Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 168/2018

Αριθμός    168 /2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χρυσούλα Πλατιά, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Δ.Π.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η υπό κρίση από 10.2.2017 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ………../10.2.2017) έφεση της ηττηθείσας εναγομένης κατά της υπ’ αριθ. 533/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε ερήμην αυτής κατά την τακτική διαδικασία (άρθρα 237 επ. ΚΠολΔ όπως ήδη ισχύουν μετά το Ν. 4335/2015) και δέχθηκε την από 11.12.2015 αγωγή (με αριθ. έκθ. κατάθ. ………./31.3.2016) του ήδη εφεσιβλήτου, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως εντός της απαιτούμενης κατά νόμο προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών, αφού από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ούτε παρήλθε διετία από τη δημοσίευσή της (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ), παραδεκτώς δε η έφεση αυτή εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος αρμόδιου Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/2011). Σημειώνεται ότι, όπως προκύπτει από την σχετική έκθεση κατάθεσης ενδίκου μέσου του Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα το ήδη ισχύον νόμιμο παράβολο των 100 ευρώ, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ (όπως η διάταξη αυτή προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012 και τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015 και όπως το πρώτο εδάφιο της παρ. 3 -ως προς το ύψος του παραβόλου για το ένδικο μέσο της έφεσης- αντικαταστάθηκε με το άρθρο 35 παρ. 2 του Ν. 4446/2016- ΦΕΚ Α΄ 240/22.12.2016 με έναρξη ισχύος ένα μήνα μετά τη δημοσίευση, δηλαδή για τις εφέσεις που κατατίθενται από 23.1.2017 και εφεξής). Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω η ως άνω έφεση.

ΙI. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 528 ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 44 παρ. 2 του N. 3994/2011), αν ασκηθεί έφεση από διάδικο που δικάστηκε ερήμην, η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε, ενώ ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η εξαφάνιση της ερήμην απόφασης επέρχεται με μόνη την άσκηση νομότυπης και εμπρόθεσμης έφεσης από τον πρωτοδίκως δικασθέντα ερήμην, ανεξάρτητα αν οι λόγοι αυτής είναι και βάσιμοι κατ` ουσία. Δηλαδή, στην περίπτωση αυτή, στο πλαίσιο της προφορικής συζήτησης που ισχύει πλέον σε όλη την έκταση των πρωτοβάθμιων Δικαστηρίων, η έφεση επιφέρει, χωρίς έρευνα των λόγων της, την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης και την αναδίκαση της υπόθεσης από το Εφετείο, που μετατρέπεται ουσιαστικά σε πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ενώ η ρύθμιση αυτή, με την ως άνω διάταξη όπως τροποποιήθηκε, ισχύει και για τις ερήμην αποφάσεις που εκδόθηκαν κατά τις ειδικές διαδικασίες, αφού δεν υπάρχει λόγος διαφοροποίησης. Μετά δε την εξαφάνιση της απόφασης, χωρεί ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου νέα συζήτηση της υπόθεσης, κατά την οποία ο εκκαλών μπορεί να προβάλει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς, τους οποίους και πρωτοδίκως είχε δικαίωμα να προτείνει, χωρίς να υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 527 ΚΠολΔ, ενώ παράλληλα, για λόγους οικονομίας της δίκης, εξετάζονται και οι μάρτυρες κατά την ίδια συζήτηση  (ΑΠ 394/2011 ΧρΙΔ 2012.55, ΑΠ 1140/2008 δημ. σε ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 884/2007 ΧρΙΔ 2008, 52, ΕφΑθ 933/2011, ΕφΠειρ 27/2016, ΕφΠειρ 123/2016 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκείμενη περίπτωση, επειδή η ως άνω έφεση της πρωτοδίκως ερήμην δικασθείσας εναγομένης ασκήθηκε εμπροθέσμως, πρέπει, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη, να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση, ήτοι στο σύνολό της, αφού πλήττεται ως προς την εφαρμογή του νόμου και ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, δικαιούμενης της εκκαλούσας-εναγομένης να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς, τους οποίους μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως (άρθρο 528 ΚΠολΔ), περαιτέρω δε, να διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και να ερευνηθεί εκ νέου η ως άνω αγωγή, ως προς το νομικά και ουσιαστικά βάσιμό της (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ.), κατά την ίδια τακτική διαδικασία. Πρέπει δε να αναφερθεί ότι, στην προκείμενη περίπτωση, τυγχάνουν εφαρμογής οι νέες διατάξεις του Ν. 4335/2015 κατά το μέρος που τροποποίησαν τις διατάξεις του τρίτου βιβλίου του ΚΠολΔ (άρθρα 495-590 ΚΠολΔ), οι οποίες αφορούν και τα ένδικα μέσα, δεδομένου ότι, κατά την μεταβατική διάταξη του άρθρου 1 άρθρου ένατου παρ. 2 του ως άνω νόμου, οι διατάξεις αυτές τυγχάνουν εφαρμογής για τα ένδικα μέσα τα κατατιθέμενα από τις 1.1.2016 και εφεξής, όπως συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση με την κρινόμενη έφεση που κατατέθηκε την 10.2.2017. Εξάλλου, από τον συνδυασμό των άρθρων 528 και 524 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ (όπως οι διατάξεις αυτές του άρθρου 524 ΚΠολΔ αντικαταστάθηκαν από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015) συνάγεται ότι στην δευτεροβάθμια δίκη η προφορική συζήτηση είναι υποχρεωτική, μόνον όταν ο εκκαλών είχε δικασθεί ερήμην στην πρωτοβάθμια δίκη, καθώς και ότι στο πλαίσιο της (νέας) τακτικής διαδικασίας, η συζήτηση αυτή ακολουθεί άλλους κανόνες, διαφορετικούς από εκείνους που προβλέπονται (άρθρο 237 ΚΠολΔ) για την πρωτοβάθμια δίκη, με την υιοθέτηση του συστήματος, που ακολουθείται στην πρωτοβάθμια δίκη των ειδικών διαδικασιών. Στην περίπτωση αυτή, δηλαδή, δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 237 ΚΠολΔ, αλλά οι προτάσεις των διαδίκων κατατίθενται έως την έναρξη της συζήτησης και η κατάθεση της προσθήκης σ’ αυτές έως τη 12η ώρα της τρίτης εργάσιμης ημέρας μετά τη συζήτηση (βλ. ως προς τη διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης στην αιτιολογική έκθεση του Ν. 4335/2015, βλ. επίσης Ν. Νίκα, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, έκδ. 2016, σελ. 824-825, αρ. 2 και 5, σελ. 826, αρ. 11, Χ. Απαλαγάκη, ΕρμΚΠολΔ, έκδ. 2017, τόμ. 1ος, άρθρο 524, αρ. 1, σελ. 1340 και Αθ. Πανταζόπουλο, Η έφεση-Συστηματική κατ’ άρθρο ερμηνεία του ΚΠολΔ υπό την επιμέλεια του Κ. Οικονόμου, έκδ. 2017, άρθρο 528, αρ. 11 και 12, σελ. 304-305).

