Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 159/2018

Αριθμός 159/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Γ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

     Με την από 30-7-2015 (αρ. καταθ. …/2015) κλήση της εκκαλούσας νόμιμα φέρεται προς συζήτηση η από 4-6-2014 (αρ. καταθ. …./2014) έφεσή της κατά των καθ΄ ων η κλήση-εφεσίβλητων μετά την έκδοση της υπ΄ αρ. 172/2015 μη οριστικής αποφάσεως του Δικαστηρίου αυτού με την οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση αυτής.

Από τις υπ΄ αρ. …/12-6-2014 και …/12-6-2014 εκθέσεις επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ……… προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της ένδικης εφέσεως επιδόθηκε στον ……. για τον εαυτό του ατομικά και ως νόμιμο εκπρόσωπο της πρώτης των εφεσίβλητων ομόρρυθμης εταιρείας. Επίσης από την υπ΄ αρ. …../13-8-2015 έκθεση επιδόσεως του ιδίου ως άνω Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ……., προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της ένδικης κλήσεως με πράξεις καταθέσεως, ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο της 17-3-2016, οπότε αναβλήθηκε η υπόθεση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (2-3-2017) [κατά την οποία (πρώτη δικάσιμο) οι εφεσίβλητοι δεν εμφανίστηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο Δικηγόρο], επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στον …….., ατομικά και με την ιδιότητα του ομόρρυθμου εταίρου της πρώτης των εφεσίβλητων (ομόρρυθμης εταιρείας). Περαιτέρω από την υπ΄ αρ. ….΄/21-10-2015 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Άρτας ……., προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της ένδικης κλήσεως (με την οποία συγκοινοποιήθηκε η ένδικη έφεση και η προαναφερομένη υπ΄ αρ. 172/2015 μη οριστική απόφαση του Δικαστηρίου αυτού) με πράξεις καταθέσεως, ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο της 17-3-2016, οπότε αναβλήθηκε η υπόθεση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (2-3-2017) [κατά την οποία (πρώτη δικάσιμο), όπως προαναφέρθηκε, οι εφεσίβλητοι δεν εμφανίσθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο Δικηγόρο], επιδόθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως στον …….. με την ιδιότητα του ομόρρυθμου εταίρου της πρώτης των εφεσίβλητων (ομόρρυθμης εταιρείας). Οι εφεσίβλητοι, όμως, δεν εμφανίσθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο Δικηγόρο κατά την παρούσα δικάσιμο, κατά την οποία η υπόθεση {τη συζήτηση της οποίας επισπεύδει η εκκαλούσα [άρθρο 498 του ΚΠολΔ (όπως η παρ. 2 αυτού ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 και εφαρμόζεται εν προκειμένω σύμφωνα με το άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του Ν. 4335/2015)]}, εκφωνήθηκε νόμιμα στη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συνεπώς, ενόψει του ότι η αναβολή της συζήτησης και η εγγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο θεωρείται ως κλήτευση ως προς όλους τους διαδίκους [άρθρο 226 παρ. 4 του ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στην κατ΄ έφεση δίκη κατ΄ άρθρο 498 παρ. 2 του ιδίου Κώδικα (ΕφΚρητ 183/2009)], πρέπει να δικασθούν ερήμην, πλην όμως, η διαδικασία θα προχωρήσει σαν να ήταν και αυτοί παρόντες [άρθρο 524 παρ. 1 και 4 εδ. α΄ του ΚΠολΔ (όπως αυτό ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 και εφαρμόζεται εν προκειμένω σύμφωνα με το άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του Ν. 4335/2015)].

Η κρινόμενη από 4-6-2014 (αρ. καταθ. …/2014) έφεση της ηττηθείσας καθ΄ ης η ανακοπή κατά της υπ΄ αρ. 1202//2014 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011) και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, εφόσον από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει εκπρόθεσμη άσκησή της ή άλλος λόγος απαραδέκτου της, δεν έχει δε παρέλθει τριετία από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης αποφάσεως στις 6-3-2014, μέχρι την άσκησή της (έφεσης) στις 6-6-2014 (άρθρα 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄ και 2, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 2 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ), όπως το άρθρο 495 ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α 87/23-7-2015) και εφαρμόζεται εν προκειμένω σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η ένδικη έφεση, όπως προαναφέρθηκε, ασκήθηκε την 6-6-2014, ήτοι πριν την 1-1-2016]. Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ), εφόσον για το παραδεκτό αυτής (εφέσεως) κατατέθηκε από την εκκαλούσα παράβολο, συνολικού ποσού διακοσίων (200) ευρώ (βλ. τα υπ΄ αρ. …….. παράβολα ΤΑΧΔΙΚ και …… παράβολα ΔΗΜΟΣΙΟΥ), κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012.

