Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 188/2018

 ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ    188 / 2018

 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον  Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από την Γραμματέα Κ.Δ .

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ  ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

           Φέρονται προς εκδίκαση οι εφέσεις με ειδικό αριθμό εκθ. κατάθεσης, ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Α) …./2017 και Β) …/2017, οι οποίες πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας, καθώς αφορούν στην ίδια απόφαση (άρθρα 31, 246 ΚΠολΔ) .

Οι ως άνω υπό κρίση εφέσεις κατά της υπ΄αρ. 3891/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών (άρθρα 591,614,621-622 ΚΠολΔ), έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 518 παρ.1, 591 παρ.1 ΚΠολΔ),ενώ δεν απαιτείται η κατάθεση εκ μέρους των εκκαλούντων των προβλεπομένων, από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3εδ.α του ΚΠολΔ, παραβόλων, καθώς ,σύμφωνα με το εδ.στ της παρ.3 του ίδιου άρθρου ,από την υποχρέωση αυτή εξαιρούνται οι εργατικές διαφορές , όπως εν προκειμένω.

Πρέπει επομένως να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξεταστούν περαιτέρω, από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ύλην και κατά τόπο αρμόδιο, στην ουσία τους κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρα 19, 533 παρ.1,2 ΚΠολΔ) και μέσα στα πλαίσια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρο 522 ΚΠολΔ).

Aπό το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 656, 669 παρ 2 Α.Κ., 1, 2 και 5 ν. 3198/1955, 1 και 3 ν. 2112/1920 προκύπτει ότι ο εργοδότης που κατήγγειλε ακύρως τη σύμβαση εργασίας και έτσι περιήλθε σε υπερημερία, μπορεί να άρει την υπερημερία του με την επαναπρόσληψη του μισθωτού ή με δήλωση ότι δέχεται τις υπηρεσίες του υπό τους ίδιους όρους εργασίας ή με μεταγενέστερη, χωρίς τα ελαττώματα της πρώτης, έγκυρη καταγγελία της αυτής σύμβασης. Η νέα αυτή καταγγελία, η οποία μπορεί να γίνει από τον εργοδότη και επικουρικά, δηλαδή με την επιφύλαξη κάθε δικαιώματός του από την προηγούμενη καταγγελία και με το σκοπό να αρθεί η υπερημερία στην οποία είχε περιέλθει ως προς την αποδοχή των υπηρεσιών του μισθωτού, είναι νόμω επιτρεπτή και επιφέρει τη λύση της εργασιακής σύμβασης. Το κύρος της καταγγελίας αυτής δεν επηρεάζεται από τους λόγους ότι έγινε κατά το χρόνο που ο εργοδότης τελούσε σε υπερημερία ή κατά το χρόνο που η πρώτη καταγγελία δεν είχε ακόμη κριθεί τελεσίδικα ως άκυρη, αφού ευθέως ο εργοδότης αποβλέπει στη λύση της εργασιακής σύμβασης και άρση της υπερημερίας του (ΑΠ 400/2017,ΑΠ 150/2006 ,ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 167, 648, 669 ΑΚ, 1 και 3 του ν. 2112/1920, 1, 3 παρ. 1 και 5 του β.δ. της 16/18-7-1920 και 5 του ν. 3198/1955, συνάγεται ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία, που θεωρείται έγκυρη όταν γίνει εγγράφως και καταβληθεί η νόμιμη αποζημίωση. Σε περίπτωση ακυρότητας της καταγγελίας, ο εργοδότης, που αρνείται έκτοτε να αποδεχθεί την προσηκόντως προσφερόμενη εργασία του μισθωτού, καθίσταται υπερήμερος (άρθρα 349, 350 ΑΚ) και υποχρεούται στην πληρωμή του μισθού του. Ο μισθωτός αντίστοιχα δικαιούται είτε να εμμείνει στην ακυρότητα της καταγγελίας και να αξιώσει τους μισθούς του (άρθρο 656 ΑΚ) είτε, ενόψει του ότι η ακυρότητα της καταγγελίας τάσσεται υπέρ αυτού και είναι επομένως σχετική, να θεωρήσει την καταγγελία έγκυρη και να ζητήσει την προβλεπόμενη από το ν. 2112/1920 ή το β.δ. της 16/18-7-1920 αποζημίωση, δυνάμενος να ενώσει στο ίδιο δικόγραφο της αγωγής και τα δύο, εφόσον το δεύτερο από αυτά προβάλλεται επικουρικά (άρθρο 219 ΑΚ), για την περίπτωση απόρριψης του πρώτου. Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 του ν. 3198/1955, όπως το δεύτερο εδάφιο αυτής προστέθηκε με το άρθρο 19 του ν. 435/1976  ‘’πάσα αξίωσις μισθωτού πηγάζουσα εξ ακύρου καταγγελίας της σχέσεως εργασίας τυγχάνει απαράδεκτος, εφόσον η σχετική αγωγή δεν εκοινοποιήθη εντός τριμήνου ανατρεπτικής προθεσμίας από της λύσεως της σχέσεως εργασίας. Η διάταξις της παρούσης εφαρμόζεται μόνον επί καταγγελίας σχέσεων εξαρτημένης εργασίας ‘’. Η προθεσμία αυτή, η οποία είναι αποσβεστική, αποσκοπεί στην ταχεία άρση κάθε αβεβαιότητας σχετικά με το κύρος της καταγγελίας και στην εκκαθάριση εντός σύντομου χρονικού διαστήματος των αξιώσεων των εργαζομένων, που πηγάζουν από τυχόν άκυρη καταγγελία, ώστε να μην δημιουργούνται δυσβάστακτες συνέπειες για τον εργοδότη, όταν δε παρέλθει άπρακτη η αποσβεστική αυτή προθεσμία, επέρχεται απόσβεση του δικαιώματος προσβολής της καταγγελίας για ακυρότητα (Ολ.ΑΠ1338/1985, ΑΠ 121/2017, 429/2016, 1387/2015, 2234/2013, ΑΠ 404/2008,ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Οι ανωτέρω ελλείψεις, κατά την άσκηση του δικαιώματος της καταγγελίας, δεν καθιστούν αυτή ανυπόστατη, αλλά αποτελούν λόγους ακυρότητας της καταγγελίας, η επίκληση της οποίας (ακυρότητας), πρέπει να γίνει από τον εργαζόμενο με αγωγή μέσα στην τρίμηνη προθεσμία του άρθρου 6 παρ. 1 του ν. 3198/1955 ή με ένσταση μέσα στην ίδια προθεσμία (Ολ. ΑΠ. 1338/1985). Η προαναφερθείσα διάταξη έχει εφαρμογή σε κάθε καταγγελία της σχέσης εξαρτημένης εργασίας, είτε αορίστου είτε ορισμένου χρόνου είναι αυτή, και από οποιαδήποτε παράβαση και αν προέρχεται η ακυρότητα (ΑΠ 121/2017, ΑΠ 404/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η ως άνω τρίμηνη αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 6 παρ. 1 του ν. 3198/1955, για την έγερση (άσκηση) αγωγής περί ακυρότητας της καταγγελίας και απόληψης μισθών υπερημερίας, η οποία λαμβάνεται αυτεπάγγελτα υπόψη από το δικαστήριο (άρθρο 280 ΑΚ), καταλαμβάνει κάθε αξίωση του μισθωτού που πηγάζει από την, για οποιονδήποτε λόγο, ακυρότητα της καταγγελίας της εργασιακής σχέσης από τον εργοδότη (ΑΠ 359/2015, 705/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στον ίδιο δε χρονικό περιορισμό υπόκειται και η ένσταση ή αντένσταση περί ακυρότητας της καταγγελίας (Ολ.ΑΠ 1338/1985, ΑΠ 429/2016,ο.π). Η μη κοινοποίηση, δηλαδή, της αγωγής στον εργοδότη ή η μη προβολή της ενστάσεως, μέσα στην παραπάνω τρίμηνη αποσβεστική προθεσμία, καθιερώνει ουσιαστικό απαράδεκτο, το οποίο κατά κύριο λόγο πλήττει το δικαίωμα της επίκλησης και προσβολής της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας ως άκυρης και κατ’ ανάγκη τις συνεχόμενες με αυτό ουσιαστικές αξιώσεις, ως εκ τούτου δε αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αυτή, η καταγγελία αυτή καθίσταται έγκυρη (του εργαζομένου δικαιουμένου να ζητήσει μόνο την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης) και η σχετική αγωγή απορρίπτεται ως ουσιαστικά απαράδεκτη (ΑΠ 121/2017,ΑΠ 429/2016, 359/2015, 705/2013,ο.π ).

