Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 127/2018

Αριθμός  127/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή  Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα   Γ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

     Η κρινόμενη από 17-12-2015 (αρ. καταθ. …../2015) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 3724/2015 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και κατά της υπ΄ αρ. 4796/2013 μη οριστικής αποφάσεως του ίδιου Δικαστηρίου  (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), [η οποία, ως μη οριστική απόφαση (4796/2013), συμπροσβάλλεται αναγκαίως (άρθρο 513 παρ. 2 του ΚΠολΔ)], που εκδόθηκαν κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 666, 667 και 670 έως 676 του ΚΠολΔ (άρθρο 681Α του ΚΠολΔ – ειδική διαδικασία αυτοκινητικών διαφορών), αντιμωλία των διαδίκων, αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011), και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, εφόσον η προσβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε κατά νόμο στους εναγομένους, ήδη εκκαλούντες, με επιμέλεια των εναγόντων, ήδη εφεσίβλητων, την 10-12-2015 και την 14-12-2015 αντίστοιχα (βλ. τις υπ΄  αρ. ……./10-12-2015 και ………./14-12-2015 εκθέσεις επιδόσεως αντίστοιχα του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ……..), ενώ η ένδικη έφεση ασκήθηκε την 28-12-2015 [άρθρα 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 1 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως το άρθρο 495 ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α 87/23-7-2015) και εφαρμόζεται εν προκειμένω σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η ένδικη έφεση, όπως προαναφέρθηκε, ασκήθηκε την 28-12-2015, ήτοι πριν την 1-1-2016]. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκαν η εκκαλούμενη απόφαση και η συμπροσβαλλόμενη (αναγκαίως) απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ), εφόσον για το παραδεκτό αυτής (εφέσεως) κατατέθηκε από τους εκκαλούντες ενιαίο παράβολο, συνολικού ποσού διακοσίων (200) ευρώ (βλ. τα υπ΄ αρ. …./2015 και …./2015 παράβολα ΤΑΧΔΙΚ και τα υπ΄ αρ. ………../2015 παράβολα ΔΗΜΟΣΙΟΥ), κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012.

Με την από 8-11-2012 (αρ. καταθ. …./2013) αγωγή τους οι ενάγοντες, ήδη εφεσίβλητοι, ισχυρίστηκαν ότι την 2-4-2012 ο πρώτος των εναγομένων, ήδη δεύτερος των εκκαλούντων, οδηγώντας το υπ΄ αρ. κυκλοφορίας ……….. ιδιωτικής χρήσεως επιβατικό αυτοκίνητο, κυριότητάς του, που ήταν ασφαλισμένο κατά τον χρόνο του ατυχήµατος για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη από ατυχήµατα στη δεύτερη των εναγοµένων ασφαλιστική εταιρεία, ήδη πρώτη των εκκαλούντων, προκάλεσε, από αποκλειστική υπαιτιότητά του, κατά τα ειδικότερα σ΄ αυτήν (αγωγή) εκτιθέμενα, την επίδικη σύγκρουση, κατά την οποία τραυματίστηκε ο πρώτος από αυτούς (ενάγοντες), ήδη πρώτος των εφεσίβλητων, και υπέστη ζημίες η υπ΄ αρ. κυκλοφορίας …….. δίκυκλη μοτοσικλέτα, κυριότητας του δεύτερου από αυτούς (ενάγοντες), ήδη δεύτερου των εφ εσίβλητων, την οποία οδηγούσε ο ίδιος (πρώτος των εναγόντων, ήδη πρώτος των εφεσίβλητων). Με βάση το ιστορικό αυτό και μετά από παραδεκτό περιορισμό του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, κατόπιν προφορικής δηλώσεως της πληρεξούσιας Δικηγόρου τους (εναγόντων) στο ακροατήριο του Δικαστηρίου που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την συμπροβαλλόμενη υπ΄ αρ. 4796/2013 απόφαση του ως άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως και περιλαµβάνεται και στις προτάσεις τους που κατέθεσαν νομότυπα στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατά τη δικάσιμο της 1-3-2013, οι ενάγοντες ζήτησαν, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή και με απειλή προσωπικής κρατήσεως σε βάρος του πρώτου των εναγομένων, διάρκειας ενός (1) έτους, λόγω της αδικοπραξίας που έχει τελέσει, ως μέσον αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδιδόταν, να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να τους καταβάλουν εις ολόκληρον ο καθένας: Α) στον πρώτο από αυτούς (ενάγοντες) το συνολικό ποσό των 110.629,20 ευρώ α) ως αποζημίωση (ποσό 10.629,20 ευρώ) [δαπάνες απασχόλησης αποκλειστικής νοσοκόμας, για τα ειδικώς αναφερόμενα σ΄ αυτήν (αγωγή) χρονικά διαστήματα, κατά τα οποία εξαιτίας του τραυµατισµού του αδυνατούσε να αυτοεξυπηρετηθεί, μεταφορικά έξοδα, αξία καταστραφέντων ατομικών ειδών του, δαπάνη αγοράς φαρμάκων (συνολικό ποσό 464,84 ευρώ), μίσθωση αεροστρώματος τύπου Β, μίσθωση νοσοκομειακής κλίνης, μίσθωση αναρτήρα, δαπάνη αγοράς ειδών προσωπικής υγιεινής (πανών)], β) ως, κατ΄ άρθρο 931 του ΑΚ, χρηματικό ποσό (50.000 ευρώ), λόγω της ιστορούµενης µόνιµης αναπηρίας του, που ο ίδιος υπέστη ένεκα του άνω προκληθέντος σοβαρού τραυµατισµού του, η οποία µετά βεβαιότητας θα επιδράσει αρνητικώς στη µελλοντική κοινωνική, οικονοµική και πολιτική του ζωή και γ) ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που αυτός υπέστη ένεκα του προκληθέντος από το ένδικο τροχαίο ατύχηµα τραυµατισµού του, επικαλούμενος ότι για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης του απαιτείται το ποσό των 50.000 ευρώ, επιφυλάσσεται όμως, ως προς το ποσό των 50 ευρώ, το οποίο προτίθεται να αναζητήσει ενώπιον του ποινικού Δικαστηρίου παριστάμενος ως πολιτικώς ενάγων, ζητώντας να του επιδικαστεί το ποσό των 49.950 ευρώ και Β) στον δεύτερο των εναγόντων το ποσό των 2.336 ευρώ ως αποζημίωση [για το προαναφερόμενο όχημά του, δεδομένου ότι η επισκευή αυτού, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα σ΄ αυτήν (αγωγή), κρίνεται ασύμφορη], όλα τα ως άνω ποσά με το  νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, καθώς επίσης και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην πληρωμή των δικαστικών τους εξόδων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ΄ αρ. 4796/2013 μη οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων, αφού έκρινε ότι η ένδικη αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη και εν μέρει νόμιμη, απορρίπτοντας το παρεπόμενο αίτημα περί κήρυξης της εκδοθησόμενης απόφασης προσωρινά εκτελεστής ως μη νόμιμο μετά την ολική τροπή του αιτήματος σε αναγνωριστικό, έκρινε περαιτέρω ως αποκλειστικά υπαίτιο του ένδικου τροχαίου ατυχήματος τον πρώτο των εναγομένων και διέταξε την επανάληψη της συζήτησης, προκειμένου α) µε επιµέλεια του επιµελέστερου των διαδίκων να προσκοµισθεί βεβαίωση του Διοικητή ή της αρµόδιας υπηρεσίας του ΙΚΑ από την οποία να προκύπτει αν ο πρώτος των εναγόντων έλαβε από αυτό ή όχι ή εάν δικαιούται να λάβει οποιαδήποτε παροχή λόγω του ένδικου αυτοκινητικού ατυχήματος που συνέβη την 2-4-2012 και β) µε επιµέλεια του επιμελέστερου των διαδίκων να διεξαχθεί ιατρική πραγµατογνωµοσύνη κατά τα ειδικότερα σ΄ αυτήν (απόφαση) αναφερόμενα. Μετά τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης με την από 8-1-2013 (αρ. καταθ. …../2014) κλήση των καλούντων – εναγόντων, επαναφέρθηκε η ως άνω αγωγή. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ΄ αρ. 3724/2015 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε, όπως προαναφέρθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, απέρριψε ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμο το αίτημα περί επιδικάσεως αποζημίωσης για τη δαπάνη χρήσης επιβατικού αυτοκινήτου δημόσιας χρήσης (ταξί), δέχθηκε εν μέρει αυτή (αγωγή), και, μεταξύ άλλων, αναγνώρισε την υποχρέωση των εναγομένων να καταβάλουν εις ολόκληρον ο καθένας στον πρώτο των εναγόντων το ποσό των σαράντα τριών χιλιάδων εξακοσίων εννέα ευρώ και είκοσι λεπτών (43.609,20 ευρώ), [ήτοι 50 ευρώ, για την αξία του καταστραφέντος (μεταχειρισμένου) παντελονιού του, 464,84 ευρώ για την δαπάνη αγοράς φαρμάκων, 69 ευρώ για τη μίσθωση αεροστρώματος τύπου Β, 100 ευρώ για τη μίσθωση νοσοκομειακής κλίνης και 7 ευρώ για τη μίσθωση αναρτήρα, 9,82 ευρώ για την δαπάνη αγοράς ειδών ατομικής υγιεινής (πανών), 1.708,54 ευρώ και 1.200 ευρώ για τις δαπάνες απασχόλησης αποκλειστικής νοσοκόμας κατά τα αναφερόμενα σ΄ αυτήν (εκκαλούμενη απόφαση) χρονικά διαστήματα, 10.000 ευρώ ως χρηματικό ποσό του άρθρου 931 του ΑΚ και 30.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από το ως άνω ατύχημα] και στον δεύτερο των εναγόντων το ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ [για την αξία της ολοσχερώς καταστραφείσας από οικονομική άποψη, δίκυκλης μοτοσικλέτας, ιδιοκτησίας του, αφαιρουμένης της αξίας των υπολειμμάτων αυτής, γενομένης δεκτής της σχετικής ένστασης των εναγομένων περί συνυπολογισμού κέρδους και ζημίας], με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, απορρίπτοντας σιωπηρώς το αίτημα περί απειλής προσωπικής κρατήσεως σε βάρος του πρώτου των εναγομένων, διάρκειας ενός (1) έτους, λόγω της αδικοπραξίας που έχει τελέσει, ως μέσον αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται με την ένδικη από 17-12-2015 (αρ. καταθ. ……./2015) έφεση με την οποία συμπροσβάλλεται αναγκαίως και η υπ΄ αρ. 4796/2013 μη οριστική απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου  (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, άρθρο 513 παρ. 2 του ΚΠολΔ), οι εν μέρει ηττηθέντες εναγόμενοι και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτή λόγους, οι οποίοι κατά τη συνολική τους εκτίμηση ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν να γίνει δεκτή η έφεσή τους, να διαταχθεί η επιστροφή του καταβληθέντος παραβόλου, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη (και η αναγκαίως συμπροσβαλλόμενη μη οριστική απόφαση) και να απορριφθεί η ένδικη αγωγή των εφεσίβλητων.

Από το συνδυασμό των άρθρων 674 παρ. 1 και 523 παρ. 1 του  ΚΠολΔ, σαφώς συνάγεται, ότι επί υποθέσεων που εκδικάζονται µε τη διαδικασία των εργατικών διαφορών, όπως αυτές για ζηµίες από αυτοκίνητο και τη σύμβαση ασφάλισής του, η αντέφεση μπορεί να ασκηθεί και δια των προτάσεων, οπότε δεν έχει τον χαρακτήρα αυτοτελούς εφέσεως και στρέφεται παραδεκτώς και εγκύρως μόνον κατά των κεφαλαίων της πρωτόδικης αποφάσεως που προσβάλλονται µε την έφεση και εκείνων που συνέχονται αναγκαστικά µε αυτά. Στην προκειμένη περίπτωση ο πρώτος των εφεσίβλητων άσκησε με τις από 1-2-2017 (κοινές με τον δεύτερο των εφεσίβλητων) προτάσεις του, που κατατέθηκαν νομότυπα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου την 1-2-2017, αντέφεση, [που αφορά κεφάλαια της απόφασης (και της αναγκαίως συμπροσβαλλόμενης μη οριστικής απόφασης) που προσβάλλονται με την έφεση (άρθρα 674 παρ. 1, 516 παρ. 1 και 523 παρ. 1 του ΚΠολΔ)], παραπονούμενος ότι η εκκαλουμένη απόφαση (και η αναγκαίως συμπροσβαλλόμενη μη οριστική απόφαση) έσφαλε ως προς το ύψος του επιδικασθέντος χρηματικού ποσού κατά τη διάταξη του άρθρου 931 του ΑΚ και της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, προσδιορισθέντων στα ποσά των 10.000 και 30.000 ευρώ αντίστοιχα, αντί των αιτούμενων με την αγωγή ποσών, και ζητεί να γίνει δεκτή η αντέφεσή του, να εξαφανιστεί και επικουρικά να μεταρρυθμιστεί η εκκαλουμένη (και η αναγκαίως συμπροσβαλλόμενη μη οριστική απόφαση) κατά τα κεφάλαια αυτά και να γίνουν δεκτά καθ΄ ολοκληρία τα σχετικά αιτήματα της ένδικης αγωγής. Η αντέφεση αυτή