Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 259/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης  259 /2018

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

——————————————-

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αικατερίνη Νομικού, Πρόεδρο Εφετών, Παναγιώτη Χουζούρη, Εφέτη, Μαρία Δανιήλ, Εφέτη – Εισηγήτρια, και από τη Γραμματέα Δ.Π..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση του εν όλω ηττηθέντος στην πρωτοβάθμια δίκη ενάγοντος κατά της υπ’αριθμ. 3020/2014  οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων της δίκης, κατά την τακτική διαδικασία, επί της ασκηθείσας από 7.6.2011 (με αυξ. αριθ. εκθ. καταθ. ……./7.6.2011) αγωγής του, διώκουσας την επιδίκαση σ’αυτόν χρηματικής ικανοποίησης της ηθικής βλάβης, που υπέστη, λόγω της παράνομης και υπαίτιας προσβολής της προσωπικότητάς του από την αδικοπρακτική συμπεριφορά του εναγομένου, ο οποίος υποστήριξε ενώπιον τρίτων αναληθείς ειδήσεις, εν γνώσει της αναληθείας τους, που τον αφορούσαν και εξέθεσαν σε κίνδυνο την επαγγελματική του πίστη, και με την οποία (απόφαση) απορρίφθηκε καθ’ολοκληρίαν η ανωτέρω αγωγή ως νόμω αβάσιμη, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και νομότυπα (άρθρα 495, 499, 511, 513 παρ.1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.1 και 520 § 1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 11.11.2014 (με αυξ.αριθμ.εκθ. καταθ. …../11.11.2014), ήτοι προ πάσης επίδοσης της οριστικής απόφασης, αφού τέτοια επίδοση δεν επικαλούνται οι διάδικοι, ούτε άλλωστε προκύπτει οίκοθεν από τα προσκομιζόμενα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αποδεικτικά μέσα, αλλά εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ.2 του ΚΠολΔ [όπως ίσχυε προ της τροποποίησής του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄87), το οποίο εφαρμόζεται, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ.2 του αυτού άρθρου και νόμου, για τα ένδικα μέσα, που ασκούνται μετά από την 1.1.2016, και, επομένως, όχι εν προκειμένω] προθεσμίας των τριών (3) ετών από τη δημοσίευση της απόφασης αυτής, που έλαβε χώρα στις 23.6.2014, ενώ επιπροσθέτως έχει καταβληθεί από τον εκκαλούντα κατά την κατάθεσή της το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.4 του ΚΠολΔ παράβολο, αρμόδια δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να  γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την αυτή τακτική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρα 522 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ).

Ο ενάγων με την από 7.6.2011 (με αυξ. αριθ. εκθ. καταθ. ……./7.6.2011) αγωγή, που άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, επικαλούμενος ότι έχει καταστεί πλήρης και αποκλειστικός κύριος, δυνάμει παραγώγου τρόπου κτήσης, της ειδικότερα περιγραφομένης στο δικόγραφο αυτοτελούς και ανεξάρτητης οριζόντιας ιδιοκτησίας (διαμερίσματος) του δευτέρου ορόφου τριώροφης οικοδομής στο Κερατσίνι Αττικής, ότι, προτιθέμενος να πωλήσει το ανωτέρω ακίνητο, απευθύνθηκε σε μεσίτες, τους οποίους εγνώριζε εκ της εργασίας του ως τραπεζικός υπάλληλος, έχοντας συνεργασθεί μαζί τους, και έχαιρε της εμπιστοσύνης και της εκτίμησής τους, με την εντολή να μεσολαβήσουν και να του υποδείξουν ευκαιρίες για την εξεύρεση αγοραστή, διαβεβαιώνοντάς τους για την καλή κατάσταση αυτού, ότι ο εναγόμενος – αδελφός του και επίσης κύριος οριζοντίων ιδιοκτησιών του τρίτου και του ισογείου ορόφων της ιδίας οικοδομής, εναντιωθείς και αντιδρώντας στα σχέδιά του, λόγω προστριβών μεταξύ τους κατά το παρελθόν, υποστήριξε ψευδώς σε τρεις (3) περιπτώσεις κατά τις παρατιθέμενες στο δικόγραφο ημερομηνίες ενώπιον των μεσιτών και των υποψηφίων αγοραστών, που προσήλθαν για να επισκεφθούν το διαμέρισμα, ότι δεν πωλείται, καθώς και ότι παρουσιάζει ελλείψεις και ελαττώματα, σε ισάριθμα περιστατικά, που εκτίθενται στο δικόγραφο, εν γνώσει της αναληθείας των ισχυρισμών του, εκθέτοντας σε κίνδυνο την πίστη του και δημιουργώντας σε τρίτους, με τους οποίους σχετίζεται επαγγελματικά, δυσμενείς παραστάσεις για το πρόσωπό του, διότι τον ενεφάνισε ως πρόσωπο ανέντιμο στις συναλλαγές του και αναξιόπιστο, και οι μεσίτες ακολούθως, απαξιώνοντάς τον, ζήτησαν να ανακαλέσει την προς αυτούς εντολή του, αμφισβητώντας τη σοβαρότητα της πρόθεσής του να πωλήσει το συγκεκριμένο περιουσιακό του στοιχείο, και υπολαμβάνοντας ότι εκ δόλου απέκρυψε απ’αυτούς πραγματικά του ελαττώματα, προκειμένου να επιτύχει με κάθε τρόπο την πώλησή του, όπερ και έπραξε, με αποτέλεσμα να προσβληθεί στην προσωπικότητά του και να δοκιμάσει θλίψη και στενοχώρια, ζήτησε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει, ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης, που υπέστη από τη σε βάρος του προαναφερόμενη παράνομη και υπαίτια (αδικοπρακτική) συμπεριφορά αυτού, το ποσό των 300.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης, να απαγγελθεί κατά του εναγομένου προσωπική κράτηση ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης, που θα εκδοθεί, λόγω της αδικοπραξίας, και να καταδικασθεί αυτός στη δικαστική του δαπάνη. Επί της εν λόγω αγωγής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η υπ’αριθμ. 