Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 196/2018

Αριθμός   196/2018

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών,  Αθανάσιο Θεοφάνη, Εφέτη και Μαρία Κωττάκη, Εφέτη-Εισηγήτρια,   και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Οι υπό κρίση από 30-9-2015 (αριθ.κατ. …./5-10-2015) και  από 5-10-2015 (αριθ.κατ…../7-10-2015) αντίθετες μεταξύ τους εφέσεις κατά της υπ’ αριθ. 1683/2015 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που δίκασε την ένδικη διαφορά αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, έχουν ασκηθεί νομότυπα, με κατάθεση του δικογράφου τους και του σε αυτό συνημμένου παραβόλου, στη Γραμματεία του εκδόντος την εκκαλουμένη Δικαστηρίου, και εμπρόθεσμα εντός τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης (βλ.  …/7-9-2015 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………). Συνεπώς, πρέπει να συνεκδικασθούν, να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους κατά την ίδια διαδικασία (αρθ.246, 495 επ., 511, 513, 516, 517, 518, 520 § 1, 532, 533 ΚΠολΔ). Ομοίως, παραδεκτώς ασκήθηκαν οι από 12-2-2016 (αριθ.κατ……/2016) πρόσθετοι λόγοι (520 παρ. 2 ΚΠολΔ), με κατάθεση του δικογράφου τους στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού και επίδοσή του στον εφεσίβλητο (βλ. ……../15-2-2016 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ………..) τριάντα ημέρες πριν τη συζήτηση της υπό κρίση από 5-10-2015 εφέσεως, με την οποία αυτοί συνέχονται, που αρχικώς είχε προσδιορισθεί για τις 17-3-2016 (βλ.τη σε αυτή συνημμένη υπ’ αριθ. ………./2015 πράξη ορισμού συζήτησης της Γραμματέως αυτού του Δικαστηρίου). Οι πρόσθετοι λόγοι είναι παραδεκτοί γιατί αφορούν κεφάλαια της εκκαλουμένης που πλήττονται με την ανωτέρω έφεση και επομένως πρέπει να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το βάσιμο αυτών συνεκδικαζόμενοι με τις υπό κρίση εφέσεις. Σημειώνεται ότι δεν εφαρμόζονται εν προκειμένω οι διατάξεις του ν. 4335/2015 (ΦΕΚΑ’ 87/23-7-2015), που τροποποίησε τον ΚΠολΔ, γιατί οι υπό κρίση εφέσεις ασκήθηκαν πριν την 1-1-2016 (αρθ. 9 παρ. 2 ν. 4335/2015).

ΙΙ. Η εκκαλουμένη δέχθηκε εν μέρει ως και κατ΄ουσίαν βάσιμη την από 5-11-2010 αγωγή (αριθ.κατ. …../2010) του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος-εφεσίβλητου …….. κατά του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος-εφεσίβλητου  ………, με την οποία (μετά παραδεκτό περιορισμό του αιτήματος-μερική παραίτηση) ο πρώτος ζήτησε να υποχρεωθεί ο δεύτερος να του καταβάλει ποσό ευρώ 250.956, νομιμοτόκως από την επίδοσή της, ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που ισχυρίστηκε ότι υπέστη εξαιτίας της περιγραφόμενης αδικοπρακτικής σε βάρος του συμπεριφοράς του εναγομένου (συκοφαντική δυσφήμηση), επιφυλασσόμενος να ασκήσει ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου πολιτική αγωγή για περαιτέρω ποσό 44 ευρώ. Η εκκαλουμένη επιδίκασε υπέρ του ενάγοντος ποσό ευρώ 10.000, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και δικαστικά έξοδα ποσού 400 ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται αμφότερα τα διάδικα μέρη για κακή εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της ώστε κατά τον μεν ενάγοντα να γίνει εν όλω δεκτή η αγωγή του κατά τον δε εναγόμενο να απορριφθεί αυτή άλλως να μειωθεί το επιδικασθέν ποσό. Σημειώνεται ότι η ένδικη αγωγή είχε εισαχθεί προς εκδίκαση ενώπιον του χερσαίου τμήματος του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο με την 2091/2014 απόφασή του παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση στο τμήμα ναυτικών διαφορών του ίδιου Δικαστηρίου.

ΙΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 57, 59, 914 και 932 Α.Κ. προκύπτει ότι για τη θεμελίωση αξιώσεως προς καταβολή χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης από πράξη που προσβάλλει την προσωπικότητα του ανθρώπου απαιτείται να συντρέχουν: α) προσβολή της προσωπικότητας, β) η προσβολή να είναι παράνομη, δηλ. να έγινε χωρίς δικαίωμα ή κατ` ενάσκηση δικαιώματος, το οποίο είναι μικρότερης σπουδαιότητας ή ασκείται υπό περιστάσεις που καθιστούν την άσκησή του καταχρηστική, γ) να είναι υπαίτια, να οφείλεται δηλαδή σε δόλο ή αμέλεια, η οποία υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές (άρθρο 330 παρ. 2 Α.Κ.), δ) να επήλθε ηθική βλάβη του προσβληθέντος και ε) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης και υπαίτιας προσβολής και της επελθούσας ηθικής βλάβης. Η προσωπικότητα του ανθρώπου μπορεί να προσβληθεί σε οποιαδήποτε εκδήλωσή της (πνευματική, σωματική, υγεία, ελευθερία, τιμή κ.λ.π.). Έτσι η απόδοση σε κάποιον πράξεων που η κοινωνία αποδοκιμάζει, γιατί ενέχουν απαξία, εμπίπτει στα πλαίσια της προστασίας της προσωπικότητας, τέτοιες δε πράξεις, διαταρακτικές της κοινωνικής προσωπικότητας του ανθρώπου, είναι και εκείνες που εμπεριέχουν ονειδισμό ή αμφισβήτηση της προσωπικής ή επαγγελματικής εντιμότητας του προσώπου, ακόμη και όταν αυτές απλώς τον καθιστούν ύποπτο ότι μετέρχεται ανέντιμες μεθόδους, κατά την ενάσκηση των επαγγελματικών καθηκόντων ή άλλων εκφάνσεων της δραστηριότητάς του (ΑΠ 2109/1986, ΑΠ 1279/2011-”Νόμος”). Η προσβολή της προσωπικότητας μπορεί να προέλθει και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως εξύβριση, απλή δυσφήμηση ή συκοφαντική δυσφήμηση που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 361, 362 και 363 του Π.Κ. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 Π.Κ., όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλο γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφήμησης, και αν το γεγονός αυτό είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι τούτο είναι ψευδές τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Έτσι, για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης αμφοτέρων των άνω εγκλημάτων απαιτείται ισχυρισμός ή διάδοση από τον υπαίτιο, με οποιονδήποτε τρόπο και μέσο ενώπιον τρίτου, για κάποιον άλλο γεγονότος που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του. Εξάλλου, από τις αμέσως ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 362 και 363 ΠΚ προκύπτει, ότι για την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση γεγονότος ενώπιον τρίτου σε βάρος ορισμένου προσώπου, β) το γεγονός να είναι δυνατόν να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου αυτού προσώπου, και γ) να είναι ψευδές και ο υπαίτιος να γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές. Ως ισχυρισμός θεωρείται η ανακοίνωση προερχόμενη ή εξ ιδίας πεποιθήσεως ή γνώμης ή εκ μετάδοσης από τρίτο πρόσωπο. Αντίθετα διάδοση υφίσταται, όταν λαμβάνει χώρα μετάδοση της από άλλον γενομένης ανακοίνωσης. Ο ισχυρισμός ή η διάδοση επιβάλλεται να γίνεται ενώπιον τρίτου. Αυτό το οποίο αξιολογείται είναι το γεγονός, δηλαδή οποιοδήποτε συμβάν του εξωτερικού κόσμου, αναγόμενο στο παρόν ή παρελθόν, υποπίπτον στις αισθήσεις και δυνάμενο να αποδειχθεί, αντίκειται δε προς την ηθική και ευπρέπεια. Αντικείμενο προσβολής είναι η τιμή και η υπόληψη του φυσικού προσώπου. Ο νόμος θεωρεί ως προστατευόμενο αγαθό την τιμή ή την υπόληψη του προσώπου, το οποίο είναι μέλος μιας οργανωμένης κοινωνίας και κινείται στα πλαίσια της συναλλακτικής ευθύτητας. Η τιμή του προσώπου θεμελιώνεται επί της ηθικής αξίας, η οποία πηγή έχει την ατομικότητα και εκδηλώνεται με πράξεις ή παραλείψεις. Δεν αποκλείεται στην έννοια του γεγονότος να υπαχθούν η έκφραση γνώμης ή αξιολογικής κρίσης ακόμη δε και χαρακτηρισμός οσάκις αμέσως ή εμμέσως υποκρύπτονται συμβάντα και αντικειμενικά εκδηλωτικά στοιχεία, τα οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας, δηλαδή μόνον όταν συνδέονται και σχετίζονται με το γεγονός κατά τέτοιο τρόπο, ώστε ουσιαστικώς να προσδιορίζουν την ποσοτική και ποιοτική του βαρύτητα, άλλως μπορεί να αποτελούν εξύβριση κατά την ΠΚ 361 (AΠ 109/2012, ΑΠ 1279/2011 -”Νόμος”).

