Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 277/2018

 ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ    277/2018

 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον  Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από την Γραμματέα Κ.Δ..

 ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

 ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση  της εκκαλούσας – πρώτης εναγομένης ,κατά της υπ΄ αρ. 3971/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητο, καθώς και από τη σύμβαση ασφάλισής του (άρθρα 681Α ,666,667,670-676 ΚΠολΔ), όπως αυτά ίσχυαν πριν την τροποποίησή τους με το Ν.4335/23-7-2015 που δεν καταλαμβάνει τις αγωγές, που ασκήθηκαν πριν την 1-1-2016 (άρθρο 9 παρ.2 ως άνω νόμου), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 518 παρ.2, 591 παρ.1  ΚΠολΔ), δεδομένου ότι οι διάδικοι δεν επικαλούνται ούτε προκύπτει ότι έγινε επίδοση της εκκαλουμένης πριν την άσκηση της έφεσης ,έχει κατατεθεί δε από την εκκαλούσα το, κατ΄άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ, παράβολο του Δημοσίου, όπως προκύπτει από τη σχετική σημείωση της Γραμματέα του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου κάτωθεν του δικογράφου αυτής (έφεσης) . Επίσης, και η κρινόμενη αντέφεση των εφεσίβλητων κατά της εκκαλούσας, που αφορά τα προσβαλλόμενα με την ως άνω έφεση κεφάλαια της εκκαλουμένης απόφασης, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθώς, όπως προκύπτει από την υπ’αρ. …../3-1-2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς, ………, αντίγραφό της επιδόθηκε στην εκκαλούσα -αντεφεσίβλητη, εντός της προθεσμίας των τριάντα ημερών πριν την ορισθείσα ως άνω δικάσιμο για τη συζήτηση της έφεσης (άρθρο 523 παρ.2 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, τόσο η έφεση όσο και η αντέφεση, να εξετασθούν περαιτέρω, συνεκδικαζόμενες  από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄υλην και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την ίδια διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς την παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους και μέσα στα πλαίσια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρα 19, 522 ,533 παρ.1,2 ΚΠολΔ).