3020/2014 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε αυτή ως νόμω αβάσιμη, καθόσον, όπως έγινε δεκτό, για την ύπαρξη αξίωσης του ενάγοντος προς επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης της ηθικής του βλάβης από τη διάταξη του άρθρου 920 του ΑΚ, στην οποία κρίθηκε ότι επιχειρείται να θεμελιωθεί η ένδικη αγωγή, είναι απαραίτητη η επίκληση και απόδειξη περιουσιακής ζημίας του, προκαλουμένης αιτιωδώς από την έκθεση σε κίνδυνο ενός εκ των αναφερομένων στην ανωτέρω διάταξη αγαθών, και εν προκειμένω της πίστης του, ενώ στην κρινόμενη περίπτωση ουδεμία τέτοια μνεία περί της περιουσιακής ζημίας, που αυτός υπέστη από την αδικοπρακτική συμπεριφορά του εναγομένου, γίνεται στο αγωγικό δικόγραφο. Επιπροσθέτως με την ανωτέρω απόφαση καταδικάσθηκε ο ενάγων στη δικαστική δαπάνη του εναγομένου, το ύψος της οποίας ορίσθηκε στο ποσό των 6.000 ευρώ. Κατά της ανωτέρω απόφασης παραπονείται ο ενάγων, έχοντας προφανές προς τούτο έννομο συμφέρον, ως εν όλω ηττηθείς στον πρώτο βαθμό διάδικος, για τους λόγους, που ειδικότερα αναφέρονται στο δικόγραφο του ενδίκου μέσου, και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες, στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται, αφενός μεν σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως προς την κρίση του περί της νομικής αβασιμότητας της αγωγής του, αφετέρου δε σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων αναφορικά με την επιβολή σε βάρος του της δικαστικής δαπάνης του αντιδίκου του, ισχυριζόμενος ότι θα μπορούσε αυτή να συμψηφισθεί ολικά μεταξύ τους λόγω της συγγενικής τους σχέσης, αλλά και ως προς το ποσό αυτής (των 6.000 ευρώ), το οποίο εκτιμά ως υπέρογκο, ζητώντας την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ούτως ώστε, αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, να γίνει δεκτή η αγωγή του στο σύνολό της ως νόμω και ουσία βάσιμη και να επιβληθεί σε βάρος του εναγομένου η δικαστική του δαπάνη.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 57 του ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον, ενώ αξίωση αποζημίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες δεν αποκλείεται, κατά δε το άρθρο 59 του ΑΚ και στην περίπτωση του άρθρου 57 του ΑΚ, το δικαστήριο με την απόφασή του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και αφού έχει λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί επιπλέον να καταδικάσει τον υπαίτιο να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη αυτού που έχει προσβληθεί. Η ικανοποίηση συνίσταται σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα και σε ο,τιδήποτε επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Με τις διατάξεις αυτές καθιερώνεται αντικειμενική ευθύνη του προσβάλλοντος ως προς την άρση της προσβολής, ενώ για την αξίωση αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης απαιτείται η παράνομη προσβολή να είναι και υπαίτια. Τέτοιο προστατευόμενο έννομο αγαθό είναι και η τιμή και η υπόληψη κάθε ανθρώπου, το απόρρητο της ιδιωτικής ζωής, η πίστη, το επάγγελμα, η ελευθερία ανάπτυξης οικονομικής δραστηριότητας κλπ. (ΑΠ 1230/2014 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Προϋποθέσεις για την προστασία της προσωπικότητας, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραπάνω άρθρων είναι: α) Η ύπαρξη προσβολής της προσωπικότητας με πράξη ή παράλειψη άλλου που διαταράσσει μια ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτόμενου κατά τη στιγμή της προσβολής, β) η προσβολή να είναι παράνομη, πράγμα που συμβαίνει όταν η προσβολή γίνεται χωρίς δικαίωμα ή με βάση δικαίωμα, το οποίο όμως είτε είναι μικρότερης σπουδαιότητας στο πλαίσιο της έννομης τάξης, είτε ασκείται καταχρηστικά κατά την έννοια των άρθρων 281 ΑΚ και 25§3 του Συντάγματος και γ) πταίσμα του προσβολέα όταν πρόκειται ειδικότερα για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης (ΑΠ 356/2010 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Στην περίπτωση αυτή η παράνομη και συγχρόνως υπαίτια προσβολή της προσωπικότητας συνιστά ασφαλώς ειδικότερη μορφή αδικοπραξίας, οπότε συνδυαστικά εφαρμόζονται και οι διατάξεις των άρθρων 914, 919, 920 και 932 του ΑΚ, ενώ αδιάφορη για το χαρακτήρα της προσβολής ως παράνομης είναι η φύση της διάταξης που ενδέχεται με την προσβολή να παραβιάζεται και η οποία έτσι μπορεί να ανήκει σε οποιοδήποτε κλάδο ή τμήμα του δικαίου. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 914 του ΑΚ, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, ενώ κατά το άρθρο 932 του ΑΚ, σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη, κατά την κρίση του, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 920 του ΑΚ, όποιος γνωρίζοντας ή υπαίτια αγνοώντας, υποστηρίζει ή διαδίδει αναληθείς ειδήσεις που εκθέτουν σε κίνδυνο την πίστη, το επάγγελμα ή το μέλλον άλλου, έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι προϋποθέσεις για την εφαρμογή της είναι: α) Υποστήριξη ή διάδοση αναληθών ειδήσεων. Ως “υποστήριξη” νοείται ο ισχυρισμός των ειδήσεων ενώπιον τρίτων με επιχειρηματολογία υπέρ της αλήθειας τούτων, ενώ ως “διάδοση” νοείται η απλή ανακοίνωση των ισχυρισμών. Η υποστήριξη ή η διάδοση των ειδήσεων μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο και μέσο, δηλαδή γραπτώς ή προφορικώς, προς ένα ή περισσότερα πρόσωπα. Ως ειδήσεις νοούνται οι πληροφορίες που αναφέρονται σε οποιαδήποτε περιστατικά, σχέσεις ή καταστάσεις, οι οποίες, κατά το χρόνο της υποστήριξης ή διάδοσης, εκθέτουν σε κίνδυνο ένα από τα περιοριστικώς αναφερόμενα στη διάταξη αγαθά, δηλαδή την πίστη, το επάγγελμα ή το μέλλον του θιγομένου. Οι υποστηριζόμενες ή διαδιδόμενες ειδήσεις πρέπει να είναι σαφείς και συγκεκριμένες και να αναφέρονται σε ορισμένα γεγονότα (δηλαδή συγκεκριμένα συμβάντα του εξωτερικού κόσμου, παρελθόντα ή παρόντα, υποπίπτοντα στις αισθήσεις και δεκτικά απόδειξης, καθώς και συμπεριφορές ή συγκεκριμένες σχέσεις αναφερόμενες στο παρελθόν ή το παρόν) και όχι αόριστες υπόνοιες χωρίς αναφορά σε ορισμένα γεγονότα, γιατί τότε δεν αποτελούν “ειδήσεις” (ΑΠ 1772/2006 ΧρΙΔ 2007.129), επιπλέον δε να αποδεικνύονται και αναληθείς, με την έννοια να μην αληθεύει εξ ολοκλήρου το σχετικό γεγονός ή να παρουσιάζεται αυτό παραποιημένο. Αν το σχετικό γεγονός αληθεύει, δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της ως άνω διάταξης. β) Γνώση ή υπαίτια άγνοια της αναλήθειας. Δηλαδή, αυτός που υποστηρίζει ή διαδίδει τις αναληθείς ειδήσεις πρέπει να γνωρίζει ή υπαιτίως (από αμέλεια) να αγνοεί την αναλήθεια αυτών. Το στοιχείο αυτό ανταποκρίνεται στην έννοια του πταίσματος και με τις δύο γνωστές μορφές (330 του Κ), δηλαδή του δόλου (γνώση της αναλήθειας) και της αμέλειας (άγνοια της αναλήθειας, επειδή δεν καταβλήθηκε η απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια). Πρόθεση του διαδίδοντος να προξενήσει βλάβη στον θιγόμενο δεν απαιτείται. Η ζημία του βλαπτομένου πρέπει να προήλθε αιτιωδώς από τη διάδοση ή την υποστήριξη των αναληθών ειδήσεων. γ) Κίνδυνος για την πίστη, το επάγγελμα ή το μέλλον του προσώπου. Οι διαδιδόμενες αναληθείς ειδήσεις πρέπει επιπλέον να εκθέτουν αιτιωδώς και πραγματικώς σε κίνδυνο ένα από τα περιοριστικώς διαλαμβανόμενα στο πιο πάνω άρθρο αγαθά του φυσικού ή νομικού προσώπου. Δεν αρκεί η διαπίστωση ότι αφηρημένως είναι ικανές να εκθέσουν σε κίνδυνο τα εν λόγω αγαθά. Ως πίστη του προσώπου νοείται η καλή γνώμη και υπόληψη την οποία έχουν τρίτοι σχετικά με την οικονομική και επαγγελματική κατάσταση του φυσικού ή νομικού προσώπου. Ως μέλλον αυτού νοείται η οικονομική και επαγγελματική βελτίωση. Η πίστη, το μέλλον ή το επάγγελμα ενός προσώπου θεωρείται ότι βρίσκονται σε κίνδυνο, όταν δημιουργούνται δυσμενείς παραστάσεις σε τρίτους και ειδικότερα σ’ εκείνους με τους οποίους σχετίζεται κοινωνικά, οικονομικά ή επαγγελματικά και δ) Ζημία. Τελευταία, λοιπόν, προϋπόθεση για την ύπαρξη αξίωσης από το άρθρο 920 ΑΚ, είναι η απόδειξη περιουσιακής ζημίας, ή (και) ηθικής βλάβης, η οποία προκαλείται αιτιωδώς από την έκθεση σε κίνδυνο ενός από τα πιο πάνω αγαθά. Με βάση το άρθρο 920 του ΑΚ ο θιγόμενος (φυσικό ή νομικό πρόσωπο) μπορεί να ζητήσει χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, που υπέστη από την αδικοπραξία κατ’ άρθρο 932 του ΑΚ (ΑΠ 718/2017, ΑΠ 1613/2008 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Η προαναφερθείσα διάταξη ρυθμίζει μία ειδική μορφή αδικοπραξίας, με σκοπό την προστασία των ατόμων από ζημίες που θα μπορούσαν να προκληθούν με την υποστήριξη ή τη διάδοση αναληθών γεγονότων και ειδήσεων, που εκθέτουν σε κίνδυνο την πίστη, το επάγγελμα ή το μέλλον τους. Η ίδια προστασία θα μπορούσε να παρασχεθεί και με βάση το άρθρο 57 του ΑΚ, που ρυθμίζει την υπαίτια προσβολή του απολύτου δικαιώματος στην προσωπικότητα, αλλά η ως άνω ρύθμιση κρίθηκε αναγκαία, ώστε να μη δημιουργηθούν αμφισβητήσεις για το αν τα αγαθά που προστατεύονται από το άρθρο 920 του ΑΚ αποτελούν ή όχι εκφάνσεις του γενικού αυτού και απόλυτου δικαιώματος στην προσωπικότητα (ΑΠ 1462/2005 ΕλλΔνη 2006.190). Εξάλλου, από τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 914 και 920 του ΑΚ δεν προκύπτει ότι για να γεννηθεί αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης υπέρ του προσώπου, εις βάρος του οποίου έλαβε χώρα ο ισχυρισμός ή η διάδοση ψευδών ειδήσεων, πρέπει αυτό να έχει υποστεί, εκτός της ηθικής βλάβης, και ζημία. Αντίθετα, σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 932 του ΑΚ σε περίπτωση αδικοπραξίας, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία (ΑΠ 955/2011 ΝοΒ 2012.280). Τέλος, τα κριτήρια του καθορισμού της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης δεν καθορίζονται στο νόμο, λόγω της εγγενούς αδυναμίας του, εκ των προτέρων, καθορισμού τους. Έτσι, ο δικαστής, προς σχηματισμό της σχετικής αξιολογικής του κρίσης προς επιδίκαση εύλογης χρηματικής ικανοποίησης οφείλει να εκτιμήσει: Τη βαρύτητα της προσβολής, την υπαιτιότητα και τον βαθμό της, τον τόπο, τον χρόνο και τη διάρκεια της προσβολής, το επάγγελμα, την περιουσιακή κατάσταση και τις συνθήκες ζωής αυτού που προσβλήθηκε και εκείνου που ενήργησε την προσβολή, την τυχόν δημοσιότητα της προσβολής και τη συμπεριφορά του υπευθύνου μετά την αδικοπραξία (βλ. σχετ. Γεωργιάδη στον ΑΚ Γεωργιάδη-­Σταθόπουλο, ΑΚ, Τομ. IV, άρθρο 932,  αριθμ. 