ΙV. Στην προκειμένη περίπτωση, από την εκτίμηση της ένορκης καταθέσεως του μάρτυρα ανταποδείξεως που περιέχεται στα υπ’ αριθ. 2091/2014 πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (δεν εξετάσθηκε μάρτυρας αποδείξεως) και όλων ανεξαιρέτως των νομίμως μετ’ επικλήσεως προσκομιζομένων εγγράφων, σε μερικά από τα οποία ενδεικτικώς μόνο γίνεται μνεία κατωτέρω και στα οποία περιλαμβάνεται η από 29-3-2009 γραφολογική έκθεση του δικαστικού γραφολόγου ………. που διενεργήθηκε με επιμέλεια του εναγομένου, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:  Το έτος 1995 οι διάδικοι καθώς και η σύζυγος του εναγομένου ………. συνέστησαν μεταξύ τους ναυτιλιακή εταιρεία υπαγόμενη στο Κυπριακό Δίκαιο με την επωνυμία “………..”, με καταστατική έδρα στην Κύπρο και πραγματική στον Πειραιά. Ο ενάγων μετείχε σε αυτή με ποσοστό 35% (τριάντα πέντε ονομαστικές μετοχές), ο εναγόμενος με  ποσοστό 60% (εξήντα ονοματικές μετοχές) και η σύζυγός του με ποσοστό 5% (πέντε ονομαστικές μετοχές), οι δε μετοχές του ενάγοντος έφεραν αρίθμηση από 61 έως 95 και ενσωματώνονταν στον υπ’ αριθ. 4 τίτλο μετοχών της 30-8-1999.  Τον Μάιο του 2000 λόγω οικονομικών διαφορών που ανέκυψαν μεταξύ των διαδίκων, ο ενάγων συμφώνησε με τον εναγόμενο την πώληση και μεταβίβαση των προαναφερόμενων τριάντα πέντε (35) ονομαστικών μετοχών του στη θυγατέρα του εναγομένου …………, μετά από επιθυμία του τελευταίου. Σε εκτέλεση της συμφωνίας αυτής καταρτίστηκε το από 19-5-2000 ιδιωτικό συμφωνητικό μεταβιβάσεως μετοχών, στο οποίο συνεβλήθησαν αφενός ο ενάγων …………, ως πωλητής αφετέρου η ρηθείσα ………. (μη διάδικος εν προκειμένω) ως αγοράστρια  και, ως εκ τρίτου συμβαλλόμενος με την ιδιότητα του εγγυητή, ο εναγόμενος ………. Δυνάμει του ανωτέρω συμφωνητικού ο ενάγων πώλησε, μεταβίβασε και παρέδωσε τις προαναφερόμενες  μετοχές του στη … . αντί τιμήματος 245.000 δολλαρίων ΗΠΑ, καταβλητέου σε τριάντα πέντε ισόποσες μηνιαίες άτοκες δόσεις των 7.000 δολλαρίων ΗΠΑ, η πρώτη από τις οποίες ήταν καταβλητέα στις 15-7-2000 και η τελευταία στις 15-5-2003. Ο εναγόμενος εγγυήθηκε προσωπικά την εμπρόθεσμη εξόφληση κάθε δόσης και παρείχε συναίνεση εγγραφής προσημειώσεως υποθήκης σε ακίνητο ιδιοκτησίας του. Ο εναγόμενος κατέβαλε στον ενάγοντα δώδεκα δόσεις των 7.000 δολλαρίων ΗΠΑ, συνολικού δηλαδή ύψους 84.000 δολλαρίων ΗΠΑ αλλά δεν κατέβαλε τις λοιπές, συνολικού ποσού 161.000 δολλαρίων ΗΠΑ. Η προαναφερόμενη εταιρεία ήταν πλοιοκτήτρια ενός πλοίου νηολογίου Λεμεσού Κύπρου με το όνομα “LM”, το οποίο ήταν το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο της. Το πλοίο αυτό ο εναγόμενος, όντας ο μοναδικός διαχειριστής της εταιρείας, που πλέον είχε καταστεί οικογενειακή του αφού οι λοιποί μέτοχοι ήταν η σύζυγος και η θυγατέρα του, μεταβίβασε, στις 25-10-2000, στην εδρεύουσα στο Κινγκστάουν Αγίου Βικεντίου και Γρεναδίνων εταιρεία με την επωνυμία  “………….”, συμφερόντων του ίδιου (εναγομένου). Σύμφωνα με τον όρο 8 του ρηθέντος συμφωνητικού, τον οποίο γνώριζε ο εναγόμενος, σε περίπτωση πωλήσεως του εν λόγω πλοίου, το ανεξόφλητο τίμημα από την προηγηθείσα μεταβίβαση των μετοχών στην ……….. έπρεπε να καταβληθεί αμέσως στον ενάγοντα. Ο τελευταίος, με βάση το ανωτέρω ιδιωτικό συμφωνητικό, το οποίο, σημειωτέον, με το άρθρο 9 αυτού, είχε αναγνωρισθεί από τα συμβαλλόμενα μέρη ότι αποτελούσε τίτλο εκτελεστό και εκκαθαρισμένο, αιτήθηκε την έκδοση της υπ’ αριθ. …../2007  διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Με αυτή, ο εναγόμενος και η θυγατέρα του υποχρεώθηκαν, έκαστος εις ολόκληρον, να καταβάλουν στον ενάγοντα το οφειλόμενο κεφάλαιο των 161.000 δολλαρίων ΗΠΑ, που αντιστοιχούσε στο σύνολο των ανεξόφλητων τριάντα δύο δόσεων του τιμήματος πωλήσεως των ανωτέρω μετοχών, υπολογιζόμενο σε 178.217.43 ευρώ με βάση την ισοτιμία των νομισμάτων αυτών κατά το χρόνο καταρτίσεως της προαναφερόμενης συμβάσεως πωλήσεως. Κατά της ανωτέρω διαταγής πληρωμής ο εναγόμενος άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ανακοπή (αριθ. κατ. ………/11.4.2007) και ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς αίτηση αναστολής εκτελέσεως (αριθ.