Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 116/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης  116 /2018                     

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

——————————————-

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αικατερίνη Νομικού, Πρόεδρο Εφετών, Παναγιώτη Χουζούρη, Εφέτη, Μαρία Δανιήλ, Εφέτη – Εισηγήτρια, και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

H κρινόμενη έφεση των εν όλω ηττηθέντων στον πρώτο βαθμό εναγόντων κατά της υπ’αριθμ. 4182/2015 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, και με την οποία απορρίφθηκε στο σύνολό της η από 23.5.2013 (με αυξ.αριθ.εκθ.καταθ……/27.5.2013) αγωγή τους, διώκουσα την επιδίκαση αποζημίωσης για την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας, καθώς και χρηματικής ικανοποίησης της ηθικής βλάβης, που υπέστησαν, λόγω της σε βάρος τους παράνομης και υπαίτιας (απατηλής) συμπεριφοράς των ιδίων των εναγομένων και ήδη εφεσιβλήτων, άλλως του αποβιώσαντος και εξ αδιαθέτου κληρονομηθέντος απ’αυτές – συζύγου της πρώτης και πατρός των δεύτερης και τρίτης αντίστοιχα – ………., πλέον τόκων από την επίδοση της αγωγής μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης, κατά μεν την κύρια βάση της (τις διατάξεις των αδικοπραξιών) ως κατ’ουσίαν αβάσιμη, κατά δε την επικουρική (τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις) ως μη νόμιμη, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και νομότυπα (άρθρα 495, 499, 511, 513 παρ.1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.1 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 29.12.2015 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …../29.12.2015), ήτοι εντός τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της πρωτόδικης απόφασης στους ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες, που έλαβε χώρα, με την  επιμέλεια των εναγομένων, στις 4.12.2015, σύμφωνα με τη σχετική επισημείωση στην εμπρόσθια σελίδα του πρώτου φύλλου του προσκομιζομένου από τους εκκαλούντες επικυρωμένου φωτοτυπικού αντιγράφου της εκκαλουμένης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Δικαστικού Επιμελητή ………., και δε συντρέχει εν προκειμένω άλλος λόγος απαραδέκτου, ενώ επιπροσθέτως έχει καταβληθεί από τους εκκαλούντες κατά την κατάθεσή της το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.4 του ΚΠολΔ παράβολο, αρμόδια δε καθ’ύλην και κατά τόπον φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 522 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ), κατά την αυτή ως άνω τακτική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση.

Οι ενάγοντες με την από 23.5.2013 (με αυξ. αριθ. εκθ. καταθ……./27.5.2013) αγωγή, την οποία άσκησαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, επικαλούμενοι απατηλή σε βάρος τους συμπεριφορά των ιδίων των εναγομένων από κοινού, άλλως του αποβιώσαντος και εξ αδιαθέτου κληρονομηθέντος απ’αυτές – συζύγου της πρώτης και πατρός των δεύτερης και τρίτης αντίστοιχα – ……….., σύμφωνα με τα ειδικότερα στο δικόγραφο εκτιθέμενα, ζήτησαν να υποχρεωθούν οι ανωτέρω να τους καταβάλουν, εκάστη εξ αυτών εις ολόκληρον, άλλως κατά το λόγο της κληρονομικής της μερίδας, στο μεν πρώτο το συνολικό ποσό των 178.000 ευρώ, στο δε δεύτερο το ποσό των 150.000 δολαρίων Η.Π.Α., άλλως το ισόποσο αυτού σε ευρώ με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατά το χρόνο της σύνταξης της αγωγής, ήτοι το ποσό των 115.928,59 ευρώ, καθώς και το ποσό των 147.000 ευρώ, ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της αναφερομένης περιουσιακής τους ζημίας, και το ποσό των 30.000 ευρώ στον πρώτο και των 60.000 ευρώ στο δεύτερο αντίστοιχα, ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης, που υπέστησαν, κυρίως μεν κατά τις διατάξεις των αδικοπραξιών, επικουρικώς δε με βάση τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης, ν’απαγγελθεί σε βάρος τους προσωπική κράτηση ως μέσο εκτέλεσης της εκδοθησομένης απόφασης διαρκείας δύο (2) ετών, και να καταδικασθούν στη δικαστική τους δαπάνη. Επί της εν λόγω αγωγής, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η υπ’αριθμ.4182/2015 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία, αφού απορρίφθηκε ως μη νόμιμη η προβληθείσα κατά δικονομική επικουρικότητα αγωγική βάση του αδικαιολογήτου πλουτισμού, καθώς και – επίσης ως μη νόμιμα – το αίτημα περί απαγγελίας σε βάρος των εναγομένων προσωπικής κράτησης διαρκείας δύο (2) ετών, καθώς, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1047 παρ.1 εδαφ.β΄ του ΚΠολΔ, η διάρκεια της προσωπικής κράτησης δε μπορεί να υπερβαίνει το έτος, και το αίτημα περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής αναφορικά με τη διάταξη της προσωπικής κράτησης, διότι η προσωπική κράτηση εκτελείται μόνον εφόσον η απόφαση που τη διατάσσει καταστεί τελεσίδικη και αφού προηγουμένως κοινοποιηθεί στον καταδικαζόμενο (άρθρο 1049 παρ.1β΄του ΚΠολΔ), στη συνέχεια απορρίφθηκε η αγωγή και κατά την κύρια βάση της (τις διατάξεις των αδικοπραξιών) ως κατ’ουσίαν αβάσιμη, διότι κρίθηκε, ότι, ούτε οι ίδιες οι εναγόμενες, ούτε και ο αποβιώσας και εξ αδιαθέτου κληρονομηθείς απ’αυτές, σύζυγος της πρώτης και πατέρας των δεύτερης και τρίτης αντίστοιχα, ……… εξαπάτησαν τους ενάγοντες, διά της εν γνώσει τους παράστασης σ’αυτούς ψευδών γεγονότων σαν αληθινών. Κατά της ανωτέρω απόφασης, και δη κατά του κεφαλαίου αυτής, που αφορά στην απόρριψη της κύριας βάσης της αγωγής τους, η οποία ερείδεται στις διατάξεις των αδικοπραξιών, ως ουσιαστικά αβάσιμης, παραπονούνται οι ενάγοντες, έχοντας προφανές προς τούτο έννομο συμφέρον, ως εν όλω ηττηθέντες στον πρώτο βαθμό διάδικοι με την ένδικη έφεσή τους (το κεφάλαιο της πρωτόδικης απόφασης, που αφορά στη διάταξη περί απόρριψης της επικουρικής βάσης της αγωγής, που στηρίζεται στις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, ως μη νόμιμης δεν προσβάλλεται εν προκειμένω), ζητώντας, για τους λόγους, που ειδικότερα αναφέρονται στο δικόγραφο του ενδίκου μέσου και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες, στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αναφορικά με την κρίση του επί της ουσίας της υπόθεσης κατά την κύρια αγωγική βάση, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ούτως ώστε αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, να γίνει δεκτή η αγωγή τους στο σύνολό της κατά τη βάση αυτή και από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 297 εδ. α’, 298 του ΑΚ και 1 του ν. 2842/2000 «Λήψη συμπληρωματικών μέτρων για την εφαρμογή των Κανονισμών (ΕΚ) 1103/97, 974/98 και 2866/98 του Συμβουλίου», όπως ισχύουν, σχετικώς με την εισαγωγή του ευρώ, με το οποίο αντικαταστάθηκε η δραχμή ως εθνικό νόμισμα, προκύπτει ότι κάθε αξίωση για αποζημίωση που διέπεται από το Ελληνικό δίκαιο, είτε αυτή απορρέει από αθέτηση σύμβασης, είτε από αδικοπραξία, είτε από το νόμο, πρέπει από την 1.1.2002 να προσδιορίζεται σε ευρώ, το οποίο και μόνο δικαιούται να ζητήσει αυτός που αξιώνει την αποζημίωση, αφού στη διάταξη του άρθρου 297 εδαφ. α΄ του ΑΚ, ορίζεται ρητά ότι ο υπόχρεος σε αποζημίωση οφείλει να την παράσχει σε χρήμα. Ως «χρήμα», κατά την ίδια διάταξη, νοείται το εθνικό νόμισμα, δηλαδή η δραχμή μέχρι 31.12.2001 και από 1.1.2002 το ευρώ. Με το νόμισμα δε αυτό πρέπει όχι μόνο να πληρωθεί η αποζημίωση, αλλά και να μετρηθεί η θετική ή αποθετική ζημία του αδικηθέντος ζημιωθέντος. Επομένως, σε περίπτωση ζημίας από απώλεια ξένου νομίσματος, θα ληφθεί υπόψη, για τον υπολογισμό της ζημίας και άρα για τον καθορισμό της οφειλόμενης αποζημίωσης, η αξία σε δραχμές ή ευρώ του αλλοδαπού νομίσματος κατά το χρόνο της απώλειας. Δηλαδή, θα αναχθεί η ποσότητα των αλλοδαπών νομισμάτων που απωλέσθηκε σε δραχμές ή ευρώ με βάση την ισοτιμία του χρόνου της απώλειας (βλ. ΑΠ 124/2014 ΧρΙΔ 2014. 