Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 263/2018

 Αριθμός  263/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

NAYTIKO TMHMA

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Xαρίκλεια Σαραμαντή Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Γ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

  Με την από 18-1-2017 κλήση (αριθμ. έκθ. κατάθ……../18-1-2017) νόμιμα επαναφέρονται προς συζήτηση α] η από 25-2-2014  και με αριθμ. έκθ. κατάθ. ……../28-2-2014 έφεση της ενάγουσας …….   και β] η από 27-2-2014 και με αριθμ. έκθ. κατάθ. ……/4-3-2014 έφεση της εναγόμενης εταιρίας με την  επωνυμία «……..» κατά της 4934/2013 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών  διαφορών (663 επ. ΚΠολΔ) και δέχθηκε, μερικά, ως ουσιαστικά βάσιμη την από 25-9-2012 και με  αριθμ. έκθ. κατάθ. …./2012 αγωγή της άνω ενάγουσας. Οι κρινόμενες αντίθετες εφέσεις  ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 518 παρ. 1, 591 παρ.1 και 663επ. ΚΠολΔ), εντός της προθεσμίας των τριάντα ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης  (σχετ. η από  31-1-2014 επισημείωση στο επιδοθέν αντίγραφο της εκκαλουμένης, σύμφωνα με το άρθρο 139 παρ. 3 ΚΠολΔ, του  δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς … …). Ενόψει αυτού και δεδομένου ότι οι ένδικες εφέσεις αρμόδια φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος Εφετείου  αν και αφορούν σύμβαση (χερσαίας) εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου  και όχι  ναυτική διαφορά (άρθρο 19 ΚΠολΔ και άρθρο 51 του ν.2172/1993), πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 παρ. 1 εδαφ. α και 591 παρ. 1 εδαφ. α ΚΠολΔ, να εξεταστούν, περαιτέρω, για να ερευνηθούν ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων τους, μέσα στα όρια που καθορίζονται με αυτούς  και σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 522,  532, 533 παρ. 1 και 591 παρ. 1 εδαφ. α ΚΠολΔ, κατά την ίδια  ως άνω ειδική διαδικασία. Τέλος, αν και οι εφέσεις ασκήθηκαν μετά την ισχύ του άρθρου 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012, δεν απαιτείται για το παραδεκτό τους η κατάθεση του παραβόλου της παρ. 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω νόμο, λόγω της φύσης της διαφοράς ως εργατικής.

Η ενάγουσα με την προαναφερόμενη αγωγή της ισχυρίστηκε ότι με την εναγόμενη, αλλοδαπή, ναυτιλιακή εταιρία που έχει εγκατεστημένο γραφείο στον Πειραιά, κατάρτισε την 2-5-2001 σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου σε εκτέλεση της οποίας προσλήφθηκε και εργάστηκε ως υπεύθυνη λογιστηρίου σύμφωνα με τους όρους της συλλογικής σύμβασης εργασίας του υπαλληλικού προσωπικού των ναυτιλιακών επιχειρήσεων και πρακτορείων μέχρι την απόλυσή της, στις 25-6-2012, μετά από μονομερή καταγγελία της σύμβασής της από την εναγομένη. Με βάση τα αναφερόμενα στην αγωγή της ποσά που ισχυρίζεται ότι λάμβανε ως μηνιαίες αποδοχές, ζητά τις διαφορές των αμοιβών της για την αποζημίωση απόλυσης, για επιδόματα Χριστουγέννων 2012 και αδείας καθώς και την αμοιβή της για την παροχή από μέρους της υπερωριακής εργασίας και εργασίας σε ημέρα Σάββατο, όπως αναλύονται ειδικότερα στο αγωγικό δικόγραφο, συνολικού ποσού όλα τα ανωτέρω 394.658,64 ευρώ. Εκ του ποσού αυτού ζήτησε, κατόπιν επιτρεπτού περιορισμού, αφενός και  μετατροπής, αφετέρου, του αιτήματος της αγωγής σε μερικά αναγνωριστικό και μερικά καταψηφιστικό, με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου της που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του  πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει 24.663,98 ευρώ ως αποζημίωση απολύσεως αντί του αρχικά αιτηθέντος ποσού των 39.270,95 ευρώ και να αναγνωριστεί η υποχρέωση της τελευταίας να της καταβάλλει 355.387,69 ευρώ για τις, λοιπές, προαναφερόμενες αιτίες. Η εναγομένη με τις νομότυπα κατατεθείσες προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, αρνήθηκε την αγωγή και συγκεκριμένα το ύψος των αναφερόμενων σ’ αυτήν αποδοχών και συνακόλουθα την ύπαρξη διαφορών μεταξύ των καταβληθέντων ποσών και αυτών που δικαιούται η ενάγουσα ενώ αρνήθηκε και την από μέρους της εργασία καθ’ υπέρβαση του νόμιμου ωραρίου.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη  και νόμιμη,  στη συνέχεια, εκτιμώντας όλα τα προσκομισθέντα ενώπιον του  αποδεικτικά μέσα και ένορκες βεβαιώσεις, πλην εκείνων που δόθηκαν εντός της προθεσμίας προσθήκης αντίκρουσης καθώς και  της από 26-3-2013 υπεύθυνης δήλωσης του ……….., χαρακτηρίζοντας τις πρώτες απαράδεκτες και την τελευταία ως ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο, δεν δέχθηκε ότι το ύψος των μηνιαίων αποδοχών της ενάγουσας είναι το αναφερόμενο στην αγωγή της και απέρριψε τα συναφή αιτήματα που αφορούσαν διαφορές αποδοχών, δεχόμενο ωστόσο ότι η ενάγουσα κατά το ένδικο χρονικό διάστημα εργαζόταν επί 9 ½ ώρες ημερησίως καθώς και δυο Σάββατα κάθε μήνα επί 8 ώρες αναγνωρίζοντας την υποχρέωση της εναγομένης να της καταβάλει για την αιτία αυτή, το συνολικό  ποσό των 73.095,75 ευρώ, νομιμοτόκως από το τέλος κάθε μήνα μέσα στον οποίο παρασχέθηκε η αντίστοιχη εργασία.

Κατά της αποφάσεως αυτής του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, οι εκατέρωθεν ηττηθείσες, μερικά, διάδικοι, παραπονούμενες, με τις ένδικες εφέσεις τους, για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν την παραδοχή τους (εφέσεων) και, στη συνέχεια, την εξαφάνισή της, προκειμένου, κατά μεν την εκκαλούσα-ενάγουσα να γίνει  πλήρως δεκτή η αγωγή της  κατά δε την εκκαλούσα – εναγομένη, να απορριφθεί αυτή.

