Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 124/2018

Αριθμός   124/2018

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αικατερίνη Νομικού, Πρόεδρο Εφετών, Χρυσούλα Πλατιά, Εφέτη-Εισηγήτρια και Παρασκευή Μπερσή, Εφέτη και από τη Γραμματέα Δ.Π..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου Α) η από 14.10.2016 (με αριθ. έκθ. κατάθ. …../…../17.10.2016) έφεση του ηττηθέντος εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου και Β) η από 14.10.2016 (με αριθ. έκθ. κατάθ. …../…../14.10.2016) έφεση της ηττηθείσας προσθέτως παρεμβαίνουσας πρωτοδίκως (υπέρ του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου) εταιρίας «Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου Α.Ε.» (ΤΑΙΠΕΔ), οι οποίες (εφέσεις) στρέφονται, αμφότερες, κατά της υπ’ αριθ. 1526/2016 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (αναγκαίως δε, κατ’ άρθρο 513 παρ. 2 ΚΠολΔ, και  κατά της προηγηθείσης υπ’ αριθ. 2612/1999 μη οριστικής απόφασης του ιδίου Δικαστηρίου), που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία και οι οποίες (εφέσεις) πρέπει να ενωθούν και συνεκδικασθούν λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας και για οικονομία χρόνου και εξόδων (άρθρα 31, 246 και 524 παρ. 1 ΚΠολΔ).

ΙΙ. Οι ανωτέρω εφέσεις του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου και της πρωτοδίκως προσθέτως παρεμβαίνουσας εταιρίας ΤΑΙΠΕΔ έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως εντός της απαιτούμενης κατά νόμο προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών, αφού η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε σ’ αυτούς, με επιμέλεια της ενάγουσας, την 22.7.2016 (βλ. τις υπ’ αριθ. …΄/22.7.2016 και ….΄/22.7.2016 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, …….), ενώ τα εφετήρια κατατέθηκαν από μεν το εναγόμενο την 17.10.2016, ημέρα Δευτέρα, από δε την πρωτοδίκως προσθέτως παρεμβαίνουσα την 14.10.2016 (άρθρα 495 όπως ήδη ισχύει, 511, 513 παρ. 1β και 2, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 1 ΚΠολΔ σε συνδ. με το άρθρο 11 κ.δ. 26-6/10.7.1944, όπως ήδη ισχύει). Σημειώνεται, ότι, κατά την τελευταία αυτή διάταξη του άρθρου 11 του κ.δ. της 26.6/10.7.1944 «περί κώδικος των νόμων περί των δικών του Δημοσίου» (που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΚΠολΔ), όπως ήδη ισχύει μετά την αντικατάστασή του με τα άρθρα 12 Ν. 3514/2006 και 25 παρ. 3 Ν. 3610/2007, «Σε όλες τις δίκες του Δημοσίου, κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών, ουδεμία απολύτως τρέχει προθεσμία είτε εις βάρος του Δημοσίου είτε εις βάρος των άλλων διαδίκων, ούτε για την υπό τούτων ως τρίτων άσκηση δηλώσεων ούτε για την έγερση αγωγών, παρεμβάσεων και προσεπικλήσεων ούτε τέλος για την άσκηση οποιουδήποτε ενδίκου μέσου ή εξέταση μαρτύρων…. ». Συνεπώς, σε όλες τις δίκες του Δημοσίου η προθεσμία για την άσκηση οποιουδήποτε ενδίκου μέσου, άρα και έφεσης (καθώς και των εκεί αναφερομένων λοιπών ενδίκων βοηθημάτων κλπ.), αναστέλλεται (όχι μόνο για το Δημόσιο αλλά και για τους άλλους ιδιώτες διαδίκους στην ίδια υπόθεση) κατά την διάρκεια των δικαστικών διακοπών, δηλαδή, κατά τη ρητή διάταξη του άρθρου 11 παρ. 2 του κυρωθέντος με το Ν. 1756/1988 «Κώδικα οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών», από την 1η Ιουλίου μέχρι την 15η Σεπτεμβρίου, ενώ η αναστολή αυτή, αναφερομένη στην προθεσμία της άσκησης των ενδίκων μέσων, δεν καταλαμβάνει και δεν κωλύει την επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης κατά την διάρκεια των δικαστικών διακοπών, ούτε επιδρά καθοιονδήποτε τρόπο στην εγκυρότητά της (ΟλΑΠ 12/2002 ΕλλΔνη 2002.693, ΑΠ 415/2016 και ΑΠ 1337/2014 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2316/2009 ΝοΒ 2010.1472). Συνεπώς, ο σχετικός ισχυρισμός της εφεσίβλητης ότι οι εν λόγω εφέσεις είναι εκπρόθεσμες ως ασκηθείσες μετά την πάροδο των 30 ημερών από την επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, γιατί, όπως προεκτέθηκε, το χρονικό διάστημα από 1η Ιουλίου μέχρι την 15η Σεπτεμβρίου δεν υπολογίζεται για την, κατ’ άρθρο 518 παρ. 1 ΚΠολΔ, προθεσμία τόσο της έφεσης του Δημοσίου, όσο και της έφεσης της πρωτοδίκως προσθέτως παρεμβαίνουσας εταιρίας ΤΑΙΠΕΔ Α.Ε (η οποία, σημειωτέον, απολαμβάνει, μεταξύ άλλων, όλα τα δικαστικά, ουσιαστικού και δικονομικού, δικαίου προνόμια και ατέλειες του Δημοσίου, κατ’ άρθρο 2 παρ. 13 του Ν. 3986/2011, όπως ήδη ισχύει), με συνέπεια, στην προκείμενη περίπτωση κατά την οποία η επίδοση της εκκαλουμένης έγινε την 22.7.2016, η προθεσμία αυτή να αρχίζει την 16.9.2016 και έτσι μέχρι τον χρόνο κατάθεσης των εφέσεων (17.10.2016 [ημέρα Δευτέρα] και 14.10.2016) δεν παρήλθε το κρίσιμο χρονικό διάστημα των 30 ημερών (βλ. και άρθρο 144 παρ. 1 ΚΠολΔ περί του ότι σε περίπτωση που η τελευταία ημέρα της γνήσιας προθεσμίας είναι κατά νόμο εξαιρετέα, αυτή λήγει την επομένη μη εξαιρετέα ημέρα). Πρέπει να αναφερθεί ότι δεν απαιτείται η κατάθεση από το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο του προβλεπόμενου από το άρθρο 495 ΚΠολΔ παραβόλου (βλ. άρθρο 19 παρ. 1 του ως άνω κ.δ. της 26-6/10-7-1944, βλ. σχετ. Μ. Μαργαρίτη, Ερμ. ΚΠολΔ, έκδ. 2012, τόμ. Α΄, άρθρο 495, αρ. 17, σελ. 849), ενώ, όπως προκύπτει από την σχετική έκθεση κατάθεσης ενδίκου μέσου του Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα εταιρία ΤΑΙΠΕΔ το (ισχύον τότε) νόμιμο παράβολο των 200 ευρώ, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ (όπως η διάταξη αυτή προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012 και ίσχυε αντικατασταθείσα με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015, πριν την τροποποίησή της -ως προς το ύψος των παραβόλων- με το άρθρο 35 παρ. 2 του Ν. 4446/2016-ΦΕΚ Α΄ 240/22-12-2016). Πρέπει, επομένως, οι εφέσεις αυτές, οι οποίες παραδεκτώς εισάγονται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος αρμόδιου Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/2011), να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω, κατά την ίδια τακτική διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), συνεκδικαζόμενες κατά τα προεκτεθέντα. Σημειώνεται, ότι έχουν κατατεθεί νομίμως προτάσεις από την εκκαλούσα εταιρία ΤΑΙΠΕΔ (βλ. τις σχετικές από 1-11-2017 προτάσεις της που κατατέθηκαν την 1-11-2017, όπως προκύπτει από την σχετική έγγραφη επισημείωση της Γραμματέως επ’ αυτών), παρά τον περί του αντιθέτου αβάσιμο ισχυρισμό της εφεσίβλητης.