422, ΑΠ 1203/2010 ΕλλΔνη 2011.804, ΑΠ 536/2004 ΕλλΔνη 2006.480). Ειδικότερα, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 291 του ΑΚ και 6 παρ. 1 ν. 5422/1932, που εξακολουθεί να ισχύει και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα (άρθρο 20 του ΕισΝΑΚ), επί χρηματικής οφειλής σε αλλοδαπό νόμισμα πληρωτέας στην Ελλάδα, ο οφειλέτης υποχρεούται να την καταβάλει και ο δανειστής δικαιούται να τη ζητήσει από 1.1.2001 μόνο σε ευρώ (μετά την αντικατάσταση της δραχμής ως εθνικού νομίσματος με το κοινό αυτό ευρωπαϊκό νόμισμα, σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν. 2842/2000), με τη συναλλαγματική ισοτιμία αυτού (ευρώ) προς το αλλοδαπό νόμισμα κατά την ημέρα της εξόφλησης. Οι διατάξεις αυτές, που προϋποθέτουν έγκυρη σε ξένο νόμισμα συμβατική οφειλή, εφαρμόζονται και στις αποζημιωτικές από ενδοσυμβατική ευθύνη αξιώσεις. Αντίθετα, επί διεπόμενων από το Ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο αξιώσεων από αδικοπραξία, η αποζημίωση είναι εκφραστέα μόνο σε ευρώ, κατά την ισοτιμία που ίσχυε στο χρόνο επαγωγής της ζημίας (ΟλΑΠ 14/1997 ΕλλΔνη 38.1036, ΕφΑθ 773/1999 ΔΕΕ 10.1043), σε περίπτωση δε που δεν έχει αποκατασταθεί αυτή (ζημία), κρίσιμος χρόνος της ισοτιμίας είναι ο της συζήτησης της αγωγής στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου (ΕφΠειρ 432/2014, ΕφΠειρ 481/2014, ΕφΠειρ 383/2013, ΕφΠειρ 145/2009 ΕλλΔνη 51.216). Κατά συνέπεια, δεν είναι νόμιμο το αίτημα της αγωγής, όταν ζητείται καταψήφιση του εναγομένου σε ευρώ μεν, αλλά με βάση την ισοτιμία του αλλοδαπού νομίσματος κατά το χρόνο εξόφλησης ή κατά το χρόνο της σύνταξης, ή της κατάθεσης, ή της επίδοσης της αγωγής ((βλ. σχετ. ΑΠ 1379/2004 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 522 του ΚΠολΔ, με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Από το μεταβιβαστικό αυτό αποτέλεσμα της έφεσης το εφετείο αποκτά την εξουσία να εξετάσει όλους τους ισχυρισμούς που υποβάλλονται, κατά τις διατάξεις των άρθρων 525 μέχρι 527 του ίδιου Κώδικα, τόσο από τη μια πλευρά όσο και από την άλλη και, παρόλο ότι ο εκκαλών, με την έφεση, παραπονείται γιατί η αγωγή του απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη, μπορεί να κρίνει, μετά και από αυτεπάγγελτη μάλιστα έρευνα, ότι η αγωγή είναι μη νόμιμη, απαράδεκτη ή αόριστη. Στην περίπτωση αυτή, μη επιτρεπομένης, κατά τη διάταξη του άρθρου 534 του άνω Κώδικα, της αντικατάστασης των αιτιολογιών της εκκαλουμένης απόφασης, διότι η αντικατάσταση αυτή οδηγεί σε διαφορετικό, κατά το αποτέλεσμα, διατακτικό, εξαφανίζεται η εκκαλούμενη απόφαση και απορρίπτεται η αγωγή ως μη νόμιμη, απαράδεκτη ή αόριστη και μάλιστα χωρίς ειδικό γι’αυτό παράπονο, κατά τη διάταξη του άρθρου 533 παρ.1 του Κώδικα αυτού, δεδομένου ότι η απόφαση αυτή είναι επωφελέστερη για τον εκκαλούντα από την εκκληθείσα (ΑΠ 356/2013, ΑΠ 1686/2010, ΑΠ 298/2010, ΑΠ 778/2009, ΑΠ 1951/2007, ΑΠ 1493/2007, άπασες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση ο δεύτερος ενάγων με την προαναφερόμενη αγωγή του, κατά το μέρος αυτής, το οποίο μεταβιβάσθηκε στο παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο με την άσκηση της ένδικης έφεσης, ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να του καταβάλουν, κυρίως μεν εις ολόκληρον, επικουρικώς δε η καθεμία κατά το λόγο της μερίδας της στην κληρονομία του συζύγου της πρώτης και πατρός των δεύτερης και τρίτης αντίστοιχα ………, μεταξύ άλλων, και το ποσό των 150.000 δολαρίων Η.Π.Α., άλλως «την ισοτιμία τούτων σήμερα σε ευρώ» των 115.928,59 ευρώ, ως αποζημίωση για την αποκατάσταση μέρους της περιουσιακής ζημίας, που υπέστη, λόγω της σε βάρος του ειδικότερα εκτιθέμενης στο δικόγραφο απατηλής συμπεριφοράς τους, άλλως επικουρικώς της ωσαύτως απατηλής συμπεριφοράς του ανωτέρω αποβιώσαντος, ο οποίος κληρονομήθηκε απ’αυτές εξ αδιαθέτου, με βάση τις διατάξεις των αδικοπραξιών, πλέον τόκων από την επίδοση της αγωγής μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης. Το ανωτέρω αίτημα είναι μη νόμιμο στο σύνολό του, και ως τέτοιο θα έπρεπε ν’απορριφθεί από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, και συγκεκριμένα α) όσον αφορά στην επιδίκαση στο δεύτερο των εναγόντων κατά κύριο λόγο του ποσού των 150.000 δολαρίων Η.Π.Α., καθόσον, η επίδικη, απορρέουσα από αδικοπραξία, αξίωσή του προς αποζημίωση για την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας του, η οποία (αξίωση), σύμφωνα με τα ειδικότερα στο δικόγραφο αναφερόμενα, δε παρουσιάζει στοιχεία αλλοδαπότητας, και, επομένως, διέπεται από το Ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, θα έπρεπε να εκφρασθεί σε εθνικό νόμισμα, και δη μετά την 1η.1.2002 σε  ευρώ, το οποίο και μόνο δικαιούται αυτός να ζητήσει, και όχι σε αλλοδαπό νόμισμα, ενώ β) όσον αφορά στην καταβολή, άλλως επικουρικώς, του σε ευρώ ισάξιου του ανωτέρω ποσού δολαρίων «σήμερα» (εννοείται προφανώς από τα συμφραζόμενα ο χρόνος σύνταξης της αγωγής, στις 23.5.2013), και δη του ποσού των 115.928,59 ευρώ, διότι, στην περίπτωση αυτή, λαμβάνεται υπόψη, για τον προσδιορισμό σε ευρώ του αλλοδαπού νομίσματος της αποζημίωσης, η συναλλαγματική ισοτιμία μεταξύ των δύο νομισμάτων, που ίσχυε στο χρόνο επαγωγής της ζημίας, και εάν δεν έχει αποκατασταθεί αυτή (ζημία), όπως εν προκειμένω, κρίσιμος χρόνος της ισοτιμίας είναι ο της συζήτησης της αγωγής στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, και όχι αυτός της σύνταξης της αγωγής, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης. Συνεπώς, με την επίκληση από το δεύτερο ενάγοντα με την κρινόμενη αγωγή οφειλής από αδικοπραξία σε αλλοδαπό νόμισμα, έπρεπε να ζητηθεί η καταβολή από τις εναγόμενες του ισαξίου σε ευρώ του ως άνω ποσού δολαρίων Η.Π.Α., με βάση την ισοτιμία του κατά το χρόνο της συζήτησης της υπόθεσης στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, και όχι αυτούσιο το ποσό των δολαρίων, ή με την ισοτιμία του σε ευρώ κατά τον προγενέστερο χρόνο σύνταξης της αγωγής, όπως μη νομίμως αξιώνει αυτός, τόσο με το κύριο, όσο και με το επικουρικό αίτημά του. Σημειώνεται ότι δυνατότητα του Δικαστηρίου να εκτιμήσει ότι στο αγωγικό αιτητικό εμπεριέχεται, εμμέσως ή σιωπηρώς, και το νόμιμο αίτημα για υπολογισμό της ισοτιμίας κατά το χρόνο της συζήτησης της αγωγής στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, υπό την έννοια ότι στο μείζον περιέχεται το έλασσον, κατ’άρθρο 223 εδαφ.β΄του ΚΠολΔ, θα υπήρχε μόνο αν ήταν δεδομένο ότι κατά το χρόνο της σύνταξης της αγωγής η έναντι του ευρώ αξία του δολαρίου θα είναι μικρότερη από εκείνη που ίσχυε κατά το χρόνο της συζήτησης της αγωγής, το οποίο όμως είναι αβέβαιο (βλ. σχετ. ΑΠ 1381/1997 ΕλλΔνη 39.325, ΕφΠειρ 481/2014 ό.π., ΕφΠειρ 145/2011 ΠΕΙΡΝΟΜ 2011.194). Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο έκρινε νόμιμη την αγωγή ως προς το αίτημα αυτό, και ακολούθως την απέρριψε στο σύνολό της ως ουσιαστικά αβάσιμη, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπερ  ερευνάται αυτεπάγγελτα από το παρόν Δικαστήριο, στο οποίο μεταβιβάσθηκε η υπόθεση με την άσκηση της κρινόμενης έφεσης, χωρίς ειδικό παράπονο από τους εκκαλούντες, που παραπονούνται για την κατ’ουσίαν απόρριψη της αγωγής τους. Κατ’ακολουθίαν τούτων, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, και στη συνέχεια, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και ερευνηθεί εκ νέου η αγωγή, ν’απορριφθεί αυτή ως προς το εν λόγω αίτημα ως μη νόμιμη, καθόσον η απόφαση είναι ευνοϊκότερη για τους εκκαλούντες και δεν αρκεί η αντικατάσταση της απορριπτικής αιτιολογίας κατά το άρθρο 534 του ΚΠολΔ.