Ι. Με το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως αυτό ισχύει μετά την αναθεώρησή του με το από 6/17-4-2001 Ψήφισμα της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής, ορίζεται ότι “οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας”. Με την νέα αυτή διάταξη ο αναθεωρητικός νομοθέτης επέλεξε να κατοχυρώσει ρητά, από το όλο σύστημα των εγγυήσεων για τα επιτρεπτά όρια των επιβαλλόμενων στα ατομικά δικαιώματα νομοθετικών περιορισμών, την εγγύηση εκείνη που είναι γνωστή ως αρχή της αναλογικότητας. Απέκτησε έτσι ρητή συνταγματική υφή η αρχή αυτή, η οποία, ωστόσο, και προηγουμένως αναγνωριζόταν ως αρχή συνταγματικής ισχύος, που απορρέει από την ίδια την έννοια του κράτους δικαίου, αλλά και από την ουσία των θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων, τα οποία, ως έκφραση της γενικότερης ελευθερίας του ατόμου, δεν πρέπει να περιορίζονται από την κρατική εξουσία περισσότερο από όσο είναι αναγκαίο για την προστασία των δημόσιων συμφερόντων. Η αρχή αυτή, υπό την έννοια του τηρητέου μέτρου της εύλογης αντιστάθμισης προσφοράς και οφέλους, που αποτελεί κανόνα συνταγματικής βαθμίδας, επενεργεί σε κάθε είδους κρατική δραστηριότητα, καθώς και όταν πρόκειται για αντικρουόμενα συμφέροντα στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου, αφού η έκταση της αρχής αυτής δεν περιορίζεται μόνο σε ορισμένες περιοχές του δικαίου, αλλά, και πριν από την ρητή συνταγματική της κατοχύρωση, διέτρεχε το σύνολο της έννομης τάξης και συνεπώς πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την ερμηνεία και εφαρμογή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου. Άλλωστε, με ρητή διατύπωση στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος η θεσπιζομένη από αυτήν προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου ως ατόμου ισχύει και “στις σχέσεις των ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζει”, και οριοθετείται έτσι η υποχρέωση και των αρμοδίων δικαιοδοτικών οργάνων, όταν επιλαμβάνονται της επίλυσης ιδιωτικών διαφορών, να τις επιλύουν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να υπάρχει μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Συγκεκριμένα πρέπει, τα λαμβανόμενα μέτρα και οι έννομες συνέπειες, να είναι πρόσφορα (κατάλληλα) για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου σκοπού, αναγκαία, υπό την έννοια να συνιστούν μέτρο, το οποίο σε σχέση με άλλα δυνάμενα να ληφθούν μέτρα, να επάγεται τον ελάχιστο δυνατό περιορισμό για τον διάδικο, σε βάρος του οποίου απαγγέλλονται, και αναλογικά υπό στενή έννοια, δηλαδή να τελούν σε ανεκτή σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, προκειμένου η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπολείπεται της βλάβης που προκαλούν. Ενόψει τούτων, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι η ως άνω συνταγματική διάταξη, έστω και αν ρητά δεν αναφέρεται σ’ αυτήν, απευθύνεται και στον δικαστή, όσον αφορά τις σχέσεις των διαδίκων, καθιερώνοντας αυτήν ως δεσμευτική δικαιϊκή αρχή, όπως και άλλες τέτοιες αρχές που διατρέχουν το δίκαιο και είναι δεσμευτικές (αρχή του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου, αρχή της δίκαιης δίκης κ.λπ.). Εξάλλου, η αρχή αυτή, ως διάχυτη στην έννομη τάξη, υπερβαίνει τα όρια της ρητής συνταγματικής κατοχύρωσής της, με την οποία πάντως αναδείχθηκε η σημασία της ως βασικής εγγύησης για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, οφείλει δε ο δικαστής κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων της κοινής νομοθεσίας, που άπτονται των δικαιωμάτων αυτών, να προστρέχει στο κρίσιμο για την όλη έννομη τάξη περιεχόμενο της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας, που απορρέει από την αρχή της ισότητας και την αρχή του κράτους δικαίου. Αποτελεί την αντίστροφη μορφή της απαγόρευσης της κατάχρησης δικαιώματος, όταν το ασκούμενο δικαίωμα υπερβαίνει τα ακραία όρια που θέτουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη, καθώς και ο οικονομικός και κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος. Στην περίπτωση δε υπέρβασης της αρχής της αναλογικότητας πρόκειται για δυσαναλογία μέσου προς το σκοπό, δηλ. το ασκούμενο δικαίωμα έχει απολέσει την αναλογία του προς τον επιδιωκόμενο σκοπό και συνακόλουθα η άσκησή του είναι απαγορευμένη. Επομένως, όπως και η κατάχρηση δικαιώματος, που αποτελεί απαγορευτικό κανόνα, και οριοθετεί αρνητικά την άσκηση των δικαιωμάτων, έτσι και η αρχή της αναλογικότητας αποτελεί κανόνα δικαίου (γενική νομική αρχή), η οποία προσδιορίζει την τελολογική λειτουργία των πάσης φύσεως δικαιωμάτων και του ιδιωτικού δικαίου. Από τα ως άνω συνάγεται, ως γενική νομική αρχή, ότι η έννομη συνέπεια που είτε προβλέπεται από κανόνα δικαίου κατώτερης τυπικής ισχύος από εκείνες του Συντάγματος, είτε απαγγέλλεται από δικαστικό ή διοικητικό όργανο, πρέπει να τελεί, σε σχέση ανεκτής αναλογίας προς το αντίστοιχο πραγματικό, δηλ. να μην υπερβαίνει τα όρια, όπως διαγράφονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και της κοινής περί δικαίου συνείδησης σε ορισμένο τόπο και χρόνο, όπως αποτυπώνονται με την συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Η κρίση δηλαδή του ουσιαστικού δικαστηρίου πρέπει να μην παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, ούτε να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, που αποτελεί, γενική αρχή του δικαίου και μέσο ελέγχου της κρίσης του δικαστηρίου, χωρίς να υπάγεται στην έννοια της αναλογικότητας. Περαιτέρω, από το άρθρο 932 του Α.Κ. προκύπτει ότι σκοπός της διατάξεως είναι να επιτυγχάνεται μία υπό ευρεία έννοια αποκατάσταση του παθόντος για την ηθική του βλάβη, λόγω της αδικοπραξίας, ώστε αυτός να απολαύει μία δίκαιη και επαρκή ανακούφιση και παρηγοριά, χωρίς, από το άλλο μέρος, να εμπορευματοποιείται η προσβληθείσα ηθική αξία και να επεκτείνεται υπέρμετρα το ύψος της αποζημιώσεως για ηθική βλάβη, που δεν μπορεί να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα. Με βάση τον σκοπό αυτόν αντλούνται, στη συνέχεια, ως ουσιώδη χαρακτηριστικά της έννοιας του “ευλόγου” εκείνα τα στοιχεία που αποτελούν τα πλέον πρόσφορα μέσα για την εκπλήρωση του εν λόγω σκοπού της διάταξης. Τέτοια στοιχεία είναι κυρίως: το είδος και η βαρύτητα της προσβολής, η περιουσιακή, κοινωνική και προσωπική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, η βαρύτητα του πταίσματος του δράστη (στον βαθμό που επηρεάζει την ένταση της ηθικής βλάβης), η βαρύτητα του τυχόν συντρέχοντος πταίσματος του θύματος, οι όλες ειδικότερες συνθήκες πρόκλησης της ηθικής βλάβης. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να οδηγούν τον δικαστή να σχηματίσει την κατά το άρθρο 932 του Α.Κ εύλογη κρίση του (όχι κατά τις υποκειμενικές του ανέλεγκτες αντιλήψεις, αλλά) κατ’ εφαρμογή του αντικειμενικού μέτρου που θα εφάρμοζε και ο νομοθέτης, αν έθετε ο ίδιος τον κανόνα αποκατάστασης της ηθικής βλάβης στην ατομική περίπτωση. Συνάγεται δε το αντικειμενικό αυτό μέτρο από τον ανωτέρω σκοπό του άρθρου 932 του Α.Κ. και, μέσω αυτού, από την όλη κλίμακα των υπερκειμένων σκοπών του συστήματος αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας του ΑΚ. Η κρίση του δικαστηρίου ουσίας, όσον αφορά το ύψος της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης αποφασίζεται (κατ’ αρχήν αναιρετικώς ανέλεγκτα), με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία που θέτουν στη διάθεσή του οι διάδικοι. Επιβάλλεται όμως, σε κάθε περίπτωση να τηρείται, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού, η αρχή της αναλογικότητας ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος [άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του ισχύοντος Συντάγματος] με την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου, δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια, όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, που αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Και τούτο, διότι μια απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση, (όσον αφορά τον παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, και στην δεύτερη, (όσον αφορά τον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας τους, αφού το δικαστήριο επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών πρέπει να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι η έννοια της αναλογικότητας είναι έννοια αυστηρότερη του “ευλόγου” και συνακόλουθα το “εύλογο” εμπεριέχεται αναγκαίως στο “ανάλογο”. Άλλωστε την αρχή αυτή, υπό την προεκτεθείσα έννοια, εκφράζει και η υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, υπό την έννοια ότι πρέπει να υπάρχει μια ανεκτή σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκει κάθε μέτρο, το οποίο αποστερεί ένα άτομο από θεμελιακό δικαίωμά του, όπως από την ιδιοκτησία του. Ενόψει όλων αυτών η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς το ύψος του ποσού της επιδικασθείσης χρηματικής ικανοποίησης, πρέπει να ελέγχεται αναιρετικά, για το αν παραβιάζεται ευθέως ή εκ πλαγίου (άρθρο 559 Κ.Πολ.Δικ. αναλόγως από τους αρ. 1 ή 19), η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος) υπό την προεκτεθείσα έννοια, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας (Ολ.ΑΠ 9/2015, ΑΠ 159/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

