Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 136/2018

Αριθμός  136/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή  Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα   Γ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

     Η κρινόμενη από 3-8-2015 (αρ. καταθ. …../2015) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 2742/2015 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 666 παρ. 1, 667, 670, 671 παρ. 1 έως 3 και 672 έως 676 (άρθρο 681Β΄ παρ. 1 περ. α΄ και β΄) του ΚΠολΔ, αντιμωλία των διαδίκων, αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011), και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, καθόσον ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της προσβαλλόμενης αποφάσεως επιδόθηκε κατά νόμο στον εναγόμενο-ενάγοντα, ήδη εκκαλούντα, με επιμέλεια της ενάγουσας-εναγομένης, ήδη εφεσίβλητης, την 13-7-2015 (βλ. την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από την εφεσίβλητη υπ΄ αρ. ……./13-7-2015 έκθεση επιδόσεως της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………..), η δε ένδικη έφεση ασκήθηκε εντός της προβλεπόμενης κατ΄ άρθρο 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ προθεσμίας των 30 ημερών, ήτοι την 7-8-2015 (άρθρα 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 1 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως το άρθρο 495 ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α 87/23-7-2015) και εφαρμόζεται εν προκειμένω σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η ένδικη έφεση, όπως προαναφέρθηκε, ασκήθηκε την 7-8-2015, ήτοι πριν την 1-1-2016]. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι για το παραδεκτό της ένδικης εφέσεως δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου εφέσεως ποσού διακοσίων (200) ευρώ, λόγω της φύσεως της προκειμένης διαφοράς [αφορά διατροφή εν διαστάσει συζύγου, διατροφή ανήλικων τέκνων, επικοινωνία με αυτά (άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012)].

Με την από 22-6-2014 (αρ. καταθ. …../2014) αγωγή της, που συζητήθηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο την 13-5-2015, και για τους λόγους που αναφέρονται σ΄ αυτή (αγωγή), η ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη, ατομικά και ως ασκούσα προσωρινά την επιμέλεια των ανήλικων τέκνων της, …. και ….., που έχουν αποκτήσει από το νόμιμο γάμο τους με τον εναγόμενο και ήδη εν διαστάσει σύζυγό της, ζήτησε 1) να ανατεθεί οριστικά και αποκλειστικά σ΄ αυτήν η άσκηση της επιμέλειας του προσώπου των ως άνω ανήλικων τέκνων τους, …. και …., επειδή αυτό επιβάλλει το συμφέρον αυτών (τέκνων), 2) κατόπιν τροπής του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό, που υποβλήθηκε με δήλωση της πληρεξουσίας της Δικηγόρου που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως και περιλαμβάνεται και στις νομοτύπως κατατεθείσες, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, προτάσεις της, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγομένου εν διαστάσει συζύγου της να προκαταβάλλει σ΄ αυτήν, την πρώτη ημέρα κάθε μήνα και για χρονικό διάστημα τριών ετών από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, ως τακτική μηνιαία σε χρήμα διατροφή: α) για την ίδια ατομικά, το ποσό των 500 ευρώ μηνιαίως, επειδή η έγγαμη συμβίωσή τους διακόπηκε από εύλογη για εκείνη αιτία, β) για λογαριασμό των ως άνω εκπροσωπούμενων από αυτήν ανήλικων τέκνων τους, επειδή αδυνατούν να διατρέφουν τον εαυτό τους, καθόσον στερούνται εισοδημάτων από οποιαδήποτε πηγή και περιουσίας, το ποσό των 650 ευρώ για τον …. και το ποσό των 600 ευρώ για την …., μηνιαίως, όλα δε τα ανωτέρω ποσά για χρονικό διάστηµα τριών ετών από την επίδοση της αγωγής, µε το νόµιµο τόκο από την καθυστέρηση κάθε µηνιαίας παροχής μέχρι την εξόφληση, 3) να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να απειληθεί κατά του εναγομένου προσωπική κράτηση ενός (1) έτους και χρηματική ποινή 3.000 ευρώ, για κάθε παράβαση της εκδοθησομένης απόφασης και 4) να καταδικαστεί ο εναγόμενος στην πληρωμή των δικαστικών της εξόδων.

Με την από 10-6-2014 (αρ. καταθ. …../2014) αγωγή του, που συνεκδικάστηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο την 13-5-2015 με την προαναφερόμενη αγωγή, και για τους λόγους που αναφέρονται σ΄ αυτή (αγωγή), ο ενάγων, ήδη εκκαλών, ζήτησε να ρυθμιστεί το δικαίωμα της προσωπικής επικοινωνίας του με τα ανήλικα τέκνα τους, …. και ….., που έχουν αποκτήσει από το νόμιμο γάμο τους με την εναγομένη και ήδη εν διαστάσει σύζυγό του, κατά τον τρόπο που αναφέρεται σ’ αυτή (αγωγή). Επίσης, ζήτησε να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να απειληθεί κατά της εναγομένης χρηματική ποινή 500 ευρώ και προσωπική κράτηση 20 ημερών για κάθε παρεμπόδιση της ορισθησομένης επικοινωνίας και να καταδικαστεί αυτή (εναγομένη) στη δικαστική του δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ΄ αρ. 2742/2015 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε, όπως προαναφέρθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, μεταξύ άλλων, αφού έκρινε ότι η από 22-6-2014 (αρ. καταθ. …./2014) αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, πλην των παρεπόμενων αιτημάτων α) της κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής ως προς την ανάθεση στην ενάγουσα της επιμέλειας του προσώπου των ανηλίκων και ως προς την αναγνωριστική της διάταξη για υποχρέωση καταβολής διατροφής και β) περί απειλής κατά του εναγομένου προσωπικής κρατήσεως και χρηματικής ποινής για την περίπτωση παραβάσεως της εκδοθησομένης αποφάσεως, τα οποία έκρινε μη νόμιμα και συνεπώς απορριπτέα, αφού δέχθηκε ότι οι προβληθέντες εκ μέρους του εναγομένου σχετικοί ισχυρισμοί α) ο πρώτος που συνιστά την εν μέρει καταλυτική της αγωγής ένσταση της ελαττωμένης διατροφής και β) ο δεύτερος που αποτελεί την ένσταση συνεισφοράς, καταλυτικής της ένδικης αγωγής είναι νόμιμοι και αφού απέρριψε την πρώτη (ένσταση ελαττωμένης διατροφής), ενώ δέχθηκε τη δεύτερη (ένστασης συνεισφοράς), δέχθηκε ως νόμιμη την από 10-6-2014 (αρ. καταθ. …./2014) αγωγή και αφού συνεκδίκασε αυτές (αγωγές), δέχθηκε εν μέρει ως και κατ΄ ουσίαν βάσιμη την από 22-6-2014 (αρ. καταθ. …./2014) αγωγή και α) ανέθεσε αποκλειστικά στην ενάγουσα την άσκηση της επιμέλειας του προσώπου των ανήλικων τέκνων των διαδίκων, …. και ….., β) αναγνώρισε  την υποχρέωση του εναγομένου να προκαταβάλλει στην ενάγουσα την πρώτη ημέρα κάθε μήνα, λόγω διατροφής, το ποσό των εκατό (100) ευρώ μηνιαίως για την ίδια ατομικά και το ποσό των διακοσίων (200) ευρώ μηνιαίως, για λογαριασμό του εκπροσωπουμένου από αυτήν ανήλικου τέκνου τους … και το ποσό των εκατόν πενήντα (150) ευρώ μηνιαίως για λογαριασμό του εκπροσωπουμένου από αυτήν ανήλικου τέκνου τους ….., όλα δε τα παραπάνω ποσά για χρονικό διάστημα τριών ετών από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση πληρωμής κάθε μηνιαίας δόσης μέχρι την εξόφλησή τους, γ) καταδίκασε τον εναγόμενο στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, τα οποία όρισε στο ποσό των εξακοσίων πενήντα (650) ευρώ, από το οποίο θα αφαιρεθεί το ποσό των διακοσίων (200) ευρώ που έχει ήδη προκαταβάλλει, καθώς επίσης, δέχθηκε εν μέρει ως και κατ΄ ουσίαν βάσιμη την από 10-6-2014 (αρ. καταθ. ……/2014) αγωγή και α) ρύθμισε το δικαίωµα της προσωπικής επικοινωνίας του ενάγοντος µε τα ως άνω ανήλικα τέκνα τους κατά τον αναφερόμενο σ΄ αυτήν (προσβαλλόμενη απόφαση) τρόπο, β) κήρυξε την απόφαση προσωρινά εκτελεστή ως προς την αμέσως ανωτέρω καταψηφιστική της διάταξη, γ) απείλησε κατά της εναγομένης χρηματική ποινή χιλίων (1000) ευρώ και προσωπική κράτηση είκοσι (20) ημερών για κάθε παράβαση της ανωτέρω διατάξεως και δ) επέβαλε σε βάρος της εναγομένης μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος την οποία όρισε στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται με την ένδικη έφεση ο εν μέρει ηττηθείς εναγόμενος-ενάγων και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτήν (έφεση) λόγους, οι οποίοι κατά τη συνολική τους εκτίμηση ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί να γίνει δεκτή η έφεση, να μεταρρυθμιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς τα εκκαλούμενα κεφάλαια, έτσι ώστε: α) να γίνει εν μέρει δεκτή η από 22-6-2014 αγωγή της εφεσίβλητης, να απορριφθεί το αίτημα για καταβολή δικής της, ατομικά, διατροφής και να υποχρεωθεί (ο ίδιος, ο εκκαλών) να καταβάλλει, ως συνεισφορά του στη διατροφή των ανήλικων τέκνων τους, το ποσό των 150 ευρώ για καθένα από αυτά και συνολικά το ποσό των 300 ευρώ και περαιτέρω να συμψηφισθεί η δικαστική τους δαπάνη στα προκαταβληθέντα και β) να γίνει δεκτή εν όλω η από 10-6-2015 δική του αγωγή, επικουρικά να μεταρρυθμιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς τα εκκαλούμενα κεφάλαια, σύμφωνα με τα ειδικότερα αναφερόμενα σ΄ αυτήν (έφεση). Η έφεση αυτή είναι ορισμένη, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού που προβάλλει η εφεσίβλητη, καθόσον περιέχει σαφείς και ορισμένους λόγους, ενώ καθορίζονται με πληρότητα τα σφάλματα που αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, ώστε να μπορεί το Δικαστήριο να ερευνήσει το νόμιμο και βάσιμο αυτών.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1389, 1390, 1391 και 1392 του ΑΚ προκύπτει ότι 1) οι σύζυγοι έχουν υποχρέωση να συνεισφέρουν (συμβάλλουν) από κοινού ο καθένας ανάλογα με την οικονομική του δυνατότητα, για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας, 2) η συνεισφορά γίνεται με την προσωπική εργασία, τα εισοδήματά τους και την περιουσία τους, 3) στην υποχρέωση αυτή περιλαμβάνεται ειδικότερα η αμοιβαία υποχρέωση των συζύγων για διατροφή τους, η κοινή υποχρέωση για διατροφή των τέκνων τους και γενικά η υποχρέωση και συμβολή στη λειτουργία του κοινού οίκου. Το μέτρο της υποχρέωσης προσδιορίζεται ανάλογα με τις συνθήκες της οικογενειακής ζωής και η εκπλήρωσή της γίνεται με τον τρόπο που επιβάλλει η έγγαμη συμβίωση. Επίσης συνάγεται ότι σε περίπτωση διακοπής της έγγαμης συμβίωσης, οπότε εξακολουθεί μεν ο μεταξύ των συζύγων γάμος, αλλά δεν μπορεί να γίνει λόγος περί συνεισφοράς αυτών προς αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας, μεταξύ των οποίων και η αμοιβαία υποχρέωση των συζύγων για διατροφή, αφού με τη διακοπή της συμβίωσης έπαυσε να υπάρχει και να λειτουργεί κοινός οίκος και να δημιουργούνται οικογενειακές ανάγκες, εκείνος από τους συζύγους που διέκοψε την έγγαμη συμβίωση για εύλογη αιτία δικαιούται από τον άλλο, ανεξαρτήτως του εάν είναι εύπορος ή άπορος, διατροφή σε χρήμα, που προκαταβάλλεται μηνιαίως και υποκαθιστά τη συνεισφορά του υπόχρεου υπό συνθήκες οικογενειακής ζωής (ΑΠ 1028/2013, ΕφΘρ 74/2014). Συνεπώς, αυτός που μετέχει, με βάση την οικονομική του δυνατότητα, στα βάρη του γάμου με ποσό μικρότερο από το ποσό συμμετοχής του άλλου συζύγου δικαιούται, συντρεχόντων και των λοιπών προβλεπομένων από το νόμο προϋποθέσεων, διατροφή από τον τελευταίο, αφού και κατά τη διάρκεια του γάμου απολάμβανε αυτός μέρος από τα εισοδήματα του άλλου. Το παραπάνω δικαίωμα υφίσταται και όταν η διακοπή προήλθε από την πλευρά του υπόχρεου για διατροφή συζύγου, ακόμη και αν ο υπόχρεος αναγκάστηκε στη διακοπή της συμβίωσης από παράπτωμα του δικαιούχου. Στην περίπτωση όμως, αυτή, αν το παράπτωμα του δικαιούχου της διατροφής συνιστά λόγο διαζυγίου, περιορίζεται η έκταση της οφειλόμενης σε αυτόν από τον άλλον διατροφής στα απολύτως αναγκαία για τη συντήρησή του (ελαττωμένη

