόμενους με μισθό, αντιστρατεύεται και την αρχή ότι, το επίδομα Χριστουγέννων αντιστοιχεί κατά βάση στις αποδοχές ενός μήνα, ενώ τα λοιπά επιδόματα στις αποδοχές μισού μήνα (πρβλ. ΕφΠειρ 196/2011, ΕφΠειρ 1008/2002, ΕφΠειρ 899/2000 αδημ.).

Κατ’ ακολουθίαν όσων προαναφέρθηκαν και ενόψει όσων ήδη αποδείχθηκαν ανωτέρω, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η ένδικη αγωγή, ως και κατ’ ουσία βάσιμη. Με βάση, δε, τις ανωτέρω παραδοχές, ο ενάγων δικαιούται για το επίδικο χρονικό διάστημα διάρκειας της προαναφερθείσας ένδικης εργασιακής σύμβασης και για τις αντίστοιχες αιτίες, τα ακόλουθα ποσά: 1) για διαφορές  ημερομισθίων 4.113.16 ευρώ 2) Για διαφορές έκτου ημερομισθίου 843,89 ευρώ 3) Για αποζημίωση για εκτός έδρας μετακίνηση 6.447,80 4) Για διαφορές υπερωριακής εργασίας κατά τις καθημερινές 4752,92 ευρώ, 5) Για διαφορές εργασίας του κατά τα Σάββατα 11808,57 ευρώ 6) Για εργασία κατά της Κυριακές  2655,86 ευρώ 7) Για διαφορές επιδόματος δώρου Πάσχα 3.362,60 8) Για διαφορές επιδόματος Χριστουγέννων 7.452,24 ευρώ 9)Για διαφορές αποδοχών αδείας 5.177,12 ευρώ και 10) Για διαφορές επιδόματος αδείας 4.172,93 ευρώ. Δικαιούται, δηλαδή, ο ενάγων, για όλες τις ανωτέρω αιτίες το συνολικό ποσό των 50787,09 ευρώ, όλα δε τα ποσά αυτά με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την πρώτη ημέρα του επόμενου μήνα κατά τον οποίο παρασχέθηκε η αντίστοιχη εργασία για τα επί μέρους κονδύλια που αφορούν σε διαφορές ημερομισθίων, έκτου ημερομισθίου, αποζημίωση για την εκτός έδρας μετακίνηση, υπερωριακής εργασίας, εργασίας κατά τα Σάββατα  και εργασίες κατά τις Κυριακές, από την 1η Ιανουαρίου του  επομένου έτους από το έτος που αντιστοιχεί το επίδομα δώρου Χριστουγέννων, καθώς και το επίδομα και οι αποδοχές αδείας και από την 1η Μαΐου του έτους που αντιστοιχεί το επίδομα δώρου Πάσχα (βλ. ΑΠ 1399/2013) πλην της αποζημίωσης αδείας και του επιδόματος αδείας του έτους 2006 για τα οποία οφείλεται τόκος από την επόμενη της απόλυσης του ενάγοντος (28-12-2006) η οποία αποτελεί δήλη ημέρα (βλ. ΑΠ 1649/2012). Ειδικότερα και σύμφωνα με τον κατά το ανωτέρω γενόμενο από τον ενάγοντα περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος  της αγωγής σε αναγνωριστικό, πρέπει αφενός να υποχρεωθεί  η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 4.620,24 ευρώ και αφετέρου να αναγνωρισθεί ότι αυτή (εναγομένη) οφείλει να του καταβάλει το ποσό των 46166,85 ευρώ. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί η εναγομένη – εφεσίβλητη εταιρεία σε μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος, κατόπιν σχετικού αιτήματος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας (άρθρα 178 παρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα, επίσης, στο διατακτικό οριζόμενα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων

Διατάσσει την ένωση και συνεκδίκαση των  ως άνω από 26.1.2010 (και με αύξοντα αριθμό κατάθεσης …./14.6.2010) και αφετέρου από 15.7.2010 (και με αύξοντα αριθμό κατάθεσης …../16.7.2010) αντίθετων εφέσεων.

Δέχεται  τυπικά και κατ’  ουσία τις εν λόγω εφέσεις

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθ 4749/2009 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασίας εργατικών διαφορών), ως προς τα αναφερόμενα στο αιτιολογικό αντίστοιχα κεφάλαια αυτής.

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την από 4.1.2008 (και με αύξοντα αριθμό κατάθεσης …../2008) αγωγή

Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των τεσσάρων χιλιάδων εξακοσίων είκοσι ευρώ και είκοσι τεσσάρων λεπτών (4.620,24), με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας, κατά τα τις ειδικότερες διακρίσεις που αναφέρονται στο αιτιολογικό της παρούσας και έως την εξόφληση.

Αναγνωρίζει ότι, η εναγομένη εταιρεία οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα για τις  αναφερόμενες στο αιτιολογικό της παρούσας αντίστοιχες αιτίες, το ποσό των σαράντα έξι χιλιάδων εκατόν εξήντα έξι ευρώ και ογδόντα πέντε λεπτών (46.166,85 ευρώ) με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας, αφότου κάθε επί μέρους κονδύλιο  που απαρτίζει το ποσό αυτό κατέστη απαιτητό, κατά τα τις ειδικότερες διακρίσεις που αναφέρονται στο αιτιολογικό της παρούσας και έως την εξόφληση Και

Καταδικάζει την εναγομένη εταιρεία να πληρώσει μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των δέκα χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.

Κρίθηκε αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 7 Ιανουαρίου  2018.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και αντ΄ αυτού, λόγω

προαγωγής και

αναχωρήσεώς του από την

Υπηρεσία και λόγω

προαγωγής και αναχωρήσεως

από την Υπηρεσία, πριν την

Καθαρογραφή, των Εφετών

Αργυρούς Αρναούτη-

Μπλέτσα και Βασιλικής,

Χάσκαρη,  ο Πρόεδρος

του Τριμελούς

Συμβουλίου Δ/νσεως του

Εφετείου Πειραιώς,

Αντώνιος Πλακίδας,

Πρόεδρος Εφετών

 

 

Δημοσιεύθηκε  δε δημόσια στο ακροατήριό του Δικαστηρίου τούτου  στις  8  Ιανουαρίου 2018  με άλλη  σύνθεση, λόγω προαγωγής και αναχωρήσεως του Προέδρου Εφετών Δημητρίου Χονδρογιάννη, λόγω προαγωγής και αναχωρήσεως της Εφέτου Αργυρούς Αρναούτη-Μπλέτσα και λόγω προαγωγής και αναχωρήσεως της Εφέτου Βασιλικής Χάσκαρη,  αποτελούμενο από τους Δικαστές  Αντώνιο Πλακίδα, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Ανδρεοπούλου και  Μαρία Κωττάκη, Εφέτες και Γραμματέα την Καλλιόπη Δερμάτη χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