ΙΙΙ. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 και 2 του Ν. 5638/1932 «περί καταθέσεως εις κοινόν λογαριασμόν» (όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 ν.δ. 951/1971 και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 124 παρ. Δ΄ περ. α΄ ν.δ. 118/1973), χρηματική κατάθεση σε ανοιχτό, διαζευκτικό λογαριασμό επ’ ονόματι ενός ή περισσοτέρων από κοινού, είναι κατά την έννοια του νόμου αυτού, η κατάθεση, η οποία περιέχει τον όρο ότι από τον εν λόγω λογαριασμό μπορεί να κάνει χρήση, εν όλω ή εν μέρει, χωρίς τη σύμπραξη των λοιπών, είτε ένας είτε μερικοί είτε και όλοι οι κατ’ ιδίαν δικαιούχοι, ενώ η χρηματική κατάθεση που γίνεται στον άνω λογαριασμό επιτρέπεται να ενεργείται και σε κοινό λογαριασμό με προθεσμία ή ταμιευτηρίου υπό προειδοποίηση. Από τις διατάξεις αυτές, συνδυαζόμενες προς εκείνες των άρθρων 2 παρ. 1 ν.δ. 17.7/13.8.1992 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών», 411, 489, 490, 491, 493, 806, 822 και 830 ΑΚ, προκύπτει ότι σε περίπτωση χρηματικής κατάθεσης στο όνομα του ίδιου του καταθέτη και τρίτου ή τρίτων προσώπων (δικαιούχων) σε κοινό λογαριασμό, ανεξαρτήτως του αν τα κατατεθέντα χρήματα ανήκαν σε όλους υπέρ των οποίων έγινε κατάθεση ή σε μερικούς από αυτούς, παράγεται μεταξύ του καταθέτη και του τρίτου αφενός και της δέκτριας της κατάθεσης τράπεζας αφετέρου οιονεί ενεργητική εις ολόκληρον ενοχή, υπό την έννοια, ότι οποιοσδήποτε δικαιούχος του κοινού λογαριασμού έχει το δικαίωμα να απαιτήσει από την τράπεζα την ανάληψη των χρημάτων του λογαριασμού, η τράπεζα δε έχει την υποχρέωση να τα αποδώσει μόνο μία φορά, χωρίς να έχει δικαίωμα να τα αποδώσει, κατ’ αρέσκειαν επιλογής, σε οποιονδήποτε δικαιούχο, ώστε να μη γίνεται λόγος για “συγκέντρωση της απαίτησης”, στο πρόσωπο ενός (συν)δικαιούχου. Η ανάληψη των χρημάτων της κατάθεσης από ένα από τους δικαιούχους γίνεται εξ ιδίου δικαίου και, αν αναληφθεί ολόκληρο το ποσό της κατάθεσης από ένα μόνο δικαιούχο, επέρχεται απόσβεση της απαίτησης, εις ολόκληρον, έναντι της τράπεζας (υπόχρεης) και ως προς τον άλλο, δηλαδή τον μη αναλαβόντα δικαιούχο, ο οποίος πλέον αποκτά από το νόμο απαίτηση έναντι του αναλαβόντος ολόκληρη την κατάθεση για την καταβολή ποσού ίσου προς το μισό της κατάθεσης, εκτός αν από τη μεταξύ τους εσωτερική σχέση προκύπτει άλλη αναλογία ή δικαίωμα εφ` ολοκλήρου του ποσού ή έλλειψη δικαιώματος αναγωγής εκ μέρους αυτού, που δεν προέβη στην ανάληψη (ΑΠ 529/2015 ΔΕΕ 2015.1029, ΑΠ 946/2015, ΑΠ 1800/2012, ΑΠ 1001/2012 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η σύμβαση κατάθεσης χρημάτων σε τράπεζα, ανεξάρτητα αν γίνεται υπέρ του καταθέτη, τρίτου ή σε κοινό λογαριασμό, καταρτίζεται με τη μεταβίβαση της κυριότητας των χρημάτων από τον καταθέτη στην τράπεζα και ταυτόχρονη πληρεξουσιότητα προς αυτή να αποδώσει τα κατατεθέντα στο δικαιούχο. Συνέπεια της ανωτέρω λειτουργίας είναι ότι, μετά την κατάθεση, δικαιούχος της κατάθεσης είναι αυτός υπέρ του οποίου έγινε, η δε τράπεζα από τότε, που με την παράδοση έγινε κυρία των χρημάτων (άρθρο 1034 ΑΚ), έχει ευθεία υποχρέωση να τα καταβάλει στον δικαιούχο όταν της ζητηθεί (ΑΠ 345/2015 ΧρΙΔ 2017.105). Εξάλλου, εκείνος από τους δικαιούχους που απέσυρε τα χρήματα μιας τέτοιας κατάθεσης καθίσταται κύριος αυτών και δεν διαπράττει υπεξαίρεση σε βάρος των λοιπών, και κατ’ επέκταση αδικοπραξία, γιατί τα χρήματα δεν είναι ξένα προς αυτόν που τα απέσυρε. Είναι δε αδιάφορο αν τα κατατεθέντα χρήματα ανήκουν σε όλους ή σε μερικούς μόνο από τους δικαιούχους (ΑΠ 1128/2017 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, η εσωτερική σχέση που συνδέει τους συνδικαιούχους κοινού λογαριασμού μπορεί να είναι σύμβαση εντολής, βάσει της οποίας ο εντολέας ορίζει και άλλον ως συνδικαιούχο, αναθέτοντάς του, απλώς προς διευκόλυνσή του, να προβαίνει σε ορισμένες ενέργειες σχετικές με την κίνηση του λογαριασμού και τα χρήματα, τα οποία έχει καταθέσει σ` αυτόν (ΑΠ 1128/2017 ΧρΙΔ 2017.739). Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται οι περί εντολής διατάξεις (άρθρα 713 επ. ΑΚ) και ο εντολέας, εφόσον προβλέφθηκε ότι οι εντολοδόχος δεν θα προβαίνει σε αναλήψεις χωρίς προηγούμενη συγκεκριμένη εντολή του, έχει δικαίωμα να απαιτήσει από τον αναλαβόντα την κατάθεση συνδικαιούχο του λογαριασμού ολόκληρο το ποσό του (ΑΠ 378/2011 ΧρΙΔ 2011.656). Ειδικότερα, από τις διατάξεις των άρθρων 713, 714 και 719 ΑΚ σε συνδυασμό και με αυτές των άρθρων 330, 297, 298 ΑΚ προκύπτει, ότι ο εντολοδόχος, εφόσον ενήργησε παραβαίνοντας τους όρους της εντολής, έχει υποχρέωση να ανορθώσει κάθε ζημία την οποία υπέστη ο εντολέας και η οποία έχει ως γενεσιουργό αιτία το πταίσμα του εντολοδόχου, ενώ θετική ζημία είναι, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, η ελάττωση της περιουσίας του εντολοδόχου που επέρχεται, υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις, και με την μη προβλεπόμενη από την εσωτερική σχέση της εντολής ανάληψη ποσών από κοινό τραπεζικό λογαριασμό (ΑΠ 1675/2014, ΕφΘεσ 1832/2008 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

