Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 139/2018

Αριθμός  139/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Βασιλική Χάσκαρη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Δ.Π..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ  ΤΟ ΝΟΜΟ

H κρινομένη από 26.10.2016 (και με αύξοντες αριθμούς
………./31.10.2016) έφεση του εκκαλούντος – εναγομένου κατά της υπ’ αριθ. 1491/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία έχει εκδοθεί επί ασκηθείσας κατ’ αυτού αγωγής από την με αυτή ενάγουσα -εφεσίβλητη και τέως σύζυγο του, ενεργούσα τόσο ατομικά, όσο και ως ασκούσα οριστικά την επιμέλεια των τότε ανηλίκων τέκνων της ….. …. και . …. (τα οποία είχε αποκτήσει από τον γάμο της με τον εκκαλούντα – εναγόμενο) κατά την ειδική διαδικασία των διατάξεων των άρθρων 681Β σε συνδυασμό με αυτές αντιστοίχως των άρθρων 666 παρ. 1, 667, 670, 671 παρ. 1 και 3 καθώς και 672 έως 676 ΚΠολΔ «περί διαφορών διατροφής και επιμελείας τέκνων», έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, κατ’ άρθρο 518 παρ. 2 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει, αλλά και δεν επικαλούνται οι διάδικοι ότι, έλαβε χώρα επίδοση αυτής (εκκαλουμένης), αφού από την έκδοση της εκκαλουμένης απόφασης (21 Ιουνίου 2016) έως και την άσκηση της υπό κρίση έφεσης με κατάθεση του δικογράφου στον γραμματέα του εκδόντος αυτή πρωτοβαθμίου δικαστηρίου (31.10.2016) δεν έχει παρέλθει η από την ως άνω διάταξη του άρθρου 518 παρ. 2 ΚΠολΔ οριζόμενη προς τούτο διετία (όπως ήδη ισχύει από 1.1.2016
μετά την τροποποίησή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δέκτη η έφεση αυτή (άρθρο 532 ΚΠολΔ) και να ερευνηθεί, περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των  λόγων της, κατά την ίδια ως άνω ειδική   διαδικασία.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 63 Κ.Πολ.Δ. όποιος είναι ικανός για οποιαδήποτε δικαιοπραξία μπορεί να παρίσταται στο δικαστήριο με το δικό του όνομα, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 64 § 1 του ίδιου Κώδικα όσοι είναι ανίκανοι να παρίστανται στο δικαστήριο με το δικό τους όνομα εκπροσωπούνται από τους νόμιμους αντιπροσώπους τους. Ικανός για κάθε δικαιοπραξία, σύμφωνα με το άρθρο 127 ΑΚ, είναι όποιος έχει συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του (ενήλικος). Άρα ο ανήλικος δεν έχει δικαίωμα να παρίσταται με το δικό του όνομα στο δικαστήριο, αλλά εκπροσωπείται σ’ αυτό από τους δύο γονείς του, οι οποίοι από κοινού ασκούν τη γονική μέριμνα του (άρθρ. 1510 ΑΚ). Διάδικος όμως είναι το ανήλικο τέκνο και όχι οι γονείς του, οι οποίοι απλώς αναπληρώνουν την έλλειψη ικανότητας του τέκνου να παρίσταται το ίδιο στο δικαστήριο με το δικό του όνομα. Κατά συνέπεια, σε δίκη με διάδικο ανήλικο τέκνο που δεν έχει περατωθεί, μετά την ενηλικίωση του, οπότε αυτό καθίσταται ικανό για κάθε δικαιοπραξία, επομένως και για να υπερασπίζεται τα δίκαια του, παύει αυτοδικαίως η αντιπροσωπευτική εξουσία του νόμιμου αντιπροσώπου του και στο εξής, χωρίς να μεσολαβήσει διακοπή της δίκης κατά τα άρθρα 286 επ. Κ.Πολ.Δ., συνεχίζεται πλέον η διαδικασία με τη συμμετοχή  στη δίκη του τέκνου που ενηλικιώθηκε (βλ. ΑΠ 1626/2011, ΑΠ 1436/2010).

Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, στη δίκη κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη 1991/2016 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η ως άνω, ανήλικη τότε, διάδικος ……, εκπροσωπήθηκε από την τότε ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη μητέρα της ……. ως ασκούσα οριστικά την επιμέλεια του προσώπου της. Όμως, η ως άνω ανήλικη τότε διάδικος μετά την άσκηση της κρινόμενης έφεσης, ενηλικιώθηκε και συνεπώς νομίμως αυτή παραστάθηκε με το δικό της όνομα κατά τη συζήτηση  της έφεσης αυτής  αφού μετά την ενηλικίωσή της κατέστη ικανή για να παρίσταται στο δικαστήριο με το δικό της όνομα και έπαυσε αυτοδικαίως η αντιπροσωπευτική εξουσία της νομίμου αντιπροσώπου της …….

Η ενάγουσα-ήδη πρώτη εφεσίβλητη στην παρούσα δίκη και αρχικά ενεργούσα ατομικά και ως ασκούσα την οριστική επιμέλεια  των ως άνω αναφερομένων τότε ανηλίκων τέκνων της, άσκησε κατά του τότε εναγομένου  και ήδη εκκαλούντος την από 24ης Οκτωβρίου 2011 (και με αύξοντα αριθμό κατάθεσης …../201) αγωγή της με βάση την οποία και κατά τα εν αυτή εκτιθέμενα (και όπως το καταψηφιστικό αυτής αίτημα περιορίσθηκε εν μέρει με σχετική δήλωση της ενάγουσας καταχωρηθείσα στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά συνεδριάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου κατ’ άρθρο 223 ΚΠολΔ), ζήτησε: α) αφενός να υποχρεωθεί αυτός να της καταβάλει, υπό την ως άνω ιδιότητα της, ως συνεισφορά του στην τακτική σε χρήμα διατροφή των ανωτέρω ανηλίκων τέκνων της και για χρονικό διάστημα δύο (2) ετών από την επομένη επίδοσης της αγωγής, το ποσό των 1.500 ευρώ μηνιαίως αντιστοίχως για κάθε ένα απ’ αυτά, με τον νόμιμο τόκο, για τον λόγο ότι αυτά (ανήλικα τέκνα) δεν είναι σε θέση να διαθρέψουν τον εαυτό τους, λόγω έλλειψης περιουσιακών στοιχείων, αλλά και λόγω της αδυναμίας τους να εργασθούν λόγω της ανηλικότητάς τους,  και αφετέρου  να αναγνωρισθεί επίσης, ότι ο αυτός εναγόμενος οφείλει να καταβάλει σε αυτή (ενάγουσα) και για την αυτή ως άνω αιτία και για το ίδιο χρονικό διάστημα, επί πλέον τα ποσά των 1.692,00 και 1.304,95 ευρώ μηνιαίως, ως επίσης συνεισφορά του στην τακτική διατροφή των εν λόγιο ανήλικων τέκνων του ……. και … ………., αντιστοίχως, ομοίως με τον νόμιμο τόκο και β) αφενός να υποχρεωθεί ο αυτός εναγόμενος να καταβάλει σε αυτή (ενάγουσα) ατομικά ως τακτική σε χρήμα διατροφή της, το ποσό των 500,00 ευρώ μηνιαίως, με τον νόμιμο τόκο, επίσης για χρονικό διάστημα δύο (2) ετών από την επομένη επίδοσης της αγωγής (δηλαδή από 11.11.2011, βλ. επικαλούμενη και προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. …/11.11.2011 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείου Κορίνθου ……….), για τον λόγο, ότι η έγγαμη με αυτόν (εναγόμενο) συμβίωση της διασπάσθηκε από εύλογη αίτια για το πρόσωπο της και αφετέρου να αναγνωρισθεί, ότι ο αυτός  (εναγόμενος) οφείλει να της καταβάλει, για την αυτί) ως άνω αίτια και για το ίδιο χρονικό διάστημα, επί πλέον και το ποσό των 1.869,00 ευρώ μηνιαίως, επίσης με τον νόμιμο τόκο. Επί της ως άνω αγωγής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η ανωτέρω αναφερομένη και ήδη εκκαλουμένη υπ’ αριθ. 1491/2016 οριστική απόφαση του ως άνω πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, δυνάμει της οποίας έγινε αυτή εν μέρει δεκτή, ως και κατ’ ουσία βάσιμη και υποχρεώθηκε ο εναγόμενος: α) να καταβάλει στην ενάγουσα, υπό την προεκτεθείσα ιδιότητα της, δηλαδή ως ασκούσα την οριστική επιμέλεια των προαναφερθέντων ανηλίκων τέκνων της, ως συνεισφορά του για την τακτική σε χρήμα διατροφή τους, προκαταβολικά κατά το πρώτο πενθήμερο κάθε μήνα, το συνολικό ποσό των 2.000 ευρώ για χρονικό διάστημα δύο (2) ετών από την επομένη επίδοσης της αγωγής και με τον νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επί μέρους δόση κατέστη απαιτητή και ληξιπρόθεσμη και έως την εξόφληση και β) ομοίως να καταβάλει στην  ίδια (ενάγουσα) ατομικά και ως συνεισφορά του για την τακτική σε χρήμα διατροφή της, το ποσό των 500 ευρώ μηνιαίως, προκαταβολικά κατά το πρώτο πενθήμερο κάθε μήνα και για το χρονικό διάστημα από την επομένη επίδοσης της αγωγής και έως την 5η Νοεμβρίου 2012 (οπότε και λύθηκε αμετακλήτως ο γάμος των διάδικων ήδη τέως συζύγων), από την επομένη επίδοσης της αγωγής και με τον νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επί μέρους δόση κατέστη απαιτητή και ληξιπρόθεσμη και έως την εξόφληση. Επίσης, με την ίδια εκκαλουμένη απόφαση έγινε δεκτή ως νόμιμη και κατ’ ουσία βάσιμη η προταθείσα από τον εναγόμενο ένσταση περί συνεισφοράς και της ενάγουσας τόσο στη διατροφή της ιδίας, όσο και των ανήλικων τέκνων τους, κατά παραδοχή δε της ένστασης ορίσθηκαν με την εκκαλουμένη απόφαση τα ως άνω ποσά διατροφής που βαρύνουν τον εναγόμενο. Κατά της εκκαλουμένης αυτής οριστικής απόφασης παραπονείται ήδη ο εκκαλών, ζητώντας, για τους αναφερομένους στην έφεσή του λόγους, αναγόμενους τόσο σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όσο και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, την εξαφάνιση της και την εν συνέχεια απόρριψη της κατ’ αυτού ως άνω αγωγής, άλλως να προσαρμοσθεί το χρηματικό ποσό που αντιστοιχεί στην τακτική σε χρήμα διατροφή των ανηλίκων τέκνων του στο προσήκον μέτρο. Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι από την επισκόπηση της σχετικής δικογραφίας προέκυψε, ότι ο γάμος των διαδίκων λύθηκε αμετάκλητα την 5.11.2012, δηλαδή μετά την άσκηση (με επίδοση) της ένδικης αγωγής, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, δηλαδή την 11.11.2011 (βλ. επικαλούμενη και προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. …/11.11.2011 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Κορίνθου ………..), δυνάμει της υπ’ αριθ. 304/19.1.2012 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, λόγω διάσπασης της έγγαμης συμβίωσης υπερβαίνουσας τη διετία, συνεπεία της οποίας τεκμαίρεται, ότι είχε αυτή κλονισθεί ισχυρά. Η ως άνω απόφαση επιδόθηκε στην ενάγουσα την 2.3.2012, όπως αυτό προκύπτει από τη σχετική επισημείωση επ’ αυτής από τον δικαστικό επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς ……….. (ο οποίος προέβη στην επίδοση της), ενώ, όπως προκύπτει από το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο από τον εναγόμενο υπ’ αριθ. …../5.11.2012 πιστοποιητικό περί μη ασκήσεως ενδίκων μέσων του αρμόδιου Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς, ουδέν ένδικο μέσο έχει ασκηθεί κατά της ως άνω απόφασης. Από τα ως άνω έγγραφα αποδεικνύεται, ότι παρήλθαν άπρακτες οι προθεσμίες άσκησης τακτικών και εκτάκτων ενδίκων μέσων κατά της ως άνω περί διαζυγίου απόφασης, ειδικότερα, δε, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 613 ΚΠολΔ, η εξάμηνη προθεσμία άσκησης έφεσης από την ως άνω επίδοση της απόφασης και η μετά την τελεσιδικία προθεσμία των τριάντα (30) ημερών άσκησης αίτησης αναίρεσης, η οποία τρέχει παράλληλα με την άσκηση αίτησης αναψηλάφησης και κατ’ αυτόν τον τρόπο, εφόσον την 5.11.2012 παρήλθαν οι προαναφερόμενες προθεσμίες, χωρίς να ασκηθεί ένδικο μέσο, η απόφαση αυτή κατέστη αμετάκλητη την 5.11.2012, ημερομηνία κατά την οποία λύθηκε αμετάκλητα ο γάμος των διαδίκων, για τον λόγο δε αυτό, με το απευθυνόμενο προς τον Μητροπολίτη Πειραιώς με αριθ. πρωτ. ……/5.11.2012 της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πειραιώς ζητήθηκε να λυθεί και πνευματικά ο γάμος των διαδίκων. Επομένως, υπό το πρίσμα αυτό, του χρόνου δηλαδή λύσης του γάμου των διαδίκων και της  εντεύθεν  διάρκειας του  χρόνου της συνεισφοράς του εναγομένου στη διατροφή της ενάγουσας τέως συζύγου του ενόσω διαρκούσε η διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης τους (εφόσον φυσικά αποδειχθεί ότι, συντρέχουν οι προς τούτο κατά νόμο και κατ’ ουσία προϋποθέσεις) θα ερευνηθεί στη συνέχεια η ένδικη υπόθεση, αφού επισημανθεί, ότι το αγωγικό αίτημα καταβολής διατροφής στην ενάγουσα ως εν διαστάσει συζύγου είναι απορριπτέο ως στερούμενο νομίμου ερείσματος, αναφορικά με το χρονικό διάστημα μετά την κατά τα ανωτέρω αμετάκλητη λύση του γάμου των διάδικων, δηλαδή για το μετά την 5.11.2012 χρονικό διάστημα, όπως άλλωστε ορθώς έγινε δεκτό και με την εκκαλουμένη απόφαση. Τούτο, δε, διότι η υποχρέωση για την καταβολή διατροφής σε χρήμα μετά τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης, αποτελεί συνέπεια της κατά τη διάταξη του 6χρθρου 1389 ΑΚ υποχρέωσης συνεισφοράς των συζυγών στην αμοιβαία διατροφή αυτών κατά τη διάρκεια του γάμου και δεν εξομοιώνεται με την κατά τα άρθρα 1485 επ. διατροφή (πρβλ. ΟλΑΠ 9/1991, ΑΠ 1028/2013, ΑΠ 551/2011),  αλλ’ ούτε και με την κατά τα άρθρα 1442 επ. ΑΚ οφειλομένη διατροφή μετά το διαζύγιο, δοθέντος, ότι το δικαίωμα της διατροφής δεν συνδέεται με την υπαιτιότητα και γεννιέται μόνο όταν δικαιολογείται από κοινωνικούς λογούς και ειδικότερα για να μην μείνει αβοήθητος ο πρώην σύζυγος, όταν αδυνατεί να καλύψει τις ανάγκες διατροφής του, όπως αυτές προκύπτουν από τις μετά το διαζύγιο συνθήκες ζωής του (πρβλ. ΑΠ 1921/2009, ΑΠ 348/2006).

Περαιτέρω, από την επανεκτίμηση των καταθέσεων των
μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, οι οποίοι εξετάσθηκαν ενόρκως ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, οι οποίες – καταθέσεις – εμπεριέχονται στα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά συνεδριάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, από την υπ’ αριθ. …./2012 ένορκη βεβαίωση, την οποία επικαλέσθηκε πρωτοδίκως ο εναγόμενος, επικαλείται δε και προσκομίζει και κατά  την παρούσα δίκη, η οποία λήφθηκε νομοτύπως (βλ. επικαλούμενη και προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. …./22.11.2012 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών …..) ενώπιον της συμβολαιογράφου Κάρπαθου ……… (ενώ δεν λαμβάνεται υπόψη η επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από τον εναγόμενο υπ’ αριθ. …../23.2.2012 ένορκη ληφθείσα ενώπιον της συμβολαιογράφου Βάμου Αποκορώνου …….., διότι δεν προκύπτει νομότυπη κλήτευση της ενάγουσας), από τα έγγραφα τα οποία προσκομίσθηκαν πρωτοδίκως από τους διαδίκους, τα οποία επικαλούνται αυτοί και προσκομίζουν και κατά την προκειμένη δίκη, τα οποία λαμβάνονται υπόψη και εκτιμώνται είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, από τις μεταξύ των οποίων αφενός οι ……… ένορκες βεβαιώσεις τις οποίες επικαλείται και προσκομίζει η ενάγουσα και αφετέρου τις υπ’ αριθ. …………ένορκες βεβαιώσεις τις οποίες επικαλείται και προσκομίζει ο εναγόμενος, οι οποίες (ένορκες βεβαιώσεις) λήφθηκαν για να χρησιμοποιηθούν σε άλλες δίκες μεταξύ των αυτών διαδίκων και συνεκτιμώνται  για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 1471/2014, ΑΠ 554/2012, ΑΠ 1421/2011)  καθώς και από όλη εν γένει τη διαδικασία σε συνδυασμό με τους κανόνες της λογικής και τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται, κατά την κρίση του δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι τέλεσαν την 7.7.1996 νόμιμο θρησκευτικό γάμο στον Ιερό Ναό του ……. στον Πειραιά, από τον οποίο (γάμο) απέκτησαν δυο