Από τη διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ, που ορίζει, ότι όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, συνδυαζομένη με εκείνες των άρθρων 297, 298 και 330 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι προϋποθέσεις της υποχρέωσης προς αποζημίωση είναι α) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), β) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, γ) υπαιτιότητα και δ) πρόσφορος αιτιώδης σύνδεσμος, μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς (νόμιμου λόγου ευθύνης) και αποτελέσματος (ζημίας). Το παράνομο της συμπεριφοράς συνδέεται με αντίθεση προς διάταξη που απαγορεύει τη συγκεκριμένη πράξη, είναι δε αδιάφορο σε ποιο τμήμα του δικαίου βρίσκεται η διάταξη που απαγορεύει την ένδικη συμπεριφορά. Από την ίδια διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 147-149 του ίδιου κώδικα και 386 του ΠΚ προκύπτει ότι, γενεσιουργό λόγο της υποχρέωσης προς αποζημίωση αποτελεί και η απατηλή συμπεριφορά εις βάρος του ζημιωθέντος, η οποία υπάρχει όταν κάποιος από δόλο προκαλεί, ενισχύει ή διατηρεί με κάθε μέσο ή τέχνασμα σε άλλον τη σφαλερή αντίληψη πραγματικών γεγονότων, εξαιτίας της οποίας αυτός προβαίνει σε δήλωση βούλησης ή επιχείρηση πράξης, από την οποία υφίσταται ζημία, εφόσον το χρησιμοποιηθέν απατηλό μέσο υπήρξε αποφασιστικό για τη γενόμενη δήλωση βούλησης ή την επιχειρηθείσα πράξη, ενώ δεν αποκλείεται η τυχόν χρησιμοποιηθείσα για την απάτη ψευδής παράσταση να αναφέρεται σε μελλοντικό γεγονός ή να συνδέεται με απόκρυψη κρίσιμων γεγονότων, την ύπαρξη των οποίων αγνοούσε ο ζημιωθείς και γνώριζε αυτός που τον εξαπάτησε, χωρίς να είναι αναγκαίο η προκληθείσα από την απατηλή συμπεριφορά ζημία να συνδέεται αποκλειστικά με αντίστοιχη ωφέλεια, που επήλθε στο πρόσωπο του εξαπατήσαντος, αφού αυτή μπορεί να αφορά και τρίτο, αρκεί και στην περίπτωση αυτή να υπήρξε δόλος του δράστη. Η έννοια του δόλου προκύπτει, κατά βάση, από τη διάταξη του άρθρου 27 του ΠΚ και συντρέχει, όχι μόνον όταν ο δράστης επιδιώκει την πρόκληση ζημίας, αλλά και όταν αποδέχεται τη ζημία, είτε ως αναγκαία είτε ως ενδεχόμενη συνέπεια της παράνομης συμπεριφοράς του (ΑΠ 1596/2014, ΑΠ 1861/2013, ΑΠ 683/2013, ΑΠ 890/2010, άπασες σε ΤΝΠ Νόμος). Τέλος, δεν ενδιαφέρει αν η πλάνη που δημιουργήθηκε, συνεπεία της απάτης, είναι συγγνωστή ή μη ουσιώδης ή επουσιώδης και αν αναφέρεται αποκλειστικά στα παραγωγικά της βουλήσεως αίτια, αρκεί αυτή να υφίσταται κατά το χρόνο της δήλωσης βούλησης του απατηθέντος (ΑΠ 379/2017 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Η απατηλή συμπεριφορά συνίσταται, είτε σε παράσταση ανύπαρκτων γεγονότων ως υπαρκτών κατά παράβαση του καθήκοντος αλήθειας είτε στην απόκρυψη ή αποσιώπηση ή ατελή ανακοίνωση υπαρκτών γεγονότων, των οποίων η αποκάλυψη σ’ αυτόν που τα αγνοούσε επιβαλλόταν από το καθήκον διαφώτισής του με βάση την καλή πίστη ή την υπάρχουσα ιδιαίτερη σχέση μεταξύ του δηλούντος ή επιχειρούντος την πράξη και εκείνου προς τον οποίο απευθύνεται η δήλωση ή του ωφελουμένου από την πράξη (ΑΠ 511/2016 Α΄ δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος).Ειδικότερα, παράνομη είναι η συμπεριφορά, που προσβάλλει τα προστατευόμενα από το νόμο δικαιώματα ή συμφέροντα άλλου και μπορεί να συνίσταται σε θετική πράξη ή παράλειψη, εφόσον, στην τελευταία περίπτωση υπήρχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προφύλαξης του προσβληθέντος δικαιώματος ή συμφέροντος και αποτροπής του ζημιογόνου αποτελέσματος (ΑΠ 118/2006, ΑΠ 831/2005, ΑΠ 174/2005, ΑΠ 996/2004 άπασες σε ΤΝΠ Νόμος). Υπαίτια είναι η συμπεριφορά που επιτρέπει να αποδοθεί στο δράστη προσωπική μομφή, δηλαδή η υπαιτιότητα βασίζεται στον ψυχικό δεσμό του δράστη με την αδικοπραξία. Εξάλλου, πρόσφορη αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας που προκλήθηκε, υπάρχει όταν η συμπεριφορά αυτή, κατά το χρόνο και τις συνθήκες που έλαβε χώρα, ήταν ικανή, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και χωρίς τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού, να επιφέρει τη συγκεκριμένη ζημία. Όπως προεκτέθηκε, αδικοπρακτική συμπεριφορά, κατά την έννοια του άρθρου 914 του ΑΚ, σε συνδυασμό και με το άρθρο 386 του ΠΚ, αποτελεί και η απάτη σε βάρος του ζημιωθέντος, αρκεί και στην περίπτωση αυτή να υπήρξε δόλος του δράστη. Η έννοια του δόλου προκύπτει, κατά βάση, από τη διάταξη του άρθρου 27 του ΠΚ και συντρέχει, όχι μόνον όταν ο δράστης επιδιώκει την πρόκληση ζημίας, αλλά και όταν αποδέχεται τη ζημία, είτε ως αναγκαία είτε ως ενδεχόμενη συνέπεια της παράνομης συμπεριφοράς του (ΑΠ 1596/2014, ΑΠ 1861/2013, ΑΠ 683/2013, ΑΠ 890/2010, άπασες σε ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, η απάτη μπορεί να τελεσθεί, σύμφωνα με το άρθρο 45 του ΠΚ, και από δύο ή περισσότερα πρόσωπα από κοινού. Με τον όρο “από κοινού” νοείται, ότι τα πρόσωπα ενεργούν με συναπόφασή τους, την οποία έλαβαν, είτε πριν από την πράξη τους ή κατά την τέλεσή της, ώστε καθένας τους θέλει ή αποδέχεται την τέλεση της και γνωρίζει, ότι και ο άλλος από αυτούς ενεργεί με δόλο τέλεσης της πράξης και θέλει ή αποδέχεται να ενώσει τη δράση του με τη δράση των άλλων. Είναι δε αδιάφορο, αν η πραγμάτωση της όλης άδικης πράξης γίνεται από κάθε συμμέτοχο κατά τον αυτό τρόπο και με την αυτή ενέργεια ή αν αυτή πραγματώνεται με συγκλίνουσες επιμέρους πράξεις των συναυτουργών ταυτόχρονες ή διαδοχικές (ΑΠ 709/2017 Α΄ δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, κατά το άρθρο 386 παρ.1 του ΠΚ: «Όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημιά που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών”. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) Σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία και η επίτευξη του περιουσιακού οφέλους, β) η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση των αληθών, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή τρίτο συμπεριφορά και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, τελούσα σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστου, υφισταμένη και στην περίπτωση μείωσης ή χειροτέρευσης της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός διατηρεί ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά, αναγόμενα στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν, όμως, οι τελευταίες συνδέονται ταυτοχρόνως και με ψευδείς παραστάσεις και διαβεβαιώσεις άλλων ψευδών γεγονότων, αναγομένων στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης συμβατικής υποχρέωσης με βάση την εμφανιζομένη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων, ή της δυνατότητας του δράστη, ο οποίος έχει ειλημμένη την πρόθεση της μη εκπλήρωσης της υποχρέωσής του αυτής, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης (ΣυμβΑΠ 1280/2010, ΑΠ 2184/2005 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1297/2002 ΠοινΛογ 2002.1395). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 1710 παρ.1 του ΑΚ, που ορίζει ότι “κατά το θάνατο του προσώπου η περιουσία του ως σύνολο (κληρονομία) περιέρχεται από το νόμο ή από διαθήκη σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα (κληρονόμοι)”, προκύπτει ότι αντικείμενο της κληρονομικής διαδοχής είναι το περιουσιακό σύνολο του αποβιώσαντος, δηλαδή το σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αυτού, που είναι δεκτικά χρηματικής αποτίμησης και δεν συνδέονται αποκλειστικά με το πρόσωπό του (ΑΠ 1968/2014 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Συνεπώς, εάν ο ευθυνόμενος εξ αδικοπραξίας αποβιώ­σει, η υποχρέωση προς αποζημίωση μεταβιβάζεται στους καθολικούς κληρονόμους του (άρθρο 1710 παρ.1 του ΑΚ) και η αγωγή, η οποία έπρεπε να ασκηθεί κατ’αυτού ως υποχρέου, ασκείται κατά των κληρονόμων αυτού (εκ του νόμου ή εκ διαθήκης), οι οποίοι με την αποδο­χή της κληρονομίας του υπεισέρχονται στη θέση αυτού και ευθύνονται κατά το λόγο της κληρονομικής τους μερίδας (άρθρο 1885 του ΑΚ) και όχι εις ολό­κληρον. Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 1901, 1902, 1904, 1905 και 1907 του ΑΚ προκύπτει ότι ο κληρονόμος, μετά τη γενόμενη στο γραμματέα του δικαστηρίου της κληρονομίας δήλωσή του περί αποδοχής της κληρονομίας με το ευεργέτημα της απογραφής, δεν απαλλάσσεται από την ευθύνη του για τα χρέη της κληρονομίας αλλά εξακολουθεί να ευθύνεται για αυτά, μόνο όμως έως το ενεργητικό της κληρονομίας, δηλαδή μόνο με τα στοιχεία της κληρονομίας και όσο αυτά επαρκούν (cum viribus hereditatis), χωρίς να ευθύνεται και με την ατομική του περιουσία, από την οποία η περιουσία του κληρονομουμένου έχει αποχωρισθεί και αποτελεί χωριστή ομάδα. Ενδεχόμενη ανεπάρκεια της κληρονομικής περιουσίας προς ικανοποίηση των απαιτήσεων των κληρονομικών δανειστών δεν επηρεάζει ούτε τη νομιμοποίηση των τελευταίων να ασκήσουν κατά του εξ απογραφής κληρονόμου αγωγή για την επιδίκαση των απαιτήσεών τους ούτε τη βασιμότητα της εν λόγω αγωγής. Απλώς έχει ως συνέπεια ότι για την ικανοποίηση των εν λόγω απαιτήσεων δεν επιτρέπεται να γίνει αναγκαστική εκτέλεση επί της ατομικής περιουσίας του κληρονόμου αλλά μόνο επί των περιουσιακών στοιχείων της κληρονομίας. Ως εκ τούτου ο ισχυρισμός του κληρονόμου περί αποδοχής της κληρονομίας του οφειλέτη με το ευεργέτημα της απογραφής μπορεί να προταθεί (μόνο) ως λόγος ανακοπής κατά της τυχόν επί της ατομικής περιουσίας του κληρονόμου επισπευδομένης αναγκαστικής εκτέλεσης (ΑΠ 1311/2011 ΝοΒ 2012.291). Οι κληρονομικοί δανειστές δε δύνανται να επιληφθούν της ατομικής περιουσίας του κληρονόμου, εκτός αν επήλθε έκπτωση από το ευεργέτημα της απογραφής λόγω παρόδου άπρακτης της ενιαύσιας προθεσμίας από τότε που απέκτησε ο κληρονόμος πλήρη ικανότητα προς δικαιοπραξία και δεν συνέταξε απογραφή. Ούτε επίσης απαλλάσσεται από την ευθύνη έναντι των δανειστών της κληρονομίας ο εξ απογραφής κληρονόμος, ώστε από τη σχετική δήλωσή του να μη νομιμοποιούνται εκείνοι να στρέφονται εναντίον του προς ικανοποίησή τους, λόγω ανεπάρκειας του ενεργητικού της κληρονομίας (ΑΠ 750/2011 ΧρΙΔ 2012.182).