Με την από 23-7-2012 (αρ. καταθ. …./2012) ανακοπή τους, που άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και συζητήθηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο την 23-10-2013, οι ανακόπτοντες, ήδη εφεσίβλητοι, ζήτησαν, για τους αναφερόμενους σ΄ αυτήν (ανακοπή) λόγους, την ακύρωση, στο σύνολό της ως προς το επιδικαζόμενο ποσό κεφαλαίου, της υπ΄ αρ. …./2012 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε μετά από αίτηση της καθ΄ ης η ανακοπή, ήδη εκκαλούσας, και με την οποία διατάχθηκαν αυτοί να καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, στην τελευταία το ποσό των 83.753,25 ευρώ, για απαίτηση προερχόμενη από σύμβαση πιστώσεως με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό. Ζήτησαν, επίσης, να ακυρωθεί η ίδια ως άνω διαταγή πληρωμής και ως προς τη διάταξή της με την οποία διατάσσεται η καταβολή τόκων υπερημερίας και τόκων εξάμηνου ανατοκισμού. Επικουρικά δε, για την περίπτωση που το Δικαστήριο εκτιμήσει ότι η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής δεν θα πρέπει να ακυρωθεί στο σύνολο του επιδικαζομένου κεφαλαίου της εξαιτίας εκδόσεώς της παρά τη συνδρομή διαδικαστικού απαραδέκτου, αλλά μόνον εν μέρει, ζήτησαν για τον ακριβή προσδιορισμό του μέρους για το οποίο θα ακυρωθεί η διαταγή πληρωμής, να διαταχθεί η διενέργεια λογιστικής πραγματογνωμοσύνης από έναν πραγματογνώμονα, ο οποίος θα αποφανθεί, με γραπτή έκθεση α) για το ακριβές ποσό της επιβαρύνσεως του χρεωστικού καταλοίπου του τηρηθέντος λογαριασμού της επίμαχης σύμβασης πιστώσεως συνεπεία του ανά τρίμηνο περιοδικού κλεισίματος του αλληλόχρεου λογαριασμού αντί ανά εξάμηνο και β) ποιο είναι το ακριβές χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού της ένδικης συμβάσεως πιστώσεως χωρίς τον υπολογισμό της εισφοράς του Ν. 128/1975, και τον ανατοκισμό της. Επίσης, οι ανακόπτοντες ζήτησαν να καταδικασθεί η καθ΄ ης η ανακοπή στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων τους. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη υπ΄ αρ. 1202/2014 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε, όπως προαναφέρθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, μεταξύ άλλων, αφού έκρινε ότι η ένδικη ανακοπή ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, δέχθηκε ως κατ΄ ουσίαν βάσιμο το δεύτερο λόγο της ένδικης ανακοπής κατά το δεύτερο σκέλος αυτού, δέχθηκε ότι παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγω ανακοπής, καθώς επίσης δέχθηκε την ένδικη ανακοπή και ακύρωσε την ανακοπτόμενη (υπ΄ αρ. …./2012) διαταγή πληρωμής. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται με την προαναφερόμενη έφεση η ηττηθείσα καθ΄ ης η ανακοπή και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτή (έφεση) λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, να απορριφθεί η ένδικη ανακοπή στο σύνολό της και να επικυρωθεί η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2,  216 παρ. 1 και 2, 583, 585, 632 και 633 παρ. 1 του ΚΠολΔ  προκύπτει ότι οι λόγοι ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, μπορούν δε να αφορούν είτε την τυπική ακυρότητα της διαταγής πληρωμής, με την έννοια ότι δεν τηρήθηκαν οι όροι και οι διατυπώσεις που απαιτούνται, σύμφωνα με τα άρθρα 623 επ. του ΚΠολΔ, για την έκδοση έγκυρης διαταγής πληρωμής, είτε την ουσιαστική ακυρότητα αυτής (διαταγής πληρωμής), με την έννοια ότι ο ανακόπτων αμφισβητεί την ύπαρξη της οφειλής του, προβάλλοντας ανατρεπτικές ή διακωλυτικές της γεννήσεως της απαιτήσεως του καθ΄ ου η ανακοπή, ενστάσεις. Στην αντίθετη περίπτωση, οι λόγοι αυτοί απορρίπτονται ως αόριστοι (ΑΠ 2073/2007 ΕλλΔνη 49.424, ΑΠ 916/2002 ΕλλΔνη 2003.1297, ΑΠ 758/2002, ΑΠ 309/1999 ΕΤρΑΧΔ 2000.487, ΕφΑθ 1587/2013 ΔΕΕ 2013.792, ΕφΑθ 1159/2012, ΕφΘεσ 317/2009, ΕφΘεσ 2788/2009, Στεφ. Πανταζόπουλου: Η ανακοπή κατά Διαταγής Πληρωμής, έκδοση 2001, σελ. 147 με τις εκεί παραπομπές, Σινανιώτη: Ειδικές διαδικασίες, εκ. Β΄, σελ. 193). Συγκεκριμένα, εάν αμφισβητούνται επιμέρους κονδύλια της επιδικαζόμενης με τη διαταγή πληρωμής απαίτησης, για να είναι ορισμένο το δικόγραφο της ανακοπής πρέπει να αναφέρεται σε αυτό ποιο ακριβώς ποσό από την επιδικαζόμενη με τη διαταγή πληρωμής απαίτηση αμφισβητείται από τον ανακόπτοντα και δεν αρκεί η γενική αμφισβήτηση του ορθού υπολογισμού της απαίτησης (πρβλ. ΕφΑθ 227/2012, ΕφΑθ 5900/2006 ΔΕΕ 2007.327). Ακόμη ειδικότερα, επί ανακοπής κατά διαταγής πληρωµής που εκδόθηκε για απαίτηση κατάλοιπου αλληλόχρεου λογαριασµού, η οποία αποδεικνύεται από έγγραφα, οι λόγοι αυτής που αναφέρονται στην απαίτηση πρέπει, για να είναι ορισµένοι, να περιέχουν ισχυρισµούς που ανάγονται στα κατ΄ ιδίαν κονδύλια πιστοχρεώσεως του λογαριασµού, µόνη δε η µε τους λόγους αυτούς γενική αµφισβήτηση της ορθότητάς του δεν αρκεί (ΕφΔωδ 2/1996 ΔΕΕ 1997.725, ΕφΑθ 6709/1986 ΕλλΔνη 26.995). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξε­ων των άρθρων 522, 535 και 536 παρ. 2 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι αν το πρωτο­βάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε μία βάση της αγωγής ή ένα λόγο ανακοπής και ευδοκι­μήσει η έφεση του ηττηθέντος διαδίκου, το Εφετείο πρέπει να ερευνήσει και χω­ρίς ειδικό παράπονο, τις λοιπές μη ερευ­νηθείσες βάσεις της αγωγής ή λόγους της ανακοπής, αφού κάθε λόγος αυτής (ανακοπής) αποτελεί ιδιαίτερη βάση. Στην περίπτωση δηλαδή, αυτή το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης δεν περιορίζεται στις διατάξεις της πρω­τόδικης απόφασης που πλήττονται με αυτή, αλλά εκτείνεται, κατ΄ εξαίρεση των απαγορευτικών διατάξεων των άρθρων 12 και 13 του ίδιου Κώδικα, και στις βά­σεις εκείνες που δεν εξετάσθηκαν πρω­τοδίκως, καθόσον δεν δικάζεται πλέον η έφεση αλλά η αγωγή ή η