Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 251/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης:   251 /2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Ιωάννη Γερωνυμάκη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Οι κρινόμενες εφέσεις κατά της υπ’ αριθ. 134/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητο (άρθρο 681Α του ΚΠολΔ), ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513 παρ. 1β, 518 παρ. 1, 520 του ΚΠολΔ), δοθέντος ότι η προσβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε στους εκκαλούντες την 21/1/2014 και την 20/1/2014 αντίστοιχα (υπ* αριθμ. ……./21.1.2014 και …/20.1.2014 αντίστοιχα εκθέσεις επίδοσης των αρμόδιων δικαστικών επιμελητών στο Πρωτοδικείο Αγρινίου …….. και Αθηνών …….. αντίστοιχα), οι δε εφέσεις κατατέθηκαν στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 20/2/2014 και την 19/2/2014 αντίστοιχα και αρμοδίως φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ), ενώ κατατέθηκαν τα νόμιμα παράβολα με αριθμούς …/2014 (ΤΑΧΔΙΚ), …/2014 (ΤΑΧΔΙΚ), …./2014 (ΔΗΜΟΣΙΟΥ) και …./2014 (ΔΗΜΟΣΙΟΥ) συνολικού ποσού 200 ευρώ για την πρώτη και …./2014 (ΤΑΧΔΙΚ), …/2014 (ΤΑΧΔΙΚ), …./2014 (ΔΗΜΟΣΙΟΥ) και …./2014 (ΔΗΜΟΣΙΟΥ) συνολικού ποσού 200 ευρώ για τη δεύτερη, τα οποία επισυνάπτονται στις από 20/2/2014 και 19/4/2014 αντίστοιχα εκθέσεις που συνέταξε η Γραμματέας του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, οι εφέσεις αφού συνεκδικαστούν για λόγους πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας, διευκολύνσεως και επιταχύνσεως της δίκης καθώς και μειώσεως των εξόδων (άρθρο 246 του ΚΠολΔ) να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρα 533 παρ.1 του ΚΠολΔ).

Ο ενάγων, ήδη εφεσίβλητος, στην από 12/7/2007 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……/2007 αγωγή του ισχυρίστηκε ότι ο πρώτος εναγόμενος, ήδη εκκαλών, ……., την 22/4/2006 οδηγώντας το υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας ……. ΙΧΕ αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας του, του οποίου η αστική ευθύνη για τις έναντι τρίτων ζημιές ήταν ασφαλισμένη κατά το χρόνο εκείνο στην τότε δεύτερη εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «………», της οποίας η άδεια λειτουργίας έχει ανακληθεί και στη θέση της υπεισήλθε το εκκαλούν «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ», του προκάλεσε από αποκλειστική υπαιτιότητα του σωματικές βλάβες, στο τροχαίο ατύχημα που έγινε υπό τις συνθήκες που αναφέρει στην αγωγή του. Ζητούσε, όπως περιόρισε εν μέρει το αίτημα της αγωγής του από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον έκαστος, το ποσό των 100.000 ευρώ ως χρηματική του ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγόμενων να του καταβάλουν, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον ο κάθε ένας, το συνολικό ποσό των 53.700 ευρώ ως αποζημίωση και το ποσό των 75.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και να καταδικαστούν στην εν γένει δικαστική του δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αρχικά με την υπ’ αριθμ. 5731/2008 μη οριστική απόφαση του ανέβαλε τη συζήτηση της αγωγής έως την αμετάκλητη περάτωση της ποινικής διαδικασίας με κατηγορούμενο τον πρώτο εναγόμενο, ………, για τα αδικήματα σωματικής βλάβης από αμέλεια και της παράβασης του άρθρου 43 παρ. 2 και 4 του ΚΟΚ και στη συνέχεια με την προσβαλλόμενη απόφαση του, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη, υποχρέωσε τους ήδη εκκαλούντες, να καταβάλουν στον ενάγοντα, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον ο κάθε ένας, το ποσό των 50.000 ευρώ και αναγνώρισε την υποχρέωση τους να καταβάλουν στον ενάγοντα ευθυνόμενοι εις ολόκληρον ο κάθε ένας το ποσό των 9.600 ευρώ και τα δυο ποσά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση. Ήδη οι εκκαλούντες με τις υπό κρίση εφέσεις τους παραπονούνται για κακή εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν να γίνει δεκτή η έφεση τους ώστε να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολο της.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 19 του ν. 2915/2001, τα άρθρα 1 έως 590 εφαρμόζονται και στις ειδικές διαδικασίες, εκτός αν αντιβαίνουν προς τις ειδικές διατάξεις των διαδικασιών αυτών. Αν στις ειδικές αυτές διατάξεις δεν ορίζεται διαφορετικά, οι προτάσεις κατατίθενται στο ακροατήριο και όλοι οι αυτοτελείς ισχυρισμοί προτείνονται προφορικά και όσοι δεν περιέχονται στις προτάσεις καταχωρίζονται στα πρακτικά. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 256 παρ. 1 στοιχ. δ” του ίδιου Κώδικα, τα συντασσόμενα από τον γραμματέα πρακτικά συνεδριάσεως πρέπει να περιέχουν όσα έγιναν κατά την συζήτηση και ιδίως τους ισχυρισμούς, τις αιτήσεις και τις δηλώσεις των διαδίκων, εκτός αν είναι υποχρωτική η κατάθεση προτάσεων, οπότε αρκεί η αναφορά σε αυτές, τις καταθέσεις των μαρτύρων κ.λπ. Από την πρώτη από τις παραπάνω διατάξεις (του άρθρου 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ) συνάγεται σαφώς, ότι στις υποθέσεις που δικάζονται κατά την ειδική διαδικασία των αυτοκινητικών διαφορών (άρθρα 681 Α ΚΠολΔ), όπου δεν είναι υποχρεωτική η υποβολή προτάσεων, οι διάδικοι οφείλουν να προτείνουν όλους τους αυτοτελείς ισχυρισμούς τους, όπως είναι και η ένσταση συνυπαιτιότητας, προφορικά κατά την συζήτηση στο ακροατήριο και, επιπλέον, οι ισχυρισμοί αυτοί καταχωρίζονται στα πρακτικά με σαφή (έστω και συνοπτική) έκθεση των γεγονότων που τους θεμελιώνουν (άρθρο 262 παρ. 1 του ΚΠολΔ), εκτός αν περιέχονται στις κατατιθέμενες στο ακροατήριο προτάσεις. Απαιτείται, δηλαδή σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν έχουν κατατεθεί προτάσεις, στις οποίες περιέχονται οι εν λόγω ισχυρισμοί, προφορική πρόταση των ισχυρισμών αυτών, που, «ως γενόμενο κατά την συζήτηση», σημειώνεται στα πρακτικά. Από τη δεύτερη δε των ως άνω διατάξεων (του άρθρου 256 παρ. 1 στοιχ. δ’ του ΚΠολΔ) συνάγεται ότι, η κατά την πρώτη διάταξη (του άρθρου 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ) σημείωση της προφορικής προτάσεως του ισχυρισμού στα πρακτικά πρέπει να προκύπτει ευθέως από το περί των προτάσεων και δηλώσεων τμήμα των πρακτικών και δεν επιτρέπεται έμμεση συναγωγή της προτάσεως αυτών (ισχυρισμών), είτε από το περιεχόμενο των ακολούθως καταχωρούμενων μαρτυρικών καταθέσεων, είτε από το περιεχόμενο των υποβαλλόμενων έγγραφων προτάσεων (ΟλΑΠ 2/2005 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 450/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 408/2011 ΝοΒ 2011, 2173, ΑΠ 1043/2010 ΕλΔ 2011, 781, ΑΠ 190/2011 ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από την επιτρεπτώς γενόμενη επισκόπηση των πρακτικών του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται προκύπτει ότι κατά τη συνεδρίαση της 17/10/2008, μετά την οποία εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 5731/2008 μη οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ο πρώτος εναγόμενος, . ……., δια του πληρεξούσιου δικηγόρου του «υπέβαλε ένσταση ελλείψεως παθητικής νομιμοποίησης και στη συνέχεια υπέβαλε αίτημα αναστολής της προκείμενης δίκης κατ’ άρθρο 250 ΚΠολΔ καθόσον είναι εκκρεμής ποινική δίκη στο Δικαστήριο Αγρινίου». Επίσης στη συνεδρίαση της μετ’ αναβολής συζήτησης της αγωγής της 14/6/2011, μετά την οποία το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση του, ο ίδιος εναγόμενος δια του πληρεξούσιου δικηγόρου του «αφού ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του που περιέχονται στις προτάσεις του ζήτησε να απορριφθεί η αγωγή και δήλωσε άρνηση της αγωγής προέβαλε ένσταση ελλείψεως παθητικής νομιμοποίησης, όπως αναλυτικά αναφέρεται στις προτάσεις του». Από τα ανωτέρω εκτεθέντα, και σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, συνάγεται ότι η ένσταση συνυπαιτιότητα του ενάγοντος στην πρόκληση του επίδικου τροχαίου ατυχήματος ουδέποτε προβλήθηκε νομίμως ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και τούτο διότι: α) ο πρώτος εναγόμενος κατά την πρώτη συζήτηση της αγωγής ουδόλως προέβη σε καταχώριση στα οικεία πρακτικά και προφορική ανάπτυξη της ενστάσεως συνυπαιτιότητας, β) κατά την μετ’ αναβολή συζήτηση, ανεξαρτήτως του παραδεκτού ή μη υποβολής ενστάσεων κατ’ αυτήν, επίσης δεν ανέπτυξε προφορικά και κατά τα κύρια σημεία της την ένσταση αυτή, λόγος για τον οποίο και δεν καταχωρίστηκε στα πρακτικά συνεδριάσεως, γ) η με τις προτάσεις του κατά την μετ’ αναβολή συζήτηση ανάπτυξη της άνω ενστάσεως τόσο κατά το νομικό της, όσο και στο ουσιαστικό της μέρος δεν αναπληρώνει, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, την μη προφορική ανάπτυξη αυτής και καταχώριση της στα πρακτικά και επομένως είναι πρωτίστως απαράδεκτη και απορριπτέα, διότι αυτή δεν είχε προβληθεί πρωτόδικα με δήλωση στο ακροατήριο κατά την πρώτη ή την μετ’ αναβολή συζήτηση. Το πρωτοβάθμιο επομένως Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφαση του απέρριψε την προβαλλόμενη από τον πρώτο εναγόμενο και ήδη εκκαλούντα ……….. ένσταση συνυπαιτιότητας ως απαράδεκτη με άλλη αιτιολογία, που αντικαθίσταται με την παρούσα, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και συνεπώς ο δεύτερος λόγος της έφεσης του με τον οποίο παραπονείται για την απόρριψη της άνω ενστάσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν.

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα ανταπόδειξης που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχονται στα υπ’ αριθμ. 5731/2008 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του, ο ενάγων δεν εξέτασε μάρτυρα, των εξηγήσεων που παρείχε στο ακροατήριο του ίδιου Δικαστηρίου ο πρώτος εναγόμενος, οι οποίες περιέχονται στα ίδια πρακτικά, της υπ’ αριθμ. …/16.10.2008 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα ……. που κατέθεσε με επιμέλεια του ενάγοντος ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αγρινίου, η οποία λήφθηκε κατόπιν νόμιμης κλήτευσης των εναγομένων κατά τη διάταξη του άρθρου 671 παρ. 1 του ΚΠολΔ (υπ’ αριθμ. …/13.10.2008 και …/13.10.2008 εκθέσεις επίδοσης των αρμόδιων δικαστικών επιμελητών στο Πρωτοδικείο Αγρινίου, ……. και Πειραιώς ………… αντίστοιχα) και όλων των εγγράφων που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται είτε ως άμεσα αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Την 22/4/2006, Μεγάλο Σάββατο και περί ώρα 22:00 ο ενάγων, ο οποίος είναι άτομο με ειδικές ανάγκες, διότι αντιμετωπίζει κινητικά προβλήματα, οφειλόμενα σε εγγενή μυοπάθεια και οστεοπόρωση με ποσοστό αναπηρίας 67%, επιχειρούσε να διασχίσει πεζός κάθετα την οδό Αγίου Κωνσταντίνου στον οικοδομικό αριθμό 78 στο ΔΔ Αγίου Κωνσταντίνου Δήμου Αγρινίου, βαδίζοντας δίπλα σε διάβαση πεζών, με κατεύθυνση από το βορρά προς το νότο, με σκοπό να μεταβεί στον έναντι αυτού ευρισκόμενο Ιερό Ναό Αγίου Κωνσταντίνου και να παρακολουθήσει την Ακολουθία της Αναστάσεως. Η εν λόγω οδός είναι διπλής κατεύθυνσης με συνολικό πλάτος 13 μ., την δε πιο πάνω ώρα επικρατούσε καλοκαιρία, η άσφαλτος ήταν ξηρή και ο τεχνικός φωτισμός ανεπαρκής. Την ίδια ώρα ο πρώτος εναγόμενος ………, οδηγούσε το υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας ……. ΙΧΕ αυτοκίνητο, χρώματος γκριζόμαυρο, μάρκας ….. 318ί τύπου Ε30 Μ40, μοντέλο 1989, ιδιοκτησίας του, του οποίου η αστική ευθύνη για τις έναντι τρίτων ζημιές ήταν ασφαλισμένη κατά τον ανωτέρω χρόνο στην ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «………..», της οποίας η άδεια λειτουργίας ανακλήθηκε (ΦΕΚ 2020 Τ.Β721.9.2009) και στη θέση της υπεισήλθε το νομικό πρόσωπο με την επωνυμία «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΕΞ ΑΤΥΧΗΜΑΤΟΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ» και κατά συντομία «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ» και εκινείτο στην ίδια πιο πάνω οδό με κατεύθυνση προς το Αγρίνιο έχοντα αναπτύξει υπερβολική για τις συνθήκες της οδού ταχύτητα, η οποία υπερέβαινε το ανώτατο επιτρεπόμενο για κατοικημένη περιοχή όριο των 50χλμ/ώρα. Όταν προσέγγισε το σημείο όπου εκινείτο ο ενάγων από αμέλεια του, δηλαδή από έλλειψη της προσοχής που όφειλε από τις περιστάσεις να επιδείξει, καταβάλλοντος την επιμέλεια του μέσου συνετού οδηγού κάτω από ανάλογες συνθήκες, δεν τον αντιλήφθηκε έγκαιρα, με συνέπεια όταν ο ενάγων βρισκόταν σε απόσταση περίπου 2 μέτρων από το νότιο όριο της οδού, μετά το οποίο υπάρχει πλάτωμα για τη στάση του αστικού λεωφορείου και σε συνολική απόσταση 4,30 μ. από το πεζοδρόμιο, να επιπέσει με σφοδρότητα με το εμπρόσθιο δεξιό άκρο του αυτοκινήτου του στον ενάγοντα, τον οποίο έριξε στο έδαφος, ενώ στη συνέχεια αν και αντιλήφθηκε το ατύχημα δεν ακινητοποίησε το όχημα του αλλά συνέχισε την πορεία του και απομακρύνθηκε και να προξενήσει το σοβαρό τραυματισμό του ενάγοντος. Αποκλειστικά υπαίτιος του ως άνω ατυχήματος ήταν ο εναγόμενος οδηγός, ο οποίος χωρίς να οδηγεί με σύνεση και με διαρκώς τεταμένη την προσοχή του (άρθρο 12 παρ. 1 του ΚΟΚ), δεν είχε τον πλήρη έλεγχο του οχήματος του ώστε να μπορεί σε κάθε στιγμή να εκτελεί τους απαιτούμενους χειρισμούς (άρθρο 19 αρ. 1 του ΚΟΚ), ούτε ρύθμισε την ταχύτητα του λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες της οδού, κυρίως ότι ήταν νύκτα και ότι ο τεχνικός φωτισμός ήταν ανεπαρκής, ώστε να είναι σε θέση να διακόψει την πορεία του οχήματος του μπροστά από οποιοδήποτε εμπόδιο που μπορεί να προβλεφθεί και το οποίο βρίσκεται στο ορατό από αυτόν μπροστινό τμήμα της οδού (άρθρο 19 παρ. 2 του ΚΟΚ), αλλά έχοντας αναπτύξει ταχύτητα υπερβολική για τις συνθήκες της οδού και καθ’ υπέρβαση του ορίου για κατοικημένες περιοχές (άρθρο 20 παρ. 1 του ΚΟΚ) δεν αντιλήφθηκε τον ανωτέρω κινούμενο δίπλα στη διάβαση πεζών ενάγοντα, αν και η ορατότητα του δεν περιοριζόταν, ώστε να μειώσει την ταχύτητα του και να επιτρέψει τη διέλευση του.