22 επ., σελ. 819). Πάντως, η εφαρμογή του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος, που εισάγει ως νομικό κανόνα την «αρχή της αναλογικότητας», επιβάλλει και στα δικαιοδοτικά όργανα, κατά τη στάθμιση των εκατέρωθεν δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, να λαμβάνουν υπόψη την εκάστοτε αντιστοιχία μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του εκάστοτε επιδιωκόμενου σκοπού (ΟλΑΠ 43/2005 ΕλλΔνη 2005.1649). Άρα, σε περίπτωση προσδιορισμού του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης το δικαστήριο της ουσίας δεν πρέπει μεν να υποβαθμίζει την απαξία της πράξης επιδικάζοντας χαμηλό ποσό, συγχρόνως δε δεν πρέπει με ακραίες εκτιμήσεις να καταλήγει σε εξουθένωση του ενός μέρους και αντίστοιχο υπέρμετρο πλουτισμό του άλλου (ΑΠ 1462/2005 ΕλλΔνη 2006.190, ΑΠ 698/2007, ΑΠ 132/2006 άπασες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1183/2006 ΕλλΔνη 2006.1444, Σ. Ματθία «Το πεδίο λειτουργίας της αρχής της αναλoγικότητας» ΕλλΔνη 2006.1).

Στην προκειμένη περίπτωση ο ενάγων με την κρινόμενη αγωγή του, επικαλούμενος ότι υπέστη ηθική βλάβη λόγω της προσβολής της προσωπικότητάς του από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγομένου, ο οποίος υποστήριξε ενώπιον  τρίτων, ψευδείς ειδήσεις, που εξέθεσαν σε κίνδυνο την επαγγελματική του πίστη, εν γνώσει της αναληθείας τους, ζήτησε να του επιδικασθεί ως χρηματική του ικανοποίηση το ποσό των 300.000 ευρώ, πλέον τόκων από την επίδοση της αγωγής, να απαγγελθεί προσωπική κράτηση σε βάρος του εναγομένου ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης, που θα εκδοθεί, και να καταδικασθεί αυτός στη δικαστική του δαπάνη. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή είναι ορισμένη, ως περιέχουσα όλα τα κατά νόμο αναγκαία στοιχεία για την πληρότητα του δικογράφου της και τη θεμελίωση της  αξίωσης του ενάγοντος, και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 346, 57, 59, 914, 920, 932 του ΑΚ, και 191 παρ.2, 176 και 1047 του ΚΠολΔ, καθώς για να γεννηθεί αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης υπέρ του προσώπου, σε βάρος του οποίου έλαβε χώρα ο ισχυρισμός ή η διάδοση ψευδών ειδήσεων, δεν απαιτείται αυτό να έχει υποστεί, εκτός της ηθικής βλάβης, οπωσδήποτε και περιουσιακή ζημία, την οποία μάλιστα οφείλει να επικαλείται στην αγωγή του για τη νομική βασιμότητά της, και να την αποδεικνύει, για την ουσιαστική παραδοχή της, αντίθετα σε μία τέτοια περίπτωση το δικαστήριο μπορεί να του επιδικάσει χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την τυχόν περιουσιακή ζημία του, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη, καθώς έκρινε ότι στην προκειμένη περίπτωση ο ενάγων δεν επικαλείται στο δικόγραφο αυτής ότι υπέστη, πέραν της ηθικής βλάβης, και περιουσιακή ζημία από την σ’αυτό αναφερόμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά του εναγομένου, ο οποίος φέρεται ότι υποστήριξε σε βάρος του ψευδείς ειδήσεις, εν γνώσει της αναληθείας του, εκθέτοντας σε κίνδυνο την επαγγελματική του πίστη και προσβάλλοντας, κατ’επέκταση, την προσωπικότητά του στη συγκεκριμένη έκφανσή της, δεχθέν ειδικότερα ότι για τη θεμελίωση στη διάταξη του άρθρου 920 του ΑΚ της επίδικης αξίωσης του ενάγοντος προς καταβολή χρηματικής ικανοποίησης για την ηθική βλάβη του απαιτείται επιπροσθέτως μνεία περί της πρόκλησης σ’αυτόν και τέτοιας (περιουσιακής) ζημίας, εκτός από την ηθική βλάβη, εσφαλμένα τις ανωτέρω διατάξεις ερμήνευσε και εφήρμοσε, κατά παραδοχήν ως βασίμων των υποστηριζομένων από τον ενάγοντα με τον σχετικό λόγο της ένδικης έφεσής του. Ενόψει τούτων, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση έφεση και κατ’ουσίαν, και αφού εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση και κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η αγωγή, η οποία είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις, που προεκτέθηκαν, να διερευνηθεί περαιτέρω αυτή ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, με την επισήμανση ότι έχει καταβληθεί από τον ενάγοντα το προσήκον στο αντικείμενό της τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. σχετ. τα προσκομιζόμενα από τον ανωτέρω, μετά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 227 του ΚΠολΔ, υπ’αριθμ……/12.2013, σειρά VI, τύπου Β΄ διπλότυπο είσπραξης της Δ.Ο.Υ. Γ΄Πειραιά, υπ’αριθμ……/2013 απόδειξη είσπραξης του Ε.Τ.Α.Α. – Τομέας Υγείας Δικηγόρων Πειραιά, και υπ’αριθμ…../4.12.2013 γραμμάτιο είσπραξης της Εθνικής Τράπεζας). Τέλος, λόγω της νίκης του εκκαλούντος και της παραδοχής της έφεσής του και κατ’ουσίαν, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή σ’αυτόν του κατατεθέντος παραβόλου του ένδικου μέσου (άρθρο 495 παρ.4 εδαφ.ε΄του ΚΠολΔ).