Ι.  Από τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 1 του ν. 1876/1990, που ορίζει ότι οι κανονιστικοί όροι της συλλογικής σύµβασης εργασίας έχουν άµεση και αναγκαστική ισχύ, σε συνδυασµό με τη διάταξη του άρθρου 22 παρ. 2 του Συντάγματος, κατά την οποία οι συλλογικές συµβάσεις εργασίας συμπληρώνουν τους καθοριζόμενους από το νόµο γενικούς όρους εργασίας, προκύπτει ότι οι συνδικαλιστικές οργανώσεις ασκούν κατά τη σύναψη των Σ.Σ.Ε. νοµοθετική (κανονιστική) εξουσία, η οποία έχει παραχωρηθεί σ’ αυτές από την, ως άνω, διάταξη του άρθρου 22 παρ. 2 του Συντάγματος, δηλαδή είναι φορείς δημόσιας εξουσίας κατά παραχώρηση από το Κράτος και συνεπώς οι Σ.Σ.Ε., ως προς το κανονιστικό τους µέρος, έχουν ισχύ ουσιαστικού νόµου. Για το λόγο αυτό δεν απαιτείται να αναφέρονται ειδικά στο δικόγραφο της αγωγής, με την οποία ζητείται η καταβολή ή η συμπλήρωση των νόμιμων αποδοχών του εργαζόμενου, οι εφαρμοστέες Σ.Σ.Ε., οι οποίες εφαρμόζονται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, εφόσον εκτίθενται στην αγωγή, σύµφωνα µε τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 στοιχ. α` ΚΠολΔ, τα πραγματικά γεγονότα που επισύρουν την εφαρμογή τους, όπως είναι η υφιστάμενη µεταξύ των διαδίκων εργασιακή σχέση, το είδος της ασκούμενης από τον εργοδότη επιχειρήσεως, το επάγγελµα ή η ειδικότητα του εργαζομένου και ο χρόνος για τον οποίο αξιώνονται οι αποδοχές. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 2 του ίδιου ως άνω ν. 1876/1990, οι υπόλοιπες (πλην των εθνικών γενικών) συλλογικές συµβάσεις εργασίας (επομένως και οι εξομοιούμενες µ’ αυτές, κατά το άρθρο 16 παρ. 3 του ίδιου νόµου, διαιτητικές αποφάσεις) δεσμεύουν τους εργαζομένους και εργοδότες που είναι µέλη των συμβαλλόμενων συνδικαλιστικών οργανώσεων, τον εργοδότη που συνάπτει συλλογική σύµβαση εργασίας ατοµικά και τους εργοδότες που συνάπτουν συλλογική σύµβαση εργασίας µε κοινούς εξουσιοδοτημένους, εκπρόσωπο ή εκπροσώπους, όπως ορίζεται στην παρ. 4 του άρθρου 43 του εν λόγω νόµου. Κατά τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 11 του ίδιου νόµου, µε απόφασή του, που εκδίδεται µετά από γνώµη του Ανώτατου Συµβουλίου Εργασίας, ο Υπουργός Εργασίας µπορεί να επεκτείνει και να κηρύξει γενικώς υποχρεωτική για όλους τους εργαζομένους του κλάδου ή επαγγέλματος συλλογική σύµβαση εργασίας, η οποία δεσμεύει ήδη εργοδότες που απασχολούν το 51% των εργαζομένων του κλάδου ή επαγγέλματος. Η επέκταση οµοιοεπαγγελµατικής συλλογικής σύµβασης εργασίας δεσμεύει όλους τους εργαζομένους του επαγγέλματος, ανεξάρτητα από το είδος της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης, µε την επιφύλαξη της παρ. 2 του άρθρου 10, κατά την οποία κλαδική ή επιχειρησιακή συλλογική σύµβαση εργασίας υπερισχύει σε περίπτωση συρροής µε ομοιοεπαγγελματική συλλογική σύµβαση εργασίας. Ακόµη, κατά τη διάταξη της παρ. 3 του ίδιου ως άνω άρθρου 11, την επέκταση µπορεί να ζητήσει και αρµόδια συνδικαλιστική οργάνωση των εργαζομένων ή των εργοδοτών µε αίτησή της, που υποβάλλει στον Υπουργό Εργασίας. Η επέκταση ισχύει από την ημερομηνία της έκδοσης της απόφασης του Υπουργού και, στην περίπτωση που υπάρχει αίτηση, από την ημερομηνία υποβολής της. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η συλλογική σύµβαση εργασίας ισχύει µόνο έναντι των µελών των εργατικών και εργοδοτικών οργανώσεων που την έχουν συνάψει, αν δε αυτή επεκτάθηκε µε απόφαση του Υπουργού Εργασίας, η ισχύς της επεκτείνεται και πέραν από τα πρόσωπα αυτά και δη στους εργαζομένους και εργοδότες του κλάδου ή του επαγγέλματος που η σύµβαση αυτή αφορά, οι οποίοι θα μπορούσαν µε τις δραστηριότητές τους να είναι µέλη των οργανώσεων που μετείχαν στη σύναψή τους. Τέλος, ενόψει και της διατάξεως της παρ. 3 του άρθρου 16 του ν. 1876/1990, που ορίζει ότι η απόφαση του διαιτητή εξομοιώνεται µε συλλογική σύµβαση εργασίας και ισχύει από την εποµένη της υποβολής της αίτησης για μεσολάβηση, για την κατάθεση και την έναρξη της τυπικής ισχύος των διαιτητικών αποφάσεων, σε περίπτωση κηρύξεώς τους ως γενικώς υποχρεωτικών, εφαρμόζονται κατ` αναλογία όλες οι παραπάνω διατάξεις που αφορούν τις Σ.Σ.Ε. Ενόψει αυτών η ιδιότητα του µέλους των παραπάνω συνδικαλιστικών οργανώσεων, ως στοιχείο προσδιοριστικό των υποκειμενικών ορίων της κανονιστικής ισχύος των ως άνω Σ.Σ.Ε., αποτελεί, πράγματι, προϋπόθεση της θεμελίωσης  των δικαιωµάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτές και συνακόλουθα στοιχείο που απαιτείται και για τη θεμελίωση της αγωγής. Το στοιχείο αυτό όµως, ενόψει της πιο πάνω φύσης των Σ.Σ.Ε., δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται πανηγυρικά στο δικόγραφο της αγωγής, αλλά αρκεί να συνάγεται από το περιεχόμενό του. Στην περίπτωση αυτή, αν ο εναγόμενος εργοδότης αμφισβητήσει ειδικά την ιδιότητα αυτού ή του εργαζόμενου, ως μελών των συνδικαλιστικών οργανώσεων, οι οποίες κατάρτισαν τη ΣΣΕ, ο ενάγων εργαζόμενος δικαιούται και οφείλει να επικαλεσθεί, κατ’ επιτρεπτή συμπλήρωση της αγωγής του με τις προτάσεις, σύμφωνα με το άρθρο 224 εδ. β’ ΚΠολΔ, και να αποδείξει, σύμφωνα με τους ορισμούς των άρθρων 335 και 338 παρ. 1 ΚΠολΔ, ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι μέλη των οικείων συνδικαλιστικών οργανώσεων. Αυτό, όμως, δεν απαιτείται στην περίπτωση κατά την οποία η ισχύς της ΣΣΕ ή ΔΑ, στην οποία ο ενάγων στηρίζει την αγωγή του, έχει επεκταθεί, κατά τα πιο πάνω, με την κήρυξή της ως γενικώς υποχρεωτικής με υπουργική απόφαση, και πέραν από τα πρόσωπα που είναι μέλη των εργατικών και εργοδοτικών οργανώσεων που την έχουν συνάψει, οπότε αρκεί να αναφέρονται στην αγωγή τα πραγματικά γεγονότα που επισύρουν την εφαρμογή της, κατά τα προεκτεθέντα, ενώ για το προηγούμενο της κηρύξεως της ΣΣΕ ή ΔΑ, ως γενικώς υποχρεωτικής, χρονικό διάστημα ισχύει η αυτεπαγγέλτως εφαρμοζόμενη, προηγουμένως ισχύουσα ΣΣΕ ή ΔΑ, που ήδη είχε κηρυχθεί ως γενικώς υποχρεωτική από το χρόνο κηρύξεώς της ως γενικώς υποχρεωτικής.Περαιτέρω, στοιχεία της αγωγής για να είναι αυτή ορισμένη, σύμφωνα με το  άρθρο 216 παρ. 1α’ ΚΠολΔ, με την οποία ο εργαζόμενος ζητά την καταβολή  δεδουλευμένων αποδοχών ή άλλα οφειλόμενα από την εργασιακή σύμβαση ποσά, όπως προσαυξήσεις νυχτερινής εργασίας, αμοιβή υπερεργασίας, νόμιμης ή παράνομης υπερωριακής εργασίας κλπ, είναι η σύμβαση εργασίας, ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός και τα περιστατικά από τα οποία προκύπτουν οι αντίστοιχες για τις παραπάνω αιτίες οφειλές του εργοδότη, επαρκώς προσδιορισμένα, αυτό δε  ισχύει και επί της κρινόμενης αγωγής,  υπαλλήλου ναυτιλιακής εταιρίας διαχείρισης ποντοπόρων φορτηγών πλοίων υπό καθεστώς πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας 40 ωρών, με την οποία ασκούνται τέτοιες αξιώσεις σύμφωνα με τις παρακάτω αναφερόμενες διατάξεις (ΑΠ 931/2017 δημ στην τνπ ΝΟΜΟΣ). Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της ένδικης από 25-9-2012 αγωγής, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, η ενάγουσα  εξέθεσε σ’ αυτή, μεταξύ άλλων, ότι σε εκτέλεση σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκε στις  2-5-2001 μεταξύ αυτής και του νομίμου εκπροσώπου της εναγόμενης εταιρείας, η οποία έχει ως αντικείμενο επαγγελματικής δραστηριότητας την διαχείριση ποντοπόρων φορτηγών πλοίων, προσελήφθη για να εργασθεί στην επιχείρηση αυτής, με την ειδικότητα της υπεύθυνης λογιστηρίου και με συμφωνηθείσες μηνιαίες, μικτές, αποδοχές ύψους 545.455 δραχμών, ότι είναι άγαμη και είχε, κατά την πρόσληψή της τριετή προϋπηρεσία, ως λογίστρια, σε άλλη εταιρία. Ότι εργάσθηκε στην επιχείρηση της εναγομένης με την  άνω ιδιότητα ασκώντας τα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο, εργασιακά της καθήκοντα μέχρι τις 25-6-2012, που η τελευταία κατήγγειλε την σύμβαση εργασίας της,  με ωράριο εργασίας από 09.00 έως 21.00 κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2004 έως 31-12-2009 και από 09.00 έως 20.00, κατά το επόμενο χρονικό διάστημα, από 1-1-2010 έως  2-2-2012, υπό καθεστώς πενθήμερης εργασίας, πλην του (ένδικου) χρονικού διαστήματος από 1-1-2007 έως  31-12-2008 κατά το οποίο εργαζόταν δύο Σάββατα κάθε μήνα.  Ότι από την πρόσληψή της μέχρι την 25-6-2012, που ο συμβατικός  μισθός της ανερχόταν σε 7.193,50 ευρώ, πραγματοποίησε τις αναφερόμενες ώρες υπερεργασίας, παράνομης και κατ’ εξαίρεση υπερωριακής απασχόλησης και  εργασίας κατά τα Σάββατα και δικαιούται τα αναφερόμενα αναλυτικά σ’ αυτή (αγωγή) ποσά, πλην όμως η εναγομένη δεν της κατέβαλε για τις άνω αιτίες καμία  αμοιβή, όπως ομοίως δεν της κατέβαλε με βάση τις πράγματι καταβαλλόμενες, κατά τον τελευταίο πριν την απόλυσή της μήνα, συμβατικές αποδοχές της, την αποζημίωση απόλυσης, τον μισθό Ιουνίου 2012, το επίδομα αδείας και το δώρο Χριστουγέννων του ίδιου έτους,  ζήτησε δε η ενάγουσα, όπως το αίτημα της αγωγής της παραδεκτά περιορίσθηκε από καταψηφιστικό σε μερικά αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης, με βάση τη σύμβαση εργασίας της, άλλως με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει 24.663,98 ευρώ ως αποζημίωση απολύσεως αντί του αρχικά αιτηθέντος ποσού των 39.270,95 ευρώ και να αναγνωριστεί η υποχρέωση της τελευταίας να της καταβάλλει 355.387,69 ευρώ για τις προαναφερόμενες αιτίες. Με τα όσα ιστορεί ανωτέρω η ενάγουσα, την ειδικότητά της, τις  ώρες εργασίας και το νόμιμο ωράριό της και σύμφωνα με  τις εκτιθέμενες προηγουμένως σκέψεις,  η κρινόμενη αγωγή  είναι πλήρως ορισμένη καθώς περιέχει τα κατά τα άρθρα 216, 591 παρ. 1 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με άρθρα 361, 648επ. Α.Κ., αναγκαία, για την θεμελίωσή της πραγματικά περιστατικά, ενώ, γίνεται επίκληση της εφαρμοστέας εθνικής κλαδικής συλλογικής σύμβασης εργασίας, δηλαδή της συλλογικής σύμβασης που αφορά τους εργαζόμενους όλης της χώρας στις ναυτιλιακές εταιρείες διαχείρισης ποντοπόρων πλοίων, η εφαρμογή της  οποίας εξάλλου δεν αμφισβητήθηκε από την εναγόμενη όπως και η συμφωνία με την ενάγουσα για υπέρτερες των νομίμων αποδοχές. Επομένως ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση, έστω και με ελλιπή  αιτιολογία, δέχθηκε την ένδικη αγωγή ως ορισμένη.  Η εναγομένη επαναφέρει τον ισχυρισμό της περί αοριστίας καθώς και τον επικουρικό ισχυρισμό περί καταχρηστικής άσκησης της αγωγής  όχι με λόγο εφέσεως αλλά με τις προτάσεις της ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, πλην όμως από το συνδυασμό των άρθρων 520, 525 και 527 ΚΠολΔ, τα οποία κατά το άρθρο 591 παρ. 1 ΚΠολΔ εφαρμόζονται και στην ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι οι ενστάσεις του εναγομένου, που είχαν προταθεί πρωτοδίκως και απορριφθεί, επαναφέρονται στο εφετείο από τον εκκαλούντα – εναγόμενο, εφόσον αποβλέπουν στην εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, μόνο με λόγο έφεσης περιεχόμενο στο εφετήριο ή στο δικόγραφο των προσθέτων λόγων της έφεσης (σε όσες διαδικασίες οι πρόσθετοι λόγοι ασκούνται μόνο με ιδιαίτερο δικόγραφο), διαφορετικά, αν προταθούν με τις προτάσεις, είναι απαράδεκτοι. (ΑΠ 194/2012 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).  Επομένως όσον αφορά τον ισχυρισμό της εναγομένης περί καταχρηστικής άσκησης της αγωγής απαραδέκτως επαναφέρεται με τις προτάσεις, ενώ, ως προς την αοριστία της αγωγής, ενόψει του ότι αυτή αφορά διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο μπορεί σε κάθε περίπτωση, είτε προταθεί σχετικός ισχυρισμός είτε δεν υποβληθεί ειδικό παράπονο για το ορισμένο της αγωγής να εξετάσει αυτό αυτεπαγγέλτως, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης με την οποία η ενάγουσα παραπονείται για την κατ’ ουσίαν απόρριψη της αγωγής της.