ΙΙΙ. Με την από 18.11.1997 (με αριθ. έκθ. κατάθ. …../1997) αγωγή της, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), η ενάγουσα ………. (ήδη εφεσίβλητη στις δύο ως άνω εφέσεις) ισχυρίσθηκε ότι την 14.5.1997 κοινοποιήθηκε σ’ αυτήν το υπ’ αριθ. …../19.3.1997 πρωτόκολλο καθορισμού αποζημίωσης αυθαίρετης χρήσης δημοσίου κτήματος του Προϊσταμένου της Κτηματικής Υπηρεσίας Πειραιώς, με το οποίο καθορίστηκε σε βάρος της και υπέρ του εναγόμενου Δημοσίου (ήδη εκκαλούντος της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης) αποζημίωση ποσού 61.561.200 δραχμών για την επικαλούμενη εκ μέρους της αυθαίρετη χρήση (μαζί με τον αδελφό της, ……, σε βάρος του οποίου καθορίσθηκε, με άλλο πρωτόκολλο, αποζημίωση 27.816.000 δραχμών) δημοσίου κτήματος, εμβαδού 570 τ.μ. περίπου (για χρήση που αφορούσε κατάστημα πρώτου ορόφου με αύλειο χώρο και αποθήκη, καθώς και ισόγειο κατάστημα), κειμένου στη θέση «…..» της πόλης των Σπετσών και πλησίον της εκκλησίας του ……….για το χρονικό διάστημα από 1.1.1992 έως 31.12.1996. Ότι κατά του ανωτέρω πρωτοκόλλου έχει ήδη ασκήσει νομίμως και εμπροθέσμως ανακοπή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδικάζεται κατά την προβλεπόμενη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Ότι δεν συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις έκδοσης του εν λόγω πρωτοκόλλου, αφού το ανωτέρω ακίνητο (των 570 τ.μ.) ουδέποτε ήταν δημόσιο κτήμα, αφού η ίδια είναι κυρία αυτού από το έτος 1967, κατά ποσοστό 70% εξ αδιαιρέτου (ενώ, κατά το υπόλοιπο 70% εξ αδιαιρέτου, είναι κύριος ο αδελφός της, ………), τόσο με τον αναφερόμενο παράγωγο τρόπο (υπ’ αριθ. …../1967 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο από τον προηγούμενο αληθή κύριο ……… και μεταγραφή αυτού), όσο και με τον αναφερόμενο πρωτότυπο τρόπο (τακτική άλλως έκτακτη χρησικτησία). Με βάση το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα, αρνούμενη την ύπαρξη δικαιώματος του εναγόμενου Δημοσίου επί του ανωτέρω ακινήτου καθώς και το δικαίωμα του τελευταίου να καθορίσει αποζημίωση αυθαίρετης χρήσης σε βάρος της και επικαλούμενη το άμεσο έννομο συμφέρον της να βεβαιωθεί δικαστικά η ανυπαρξία οιασδήποτε οφειλής της προς το εναγόμενο από την αιτία αυτή, ζήτησε να αναγνωριστεί ότι δεν οφείλει σ’ αυτό (εναγόμενο) το ανωτέρω ποσό της αποζημίωσης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, μετά από την πρώτη συζήτηση της αγωγής που έγινε αντιμωλία των ως άνω διαδίκων, την 8.5.1998, υπό την ισχύ των άρθρων 226 παρ. 2, 237 και 341 ΚΠολΔ (πριν την αντικατάσταση των δύο πρώτων ως άνω διατάξεων από τα αντίστοιχα άρθρα 5 και 7 του Ν. 2915/2001 και πριν την κατάργηση της τρίτης ως άνω διάταξης -περί έκδοσης προδικαστικής απόφασης- από το άρθρο 14 παρ. 1 του Ν. 2915/2001), εξέδωσε αρχικά την υπ’ αριθ. 2612/1999 προδικαστική απόφασή του, με την οποία, αφού έγινε δεκτό ότι η ως άνω αγωγή, έχουσα χαρακτήρα αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής, είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 70 ΚΠολΔ και 115 του από 11/12.11.1929 Διατάγματος «περί διοικήσεως δημοσίων κτημάτων» όπως ισχύει, αναβλήθηκε η έκδοση της οριστικής απόφασης και υποχρεώθηκε, κατ’ άρθρο 341 ΚΠολΔ (όπως τότε ίσχυε), η ενάγουσα να αποδείξει, με κάθε νόμιμο τρόπο και με μάρτυρες (μέχρι δύο για κάθε διάδικο μέρος) ενώπιον του ορισθέντος Εισηγητή Δικαστή, τα αμφισβητούμενα πραγματικά περιστατικά τα συγκροτούντα την ιστορική βάση των αναφερόμενων νόμιμων ισχυρισμών (ενστάσεων) της, ήτοι α) ότι είναι συγκύρια, κατά ποσοστό 70% εξ αδιαιρέτου, του ανωτέρω ακινήτου τόσο με παράγωγο τρόπο (αγορά από τον προηγούμενο αληθή κύριο και μεταγραφή αυτού), όσο και με πρωτότυπο τρόπο (τακτική άλλως έκτακτη χρησικτησία) και β) ότι το εναγόμενο Δημόσιο άσκησε το δικαίωμά του προς έκδοση του επίμαχου πρωτοκόλλου, υπερβαίνοντας τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του. Ακολούθως, με την από 28.9.2015 κλήση της ενάγουσας εισήχθη η υπόθεση προς περαιτέρω συζήτηση ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου. Το τελευταίο, δεχόμενο ότι στην υπόθεση αυτή τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του ΚΠολΔ ως ίσχυαν πριν το Ν. 2915/2001 επειδή η πρώτη συζήτηση αυτής έγινε πριν την 1.1.2002, αφού συνεκδίκασε α) την ως άνω αγωγή και β) την από 14.1.2015 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ……./2015 Εξαίρεση ….) ασκηθείσα πρόσθετη παρέμβαση της εταιρίας με την επωνυμία «Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου Α.Ε.» (ΤΑΙΠΕΔ) υπέρ του εναγόμενου Δημοσίου, με την οποία αυτή επικαλέσθηκε ότι ήδη έχει καταστεί ειδική διάδοχος του εναγομένου λόγω μεταβίβασης σ’ αυτήν του εν λόγω ακινήτου για το οποίο εκδόθηκε το επίμαχο πρωτόκολλο, εξέδωσε, αντιμωλία των διαδίκων, την εκκαλούμενη απόφασή του (1526/2016). Με αυτήν, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού υιοθέτησε της σκέψεις της ως άνω προδικαστικής απόφασης ως προς το νομικά βάσιμο της αγωγής και των ανωτέρω ισχυρισμών (ενστάσεων) της ενάγουσας και αφού δέχθηκε ότι δεν είναι αναγκαία προϋπόθεση, για την έκδοση οριστικής απόφασης, η διαταχθείσα εξέταση των μαρτύρων, η οποία επαφίεται στην πρωτοβουλία και επιμέλεια των διαδίκων (άρθρο 108 ΚΠολΔ), καθώς και ότι δεν κωλύεται το δικαστήριο να προχωρήσει στην έκδοση οριστικής απόφασης, παρά τον γεγονός ότι δεν διενεργήθηκε η διαταχθείσα εξέταση μαρτύρων, εφόσον κρίνει επαρκείς προς διαμόρφωση της κρίσης του, τις λοιπές προσκομισθείσες από τους διαδίκους αποδείξεις, απέρριψε την εν λόγω πρόσθετη παρέμβαση και δέχθηκε την ως άνω αγωγή, αναγνωρίζοντας ότι η ενάγουσα δεν οφείλει στο εναγόμενο Δημόσιο την αποζημίωση που καθορίσθηκε σε βάρος της με το υπ’ αριθ. …./19.3.1997 πρωτόκολλο καθορισμού αποζημίωσης αυθαίρετης χρήσης δημοσίου κτήματος του Προϊσταμένου της Κτηματικής Υπηρεσίας Πειραιώς. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται ήδη τόσο το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, όσο και η προσθέτως παρεμβαίνουσα εταιρία ΤΑΙΠΕΔ, με τις υπό κρίση εφέσεις τους για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτές λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητούν την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί η ως άνω αγωγή της ………..

  1. IV. Κατά το άρθρο 8 του Α.Ν. 1539/1938 (που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΚΠολΔ με το άρθρο 52 περ. 18 του ΕισΝΚΠολΔ), όπως τούτο ίσχυε πριν από την τροποποίησή του με το άρθρο 24 του (ισχύοντος από 30.7.1999) Ν. 2732/1999, «1. Πας αξιών δικαίωμα κυριότητας ή άλλο, πλην της νομής εμπράγματο δικαίωμα επί ακινήτου κατεχομένου υπό του Δημοσίου, οφείλει, πριν υποβάλλει σχετική αγωγή στο αρμόδιο Δικαστήριο, να κοινοποιήσει διά δικαστικού κλητήρος, προς το Δημόσιο αίτηση περιλαμβάνουσα τις αξιώσεις του, ήτοι το δικαίωμά του, το είδος, την έκταση, την ακριβή θέση ένθα κείται και τα όρια του αξιουμένου ακινήτου, τους τίτλους, επί των οποίων στηρίζει το δικαίωμά του και τα ονόματα και την ακριβή διεύθυνση της κατοικίας των μαρτύρων, που μπορούν να καταθέσουν υπέρ αυτού. … 4. Μόνο έξι μήνες μετά την επίδοση της ως άνω αιτήσεως … δύνανται οι εν παραγράφω 1 του παρόντος άρθρου μνημονευόμενοι, αν δεν λάβουν ειδοποίησιν περί της αποδοχής των αξιώσεών των, εν όλω ή εν μέρει να εγείρουν αγωγή». Από τη διατύπωση της διάταξης αυτής, που αναφέρεται σε αξιούμενο με την αγωγή δικαίωμα κυριότητας, προκύπτει ότι η διαγραφόμενη με αυτήν προδικασία απαιτείται για το παραδεκτό αγωγής, με την οποία αξιώνεται δικαίωμα κυριότητας επί ακινήτου έναντι του Δημοσίου, μόνο όμως εφόσον το εν λόγω ακίνητο κατέχεται από το Δημόσιο. Εξάλλου, η μη κατοχή του επιδίκου από το Δημόσιο, η οποία συνεπάγεται και την ανυπαρξία υποχρέωσης του ενάγοντος προς τήρηση της προδικασίας αυτής, ως προϋποθέσεις παραδεκτού της αγωγής, η οποία (προϋπόθεση) ερευνάται και αυτεπαγγέλτως, αρκεί να προκύπτει από όσα αναφέρονται στην αγωγή, εφόσον αυτά δεν αμφισβητούνται από το Δημόσιο (ΑΠ 378/2017, ΑΠ 149/2015, ΑΠ 1738/2012 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκείμενη περίπτωση, το εναγόμενο και ήδη εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο, με τον πρώτο λόγο της έφεσής του, παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, παρέλειψε να απορρίψει την ως άνω αγωγή ως απαράδεκτη λόγω μη τήρησης από την ενάγουσα της προδικασίας του άρθρου 8 του Α.Ν. 1539/1938, ενώ, σε κάθε περίπτωση, το εκκαλούν, το πρώτον με την κρινόμενη έφεσή του, υποβάλλει τον ισχυρισμό περί απαραδέκτου της εναντίον του αγωγής της ήδη εφεσίβλητης για την ως άνω αιτία. Κατ’ αρχήν, αν και με την εν λόγω αγωγή δεν αξιώνεται άμεσα δικαίωμα κυριότητας, επειδή με αυτήν (αγωγή) ανακύπτει το, αναγκαίως ερευνώμενο από το Δικαστήριο, παρεμπίπτον ζήτημα της κυριότητας του ακινήτου για το οποίο εκδόθηκε το επίμαχο πρωτόκολλο, ζήτημα μάλιστα για το οποίο παράγεται και δεδικασμένο (βλ. ΑΠ 8749/2004 ΕλλΔνη 2005.842), θα πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να αναφερθούν τα ακόλουθα: Κατά το ιστορικό της αγωγής, η ενάγουσα βρίσκεται στην κατοχή του εν λόγω ακινήτου, επικαλούμενη παράγωγο και επικουρικά πρωτότυπο τρόπο κτήσης κυριότητας αυτού, το δε εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο δεν αμφισβητεί την κατοχή αυτή, αφού άλλωστε, για το λόγο αυτό, εξέδωσε σε βάρος της το επίμαχο πρωτόκολλο καθορισμού αποζημίωσης αυθαίρετης χρήσης δημοσίου κτήματος. Επομένως, και αν ήθελε θεωρηθεί ότι με την αγωγή αυτή αξιώνεται άμεσα δικαίωμα κυριότητας σε ακίνητο του Δημοσίου, εφόσον το ακίνητο αυτό δεν κατέχεται από το Δημόσιο, η ενάγουσα δεν βαρύνεται με την υποχρέωση, ενόψει του χρόνου κατάθεσης της αγωγής (1.12.1997) αλλά και της πρώτης συζήτησης αυτής (8.5.1998) -που είναι προγενέστεροι της τροποποίησης του άρθρου 8 Α.Ν. 1539/1938 με το άρθρο 24 Ν. 2732/1999-, να τηρήσει την ως άνω προδικασία σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, μη απορρίπτοντας την αγωγή ως απαράδεκτη για την προαναφερθείσα αιτία, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου, ενώ όσα αντίθετα υποστηρίζει το εκκαλούν-εναγόμενο με τον πρώτο λόγο (κατά το πρώτο σκέλος του) της έφεσής του, είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Αλλά και ο προβληθείς το πρώτον ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ισχυρισμός του εκκαλούντος Δημοσίου περί απαραδέκτου της αγωγής λόγω έλλειψης της προδικασίας του άρθρου 8 του Α.Ν. 1539/1938, ζήτημα άλλωστε που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, είναι απορριπτέος, γιατί η ενάγουσα δεν βαρύνεται με τέτοια υποχρέωση κατά τα προεκτεθέντα.