Ο πρώτος εναγόμενος αρνείται οποιαδήποτε ανάμειξη του στο επίδικο τροχαίο ατύχημα, καθώς αποδέχεται μεν ότι έχει στην ιδιοκτησία του το υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας …………. ΙΧΕ αυτοκίνητο, χρώματος γκριζόμαυρο, μάρκας …. 318ί τύπου Ε30 Μ40, μοντέλο 1989 και ότι μόνο εκείνος το χρησιμοποιεί, αρνείται όμως ότι ήταν το δικό του όχημα εκείνο που επέπεσε στον ενάγοντα, διότι την ώρα του ατυχήματος εκείνος βρισκόταν στο κατάστημα του που λειτουργεί στο … Αγρινίου και το αυτοκίνητο του στο χώρο parking που το σταθμεύει. Ο ισχυρισμός του αυτός δεν κρίνεται βάσιμος, διότι: Κατά την αυτοψία του τόπου του ατυχήματος από τα αρμόδια όργανα του Τμήματος Τροχαίας Αγρινίου βρέθηκε ένα πλαστικό εξάρτημα από δεξιό καθρέπτη αυτοκινήτου, χρώματος μπλε. Πρόκειται για ένα μικρό καπάκι, το οποίο τοποθετείται στο εμπρόσθιο τμήμα της σταθερής βάσης του καθρέπτη και φέρει στο εξωτερικό μέρος τις ενδείξεις «Ε1 σε κύκλο και 0017111 και 0017242LL re και 02*17242 και 02*0711» και στο εσωτερικό τις ενδείξεις «89 και 37350 και 51.16-1937442.9», με βάση τις οποίες έγινε αντιληπτό ότι προέρχεται από ΙΧΕ αυτοκίνητο μάρκας ….., μοντέλο 1989, σειρά 30, πιθανότατα μπλε σκούρο, το οποίο ήταν εκείνο που ενεπλάκη στο τροχαίο ατύχημα. Με βάση τα στοιχεία αυτά αναζητήθηκε ΙΧΕ αυτοκίνητο με τα ανωτέρω χαρακτηριστικά. Κατόπιν έρευνας εντοπίστηκε το αυτοκίνητο του πρώτου εναγόμενου, ………., το οποίο έχει τα ίδια στοιχεία (….., μοντέλο 1989, σειρά 30) και έλειπε από το δεξιό καθρέφτη του το αντίστοιχο καπάκι. Όλο το αυτοκίνητο ήταν μεν βαμμένο γκριζόμαυρο, όμως, όπως αποδεικνύεται από το υπ’ αριθμ. πρωτ. …./13.4.2007 έγγραφο του Τμήματος Μεταφορών και Επικοινωνιών Αγρινίου, ο πρώτος εναγόμενος είχε αλλάξει το χρώμα του αυτοκινήτου του την 28/11/2005 από μπλε σε μαύρο. Επίσης για τον εντοπισμό στοιχείων που θα απεδείκνυε την εμπλοκή του εν λόγω οχήματος στο επίδικο τροχαίο ατύχημα κατόπιν παραγγελίας του Τ.Τ. Αγρινίου την 16/5/2006 διενεργήθηκε πραγματογνωμοσύνη στο όχημα του πρώτου εναγόμενου από τους πραγματογνώμονες …….. και …………, οι οποίοι, σύμφωνα με την έκθεση πραγματογνωμοσύνης που συνέταξαν, διαπίστωσαν καταρχάς ότι ολόκληρο το αυτοκίνητο είχε βαφεί με γκριζόμαυρο χρώμα, από, δε, την υφή και τη λάμψη (γυαλάδα) της βαφής αυτής φαινόταν να έγινε πρόσφατα, χωρίς να μπορέσουν να προσδιορίσουν τον ακριβή χρόνο. Επίσης διαπίστωσαν ότι το πλαστικό κάλυμμα στο κάτω μέρος της σταθερής βάσης του αριστερού καθρέφτη του οχήματος του πρώτου εναγόμενου ήταν ίδιου τύπου με αυτό που βρέθηκε στον τόπο του ατυχήματος. Το πλαστικό αυτό κάλυμμα ήταν χρώματος γκριζόμαυρο, όπως ολόκληρο το αυτοκίνητο και έφερε εξωτερικά τις ενδείξεις «Ε1 σε κύκλο και 0017111 και 0017242 LL Π και 02*17242 και 02*0711» και εσωτερικά τις ενδείξεις «89 και 37349 και 51.16-1937441.9». Όπως αποδεικνύεται από τη βεβαίωση της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…………», η οποία είναι η επίσημη αντιπρόσωπος της αυτοκινητοβιομηχανίας … στο Αγρίνιο, οι κωδικοί 51.16-1937441 και 51.16-1937442 αντιστοιχούν σε κάλυμμα για αριστερό και δεξιό καθρέπτη αντίστοιχα για αυτοκίνητα …. μοντέλο Ε30 δίπορτο ή τετράπορτο (όπως είναι το αυτοκίνητο του πρώτου εναγόμενου) και Ε28. Συνεπώς το πλαστικό καπάκι που βρέθηκε στο σημείο του ατυχήματος προήλθε από το δεξιό καθρέπτη αυτοκινήτου, το οποίο έχει τα ίδια ακριβώς στοιχεία με το αυτοκίνητο του εναγόμενου, από το οποίο έλλειπε το συγκεκριμένο αυτό πλαστικό καπάκι από τα δεξιό καθρέφτη του. Επίσης στην ίδια πιο πάνω πραγματογνωμοσύνη διαπιστώθηκε ότι το πίσω μέρος του αριστερού τμήματος της ποδιάς του αυτοκινήτου του πρώτου εναγόμενου ήταν στερεωμένο με παλιά βίδα στήριξης και μέσα στην ειδική τετράγωνη εγκοπή της ποδιάς και έφερε παλαιότερα ίχνη κτυπήματος – συρσίματος που διακρινόταν κάτω από τη στρώση χρώματος, ότι το πίσω μέρος του δεξιού τμήματος της ποδιάς βρέθηκε να έχει καινούργια και άλλου τύπου βίδα στήριξης που δεν ήταν βιδωμένη μέσα στην ειδική τετράγωνη εγκοπή της ποδιάς, η οποία βρέθηκε σπασμένη και ότι κάτω από τη στρώση χρώματος διακρινόταν χτύπημα στην ποδιά. Από τα πιο πάνω στοιχεία αποδεικνύεται πλήρως, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ότι το αυτοκίνητο του εναγόμενου, ενεπλάκη στο επίδικο τροχαίο ατύχημα, κατά το οποίο προσέκρουσε με τη δεξιά εμπρόσθια πλευρά του στον ενάγοντα, με συνέπεια να προκληθούν οι ανωτέρω υλικές ζημίες στην ποδιά, οι οποίες αποκαταστάθηκαν ως ανωτέρω και κυρίως να αποκολληθεί το πλαστικό κάλυμμα της σταθερής βάσης του δεξιού καθρέπτη και να επιπέσει στο οδόστρωμα. Η ανεύρεση στο σημείο του ατυχήματος του πλαστικού αυτού καλύμματος που ομοιάζει σε όλα τα χαρακτηριστικά του με το αντίστοιχο κάλυμμα του αριστερού καθρέπτη του αυτοκινήτου του εναγόμενου, από το οποίο έλειπε ακριβώς το ίδιο πλαστικό κάλυμμα, δεν αφήνει περιθώριο για διαφορετική ερμηνεία. Ο πρώτος εναγόμενος ισχυρίζεται ότι το πλαστικό κάλυμμα που βρέθηκε στο σημείο του ατυχήματος δεν προέρχεται από το αυτοκίνητο του διότι το πλαστικό αυτό κάλυμμα έχει χρώμα μπλε, ενώ το αυτοκίνητο του κατά το χρόνο του ατυχήματος έφερε χρώμα γκριζόμαυρο. Ισχυρίζεται μάλιστα ότι το αυτοκίνητο του με το χρώμα αυτό έχει βαφεί δυο φορές, την πρώτη την 28/11/2005 και τη δεύτερη λίγες ημέρες πριν το επίδικο ατύχημα, διότι την 11/4/2016 ο αδελφός του ….. οδηγώντας το αυτοκίνητο αυτό και κινούμενος μέσα στο …… απώλεσε τον έλεγχο του οχήματος και επέπεσε με την αριστερή εμπρόσθια γωνία και το εμπρόσθιο μέρος στην τζαμαρία, στην πόρτα και στο ψυγείο του κρεοπωλείου ιδιοκτησίας … …….., με συνέπεια να προκληθούν βλάβες στο αυτοκίνητο του. Το εν λόγω περιστατικό αποδεικνύεται μεν από το υπ’ αριθμ. πρωτ. ……./11.4.2006 έγγραφο του Τ.