διατροφή), μετά από ένσταση του εναγομένου με αντίστοιχο προς τούτο αίτημα. Εξάλλου από τις ίδιες διατάξεις προκύπτει ότι το μέτρο της μετά τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης οφειλόμενης στο δικαιούχο διατροφής, προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του δικαιούχου, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί υπό συνθήκες οικογενειακής ζωής, σε συνδυασμό με εκείνες που ανέκυψαν από τη χωριστή διαβίωση, λαμβανομένων υπόψη των εκατέρωθεν οικονομικών δυνάμεων (ΑΠ 1061/2012, ΑΠ 132/2003, ΕφΛαρ 30/2013). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1485, 1486, 1489, 1493 του ΑΚ προκύπτει ότι οι γονείς, είτε υπάρχει μεταξύ τους γάμος και συμβιώνουν, είτε έχει διακοπεί η συμβίωση, είτε έχει εκδοθεί διαζύγιο, έχουν κοινή και ανάλογη με τις δυνάμεις τους υποχρέωση να διατρέφουν το ανήλικο τέκνο τους, ακόμη και εάν αυτό έχει περιουσία, της οποίας όμως τα εισοδήματα ή το προϊόν της εργασίας του ή άλλα τυχόν εισοδήματά του δεν αρκούν για τη διατροφή του. Το μέτρο της διατροφής από το νόμο μεταξύ των ανιόντων και κατιόντων, προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του δικαιούχου, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες ζωής του και περιλαμβάνει τα αναγκαία για τη συντήρηση και εν γένει εκπαίδευσή του έξοδα. Ως συνθήκες ζωής νοούνται οι συγκεκριμένοι όροι διαβιώσεως, που ποικίλουν ανάλογα με την ηλικία, τον τόπο κατοικίας, την ανάγκη επιτηρήσεως και εκπαιδεύσεως και την κατάσταση της υγείας του δικαιούχου, σε συνδυασμό με την περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου. Για να καθοριστεί το ποσό της δικαιούμενης διατροφής αξιολογούνται κατ΄ αρχήν τα εισοδήματα των γονέων από οποιαδήποτε πηγή και στη συνέχεια προσδιορίζονται οι ανάγκες του τέκνου, καθοριστικό δε στοιχείο είναι οι συνθήκες της ζωής του, δηλαδή οι όροι διαβιώσεώς του, χωρίς όμως να ικανοποιούνται οι παράλογες αξιώσεις. Η δαπάνη για την εξυπηρέτηση στεγαστικών ή καταναλωτικών δανείων δεν προαφαιρείται από τα εισοδήματα του υπόχρεου, αλλά λαμβάνεται υπόψη ως επιπλέον βιοτική ανάγκη του (ΑΠ 120/2013, ΑΠ 680/2010, ΑΠ 204/2010, ΑΠ 837/2009, ΑΠ 471/2005, ΕφΔωδ 195/2013). Ακολούθως, από τις διατάξεις των άρθρων 1389, 1390 και 1489 παρ. 2 του ΑΚ προκύπτει ότι ο γονέας, που ενάγεται ως υπόχρεος χρηματικής διατροφής τέκνου, έχει τη δυνατότητα, μεταξύ άλλων, να προβάλει αμυνόμενος, για τη μερική κατάλυση της αγωγής, ότι υπάρχει και άλλος γονέας, ο οποίος έχει οικονομικές δυνάμεις με τις οποίες, σε αναλογία προς τις δυνάμεις του εναγομένου, αν η έγγαμη συμβίωση εξακολουθούσε, θα υπείχε και εκείνος υποχρέωση συνεισφοράς στη διατροφή του κοινού τέκνου, με συνέπεια τον αντίστοιχο περιορισμό της υποχρέωσης του εναγομένου. Η προβολή του ισχυρισμού αυτού λειτουργεί ως ένσταση. Από τις ίδιες δε ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 1485 επ. του ΑΚ και των άρθρων 223, 224, 269 παρ. 2, 334, 525, 526 527 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι οι προϋποθέσεις επιδίκασης διατροφής και ο καθορισμός της έκτασης και του ύψους αυτής κρίνονται από το χρόνο άσκησης της αγωγής ή επί αιτήματος για την επιδίκαση από την υπερημερία, από το χρόνο επέλευσής της, το σχετικό πάντως δικαίωμα πρέπει να έχει γεννηθεί κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Επομένως, τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την αγωγή, τα οποία πρέπει να έχουν συντελεσθεί έως τη συζήτηση στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, είναι απαράδεκτα προτεινόμενα με τις πρωτόδικες προτάσεις, την έφεση ή τις προτάσεις, που υποβάλλονται στο Εφετείο. Αντιθέτως τα καταλυτικά του δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή γεγονότα και οι αντενστάσεις που δεν αφορούν πραγματικούς ισχυρισμούς, που μεταβάλλουν τη βάση της αγωγής, μπορούν να προταθούν έως την τελευταία επί της ουσίας της υπόθεσης συζήτηση, τόσο στο Πρωτοδικείο όσο και στο Εφετείο, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 269 παρ. 2 και 527 του ΚΠολΔ. Ειδικότερα, ο εναγόμενος ως εκκαλών μπορεί να προτείνει παραδεκτώς το πρώτον κατά την έκκλητη δίκη οψιγενή ισχυρισμό (ένσταση), στηριζόμενο στην επελθούσα μεταβολή των προσδιοριστικών του ύψους της διατροφής στοιχείων, η οποία θα μπορούσε να έχει ως επακόλουθο την παύση ή τη μείωση του ποσού της διατροφής (ΟλΑΠ 2/1994, ΑΠ 900/2005). Η προβολή της εν λόγω οψιγενούς ενστάσεως μπορεί να γίνει μόνο με το εφετήριο ή το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων, στην ειδική δε εργατική διαδικασία του άρθρου 681Β΄ του ΚΠολΔ, κατά την οποία εκδικάζονται και οι διαφορές, που αναφέρονται στη διατροφή συζύγων και τέκνων,  και με τις προτάσεις, αφού, σύμφωνα με το άρθρο 674 παρ. 1 του ΚΠολΔ, οι πρόσθετοι λόγοι της εφέσεως ασκούνται και με τις προτάσεις (ΑΠ 2070/2007, ΑΠ 35/2000, ΑΠ 698/1990). Ακολούθως, κατά τη διάταξη του άρθρου 1520 του ΑΚ, όπως ισχύει µετά το νόµο 1329/1983, ο γονέας µε τον οποίο δεν διαµένει το τέκνο διατηρεί δικαίωµα προσωπικής επικοινωνίας µε αυτό και, στην περίπτωση διαφωνίας των γονέων του ανηλίκου ως προς την άσκηση του δικαιώµατος αυτού, το Δικαστήριο καθορίζει τον τρόπο κατά τον οποίο θα γίνεται η επικοινωνία (βλ. ΑΠ 719/1996 ΕΕΝ 65.60, ΕφΘεσ 2322/1997 ΕλλΔνη 40.359). Το δικαίωµα αυτό, που πηγάζει ευθέως από την προαναφερόµενη διάταξη, λειτουργεί µέσα στη φύση των οικογενειακών δικαιωµάτων. Η επικοινωνία αυτή ρυθµίζεται από το Δικαστήριο µε γνώµονα πάντοτε το συµφέρον του τέκνου και τούτο διότι η ρύθµιση της ασκήσεως του ανωτέρω δικαιώµατος από το άρθρο 1520 του ΑΚ, λειτουργεί µέσα στο γενικότερο πλαίσιο των διατάξεων που προβλέπουν την άσκηση του δικαιώµατος και καθήκοντος των γονέων για τη µέριµνα υπέρ του ανήλικου τέκνου τους (άρθρα 1511 και 1512 του ΑΚ), µε βάση και σκοπό πρωτίστως το συµφέρον του τέκνου. Τούτο αποτελεί αόριστη νοµική έννοια και γενική ρήτρα, που εξειδικεύεται ανάλογα µε τις συνθήκες κάθε περίπτωσης. Για να κριθεί τι αποτελεί συµφέρον του ανηλίκου, στη συγκεκριµένη περίπτωση, θα εκτιµηθούν τα περιστατικά που διαπιστώθηκαν βάσει αξιολογικών κριτηρίων που αντλεί το Δικαστήριο από τους κανόνες της λογικής και τα διδάγµατα της κοινής πείρας και σχετικά µε το πρόσωπο του ανηλίκου, θα ληφθούν υπόψη και τα πορίσµατα της εξελικτικής ψυχολογίας και παιδοψυχιατρικής. Εποµένως, και το Δικαστήριο, όταν ρυθµίζει την άσκηση του δικαιώµατος της προσωπικής επικοινωνίας, κατόπιν ασκήσεως αγωγής πάντοτε από τον γονέα που δεν ασκεί την γονική µέριµνα ή δεν διαµένει µαζί µε το τέκνο, µη νοµιµοποιουµένου εις τούτο του γονέα που ασκεί την γονική µέριµνα (ΑΠ 1516/2005, ΕφΑθ 400/2007, ΕφΑθ 7073/2003 ΕλλΔνη 2004.1693, ΕφΛαρ 189/2003 Δικογραφία 2003.272, ΕφΘεσ 1560/2003 Αρµ 2003.1273, ΕφΘεσ 2027/2003 Αρµ 2004.876, ΕφΘεσ 256/2000 Αρµ 2001.1055, ΕφΘεσ 2322/1997 ΕλλΔνη 40. 