Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 297/2018

Αριθμός   297/2018

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών,  Αθανάσιο Θεοφάνη, Εφέτη και Μαρία Κωττάκη, Εφέτη-Εισηγήτρια,   και από τη Γραμματέα Δ.Π.

 ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η υπό κρίση από 25-11-2015 (αριθ.κατ…../2015) έφεση των εναγουσών και ήδη εκκαλουσών κατά της υπ’ αριθ.  6178/2013 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που συνεκδίκασε, κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, την από  25-8-2011 (αριθ.κατ. …./2011) αγωγή των εναγουσών και ήδη εκκαλουσών κατά των έντεκα πρώτων εφεσιβλήτων και την από  20-6-2012 (αριθ.κατ. …./2012)  αγωγή των εναγουσών και ήδη εκκαλουσών κατά των λοιπών (επτά) εφεσιβλήτων, κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νομότυπα, με κατάθεση του δικογράφου της και του σε αυτό συνημμένου παραβόλου, στη Γραμματεία του εκδόντος την εκκαλουμένη Δικαστηρίου, και εμπρόθεσμα, καθόσον δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης και από τη δημοσίευση της τελευταίας (28-11-2013) έως την άσκηση της εφέσεως (25-11-2015) δεν παρήλθε τριετία, εφαρμοζομένου του άρθρου 518 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του από το άρθρο 1. 3  Ν.4335/2015, διότι η υπό κρίση έφεση ασκήθηκε πριν την ισχύ (1-1-2016) του ανωτέρω νόμου (αρθ. 9 παρ. 2 ν. 4335/2015). Σημειώνεται ότι για τον ίδιο ως άνω λόγο δεν εφαρμόζονται εν προκειμένω οι διατάξεις του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚΑ’ 87/23-7-2015), που τροποποίησε τον ΚΠολΔ.  Συνεπώς,  η έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια διαδικασία (αρθ.246, 495 επ., 511, 513, 516, 517, 518, 520 § 1, 532, 533 ΚΠολΔ).

ΙΙ. Κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του πινακίου, γνωστοποιήθηκε στο δικαστήριο (βλ. ταυτάριθμα της παρούσας πρακτικά) ο θάνατος του δέκατου έκτου εφεσίβλητου, ………., γεννηθέντος το έτος 1923, προσκομίσθηκε δε το υπ’ αριθ. πρωτ. …/2014  απόσπασμα της από το Ληξιαρχείο του Δήμου Κηφισιάς Αττικής εκδοθείσης ληξιαρχικής πράξεως θανάτου (αριθμός …/ τόμος …./ έτος 2014), χωρίς η ανωτέρω γνωστοποίηση να συνοδεύεται από δήλωση επαναλήψεως της δίκης, ρητή ή σιωπηρή. Κατά συνέπεια και εφόσον μεταξύ των εναγομένων-εφεσιβλήτων υπάρχει δεσμός απλής ομοδικίας, ως προς τον ανωτέρω διάδικο η δίκη διακόπτεται (αρθ. 286  στοιχ. α’, 287 ΚΠολΔ).

