Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 110/2018

Αριθμός    110 /2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Δ.Π.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύµφωνα µε τη διάταξη του άρθρου 309 εδ. β΄ του ΚΠολΔ, όσες αποφάσεις δεν κρίνουν οριστικά µπορούν είτε αυτεπαγγέλτως είτε µε πρόταση κάποιου διαδίκου, που υποβάλλεται µόνο στη διάρκεια της συζήτησης της υπόθεσης και όχι αυτοτελώς, να ανακληθούν σε κάθε στάση της δίκης από το Δικαστήριο που τις εξέδωσε εωσότου εκδοθεί οριστική απόφαση. Στάση της δίκης, δηµιουργεί και η κλήση προς περαιτέρω προβλεπόµενη από τη διαδικασία, δηλαδή παραδεκτή, συζήτηση, της υπόθεσης, ενώ αυτοτελής αίτηση ανάκλησης µη οριστικής απόφασης δεν συνιστά από µόνη της ικανό λόγο για τη δηµιουργία νόµιµης στάσης της δίκης και παραδεκτής συζήτησης της υπόθεσης (ΑΠ 926/2014, ΑΠ 1515/2013, Κεραµεύς/Κονδύλης/Νίκας: Ερµηνεία ΚΠολΔ, εκ. 2000, άρθρο 309, αρ. 3, σελ. 615-616). Εξάλλου, η ανάκληση µπορεί να γίνει και σιωπηρά, όταν το Δικαστήριο, µολονότι είχε αρχικά διατάξει την αναστολή, προχωρεί στη συνέχεια στην εκδίκαση της υπόθεσης, δίχως να έχει πληρωθεί ο όρος της περάτωσης της ποινικής δίκης (Κεραµεύς/Κονδύλης/Νίκας: ο.π., άρθρο 250, αρ. 6, σελ. 526). Περαιτέρω με την έκδοση της κατά τα άνω απόφασης περί αναστολής της συζήτησης της δίκης, η εκκρεμοδικία διατηρείται, η δε συζήτηση που επαναλαμβάνεται μετά την αναστολή θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης (ΕφΘεσσαλ 38/20011, ΕφΑθ 6778/1985, ΕλλΔνη 1985. 998). Συνεπώς, δεν απαιτείται στη νέα συζήτηση η εκ νέου κατάθεση ιδιαίτερων έγγραφων προτάσεων, αλλά αρκούν και ισχύουν οι έγγραφες προτάσεις που κατατέθηκαν κατά τη συζήτηση της οποίας διατάχθηκε η επανάληψη, επιτρεπομένης βέβαια της συμπλήρωσης αυτών. Στην προκειμένη περίπτωση με την από 20-2-2013 (αρ. καταθ. ……/2013) αγωγή του ο ενάγων, ήδη εκκαλών, ισχυρίστηκε ότι την 4-7-2010 ο πρώτος των εναγομένων, ήδη πρώτος των εφεσίβλητων, οδηγώντας το υπ΄ αρ. κυκλοφορίας ……. ιδιωτικής χρήσεως επιβατικό αυτοκίνητο, το οποίο ήταν ασφαλισμένο για τις προς τρίτους ζηµίες στη δεύτερη των εναγοµένων ασφαλιστική εταιρεία, ήδη δεύτερη των εφεσίβλητων, προκάλεσε από αποκλειστική υπαιτιότητά του υλικές ζημίες στην υπ΄ αρ. κυκλοφορίας …… δίκυκλη μοτοσικλέτα, που ανήκει στην κυριότητά του (ενάγοντος-εκκαλούντος), την οποία οδηγούσε ο ίδιος, καθώς επίσης και τον τραυματισμό του, κατά τη σύγκρουση των εν λόγω οχημάτων που έγινε κάτω από τις συνθήκες που αναφέρονται σ΄ αυτήν (αγωγή). Ζήτησε δε, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι καθένας τους εις ολόκληρον, να του καταβάλουν ως αποζημίωση τα κάτωθι ποσά, ήτοι: α) το ποσό των 3.978,61 ευρώ που αφορά διαφυγόντα κέρδη λόγω της απώλειας του εισοδήµατός του, µετά τον µερικό περιορισµό του ανωτέρω αιτήµατος (κατά το ποσό των 4.211,51 ευρώ) που καταχωρίστηκε στα ταυτάριθµα µε την εκκαλουμένη πρακτικά δηµόσιας συνεδριάσεως και επαναλήφθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, β) το ποσό των 4.038,99 ευρώ για υπηρεσίες αποκλειστικής νοσοκόµας και οικιακής βοηθού και γ) το ποσό των 544,73 ευρώ που αφορά τις υλικές ζηµίες που υπέστη η µοτοσικλέτα του, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Επιπλέον, [επικαλούμενος ότι για την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του απαιτείται το ποσό των 25.045 ευρώ, επιφυλάσσεται όμως ως προς το ποσό των 45 ευρώ, το οποίο προτίθεται να αναζητήσει (με επιφύλαξη) ενώπιον του ποινικού Δικαστηρίου (παριστάμενος ως πολιτικώς ενάγων)], ζήτησε, µετά την μετατροπή του αιτήµατός του από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, που καταχωρίστηκε στα ταυτάριθµα µε την εκκαλουμένη πρακτικά δηµόσιας συνεδριάσεως και επαναλήφθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόµενοι υποχρεούνται, ευθυνόµενοι καθένας τους εις ολόκληρον, να του καταβάλουν το ποσό των 25.