  1. V. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 115 παρ. 1 και 2 του Π.Δ. της 11/12.11.1929 «περί διοικήσεως δημοσίων κτημάτων», όπως ήδη ισχύει, σε βάρος εκείνων που με οποιοδήποτε τρόπο χωρίς συμβατική σχέση, καρπώνονται ή χρησιμοποιούν δημόσια κτήματα, βεβαιώνεται αποζημίωση, για όσο χρονικό διάστημα έκαναν χρήση, από τον αρμόδιο οικονομικό Έφορο -ήδη, μετά την ισχύ του άρθρου 9 του Π.Δ. 551/1988, από τον Προϊστάμενο της αρμόδιας Κτηματικής Υπηρεσίας- με σχετικό πρωτόκολλο, το οποίο κοινοποιείται σ` εκείνον που καρπούται ή χρησιμοποιεί το ακίνητο, ο οποίος δικαιούται ν` ασκήσει ανακοπή κατ` αυτού στο αρμόδιο Δικαστήριο, που ήδη είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο της τοποθεσίας του κτήματος. Αν, όμως, αμφισβητείται με την ανακοπή αυτό τούτο το δικαίωμα του Δημοσίου, η απόφαση ουδεμία ασκεί επιρροή στη δίκη για το δικαίωμα, η οποία θα κινηθεί ενώπιον του αρμοδίου Δικαστηρίου (ΑΠ 67/2012 ΝοΒ 2012.1166, ΑΠ 1408/2012 σε ΝΟΜΟΣ). Από τις διατάξεις αυτές σαφώς προκύπτει ότι για την έκδοση του σχετικού πρωτοκόλλου πρέπει να συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις: α) η κυριότητα του Δημοσίου επί των κτημάτων ή η νομή ή η χρήση αυτών με σύμβαση από το Δημόσιο και β) η αυθαίρετη χρήση εκ μέρους του καθ’ ου το πρωτόκολλο χωρίς καμία συμβατική σχέση (ΑΠ 1626/2010 ΧρΙΔ 2011.518, ΑΠ 585/2008 ΧρΙΔ 2008.903). Εξάλλου, η απόφαση επί της ανακοπής εκδίδεται μετά από πιθανολόγηση, χωρίς πλήρη δικανική πεποίθηση για την συνδρομή των γεγονότων που στηρίζουν την επίδικη έννομη σχέση και δεν εμποδίζει την επιδίωξη των εκατέρωθεν δικαιωμάτων κατά την τακτική διαδικασία, κατά την οποία ανατρέπεται το εξ αυτής απορρέον προσωρινό δεδικασμένο. Κατά συνέπεια, εάν, ανεξάρτητα από την δίκη επί της ανακοπής, αναζητείται από τον ανακόπτοντα-καθ’ ου το πρωτόκολλο, η αναγνώριση της ανυπαρξίας του δικαιώματος του Δημοσίου για επιβολή αποζημίωσης για οποιοδήποτε λόγο και επιδιώκεται η οριστική επίλυση της διαφοράς, τότε μπορεί να ασκηθεί απ’ αυτόν αναγνωριστική αγωγή που δικάζεται κατά την τακτική διαδικασία, στην οποία, για την απόδειξη της έννομης σχέσης, απαιτείται ο σχηματισμός πλήρους δικανικής πεποίθησης και όχι απλή πιθανολόγηση (ΑΠ 1544/2013 σε ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 612/1990 ΕλλΔνη 1991,773, ΑΠ 639/89, ΝοΒ 1990.987, ΕφΠατρ 783/2004 δημ. σε ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 68, 70 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι την αρνητική αναγνωριστική αγωγή νομιμοποιείται να εγείρει εκείνος που έχει άμεσο έννομο συμφέρον για να αναγνωρισθεί η ανυπαρξία κάποιας έννομης σχέσης και ότι, για την πληρότητα του δικογράφου της, αρκεί μόνη η με αυτήν (αγωγή) αντιτασσόμενη από τον ενάγοντα, κατά του προβαλλόμενου από τον εναγόμενο δικαιώματος, γενική άρνηση των πραγματικών περιστατικών που το στηρίζουν, χωρίς να είναι υποχρεωμένος αυτός (ενάγων) να επικαλεστεί και αποδείξει την αναλήθεια των πραγματικών περιστατικών, που στηρίζουν το προβαλλόμενο από τον εναγόμενο δικαίωμα, τα οποία ο τελευταίος οφείλει να προτείνει και αποδείξει. Συνεπώς, επί αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής ο εναγόμενος βαρύνεται με την επίκληση και απόδειξη των παραγωγικών της έννομης σχέσης γεγονότων, ενώ, αν ο ενάγων επικαλείται διακωλυτικά ή αποσβεστικά της έννομης σχέσης γεγονότα, αυτός φέρει το βάρος απόδειξης (ΑΠ 1551/2010 ΧρΙΔ 2011.519, ΑΠ 385/1999 ΕλλΔνη 1999.1514, ΕφΑθ 1173/2009, ΕφΑθ 8749/2004, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, βλ. Χ. Απαλαγάκη, ΕρμΚΠολΔ, έκδ. 2017, τόμ. 1ος, άρθρο 70, αρ. 9, σελ. 240).

Στην προκείμενη περίπτωση, η ως άνω από 18.11.1997 αγωγή, με βάση το ιστορούμενο στην παράγραφο ΙΙΙ της παρούσας περιεχόμενό της, έχει χαρακτήρα αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής και αξιολογείται ως ορισμένη, αφού περιέχονται σ’ αυτήν όλα τα απαιτούμενα στοιχεία για την πληρότητά της, κατά τα άρθρα 68, 70 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στο τέλος της αμέσως προηγούμενης νομικής σκέψης. Ειδικότερα, η ενάγουσα επικαλείται, με την αγωγή της, ότι έχει άμεσο έννομο συμφέρον για να αναγνωρισθεί η ανυπαρξία οιασδήποτε οφειλής της προς το εναγόμενο από την ως άνω αιτία (αυθαίρετη χρήση από αυτήν δημοσίου κτήματος), αμφισβητώντας την ιδιότητα του εν λόγω ακινήτου ως δημοσίου κτήματος και, συνακόλουθα, το δικαίωμα του εναγομένου να καθορίσει αποζημίωση αυθαίρετης χρήσης, ενώ για την πληρότητα του δικογράφου της αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής, κατά τα εκτεθέντα στην αρχή της αμέσως προηγούμενης νομικής σκέψης, αρκεί μόνη η με αυτήν αντιτασσόμενη από τον ενάγοντα, κατά του προβαλλόμενου από τον εναγόμενο δικαιώματος, γενική άρνηση των πραγματικών περιστατικών που το στηρίζουν, όπως συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δεχόμενο ότι η αγωγή αυτή είναι ορισμένη, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου, απορριπτομένων ως αβασίμων όσων υποστηρίζει το εκκαλούν-εναγόμενο με τον σχετικό λόγο (πρώτο κατά το δεύτερο σκέλος του) της έφεσής του. Επίσης, το εναγόμενο, επικαλούμενο ότι το ακίνητο, για το οποίο εκδόθηκε το επίμαχο πρωτόκολλο, έχει ήδη (από το έτος 2013) περιέλθει κατά κυριότητα, με τον αναφερόμενο τρόπο, στην (πρωτοδίκως) προσθέτως παρεμβαίνουσα εταιρία ΤΑΙΠΕΔ, η οποία έτσι κατέστη ειδική διάδοχός του, με συνέπεια το ίδιο να μην νομιμοποιείται στην σχετική δίκη, ισχυρίζεται ότι έσφαλε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο επειδή δεν απέρριψε την εν λόγω αγωγή ως απαράδεκτη για την ως άνω αιτία. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός είναι μη νόμιμος. Και τούτο, γιατί, όπως προκύπτει από τις διατάξεις του άρθρου 225 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, η μεταβίβαση ή διάθεση του επιδίκου πράγματος ή δικαιώματος, που έγινε μετά την επέλευση της εκκρεμοδικίας, δεν επιφέρει μεταβολή στην έννομη σχέση της δίκης, γιατί αυτή δεν αποβαίνει αναγκαίο παρακολούθημα της ουσιαστικής έννομης σχέσης, αλλά η δίκη συνεχίζεται μεταξύ των διαδίκων εωσότου νομίμως περατωθεί και μέχρι τότε μόνος νομιμοποιούμενος να διεξαγάγει τη δίκη είναι ο διάδικος που μεταβίβασε, μετά την επέλευση της εκκρεμοδικίας, το επίδικο πράγμα ή δικαίωμα, ενώ ο ειδικός διάδοχός του δεν αποκτά αυτοδικαίως την ιδιότητα του διαδίκου και δεν υπεισέρχεται στη θέση του δικαιοπαρόχου του, διαδίκου, αλλά έχει δικαίωμα, έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, να ασκήσει παρέμβαση, ακόμη και για πρώτη φορά ενώπιον του Αρείου Πάγου (ΑΠ 1136/2013, ΑΠ 1155/2013, ΑΠ 1430/2012 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1028/2010 ΕλλΔνη 2011.790). Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, μη απορρίπτοντας την αγωγή αυτή ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης νομιμοποίησης του εναγομένου, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου, απορριπτομένων ως αβασίμων όσων υποστηρίζει το τελευταίο με τον σχετικό λόγο (πρώτο κατά το τρίτο σκέλος του) της έφεσής του.