ΙΙΙ.  Κατά το άρθρο 919 ΑΚ, όποιος με πρόθεση ζημίωσε άλλον κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη, έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Από τη διάταξη αυτή, η οποία είναι ειδική και συμπληρώνει εκείνη του άρθρου 914 ΑΚ, αφού επεκτείνει την αδικοπρακτική ευθύνη και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ευθέως δεν προσβλήθηκε ορισμένο δικαίωμα ή προστατευόμενο συμφέρον, σαφώς προκύπτει ότι προϋποθέσεις εφαρμογής της είναι: 1) Συμπεριφορά του δράστη (πράξη ή παράλειψη) αντικειμένη στα χρηστά ήθη, τέτοια δε συμπεριφορά υπάρχει όταν, κατ` αντικειμενική κρίση, σύμφωνα με τις αντιλήψεις του χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενου κοινωνικού ανθρώπου, η συμπεριφορά του δράστη αντίκειται στην κοινωνική ηθική και στις θεμελιώδεις αρχές του δικαίου πάνω στις οποίες στηρίζεται το θετικό δίκαιο (Ολ ΑΠ 2/2008, ΟλΑΠ 1/2017,  ΑΠ 991/2014, ΑΠ 249/2014, ΑΠ 292/2015 – “Νόμος”). 2) Η συμπεριφορά να συνοδεύεται από πρόθεση, έστω και με τη μορφή του ενδεχόμενου δόλου, προκλήσεως ζημίας, δηλαδή δεν είναι απαραίτητο ο δράστης να προέβη στη ζημιογόνο πράξη ή παράλειψη με μόνο σκοπό τη ζημία του άλλου αλλ` αρκεί να γνώριζε ότι με τη συμπεριφορά του αυτή ήταν δυνατή η επέλευση ζημίας στον άλλο και παρά ταύτα αυτός δεν θέλησε να αποστεί από αυτήν. 3) Η πρόκληση ζημίας σε άλλον και 4) Η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη που αντίκειται στα χρηστά ήθη και της ζημίας, υπό την έννοια, ότι η ως άνω συμπεριφορά, εκτός του ότι αποτέλεσε αναγκαίο όρο της επελεύσεως της ζημίας, ήταν, καθεαυτή, και ικανή, υπό τις συντρέχουσες περιστάσεις, στη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να την επιφέρει, ούτως ώστε η ζημία να μπορεί, στη συγκεκριμένη περίπτωση, να αποδοθεί, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, στην αιτιώδη δυναμικότητα της συμπεριφοράς που αντίκειται στα χρηστά ήθη και, αντιστοίχως, η συμπεριφορά αυτή να συνιστά πρόσφορη, επαρκή αιτία της ζημίας. (ΑΠ 864 /2014, ΑΠ 783 /2014 – “Νόμος”). Τα προβλεπόμενα από το άρθρο 919 ΑΚ χρηστά ήθη είναι έννοια νομική και εξετάζεται αντικειμενικώς, σύμφωνα με την αντίληψη του υγιώς, κατά το δίκαιο και κατά την γενική αντίληψη του χρηστώς και με φρόνηση σκεπτομένου ανθρώπου, σε συνδυασμό με το επιτρεπτό του επιδιωχθέντος σκοπού, έστω και θεμιτού και χρησιμοποιηθέντων μέσων. Συνεκτιμάται δε συνολικά για τη διαπίστωση της αντίθεσης στα χρηστά ήθη, η συμπεριφορά του δράστη, σε συνδυασμό με τους σκοπούς, τα μέσα και τις μεθόδους που χρησιμοποίησε, δηλαδή λαμβάνονται υπόψη, όχι μεμονωμένα τα αίτια που τον οδήγησαν στην συγκεκριμένη ενέργειά του, αλλά το σύνολο των περιστάσεων, υπό τις οποίες εκδηλώθηκε, ολόκληρη η συμπεριφορά του και αξιολογείται γενικά η διαγωγή του, σε συνδυασμό και με την διαγωγή του αντισυμβαλλομένου, για να κριθεί το εάν οι δύο συμπεριφορές τελούν μεταξύ τους προφανώς σε καταφατική ή αποφατική αναλογική σχέση (ΑΠ 900/2011,  ΑΠ  1219/2017 – “Νόμος”).  Για την ανθρώπινη συμπεριφορά, τη ζημία, τον αιτιώδη σύνδεσμο και την ικανότητα προς καταλογισμό ισχύει ό,τι και για το άρθρο 914 ΑΚ (ΑΠ 1284/2017- “Νόμος”). Στην περίπτωση που η κρινόμενη συμπεριφορά σχετίζεται με ορισμένη κατηγορία συναλλαγών και συναλλασσομένων, οι αντίστοιχες, στην κατηγορία αυτή των συναλλασσομένων, κρατούσες αντιλήψεις, λαμβάνονται υπόψη, εκτός αν, κατά το κοινό συναίσθημα του πιο πάνω κοινωνικού ανθρώπου, δεν συμβιβάζονται με την κοινωνική ηθική (ΑΠ 1298/2006 – “Νόμος”). Ο δόλος (πρόθεση) στην ΑΚ 919 αναφέρεται μόνο στην επαγωγή της ζημίας, όχι στον ανήθικο ή παράνομο χαρακτήρα της πράξεως,  η δε ζημία πρέπει πράγματι να επέλθει. Ο ζημιώσας  πρέπει να ήξερε ότι με τη συμπεριφορά του θα ζημιωνόταν κάποιος άλλος και να ήθελε την πρόκληση της ζημίας. Βέβαια αρκεί και ενδεχόμενος δόλος, δηλ. δεν απαιτείται ο δράστης να ενήργησε με αποκλειστικό σκοπό να βλάψει τον άλλο  (άμεσος δόλος) αλλ’ αρκεί να γνώριζε ως ενδεχόμενη