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ΄ αρ. 4115/2014 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε στις 22-9-2014, αντιμωλία των διαδίκων, απέρριψε την ένδικη αγωγή ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται με την κρινόμενη από 21-1-2015 (αρ. καταθ. ……/2015) έφεση ο ενάγων και ζητεί να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και να γίνει, καθ΄ ολοκληρίαν, δεκτή η ένδικη αγωγή του. Η έφεση αυτή, συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων στις 22-10-2015 και εκδόθηκε η υπ΄ αρ. 401/2016 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, με την οποία αφού το Δικαστήριο αυτό δέχθηκε, ότι είναι επαρκώς ορισμένη, όπως έκρινε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απορρίπτοντας σιωπηρώς τα αντιθέτως ισχυριζόμενα από τους εναγομένους, καθόσον γίνεται σαφής έκθεση [στο δικόγραφό της (αγωγής)] των αναγκαίων για τη νομική θεμελίωσή της γεγονότων και επιπλέον εκείνων που απαιτούνται για τη δικαιολόγηση της άσκησής της κατά των εναγομένων, καθώς επίσης διαλαμβάνονται σ΄ αυτή όλα τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας απαραίτητα για το ορισμένο της στοιχεία ως προς τα κονδύλια α) της ηθικής βλάβης, β) της δαπάνης (πλασματικής αμοιβής) της νοσοκόμου-οικιακής βοηθού και γ) της απώλειας εισοδήματος-διαφυγόντων κερδών, δέχθηκε  τυπικά την έφεση, ανέβαλε την έκδοση οριστικής αποφάσεως επί της ουσίας, κατ΄ εφαρµογή της διάταξης του άρθρου 250 του ΚΠολΔ και, ειδικότερα, μέχρι αμετακλήτου περατώσεως της αναφερόμενης στο σκεπτικό αυτής (αποφάσεως) ποινικής δίκης με κατηγορούμενο-εκκαλούντα τον πρώτο των εναγομένων, ήτοι για την πράξη της σωματικής βλάβης από αμέλεια. Με την από 14-9-2016 (αρ. καταθ. ……/2016) κλήση του καλούντος-εκκαλούντος, φέρεται προς συζήτηση η προαναφερόμενη από 21-1-2015 (αρ. καταθ. ……./2015) έφεσή του, µετά την έκδοση της προαναφερόμενης υπ΄ αρ. 401/2016 µη οριστικής απόφασης του Δικαστηρίου αυτού. Όπως προκύπτει από τα επικαλούµενα και προσκοµιζόµενα από τους διαδίκους έγγραφα, επί της ανωτέρω ποινικής διαδικασίας εκδόθηκε η υπ΄ αρ. ΒΜ 4623/2014 απόφαση του Β΄ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, με την οποία το ως άνω Δικαστήριο, αφού έκρινε ότι προέκυψε σε βάρος του αμελής συμπεριφορά, κήρυξε ένοχο τον πρώτο των εναγομένων της σωματικής βλάβης από αμέλεια σε βάρος του ενάγοντος και του επέβαλε ποινή φυλάκισης έξι (6) μηνών. Κατά της αποφάσεως αυτής ο κατηγορούμενος (πρώτος των εφεσίβλητων) άσκησε έφεση. Με την υπ΄ αρ. ΑΤ 3810/2016 απόφαση του Α΄ Τριµελούς Πληµµελειοδικείου Πειραιώς, η ποινική δίωξη σε βάρος του εκκαλούντος-κατηγορουµένου (πρώτου των εναγοµένων) έπαυσε υφ΄ όρον, κατ΄ εφαρµογή της διάταξης του άρθρου 8 του Ν. 4411/2016 [με έναρξη ισχύος την 3-8-2016 (ΦΕΚ Α΄ 142/3-8-2016)]. Με βάση τα προαναφερθέντα, στην προκειμένη περίπτωση δεν έχει πληρωθεί ο όρος που έταξε η υπ΄ αρ. 401/2016 µη οριστική απόφαση του Δικαστηρίου αυτού. Παρά ταύτα, όµως, ενόψει του ότι η έφεση νόµιµα εισάγεται προς περαιτέρω συζήτηση, µε την προαναφερόµενη κλήση του καλούντος-εκκαλούντος, το Δικαστήριο κρίνει ότι μετά την έκδοση της ως άνω αποφάσεως του Α΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, με την οποία η ποινική δίωξη σε βάρος του εκκαλούντος-κατηγορουµένου (πρώτου των εναγοµένων) έπαυσε υφ΄ όρον, κατ΄ εφαρµογή της διάταξης του άρθρου 8 του Ν. 4411/2016,  η ανωτέρω µη οριστική απόφασή του πρέπει να ανακληθεί ως προς τη διάταξή της περί αναβολής της έκδοσης οριστικής αποφάσεως επί της ουσίας μέχρι αμετακλήτου περατώσεως της αναφερόμενης στο σκεπτικό αυτής ποινικής δίκης με κατηγορούμενο-εκκαλούντα τον πρώτο των εναγομένων, προκειµένου να αποφευχθεί η παρέλκυση της δίκης, λαµβανοµένου υπόψη και του ότι η αµετάκλητη απόφαση του προαναφερόµενου ποινικού Δικαστηρίου δεν δηµιουργεί δεδικασµένο για τα πραγµατικά γεγονότα, που στηρίζουν την παράλληλη, ένδικη, αστική αξίωση (άρθρο 321 του ΚΠολΔ, ΑΠ 1777/2008).