Ι. Από τη διάταξη του άρθρου 671 παρ. 1 εδ. δ’ του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν καταργηθεί με το ν. 4335/2015, με την οποία οριζόταν ότι ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον Ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου λαμβάνονται υπόψη μόνο αν έγιναν ύστερα από προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου, πριν από είκοσι τέσσερις τουλάχιστον ώρες, σε συνδυασμό με το άρθρο 270 παρ. 2γ’ του ίδιου κώδικα, όπως ίσχυε πριν την κατάργησή του  με τον ίδιο ως άνω νόμο, με την οποία οριζόταν ότι ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον Ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου ή προξένου, λαμβάνονται υπόψη το πολύ τρεις για κάθε πλευρά και, τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 591 παρ. 1 του ίδιου κώδικα, με την οποία ορίζεται ότι τα άρθρα 1 έως 590 εφαρμόζονται και στις ειδικές διαδικασίες, εκτός αν αντιβαίνουν προς τις ειδικές διατάξεις των διαδικασιών αυτών, προκύπτει, ότι στις εν λόγω διαδικασίες, στις οποίες εμπίπτει και η προκείμενη εργατική διαφορά, το δικαστήριο έχει υποχρέωση να λάβει υπόψη ένορκες βεβαιώσεις, των οποίων γίνεται επίκληση και για τη σύνταξή τους έχουν τηρηθεί οι προβλεπόμενες από το νόμο διατυπώσεις, έστω και αν αυτές υπερβαίνουν αριθμητικά τις τρεις.