τέκνα και συγκεκριμένα την …., η οποία γεννήθηκε την 8.2.1999 και ήδη (όπως προαναφέρθηκε) ενηλικιώθηκε την 8.2.2017 (δηλαδή μετά την άσκηση της κρινομένης έφεσης) και τον ….., ο οποίος γεννήθηκε την 11.5.2001 και είναι εισέτι ανήλικος. Η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων δεν εξελίχθηκε ομαλοί διακοπείσα το έτος 2008, έκτοτε δε τα εν λόγω τέκνα των διαδίκων διαμένουν με την ενάγουσα σε κατοικία ανήκουσα κατά κυριότητα κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου σε κάθε ένα, αντιστοίχως, από τους διαδίκους πρώην συζύγους. Στην ενάγουσα έχει ήδη ανατεθεί η οριστική επιμέλεια του προσώπου των τέκνων των διαδίκων, με βάση την υπ’ αριθ. 508/2011 απόφαση του ίδιου ως άνω πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, η οποία εκδόθηκε επί ασκηθείσας από την ενάγουσα κατά του εναγομένου προηγούμενης αγωγής περί διατροφής αυτής και των τέκνων της για προγενέστερο χρόνο και ανάθεσης σε αυτή της οριστικής επιμελείας των τελευταίων  και η οποία ήδη κατέστη τελεσίδικη λόγω μη άσκησης κατά της ως άνω απόφασης του ενδίκου μέσου της έφεσης ως προς το κεφάλαιο περί της ανάθεσης στην ενάγουσα της οριστικής επιμελείας των ως άνω τέκνων των διαδίκων), ενώ δυνάμει της υπ’ αριθ. 508/2012 τελεσίδικης απόφασης του δικαστηρίου αυτού, η οποία εκδόθηκε μετά την άσκηση έφεσης από τον εναγόμενο κατά της ως άνω πρωτόδικης απόφασης ως προς το κεφάλαιο αυτής περί διατροφής (τόσο ατομικά για την ενάγουσα, όσο και για τα ως άνω τέκνα των διαδίκων), κρίθηκε τελεσιδίκως, ότι η ενάγουσα απέστη από την έγγαμη συμβίωση της με τον εναγόμενο από εύλογη αιτία. Από την ως άνω τελεσίδικη απόφαση προκύπτει δεδικασμένο ως προς την αιτία της διάσπασης της έγγαμης σχέσης των διαδίκων, τούτο, δε, διότι όπως συνάγεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 321, 322, 324, 330 και 331 του ΚΠολΔ, η απόφαση που εκδόθηκε με αγωγή της συζύγου για επιδίκαση διατροφής σε βάρος του συζύγου αποτελεί δεδικασμένο σε νέα δίκη, που δικάζεται νέα αγωγή της συζύγου για επιδίκαση διατροφής μεταγενέστερου χρόνου, για το περιστατικό της διακοπής της έγγαμης συμβίωσης από εύλογη αιτία από μέρους του συζύγου και εν προκειμένω της ενάγουσας, αποκλειόμενης της εκ νέου εξέτασης των προϋποθέσεων της διάσπασης της έγγαμης σχέσης αυτών (διαδίκων), τούτο δε, διότι η ενάγουσα θεμελιώνει το δικαίωμα της προς διατροφή στα αυτά, με δύναμη δεδικασμένου, κριθέντα πραγματικά περιστατικά (βλ ΟλΑΠ 34/1992, ΑΠ 1207/2008, ΑΠ 561/1987, ΑΠ 137/1987). Επισημαίνεται μάλιστα, εν προκειμένω, ότι η ασκηθείσα από τον εναγόμενο αίτηση περί αναιρέσεως της ως άνω τελεσίδικης απόφασης απορρίφθηκε δυνάμει της υπ’ αριθ. 1967/2014 απόφασης του Αρείου Πάγου, με βάση την οποία, μεταξύ των άλλων, κρίθηκε αμετακλήτως, ότι η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων διασπάσθηκε λόγω υπαιτιότητας του εναγομένου. Με τα δεδομένα αυτά, είναι προφανές, ότι ο εναγόμενος είναι υποχρεωμένος, κατ’ αρχάς, να εξακολουθήσει να προβαίνει, για το επίδικο χρονικό διάστημα από την επίδοση της αγωγής έως και την αμετάκλητη λύση  του γάμου τους  (σύμφωνα άλλωστε  με  όσα  ήδη προαναφέρθηκαν), στην παροχή τακτικής σε χρήμα διατροφής προς την ενάγουσα, κατά μήνα προκαταβαλλόμενη και προσδιοριζόμενη, σύμφωνα με τις ανάγκες της, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης, συνεκτιμωμένων και των διαφοροποιήσεων από τη χωριστή διαβίωση της κατ’ επιταγή των συνδυασμένων διατάξεων των άρθρων 1389, 1390 και 1391 του ΑΚ, από τις οποίες συνάγεται, ότι σε περίπτωση διακοπής της έγγαμης συμβίωσης, οπότε αναιρείται σε μεγάλο βαθμό η συγκλήρωση του βίου των συζυγών και επίσης εκλείπει το στοιχείο της «από κοινού» συμβολής τους στην αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας, χωρεί ένα είδος συμψηφισμού των αμοιβαίων υποχρεώσεων για διατροφή, έτσι ώστε δικαιούχος της χρηματικής διατροφής του άρθρου 1391 § 1 του ΑΚ είναι ο σύζυγος, ο οποίος υπό τους ορούς της έγγαμης συμβίωσης, όφειλε τη μικρότερη συνεισφορά, οπότε αν διέκοψε τη συμβίωση για εύλογη αίτια, του οφείλεται σε χρήμα ως διατροφή η διαφορά μεταξύ της μεγαλύτερης συνεισφοράς του άλλου και της δικής του μικρότερης συνεισφοράς (ΑΠ 1206/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 132/2003 ό.π., ΑΠ 613/1999 ΕλΔνη 41.71, ΑΠ 804/1992 ΕλΔνη 35.108, Εφθεσ 791/2005 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 2276/2003 ΕλΔνη 44.1405, ΕφΠειρ 544/2002 ΠειρΝομολ 2002.323, ΕφΛαρ 114/2015), κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στη συνέχεια. Παράλληλα, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε, ότι τα ως άνω ανήλικα τέκνα των διαδίκων κατά το κρίσιμο επίδικο διετές χρονικό διάστημα από την επίδοση της αγωγής, στερούνταν εισοδημάτων, περιουσίας η άλλων πόρων, αλλ’ ούτε και μπορούν να εργασθούν, λόγιο της ανηλικότητάς και ως εκ τούτου έχουν δικαίωμα διατροφής έναντι των διαδίκων γονέων τους, ανάλογα με την οικονομική δυνατότητα κάθε ενός αντιστοίχως απ’ αυτούς, κατ’ εφαρμογή των συνδυασμένων διατάξεων των άρθρων 1485, 1486, 1489 παρ. 2 και 1493 ΑΚ (πρβλ. ΑΠ 837/2009). Το μέτρο, δε, της διατροφής προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες των εν λόγω τέκνων των διαδίκων, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής τους και περιλαμβάνει όλα όσα είναι αναγκαία για τη συντήρηση τους έξοδα και επιπλέον τις δαπάνες για την ανατροφή, καθώς και την επαγγελματική και την εν γένει εκπαίδευση τους  (βλ. ΑΠ 1156/2017, ΑΠ 541/2015, ΑΠ  828/2015, ΑΠ 120/2013).

Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδεικνύεται περαιτέρω, ότι ο εναγόμενος, κατά τον χρόνο άσκησης της ένδικης αγωγής ήταν 49 περίπου ετών, εργαζόταν δε ήδη προ του γάμου του στην επιχείρηση πετρελαιοειδών …., στη συνέχεια δε εργάσθηκε στην εταιρεία …… .. Από το με αριθμό πρωτοκόλλου …../19.11.2012 πιστοποιητικό της Δ.Ο.Τ. Νικαίας, το οποίο επικαλείται και προσκομίζει η ενάγουσα προκύπτει, ότι σύμφωνα με τις υποβληθείσες από τον εναγόμενο φορολογικές δηλώσεις εισοδήματος, ο τελευταίος δήλωσε εισοδήματα για το οικονομικό έτος 2011 από μισθωτές υπηρεσίες το ποσό των 39.031,46 ευρώ και έσοδα από ακίνητα το ποσό των 240 ευρώ και για το οικονομικό έτος 2012 από μισθωτές υπηρεσίες το ποσό των 38.958,50 ευρώ και έσοδα από ακίνητα το ποσό των 240 ευρώ. Ομοίως για το οικονομικό έτος 2013 εισοδήματα του εναγομένου από μισθωτές υπηρεσίες το ποσό των 1.830 ευρώ και από ακίνητα το ποσό των 8.821 ευρώ, ενώ για το οικονομικό έτος 2014 εισοδήματα του εναγομένου από μισθωτές υπηρεσίες το ποσό των 7.911  ευρώ και από ακίνητα το ποσό των 3.199, ευρώ. Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι ο ανωτέρω δηλώσεις αναφέρονται σε  ανέλεγκτες από την αρμόδια ΔΟΥ  χρήσεις  και ως  εκ  τούτου δεν δεσμεύουν το Δικαστήριο εφόσον δεν έχει  ελεγχθεί η ειλικρίνεια τους (βλ. ΑΠ 1156/2017, ΑΠ 659/1988) παρά μόνο ως προς το ότι αποτελούν το ελάχιστο όριο των εισοδημάτων του εναγομένου. Εξάλλου, από το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο από τον εναγόμενο με αριθμό ……….. δελτίο ανεργίας του ΟΑΕΔ, προφανώς για να καταδείξει, ότι δεν εργάζεται και  ως εκ τούτου στερείται πόρων από εργασία, προκύπτει, ότι αυτός (εναγόμενος) ενεγράφη στις σχετικές καταστάσεις ως άνεργος την 29.5.2014, σε χρόνο δηλαδή πέραν του επιδίκου κρισίμου χρονικού διαστήματος και επομένως το περιστατικό αυτό δεν ασκεί οποιαδήποτε επιρροή αναφορικά με τα ποσά που προαναφέρθηκαν, τα οποία φέρεται ότι εισέπραξε αυτός ως αμοιβή από μισθωτές υπηρεσίας κατά το κρίσιμο επίδικο χρονικό διάστημα. Περαιτέρω, από τη σχετική υπό στοιχεία Ε9 δήλωση του εναγομένου (αλλά και από το προαναφερθέν με αριθμό πρωτοκόλλου ……/19.11.2012 πιστοποιητικό της Δ.Ο.Υ. Νικαίας), προκύπτει, ότι ο τελευταίος είναι αποκλειστικά κύριος η συγκύριος, αντιστοίχως των κατωτέρω ακινήτων:  1)  κατά ποσοστό   εξ αδιαίρετου με την ενάγουσα ενός ακινήτου (οικοπέδου) εμβαδού 147 τ.μ., κειμένου επί της οδού ……… στην Νίκαια Αττικής, επί του οποίου έχει ανεγερθεί μεζονέτα με υπόγειο, η οποία αποτελούσε την οικογενειακή στέγη των διαδίκων, όπου και, όπως προαναφέρθηκε, εξακολουθεί να κατοικεί η ενάγουσα με τα τέκνα των διαδίκων),  2)  κατά ποσοστό  εξ αδιαιρέτου με την ενάγουσα ενός ακινήτου (οικοπέδου), εμβαδού 160 τ.μ., κειμένου επί της διασταυρώσεως των οδών …. αριθ. … και …. αριθ. …. στη Νίκαια, 3) κατά ποσοστό ½  εξ αδιαίρετου με την ενάγουσα ενός ακίνητου (οικοπέδου), εμβαδού 161 τ.μ.  κείμενου επί της οδού …. αριθ. …. στη Νίκαια, 4)  κατά ποσοστό ½  εξ αδιαίρετου με την ενάγουσα ενός ακινήτου (οικοπέδου), εμβαδού 901,85 τ.μ., κείμενου στην περιοχή  ….  Λουτρακίου, 5)  κατά ποσοστό 37,5% εξ αδιαίρετου ενός βοσκοτόπου, εμβαδού 1.200 τ.μ., κειμένου στη θέση …..  στα Καλάβρυτα,  6) κατά ποσοστό  ½  εξ αδιαιρέτου ενός βοσκοτόπου, εμβαδού 1.200 τ.μ., κειμένου στη θέση …. …. στην Κλειτορία Αχαΐας, 7) κατά ποσοστό 100% μιας μονοκατοικίας, εμβαδού  79,44 τ.μ., κειμένης επί της οδού ….. στο Λουτράκι Κορινθίας, η οποία, κατά τους ισχυρισμούς του εναγομένου, περιήλθε σε αυτό λόγω γονικής παροχής από τον πατέρα του και η οποία αποτελεί πλέον την μόνιμη κατοικία του μετά  τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης του με την ενάγουσα, 8)  κατά ποσοστό 100% ενός αγροτεμαχίου, εμβαδού 235,95 τ.μ., κείμενου στη θέση ΄……… στο Λουτράκι Κορινθίας, 9) κατά ποσοστό 100% επί ενός αγροτεμαχίου, εμβαδού 244 τ.μι., κειμένου ομοίως στη θέση  ΄…….. στο Λουτράκι Κορινθίας,10) κατά ποσοστό 100% επί ενός αγροτεμαχίου, εμβαδού 243,00, κείμενου επίσης στη θέση ΄…….στο Λουτράκι Κορινθίας,11)κατά ποσοστό 100% επί ενός αγροτεμαχίου, εμβαδού 356,00 τ.μ., κειμένου ομοίως στη θέση ΄…….. στο Λουτράκι Κορινθίας, 12)   κατά ποσοστό 100% επί ενός αγροτεμαχίου, εμβαδού 257,40 τ.μ., κειμένου ομοίως στη θέση ΄…….. στο Λουτράκι Κορινθίας και 13)  κατά ποσοστό 100% επί ενός αγροτεμαχίου, εμβαδού 251,85 τ.μ., κειμένου  ομοίως στη θέση ΄…….. στο Λουτράκι Κορινθίας. Αποδεικνύεται, περαιτέρω, ότι κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσής του με την ενάγουσα, ο εναγόμενος απέκτησε τα κατωτέρω ακίνητα (κάποια δε απ΄ αυτά   εξακολουθεί να τα κατέχει, όπως ειδικότερα εκτέθηκε ανωτέρω και άλλα τα πώλησε) και συγκεκριμένα: 1)  κατά  το έτος 1996, ένα οικόπεδο αντί τιμήματος 8.000, ευρώ εξ ημισείας με την ενάγουσα, επί του οποίου έχει ανεγερθεί η προαναφερθείσα συζυγική κατοικία επιφανείας 120. περίπου τ.μ., πολυτελούς κατασκευής,  2) κατά το έτος 2001 δύο αγροτεμάχια στο Λουτράκι Κορίνθιας αντί τιμήματος 5.800 ευρώ, 3)  κατά το έτος 2001 ένα αγροτεμάχιο στο Λουτράκι Κορινθίας αντί τιμήματος 4.400 ευρώ,4) κατά το έτος 2001 ένα οικόπεδο στη Νίκαια Αττικής αντί τιμήματος 25.000. ευρώ εξ ημίσειας με την ενάγουσα, 6) κατά το έτος 2006 ένα κατάστημα στο Κερατσίνι αντί τιμήματος 40,000 ευρώ, κατά το έτος 2006 ένα οικόπεδο στη Νίκαια Αττικής αντί τιμήματος 30.000, ευρώ εξ ημισείας με την ενάγουσα, 7)  κατά το έτος  2009  δυο αγροτεμάχια στο Λουτράκι Κορινθίας αντί τιμήματος 5.500,00 ευρώ. Το συνολικό ποσό το οποίο φέρεται, ότι ο εναγόμενος δαπάνησε για την αγορά των προαναφερθέντων ακινήτων, σύμφωνα με τα αναφερόμενα, στα αντίστοιχα πωλητήρια συμβόλαια τιμήματα, ανέρχεται σε 240.000 ευρώ, το οποίο, ωστόσο, κατά την κρίση του Δικαστηρίου αυτού, είναι εικονικό κατά τα  ειδικότερα κατωτέρω διαλαμβανόμενα.  ΄Αλλωστε τα  ίδια ως άνω περιστατικά έγιναν δεκτά και με την    υπ’  ως άνω αριθ. 508/2012 τελεσίδικη (και ήδη, όπως προεκτέθηκε, αμετάκλητη καταστάσα) απόφαση του δικαστηρίου αυτού, προκύπτοντος, ως εκ τούτου, δεδικασμένου δεσμεύοντας και το παρόν δικαστήριο. Αποδεικνύεται, ακολούθως, ότι μετά τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων, ο εναγόμενος διέμενε στο Λουτράκι Κορίνθιας σε κατοικία πολυτελούς κατασκευής με πισίνα στον εξωτερικό χώρο. Ομοίως αποδεικνύεται, αλλά και προκύπτει με δύναμη δεδικασμένου  από την ίδια ως   άνω αμετάκλητη απόφαση του δικαστηρίου αυτού, ότι κατά το έτος 2008 αγοράσθηκε στο όνομα της μητέρας του εναγομένου, αντί αναγραφομένου στο αντίστοιχο πωλητήριο συμβόλαιο τιμήματος 430.000  ευρώ, πραγματικής όμως αξίας 700.000 ευρώ (όπως προκύπτει από την ηλεκτρονική αλληλογραφία του εναγομένου κατά την περίοδο των διαπραγματεύσεων του για την αγορά του ακινήτου) ένα οικόπεδο άρτιο και οικοδομήσιμο, εμβαδού 609 τ.μ., κείμενο στη Δροσιά Αττικής. Του εν λόγιο ακίνητου και κατά την κρίση του Δικαστηρίου αυτού (συμμορφούμενου και προς το προκύπτον δεδικασμένο από την ως άνω αμετάκλητη απόφαση του δικαστηρίου αυτού) φέρεται μεν, ως αγοράστρια η μητέρα του εναγομένου, στην πραγματικότητα ωστόσο, αυτό αγοράσθηκε για λογαριασμό του (εναγομένου) και με χρήματα του. Τούτο, δε, διότι η μητέρα του εναγομένου δεν διέθετε το απαιτούμενο ποσό για την αγορά του ως άνω οικοπέδου, δοθέντος, ότι σε ουδεμία περίπτωση είναι δυνατόν τα εισοδήματα της να καλύψουν αγορές τόσης μεγάλης άξιας, όπως και του εν λόγω οικοπέδου, κειμένου, όπως άλλωστε αποτελεί πασίδηλο, σε προνομιούχο περιοχή της Αττικής, ούτε ακόμη και με τη   λήψη δανείων, αφού η εξόφληση των αντιστοίχων τοκοχρεωλυτικών δόσεων απαιτεί και την ύπαρξη αντίστοιχης οικονομικής δυνατότητας. Εξάλλου, η ίδια η μητέρα του εναγομένου είναι ανεπάγγελτη, ενώ ο σύζυγος της υπήρξε υπάλληλος του Δημοσίου, χωρίς υψηλά εισοδήματα. Κατ’ ακολουθία  εν τοις πράγμασι ουσιαστικός και πραγματικός κύριος του προαναφερθέντος ακινήτου είναι αυτός ο ίδιος ο εναγόμενος. Για τους ίδιους αυτούς λόγους, κατά την κρίση και του Δικαστηρίου αυτού, ο εναγόμενος είναι ουσιαστικός και πραγματικός κύριος και ενός άλλου ακίνητου κειμένου στο Κερατσίνι, φερόμενο ως αγορασθέν επ’ ονόματι της μητέρας του, μισθωμένο αντί μισθώματος τουλάχιστον ποσού 1.210,00 μηνιαίως, το οποίο εισπράττει ο εναγόμενος και κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, αφού δεν προκύπτει οποιαδήποτε μεταβολή της ιδιοκτησιακής κατάστασης του ακινήτου αυτού. Ομοίως, όπως άλλωστε έγινε δεκτό με δύναμη δεδικασμένου με την 508/2012 απόφαση του δικαστηρίου τούτου,   για τους ίδιους ως άνω λόγους φέρεται, ότι αγοράσθηκε επ’ ονόματι της μητέρας του εναγομένου το έτος 2007, ένα σκάφος μήκους 8,25 μ. αντί τιμήματος 147.500 ευρώ, το οποίο ουσιαστικά ανήκε στην ιδιοκτησία αυτού εναγόμενου, το οποίο και πωλήθηκε το ίδιο έτος αντί  τιμήματος 115.000. το οποίο, όπως είναι φυσικέ), εισέπραξε αυτός ο ίδιος. Επίσης, ο εναγόμενος κατά το επίδικο χρονικό διάστημα διέθετε ένα αυτοκίνητο εργοστασίου κατασκευής WOLKSWAGEN τύπου Touareg, το οποίο αγόρασε το έτος 2004 αντί τιμήματος 74.000,00 περίπου ευρώ, άλλο ένα αυτοκίνητο εργοστασίου κατασκευής Daimler Chrysler κ.