Από την ως άνω διάταξη του άρθρου 522 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι επί αγωγής αποζημίωσης από αδικοπραξία (άρθρα 914, 297 και 298 του ΑΚ), αν ο εκκαλών με την έφεση προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση ως προς την υπαιτιότητα, συμπροσβάλλεται και το κεφάλαιο της αποζημίωσης για υλικές ζημίες, αλλά και για χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, γιατί στο εκκληθέν κεφάλαιο της υπαιτιότητας περιλαμβάνεται και το κεφάλαιο της αποζημίωσης, το οποίο συνέχεται αναγκαστικά με το κεφάλαιο της υπαιτιότητας (ΑΠ 1092/2002 ΕλλΔνη 45.152, ΕφΑθ 781/2009). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11 περ. β΄ του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το Δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, που προκύπτει και από το συνδυασμό της προς τις διατάξεις των άρθρων 106, 237 εδ. 1 στοιχ. β, 346 και 453 παρ. 1 του ΚΠολΔ, η πρώτη από τις οποίες εισάγει το συζητητικό σύστημα στη διαγνωστική δίκη, δηλαδή της ενέργειας του Δικαστηρίου κατόπιν πρωτοβουλίας των διαδίκων, ως αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν, νοούνται και εκείνες των οποίων δεν έγινε σαφής και ορισμένη επίκληση με τις προτάσεις του διαδίκου που τις προσκόμισε. Σαφής και ορισμένη είναι η επίκληση εγγράφου, όταν είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του. Μπορεί δε η επίκληση αυτή να γίνει είτε με τις προτάσεις της συζητήσεως μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση, είτε με αναφορά δια των προτάσεων αυτών σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζομένων προτάσεων προηγουμένης συζητήσεως, όπου γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση του εγγράφου, κατ΄ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 240 του ΚΠολΔ. Η τελευταία αυτή διάταξη, αναφέρεται βεβαίως στον τρόπο επαναφοράς «ισχυρισμών», έχει όμως εφαρμογή και για την επίκληση αποδεικτικών μέσων, λόγω της ταυτότητος του νομικού λόγου (ΟλΑΠ 23/2008). Συγκεκριμένα κατά το άρθρο 240 του ΚΠολΔ, για την επαναφορά ισχυρισμών που υποβλήθηκαν σε προηγούμενη συζήτηση στο ίδιο ή ανώτερο Δικαστήριο, αρκεί η επανυποβολή τους με σύντομη περίληψη και αναφορά στις σελίδες των προτάσεων της προηγούμενης συζήτησης που τους περιέχουν και που προσκομίζονται απαραιτήτως σε επικυρωμένο αντίγραφο. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως, η επίκληση με τις προτάσεις που υποβάλλονται στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο κατά τη συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται η προσβαλλόμενη απόφαση, ισχυρισμών με γενική αναφορά στις πρωτόδικες προτάσεις, το κείμενο των οποίων ενσωματώνεται στις προτάσεις ενώπιον του Εφετείου, δεν αρκεί, ούτε είναι νόμιμη. Δεν πρόκειται όμως, για ενσωμάτωση, όταν στο κείμενο των προτάσεων της δευτεροβάθμιας δίκης περιέχονται, έστω και αυτούσιες, οι προτάσεις προηγούμενης συζητήσεως, καλυπτόμενες από την υπογραφή του πληρεξουσίου Δικηγόρου στις προτάσεις της δευτεροβάθμιας δίκης, διότι με τον τρόπο αυτό οι προηγούμενες προτάσεις και οι τελευταίες (ενώπιον δηλαδή του Εφετείου) κατέστησαν ενιαίες  (ΑΠ 224/2016).

Από την εκτίμηση της ανωμοτί κατάθεσης του ενάγοντος και της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα του πρώτου των εναγομένων, ………., που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και περιέχονται (οι καταθέσεις) στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι κατ΄ αμφότερα τα στάδια της δευτεροβάθμιας συζητήσεως (ήτοι, κατά την αρχική συζήτηση της 22-10-2015 και κατά την παρούσα συζήτηση της 16-2-2017) και τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 681 Α΄ και  671 παρ. 1 εδ. α του ΚΠολΔ), [ανάμεσα στα οποία έγγραφα  των οποίων για πρώτη φορά στον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας γίνεται επίκληση και προσαγωγή, όχι από πρόθεση στρεψοδικίας ή βαριά αμέλεια (άρθρο 529 του ΚΠολΔ)], μεταξύ των οποίων και οι προσκομιζόμενες μη αμφισβητούμενης γνησιότητας φωτογραφίες (άρθρα 444, 448 και 457 παρ. 4 του ΚΠολΔ), (πρβλ. ΑΠ 1707/2009, ΑΠ 230/2008, ΑΠ 239/2004)], καθώς και αντίγραφα από την σχηματισθείσα σε σχέση με το ένδικο ατύχημα ποινική δικογραφία, τα οποία εκτιμώνται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΟλΑΠ 8/1987, ΑΠ 631/2004, ΑΠ 370/2004), χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σε αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα, και ως προεκτέθηκε, όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται προς σχηματισμό της δικανικής κρίσεως σχετικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723), [σημειώνοντας α) ότι ο πρώτος των εφεσίβλητων, στις προτάσεις του παρόντος βαθμού, περιλαμβάνει, αυτούσιες, τις προτάσεις και την προσθήκη-αντίκρουση της