ΙΙ. Σύμφωνα δε με το άρθρο 529 παρ. 1 εδ. α ΚΠολΔ  στην, κατ’  έφεση, δίκη είναι επιτρεπτή η επίκληση και προσαγωγή  νέων αποδεικτικών μέσων, άρα και ενόρκων βεβαιώσεων, που έχουν ληφθεί πριν και μετά την έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης. Ένορκες βεβαιώσεις, που έχουν δοθεί μετά την συζήτηση στον πρώτο βαθμό και μέσα στην προθεσμία, για την προσθήκη και αντίκρουση ή προσκομίστηκαν στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εκπρόθεσμα, μετά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του, έστω και αν απαράδεκτα προσκομίζονται ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, νόμιμα λαμβάνονται υπόψη, αν, με την τήρηση των διατυπώσεών του άρθρου 671 παρ. 1 εδ. δ΄ του ΚΠολΔ, προσκομιστούν στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο (ΑΠ 879/2007 ΕΣΔ 2007.212, ΑΠ 1909/2007 ΕΣΔ 2007. 544, ΑΠ 728/2005 ΕΕργΔ 2005.1270). Η καταχωρούμενη δε στα πρακτικά, δήλωση  του διαδίκου στο ακροατήριο, κατά τη συζήτηση, ότι θα εξετάσει μάρτυρες ενώπιον Ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου, με την πάροδο 24 τουλάχιστον ωρών, επέχει θέση κλήτευσης του παριστάμενου αντιδίκου και η ένορκη βεβαίωση που λαμβάνεται μετά την κατά τα ανωτέρω δήλωση στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, νόμιμα λαμβάνεται υπόψη από το Εφετείο (ΑΠ 1910/2006 ΝοΒ 2007.937, ΑΠ 457/2005 ΕλλΔ/νη 2007.140).

ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 671 παρ. 1 ΚΠολΔ «το δικαστήριο δικάζοντας κατά τη διαδικασία των άρθρων 663 επ ΚΠολΔ, των εργατικών διαφορών, λαμβάνει υπόψη του αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου. Οι μάρτυρες εξετάζονται κατά τη δικάσιμο. Το δικαστήριο μπορεί να ορίσει κατά τη δικάσιμο, αν το κρίνει αναγκαίο, άλλη ημέρα και ώρα για την εξέταση των μαρτύρων ενώπιόν του, με προφορική ανακοίνωσή του που καταχωρίζεται στα πρακτικά, χωρίς να απαιτείται κλήση των διαδίκων και των μαρτύρων να εμφανιστούν κατά την εξέταση. Ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου λαμβάνονται υπόψη μόνο αν έγιναν ύστερα από προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου πριν από εικοσιτέσσερις τουλάχιστον ώρες». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι σε υποθέσεις που δικάζονται κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, οι μαρτυρίες τρίτων λαμβάνονται είτε με εξέταση αυτών ενώπιον του δικαστηρίου κατά τη δικάσιμο, είτε με ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου και ύστερα από κλήτευση του αντιδίκου πριν από είκοσι τέσσερις τουλάχιστον ώρες. Μαρτυρία που δόθηκε με άλλο τρόπο αποτελεί ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο και όχι απλώς αποδεικτικό μέσο που δεν πληροί τους όρους του νόμου και κατά συνέπεια δεν λαμβάνεται καθόλου υπόψη κατά την εκτίμηση των αποδείξεων,  ούτε και  για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Αυτό ισχύει και για τις δηλώσεις ή βεβαιώσεις τρίτων που αποτελούν μαρτυρίες αυτών, εφόσον έγιναν για να χρησιμοποιηθούν κατά την κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως αποδεικτικά μέσα στην ορισμένη μεταξύ άλλων πολιτική δίκη, χωρίς να τηρηθούν οι άνω δικονομικές διατάξεις (ολΑΠ 8/1987, ΑΠ 906/2013, 635/2008, 631/2004, 887/2015  δημοσ στην τνπ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, αμφότερες οι εκκαλούσες, με  σχετικό λόγο της έφεσής τους, παραπονούνται, γιατί το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του, κρίνοντας ως απαράδεκτο αποδεικτικό μέσο τις προσκομισθείσες ένορκες βεβαιώσεις,  εκείνες που δόθηκαν μετά την ενώπιον αυτού   συζήτηση και κατόπιν κλήτευσης της αντιδίκου τους με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου κάθε μίας εξ αυτών που καταχωρήθηκε στα πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου. Ειδικότερα η μεν ενάγουσα παραπονείται με τον πρώτο λόγο της έφεσής της ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του   τις …../26-3-2013 και  …./26-3-2013 ένορκες βεβαιώσεις,  ενώ με τον δεύτερο λόγο της έφεσης της παραπονείται για την μη λήψη υπόψη από το ίδιο Δικαστήριο της από 26-3-2013 υπεύθυνης δήλωσης που η ίδια προσκόμισε, η δε εναγόμενη, αντίστοιχα με τον δεύτερο λόγο της έφεσής της, παραπονείται ομοίως για τις ……. με ημερομηνία 26-3-2013 ένορκες βεβαιώσεις που έκρινε το Δικαστήριο ως  απαράδεκτο αποδεικτικό μέσο. Ωστόσο, σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν στις προηγηθείσες σκέψεις, ακόμα και  αν  οι ένορκες  βεβαιώσεις ήταν απαράδεκτες για την πρωτόδικη δίκη και η χρήση τους ως  αυτοτελών αποδεικτι­κών μέσων δεν επιτρεπόταν, νόμιμα λαμβάνονται υπόψη από το παρόν Δικαστήριο, εφόσον, αφενός λήφθηκαν, μετά από νομότυπη κλήτευση της αντιδίκου κάθε μιας των διαδίκων που τις προσκομίζει, σύμφωνα με τα  πρακτικά συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, καθόσον, όπως εκτίθεται παραπάνω,  τέτοια κλήτευση αποτελεί η δήλωση των πληρεξουσίων δικηγόρων των διαδίκων για εξέταση μαρτύρων, πριν από 24 τουλάχιστον ώρες και αφετέρου, προσκομίζονται νόμιμα, με επίκληση, ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού. Επομένως, οι άνω  λόγοι των εφέσεων (πρώτος λόγος της έφεσης της ενάγουσας και δεύτερος λόγος της έφεσης εναγομένης), προβάλλονται πλέον αλυσιτελώς από τις εκκαλούσες  και πρέπει να απορριφθούν, αφού, ακόμα και αν εκληφθούν ως βάσιμοι δεν οδηγούν, από μόνοι τους, στην εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης. Και αυτό διότι το Δικαστήριο, κατά τον έλεγχο των συναφών λόγων των ένδικων εφέσεων για κακή, εν γένει, εκτίμηση των αποδείξεων, λαμβάνοντας υπόψη νόμιμα τις εν λόγω ένορκες βεβαιώσεις, μαζί με όλα τα υπόλοιπα, νομίμως προσκομιζόμενα, αποδεικτικά μέσα, θα εξαφανίσει την εκκαλουμένη, μόνο αν άγεται σε διαφορετική κρίση, ως προς την ουσία της υπόθεσης, ενώ διαφορετικά η έφεση απορρίπτεται (ΑΠ 179/1985 ΝοΒ 33-1710, ΕφΘεσσ. 849/2017,  712/2017, ΕΠ 232/2014 δημοσ. στην ΤΝΠ  ΝΟΜΟΣ, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, εκδ. 2008, σελ. 233,). Ωστόσο, η από 26-3-2013 υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 παρ. 4 Ν. 1599/1986, που προσκομίζει η ενάγουσα και αποτελεί μαρτυρία του υπεύθυνα δηλούντος ……..,  έγινε για να χρησιμοποιηθεί από  αυτήν ως αποδεικτικό, των αγωγικών ισχυρισμών της,  μέσο εναντίον της εναγόμενης εργοδότριας της,  χωρίς όμως  να τηρηθούν οι άνω δικονομικές διατάξεις περί μαρτυρίας τρίτου,  του άρθρου 671 παρ. 1 ΚΠολΔ και, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα παραπάνω, αποτελεί ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο και ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν το έλαβε υπόψη του κατά την εκτίμηση των λοιπών αποδεικτικών μέσων. Επομένως  ο περί του αντιθέτου, δεύτερος, λόγος έφεσης της εκκαλούσας- ενάγουσας, είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Από τις καταθέσεις των μαρτύρων  που εξετάσθηκαν με επιμέλεια των διαδίκων στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και εμπεριέχονται στα  πρακτικά συνεδρίασης αυτού, τα έγγραφα, που νόμιμα και με επίκληση προσκομίζονται και λαμβάνονται στο σύνολο τους υπόψη, έστω και αν δεν πληρούν τους όρους του νόμου, ως πλήρη αποδεικτικά μέσα (άρθρο 671 παρ. 1α Κ.Πολ.Δ.), τις προσκομιζόμενες νομότυπα ένορκες βεβαιώσεις α] από την ενάγουσα: με αριθμό …./19-3-2013, …/20-3-2013, …/20-3-2013 ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς μετά από νομότυπη κλήτευση της αντιδίκου της με την …/14-3-2013 έκθεση επίδοσης του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή …… , την …./19-3-2013 ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ……   μετά από νομότυπη κλήτευση της αντιδίκου της με την …./14-3-2013 έκθεση επίδοσης του ίδιου δικαστικού επιμελητή, την ……./19-3-2013  ενώπιον της συμβολαιογράφου Χίου ……..  μετά από νομότυπη κλήτευση της αντιδίκου της με την …/14-3-2013 έκθεση επίδοσης, ομοίως, του ίδιου δικαστικού επιμελητή, τις …/26-3-2013 και …./26-3-2013 ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς μετά από νομότυπη κλήτευση της εναγομένης με την καταχωρηθείσα στα πρακτικά συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου σχετική δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου της και, τέλος, την …./2014 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Γενικού Προξένου της Σαγκάη μετά από νομότυπη κλήτευση της αντιδίκου της εναγομένης με την …../27-10-2014 έκθεση επίδοσης του ίδιου πάντα δικαστικού επιμελητή, η οποία επιτρεπτά προσκομίζεται στο παρόν Δικαστήριο και θα ληφθεί υπόψη, αφού, όπως αναλύεται στις προηγηθείσες σκέψεις, ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου επιτρέπονται (άρθρα 670 εδ. α΄, 671 παρ. 1δ, 674 παρ. 2, 529 παρ. 1α, 591 παρ. 1α ΚΠολΔ) και νέα αποδεικτικά μέσα, άρα και ένορκες βεβαιώσεις, που δόθηκαν ακόμη και μετά την έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης (ΑΠ 1114/2011, ΑΠ 1132/2007, ΑΠ 678/2007, ΑΠ 1395/2006, σε ΤΝΠ Νόμος), β] από την εναγομένη:  τις …/20-3-2013 και …/20-3-2013 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, μετά από νομότυπη κλήτευση της ενάγουσας με την …./15-3-2013  έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……. και τις …/26-3-2013, …./26-3-2013 και …/26-3-2016 ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς  μετά από νομότυπη κλήτευση της ενάγουσας με την καταχωρηθείσα  στα πρακτικά συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου σχετική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της εναγομένης,  αποδεικτικά μέσα που υποχρεωτικά λαμβάνει υπόψη του το Δικαστήριο προκειμένου να σχηματίσει την κρίση του για τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων διαφορετικά θεμελιώνεται ο  προβλεπόμενος στο άρθρο 559 αρ. 11περ.γ ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης  και,  τέλος, απ’ όσα συνομολογούνται από τους διαδίκους (άρθρα 261, 352 παρ.1 ΚΠολΔ), όπως θα εκτεθεί ειδικότερα παρακάτω, σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Η ενάγουσα απόφοιτος του Τμήματος Διοίκησης Επιχειρήσεων  των Τ.Ε.Ι. Πειραιά και κάτοχος από 11-6-2001 άδειας άσκησης του επαγγέλματος του λογιστή – φοροτεχνικού Γ΄ Τάξης του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδος  και Β΄ Τάξης από 21-10-2008, κατάρτισε με την εναγόμενη εταιρία, στις 2-5-2001, στον Πειραιά, σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου σε εκτέλεση της οποίας απασχολήθηκε, ως υπεύθυνη του λογιστηρίου της τελευταίας, μέχρι  25-6-2012 οπότε και καταγγέλθηκε η σύμβαση. Η εναγομένη είναι εταιρία του α.ν. 89/1967 με έδρα την Μονροβία της Λιβερίας και εγκατεστημένο γραφείο στον Πειραιά  δραστηριοποιούμενη στη διαχείριση  ποντοπόρων πλοίων. Τα ανωτέρω δεν αμφισβητούνται από την  εναγόμενη η οποία κατά τον επίδικο χρόνο (2007-2012) είχε τη διαχείριση  τουλάχιστον πέντε πλοίων,  ο αριθμός των οποίων κατά περιόδους έφτανε και τα εννέα πλοία, ενώ στο άνω γραφείο της απασχολούσε περίπου δέκα εργαζόμενους. Στα καθήκοντα της ενάγουσας η οποία ήταν επικεφαλής του λογιστηρίου,  ανήκε η λογιστική οργάνωση της εταιρίας, η καταχώρηση των οικονομικών δεδομένων της, οι πάσης φύσεως πληρωμές συμπεριλαμβανομένων των προμηθευτών, του προσωπικού και των πληρωμάτων, η τακτοποίηση των υποχρεώσεων της εταιρίας προς ασφαλιστικά ταμεία, η επιμέλεια των φορολογικών υποθέσεων της εταιρίας αλλά και των μετόχων της για τους οποίους είχε η ίδια οριστεί αντίκλητος για τις φορολογικές τους υποθέσεις, τις οποίες επιμελείτο σε συνεργασία με το  φοροτεχνικό γραφείο του   ………, δεδομένου ότι οι μέτοχοι αυτής, όπως και ο πλοιοκτήτης των υπό διαχείριση πλοίων, στα συμφέροντα του οποίου ανήκε η εναγομένη, κατοικούσαν μονίμως στην Νέα Υόρκη των ΗΠΑ, όπου λειτουργούσε αντίστοιχο με την εναγομένη γραφείο με την επωνυμία «. . ….», με το οποίο η ενάγουσα επικοινωνούσε, αν όχι σε καθημερινή βάση, πάντως πολύ συχνά, προκειμένου να ενημερώνει τον ουσιαστικό εργοδότη της για τα θέματα της εταιρίας. Για να ανταποκριθεί η ενάγουσα στις αυξημένες απαιτήσεις της εργασίας της, απασχολείτο  παραπάνω ώρες από το νόμιμο ωράριό της το οποίο καθιερώθηκε από την εφαρμοστέα εθνική κλαδική συλλογική σύμβαση εργασίας εργαζομένων σε διαχειρίστριες εταιρίες ποντοπόρων πλοίων ως  εβδομάδα πέντε (5) εργασίμων ημερών, από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, και συνεχές ωράριο σαράντα (40) ωρών εβδομαδιαίως και οκτώ (8) ημερησίως. Με βάση τα εργασιακά καθήκοντα της ενάγουσας σε συνδυασμό  με τις καταθέσεις των μαρτύρων που  η ίδια εξέτασε αλλά και τα διδάγματα της κοινής πείρας αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα απασχολείτο καθημερινά από ώρα 9.00 έως 19.00 κατά το επίδικο χρονικό διάστημα ενώ από 1-1-2007 έως  31-12-2008 απασχολείτο δυο Σάββατα κάθε μήνα επί οκτώ ώρες κάθε φορά,  χωρίς να λαμβάνει την ετήσια άδεια αναψυχής την οποία δικαιούνταν. Από τον Οκτώβριο 2007 συνεπικουρείτο από την εξετασθείσα ως μάρτυρα ανταπόδειξης . …., η οποία προσλήφθηκε ως βοηθός λογιστή και απασχολείται έκτοτε στην εναγομένη,  ενώ, για τις εξωτερικές εργασίες της εταιρίας και όχι αποκλειστικά του λογιστηρίου της, ήταν επιφορτισμένη η …………, η οποία ήταν υπάλληλος της εταιρίας από τον 12-2005. Η κρίση του Δικαστηρίου για τα καθήκοντα και το ωράριο εργασίας της ενάγουσας στηρίζεται στα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα και ιδίως στις καταθέσεις των μαρτύρων αυτής,  τόσο ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, όσο και των εμπεριεχόμενων στις ένορκες βεβαιώσεις που προσκόμισε, οι οποίες κρίνονται αξιόπιστες καθώς προέρχονται από μάρτυρες οι οποίοι συνεργάστηκαν με την εναγόμενη και έχουν προσωπική άποψη για όσα καταθέτουν, ενώ δεν διατηρούν καμία οικονομική, εργασιακή ή άλλη εξάρτηση από την τελευταία και όσα αντίθετα υποστηρίζει η εναγομένη με τον τρίτο λόγο της έφεσης της είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμα, όπως ομοίως απορριπτέος είναι και ο τέταρτος λόγος της έφεσής της με τον οποίο ισχυρίζεται ότι η ενάγουσα λάμβανε ετησίως άδεια αναψυχής και επομένως δεν πραγματοποιούσε υπερωριακή εργασία.   Μεταξύ  των εν λόγω μαρτύρων,  ο …….. (σχετ. η …../2013 ένορκη βεβαίωση) ο οποίος, όπως ήδη αναφέρεται, επιμελείτο κατά τον επίδικο χρόνο των φορολογικών υποθέσεων των μετόχων της εναγομένης, περιστατικό εξάλλου συνομολογούμενο από την  τελευταία, ο ……… (σχετ. η …../2013 ένορκη βεβαίωση) τον  οποίο διαδέχθηκε η ενάγουσα στο λογιστήριο της εταιρίας όπου αυτός είχε εργαστεί τα προηγούμενα τριάντα χρόνια, από την έναρξη λειτουργίας της εταιρίας. Συνεργάστηκαν δε με την ενάγουσα επί πέντε μήνες, αρχικά, μέχρι  να ολοκληρωθεί η ενημέρωση και παράδοση του λογιστηρίου στην τελευταία, ενώ εξακολούθησε να τον συμβουλεύεται λόγω της μεγάλης εμπειρίας του,  ιδίως κατά τους ετήσιους ελέγχους της εταιρίας από φορείς όπως η Δ.