ανακοπή. Τού­το δε, εν σχέσει προς την ανακοπή, διό­τι οι λόγοι κάθε ανακοπής και επομένως και αυτής από το άρθρο 632 του ΚΠολΔ, επέ­χουν θέση ιστορικής βάσεως της αγωγής. Επομένως, αν στο δικόγραφο της ανακοπής από το άρθρο 632 του ΚΠολΔ περιέχονται περισσότεροι λόγοι ανα­κοπής για την ακύρωση της διαταγής πληρωμής στην οποία αφορά, κάθε λό­γος συνιστά αυτοτελή ιστορική βάση (ΑΠ 1248/2010, ΑΠ 14/2010, ΑΠ 628/2001, ΕφΠατρ 122/2011, ΕφΑθ 117/2004, ΕφΠατρ 985/2004, ΕφΑθ 9955/1998). Ακολούθως, o υπολογισμός των τόκων με βάση έτος 360 ημερών, προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας, που επιτάσσει το άρθρο 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994, διότι οι Γενικοί Όροι Συναλλαγών (ΓΟΣ) των συμβάσεων πρέπει να είναι διατυπωμένοι κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή, ώστε ο απρόσεκτος μεν ως προς την ενημέρωσή του, αλλά διαθέτοντας τη μέση αντίληψη κατά το σχηματισμό της δικαιοπρακτικής του απόφασης καταναλωτής, να γνωρίζει τις συμβατικές δεσμεύσεις, που αναλαμβάνει, ιδίως, όσον αφορά τη σχέση παροχής και αντιπαροχής. Με το να υπολογίζεται το επιτόκιο σε έτος 360 ημερών, ο καταναλωτής δεν πληροφορείται το (πραγματικό) ετήσιο επιτόκιο, όπως αυτό θα έπρεπε να προσδιορίζεται, σύμφωνα και με τη διάταξη του άρθρου 243 παρ. 3 του ΑΚ. Όταν η Τράπεζα διασπά εντελώς τεχνητά και κατ΄ απόκλιση των δικαιολογημένων προσδοκιών του καταναλωτή, το χρονικό διάστημα (έτος), στο οποίο όφειλε να αναφέρεται το επιτόκιο, δημιουργεί μία πρόσθετη επιβάρυνση του καταναλωτή-δανειολήπτη, ο οποίος πλέον, (όταν το επιτόκιο μιας ημέρας προσδιορίζεται με βάση έτος 360 ημερών), για κάθε ημέρα επιβαρύνεται με, κατά 1,3889% περισσότερο, τόκους, καθώς το επιτόκιο υποδιαιρείται για τον προσδιορισμό του τόκου προς 360 ημέρες, χωρίς αυτή, η επιπλέον, επιβάρυνση, να μπορεί να δικαιολογηθεί με την επίκληση κάποιου σύνθετου χαρακτήρα της παρεχόμενης υπηρεσίας ή από κάποιους εύλογους για τον καταναλωτή λόγους ή από κάποιο δικαιολογημένο ενδιαφέρον της Τράπεζας. Τούτο, ιδίως, σε μία εποχή, όπου τα ηλεκτρονικά μέσα προσφέρουν, χωρίς καμία πρόσθετη δυσχέρεια, τον επακριβή υπολογισμό των τόκων με έτος 365 ημερών. Άλλωστε, το έτος των 365 ημερών ισχύει και εφαρμόζεται σήμερα, κατ` επιταγή της κοινοτικής οδηγίας 98/7/ΕΚ που ενσωματώθηκε στο εθνικό μας δίκαιο, με την ΚΥΑ Ζ1- 178/13-2-2001 (ΦΕΚ Β΄ 255/9-3-2001) στην καταναλωτική πίστη, ρύθμιση που δείχνει τη σημασία που απονέμει και ο κοινοτικός νομοθέτης για τον, κατ΄ αυτόν τον τρόπο, ακριβή προσδιορισμό του επιτοκίου [ΑΠ 430/2005, ΕφΠειρ (Μον) 37/2016]. Στην προκειμένη περίπτωση με το δεύτερο λόγο της ένδικης ανακοπής τους, κατά το δεύτερο σκέλος του, οι ανακόπτοντες ισχυρίστηκαν ότι η σε βάρος τους απαίτηση της καθ΄ ης, που προέρχεται από σύµβαση πιστώσεως µε ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασµό, έχει επιβαρυνθεί παράνοµα µε αυξηµένους τόκους, για το λόγο ότι η τελευταία υπολόγιζε τους τόκους µε βάση το ηµερολογιακό έτος 360 και όχι 365 ηµερών, κατ΄ εφαρµογή του αναφερόµενου (8.2) άκυρου, γενικού όρου της ως άνω συµβάσεως, που προβλέπει τη χρήση έτους 360 ηµερών, αντί του έτους 365 ηµερών. Ο λόγος αυτός της ανακοπής πρωτίστως είναι απορριπτέος ως αόριστος, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 626 παρ. 3 και 628 παρ. 1 α΄ του ΚΠολΔ, αφού ναι μεν η συμφωνία περί υπολογισμού του τόκου με βάση το έτος 360 ημερών προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας, που επιτάσσει το άρθρο 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, ωστόσο, οι ήδη εφεσίβλητοι, αμφισβητούν γενικά όλα τα σε βάρος τους κονδύλια τόκων, τα οποία καταχώρησε η καθ΄ ης στους τηρηθέντες λογαριασμούς, χωρίς να προσβάλλουν συγκεκριμένα επιμέρους κονδύλια τόκων του τηρηθέντος λογαριασμού και χωρίς να επικαλούνται ποιο είναι το παρανόμως επιδικασθέν ποσό, ήτοι οι ανακόπτοντες δεν συνδέουν την επικαλούμενη ακυρότητα του ανωτέρω όρου κατά ορισμένο τρόπο με τη διαμόρφωση του ύψους της απαίτησης, ώστε να τεθεί θέμα ακύρωσης του συνόλου ή μέρους της διαταγής πληρωμής, λόγω αντίστοιχης μη προσφορότητας της από 23-6-2004 σύμβασης πιστώσεως να αποδείξει την από νόμιμη αιτία γέννηση της διατασσόμενης να πληρωθεί απαιτήσεως. Εξάλλου, ο ειδικότερος προσδιορισμός των κονδυλίων, που προσβάλλονται, είναι απαραίτητος και για τον πρόσθετο λόγο ότι η τυχόν ακυρότητα κάποιου κονδυλίου συνεπάγεται ακυρότητα του αντίστοιχου ποσού της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, η οποία αποτελείται από περισσότερα επιμέρους κονδύλια, χωρίς να πλήττει αυτήν στο σύνολό της (ΕφΑθ 1159/2012, ΕφΑθ 1778/2010). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ότι ο ως άνω λόγος είναι ορισμένος, νόμιμος και στη συνέχεια δέχθηκε ως κατ΄ ουσίαν βάσιμο αυτόν, καθώς επίσης δέχθηκε την ένδικη ανακοπή και ακύρωσε την ανακοπτόμενη (υπ΄ αρ. …../2012) διαταγή πληρωμής, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου ως προς το σκέλος του ως άνω λόγου και εσφαλμένα δέχθηκε αυτό (ως άνω σκέλος του ως άνω λόγου). Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, κατά παραδοχή του σχετικού μοναδικού λόγου της έφεσης, με τον οποίο υποβάλλεται παράπονο για την πλημ­μέλεια αυτή, πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, να κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό (άρ­θρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ) και στη συνέ­χεια, αφού απορριφθεί το ως άνω σκέλος του πιο πάνω λόγου της ανακοπής ως αόριστο, να εξε­τασθεί η ανακοπή, ως προς το παραδε­κτό και βάσιμο των λοιπών λόγων της, για τους οποίους ζητείται η ακύρωση της δι­αταγής πληρωμής, οι οποίοι δεν εξετά­σθηκαν από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο.