είναι, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, παραδεκτή (άρθρα 523 παρ. 1, 681Α, 674 παρ. 1 του ΚΠολΔ), και πρέπει, συνεκδικαζόµενη µε την έφεση, λόγω της προφανούς μεταξύ τους συνάφειας, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ΄ ουσίαν, για να κριθεί ως προς το παραδεκτό και το βάσιµο των λόγων της (άρθρα 246 και 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 931 του ΑΚ η αναπηρία ή η παραμόρφωση που  προξενήθηκε στον παθόντα λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη κατά την επιδίκαση της  αποζημίωσης, αν επιδρά στο μέλλον του. Η διάταξη αυτή προϋποθέτει αναπηρία ή παραμόρφωση του παθόντος ανεξαρτήτως αν οφείλεται σε υποκειμενικά ή αντικειμενικά άδικη πράξη. Ως αναπηρία θεωρείται κάποια έλλειψη της σωματικής, νοητικής ή ψυχικής ακεραιότητας του προσώπου, ενώ ως παραμόρφωση, νοείται κάθε ουσιώδης αλλοίωση της εξωτερικής εμφάνισης του προσώπου, η οποία καθορίζεται όχι αναγκαίως κατά τις απόψεις της ιατρικής, αλλά κατά τις αντιλήψεις της ζωής. Περαιτέρω, η αναπηρία ή παραμόρφωση του προσώπου έχει σημασία εφόσον επηρεάζει το μέλλον του. Ως μέλλον νοείται η επαγγελματική, οικονομική και κοινωνική εξέλιξη του προσώπου, εφόσον επηρεάζεται τούτο από τη ζημία, την οποία συνεπεία της αδικοπραξίας υπέστη το πρόσωπο. Δεν απαιτείται βεβαιότητα δυσμενούς επιρροής της αναπηρίας ή παραμορφώσεως στο μέλλον του προσώπου. Αρκεί και απλή δυνατότητα κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων. Στον επαγγελματικό-οικονομικό τομέα η αναπηρία ή παραμόρφωση του ανθρώπου, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας αποτελεί αρνητικό στοιχείο στο πλαίσιο του ανταγωνισμού και της οικονομικής εξέλιξης και προαγωγής του. Οι δυσμενείς συνέπειες είναι περισσότερο έντονες σε περιόδους οικονομικών δυσχερειών και στενότητας στην αγορά εργασίας. Οι βαρυνόμενοι με αναπηρία ή παραμόρφωση μειονεκτούν και κινδυνεύουν να βρεθούν εκτός εργασίας έναντι των υγιών συναδέλφων τους. Η διάταξη, λοιπόν, αυτή (άρθρο 931 του ΑΚ) προβλέπει επιδίκαση από το Δικαστήριο χρηματικής παροχής στον παθόντα με αναπηρία ή παραμόρφωση, εφόσον συνεπεία αυτών επηρεάζεται το μέλλον του. Η χρηματική αυτή παροχή δεν αποτελεί αποζημίωση, εφόσον η τελευταία εννοιολογικά συνδέεται με την επίκληση και απόδειξη ζημίας περιουσιακής, δηλαδή διαφοράς μεταξύ της περιουσιακής κατάστασης μετά το ζημιογόνο γεγονός και εκείνης που θα υπήρχε χωρίς αυτό. Βέβαια, η αναπηρία ή παραμόρφωση δεν σημαίνει κατ΄ ανάγκη πρόκληση στον παθόντα περιουσιακής ζημίας. Άλλωστε, δεν μπορεί να γίνει πρόβλεψη, ότι η αναπηρία ή παραμόρφωση θα προκαλέσει σ΄ αυτόν συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία. Είναι, όμως, βέβαιο ότι η αναπηρία ή παραμόρφωση, ανάλογα με το βαθμό της και τις λοιπές συντρέχουσες περιστάσεις (ηλικία, φύλο, κλίσεις και επιθυμίες του παθόντος), οπωσδήποτε θα έχει δυσμενή επίδραση στην κοινωνική-οικονομική εξέλιξη αυτού, κατά τρόπο όμως που δεν δύναται επακριβώς να προσδιορισθεί. Η δυσμενής αυτή επίδραση είναι δεδομένη και, επομένως, δεν δικαιολογείται εμμονή στην ανάγκη προσδιορισμού του ειδικού τρόπου της επίδρασης αυτής και των συνεπειών της στο κοινωνικό-οικονομικό μέλλον του παθόντος. Προέχον και κρίσιμο είναι το γεγονός της αναπηρίας ή παραμόρφωσης ως βλάβης του σώματος και της υγείας του προσώπου, ως ενός αυτοτελούς έννομου αγαθού, που απολαύει και συνταγματικής προστασίας, σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 6 του άρθρου 21 του Συντάγματος, όχι μόνο στις σχέσεις των πολιτών προς το Κράτος, αλλά και στις μεταξύ τους σχέσεις, χωρίς αναγκαίως η προστασία αυτή να συνδέεται με την αδυναμία πορισμού οικονομικών ωφελημάτων ή πλεονεκτημάτων. Έτσι, ορθότερη κρίνεται η ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 931 του ΑΚ, που την καθιστά εφαρμόσιμη, σύμφωνα με την οποία προβλέπεται από τη διάταξη η επιδίκαση στον παθόντα αναπηρία ή παραμόρφωση ενός εύλογου χρηματικού ποσού, ακριβώς λόγω της αναπηρίας ή παραμόρφωσής του, χωρίς σύνδεση με συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία, η οποία άλλωστε και δεν δύναται να προσδιορισθεί. Το ποσό του επιδικαζόμενου κατά τη διάταξη του άρθρου 931 του ΑΚ εύλογου χρηματικού ποσού εξευρίσκεται με βάση το είδος και τις συνέπειες της αναπηρίας ή παραμόρφωσης αφενός και με βάση την ηλικία του παθόντος αφετέρου, καθώς και με τη συνεκτίμηση του ποσοστού συνυπαιτιότητας του τελευταίου στην πρόκληση της αναπηρίας ή της παραμόρφωσής του, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση της κατά τη διάταξη του άρθρου 932 του ΑΚ αξίωσης για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης. Είναι πρόδηλο ότι η κατά τη διάταξη του άρθρου του 931 του ΑΚ αξίωση είναι διαφορετική: α) από την αξίωση που απορρέει από τη διάταξη του άρθρου 929 του ΑΚ για διαφυγόντα εισοδήματα του παθόντος, που κατ΄ ανάγκη συνδέεται με επίκληση και απόδειξη συγκεκριμένης περιουσιακής ζημίας, λόγω της ανικανότητας του παθόντος προς εργασία και β) από την κατά τη διάταξη του άρθρου 932 του ΑΚ χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που υπέστη ο παθών, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 932 του ΑΚ. Είναι αυτονόητο ότι όλες οι προαναφερθείσες αξιώσεις δύνανται να ασκηθούν είτε σωρευτικά είτε μεμονωμένα, αφού πρόκειται για αυτοτελείς αξιώσεις και η θεμελίωση καθεμιάς από αυτές δεν προϋποθέτει αναγκαία την ύπαρξη μιας των λοιπών (ΑΠ 1622/2013, ΑΠ 72/2012, ΑΠ 123/2010, ΑΠ 2021/2009). Στην προκειμένη περίπτωση με αυτό το ιστορικό η ένδικη αγωγή είναι αόριστη και συνεπώς απορριπτέα ως προς το αίτημα που αφορά την επιδίκαση αποζημίωσης για την δαπάνη αγοράς φαρμάκων (συνολικού ποσού 464,84 ευρώ), καθόσον δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια και σαφήνεια, όπως απαιτείται, το είδος και η ποσότητα των φαρμάκων και το απαιτούμενο ποσό για την αγορά κάθε σκευάσματος, έτσι ώστε να μπορούν οι εναγόμενοι να αμφισβητήσουν αυτό (σχετικό αίτημα-κονδύλιο) και το Δικαστήριο να δύναται τελικά να κρίνει, εάν η δαπάνη αυτή συνδέεται με τον τραυματισμό του πρώτου των εναγόντων και εάν ήταν αναγκαία για την αποκατάσταση της υγείας του, για την κατ΄ ουσίαν παραδοχή του εν λόγω αιτήματος (πρβλ. ΑΠ 1907/2009). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, δέχθηκε την αγωγή και ως προς το αίτημα αυτό ως ορισμένη και νόμιμη και ακολούθως δέχθηκε ως κατ΄ ουσίαν βάσιμο αυτό, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και συνεπώς το πρώτο σκέλος του σχετικού πέμπτου λόγου της ένδικης εφέσεως πρέπει να γίνει δεκτό ως κατ΄ ουσίαν βάσιμο, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς την αντίστοιχη διάταξή της και, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο αυτό, να δικασθεί εκ νέου η από 8-11-2012 (αρ. καταθ. ……../2013) αγωγή ως προς το αίτημα αυτό (άρθρο 535 του ΚΠολΔ) και να απορριφθεί (η αγωγή) ως προς το αίτημα αυτό ως απαράδεκτη.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 11 περ. β΄ του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το Δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, που προκύπτει και από το συνδυασμό της προς τις διατάξεις των άρθρων 106, 237 εδ. 1 στοιχ. β, 346 και 453 παρ. 1 του ΚΠολΔ, η πρώτη από τις οποίες εισάγει το συζητητικό σύστημα στη διαγνωστική δίκη, δηλαδή της ενέργειας του Δικαστηρίου κατόπιν πρωτοβουλίας των διαδίκων, ως αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν, νοούνται και εκείνες των οποίων δεν έγινε σαφής και ορισμένη επίκληση με τις προτάσεις του διαδίκου που τις προσκόμισε. Σαφής και ορισμένη είναι η επίκληση εγγράφου, όταν είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του. Μπορεί δε η επίκληση αυτή να γίνει είτε με τις προτάσεις της συζητήσεως μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση, είτε με αναφορά δια των προτάσεων αυτών σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζομένων προτάσεων προηγουμένης συζητήσεως, όπου γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση του εγγράφου, κατ΄ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 240 του ΚΠολΔ. Η τελευταία αυτή διάταξη, αναφέρεται βεβαίως στον τρόπο επαναφοράς «ισχυρισμών», έχει όμως εφαρμογή και για την επίκληση αποδεικτικών μέσων, λόγω της ταυτότητος του νομικού λόγου (ΟλΑΠ 23/2008). Συγκεκριμένα κατά το άρθρο 240 του ΚΠολΔ, για την επαναφορά ισχυρισμών που υποβλήθηκαν σε προηγούμενη συζήτηση στο ίδιο ή ανώτερο Δικαστήριο, αρκεί η επανυποβολή τους με σύντομη περίληψη και αναφορά στις σελίδες των προτάσεων της προηγούμενης συζήτησης που τους περιέχουν και που προσκομίζονται απαραιτήτως σε επικυρωμένο αντίγραφο. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως, η επίκληση με τις προτάσεις που υποβάλλονται στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο κατά τη συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται η προσβαλλόμενη απόφαση, ισχυρισμών με γενική αναφορά στις πρωτόδικες προτάσεις, το κείμενο των οποίων ενσωματώνεται στις προτάσεις ενώπιον του Εφετείου, δεν αρκεί, ούτε είναι νόμιμη. Δεν πρόκειται όμως, για ενσωμάτωση, όταν στο κείμενο των προτάσεων της δευτεροβάθμιας δίκης περιέχονται, έστω και αυτούσιες, οι προτάσεις προηγούμενης συζητήσεως, καλυπτόμενες από την υπογραφή του πληρεξουσίου Δικηγόρου στις προτάσεις της δευτεροβάθμιας δίκης, διότι με τον τρόπο αυτό οι προηγούμενες προτάσεις και οι τελευταίες (ενώπιον δηλαδή του Εφετείου) κατέστησαν ενιαίες  (ΑΠ 224/2016).

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα των εναγόντων ….. … (οι εναγόμενοι δεν ζήτησαν την εξέταση μάρτυρά τους) που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και περιέχεται (η κατάθεση) στα ταυτάριθμα με την συμπροσβαλλομένη υπ΄ αρ. 4796/2013 απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του ως άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, από την από 10-12-2013 (αρ. καταθ. …./23-12-2013) έκθεση ιατρικής πραγματογνωμοσύνης του Ορθοπεδικού Χειρουργού, …………., που διορίστηκε πραγματογνώμονας με την ως άνω υπ΄ αρ. 4796/2013 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, καθώς και από όλα τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι και τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 681Α και  671 παρ. 1 εδ. α του ΚΠολΔ), μεταξύ των οποίων και οι προσκομιζόμενες μη αμφισβητούμενης γνησιότητας φωτογραφίες (άρθρα 444, 448 και 457 παρ. 4 του ΚΠολΔ, πρβλ. ΑΠ 1707/2009, ΑΠ 230/2008, ΑΠ 239/2004)], καθώς και αντίγραφα από την σχηματισθείσα σε σχέση με το ένδικο ατύχημα ποινική δικογραφία, τα οποία εκτιμώνται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΟλΑΠ 8/1987, ΑΠ 631/2004, ΑΠ 370/2004), καθώς και η από 10-1-2014 έκθεση του Ορθοπεδικού Χειρουργού, ………..,  Τεχνικού Συμβούλου, που διόρισαν οι εναγόμενοι-εκκαλούντες, χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σε αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα, και ως προεκτέθηκε, όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται προς σχηματισμό της δικανικής κρίσεως σχετικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723), εκτός από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από τους εφεσίβλητους από 4-10-2012 υπεύθυνη δήλωση του Ν. 1599/1986 της ………… που