VΙ. Κατά τα άρθρα 1846, 1198 και 1199 ΑΚ ο κληρονόμος αποκτά αυτοδικαίως την κληρονομιά μόλις γίνει η επαγωγή, με την επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 1198 ΑΚ που ορίζει ότι χωρίς μεταγραφή, στις περιπτώσεις των άρθρων 1192 ΑΚ εδάφια 1 έως και 4 και 1193 ΑΚ, δεν επέρχεται η μεταβίβαση της κυριότητας του ακινήτου ή η σύσταση, μετάθεση, κατάργηση εμπραγμάτου δικαιώματος πάνω στο ακίνητο. Με τη μεταγραφή, κατά το άρθρο 1193 ΑΚ, η κυριότητα ή άλλο εμπράγματο δικαίωμα πάνω σε ακίνητο, θεωρούνται ότι περιήλθαν στον κληρονόμο ή στον κληροδόχο από το θάνατο του κληρονομουμένου, με την επιφύλαξη των διατάξεων για την αναβλητική αίρεση ή προθεσμία. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι η μεν κυριότητα του κληρονομιαίου ακινήτου με το θάνατο του κυρίου παύει να υπάρχει για αυτόν, με την αυτοδίκαιη δε περιέλευση της περιουσίας του ως συνόλου στον κληρονόμο του, ο τελευταίος αποκτά αυτοδικαίως το κληρονομικό δικαίωμα που αποτελεί την ιδιάζουσα, λόγω της αναδρομικής ενέργειας της μεταγραφής, νομική αιτία κτήσης της κυριότητας του κληρονομιαίου ακινήτου. Συνεπώς, μέχρι την μεταγραφή της αποδοχής, η κυριότητα του κληρονόμου επί του κληρονομιαίου ακινήτου είναι μετέωρη, επέρχεται δε μόνον από την διενέργεια αυτής, αναδρομικώς από το χρόνο θανάτου του κληρονομούμενου, χωρίς, πάντως, η αναδρομική αυτή ενέργεια να συνεπάγεται και την κατάλυση δικαιωμάτων τρίτων, που έχουν νόμιμα αποκτηθεί επί ακινήτου της κληρονομιάς, όπως κυριότητα αποκτηθείσα πρωτοτύπως με χρησικτησία συμπληρωθείσα μέχρι το χρόνο της μεταγραφής. Και τούτο, γιατί χαρακτηριστικό της πρωτότυπης κτήσης είναι ότι η μεταβολή επέρχεται ούτως ή άλλως έναντι όλων (erga omnes), ανεξαρτήτως του ποιος είναι δικαιούχος του ακινήτου (ΑΠ 240/2017 και ΑΠ 1201/2012 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 810/2010 ΧρΙΔ 2011.437, ΑΠ 985/2008 ΧρΙΔ 2009.140, ΑΠ 1538/1995 ΕλλΔνη 1997.1580, ΑΠ 1650/1981 ΝοΒ 1982.932, ΕφΑθ 319/2009 ΕλλΔνη 2009.1108, βλ. Απ. Γεωργιάδη, Σύντομη Ερμηνεία ΑΚ, τόμ. ΙΙ, έκδ. 2013, άρθρο 1199, αρ. 9, σελ. 397, Ζ. Τσολακίδη, Η αναδρομικότητα της κτήσης κληρονομιαίου ακινήτου και τα δικαιώματα τρίτων, ΧρΙΔ 2004, σελ. 776 επ. και ιδίως 784-785). Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 18 και 21 του νόμου της 21.6/3.7.1837 «περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων», του νόμου ΔΞΗ/1912 και των διαταγμάτων «περί δικαιοστασίου», τα οποία εκδόθηκαν βάσει αυτού από 12.9.1915 μέχρι και 16.5.1926, του άρθρου 21 του Ν.Δ. της 22.4/16.5.1926 «περί διαιτητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης κλπ», του άρθρου 4 του Α.Ν. 1539/1938 «περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων» και του άρθρου 53 Εισ.Ν.ΑΚ, συνάγεται ότι εξαιρούνται της χρησικτησίας τα δημόσια κτήματα, ήτοι τα ανήκοντα κατά κυριότητα στο Ελληνικό Δημόσιο, εφόσον ο προς τούτο απαιτούμενος χρόνος νομής δεν είχε συμπληρωθεί μέχρι την 11.9.1915 (Ολ.ΑΠ 75/1987). Η επαγωγή και μόνον, όμως, κληρονομίας στο Ελληνικό Δημόσιο δεν καθιστά το καταλειπόμενο σ` αυτό ακίνητο δημόσια περιουσία, αλλά τούτο γίνεται μόνον από την μεταγραφή της περί αποδοχής της κληρονομιάς δήλωσης του Δημοσίου, από την οποία επέρχεται, και μάλιστα αναδρομικώς, η μεταβίβαση της κυριότητας του ακινήτου από το θάνατο του κληρονομούμενου, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν αμέσως ανωτέρω, χωρίς, δηλαδή, η αναδρομική αυτή ενέργεια της μεταγραφής να θίγει δικαιώματα τρίτων, που έχουν αποκτηθεί μεταξύ θανάτου του κληρονομούμενου και μεταγραφής με πρωτότυπο τρόπο, ήτοι με χρησικτησία (βλ. ad hoc ΑΠ 1111/2014 και ΑΠ 1192/2014 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 974, 1041, 1042, 1045 και 1051 ΑΚ, συνάγεται ότι για την κτήση κυριότητας ακινήτου με τακτική μεν χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής με καλή πίστη και νόμιμο τίτλο για μία δεκαετία, με έκτακτη δε χρησικτησία άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με δυνατότητα του νομέα να συνυπολογίσει το δικό του χρόνο χρησικτησίας στο χρόνο χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου του (ΑΠ 240/2017 ό.π.). Ειδικότερα, νόμιμος τίτλος προς απόκτηση κυριότητας ακινήτου με τακτική χρησικτησία (ΑΚ 1041) είναι και το μεταβιβαστικό της κυριότητας για νόμιμη αιτία συμβολαιογραφικό έγγραφο που έχει νομίμως μεταγραφεί και το οποίο παρουσιάζει εξωτερικώς τους όρους του έγκυρου τίτλου, τυχόν δε ελαττώματα, κείμενα εντός αυτού, όπως και η έλλειψη κυριότητας στο πρόσωπο του μεταβιβάζοντος, καλύπτονται από την χρησικτησία, αν συντρέχουν και οι λοιποί όροι αυτής (ΑΠ 1111/2014 ό.π.). Τέλος, κατά τις διατάξεις των άρθρων 64 και 65 του Εισ.Ν.ΑΚ, οι περί χρησικτησίας διατάξεις του ΑΚ εφαρμόζονται από της εισαγωγής του και επί προαρξαμένης χρησικτησίας, μη συμπληρωθείσης μέχρι τότε. Συνεπώς, στην περίπτωση αυτή, η απαιτούμενη εικοσαετία προς συμπλήρωση του χρόνου της έκτακτης χρησικτησίας αρχίζει από της εισαγωγής του ΑΚ (23.2.1946), εκτός εάν ο μακρότερος του προϊσχύσαντος δικαίου χρόνος συμπληρώνεται νωρίτερα, οπότε η χρησικτησία συμπληρώνεται με την παρέλευση του χρόνου αυτού του προϊσχύσαντος δικαίου (ΑΠ 387/2017 δημ. σε ΝΟΜΟΣ).

VΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 226 παρ. 2, 270 παρ. 1 και 2, 341 παρ. 1, 2 και 3 και 524 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν μετά το Ν. 2207/1994 και πριν το Ν. 2915/2001, προκύπτει ότι επί υπόθεσης εκδικαζομένης ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου κατά την τακτική διαδικασία, αν ο Πρόεδρος με πράξη του, που καταχωρίζεται στο πρωτότυπο και στα αντίγραφα της αγωγής, ορίσει ότι η απόδειξη θα διεξαχθεί σύμφωνα με το άρθρο 341 ΚΠολΔ (με το οποίο προβλέπεται η έκδοση προδικαστικής απόφασης και η διεξαγωγή των αποδείξεων ενώπιον εισηγητή ή εντεταλμένου δικαστή με τα αποδεικτικά μέσα που προβλέπονταν στο άρθρο 339 ΚΠολΔ), δηλαδή υπό καθεστώς αυστηρής απόδειξης, ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων ενώπιον Ειρηνοδίκη ή Συμβολαιογράφου, ληφθείσες κατά παράβαση των ανωτέρω διατάξεων, μετά την άσκηση της αγωγής, για να χρησιμεύσουν ως αποδεικτικό μέσο ειδικά στην συγκεκριμένη δίκη, είναι άκυρες και δεν λαμβάνονται υπόψη, ως μη παραδεκτά αποδεικτικά μέσα, ούτε στον πρώτο βαθμό ούτε στο δεύτερο, ούτε καν για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αφού τότε οι ένορκες βεβαιώσεις, που δεν κατονομάζονται μεταξύ των αποδεικτικών μέσων του άρθρου 339 ΚΠολΔ, αποτελούν, στην ουσία, μαρτυρία χωρίς τις νόμιμες προϋποθέσεις, και, συνεπώς, απαγορευμένη (ΑΠ 1517/2014, 771/2012, 860/2011, 548/2011 και 1320/2011 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μόνον δε ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκου ή συμβολαιογράφου, που έγιναν πριν από την δίκη, μπορούν να ληφθούν υπόψη προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφόσον είχε επιτραπεί η απόδειξη με μάρτυρες, εκτός εάν το δικαστήριο, κρίνοντας γι` αυτό ανελέγκτως, δέχθηκε είτε μετά από πρόταση του αντιδίκου αυτού που προσκομίζει τις ένορκες βεβαιώσεις είτε μετά από αυτεπάγγελτη έρευνα, ότι έχουν ληφθεί επίτηδες, για να χρησιμεύσουν ως μαρτυρίες στη δίκη για τα αποδεικτέα θέματα (ΑΠ 771/2012 ό.π.). Ακολούθως, η παράγραφος 2 του άρθρου 270 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 2915/2001. Υπό τη νέα διατύπωσή της, η διάταξη αυτή (όπως ίσχυε μέχρι την κατάργησή της με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 1 του Ν. 4335/2015) όριζε ότι «Το δικαστήριο (χωρίς διάκριση μεταξύ πολυμελών και μονομελών δικαστηρίων) λαμβάνει υπόψη τα αποδεικτικά μέσα που πληρούν τους όρους του νόμου, σύμφωνα με την προβλεπόμενη αποδεικτική δύναμη του καθενός. Συμπληρωματικά μπορεί να λαμβάνει υπόψη και να εκτιμά ελεύθερα και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, με την επιφύλαξη των άρθρων 393 και 394… ». Το άρθρο 270 ΚΠολΔ, υπό τη νέα διατύπωσή του, τέθηκε σε ισχύ από 16.9.2001 (άρθρο 38 Ν. 2915/2001), ενώ με το άρθρο 15 του επακολουθήσαντος Ν. 2943/2001 ο χρόνος αυτός μετατέθηκε για την 1.1.2002. Περαιτέρω, η διαχρονικού δικαίου διάταξη του άρθρου 22 του Ν. 2915/2001 στην πρώτη μεν παράγραφό της ορίζει ότι οι διατάξεις του νόμου αυτού εφαρμόζονται και στις εκκρεμείς υποθέσεις, των οποίων η πρώτη συζήτηση έχει προσδιορισθεί να γίνει μετά την έναρξη ισχύος των διατάξεων του κεφαλαίου Α΄, ενώ με τη δεύτερη παράγραφο ορίζει ότι στις υποθέσεις των οποίων η πρώτη συζήτηση έχει προσδιορισθεί να γίνει στο χρονικό διάστημα μεταξύ δημοσίευσης του νόμου και έναρξης ισχύος του Α’ κεφαλαίου αυτού, καθώς και στις λοιπές εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του ίδιου κεφαλαίου δίκες, εφαρμόζονται οι διατάξεις που ίσχυαν ως τώρα. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι οι διατάξεις του Ν. 2915/2001 εφαρμόζονται μόνο στις υποθέσεις, των οποίων η πρώτη συζήτηση είχε προσδιορισθεί να γίνει μετά την 1.1.2002. Αντίθετα, σε όλες τις άλλες υποθέσεις, ήτοι εκείνες των οποίων η πρώτη συζήτηση είχε προσδιορισθεί να γίνει στο χρονικό διάστημα μεταξύ δημοσίευσης του νόμου και έναρξης ισχύος του Α΄ κεφαλαίου αυτού, δηλαδή από 29.5.2001 έως την 1.1.2002, καθώς και στις «λοιπές εκκρεμείς» υποθέσεις, δηλαδή εκείνες που (σύμφωνα με τις αιτιολογικές εκθέσεις των Ν. 2915/2001 και 2943/2001) συζητήθηκαν πριν τη δημοσίευση του Ν. 2915/2001 και δεν είχε εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση μέχρι την 1.1.2002, εφαρμόζονται οι διατάξεις που ίσχυαν ως τότε (ΑΠ 1047/2015, ΑΠ 1969/2013 και ΑΠ 1/2011 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1253/2005 ΕλλΔνη 2007.1043). Με την επιλογή αυτής της διαχρονικού δικαίου λύσης, δηλαδή με την επιβίωση του παλαιού δικαίου και στις δίκες που παραμένουν εκκρεμείς και μετά την 1.1.2002, εφόσον όμως η πρώτη συζήτηση της υπόθεσης έγινε πριν από την ημερομηνία αυτή, ο νομοθέτης απομακρύνθηκε από τον κανόνα της ρύθμισης των διαδικαστικών πράξεων από το δίκαιο που ισχύει όταν διενεργούνται (βλ. άρθρο 12 ΕισΝΚΠολΔ), επιδιώκοντας να διασφαλίσει την ενότητα της διαδικασίας στον πρώτο βαθμό και να αποφύγει τον κατακερματισμό της. Η επιλογή δε αυτή ήταν επιβεβλημένη λόγω της θεμελιωδώς διαφορετικής οργάνωσης της πρωτοβάθμιας διαδικασίας με το Ν. 2915/2001 και της κατάργησης της διάκρισης μεταξύ πρώτης και επόμενων συζητήσεων (βλ. Σ. Κουσούλης σε Κεραμέα-Κονδύλη-Νίκα, συμπλήρωμα ΕρμΚΠολΔ, έκδ. 2003, άρθρο 12 ΕισΝΚΠολΔ, αρ. 4-5, σελ. 118). Τέλος, πρέπει να αναφερθεί ότι, υπό την ισχύ του νέου δικονομικού καθεστώτος (μετά την ισχύ του Ν. 2915/2001), το άρθρο 339 ΚΠολΔ τροποποιήθηκε με το άρθρο 36 του Ν. 3994/2011 και, με την τροποποίηση αυτή, οι ένορκες βεβαιώσεις προστέθηκαν στα επώνυμα αποδεικτικά μέσα.

Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το επικυρωμένο αντίγραφο της ως άνω αγωγής ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτικής διαδικασίας), ο Πρόεδρος Πρωτοδικών Πειραιώς όρισε με την από 1.12.1997 πράξη του, που καταχωρήθηκε στο πρωτότυπο και στα αντίγραφα της αγωγής αυτής, ότι η απόδειξη θα διεξαχθεί σύμφωνα με το άρθρο 341 ΚΠολΔ, εκδοθείσης, προς τούτο, της υπ’ αριθ. 2612/1999 προδικαστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που διέταξε εμμάρτυρες αποδείξεις ενώπιον Εισηγητή-Δικαστή. Επομένως, απαραδέκτως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, όπως βεβαιώνεται σ’ αυτή, έλαβε υπόψη ως αυτοτελές αποδεικτικό μέσο, κατ’ άρθρο 339 ΚΠολΔ όπως ήδη ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 36 του Ν. 3994/2011 (με το οποίο προστέθηκε η ένορκη βεβαίωση στα αυτοτελή αποδεικτικά μέσα), την μετ’ επικλήσεως προσκομισθείσα από την ενάγουσα υπ’ αριθ. …./4.12.2014 ένορκη βεβαίωση της ………., ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιώς, ληφθείσα κατόπιν νόμιμης κλήτευσης των αντιδίκων της, για να χρησιμεύσει ως αποδεικτικό μέσο στη δίκη επί της αγωγής αυτής. Και τούτο, γιατί η ένορκη αυτή βεβαίωση, όπως εκτέθηκε στην προηγούμενη νομική σκέψη, αποτελεί, στην ουσία, απαγορευμένη μαρτυρία, ληφθείσα χωρίς τις νόμιμες προϋποθέσεις, και, συνεπώς, δεν λαμβάνεται υπόψη, ως μη παραδεκτό αποδεικτικό μέσο, ούτε στον πρώτο ούτε στο δεύτερο βαθμό, ούτε καν για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, σύμφωνα με τον βάσιμο περί τούτου ισχυρισμό τόσο του εκκαλούντος-εναγόμενου Δημοσίου, που προβάλλεται με τον τρίτο λόγο (κατά το πρώτο σκέλος του) της έφεσής του, όσο και της εκκαλούσας-προσθέτως παρεμβαίνουσας εταιρίας, που προβάλλεται με τον πρώτο λόγο (κατά το πρώτο σκέλος του) της έφεσής της. Εξάλλου, η ένορκη αυτή βεβαίωση δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη ούτε κατ’ εφαρμογή του άρθρου 339 ΚΠολΔ, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 36 του Ν. 3994/2011, όπως ισχυρίσθηκε η ενάγουσα και όπως έγινε δεκτό από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Και τούτο, γιατί στις δίκες που παρέμειναν εκκρεμείς και μετά την 1.1.2002, εφόσον όμως η πρώτη συζήτηση της υπόθεσης έγινε πριν από την ημερομηνία αυτή (όπως συνέβη στην προκείμενη περίπτωση που η πρώτη συζήτηση της ως άνω αγωγής έγινε την 8.5.1998), τυγχάνουν εφαρμογής, κατά τις διαχρονικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 22 του Ν. 2915/2001, οι δικονομικές διατάξεις των άρθρων 226 παρ. 2, 270 παρ. 1 και 2 και 341 ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν το Ν. 2915/2001, προς διασφάλιση της ενότητας της πρωτοβάθμιας διαδικασίας και προς αποφυγή του κατακερματισμού της κατά τα εκτιθέμενα στο τέλος της αμέσως προηγούμενης νομικής σκέψης. Η βασιμότητα, όμως, του ως άνω λόγου έφεσης των ένδικων εφέσεων δεν οδηγεί, άνευ άλλου, στην εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης. Και τούτο, γιατί όταν ως λόγος έφεσης προβάλλεται η λήψη υπόψη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αποδεικτικού μέσου, του οποίου η χρήση δεν επιτρέπεται, όπως συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση, τότε η απόφαση δεν εξαφανίζεται και αρκεί μόνον η αντικατάσταση της αιτιολογίας, εφόσον και χωρίς τη χρήση του μέσου αυτού, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν άγεται σε διαφορετική κρίση ως προς την ουσία της διαφοράς (βλ. Μ. Μαργαρίτη, ΕρμΚΠολΔ, τόμ. Ι, έκδ. 2012, άρθρο 534, αρ. 3, σελ. 967, Χ. Απαλαγάκη, ΕρμΚΠολΔ, έκδ. 2017, τόμ.  1ος, άρθρο 534, αρ. 3, σελ. 1359, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδ. 2009, σελ. 233 και Κεραμέα-Κονδύλη-Νίκα ΕρμΚΠολΔ, έκδ. 2000, τόμ. Ι, άρθρο 534, αρ. 4, σελ. 960-961). Συνεπώς, ως προς το ζήτημα αυτό (δηλαδή της εξαφάνισης ή μη της εκκαλουμένης για τον ως άνω λόγο) επιφυλάσσεται το παρόν δευτεροβάθμιο δικαστήριο να αποφανθεί μετά την έρευνα και των λοιπών λόγων έφεσης που αφορούν την εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων.