Σύμβαση ανοίγματος πιστώσεως υφίσταται, όταν ο ένας από τους συμβαλλόμενους υποχρεούται να θέσει στη διάθεση του άλλου ορισμένη πίστωση για ορισμένο χρόνο και ο άλλος, δηλαδή ο πιστούχος, μπορεί να κάνει χρήση εν όλω ή εν μέρει, είτε με τη λήψη του χρηματικού ποσού, είτε με προεξόφληση και από αυτή γεννιέται απαίτηση κατ` αυτού υπέρ του οποίου έχει καταρτισθεί, όταν και στο μέτρο που θα εκτελεσθεί. Η σύμβαση ανοίγματος πιστώσεως συνιστά κατά την ορθότερη άποψη δάνειο που καταρτίζεται με μόνη την κοινή συναίνεση των συμβαλλομένων. Αυτή είναι δυνατό να συνδυάζεται με αλληλόχρεο (ανοικτό) λογαριασμό, οπότε έχουν εφαρμογή και οι σχετικοί με τον αλληλόχρεο λογαριασμό κανόνες (ΕφΘεσ 1042/1997 ΕλλΔνη 39.139, Ι. Ρόκα στον Γεωργιάδη-Σταθόπουλο, άρθρα 806-809, αρ. 27, 28). Συνεπώς επί ανοίγματος πιστώσεως με ανοικτό λογαριασμό υπάρχουν δύο συμβάσεις που διακρίνονται μεταξύ τους, δηλαδή από το ένα μέρος το άνοιγμα της πιστώσεως (δάνειο) και από το άλλο μέρος, παραλλήλως προς εξυπηρέτηση της πιστώσεως, ο αλληλόχρεος λογαριασμός. Για τις συμβάσεις αυτές εφαρμόζονται οι κανόνες δικαίου που αφορούν την καθεμία. Ειδικότερα, το άνοιγμα πιστώσεως (δάνειο) λήγει, είτε από λόγους γενικούς, όπως κάθε σύμβαση, δηλαδή π.χ. με την πάροδο προθεσμίας, με αντίθετη συμφωνία, είτε ως διαρκής σύμβαση με καταγγελία, εάν συμφωνήθηκε για αόριστο χρόνο. Μόλις λήξει η σύμβαση ανοίγματος πιστώσεως (κυρία σχέση), κλείνεται και η παρεπόμενη σύμβαση του αλληλόχρεου λογαριασμού (ΑΠ 54/1990 ΕλλΔνη 32.62, Κονδύλη: Έννοια, λειτουργία και αποτελέσματα του αλληλόχρεου λογαριασμού, ΕλλΔνη 37.498, Ι. Βελέντζα: Δίκαιο αλληλόχρεου λογαριασμού, σελ. 36, Γεωργιάδη-Σταθόπουλου: υπ΄ άρθρο 806, αρ. 20). Περαιτέρω, από τα άρθρα 669 του ΕμπΝ, 361 του ΑΚ και 112 του ΕισΝΑΚ, συνάγεται ότι ο αλληλόχρεος λογαριασμός είναι η σύμβαση μεταξύ δύο προσώπων από τα οποία το ένα τουλάχιστον είναι έμπορος (όπως η ανώνυμη εταιρία, κατά το άρθρο 1 του Ν. 2190/1920), με την οποία συμφωνείται να καταχωρούνται σε ένα λογαριασμό, με τύπο πιστοχρεωστικών κονδυλίων, οι μεταξύ τους συναλλαγές και να οφείλεται, κατά το κλείσιμο του λογαριασμού, το κατάλοιπο. Στην έννοια του αλληλόχρεου λογαριασμού περιλαμβάνεται, κατά την νομολογία, και ο ανοικτός λογαριασμός πιστώσεως σε Τράπεζα που κινείται με διαδοχικές αναλήψεις του δανείου (πιστώσεως) από τον πιστούχο της Τράπεζας και τμηματικές αποδόσεις τούτου από τον ίδιο, με τους οικείους τόκους και προμήθειες (ΑΠ 1022/2003 ΕλλΔνη 45.90, ΑΠ 667/2001, ΑΠ 722/2000 ΧρΙΔ 2001.73, ΑΠ 1343/2000 ΕλλΔνη 43.419, ΕφΠατρ 906/2005 ΔΕΕ 2006.641, ΕφΘεσ 1853/2003 Αρμ 2005.550, ΕφΘεσ 1042/1997, ΕφΑθ 2442/1994 ΕλλΔνη 36.1266, ΕφΘεσ 394/1989 ΕλλΔνη 30.1006). Ο αλληλόχρεος λογαριασμός, όπως προκύπτει από το άρθρο 112 παρ. 2 του ΕισΝΑΚ μπορεί να κλεισθεί όχι μόνον οριστικώς στις από το νόμο οριζόμενες περιπτώσεις, αλλά και προσωρινώς κατά περιόδους. Η Τράπεζα δικαιούται (άρθρο 47 παρ. 2 του ΝΔ 17-7/13-8-1923) το λογαριασμό αυτό της πιστώτριας να τον κλείσει οποτεδήποτε θελήσει. Σε περίπτωση που κατά το περιοδικό ενδιάμεσο κλείσιμο του λογαριασμού αναγνωρίσθηκε από τον οφειλέτη το προσωρινό υπόλοιπο που προέκυψε από αυτό, το υπόλοιπο αυτό αποτελεί το πρώτο κονδύλιο του λογαριασμού της νέας περιόδου, με συνέπεια, κατά το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού της νέας περιόδου, να μην απαιτείται εκκαθάριση αυτού και παράθεση στην αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής, του οριστικού υπολοίπου των κονδυλίων του λογαριασμού για την περίοδο στην οποία αναφέρεται η πιο πάνω αναγνώριση. Με αναγνώριση δε του καταλοίπου κάποιας περιόδου ισοδυναμεί και η πλασματική αναγνώριση που επέρχεται σε εκτέλεση σχετικής έγκυρης συμφωνίας των διαδίκων μερών με την παρέλευση της προθεσμίας που θέτει η Τράπεζα στον πιστούχο, χωρίς ο τελευταίος να προβάλει αντιρρήσεις κατά του γνωστοποιηθέντος καταλοίπου. Διαταγή πληρωμής εξάλλου μπορεί να εκδοθεί και για το κατάλοιπο κλεισθέντος αλληλόχρεου λογαριασμού, εφόσον αποδεικνύονται εγγράφως η σύμβαση αυτού, η κίνηση, το κλείσιμο και το κατάλοιπο. Η περιλαμβανόμενη στη σύμβαση παροχής πιστώσεως με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό ειδική συμφωνία ότι η οφειλή του πιστούχου προς την πιστώτρια Τράπεζα, που θα προκύψει από το οριστικό κλείσιμο της πιστώσεως, θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της Τράπεζας δεν προσκρούει στη δημόσια τάξη και είναι, ως δικονομική σύμβαση, έγκυρη (ΕφΠειρ 619/2009 ΔΕΕ 2011.72, ΕφΘεσ 780/2009 ΔΕΕ 2010.332). Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 623, 624, 626 παρ. 2 και 3, στοιχ. γ΄, 630 στοιχ. γ΄ και 631 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι η διαταγή πληρωμής, η οποία αποτελεί μόνον εκτελεστό τίτλο και δεν τυγχάνει δικαστική απόφαση, ώστε να έχει ανάγκη πλήρους αιτιολογικού, αρκεί, πλην άλλων στοιχείων, να εμπεριέχει απλώς την αιτία της πληρωμής. Επί διαταγής πληρωμής που εκδόθηκε βάσει οριστικού καταλοίπου από σύμβαση αλληλόχρεου ή ανοικτού λογαριασμού ή σύμβαση εκδόσεως πιστωτικού δελτίου ή δανειακή σύμβαση, που καταρτίσθηκε με Τράπεζα, αρκεί να αναφέρεται συνοπτικά ότι το διατασσόμενο χρηματικό ποσό τυγχάνει το χρεωστικό υπόλοιπο σε βάρος του οφειλέτου. Αντιστοίχως, στην αίτηση για την έκδοση της διαταγής πληρωμής αρκεί να αναφέρεται η σύμβαση μεταξύ των διαδίκων, η συμφωνία περί αναγωγής του αποσπάσματος των βιβλίων της Τράπεζας σε έγγραφο αποδείξεως της απαιτήσεως και του ύψους αυτής, το οριστικό κλείσιμο ή η καταγγελία της συμβάσεως, το ύψος του οριστικού καταλοίπου, καθώς και το απόσπασμα κινήσεως του λογαριασμού, δίχως να είναι ανάγκη να εμπεριέχονται στο περιεχόμενο της αιτήσεως τα επιμέρους κονδύλια χρεωπιστώσεων του λογαριασμού κινήσεως, εφόσον αυτά εκτίθενται στο συνημμένο στην αίτηση αντίγραφο ή απόσπασμα του λογαριασμού (ΑΠ 1234/2012, ΑΠ 370/2012 ΧΡΙΔ 2012.609, ΑΠ 1850/2011, ΑΠ 35/2011, ΑΠ 1512/2006). Τέλος, επί ανακοπής ειδικότερα κατά διαταγής πληρωμής, που εκδόθηκε για απαίτηση καταλοίπου εκ δανειακής συμβάσεως η οποία αποδεικνύεται από έγγραφα, οι λόγοι αυτής που αναφέρονται στην απαίτηση πρέπει, για να είναι ορισμένοι, να περιέχουν ισχυρισμούς που ανάγονται στα κατ΄ ιδίαν κονδύλια πιστοχρεώσεως του λογαριασμού, μόνη δε η με τους λόγους αυτούς γενική αμφισβήτηση της ορθότητάς του δεν αρκεί (ΕφΠειρ 638/2015, ΕφΔωδ 2/1996 ΔΕΕ 1997.725, ΕφΑθ 6709/1986 ΕλλΔνη 26.995). Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της ένδικης ανακοπής οι ανακόπτοντες ισχυρίστηκαν ότι η διαταγή πληρωμής είναι άκυρη, λόγω αοριστίας, ως προς την αιτία της πληρωμής των διατασσόμενων να καταβληθούν τόκων υπερημερίας από 7-6-2011, και τόκων ανατοκισμού, διότι, ως προς το επιτόκιο υπολογισμού των διατασσομένων να καταβληθούν τόκων (υπερημερίας και ανατοκισμού), δεν αναφέρεται στη διαταγή πληρωμής το ισχύον κατά την ημερομηνία υποβολής της από 11-6-2012 αιτήσεως ενήμερο συμβατικό επιτόκιο το οποίο αποτελεί τη βάση υπολογισμού του επιτοκίου υπολογισμού των τόκων υπερημερίας, καθώς επίσης ότι είναι άκυρη η εν λόγω διαταγή πληρωμής κατά τη διάταξή της περί καταβολής τόκων εξάμηνου ανατοκισμού των τόκων υπερημερίας διότι δεν καθορίζεται το επιτόκιο υπολογισμού των τόκων ανατοκισμού. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι νόμω αβάσιμος αφού τα επικαλούμενα από τους ανακόπτοντες ελλείποντα στοιχεία δεν αποτελούν, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, αναγκαίο περιεχόμενο της διαταγής πληρωμής (και της σχετικής αίτησης προς έκδοση αυτής) αλλά μπορεί να προκύπτει και από τα επισυναπτόμενα για την έκδοση της απαιτούμενα έγγραφα. Άλλωστε, το ύψος του επιτοκίου βάσει του οποίου υπολογίστηκαν οι τόκοι δεν είναι αναγκαίο να προκύπτει ευθέως από το απόσπασμα που προσκομίζεται για την έκδοση διαταγής πληρωμής, αφού τα λοιπά σταθερά στοιχεία (κεφάλαιο – χρόνος) επιτρέπουν τον υπολογισμό του επιτοκίου βάσει απλών αριθμητικών πράξεων, τοσούτο δε μάλλον όταν στο συνημμένο στην αίτηση αντίγραφο λογαριασμού, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του τοιούτου που προσκομίστηκε για την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμή, έκαστο κονδύλιο τόκων παρατίθεται λεπτομερώς. Συνεπώς, η διαταγή πληρωμής δεν καθίσταται εκ του λόγου αυτού αόριστη.