ΙΙ. Εξάλλου, κατά το άρθρο 537 Κ.Πολ.Δ., αν περισσότεροι νικήθηκαν με την ίδια απόφαση και για τους ίδιους λόγους και ένας μόνο άσκησε έφεση, η απόφαση που δέχεται την έφεση ισχύει και υπέρ των ομοδίκων που δεν άσκησαν έφεση εφόσον δεν αποδέχθηκαν την πρωτόδικη απόφαση. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι τα ευνοϊκά αποτελέσματα της απόφασης του Εφετείου καταλαμβάνουν κατ΄ αρχήν εκείνους από τους απλούς ομοδίκους που δεν προσέβαλαν αυτοτελώς με έφεση την πρωτόδικη απόφαση. Η παραπάνω διάταξη, κατ` απόκλιση από την αρχή ότι η ενέργεια της εφετειακής απόφασης ωφελεί και βλάπτει κατ` αρχήν μόνο τους διαδίκους της έκκλητης δίκης καθώς και όσους τρίτους υπόκεινται στο δεδικασμένο (άρθρα 325 – 329 Κ.Πολ.Δ) ή την εκτελεστότητα (άρθρα 919 – 920 Κ,Πολ.Δ), εισάγει μια διεύρυνση της υποκειμενικής ενέργειας από την εφετειακή απόφαση, που δέχεται την έφεση ενός ή και περισσοτέρων από τους ομοδίκους, που ηττήθηκαν με την ίδια απόφαση και για τους ίδιους λόγους. Για την εφαρμογή του άρθρου 537 Κ,Πολ.Δ., το οποίο λειτουργεί όταν ένας από τους περισσότερους ομοδίκους άσκησε έφεση και στη συνέχεια εκδόθηκε απόφαση από το Εφετείο που την έκανε δεκτή, απαιτείται να υπάρχει ταυτότητα αιτιολογικού και διατακτικού της πρωτόδικης απόφασης ως προς όλους τους ομοδίκους. Στην Κ.Πολ.Δ 537 πρόκειται περί επεκτάσεως των ορίων του δεδικασμένου και όχι περί πλασματικής αναγνώρισης της ιδιότητας διαδίκου στους μη εκκαλέσαντες. Αρνητική προϋπόθεση για την εφαρμογή της παραπάνω διάταξης τίθεται η μη αποδοχή της πρωτόδικης απόφασης από τους μη εκκαλέσαντες ωφελούμενους ομοδίκους. Όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 294, 297, 298 και 299 του Κ.Πολ.Δ., η αποδοχή απόφασης, πριν ασκηθεί κάποιο ένδικο μέσο εναντίον της, η οποία υποδηλώνει παραίτηση από το δικαίωμα της άσκησης του, για την οποία παραίτηση δεν απαιτείται η τήρηση ορισμένου τύπου, μπορεί να γίνει είτε ρητώς, με τη τήρηση των διατυπώσεων που διαγράφονται στη διάταξη του άρθρου 297 του ίδιου Κώδικα και συγκεκριμένα με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή με δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο αυτού που παραιτείται, είτε σιωπηρώς με πράξεις από τις οποίες σαφώς συνάγεται η πρόθεση αυτή. Αποδοχή της απόφασης, κατά την κρατούσα άποψη, δεν συνάγεται από την παραμέληση άσκησης έφεσης μέσα στη νόμιμη προθεσμία. Η λειτουργία της ΚΠολΔ 537 συνίσταται στην καθ` υποκείμενα επέκταση από την εφετειακή απόφαση του ουσιαστικού δεδικασμένου και σε πρόσωπα που δεν ήσαν διάδικοι στην κατ` έφεση δίκη. Η επέκταση αυτή επέρχεται ευθέως εκ του νόμου με τη συνδρομή των οριζόμενων διατυπώσεων. Δεν προκύπτει από το άρθρο 537 Κ.Πολ.Δ. ότι στην απόφαση του Εφετείου πρέπει να διαλαμβάνεται σχετική διάταξη υπέρ του μη εκκαλέσαντος αλλά ωφελούμενου ομοδίκου. Ούτε από τη διάταξη προκύπτει ανάγκη ενεργού συμμετοχής στην κατ` έφεση δίκη του μη εκκαλέσαντος ομοδίκου. Η καθ` οιονδήποτε άλλο νόμιμο τρόπο συμμετοχή στην εφετειακή δίκη του μη εκκαλέσαντος ομοδίκου δεν αποτελεί αποκλειστικό τρόπο εισόδου στη δίκη αυτή για τη διαπίστωση του αυτοδικαίως και υπέρ αυτού επεκτεινόμενου ευνοϊκού δεδικασμένου. Τούτο δύναται να επέλθει και επ` ευκαιρία άλλης δίκης όπως είναι π.χ. η αναγνωριστική αγωγή που ανοίγεται απ` αυτόν προς διαπίστωση της επέκτασης αυτής, η ανακοπή (αρθρ. 933 Κ.Πολ.Δ.) κατά της επισπευδόμενης σε βάρος του εκτέλεσης από τον πρωτοδίκως νικήσαντα διάδικο βάσει της πρωτόδικης απόφασης που εν τω μεταξύ κατέστη τελεσίδικη λόγων άπρακτης παρόδου της προθεσμίας άσκησης έφεσης, στα πλαίσια της οποίας αξιώνεται από τον μη εκκαλέσαντα ομόδικο το υψηλότερο ποσό που επιδικάστηκε στον ενάγοντα σε βάρος του μη εκκαλέσαντος ομοδίκου με την πρωτόδικη απόφαση. Κατά της εκτέλεσης αυτής ο μη εκκαλέσας ομόδικος δύναται να προβάλει το υπέρ αυτού προκύψαν ευνοϊκό δεδικασμένο από την εφετειακή απόφαση που δέχθηκε κατ` ουσίαν την έφεση άλλου ομοδίκου. Στην ανοιγόμενη αυτή δίκη επί της ανακοπής θα ερευνηθούν από το δικαστήριο οι προϋποθέσεις επέκτασης ή μη του ευνοϊκού δεδικασμένου. Αν η θέση του δικαστηρίου αυτού είναι θετική, θα πρέπει να κηρυχθεί απλώς ανενεργός ο τίτλος δηλαδή η πρωτόδικη απόφαση έναντι του μη εκκαλέσαντος ομοδίκου με συνέπεια να μη δύναται να γίνει εκτελεστή. Η πρωτόδικη απόφαση, τυπικά διατηρείται και δεν εξαφανίζεται αφού δεν ασκήθηκε έφεση κατ` αυτής από τον μη εκκαλέσαντα ομόδικο. Παρόλο ότι δεν εξαφανίζεται ως προς τον μη εκκαλέσαντα ομόδικο παρακωλύεται η επέλευση ως προς αυτόν του εξ αυτής δεδικασμένου. Αντί αυτής επέρχεται το ευνοϊκό δεδικασμένο από την εφετειακή απόφαση που δέχθηκε την έφεση άλλου ομοδίκου. Πάντως πρέπει να επισημανθεί ότι ο μη εκκαλέσας ομόδικος, εφόσον δεν υπήρξε διάδικος στην εφετειακή δίκη, δεν νομιμοποιείται να ασκήσει αναίρεση κατά της δυσμενούς γι` αυτόν πρωτόδικης απόφασης που κατέστη τελεσίδικη με την άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας άσκησης έφεσης. Τέτοια νομιμοποιητική εξουσία για άσκηση αναίρεσης δεν μπορεί κατά νόμο να προσδώσει στον μη εκκαλέσαντα ομόδικο η σκέψη της εφετειακής απόφασης ως προς τον τελευταίο που παρέστη στο Εφετείο μόνο με την ιδιότητα του εφεσίβλητου ότι η ευνοϊκή απόφαση του Εφετείου που δέχεται την έφεση του εκκαλέσαντος ομοδίκου ωφελεί μόνο αυτόν και όχι άλλο ομόδικο και τούτο γιατί τέτοια σκέψη του εφετείου είναι αντίθετη προς το περιεχόμενο του άρθρου 537 Κ.Πολ.Δ, όπως αυτό αναλύθηκε παραπάνω. ( ΑΠ 3/2014, ΑΠ 187/2007, Εφ.Πειρ. 87/2015, ΑΠ 1906/2005, Εφ.Πειρ.