Τ. Αγρινίου δεν αποδεικνύεται όμως και η εκ νέου βαφή του αυτοκινήτου του εναγόμενου πριν από το επίδικο ατύχημα, διότι: Στην από 16/5/2006 προανακριτική κατάθεση του, την οποία προσκομίζει και επικαλείται, ο πρώτος εναγόμενος κατέθεσε ότι για την αποκατάσταση των βλαβών του αυτοκινήτου του, που προήλθαν από την πρόσκρουση του στο κριοπωλείο, τη Μ. Τρίτη 18/4/2006 πήγε το αυτοκίνητο του στο φανοποιείο του …… στο …. για να αντικαταστήσει το μπροστινό καπό και το αριστερό φτερό, με ανταλλακτικά που είχε στο σπίτι του από άλλο αυτοκίνητο, ότι ο ανωτέρω φανοποιός πήγε το αυτοκίνητο για βάψιμο στο βαφείο του …….. στο …. και ότι παρέλαβε το αυτοκίνητο του βαμμένο από το φανοποιείο του ……. πριν το Πάσχα. Ο ……. στην από 16/5/2006 προανακριτική κατάθεση του και στις ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αγρινίου (συνεδρίαση της 2/7/2009) και του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Στερεάς Ελλάδας (συνεδρίαση της 15 και 28/1/2013), στα πλαίσια της ποινικής δίκης με κατηγορούμενο τον πρώτο εναγόμενο για τις πράξεις της απλής σωματικής βλάβης από αμέλεια και παράβασης του άρθρου 43 παρ. 2 και 4 του ΚΟΚ επιβεβαίωσε ότι επισκεύασε το αριστερό φτερό και καπό. Ο βαφέας όμως …….. στην από 16/5/2006 προανακριτική κατάθεση του και τις αντίστοιχες καταθέσεις του ενώπιον των ανωτέρω ποινικών Δικαστηρίων κατέθεσε ότι έβαψε το δεξιό φτερό, το καπό, τον προφυλακτήρα, το αριστερό φτερό, τον ουρανό και μάλιστα ότι χρειάστηκαν τρεις ημέρες για να ολοκληρώσει τη βαφή και ότι η βαφή έγινε στο φούρνο του ……… στο …., σύμφωνα με τις αντίστοιχες καταθέσεις του οποίου εκείνος του πώλησε το χρώμα που χρειάστηκε. Κανείς όμως από τους ανωτέρω δεν εξέδωσε σχετικό τιμολόγιο πώλησης ή παροχής υπηρεσιών, ούτε καταχώρησαν το αυτοκίνητο στο βιβλίο εισερχομένων των εργαστηρίων τους, ώστε να αποδεικνύεται η συγκεκριμένη ημερομηνία επισκευής και βαφής. Σε κάθε περίπτωση αν οι ανωτέρω εργασίες έγιναν λόγω του ατυχήματος της 11/4/2016 δεν δικαιολογείται η βαφή του δεξιού φτερού και του ουρανού, ούτε η βλάβη της δεξιάς πλευράς της ποδιάς του αυτοκινήτου, η οποία ήταν τόσο σοβαρή ώστε να σπάσει η ειδική εγκοπή της βίδας και αυτή να απολεσθεί, αφού τοποθετήθηκε καινούργια. Επίσης κανείς από τους ανωτέρω κατέθεσε ότι έλειπε το συγκεκριμένο πλαστικό κάλυμμα της βάσης του δεξιού καθρέπτη, αν και βρίσκεται σε εμφανές σημείο, αλλά ούτε και ο πρώτος εναγόμενος, όπως ανέφερε στην απολογία του ενώπιον των ποινικών Δικαστηρίων ήταν σε θέση να καταθέσει πότε το απώλεσε, διότι δεν φαινόταν ότι έλειπε, υποθέτοντας ότι αυτό έσπασε κατά το ατύχημα στο κρεοπωλείο, αν και ήταν ευχερές να αντιληφθεί την απώλεια του. Μάλιστα ο ισχυρισμός περί της άγνοιας του για την απώλεια του συγκεκριμένου εξαρτήματος έρχεται σε ευθεία αντίθεση με το γεγονός ότι κατά την έρευνα του οχήματος από τα αρμόδια όργανα του Τ.Τ. Αγρινίου βρέθηκε εντός αυτού ένα άλλο όμοιο πλαστικό εξάρτημα με σβησμένους τους εξωτερικούς κωδικούς και εσωτερικό αριθμό σειράς ………. χωρίς τον κωδικό του ανταλλακτικού και έτος κατασκευής 1985, που σημαίνει ότι ο εναγόμενος διαπίστωσε την απώλεια του συγκεκριμένου πλαστικού καλύμματος μετά το επίδικο ατύχημα και έσπευσε να προμηθευτεί ένα άλλο για να το αναπληρώσει, πλην όμως από σφάλμα του προμηθεύτηκε καπάκι αριστερού και όχι δεξιού καθρέπτη. Πέραν των ανωτέρω αποδεικνύεται ότι το αυτοκίνητο βάφηκε εκ νέου ολόκληρο ώστε να καλυφτούν όλες οι βλάβες τόσο από το επίδικο ατύχημα όσο και από τα προγενέστερο της 11/4/2006, καθόσον οι πραγματογνώμονες διαπίστωσαν ότι ολόκληρο το όχημα και όχι ένα μέρος του είχε βαφεί πρόσφατα. Το γεγονός ότι το συγκεκριμένο πλαστικό κάλυμμα παρέμεινε στο αρχικό χρώμα του αυτοκινήτου οφείλεται, κατά τους κανόνες της λογικής, ότι στην αλλαγή του χρώματος από μπλε σε μαύρο, την 28/11/2005, για κάποιο λόγο οι καθρέπτες δεν βάφτηκαν, πολύ δε περισσότερο που όπως αποδεικνύεται τα πλαστικά μέρη του αυτοκινήτου αφαιρούνται όταν αυτό βάφεται και επανατοποθετούνται μετά και όχι ότι αυτό δεν ανήκει στο αυτοκίνητο του πρώτου εναγομένου, διότι καθίσταται απίθανη η μη εμπλοκή του πρώτου εναγομένου στο επίδικο τροχαίο ατύχημα, καθόσον τον ενάγοντα έπληξε ένα αυτοκίνητο του οποίου η μάρκα, ο τύπος και ο χρόνος κατασκευής είναι ίδια με αυτό του πρώτου εναγόμενου, ότι το χρώμα του αυτοκινήτου που ενεπλάκη στο ατύχημα είχε το χρώμα που είχε παλαιότερα το αυτοκίνητο του πρώτου εναγόμενου, από το οποίο λείπει από το δεξιό καθρέπτη πλαστικό καπάκι όμοιο, όχι μόνο εμφανισιακά αλλά και ως προς τους αναγραφόμενους κωδικούς, με αυτό που βρέθηκε στον τόπο του ατυχήματος και το οποίο επισκευάστηκε και βάφηκε πρόσφατα, σε σχέση με την από 16/5/2006 πραγματογνωμοσύνη, στη δεξιά εμπρόσθια πλευρά του, διότι εκεί προφανώς είχε υποστεί βλάβες, όπως ακριβώς και το αυτοκίνητο που επέπεσε στον ενάγοντα. Μόνο το