πρωτοβάθμιας συζητήσεως, καλυπτόμενες από την υπογραφή του πληρεξούσιου Δικηγόρου του, και κατά τον τρόπο αυτό έχουν καταστεί ενιαίες προτάσεις, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας), β) ότι η δεύτερη των εφεσίβλητων προσκομίζει και επικαλείται, μεταξύ άλλων και, τις κατά την εφετειακή δίκη (της 22-10-2015) προτάσεις του απλού ομοδίκου της (πρώτου των εφεσίβλητων) που παραστάθηκε χωριστά, στις οποίες περιέχεται, μεταξύ άλλων, και η ένσταση συνυπαιτιότητας και γ) ότι όσοι ισχυρισμοί και ενστάσεις, σχετικά με τα αιτούμενα κονδύλια, προβάλλονται μόνο με τις πρωτόδικες προτάσεις της δεύτερης των εφεσίβλητων και με την προσθήκη και αντίκρουση αυτών, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, χωρίς ειδική μνεία στις προτάσεις του παρόντος βαθμού των ισχυρισμών και ενστάσεων που επαναφέρονται με σύντομη περίληψη και αναφορά στις σελίδες των πρωτόδικων προτάσεων], αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Την 4-7-2010 και περί ώρα 21:20 στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη, ο πρώτος των εναγοµένων, ηλικίας τότε 34 περίπου ετών, οδηγώντας το υπ΄ αρ. κυκλοφορίας ………. ιδιωτικής χρήσεως επιβατικό αυτοκίνητο, το οποίο ήταν ασφαλισµένο για τις προς τρίτους ζηµίες στη δεύτερη των εναγοµένων, ασφαλιστική εταιρεία, κινούταν επί της οδού Νάξου, με κατεύθυνση από το Νέο Φάληρο προς τη Νίκαια. Η οδός Νάξου είναι μονής κατεύθυνσης με μια λωρίδα κυκλοφορίας. Φθάνοντας στο ύψος της συμβολής των οδών Νάξου και Αγίου Ιωάννη Ρέντη ο πρώτος των εναγομένων και προ της ρυθμιστικής της κυκλοφορίας πινακίδας με την ένδειξη STOP η οποία του επέβαλε την υποχρέωση να διακόψει την πορεία του οχήματός του πριν από την είσοδο στον κόμβο και να παραχωρήσει προτεραιότητα στα οχήματα που κινούνταν επί της οδού Αγίου Ιωάννη Ρέντη προς την οποία πλησίαζε, από έλλειψη της προσοχής που όφειλε και μπορούσε να δείξει κάτω από τις συγκεκριμένες περιστάσεις ως μέσος συνετός οδηγός, παραβίασε την ως άνω ρυθμιστική της κυκλοφορίας πινακίδα, κατά τα κατωτέρω αναφερόμενα, και εισήλθε στη διασταύρωση αυτή. Ειδικότερα, ο πρώτος των εναγομένων-οδηγός, αφού ακινητοποίησε το αυτοκίνητο που οδηγούσε, προ της ρυθµιστικής πινακίδας «STOP»,  έλεγξε  εάν κινούνταν οχήµατα επί της οδού Αγίου Ιωάννη Ρέντη από δεξιά προς τα αριστερά σε σχέση με την πορεία του, προκειµένου να παραχωρήσει σ΄ αυτά προτεραιότητα. Τα οχήματα αυτά µετά τη συµβολή των εν λόγω οδών (Νάξου και Αγίου Ιωάννη Ρέντη) είτε θα συνέχιζαν την ευθεία πορεία τους επί της ίδιας οδού (Αγίου Ιωάννη Ρέντη) µε κατεύθυνση την συνοικία του Πειραιώς, Καµίνια, (μέσω της οδού Αγίας Άννης), είτε θα επιχειρούσαν δεξιά στροφή, της οποίας η αριστερή πλευρά της κατά την είσοδο σ΄ αυτή (στροφή), οριοθετείται από την εκεί ευρισκόμενη τσιμεντένια καμπυλωτή διαχωριστική νησίδα, για να εισέλθουν στην οδό Κωνσταντινουπόλεως. Επιπλέον, έλεγξε εάν τυχόν έρχονταν οχήµατα από την οδό Κωνσταντινουπόλεως που βρισκόταν λοξώς απέναντί του, για να εισέλθουν µε αριστερή στροφή, διαβαίνοντας σε σημείο της οδού που οριοθετείται από την προαναφερόμενη τσιμεντένια καμπυλωτή διαχωριστική νησίδα και την εκεί ευρισκόμενη τσιμεντένια τριγωνική διαχωριστική νησίδα, στην οδό Αγίου Ιωάννη Ρέντη και να κατευθυνθούν προς την πλατεία Αγίου Ιωάννη Ρέντη. Η οδός Αγίου Ιωάννη Ρέντη, έµπροσθεν της οδού Νάξου, είναι διπλής κατεύθυνσης, όµως, µόνο µέχρι του σηµείου της εκείνου, που ορίζεται νοητά από την προς την οδού Νάξου αρχή της προαναφερθείσας τσιμεντένιας τριγωνικής διαχωριστικής νησίδας. Πέραν του σηµείου αυτού η οδός Αγίου Ιωάννη Ρέντη (και περίπου για 5-6 μέτρα, οπότε συνεχίζει με καμπύλη προς τα αριστερά και η οδός ονομάζεται πλέον Αγίας Άννης) καθίσταται µονής κατεύθυνσης, επιτρέπεται δηλαδή µόνο η κίνηση των οχηµάτων που κινούνται προς τα Καµίνια (μέσω της οδού Αγίας Άννης). Περαιτέρω, κατά το χρόνο που ο πρώτος των εναγομένων εξερχόταν από την οδό Νάξου, με το ως άνω αυτοκίνητό του, (με ελάχιστη ταχύτητα, καθόσον προηγουμένως είχε ακινητοποιήσει αυτό), συγκρούστηκε 2 περίπου μέτρα μετά την είσοδό του στην ως άνω οδό (Αγίου Ιωάννη Ρέντη) µε την υπ΄ αρ. κυκλοφορίας ………. δίκυκλη µοτοσικλέτα, ιδιοκτησίας του ενάγοντος, που οδηγούσε ο ίδιος (ενάγων), ηλικίας τότε 35 περίπου ετών, ο οποίος αρχικά κινούνταν επί της οδού Αγίας Άννης και από έλλειψη της προσοχής που όφειλε από τις περιστάσεις ως μέσος συνετός οδηγός, αλλά και μπορούσε να καταβάλει, είχε εισέλθει στον οδό Αγίου Ιωάννη Ρέντη σε σημείο όπου η οδός αυτή είναι μονής, αντίθετης κατεύθυνσης, έχοντας δηλαδή προηγουµένως παραβιάσει τη ρυθµιστική πινακίδα Ρ-7 που βρίσκεται στη συμβολή των οδών Αγίας Άννης και Αγίου Ιωάννη Ρέντη και απαγορεύει την είσοδο των οχηµάτων στο συγκεκριµένο σηµείο της οδού Αγίου Ιωάννη Ρέντη. Ο πρώτος