165/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, οι εφεσίβλητοι – αντεκκκαλούντες εξέθεταν στην από 19-1-2015 και με αρ. καταθ. δικογράφου …/2015 αγωγή τους κατά. 1) της ασφαλιστικής εταιρίας ΄΄………΄΄, ήδη εκκαλούσας – αντεφεσίβλητης, 2) του …… και 3) της ………,  κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου της, ότι στον Πειραιά  στις 23-2-2013 και περί ώρα 3 π.μ , ο δεύτερος εναγόμενος …….., οδηγώντας το Ι.Χ.Ε αυτοκίνητο με αρ. κυκλοφ. …………, ιδιοκτησίας της τρίτης εναγομένης …….., το οποίο ήταν ασφαλισμένο για την αστική ευθύνη έναντι τρίτων στην πρώτη εναγόμενη (και ήδη εκκαλούσα-αντεφεσίβλητη) ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία “……….’’, προκάλεσε, από αποκλειστική υπαιτιότητά του, το θάνατο του ………., τέκνου των δύο πρώτων των εναγόντων και αδερφού της τρίτης εξ αυτών, κατά τη σύγκρουση του ως άνω οχήματος (η οποία έγινε υπό τις συνθήκες που αναλυτικά περιγράφονται στην αγωγή), με την δίκυκλη μοτοσικλέτα με αρ. κυκλοφ. ……….., στην οποία αυτός συνεπέβαινε μαζί με τον οδηγό αυτής ………, ο οποίος επίσης απεβίωσε εξαιτίας του ατυχήματος. Για την αιτία αυτή, ζητούσαν, όπως παραδεκτά μετέτρεψαν μερικώς το αίτημα της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου τους ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση , πρακτικά αυτού, αλλά και με τις πρωτόδικες προτάσεις τους (άρθ.223 ΚΠολΔ), να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον έκαστος, να καταβάλουν σε καθένα από τους ενάγοντες, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ψυχικής οδύνης που υπέστησαν από τον θάνατο του ως άνω συγγενή τους, το ποσό των 20.000 ευρώ, καθώς επίσης να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι, επίσης εις ολόκληρον, οφείλουν να καταβάλουν. στον πρώτο των εναγόντων το ποσό των 5.313,50 ευρώ,  ως αποζημίωση για τα έξοδα κηδείας του ως άνω θανόντος -γιού του, καθώς και ως  χρηματική ικανοποίηση λόγω της ψυχικής του οδύνης, το ποσό των 229.956 ευρώ, αφαιρουμένου του ποσού των 44 ευρώ, του οποίου αιτήθηκε την επιδίκαση ως πολιτικώς ενάγων κατά την ποινική δίκη (και συνολικά 235.269,50 ευρώ), στην δεύτερη των εναγόντων, το ποσό των 18.000 ευρώ , λόγω της αξίωσης διατροφής της έναντι του θανόντος την οποία απώλεσε (5 έτη χ 12 μήνες χ 300 ευρώ ανά μήνα) και ως χρηματική ικανοποίησή της για την ψυχική της οδύνη το ποσό των 229.956 ευρώ, από το οποίο επίσης έχει αφαιρεθεί  το ποσό των 44 ευρώ, που αιτήθηκε την επιδίκαση ως πολιτικώς ενάγουσα κατά την ποινική δίκη (και συνολικά 247.956 ευρώ) και στην τρίτη των εναγόντων, το ποσό των 4.800 ευρώ, επίσης λόγω της αξίωσης διατροφής της έναντι του θανόντος την οποία απώλεσε ( 2 έτη χ 12 μήνες χ 200 ευρώ ανά μήνα) και το ποσό των 230.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίησή της για την ψυχική της οδύνη (και συνολικά 234.800 ευρώ), όπως τα επιμέρους κονδύλια αναφέρονται στην αγωγή και όλα τα ανωτέρω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση .

Με την υπ’αρ. 3971/2015 οριστική απόφασή του το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη, ακολούθως την απέρριψε, όσον αφορά στα αιτήματά της περί επιδίκασης διατροφής στην δεύτερη και τρίτη των εναγόντων, ως ουσιαστικά αβάσιμη, ως προς δε το σημείο αυτό δεν προσβάλλεται η αγωγή με την έφεση ή την αντέφεση. Εν συνεχεία, κατά τα λοιπά, την έκανε την εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη, υποχρέωσε δε τους εναγόμενους, τον καθένα εις ολόκληρον, να καταβάλλουν σε έκαστο εκ των εναγόντων ,ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, το ποσό των 20.000 ευρώ, και αναγνώρισε ότι οι εναγόμενοι, για την ίδια αιτία, επίσης εις ολόκληρον ο καθένας, οφείλουν να καταβάλουν σε κάθε έναν από τους πρώτους δύο των εναγόντων ,το ποσό των 70.000 ευρώ και στην τρίτη των εναγόντων το ποσό των 40.000 ευρώ, καθώς και στον πρώτο των εναγόντων επιπλέον το ποσό των 4.250,80 ευρώ, ως αποζημίωση για τις δαπάνες που κατέβαλε για τα έξοδα κηδείας του θανόντος, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα σε αυτήν .

            Ήδη κατά της ως άνω οριστικής αποφάσεως παραπονείται η πρώτη εναγόμενη -ήδη εκκαλούσα –αντεφεσίβλητη ασφαλιστική εταιρία (ενώ οι λοιποί δύο εναγόμενοι δεν άσκησαν έφεση) με την κρινόμενη έφεσή της για τους λόγους που εκθέτει σ΄αυτήν και ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την εξαφάνισή της , άλλως τη μεταρρύθμισή της, ώστε να απορριφθεί η ως άνω αγωγή των αντιδίκων της.

Επίσης κατά της ίδια απόφασης παραπονούνται οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες, με την κρινόμενη αντέφεσή τους, για  τους λόγους που εκθέτουν σ΄αυτήν, οι οποίοι αφορούν κεφάλαια της εκκαλουμένης απόφασης που, αναγκαίως συνέχονται, με τα κεφάλαια τα οποία πλήττονται με την κρινόμενη έφεση, και ανάγονται επίσης σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν δε τη μεταρρύθμισή της ως προς τα κεφάλαια αυτά, ώστε να γίνει συνολικά δεκτή η ως άνω αγωγή τους κατά της αντιδίκου τους εκκαλούσας –αντεφεσίβλητης.

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του  µάρτυρα των εναγόντων, ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, η οποία εμπεριέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση, πρακτικά αυτού, καθώς και όλων των εγγράφων, που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, ορισμένα από τα οποία μνημονεύονται ειδικώς παρακάτω, χωρίς να παραλείπεται κάποιο για την ουσιαστική εκτίμηση της υπόθεσης, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