Το δικαστήριο εκτιμά: α) Τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των εναγόντων ………., συζύγου του πρώτου και θυγατέρα του δευτέρου εξ αυτών αντίστοιχα, και των εναγομένων …. ………, που δόθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της αγωγής, και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης  β) τις προσκομιζόμενες καταθέσεις των εκτός δίκης, με πρωτοβουλία των εναγόντων, εξετασθέντων μαρτύρων …………, οι οποίες λήφθηκαν μετά από τήρηση των νομίμων διατυπώσεων, ήτοι κατόπιν εμπρόθεσμης και νομότυπης κλήτευσης των εναγομένων, σύμφωνα με τις υπ’αριθμ. ………../22.3.2015 αντίστοιχα εκθέσεις επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Αθηνών Δικαστικού Επιμελητή …….., περιέχονται δε στις υπ’αριθμ………../26.3.2015 αντίστοιχα ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς …….., καθώς και την παραδεκτά προσκομιζόμενη το πρώτον από τις εναγόμενες ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, η οποία δεν ελήφθη υπόψη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ως προσκομισθείσα με την προσθήκη – αντίκρουση των προτάσεών τους μετά τη συζήτηση της αγωγής στο ακροατήριο, και ως τέτοια αποτελεί νέο αποδεικτικό μέσο, που επιτρεπτά λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο τούτο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 529 παρ.1 α΄του ΚΠολΔ, κατάθεση του εκτός δίκης εξετασθέντος, με πρωτοβουλία τους, μάρτυρος ………., δοθείσα μετά από τήρηση των νομίμων διατυπώσεων, ήτοι κατόπιν εμπρόθεσμης και νομότυπης κλήτευσης των εναγόντων, σύμφωνα με τις υπ’αριθμ. …… και ……./20.3.2015 αντίστοιχα εκθέσεις επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Δικαστικού Επιμελητή …….., και περιεχόμενη στην υπ’αριθμ. …../30.3.2015 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πάρου, αλλά και την επίσης παραδεκτά, κατά τα προεκτεθέντα, προσκομιζόμενη το πρώτον από τις εναγόμενες ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, κατάθεση της εκτός δίκης εξετασθείσας, με πρωτοβουλία των εναγόντων, μάρτυρος ………, που λήφθηκε μετά από τήρηση των νομίμων διατυπώσεων, ήτοι κατόπιν εμπρόθεσμης και νομότυπης κλήτευσης των εναγομένων, όπως έχει ήδη επισημανθεί, και περιέχεται στην υπ’αριθμ. ……../26.3.2015 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της αυτής άνω Συμβολαιογράφου, γ) όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, προκειμένου απ’όσα δεν οδηγούν σε άμεση απόδειξη να συναχθούν δικαστικά τεκμήρια, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, στα οποία περιλαμβάνονται α) η παραδεκτά προσκομισθείσα από τους ενάγοντες το πρώτον ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ως ληφθείσα μετά τη συζήτηση της υπόθεσης στον πρώτο βαθμό, κατάθεση της εξετασθείσας, στο πλαίσιο άλλης δίκης, μεταξύ των ιδίων διαδίκων, με πρωτοβουλία τους, μάρτυρος ………, που περιέχεται στην υπ’αριθμ…./21.10.2016 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, και β) οι ληφθείσες, με πρωτοβουλία των εναγομένων, στο πλαίσιο άλλης δίκης μεταξύ των ιδίων διαδίκων, καταθέσεις των μαρτύρων ……….., οι οποίες περιέχονται στις υπ’αριθμ…../8.10.2013 και …./4.11.2013 αντίστοιχα ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, και  δ) τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ.4 του ΚΠολΔ). Από την εκτίμηση του ανωτέρω αποδεικτικού υλικού το δικαστήριο κρίνει ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Ο πρώτος των εναγόντων τυγχάνει  Ιατρός –  Παθολόγος και διατηρεί ιδιωτικό ιατρείο στον Πειραιά από το έτος 1981, έχοντας αναπτύξει έντονη επαγγελματική, αλλά και κοινωνική  δράση, με αποτέλεσμα με την πάροδο του χρόνου  να έχει καταξιωθεί ως επιστήμονας και να χαίρει στην ευρύτερη περιοχή του Πειραιά άριστης επαγελματικής φήμης και ευρείας αναγνωρισιμότητας. Ειδικότερα απασχολείται ήδη από το έτος 1989 ως Ελεγκτής – Ιατρός στο Ι.Κ.Α. Καμινίων, ενώ κατά το παρελθόν εργάσθηκε ως Ιατρός στις Δικαστικές Φυλακές Κορυδαλλού, στις Γυναικείες Δικαστικές Φυλακές, στο Ψυχιατρείο Κρατουμένων Κορυδαλλού και στις Φυλακές Ανηλίκων, χρημάτισε ιατρός των Υγειονομικών Επιτροπών της (τέως) Νομαρχίας Πειραιά και της Ένωσης Ποδοσφαιρικών Σωματείων Πειραιά, ενώ, περαιτέρω, ασχολήθηκε και με τα κοινά, έχοντας εκλεγεί  Δημοτικός Σύμβουλος στο Δήμο Πειραιά και στο Δήμο Αγίου Ιωάννη Ρέντη – Νίκαιας Αττικής. Ο δεύτερος ενάγων είναι συνταξιούχος ναυτικός – Α΄Μηχανικός, έχοντας πολυετή θαλάσσια υπηρεσία σε πλόες εξωτερικού, και πενθερός του πρώτου ενάγοντος, πατέρας της δεύτερης συζύγου του …….. O πρώτος ενάγων, μέσω του αδελφού του ……. (μη διαδίκου στην παρούσα δίκη), ο οποίος διαθέτει πτυχίο νομικής σχολής και επί σειρά ετών απασχολείται στο Νομικό Τμήμα του Δήμου Πειραιώς, αλλά και του στενού φίλου του . …., Δικηγόρου του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς, και η συζυγός του γνωρίσθηκαν το έτος 2006 με τον . ….., σύζυγο της πρώτης και πατέρα των λοιπών εναγομένων αντίστοιχα, εν ζωή κάτοικο Πειραιά και επίσης Δικηγόρο του ιδίου Δικηγορικού Συλλόγου, ο οποίος απεβίωσε αυτοχείρως στις 30.4.2013, κατόπιν πτώσης του στο κενό από τον πέμπτο όροφο πολυώροφης οικοδομής, κειμένης στην πλατεία … στον Πειραιά (επί της οδού … στον αριθμό …), σε τέσσερις (4) συνενωθείσες οριζόντιες ιδιοκτησίες της οποίας, συγκυριότητάς του, διατηρούσε το δικηγορικό του γραφείο, στο οποίο συστεγαζόταν και ο προαναφερθείς Δικηγόρος ………., και αφού είχε προηγηθεί στις 13.12.2012 έτερη απόπειρα αυτοκτονίας του, όταν εντός του ιδίου αυτού γραφείου αυτοπυροβολήθηκε στο θώρακα με κυνηγετικό όπλο, και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τις εναγόμενες, ως πλησιέστερες κατά το χρόνο του θανάτου του συγγενείς του, κατά ποσοστό 2/8, 3/8 και 3/8 εξ αδιαιρέτου αντίστοιχα, ως προς το σύνολο της κληρονομίας του (ενεργητικό και παθητικό). Ο αυτόχειρ …… ήταν μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς, στο οποίο είχε κατά το παρελθόν χρηματίσει επί σειρά ετών Αντιπρόεδρος, Οικονομικός Υπεύθυνος – Ταμίας και Γενικός Γραμματέας, ενώ, περαιτέρω, είχε εκλεγεί Δημοτικός Σύμβουλος και Πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Πειραιά επί Δημαρχίας . …, και υπήρξε υποψήφιος Βουλευτής Πειραιώς του ….. και Περιφερειακός Σύμβουλος Πειραιώς με το συνδυασμό “……” του ……., έχοντας συμμετάσχει συνολικά σε τέσσερις (4) εκλογικές διαδικασίες. Μεταξύ του πρώτου ενάγοντος και του . ….. δημιουργήθηκε με την πάροδο του χρόνου στενός φιλικός δεσμός, με τον πρώτο ενάγοντα να εμφορείται από αισθήματα εκτίμησης, σεβασμού και εμπιστοσύνης προς το πρόσωπο του …….. Εξαιτίας τούτου ο πρώτος ενάγων, αλλά και η σύζυγός του, ήρθαν σε επαφή στη συνέχεια και με την οικογένεια του ………, δηλαδή με τις εναγόμενες, σύζυγο και θυγατέρες του.  