την πρόκληση ζημίας από τη συμπεριφορά του και  εντούτοις  δεν απέσχε από την πράξη ή παράλειψη (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 1805/2007, ΑΠ 1258/2003 – “Νόμος”). Δεν είναι αναγκαία η ακριβής γνώση ή πρόβλεψη του προσώπου του ζημιωθέντος, της εκτάσεως της ζημίας,  ή κατά ποιο τρόπο αυτή θα επερχόταν. Ο δε δικαιούχος δεν είναι αναγκαίο να υπήρχε κατά το χρόνο της ανήθικης συμπεριφοράς του δράστη. Αντιθέτως είναι αναγκαίο ο  δράστης να διέβλεψε τουλάχιστον το είδος της ζημίας (ζημία σε πρόσωπα ή πράγματα, περιουσιακή ή ηθική κλπ)  και τη γενική κατεύθυνση της ζημιογόνου συμπεριφοράς του. Η πρόθεση επαγωγής της ζημίας αποτελεί αυτοτελή προϋπόθεση της ευθύνης κατ’ ΑΚ 919 και πρέπει να εξετάζεται χωριστά  από την αντίθεση στα χρηστά ήθη  (ΑΠ 1109/2008)  αλλά για την εφαρμογή της διάταξης  θα πρέπει να συντρέχουν και οι δυο προϋποθέσεις (ΑΚ Γεωργ-Σταθ αρθ 919 αριθ. 14, 15, 18). Δικαιούχος της αποζημιώσεως είναι εκείνος που ζημιώθηκε από την εκ προθέσεως ανήθική συμπεριφορά του δράστη, η οποία πρέπει να αντίκειται στα χρηστά ήθη και έναντι του ζημιωθέντος, δηλαδή  ο κανόνας συμπεριφοράς του οποίου η παραβίαση αντίκειται στα χρηστά ήθη πρέπει να αποσκοπούσε και στην προστασία του ασκούντος της αξίωση (ΑΠ 1298/2006 ο.π).  Β. Από τη διάταξη του άρθρου 71 ΑΚ προκύπτει ότι προϋποθέσεις της, κατά τη διάταξη αυτή αδικοπρακτικής ευθύνης του νομικού προσώπου είναι: α) πράξη ή παράλειψη που να μην είναι δικαιοπραξία και να παράγει υποχρέωση αποζημιώσεως με βάση άλλες διατάξεις του ΑΚ, όπως είναι εκείνες των άρθρων 914 και 919 ΑΚ, β) να πρόκειται για πράξη ή παράλειψη των οργάνων που αντιπροσωπεύουν το νομικό πρόσωπο και γ) η πράξη ή η παράλειψη να έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων, που είχαν ανατεθεί στο όργανο, πρέπει δηλαδή να βρίσκεται σε εσωτερική συνάφεια με την εκτέλεση των καθηκόντων του οργάνου, είναι δε αδιάφορο για την ευθύνη του νομικού προσώπου, αν το όργανο ενήργησε, καθ’ υπέρβαση των καθηκόντων αυτών, κατά κατάχρηση της εξουσίας του. Στην περίπτωση δε που η πράξη ή η παράλειψη του αρμόδιου οργάνου είναι υπαίτια που παράγει υποχρέωση αποζημίωσης, τότε ευθύνονται εις ολόκληρον και αυτό και το νομικό πρόσωπο. Δηλαδή το νομικό πρόσωπο έχει πρόσθετη μετά του καταστατικού οργάνου υποχρέωση, ανεξάρτητη, όμως, από αυτήν του τελευταίου (ΑΠ 380/2008, 900/2011 – “Νόμος”). Γ. Αποκατάσταση της ηθικής βλάβης μπορούν να ζητήσουν και τα νομικά πρόσωπα, και εν προκειμένω οι εταιρείες, αν με την εις βάρος τους αδικοπραξία προσεβλήθη η εμπορική τους πίστη, η επαγγελματική τους φήμη και υπόληψη και γενικά το εμπορικό τους μέλλον (ΑΠ 179/2011, 387/2005 και 6/2004 – “Νόμος”).  Για την αποκατάσταση αυτής της ηθικής βλάβης, τα προσβαλλόμενα νομικά πρόσωπα, πρέπει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 216 ΚΠολΔ, να αναφέρουν ορισμένα ότι με την αδικοπραξία προσβλήθηκε η εμπορική τους πίστη, η επαγγελματική τους υπόληψη και γενικά το εμπορικό τους μέλλον, προσβολές από τις οποίες τους προκλήθηκε συγκεκριμένη υλική ζημία, την οποία πρέπει να επικαλούνται και να αποδεικνύουν με κάθε νόμιμο αποδεικτικό μέσο, διότι η ηθική βλάβη στα νομικά πρόσωπα δεν αναφέρεται, όπως στα φυσικά πρόσωπα, σε ενδιάθετο αίσθημα, αναγόμενο στον εσωτερικό κόσμο και κρινόμενο με τα δεδομένα της ανθρώπινης λογικής χωρίς αποδείξεις, αλλά σε μια συγκεκριμένη βλάβη που έχει υλική υπόσταση (ΑΠ 1381/2013 “Νόμος”,  ΕφΑθ 5749/2009 ΕλλΔνη 2010, 260, Γεωργιάδης σε ΑΚ Γεωργ-Σταθ. άρθρο 932, αριθ.13, ΣΕΑΚ Γεωργιάδη αρθ. 932 αριθ. 22).  