Ο.Υ. πλοίων, η Κεντρική Τράπεζα της Ελλάδος. Περαιτέρω  ο ……… (σχετ. η …../2013 ένορκη βεβαίωση) ο οποίος μαζί με την σύζυγό του είχαν αναλάβει κατά το χρονικό διάστημα από 2-11-2005 έως 30-9-2011 την καθαριότητα των γραφείων της εναγομένης δυο ημέρες κάθε εβδομάδα, ο …….. νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρίας «…….» (σχετ. η …../2013 ένορκη βεβαίωση)   η οποία από τον Μάιο 2009 έως το τέλος 2011 εξυπηρετούσε το εταιρικό πακέτο κινητής τηλεφωνίας της εναγομένης. Ο εν λόγω μάρτυρας συνεργαζόταν αποκλειστικά με την ενάγουσα για τα ζητήματα που αφορούσαν τις τηλεφωνικές επικοινωνίες της εταιρίας το κόστος των οποίων ήταν υψηλό λόγω της περιαγωγής που γινόταν για να επικοινωνεί η εταιρία με τα πληρώματα των ποντοπόρων πλοίων της που βρίσκονταν σε διάφορα μέρη της γης.  Τέλος ο ……… (σχετ. η …/2014 ένορκη βεβαίωση), ο οποίος από τον Ιούλιο 2008 έως τον Ιούνιο 2011 προσλήφθηκε από την εναγομένη ως διευθυντής παρακολούθησης των υπό κατασκευή πέντε πλοίων, την ναυπήγηση των οποίων είχε παραγγείλει (η εναγομένη) στο ναυπηγείο «……….» στην Κίνα και στη συνέχεια εργάστηκε, μέχρι την παραίτησή του, τον Ιούλιο 2014, ως αρχιμηχανικός παρακολουθώντας την πορεία των άνω πλοίων από τεχνικής πλευράς. Όλοι οι ανωτέρω, όπως και οι λοιποί μάρτυρες της ενάγουσας, βεβαίωσαν για τις ώρες εργασίας της έχοντας προσωπική αντίληψη για αυτές, συνεργαζόμενοι μαζί της σε διαφορετικούς τομείς και χρονικά διαστήματα, ενώ αντίθετη κρίση δεν μπορεί να εξαχθεί από τις καταθέσεις των μαρτύρων της εναγομένης οι οποίοι εξακολουθούν, κατά το χρόνο που κατέθεσαν, να τελούν σε εξάρτηση από την εναγομένη, κυρίως, εργασιακή οι περισσότεροι εξ αυτών, οι οποίοι είναι υπάλληλοι ή στελέχη της και επομένως δεν θα μπορούσαν να καταθέσουν σε βάρος των συμφερόντων της εργοδότριάς τους υπό το ενδεχόμενο απόλυσής τους. Πλέον αυτού όλοι οι μάρτυρες της εναγομένης, αναφερόμενοι στην ενάγουσα, εμφανίζουν αυτήν ως μια υψηλά αμειβόμενη, αργόσχολη, ωστόσο, υπάλληλο σε μια εταιρία χωρίς τις ιδιαιτερότητες και τις απαιτήσεις που χαρακτηρίζουν μια ναυτιλιακή εταιρία, η οποία διαχειρίζεται  πέντε και πλέον ποντοπόρα πλοία, επανδρωμένα καθένα εξ αυτών με περισσότερους από 25 ναυτικούς, έλληνες και αλλοδαπούς. Αναφέρουν ότι τα καθήκοντά της ήταν να εκδίδει επιταγές και να πατά τα πλήκτρα του ηλεκτρονικού υπολογιστή ώστε αυτόματα να βγαίνει η μισθοδοσία του προσωπικού και  όσα απαιτούνταν για τις ασφαλιστικές εισφορές τους. Μάλιστα προς υποστήριξη του ισχυρισμού της εναγόμενης εργοδότριάς τους ότι η ενάγουσα κατά τη διάρκεια του οκταώρου της απασχολείτο με την εταιρία που της ανήκε, η εξετασθείσα στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου μάρτυρας ανταπόδειξης κατέθεσε ενόρκως ότι καθημερινά η ενάγουσα ασχολείτο με την εταιρία της, αναθέτοντας όλες τις εργασίες στην ίδια, ενώ έφευγε ώρα 11.00 για τις προσωπικές της υποθέσεις και επέστρεφε αρκετά συχνά ώρα 15.00. Ωστόσο η εταιρία στην οποία κατά τους εν λόγω μάρτυρες απασχολείτο καθημερινά η ενάγουσα ουδέποτε ανέπτυξε δραστηριότητα και ουδέποτε λειτούργησε σύμφωνα με την ΑΓΡΥΠ 188/8-3-2013 βεβαίωση της Διεύθυνσης Αγροτικών Υποθέσεων-Τμήμα Γεωργικών Εκμεταλλεύσεων και Αλιείας της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής σε συνδυασμό και με τις προσκομιζόμενες  δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος οικονομικών ετών 2011-2012 οι οποίες είναι μηδενικές. Εξάλλου δεν μπορεί να γίνει δεκτός, ως αντίθετος στα διδάγματα της  κοινής πείρας αλλά και στα όσα κατέθεσαν οι αξιόπιστοι μάρτυρες της ενάγουσας, ο ισχυρισμός της εναγόμενης εταιρίας ότι  εξακολουθούσε  να απασχολεί επί πέντε και πλέον έτη μία υπάλληλο, η οποία τα ελάχιστα καθήκοντά της τα διεκπεραίωνε  εντός περίπου τριών ωρών καθημερινά και στη συνέχεια από το γραφείο που η ίδια  της είχε παραχωρήσει, προφανώς χρησιμοποιώντας και τα μέσα επικοινωνίας της εργοδότριάς της (τηλεφωνικές συνδέσεις, η/υ, φαξ), ασκούσε ανεμπόδιστα την προσωπική επιχειρηματική δραστηριότητά της, λαμβάνοντας καθ’ όλο το άνω διάστημα σχεδόν διπλάσιες μηνιαίες αποδοχές από τις νόμιμες και έχοντας στη διάθεση της ακόμα και θέση στάθμευσης σε ασφαλές σταθμό αυτοκινήτων της οποίας το μίσθωμα κατέβαλε η εναγομένη. Ενόψει αυτών, η ενάγουσα, που κατείχε σημαντική θέση ευθύνης στην εναγόμενη εταιρία, απασχολείτο κάθε εβδομάδα επί 50 ώρες συνολικά εκ των οποίων οι πέντε ώρες μετά τη συμπλήρωση του νομίμου ωραρίου των σαράντα ωρών (εβδομαδιαίως), είναι υπερεργασία αμειβόμενη έως την 15-7-2010 με το ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% και οι λοιπές ώρες, από την 46  έως την 50 είναι παράνομη υπερωριακή εργασία για την οποία δεν αποδείχθηκε ότι τηρήθηκαν για την πραγματοποίησή της οι προϋποθέσεις του νόμου (άρθρο 2 του ν.3385/2005) και η οποία αμείβεται με το ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 100% (άρθρο 1του ίδιου αυτού νόμου). Από την 15-7-2010 και εφεξής, μετά την ισχύ του ν. 3863/2010 (ΦΕΚ 115/15-7-2010), τα άνω ποσοστά προσαύξησης του ωρομισθίου για την αμοιβή της κατ’ εξαίρεση υπερωρίας προσδιορίστηκαν  αντίστοιχα σε 20 % και 80%.  Να σημειωθεί ότι είναι πιθανό κάποιες φορές η ενάγουσα, λόγω και της συνεχούς συνεργασίας της με το γραφείο της εναγομένης στις ΗΠΑ με την οποία όπως είναι κοινώς γνωστό υφίσταται διαφορά οκτώ ωρών, θα παρέμενε και περισσότερες ώρες στην εργασία της, πλην όμως δεν μπορεί να εξαχθεί ασφαλής κρίση για το πόσο συχνά συνέβαινε αυτό, δεδομένου ότι οι μάρτυρες της αναφέρουν ότι το  ελάχιστο ωράριό της ήταν έως ώρα 19.00 ενώ το υπόλοιπο προσωπικό της εταιρίας αποχωρούσε περί ώρα 18.00, χωρίς να  επιβεβαιώνουν ότι η παραμονή της και μετά τις 19.00 ήταν σε καθημερινή βάση, απλά αναφέρουν ότι συχνά την έβλεπαν και πιο αργά στο γραφείο της.   Αποδείχθηκε στη συνέχεια ότι η ενάγουσα λάμβανε ως μηνιαίες αποδοχές  από 1-1-2007 έως 30-4-2007 το ποσό των 3.099,23 ευρώ, από 1-5-2007 έως 30-9-2007 το ποσό 3.223,19 ευρώ, από 1-10-2007 έως 31-3-2008 το ποσό των 3.319,89 ευρώ, από 1-4-2008 έως 30-4-2008 το ποσό των 3.634,52 ευρώ, από 1-5-2008 έως 31-8-2008 το ποσό των 3.695,78 ευρώ, από 1-9-2008 έως 31-8-2009 το ποσό των 3.873,18 ευρώ, από 1-9-2009 έως 31-8-2011 το ποσό των 4.048,75 ευρώ και από 1-9-2011 έως και την απόλυσή της 4.173,42 ευρώ. Δεν αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα λάμβανε τις αποδοχές που αναφέρει στην αγωγή της και επιδιώκει με βάση αυτές να υπολογιστούν τα αιτήματά της αφού μόνο δυο μάρτυρες της αναφέρονται στα ποσά που λάμβανε η ενάγουσα,  εκ των οποίων ο …….. βεβαιώνει ότι το ύψος της αμοιβής της από το έτος 2010 και εντεύθεν το γνωρίζει από την ίδια την ενάγουσα, ενώ ο έτερος, ο …………, δεν κατονομάζει την πηγή της γνώσης του για τις αμοιβές της ενάγουσας, καθώς αυτή (η γνώση του) εκτιμάται διαφορετικά από το Δικαστήριο, ανάλογα  αν στηρίζεται στις πληροφορίες της ενάγουσας ή στην προσωπική του αντίληψη. Διαφορετική κρίση δε, δεν μπορεί να στηριχθεί από τα προσκομιζόμενα με επίκληση έγγραφα που κατονομάζονται ως λογαριασμοί της εναγομένης,  κυρίως διότι απαράδεκτα προσκομίζονται στην αγγλική γλώσσα χωρίς να υποβάλλεται μαζί με αυτά μετάφραση κατά τους ορισμούς του άρθρου 454 σε συνδ με άρθρο 591 παρ. 1 ΚΠολΔ, στο περιεχόμενο των οποίων πάντως δεν εμφανίζεται το όνομα της ενάγουσας να λαμβάνει σε τακτική μηνιαία βάση τα, επιπλέον, ποσά που αναφέρει στην αγωγή της. Συνακόλουθα ο τρίτος λόγος της έφεσης της ενάγουσας πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν.Ενόψει όλων των ανωτέρω και εφόσον δεν αμφισβητούνται οι προσκομιζόμενες εξοφλητικές αποδείξεις της μισθοδοσίας της ενάγουσας και τα ποσά που δέχθηκε η εκκαλουμένη ότι καταβάλλονταν με αυτές, καθώς και το ύψος των  ωρομισθίων με τις αντίστοιχες προσαυξήσεις,  ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υφίστανται διαφορές   στην καταβληθείσα αποζημίωση απόλυσης, στο μισθό Ιουνίου, δώρο Χριστουγέννων και επίδομα αδείας 2012 και όσα αντίθετα υποστηρίζει η ενάγουσα με τον πέμπτο λόγο έφεσης είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμα, ενώ θα πρέπει να γίνει δεκτός, μερικά, ο τέταρτος λόγος με τον οποίο παραπονείται για τον αριθμό των ωρών που απασχολείτο, πέραν του νομίμου ωραρίου της και, τέλος να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος ο πρώτος λόγος της έφεσης της εναγομένης με τον οποίο παραπονείται για την κατά τα άνω κρίση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου.Ειδικότερα η ενάγουσα  δικαιούται  για το χρονικό διάστημα από 1-1-2007 έως 30-4-2007, για 17 εβδομάδες διάρκεια εργασίας  : 3.099,23 ευρώ αποδοχές : 25 x  6 : 40 + 25% = 23,23 ευρώ ωρομίσθιο υπερεργασίας x 5 ώρες = 1974,55 και 37,18 ωρομίσθιο παράνομης υπερωρίας  x  5 ώρες = 3.160,3 ευρώ. Από 1-5-2007 έως 30-9-2007 και σύμφωνα με το άνω τρόπο υπολογισμού του ωρομισθίου για 22 εβδομάδες διάρκεια εργασίας  x 5 ώρες x  24,16 ευρώ ωρομίσθιο = 2.657,60 ευρώ αμοιβή για την υπερεργασία  και  22 x  5 ώρες  x 38,66 ευρώ ωρομίσθιο = 4.252,6 ευρώ. Από 1-10-2007 έως 31-3-2008 για 26 εβδομάδες x  5 ώρες x  24,89 ευρώ= 3.234,40 ευρώ και 26 x  5 x  39,82 ευρώ = 5.176,6 ευρώ. Από 1-4-2008 έως 30-4-2008  για 4 εβδομάδες x  5 ώρες x 27,25 ευρώ = 545 ευρώ  και 4 x 5 ώρες x 43,60 ευρώ = 872 ευρώ. Από 1-5-2008 έως 31-8-2008 για 17 εβδομάδες x 5 ώρες x 27,71 ευρώ = 2.355,35 ευρώ και 17 x 5 x 44,34 ευρώ =3.768,9 ευρώ. Από 1-9-2008 έως  31-8-2009 για 52 εβδομάδες εργασία x 5 ώρες x 29,03 ευρώ = 7.547,80 ευρώ και 52 x 5 ώρες x 46,47 ευρώ = 12.082,2 ευρώ. Από 1-9-2009 έως 14-7-2010 για 45 εβδομάδες εργασία x 5 ώρες x 30,36 ευρώ = 6.831 και 5 ώρες x 48,58 ευρώ = 10.930,5 ευρώ. Από 15-7-2010 έως 31-8-2011 για 59 εβδομάδες εργασία x 5 ώρες x 29,14 ευρώ (4.048,75 : 25 x 6 : 40 = 24,29 + 20%) = 8.596,3 ευρώ και 59 x (24,29 ευρώ ωρομίσθιο + 80% =) 43,72 ευρώ = 12.897,4 ευρώ και από 1-9-2011 έως 2-2-2012 για 22 εβδομάδες  εργασία x 5 ώρες x 30,03 ευρώ = 3.303,30 και 22 x 5 ώρες x 45,05 ευρώ = 4.955,5 ευρώ.  Συνολικά για την άνω αιτία η ενάγουσα δικαιούται : 1974,55 + 3.160,3 + 2.657,60 + 4.252,6 + 3.234,40  + 5.176,6  + 545 +  872 + 2.355,35 + 3.768,9 + 7.547,80  + 12.082,2 + 6.831  + 10.930,5  + 8.596,3 + 12.897,4 + 3.303,30 + 4.955,5 = 95.141, 2 ευρώ. Στη συνέχεια,  από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα  κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2007 έως 31-12-2008 απασχολείτο δυο Σάββατα κάθε μήνα παρέχοντας εργασία οκτώ ωρών κατά την έκτη ημέρα της εβδομάδας για την οποία δικαιούται ως αμοιβή, με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, ένα πλήρες ημερομίσθιο. Κατά συνέπεια και με βάση τις μηνιαίες αποδοχές της ενάγουσας που αναφέρονται παραπάνω δικαιούται για το διάστημα από 1-1-2007 έως 30-4-2007 για 8 Σάββατα x (3.099,23 ευρώ αποδοχές : 25 =) 123,96 ευρώ ημερομίσθιο = 991,75 ευρώ,  από 1-5-2007 έως 30-9-2007 για 11 Σάββατα x (3.223,19 ευρώ αποδοχές : 25 =) 128,92 = 1.418,20 ευρώ, από 1-10-2007 έως 31-3-2008 για 13 Σάββατα x (3.319,89 ευρώ αποδοχές : 25 = ) 132,89 = 1.726,34 ευρώ, από 1-4-2008 έως 30-4-2008 για 2 Σάββατα x (3.634,52 ευρώ : 25 =) 145, 38 = 290,76 ευρώ, από 1-5-2008 έως 31-8-2008 για 8 Σάββατα x ( 3.695,78 : 25 =) 147,83 = 1.182,64 ευρώ και από 1-9-2008 έως 31-12-2008 για 9 Σάββατα x (3.873,18 : 25 =) 154,92 = 1.394,34 και συνολικά 7.003,75 ευρώ (: 991,75 + 1.418,20 + 1.726,34 + 290,76 + 1.182,64 + 1.394,34).Τέλος δεκτός μερικά ως  ουσιαστικά βάσιμος πρέπει να γίνει  ο πέμπτος λόγος της έφεσης της εναγομένης με τον οποίο ισχυρίζεται ότι η εκκαλουμένη καθόρισε  ως προς την καταβολή τόκων για τα επιδικαζόμενα ποσά αμοιβής της, πέραν του νομίμου ωραρίου,  εργασίας, χρονικό σημείο προγενέστερο από το αίτημα της αγωγής, ήτοι  καθώς πράγματι από την επισκόπηση του οικείου δικογράφου η ενάγουσα ζητά για τα κονδύλια της αγωγής της έκτο και έβδομο, ήτοι παράνομη και κατ’ εξαίρεση υπερωριακή εργασία και εργασία κατά τα Σάββατα, τα οποία στηρίζονται στις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, να οφείλονται «νομίμως εντόκως από της επιδόσεως της αγωγής και μέχρις εξοφλήσεως» και για τα ποσά που αφορούν αμοιβή υπερεργασίας από το τέλος κάθε μισθωτικού μήνα.  Όσον αφορά τον έκτο και τελευταίο λόγο της έφεσής της με τον οποίο  η  εναγόμενη  παραπονείται ως προς το κεφάλαιο της δικαστικής δαπάνης, παραδεκτά μεν αφού προσβάλλεται, συγχρόνως και η ουσία της υπόθεσης (άρθρο 193 του ΚΠολΔ, σχετ. ΑΠ 617/2008 δημοσ στην τνπ  ΝΟΜΟΣ), πλην, όμως  ο λόγος είναι αόριστος και πρέπει να απορριφθεί και αυτό διότι η εκκαλούσα δεν προσδιορίζει το νομικό σφάλμα ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων περί δικαστικής δαπάνης, δηλαδή αν ο καθορισμός του ως άνω ποσού οφείλεται σε μη νόμιμο υπολογισμό ή σε κάποια άλλη αιτία, ώστε να είναι δυνατό να ελεγχθεί η παραβίαση ή μη των σχετικών διατάξεων και να αποκλεισθεί η περίπτωση του λογιστικού σφάλματος. (ΕΠ 24 /2016 δημοσ στη ΝΟΜΟΣ).