ΙV. Με την από 11.12.2015 αγωγή (με αριθ. έκθ. κατάθ. ………/31.3.2016) αγωγή του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), ο ενάγων (ήδη εφεσίβλητος), ισχυρίσθηκε, κατά τη δέουσα εκτίμηση του δικογράφου αυτής, ότι με την εναγομένη (ήδη εκκαλούσα), πρώην σύζυγό του, διατηρούσε, κατά το χρονικό διάστημα που διήρκεσε η έγγαμη συμβίωσή τους, ήτοι από το έτος 1990 έως το έτος 2002, κοινό λογαριασμό καταθέσεων στη Εθνική Τράπεζα. Ότι τα χρήματα που ήταν κατατεθειμένα στο λογαριασμό αυτό, ανήκαν αποκλειστικά στον ίδιο, προερχόμενα από την εργασία του (μηνιαίοι μισθοί) ως Α΄ μηχανικός του Εμπορικού Ναυτικού, χωρίς καμία συνδρομή της εναγομένης. Ότι με την τελευταία είχε συμφωνήσει, εξαιτίας και της, για μεγάλα χρονικά διαστήματα, απουσίας του λόγω της εργασίας του ως ναυτικού, να πραγματοποιεί και αυτή αναλήψεις χρηματικών ποσών από τον ως άνω λογαριασμό, για των κάλυψη των αναγκών που θα προέκυπταν, μόνο κατόπιν προηγούμενης ενημέρωσής του για την επικείμενη ανάληψη, το ύψος και την αιτία της, καθώς και με την προϋπόθεση της συναίνεσής του. Ότι τον Ιούνιο του έτους 1994, η εναγομένη του ζήτησε να διευκολύνει την (μη διάδικο στην προκείμενη δίκη) ……….., θυγατέρα της από προηγούμενο γάμο, στην αγορά ενός διαμερίσματος στον Πειραιά, συναινώντας στην ανάληψη από αυτήν (εναγομένη) των αναφερόμενων χρηματικών ποσών προκειμένου να διατεθούν, ως δάνειο, στην ανωτέρω µη διάδικο, για το σκοπό αυτό, ενώ και κατά το έτος 1997 η εναγομένη ζήτησε την ίδια διευκόλυνση για την αγορά (από την θυγατέρα της) θέσης στάθμευσης αυτοκινήτου στην ίδια οικοδομή. Ότι η εναγομένη, κατόπιν συναίνεσης αυτού (ενάγοντος) που πίστευε ότι χορηγεί δάνειο στην θυγατέρα της τότε συζύγου του με την υποχρέωση επιστροφής από την τελευταία, ανέλαβε, πράγματι, από τον ανωτέρω κοινό λογαριασμό, µε περισσότερες αναλήψεις, τα επί μέρους ποσά που αναφέρονται στην αγωγή (ήτοι 4.500.000 δραχμές, 1.500.000 δραχμές, 3.400.000 δρχ. και 750.000 δραχμές) κατά τις ειδικότερα αναφερόμενες ηµεροχρονολογίες (ήτοι στις 29.6.1994, 2.9.1994, 31.10.1994 και εντός του 1997 αντίστοιχα), που ανήλθαν συνολικά στο ποσό των 10.150.000 δραχμών, από τα οποία του αποδόθηκε μόνο ποσό 2.200.000 δραχμών. Ότι σε μεταγενέστερο χρόνο, και συγκεκριμένα το έτος 2011, κατά την εκδίκαση αγωγής απόδοσης δανείου, που είχε εγείρει σε βάρος της προαναφερόμενης ………., θυγατέρας της εναγομένης, πληροφορήθηκε ότι τα αναληφθέντα εκ μέρους της εναγομένης ποσά από τον εν λόγω κοινό λογαριασμό δεν διατέθηκαν ως δάνειο στην θυγατέρα της για την αγορά διαμερίσματος από την τελευταία, αλλά παρακρατήθηκαν και ιδιοποιήθηκαν από την εναγομένη, η οποία, παρά τις συνεχείς οχλήσεις του, αρνείται να του αποδώσει το οφειλόμενο υπόλοιπο, που ήδη, μετά την καταβολή 2.200.000 δραχμών, ανέρχεται στο ποσό των 7.950.000 δραχμών και ήδη 23.330,88 ευρώ. Με βάση το ιστορικό αυτό ο ενάγων ζητεί α) να αναγνωρισθεί η κυριότητά του στο ανωτέρω χρηματικό ποσό, η οποία ουδέποτε περιήλθε στην εναγομένη και β) να υποχρεωθεί η τελευταία να του καταβάλει το ανωτέρω ποσό των 23.330,88 ευρώ, με βάση την εσωτερική σχέση των διαδίκων συνδικαιούχων του κοινού λογαριασμού, κατά την οποία (σχέση) ανήκε εξ ολοκλήρου στον ενάγοντα το ποσό αυτό, με συνέπεια να δύναται αυτός, επικαλούμενος την ως άνω σχέση, να στραφεί αναγωγικά κατά της εναγομένης, άλλως με βάση την εσωτερική σχέση της εντολής, καθόσον η εντολοδόχος εναγομένη ενήργησε παραβαίνοντας τους όρους της εντολής, με συνέπεια να έχει υποχρέωση να αποκαταστήσει την ζημία αυτού. Τέλος, ο ενάγων ζητεί το ανωτέρω ποσό µε το νόμιμο τόκο από την επομένη εκάστης ανάληψης των επί μέρους ποσών, άλλως από την επομένη της επίδοσης της προγενέστερης από 8.3.2013 αγωγής του (από αδικοπραξία), άλλως από την επομένη της επίδοσης της ως άνω αγωγής του. Με το ανωτέρω περιεχόμενο η αγωγή αυτή, ως προς το δεύτερο αίτημά της (περί επιδίκασης του ποσού των 23.330,88 ευρώ), είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, τόσο