Οι σχέσεις των δύο οικογενειών, αρχικά σποραδικές και τυπικές, συσφίχθηκαν μετά το έτος 2009, με συχνές κοινωνικές επαφές, εξόδους, ανταλλαγή επισκέψεων, συγκεντρώσεις στις οικίες τους και κοινές διακοπές και επισφραγίσθηκαν στις 10.6.2012, όταν ο …….., από κοινού με τη δεύτερη εναγόμενη (θυγατέρα του), έγιναν ανάδοχοι του τέκνου του πρώτου ενάγοντος από το δεύτερο γάμο του. Στην τελετή της βάπτισης γνωρίσθηκε και ο ο δεύτερος ενάγων (πενθερός του πρώτου κατά τα προεκτεθέντα), με το …. και την οικογένειά του, τους οποίους έκτοτε συναντούσε συχνά, κυρίως σε συγκεντρώσεις στην οικία του πρώτου ενάγοντος, με αποτέλεσμα να αναπτυχθεί και μεταξύ τους φιλικός δεσμός. Η οικογένεια ….. διήγε έναν άνετο βίο, ενδεικτικό εύρωστης οικονομικής κατάστασης, όπως ήταν ευχερώς αντιληπτό στον οποιονδήποτε συναναστρεφόταν μαζί τους, με συχνές εξόδους για διασκέδαση, πολυπληθείς συγκεντρώσεις στην οικία τους, καθώς διέθεταν ευρύ κοινωνικό κύκλο, που οπωσδήποτε περιλάμβανε και πρόσωπα του δημόσιου βίου και της εγχώριας πολιτικής σκηνής, λόγω της επαγγελματικής δραστηριότητας του ……. ως δικηγόρου, και μάλιστα ως εκλεγέντος μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς, αλλά και της ενασχόλησής του με τα κοινά, έχοντας θέσει υποψηφιότητα πλειστάκις σε εκλογικές αναμετρήσεις, πολυήμερες διακοπές στο εξωτερικό, αλλά και στο εσωτερικό, τόσο κατά τις γιορτές των Χριστουγέννων και του Πάσχα, όσο και κατά τη διάρκεια των θερινών διακοπών τους, σε πολυτελή ξενοδοχεία, καθώς και με αγορές ακριβών ειδών ένδυσης και υπόδυσης. Κατοικούσε σε ένα πολυτελές διαμέρισμα στο ……, και διέθετε δύο Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητα μεγάλου κυβισμού, ενώ πολυτελές ήταν και το δικηγορικό γραφείο στην Πλατεία της …. του ιδίου του ….., ο οποίος απασχολούσε και προσωπικό οδηγό των οχημάτων του για τις μετακινήσεις του. Πολυδάπανες μάλιστα υπήρξαν και οι τέσσερις (4) προεκλογικές εκστρατείες του στις δημοτικές, περιφερειακές και βουλευτικές εκλογές, στις οποίες έλαβε μέρος ως υποψήφιος δημοτικός και περιφερειακός σύμβουλος και βουλευτής αντίστοιχα, εκλεγείς δημοτικός σύμβουλος κατά τα προεκτεθέντα. Αποδείχθηκε επίσης ότι ο αποβιώσας ……, εντός του έτους 2012, μετά την ανωτέρω βάπτιση, με σκοπό πορισμού παράνομου περιουσιακού οφέλους, παρέστησε, εν γνώσει του, σε αμφότερους τους ενάγοντες, των οποίων είχε δολίως επιτύχει να κερδίσει την εμπιστοσύνη, ψευδή γεγονότα σαν αληθινά, με αποτέλεσμα από τις ανωτέρω ψευδείς παραστάσεις, ως παραγωγό αιτία, να παραπλανηθούν αυτοί και να προβούν σε περιουσιακές διαθέσεις, στις οποίες, διαφορετικά, δεν θα προέβαιναν, καταβάλλοντάς του διάφορα χρηματικά ποσά, προς βλάβη της περιουσίας τους, κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενα. Ειδικότερα, διαβεβαίωσε πλειστάκις ψευδώς αμφότερους αυτούς ότι γνωρίζει και συνεργάζεται με μεγάλους επενδυτικούς ομίλους και οίκους της αλλοδαπής, αλλά και με τραπεζικούς ομίλους στην Ελβετία, στη Γαλλία, και στη Γερμανία, καθώς και ότι είναι σε θέση, ακριβώς λόγω των συγκεκριμένων επαφών, γνωριμιών, και διασυνδέσεών του, να προβεί άμεσα, για λογαριασμό τους, με επιτυχία και αποτελεσματικότητα, σε επενδύσεις χρημάτων τους, σε ομόλογα του εξωτερικού, που θα τους εξασφάλιζαν, χωρίς ρίσκο, σημαντική και βέβαιη κερδοφορία των κεφαλαίων τους, και μάλιστα εντός σύντομου χρονικού διαστήματος, όπως είχε πράξει και κατά το παρελθόν με άλλα πρόσωπα μεγάλης οικονομικής επιφάνειας στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, που του είχαν επίσης εμπιστευθεί τα χρήματά τους, προκειμένου να τα τοποθετήσει επωφελώς για λογαριασμό τους, αλλά και με ίδια κεφάλαια, επικαλούμενος τη δικηγορική του ιδιότητα, προκειμένου να άρει τις διατυπωθείσες επιφυλάξεις τους περί της νομιμότητας της διαδικασίας, αλλά, επίσης απατηλά, και την αποκτηθείσα εξειδίκευσή του σε τέτοιες υποθέσεις λόγω της επί μακρόν χρόνο ενασχόλησής του με αυτές, με αποτέλεσμα, να τους πείσει τελικά περί της βασιμότητας των όσων διατεινόταν, και να τους δημιουργήσει την εντύπωση της δυνατότητας μελλοντικής πραγματοποίησης των υποσχέσεών του, με βάση την προεκτεθείσα ψευδή κατάσταση πραγμάτων, που τους παρουσίασε. Ο πρώτος ενάγων, εξαιτίας των ψευδών αυτών παραστάσεων, που του προκάλεσαν σφαλερή αντίληψη της πραγματικότητας, εξαπατηθείς παρέδωσε στον …….. στις 11.9.2012 το ποσό των 70.000 ευρώ, διά της οπισθογράφησης και εγχείρησης προς αυτόν της υπό στοιχεία …… ισόποσης επιταγής της . …., έκδοσης και σε διαταγήν του ιδίου (του πρώτου ενάγοντος), με ημερομηνία έκδοσης 11.9.2012, που εισπράχθηκε από το ….., κατόπιν διαβεβαιώσων αυτού ότι την αμέσως επόμενη ημέρα θα το επένδυε σε ομόλογα του εξωτερικού, καθώς και ότι θα του επέστρεφε το ανωτέρω κεφάλαιο μετά της απόδοσής του το αργότερο μέχρι την 31.12.2012, και στις 12.9.2012 το ποσό των 108.000 ευρώ σε μετρητά, ως προς το οποίο ο αποβιώσας υποσχέθηκε ότι θα του το απέδιδε, πλέον του κέρδους από την επένδυσή του, που θα πραγματοποιούσε πάραυτα, και δη την επόμενη ημέρα, για λογαριασμό του, επίσης σε ομόλογα του εξωτερικού, το αργότερο εντός του πρώτου δεκαημέρου του μηνός Φεβρουαρίου του επομένου έτους (2013), παραδίδοντάς του, προς εξασφάλισή του, κατά τους ισχυρισμούς του, αλλά και ως απόδειξη για την είσπραξη των χρημάτων αυτών, ισόποση συναλλαγματική, σε διαταγήν του (του πρώτου ενάγοντος), με ημερομηνία λήξης την 12η.2.2013 και τη ρήτρα “όχι εις διαταγήν”, και με αναγραφόμενο αποδέκτη τον ……., κάτοικο Πειραιά (οδός … αριθμ…..), υπέρ του οποίου τριτεγγυήθηκε ο ίδιος ο ….. την ίδια ημέρα, θέτοντας την υπογραφή και την επαγγελματική του σφραγίδα στην οικεία θέση του πιστωτικού τίτλου.  Αποδείχθηκε επίσης ότι και ο δεύτερος ενάγων, παραπλανηθείς από τις προαναφερθείσες ψευδείς παραστάσεις του  …….., παρέδωσε προς αυτόν σε μετρητά στις 18.10.2012 το χρηματικό ποσό των 147.000 ευρώ,  ως προς το οποίο ο αποβιώσας υποσχέθηκε ότι θα του το απέδιδε, πλέον του κέρδους από την επένδυσή του, που θα πραγματοποιούσε πάραυτα, και δη την επόμενη ημέρα, για λογαριασμό του, επίσης σε ομόλογα του εξωτερικού, το αργότερο εντός του πρώτου δεκαημέρου του μηνός Μαρτίου του επομένου έτους (2013), εγχειρίζοντάς του, προς κατοχύρωση και εξασφάλισή του, όπως του ανέφερε, αλλά και ως απόδειξη για την είσπραξη των χρημάτων αυτών, ισόποση συναλλαγματική, σε διαταγήν του (του δευτέρου ενάγοντος), με ημερομηνία λήξης την 18η.3.2013 και τη ρήτρα “όχι εις διαταγήν”, αποδοχής την ίδια ημέρα του ……., κατοίκου Πειραιά (οδός …. αριθμ……), υπέρ του οποίου και πάλι τριτεγγυήθηκε ο ίδιος ο …. αυθημερόν, θέτοντας την υπογραφή και την επαγγελματική του σφραγίδα στην οικεία θέση και αυτής της συναλλαγματικής. Μάλιστα, σύμφωνα με τις διαβεβαιώσεις του ………, η κερδοφορία της επένδυσης των χρημάτων των εναγόντων ήταν βέβαιη και εξασφαλισμένη, εξαιτίας των διασυνδέσεων, γνωριμιών, και συχνών συναλλαγών του ιδίου με τους ομίλους της αλλοδαπής, υποσχόμενος ότι η απόδοσή της θα