Κατά συνέπεια όλων  των ανωτέρω και μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης  προς έρευνα, θα πρέπει οι συνεκδικαζόμενες εφέσεις να γίνουν δεκτές, μερικά, ως κατ’ ουσίαν βάσιμες,  να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση όχι μόνον ως προς τα κεφάλαια για τα οποία έγιναν δεκτοί οι σχετικοί λόγοι έφεσης, αλλά στο σύνολό της για το ενιαίο της εκτέλεσης του τίτλου  (Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδοση 2009, σελ. 447). Ακολούθως, πρέπει, αφού διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ) και ερευνηθεί η από 25-9-2012 αγωγή, να γίνει αυτή δεκτή, μερικά, ως ουσιαστικά βάσιμη και να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγόμενης εταιρίας να καταβάλει στην ενάγουσα, το ποσό των 102.144,95 (95.141,2 + 7.003,75) ευρώ,  νομιμοτόκως τα επιμέρους ποσά που αφορούν την αμοιβή της υπερεργασίας από το τέλος κάθε μήνα εντός του οποίου παρασχέθηκε η εν λόγω εργασία, τα δε υπόλοιπα ποσά που αφορούν αμοιβή παράνομης υπερωριακής εργασίας και εργασίας σε ημέρα Σάββατο από την επίδοση της αγωγής  ενώ, τέλος, πρέπει τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας  και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός της,  να επιβληθούν, σε βάρος της εναγομένης κατά την έκταση της νίκης της (άρθρα 178 παρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της απόφασης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Ενώνει και