κατά την κύρια βάση της (εσωτερική σχέση των συνδικαιούχων του κοινού λογαριασμού) όσο και κατά την επικουρική βάση της (σχέση εντολής), στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1 Ν. 5638/1932, 361, 489, 490, 491, 493, 713, 714, 719, 330, 297, 298 ΑΚ κατά τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη στην παράγραφο ΙΙΙ της παρούσας. Συνεπώς, είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος, ο σχετικός ισχυρισμός της εκκαλούσας-εναγομένης περί αοριστίας της αγωγής, που προτείνεται με το δεύτερο λόγο της έφεσής της, γιατί αναφέρονται με πληρότητα στο δικόγραφο της αγωγής όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία για τη θεμελίωσή της, χωρίς να προκύπτει κάποια ασάφεια (βλ. σχετ. ΑΠ 1128/2017 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το πρώτο, όμως, αίτημα της αγωγής (περί αναγνώρισης της κυριότητας του ενάγοντος επί του ανωτέρω ποσού) είναι απορριπτέο ως μη νόμιμο, γιατί, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, η εναγομένη ανέλαβε τα αναφερόμενα σ’ αυτήν χρηματικά ποσά, ως συνδικαιούχος του κοινού λογαριασμού που τηρούσαν οι διάδικοι και, συνεπώς, η κυριότητα των χρημάτων, µε την ανάληψή τους, περιήλθε σ’ αυτήν (εναγομένη) και όχι στον ενάγοντα, όπως αυτός αβάσιμα ισχυρίζεται µε την αγωγή του. Και τούτο, γιατί, όπως αναφέρθηκε στην ίδια ως άνω νομική σκέψη, εκείνος από τους συνδικαιούχους κοινού λογαριασμού που αποσύρει τα χρήματα μιας τέτοιας κατάθεσης, καθίσταται κύριος αυτών, ανεξάρτητα από το αν τα κατατεθέντα χρήματα ανήκουν σε όλους ή σε μερικούς μόνο από τους δικαιούχους. Τέλος, το παρεπόμενο αίτημα περί τοκοδοσίας είναι νόμιμο µόνο για τον μετά της επίδοσης της αγωγής χρόνο (άρθρο 346 ΑΚ), καθόσον ο ενάγων δεν επικαλείται µε την αγωγή του προγενέστερη ορισμένη όχληση της εναγομένης από την εσωτερική σχέση των συνδικαιούχων του κοινού λογαριασμού ή από την έννομη σχέση της σύμβασης εντολής. Επομένως, η αγωγή αυτή, κατά το δεύτερο αίτημά της (που είναι καταψηφιστικό), πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ` ουσία, δεδομένου ότι έχει καταβληθεί το απαιτούμενο για το αντικείμενό της τέλος δικαστικού ενσήμου με τις ανάλογες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. το αναφερόμενο στην εκκαλούμενη απόφαση υπ’ αριθ. …….. διπλότυπο είσπραξης της ΔΟΥ Γ΄ Πειραιά).

  1. V. Κατά το άρθρο 249 ΑΚ «Εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά, οι αξιώσεις παραγράφονται σε είκοσι χρόνια» και κατά το άρθρο 251 ΑΚ «Η παραγραφή αρχίζει από τότε που γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξή της», ενώ κατά το άρθρο 277 ΑΚ «Το δικαστήριο δεν λαμβάνει αυτεπαγγέλτως υπόψη την παραγραφή που δεν έχει προταθεί». Εξάλλου, κατά το άρθρο 256 περ. 1 ΑΚ αναστέλλεται η παραγραφή των αξιώσεων μεταξύ συζύγων κατά τη διάρκεια του γάμου, έστω και αν ύστερα ακυρωθεί και κατά το άρθρο 257 ΑΚ το χρονικό διάστημα της αναστολής δεν υπολογίζεται στο χρόνο της παραγραφής, η οποία συνεχίζεται μετά την παύση της αναστολής και σε καμία περίπτωση δεν συμπληρώνεται πριν περάσουν έξι μήνες (ΑΠ 43/2015, ΑΠ 1606/2009 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 110/2010 ΕφΑΔ 2011.194).

Στην προκείμενη περίπτωση, η εναγόμενη, με τον πρώτο λόγο της έφεσής της, ισχυρίζεται, κατ’ ένσταση, ότι οι επίδικες αξιώσεις που αφορούν τα αναληφθέντα ποσά του έτους 1994, έχουν ήδη παραγραφεί, γιατί από τότε μέχρι την άσκηση της ως άνω αγωγής (4.4.2016, οπότε και έγινε επίδοση αυτής) έχει παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των είκοσι ετών. Όμως, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, οι διάδικοι ήταν σύζυγοι με θρησκευτικό γάμο που διήρκεσε από 7-9-1990 μέχρι το έτος 2005, οπότε και λύθηκε αμετάκλητα. Επομένως, δεδομένου ότι αναστέλλεται η παραγραφή των αξιώσεων μεταξύ συζύγων κατά τη διάρκεια του γάμου κατά τα αναφερόμενα στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη, η παραγραφή των από το έτος 1994 γεννηθεισών αξιώσεων του ενάγοντος κατά της εναγομένης, ανεστάλη κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα του γάμου των διαδίκων (ήτοι από 7-9-1990 μέχρι το έτος 2005), μετά το οποίο άρχισε η εικοσαετής παραγραφή του άρθρου 249 ΑΚ, η οποία, όμως, δεν είχε συμπληρωθεί κατά την 4.4.2016, όταν και διεκόπη η παραγραφή με την άσκηση (επίδοση) της ως άνω αγωγής. Συνεπώς, οι από το έτος 1994 επίδικες αξιώσεις του ενάγοντος δεν παραγράφηκαν, κατ’ αποδοχή της σχετικής αντένστασης αυτού περί αναστολής της παραγραφής (άρθρα 256 περ. 1 και 257 ΑΚ).