ανερχόταν σε ποσοστό 10-15% του κεφαλαίου τους,  οι δε ανωτέρω απατηλές παραστάσεις του θανόντος υπήρξαν καθοριστικές και αποφασιστικές στη διαμόρφωση της βούλησης των εναγόντων για τις διαθέσεις των εν λόγω χρηματικών ποσών, στις οποίες αυτοί τελικά, δολίως παραπλανηθέντες, προέβησαν. Αποδείχθηκε επίσης ότι μετά την παράδοση στον . ….. των ποσών αυτών περιήλθαν σε γνώση των εναγόντων πληροφορίες, που αφορούσαν σε εξαπάτηση διαφόρων προσώπων από τον ανωτέρω στην περιοχή του Πειραιά, τα οποία εφέροντο ως ωσαύτως παραπλανηθέντα από ανάλογες ψευδείς παραστάσεις του περί γνωριμιών, επαφών και συναλλαγών του με επενδυτικούς ομίλους του εξωτερικού, εξαιτίας των οποίων είχαν πεισθεί και του είχαν επίσης παραδώσει χρηματικά ποσά, προκειμένου να τα επενδύσει επωφελώς για λογαριασμό τους σε ομόλογα του εξωτερικού και να τους τα αποδώσει στη συνέχεια μετά του επιτευχθέντος κέρδους, χωρίς, όμως, το αποτέλεσμα, που τους υποσχέθηκε, ενώ δεν τους είχε ακόμη επιστραφεί ούτε το κεφάλαιό τους. Λόγω μάλιστα του γεγονότος αυτού, έντονα θορυβηθέντες για την έκβαση των δικών τους υποθέσεων, επεδίωξαν να ενημερωθούν από το ……. περί της τύχης των χρημάτων τους, ο οποίος συνέχισε να τους καθησυχάζει και τους διαβεβαιώνει ότι ουδείς λόγος ανησυχίας συνέτρεχε, καθώς η κερδοφορία των επενδύσεων, στις οποίες είχε προβεί για λογαριασμό τους, ήταν βέβαιη και εξασφαλισμένη, και ότι οπωσδήποτε θα τους επέστρεφε το κεφάλαιό τους μετά της απόδοσης, που τους υποσχέθηκε, ακόμη και μετά την απόπειρα αυτοκτονίας, που πραγματοποίησε στις 13.12.2012, και την πλήρη ανάρρωσή του, κατόπιν νοσηλείας του, και μέχρι την ημέρα του θανάτου του στις 30.4.2013, όταν πλέον είχαν παρέλθει οι ημερομηνίες, κατά τις οποίες αναμενόταν η επιστροφή των χρημάτων τους, και είχε προγραμματισθεί, με δική του πρωτοβουλία, συνάντησή τους στο γραφείο του (όπου και αυτοκτόνησε κατά τα προεκτεθέντα), προκειμένου, όπως τους είχε προηγουμένως γνωστοποιήσει, να τους αποδώσει τα οφειλόμενα. Σημειωτέον ότι οι δύο (2) συναλλαγματικές, τις οποίες παρέδωσε στους ενάγοντες ο …….., ποσού 108.000 και 147.000 ευρώ, αφού έλαβε απ’αυτούς σε μετρητά τα ανωτέρω χρηματικά ποσά, και υπέρ του αποδέκτη εκάστης των οποίων τριτεγγυήθηκε ο ίδιος, ουδέποτε πληρώθηκαν κατά τη λήξη τους από τους αναγραφόμενους αποδέκτες, οι οποίοι αναζητήθηκαν από τους ενάγοντες και δεν ανευρέθησαν στις διευθύνσεις, που αναφέρονται στα εν λόγω αξιόγραφα. Οι εν λόγω παραστάσεις του αποβιώσαντος …………. προς τους ενάγοντες ήταν ψευδείς, καθώς, όπως αποδείχθηκε, αυτός ουδόλως διέθετε τέτοιες γνωριμίες, επαφές και διασυνδέσεις με αλλοδαπούς τραπεζικούς και επενδυτικούς ομίλους, όπως παρουσιάσθηκε στους ενάγοντες, που θα του επέτρεπαν να επενδύσει με ασφάλεια και χωρίς ρίσκο, αλλά με βέβαιη και μεγάλη κερδοφορία, επιτευχθείσα μάλιστα εντός σύντομου χρονικού διαστήματος, τα κεφάλαια, τα οποία του παραδόθηκαν προς τούτο απ’αυτούς, όπερ, άλλωστε ουδέποτε έπραξε στην πραγματικότητα, προέβη δε στις ανωτέρω παραστάσεις, εν γνώσει της αναληθείας τους, και με σκοπό πορισμού παράνομου περιουσιακού οφέλους, έχοντας ειλημμένη την πρόθεση της μη εκπλήρωσης των υποσχέσεών του, αλλά προτιθέμενος εξαρχής να αναλώσει τα εν λόγω χρηματικά ποσά για την ικανοποίηση ίδιων αναγκών, με αποτέλεσμα, οι ενάγοντες, εξαπατηθέντες από τις πειστικές διαβεβαιώσεις του, παρότι καταξιωμένοι ως πρόσωπα και ως επαγγελματίες, ο καθένας στον τομέα του, και άτομα μορφωμένα και με εμπειρία ζωής, λόγω της εμπιστοσύνης προς το πρόσωπό του ως γνωστού στον Πειραιά και ευυπόληπτου δικηγόρου, με το δέλεαρ του εύκολου και γρήγορου κέρδους από την επωφελή αξιοποίηση των κεφαλαίων τους,  να υποστούν, εκ της προεκτεθείσας παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του, ισόποση περιουσιακή ζημία, του παράνομου χαρακτήρα αυτής ειδικότερα συνισταμένου στη τέλεση της αξιόποινης πράξης της απάτης του άρθρου 386 του ΑΚ, της οποίας στοιχειοθετείται η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση. Ουδόλως αποδείχθηκε, όμως, ότι οι εναγόμενες, σύζυγος και θυγατέρες του αντίστοιχα, εκ των οποίων η μεν σύζυγος κατά τον επίδικο χρόνο εργαζόταν κατά κύριο και σύνηθες επάγγελμα ως καθηγήτρια ξένων γλωσσών σε φροντιστήριο, που διατηρούσε στο …. Αττικής, οι δε θυγατέρες του (ηλικίας 25 και 23 ετών τότε, καθώς έχουν γεννηθεί το έτος 1987 και 1989 αντίστοιχα) ήταν φοιτήτριες στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών και στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών αντίστοιχα, και ήδη μεταπτυχιακές φοιτήτριες σε πανεπιστήμια στο Παρίσι, εξαπάτησαν τους ενάγοντες, διά της, με σκοπό πορισμού παράνομου περιουσιακού οφέλους, εν γνώσει παράστασης προς αυτούς ψευδών γεγονότων ως αληθών, αναφορικά με γνωριμίες, επαφές και διασυνδέσεις του συζύγου και πατρός τους στην αλλοδαπή, που του εξασφάλιζαν τη δυνατότητα πραγματοποίησης κερδοφόρων επενδύσεων, μεγάλης απόδοσης και μηδενικού ρίσκου, χρημάτων σε ομόλογα του εξωτερικού, με αποτέλεσμα να τους παραπλανήσουν και να πεισθούν να παραδώσουν σ’αυτόν τα προαναφερθέντα χρηματικά ποσά, προκειμένου να τα επενδύσει για λογαριασμό τους, ή ότι συνέδραμαν τον . …., καθ’οιονδήποτε τρόπο, στην τελεσθείσα από πλευράς του σε βάρος των εναγόντων αδικοπραξία, όπως κατά κύριο λόγο ισχυρίσθηκαν οι ενάγοντες με την κρινόμενη αγωγή τους. Αντίθετα αποδείχθηκε ότι αυτές ουδεμία σχέση, συμμετοχή ή ανάμειξη είχαν στις όποιες επαγγελματικές δραστηριότητες, καθώς και στις οικονομικές συναλλαγές, ή δοσοληψίες του συζύγου και πατρός τους εν γένει, αλλά και με τους ενάγοντες ειδικότερα, στις συζητήσεις του με τους οποίους αναφορικά με το θέμα των επενδύσεων των χρημάτων τους δεν ήταν παρούσες, ούτε ενεπλάκησαν καθ’οιονδήποτε τρόπο, ενώ ούτε γνώση των υποθέσεών του είχαν, καθώς ο ίδιος ο ………. δεν επιθυμούσε την οιαδήποτε εμπλοκή των μελών της οικογένειάς του με τις δραστηριότητές του, εξαιτίας δε τούτου ουδέποτε ενημέρωνε περί αυτών τη σύζυγο και τα τέκνα του, αλλά ασχολείτο ο ίδιος προσωπικά και αποκλειστικά, μόνο δε το γεγονός ότι κατά τη συναναστροφή τους με τους ενάγοντες οι εναγόμενες επεδείκνυαν σε αυτούς την ανθηρή οικονομική κατάσταση της οικογένειάς τους, τον  πλούτο, αλλά και τον άνετο και πολυτελή βίο, που διήγαν, δεν αρκεί αυτό καθεαυτό ως συμπεριφορά για το σχηματισμό στο παρόν Δικαστήριο πλήρους δικανικής πεποίθησης περί τέλεσης σε βάρος των εναγόντων αδικοπραξίας, είτε ως αυτουργοί της ποινικά κολάσιμης πράξης της απάτης, είτε ως συμμέτοχοι στη διαπραχθείσα από το ….. απάτη, όπως ισχυρίζονται οι ενάγοντες με την κρινόμενη αγωγή τους.  