Δ. Κατά τη διάταξη του άρθρ. 61 ΑΚ νομική προσωπικότητα είναι η ικανότητα δικαίου, που απονέμεται από το νόμο σε οργανισμούς που επιδιώκουν ορισμένο σκοπό, οι οποίοι ανάγονται έτσι σε αυτοτελείς φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, δηλαδή σε νομικά πρόσωπα με χωριστή περιουσία απ` αυτή των μελών τους, που τους προσδίδει αυθύπαρκτη στο χώρο και συνεχή στο χρόνο οντότητα. Η νομική λοιπόν προσωπικότητα είναι δημιούργημα του δικαίου, με την οποία εξυπηρετούνται οικονομικές και κοινωνικές ανάγκες, όπως προπάντων είναι ο περιορισμός της ευθύνης και των κινδύνων κατά την άσκηση της εμπορικής δραστηριότητας με ανάλογη μείωση και του κόστους από τη συμμετοχή σ` αυτή. Η περιουσιακή αυτοτέλεια των νομικών προσώπων είναι συνεπώς το βασικότερο στοιχείο της ιδιοσυστασίας τους, που εκφράζεται και με τη διάταξη του άρθρ. 70 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία οι δικαιοπραξίες που επιχείρησε μέσα στα όρια της εξουσίας του το όργανο διοίκησης του νομικού προσώπου υποχρεώνουν το νομικό πρόσωπο. Απόρροια της ιδιαίτερης ικανότητας δικαίου των νομικών προσώπων είναι ακριβώς και η ιδιαίτερη ικανότητα ευθύνης τους, δηλαδή αποκλειστικής και χωριστής από την ευθύνη των μελών τους, που σημαίνει ότι υπέγγυα στους δανειστές του νομικού προσώπου είναι μόνον η δική του περιουσία και όχι και η περιουσία των μελών του, ενώ και αντιστρόφως η περιουσία του δεν είναι υπέγγυα στους ατομικούς δανειστές των μελών του. Ωστόσο ο απόλυτος αυτός διαχωρισμός δικαιολογείται όταν εξυπηρετεί τους σκοπούς της χωριστής νομικής προσωπικότητας, διαφορετικά δεν είναι ανεκτός από το δίκαιο και κάμπτεται, είτε ευθέως με βάση σχετική διάταξη του νόμου, όπως λ.χ. είναι η διάταξη του άρθρ. 83 §2 του κ.ν. 2190/1920, είτε κατά την καλή πίστη, όπως αυτή αποτυπώνεται στα άρθρ. 281, 288 και 200 του ΑΚ, δηλαδή όταν γίνεται κατάχρηση της αυτοτελούς ύπαρξης του νομικού προσώπου, οπότε καταφάσκεται η άρση της περιουσιακής αυτοτέλειάς του. Ειδικότερα η εταιρεία ως σύνολο έννομων σχέσεων και καταστάσεων, που διέπονται από ορισμένο πλέγμα κανόνων δικαίου με τη μορφή αυτοτελούς ενότητας, οφείλει να υπηρετεί κοινωνικό κυρίως σκοπό στο πλαίσιο και των συνταγματικών διατάξεων των άρθρ. 5§1 και 12§§ 1, 3. Η χρησιμοποίηση έτσι της εταιρείας για την εξυπηρέτηση σκοπών αποδοκιμαζόμενων από την έννομη τάξη συνιστά απαγορευμένη από το νόμο κατάχρηση του θεσμού της εταιρείας. Η καταχρηστική συμπεριφορά, που εκδηλώνεται ως κατάχρηση θεσμού, δεν ρυθμίζεται ειδικά στο νόμο. Πρέπει, όμως, να υπαχθεί και αυτή στη διάταξη του άρθρ. 281 ΑΚ και οι συνέπειές της να αντιμετωπισθούν σε αναλογία με τις συνέπειες της κατάχρησης δικαιώματος. Κατά την έννοια αυτή δεν συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά μόνη η συγκέντρωση των περισσότερων ή και όλων των μετοχών ανώνυμης εταιρείας ή των μεριδίων εταιρείας περιορισμένης ευθύνης σε ένα μόνον πρόσωπο, ακόμη και αν αυτό είναι ο διευθύνων σύμβουλος ή ο διαχειριστής της εταιρείας και την ελέγχει έτσι τυπικά και ουσιαστικά (ΟλΑΠ 5/1996), αφού αναγνωρίζεται από το δίκαιο η μονοπρόσωπη κεφαλαιουχική εταιρεία,  η οποία και διατηρεί την οικονομική αυτοτέλεια του νομικού προσώπου της έναντι του φυσικού προσώπου, στο οποίο ανήκουν οι μετοχές ή τα μερίδιά της. Δεν συνιστά επίσης καταχρηστική συμπεριφορά η επιλογή μιας κεφαλαιουχικής εταιρείας για την άσκηση μέσω αυτής επιχειρηματικής δραστηριότητας από έναν οι περισσότερους επιχειρηματίες με σκοπό η εταιρεία να λειτουργήσει ως μηχανισμός απορρόφησης των τυχόν δυσμενών συνεπειών της επιχειρηματικής δραστηριότητάς τους, αφού το σκοπό ακριβώς αυτό προορίσθηκε να εξυπηρετεί η κεφαλαιουχική εταιρεία. Συνεπώς δεν λειτουργούν αθέμιτα οι διάφοροι επιχειρηματίες που επιλέγουν κάποιον από τους προαναφερόμενους τύπους της κεφαλαιουχικής εταιρείας για να θωρακίσουν με τα πλεονεκτήματα, που αυτός προσφέρει, την επιχειρηματική δραστηριότητά τους, γι` αυτό και δεν δικαιολογείται η ταύτισή τους με την εταιρεία και η μεταφορά έτσι στους ίδιους της ευθύνης που βαρύνει το νομικό πρόσωπο της εταιρείας. Περαιτέρω δεν συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά κατά την παραπάνω έννοια ούτε η ταύτιση των συμφερόντων της εταιρείας με αυτά του βασικού μετόχου ή εταίρου της ή η συστηματική απ` αυτούς παροχή εγγυήσεων υπέρ της εταιρείας, ούτε η εμφάνισή τους ως