των εναγομένων, αιφνιδιάσθηκε από την ως άνω κίνηση του οχήματος του ενάγοντος, ο οποίος με το ως άνω όχημά του έβαινε με ταχύτητα 25 περίπου χλμ/ώρα, πλην όμως δεν εισήλθε νομίμως στην οδό Αγίου Ιωάννη Ρέντη, στην οποία είσοδο είχε ορατότητα ο πρώτος των εναγομένων, αλλά έβαινε σε οδό απολύτως απαγορευμένη για την κατεύθυνση που είχε, και μόνο 10 περίπου μέτρα πριν από το σημείο της σύγκρουσης, η οδός αυτής καθίσταται διπλής κατεύθυνσης, με αποτέλεσμα να επιπέσει με το εμπρόσθιο αριστερό τμήμα του αυτοκινήτου του στην δεξιά πλευρά και στο μέσο της δίκυκλης μοτοσικλέτας. Από τη σύγκρουση αυτή τραυματίσθηκε ο ενάγων και υπέστη υλικές ζημίες το εμπλεκόμενο στο ένδικο ατύχημα όχημά του. Κατά τον ως άνω χρόνο της συγκρούσεως η κατάσταση του ασφάλτινου οδοστρώµατος ήταν ξηρά, η κυκλοφορία των οχηµάτων και των πεζών ήταν αραιή, οι συνθήκες φωτισµού ήταν νύχτας, µε επαρκή όµως, δηµοτικό ηλεκτροφωτισµό και επικρατούσε καλοκαιρία. Το ανώτατο όριο ταχύτητας των οχηµάτων στο σημείο αυτό είναι 50 χλμ/ώρα (κατοικηµένη περιοχή). Η ένδικη σύγκρουση οφείλεται στη συντρέχουσα αμέλεια και των δύο οδηγών (ενάγοντος και πρώτου των εναγομένων), οι οποίοι δεν κατέβαλαν κατά την οδήγηση την προσοχή και επιμέλεια που θα κατέβαλε κάθε μέσος συνετός άνθρωπος κάτω από ανάλογες περιστάσεις, δεκτής γενομένης, ως εν μέρει κατ΄ ουσίαν βάσιμης της επικουρικά προβληθείσας από τους εναγομένους ένστασης συνυπαιτιότητας του ενάγοντος στην πρόκληση του ένδικου ατυχήματος και συνεπώς στον τραυματισμό του, την οποία προέβαλαν επικουρικά οι εναγόμενοι με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν νομίμως κατά την ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου συζήτηση της αγωγής, καθώς και με δήλωση των πληρεξούσιων Δικηγόρων τους που καταχωρίστηκε στα ταυτάριθμα με την προσβαλλομένη απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως, τις οποίες, μετά την κατ΄ ουσίαν απόρριψη της αγωγής και την άσκηση της ένδικης εφέσεως από τον ενάγοντα, επανέφεραν, επίσης επικουρικά, οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι τους, στον παρόντα βαθμό με τις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις τους (άρθρο 300 του ΑΚ), με τις οποίες, όπως προαναφέρθηκε, η δεύτερη των εφεσίβλητων προσκομίζει και επικαλείται, μεταξύ άλλων και, τις κατά την εφετειακή δίκη (της 22-10-2015) προτάσεις του απλού ομοδίκου της (πρώτου των εφεσίβλητων) που παραστάθηκε χωριστά, στις οποίες περιέχεται, μεταξύ άλλων, με σαφήνεια και η ένσταση συνυπαιτιότητας, απορριπτομένου ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμου του ισχυρισμού που προέβαλαν (πρωτοδίκως και επαναφέρουν με τις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις τους) οι εναγόμενοι ότι αποκλειστικά υπαίτιος της ένδικης σύγκρουσης είναι ο ενάγων. Ειδικότερα, ο πρώτος των εναγομένων είναι υπαίτιος κατά ποσοστό 30% γιατί δεν είχε στραμμένη την προσοχή του στην οδήγηση του οχήματός του, δεν οδηγούσε με σύνεση και δεν κατέβαλε την προσοχή που όφειλε από τις περιστάσεις ως μέσος συνετός οδηγός, αλλά και μπορούσε να καταβάλει. Συγκεκριμένα παρά την ύπαρξη στην πορεία του της ρυθμιστικής πινακίδας με την ένδειξη «STOP», η οποία του επέβαλε όχι μόνον πρόσκαιρη ακινητοποίηση, αλλά και προσεκτικό έλεγχο της κινήσεως των οχημάτων στη διασταύρωση και είσοδό του σ΄ αυτήν μόνον όταν θα ελευθερωνόταν από οποιοδήποτε όχημα, στο οποίο όφειλε να παραχωρήσει προτεραιότητα, εισήλθε σ΄ αυτήν χωρίς προσεκτικό έλεγχο ως προς την εξ αριστερών αυτού κίνηση. Ειδικότερα ο πρώτος των εναγομένων-οδηγός δεν παραχώρησε, ως όφειλε και υπό τις συνθήκες οι οποίες προαναφέρθηκαν, προτεραιότητα στην υπ΄ αρ. κυκλοφορίας ….. . δίκυκλη µοτοσικλέτα. Οι πράξεις και παραλείψεις του αυτές, που συνιστούν και παραβάσεις των άρθρων 4 παρ. 3 (Ρ-2), 12 παρ. 1 και 26 παρ. 4 του ΚΟΚ συνδέονται με σχέση αιτίου και αποτελέσματος προς το ένδικο ατύχημα με την έννοια ότι αν αυτός έβαινε κανονικά με προσοχή, τηρώντας τη ρυθμιστική της κυκλοφορίας πινακίδα και δεν επιχειρούσε την ως άνω κίνηση η ως άνω σύγκρουση θα απεφεύγετο. Εξάλλου ο ενάγων είναι υπαίτιος κατά το υπόλοιπο ποσοστό (70%) διότι από αμέλεια, έλλειψη, δηλαδή, της προσοχής, που όφειλε από τις περιστάσεις ως μέσος συνετός οδηγός, αλλά και μπορούσε να καταβάλει, δεν ασκούσε τον επιβαλλόμενο έλεγχο και την εποπτεία του οχήματος που οδηγούσε έτσι ώστε α) να τηρεί τις ρυθμιστικές της κυκλοφορίας πινακίδες και β) να είναι σε θέση κάθε στιγμή να κάνει τους απαιτούμενους χειρισμούς εντός του ορατού έμπροσθεν αυτού τμήματος της οδού για να προληφθεί οιοδήποτε εμπόδιο ή ατύχημα. Συγκεκριμένα ενώ έβαινε εντός κατοικημένης περιοχής, αφενός, κατά τα προαναφέρομενα, εισήλθε στον οδό Αγίου Ιωάννη Ρέντη σε σημείο όπου η οδός αυτή είναι μονής, αντίθετης