Η κρίση αυτή του παρόντος Δικαστηρίου επιρρωνύεται ιδίως από τις σαφείς και πειστικές καταθέσεις των μαρτύρων των εναγόντων, εκ των οποίων ο …….. και ο ……… έχουν ίδιαν αντίληψη, καθώς ο μεν ….. καταθέτει ότι ήταν παρών σε συζήτηση μεταξύ του πρώτου των εναγόντων και ……….., στις οποίες ο …. πρότεινε στον πρώτο ενάγοντα να επενδύσει χρήματά του στο εξωτερικό, εμφανισθείς ως γνώστης τέτοιων συναλλαγών, διαβεβαιώνοντάς τον περί της νομιμότητας και του μηδενικού κινδύνου της διαδικασίας, με την επίκληση της δικηγορικής του ιδιότητας και της εξειδίκευσής του σε τέτοιες δραστηριότητες, ο δε … αναφέρει ότι, πεισθείς και ο ίδιος στις αυτές ψευδείς παραστάσεις του …. του παρέδωσε το συνολικό ποσό των 52.000 ευρώ για να το επενδύσει επίσης στο εξωτερικό,  το οποίο ουδέποτε του επιστράφηκε, έχοντας μάλιστα ασκήσει και αυτός σε βάρος των εναγομένων αγωγή με την ίδια νομική βάση με την ένδικη, όπως και ο ………, ιδιοκτήτης παιδικού σταθμού – νηπιαγωγείου – παιδότοπου – κέντρου λογοθεραπείας στον Πειραιά, τα δικόγραφα των οποίων προσκομίζονται, και δεν αναιρείται από τις καταθέσεις των μαρτύρων των εναγομένων, άπαντες οι οποίοι ουδέν γνωρίζουν περί της φύσης των συναλλαγών του …… με τους ενάγοντες,  περιορισθέντες να καταθέσουν ότι οι εναγόμενες δεν είχαν οιαδήποτε συμμετοχή ή ανάμειξη στις επαγγελματικές δραστηριότητες και στις οικονομικές δοσοληψίες του ανωτέρω συζύγου και πατρός τους, ο οποίος φρόντιζε να τις κρατά σε απόσταση ασφαλείας από τις υποθέσεις του και να μην τις ενημερώνει περί αυτών. Σημειωτέον ότι οι εναγόμενες αρνούνται μεν συλλήβδην τα πραγματικά περιστατικά, που συγκροτούν την ιστορική βάση της αγωγής, και συγκεκριμένα διατείνονται ότι καταρχήν ουδέποτε εξηπάτησαν τους ενάγοντες, ούτε συνέδραμαν, καθ’οιονδήποτε τρόπο, το σύζυγο και πατέρα τους στην τέλεση σε βάρος τους οιασδήποτε αδικοπραξίας, καθώς δε γνώριζαν οτιδήποτε περί των υποθέσεών του εν γένει, αλλά και περί των συναλλαγών του με τους ενάγοντες ειδικότερα, ενώ, σε κάθε περίπτωση, αρνούνται ότι και ο ίδιος ο αποβιώσας διέπραξε σε βάρος τους την αξιόποινη πράξη της απάτης διά των ψευδών προς αυτούς παραστάσεων σχετικά με γνωριμίες και διασυνδέσεις του με τραπεζικούς και επενδυτικούς ομίλους του εξωτερικού, χωρίς όμως ανταποδεικτικά να προσκομίζουν οτιδήποτε προς απόκρουση της αγωγής, ούτε να συνεισφέρουν στη δίκη μία πειστική εξήγηση περί του λόγου, για τον οποίο ο ……. α) πράγματι έλαβε από τον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 70.000 ευρώ, όπερ και μόνο συνομολογούν ότι αυτός εισέπραξε, β) υπέγραψε, ως τριτεγγυητής υπέρ του αποδέκτη στις ανωτέρω συναλλαγματικές, τη γνησιότητα της υπογραφής του επί των οποίων δεν αμφισβητούν, αναλαμβάνοντας ευθύνη για την πληρωμή τους, όπως καλώς εγνώριζε, δικηγόρος ων, χωρίς, μάλιστα, κατά τις ίδιες, να έχει λάβει προηγουμένως σε μετρητά τα αντίστοιχα χρηματικά ποσά. Αντίθετα ομιλούν, όλως γενικόλογα και αόριστα και, ιδίως ουδέν προσκομίζοντας προς επίρρωση των ισχυρισμών τους, που διατυπώνονται υποθετικά, κυρίως υπό μορφήν ερωτημάτων, αναφορικά με την αιτία της καταβολής του ποσού των 70.000 ευρώ στο ……, την υπογραφή του στα εν λόγω αξιόγραφα, και τη σχέση μεταξύ των μετρητών, που δέχονται ότι εισέπραξε, και των αξιογράφων, για δανεισμό του από τον πρώτο ενάγοντα με τοκογλυφικό επιτόκιο, ήτοι με τη λήψη από τον τελευταίο δυσανάλογων της παροχής του περιουσιακών ωφελημάτων με εκμετάλλευση της ανάγκης του αποβιώσαντος, ως προς τον οποίο χαρακτηριστικά αναφέρουν στις προτάσεις τους ότι «από άγνωστες και αδικαιολόγητες…περιστάσεις…χρειάσθηκε οικονομική βοήθεια, είτε γιατί είχε επεκταθεί περισσότερο απ’όσο έπρεπε, είτε από κακούς υπολογισμούς», ότι υπήρξε «έρμαιο των αναγκών του και των υποχρεώσεών του» και ότι εξετέθη «σε συμφωνίες καταστροφικές», χωρίς να προσδιορίζουν συγκεκριμένα ποιες ακριβώς ήταν οι ανάγκες και οι υποχρεώσεις του, ή οι βλαπτικές συμφωνίες, που συνήψε, και χωρίς, περαιτέρω επεξήγηση σχετικά με την επικαλούμενη από πλευράς τους αναγκαιότητα δανεισμού απ’αυτόν τέτοιου ποσού, εξαιτίας της οποίας, όπως επίσης αναφέρουν «υπέγραφε οτιδήποτε προκειμένου να βγει από όποια δύσκολη θέση βρισκότανε», όντας δικηγόρος, και όχι έμπορος ή επιχειρηματίας. Είναι προφανές ότι δεν αναφέρονται σε οφειλές του αποβιώσαντος και της πρώτης εναγομένης από δανειακές συμβάσεις με τραπεζικά ιδρύματα, οι οποίες αναφέρονται στην υπ’αριθμ. ……/14.11.2013 έκθεση απογραφής του ενεργητικού και του παθητικού της κληρονομίας του της Συμβολαιογράφου Πειραιώς …….., που συντάχθηκε κατόπιν αποδοχής από τις εναγόμενες της κληρονομίας του αποβιώσαντος με το ευεργέτημα της απογραφής, και, προς εξασφάλιση των οποίων έχουν εγγραφεί υπέρ των τραπεζών προσημειώσεις υποθήκης επί περιουσιακών τους στοιχείων, ή σε οφειλές από συμβάσεις χορήγησης πιστωτικών καρτών, διότι στην περίπτωση αυτή δε θα διερωτώντο περί του λόγου του επικαλούμενου δανεισμού του από τον πρώτο ενάγοντα, στον οποίο (δανεισμό) αποδίδουν την είσπραξη του ποσού των 70.000 ευρώ, αλλά οπωσδήποτε θα τον απέδιδαν στις συγκεκριμένες οφειλές, των οποίων τελούσαν σε γνώση, ούτε θα έκαναν λόγο περί άγνωστων και αδικαιολόγητων περιστάσεων, που κατέστησαν αναγκαία τη λήψη απ’αυτόν οικονομικής βοήθειας. Αποδείχθηκε επίσης ότι οι ενάγοντες λόγω της αδικοπρακτικής (απατηλής) σε βάρος τους συμπεριφοράς του αποβιώσαντος συζύγου της πρώτης και πατρός των λοιπών εναγομένων . ….., υπέστησαν περιουσιακή ζημία, ειδικότερα συνιστάμενη, για μεν τον πρώτο εξ αυτών στο συνολικό χρηματικό ποσό των 178.000 ευρώ (70.000 ευρώ +  108.000 ευρώ), για δε το δεύτερο στο ποσό των 147.000 ευρώ, τα οποία του παρέδωσαν, προκειμένου να τα επενδύσει για λογαριασμό τους σε ομόλογα του εξωτερικού, παραπλανηθέντες από τις ψευδείς παραστάσεις του, όπερ ουδέποτε έλαβε χώρα στην πραγματικότητα, διότι αυτός δε διέθετε τέτοιες επαφές και διασυνδέσεις στην αλλοδαπή, δημιουργώντας τους, τοιουτοτρόπως, την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης της υπόσχεσής του, με βάση την τότε εμφανιζομένη σ’αυτούς ψευδή κατάσταση πραγμάτων, ενώ εξαρχής είχε την πρόθεση μη τήρησης των υπεσχημένων και ανάλωσης των χρημάτων αυτών για τις δικές του ανάγκες. Πέραν της ανωτέρω περιουσιακής ζημίας, οι ενάγοντες υπέστησαν και ηθική βλάβη, διότι δοκίμασαν μεγάλη θλίψη από τη διάψευση της εμπιστοσύνης τους στο πρόσωπο του αποβιώσαντος, και από την απώλεια των χρημάτων τους, που αποτελούσαν τις αποταμιεύσεις ετών αμφοτέρων, και, επιπροσθέτως ταλαιπωρία από τη δικαστική διεκδίκηση των οφειλομένων, για την ικανοποίηση της οποίας δικαιούνται εύλογης χρηματικής ικανοποίησης. Λαμβανομένων υπόψη της προκληθείσας σ’αυτούς ζημίας, του βαθμού του πταίσματος του αποβιώσαντος, και δη της έντασης του δόλου του, της έλλειψης υπαιτιότητας των ιδίων στην πρόκληση και την έκταση της ζημίας τους, του συνόλου των συνθηκών της κρινόμενης περίπτωσης, καθώς και της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης των μερών, πρέπει να τους επιδικασθεί για την αιτία αυτή, στο μεν πρώτο το ποσό των 15.000 ευρώ, στο δε δεύτερο το ποσό των 10.000 ευρώ αντίστοιχα. Τα ανωτέρω χρηματικά ποσά, που αποτελούν απαιτήσεις των εναγόντων σε βάρος του αποβιώσαντος και αδικοπραγήσαντος ……., υποχρεούνται να τους καταβάλουν οι εναγόμενες, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του, εκάστη εξ αυτών, ουχί εις ολόκληρον, αλλά κατά το λόγο της κληρονομικής της μερίδας (2/8, 3/8 και 3/8 αντίστοιχα), εφόσον αποδέχθηκαν την κληρονομία του, η οποία, επομένως, περιήλθε σ’αυτές ως σύνολο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων (ενεργητικό και παθητικό), πλέον τόκων από την επίδοση της αγωγής.  