Συνεκδικάζει  αντιμωλία των διαδίκων την  από 25-2-2014  και με   αριθμ. έκθ. κατάθ. ……./28-2-2014 έφεση της ενάγουσας ……..   και την  από 27-2-2014 και με αριθμ .έκθ. κατάθ. ……../4-3-2014 έφεση της εναγόμενης εταιρίας με την  επωνυμία «……..» κατά της 4934/2013 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών  διαφορών (663 επ. ΚΠολΔ).

Δέχεται τυπικά τις εφέσεις  και κατ’ ουσίαν τις εφέσεις.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη με αριθμό 4934/2013 οριστική απόφαση του Μονομελούς  Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει επί της από 25-9-2012  (με αριθμ. εκθ. καταθ. …./2012) αγωγής.

Δέχεται μερικά την αγωγή.Αναγνωρίζει την υποχρέωση της εναγόμενης εταιρίας   να καταβάλει  στην ενάγουσα, το ποσό των  εκατόν δυο χιλιάδων εκατόν σαράντα τεσσάρων  ευρώ και ενενήντα πέντε λεπτών (102.144,95), με το νόμιμο τόκο τα επιμέρους ποσά στα οποία αναλύεται, όπως εκτίθεται στο σκεπτικό της απόφασης,  μέχρι την εξόφληση.

Καταδικάζει την εναγομένη   να καταβάλει μέρος των δικαστικών εξόδων  στην ενάγουσα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των  πέντε χιλιάδων εκατό (5.100) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 25  Απριλίου  2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