Στις 23-2-2013 και περί ώρα 3 π.μ στον Πειραιά, ο ………., επέβαινε στην δίκυκλη μοτοσικλέτα με αρ. κυκλοφ….., την οποία οδηγούσε ο …. επί της οδού Γρηγορίου Λαμπράκη, η οποία είναι διπλής κατεύθυνσης, στο ρεύμα κυκλοφορίας από την οδό Πειραιώς προς το Πασαλιμάνι, ενώ κατά την ίδια στιγμή ο δεύτερος των εναγομένων ……, οδηγώντας το ΙΧΕ αυτοκίνητο με αρ. κυκλοφ. ……., ιδιοκτησίας της τρίτης εναγομένης ……., το οποίο ήταν ασφαλισμένο για την αστική ευθύνη έναντι τρίτων στην πρώτη των εναγομένων (και ήδη εκκαλούσα-αντεφεσίβλητη) ασφαλιστική εταιρία “. …΄΄,εκινείτο στο αντίθετο ρεύμα της ως άνω οδού.  Όταν τα δύο οχήματα βρισκόταν στο ύψος του Ο.Α 2-4 , ο δεύτερος εναγόμενος, οδηγός του ως άνω αυτοκινήτου, στην προσπάθειά του να πραγματοποιήσει προσπέραση προπορευομένου αυτοκινήτου, που οδηγούσε η ………., έχασε τον έλεγχο του οχήματός του, με αποτέλεσμα να εισέλθει στο αντίθετο, με το δικό του, ρεύμα κυκλοφορίας της παραπάνω οδού (Γρ. Λαμρπράκη) και αφού προσέκρουσε σε τρία σταθμευμένα αυτοκίνητα, να επιπέσει επί της ως άνω μοτοσικλέτας .Εξαιτίας της εν λόγω σύγκρουσης, προκλήθηκε ο θανάσιμος τραυματισμός τόσο του οδηγού της μοτοσικλέτας, όσο και του συνεπιβαίνοντος σε αυτήν  ……. , τέκνου των δύο πρώτων των εναγόντων και αδερφού της τρίτης εξ αυτών. Αποκλειστικός υπαίτιος του παραπάνω ατυχήματος ,όπως κρίθηκε και από την εκκαλουμένη, ήταν ο δεύτερος εναγόμενος- οδηγός του προαναφερθέντος αυτοκινήτου, ο οποίος δεν κατέβαλε την επιμέλεια που όφειλε και μπορούσε κατά τις περιστάσεις, ως μέσος συνετός οδηγός, ώστε να αποφευχθεί το ατύχημα. Ειδικότερα δεν οδηγούσε με συνεχώς τεταμένη την προσοχή του, ούτε ασκούσε τον έλεγχο του οχήματός του, αλλά αντιθέτως βαίνοντας με μεγάλη ταχύτητα, πέραν τη επιτρεπομένης  (που ήταν 50 χιλ. ανά ώρα), ήτοι περί τα 90 χιλ. ανά ώρα ,όπως κι ο ίδιος αναφέρει στην από 27-2-2013 απολογία του ως κατηγορουμένου στα πλαίσια της ποινικής διαδικασίας, προκειμένου να προβεί σε προσπέραση άλλου, έμπροσθεν αυτού κινούμενου οχήματος, έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου του κι εισήλθε στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας με αποτέλεσμα να συγκρουσθεί με την ως άνω μοτοσικλέτα, χωρίς καν να προβεί σε τροχοπέδηση για να την αποφύγει, καθώς ,όπως αναφέρεται στην από 26-2-2013 έκθεση αυτοψίας τροχαίου ατυχήματος, δεν βρέθηκαν ίχνη τροχοπεδήσεως. Τα παραπάνω, πέραν της έκθεσης αυτοψίας και τα όσα  ο ίδιος ο υπαίτιος οδηγός αναφέρει στην ως άνω απολογία του, προκύπτουν τόσο από την κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης, (ενώ οι εναγόμενοι δεν εξέτασαν μάρτυρα), όσο και από τις από 26-2-2013 και 5-6-2013 εκθέσεις κατάθεσης των αυτόπτων, στο ατύχημα, μαρτύρων ……. κι ……….., που λήφθηκαν στα πλαίσια της ποινικής διαδικασίας. Την υπαιτιότητα, άλλωστε, του δεύτερου εναγομένου, ως προς την πρόκληση του ατυχήματος, δεν αρνήθηκαν οι εναγόμενοι και ειδικότερα συνομολογήθηκε από την πρώτη εξ αυτών- ήδη εκκαλούσα, ούτε πλήττεται το κεφάλαιο αυτό της εκκαλουμένης με την κρινόμενη έφεση. Εξάλλου, με την υπ΄αρ. 1175/2016 απόφαση του Πενταμελούς Στρατοδικείου Αθηνών, που, όπως προκύπτει από την από 7-2-2018 βεβαίωση του Γραμματέα αυτού, έχει καταστεί αμετάκλητη, ο δεύτερος εναγόμενος …… ., κηρύχθηκε ένοχος για την πράξη της ανγθρωποκτονίας από αμέλεια κατά συρροή, σχετικά με την πρόκληση του θανάτου των ως άνω επιβαινοντων στη προαναφερθείσα μοτοσικλέτα, κατά το ένδικο ατύχημα.

Προέκυψε, όμως, ότι ο ως άνω θανών, επέβαινε στην εν λόγω μοτοσικλέτα, κατά το χρόνο που συνέβη το ατύχημα, χωρίς να φορά προστατευτικό κράνος, όπως αναφέρεται στην  παραπάνω έκθεση αυτοψίας αλλά όπως συνάγεται και από τα όσα καταθέτει ο ίδιος ο μάρτυρας απόδειξης …………. (θείος του θανόντος), γεγονός που συνετέλεσε και συνδέεται αιτιωδώς με τον προκληθέντα εκ της επίμαχης σύγκρουσης, θάνατό του, ο οποίος οφείλεται σε βαριές κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις (βλ. υπ΄ αρ. πρωτ. ….. από 27-2-2013 ιατροδικαστική έκθεση νεκροψίας-νεκροτομής του ιατροδικαστή …….). Ο θανών, λοιπόν, βαρύνεται, κατά την κρίση του δικαστηρίου, όπως έκρινε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, γενομένης εν μέρει δεκτής της σχετικής ένστασης των εναγομένων (άρθρο 300 ΑΚ) και ως ουσιαστικά βάσιμης, με συντρέχουσα υπαιτιότητα, ως προς την πρόκληση του θανάτου του, σε ποσοστό 20%, απορριπτομένου ως αβάσιμου του δεύτερου λόγου της αντέφεσης, στον οποίο διατείνονται οι ενάγοντες ότι ο θάνατος του συγγενή τους ……. θα είχε συμβεί, λόγω των συνθηκών του ατυχήματος και της μεγάλης ταχύτητας με την οποία προσέκρουσε το ως άνω ζημιογόνο αυτοκίνητο που οδηγούσε ο δεύτερος εναγόμενος στην μοτοσικλέτα, ακόμη κι αν φορούσε κράνος. Δεδομένου, όμως, όπως προεκτέθηκε, του γεγονότος ότι, η κύρια αιτία θανάτου του ως άνω θανόντος ήταν οι κρανιογκεφαλικές κακώσεις κι όχι ο τραυματισμός του σε κάποιο σημείο του σώματός του, είναι πολύ πιθανόν, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, να είχε αποφευχθεί, αν φορούσε προστατευτικό κράνος.

Περαιτέρω, αποδείχθηκε, ότι ο πρώτος ενάγων, πατέρας του θανόντος, αναγκάστηκε να καταβάλει για τα έξοδα της κηδείας αυτού και της κατασκευής μνήματος 5.513, 50 ευρώ (όπως αυτά αναλυτικά αναφέρονται στην αγωγή και αναγράφονται α) στην υπ’αρ. …../28-2-2013 απόδειξη ποσού 4.065 ευρώ του Γραφείου Τελετών του ……, β) από 28-2-2013 δύο αποδείξεις ,ποσού 450 και 148,50 ευρώ, αντίστοιχα της εταιρίας ΄΄……. ΄΄ και γ) υπ΄αρ……../27-3-3013 απόδειξη της εταιρίας ΄΄……….. ΄΄ ), που δεν αμφισβήτησαν ειδικά οι εναγόμενοι και τα οποία οφείλουν να του καταβάλουν. Το ποσό αυτό πρέπει, όμως, να  μειωθεί κατά το ποσοστό συνυπαιτιότητας του θύματος (20%) στην επέλευση του θανάτου του και να διαμορφωθεί έτσι στα 4.250,80 ευρω, όπως έκρινε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Ως προς το κονδύλι δε αυτό, δεν πλήττεται η εκκαλουμένη με την κρινόμενη εφεση.