συντάχθηκε για να χρησιμοποιηθεί ειδικά στην παρούσα δίκη και συνεπώς αποτελεί ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο, και η οποία δεν λαμβάνεται υπόψη ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ούτε κατά την παρούσα ειδική διαδικασία (πρβλ. ΟλΑΠ 8/1987 ΕλλΔνη 1987.628, ΑΠ 2096/2009), [σημειώνοντας ότι οι εφεσίβλητοι, στις προτάσεις του παρόντος βαθμού, περιλαμβάνουν, αυτούσιες, τις προτάσεις και την προσθήκη-αντίκρουση της πρωτοβάθμιας συζητήσεως, καλυπτόμενες από την υπογραφή της πληρεξούσιας Δικηγόρου τους, και κατά τον τρόπο αυτό έχουν καταστεί ενιαίες προτάσεις, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγµατικά περιστατικά: Από το ένδικο τροχαίο που έλαβε χώρα την 2-4-2012 και ώρα 12:30 στο Πέραμα Αττικής επί της Λεωφόρου Δημοκρατίας, κατά το οποίο ο πρώτος των εναγομένων, που οδηγούσε το υπ΄ αρ. κυκλοφορίας ………. ιδιωτικής χρήσεως επιβατηγό αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας του, έναντι του οποίου η δεύτερη των εναγομένων ασφαλιστική εταιρεία είχε αναλάβει την ασφαλιστική κάλυψη της αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία του οχήματος αυτού, συγκρούστηκε με την υπ΄ αρ. κυκλοφορίας …….. δίκυκλη μοτοσυκλέτα, ιδιοκτησίας του δεύτερου των εναγόντων, που οδηγούσε ο πρώτος των εναγόντων, για το οποίο αποκλειστικά υπαίτιος κρίθηκε με την εκκαλουμένη (και την συνεκκαλουμένη) απόφαση (κατόπιν ομολογίας) ότι είναι ο πρώτος των εναγομένων, χωρίς να προσβάλλεται ως προς το κεφάλαιο αυτό η απόφαση (και η συνεκκαλουμένη) με σχετικό λόγο εφέσεως, ο πρώτος των εναγόντων υπέστη κάκωση δεξιού οσχέου, επώδυνη κατά την ψηλάφηση δεξιά βουβωνική χώρα, κάκωση δεξιού και αριστερού κάτω άκρου, κάταγμα λεκάνης (διάσταση ηβικής χώρας συμφυτική πάνω από 5 εκ.) και έγινε ανάταξη με σεντόνι στη Γενική Χειρουργική Κλινική του Γενικού Νοσοκομείου Ελευσίνας «ΘΡΙΑΣΙΟ», όπου μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ αμέσως μετά τον τραυματισμό του στο ως άνω ένδικο τροχαίο ατύχημα. Στη συνέχεια, εισήχθη στην Ορθοπεδική Κλινική του ανωτέρω νοσοκομείου και εκεί νοσηλεύθηκε μέχρι την 26-4-2012, πάσχων από κάταγμα ηβικού οστού-κάταγμα λεκάνης τύπου ανοικτού βιβλίου. Υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση για ανάταξη και εξωτερική οστεοσύνθεση και του συνεστήθη αναρρωτική άδεια για τρεις μήνες και παρακολούθηση στα Τακτικά Εξωτερικά Ιατρεία. Κατά το πρώτο τρίμηνο από τον τραυματισμό του ήταν ολικά ανίκανος να αυτοεξυπηρετηθεί. Επανεξετάσθηκε δε, την 6-6-2012, την 16-7-2012,  την 22-8-2012 και την 23-3-2013. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο πρώτος των εναγόντων επανεισήχθη την 11-6-2012 στο Ορθοπεδικό Τμήμα του ως άνω Γενικού Νοσοκομείου Ελευσίνας «ΘΡΙΑΣΙΟ», και εξήλθε την 18-6-2012, λόγω επιπολής λοίμωξης εισόδου βελονών, η οποία αντιμετωπίστηκε συντηρητικά. Την 21-2-2013 διαπιστώθηκε ιατρικώς, ότι ο πρώτος των εναγόντων παρουσίαζε διαταραχή των μεσάρθριων διαστημάτων των ιερολαγονίων αρθρώσεων με παρουσία καταγμάτων παρά τις ιερολαγόνιες αρθρώσεις καθώς και μεγάλη αύξηση του μεσαρθρίου διαστήματος της ηβικής συμφύσεως και του συνεστήθη κλινική συνεκτίμηση. Επιπλέον την 26-2-2013 βεβαιώθηκε επίσης ιατρικώς ότι ο πρώτος των εναγόντων πάσχει από διάσταση ηβικής σύμφυσης από αναφερόμενο τροχαίο την 2-4-2012 και παρατηρήθηκε ρήξη της ηβικής συνδέσμωσης με συνοδό δυσχέρεια βάδισης. Εξάλλου κατά την 16-1-2014 διαπιστώθηκε ιατρικώς, σε σχέση με την κλινική κατάσταση της υγείας του πρώτου των εναγόντων, ότι στην τελευταία επανεκτίμηση παρουσίαζε ενοχλήματα πόνου ιερολαγονίων και ειδικής σύμφυσης, η οποία είναι σε διάσταση, λόγω βαρύτητας δε μιας επέμβασης που δεν κατέστη δυνατή να πραγματοποιηθεί ανοικτά λόγω κακής γενικής κατάστασης, πιθανότατα να παραμείνουν ενοχλήσεις και στο μέλλον, οπότε θα επανεκτιμηθεί. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο πρώτος των εναγόντων, πατέρας δύο ανήλικων, κατά τον ως άνω ένδικο χρόνο, τέκνων, γεννήθηκε την 20-7-1965 και είναι συνταξιούχος τεχνίτης μετάλλου, καθώς από το 1994 λαμβάνει σύνταξη αναπηρίας ίση με το 75% της ακεραίας, με ποσοστό αναπηρίας 67% εκ του οποίου το 40% οφείλεται σε εργατικό ατύχημα. Οι καταστάσεις που οδήγησαν τότε στην αναπηρία ήταν α) μεταδιασεισικές συνδρομές επί εδάφους βαρείας κρανιοεγκεφαλικής κάκωσης μετά επισκληριδίου αιματώματος, β) χρόνια αναπνευστική πνευμονοπάθεια με βαρύ υπνοαπνοϊκό σύνδρομο και γ) μερική απώλεια όρασης δεξιού οφθαλμού. Ο διορισθείς, με την προαναφερόμενη υπ΄ αρ. 4796/2013 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (ήτοι του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), πραγματογνώμονας ορθοπεδικός χειρουργός …. ., στην από 10-12-2013 (αρ. καταθ. …./23-12-2013) έκθεσή του, αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι εξέτασε τον πρώτο των εναγόντων την 10-12-2013 στο ιατρείο του, παρουσία του τεχνικού συμβούλου των εναγομένων, ήδη εκκαλούντων, και κατά την αντικειμενική φυσική εξέτασή του διαπιστώθηκε «ότι δεν υπάρχει ανισοσκελία, οι αρθρώσεις των κάτω άκρων λειτουργούν καλά, υπάρχει όμως ευαισθησία στις δύο ιερολαγόνιες αρθρώσεις και στην περιοχή της ηβικής σύμφυσης και μικρού βαθμού μυϊκή ατροφία κάτω άκρων που πιθανότατα σχετίζεται με την περιορισμένη δραστηριότητά του. Εκ του ακτινολογικού ελέγχου με πρόσφατες ακτινογραφίες διαπιστώθηκε αξιόλογη διάσταση της ηβικής σύμφυσης, της τάξεως των 4 (τεσσάρων) εκατοστών.». Επίσης διαπίστωσε ότι η κατάσταση του πρώτου των εναγόντων «θεωρείται παγιωμένη. Η βλάβη της λεκάνης του οφείλεται στο ένδικο ατύχημα, δεν τίθεται ζήτημα αποκατάστασης