VΙ. Ο συμβιβασμός που καταρτίζεται εκτός του πλαισίου της εκκρεμούς δίκης ή στο πλαίσιο μεν της δίκης, αλλά χωρίς τις διατυπώσεις της παρ. 1 του άρθρου 293 του ΚΠολΔ, φέρει τον χαρακτήρα εξωδίκου συμβιβασμού και κρίνεται κατά τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 871 εδ. α΄ ΑΚ «Με τη σύμβαση του συμβιβασμού, οι συμβαλλόμενοι διαλύουν με αμοιβαίες υποχωρήσεις μια φιλονικία τους ή μια αβεβαιότητα για κάποια έννομη σχέση». Από τη διάταξη αυτή σαφώς συνάγεται ότι προϋπόθεση του συμβιβασμού είναι, πλην άλλων, και η συμφωνία των ενδιαφερομένων για τον τερματισμό της μεταξύ τους φιλονικίας η αβεβαιότητας ως προς κάποια έννομη σχέση, με αμοιβαίες υποχωρήσεις. Φιλονικία είναι η αμφισβήτηση των συμβαλλομένων σχετικά με τη γένεση ή το αντικείμενο ή την ύπαρξη ή την έκταση ή τα πρόσωπα ή και τις έννομες συνέπειες κάποιας έννομης σχέσης τους, υπάρχει δε, όταν ο ένας ή και οι δύο συμβαλλόμενοι αμφισβητούν την βασιμότητα των απαιτήσεων του άλλου, ακόμη και αν αυτό γίνεται από απλή κακοβουλία, χωρίς στην πραγματικότητα να έχουν αμφιβολία σχετικά με τις απαιτήσεις αυτές. Οι αμοιβαίες υποχωρήσεις των συμβαλλομένων θεωρούνται κατά την κοινή αντίληψη και μπορεί να είναι νομικής ή πραγματικής φύσης. Αν δεν υπάρχει φιλονικία ή αβεβαιότητα ή η υπάρχουσα λύεται με υποχώρηση μόνο του ενός εκ των μερών, τότε δεν πρόκειται για συμβιβασμό, αλλά για άλλου είδους σύμβαση, όπως είναι η αναγνώριση απαίτησης, η άφεση χρέους, η παραίτηση, η δωρεά κ.λπ. Εξάλλου, για τη σύναψη της σύμβασης συμβιβασμού απαιτείται πρόταση από το ένα συμβαλλόμενο μέρος με περιεχόμενο τη διάλυση της έριδας ή αβεβαιότητας, με αμοιβαίες υποχωρήσεις και αποδοχή της πρότασης από το άλλο μέρος. Οι σχετικές δηλώσεις βούλησης και οι πράξεις των μερών που περιέχονται στην πρόταση και την αποδοχή, αποτελούν πραγματικά περιστατικά, η συνδρομή των οποίων κρίνεται από το δικαστήριο της ουσίας. Τέλος, η σύμβαση συμβιβασμού είναι υποχρεωτική για τους συμβαλλομένους, με την έννοια ότι τα μέρη δεν μπορούν να προβάλουν αξιώσεις, από τις οποίες παραιτήθηκαν με το συμβιβασμό και αν κάποιο από τα μέρη τις προβάλλει, αποκρούεται από το άλλο μέρος με την ανατρεπτική ένσταση της σύναψης συμβιβασμού, η βασιμότητα της οποίας (ένστασης) επιφέρει απόρριψη της αγωγής (ΑΠ 1257/2017, ΑΠ 617/2016 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 937/2006 ΧρΙΔ 2006.803, βλ. Απ. Γεωργιάδης, Σύντομη Ερμηνεία ΑΚ, τόμ. Ι, έκδ. 2010, άρθρο 871, αριθ. 11, σελ. 1673 και αριθ. 36-37, σελ. 1677).

VΙΙ. Από τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται με τις προτάσεις τους και προσκομίζουν νομίμως (σημειώνεται ότι η τυχόν αναφορά κατωτέρω ορισμένων από τα έγγραφα αυτά, είναι απλώς ενδεικτική, αφού δεν παραλείφθηκε κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς – ΑΠ 1001/2012 δημ. σε ΝΟΜΟΣ) είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων (εγγράφων) περιλαμβάνονται α) τα υπ’ αριθ. 3762/2015 πρακτικά συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με τις περιεχόμενες σ’ αυτά καταθέσεις μαρτύρων, που εδόθησαν στο πλαίσιο προγενέστερης δίκης των διαδίκων επί άλλης αγωγής του ενάγοντος στηριζόμενης στα αυτά πραγματικά περιστατικά, αλλά σε άλλη νομική βάση, β) οι προσκομιζόμενες αποφάσεις πολιτικών δικαστηρίων και γ) οι προσκομιζόμενες από τον εφεσίβλητο-ενάγοντα ένορκες βεβαιώσεις, οι οποίες λήφθηκαν στο πλαίσιο προγενέστερων δικών, σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων ………., την 7.9.1990, τέλεσε νόμιμο θρησκευτικό γάμο με την εναγόμενη ……., ο οποίος (γάμος) λύθηκε αμετάκλητα με την υπ’ αριθ. 4679/19.10.2005 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία κατέστη αμετάκλητη την 20.3.2006 (βλ. το από 5.9.2007 διαζευκτήριο της Ιεράς Μητρόπολης Πειραιώς). Ο ενάγων, κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσής τους, η οποία διήρκεσε μέχρι την 27.11.2002, εργαζόταν ως Α΄ μηχανικός του Εμπορικού Ναυτικού, απουσιάζοντας για μεγάλα χρονικά διαστήματα από την συζυγική οικία λόγω της εργασίας του, ενώ η εναγομένη διατηρούσε χώρο εξυπηρέτησης του κοινού σε μίσθιο χώρο στον ημιώροφο του κτιρίου του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, εκτελώντας εργασίες σχετικές με την λειτουργία των δικαστικών υπηρεσιών (όπως φωτοτυπίες εγγράφων, διάθεση χαρτοσήμων και λοιπών διαδικαστικών εγγράφων κλπ.). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι στις 29.6.1994, 2.9.1994 και 31.10.1994, η εναγομένη προσήλθε σε υποκατάστημα της «…. Τράπεζας της Ελλάδος ΑΕ», στην οποία, μαζί µε τον ενάγοντα (τότε σύζυγό της), διατηρούσαν, στο όνομά τους, τον υπ’ αριθ. …….. κοινό λογαριασμό τους και ζήτησε, ως συνδικαιούχος του εν λόγω λογαριασμού, την ανάληψη χρηματικών ποσών 4.500.000 δραχμών, 1.500.000 δραχμών και 3.400.000 δραχμών αντιστοίχως, τα οποία και της αποδόθηκαν από την τράπεζα. Τα ανωτέρω αποδείχθηκαν από το επικαλούμενο και νομίμως προσκομιζόμενο από τον ενάγοντα επικυρωμένο αντίγραφο του ανωτέρω λογαριασμού της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, στο οποίο αναφέρεται ότι ο εν λόγω λογαριασμός είναι κοινός λογαριασμός στα ονόματα του ενάγοντος και της εναγομένης, και από το οποίο προκύπτει ότι η τελευταία, ως συνδικαιούχος του λογαριασμού αυτού, ζήτησε την ανάληψη α) του ποσού των 4.500.000 δραχμών, την 29.6.1994, β) του ποσού των 1.500.000 δραχμών, την 2.9.1994 και γ) του ποσού των 3.400.000 δραχμών, την 31.10.1994. Σημειώνεται, ότι και η ίδια η εναγομένη δεν αμφισβητεί την ανάληψη εκ μέρους της των ανωτέρω ποσών. Ήδη, όπως προαναφέρθηκε, ο ενάγων, με την ένδικη αγωγή του, επικαλούμενος ότι τα χρήματα, που ήταν κατατεθειμένα στο λογαριασμό αυτό, ανήκαν αποκλειστικά στον ίδιο, προερχόμενα από την εργασία του, χωρίς καμία συνδρομή της εναγομένης, με την οποία είχε συμφωνήσει να πραγματοποιεί και αυτή αναλήψεις χρηματικών ποσών από τον εν λόγω λογαριασμό, για των κάλυψη των αναγκών που θα προέκυπταν, μόνο κατόπιν προηγούμενης ενημέρωσής του, ισχυρίζεται ότι τα ανωτέρω αναληφθέντα από την εναγομένη χρηματικά ποσά (καθώς και ποσό 750.000 δραχμών, που, όπως επικαλείται, αναλήφθηκε απ’ αυτήν εντός του έτους 1997) ιδιοποιήθηκαν απ’ αυτήν και δεν διατέθηκαν, ως δάνειο, στην θυγατέρα της για την αγορά διαμερίσματος από την τελευταία, όπως η ίδια (εναγομένη) ψευδώς τον είχε ενημερώσει, με αποτέλεσμα αυτός να συναινέσει στις εν λόγω αναλήψεις. Ειδικότερα σε σχέση με την ένδικη διαφορά, από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκαν τα εξής: Περί τον μήνα Νοέμβριο το έτους 2002, όταν διασπάστηκε η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων, δημιουργήθηκε μεταξύ αυτών έντονη διαμάχη σχετικά κυρίως με οικονομικά ζητήματα, ενώ η διαμάχη αυτή κατέληξε και σε δικαστική αντιδικία με την έγερση εκατέρωθεν αγωγών και εγκλήσεων. Συγκεκριμένα, ο ενάγων άσκησε σε βάρος της εναγομένης την με αριθμό κατάθεσης …../2003 αγωγή συμμετοχής στα αποκτήματα, με την οποία, επικαλούμενος τις αναφερόμενες περιουσιακές παροχές του προς αυτήν καθώς και τις αναλήψεις χρηματικών ποσών στις οποίες προέβαινε η τελευταία από τον ως άνω κοινό τραπεζικό λογαριασμό τους κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσής τους, ισχυρίζεται ότι συνέβαλε στην σημαντική αύξηση της περιουσίας αυτής και, προς εξασφάλιση της εν λόγω χρηματικής απαίτησής του, ζήτησε, με την από 14.3.2003 αίτησή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, να διαταχθεί η συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας της αντιδίκου του, μέχρι του ποσού των 150.000 ευρώ. Κατά την εκδίκαση της ως άνω αίτησης, η εναγομένη με ασκηθείσα ανταίτησή της, επικαλούμενη ότι με την εργασία της συνέβαλε στην αύξηση της περιουσίας του ενάγοντος, ζήτησε, προς εξασφάλιση της σχετικής χρηματικής απαίτησής της, να διαταχθεί η συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας του αντιδίκου της, μέχρι του ποσού των 160.000 ευρώ. Επί των ως άνω αιτήσεων εκδόθηκε η (νομίμως προσκομιζόμενη) υπ’ αριθ. 3762/2003 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων), με την οποία, αφού πιθανολογήθηκε η βασιμότητα των ανωτέρω εκατέρωθεν απαιτήσεων εκ ποσού 142.333 ευρώ υπέρ του ενάγοντος (τότε αιτούντος) και εκ ποσού 101.375 ευρώ (καθώς και έτερου ποσού 14.798 ευρώ για απαίτηση από αδικοπραξία) υπέρ της εναγομένης (τότε ανταιτούσας), διατάχθηκε η συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας εκάστου των ως άνω διαδίκων και συγκεκριμένα α) μέχρι του ποσού των 150.000 ευρώ υπέρ του αιτούντος (ήδη ενάγοντος) και μέχρι του ποσού των 120.000 ευρώ υπέρ της ανταιτούσας (ήδη εναγομένης). Για τις ανωτέρω επικαλούμενες απαιτήσεις της η εναγομένη άσκησε σε βάρος του ενάγοντος α) την από 14.6.2004 (με αριθ. κατάθ. …../2004) αγωγή της για συμμετοχή στα αποκτήματα, η οποία εκκρεμούσε προς συνεκδίκαση με την ανωτέρω αντίθετη αγωγή (με αριθ. κατάθ. …../2003) του ενάγοντος, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, για τη δικάσιμο της 10.3.2006 και β) την από 6.2.2003 (με αριθ. κατάθ. ……/2003) αγωγή της από αδικοπραξία για την επικαλούμενη αφαίρεση, από τον αντίδικο, των αναφερόμενων κινητών πραγμάτων της, η οποία εκκρεμούσε προς εκδίκαση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, για τη δικάσιμο της 24.11.2005. Επίσης, η εναγομένη είχε υποβάλλει σε βάρος του ενάγοντος και την από 2.12.2002 έγκλησή της, με βάση την οποία είχε ασκηθεί ποινική δίωξη εναντίον αυτού, για την οποία επρόκειτο να δικασθεί, ως κατηγορούμενος, ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς κατά την ορισθείσα δικάσιμο της 5.10.2005. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων εντός του μηνός Σεπτεμβρίου 2005 άρχισε πολυήμερες διαπραγματεύσεις με την εναγομένη, με την παρουσία και του ……… (συζύγου της θυγατέρας της εναγομένης), ο οποίος, με την θέληση και των δύο συμβαλλομένων, έλαβε μέρος στις σχετικές διαπραγματεύσεις, αναφερόμενος μάλιστα και ως «παριστάμενος μάρτυρας» στο κατωτέρω συνταχθέν συμφωνητικό. Ειδικότερα, στις διαπραγματεύσεις αυτές, μεταξύ άλλων ζητημάτων, τέθηκαν προς οριστική διευθέτηση από τον ενάγοντα και όλες οι επικαλούμενες απ’ αυτόν οικονομικές αξιώσεις του σε βάρος της εναγομένης, για τις εκ μέρους της τελευταίας αναλήψεις χρηματικών ποσών από τον ανωτέρω κοινό τραπεζικό λογαριασμό τους κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσής τους, στις οποίες (αναλήψεις) περιλαμβάνονταν και οι επίδικες. Τελικά, στον Πειραιά την 26.9.2005, με το σχετικώς καταρτισθέν έγγραφο των διαδίκων (επικυρωμένο αντίγραφο του οποίου νομίμως προσκομίζεται από την εναγομένη με επίκληση), που φέρει τον τίτλο «ΣΥΜΦΩΝΗΤΙΚΟ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΚΑΤΑΒΟΛΗΣ 32.281 ευρώ», συμφωνήθηκαν μεταξύ τους, στο πλαίσιο του πλήρους διακανονισμού όλων των οικονομικών διαφορών τους και των εν γένει περιουσιακών σχέσεων τους (ενόψει και της αναμενόμενης λύσης του γάμου τους με δικαστική απόφαση επί των αντίθετων αγωγών τους περί διαζυγίου, που είχαν ήδη συζητηθεί σε πρώτο βαθμό), τα εξής: «Προς συμβιβασμό των μεταξύ των συμβαλλομένων και ευρισκομένων σε διάσταση ως συζύγων διαφορών μας οικονομικών και δικαστικών, ρυθμίζουμε εξωδιαδικαστικά τις διαφορές μας, με τον παρακάτω τρόπο: … 2) Επί των αγωγών διαζυγίου του ενός έναντι του άλλου, οι οποίες συζητήθηκαν την 8/10/2004 και εκκρεμεί η έκδοση απόφασης, συμφωνείται αμοιβαία ότι θα παραιτηθούν και οι δύο από τα ένδικα μέσα και δεν θα ασκηθεί έφεση. 3) Επί της από 2-12-2002 μηνύσεως της …….. κατά του ……. (ΑΒΜ-……..) ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά εκδικαζόμενη μετά από αναβολή την 5/10/2005, συμφωνείται ότι προ της συζητήσεως θα γίνει ανάκληση της μηνύσεως από την ……… 4) Επί της αγωγής (αριθ. κατάθ. …../2003) του …….. για συμμετοχή στα αποκτήματα, η οποία έχει αναβληθεί για 10/3/2006 συμφωνείται ο ……… να παραιτηθεί του δικογράφου και του δικαιώματος. 5) Επί της από 14/6/2004 αγωγής (αριθ. κατάθ. …./04) της ……. κατά του ……. για συμμετοχή στα αποκτήματα, εκδικαζόμενη με την αντίθετη, την 10/3/2006, συμφωνείται η …….. να παραιτηθεί του δικογράφου και του δικαιώματος. 6) Επί της από 6/2/03 (…/03) αγωγής της .. …. για τα κινητά πράγματα εκδικαζομένης μετά από αναβολή της 24/11/2005 ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, συμφωνείται ότι η ……… θα παραιτηθεί του δικογράφου και του δικαιώματος. 7) Επί της αποφάσεως υπ’ αριθμ. 3762/2003 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Ασφαλιστικά μέτρα) περί συντηρητικής κατασχέσεως περιουσιακών στοιχείων, συμφωνείται αμοιβαία και από τα δύο μέρη, η ανάκληση της απόφασης αυτής. 8) Προς τακτοποίηση όλων των εκκρεμοτήτων και οικονομικών διεκδικήσεων, συμφωνήθηκε ο …….. να λάβει από την ………. το ποσό των εξήντα μιας χιλιάδων εξακοσίων είκοσι οκτώ (61.628) ευρώ, από τα οποία τριάντα δύο χιλιάδες διακόσια ογδόντα ένα (32.281) ευρώ, δόθηκαν σήμερα σε μετρητά, με την υπογραφή του παρόντος επέχοντος και θέση αποδείξεως. Το υπόλοιπο ποσόν των είκοσι εννέα χιλιάδων τριακοσίων σαράντα επτά (29.347) ευρώ θα δοθεί την 31 Ιανουαρίου 2006. Προς εξασφάλιση καταβολής του άνω ποσού δίνεται μία επιταγή με αριθμό …….. της Ελληνικής Τράπεζας από τον υπ’ αριθ. …….. …….., ισόποσης αξίας και αντίστοιχης λήξης, την οποία οπισθογράφησε η ……. και εξέδωσε ο …….. Τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνούν ότι παραιτούνται από οποιαδήποτε μεταξύ τους άλλη αξίωση είτε έχει αχθεί στο Δικαστήριο είτε όχι, τόσο στο παρελθόν όσο και στο μέλλον. Ουδεμία πλέον αξίωση υφίσταται μεταξύ τους…. Σε πίστωση των άνω συμφωνιών συντάξαμε το παρόν σε δύο αντίγραφα, τα οποία υπογράφηκαν, αφού αναγνώσθηκαν και βεβαιώθηκαν. ΟΙ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΟΙ 1) (υπογραφή του ………), 2) (υπογραφή της ……) και κάτωθι αυτών υπογραφή του μάρτυρα ……….». Σημειώνεται ότι το γνήσιο των υπογραφών των ως άνω συμβαλλομένων και του ανωτέρω παρισταμένου μάρτυρα, έχει βεβαιωθεί αυθημερόν (26.9.2005) από την αναφερόμενη δικηγόρο ………., η οποία παραστάθηκε, κατά την κατάρτιση του ως άνω συμφωνητικού, ως πληρεξούσια δικηγόρος του ενάγοντος μαζί του, όπως αυτό δεν αμφισβητείται από τον τελευταίο. Επίσης, έχει ήδη εξοφληθεί και το ανωτέρω υπόλοιπο των 29.347 ευρώ με την καταβολή του ποσού