VΙΙΙ. Από όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται με τις προτάσεις τους στο παρόν Δικαστήριο και προσκομίζουν νομίμως (σημειώνεται ότι η τυχόν αναφορά κατωτέρω ορισμένων από τα έγγραφα αυτά, είναι απλώς ενδεικτική, αφού δεν παραλείφθηκε κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς – ΑΠ 1001/2012 δημ. σε ΝΟΜΟΣ) είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αφού η δια τεκμηρίων απόδειξη επιτρέπεται όταν έχει διαταχθεί απόδειξη με μάρτυρες (όπως συνέβη στην προκείμενη περίπτωση), έστω και αν οι διάδικοι δεν εξέτασαν μάρτυρες (άρθρα 336 παρ. 3 και 395 ΚΠολΔ – ΑΠ 1148/1985 ΝοΒ 1986.1050, βλ. Κεραμέα-Κονδύλη-Νίκα, ό.π., άρθρο 395, αρ. 1, σελ. 749), μεταξύ των οποίων (τεκμηρίων) περιλαμβάνονται και οι προσκομιζόμενες από την εφεσίβλητη-ενάγουσα υπ’ αριθ. ……… ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ………, αντίστοιχα, ενώπιον του συμβολαιογράφου Σπετσών ………., οι οποίες λαμβάνονται υπόψη ως δικαστικά τεκμήρια έστω και αν λήφθηκαν χωρίς κλήτευση του αντιδίκου της, εναγομένου (ΑΠ 736/2016, ΑΠ 218/2007, ΕφΠειρ 397/2015 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), γιατί, όπως προκύπτει από το περιεχόμενό τους και την ημερομηνία λήψης τους, έγιναν, πριν την άσκηση της ως άνω αγωγής, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν σε προγενέστερη δίκη επί ανακοπής κατά του επίμαχου πρωτοκόλλου καθορισμού αποζημίωσης, της ήδη ενάγουσας-εφεσίβλητης κατά του ήδη εναγόμενου-εκκαλούντος ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (δικάζοντος κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων) και όχι για να χρησιμοποιηθούν στην συγκεκριμένη δίκη επί της εν λόγω αγωγής, η οποία, κατά τον χρόνο λήψης των ενόρκων αυτών βεβαιώσεων, δεν είχε καν ασκηθεί, σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η …….. ………., η οποία απεβίωσε στις Σπέτσες την 3.5.1945, όσο ζούσε, ήταν κάτοικος Σπετσών, όπου υπηρετούσε ως δασκάλα στο δημοτικό σχολείο (θηλέων), και από το γάμο της με τον (προαποβιώσαντα αυτής) σύζυγό της, ……….., δεν είχε αποκτήσει τέκνα. Η προαναφερόμενη, μέχρι το έτος 1942, ήταν κυρία, εκτός άλλων ακινήτων κειμένων στην πόλη των Σπετσών, και ενός οικοπέδου μετά των σ’ αυτό κατερειπωμένων κτισμάτων, επιφάνειας (του οικοπέδου) 570 τ.μ. περίπου, κειμένου στη θέση «….» εντός του εγκεκριμένου σχεδίου της πόλης των Σπετσών, πλησίον της εκκλησίας του ……. και οριζομένου γύρωθεν µε παραλιακή οδό, με δημοτική οδό προς ……., με δημοτική οδό και πέραν αυτής με ναό …….. και με οικία (τότε) ………… Σημειώνεται ότι η μέχρι το έτος 1942 κυριότητα της ………. στο ανωτέρω ακίνητο συνομολογείται από τους διαδίκους, ενώ δεν αμφισβητείται από αυτούς ούτε η ταυτότητα του ιδίου ακινήτου. Περαιτέρω, με την υπ’ αριθ. 10/1973 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (εκούσιας δικαιοδοσίας), η οποία εκδόθηκε, κατόπιν της από 17.11.1970 αίτησης του Ελληνικού Δημοσίου, αναγνωρίσθηκε ότι το Ελληνικό Δημόσιο (ήδη εναγόμενο-εκκαλούν) είναι μοναδικός εξ αδιαθέτου, στην έκτη τάξη, κληρονόμος (άρθρο 1824 ΑΚ) της αποβιώσασας, στις Σπέτσες την 3.5.1945, . ……. Στη συνέχεια, ο Υπουργός των Οικονομικών αποδέχθηκε την εξ αδιαθέτου κληρονομία της ως άνω αποβιώσασας, αποτελούμενης από το ανωτέρω ακίνητο, µε την υπ’ αριθ. Κ. 2939/326/22.3.1979 απόφασή του, που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ (Τεύχος Παράρτημα) με αριθμό 19/2.4.1979, στην οποία (απόφαση) αναφέρεται ότι «αποδεχόμαστε την βάσει της υπ’ αριθ. 10/1973 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς περιελθούσαν στο Ελληνικό Δημόσιο κληρονομία της …….., που πέθανε στις Σπέτσες την 3 Μαΐου 1945 και η οποία αποτελείται από δύο συνεχόμενες παλαιές αποθήκες επί οικοπέδου 570 τ.µ., κείμενες στη θέση “…” εντός του εγκεκριμένου σχεδίου της πόλεως Σπετσών». Τελικά, μετά την πάροδο 18 περίπου ετών, η ανωτέρω απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, καθώς και η προαναφερόμενη, δημοσιευθείσα στο ΦΕΚ, απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, μεταγράφηκαν νομίμως την 16.4.1997 στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Σπετσών στον τόμο 47 με αριθμό 85 (βλ. το προσκομιζόμενο από τους διαδίκους  σχετικό από 16.4.1997 με αριθμό …/97 πιστοποιητικό του Υποθηκοφύλακα Σπετσών). Ακολούθως, την 14.5.1997 το Ελληνικό Δημόσιο κοινοποίησε στην ……….  (ήδη ενάγουσα-εφεσίβλητη) το επίμαχο υπ’ αριθ. …./19.3.1997 πρωτόκολλο καθορισμού αποζημίωσης αυθαίρετης χρήσης δημοσίου κτήματος του Προϊσταμένου της Κτηματικής Υπηρεσίας Πειραιώς, που συντάχθηκε κατόπιν της από 20.1.1997 σχετικής έκθεσης ελέγχου της υπαλλήλου της ως άνω Υπηρεσίας, ………., και με το οποίο καθορίσθηκε σε βάρος αυτής (ενάγουσας) και υπέρ του εναγόμενου Δημοσίου, αποζημίωση εκ ποσού 61.561.200 δραχμών για αυθαίρετη χρήση εκ μέρους της, για το χρονικό διάστημα από 1-1-1992 έως 3-12-1996, τμήματος του δημοσίου κτήματος, με στοιχεία ……., εμβαδού 570 τ.μ. περίπου, κειμένου στη θέση «…..» της πόλης των Σπετσών, και συγκεκριμένα τμήματος αποτελούμενου από α) ισόγειο κατάστημα εμβαδού 130 τ.μ., β) ανώγειο κατάστημα εμβαδού 190 τ.μ., γ) αύλειο ανώγειο χώρο εμβαδού 90 τ.μ. και αποθήκη εμβαδού 21 τ.μ. Περαιτέρω, από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκε ότι η …….., περί το τέλος του έτους 1942, μεταβίβασε άτυπα και λόγω δωρεάς από ηθικό καθήκον, το ανήκον σ’ αυτήν ως άνω ακίνητο, στην μοναδική εξ αγχιστείας συγγενή της, …….. σύζυγο του πρώτου εξαδέλφου του συζύγου της, παραδίδοντας σ’ αυτήν τη νομή του. Η τελευταία από την παραλαβή της νομής του εν λόγω ακινήτου, περί το τέλος του έτους 1942, κατείχε αυτό µε διάνοια κυρίου, όπως ακριβώς ήταν και η βούληση της …….., λόγος, άλλωστε, για τον οποίο αυτή δεν περιέλαβε το εν λόγω ακίνητο στην από 25.3.1945 ιδιόγραφη διαθήκη της, που δημοσιεύτηκε νομίμως µε το υπ’ αριθ. 682/1946 πρακτικό του Πρωτοδικείου Ναυπλίου, µε την οποία (διαθήκη) η ως άνω διαθέτης κατέλιπε συγκεκριμένα περιουσιακά της στοιχεία στις με αυτήν (διαθήκη) τετιµηµένες και ειδικότερα κατέλιπε στη µεν «ψυχοκόρη» της ………, την κείμενη στη ενορία του …… οικία της μετά των επίπλων της, στη δε «ψυχοκόρη» της ……. την κείμενη στην ενορία «…….. το γενέθλιον» οικία της. Σημειώνεται, ότι το περιεχόμενο της διαθήκης αυτής (βλ. το προσκομιζόμενο από το εκκαλούν αντίγραφο) είναι ιδιαίτερα αναλυτικό, με συνέπεια να εξάγεται το ασφαλές συμπέρασμα ότι η ως άνω διαθέτης, εάν, κατά τον χρόνο σύνταξης της εν λόγω διαθήκης (25.3.1945), είχε (ή πίστευε ότι είχε) την κυριότητα του προαναφερόμενου ακινήτου, θα συμπεριλάμβανε οπωσδήποτε και αυτό στις υπάρχουσες στην εν λόγω διαθήκη διατάξεις της τελευταίας βούλησής της. Επίσης, αποδείχθηκε ότι τόσο η …….., από τότε που παρέλαβε το ως άνω ακίνητο (περί το τέλος τους έτους 1942) μέχρι το θάνατό της (την 12.6.1949), οπότε και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τον υιό της και μοναδικό κληρονόμο της, …….., ο οποίος αποδέχθηκε την κληρονομία της με δήλωσή του, για την οποία συντάχθηκε η υπ’ αριθ. …../17.2.1967 πράξη του συμβολαιογράφου Σπετσών ………, που μεταγράφηκε νομίμως την 17-2-1967 στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σπετσών, στον τόμο … με αριθμό …. (βλ. το υπ’ αριθ. …./19.5.2014 πιστοποιητικό μεταγραφής του Υποθηκοφύλακα Σπετσών), όσο και ο ανωτέρω κληρονόμος της, στον οποίο περιήλθε το εν λόγω ακίνητο με την ως άνω κληρονομία, νεμήθηκαν αυτό (ακίνητο) με διάνοια κυρίου έκαστος, ο τελευταίος δε μέχρι την 4.5.1967 (οπότε και