κατεύθυνσης, έχοντας δηλαδή προηγουµένως παραβιάσει τη ρυθµιστική πινακίδα Ρ-7 που βρίσκεται στη συμβολή των οδών Αγίας Άννης και Αγίου Ιωάννη Ρέντη και απαγορεύει την είσοδο των οχηµάτων στο συγκεκριµένο σηµείο της οδού Αγίου Ιωάννη Ρέντη και αφετέρου ενώ πλησίαζε σε διασταύρωση δεν οδηγούσε με σύνεση και διαρκώς τεταμένη την προσοχή του, έτσι ώστε αν και αντιλήφθηκε, λόγω της ορατότητας που είχε, 5 έως 6 μέτρα πριν την σύγκρουση, το ως άνω όχημα δεν επιχείρησε έγκαιρα τον κατάλληλο αποφευκτικό ελιγμό ή τροχοπέδηση αν και θα μπορούσε να πράξει τούτο με ασφάλεια. Τούτο δε διότι όταν οι οδηγοί πλησιάζουν σε μία διασταύρωση στην οποία είναι δυνατόν ένας άλλος απρόσεκτος οδηγός παραβιάζων τους περί προτεραιότητας κανόνες να κινείται επί της διασταυρώσεως, οφείλουν να εντείνουν την προσοχή τους, ώστε να είναι εις θέση να αποτρέψουν έναν κίνδυνο ή παρακώλυση της κυκλοφορίας και να ανακόψουν ταχύτητα ή και να διακόψουν την πορεία τους. Η επί τούτου ευθύνη δεν αίρεται εκ του ότι ο έτερος δεν έχει προτεραιότητα. Οι πράξεις και παραλείψεις του αυτές, που συνιστούν και παραβάσεις των άρθρων 4 παρ. 3 (Ρ-7), 12 παρ. 1 και 19 παρ. 1, 2 και 3 του ΚΟΚ, συνδέονται με σχέση αιτίου και αποτελέσματος προς το ένδικο ατύχημα με την έννοια ότι εάν ο ενάγων έβαινε αφενός κανονικώς με προσοχή και αφετέρου τηρώντας τη ρυθμιστική της κυκλοφορίας πινακίδα και δεν επιχειρούσε την ως άνω κίνηση στην ως άνω οδό, η οποία αρχικά είναι μονής κατευθύνσεως, η ως άνω σύγκρουση θα απεφεύγετο. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε ότι αποκλειστικά υπαίτιος της ένδικης σύγκρουσης είναι ο ενάγων και απέρριψε την ένδικη αγωγή ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη, δεν εκτίμησε ορθά τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ΄ αυτές πραγματικά περιστατικά, αλλά έσφαλε και συνεπώς η ένδικη έφεση πρέπει να γίνει δεκτή ως κατ΄ ουσίαν βάσιμη. Κατόπιν τούτων εφόσον με την ένδικη έφεση προσβάλλεται η πρωτόδικη απόφαση ως προς την υπαιτιότητα, συμπροσβάλλεται, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, και το κεφάλαιο της αποζημίωσης για υλικές ζημίες, αλλά και για χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, γιατί στο εκκληθέν κεφάλαιο της υπαιτιότητας περιλαμβάνεται και το κεφάλαιο της αποζημίωσης, το οποίο συνέχεται αναγκαστικά με το κεφάλαιο της υπαιτιότητας. Για το ένδικο τροχαίο ατύχημα συντάχθηκε το σχετικό (υπ΄ αρ. πρωτ. ……./2129) δελτίο οδικού τροχαίου ατυχήματος υλικών ζημιών, το οποίο συνυπέγραψε και ο ενάγων, καθόσον έως τότε δεν είχε δηλώσει τον εξ αυτού (τροχαίου ατυχήματος) τραυματισμό του, για τον οποίο ζήτησε περίθαλψη, όπως θα αναφερθεί παρακάτω, αργότερα, μετά την πάροδο 5 περίπου ωρών. Ειδικότερα από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε, ότι 5 περίπου ώρες µετά το ατύχηµα, ο ενάγων µεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκοµείο Νίκαιας-Πειραιά «ΑΓΙΟΣ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ», όπου εκεί οι ιατροί διέγνωσαν ότι αυτός είχε υποστεί αμφισφύριο κάταγμα (ΔΕ) ποδοκνημικής άρθρωσης. Κατόπιν, υποβλήθηκε (ο ενάγων) στο ως άνω νοσοκομείο σε χειρουργική επέµβαση. Στο προαναφερόµενο νοσοκοµείο παρέµεινε συνολικά νοσηλευόµενος έως την 8-7-2010, οπότε και εξήλθε µε εικόνα βελτίωσης της κατάστασής του. Οι ιατροί του συνέστησαν φαρµακευτική και αντιπητική αγωγή, αναρρωτική άδεια δύο (2) µηνών και επανεξέταση. Ακολούθως, από το περιεχόµενο των ιατρικών γνωµατεύσεων και το είδος της  σωµατικής βλάβης που υπέστη ο ενάγων από το ως άνω ατύχημα, καθίσταται σαφές, σύµφωνα και µε τα διδάγµατα της κοινής πείρας, ότι ο ενάγων για το χρονικό διάστηµα από 4-7-2011, ηµεροµηνία που έλαβε χώρα το ένδικο ατύχηµα, και για χρονικό διάστηµα τριάντα ημερών, το οποίο καταλαµβάνει και ηµέρες από την παραµονή του στο Νοσοκοµείο, είχε ανάγκη παροχής υπηρεσιών νοσοκόµου και οικιακής βοηθού από τρίτο πρόσωπο στην ατοµική του υγιεινή, τη µετακίνησή του, και τη φροντίδα αυτού (µετά που εξήλθε του Νοσοκοµείου). Τις υπηρεσίες αυτές προσέφερε, με εντατικοποίηση των δυνάμεών του, ο εξάδελφός του, χωρίς αµοιβή. Εάν ο ενάγων προσλάμβανε τρίτο πρόσωπο, το οποίο δεν έχει ειδικές γνώσεις νοσηλευτικής, θα κατέβαλλε σ΄ αυτό για το παραπάνω χρονικό διάστημα το ποσό των 31,31 ευρώ ημερησίως, ήτοι συνολικώς το ποσό των 939,30 (= 31,31 ευρώ/ημέρα Χ 30 ημέρες) ευρώ. Το ως άνω κονδύλιο αποτελεί ζηµία του ενάγοντος, εκ της οποίας αφού αφαιρεθεί το ποσό που αντιστοιχεί στο ποσοστό συνυπαιτιότητάς του, κατά 70%, δικαιούται να αξιώσει από τους εναγομένους το ποσό αυτό 281,79 (=939,30 ευρώ Χ 30% ο βαθμός υπαιτιότητας του συνυπαίτιου οδηγού-πρώτου των εναγομένων) ευρώ, δεδομένου ότι μόνον η ζημία του αυτού του ύψους τελεί σε άμεσο αιτιώδη αντικειμενικό σύνδεσμο