358, ΕφΑθ 1609/1995 ΕλλΔνη 38.1603), πρέπει να προβαίνει, ενόψει των αποδεικνυοµένων πραγµατικών περιστατικών στη συγκεκριµένη υπόθεση και του καλώς εννοουµένου συµφέροντος του ανηλίκου, στην αιτουµένη ρύθµιση της προσωπικής επικοινωνίας, λαµβάνοντας υπόψη του τις προκύπτουσες συντρέχουσες συνθήκες και περιστάσεις κάτω από τις οποίες θα ασκείται στη συγκεκριµένη περίπτωση, καθορίζοντας τον τρόπο και το χρόνο, ο οποίος µπορεί να είναι και µεγαλύτερος της µίας ηµέρας, κατά τον οποίο θα ασκείται το δικαίωµα αυτό εκ µέρους του γονέα (ΑΠ 534/1991 ΕλλΔνη 32.1505, ΕφΘεσ 3184/1999, ΕφΑθ 2748/1998 ΕλλΔνη 39.1646, ΕφΘεσ 2184/2000). Το άκρως προσωπικό αυτό δικαίωµα του γονέα για επικοινωνία µε το ανήλικο τέκνο του απορρέει από το φυσικό δεσµό του αίµατος και του αισθήµατος στοργής προς αυτό, συντελεί δε στην ανάπτυξη του ψυχικού του κόσµου και της εν γένει προσωπικότητάς του, γι’ αυτό η άσκησή του αποβλέπει κυρίως στο καλώς εννοούµενο συµφέρον του τέκνου, αφού σκοπός του δικαιώµατος αυτού είναι η διατήρηση του ψυχικού δεσµού µεταξύ γονέα και τέκνου και η δυνατότητα του άλλου γονέα άµεσης γνώσης για την ανάπτυξη της προσωπικότητας, την πνευµατική ανάπτυξη και γενικά τη δυνατότητα της παρακολούθησης της όλης κατάστασης του τέκνου. Η επικοινωνία γονέα-τέκνου στοχεύει στη διατήρηση του δεσµού ανάµεσα στα δύο µέρη, στην ψυχοσωµατική ανάπτυξη του τέκνου και την απάµβλυνση των συνεπειών της ανώµαλης εξέλιξης της έγγαµης συµβίωσης. Είναι τρόπος έκφρασης αισθηµάτων αγάπης, ενδιαφέροντος και στοργής προς το τέκνο, τα οποία το τελευταίο απολαµβάνει από την επικοινωνία (ΕφΛαρ 189/2003 Δικογραφία 2003.272, ΕφΑθ 416/1999 ΑρχΝοµ 2000.357, ΕφΑθ 1461/1997 ΕλλΔνη 38.868, Κουνουγέρη – Μανωλεδάκη: Το δίκαιο της επικοινωνίας, Αρµενόπουλος 42.1102 εποµ.). Το δικαίωμα της προσωπικής επικοινωνίας με το ανήλικο τέκνο ασκείται είτε με αυτοτελή αγωγή είτε με ανταγωγή, αναγκαίο στοιχείο της οποίας δεν αποτελεί και ο τρόπος, ο χρόνος και οι λοιπές περιστάσεις επικοινωνίας, τις οποίας καθορίζει το Δικαστήριο σύμφωνα με το συμφέρον του τέκνου. Δεν αποκλείεται όμως στον δικαιούχο να προσδιορίσει στο δικόγραφο το περιεχόμενο της επικοινωνίας που επιθυμεί να έχει με το τέκνο του και μάλιστα κατά κύριο και επικουρικό τρόπο, οπότε το Δικαστήριο οφείλει να λάβει υπόψη το αίτημα της αγωγής και να κρίνει με βάση τις αποδείξεις αν ο προτεινόμενος από τον δικαιούχο τρόπος, χρόνος και λοιπές περιστάσεις επικοινωνίας είναι και σε ποίο βαθμό συμφέρουσες για το τέκνο, καθορίζοντας το περιεχόμενο της επικοινωνίας. Ακολούθως, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 11 περ. β΄ του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το Δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, που προκύπτει και από το συνδυασμό της προς τις διατάξεις των άρθρων 106, 237 εδ. 1 στοιχ. β, 346 και 453 παρ. 1 του ΚΠολΔ, η πρώτη από τις οποίες εισάγει το συζητητικό σύστημα στη διαγνωστική δίκη, δηλαδή της ενέργειας του Δικαστηρίου κατόπιν πρωτοβουλίας των διαδίκων, ως αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν, νοούνται και εκείνες των οποίων δεν έγινε σαφής και ορισμένη επίκληση με τις προτάσεις του διαδίκου που τις προσκόμισε. Σαφής και ορισμένη είναι η επίκληση εγγράφου, όταν είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του. Μπορεί δε η επίκληση αυτή να γίνει είτε με τις προτάσεις της συζητήσεως μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση, είτε με αναφορά δια των προτάσεων αυτών σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζομένων προτάσεων προηγουμένης συζητήσεως, όπου γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση του εγγράφου, κατ΄ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 240 του ΚΠολΔ. Η τελευταία αυτή διάταξη, αναφέρεται βεβαίως στον τρόπο επαναφοράς «ισχυρισμών», έχει όμως εφαρμογή και για την επίκληση αποδεικτικών μέσων, λόγω της ταυτότητος του νομικού λόγου (ΟλΑΠ 23/2008). Συγκεκριμένα κατά το άρθρο 240 του ΚΠολΔ, για την επαναφορά ισχυρισμών που υποβλήθηκαν σε προηγούμενη συζήτηση στο ίδιο ή ανώτερο Δικαστήριο, αρκεί η επανυποβολή τους με σύντομη περίληψη και αναφορά στις σελίδες των προτάσεων της προηγούμενης συζήτησης που τους περιέχουν και που προσκομίζονται απαραιτήτως σε επικυρωμένο αντίγραφο. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως, η επίκληση με τις προτάσεις που υποβάλλονται στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο κατά τη συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται η προσβαλλόμενη απόφαση, ισχυρισμών με γενική αναφορά στις πρωτόδικες προτάσεις, το κείμενο των οποίων ενσωματώνεται στις προτάσεις ενώπιον του Εφετείου, δεν αρκεί, ούτε είναι νόμιμη. Δεν πρόκειται όμως, για ενσωμάτωση, όταν στο κείμενο των προτάσεων της δευτεροβάθμιας δίκης περιέχονται, έστω και αυτούσιες, οι προτάσεις προηγούμενης συζητήσεως, καλυπτόμενες από την υπογραφή του πληρεξουσίου Δικηγόρου στις προτάσεις της δευτεροβάθμιας δίκης, διότι με τον τρόπο αυτό οι προηγούμενες προτάσεις και οι τελευταίες (ενώπιον δηλαδή του Εφετείου) κατέστησαν ενιαίες  (ΑΠ 224/2016).

Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων …………, αντίστοιχα, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και περιέχονται (οι καταθέσεις) στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του ίδιου (πρωτοβάθμιου) Δικαστηρίου, καθώς και από όλα τα έγγραφα, τα οποία νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι και τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, [ανάμεσα στα οποία έγγραφα των οποίων για πρώτη φορά στον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας γίνεται επίκληση και προσαγωγή, όχι από πρόθεση στρεψοδικίας ή βαριά αμέλεια (άρθρο 529 του ΚΠολΔ)], μεταξύ των οποίων και η επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από την ενάγουσα-εναγομένη υπ΄ αρ. …./8-5-2014 ένορκη βεβαίωση του ……….., που λήφθηκε, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών και η επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από τον εναγόμενο-ενάγοντα υπ΄ αρ. …./5-5-2014 ένορκη βεβαίωση του ……….. που λήφθηκε ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ………, οι οποίες (δύο ένορκες βεβαιώσεις) λαμβάνονται υπόψη ως δικαστικά τεκμήρια, αφού λήφθηκαν για να χρησιμοποιηθούν σε προηγούμενη δίκη ασφαλιστικών μέτρων μεταξύ των ίδιων διαδίκων (πρβλ ΑΠ 399/2009, ΑΠ 818/2009, ΑΠ 227/2007, ΑΠ 700/1999), καθώς επίσης από τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από τον εκκαλούντα υπ΄ αρ. …./1-2-2017 και …./1-2-2017 ένορκες βεβαιώσεις των ………..και ………… που λήφθηκαν την 1-2-2017, ήτοι μετά τη συζήτηση ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και πριν τη συζήτηση της ένδικης εφέσεως (άρθρο 529 παρ. 1 εδ. α΄ του ΚΠολΔ, ΑΠ 1404/2014), ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, μετά από νόμιμη κλήτευση της εφεσίβλητης (βλ. την υπ΄ αρ. …../27-1-2017 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς ……….), χωρίς όμως η ρητή αναφορά σε ορισμένα εξ αυτών (εγγράφων) να προσδίδει σε αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα, και όπως προεκτέθηκε, όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται προς σχηματισμό της δικανικής κρίσεως σχετικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723, ΑΠ 1068/2002 ΑρχΝ 2004.70), εκτός από τα έγγραφα των οποίων γίνεται επίκληση από τους διαδίκους, το πρώτον και μόνον (πλην αυτών που ήδη έχουν επικαλεσθεί με τις νομοτύπως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις τους) με την προσθήκη των προτάσεών τους, δηλαδή μετά την κατά τη δικάσιμο της 2-2-2017 συζήτηση στο ακροατήριο και εντός της κατά το άρθρο 524 του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας, τα οποία δεν λαμβάνονται υπόψη καθόσον από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 524 παρ. 1, 674 παρ. 2 και 270 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι έγγραφα επικαλούμενα με την προσθήκη των προτάσεων δεν λαμβάνονται υπόψη, εκτός αν προσάγονται για την αντίκρουση ισχυρισμών που προβάλλονται με τις προτάσεις, γεγονός όμως που δεν συμβαίνει εν προκειμένω, (σημειώνοντας ότι η εφεσίβλητη, στις προτάσεις του παρόντος βαθμού, περιλαμβάνει, αυτούσιες, τις προτάσεις και την προσθήκη – αντίκρουση της πρωτοβάθμιας συζητήσεως, καλυπτόμενες από την υπογραφή του πληρεξούσιου Δικηγόρου της, και κατά τον τρόπο αυτό έχουν καταστεί ενιαίες προτάσεις, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι τέλεσαν μεταξύ τους νόμιμο πολιτικό γάμο στη Νίκαια στις 15-4-2004, ο οποίος στη συνέχεια ιερολογήθηκε σύμφωνα με τους κανόνες της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας στον Πειραιά στις 30-9-2005. Από το γάμο τους αυτό απέκτησαν δύο τέκνα, τον ………, που γεννήθηκε στις 25-9-2007 και την …… που γεννήθηκε στις 23-11-2012, ήτοι είναι ακόμα ανήλικα, και κατά το χρόνο συζητήσεως της ένδικης αγωγής στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ήταν ηλικίας 7,5 περίπου ετών και 2,5 περίπου ετών αντίστοιχα. Η έγγαµη συµβίωσή τους δεν υπήρξε απαρχής αρµονική, αλλά υπήρχαν μεταξύ τους (διαδίκων) διαφωνίες και προβλήματα στη σχέση τους, τα οποία οξύνθηκαν μετά τη γέννηση του δεύτερου τέκνου τους, οφειλόμενα στην αντισυζυγική συμπεριφορά του εναγομένου-ενάγοντος. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι ο τελευταίος εκδήλωνε αδιάφορη συμπεριφορά απέναντι στην ενάγουσα-σύζυγό του, ήταν ασυνεπής στις οικογενειακές του υποχρεώσεις, απουσίαζε αδικαιολόγητα από την οικογενειακή οικία, χωρίς να ενημερώνει τη σύζυγό του και ήταν συνεχώς εκνευρισμένος και απόμακρος. Από τα μέσα περίπου του έτους 2012 συνήψε εξωσυζυγική σχέση με άλλη γυναίκα, γεγονός που πληροφορήθηκε και η ενάγουσα-σύζυγός του, ένα περίπου έτους μετά. Τελικά τον Οκτώβριο του 2013 ο εναγόμενος αποχώρησε από την οικογενειακή οικία, γεγονός που καταδεικνύει την πρόθεσή του για διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης. Από τα προαναφερόμενα λοιπόν πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν, προκύπτει ότι η διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων προκλήθηκε με την ως άνω συμπεριφορά του εναγομένου που ήταν αντίθετη με εκδηλώσεις συνεισφοράς, αγάπης, σεβασμού, ενδιαφέροντος, συμπαράστασης, του ενός συζύγου προς τον άλλο μέσω των οποίων εκφράζεται η εσωτερική διάθεση για έγγαμη συμβίωση, ενώ είναι εμφανές ότι από τον Οκτώβριο του 2013 και έπειτα άρχισε ταυτόχρονα να εκλείπει το εσωτερικό στοιχείο (animus), δηλαδή της θελήσεώς τους να παραμείνουν σύζυγοι. Κατόπιν τούτων προκύπτει ότι η έγγαμη σχέση των διαδίκων διασπάστηκε από λόγους που αφορούν το πρόσωπο του εναγομένου, ήτοι για εύλογη για την ενάγουσα αιτία, και κατά συνέπεια η ενάγουσα δικαιούται έναντι του εναγομένου διατροφής σε χρήμα, απορριπτομένων α) της ένστασης ελαττωμένης διατροφής, β) της ένστασης καταχρηστικής ασκήσεως και γ) του ισχυρισμού περί αβασίμου του αιτήματος περί επιδικάσεως διατροφής της ενάγουσας ατομικά, για το λόγο ότι η διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης οφείλεται σε λόγους που αφορούν αποκλειστικά αυτήν (ενάγουσα), που προέβαλε ο εναγόμενος, με δήλωση του πληρεξουσίου Δικηγόρου του που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιλαμβάνεται και στις νομοτύπως κατατεθείσες, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, έγγραφες προτάσεις του, τους οποίους επαναφέρει με σχετικό λόγο εφέσεως, και οι οποίοι είχαν απορριφθεί με την προσβαλλόμενη απόφαση. Το ύψος της διατροφής αυτής προσδιορίζεται σύμφωνα με τις ανάγκες της, όπως είχαν διαμορφωθεί κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων, όμως, υπό την κατωτέρω εξεταζόμενη προϋπόθεση της υπό καθεστώς έγγαμης συμβίωσης συμμετοχής της στο εισόδημα του εναγομένου-συζύγου της, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και επίσης ορθά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ΄ αυτές πραγματικά περιστατικά και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τον σχετικό λόγο της ένδικης εφέσεως πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμα.  