Από το Ν. 128/1975, στον οποίο ούτε προβλέπεται ρητά ως συμβατικά δυνατή, αλλά ούτε και απαγορεύεται η συμβατική μετακύλιση της εισφοράς που θεσπίζεται με το νόμο αυτό, γίνεται δεκτό, ότι η μετακύλιση της εισφοράς στους δανειολήπτες επιτρέπεται, με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και, εφόσον δεν απαγορεύεται από άλλη διάταξη, ως τέτοιας νοούμενης της θέσπισης ανωτάτου ορίου επιτοκίου, το οποίο θα υπερέβαινε η εισφορά αυτή και μόνο αν δεν υπήρχε αντίθετη ρύθμιση. Επομένως, ο υπολογισμός του ποσοστού της εισφοράς του Ν. 128/1975 για τον καθορισμό του επιτοκίου είναι νόμιμος, γιατί δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν. 128/1975, η οποία καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου κατ΄ άρθρο 174 του ΑΚ, ούτε σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου. Η επιβολή της εισφοράς αυτής στο δανειολήπτη μπορεί να ελεγχθεί μόνο από άποψη διαφάνειας, ιδίως όταν επιβάλλεται χωρίς προηγούμενη επαρκή ενημέρωση ή κατά τρόπο κεκαλυμμένο (ΑΠ 430/2005, ΕφΠειρ 37/2016, ΕφΠειρ 369/2015, ΕφΑθ 1159/2012, ΕφΘεσ 492/2010, ΕφΑθ 1558/2007). Στην προκειμένη περίπτωση με τον δεύτερο λόγο της ένδικης ανακοπής οι ανακόπτοντες ισχυρίστηκαν ότι η ένδικη διαταγή πληρωμής είναι άκυρη, λόγω της εκδόσεώς της παρά τη συνδρομή διαδικαστικού απαραδέκτου, ήτοι λόγω μη απόδειξης της απαίτησης και του ποσού της από τα προσκομισθέντα έγγραφα, τα οποία δεν ήταν πρόσφορα να επιστηρίξουν στα άρθρα 623 του ΚΠολΔ την από 11-6-2012 αίτηση έκδοσης διαταγής πληρωμής για τους εξής λόγους: Α) αναφορικά με το έγγραφο της υπ΄ αρ. ……/23-6-2004 σύμβασης πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό και την προσφορότητά του να επιστηρίξει στα άρθρα 623 επ. του ΚΠολΔ την από 11-6-2012 αίτηση έκδοσης διαταγής πληρωμής, η σύμβαση αυτή περιέχει άκυρους όρους οι οποίοι παρακωλύουν την απόδειξη από το έγγραφο αυτό της ύπαρξης της απαίτησης των 83.753,25 ευρώ και δη τους εξής: 1) απόλυτα άκυρος, ως αντίθετος στην αναγκαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 12 του Ν. 2601/1998 είναι ο όρος 8 της ένδικης σύμβασης, διότι το περιοδικό ανά τρίμηνο κλείσιμο του αλληλόχρεου λογαριασμού άγει κατ΄ αποτέλεσμα σε έμμεσο ανατοκισμό των ανά τρίμηνο λογιζομένων τόκων με αποτέλεσμα οι ανά τρίμηνο λογιζόμενοι τόκοι να μην οφείλονται αφού προέκυψαν κατά παράβαση διατάξεως αναγκαστικού δικαίου, κατ΄ εφαρμογή του οποίου (άκυρου όρου) λογίστηκαν (εγγράφηκαν) στους εξυπηρετικούς της (κύριας σύμβασης) πιστώσεως λογαριασμούς κονδύλια χρεωστικών τόκων, τόκων υπερημερίας, τόκων εξ ανατοκισμού του Ν. 2601, μη λογιστικοποιημένοι τόκοι, μη λογιστικοποιημένοι τόκοι υπερημερίας και μη λογιστικοποιημένοι τόκοι τόκων, συνολικού ποσού 15.120,99 ευρώ. Οι ανακόπτοντες ισχυρίστηκαν δε ότι αμφισβητούν όλες τις εγγραφές των αναφερόμενων κονδυλίων τόκων ως ανακριβείς (αναληθείς) και μη νόμιμες διότι αυτές προέκυψαν από άκυρη συμφωνία περιοδικού κλεισίματος του αλληλόχρεου λογαριασμού ανά τρίμηνο (αντί ανά εξάμηνο) με συνέπεια να είναι υψηλότερες από το νόμιμο όριο και να μην είναι σύννομες οι σχετικές χρεώσεις πάσης φύσεως τόκων στον εξυπηρετικό της πιστώσεως αλληλόχρεο λογαριασμό και το οριστικό κατάλοιπο για το οποίο έκλεισε ο αναφερόμενος …….. αλληλόχρεος λογαριασμός από 83.753,25 ευρώ να είναι διάφορο του αληθούς και να μην οφείλεται ως προέκυψαν κατά παράβαση διατάξεως αναγκαστικού δικαίου (άρθρο 12 του Ν. 2601/1998). Ότι στο ποσό για το οποίο εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, η καθ΄ ης η ανακοπή πρόσθεσε (ενσωμάτωσε) απαιτήσεις από χρεωστικούς τόκους που προέρχονται από συμφωνία ανατοκισμού ανά τρίμηνο, η οποία είναι άκυρη κατά το άρθρο 174 του ΑΚ, εφόσον αντιβαίνει σε αναγκαστικού δικαίου διάταξη. Περαιτέρω ισχυρίστηκαν ότι λαμβανομένου υπόψη ότι δεν μπορεί να προσδιορισθεί από αυτούς (ανακόπτοντες) αλλά ούτε και από το Δικαστήριο ποιο είναι ακριβώς το επιπλέον ποσό που καταλογίστηκε με βάση τον τρίμηνο ανατοκισμό των τόκων από το παράνομο περιοδικό κλείσιμο του λογαριασμού ανά τρίμηνο, ώστε να ακυρωθεί κατά το μέρος αυτό η διαταγή πληρωμής και συνακόλουθα κατά το μέρος που ακολουθεί την κίνηση του λογαριασμού της σύμβασης, το οποίο θα μπορούσε να υπολογισθεί μόνο με λογιστική πραγματογνωμοσύνη, πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής στο σύνολό της, 2) επίσης άκυρος όρος είναι ο υπ΄ αρ. 8.2 συμβατικός όρος της ένδικης συμβάσεως πιστώσεως, για τον οποίο ήδη αποφάνθηκε το παρόν Δικαστήριο, με τον οποίο η σε βάρος τους απαίτηση της καθ΄ης, που προέρχεται από σύµβαση πιστώσεως µε ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασµό, έχει επιβαρυνθεί παράνοµα µε αυξηµένους τόκους, για το λόγο ότι η τελευταία υπολόγιζε τους τόκους µε βάση το ηµερολογιακό έτος 360 και όχι 365 ηµερών, κατ΄ εφαρµογή του αναφερόµενου (8.2) άκυρου, γενικού όρου της ως άνω συµβάσεως, που προβλέπει τη χρήση έτους 360 ηµερών, αντί του έτους 365 ηµερών, 3) απόλυτα άκυρος όρος είναι ο υπ΄ αρ. 21.1 συμβατικός όρος της ένδικης συμβάσεως πιστώσεως κατά το μέρος του που περιέχει τη συμφωνία ότι «τον πιστούχο βαρύνουν και του