ε. 1.500, έτους πρώτης κυκλοφορίας 2005, καθώς και μια μοτοσυκλέττα εργοστασίου κατασκευής Honda Montesa 1000 κ.ε., έτους πρώτης κυκλοφορίας 2004 και αντί αξίας τουλάχιστον 90.000,00 ευρώ. Όπως, ωστόσο, αποδείχθηκε, ο εναγόμενος κατά το έτος 2014 προέβη στην πώληση των ως άνω οχημάτων και αγόρασε άλλο αυτοκίνητο εργοστασίου κατασκευής Toyota τύπου Yaris. Εξάλλου, ο εναγόμενος πώλησε κατά το έτος 2009 αντί τιμήματος αναγραφομένου στο πωλητήριο συμβόλαιο 202.000 ευρώ, πραγματικής, όμως, αξίας 1,000.000  ευρώ, όπως προκύπτει από την από Μαρτίου 2011 τεχνική έκθεση του τοπογράφου μηχανικού …………. (όπως εκτιμήθηκε), ένα ακίνητο στο Λουτράκι, το οποίο είχε αγοράσει το έτος 2002 αντί τιμήματος 135.000 ευρώ, στο οποίο λειτουργούσε επιχείρηση νυκτερινού κέντρου, όπως άλλωστε έγινε αμετάκλητα δεκτό, με δύναμη δεδικασμένου και με την  ως άνω απόφαση του Δικαστηρίου αυτού. Κατά την κρίση, ωστόσο, του δικαστηρίου αυτού η γενομένη πώληση του ως άνω ακινήτου στον φερόμενο ως αγοραστή, ιδιωτικό υπάλληλο και φίλο του ……….. υπήρξε εικονική, τούτο δε, διότι η αξία του εν λόγω ακινήτου, όπως ήδη ειπώθηκε, είναι πολλαπλάσια του αναφερομένου στο πωλητήριο ως καταβληθέντος τιμήματος και ως εκ τούτου, όπως είναι προφανές, ο εναγόμενος εξακολουθεί να εισπράττει, όπως έπραττε καθ’ όλο το επίδικο χρονικό διάστημα, το μίσθωμα από την εκμίσθωση του εν λόγιο ακινήτου, ανερχόμενο τουλάχιστον στο ποσό των 1.500 ευρώ μηνιαίως. Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε, κατά την κρίση του δικαστηρίου, ότι πράγματι  ο φερόμενος ως αγοραστής του ανωτέρω ακινήτου εισπράττει πράγματι το ως άνω μίσθωμα για να εξοφλήσει αντίστοιχη τοκοχρεωλυτική δόση για την εξόφληση δανείου το οποίο φέρεται, ότι είχε λάβει αυτός για την αγορά του ως άνω ακινήτου, αφού η λήψη του εν λόγω δανείου είναι προφανές, ότι έγινε για να καλυφθεί η εικονικότητα της ως άνω πώλησης. Και βεβαίως δεν υφίσταται, εν προκειμένω, αντιφατικότητα της εκκαλουμένης απόφασης, αναφορικά με τις ανωτέρω παραδοχές της, όπως αβασίμως αιτιάται με λόγο έφεσης ο εκκαλών – εναγόμενος. Τούτο, δε, διότι από την επισκόπηση της εκκαλούμενης απόφασης, αλλά και εξ όσων ήδη βασίμως αποδείχθηκαν και αναπτύχθηκαν ανωτέρω (και σε συνδυασμό, βεβαίως, με τις περί των ανωτέρω παραδοχές της ως άνω  αμετάκλητης απόφασης του δικαστηρίου αυτό), η μνεία της πραγματικής αξίας του ακινήτου έγινε για να καταστεί σαφής η εικονικότητα της γενομένης αγοραπωλησίας και  όχι για το ότι πράγματι καταβλήθηκε σε αυτόν το αντιστοιχούν στην πραγματική αξία του πωληθέντος ακινήτου ως άνω ποσό (όπως αβασίμως ισχυρίζεται ο εκκαλών), ενώ η μνεία του ποσού του καταβαλλομένου μισθώματος άφορα στο ποσό το οποίο εισπράττει ως μίσθωμα ο εναγόμενος ως πραγματικός ιδιοκτήτης του εν λόγω ακίνητου. Ανεξάρτητα, ωστόσο από όσα  προαναφέρθηκαν, κατά την κρίση του παρόντος δικαστηρίου και υπό την εκδοχή ακόμη, ότι η ανωτέρω ένδικη αγοραπωλησία ήταν πραγματική, όπως ισχυρίζεται ο εκκαλών και όχι εικονική, όπως αποδείχθηκε (με δύναμη μάλιστα δεδικασμένου) και πάλι και σε κάθε περίπτωση, ενόψει της αποδειχθείσας ανωτέρω πολλαπλάσιας αξίας του πωληθέντος ακινήτου, είναι προφανές, ότι το τυχόν εισπραχθέν απ’ αυτόν (εναγόμενο) τίμημα, θα μπορούσε να αποτελεί κεφάλαιο παραμένον εις χείρας του (πολύ μάλιστα περισσότερο αφού αυτός δεν  επικαλείται τυχόν διάθεση του εν λόγω ποσού για  κάποιο συγκεκριμένο σκοπό).  Επισημαίνεται, μάλιστα, εν προκειμένω (και όπως άλλωστε ορθώς δέχθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση του), ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο κατά το οποίο αγοράσθηκαν τα προαναφερθέντα ακίνητα, οι αξίες των ακινήτων είχαν εκτοξευθεί, ενώ το Λουτράκι, το οποίο είναι παραθαλάσσιο και συγκεντρώνει σημαντικό αριθμό επισκεπτών και παραθεριστών κατ’ έτος, στο οποίο, όπως ήδη εκτέθηκε ανωτέρω, πραγματοποιήθηκε μεγάλο μέρος των αγορών του εναγομένου και στο οποίο ο τελευταίος διατηρούσε επιχείρηση νυκτερινού κέντρου, επί πλέον αποτέλεσε κατά την προηγούμενη δεκαετία φημισμένο τόπο διασκέδασης και είχε μεταφερθεί εκεί σημαντικό τμήμα της νυκτερινής διασκέδασης της Αθήνας. Περαιτέρω, ο εναγόμενος ισχυρίζεται, ότι τα αγορασθέντα επ’ ονόματι της μητέρας του ως άνω ακίνητα ανήκουν πράγματι στην κυριότητα της και δεν αγοράσθηκαν για λογαριασμό του. Προς ενίσχυση του εν λόγω ισχυρισμού του ο εναγόμενος επικαλέσθηκε πρωτοδίκως, επικαλείται δε και προσκομίζει και κατά την παρούσα  δίκη,  έγγραφα από τα οποία αποδεικνύεται, ότι η μητέρα του εισέπραξε ασφάλισμα ποσού 150.000 ευρώ από ασφάλεια ζωής του πατέρα του (και συζύγου της αντιστοίχως), καθώς και ότι αυτή έλαβε τραπεζικό δάνειο ποσού ύψους 100.000 ευρώ. Τα ποσά, όμως, αυτά, ανέρχονται συνολικά στο συνολικό ποσό των 250.000 ευρώ, ενώ αντιστοίχως η περιουσία που μεταβιβάσθηκε στην μητέρα του εναγομένου, όπως αποδείχθηκε, ήταν πολλαπλάσιας αξίας. Τα δε εισοδήματα της μητέρας του, όπως προκύπτει από το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο και κατά την παρούσα δίκη εκκαθαριστικό σημείωμα, κατ’ ουδεμία περίπτωση είναι δυνατόν να δικαιολογήσουν αγορές ύψους 800.000 ευρώ και πλέον, αλλ’ ούτε και τις φορολογικές δαπάνες που αυτές συνεπάγονται, όπως π.χ. φόρος μεταβίβασης ακίνητης περιουσίας, ΕΝΦΙΑ, δαπάνες σύνταξης του αγοραπωλητηρίου συμβολαίου κλπ. Ειρήσθω εν παρόδω, ότι η μνεία στην εκκαλούμενη απόφαση, ότι η μητέρα του εναγομένου εισέπραξε ως ασφάλισμα το ποσό των 15.000 ευρώ και όχι το πράγματι ως άνω εισπραχθέν ποσό των 150.000 ευρώ, είναι προφανές, ότι πρόκειται για εκ παραδρομής αριθμητικό λάθος, τούτο,  δε διότι   στην εκκαλούμενη  απόφαση αναφέρεται το προαναφερθέν ποσό των 250.000 ευρώ με την πρόσθεση αφενός του ποσού του ανωτέρω ασφαλίσματος και αφετέρου του δάνειου που έλαβε η μητέρα του και επομένως δεν προκύπτει οποιαδήποτε αμφιβολία αναφορικά με το εν λόγω περιστατικό όπως αβασίμως αιτιάται ο εκκαλών με λόγο έφεσης. Αποδεικνύεται, στη συνέχεια, ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων η διαβίωση τους υπήρξε υψηλού οικονομικού επίπεδου, δοθέντος, ότι αυτοί ενδεικτικά, διέθεταν σημαντικά και μεγάλα ποσά για την ένδυση και υπόδηση τους, για την αγορά ακριβών κοσμημάτων από επωνυμία κοσμηματοπωλεία, για τη διαμονή τους, κατά τη διάρκεια των θερινών διακοπών σε ακριβά καταλύματα, όπου η ημερησία διαμονή ανερχόταν ακόμη και στο ποσό των 700 ευρώ, καθώς και για ιδιωτική, όλων των μελών της οικογενείας, ασφάλιση υγείας και ζωής. Ο εναγόμενος κατά το έτος 2006 κατέθεσε επ’ ονόματι της ενάγουσας ποσό 340.000 ευρώ σε ομόλογο της Commercial Value. Ο πρωτοδίκως εξετασθείς μάρτυρας του εναγομένου κατέθεσε, ότι η ζωή της οικογενείας του εναγομένου ήταν συνηθισμένη, καθώς και ότι τα ακριβά ταξίδια