Ακολούθως  αποδείχθηκε  ότι κατόπιν ασκήσεως της από 13-3-2014 (αρ. καταθ. ……./2014) αίτησης του εναγομένου-ενάγοντος η οποία συνεκδικάστηκε με την από 18-3-2014 (αρ. καταθ. ……/2014) αίτηση της ενάγουσας-εναγομένης περί λήψεως ασφαλιστικών μέτρων, εξεδόθη η υπ΄ αρ. 1105/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με την οποία ανατέθηκε προσωρινά η άσκηση της επιμέλειας των ανήλικων τέκνων των διαδίκων στην ενάγουσα-μητέρα τους, υποχρεώθηκε ο εναγόμενος να προκαταβάλλει το πρώτο πενθήμερο κάθε μήνα στην ενάγουσα, ως προσωρινή διατροφή, για λογαριασμό της ιδίας το ποσό των 200 ευρώ και το ποσό των 150 ευρώ για λογαριασμό καθενός εκ των δύο ανήλικων τέκνων τους, από την επίδοση της αίτησης και εφεξής και ρυθμίστηκε το δικαίωμα επικοινωνίας του εναγομένου με αυτά. Περαιτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με διάταξη της ως άνω εκκαλούμενης αποφάσεώς του που δεν προσβάλλεται με λόγο εφέσεως (η διάταξη), ανέθεσε αποκλειστικά στην ενάγουσα την άσκηση της επιμέλειας του προσώπου των ανήλικων τέκνων των διαδίκων, …… και …… Ακολούθως, ο ενάγων-πατέρας, που δεν διαμένει με τα ως άνω τέκνα του, πρέπει και δικαιούται να απολαμβάνει του αυστηρώς προσωποπαγούς και ανταποκρινομένου στη φυσική ανάγκη αμοιβαίας στοργής και αγάπης δικαιώματος επικοινωνίας με τα εν λόγω ανήλικα τέκνα του. Εποµένως, για να αναπτυχθεί, διατηρηθεί και ενισχυθεί ο ψυχικός δεσµός των ανηλίκων µε τον πατέρα τους, για να καλλιεργηθούν αµοιβαία µεταξύ τους αισθήµατα στοργής και αγάπης, να διατηρηθεί ο συγγενικός δεσµός και να µην αποξενωθεί ο πατέρας των ανηλίκων από αυτά, (αντιθέτως, να παρέχεται στον ενάγοντα η δυνατότητα να παρακολουθεί την εξέλιξη και την ανάπτυξη των τέκνων του), είναι αναγκαίο ο ενάγων-πατέρας να επικοινωνεί με τα ως άνω τέκνα του σε τακτά χρονικά διαστήματα, να έρχεται σε προσωπική επαφή μαζί τους, να συνομιλούν για διάφορα θέματα, να έχουν κοινές εξόδους ψυχαγωγίας. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να ρυθμισθεί το δικαίωµα της προσωπικής επικοινωνίας του ενάγοντος με τα ως άνω τέκνα του µε τον τρόπο που προκρίνεται από το Δικαστήριο αυτό ως ο πλέον πρόσφορος, μετά τη στάθμιση των εκατέρωθεν συμφερόντων, και ιδίως του συμφέροντος των ανηλίκων, ήτοι ως εξής: 1) Κάθε Δευτέρα και Τετάρτη, από ώρα 17:00 έως ώρα 20:00, 2) Κάθε δεύτερο (ένα παρά ένα) Σαββατοκύριακο κάθε μήνα, από ημέρα Σάββατο και ώρα 10:00 έως ημέρα Κυριακή και ώρα 18:00, 3) κατά τις εορτές των Χριστουγέννων – Νέου Έτους, από την 23η Δεκεμβρίου και ώρα 10:00 μέχρι την 28η Δεκεμβρίου και ώρα 20:00 κατά τα ζυγά έτη και από την 31η Δεκεμβρίου και ώρα 10:00 μέχρι την 5η Ιανουαρίου και ώρα 20:00 τα μονά έτη, εναλλάξ κατ΄ έτος, 4) κατά τις εορτές του Πάσχα, από τη Μεγάλη Τετάρτη και ώρα 10:00 μέχρι τη Δευτέρα του Πάσχα και ώρα 20:00 τα ζυγά έτη και από την Τρίτη της Διακαινησίμου και ώρα 10:00 μέχρι την Κυριακή του Θωμά και ώρα 20:00 τα μονά έτη, εναλλάξ κατ΄ έτος, 5) κατά την περίοδο των θερινών διακοπών για είκοσι ημέρες το μήνα Ιούλιο ή Αύγουστο κατόπιν συνεννόησης με την εναγομένη-μητέρα. Επιπλέον ο ενάγων θα έχει το δικαίωμα να επικοινωνεί με τα ανήλικα τέκνα του τηλεφωνικά χωρίς όμως η τηλεφωνική επικοινωνία να υπερβαίνει το μέτρο της μίας κλήσεως την ημέρα και βεβαίως όχι σε ώρες κοινής ησυχίας, εκτός αν συντρέχει εξαιρετικός προς τούτο λόγος. Από τους ανωτέρω χρόνους επικοινωνίας, υπό τα στοιχεία 1 και 2, εξαιρούνται τα χρονικά διαστήματα, κατά τα οποία τα ανήλικα τέκνα θα απουσιάζουν λόγω διακοπών (εορτών ή θερινών) και τα οποία (διαστήματα) η εναγομένη θα γνωστοποιεί στον ενάγοντα προ δέκα τουλάχιστον ημερών. Τέλος, σε όλες τις ανωτέρω ημέρες και ώρες επικοινωνίας, η εναγομένη υποχρεούται να παραδίδει τα ανήλικα τέκνα στον ενάγοντα στην οικία της και ο τελευταίος να αποδίδει αυτά στην εναγομένη στον ίδιο τόπο. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, ρύθμισε οριστικά την επικοινωνία του ενάγοντος-πατέρα με τα ως άνω ανήλικα τέκνα του, κατά τον τρόπο και με τους όρους που ορίζονται ειδικότερα στο διατακτικό αυτής, δεν εκτίμησε ορθά τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ΄ αυτές πραγματικά περιστατικά, αλλά έσφαλε και συνεπώς ο σχετικός λόγος της ένδικης εφέσεως πρέπει να γίνει δεκτός ως κατ΄ ουσίαν βάσιμος. Περαιτέρω, όσον αφορά τις οικονομικές δυνάμεις των διαδίκων αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος, ο οποίος κατά τον κρίσιμο χρόνο άσκησης της αγωγής [η ένδικη αγωγή επιδόθηκε στον εναγόμενο την 30-6-2014 (βλ. την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από την ενάγουσα υπ΄ αρ. …../30-6-2014 έκθεση επιδόσεως της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών …………)], ήταν 39 περίπου ετών, την 11-5-2015 προσλήφθηκε (με την ειδικότητα του οδηγού φορτηγών και βαρέων οχημάτων) στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………….», με μηνιαίες καθαρές αποδοχές 852 ευρώ, πλέον δώρων εορτών και αδείας, ενώ μέχρι τότε δεν είχε εργασία και είχε ενταχθεί, ως μακροχρόνια άνεργος, σε πρόγραμμα επιδότησης του ΟΑΕΔ λαμβάνοντας ως επίδομα τακτικής ανεργίας μηνιαίως το ποσό των 200 ευρώ. Ωστόσο αποκόμιζε επιπλέον εισόδημα ποσού 200 ευρώ, το οποίο εξακολουθεί να εισπράττει από περιστασιακή απασχόληση ως υπάλληλος σε πρατήριο υγρών καυσίμων, ευρισκόμενο επί της ………. στο Κερατσίνι, και, έως πρόσφατα, ήτοι μικρό χρονικό διάστημα πριν τη συζήτηση της ένδικης εφέσεως, στο κρεοπωλείο του ……… που ευρίσκεται επίσης στο Κερατσίνι. Διαμένει στην οικία των γονέων του, επιβαρυνόμενος κατά την αναλογία του με τα λειτουργικά έξοδα αυτής (οικίας). Προγενέστερα διέμενε σε μισθωμένη, από την 1-4-2014 έως την 31-3-2016, οικία, για την οποία κατέβαλε μηνιαίο μίσθωμα ποσού 200 ευρώ και επιβαρυνόταν με τα λειτουργικά έξοδα αυτής (οικίας του). Στη συνέχεια από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος είναι συγκύριος με την ενάγουσα ενός διαμερίσματος, που βρίσκεται επί της οδού ………. στη Νίκαια, εμβαδού 90 τ.μ., το οποίο αποτελούσε την οικογενειακή οικία. Το ως άνω διαμέρισμα αγόρασε με δάνειο, δόσεις του οποίου δεν έχει αποπληρώσει και από την 7-11-2014 έχει κάνει αίτηση υπαγωγής στο Ν. 3869/2010. Τέλος, άλλα εισοδήματα ή περιουσία δεν διαθέτει αυτός, ενώ εξάλλου, εκτός των δαπανών διαβίωσής του, που είναι οι συνήθεις, δεν βαρύνεται, κατά νόμο, με υποχρέωση διατροφής άλλων προσώπων, πλην των ως άνω ανήλικων τέκνων του και της ενάγουσας-εν διαστάσει συζύγου του. Εξάλλου, από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα, η οποία κατά τον κρίσιμο χρόνο άσκησης της αγωγής, ήταν 35 περίπου ετών, κατά τον χρόνο της έγγαμης συμβίωσής της με τον εναγόμενο, εργάστηκε, ως βοηθός φαρμακείου, με μηνιαίο μισθό 600 ευρώ, μέχρι το έτος 2006, οπότε απολύθηκε και έπειτα εργάσθηκε από το έτος 2008 έως το έτος 2013. Μετά τη γέννηση της θυγατέρας τους δεν εργαζόταν. Περαιτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, χωρίς να προσβάλλεται η κρίση του αυτή με λόγο εφέσεως εκ μέρους της ενάγουσας, ότι όπως ισχυρίζεται η ενάγουσα κατά το διάστημα της ανεργίας της, συνεισέφερε στις οικογενειακές ανάγκες με το ποσό των 600 ευρώ το οποίο της το έδινε ο πατέρας της. Προσέφερε έτσι, εκτός από τις προσωπικές της υπηρεσίες στη φροντίδα του συζυγικού οίκου και των μελών της οικογένειάς της, οι οποίες (υπηρεσίες) είναι αποτιμητές σε χρήμα, και τα εισοδήματά της. Κατά το διδακτικό έτος 2014-2015 απασχολήθηκε με οκτάμηνη σύμβαση μίσθωσης έργου έχοντας αναλάβει τον καθαρισμό σχολείου πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης στη Νίκαια για ως άνω διδακτικό έτος (2014-2015), αντί αμοιβής, ανερχόμενης στο ποσό των 285 περίπου ευρώ μηνιαίως. Η ενάγουσα διαμένει με τα τέκνα της στο διαμέρισμα που αποτελούσε την οικογενειακή οικία, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, είναι συνιδιοκτησίας της με τον εναγόμενο και την έχουν αποκτήσει με στεγαστικό δάνειο, τις δόσεις του οποίου δεν καταβάλλουν. Συνεπώς, δεν βαρύνεται με δαπάνες μίσθωσης, αλλά βαρύνεται με την αναλογία συμμετοχής της στις κοινόχρηστες δαπάνες και στις δαπάνες για λογαριασμούς κοινής ωφέλειας. Επίσης, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε, χωρίς να προσβάλλεται η κρίση του αυτή με λόγο εφέσεως εκ μέρους της ενάγουσας, ότι για τα ανήλικα τέκνα της, η ενάγουσα λαμβάνει ετήσιο επίδομα 700 ευρώ. Άλλη περιουσία ή πόρους από οποιαδήποτε άλλη πηγή δεν αποδείχθηκε ότι έχει η ενάγουσα, ούτε βαρύνεται, κατά νόμο, με υποχρέωση διατροφής άλλων προσώπων, πλην των ως άνω ανήλικων τέκνων της. Έχει όμως να αντιμετωπίσει τις δαπάνες διατροφής, ένδυσης και ψυχαγωγίας της. Η ενάγουσα παρέχει επίσης στα τέκνα της τις συνδεόμενες με τη συνοίκηση προσωπικές φροντίδες και υπηρεσίες της (παρασκευή φαγητού, πλύσιμο, σιδέρωμα) που είναι αποτιμητές σε χρήμα. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσής της με τον εναγόμενο η οφειλόμενη συνεισφορά της (ενάγουσας) για την αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών συνίστατο στην προσφορά της προσωπικής της εργασίας, (όπως παρασκευή φαγητού, πλύσιμο, σιδέρωμα), που αποτιμάται σε χρήμα και του εισοδήματός της (μηνιαίο ποσό που της έδινε ο πατέρας της και αποδοχές από την εργασία της). Για τον ίδιο δε σκοπό ο εναγόμενος συνεισέφερε τα εισοδήματά του από την εργασία του και το επίδομα ανεργίας του. Επομένως, ενόψει των παραπάνω πραγματικών περιστατικών η ενάγουσα υπό καθεστώς έγγαμης συμβίωσης θα απολάμβανε από τα μεγαλύτερα εισοδήματα του εναγομένου-συζύγου της. Με τα δεδομένα αυτά η ενάγουσα, η οποία, κατά τα ανωτέρω, αφίσταται της έγγαμης συμβίωσης από εύλογη γι΄ αυτήν αιτία, δικαιούται ανάλογης διατροφής έναντι του εναγομένου, αφού και υπό τις συνθήκες της έγγαμης συμβίωσης είχε τοιούτο δικαίωμα. Με βάση τις προαναφερόμενες οικονομικές δυνατότητες των διαδίκων, τις συνθήκες της οικογενειακής τους ζωής μέχρι τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσής τους, τις ανάγκες της ζωής της ενάγουσας, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί στα πλαίσια της συμβίωσης καθώς και τις νέες προσωπικές της ανάγκες από τη χωριστή διαβίωση, η συμμετοχή του εναγομένου στην ανάλογη διατροφή της (ενάγουσας), που έχει μικρότερα από αυτόν εισοδήματα (όπως αυτά προσδιορίστηκαν κατά τα ανωτέρω), προσδιορίζεται στο ποσό των εκατό (100) ευρώ μηνιαίως. Το ποσό αυτό αποτελεί την αναλογία που ο εναγόμενος θα ήταν υποχρεωμένος να συνεισφέρει και αντίστοιχα θα απολάμβανε αυτή στο πλαίσιο της έγγαμης συμβίωσής τους, δηλαδή τη διαφορά μεταξύ των συνεισφορών των διαδίκων, που δικαιούται να αξιώσει η ενάγουσα μετά τη διακοπή της συμβίωσης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τον σχετικό λόγο της ένδικης εφέσεως πρέπει να απορριφθούν. Ακολούθως, αποδείχθηκε ότι τα προαναφερόμενα ανήλικα τέκνα των διαδίκων δεν μπορούν να εξασφαλίσουν μόνα τους τη διατροφή τους διότι δεν έχουν εισοδήματα από περιουσία τους ούτε μπορούν λόγω της ηλικίας τους να εργαστούν. Επομένως, αυτά έχουν καταρχήν δικαίωμα διατροφής σε χρήμα κατά μήνα καταβαλλομένου, ως στερούμενα προσόδων έναντι των γονέων τους, οι οποίοι ενέχονται ανάλογα με τις οικονομικές δυνάμεις τους για το επίδικο χρονικό διάστημα. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι τα ανήλικα τέκνα των διαδίκων, ….. και ….. ηλικίας, κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, 7 και 2 περίπου ετών, φοιτούν (κατά τη συζήτηση της ένδικης αγωγής στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο) ο μεν πρώτος σε δημόσιο δημοτικό σχολείο, στη δευτέρα τάξη, η δε δεύτερη σε δημόσιο παιδικό σταθμό. Διαμένουν δε μαζί με τη μητέρα τους στην οικογενειακή οικία και έτσι δεν βαρύνονται με μηνιαίο μίσθωμα, βαρύνονται όμως με την αναλογία τους στα λειτουργικά έξοδα της οικίας αυτής. Ο ανήλικος …… παρακολουθεί επιπλέον μαθήματα εκμάθησης της αγγλικής γλώσσας. Για την αιτία αυτή τα δίδακτρα για καθένα από τους εννέα μήνες του διδακτικού έτους ανέρχονται στο ποσό των 40 ευρώ και επιμεριζόμενα στους δώδεκα μήνες του έτους στο ποσό  των 30  ευρώ μηνιαίως.  Παρακολουθεί επίσης μαθήματα ποδοσφαίρου. Για την αιτία αυτή η ενάγουσα καταβάλλει το ποσό των 20 ευρώ μηνιαίως. Η ανήλικη ……, λόγω της μικρής της ηλικίας, έχει αυξημένες δαπάνες, κυρίως λόγω ιατρικής παρακολούθησης από ιδιώτη ιατρό. Ακολούθως, οι λοιπές δαπάνες των ως άνω ανήλικων τέκνων για τη σίτιση, ένδυση, υπόδηση και την εν γένει ψυχαγωγία και εκπαίδευσή τους είναι οι συνήθεις δαπάνες των τέκνων της αυτής, με τα άνω ανήλικα, ηλικίας, που διαμένουν με τον έναν εκ των γονέων τους. Για την κάλυψη, επομένως, των δαπανών διατροφής των ανηλίκων, με βάση τις ανάγκες τους, όπως αυτές προκύπτουν από το όλο πλέγμα των συνθηκών διαβιώσεώς τους (δαπάνες εκπαίδευσης, ένδυσης, υπόδησης, διατροφής, ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης πέραν της καλυπτόμενης από το ασφαλιστικό ταμείο όπου είναι εμμέσως ασφαλισμένα και ψυχαγωγίας ανάλογα με την ηλικία τους και τις συνθήκες της ζωής τους), οι οποίες είναι οι συνηθισμένες τέκνων της ηλικίας τους, απαιτείται το ποσό των 250 ευρώ μηνιαίως όσον αφορά τον ανήλικο …… και το ποσό των 200 ευρώ μηνιαίως όσον αφορά την ανήλικη …….. Στα ως άνω ποσά που αντιστοιχούν στη διατροφή των ανήλικων τέκνων, συνυπολογίζεται και η παροχή προσωπικής εργασίας και φροντίδων της ενάγουσας-μητέρας τους για την ανατροφή τους, η οποία είναι αποτιμητή σε χρήμα. Ακολούθως, για τον προσδιορισμό της συνεισφοράς που βαρύνει τους διαδίκους, πρέπει να γίνει αναγωγή της οικονομικής δυνατότητας του εναγομένου στο σύνολο των οικονομικών δυνατοτήτων των διαδίκων, που προαναφέρθηκαν. Με τα δεδομένα αυτά, ο εναγόμενος πρέπει να μετέχει στην ανάλογη διατροφή του ανήλικου τέκνου του ….. με το ποσό των 200 ευρώ μηνιαίως και στην ανάλογη διατροφή του ανήλικου τέκνου του …… με το ποσό των 150 ευρώ, για χρονικό διάστημα τριών ετών από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, όπως ήδη έγινε δεκτή, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η σχετική ένσταση που προέβαλε ο εναγόμενος με δήλωση του πληρεξουσίου Δικηγόρου του που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιλαμβάνεται και στις νομοτύπως κατατεθείσες, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, προτάσεις του και ως προς τη διάταξη αυτή δεν ασκήθηκε έφεση εκ μέρους της ενάγουσας. Τα ποσά αυτά, που αντιστοιχούν στην προς συνεισφορά υποχρέωση του εναγομένου, πρέπει να καταβάλλει ο τελευταίος, ως ανάλογη διατροφή των ανήλικων τέκνων του κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, ενώ κατά τα υπόλοιπα ποσά, συμμετέχει η ενάγουσα-μητέρα τους με την παροχή των προσωπικών της υπηρεσιών στη φροντίδα και ανατροφή τους που είναι αποτιμητές σε χρήμα και συνδέονται σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής με τη συνοίκηση και τα εισοδήματά της. Τα ως άνω δε ποσά είναι σε θέση ο εναγόμενος-πατέρας να καταβάλλει, με βάση την προαναφερθείσα οικονομική του δυνατότητα και την προσωπική του κατάσταση σε συσχετισμό με την αντίστοιχη οικονομική δυνατότητα και την προσωπική κατάσταση της ενάγουσας-μητέρας. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, έστω και με ελλιπή αιτιολογία (και αναγνώρισε την υποχρέωση του εναγομένου να προκαταβάλλει στην ενάγουσα την πρώτη ημέρα κάθε μήνα, λόγω διατροφής, το ποσό των εκατό (100) ευρώ μηνιαίως για την ίδια ατομικά και το ποσό των διακοσίων (200) ευρώ μηνιαίως, για λογαριασμό του εκπροσωπούμενου από αυτήν ανήλικου τέκνου τους …….. και το ποσό των εκατόν πενήντα (150) ευρώ μηνιαίως για λογαριασμό του εκπροσωπούμενου από αυτήν ανήλικου τέκνου τους ………, όλα δε τα παραπάνω ποσά για χρονικό διάστημα τριών ετών από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση πληρωμής κάθε μηνιαίας δόσης μέχρι την εξόφλησή τους), ορθά κατ΄ αποτέλεσμα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και επίσης ορθά κατ΄ αποτέλεσμα εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα από αυτές πραγματικά περιστατικά. Συνεπώς, αφού συμπληρωθεί η ελλιπής αιτιολογία της εκκαλουμένης με αυτή της παρούσας απόφασης (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμα τα αντιθέτως υποστηριζόμενα με τους σχετικούς λόγους της έφεσης.