των ουσιαστικών φορέων της ασκούμενης από την εταιρεία επιχείρησης, αφού η εταιρεία εξυπηρετεί σε τελική ανάλυση τα συμφέροντα των προσώπων αυτών, τα οποία με την παροχή από μέρους τους εγγυήσεων για λογαριασμό της εταιρείας διασφαλίζουν αντίστοιχα και τα δικά τους συμφέροντα κατά θεμιτό ασφαλώς τρόπο, ενώ αλληλένδετη με την ιδιότητα του βασικού μετόχου ή εταίρου είναι η εμφάνιση των προσώπων αυτών ως των ουσιαστικών φορέων της επιχειρηματικής εταιρικής δράσης. Σε όλες λοιπόν τις περιπτώσεις αυτές, που δεν διαπιστώνεται κατάχρηση κατά τη λειτουργία του εταιρικού θεσμού, διατηρείται αναλλοίωτη και η αυτοτέλεια της εταιρείας ως νομικού προσώπου. ΄Ομως, η αρχή αυτή της οικονομικής αυτοτέλειας και ευθύνης του νομικού προσώπου της εταιρείας έναντι των μετόχων ή των εταίρων της υποχωρεί όταν η επίκληση της διαφορετικής προσωπικότητάς της χρησιμεύει για να νομιμοποιηθεί αποτέλεσμα αντίθετο προς τους κανόνες της καλής πίστης, δηλαδή όταν οι πράξεις της εταιρείας είναι στην πραγματικότητα πράξεις του κυρίαρχου μετόχου ή εταίρου της που σκόπιμα παραλλάσσονται ή αντιστρόφως όταν οι πράξεις του φυσικού προσώπου συνέχονται με την εταιρεία από την οποία αθέμιτα επιχειρείται να αποκοπούν. Η μορφή αυτή κατάχρησης του θεσμού της εταιρείας εκδηλώνεται κυρίως στις περιπτώσεις που ο κυρίαρχος μέτοχος ή εταίρος χρησιμοποιεί τη νομική προσωπικότητα της εταιρείας για να καταστρατηγήσει το νόμο (λ.χ. να παρακάμψει απαγόρευση που τον δεσμεύει ως φυσικό πρόσωπο) ή για να προκαλέσει με δόλο ζημία σε τρίτο (οπότε θα ανακύπτει και αδικοπρακτική ευθύνη του) ή για να αποφευχθεί η εκπλήρωση είτε εταιρικών είτε ατομικών υποχρεώσεών του, που δημιουργήθηκαν καθ` υπέρβαση των πραγματικών εταιρικών ή ατομικών του δυνατοτήτων, κριτήρια δε ενδεικτικά μιας τέτοιας κατάχρησης είναι προπάντων η ανεπαρκής χρηματοδότηση της εταιρείας και η σύγχυση της εταιρικής με την ατομική περιουσία του, αφού εξ αιτίας μεν της ελλιπούς χρηματοδότησης ο επιχειρηματίας μεταφέρει αθέμιτα στους δανειστές της εταιρείας τους κινδύνους από τη δική του στην ουσία επιχειρηματική δραστηριότητα, ενώ αθέμιτα και στην περίπτωση της σύγχυσης των περιουσιών χρησιμοποιεί την εταιρική περιουσία για τις δικές του δραστηριότητες ή αντιστρόφως επωφελείται η εταιρεία σε βάρος των ατομικών του δανειστών. Ασφαλώς καταχρηστική είναι και η συμπεριφορά του βασικού μετόχου ή εταίρου που συναλλάσσεται με παρένθετο πρόσωπο την εταιρεία, όταν η εταιρεία δεν έχει εταιρική οργάνωση ή δεν έχει αναπτύξει επιχειρηματική δράση και είναι αυτός στην ουσία που συναλλάσσεται υπό την εταιρική επωνυμία για δικό του όφελος. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ως κύρωση επιβαλλόμενη προς αποφυγή της κατάχρησης προσήκει η άρση ή η κάμψη της νομικής προσωπικότητας της εταιρείας ή κατ` άλλη έκφραση η διείσδυση στο υπόστρωμά της και η επέκταση από την εταιρεία στους μετόχους ή εταίρους των συνεπειών που την αφορούν ή αντιστρόφως η επέκταση των αντίστοιχων συνεπειών από τους μετόχους ή εταίρους στην εταιρεία, ιδιαίτερα όταν οι τρίτοι, που συμβλήθηκαν με την εταιρεία ή το βασικό μέτοχο ή εταίρο της, οδηγήθηκαν στη συγκεκριμένη συναλλαγή εξαιτίας της εμφανιζόμενης σ` αυτούς παραλλαγμένης κατάστασης. Σε κάθε πάντως περίπτωση η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου είναι προσωρινή και περιορισμένη, δηλαδή δεν καταλύεται η ίδια η νομική προσωπικότητα της εταιρείας, αλλά παραμερίζεται μόνο για τη συγκεκριμένη συναλλαγή η περιουσιακή αυτοτέλειά της, με την έννοια ότι η εταιρεία ή αναλόγως ο βασικός μέτοχος ή εταίρος της παραμένουν οφειλέτες, που ευθύνονται πλέον από κοινού και εις ολόκληρο (άρθρ. 481 ΑΚ) για τις ζημιογόνες συνέπειες (άρθρ. 926 ΑΚ) της συναλλαγής τους, δηλαδή δημιουργείται ένας πρόσθετος οφειλέτης, στον οποίο επεκτείνονται (διαχέονται) οι συνέπειες αυτές με κατεύθυνση είτε από την εταιρεία προς το βασικό μέτοχο ή εταίρο είτε με αντίστροφη κατεύθυνση (βλ. ΟλΑΠ 2/1013 – “Νόμος”).