κατ. ……/11.4.2007), οι οποίες έγιναν εν μέρει δεκτές. Ειδικότερα, η ανακοπή έγινε εν μέρει δεκτή με την 3219/2008 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία ακυρώθηκε εν μέρει η διαταγή πληρωμής αφενός κατά το μέρος με το οποίο ο εναγόμενος υποχρεωνόταν να καταβάλει στον ενάγοντα το οφειλόμενο κεφάλαιο των 161.000 δολλαρίων ΗΠΑ, που αντιστοιχούσε στο σύνολο των ανεξόφλητων τριάντα δύο δόσεων του τιμήματος πωλήσεως των ανωτέρω μετοχών, υπολογιζόμενο σε 178.217.43 ευρώ με βάση την ισοτιμία των νομισμάτων αυτών κατά το χρόνο καταρτίσεως της προαναφερόμενης συμβάσεως πωλήσεως, αντί αυτής (ισοτιμίας) που θα ίσχυε κατά το χρόνο της πραγματικής πληρωμής του εν λόγω ποσού αφετέρου κατά το κεφάλαιό της περί δικαστικών εξόδων. Για τους ίδιους λόγους είχε ευδοκιμήσει και η ανωτέρω αίτηση αναστολής. Κατά της προαναφερόμενης αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, ο ήδη εναγόμενος άσκησε έφεση ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς που απερρίφθη ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη με την 349/2011 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, κατά της οποίας ο εναγόμενος άσκησε αναίρεση που απερρίφθη με την 1635/2013 απόφαση του Αρείου Πάγου. Με τις ανωτέρω αποφάσεις έγινε δεκτό ότι η ρηθείσα σύμβαση μεταβιβάσεως μετοχών ρυθμιζόταν από το Κυπριακό Δίκαιο και ειδικότερα από τον “Περί Εταιρειών Νόμο” (ΚυπρΕΝ), ο οποίος ρυθμίζει τις  εγγεγραμμένες στα μητρώα των εταιρειών εταιρείες (Register Companies) συμπεριλαμβανομένων και των ναυτιλιακών εταιρειών. ‘Οτι βάσει του νόμου αυτού, με την υπογραφή του ανωτέρω από 19-5-2000 ιδιωτικού συμφωνητικού μεταβιβάσεως των πιο πάνω μετοχών και την ταυτόχρονη παράδοση στην αγοράστρια του ρηθέντος τίτλου στον οποίο είχαν αυτές ενσωματωθεί , μεταβιβάστηκαν οι μετοχές αυτές από τον πωλητή (ήδη ενάγοντα-εκκαλούντα-εφεσίβλητο) στην (μη διάδικο εν προκειμένω)  αγοράστρια υπέρ της οποίας είχε εγγυηθεί  ως αυτοφειλέτης ο πατέρας της (ήδη εναγόμενος-εκκαλών-εφεσίβλητος) και ότι κατ΄αυτό τον τρόπο ολοκληρώθηκε η συναλλαγή της πωλήσεως και μεταβιβάσεως των μετοχών, χωρίς να απαιτείται και η εγγραφή του αγοραστή στα βιβλία της εταιρείας αφού τέτοιος ειδικός  όρος, που να εξαρτά δηλαδή την πώληση από την ολοκλήρωση της τυπικής διαδικασίας της μεταβιβάσεως με την καταχώρηση του αγοραστή στο μητρώο μελών της εταιρείας, δεν είχε τεθεί στο εν λόγω από 19-5-2000 συμφωνητικό. ‘Οτι δηλαδή το συμφωνητικό αυτό εμπίπτει στην έννοια του κατά το κυπριακό δίκαιο μεταβιβαστικού εγγράφου (transfer of shares) που απαιτείται για τη μεταβίβαση μετοχών, το οποίο είναι (κατά το κυπριακό πάντα δίκαιο) άτυπο, έχει απλό περιεχόμενο και πρέπει να φέρει την υπογραφή του πωλητή. Στη δίκη επί της ανωτέρω αιτήσεως αναστολής, ο ………, αντικρούοντας τον ισχυρισμό του αιτούντος ……… περί του ότι οι ένδικες μετοχές ουδέποτε είχαν παραδοθεί και μεταβιβασθεί, προσκόμισε ένα έγγραφο μεταβιβάσεως μετοχών (Transfer of shares), συντεταγμένο στην Αγγλική γλώσσα, το οποίο φερόταν υπογεγραμμένο από τον ίδιο και τη ……, στις 3-6-2000.  Σε αντίκρουση, ο …………. ισχυρίστηκε ότι το έγγραφο αυτό ήταν πλαστό κατά το περιεχόμενό του και ιδιαίτερα κατά την τεθείσα ημερομηνία σύνταξης και υπογραφής του, καθόσον (κατά τους ισχυρισμούς του) ουδέποτε υπεγράφη αυτό από την θυγατέρα του και ουδέποτε έλαβε χώρα η μεταβίβαση των ανωτέρω μετοχών από τον πωλητή στην αγοράστρια ( θυγατέρα του). Με βάση τους ισχυρισμούς αυτούς, ο προαναφερόμενος κατέθεσε κατά του ήδη ενάγοντος ……. την από 25-5-2007 μήνυση  (ΑΒΜ ………) ενώπιον του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Πειραιώς, ο οποίος άσκησε σε βάρος του μηνυομένου ποινική δίωξη για πλαστογραφία μετά χρήσεως και για απάτη στο Δικαστήριο, από την οποία το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ. Ακολούθως, διενεργήθηκε κύρια ανάκριση μετά το πέρας της οποίας εκδόθηκε το υπ΄αριθ. 9/2012 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς, το οποίο απεφάνθη να μη γίνει κατηγορία σε βάρος του μηνυομένου και ο μηνυτής καταδικάσθηκε στα δικαστικά έξοδα ποσού 80 ευρώ γιατί το ανωτέρω Συμβούλιο έκρινε πως η μήνυση ήταν εντελώς ψευδής και  έγινε από δόλο προκειμένου να ασκηθεί ποινική δίωξη σε βάρος του μηνυομένου για