γεγονός ότι το συγκεκριμένο κάλυμμα που βρέθηκε στο σημείο του ατυχήματος μπορεί να τοποθετηθεί και σε άλλο τύπου αυτοκίνητο …., όπως άλλωστε σε όλες τις μάρκες αυτοκίνητων τα ίδια ανταλλακτικά μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε διάφορους τύπους αυτοκίνητων, δεν αρκεί για να οδηγήσει σε διαφορετική κρίση. Ικανά αποδεικτικά στοιχεία για τη στοιχειοθέτηση αντίθετης κρίσης δεν αποτελούν και οι καταθέσεις των μαρτύρων ………, κουμπάρου του πρώτου εναγόμενου, ο οποίος κατέθεσε στο ακροατήριο των ποινικών Δικαστηρίων και του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ………. συζύγου του, η οποία κατέθεσε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Ανατολικής Στερεάς Ελλάδας και των ……… και ………., οι οποίοι κατάθεσαν προανακριτικά την 28/9/2006 και την 25/4/2007 αντίστοιχα, αφενός μεν διότι όλοι οι ως άνω μάρτυρες προτάθηκαν από τον πρώτο εναγόμενο κατά τη διάρκεια της προανακριτικής διαδικασίας, αλλά και διότι οι δυο πρώτοι τελούν σε στενή σχέση με τον εναγόμενο. Όλοι οι ανωτέρω κατέθεσαν ότι ο πρώτος εναγόμενος βρισκόταν στο κατάστημα του στο …. τουλάχιστον έως την 21:45 ώρα, διότι πωλούσε κάρβουνα ενόψει της εορτής του Πάσχα, χωρίς οι καταθέσεις τους να επιβεβαιώνονται από άλλο αποδεικτικό στοιχείο καθώς ο τελευταίος δεν προσκόμισε σε κανένα από τα προηγηθέντα Δικαστήρια έστω μια απόδειξη πώλησης από την οποία να αποδεικνύεται ότι πράγματι πώλησε οτιδήποτε από το κατάστημα του από την 21:30 ώρα και εντεύθεν. Για τους λόγους αυτούς άλλωστε ο πρώτος εναγόμενος κρίθηκε ένοχος για τις πράξεις της απλής σωματικής βλάβης από αμέλεια και της παράβασης του άρθρου 43 του ΚΟΚ τόσο σε πρώτο βαθμό με την υπ’ αριθμ. 1770/2.7.2009 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αγρινίου όσο και σε δεύτερο βαθμό με την υπ’ αριθμ. 26/15,18.1.2013 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Στερεάς Ελλάδος, κατά της οποίας δεν ασκήθηκε αναίρεση (βλ. την από 11/6/3013 υπηρεσιακή βεβαίωση της Γραμματέα του Ποινικού Τμήματος του ανωτέρω Εφετείου).Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο τα ίδια αφού έκρινε και δέχθηκε ότι αποκλειστικός υπαίτιος του επίδικου ατυχήματος είναι ο εναγόμενος οδηγός ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και ο πρώτος λόγος της έφεσης του ……. και ο πρώτος λόγος της έφεσης του Επικουρικού Κεφαλαίου, με τον οποίο οι εκκαλούντες παραπονούνται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε εμπλοκή του εναγόμενου ………….. στο επίδικο τροχαίο ατύχημα πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι.

Αμέσως μετά το ατύχημα ο ενάγων, ηλικίας 36 ετών, μεταφέρθηκε στο Γεν. Νοσ. Αγρινίου όπου διαπιστώθηκε ότι ήταν πολυκαταγματίας και εκτός των εκδορών και θλάσεων κορμού και άκρων υπέστη α) κάταγμα άνω πέρατος (ΔΕ) βραχιονίου (με νευρολογικά), β) κάταγμα διαφύσεως (ΔΕ) βραχιονίου (με νευρολογικά), γ) κάταγμα ενδαρθρικό (ΔΕ) αγκώνος (με νευρολογικά), δ) κάταγμα άνω τριτημορίου (ΔΕ) κνήμης και ε) κάταγμα μηριαίου (ΑΡ) και στ) κάταγμα κνήμης – ποδοκνημικής άρθρωσης (ΑΡ) και υπεβλήθη επειγόντως σε χειρουργική επέμβαση. Λόγω της ιδιαιτερότητας του μυοσκελετικού του συστήματος και της οστεοπόρωσης λίγες ημέρες αργότερα επαναχειρουργήθηκε στο άνω πέρας του (ΔΕ) βραχιονίου και στο (ΑΡ) μηριαίο (αστοχία υλικών οστεοσύνθεσης) (βλ. την από 21/9/2006 ιατρική έκθεση του χειρουργού – ορθοπεδικού . …. του προαναφερόμενου νοσοκομείου). Στο εν λόγω νοσοκομείο νοσηλεύτηκε στην Ορθοπεδική Κλινική αυτού για ένα μήνα, ήτοι από 22/4/2006 έως 22/5/2006, όταν και εξήλθε (βλ. την υπ’ αριθμ. πρωτ. …../24.5.2006 βεβαίωση του ανωτέρω Νοσοκομείου). Κατά τον επανέλεγχο του ενάγοντος στο ανωτέρω νοσοκομείο την 21/9/2006, διαπιστώθηκε καθυστερημένη πώρωση του κατάγματος της (ΔΕ) κνήμης και του (ΑΡ) μηριαίου, περιορισμένη κίνηση του δεξιού ώμου και του δεξιού αγκώνος, μεγαλύτερη της ήδη προϋπάρχουσας πριν τον τραυματισμό του περιορισμένη κινητικότητα στο δεξιό αγκώνα, εξάλκωση στην (ΑΡ) πτέρνα, ενώ εξαιτίας του παρατεταμένου κλινοστατισμού κρίθηκε ότι είναι πιθανό να χρειαστεί δερματικό μόσχευμα -χειρουργικό καθαρισμό και εκτιμήθηκε ως πιθανός χρόνος αποκατάστασης 8-9 μήνες μετεγχειρητικά (βλ. την ανωτέρω από 21/9/2006 ιατρική έκθεση του χειρουργού – ορθοπεδικού του ΓΝ Αγρινίου …….). Την 12/10/2006 ο ενάγων εισήχθη εκ νέου στην Ορθοπαιδική Κλινική στο Γ.Ν. Αγρινίου, διότι υπέστη νέο κάταγμα του αριστερού μηριαίου στο τέλος της πλάκας οστεοσύνθεσης του κατάγματος του αριστερού μηριαίου, εξαιτίας τους οποίου υπεβλήθη σε νέα χειρουργική επέμβαση την 16/10/2006 και του εφαρμόστηκε γεφυροποιός πλάκα οστεοσύνθεσης, παρέμεινε δε νοσηλευόμενος έως την 20/10/2006 με πιθανό χρόνο αποκατάστασης 4 μήνες από το χειρουργείο (βλ. την από 13/12/2006 ιατρική έκθεση του προαναφερόμενου ιατρού). Όλο αυτό το χρονικό διάστημα λόγω των εκτεταμένων και βαρύτατων τραυμάτων και των περιορισμένων ικανοτήτων του για κίνηση αδυνατούσε να αυτοεξυπηρετείται και να καλύπτει τις στοιχειώδεις βιοτικές ανάγκες του. Ως εκ τούτου, είχε ανάγκη περιθάλψεως και φροντίδας σε καθημερινή βάση και επί 24ωρου βάσεως, την οποία άλλωστε είχε γνωματεύσει ο ανωτέρω θεράπων ιατρός ως αναγκαία στην από 21/9/2006 ιατρική έκθεση του. Τις υπηρεσίες αυτές άνευ ανταλλάγματος παρείχαν οι γονείς του, …. και ….., οι οποίοι, με εντατικοποίηση των προσπαθειών τους, πρόσφεραν σε αυτόν τις σχετικές πρόσθετες υπηρεσίες αποκλειστικών νοσοκόμων και περιποιητών, επιπλέον από αυτές που πρόσφεραν ως γονείς, στα πλαίσια των σχέσεων μεταξύ γονέων και τέκνων, ενόψει το γεγονότος ότι ο ένας μόνο από αυτούς δεν θα μπορούσε να παρέχει στον ενάγοντα 24ωρη φροντίδα. Και ναι μεν οι γονείς του ενάγοντος στα πλαίσια των σχέσεων μεταξύ γονέων και τέκνων βαρύνονται με τη νομική και ηθική υποχρέωση να συμπαραστέκονται στο τέκνο τους, να του παρέχουν βοήθεια και να επιδεικνύουν προς αυτό αγάπη και στοργή, λαμβανομένης υπόψη και της ήδη υπάρχουσας σωματικής αναπηρίας από την οποία υπέφερε ο ενάγων, όμως οι ανωτέρω υπηρεσίες των αποκλειστικών νοσοκόμων και περιποιητών που αναγκάστηκαν οι γονείς του ενάγοντος να του παράσχουν λόγω του τραυματισμού του, δεν εντάσσονται στις νόμιμες πιο πάνω υποχρεώσεις τους. Τις αυξημένες και αποκλειστικής φύσεως φροντίδα προς τον ενάγοντα δεν μπορούσαν να του παράσχουν νοσοκόμες του Γ.Ν. Αγρινίου κατά το χρόνο της νοσηλείας του, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι εκκαλούντες, διότι τα καθήκοντα τους δεν περιορίζονται μόνο στην αποκλειστική φροντίδα και μέριμνα ενός μόνο ασθενούς. Αντίθετα επιβαρύνονται με την περίθαλψη όλων των ασθενών του νοσοκομείου και επομένως δε είναι δυνατόν να παρέχουν στον ενάγοντα τις αυξημένης ποιότητας και χρόνου παροχές που είχε ανάγκη και μάλιστα επί 24ωρου βάσης και όχι μόνο κατά τις νυκτερινές ώρες. Εξάλλου, το γεγονός ότι τις πιο πάνω υπηρεσίες κάλυψαν οι γονείς του ενάγοντος, δεν μπορεί να αγάγει σε ωφέλεια των υπόχρεων εναγομένων και σε αποφυγή καταβολής από αυτούς της σχετικής αποζημίωσης του ενάγοντος, ο οποίος, επειδή στερείτο ρευστού χρήματος για να καλύψει τις ανάγκες του αυτές, με καταβολή (προκαταβολή) των δαπανών που απαιτούνταν πριν από την έγερση της αγωγής, αναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει τους γονείς του ως αποκλειστικούς νοσοκόμους και οικιακούς βοηθούς. Επομένως δικαιούται αυτός να ζητήσει ως αποζημίωση το ποσόν (και όχι μόνο εύλογη αποζημίωση) που θα ήταν υποχρεωμένος να πληρώσει σε τρίτο πρόσωπο που θα προσλάμβανε για το σκοπό αυτό, έστω και αν στη συγκεκριμένη περίπτωση ουδέν ποσόν κατέβαλε στους γονείς του, διότι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 930 παρ. 3 του ΑΚ, η αξίωση αποζημιώσεως δεν αποκλείεται από το λόγο ότι κάποιος άλλος έχει την υποχρέωση να αποζημιώσει ή να διατρέφει την παθούσα, ώστε να μην αποβεί προς όφελος του ζημιώσαντος το γεγονός αυτό (ΑΠ 1723/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 132/2010 ΝΟΜΟΣ, ΕφΟεσ 742/2016 ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 69/2015 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ  183/2012 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2012, 540). Κατ’ ακολουθίαν για την 30ήμερη νοσήλια του στο Γ.Ν. Αγρινίου δικαιούται το ποσόν των 55 ευρώ ημερησίως ανά δωδεκάωρο και συνολικά 110 ευρώ για 24 ώρες, που θα κατέβαλε ως αμοιβή για τις προσφερόμενες υπηρεσίες δυο αποκλειστικών νοσοκόμων που αναγκαίως θα προσελάμβανε για την περίθαλψη του και συνολικά το ποσό των 3.300 ευρώ (30 ημέρες Χ 110 ευρώ) και το ποσό των 700 ευρώ μηνιαίως που κατ’ ελάχιστον θα κατέβαλε σε τρίτα άτομα για του ίδιου είδους και χρονικής διάρκειας φροντίδα και μέριμνα για το χρονικό διάστημα των 9 μηνών μετά την έξοδο του από το νοσοκομείο και συνολικά το ποσό των 6.300 ευρώ (9 μήνες Χ 700 ευρώ). Συνολικά για την ανωτέρω αιτία ο ενάγων δικαιούται το ποσό των 9.600 ευρώ. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που τα ίδια έκρινε ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και ο τρίτος λόγος της έφεσης του ……… όπως και ο δεύτερος λόγος της έφεσης του Επικουρικού Κεφαλαίου όπου οι εκκαλούντες υποστηρίζουν τα αντίθετα πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι. Περαιτέρω, λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών κάτω από τις οποίες συνέβη το ατύχημα, του βαθμού υπαιτιότητας του εναγομένου οδηγού, της αποκλειστικής υπαιτιότητας του πρώτου εναγόμενου στην πρόκληση του ατυχήματος, του είδους του τραυματισμού του ενάγοντος και της συνεπεία αυτού ως άνω πολυήμερης νοσηλείας του και των τριών διαδοχικών χειρουργικών επεμβάσεων, της επίδρασης αυτής στην περαιτέρω ζωή του, της ηλικίας του, λαμβανομένης ιδιαίτερα υπόψη της ιδιαίτερης απαξίας που έχει η πράξη του πρώτου εναγόμενου να εγκαταλείψει τον ενάγοντα βαρύτατα τραυματισμένο στον τόπο του ατυχήματος αν και αντιλήφθηκε ότι προκάλεσε το ατύχημα και της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης των διαδίκων φυσικών προσώπων, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο ενάγων υπέστη ηθική βλάβη για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται, ως χρηματική ικανοποίηση, το ποσό των 30.000 ευρώ. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφαση του έκρινε ότι πρέπει να του επιδικαστεί το ποσό των 50.000 ευρώ εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει ο τέταρτος λόγος της έφεσης του …………και ο αντίστοιχος τρίτος λόγος της έφεσης του Επικουρικού Κεφαλαίου να γίνουν εν μέρει δεκτοί και ως ουσιαστικά βάσιμοι και να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς το κεφάλαιο αυτό.