  1. IV. Στην προκειμένη περίπτωση, με τις ως άνω αγωγές οι ενάγουσες ισχυρίζονται ότι κατά του πρώτου εναγομένου της πρώτης εξ αυτών (αγωγών) ……. έχουν, εκάστη εις ολόκληρον, χρηματική απαίτηση ύψους 850.012 δολλαρίων ΗΠΑ, προερχόμενη από σύμβαση εγγυήσεως, επιδικασθείσα σε βάρος του δυνάμει της από 18-7-2011 τελεσίδικης αποφάσεως του αγγλικού δικαστηρίου “High Court of Justice” του Λονδίνου. ‘Οτι για την ίδια απαίτηση, μετά από αίτησή τους διαρκούσης της ανωτέρω δίκης στο βρετανικό δικαστήριο, εκδόθηκε, από το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, η υπ’ αριθ. 2147/2011 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, η οποία διέταξε τη συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας του ανωτέρω οφειλέτη τους μέχρι του ποσού των 120.000.000 δολλαρίων ΗΠΑ. ‘Οτι παρά τις έρευνες των εν Ελλάδι πληρεξουσίων δικηγόρων τους προκειμένου να εντοπίσουν περιουσιακά στοιχεία του ανωτέρω οφειλέτη τους ώστε αρχικώς να τα δεσμεύσουν και στη συνέχεια να τα υποβάλλουν σε διαδικασία αναγκαστικής εκτελέσεως, δεν κατέστη δυνατόν να εντοπίσουν κανένα περιουσιακό στοιχείο του προαναφερόμενου. Αποτέλεσμα τούτου ήταν να ματαιωθεί η ικανοποίηση της ανωτέρω απαιτήσεώς τους καθόσον είναι αδύνατη η εναντίον του οφειλέτη τους διενέργεια αναγκαστικής εκτελέσεως, με συνέπεια να υποστούν ισόποση με την ανωτέρω απαίτηση ζημία. Ακολούθως, εκθέτουν ότι οι λοιπές εναγόμενες (πλην της έκτης ως προς την οποία παραιτήθηκαν από το δικόγραφο) της πρώτης εν των ανωτέρω αγωγών και η έβδομη εναγόμενη της δεύτερης αγωγής είναι, άλλες από αυτές, εξωχώριες  και άλλες, ενδοχώριες εταιρείες, των οποίων μέτοχοι και νόμιμοι εκπρόσωποι είναι, κατά περίπτωση, η πρώτη έως και έκτος εναγόμενος της δεύτερης αγωγής- σύζυγος και συγγενικά πρόσωπα του πρώτου εναγομένου-οφειλέτη τους, (πλην της όγδοης εξ αυτών της οποίας μέτοχος είναι ο ίδιος) ελεγχόμενες στην πραγματικότητα από αυτόν, ο οποίος τις χρησιμοποιεί, κατά παράβαση των χρηστών ηθών, προκειμένου να αποκρύπτει σε αυτές τα περιουσιακά στοιχεία του, με πρόθεση τη βλάβη των δανειστών του, οι οποίοι έτσι αδυνατούν να ικανοποιήσουν με αναγκαστική εκτέλεση οποιαδήποτε σε βάρος του απαίτηση. ‘Οτι  τα εναγόμενα φυσικά πρόσωπα της δεύτερης αγωγής (η πρώτη είναι σύζυγός του, ο δεύτερος και τρίτος τέκνα του, η τέταρτη αδελφή του, ο πέμπτος πατέρας του και η έκτη μητέρα του), με πρόθεση συνέπραξαν στην πρόκληση της ανωτέρω βλάβης καθόσον εμφανίζονται είτε ως μέτοχοι είτε ως εκπρόσωποι ή και τα δύο των ως άνω εταιρειών γνωρίζοντας όμως ότι στην πραγματικότητα βασικός μέτοχος είναι ο πρώτος, ο οποίος τις χρησιμοποιεί για να αποκρύπτει σε αυτές τα περιουσιακά του στοιχεία προς βλάβη των δανειστών του. ‘Οτι οι ανωτέρω εναγόμενες εταιρείες είναι εικονικές καθόσον ουδεμία συναλλακτική δραστηριότητα παρουσιάζουν αλλά συστήθηκαν αποκλειστικά και μόνο προς το σκοπό αποκτήσεως στο πρόσωπό τους περιουσιακών στοιχείων τα οποία στην πραγματικότητα έχουν κτηθεί από τον εναγόμενο ……. και ανήκουν σε αυτόν. Επικουρικά δε ισχυρίζονται οι ενάγουσες (κατ’ εκτίμηση του δικογράφου)  ότι, ακόμα κι αν κριθεί ότι η συμπεριφορά των εναγομένων εταιρειών δεν αντίκειται στα χρηστά ήθη, εντούτοις, εξαιτίας της  προαναφερόμενης αδικοπρακτικής, ως αντίθετης στα χρηστά ήθη, συμπεριφοράς του εναγομένου ……., ο οποίος χρησιμοποιεί τη νομική τους προσωπικότητα ως κάλυμμα για την άσκηση της ατομικής επιχειρηματικής του δραστηριότητας και επομένως είναι ο αληθής και βασικός μέτοχος αυτών, προκαλείται πλήρης σύγχυση μεταξύ της ατομικής περιουσίας αυτού και της περιουσίας καθεμίας από τις εναγόμενες εταιρείες, με αποτέλεσμα οι περιουσίες αυτές να ταυτίζονται κι έτσι να στερούνται οι εταιρείες νομικής προσωπικότητας και αυτοτέλειας, με συνέπεια την επέκταση της ευθύνης των εταιρειών αυτών έναντι των εναγουσών για την επίδικη (εξ αδικοπραξίας) απαίτησή τους κατά του προαναφερόμενου οφειλέτη τους. Με το παραπάνω περιεχόμενο και αίτημα και μετά παραδεκτό μερικό περιορισμό του αιτήματος εκάστης αγωγής ζητούν ως προς την πρώτη εκ των ανωτέρω αγωγών να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, έκαστος εις ολόκληρον, να τους καταβάλουν το ισότιμο σε ευρώ κατά την ημέρα πληρωμής ποσό των 7.500.000 δολλαρίων ΗΠΑ ως αποζημίωσή τους και ποσό 200.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης τους, νομιμοτόκως από την επίδοσή της και ως προς τη δεύτερη εκ των ανωτέρω αγωγών να υποχρεωθούν  οι εναγόμενοι αυτής , έκαστος εις ολόκληρον, να τους καταβάλουν το ισότιμο σε ευρώ κατά την ημέρα πληρωμής ποσό των 2.500.000 δολλαρίων ΗΠΑ ως αποζημίωσή τους και ποσό 100.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης τους, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, να απαγγελθεί κατά των εναγομένων φυσικών προσώπων προσωπική κράτηση ως μέσον εκτελέσεως και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στα δικαστικά έξοδα. Η εκκαλουμένη απέρριψε τις αγωγές ως αόριστες ως προς την αξίωση για επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης και κατά τα λοιπά ως κατ’ ουσίαν αβάσιμες και καταδίκασε τις ενάγουσες στα δικαστικά έξοδα. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται τώρα οι ενάγουσες και ήδη εκκαλούσες για κακή εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της ώστε να γίνουν δεκτές οι αγωγές.