πράξεις που αυτός δεν είχε διαπράξει, πράγμα που γνώριζε  ο μηνυτής. Κατά του βουλεύματος αυτού δεν ασκήθηκε κανένα ένδικο μέσο κι έτσι αυτό κατέστη αμετάκλητο (βλ. υπ’ αριθ. …../2012 πιστοποιητικό του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς). Ο ήδη ενάγων …… υπέβαλε μήνυση κατά του ήδη εναγομένου . …. για ψευδή καταμήνυση και ψευδορκία μάρτυρα, ισχυριζόμενος ότι η μήνυση επί της οποίας εκδόθηκε το προαναφερόμενο βούλευμα ήταν εντελώς ψευδής πράγμα που ο μηνυόμενος γνώριζε. Ο τελευταίος καταδικάστηκε τελεσιδίκως για τις ανωτέρω πράξεις, με την 104/2015 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς, η κατά της οποίας αναίρεση, που αυτός  άσκησε, απερρίφθη με την 1718/2016 απόφαση του Ζ’ Ποινικού τμήματος του Αρείου Πάγου (βλ. υπ’ αριθ. πρωτ. 6/12/2016 βεβαίωση του Γραμματέα του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου).  Εξετασθείσα κατά την προανάκριση, η θυγατέρα του εναγομένου, αγοράστρια των εν λόγω μετοχών, ………., κατέθεσε ενώπιον της Πταισματοδίκη Περιστερίου, στις 6-11-2009, ότι “…στις 3-6-2000 πράγματι υπογράψαμε με τον κ.  ……. το αντίστοιχο έγγραφο “Μεταβίβασης των Μετοχών” (TRANSFER OF SHARES) που μου επιδεικνύετε και αναγνωρίζω την υπογραφή μου σε αυτό”, δηλαδή η προαναφερομένη αναγνώρισε την υπογραφή της στο έγγραφο που ο ήδη εναγόμενος χαρακτήρισε πλαστό και με βάση το οποίο υπέβαλε κατά του ενάγοντος την ανωτέρω μήνυση. Επίσης,  στις από 23-4-2007 προτάσεις της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς σε δίκη ανοιγείσα με βάση αγωγή του ήδη ενάγοντος εναντίον της (την από 20-4-2005 με αριθμό καταθέσεως ……/2005 αγωγή), η προαναφερόμενη αναφέρει για το ίδιο ζήτημα της υπογραφής του ανωτέρω εγγράφου τα εξής: “…τις επόμενες ημέρες ειδοποιήθηκα από τον πατέρα μου ότι έπρεπε να υπογράψω και άλλο ένα χαρτί (Transfer of Shares) στα γραφεία της εταιρείας, όπως και έπραξα”. Σημειώνεται εδώ, ότι το αίτημα που ο  εναγόμενος-εφεσίβλητος ………. επαναφέρει με λόγο εφέσεως περί επιδείξεως του ανωτέρω από 3-6-2000 εγγράφου  (Transfer of shares)  καθίσταται άνευ αντικειμένου γιατί το έγγραφο αυτό προσκομίζεται  σε επικυρωμένο φωτοαντίγραφο με αριθμό σχετικού 18 από τον ενάγοντα ……. ενώ εξάλλου δεν συντρέχει λόγος για διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης για να διακριβωθεί εάν το ανωτέρω έγγραφο υπεγράφη στις 3-6-2000 από τη . …. προεχόντως διότι η ίδια αναγνώρισε σε αυτό την υπογραφή της  (βλ. ανωτέρω),  αλλά και διότι διενεργήθηκε ιδιωτικά γραφολογική πραγματογνωμοσύνη από τον ……. (βλ. προσκομιζόμενη), με επιμέλεια του εναγομένου ……., το συμπέρασμα της οποίας ήταν ότι το όνομα της ……. επί του ανωτέρω εγγράφου έχει χαραχθεί δια χειρός της ιδίας ενώ η υπογραφή της  συνάδει μεν με την υπογραφή της ιδίας αλλά σε μεταγενέστερο του έτους 2000 χρόνο καθόσον φέρει “χαρακτηριστικά του υπογραφικού τύπου της …….. όπως η ίδια υπογράφει τη χρονική περίοδο 2007. Η διαπίστωση αυτή οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι δύο επίδικες υπογραφές έχουν χαραχθεί μεταγενέστερα της ημερομηνίας 3/6/2000 που φέρουν τα δύο έγγραφα μεταβίβασης μετοχών και κατά πάσα πιθανότητα το έτος 2007”.  Προσθέτει, όμως, στη συνέχεια ο γραφολόγος ότι “Στην εκτίμηση αυτή καταλήγουμε υπό την προϋπόθεση ότι τη χρονική περίοδο 2007, ανάλογες υπογραφές της ……. θα πρέπει να απαντώνται και σε άλλα έγγραφα αναμφισβήτητης γνησιότητας (έγγραφα με βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής και συμβολαιογραφικά έγγραφα)”. Ωστόσο, αυτή η προϋπόθεση που θέτει ο γραφολόγος για να καταλήξει στην ανωτέρω εκτίμησή του, δεν υπάρχει στην εν λόγω έκθεση αφού όλα τα έγγραφα που χρησιμοποίησε για να συγκρίνει τις υπογραφές, τα οποία αναφέρονται και ενσωματώνονται στην έκθεση, φέρουν ημερομηνίες από το 1997 έως το 2001  πλην των προαναφερομένων  από 23-4-2007 προτάσεων. Σημειώνεται εδώ ότι το αίτημα του εφεσίβλητου ……. να διαταχθεί η αυτοπρόσωπη εμφάνιση της …….. ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου είναι απορριπτέο προεχόντως ως μη νόμιμο, καθόσον μόνο αυτοπρόσωπη εμφάνιση διαδίκων μπορεί να διατάξει το Δικαστήριο (αρθ. 245 ΚΠολΔ) και όχι τρίτων, μη διαδίκων, προσώπων.