Με το άρθρο 1 παρ. 4 της 2ης Οδηγίας του Συμβουλίου της 30-12-1983 «Για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων (84/5/ΕΟΚ) ορίζεται ότι «κάθε κράτος μέλος ιδρύει ή εγκρίνει οργανισμό αποστολή του οποίου είναι να αποκαθιστά τουλάχιστον εντός των ορίων της υποχρέωσης ασφάλισης της υλικές ζημίες ή τις σωματικές βλάβες που προκαλούνται από όχημα αγνώστων στοιχείων ή για το οποίο δεν έχει εκπληρωθεί η υποχρέωση ασφάλισης της παραγράφου 1». Στα πλαίσια του Ελληνικού Δικαίου για το ζήτημα τούτο είχε ήδη προβληθεί στα άρθρα 16 επ. του ν. 489/1976, που κωδικοποιήθηκε με το ΠΔ 237/1986, καθώς ιδρύθηκε το νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία «Επικουρικό Κεφάλαιο Ασφάλισης Ευθύνης από Ατυχήματα Αυτοκινήτων, και συντετμημένα «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ» το οποίο τελεί υπό την εποπτεία και τον έλεγχο του Υπουργού Ανάπτυξης, εδρεύει στην Αθήνα και διέπεται από τις διατάξεις του άνω νόμου. Ωστόσο, σύμφωνα με τη διατύπωση της διάταξης της ανωτέρω Οδηγίας αυτή αφορά μόνο στην περίπτωση της οδήγησης αυτοκινήτου από ανασφάλιστο όχημα ή όχημα αγνώστων στοιχείων, όχι και στην περίπτωση της ανάκλησης της άδειας λειτουργίας του ασφαλιστή ή της πτωχεύσεως του, η επέκταση δε του θεσμού του Ε.Κ και στις περιπτώσεις αυτές έγινε με το άρθρο 1 παρ. 1 περ. δ του ν 489/1976 κατ’ επιλογήν του έλληνα νομοθέτη. Εξάλλου, σύμφωνα με την Οδηγία του Συμβουλίου της 24-4-1972 «περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων και με τον έλεγχο της υποχρεώσεως προς ασφάλιση της ευθύνης αυτής» (72/166 ΕΟΚ) προβλέπεται στο άρθρο 3 παρ. 1 εκτός ότι «κάθε κράτος μέλος λαμβάνει … όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε η αστική ευθύνη η σχετική με την κυκλοφορία οχημάτων με συνήθη στάθμευση στο έδαφος του να καλύπτεται από ασφάλιση». Η υποχρέωση αυτή καλύπτεται με την πρόβλεψη της υποχρεωτικής κάλυψης με ασφάλιση, της έναντι τρίτων αστικής ευθύνης (άρθρα 2 ε Π.Δ. 237/1986) καθώς και με την πρόβλεψη ποινικής και διοικητικής ευθύνης του οδηγού σε περίπτωση οδήγησης ανασφάλιστου αυτοκινήτου. Με το άρθρο τέταρτο του ν. 4092/2012 τροποποιήθηκαν διατάξεις του ΠΔ 237/1986 και ειδικότερα με το στοιχείο γ’ του ως άνω άρθρου, αντικαταστάθηκε το άρθρο 19 παρ. 2 ΠΔ 237/1986, το οποίο πλέον προβλέπει μεταξύ άλλων α) ότι η αποζημίωση που καταβάλλει το Ε.Κ. για χρηματικές ικανοποιήσεις λόγω ψυχικής οδύνης δεν μπορεί να υπερβεί το ποσό των 60.000 ευρώ για κάθε δικαιούχο και β) ότι η αποζημίωση, στην περίπτωση πτώχευσης του ασφαλιστή ή άκαρπης εκτέλεσης σε βάρος του ασφαλιστή ή τέλος ανάκλησης της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής εταιρείας, το συνολικό ποσό για την αποζημίωση από το Ε.Κ καταβάλλεται όχι ολόκληρο, αλλά με βάση τα ποσοστά όπου η ίδια διάταξη λεπτομερώς ορίζει. Ο ποσοτικός αυτός περιορισμός κατά την αιτιολογική έκθεση θεσπίστηκε από το νομοθέτη, προκειμένου το ΕΚ να εξακολουθήσει να εξυπηρετεί τον κοινωνικό σκοπό για τον οποίο συνεστήθη. Όμως η διάταξη αυτή είναι αντίθετη: α) με τα άρθρα 4 παρ. 1 και 20 παρ. 1 του Συντάγματος, αφού με αυτή αναγνωρίζεται υπέρ του Ε.Κ. ευνοϊκή μεταχείριση, ενώ τίθεται σε δυσμενέστερη θέση έναντι αυτού ο άλλος διάδικος, β) με το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, αφού δεν προκύπτει ότι υφίσταται λόγος δημοσίου συμφέροντος, που να καθιστά συνετή τη διαφοροποίηση αυτή, γ) με τη διάταξη του άρθρου 1 του πρώτου Πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, ενόψει ότι γίνεται προσβολή της περιουσίας του ζημιωθέντος – διαδίκου χωρίς να γίνεται επίκληση σοβαρού λόγου δημοσίου συμφέροντος δ) με την ήδη και συνταγματικώς κατοχυρωμένη (αρ. 25 παρ. 1 του Συντάγματος) αρχή της αναλογικότητας, η οποία υπαγορεύει την τήρηση της αναλογίας ανάμεσα στον επιδιωκόμενο σκοπό και τα μέσα, που χρησιμοποιούνται, προδήλως δε προβάλλεται στην προκειμένη περίπτωση. Τούτο δε, γιατί και αν θεωρηθεί ότι ο επιδιωκόμενος σκοπός είναι η προστασία του Επικουρικού Κεφαλαίου, το ποσό της αποζημίωσης   μειωμένο κατά τα οριζόμενα στην παρ. 2 του άρθρου 19 ΠΔ 237/1986 από εκείνο που υποχρεούταν να καταβάλει ο οφειλέτης ιδιώτης, δεν είναι αναλογικό και ε) με την αρχή της ισότητας, όπως αυτή προστατεύεται από το άρθρο 4 του Συντάγματος, καθώς επιφυλάσσεται διαφορετική μεταχείριση στις περιπτώσεις α’ και β’ της παρ, 1 του άρθρου 19 του π.δ 237/1986, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το ν. 4092/2012, δηλαδή στις περιπτώσεις όπου ο οδηγός του ζημιογόνου οχήματος παραμένει άγνωστος και όπου το ζημιογόνο όχημα είναι εξ αρχής ανασφάλιστο, με την περίπτωση γ της ίδιας παραγράφου, δηλαδή όταν το ζημιογόνο όχημα ήταν μεν ασφαλισμένο, αλλά η ασφαλιστική εταιρεία στην οποία ήταν αυτό ασφαλισμένο πτώχευσε, ή εις βάρος της εκτέλεσης απέβη άκαρπη ή ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας της ασφαλιστικής επιχείρησης ένεκα παραβάσεως νόμου. Η εφαρμογή της διατάξεως αυτής έχει ως αποτέλεσμα ότι, όταν το Δικαστήριο επιδικάσει αποζημίωση υπέρ παθόντος εξαιτίας ατυχήματος από όχημα το οποίο υπάγεται στην περίπτωση γ (ανάκληση αδείας κλπ), θα υποχρεώσει τον οδηγό του ζημιογόνου οχήματος να καταβάλει ιδίαις δαπάναις και με προσωπική του κράτηση λόγω της αδικοπραξίας, τη διαφορά που θα προκύψει από την εφαρμογή της ποσοστώσεως υπέρ του Ε.Κ. Έτσι, τίθεται αναιτιολογήτως σε δυσμενέστερη μοίρα ο επιμελής ιδιοκτήτης και οδηγός του ζημιογόνου οχήματος, ο οποίος φρόντισε να ασφαλίσει το όχημα του και μετά ταύτα έπαυσε ισχύουσα η ασφάλιση του για τους παραπάνω λόγους, έναντι του αμελούς οδηγού, ο οποίος ουδέποτε ασφάλισε το ζημιογόνο όχημα. Η ίδια ρύθμιση θέτει σε δυσμενέστερη θέση τον ασφαλισμένο για τον οποίον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της περ. 8, σε σχέση με τον ασφαλισμένο για τον οποίον δεν ετέθη θέμα πτωχεύσεως κλπ της ασφαλιστικής του εταιρείας και ο οποίος απολαύει ακωλύτως των εκ της ασφαλίσεως ευεργετημάτων, χωρίς να αιτιολογείται για ποιο λόγο συντρέχει αυτή η διαφοροποίηση μεταξύ των πρακτικά ομοίων περιπτώσεων ασφαλισμένων, η διαφορά των οποίων συνίσταται μόνο στην, λόγω δυσμενών συγκυριών, ανατροπή των εκ της ασφαλίσεως αποτελεσμάτων, την οποία υφίσταται ανυπαιτίως ο συναλλασσόμενος της περ. γ’ του παραπάνω νόμου. Εξάλλου, η ευνοϊκή ρύθμιση υπέρ του Ε.