της και οπωσδήποτε επηρεάζει αρνητικά την καθημερινή του ζωή και τις δραστηριότητές του καθώς παράγει ενοχλήσεις όπως προαναφέρονται και εμποδίζει την παρατεταμένη βάδιση. Η μόνιμη μερική αναπηρία που προκύπτει εξ αιτίας αυτής της κατάστασης είναι της τάξης του 15%. Η ικανότητα του για εργασία επηρεάζεται αρνητικά και από την προϋπάρχουσα αναπηρία του για την οποία έχει κριθεί ήδη…………. Κατά το πρώτο τρίμηνο από τον τραυματισμό του ήταν ολικά ανίκανος να αυτοεξυπηρετηθεί.». Κατά την εξέτασή του από τον ως άνω ορισθέντα από το Δικαστήριο πραγματογνώμονα ο πρώτος των εναγόντων παραπονέθηκε επιπρόσθετα για επίμονα δυσουρικά ενοχλήματα και για αδυναμία στύσης που αποδίδει στον τραυματισμό του κατά το ένδικο τροχαίο ατύχημα. Ο πραγματογνώμονας, τέλος, αναφέρει ότι είναι ενδεχόμενο τα συμπτώματα αυτά να οφείλονται όντως στον εν λόγω τραυματισμό του, σημειώνοντας ότι η διερεύνηση των ουρολογικών προβλημάτων αυτού αφορά στο γνωστικό αντικείμενο άλλων επιστημόνων. Ο τεχνικός σύμβουλος των εναγομένων, ήδη εκκαλούντων, Ορθοπεδικός Χειρουργός, ………….,  που εξέτασε τον πρώτο των εναγόντων στο ιατρείο του προαναφερόμενου πραγματογνώμονα την 10-12-2013, στην από 10-1-2014 έκθεσή του καταλήγει, μεταξύ άλλων, στο συμπέρασμα ότι η κατάσταση της υγείας του πρώτου των εναγόντων σήμερα (10-1-2014) είναι αρκετά καλή σε σχέση με το πρόσφατο ένδικο ατύχημα και παρουσιάζει πολύ μικρού βαθμού αναπηρία στη λεκάνη που οφείλεται στο ατύχημα και ανέρχεται σε ποσοστό 10%. Συνεχίζει δε, λόγω όμως, προηγούμενου ατυχήματος και λοιπών παθήσεων, έχει μεγάλου βαθμού αναπηρία 67%, η οποία προϋπήρχε του ένδικου ατυχήματος, ότι έτσι όμως, το τελικό ποσοστό αναπηρίας από το ένδικο ατύχημα υπολογίζεται στο 10% του υγιούς 33% που είχε μείνει από την αναπηρία 67% που είχε, δηλαδή τελικό ποσοστό αναπηρίας από το ένδικο ατύχημα 3,3% και ότι η κατάσταση αυτή είναι μόνιμη, αλλά λόγω του πολύ μικρού ποσοστού, τον επηρεάζει ελάχιστα στις καθημερινές δραστηριότητές του, ενώ δεν τίθεται θέμα για το πόσο τον επηρεάζει στην εργασία του αφού από χρόνια δεν εργάζεται. Περαιτέρω, από το ένδικο ατύχημα ο πρώτος των εναγόντων υπέστη τις εξής περιουσιακές ζημίες: Την 27-4-2012, δαπάνησε το συνολικό ποσό των 176 ευρώ και συγκεκριμένα δαπάνησε για τη μίσθωση αεροστρώματος τύπου Β το ποσό των 69 ευρώ, νοσοκομειακής κλίνης το ποσό των 100 ευρώ και αναρτήρα το ποσό των 7 ευρώ, δαπάνες απαραίτητες, λόγω της προαναφερόμενης κατάστασης της υγείας του, για τη διαμονή και την ανάπαυσή του κατά τη μετάβασή του στην οικία του. Επιπροσθέτως, λόγω της προαναφερόμενης κατάστασης της υγείας του, την 18-5-2012 δαπάνησε το ποσό των 9,82 ευρώ για αγορά πανών. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, δεν έσφαλε, αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και ορθά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ΄ αυτές πραγματικά περιστατικά, οι δε σχετικοί πρώτος λόγος και δεύτερο σκέλος του πέμπτου λόγου της ένδικης εφέσεως καθόσον αφορά τα λοιπά κονδύλια, πλην του κονδυλίου για την αγορά των φαρμάκων, το οποίο ήδη απορρίφθηκε ως αόριστο, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμοι. Από το περιεχόμενο της ιατρικής πραγματογνωμοσύνης, όπου με σαφήνεια αναφέρεται ότι ο πρώτος των εναγόντων κατά το τρίμηνο μετά τον τραυματισμό του ήταν ολικά ανίκανος να αυτοεξυπηρετηθεί, των ιατρικών γνωματεύσεων, το είδος των σωματικών βλαβών καθίσταται σαφές, σύµφωνα και µε τα διδάγµατα της κοινής πείρας, ότι ο πρώτος των εναγόντων για το χρονικό διάστημα από 3-4-2012 έως 25-4-2012 (παραμονή της εξόδου του) που νοσηλευόταν στο Γενικό Νοσοκομείο Ελευσίνας «ΘΡΙΑΣΙΟ», είχε την ανάγκη παροχής υπηρεσιών νοσοκόμου από τρίτο πρόσωπο. Για το λόγο αυτό ο πρώτος των εναγόντων προσέλαβε τη …………., στην οποία κατέβαλε το συνολικό ποσό των 1.972,54 ευρώ, από το οποίο πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό των 264 ευρώ που έλαβε για την αιτία αυτή από τον φορέα ασφάλισής του, ήτοι το ΙΚΑ, και να του επιδικαστεί το ποσό των 1.708,54 ευρώ. Περαιτέρω, όπως προκύπτει, ομοίως, από το περιεχόμενο της ιατρικής πραγματογνωμοσύνης, όπου με σαφήνεια αναφέρεται ότι ο πρώτος των εναγόντων κατά το τρίμηνο μετά τον τραυματισμό του ήταν ολικά ανίκανος να αυτοεξυπηρετηθεί, των ιατρικών γνωματεύσεων και το είδος των σωματικών βλαβών που υπέστη ο πρώτος των εναγόντων, καθίσταται σαφές, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ότι ο πρώτος των εναγόντων για το χρονικό διάστημα από 27-4-2012, επομένη της ημερομηνίας εξόδου του από το Νοσοκομείο και για χρονικό διάστημα δύο μηνών, το οποίο καταλαµβάνει και ηµέρες από την παραµονή του στο Νοσοκοµείο, ήτοι από 11-6-2012 έως 18-6-2012,  είχε ανάγκη παροχής υπηρεσιών νοσοκόμου και οικιακής βοηθού από τρίτο πρόσωπο στην ατομική του υγιεινή, καθώς επίσης εκτός του χρονικού διαστήματος που νοσηλευόταν, ήτοι από 11-6-2012 έως 18-6-2012, τη μετακίνησή του, τη φροντίδα αυτού και της οικίας του. Τις υπηρεσίες αυτές προσέφερε στον πρώτο των εναγόντων η ……….., στην οποία κατέβαλε ως αμοιβή το συνολικό ποσό των 1.200 ευρώ, ήτοι 600 ευρώ μηνιαίως. Σύμφωνα με την υπ΄ αρ. πρωτοκόλλου …/13-1-/2014 βεβαίωση του Διευθυντή ΙΚΑ (Τοπικού Υποκαταστήματος Περάματος-Τμήματος Παροχών), ο πρώτος των εναγόντων δεν επιδοτήθηκε με επίδομα ασθενείας για το ένδικο τροχαίο ατύχημα, η μόνη δαπάνη που έχει καταβληθεί σ΄ αυτόν (πρώτο των εναγόντων), προκληθείσα από το ατύχημα, είναι το ως άνω ποσό των 264 ευρώ για το κονδύλιο αποκλειστικής νοσοκόμας κατά τη νοσηλεία του στο νοσοκομείο. Επιπλέον, με την υπ΄  αρ. πρωτοκόλλου …./20-1-2014 βεβαίωση του Διευθυντή ΙΚΑ (Τοπικού Υποκαταστήματος Περάματος-Τμήματος Πληρωμών Συντάξεων), ο πρώτος των εναγόντων, ως συνταξιούχος λόγω αναπηρίας και για χρόνο αόριστο, δεν δικαιούται επιδότησης κατά το χρονικό διάστημα ασθενείας του. Συνεπώς, ο πρώτος των εναγόντων νομιμοποιείται ενεργητικά ως προς τα ως άνω αιτούμενα κονδύλια, αναφορικά με τις ιατρικές δαπάνες και τη χρήση αποκλειστικών νοσοκόμων, πέραν του ποσού των 264 ευρώ που έχει αφαιρεθεί από το τελικώς αιτούμενο ποσό δαπάνης απασχόλησης αποκλειστικής νοσοκόμας και συνιστά το μοναδικό ποσό που καλύφθηκε από τον ασφαλιστικό του φορέα. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, δεν έσφαλε, αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και ορθά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ΄ αυτές πραγματικά περιστατικά, ο δε σχετικός τέταρτος λόγος της ένδικης εφέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμος. Εξάλλου, όπως έχει ήδη αναφερθεί, ο πρώτος των εναγόντων υπέστη εξαιτίας του ένδικου τροχαίου ατυχήµατος και του προαναφερόµενου τραυµατισµού του µόνιµη µερική αναπηρία, σε σχέση με την οποία δεν τίθεται ζήτημα αποκατάστασής της και οπωσδήποτε επηρεάζει αρνητικά την καθημερινή ζωή του και τις δραστηριότητές του, καθώς παράγει ενοχλήσεις και εμποδίζει την παρατεταμένη βάδιση. Επιπλέον δε η ικανότητά του για εργασία επηρεάζεται αρνητικά και από την προϋπάρχουσα αναπηρία του, ήτοι η προκληθείσα από το ένδικο τροχαίο ατύχημα αναπηρία του αθροιζόμενη με την ήδη υπάρχουσα αυτού τον καθιστά πλήρως ανίκανο πλέον για τυχόν εργασία προς βελτίωση της ζωής του. Όπως είναι φυσικό, οι συνέπειες αυτές, δεν μπορούν να καλυφθούν εντελώς με τις παροχές των άρθρων 929 και 932 του ΑΚ. Το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις πιο πάνω συντρέχουσες περιπτώσεις (την ηλικία, το φύλο, το είδος και την έκταση της αναπηρίας του, τις επιπτώσεις αυτής στην κοινωνική και οικονομική του κατάσταση, την αποκλειστική υπαιτιότητα του πρώτου των εναγομένων) κρίνει ότι για την ως άνω αιτία πρέπει να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να καταβάλουν σ΄ αυτόν (πρώτο των εναγόντων), ως χρηματικό ποσό του άρθρου 931 του ΑΚ το ποσό των 10.000 ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, δεν έσφαλε, αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και ορθά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ΄ αυτές πραγματικά περιστατικά, ο δε σχετικός δεύτερος λόγος της ένδικης εφέσεως και ο σχετικός πρώτος λόγος της αντεφέσεως, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμοι. Περαιτέρω, ενόψει των συνθηκών υπό τις οποίες συνέβη η σύγκρουση, του είδους, της έκτασης και της σοβαρότητας της σωματικής του βλάβης, της σωματικής και ψυχικής ταλαιπωρίας στην οποία υποβλήθηκε λόγω του τραυματισμού του [που είχε ως αποτέλεσμα τη µόνιµη αναπηρία του (ποσοστού 15%), όπως δέχεται το παρόν Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα], καθώς και των περιορισµών στους οποίους υποβάλλεται εξαιτίας αυτού στην κοινωνική και προσωπική του ζωή (και ως πατέρας δύο ανήλικων, κατά τον ως άνω ένδικο χρόνο, τέκνων), της ηλικίας αυτού (47 περίπου ετών κατά το χρόνο του ένδικου ατυχήματος), της αποκλειστικής υπαιτιότητας του πρώτου των εναγομένων, οδηγού του ζημιογόνου αυτοκινήτου, της ηλικίας αυτού (πρώτου των εναγομένων), κατά το χρόνο του ένδικου ατυχήματος, 65 περίπου ετών, της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων, πλην της δεύτερης των εναγομένων ασφαλιστικής εταιρείας, καθόσον η ευθύνη της είναι εγγυητική και δεν είναι υπαίτια του ατυχήματος, το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να καταβάλουν σ΄ αυτόν (πρώτο των εναγόντων) το ποσό των 28.000 ευρώ, ως εύλογη χρηματική του ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την αδικοπραξία αυτή που τελέστηκε σε βάρος του. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε ότι για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης του πρώτου των εναγόντων πρέπει να του επιδικασθεί εύλογη χρηματική ικανοποίηση, ανερχόμενη στο ποσό των 30.000 ευρώ, ποσό το οποίο αναγνώρισε ότι υποχρεούνται οι εναγόμενοι να του καταβάλουν, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και συνεπώς ο σχετικός τρίτος λόγος της ένδικης εφέσεως πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός ως κατ΄ ουσίαν βάσιμος και ο σχετικός δεύτερος λόγος της αντεφέσεως να απορριφθεί ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμος. Με διάταξη της προσβαλλόμενης υπ΄ αρ. 3724/2015 αποφάσεως, έγινε εν μέρει το δεκτό το αίτημα του πρώτου των εναγόντων προς επιδίκαση αποζημίωσης για τα καταστραφέντα ατομικά είδη του και συγκεκριμένα από το συνολικό αιτούμενο ποσό των 1.200 ευρώ, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε ότι κατά την ένδικη σύγκρουση καταστράφηκε μόνο το παντελόνι του (πρώτου των εναγόντων) αξίας, ως μεταχειρισμένου, 50 ευρώ. Η διάταξη αυτή της αποφάσεως δεν προσβλήθηκε με λόγο εφέσεως από τον πρώτο των εναγόντων, ούτε από τους εναγομένους. Περαιτέρω σημειώνεται ότι με την προσβαλλόμενη υπ΄ αρ. 3724/2015 απόφαση απορρίφθηκε, όπως προαναφέρθηκε, ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμο το αίτημα του πρώτου των εναγόντων περί επιδικάσεως αποζημίωσης για τη δαπάνη χρήσης επιβατικού αυτοκινήτου δημόσιας χρήσης (ταξί). Η διάταξη αυτή της αποφάσεως δεν προσβλήθηκε με λόγο εφέσεως από τον πρώτο των εναγόντων. Επίσης, με την ως άνω προσβαλλόμενη απόφαση, όπως προαναφέρθηκε, έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή και ως προς τον δεύτερο των εναγόντων και αναγνωρίστηκε