Ενόψει των προαναφερθέντων, αποδεικνύεται ότι ο εναγόμενος-εκκαλών-εφεσίβλητος κατά την υποβολή της ανωτέρω από 25-5-2007 μηνύσεως τελούσε σε πλήρη γνώση περί του ότι οι εν λόγω μετοχές είχαν νομοτύπως μεταβιβασθεί στη θυγατέρα του και ότι ο ήδη ενάγων-εκκαλών-εφεσίβλητος δεν είχε τελέσει πλαστογραφία και απάτη στο Δικαστήριο με το να προσκομίσει το ανωτέρω από 3-6-2000 έγγραφο κατά την εκδίκαση  της προαναφερόμενης αιτήσεως αναστολής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Με όσα δε διέλαβε στην εν λόγω μήνυση, των οποίων έλαβαν γνώση τρίτοι και δη οι εισαγγελείς, οι γραμματείς και οι προανακριτικοί υπάλληλοι που τη χειρίστηκαν, οι επιμελητές δικαστηρίων, οι δικαστές που την εκδίκασαν, καθώς και το ακροατήριο, έβλαψε την τιμή και την υπόληψη του ενάγοντος-μηνυομένου, γιατί εμφάνισε αυτόν ως πλαστογράφο και απατεώνα, οι δε ισχυρισμοί του αυτοί απεδείχθησαν ψευδείς ενώπιον τόσο  των ποινικών όσο και των αστικών δικαστηρίων, που εξέδωσαν τις ανωτέρω αμετάκλητες αποφάσεις. Πρόδηλον δηλαδή καθίσταται ότι από τις  προαναφερόμενες πράξεις του εναγομένου-εκκαλούντος-εφεσίβλητου, ο ενάγων-εκκαλών-εφεσίβλητος προσεβλήθη στην προσωπικότητα, την τιμή και την υπόληψή του διότι διασύρθηκε ενώπιον των δικαστικών αρχών ως κατηγορούμενος για τις προαναφερόμενες πράξεις που τον κατέστησαν ύποπτο στον επαγγελματικό του χώρο αλλά και στον κοινωνικό του περίγυρο ότι μετέρχεται ανέντιμες  και παράνομες μεθόδους προκειμένου να ικανοποιήσει το οικονομικό του συμφέρον (είσπραξη οφειλομένου τιμήματος)  και εντεύθεν προκλήθηκε σε αυτόν ηθική βλάβη. Η προσβολή αυτή εκ μέρους του εναγομένου ήταν υπαίτια γιατί αυτός  γνώριζε  ότι η μήνυσή του ήταν ψευδής και ότι όλα τα περιστατικά που ανέφερε σε αυτή ήταν ικανά και πρόσφορα να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του ενάγοντος και να προσβάλουν την προσωπικότητά του ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου, όπως όλες οι προηγούμενες έννοιες αναλύονται και εξειδικεύονται στην υπό στοιχείο IΙΙ σκέψη της παρούσας.  Η ανωτέρω προσβολή ήταν παράνομη υπό την έννοια ότι έγινε μεν κατά την άσκηση δικαιώματος εκ μέρους του εναγομένου (του δικαιώματός του να αποκρούσει την εκτέλεση της εναντίον του εκδοθείσης διαταγής πληρωμής) , όμως,  η στήριξη της υπερασπίσεώς του στους ανωτέρω ψευδείς ισχυρισμούς προσέδωσε καταχρηστικό χαρακτήρα στην άσκηση του ρηθέντος δικαιώματος γιατί η άσκηση αυτή έγινε κατά προφανή υπέρβαση των ορίων της καλής πίστης. Για τη χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του ενάγοντος, ενόψει του είδους της προσβολής, του βαθμού πταίσματος του ενάγοντος, της κοινωνικής και οικονομικής καταστάσεως των μερών και τις εν γένει περιστάσεις, εύλογο και δίκαιο κρίνεται  όχι το ποσό των 10.000 ευρώ  που επιδίκασε η εκκαλουμένη ούτε αυτό των 250.956 ευρώ που αξιώνει ο ενάγων, αλλά αυτό των 7.000 ευρώ.