με την άδικη πράξη του πρώτου των εναγομένων. Περαιτέρω, από τα ίδια πιο πάνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι εξαιτίας της σύγκρουσης, που αναφέρθηκε, η ως άνω δίκυκλη μοτοσικλέτα, αποκλειστικής κυριότητας του ενάγοντος, εργοστασίου κατασκευής HONDA, τύπου innova, κυλινδρισμού 125 c.c., υπέστη περιμετρικά φθορές και βλάβες, ήτοι στον εμπρόσθιο σταυρό, στα εμπρόσθια καλάμια, στο τιμόνι, στην εμπρόσθια ζάντα, στο εμπρόσθιο φτερό, στη μάσκα φαναριού, στη μάσκα κοντέρ, στις ποδιές (δεξιά-αριστερή), στη μάσκα πιρουνιού, στη μεσαία ποδιά, στην εμπρόσθια δισκόπλακα, για την αποκατάσταση των οποίων, λόγω της φύσεως και της έκτασης αυτών, θα υποχρεωθεί (ο ενάγων) να καταβάλει το συνολικό ποσό των 369,70 ευρώ για την αγορά ανταλλακτικών και το ποσό των 90 ευρώ για την αμοιβή του απασχολούμενου για την εργασία τοποθέτησης των ανταλλακτικών (βλ. την προσφορά του συνεργείου «RANA RACING CENTER»). Συνεπώς, ο ενάγων ζημιώθηκε από την αιτία αυτή κατά το συνολικό ποσό των 459,70 (= 369,70 + 90) ευρώ, από το οποίο αφού αφαιρεθεί το ποσό που αντιστοιχεί στο ποσοστό συνυπαιτιότητάς του, κατά 70%, δικαιούται να αξιώσει από τους εναγομένους το ποσό αυτό 137,91 (=459,70 ευρώ Χ 30% ο βαθμός υπαιτιότητας του συνυπαίτιου οδηγού-πρώτου των εναγομένων) ευρώ, δεδομένου ότι μόνον η ζημία του αυτού του ύψους τελεί σε άμεσο αιτιώδη αντικειμενικό σύνδεσμο με την άδικη πράξη του πρώτου των εναγομένων. Στην ως άνω δαπάνη αγοράς ανταλλακτικών των 369,70 ευρώ δεν συνυπολογίζεται ο ΦΠΑ, ποσού 85,03 ευρώ, καθόσον προϋπόθεση πληρωμής ΦΠΑ για την αγορά των απαιτούμενων ανταλλακτικών είναι η αγορά των ανταλλακτικών και η έκδοση των σχετικών τιμολογίων [πρβλ. Αθαν. Κρητικού: Αποζημίωση από τροχαία αυτοκινητικά ατυχήματα, 4η έκδοση (2008), παρ. 22, αρ. 49], προϋπόθεση που δεν συντρέχει εν προκειμένω. Αν ο ενάγων στην προκειμένη περίπτωση προεισέπραττε σχετικό ποσό λόγω ΦΠΑ που δεν οφείλεται θα καθίστατο αδικαιολόγητα πλουσιότερος (πρβλ. ΕφΛαρ 221/2005 Αρμ. 2005.1564). Επιπροσθέτως, όπως αποδείχθηκε, ο ενάγων, κατά το χρόνο του ατυχήματος, εργαζόταν ως εργάτης στην ανώνυμη εταιρεία θέρμανσης και ηλιακών με την επωνυμία «………..» που εδρεύει στον Ασπρόπυργο, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και μικτό ημερομίσθιο 44,56 ευρώ. Εργάστηκε δε στην ως άνω εταιρεία από την 1-3-2010 έως και την 21-1-2011, αλλά ήδη από 4-7-2010 έως και την ημερομηνία αποχώρησής του (21-1-2011) βρισκόταν σε αναρρωτική άδεια. Συγκεκριμένα εξαιτίας του τραυματισμού του κατέστη προσωρινά ανίκανος προς εργασία, ήτοι από το ατύχημα έως την 21-1-2011. Κατόπιν τούτων, ο ενάγων, λόγω της αδυναμίας του να παράσχει την προπεριγραφείσα εργασία του, για το ως άνω χρονικό διάστημα από 4-7-2010 έως 21-1-2011, απώλεσε εισοδήματα, ανερχόμενα με πιθανότητα σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, στο συνολικό ποσό των 7.967,32 (= 6.550,32 + 837,72 + 579,28) ευρώ. Ειδικότερα θα ελάμβανε ως αποδοχές 6.550,32 [= (22 ημέρες εργασίας/μήνα Χ 44,56 ευρώ/ημέρα Χ 6 μήνες) + (15 ημέρες εργασίας για το μήνα Ιανουάριο 2011 Χ 44,56 ευρώ/ημέρα)] ευρώ, ως αναλογία επιδόματος (δώρου) Χριστουγέννων 837,72 ευρώ και ως επίδομα αδείας 579,28 ευρώ. Στα ποσά αυτά συμπεριλαμβάνονται και οι δικαιούμενες από τον ενάγοντα ασφαλιστικές εισφορές, που αντιστοιχούν στο ανωτέρω χρονικό διάστημα, δεδομένου ότι η αποζημίωση του παθόντος για τη στέρηση των εισοδημάτων του εξαιτίας της ανικανότητας του για παροχή της εργασίας περιλαμβάνει το σύνολο των ακαθάριστων (μικτών) αποδοχών του, που θα ελάμβανε αν δεν τραυματιζόταν, δηλαδή εκείνες στις οποίες περιλαμβάνονται και οι κρατήσεις υπέρ των ασφαλιστικών οργανισμών, που ο εργοδότης πρέπει να παρακρατεί από τις αποδοχές του μισθωτού (ΑΠ 291/2007 ΕλλΔνη 2007.1020, ΕφΠειρ 684/2014, ΕφΘεσ. 1191/2009 Αρμ 2010.1561, ΕφΑθ 4607/2003 ΕλλΔνη 2006.1449). Ο ενάγων επιδοτήθηκε από τον ασφαλιστικό του φορέα, ΙΚΑ, για το χρονικό διάστημα από την ημέρα που εξήχθη από το νοσοκομείο, δηλαδή από την 8-7-2010 μέχρι την 21-1-2011, με το ποσό των 4.211,51 ευρώ. Συνεπώς για το επίδικο χρονικό διάστημα, από την 4-7-2010 μέχρι την 21-1-2011, αφού αφαιρεθεί το ποσό της επιδότησης που ανέρχεται σε 4.211,51 ευρώ, ποσό κατά το οποίο περιορίστηκε το σχετικό αγωγικό αίτημα, ο ενάγων απώλεσε εισοδήματα, ποσού 3.755,81 (= 7.967,32 – 4.211,51) ευρώ, εκ των οποίων αφού αφαιρεθεί το ποσό που αντιστοιχεί στο ποσοστό συνυπαιτιότητάς του, κατά 70%, δικαιούται να αξιώσει από τους εναγομένους το ποσό αυτό 1.126,74 (= 3.755,81 ευρώ Χ 30% ο βαθμός υπαιτιότητας του συνυπαίτιου οδηγού-πρώτου των εναγομένων) ευρώ, δεδομένου ότι μόνον η ζημία του αυτού του ύψους τελεί σε άμεσο αιτιώδη αντικειμενικό σύνδεσμο με την άδικη πράξη του πρώτου των εναγομένων. Περαιτέρω