αυτού και της Οικογενείας του ήταν προσφορά της εταιρείας «…….», στην οποία εργαζόταν ο εναγόμενος. Η κατάθεση, ωστόσο, αυτή του εν λόγω μάρτυρα δεν επιβεβαιώνεται με την επίκληση και προσκομιδή και κάποιου σχετικού εγγράφου, ενώ, δεν αποδείχθηκε, ότι αποτελεί συνηθισμένη πρακτική για εταιρείες πετρελαιοειδών (όπως και η ως άνω εταιρεία) να προσφέρουν, ως δώρο, στους λογιστές τους και τις οικογένειες τους, συστηματικά πολυτελείς διακοπές. Αυτά όλα και αφού επί πλέον επισημανθεί, ότι, σε κάθε περίπτωση, αν πράγματι ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα, ότι η εν λόγω εργοδότρια εταιρεία του εναγομένου προέβαινε σε τέτοιου είδους παροχές προς τα στελέχη της, ασφαλώς και θα υπήρχαν αντίστοιχα σχετικά παραστατικά, τα οποία, ωστόσο, δεν επικαλείται και δεν προσκομίζει ο εναγόμενος. Αντικρούοντας πρωτοδίκως ο εναγόμενος τα ανωτέρω, ισχυρίζεται, ότι ουδέποτε υπήρξε διευθυντής σε κάποια από τις εταιρείες στις οποίες εργάσθηκε, καθώς και ότι το εισόδημα του καθ’  όλη τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης του με την ενάγουσα δεν υπερέβαινε τα ποσά των 3.000, – 4.000 ευρώ. Ο ισχυρισμός, ωστόσο, αυτός, στερείται ουσιαστικού ερείσματος, τούτο, δε, διότι, όπως άλλωστε προαναφέρθηκε και αποδείχθηκε ανωτέρω, αυτός προέβη στη διάθεση σημαντικών χρηματικών ποσών για την αγορά ακινήτων, ομολόγων και κινητών (σκάφους και αυτοκινήτων), τα οποία ανέρχονται, ακόμη και με τα εικονικά, κατά τη κρίση και του παρόντος δικαστηρίου, τιμήματα, τα οποία αυτός ισχυρίζεται, ότι κατέβαλε και αναγράφονται στα πωλητήρια συμβόλαια, στο συνολικό ποσό των 1.120,000 , ευρώ (δηλ. 360.000 για τα ομόλογα + 204.000 ευρώ για τα ακίνητα + 200.000. για το ακίνητο στο Λουτράκι + 140.000, για την αγορά του σκάφους + 200.000. για την αγορά των ω ς άνω οχημάτων και μοτοσυκλέττας. Τα προαναφερόμενα, δε, ποσά είναι ενδεικτικά και είναι αυτά τα οποία ο εναγόμενος συνομολογεί. Αν επομένως εσόδευε, όσα ισχυρίζεται ο εναγόμενος  (δηλαδή 4.000. ευρώ Χ 12 μήνες Χ 8 έτη (δηλαδή 2004 – 2012) + 55.000 δωρεά του πατέρα του – 434.000 ευρώ) ασφαλώς θα είχε εσοδεύσει το ποσό των 434.000 ευρώ και μόνον από το οποίο θα έπρεπε να  συντηρηθεί και να διαβιώσει εξ ολοκλήρου η οικογένεια του, εφόσον κατά το αντίστοιχο χρονικό διάστημα η ενάγουσα σύζυγος του δεν εργαζόταν. Προκύπτει, επομένως με βεβαιότητα, αλλά και σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ότι δεν είναι δυνατόν ο εναγόμενος, εργαζόμενος ως λογιστής και εισπράττοντας από την μισθωτή εργασία του αποδοχές ύψους 3.000,00 – 4.000,00, όπως αυτός ισχυρίζεται  και συντηρώντας  οικογένεια   με  δύο  τέκνα  και  σύζυγο   μη εργαζομένη να καταστεί δυνατόν, κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης του με την ενάγουσα, να αποταμιεύσει ποσά τα οποία ανέρχονται, κατά τους ισχυρισμούς αυτού του ίδιου, τουλάχιστον στο ποσό των 1.120.000 ευρώ. Σε προηγηθείσες δίκες μεταξύ της ενάγουσας και του εναγομένου, ο τελευταίος επιχείρησε να αντικρούσει τους αγωγικούς ισχυρισμούς περί των οικονομικών του δυνατοτήτων, προβάλλοντας τον ισχυρισμέ), ότι έλαβε διάφορα ποσά από κέρδη από διενεργούμενα από τον ΟΠΑΠ τυχερά παιγνίδια, χωρίς, ωστόσο, να αποδείξει τη βασιμότητα του εν λόγω ισχυρισμού του με την επίκληση και προσκομιδή σχετικών εγγράφων παραστατικών. Στην παρούσα, δίκη  ο εναγόμενος ισχυρίζεται, ότι οι γονείς του είναι εκείνοι οι οποίοι τον συνέδραμαν, πλην όμως η δωρεά κατά το έτος 2004 ποσού 40.000 εκ μέρους του πατέρα του, καθώς και η δωρεά κατά το έτος 2003 ποσού 15.000 ευρώ εκ μέρους της μητέρας του,  ουδόλως, δικαιολογούν την αγορά ακινήτων, η αξία των οποίων, κατά τα υπό του εναγομένου ισχυριζόμενα (σε συνδυασμό) και με τα αναφερόμενα στα πωλητήρια συμβόλαια τιμήματα) ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 1.120.000 ευρώ, ποσό το οποίο, όπως ήδη  προ και κατά την κρίση του παρόντος δικαστηρίου, υπερβαίνει κατά πολύ την προαναφερθείσα αξία. Ενόψει, επομένως, όσων προαναφέρθηκαν και αποδείχθηκαν ανωτέρω,  είναι προφανές ότι τα εισοδήματα του  εναγομένου υπερβαίνουν κατά πολύ τα ποσά των 3.000 – 4.000. ευρώ  μηνιαίως, τα οποία δήλωσε κατά τα έτη 2011 και 2012, στα οποία περιλαμβάνεται και το ένδικο χρονικό διάστημα, εφόσον οι προϋποθέσεις επιδίκασης διατροφής και ο προσδιορισμός της έκτασης και του ύψους αυτής κρίνονται κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής και σε κάθε περίπτωση τα σχεδόν μηδενικά εισοδήματα, τα οποία ο εναγόμενος δηλώνει για τα οικονομικά έτη 2013 και 2014. Συνεπώς, κατά την κρίση του δικαστηρίου, τα εισοδήματα του εναγομένου κατά τα έτη 2012 και 2013 (στα  οποία περιλαμβάνεται το επίδικο χρονικό διάστημα) ανέρχονται στο ποσό των 6.000 ευρώ μηνιαίως τουλάχιστον, ενώ από τα μηδενικά εισοδήματα  τα οποία εμφανίζει αυτός στις αντίστοιχες φορολογικές δηλώσεις των ετών 2013  και 2014 και το παρόν δικαστήριο δεν πείθεται για την ανυπαρξία εισοδημάτων του,  ούτε και δεσμεύεται απ’ αυτές, διότι δεν έχουν ελεγχθεί. Εξάλλου, η κρίση του παρόντος δικαστηρίου, περί της πραγματικής δηλαδή οικονομικής δυνατότητας του εναγομένου, ενισχύεται περισσότερο και από τους αντιφατικούς και εναλλασσόμενους ισχυρισμούς του εναγομένου αναφορικά με τα πραγματικά εισοδήματα του και την αδυναμία του να αποδείξει τη βασιμότητα των ισχυρισμών του αναφορικά με την πηγή των εισοδημάτων του, να δικαιολογήσει την απόκτηση της προαναφερθείσας σημαντικής και ακίνητης περιουσίας με ένα μηνιαίο μισθό της τάξεως των 4.000,00 – 5.000,00 ευρώ και να ανατρέψει στην ουσία τους απλούς μαθηματικούς υπολογισμούς που αποδεικνύουν, πέραν από κάθε αμφιβολία, το πραγματικό ύψος των εισοδημάτων του, όπως αυτό με βεβαιότητα προκύπτει από τη σημαντική περιουσία την οποία απέκτησε, τις υψηλές δαπάνες τις οποίες πραγματοποιούσε και  την πολυτέλεια που διέκρινε τη διαβίωση του ίδιου και της οικογένειας του. Πρέπει, ωστόσο, να επισημανθεί και ότι, κατά την κρίση του παρόντος δικαστηρίου, η αναφορά και μνεία των εν γένει είναι δαπανών στις οποίες προέβαινε και κατά το προηγηθέν του ενδίκου χρονικού διαστήματος για την αγορά των προαναφερθέντων ακινήτων και κινητών, έγινε αφενός για να καταδειχθεί, μεταξύ των άλλων, η οικονομική άνεση η οποία διέκρινε τον εναγόμενο, ώστε να είναι σε θέση να προβαίνει σε δαπάνες στις οποίες δεν θα μπορούσε να προβεί κάθε άλλος μέσος μισθωτός τρίτος με τις αντίστοιχες αποδοχές του και αφετέρου επίσης για να διαφανεί και η παρούσα οικονομική κατάσταση αυτού, όπως ειδικότερα αναλύεται ανωτέρω και επομένως κάθε περί του αντίθετου αιτίαση του εναγομένου προβαλλόμενη με λόγο έφεσης είναι απορριπτέα ως βάσιμη. Εφόσον, επομένως, τα αυτά δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση του, ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας ορθά τις παρατεθείσες ανωτέρω διατάξεις, αλλά και εκτιμώντας επίσης ορθά τις αποδείξεις, δεν έσφαλε περί την εν λόγω κρίση του και πρέπει, ως εκ τούτου, να απορριφθούν, ως αβάσιμοι, οι συναφείς με τα ανωτέρω περιστατικά αντίστοιχοι υπό στοιχεία Β3, Β6, Β7, Bll, Β12 και Β14 αντίστοιχοι λόγοι της υπό κρίση έφεσης ό όπως εκτιμώνται από το δικαστήριο.