Το γεγονός ότι οι εναγόμενες έχουν αποδεχθεί την κληρονομία του συζύγου και πατρός τους με το ευεργέτημα της απογραφής, με δήλωσή τους στο Γραμματέα του Ειρηνοδικείου Πειραιώς στις 17.7.2013, ουδεμία έννομη επιρροή ασκεί εν προκειμένω, καθώς δεν απαλλάσσονται από την ευθύνη τους για τα χρέη του ανωτέρω, όπως είναι οι απαιτήσεις των εναγόντων, αλλά εξακολουθούν να ευθύνονται για αυτά, μόνον όμως έως το ενεργητικό της κληρονομίας, το οποίο στην ανωτέρω έκθεση απογραφής προσδιορίζεται στο συνολικό ποσό των 303.666,61 ευρώ (και το παθητικό συνολικά στο ποσό των 277.925,19 ευρώ), δηλαδή μόνο με τα στοιχεία της κληρονομίας και όσο αυτά επαρκούν, και όχι και με την ατομική τους περιουσία, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο απέρριψε την κρινόμενη αγωγή ως κατ’ουσίαν αβάσιμη, καθόσον δέχθηκε ότι ούτε οι εναγόμενες, ούτε, όμως, και ο αποβιώσας σύζυγος και πατέρας τους . …. εξηπάτησαν τους ενάγοντες, εσφαλμένα τις αποδείξεις εκτίμησε, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκαν οι ενάγοντες με την κρινόμενη έφεσή τους. Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτή η έφεση και από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας, και, αφού εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, καθ’ό μέρος η υπόθεση μεταβιβάσθηκε στο παρόν Δικαστήριο με την άσκησή της, ήτοι ως προς το κεφάλαιο της πρωτόδικης απόφασης, που αφορά στην κύρια βάση της αγωγής (τις διατάξεις των αδικοπραξιών)  και ως προς όλες τις διατάξεις της αναφορικά με τη βάση αυτή (της διάταξης της δικαστικής δαπάνης συμπεριλαμβανομένης), και κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση ως προς το εν λόγω κεφάλαιο, να γίνει εν μέρει δεκτή η κρινόμενη αγωγή (καθ’ό μέρος είναι νόμιμη, ήτοι κατόπιν απόρριψης ως μη νόμιμου του αιτήματος  περί καταβολής στο δεύτερο ενάγοντα από τις εναγόμενες του ποσού των 150.000 δολαρίων Η.Π.Α., άλλως την ισοτιμία του σε ευρώ κατά το χρόνο σύνταξης του αγωγικού δικογράφου, των 115.928,59 ευρώ), και ως κατ’ουσίαν βάσιμη, και να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να καταβάλουν, εκάστη κατά το λόγο της κληρονομικής της μερίδας (2/3, 3/8 και 3/8 αντίστοιχα), στο μεν πρώτο των εναγόντων το συνολικό ποσό των 193.000 ευρώ (70.000 ευρώ +  108.000 ευρώ + 15.000 ευρώ), στο δε δεύτερο το συνολικό ποσό των 157.000 ευρώ (147.000 ευρώ + 10.000 ευρώ), ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του . ……,  όπως κατά δικονομική επικουρικότητα ζητήθηκε από τους ενάγοντες, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης, και ν’απορριφθεί αυτή ως ουσιαστικά αβάσιμη κατά το μέρος αυτής, κατά το οποίο ζητείται, και δη κυρίως, να καταδικασθούν οι εναγόμενες στην καταβολή στους ενάγοντες αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης της ηθικής τους βλάβης λόγω της τελεσθείσας από τις ίδιες αδικοπραξίας. Το αίτημα περί απαγγελίας σε βάρος των εναγομένων προσωπικής κράτησης ως μέσου  αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης πρέπει ν’απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο, καθώς οι εναγόμενες ενέχονται για την καταβολή των ανωτέρω ποσών, όχι ως αδικοπραγήσασες σε βάρος των εναγόντων, αλλά ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του αδικοπραγήσαντος συζύγου της πρώτης και πατρός των λοιπών ………., κατά τα προεκτεθέντα. Περαιτέρω, λόγω της παραδοχής της έφεσης τυπικά και κατ’ουσίαν, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου του ενδίκου μέσου στου εκκαλούντες (άρθρο 495 παρ.4 εδαφ.ε΄του ΚΠολΔ). Τέλος, μέρος της δικαστικής δαπάνης των εναγόντων μόνον του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, ως προς την επιδίκαση της οποίας υποβλήθηκε από τους ανωτέρω σχετικό αίτημα με την αγωγή τους, ανάλογο με την έκταση της νίκης τους, θα επιβληθεί σε βάρος των εν μέρει ηττηθεισών εναγομένων, ενόψει του ότι και η περί δικαστικής δαπάνης διάταξη της εκκαλουμένης εξαφανίσθηκε με την παρούσα απόφαση κατόπιν παραδοχής της έφεσης των εναγόντων, σύμφωνα με τα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης οριζόμενα (άρθρα 178 παρ.1, και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ), και όχι και του παρόντος βαθμού δικαιδοσίας, διότι οι ενάγοντες – εκκαλούντες δεν υπέβαλαν τέτοιο αίτημα με την έφεσή τους, ή με τις προτάσεις, που κατέθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά τη συζήτηση της έφεσής τους, όπως απαιτείται από τη διάταξη του άρθρου 191 παρ.2 του ΚΠολΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την από 28.12.2015 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …/29.12.2015 και …./1207/29.12.2015) έφεση κατά της υπ’αριθμ.4182/2015 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΔΕΧΕΤΑΙ κατ’ουσίαν την ανωτέρω έφεση ως προς το κεφάλαιο της εκκαλουμένης, που αφορά στην κύρια βάση της από 23.5.2013 (με αυξ.αριθ.εκθ.καταθ……/27.5.2013) αγωγής (τις διατάξεις των αδικοπραξιών).

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στους καταθέσαντες αυτό εκκαλούντες – ενάγοντες.ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη απόφαση ως προς το ανωτέρω κεφάλαιο.ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει εξαρχής την υπόθεση επί της ανωτέρω αγωγής κατά την κύρια βάση της.ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την ανωτέρω αγωγή.ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τις εναγόμενες να καταβάλουν, εκάστη κατά το λόγο της κληρονομικής της μερίδας (2/3, 3/8 και 3/8 αντίστοιχα), στο μεν πρώτο των εναγόντων το συνολικό ποσό των εκατόν ενενήντα τριών χιλιάδων ευρώ (193.000), στο δε δεύτερο το συνολικό ποσό των εκατόν πενήντα επτά χιλιάδων ευρώ (157.000), ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του ………., με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης.ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εναγομένων μέρος της δικαστικής δαπάνης των εναγόντων της πρωτοβάθμιας δίκης, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των έξι χιλιάδων (6.000) ευρώ.Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 1η Φεβρουαρίου 2018.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 

Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις  15 Φεβρουαρίου 2018, με την παρουσία της Γραμματέως, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