Στην προκειμένη περίπτωση, οι εκκαλούσες στην ως άνω Α’ έφεση και εφεσίβλητες την ως άνω υπό Β΄ έφεση, εξέθεταν στην από 23-9-2015 και με αρ. κατάθεσης δικογράφου …./2015, αγωγή τους, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά της εναγομένης – ήδη εφεσίβλητης στην Α΄ έφεση και εκκαλούσας στην Β΄ έφεση, κατ΄εκτίμηση του δικογράφου της,  ότι κατά τους χρόνους που αναφέρονται στην αγωγή προσλήφθηκαν, δυνάμει συμβάσεων εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, από την εναγομένη ανώνυμη εταιρία που ασχολείται με την παροχή υπηρεσιών συντήρησης και καθαρισμού (δημοσίων και ιδιωτικών) χώρων, ως εργάτριες καθαριότητας. Ότι η τελευταία προέβη σε καταγγελία των συμβάσεων εργασίας τους στις 29-10-2010, της πρώτης και της πέμπτης (των εναγουσών), στις 6-10-2010, της δεύτερης και της τρίτης και στις 24-9-2010,της τέταρτης εξ αυτών, η οποία, όμως, (καταγγελία) έχει κριθεί τελεσιδίκως άκυρη, κατόπιν ασκήσεως εκ μέρους τους σχετικής αγωγής, διότι δεν τους καταβλήθηκε η προσήκουσα αποζημίωση απόλυσης. Ότι, παραταύτα, η εναγόμενη αρνείται να αποδεχθεί τις προσηκόντως προσφερόμενες σε αυτήν υπηρεσίες τους, προξενώντας τους και ηθική βλάβη, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή. Ζητούσαν δε ακολούθως οι ενάγουσες να αναγνωριστεί ή υποχρέωση της εναγομένης να τους απασχολεί καθώς είναι έγκυρες οι συμβάσεις εργασίας τους ,να υποχρεωθεί η εναγομένη να αποδέχεται τις υπηρεσίες τους κατά τους όρους που ίσχυαν πριν την απόλυσή τους, απειλουμένης χρηματικής ποινής 100 ευρώ για κάθε μία από αυτές για κάθε ημέρα παράβασης της υποχρέωσης αυτής  καθώς επίσης να τους καταβάλει αποδοχές υπερηµερίας για το χρονικό διάστηµα από τον Αύγουστο του έτους 2011 έως και το Δεκέµβριο του έτους 2016 ,συνολικού ποσού 82.552,45 ευρώ σε κάθε μία από την πρώτη και δεύτερη, 86.647,15 ευρώ στην τρίτη, 87.832,15 ευρώ στην τέταρτη και 91.982,90 ευρώ στην πέµπτη των εναγουσών, πλέον ποσού 3.000 ευρώ σε έκαστη εξ αυτών ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής τους βλάβης. Εκ του ως άνω ποσού, το ποσό δε 16.603,82 ευρώ για έκαστη εκ της πρώτης και δεύτερης, 17.247,39 ευρώ για την τρίτη, 18.612,39 ευρώ για την τέταρτη και 19.491,97 ευρώ για την πέµπτη των εναγουσών, που αντιστοιχούν σε ληξιπρόθεσµους µισθούς υπερηµερίας χρονικού διαστήµατος από Αύγουστο του έτους 2011 έως και Αύγουστο του έτους 2012, επιδόµατα αδείας ετών 2011 και 2012, δώρο Χριστουγέννων έτους 2011 και δώρο Πάσχα έτους 2012 και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, όπως ειδικότερα αναλύονται τα επιμέρους κονδύλια στην αγωγή, ζητούσαν να υποχρεωθεί η εναγόμενη να τους τα καταβάλει, µε το νόµιµο τόκο από την εποµένης της λήξης του έτους της υπερηµερίας άλλως επικουρικά από την υπερηµερία, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, ενώ το υπόλοιπο ποσό, όπως τα μερικότερα κονδύλια αναφέρονται στην αγωγή, να αναγνωριστεί ότι οφείλει η εναγομένη να τους το καταβάλει ,επίσης με το νόμιμο τόκο, όπως προεκτέθηκε .