ενόψει των συνθηκών υπό τις οποίες συνέβη η σύγκρουση, του είδους, της έκτασης και της σοβαρότητας της σωματικής κάκωσης (τραυματισμού) που υπέστη ο ενάγων, της σωματικής και ψυχικής ταλαιπωρίας στην οποία υποβλήθηκε λόγω του τραυματισμού του, καθώς και των περιορισµών στους οποίους υποβλήθηκε εξαιτίας αυτού στην κοινωνική και προσωπική του ζωή, της ηλικίας αυτού (35 περίπου ετών κατά το χρόνο του ένδικου ατυχήματος), του βαθμού της συνυπαιτιότητας του πρώτου των εναγομένων, της ηλικίας αυτού (πρώτου των εναγομένων, ο οποίος είναι άνεργος), κατά το χρόνο του ένδικου ατυχήματος, 34 περίπου ετών, του συντρέχοντος πταίσματος αυτού (ενάγοντος), της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων, πλην της δεύτερης των εναγομένων ασφαλιστικής εταιρείας, καθόσον η ευθύνη της είναι εγγυητική και δεν είναι υπαίτια του ατυχήματος, το Δικαστήριο κρίνει ότι το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης, για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την αδικοπραξία αυτή που τελέστηκε σε βάρος του, ανέρχεται, στο εύλογο ποσό των 3.000 ευρώ, ποσό το οποίο πρέπει να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να καταβάλουν σ΄ αυτόν (ενάγοντα) εις ολόκληρον ο καθένας.  Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να γίνει δεκτή η ένδικη έφεση ως κατ΄ ουσίαν βάσιμη, να διαταχθεί, λόγω της εν μέρει νίκης του εκκαλούντος η επιστροφή του παραβόλου, συνολικού ποσού 200 ευρώ, που κατατέθηκε για το παραδεκτό της εφέσεως, με τα υπ΄ αρ. ……. παράβολα του ΤΑΧΔΙΚ και τα υπ΄ αρ. ……….. παράβολα του Δημοσίου σε αυτόν (εκκαλούντα), να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, στο σύνολό της, να κρατηθεί η υπόθεση, κατ΄ άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ, από το Δικαστήριο αυτό, να δικασθεί η από 20-2-2013 (αρ. καταθ. …./2013) αγωγή και να ερευνηθεί εκ νέου, να γίνει εν μέρει δεκτή (η αγωγή) και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν εις ολόκληρον ο καθένας στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 1.546,44 (= 281,79 + 137,91 + 1.126,74) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από επίδοση της αγωγής και να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να καταβάλουν εις ολόκληρον ο καθένας στον ενάγοντα το ποσό των 3.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, ενώ το αίτημα περί κηρύξεως της παρούσας προσωρινά εκτελεστής στον παρόντα δεύτερο βαθμό καθίσταται αλυσιτελές, αφού η παρούσα απόφαση ως τελεσίδικη αποτελεί εκτελεστό τίτλο (άρθρο 904 παρ. 2 εδ. α΄ του ΚΠολΔ), και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, κατά μερική παραδοχή του οικείου αιτήματος του τελευταίου, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας κάθε πλευράς (άρθρα 106, 183, 178, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ` αντιμωλία των διαδίκων την από 21-1-2015 (αρ. καταθ. …/2015) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 4115/2014 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς [ειδική διαδικασία των άρθρων 666, 667 και 670-676 του ΚΠολΔ (άρθρο 681Α του ΚΠολΔ)], η οποία έχει γίνει δεκτή τυπικά με την υπ΄ αρ. 401/2016 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου.

Ανακαλεί την υπ΄ αρ. 401/2016 μη οριστική απόφαση του Δικαστηρίου αυτού ως προς την διάταξή της περί αναβολής της έκδοσης οριστικής αποφάσεως επί της ουσίας μέχρι αμετακλήτου περατώσεως της αναφερόμενης στο σκεπτικό αυτής ποινικής δίκης με κατηγορούμενο-εκκαλούντα τον πρώτο των εναγομένων.

Δέχεται την έφεση και κατ΄ ουσίαν.

Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου συνολικού ποσού διακοσίων (200) ευρώ (υπ΄ αρ. ……. παράβολα του ΤΑΧΔΙΚ και τα υπ΄ αρ. ……… παράβολα του Δημοσίου), στον εκκαλούντα.

Εξαφανίζει την υπ΄ αρ. 4115/2014 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς [ειδική διαδικασία των άρθρων 666, 667 και 670-676 του ΚΠολΔ (άρθρο 681Α του ΚΠολΔ)].

Κρατεί και δικάζει ως προς την ουσία την από 20-2-2013 (αρ. καταθ. …../2013) αγωγή.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

Υποχρεώνει τους εναγομένους να καταβάλουν εις ολόκληρον ο καθένας στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των χιλίων πεντακοσίων σαράντα έξι ευρώ και σαράντα τεσσάρων λεπτών (1.546,44 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.

Αναγνωρίζει ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να καταβάλουν εις ολόκληρον ο καθένας στον ενάγοντα το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.

Καταδικάζει τους εναγομένους στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας τα οποία ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων (800) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 9 Φεβρουαρίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