Από τις διατάξεις των άρθρων 176, 189, 190 παρ. 3, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι σε περίπτωση που ηττάται ο διάδικος, καταδικάζεται στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης του αντιδίκου του, μετά την υποβολή από τον τελευταίο σχετικού αιτήματος, ακόμη και όταν δεν έχει υποβληθεί κατάλογος εξόδων. Η καταψήφιση στη δικαστική δαπάνη του διαδίκου που ηττήθηκε δεν έχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας και είναι συνέπεια της αρχής της ήττας (ΑΠ 859/2002 ΕλλΔνη 44.1290, ΕφΛαρ 533/2013, ΕφΑθ 798/2007, ΕφΠειρ 89/2004), ενώ σε περίπτωση μερικής νίκης και μερικής ήττας κάθε διαδίκου, το Δικαστήριο κατανέμει τα έξοδα ανάλογα με την έκταση της νίκης και ήττας του καθενός (άρθρο 178 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Στην περίπτωση εφαρμογής της τελευταίας διατάξεως το Δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να προσδιορίσει τα υπέρ του διαδίκου, που εν μέρει νικά και συνακόλουθα εν μέρει ηττάται, δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με τις προβλέψεις του Δικηγορικού Κώδικα, ακόμη και αν έχει υποβληθεί ο κατά το άρθρο 178 του ΚΠολΔ, κατάλογος δαπανών και εξόδων (Β. Βαθρακοκοίλης:  Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρο 178, παρ. 13). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 179 του ΚΠολΔ, «Το δικαστήριο μπορεί να συμψηφίσει όλα τα έξοδα ή ένα μέρος τους, μόνο όταν πρόκειται για διαφορές ανάμεσα σε συζύγους ή σε συγγενείς εξ αίματος έως και το δεύτερο βαθμό ή όταν η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής». Εξάλλου η εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 178 παρ. 1 του ΚΠολΔ ή της διατάξεως του άρθρου 179 του ΚΠολΔ εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου της ουσίας και δεν υπάρχει σχετική δέσμευσή του. Στην προκειμένη περίπτωση με τον τελευταίο λόγο της ένδικης εφέσεως ο εκκαλών παραπονείται για τη διάταξη της εκκαλουμένης αποφάσεως περί επιβολής εις βάρος του μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, ισχυριζόμενος, ότι ενώ έγινε εν μέρει δεκτή η ένδικη [από 22-6-2014 (αρ. καταθ. …../2014)] αγωγή και ειδικότερα ως προς το 1/3, περίπου, των ποσών που ζητούσε και παρ΄ ότι η ενάγουσα περιόρισε το σύνολο του αγωγικού αιτήματος σε αναγνωριστικό και δεν υποχρεώθηκε στην καταβολή δικαστικού ενσήμου, εντούτοις τον υποχρέωσε να καταβάλει ως μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, το δυσανάλογο και εξοντωτικό για αυτόν ποσό των 650 ευρώ, ενώ θα έπρεπε να συμψηφίσει τη δικαστική δαπάνη, ως προς την αγωγή της ενάγουσας, στα προκαταβληθέντα έξοδα και τέλη ποσού 200 ευρώ. Ο λόγος αυτός, όμως, ο οποίος παραδεκτά προβάλλεται κατ΄ άρθρο 193 του ΚΠολΔ, αφού προσβάλλεται, συγχρόνως και η ουσία της υποθέσεως (πρβλ. ΑΠ 76/2014, ΑΠ 617/2008), πρέπει να απορριφθεί ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμος. Τούτο δε, διότι σύμφωνα, με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, στην προκειμένη περίπτωση, που ο εναγόμενος ηττήθηκε εν μέρει συνέτρεχε λόγος επιβολής μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας σε βάρος του (εναγομένου), λόγω της εν μέρει νίκης της (ενάγουσας) κατά τις διατάξεις των άρθρων 178 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ, ενώ το αντικείμενο της αγωγής, δικαιολογεί τον προσδιορισμό των επιδικασθέντων πρωτοδίκως δικαστικών εξόδων της ενάγουσας που νίκησε στο ποσό των (650) ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, και καταδίκασε τον εναγόμενο στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας ορίζοντας αυτά στο ποσό των εξακοσίων πενήντα (650) ευρώ, από το οποίο θα αφαιρεθεί το ποσό των διακοσίων (200) ευρώ που έχει ήδη προκαταβάλλει, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τον σχετικό λόγο της ένδικης εφέσεως πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμα. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, και εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι προς έρευνα, η ένδικη έφεση πρέπει να απορριφθεί κατά το σκέλος της που αφορά την από 22-6-2014 (αρ. καταθ. ……/2014) αγωγή. Κατά το σκέλος της όμως, που αφορά την από 10-6-2014 (αρ. καταθ. ……/2014) αγωγή, η ένδικη έφεση πρέπει να γίνει δεκτή, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, μόνο ως προς την συνεκδικασθείσα με αυτήν από 10-6-2014 (αρ. καταθ. …../2014) αγωγή, και, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο αυτό, να δικασθεί εκ νέου αυτή [από 10-6-2014 (αρ. καταθ. …../2014)] αγωγή, να γίνει εν μέρει δεκτή ως και κατ΄ ουσίαν βάσιμη και να ρυθμιστεί οριστικά η επικοινωνία του ενάγοντος-πατέρα με τα ως άνω ανήλικα τέκνα του, κατά τον τρόπο και με τους όρους που ορίζονται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας, να απειληθεί κατά της εναγομένης χρηματική ποινή τριακοσίων (300) ευρώ και προσωπική κράτηση είκοσι (20) ημερών για κάθε παρεμπόδιση της  επικοινωνίας του ενάγοντος με τα ανήλικα τέκνα του, ενώ το αίτημα περί κηρύξεως της παρούσας προσωρινά εκτελεστής στον παρόντα βαθμό καθίσταται αλυσιτελές, αφού η παρούσα απόφαση ως τελεσίδικη αποτελεί εκτελεστό τίτλο (άρθρο 904 παρ. 2 εδ. α΄ του ΚΠολΔ). Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας κάθε πλευράς [νίκη του εκκαλούντος ως προς την από 10-6-2014 (αρ. καταθ. …/2014) αγωγή του, ήττα αυτού (εκκαλούντος) ως προς την από 22-6-2014 (αρ. καταθ. …./2014) αγωγή της εφεσίβλητης], (άρθρα 106, 178, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ και άρθρο 9 παρ. 6 και άρθρο 12 του Ν. 3226/2004), ενώ ως προς τα δικαστικά έξοδα του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας του ενάγοντος, ήδη εκκαλούντος, της από 10-6-2014 (αρ. καταθ. …./2014) αγωγής, πρέπει να καταδικαστεί η εναγομένη, ήδη εφεσίβλητη, στην πληρωμή μέρους αυτών (δικαστικών εξόδων), κατά μερική παραδοχή του οικείου αιτήματός του (ενάγοντος, ήδη εκκαλούντος), λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας κάθε πλευράς (άρθρα 106, 178, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ και άρθρο 9 παρ. 6 και άρθρο 12 του Ν. 3226/2004), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά την από 3-8-2015 (αρ. καταθ. …../2015) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 2742/2015 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 666 παρ. 1, 667, 670, 671 παρ. 1 έως 3 και 672 έως 676 (άρθρο 681Β΄ παρ. 1 περ. α΄και β΄) του ΚΠολΔ.