η υποχρέωση των εναγομένων να καταβάλουν εις ολόκληρον ο καθένας στον δεύτερο των εναγόντων το ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ [για την αξία της ολοσχερώς καταστραφείσας από οικονομική άποψη, δίκυκλης μοτοσικλέτας, ιδιοκτησίας του, αφαιρουμένης της αξίας των υπολειμμάτων αυτής, γενομένης δεκτής της σχετικής ένστασης των εναγομένων περί συνυπολογισμού κέρδους και ζημίας], με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Η διάταξη αυτή της αποφάσεως δεν προσβλήθηκε με λόγο εφέσεως από τον δεύτερο των εναγόντων, ούτε από τους εναγομένους, καθώς επίσης δεν έχει ασκηθεί έφεση από τους ενάγοντες ως προς τη διάταξη της αποφάσεως που απέρριψε σιωπηρώς το αίτημα περί απειλής προσωπικής κρατήσεως σε βάρος του πρώτου των εναγομένων, διάρκειας ενός (1) έτους, λόγω της αδικοπραξίας που έχει τελέσει, ως μέσον αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης. Μετά δε τον περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό οφείλονται τόκοι λόγω υπερημερίας των εναγομένων κατ΄ άρθρο 345 του ΑΚ, καθόσον η ως άνω παραίτηση δεν ανατρέπει τα αποτελέσματα της οχλήσεως (ΟλΑΠ 13/1994 ΝοΒ 1996.33, ΑΠ 787/1998 ΕλλΔνη 40.608, Κεραμέως-Κονδύλη-Νίκα: Ερμηνεία ΚΠολΔ, τομ. Ι, εκ. 2000, στο άρθρο 223 του ΚΠολΔ, σελ. 492, αρ. 9). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε το αίτηµα των εναγοµένων για επιδίκαση της απαίτησης µε το νόµιµο τόκο υπερημερίας, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και συνεπώς ο σχετικός έκτος λόγος της ένδικης εφέσεως πρέπει να γίνει δεκτός ως κατ΄ ουσίαν βάσιμος. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω και εφόσον δεν υπάρχουν προς έρευνα άλλοι λόγοι της εφέσεως και της αντεφέσεως, πρέπει να απορριφθεί η ασκηθείσα με τις από 1-2-2017 έγγραφες προτάσεις αντέφεση, να γίνει δεκτή η από 17-12-2015 (αρ. καταθ. …./2015) έφεση ως κατ΄ ουσίαν βάσιμη, να διαταχθεί, λόγω της εν μέρει νίκης των εκκαλούντων η επιστροφή του (ενιαίου) παραβόλου, συνολικού ποσού 200 ευρώ, που κατατέθηκε για το παραδεκτό της εφέσεως, με τα υπ΄ αρ. …….. παράβολα ΤΑΧΔΙΚ και τα υπ΄ αρ. ……… παράβολα ΔΗΜΟΣΙΟΥ, σε αυτούς (εκκαλούντες), να εξαφανιστούν η εκκαλουμένη απόφαση (υπ΄ αρ. 3724/2015 οριστική απόφαση), στο σύνολό της (δηλαδή και ως προς τις διατάξεις και τα κεφάλαια που αφορούν την ανωτέρω αγωγή και δεν μεταρρυθμίστηκαν ούτε προσβάλλονται αλλά θα περιληφθούν στην ενιαία απόφαση του Δικαστηρίου αυτού) και τούτο χάριν της ενότητας της εκτέλεσης, ήτοι για να υπάρχει ένας μόνο τίτλος εκτελέσεως (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ, ΕφΑθ 5639/1997 ΕλλΔνη 39.437 και οι εκεί παραπομπές, πρβλ. Αθαν. Κρητικού: Αποζημίωση από τροχαία αυτοκινητικά ατυχήματα, εκ. 1992, σελ. 850, αρ. 2579), αναγκαίως  δε  και  κατά τη διάταξη  περί  δικαστικών εξόδων που θα καθορισθεί εξ αρχής, καθώς και η αναγκαίως συμπροσβαλλομένη (υπ΄ αρ. 4796/2013) μη οριστική απόφαση, να κρατηθεί η υπόθεση, κατ΄ άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ, από το Δικαστήριο αυτό, να δικασθεί η από 8-11-2012 (αρ. καταθ. …./2013) αγωγή και να ερευνηθεί εκ νέου, να γίνει εν μέρει δεκτή (η αγωγή) και να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να καταβάλουν εις ολόκληρον ο καθένας στον πρώτο των εναγόντων το συνολικό ποσό των 41.144,36 (= 69 + 100 + 7 + 9,82 + 1.708,54 + 1.200 + 10.000 + 28.000 + 50) ευρώ και στον δεύτερο των εναγόντων το ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ και τα δύο ποσά με το νόμιμο τόκο (υπερημερίας) από την επίδοση της αγωγής και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων των εναγόντων και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, κατά μερική παραδοχή του οικείου αιτήματος των τελευταίων, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας κάθε πλευράς (άρθρα 106, 183, 178, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων α) την από 17-12-2015 (αρ. καταθ. …./2015) έφεση και β) την ασκηθείσα με τις από 1-2-2017 έγγραφες προτάσεις αντέφεση του πρώτου των εφεσίβλητων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ ουσίαν την ασκηθείσα με τις από 1-2-2017 προτάσεις αντέφεση του πρώτου των εφεσίβλητων.

Δέχεται τυπικά και κατ΄ ουσίαν την από 17-12-2015 (αρ. καταθ. …./2015) έφεση.

Διατάσσει την επιστροφή του (ενιαίου) παραβόλου συνολικού ποσού διακοσίων (200) ευρώ, που κατατέθηκε με τα υπ΄ αρ.  …….παράβολα ΤΑΧΔΙΚ και τα υπ΄ αρ. ………….. παράβολα ΔΗΜΟΣΙΟΥ, στους εκκαλούντες.

Εξαφανίζει την υπ΄ αρ. 3724/2015 οριστική απόφαση και την αναγκαίως συμπροσβαλλομένη υπ΄ αρ. 4796/2013 μη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκαν με την ειδική διαδικασία των άρθρων 666, 667 και 670 έως 676 του ΚΠολΔ (άρθρο 681Α του ΚΠολΔ – ειδική διαδικασία αυτοκινητικών διαφορών).

Κρατεί και δικάζει την από 8-11-2012 (αρ. καταθ. …../2013) αγωγή.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

Αναγνωρίζει ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να καταβάλουν εις ολόκληρον ο καθένας στον πρώτο των εναγόντων το συνολικό ποσό των σαράντα ενός χιλιάδων εκατόν σαράντα τεσσάρων ευρώ και τριάντα έξι λεπτών (41.144,36 ευρώ) και στον δεύτερο των εναγόντων το ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ και τα δύο ποσά με το νόμιμο τόκο (υπερημερίας) από την επίδοση της αγωγής.

Καταδικάζει τους εναγομένους στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων των εναγόντων και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων εκατόν (1.100) ευρώ.

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 20 Φεβρουαρίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