Εξάλλου, προέκυψε ότι ο θανών ο οποίος ήταν 26 ετών ,κατά το χρόνο του ατυχήματος και εργαζόταν ως μάγειρας σε εστιατόριο, συγκατοικούσε με τους ενάγοντες , εκ των οποίων οι πρώτοι δύο ήταν γονείς του κι η τρίτη αδερφή του, όπως προαναφέρθηκε, με τους οποίους διατηρούσε πολύ καλές σχέσεις, όπως αναφέρει και ο ως άνω μάρτυρας των εναγόντων. Τους συνέδεαν δε στενοί δεσμοί αγάπης ,ενώ ο θανών συμμετείχε με τα οικονομικά μέσα που διέθετε στις ανάγκες της πατρικής οικογένειάς του, δεδομένου ότι ο ίδιος δεν είχε ακόμη δημιουργήσει δική του οικογένεια. Το Δικαστήριο ,συνεπώς, από τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν, οδηγείται στην κρίση ότι οι ενάγοντες υπέστησαν ψυχική οδύνη λόγω του θανάτου του προαναφερθέντος συγγενικού τους προσώπου, λαμβάνοντας δε υπόψη τις συνθήκες του ατυχήματος, το βαθμό του πταίσματος του δεύτερου εναγομένου -οδηγού του ζημιογόνου αυτοκινήτου και την συνυπαιτιότητα του θανόντος, την ηλικία αυτού, του βαθμού συγγενείας του θανόντος με τον καθένα από τους ενάγοντες, την κοινωνικοοικονομική κατάσταση των μερών, πλην της ασφαλιστικής εταιρίας της οποίας η ευθύνη είναι εγγυητική, κρίνει με βάση τα διδάγματα της ανθρώπινης εμπειρίας και της λογικής ότι πρέπει να επιδικασθεί σ΄αυτούς ως χρηματική ικανοποίηση  για την ηθική παρηγοριά και ψυχική ανακούφιση τους, σε κάθε έναν από τους πρώτο και δεύτερη των εναγόντων, το ποσό των 65.000 ευρώ και στην τρίτη ενάγουσα, το ποσό των 45.000 ευρώ, τα οποία κρίνονται εύλογα, σύμφωνα και με την αρχή της αναλογικότητας ,κατά τα αναλυτικά προαναφερθέντα στην (υπό στοιχ.Ι) μείζονα σκέψη, γενομένου εν μέρει δεκτού ,για το ποσά αυτά, αντίστοιχα, του σχετικού αιτήματος της αγωγής και ως ουσιαστικά βάσιμου και όχι το ποσό των 90.000 ευρώ, για κάθε έναν από τους δύο πρώτους ενάγοντες, και των 60.000 ευρώ για την τρίτη ενάγουσα, που επεδίκασε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο κρίνεται υπερβολικό, γενομένου εν μέρει δεκτού του σχετικού πρώτου λόγου της έφεσης κι απορριπτομένου του σχετικού πρώτου λόγου της αντέφεσης με τον οποίο ζητείται η επιδίκαση μεγαλύτερου, και συγκεκριμένα του αιτούμενου από τους αντεκκαλούντες – ενάγοντες ποσού.

Συνεπώς ο πρώτος ενάγων δικαιούται το συνολικό ποσό των 69.250 ,80 ευρώ, ήτοι. 4.250,80 ευρώ ως αποζημίωση για τα έξοδα κηδείας του θανόντος στο ατύχημα- γιού του, καθώς και το ποσό των 65.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ψυχικής οδυνης που υπέστη, ενώ για την τελευταία αυτή αιτία, κατά τα προεκτεθέντα, η δεύτερη ενάγουσα δικαιούται επίσης το ποσό των 65.000 ευρώ και η τρίτη ενάγουσα το ποσό των 45.000 ευρώ, εκ των οποίων το ποσό των 20.000 ευρώ, για κάθε ενάγοντα, κατά τον ως ανω περιορισμό του αιτήματός της αγωγής, θα υποχρεωθεί η πρώτη εναγομένη να τους καταβάλει, ενώ το λοιπό ως άνω ποσό για κάθε ενάγοντα, θα αναγνωρισθεί ότι οφείλει να τους καταβάλει (η πρώτη εναγομένη) , αφού έχει αφαιρεθεί από αυτό ,το ποσό των 44 ευρώ, που ζήτησαν ως πολιτικώς ενάγοντες, οι πρώτοι δύο ενάγοντες, κατά την ποινική δίκη. Όλα δε τα παραπάνω ποσά, με το νόμιμο τόκο (επιδικίας) από την επομένη της επίδοσης της αγωγής έως την εξόφληση και όχι με τον τόκο υπερημερίας ,όπως αιτήθηκε η πρώτη εναγομένη και επαναφέρεται το αίτημά αυτό με τον δεύτερο λόγο της έφεσής της, διότι αφενός μεν, μετά την ισχύ της διάταξης του αρ. 346 ΑΚ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 ν. 4055/2012, ο περιορισμός του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό δε συνιστά, σύμφωνα με τη νέα ρύθμιση, λόγο για την κατ’ εξαίρεση επιδίκαση του τόκου υπερημερίας, παρά του περί του αντιθέτου αβάσιμου ισχυρισμού της πρώτης εναγομένης, ο οποίος πρέπει να επιδικάζεται μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο οφειλέτης χρηματικής απαίτησης ευλόγως αντιδικεί, δεδομένου ότι μοναδικό κριτήριο για την εξαίρεση από την επιδίκαση τόκου επιδικίας, είναι το εύλογο ή όχι της αντιδικίας (ΑΠ 1207/2017,ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το παρόν ,δε, δικαστήριο δεν κρίνει ότι συντρέχει κάποια από τις προς τούτο προϋποθέσεις του άρθρου 346 ΑΚ, ούτε ότι συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις ώστε να επιδικασθούν τα εν λόγω ποσά με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας, απορριπτομένου του ως άνω λόγου της έφεσης ως αβάσιμου.