Απορρίπτει αυτή κατ΄ ουσίαν ως προς το σκέλος της που αφορά την από 22-6-2014 (αρ. καταθ. …./2014) αγωγή.

Δέχεται αυτή κατ΄ ουσίαν ως προς το σκέλος της που αφορά την από 10-6-2014 (αρ. καταθ. …../2014) αγωγή.

Εξαφανίζει την υπ΄ αρ. 2742/2015 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 666 παρ. 1, 667, 670, 671 παρ. 1 έως 3 και 672 έως 676 (άρθρο 681Β΄ παρ. 1 περ. α΄και β΄) του ΚΠολΔ ως προς τη συνεκδικασθείσα με αυτή από 10-6-2014 (αρ. καταθ. …./2014) αγωγή.

Κρατεί και δικάζει την από 10-6-2014 (αρ. καταθ. …../2014) αγωγή.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

Ρυθμίζει το  δικαίωμα  της  προσωπικής  επικοινωνίας  του  ενάγοντος  με τα τέκνα του, …. και ……, ως εξής: 1) Κάθε  Δευτέρα και Τετάρτη, από ώρα 17:00 έως ώρα 20:00, 2) Κάθε δεύτερο (ένα παρά ένα) Σαββατοκύριακο κάθε μήνα, από ημέρα Σάββατο και ώρα 10:00 έως ημέρα Κυριακή και ώρα 18:00, 3) κατά τις εορτές των Χριστουγέννων – Νέου Έτους, από την 23η Δεκεμβρίου και ώρα 10:00 μέχρι την 28η Δεκεμβρίου και ώρα 20:00 κατά τα ζυγά έτη και από την 31η Δεκεμβρίου και ώρα 10:00 μέχρι την 5η Ιανουαρίου και ώρα 20:00 τα μονά έτη, εναλλάξ κατ΄ έτος, 4) κατά τις εορτές του Πάσχα, από τη Μεγάλη Τετάρτη και ώρα 10:00 μέχρι τη Δευτέρα του Πάσχα και ώρα 20:00 τα ζυγά έτη και από την Τρίτη της Διακαινησίμου και ώρα 10:00 μέχρι την Κυριακή του Θωμά και ώρα 20:00 τα μονά έτη, εναλλάξ κατ΄ έτος, 5) κατά την περίοδο των θερινών διακοπών για είκοσι ημέρες το μήνα Ιούλιο ή Αύγουστο κατόπιν συνεννόησης με τη μητέρα. Επιπλέον ο ενάγων θα έχει το δικαίωμα να επικοινωνεί με τα ανήλικα τέκνα του τηλεφωνικά χωρίς όμως η τηλεφωνική επικοινωνία να υπερβαίνει το μέτρο της μίας κλήσεως την ημέρα και βεβαίως όχι σε ώρες κοινής ησυχίας, εκτός αν συντρέχει εξαιρετικός προς τούτο λόγος. Από τους ανωτέρω χρόνους επικοινωνίας, υπό τα στοιχεία 1 και 2, εξαιρούνται τα χρονικά διαστήματα, κατά τα οποία τα ανήλικα τέκνα θα απουσιάζουν λόγω διακοπών (εορτών ή θερινών) και τα οποία (διαστήματα) η εναγομένη θα γνωστοποιεί στον ενάγοντα προ δέκα τουλάχιστον ημερών. Τέλος, σε όλες τις ανωτέρω ημέρες και ώρες επικοινωνίας, η εναγομένη υποχρεούται να παραδίδει τα ανήλικα τέκνα στον ενάγοντα στην οικία της και ο τελευταίος να αποδίδει αυτά στην εναγομένη στον ίδιο τόπο.

Απειλεί κατά της εναγομένης χρηματική ποινή τριακοσίων (300) ευρώ και προσωπική κράτηση είκοσι (20) ημερών για κάθε παράβαση της ανωτέρω διατάξεως.

Καταδικάζει την εναγομένη στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος της από 10-6-2014 (αρ. καταθ. ……/2014) αγωγής, του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.

Συμψηφίζει στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας.

 

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  21 Φεβρουαρίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους Δικηγόρων.

Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