  2. V. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 522, 524, 525, 526 και 536 ΚΠολΔ, με σαφήνεια προκύπτει ότι με την άσκηση της εφέσεως, η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, (μόνο) κατά τα καθοριζόμενα με την έφεση και τους πρόσθετους λόγους όρια (ΑΠ. 419/2004 ΕλλΔνη 47. 146). Το Εφετείο, επιλαμβανόμενο της διαφοράς, εξετάζει εάν, κατ’ ορθή εφαρμογή του νόμου, το κατώτερο δικαστήριο αποφάσισε προσηκόντως ή όχι, τηρώντας την ίδια με το πρωτοβάθμιο διαδικασία (ΑΠ. 8/1987 ΕλλΔνη 29. 112). Συνεπώς, έχει ως προς την αγωγή (εισαγωγικό δικόγραφο), την ίδια, όπως και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξουσία (ΑΠ. 414/1976 ΝοΒ 24, 941, Εφ. Αθ. 110/2006 Ελλ.Δικ. 48. 1477, Εφ. Αθ. 1778/2011, ΕφΠειρ 373/2016 – “Νόμος”), δυνάμενο και χωρίς υποβολή ειδικού παραπόνου να εξετάσει οίκοθεν το νόμω βάσιμο αυτής και να την απορρίψει αν ελλείπουν τα κατά νόμο απαιτούμενα για την θεμελίωσή της στοιχεία (ΑΠ. 7/2001 ΕλλΔνη 42. 925, Εφ. Αθ. 1778/2011 ο.π.). Ειδικότερα, εάν αόριστη αγωγή απορρίφθηκε ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αφού έχει την εξουσία να εξετάσει αυτεπαγγέλτως και χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου το νόμω βάσιμο και ορισμένο της αγωγής, μπορεί να την απορρίψει ως νόμω αβάσιμη ή αόριστη και όταν ο ενάγων εκκαλεί και παραπονείται για την κατ’ ουσίαν απόρριψή της, γιατί η απόφαση αυτή είναι επωφελέστερη για τον εκκαλούντα – ενάγοντα από την εκκαλουμένη και γιατί οι συνέπειες από την απόρριψη της αγωγής για τον ένα ή τον άλλο λόγο είναι διαφορετικές, ώστε στην περίπτωση αυτή δεν πρόκειται περί αντικαταστάσεως αιτιολογιών κατά το άρθρο 534 ΚΠολΔ (ΑΠ. 96/1987 ΕλλΔ. 29. 1391, ΕφΑθ. 3289/2009 ΝΟΜΟΣ, Σαμουήλ. Η Έφεση. έκδ. 2003). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 291 ΑΚ και 6 παρ. 1 Ν. 5422/1932, που εξακολουθεί να ισχύει και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα (άρθρο 20 ΕισΝΑΚ), επί χρηματικής οφειλής σε αλλοδαπό νόμισμα πληρωτέας στην Ελλάδα, ο οφειλέτης υποχρεούται να την καταβάλει και ο δανειστής δικαιούται να την ζητήσει από 1.1.2001 μόνο σε ευρώ (μετά την αντικατάσταση της δραχμής ως εθνικού νομίσματος με το κοινό αυτό ευρωπαϊκό νόμισμα, σύμφωνα με το άρθρο 1 Ν. 2842/2000), με τη συναλλαγματική ισοτιμία αυτού (ευρώ) προς το αλλοδαπό νόμισμα κατά την ημέρα εξοφλήσεως. Οι διατάξεις αυτές, που προϋποθέτουν έγκυρη σε ξένο νόμισμα συμβατική οφειλή, εφαρμόζονται και στις αποζημιωτικές από ενδοσυμβατική ευθύνη αξιώσεις. Αντιθέτως, επί διεπόμενων από το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο αξιώσεων από αδικοπραξία, η αποζημίωση από τη γενόμενη (προς αποκατάσταση της ζημίας) δαπάνη αλλοδαπού νομίσματος είναι εκφραστέα μόνο σε ευρώ, κατά την ισοτιμία που ίσχυε στο χρόνο επαγωγής της ζημίας, δηλαδή στο χρόνο πραγματοποιήσεως της ανωτέρω δαπάνης (ΟλΑΠ 14/1997,15-16/1996, ΑΠ 388/2015 – “Νόμος”), εφόσον δε η ζημία συνίσταται σε απώλεια ξένων νομισμάτων, ο οφειλέτης υποχρεούται να καταβάλει το οφειλόμενο ποσό και ο δανειστής δικαιούται να το ζητήσει μόνο σε δραχμές (και ήδη σε ευρώ) με βάση την αξία του ξένου νομίσματος κατά το χρόνο της απώλειας (ΑΠ 388/2015 ο.π), που στην περίπτωση αυτή συμπίπτει με το χρόνο επαγωγής της ζημίας. Επομένως, η αγωγή με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση ξένου νομίσματος λόγω αποζημιώσεως από αδικοπραξία, εφόσον η ζημία συνίσταται στην απώλεια χρηματικού ποσού, είναι μη νόμιμη, αν δεν ζητείται το ισάξιο σε ευρώ σύμφωνα με την ισοτιμία που ίσχυε κατά το χρόνο της απώλειας. Στο αίτημα πάντως προσδιορισμού σε ευρώ της αξίας του ποσού των αλλοδαπών νομισμάτων με βάση το χρόνο της πληρωμής (εξοφλήσεως) περιλαμβάνεται ως έλασσον και το αίτημα προσδιορισμού αυτού με βάση την επίσημη ισοτιμία σε ευρώ του αλλοδαπού νομίσματος κατά το χρόνο της προγενέστερης από το ανωτέρω χρονικό σημείο της απώλειας (βλ. σχετ. ΑΠ Ολ 14/1997 ΕλλΔνη 38,1036 και ΑΠ 1232/2002 ΕλλΔνη 45,398, ΕφΠειρ 176/2010 – “Νόμος”). Ενόψει τούτων, το αίτημα των υπό κρίση αγωγών, για τις οποίες εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δίκαιο ως εκ του τόπου επελεύσεως της ένδικης εξ αδικοπραξίας ζημίας ( αρθ. 1 παρ. 1,  2 παρ.1, 4 παρ.1 31 και 32  Κανονισμού ΕΚ 864/2007- “ΡώμηΙΙ” για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές), με το οποίο ζητείται η επιδίκαση σε ευρώ των αναφερόμενων ποσών δολλαρίων ΗΠΑ, ως αποζημίωση, σύμφωνα με την ισοτιμία των ανωτέρω νομισμάτων κατά το χρόνο πληρωμής, δεν είναι νόμιμο, εφόσον πρόκειται για αγωγή αποκαταστάσεως της ζημίας από αδικοπραξία και η ζημία συνίσταται στην απώλεια ορισμένου χρηματικού ποσού. Δεν είναι δε δυνατή η από το Δικαστήριο εκτίμηση του αιτήματος έτσι ώστε να θεωρηθεί ότι σε αυτό περιλαμβάνεται ως έλασσον και το αίτημα προσδιορισμού αυτού με βάση την ισοτιμία σε ευρώ του αλλοδαπού νομίσματος κατά το χρόνο της απώλειας, καθόσον στις αγωγές δεν προσδιορίζεται ειδικότερα ο χρόνος αυτής της απώλειας αλλά γενικά αναφέρεται ότι αυτός συμπίπτει με το χρόνο διαπιστώσεως της ανυπαρξίας περιουσιακών στοιχείων του …… στην Ελλάδα και της ματαιώσεως της εις βάρος του αναγκαστικής εκτελέσεως, που όμως ούτε αυτός προσδιορίζεται. Επομένως, ενόψει της αοριστίας του αγωγικού αιτήματος κάθε αγωγής, οι αγωγές είναι απορριπτέες ως αόριστες. Επισημαίνεται, ότι ανεξαρτήτως της ανωτέρω αοριστίας του αγωγικού αιτήματος, αόριστες είναι οι αγωγές και ως προς την αξίωση των εναγουσών αλλοδαπών εταιρειών για χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης τους, γιατί  σε αυτές (αγωγές) οι ενάγουσες αναφέρουν μεν ότι από τις υπαίτιες και παράνομες πράξεις των εναγομένων υπέστησαν ηθική βλάβη, ωστόσο δεν εξειδικεύουν το περιεχόμενο αυτής σύμφωνα με όσα ανωτέρω υπό στοιχείο ΙΙΙ  Γ αναφέρονται, δηλαδή δεν το συνδέουν με συγκεκριμένη βλάβη που έχει υλική υπόσταση.

Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, έσφαλε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που απέρριψε τις υπό κρίση αγωγές εν μέρει ως αόριστες και εν μέρει ως κατ΄ουσίαν αβάσιμες, αντί, κατ΄ορθή εφαρμογή του νόμου, να τις απορρίψει ως αόριστες στο σύνολό τους. Πρέπει,  επομένως,  η υπό κρίση έφεση να γίνει δεκτή και κατ’ουσίαν, (χωρίς ειδικό παράπονο, δοθέντος ότι δεν χειροτερεύει η θέση των εκκαλουσών), να διαταχθεί η επιστροφή στις εκκαλούσες του κατατεθέντος παραβόλου (495 ΚΠολΔ), να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη κι αφού κρατηθεί η υπόθεση, να συνεκδικασθούν οι αγωγές και να απορριφθούν ως αόριστες. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων γιατί η ερμηνεία των εφαρμοστέων κανόνων δικαίου ήταν δυσχερής (179 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

-Διακόπτει τη δίκη ως προς τον δέκατο έκτο εφεσίβλητο ……….

-Δικάζει κατ΄αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

-Δέχεται την έφεση τυπικά και κατ΄ουσίαν.

-Διατάζει την επιστροφή στις εκκαλούσες του κατατεθέντος παραβόλου.

-Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθ. 6178/2013 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

-Κρατεί και συνεκδικάζει την από 25-8-2011 (αριθ.κατ. …./2011) αγωγή και την από  20-6-2012 (αριθ.κατ. …/2012)  αγωγή.

-Απορρίπτει αυτές.

-Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τη δικαστική δαπάνη αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την  3η Μαΐου 2018  και δημοσιεύθηκε στις  11 Μαΐου  2018 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.

    Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