της εν λόγω επιταγής, όπως και αυτό δεν αμφισβητείται από τον ενάγοντα, με αποτέλεσμα ο τελευταίος να έχει ήδη εισπράξει το συνολικό ποσό των 61.628 ευρώ, κατόπιν του ως άνω καταρτισθέντος συμβιβασμού των διαδίκων επί όλων των δικαστικών αλλά και εν γένει οικονομικών διαφορών τους, με την ρητή και κατηγορηματική δήλωσή τους, ότι  «παραιτούνται από οποιαδήποτε μεταξύ τους άλλη αξίωση είτε έχει αχθεί στο Δικαστήριο είτε όχι, τόσο στο παρελθόν όσο και στο μέλλον και ότι ουδεμία πλέον αξίωση υφίσταται μεταξύ τους». Το γεγονός δε ότι και οι επίδικες απαιτήσεις συμπεριλήφθηκαν στο πλαίσιο του εν λόγω συμβιβασμού των διαδίκων, αποδείχθηκε, μεταξύ άλλων, και από την πειστική κατάθεση του παρισταμένου (τόσο κατά τις διαπραγματεύσεις, όσο και κατά την κατάρτιση της συμφωνίας) ……, ο οποίος, εξεταζόμενος ως μάρτυρας ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την 4-3-2015 (στο πλαίσιο προηγηθείσας δίκης μεταξύ των διαδίκων που αφορούσε τα ίδια πραγματικά περιστατικά) κατέθεσε χαρακτηριστικά: «…όταν κάναμε διαπραγματεύσεις… (ο ενάγων) είχε φέρει τα βιβλιάρια και μας είχε βάλει ακριβώς τι λεφτά είχε, τι λεφτά απαιτούσε, κάτσαμε βγάλαμε ένα συγκεκριμένο ποσό, ήρθε με τη δικηγόρο του στο σπίτι της πεθεράς μου και κάτσαμε εκεί και κάναμε ένα συμφωνητικό… και αυτά που λέει ότι υπάρχουν, τα είχε βάλει μέσα στο λογαριασμό αυτό… είχε βάλει και το συγκεκριμένο ποσό, αυτό που ζητάει τώρα το είχε βάλει εκεί…». Εξάλλου, η αξίωση του ενάγοντος για τις επίδικες χρηματικές αναλήψεις υφίστατο μόνο έναντι της ενάγουσας, αφού η τελευταία προέβη στις αναλήψεις αυτές, ενώ ο ίδιος ουδέποτε κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα των ετών 1994 και 1997 προέβη σε κατάρτιση συμβάσεων δανείου με την θυγατέρα της εναγομένης, ……….. (όπως αυτό έγινε δεκτό και με την ήδη αμετάκλητη υπ’ αριθ. 2410/2012 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), ώστε αυτός να θεωρεί ότι διατηρεί αξίωση σε βάρος της τελευταίας για τα ποσά των εν λόγω αναλήψεων. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, η με το προαναφερόμενο περιεχόμενο εξώδικη συμφωνία των διαδίκων φέρει τα χαρακτηριστικά της σύμβασης συμβιβασμού, όπως η έννοια αυτής αναπτύχθηκε στη νομική σκέψη στην παράγραφο VΙ της παρούσας, η οποία (σύμβαση) οδηγεί στην οριστική επίλυση των προαναφερθεισών διαφορών τους, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι επίδικες. Ειδικότερα, αμφότεροι οι διάδικοι, με τις ανωτέρω αμοιβαίες υποχωρήσεις τους από τις εκατέρωθεν απαιτήσεις τους, συμφώνησαν, στο πλαίσιο της εν λόγω σύμβασης συμβιβασμού, ότι με την καταβολή ποσού 61.628 ευρώ στον ενάγοντα, ρυθμίζονται και διακανονίζονται πλήρως όλες οι οικονομικές διαφορές τους, δηλώνοντας ρητά και κατηγορηματικά ότι παραιτούνται από οιαδήποτε άλλη μεταξύ τους αξίωση, είτε έχει αχθεί στο Δικαστήριο είτε όχι, τόσο στο παρελθόν όσο και στο μέλλον, καθώς και ότι ουδεμία πλέον αξίωση υφίσταται μεταξύ τους. Συνεπώς, κατά παραδοχή της παραδεκτώς προβληθείσας από την εναγομένη σχετικής (ανατρεπτικής) ένστασης συμβιβασμού, πρέπει να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμη, η ένδικη αγωγή του …….. κατά το δεύτερο αίτημά της.

VIII. Κατόπιν αυτών, πρέπει η ως άνω αγωγή να απορριφθεί, στο σύνολό της. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί ο ενάγων-εφεσίβλητος, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα της εναγομένης-εκκαλούσας, κατόπιν σχετικού αιτήματός της, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Επίσης, λόγω της νίκης της εκκαλούσας, αφού έγινε δεκτή η έφεσή της και εξαφανίστηκε η εκκαλούμενη απόφαση, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή σ’ αυτήν του παραβόλου των εκατό (100) ευρώ, που κατέθεσε με το ηλεκτρονικό παράβολο (με κωδικό ………..) του Υπουργείου Οικονομικών (άρθρο 495 παρ. 3 εδάφιο προτελευταίο ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσία την από 10.2.2017 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ././10.2.2017) έφεση.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη υπ’ αριθ. 533/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.

Διακρατεί την υπόθεση και δικάζει επί της από 11.12.2015 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ././31.3.2016) αγωγής.

Απορρίπτει την ως άνω αγωγή.

Καταδικάζει τον ενάγοντα-εφεσίβλητο στα δικαστικά έξοδα της εναγομένης-εκκαλούσας για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

Διατάσσει την επιστροφή στην εκκαλούσα του κατατεθέντος από αυτήν παραβόλου των εκατό (100) ευρώ, που αναφέρεται στο σκεπτικό.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις 6 Μαρτίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η   ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