Κατ΄ακολουθία των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έσφαλε που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη και υποχρέωσε τον εναγόμενο-εκκαλούντα-εφεσίβλητο να καταβάλει στον ενάγοντα-εκκαλούντα-εφεσίβλητο ποσό ευρώ 10.000, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του. Πρέπει επομένως αφενός να απορριφθεί η υπό κρίση από 30-9-2015 (αριθ.κατ. …./5-10-2015) έφεση του εκκαλούντος- ενάγοντος ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (495 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να καταδικασθεί αυτός στα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου-εναγομένου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατόπιν αιτήματος του τελευταίου, τα οποία ορίζονται στο ποσό των 600 ευρώ (176, 183,  191 ΚΠολΔ). Αφετέρου πρέπει να γίνει δεκτή η από 5-10-2015 (αριθ.κατ……/7-10-2015) έφεση του εναγομένου κατά τον βάσιμο περί του ύψους της επιδικασθείσης χρηματικής ικανοποιήσεως  δεύτερο λόγο αυτής, να διαταχθεί η επιστροφή στον εκκαλούντα του κατατεθέντος παραβόλου  και  να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη. Ακολούθως, αφού κρατηθεί η  υπόθεση και δικασθεί κατ΄ουσίαν, πρέπει η αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή ως και κατ΄ουσίαν βάσιμη και να επιδικασθεί στον ενάγοντα ποσό ευρώ 7.000 ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, να καταδικασθεί δε ο εναγόμενος στα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας κατόπιν αιτήματός του, μετά από εκκαθάριση του συνημμένου στη δικογραφία από  7-12-2016 καταλόγου εξόδων που επικαλείται ο ενάγων-εφεσίβλητος (176, 183, 190, 191 ΚΠολΔ).  Σύμφωνα με τον κατάλογο αυτό, η δικαστική δαπάνη του ενάγοντος- εφεσίβλητου αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας ανέρχεται στο ποσό των 2.120,51 ευρώ, αφαιρουμένων από το ποσό των 2.592,74 ευρώ, στο οποίο συμποσούνται τα παρατιθέμενα στον κατάλογο έξοδα, των ποσών που αφορούν την κατάθεση, τον προσδιορισμό και την επίδοση της υπό κρίση εφέσεώς του (ενάγοντος) αφού αυτή κρίθηκε απορριπτέα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