Κ δεν δικαιολογείται από λόγους κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, αλλά αντιτίθεται σ’ αυτό, καθώς δημιουργεί κοινωνική ανισότητα, όπως προπεριγράφηκε. Αλώστε, ούτε από την αιτιολογική έκθεση του νόμου 4092/2012, όπως μεταξύ άλλων αναφέρεται «γίνεται προσπάθεια να διασφαλισθεί η ομαλή λειτουργία του Επικουρικού Κεφαλαίου επιχειρώντας να σταθμιστούν οι υποχρεώσεις του χωρίς να διακινδυνεύει η οικονομική του θέση, λόγω ακριβώς του ιδιαίτερου επικουρικού του σκοπού» προκύπτει οποιοσδήποτε λόγος κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι «επικουρικότητα» δεν σημαίνει εν μέρει ικανοποίηση του δικαιούχου, αλλά (πλήρη) αποζημίωση όταν δεν υπάρχει άλλη δυνατότητα ικανοποίησης του δικαιούχου, ή η δυνατότητα αυτή, κατά την αντίληψη του νομοθέτη δεν προσφέρει ελπίδες επιτυχίας. Υπό τα ως άνω, η προαναφερόμενη ρύθμιση εξυπηρετεί το απλό ταμειακό συμφέρον του ΕΚ, το οποίο δεν ταυτίζεται με το δημόσιο ή το γενικό συμφέρον και ουσιαστικώς επιχειρείται να καλυφθεί η αδυναμία ή η απροθυμία ουσιαστικού και συνεχούς ελέγχου στην ασφαλιστική αγορά που τελικώς καταλήγει σε επιβράβευση των παρανομιών των ασφαλιστικών εταιρειών ή φυσικών προσώπων οδηγών αυτοκινήτων στερώντας από το συνεπή και νομοταγή οδηγό την ασφαλιστική κάλυψη, που λόγω της συνεχούς εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του, ανέμενε και δικαιούται να έχει, με αποτέλεσμα η ρύθμιση αυτή να έρχεται σε αντίθεση και με το κοινό περί δικαίου αίσθημα (ΕφΠειρ 463/2015 ΝΟΜΟΣ). Εν προκειμένω το εκκαλούν νομικό πρόσωπο «Επικουρικό Κεφάλαιο» με τις πρωτόδικες προτάσεις του και με τη σχετική ανάπτυξη της στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά, προέβαλε την ένσταση του άρθρου 19 παρ. 4 του π.δ. 237/1986 και ζήτησε να περιοριστεί η υποχρέωση του καταβολής στον ενάγοντα στα ποσά που αναφέρονται στη διάταξη αυτή. Η ένσταση αυτή όμως είναι απορριπτέα ως ανίσχυρη, διότι αντίκειται στις διατάξεις του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ, σύμφωνα με όσα στην ως άνω μείζονα σκέψη εκτέθηκαν. Το πρωτόδικο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφαση του ορθά απέρριψε την ένσταση αυτή ως μη νόμιμη έστω με την εσφαλμένη αιτιολογία ότι η ως άνω διάταξη δεν εφαρμόζεται στην ένδικη υπόθεση δεν έσφαλε και πρέπει, αφού αντικατασταθεί η αιτιολογία (άρθρο 534 ΚΠολΔ), ότι είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη όχι επειδή εν προκειμένω δεν τυγχάνει εφαρμογής, αλλά διότι είναι αντίθετη στο Σύνταγμα και στις διατάξεις της ΕΣΔΑ, σύμφωνα και με όσα προαναφέρθηκαν στην παραπάνω μείζονα σκέψη να απορριφθεί ως αβάσιμος ο σχετικός αντίθετος τέταρτος λόγος του εκκαλούντος ως άνω νομικού προσώπου.

Κατόπιν αυτών, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει οι εφέσεις να γίνουν δεκτές ως ουσιαστικά βάσιμες και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολο της για το ενιαίο της εκτέλεσης του τίτλου (ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 26, 642, ΕφΠειρ 587/2008 ΕΣυγκΔ 2009, 329, Σαμουήλ, Η έφεση, έκδοση 2009, σελ. 447). Ακολούθως, πρέπει, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), να ερευνηθεί η αγωγή, να γίνει αυτή εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον ο κάθε ένας των εναγομένων, αφενός μεν να αναγνωριστεί η υποχρέωση να καταβάλουν στον ενάγοντα το ποσό των εννέα χιλιάδων εξακοσίων (9.600) ευρώ και αφετέρου να υποχρεωθούν να του καταβάλουν το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ και τα δυο ποσά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση. Ένα μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθεί σε βάρος των εκκαλούντων λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας των διαδίκων (άρθρα 178 παρ. 1, 183, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), σύμφωνα με το διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στους εκκαλούντες, λόγω της εν μέρει νίκης τους, του παράβολου άσκησης έφεσης, ποσού 200 ευρώ, που κάθε ένας αυτών κατέθεσε, κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ’ του ΚΠολΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση τυπικά και κατ’ ουσίαν.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αριθμ. 134/2014 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε με την ειδική διαδικασία των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητο.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει επί της από 12/7/2007 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……/2007 αγωγής.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση των εναγόμενων να καταβάλουν στον ενάγοντα, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον ο κάθε ένας το ποσό των εννέα χιλιάδων εξακοσίων (9.600) ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση του.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την υποχρέωση των εναγόμενων να καταβάλουν στον ενάγοντα, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον ο κάθε ένας το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση του.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εναγόμενων ένα μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των δυο χιλιάδων (2.000) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στους εκκαλούντες των παράβολων άσκησης των εφέσεων.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στον Πειραιά χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, την 19 Απριλίου 2018.

Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