επιρρίπτονται ανά τρίμηνο όλες οι σήμερα ισχύοντες και οι μελλοντικές εισφορές, οι οποιοσδήποτε τυχόν επιβαλλόμενες εισφορές σε βάρος της Τραπέζης για επιδοτήσεις παντός είδους όπως η εισφορά του ν. 128/1975 για επιδοτήσεις επιτοκίων και ενισχύσεις εξαγωγών». Ότι εξαιτίας του ως άνω άκυρου όρου είναι άκυρες οι κατ΄ εφαρμογή αυτού εγγραφές στο λογαριασμό της πιστώσεως κονδυλίων εισφοράς του Ν. 128/1975, συνολικού ποσού 4.419,13 ευρώ. Ότι η καθ΄ ης κεφαλαιοποιούσε και εκτόκιζε και ανατόκιζε το ποσό της εισφοράς του Ν. 128/1975 ανά τρίμηνο, 4) άκυρος είναι και ο υπ΄ αρ. 9.2 όρος της ένδικης συμβάσεως πιστώσεως, σύμφωνα με το Ν. 2251/1994 ως παράνομος και καταχρηστικός, κατά το μέρος που θεσπίζει πλασματική δήλωση βουλήσεως του πιστούχου τεκμαιρόμενη από την μη υποβολή (σιωπή του) αντιρρήσεων εντός 30ημέρου από την λήψη κάθε αποσπάσματος κίνησης του λογαριασμού. Ότι για τους ως άνω αναφερόμενους λόγους η απαίτηση της καθ΄ ης είναι μη εκκαθαρισμένη, περαιτέρω δε και αόριστη, η δε προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής εκδόθηκε επί τη βάσει άκυρων όρων της ένδικης συμβάσεως και άρα ενόψει της υποχρέωσης της καθ΄ ης η ανακοπή για τον επανακαθορισμό της οφειλής τους, πρέπει η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής να ακυρωθεί στο σύνολό της και όχι κατά το άκυρο μόνο μέρος της, με απόφαση που θα διατάσσει πραγματογνωμοσύνη, προβάλλει δε την ένσταση του άρθρου 181 του ΑΚ, ήτοι ότι η ακυρότητα μέρους επιφέρει την ακυρότητα ολόκληρης της σύμβασης αν συνάγεται ότι δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος, Β) Μη προσφορότητα της από 10-7-2009 πρόσθετης πράξης αναγνώρισης και ρυθμίσεως οφειλής να αποδείξει την απαίτηση, καθόσον στο ποσό που αναγνώρισε η πιστούχος, η καθ΄ ης η ανακοπή πρόσθεσε (ενσωμάτωσε) απαιτήσεις από χρεωστικούς τόκους, που προέρχονται από συμφωνία ανατοκισμού ανά τρίμηνο, η οποία είναι άκυρη κατά το άρθρο 174 του ΑΚ, λαμβανομένου υπόψη ότι δεν μπορεί να προσδιορισθεί από αυτούς (ανακόπτοντες) αλλά ούτε και από το Δικαστήριο ποιο είναι ακριβώς το επιπλέον ποσό που καταλογίστηκε με βάση τον τρίμηνο ανατοκισμό των τόκων από το παράνομο περιοδικό κλείσιμο του υπ΄ αρ. …. ……. λογαριασμού ανά τρίμηνο μέχρι τις 10-7-2009, το οποίο θα μπορούσε να υπολογισθεί μόνο με λογιστική πραγματογνωμοσύνη, δεν μπορούσε το συγκεκριμένο έγγραφο της από 10-7-2009 πρόσθετης πράξης αναγνώρισης οφειλής να αποδείξει την ύπαρξη και τη γέννηση από νόμιμη αιτία του ποσού των 69.467,66 ευρώ, Γ) Μη προσφορότητα του προσκομισθέντος αποσπάσματος του υπ΄ αρ. ……….. λογαριασμού να αποδείξει τη διατασσόμενη να πληρωθεί απαίτηση, καθόσον αυτό δεν ήταν πλήρες απόσπασμα αφού περιείχε κινήσεις (χρεοπιστώσεις) μόνο για το χρονικό διάστημα από 1-7-2009 μέχρι 6-6-2011 και όχι από την έναρξη τηρήσεως του λογαριασμού (23-6-2004) μέχρι την ημερομηνία οριστικού κλεισίματος αυτού. Πλην όμως, σχετικά με τις ως άνω αιτιάσεις: α) η υπό στοιχείο Α)1) αιτίαση πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως αόριστη, αφού σε αυτήν δεν εκτίθενται έως ποιου συγκεκριμένου ποσού ζητείται η ακύρωση, ήτοι οι ανακόπτοντες δεν συνδέουν την επικαλούμενη ακυρότητα του ανωτέρω όρου κατά ορισμένο τρόπο με τη διαμόρφωση του ύψους της απαίτησης, ώστε να τεθεί θέμα ακύρωσης του συνόλου ή μέρους της διαταγής πληρωμής , λόγω αντίστοιχης μη προσφορότητας της από 23-6-2004 σύμβασης πιστώσεως να αποδείξει την από νόμιμη αιτία γέννηση της διατασσόμενης να πληρωθεί απαιτήσεως, β) ως προς την υπό στοιχεία Α)2) αιτίαση το παρόν Δικαστήριο, ήδη έχει αποφανθεί, γ) η υπό στοιχείο Α)3) αιτίαση πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμη, αφού σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας, είναι έγκυρος ο ως άνω συμβατικός όρος και συνεπώς έγκυρες είναι οι κατ΄ εφαρμογή αυτού εγγραφές στο λογαριασμό της πιστώσεως κονδυλίων εισφοράς του Ν. 128/1975 και το ποσό της εισφοράς του Ν. 128/75 νομίμως μετακυλίσθηκε στους ανακόπτοντες δυνάμει του ως άνω συμβατικού όρου και προστέθηκε στο επιτόκιο. Εξάλλου, αφενός εφόσον για τη διαμόρφωση του επιτοκίου συνυπολογίστηκε και η εισφορά του Ν. 128/1975 νομίμως περιλαμβάνεται αυτή και στον ανατοκισμό κατά τη διαμόρφωση του οριστικού καταλοίπου του κλεισθέντος λογαριασμού και αφετέρου οι ανακόπτοντες δεν αναφέρουν επακριβώς τα επί πλέον ποσά με τα οποία επιβαρύνθηκαν παράνομα και ποιο τελικά είναι το ποσό που από αυτά τα κονδύλια οφείλουν, ώστε να κριθεί η βασιμότητα του εν λόγω ισχυρισμού τους και σε καταφατική περίπτωση να αφαιρεθούν αυτά από το συνολικό ποσό της απαίτησης που αναγράφεται στην προαναφερόμενη διαταγή πληρωμής, δ) η υπό στοιχείο Α)4) αιτίαση πρέπει να απορριφθεί ως αόριστη, καθόσον οι ανακόπτοντες δεν προσδιορίζουν κατά ποίο τρόπο ο ως άνω όρος επηρέασε τη διαμόρφωση του υπόλοιπου του λογαριασμό τους, δεν προσβάλλουν συγκεκριμένα επιμέρους κονδύλια του τηρηθέντος λογαριασμού και δεν επικαλούνται  ποιο είναι το παρανόμως επιδικασθέν ποσό κατ΄ εφαρμογή του ανωτέρω όρου, ήτοι οι ανακόπτοντες δεν συνδέουν την επικαλούμενη ακυρότητα του ανωτέρω όρου κατά ορισμένο τρόπο με τη