το μεταβίβασε στην ενάγουσα λόγω πώλησης), ασκώντας επ’ αυτού όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση και τον προορισμό του πράξεις νομής και συγκεκριμένα η …… προέβη στην κατεδάφιση της ερειπωμένης οικίας και στην πώληση των οικοδομικών υλικών, έργο που ανέθεσε στον Σπετσιώτη ……., που ασχολείτο τότε με την εμπορία παλαιών οικοδομικών υλικών, ενώ τόσο, αρχικά, η …….., όσο ζούσε (μέχρι την 12.6.1949), όσο και, μετέπειτα, ο υιός της …….., μέχρι την πώληση του ακινήτου στην ενάγουσα (την 4.5.1967) προέβαιναν συστηματικά σε επισκέψεις στο εν λόγω ακίνητο, καθώς και στην επίβλεψη και οροσήμανσή του. Τα ανωτέρω περιστατικά αποδείχθηκαν και από τις προσκομιζόμενες από την ενάγουσα (και ληφθείσες στο πλαίσιο προγενέστερης δίκης μεταξύ των διαδίκων κατά τα προεκτεθέντα) υπ’ αριθ. …/7.7.1997, ../7.7.1997 και …/8.9.1997 ένορκες βεβαιώσεις των …….. αντίστοιχα, οι οποίοι, ως μόνιμοι κάτοικοι Σπετσών (τότε) και μεγάλης ηλικίας (γεννηθέντες τα έτη 1919, 1923 και 1917 αντιστοίχως), κατέθεσαν από προσωπική αντίληψη τα ανωτέρω περιστατικά, ενώ ειδικότερα ο πρώτος αυτών (……..) εκτέλεσε το ανατεθέν από την ………. έργο της κατεδάφισης της ερειπωμένης οικίας που υπήρχε στο εν λόγω ακίνητο (οικόπεδο) και στην πώληση των οικοδομικών υλικών του. Η κρίση δε αυτή του Δικαστηρίου ενισχύεται και από το νομίμως προσκομιζόμενο (τόσο από την ενάγουσα όσο και από το εναγόμενο Δημόσιο) υπ’ αριθ. πρωτ. …/27-6-1967 έγγραφο του τότε Οικονομικού Εφόρου Σπετσών, … … προς την Διεύθυνση Φορολογίας του Υπουργείου Οικονομικών, στο οποίο (έγγραφο) αναφέρονται από τον ως άνω Έφορο, κατόπιν σχετικής έρευνάς του σχετικά με το αν υφίσταται θέμα σχολάζουσας κληρονομίας για το εν λόγω ακίνητο, τα εξής: «… Εκ των περισυλλεγέντων όμως στοιχείων εκ του Υποθηκοφυλακείου Σπετσών, εξ εξωδίκως συγκεντρωθεισών πληροφοριών και εκ προσφάτως δημιουργηθέντων στοιχείων της φορολογίας κληρονομιών και Φ.Μ.Α., προέκυψεν ότι το εν λόγω ακίνητον κατέχει εκ κληρονομίας της ……., αποβιωσάσης εν Σπέτσαις την 12.6.1949, ο υιός της …….. – κάτοικος Σπετσών. Η …….. εκτήσατο το ακίνητο εκ δωρεάς της πρωτεξαδέλφης της, εξ αγχιστείας, …….. εν έτει 1942… ». Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι το εναγόμενο Δημόσιο προέβη στη μεταγραφή της αποδοχής της κληρονομίας της . …. την 16.4.1997, όπως προκύπτει από το προσκομισθέν υπ’ αριθ. …./1997 πιστοποιητικό του Υποθηκοφύλακα Σπετσών, γεγονός, άλλωστε, που και το ίδιο δεν αμφισβητεί. Κατά συνέπεια, από την επαγωγή στο Δημόσιο της ως άνω κληρονομίας την 3.5.1945 (χρόνος θανάτου της κληρονομουμένης) και συγκεκριμένα από τον χρόνο εισαγωγής του ΑΚ (την 23.2.1946) μέχρι την ως άνω μεταγραφή (16.4.1997), το εν λόγω κληρονομιαίο ακίνητο δεν αποτελούσε δημόσιο κτήμα, και, επομένως, ήταν δυνατή η κτήση κυριότητας τρίτου επ’ αυτού με πρωτότυπο τρόπο (χρησικτησία). Και τούτο, γιατί, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη στην παράγραφο VΙ της παρούσας, η επαγωγή και μόνον κληρονομίας στο Ελληνικό Δημόσιο δεν καθιστά το καταλειπόμενο σ` αυτό ακίνητο δημόσια περιουσία, αλλά τούτο γίνεται μόνον από την μεταγραφή της περί αποδοχής της κληρονομιάς δήλωσης του Δημοσίου, από την οποία επέρχεται, και μάλιστα αναδρομικώς, η μεταβίβαση της κυριότητας του ακινήτου από το θάνατο του κληρονομούμενου, χωρίς, όμως, η αναδρομική αυτή ενέργεια της μεταγραφής να θίγει δικαιώματα τρίτων, που έχουν αποκτηθεί μεταξύ θανάτου του κληρονομούμενου και μεταγραφής με πρωτότυπο τρόπο, όπως με χρησικτησία. Συνεπώς, ο …….. κατέστη κύριος του ως άνω ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, κατ’ άρθρο 1045 ΑΚ, καθόσον νεμήθηκε τούτο (ακίνητο) με διάνοια κυρίου, συνεχώς και αδιαλείπτως για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της εικοσαετίας (ήτοι από 23.2.1946 μέχρι την 4.5.1967, οπότε και το μεταβίβασε στην ενάγουσα λόγω πώλησης), προσμετρουμένου και του χρόνου νομής της δικαιοπαρόχου του, …… (άρθρο 1051 ΑΚ). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα ……., με το υπ’ αριθ. …../4.5.1967 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Σπετσών …….., που μεταγράφηκε νομίμως και αυθημερόν στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σπετσών, στον τόμο … με αριθμό …. (βλ. το υπ’ αριθ. …./19.5.2014 πιστοποιητικό μεταγραφής του Υποθηκοφύλακα Σπετσών), αγόρασε το ως άνω ακίνητο (οικόπεδο έκτασης 570 τ.μ. περίπου) από τον προηγούμενο αληθινό κύριο αυτού ……. Πρέπει να αναφερθεί ότι, κατά τον ως άνω χρόνο, διακεκριμένο τμήμα του εν λόγω ακινήτου (των 570 τ.μ) και συγκεκριμένα τμήμα αυτού, εμβαδού 191,25 τ.μ., αποτελούμενου από τα ερείπια παλαιάς οικίας με τον γύρωθεν αυτής χώρο εναπόθεσης υλικών (οριζόμενου γύρωθεν με παραλιακή οδό, με ιδιοκτησία …-μετέπειτα … και ιδιοκτησία κληρονόμων ….), διεκδικούσε ο ….. …….. Έτσι, κατά τον ίδιο ακριβώς χρόνο, ο πατέρας της ενάγουσας, …….., με το υπ’ αριθ. …./4.5.1967 συμβόλαιο του ίδιου συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νομίμως στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σπετσών (στον τόμο … με αριθμό ….), αγόρασε από τον προαναφερόμενο . …. το ως άνω διακεκριμένο τμήμα του ίδιου ακινήτου, που ο τελευταίος διεκδικούσε. Στην ενέργεια αυτή, δηλαδή στην αγορά από δύο διαφορετικούς πωλητές του ιδίου τμήματος του όλου ακινήτου, προέβησαν η ενάγουσα και ο πατέρας της, προκειμένου να μην ανακύψει ποτέ θέμα διεκδίκησής του από οποιονδήποτε. Ακολούθως, κατόπιν άτυπου καθορισμού των επί του όλου ακινήτου ιδιοκτησιακών σχέσεων της ενάγουσας με τον πατέρα της, ……….., συμφωνήθηκε μεταξύ τους να νέμονται τούτο (ακίνητο) ως συγκύριοι η ίδια μεν κατά ποσοστό 70% εξ αδιαιρέτου, εκείνος δε κατά ποσοστό 30% εξ αδιαιρέτου. Έτσι, η ενάγουσα, από την 4.5.1967, άρχισε να νέμεται το ανωτέρω ακίνητο με διάνοια κυρίας και με καλή πίστη, δηλαδή με την πεποίθηση ότι απέκτησε την κυριότητά του και με τον άνω νόμιμο τίτλο, κατά ποσοστό 70% εξ αδιαιρέτου, στο οποίο (ποσοστό) αντιστοιχούσαν και οι οριζόντιες ιδιοκτησίες (καταστήματα) της ανεγερθείσας από την ίδια οικοδομής, που περιήλθαν σ’ αυτήν, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν: α) κατάστημα στον πρώτο όροφο εμβαδού 190 τ.μ. μετά του αυλείου χώρου, εμβαδού 90 τ.μ. και αποθήκης 21 τ.μ. και β) κατάστημα στο ισόγειο του κτιρίου, εμβαδού 130 τ.μ. που χρησιμοποιείται ως αποθήκη, κατόπιν της, με τα υπ’ αριθ. ./19.12.1974 (αρχικό) και …./9.6.1988 (τροποποιητικό) συμβόλαια του συμβολαιογράφου Σπετσών ……., που μεταγράφηκαν νομίμως στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σπετσών (βλ. τα σχετικά πιστοποιητικά μεταγραφής του Υποθηκοφύλακα Σπετσών), σύστασης οροφοκτησίας μεταξύ αυτής, του πατέρα της, …….., και του αδελφού της, ……… Συγκεκριμένα στον τελευταίο, ο πατέρας της αρχικά μεταβίβασε, λόγω δωρεάς, την ψιλή κυριότητα, μεταγενέστερα δε και την επικαρπία του ανήκοντος σ’ αυτόν 30% εξ αδιαιρέτου ακινήτου (που αντιστοιχούσε στο διακεκριμένο τμήμα του οικοπέδου που αγόρασε από τον ………) και των οριζοντίων ιδιοκτησιών που αντιστοιχούσαν στο ποσοστό αυτό, δυνάµει των υπ’ αριθ. …./19.12.1974 και …./28.7.1989 αντίστοιχα συμβολαίων του ίδιου συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκαν νομίμως στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σπετσών. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα από την 4.5.1967 (χρόνος αγοράς του ακινήτου απ’ αυτήν) μέχρι την 16.4.1997 (χρόνος μεταγραφής της περί αποδοχής της κληρονομίας της ………, δήλωσης του εναγόμενου Δημοσίου), ασκούσε µε τα ως άνω προσόντα (δηλαδή με καλή πίστη και νόμιμο τίτλο) όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση και τον προορισμό του πράξεις νομής. Μάλιστα, αυτή, μετά την έκδοση της υπ’ αριθ. …../11.9.1968 οικοδομικής άδειας του Γραφείου Πολεοδομίας Πειραιώς προέβη (με τον πατέρα της και τον αδελφό της) στην ανέγερση οικοδομής και στην κατασκευή καταστημάτων, στον δε πρώτο όροφο της εν λόγω ανεγερθείσας οικοδομής, που αποτελεί οριζόντια ιδιοκτησία ανήκουσα σ’ αυτήν, διαμόρφωσε και εξόπλισε το κατάστημα και τον αύλειο χώρο του, λειτουργώντας εκεί συνεχώς, από το έτος 1970 μέχρι την άσκηση της αγωγής (1997) υπό τη διεύθυνση της ιδίας και του συζύγου της, επιχείρηση ψαροταβέρνας εστιατορίου µε το διακριτικό τίτλο «Τρεχαντήρι», ενώ προέβη και στην κατασκευή σηπτικού βόθρου και αποθηκών εξυπηρετικών του όλου οικοδομήματος, καθώς και στην αδιάλειπτη επίβλεψη και συντήρησή του. Επίσης, αποδείχθηκε ότι σε όλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα των τριάντα ετών (1967 έως 1997), κατά το οποίο η ενάγουσα προέβη στις εργασίες ανοικοδόμησης – κατασκευής του εστιατορίου της, ουδέποτε αμφισβητήθηκε το δικαίωμα κυριότητάς της επί του εν λόγω ακινήτου, από το εναγόμενο Δημόσιο, το οποίο μάλιστα εισέπραξε απ’ αυτήν τον αναλογούντα φόρο μεταβίβασης κατά τον χρόνο αγοράς του ακινήτου, ενώ, στη συνέχεια, εισέπραττε κανονικά και τους κάθε κατηγορίας προβλεπόμενους φόρους και τέλη για το ακίνητο αυτό, αφού η ενάγουσα στην κατ’ έτος υποβαλλόμενη φορολογική της δήλωση, δήλωνε τούτο ως ιδιοκτησία της κατά το προαναφερόμενο ποσοστό εξ αδιαιρέτου (70%), ενώ κατέβαλε και τους κάθε είδους δημοτικούς φόρους και τέλη στον Δήμο Σπετσών. Με βάση τα ανωτέρω αποδειχθέντα περιστατικά, η ενάγουσα κατέστη συγκύρια, κατά ποσοστό 70% εξ αδιαιρέτου, επί του ανωτέρω ακινήτου (για το οποίο εκδόθηκε το επίμαχο πρωτόκολλο) τόσο με τρόπο παράγωγο, δηλαδή με την αγορά του από τον προηγούμενο αληθινό κύριο (με  έκτακτη χρησικτησία) αυτού ……… δυνάμει του νομίμως μεταγραφέντος προαναφερόμενου συμβολαίου (…../1967), όσο και με τρόπο πρωτότυπο, δηλαδή με τακτική χρησικτησία, καθόσον νεμήθηκε (κατείχε με διάνοια κυρίας) το εν λόγω ακίνητο, κατά το ως άνω ποσοστό εξ αδιαιρέτου, με καλή πίστη και νόμιμο τίτλο, για χρονικό διάστημα πλέον της δεκαετίας, άλλως με έκτακτη χρησικτησία, αφού νεμήθηκε (κατείχε με διάνοια κυρίας) αυτό (ακίνητο), κατά το ως άνω ποσοστό εξ αδιαιρέτου, για χρονικό διάστημα πλέον της εικοσαετίας. Ενόψει όλων των ανωτέρω και σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη στην παράγραφο VΙ της παρούσας, εφόσον τόσο το δικαίωμα κυριότητας του δικαιοπαρόχου της ενάγουσας, ……… με έκτακτη χρησικτησία, όσο και το δικαίωμα της ίδιας της ενάγουσας-εφεσίβλητης με τακτική άλλως έκτακτη χρησικτησία, είχαν ήδη νόμιμα αποκτηθεί (με συμπλήρωση των χρόνων χρησικτησίας, ήτοι από 23.2.1946 έως 4.5.1967 για τον …….. και από 4.5.1967 έως 16.4.1997 για την ενάγουσα), κατά το χρονικό διάστημα που η κυριότητα του ανωτέρω κληρονομιαίου ακινήτου ήταν μετέωρη, τελούσα υπό την αίρεση της μεταγραφής (που έγινε την 16.4.1997), δεν μπορούν αυτά (δικαιώματα) να καταλυθούν λόγω της αναδρομικής ενέργειας της εκ των υστέρων μεταγραφής της πράξης αποδοχής από το εναγόμενο-εκκαλούν Δημόσιο, ούτε μπορούν να εφαρμοσθούν οι αναφερόμενες, στην ίδια ως άνω νομική σκέψη, διατάξεις περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων και ειδικότερα του άρθρου 4 του Α.Ν. 1539/1938, καθόσον καθ’ όλο το ανωτέρω, μέχρι την μεταγραφή, χρονικό διάστημα το εν λόγω ακίνητο δεν είχε την ιδιότητα του δημοσίου κτήματος, αλλά θα ελάμβανε αυτήν αναδρομικώς από το θάνατο της κληρονομουμένης, την 3.5.1945, μόνον στην περίπτωση που κατά το χρόνο της μεταγραφής (16.4.1997) δεν είχε αποκτηθεί νομίμως δικαίωμα τρίτου και, στην προκειμένη περίπτωση, της ενάγουσας-εφεσίβλητης, επ’ αυτού. Συνακόλουθα, λόγω μη ύπαρξης της προϋπόθεσης της ιδιότητας του δημόσιου κτήματος, το εναγόμενο-υπέρ ου η πρόσθετη παρέμβαση Δημόσιο δεν είχε δικαίωμα προς έκδοση του επίμαχου πρωτοκόλλου καθορισμού αποζημίωσης σε βάρος της ενάγουσας για αυθαίρετη χρήση δημοσίου κτήματος, κατ’ αποδοχή των σχετικών αγωγικών ισχυρισμών της. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκα­λούμενη απόφασή του, κατέληξε στο ίδιο ως άνω συμπέρασμα, έστω και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία (ως προς την …../2014 ένορκη βεβαίωση που εσφαλμένα λήφθηκε υπόψη κατά τα προεκτεθέντα) που αντικαθίσταται με αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 ΚΠολΔ), και, αφού απέρριψε την πρόσθετη παρέμβαση υπέρ του εναγόμενου Δημόσιου, δέχθηκε, ως ουσιαστικά βάσιμη, την από 18.11.1997 αγωγή της ενάγουσας, αναγνωρίζοντας ότι αυτή δεν οφείλει στο εναγόμενο την αποζημίωση των 61.561.200 δραχμών, που καθορίσθηκε σε βάρος της με το υπ’ αριθ. …../19.3.1997 πρωτόκολλο καθορισμού αποζημίωσης αυθαίρετης χρήσης δημοσίου κτήματος του Προϊσταμένου της Κτηματικής Υπηρεσίας Πειραιώς, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ως προς την εκτίμηση των απο­δείξεων και τα αντίθετα υποστηριζόμενα τόσο από το εναγόμενο Δημόσιο, όσο και από την πρωτοδίκως προσθέτως υπέρ αυτού παρεμβαίνουσα εταιρία ΤΑΙΠΕΔ με τους σχετικούς λό­γους των υπό κρίση εφέσεών τους (δεύτερο και τέταρτο της υπό στοιχ. Α΄ έφεσης και δεύτερο της υπό στοιχ. Β΄ έφεσης), τυγχάνουν αβάσιμα και απορριπτέα.

ΙX. Κατόπιν αυτών, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει οι υπό κρίση εφέσεις να απορριφθούν ως αβάσιμες κατ’ ουσία. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφισθούν, στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων, γιατί η ερμηνεία των κανόνων δικαίου, που εφαρμόσθηκαν ως προς την ιδιότητα ή μη του ανωτέρω ακινήτου ως δημόσιου κτήματος, ήταν ιδιαίτερα δυσχερής, σύμφωνα με τα άρθρα 179 και 183 ΚΠολΔ, που τυγχάνουν εφαρμογής και όταν διάδικος είναι το Δημόσιο ή άλλο νομικό πρόσωπο με τα προνόμια αυτού (ΟλΑΠ 18/1993 ΕλλΔνη 1994.1245, ΕφΑθ 1289/2011 ΕφΑΔ 2011.976, ΕφΑθ 7725/2000 ΔΕΕ 2001.907, βλ. Κεραμέας-Κονδύλης-Νίκας, ΕρμΚΠολΔ, τόμ. Α΄, άρθρο 179, αριθ. 3, σελ. 418). Επίσης, λόγω της ήττας της εκκαλούσας εταιρίας ΤΑΙΠΕΔ, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου των διακοσίων (200) ευρώ, που κατατέθηκε απ’ αυτήν με τα υπ’ αριθ. ……… παράβολα Δημοσίου, εκ ποσού είκοσι (20) ευρώ έκαστο, καθώς και με τα υπ’ αριθ. …….. παράβολα ΤΑΧΔΙΚ, εκ ποσού εξήντα (60) ευρώ έκαστο (άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων α) την από 14.10.2016 (με αριθ. έκθ. κατάθ. …./../2016) έφεση του Ελληνικού Δημοσίου και β) την από 14-10-2016 (με αριθ. έκθ. κατάθ. …./…/2016) έφεση της εταιρίας «Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου ΑΕ» (ΤΑΙΠΕΔ) κατά της υπ’ αριθ. 1526/2016 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτικής διαδικασίας).

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσία τις ανωτέρω εφέσεις.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα, στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από την εκκαλούσα εταιρία «Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου ΑΕ» (ΤΑΙΠΕΔ) παραβόλου των διακοσίων (200) ευρώ, που αναφέρεται στο σκεπτικό.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 1η Φεβρουαρίου 2018 και δημοσιεύθηκε στις 15 Φεβρουαρίου 2018 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους  αυτών δικηγόρους.

H ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