Κατόπιν τούτων ,το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, στο βαθμό που κατέληξε σε διαφορετική κρίση με το παρόν, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις .Πρέπει, συνεπώς, κατά το βάσιμο περί τούτο λόγο της  έφεσης να εξαφανισθεί, ως προς την πρώτη εναγομένη ως προς τις ως άνω διατάξεις της, στο σύνολο της όμως και ως προς το μη ανατρεπόμενο μέρος της, για την ενότητα της εκτέλεσης (βλ. Σαμουήλ ΄΄Η έφεση΄΄,εκδ.2009, σελ.447). Ακολούθως, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση δεκτή ως βάσιμη και κατ΄ ουσίαν και να απορριφθεί η αντέφεση ως κατ΄ουσιαν αβάσιμη και αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό και ερευνηθεί, κατ΄ ουσίαν, η ως άνω αγωγή, κατά τις παραπάνω διατάξεις της, πρέπει να γίνει αυτή εν μέρει δεκτή, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, και ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η πρώτη εναγομένη να καταβάλει  σε κάθε έναν από τους τρείς ενάγοντες το ποσό των 20.000 ευρώ καθώς επίσης να αναγνωριστεί ότι (η πρώτη εναγομένη) οφείλει να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα , το ποσό των 49.250,80 ευρώ , στην δεύτερη ενάγουσα, το ποσό των 45.000 ευρώ και στην τρίτη ενάγουσα το ποσό των 25.000 ευρώ, , όλα τα παραπάνω ποσά, με το νόμιμο τόκο (επιδικίας) από την επομένη της επίδοσης της αγωγής έως την εξόφληση. Ας σημειωθεί δε ότι δεν είναι ανάγκη να περιληφθεί στην απόφαση αυτή σχετική διάταξη περί επέκτασης του αποτελέσματος της παρούσας δίκης και στους μη εκκαλούντες δεύτερο και τρίτη  των εναγομένων, απλούς ομοδίκους της πρώτης εναγομένης ασφαλιστικής εταιρίας – εκκαλούσας, αφού, κατά τα προαναφερθέντα στην (υπό στοιχ.ΙΙ) μείζονα σκέψη, η επέκταση αυτή επέρχεται ευθέως από το νόμο, όταν συντρέχουν οι  προϋποθέσεις που ορίζονται από το άρθρο 537 ΚΠολΔ, αν προκύψει δε ζήτημα ως προς την επέκταση ή μη του αποτελέσματος της εφετειακής δίκης στους μη εκκαλέσαντες ομοδίκους -δεύτερο και τρίτη των εναγομένων, θα λυθεί αυτό παρεμπιπτόντως σε άλλη δίκη λ.χ. με αναγνωριστική αγωγή ή με αποκοπή κατά της εκτέλεσης.

Πρέπει, ακόμη ,μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων -εφεσίβλητων να επιβληθούν, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους ,εις βάρος της πρώτης εναγομένης-εκκαλούσας και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας των διαδίκων, αντίστοιχα, και ανάλογα με την έκταση αυτής (άρθρα 178, 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα αυτά ορίζονται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης. Τέλος, θα διαταχθεί ,κατ΄ άρθρο 495 παρ.3  εδ. ε΄  ΚΠολΔ ,η απόδοση του αναφερομένου, επίσης, στο διατακτικό, παραβόλου στην, καταθέσασα αυτό, εκκαλούσα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣυνεκΔικάζει τις, αναφερόμενες στο σκεπτικό της παρούσας απόφασης, έφεση και αντέφεση ,κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται την έφεση και την αντέφεση  κατά το τυπικό τους μέρος .

Απορρίπτει την αντέφεση κατ΄ ουσίαν .

Δέχεται την έφεση και κατά το ουσιαστικό της μέρος.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ΄αρ. 3971/2015 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε τη διαφορά των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητο, ως προς την πρώτη εναγομένη-εκκαλούσα.

Κρατεί την αγωγή.

Δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση.

Απορρίπτει ότι έκρινε ως απορριπτέο.

Δέχεται εν μέρει την υπ’ αρ. κατάθεσης δικογράφου …../2015 αγωγή.

Υποχρεώνει την πρώτη εναγομένη να καταβάλει σε κάθε έναν από τους τρεις ενάγοντες το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ ,με το νόμιμο τόκο (επιδικίας) από την επομένη της επίδοσης της αγωγής έως την εξόφληση.

Αναγνωρίζει ότι η πρώτη εναγομένη οφείλει να καταβάλει . α) στον πρώτο ενάγοντα, το ποσό των σαράντα χιλιάδων, διακοσίων πενήντα ευρώ και ογδόντα λεπτών (49.250,80 ευρώ ) ,β) στην δεύτερη ενάγουσα , το ποσό των σαράντα πέντε χιλιάδων (45.000) ευρώ και γ) στην τρίτη ενάγουσα, το ποσό των είκοσι πέντε χιλιάδων (25.000) ευρώ, με το νόμιμο επίσης τόκο (επιδικίας) από την επομένη της επίδοσης της αγωγής έως την εξόφληση.

Επιβάλλει μέρος από τα δικαστικά έξοδα των εναγόντων, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, εις βάρος της πρώτης των εναγομένων, τα οποία ορίζει σε έξι χιλιάδες, επτακόσια (6.700)  ευρώ.

Διατάσσει την απόδοση του (e)-παραβόλου  του δημοσίου με αρ. ………../2017 (ποσού 100 ευρώ), στην καταθέσασα –εκκαλούσα,

 

KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 3 Μαΐου 2018 , απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                H  ΓPAMMATEAΣ