διαμόρφωση του ύψους της απαίτησης, ώστε να τεθεί θέμα ακύρωσης του συνόλου ή μέρους της διαταγής πληρωμής. Ως προς την προβολή της ενστάσεως του άρθρου 181 του ΑΚ, αυτή (ένσταση) πρέπει να απορριφθεί  ως μη νόμιμη, διότι οι ανακόπτοντες δεν συνδέουν την ακυρότητα του ανωτέρω όρου κατά ορισμένο τρόπο με τη διαμόρφωση του ύψους της απαίτησης, ώστε να τεθεί θέμα ακύρωσης του συνόλου ή μέρους της διαταγής πληρωμής, ε) η υπό στοιχεία Β) αιτίαση πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως αόριστη, αφού οι ανακόπτοντες δεν αναφέρουν επακριβώς τα επί πλέον ποσά με τα οποία επιβαρύνθηκαν παράνομα και ποιο τελικά είναι το ποσό που από αυτά τα κονδύλια οφείλουν, ώστε να κριθεί η βασιμότητα του εν λόγω ισχυρισμού τους και σε καταφατική περίπτωση να αφαιρεθούν αυτά από το συνολικό ποσό της απαίτησης που αναγράφεται στην προαναφερόμενη διαταγή πληρωμής, παρά μόνο προτείνεται από αυτούς μία γενική και ασαφής αμφισβήτηση της ορθότητας του λογαριασμού που τηρείτο προς εξυπηρέτηση της μεταξύ των διαδίκων συμβάσεως, στ) η υπό στοιχεία Γ) αιτίαση πρέπει να απορριφθεί ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη, καθόσον από τα προσκομιζόμενα έγγραφα αποδεικνύεται ότι η καθ΄ ης η ανακοπή προσκόμισε ενώπιον του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, την από 10-7-2009 πρόσθετη πράξη αναγνωρίσεως και ρυθμίσεως οφειλής με την οποία η πιστούχος και οι εγγυητές (μεταξύ των οποίων ο δεύτερος των ανακοπτόντων) αναγνώρισαν ανεπιφύλακτα το χρεωστικό υπόλοιπο του εξυπηρετούντος την ένδικη σύμβαση και τηρηθέντος κατά τον τότε χρόνο υπ΄αρ. ….. . λογαριασμού, το οποίο ανερχόταν τότε στο ποσό των 69.467,66 ευρώ. Περαιτέρω, με τον τρίτο λόγο της ένδικης ανακοπής οι ανακόπτοντες επικαλούνται ότι υπήρξε παράνομος ανατοκισμός των συμβατικών τόκων και των μη λογιστικοποιημένων τόκων, παράνομος τριμηνιαίος ανατοκισμός των τόκων υπερημερίας, τόκων εξ ανατοκισμού, των μη λογιστικοποιημένων τόκων υπερημερίας και των μη λογιστικοποιημένων τόκων εξ ανατοκισμού και συγκεκριμένα ότι η καθ΄ ης κεφαλαιοποιούσε (ανατόκιζε) αυτά σε συχνότητα μικρότερη του εξαμήνου. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος προεχόντως ως αόριστος, αφού οι ανακόπτοντες δεν αναφέρουν επακριβώς τα επί πλέον ποσά με τα οποία επιβαρύνθηκαν παράνομα και ποιο τελικά είναι το ποσό που από αυτά τα κονδύλια οφείλουν, ώστε να κριθεί η βασιμότητα του εν λόγω ισχυρισμού τους και σε καταφατική περίπτωση να αφαιρεθούν αυτά από το συνολικό ποσό της απαίτησης που αναγράφεται στην προαναφερόμενη διαταγή πληρωμής, παρά μόνο προτείνεται από αυτούς μία γενική και ασαφής αμφισβήτηση της ορθότητας του λογαριασμού που τηρείτο προς εξυπηρέτηση της μεταξύ των διαδίκων συμβάσεως και των τόκων που αναφέρονται σ΄ αυτόν. Εξάλλου η αοριστία των προαναφερόμενων λόγων ανακοπής δεν μπορεί να θεραπευτεί με παραπομπή σε άλλα έγγραφα ή δικόγραφα ή με διενέργεια πραγματογνωμοσύνης. Κατ΄ ακολουθίαν, εφόσον όλοι οι λόγοι της ένδικης ανακοπής απορρίφθηκαν, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η ένδικη ανακοπή και να επικυρωθεί η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής. Πρέπει, επίσης, λόγω της νίκης της εκκαλούσας, να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου, συνολικού ποσού 200 ευρώ, που κατατέθηκε για το παραδεκτό της εφέσεως, με τα υπ΄ αρ. …….. παράβολα ΤΑΧΔΙΚ και ……… παράβολα ΔΗΜΟΣΙΟΥ, σ΄ αυτήν (εκκαλούσα) και για την περίπτωση που οι εφεσίβλητοι ασκήσουν κατά της παρούσας ανακοπή ερημοδικίας, να οριστεί το νόμιμο παράβολο (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 του ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να καταδικασθούν οι ανακόπτοντες, ήδη εφεσίβλητοι, λόγω της ήττας τους, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της καθ΄ ης η ανακοπή, ήδη εκκαλούσας, και των δυο βαθμών δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του οικείου αιτήματος της τελευταίας (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην των εφεσίβλητων.

Ορίζει παράβολο, για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας από τους εφεσίβλητους, το ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.

Δέχεται τυπικά και κατ΄ ουσίαν την από 4-6-2014 (αρ. καταθ. …./2014) έφεση.

Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου συνολικού ποσού διακοσίων (200) ευρώ, που κατατέθηκε με τα υπ΄ αρ………./2014 παράβολα ΤΑΧΔΙΚ και ………./2014 παράβολα ΔΗΜΟΣΙΟΥ, στην εκκαλούσα.

Εξαφανίζει την υπ΄ αρ. 1202/2014 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.

Κρατεί και δικάζει την από 23-7-2012 (αρ. καταθ. …../2012) ανακοπή.

Απορρίπτει την ανακοπή.

Επικυρώνει την υπ΄ αρ. ……../2012 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Καταδικάζει τους ανακόπτοντες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της καθ΄ ης η ανακοπή και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων διακοσίων (1.200) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 28-2- 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και της πληρεξούσιας Δικηγόρου της εκκαλούσας.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