Η νομότυπα προβληθείσα ένσταση του εναγομένου περί άσκησης της αγωγικής αξίωσης κατά προφανή υπέρβαση των ορίων, που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη, και ο κοινωνικός και ο οικονομικός σκοπός του δικαιώματος του ενάγοντος, σύμφωνα με την οποία ο ανωτέρω είναι αυτός που προσβάλλει την προσωπικότητα του ιδίου (εναγομένου) και όχι το αντίστροφο, διά της παράνομης διέλευσης των σωληνώσεων αποχέτευσης του διαμερίσματός του του δευτέρου ορόφου της αναφερομένης στην αγωγή πολυώροφης οικοδομής από το διαμέρισμα, κυριότητάς του (του εναγομένου) του ισογείου ορόφου της ίδιας οικοδομής, που συχνά, εξ αυτού του λόγου πλημμυρίζει, και υφίσταται φθορές και ζημίες, παραβιάζοντας τις εκ της σχέσης της οροφοκτησίας υποχρεώσεις του, με αποτέλεσμα να υποχρεωθεί αυτός (ο εναγόμενος) να το εγκαταλείψει και να εγκατασταθεί σε άλλη οικία, πρέπει ν’απορριφθεί ως μη νόμιμη, διότι τα προεκτεθέντα, και αληθή υποτιθέμενα, δεν καθιστούν καταχρηστική την άσκηση της κρινόμενης αγωγής, οδηγώντας, κατ’αντικειμενικά κριτήρια, σε αποτελέσματα, που έρχονται σε αντίθεση με τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, ή προκαλώντας την έντονη εντύπωση της αδικίας σε βάρος του εναγομένου.

Το παρόν Δικαστήριο εκτιμά: α) Τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων του ενάγοντος ……….., και του εναγομένου ……….., που δόθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της αγωγής, και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, β) τις προσκομιζόμενες καταθέσεις των εκτός δίκης, με πρωτοβουλία του ενάγοντος, εξετασθέντων μαρτύρων …….. και ………., οι οποίες λήφθηκαν μετά από τήρηση των νομίμων διατυπώσεων, ήτοι κατόπιν εμπρόθεσμης και νομότυπης κλήτευσης του εναγομένου, σύμφωνα με την υπ’αριθμ.  …../14.12.2012 έκθεση επίδοσης της διορισμένης στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Δικαστικής Επιμελήτριας …….., περιέχονται δε στις υπ’αριθμ. ………/21.12.2012 και …./21.12.2012 αντίστοιχα ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, γ) όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, προκειμένου απ’όσα δεν οδηγούν σε άμεση απόδειξη να συναχθούν δικαστικά τεκμήρια, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, και  δ) τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ.4 του ΚΠολΔ). Από την εκτίμηση του ανωτέρω αποδεικτικού υλικού το δικαστήριο κρίνει ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Ο ενάγων είναι πλήρης και αποκλειστικός κύριος μίας αυτοτελούς και ανεξάρτητης οριζόντιας ιδιοκτησίας (οροφοδιαμερίσματος) του δευτέρου υπέρ το ισόγειο ορόφου τριώροφης οικοδομής, που βρίσκεται στο … Αττικής, επί της οδού … στον αριθμό … αυτής, και έχει νόμιμα υπαχθεί διά της σύνταξης νόμιμα μεταγεγραμμένου συμβολαιογραφικού εγγράφου, στο σύστημα της οροφοκτησίας, ήτοι στις διατάξεις του ν.3741/1929  και των άρθρων 1002 και 1117 του ΑΚ, ενώ ο εναγόμενος – αδελφός του – επίσης κύριος δύο ετέρων οριζοντίων ιδιοκτησιών (οροφοδιαμερισμάτων) του τρίτου υπέρ το ισόγειο ορόφου και του ισογείου ορόφου της ίδιας οικοδομής αντίστοιχα. Το διαμέρισμα του πρώτου ορόφου  της ίδιας οικοδομής ανήκε αρχικά στην αδελφή των διαδίκων …………, και ήδη μετά το θάνατό της στο σύζυγό της …….. κατά ποσοστό 25% εξ αδιαιρέτου και εις έκαστο των τέκνων της …….. κατά ποσοστό 37,50% εξ αδιαιρέτου. Εκ των εν λόγω διαμερισμάτων το διαμέρισμα του ισογείου ορόφου διαθέτει ανεξάρτητη είσοδο και πρόσβαση στον ακάλυπτο χώρο της οικοδομής, του οποίου κατά τη συστατική της οροφοκτησίας συμβολαιογραφική πράξη έχει την αποκλειστική χρήση, ενώ τα υπόλοιπα διαμερίσματα της οικοδομής έχουν κοινή είσοδο και στερούνται απευθείας πρόσβασης στον ακάλυπτο χώρο. Στο διαμέρισμα του τρίτου ορόφου της οικοδομής κατοικεί η θυγατέρα του εναγομένου ………. με την οικογένειά της, ενώ το διαμέρισμα του ισογείου ορόφου, όπου αρχικά κατοικούσε ο εναγόμενος, είναι ήδη από το έτος 2010 και στο εξής συνεχώς μισθωμένο. Σημειωτέον ότι ήδη από τον μήνα Ιούλιο του έτους 2013 – μετά την άσκηση της κρινόμενης αγωγής – το διαμέρισμα του δευτέρου ορόφου της οικοδομής, κυριότητας του ενάγοντος κατά τα προεκτεθέντα, στο οποίο κατοικούσε και ο ίδιος μέχρι το έτος 2008, όταν και μετοίκησε, λόγω προστριβών του με τον εναγόμενο, προς αποφυγήν περαιτέρω εκτράχυνσης των μεταξύ τους τεταμένων σχέσεων, είναι μισθωμένο, αρχικά στο …..   