-Συνεκδικάζει κατ΄αντιμωλία των διαδίκων την από 30-9-2015 (αριθ. κατ. ……/5-10-2015) έφεση  και την  από 5-10-2015 (αριθ. κατ. …../7-10-2015) έφεση καθώς και τους από 12-2-2016 (αριθ. κατ. …./2016) πρόσθετους λόγους.

-Δέχεται αυτά τυπικώς.

-Απορρίπτει κατ’ ουσίαν την από 30-9-2015 (αριθ.κατ. …../5-10-2015) έφεση .

-Διατάζει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.

-Καταδικάζει τον εκκαλούντα (……..) στα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου (……….) του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των 600 ευρώ.

-Δέχεται κατ΄ουσίαν την από 5-10-2015 (αριθ.κατ…./7-10-2015) έφεση καθώς και τους από 12-2-2016 (αριθ.κατ…../2016) πρόσθετους λόγους.

-Διατάζει την επιστροφή στον εκκαλούντα του κατατεθέντος παραβόλου.

-Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθ. 1683/2015 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

-Κρατεί και δικάζει την από 5-11-2010 (αριθ.κατ. …../2010) αγωγή.

-Δέχεται αυτή εν μέρει.

-Υποχρεώνει τον εναγόμενο …… να καταβάλει στον ενάγοντα ………. ποσό ευρώ 7.000, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής.

-Καταδικάζει τον εναγόμενο στα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των 2.120,51 ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 8η Μαρτίου 2018   και δημοσιεύθηκε στις 16 Μαρτίου 2018 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.

   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