Περαιτέρω από τα αυτά ως άνω αποδεικτικά

μέσα, αποδεικνύεται,  σε σχέση με τις οικονομικές δυνατότητες της ενάγουσας, ότι, πλην ορισμένων περιστασιακών περιπτώσεων, αυτή κατά τη διάρκεια του γάμου της με τον εναγόμενο δεν εργάσθηκε ως καθηγήτρια της Αγγλικής γλωσσάς (βλ. και ως άνω αμετάκλητη απόφαση του δικαστηρίου αυτού), ενώ στη συνέχεια, κατά το ένδικο χρονικό διάστημα 2011 – 2012 (ως προς το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, κρίθηκε νόμιμη η ένδικη αγωγή ως προς αυτή) εργάσθηκε ως καθηγήτρια επίσης της Αγγλικής γλώσσας σε φροντιστήριο στη Νίκαια. Από την εν λόγω εργασία της η ενάγουσα κατά το ως άνω χρονικό διάστημα αποκέρδαινε το ποσό των 1.300, ευρώ  μηνιαίως, ενώ στη συνέχεια κατά το έτος 2013 (πέραν δηλαδή του ενδίκου χρονικού διαστήματος) αυτή προέβη στην έναρξη λειτουργίας και εκμετάλλευσης δικής της επιχείρησης φροντιστηρίου διδασκαλίας ξένων γλωσσών. Αποδεικνύεται, περαιτέρω, ότι η ενάγουσα, όπως άλλωστε προαναφέρθηκε, διαμένει με τα τέκνα της στην πρώην συζυγική κατοικία και επομένως δεν επιβαρύνεται με  δαπάνη στέγης, βαρύνεται, ωστόσο, με τα εν γένει λειτουργικά έξοδα της   κατοικίας  αυτής. Παράλληλα, δε είναι συνιδιοκτήτρια με τον εναγόμενο των ήδη προαναφερθέντων ακινήτων, αυτή δε διαθέτει αυτοκίνητο μικρού κυβισμού. Κατέχει τρία ομόλογα της ασφαλιστικής εταιρείας Commercial Value ύψους 260.000 ευρώ (στην αγορά των οποίων είχε προβεί ο εναγόμενος κατά τη διάρκεια του γάμου τους), τα οποία ωστόσο δεν είναι ρευστοποιήσιμα, δοθέντος, ότι έχει ανακληθεί οριστικά η άδεια λειτουργία της εν λόγω ασφαλιστικής εταιρείας. Επισημαίνεται, ότι εκδόθηκε σχετική απόφαση του ΣτΕ, σύμφωνα με την οποία τα εν λόγω ομόλογα θα ρευστοποιηθούν κατά το ποσοστό 70% της αξίας τους, πλην όμως έως και τη συζήτηση τα ένδικης αγωγής ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου δεν αποδείχθηκε ότι επιτεύχθηκε η ως άνω ρευστοποίηση. Οι ανάγκες της ενάγουσας,, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες ζωής της και όπως είχαν διαμορφωθεί κατ τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης, λαμβανομένων υπόψη και των νέων προσωπικών της αναγκών από τη χωριστή διαβίωση, ανέρχονται (το ποσό των δύο χιλιάδων (2.000)  ευρώ μηνιαίως. Το ποσό το οποίο έπρεπε να υποχρεωθεί να καταβάλει ο εναγόμενος, ως συνεισφορά του στην μετά τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης διατροφή της ενάγουσας, ανέρχεται στο ποσό των 500 ευρώ μηνιαίως, το οποίο πρέπει να υποχρεωθεί ο εναγόμενος

να καταβάλει ατομικά στην ενάγουσα, εντός του πρώτου πενθήμερου κάθε μήνα, για το χρονικό διάστημα από την επομένη ημέρα επίδοσης της ένδικης αγωγής και έως την 5η  Νοεμβρίου 2012, ημερομηνία κατά την οποία, όπως ήδη προεκτέθηκε, λύθηκε αμετάκλητα ο γάμος των διαδίκων, με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επί μέρους δόση κατέστη απαιτητή και ληξιπρόθεσμη, ενώ έπρεπε να είχε απορριφθεί, ως κατ’ ουσία αβάσιμη, η αγωγή ως προς το αναγνωριστικό της αίτημα καταβολής πέραν του ποσού των 500 ευρώ διατροφής για την ενάγουσα, δεκτής γενομένης ως κατ’ ουσία βάσιμης κατά ένα μέρος της προταθείσας από τον εναγόμενο ένστασης συνεισφοράς. Επισημαίνεται εν προκειμένω, ότι στερείται βασιμότητας ο επιχειρούμενος από τον εναγόμενο,, με λόγο έφεσης, παραλληλισμός των παραδοχών αφενός της ως άνω αμετάκλητης απόφασης του δικαστηρίου αυτού και αφετέρου της εκκαλουμένης απόφασης αναφορικά με τις προσόδους τις οποίες θα μπορούσε να είχε η ενάγουσα από την εργασία της ως καθηγήτριας της αγγλικής γλώσσας. Τούτο, δε, διότι, ο μεν προσδιορισμός των αποδοχών της ενάγουσας κατά το χρονικό διάστημα επί του οποίου έκρινε το δικαστήριο αυτό με την ως άνω αμετάκλητη απόφασή του έγιναν υπό διαφορετικό καθεστώς και ειδικότερα εφόσον αυτή (ενάγουσα) εργαζόταν, ενώ ο προσδιορισμός των αποδοχών της ενάγουσας με την εκκαλουμένη απόφαση έγινε υπό το καθεστώς της πραγματικής απασχόλησης της και των εξ αυτής προκυπτουσών πραγματικών αποδοχών της. Εξάλλου, αναφορικά με την πλημμέλεια την οποία αποδίδει ο εκκαλών στην εκκαλουμένη απόφαση με λόγο έφεσης, ότι δηλαδή δεν προσδιόρισε την μισθωτική αξία της  συζυγικής κατοικίας της οποίας κάνει χρήση η ενάγουσα, πρέπει να επισημανθεί, ότι στερείται βασιμότητας. Τούτο, δε, διότι η εν λόγω μισθωτική αξία ούτε προστίθεται, αλλ’ ούτε και αφαιρείται, ως αριθμητικό ποσό, αλλ΄ απλώς λαμβάνεται υπόψη για τον προσδιορισμό των εν γένει διατροφικών αναγκών, χωρίς να είναι αναγκαία και η εξειδίκευση των επί μέρους αναγκών και ειδικότερα της αναφοράς της απαιτουμένης για κάθε μια δαπάνη, αλλά αρκεί μόνο να γίνεται αναφορά του συνολικού ποσού που απαιτείται για την κάλυψη των αναγκών του αυτών, όπως με σαφήνεια συνάγεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 1389, 1390 και 1391 ΑΚ (βλ. ΑΠ 773/2014). Τέλος, κατά την κρίση του δικαστηρίου, δεν αποτελεί στοιχείο για τον προσδιορισμό της διατροφής της ενάγουσας (και φυσικά και των τέκνων της και αν βεβαίως ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα), το γεγονός αν και κατά πόσο η ενάγουσα ρευστοποίησε ομόλογο της Commercial Value, όπως εσφαλμένα γίνεται δεκτό με την εκκαλουμένη απόφαση και αιτιάται αβασίμως ο εκκαλών με λόγο έφεσης, τούτο, δε, διότι, κατά την κρίση του δικαστηρίου το στοιχείο αυτό δεν αποδείχθηκε ότι ενέχει βασιμότητα κα θα πρέπει, ως εκ τούτου να αντικατασταθεί η αιτιολογία της εκκαλουμένης απόφασης αναφορικά με την κρίση της αυτή κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να απορριφθούν ως αβάσιμοι, οι συναφείς με τα ανωτέρω περιστατικά αντίστοιχοι υπό στοιχεία Β2, Β8 και Β13 αντίστοιχοι λόγοι της υπό κρίση έφεσης, όπως εκτιμώνται από το δικαστήριο.

Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι η κατά το επίδικο χρονικό διάστημα ανήλικη θυγατέρα των διαδίκων …., η οποία γεννήθηκε την 8.2.1999 και ο ανήλικος υιός αυτών ……, ο οποίος γεννήθηκε την 11.5.2001 φοιτούσαν κατά το ένδικο χρονικό διάστημα στη Δευτέρα τάξη του Λυκείου και στην Τρίτη του Γυμνασίου  αντιστοίχως. ΄Οπως προαναφέρθηκε τα εν λόγω τέκνα των διαδίκων διαμένουν με την ενάγουσα μητέρα τους στην ως άνω ιδιόκτητη κατοικία των διαδίκων γονέων τους που αποτελούσε την οικογενειακή στέγη και δεν βαρύνονται με δαπάνες στέγασης, ενώ βαρύνονται με τις λειτουργικές δαπάνες της οικίας κατά το ποσοστό τα οποίο τους αναλογεί. Και τα δύο τέκνα των διαδίκων αντιμετωπίζουν μαθησιακές δυσκολίες, όπως προκύπτει από τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες και κατά την παρούσα δίκη αποδείξεις και χρειάζεται υποστηρικτική διδασκαλία σε βασικά μαθήματα Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε, περαιτέρω, ότι οι ανάγκες συντηρήσεως των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων (διατροφή, ένδυση, ψυχαγωγία, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, όπου απαιτείται, διότι κατά τα λοιπά τα τέκνα είναι ασφαλισμένα, αγορά εκπαιδευτικού υλικού, υποστηρικτική διδασκαλία, παρακολούθηση μαθημάτων αγγλικής γλώσσας, διδασκαλίας χορού και εκμάθησης της πολεμικής τέχνης TAEKWONDO) είναι συνήθεις των παιδιών της ηλικίας τους, συνολικά δε οι προς διατροφή ανάγκες τους ανέρχονται στο ποσό των 1.500 ευρώ μηνιαίως για την ….. και στο ποσό των 1.400 ευρώ για τον …… Στο ποσό αυτό συνυπολογίζεται και η δαπάνη ηλεκτροφωτισμού, ύδρευσης, θέρμανσης κλπ., ενώ παράλληλα έχει συνυπολογισθεί και αφαιρεθεί σε όλα τα ανωτέρω) ποσά η μισθωτική αξία της συζυγικής κατοικίας (κατά ποσοστό  1/2 αδιαιρέτου) η οποία εκ των πραγμάτων έχει παραχωρηθεί στα εν λόγω ανήλικα τέκνα των διαδίκων. Με βάση τις προαναφερθείσες δυνατότητες του εναγομένου, πρέπει αυτός να υποχρεωθεί να καταβάλει μηνιαίως για κάθε ένα από τα εν λόγω ανήλικα τέκνα αντιστοίχως το ποσό των 1.000 ευρώ, ενώ κατά το υπόλοιπο ποσό των 500, ευρώ για την …. και των 400 ευρώ για τον ….. είναι υπόχρεη προς καταβολή η ενάγουσα, η οποία συμμετέχει με την προσωπική της επιμέλεια στη ανατροφή τους, κατά μερική παραδοχή, ως κατ’ ουσία βάσιμης την προταθείσας πρωτοδίκως από τον εκκαλούντα αντίστοιχης ένστασης περί συνεισφοράς αυτής στη διατροφή των τέκνων τους. Έπρεπε, επομένως, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει, κατά το ένδικο χρονικό διάστημα, ως τακτική σε χρήμα διατροφή για κάθε ένα από τα ως άνω ανήλικα τέκνα του αντιστοίχως το ποσό των 1.000 ευρώ μηνιαίως και συνολικά και για τα δύο το συνολικό ποσό των 2.000 ευρώ, όπως άλλωστε έγινε δεκτό και με την εκκαλούμενη απόφαση. Πρέπει, εν προκειμένω, να επισημανθούν τα  ακόλουθα:  α) Από την  επισκόπηση της  εκκαλουμένης  απόφασης.  Πρέπει, εν προκειμένω, να επισημανθούν τα ακόλουθα α) Από την επισκόπηση της εκκαλούμενης απόφασης προκύπτει ότι τα ως άνω ποσά με τα οποία βαρύνεται ο εναγόμενος για τη διατροφή των ανηλίκων τέκνων του προσδιορίζονται με σαφήνεια στην εκκαλούμενη απόφαση και ουδεμία αμφιβολία καταλείπεται αναφορικά με το περιστατικό αυτό ως εκ τούτου δε είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο συναφής με τα περιστατικά αυτά αντίστοιχος υπό στοιχεία Β1 λόγος της υπό κρίση έφεσης, β) Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν και αποδείχθηκαν ανωτέρω, από τα τεθέντα υπόψη του δικαστηρίου αποδεικτικά μέσα τα οποία επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, πράγματι τα τέκνα των διαδίκων, μεταξύ των άλλων, παρακολουθούν μαθήματα της πολεμικής τέχνης TAEKWONDO, η οποία, όπως αποτελεί πασίδηλο, η εκμάθηση είναι συνήθης για τα παιδιά της ηλικίας τους, όπως επίσης παρακολουθούν και μαθήματα εκμάθησης χορού κλπ όλες δε αυτές οι ενασχολήσεις ανάγονται στις ανάγκες διατροφής των τέκνων των διαδίκων όπως η έννοια αυτών (αναγκών) προσδιορίζεται ειδικότερα ανωτέρω (πρβλ. ανωτέρω ΑΠ 773/2014 ο.π.π). Τα ίδια πρέπει να λεχθούν και για την κρίση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου αναφορικά με τις δαπάνες οι οποίες απαιτούνται για την αντιμετώπιση των μαθησιακών δυσκολιών των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων. Τούτο, δε διότι η βασική αυτή ανάγκη προκύπτει από τις προσκομισθείσες από την ενάγουσα σχετικές γνωματεύσεις και ως εκ τούτου εντάσσεται στις αναγκαίες δαπάνες διατροφής των εν λόγω τέκνων, όπως αυτές έχουν δημιουργηθεί και δεν απαιτείτο να γίνει ιδιαίτερη μνεία της ειδικότερης  δαπάνης, όπως αιτιάται ο εκκαλών με αντίστοιχο λόγο έφεσης. Κατά συνέπεια πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι συναφείς με τα ως άνω περιστατικά υπό στοιχεία Β4 και Β5 αντίστοιχοι λόγοι της υπό κρίση έφεσης όπως εκτιμώνται από το δικαστήριο. Περαιτέρω, δεν έσφαλε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο κατ΄ορθή  ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 118 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ απέρριψε ως αόριστο τον  προταθέντα πρωτοδίκως ισχυρισμό του εναγομένου που τιτλοφορείται «ένσταση στοιχειώδους διατροφής». Τούτο, δε διότι τα περιστατικά τα οποία επικαλέστηκε ο εναγόμενος δηλαδή η απαρίθμηση δαπανών του, δεν μπορούν να αξιολογηθούν και είναι ανεπίδεκτα δικαστικής εκτίμησης και ως εκ τούτου ο σχετικός ισχυρισμός ήταν αόριστος. Πρέπει, επομένως, να απορριφθεί ως αβάσιμος ο συναφής με τα ως άνω περιστατικά υπό στοιχεία Β9 αντίστοιχος λόγος της υπό κρίση έφεσης όπως εκτιμάται από το δικαστήριο. Τέλος, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ομοίως ορθά ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας τις ίδιες, ως άνω διατάξεις των άρθρων 118 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με εκείνες περί του συμψηφισμού του Αστικού Κώδικα οδηγήθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση στην απόρριψη ως αόριστης και ανεπίδεκτης δικαστικής εκτίμησης της προταθείσας πρωτοδίκως από τον εναγόμενο ένστασης συμψηφισμού, για τη θεμελίωση της οποίας επικαλέσθηκε και προσκόμισε τις αναφερόμενες στις πρωτόδικες προτάσεις του αποδείξεις. Τούτο, δε, διότι πράγματι δεν εξειδικεύεται από τον εναγόμενο το είδος της διατροφής (αν αφορά δηλαδή στη διατροφή της εν  διαστάσει συζύγου του ενάγουσας  ή των ανηλίκων τέκνων του), αλλ΄ούτε και τα ποσά που αναλογούν σε κάθε κατηγορία διατροφής, όπως επίσης και δεν προσδιορίζονται με ακρίβεια τα χρονικά διαστήματα καταβολής, ώστε να είναι δυνατόν να εκτιμηθούν από το δικαστήριο. Πρέπει, επομένως  να απορριφθεί ως αβάσιμος ο συναφής μετά ως άνω περιστατικά υπό στοιχείο Β10 αντίστοιχος λόγος της υπό κρίση έφεσης όπως εκτιμώνται από το δικαστήριο.

Ακολούθως, και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα,  πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση έφεση, ως αβάσιμη, στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο εκκαλών-εναγόμενος στην καταβολή των δικαστικών εξόδων των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα, επίσης, στο διατακτικό οριζόμενα.

ΓΙΑ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσία την υπό κρίση έφεση του εκκαλούντος – εναγομένου κατα της υπ’ αριθ. 1491/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς –

Και καταδικάζει τον εκκαλούντα στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης των εφεσίβλητων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των  εξακοσίων (600) ευρώ

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 26  Φεβρουαρίου  2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους  δικηγόρων.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