και από το μήνα Ιούλιο του έτους 2015 στον …….. Μάλιστα για τον ίδιο λόγο (διενέξεις, έριδες και διαπληκτισμοί με τον εναγόμενο) το επόμενο έτος (2009) και η τότε εν ζωή και ήδη αποβιώσασα αδελφή των διαδίκων ……. αποχώρησε από το ιδιόκτητο διαμέρισμά του πρώτου ορόφου της ίδιας οικοδομής, κυριότητάς της, όπου κατοικούσε, και εγκαταστάθηκε σε άλλη οικία. Αποδείχθηκε επίσης ότι τα άνωθεν του ισογείου ορόφου διαμερίσματα της ανωτέρω οικοδομής από του χρόνου κατασκευής της διαθέτουν κοινό αποχετευτικό δίκτυο, οι σωληνώσεις του οποίου εφάπτονται του εξωτερικού τοίχου της πολυκατοικίας και, αφού διέλθουν από το διαμέρισμα του ισογείου ορόφου αυτής, κυριότητας του εναγομένου, όπως προεκτέθηκε, καταλήγουν στο φρεάτιο, που βρίσκεται κάτωθεν του ακαλύπτου χώρου. Σημειωτέον ότι κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής τα ανωτέρω διαμερίσματα διέθεταν και κοινό δίκτυο ύδρευσης, πλην όμως στη συνέχεια ο ενάγων κατασκεύασε με ίδιες δαπάνες ανεξάρτητο δίκτυο σωληνώσεων για την υδροδότηση του δικού του διαμερίσματος. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων κατά το μήνα Νοέμβριο του έτους 2009 προέβη στην αγορά  διαμερίσματος στη ….. Αττικής (επί της οδού ………), αντί πιστωθέντος τιμήματος 85.000 ευρώ, το οποίο εσκόπευε να αποπληρώσει από το τίμημα της πώλησης του ανωτέρω διαμερίσματος του δευτέρου ορόφου της πολυκατοικίας στο …. Αττικής, στην οποία επροτίθετο να προβεί. Προς τούτο απευθύνθηκε σε μεσίτες αστικών συμβάσεων, τους οποίους ήδη εγνώριζε από την εργασία του ως τραπεζικός υπάλληλος (είναι υποδιευθυντής του υποκαταστήματος Κερατσινίου της τράπεζας Eurobank), έχοντας συνεργασθεί μαζί τους στο παρελθόν για υποθέσεις του ανωτέρω τραπεζικού ιδρύματος, και των οποίων έχαιρε της εμπιστοσύνης, της εκτίμησης και του σεβασμού από τις συναλλαγές του μαζί τους, ως υπεύθυνο, έντιμο και αξιόπιστο πρόσωπο, με την έγγραφη εντολή να μεσολαβήσουν ώστε να ανεύρουν και να του υποδείξουν ενδιαφερόμενους για την αγορά του προαναφερθέντος διαμερίσματός του, αντί συμφωνηθείσης αμοιβής, διαβεβαιώνοντάς τους παράλληλα για την καλή κατάσταση αυτού. Σε εκτέλεση της προς αυτούς χορηγηθείσης εντολής οι ανωτέρω μεσίτες επισκέφθηκαν κατά τις κάτωθι αναφερόμενες ημερομηνίες μετά των υποψηφίων αγοραστών το προς πώληση διαμέρισμα, προκειμένου να τους το επιδείξουν, πλην όμως, όταν μετέβησαν στην πολυκατοικία, ο εναγόμενος, αντιδρώντας στα σχέδια του ενάγοντος, λόγω των μεταξύ τους προστριβών του παρελθόντος, εμφανίσθηκε ενώπιόν τους και, φωνασκώντας, υποστήριξε ψευδώς, εν γνώσει της αναληθείας των ισχυρισμών του, ότι το εν λόγω ακίνητο δεν πωλείται στην πραγματικότητα, καθώς και ότι έχει ελλείψεις και εμφανίζει ελαττώματα, και δη ότι δε διαθέτει αποχέτευση, καθώς και ότι παρουσιάζει προβλήματα υγρασίας, με αποτέλεσμα, αφενός μεν οι ενδιαφερόμενοι να αποθαρρυνθούν και να εγκαταλείψουν οριστικά τις βλέψεις τους προς αγορά του εν λόγω ακινήτου, οι δε μεσίτες, θορυβηθέντες, να ζητήσουν από τον ενάγοντα, με τον οποίο άπαντες επικοινώνησαν πάραυτα, γνωστοποιώντας του το γεγονός και απαιτώντας επίμονα εξηγήσεις αναφορικά με τη σοβαρότητα της πρόθεσής του να μεταβιβάσει το συγκεκριμένο περιουσιακό του στοιχείο, καθώς και με την εν γένει κατάσταση αυτού, αλλά και εκφράζοντας παράλληλα την έντονη αποδοκιμασία τους προς το πρόσωπό του και αμφισβητώντας την αξιοπιστία του, τη διακοπή της μεταξύ τους συνεργασίας, όπερ και πράγματι εγένετο, διότι ο ενάγων προέβη ακολούθως στην ανάκληση της προς αυτούς εντολής. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι αποδέκτες των προαναφερθέντων ισχυρισμών του εναγομένου υπήρξαν οι μεσίτες αστικών συμβάσεων ……………., καθώς και οι προσελθόντες με έκαστον εξ αυτών στην πολυκατοικία υποψήφιοι αγοραστές του διαμερίσματος του ενάγοντος, σε ισάριθμα περιστατικά, που έλαβαν χώρα ενώπιον των ανωτέρω προσώπων, στις 25.7.2010, περί τα μέσα του μηνός Απριλίου του έτους 2011 και στις 3.5.2011 αντίστοιχα. Οι ανωτέρω ισχυρισμοί είναι ψευδείς διότι το εν λόγω ακίνητο πράγματι προσφερόταν προς πώληση από τον ενάγοντα, ενώ περαιτέρω διέθετε δίκτυο αποχέτευσης, κοινό με τις λοιπές οριζόντιες ιδιοκτησίες άνωθεν του ισογείου ορόφου της πολυώροφης οικοδομής, όπως προεκτέθηκε, άλλωστε επί σειρά ετών κατοικείτο από τον ίδιο τον ενάγοντα, και πλέον και από τους μισθωτές του, όπερ κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής θα ήταν εκ των πραγμάτων αδύνατο εάν όντως εστερείτο αποχέτευσης, και, επιπροσθέτως, ουδέποτε παρουσίασε προβλήματα υγρασίας στο παρελθόν, ή άλλου είδους ελαττώματα, ούτε, άλλωστε, αποδείχθηκε κάτι τέτοιο, ο δε εναγόμενος καλώς εγνώριζε εξ ίδιας και προσωπικής αντίληψης την εν γένει κατάσταση της πολυκατοικίας από πλευράς δικτύων ύδρευσης και αποχέτευσης και κατ’επέκταση και του διαμερίσματος του ενάγοντος, συνακόλουθα και την αναλήθεια των όσων υποστήριξε ενώπιον των μεσιτών και των ενδιαφερομένων να αγοράσουν το συγκεκριμένο ακίνητο, εφόσον είναι κύριος οριζόντιας ιδιοκτησίας στην αυτή οικοδομή, όπου κατοικούσε και ο ίδιος μέχρι το έτος 2010, ενώ πρέπει, επιπροσθέτως, να σημειωθεί ότι το διαμέρισμα του  ισογείου υπήρξε και η πατρική οικία των διαδίκων προ της ανέγερσης των ύπερθεν αυτού ορόφων. Λεκτέον μάλιστα ότι και ο ίδιος ο εναγόμενος επικαλείται μεν σοβαρότατα προβλήματα υγρασίας και δυσοσμίας, πλην όμως στο διαμέρισμα του ισογείου ορόφου της ανωτέρω πολυκατοικίας, κυριότητάς του, το οποίο, όπως διατείνεται, συχνά πλημμυρίζει με επικίνδυνα για την υγεία λύματα και με νερό, λόγω της παράνομης διέλευσης απ’αυτό των σωληνώσεων ύδρευσης και αποχέτευσης των διαμερισμάτων, τόσο του ενάγοντος, όσο και των κληρονόμων της ήδη αποβιωσάσης αδελφής τους, οι οποίοι κωφεύουν στις συνεχείς διαμαρτυρίες του να κατασκευάσουν ανεξάρτητα δίκτυα για την εξυπηρέτηση των ιδιοκτησιών τους, και όχι στο διαμέρισμα του ενάγοντος, όπως ισχυρίσθηκε ενώπιον των μεσιτών και των υποψηφίων αγοραστών. Περαιτέρω, οι ανωτέρω ισχυρισμοί του εναγομένου μπορούσαν να εκθέσουν και πράγματι εξέθεσαν εν προκειμένω αιτιωδώς και πραγματικώς σε κίνδυνο την πίστη του ενάγοντος, καθόσον δημιούργησαν σε τρίτους, με τους οποίους είχε συνεργασθεί επαγγελματικά στο παρελθόν και απολάμβανε μέχρι τότε της εκτίμησης και του σεβασμού τους, δυσμενείς παραστάσεις για το πρόσωπό του. Και τούτο διότι διά των εν λόγω ισχυρισμών παρουσιάσθηκε ως άτομο, που στερείται σοβαρότητας, ανεύθυνο, άηθες, ανέντιμο στις συναλλαγές του και αναξιόπιστο, με αποτέλεσμα οι προαναφερθέντες μεσίτες, που υπήρξαν αποδέκτες των ψευδών αυτών ισχυρισμών, απαξιώνοντάς τον και εκδηλώνοντας εμπράκτως την αποδοκιμασία τους προς το πρόσωπό του, να του ζητήσουν να ανακαλέσει την εντολή του, όπερ και αυτός υποχρεώθηκε στη συνέχεια να πράξει, αμφισβητώντας τη σοβαρότητα της πρόθεσής του να πωλήσει το συγκεκριμένο περιουσιακό του στοιχείο, και υπολαμβάνοντας ότι εκ δόλου, εκμεταλλευθείς την εμπιστοσύνη τους, απέκρυψε απ’αυτούς πραγματικά του ελαττώματα και ελλείψεις, προκειμένου να επιτύχει με κάθε τρόπο την πώλησή του και να καρπωθεί το τίμημα, εκθέτοντας και τους ίδιους, που θα μεσολαβούσαν στην πώληση, έναντι των υποψηφίων αγοραστών, και εμπλέκοντάς τους, εν αγνοία τους, στη διαδικασία της εκποίησης ενός προβληματικού ακινήτου, για την καλή κατάσταση του οποίου τους είχε μάλιστα διαβεβαιώσει προ της ανάθεσης της πώλησης, κατά παράβαση των συναλλακτικών ηθών. Η κρίση αυτή του παρόντος Δικαστηρίου επιρρωνύεται ιδίως από τις σαφείς και πειστικές καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων του ενάγοντος, εκ των οποίων ο Ευστάθιος Δρακουλάκος, ως υποψήφιος αγοραστής του συγκεκριμένου διαμερίσματος, προσελθείς να το επισκεφθεί μετά του μεσίτη Καμάρη, έχει ίδιαν και προσωπική αντίληψη, διότι υπήρξε αποδέκτης των σχετιζομένων με το εν λόγω ακίνητο ανωτέρω ισχυρισμών του εναγομένου, και δεν αναιρείται από κανένα άλλο αποδεικτικό στοιχείο. Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι ο ενάγων από την προεκτεθείσα συμπεριφορά του εναγομένου προσβλήθηκε παράνομα και υπαίτια στην προσωπικότητά του, του παρανόμου της προσβολής αυτής ειδικότερα συνισταμένου στην υποστήριξη από τον αντίδικό του ψευδών ειδήσεων, εν γνώσει της αναληθείας τους, σε βάρος του, που εξέθεσαν σε κίνδυνο την επαγγελματική του πίστη. Αποδείχθηκε επίσης ότι ο ενάγων συνεπεία της παράνομης και υπαίτιας προσβολής της προσωπικότητάς του υπέστη ηθική βλάβη (μη περιουσιακή ζημία), συνδεόμενη αιτιωδώς με αυτήν, καθώς δοκίμασε θλίψη και στενοχώρια λόγω της απώλειας της καλής γνώμης, της υπόληψης και της αξιοπιστίας του σε πρόσωπα, με τα οποία συνεργαζόταν επαγγελματικά στο παρελθόν, και τα οποία μέχρι τότε τον εκτιμούσαν ως υπεύθυνο και έντιμο συναλλασσόμενο και τον περιέβαλαν με εμπιστοσύνη, για την οποία δικαιούται χρηματικής ικανοποίησης, προς ηθική παρηγορία και ψυχική ανακούφισή του, με βάση τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, το ύψος της οποίας, μετά τη στάθμιση του μεγέθους, του είδους και της βαρύτητας της προσβολής, του βαθμού του πταίσματος του αδικοπραγήσαντος – εναγομένου (δόλος), αλλά και της κοινωνικής, επαγγελματικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων μερών και των εν γένει συνθηκών της ένδικης περίπτωσης,  πρέπει να καθορισθεί στο ποσό των 3.000 ευρώ, το οποίο κρίνεται από το παρόν Δικαστήριο ως δίκαιο και εύλογο, καθώς και ανταποκρινόμενο στην ένταση και την απαξία της προσβολής. Ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι ο ενάγων σε κάθε περίπτωση δεν υπέστη περιουσιακή ζημία και, συνεπώς, δε δικαιούται χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης με βάση τη διάταξη του άρθρου 920 του ΑΚ, όπως ζητά με την αγωγή του, διότι το συγκεκριμένο διαμέρισμα δεν πωλήθηκε τελικά, και συνεπώς δεν εισπράχθηκε απ’αυτόν τίμημα, όχι, όμως εξαιτίας της όποιας συμπεριφοράς του ιδίου (του εναγομένου), αλλά διότι πρόκειται περί ακινήτου βεβαρημένου με έξι (6) προσημειώσεις υποθήκης, που έχουν εγγραφεί για ποσά υπερπολλαπλάσια της αξίας του, στερείται έννομης επιρροής και, ως εκ τούτου, απορριπτέος τυγχάνει, καθώς, και αληθούς υποτιθέμενης της ύπαρξης βαρών επί του ανωτέρω ακινήτου, για να γεννηθεί αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης υπέρ του προσώπου, σε βάρος του οποίου έλαβε χώρα ο ισχυρισμός ή η διάδοση ψευδών ειδήσεων, δεν απαιτείται να αναφέρεται στο αγωγικό δικόγραφο, αλλά ούτε και να αποδεικνύεται ότι αυτό έχει υποστεί, εκτός της ηθικής βλάβης, και περιουσιακή ζημία, αντίθετα το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης και έχει ήδη αναφερθεί. Πρέπει, επομένως, ενόψει των ανωτέρω, να γίνει εν μέρει δεκτή η ένδικη αγωγή και ως κατ’ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στον ενάγοντα, ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης, που αυτός υπέστη, από την προεκτεθείσα αδικοπρακτική συμπεριφορά του αντιδίκου του, το ποσό των 3.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης. Το αγωγικό αίτημα περί απαγγελίας σε βάρος του εναγομένου προσωπιικής κράτησης ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης αυτής, λόγω της τελεσθείσας από τον ανωτέρω αδικοπραξίας, πρέπει ν’απορριφθεί, διότι το επιδικασθέν στον ενάγοντα ποσό υπολείπεται των 30.000 ευρώ, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 1047 παρ.2 του ΚΠολΔ. Τέλος, μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, ανάλογο με την έκταση της νίκης του, θα επιβληθεί σε βάρος του εν μέρει ηττηθέντος εναγομένου, σύμφωνα με τα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης οριζόμενα (άρθρα 178 παρ.1, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ουσίαν την από 6.11.2014 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …./11.11.2014 και …/…./11.11.2014)  έφεση κατά της υπ’αριθμ. 3020/2014 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στον καταθέσαντα αυτό εκκαλούντα – ενάγοντα.ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη απόφαση.ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει εξαρχής την υπόθεση επί της από 7.6.2011 (με αυξ.αριθ.εκθ.καταθ……./7.6.2011) αγωγής.ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την ανωτέρω αγωγή.ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των τριών χιλιάδων ευρώ (3.000), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εναγομένου μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων ευρώ (800).Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 22 Ιουνίου 2017.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 

Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις  19 Απριλίου 2018, με την παρουσία της Γραμματέως, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