Με την εκκαλουμένη απόφασή του (υπ΄αρ.3891/2017) το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, αφού έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, ακολούθως, την έκανε εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη, όσον αφορά στους οφειλόμενους μισθούς υπερημερίας στις ενάγουσες μόνο για το διάστημα Αυγούστου 2011 έως Οκτώβριο 2011, που έλαβε χώρα εκ μέρους της εναγομένης επικουρική καταγγελία, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην εκκαλουμένη απόφαση, ενώ ως προς το απορριφθέν αγωγικό  κονδύλιο της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, αυτή δεν προσβάλλεται με λόγο έφεσης .

Ήδη κατά της ως άνω οριστικής απόφασης παραπονούνται οι ενάγουσες  – ήδη εκκαλούσες στην Α’ έφεση για τους λόγους που εκθέτουν σ΄αυτήν, και ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν δε την εξαφάνισή της, άλλως τη μεταρρύθμισή της, ώστε να γίνει συνολικά δεκτή η άνω αγωγή  τους.

Ακόμη, κατά της ίδιας οριστικής απόφασης (εκκαλουμένης) παραπονείται η εναγόμενη – ήδη εκκαλούσα στην κρινόμενη Β΄ έφεση, για τους λόγους που εκθέτει σ΄αυτήν και ανάγονται επίσης σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν δε την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί συνολικά η ως άνω αγωγή  των αντιδίκων της .

Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που εμπεριέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά αυτού ,όλων των εγγράφων που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, καθώς και της υπ΄αρ. ………/6-7-2017 ένορκης βεβαίωσης του ……… που προσκομίζει η εναγομένη και ελήφθη ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ……., κατόπιν προηγούμενης νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του αντιδίκου μέρους, όπως αναφέρεται στο σώμα αυτής, (δυνάμει της υπ΄ αρ. …../1-2-2017 έκθεσης επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Πειραιά ……….), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά.

Επί της µε αρ. καταθ. …../22-12-2010 αγωγής των εναγουσών κατά της εναγομένης, με την οποία αυτές, επικαλούµενες παράβαση του νόµου για τις περιπτώσεις οµαδικών απολύσεων, καταχρηστικότητα της απόλυσής τους και µη καταβολή σε αυτές της νόµιµης αποζηµίωσης απόλυσης (εκ μέρους της εργοδότριάς τους -εναγομένης), ζητούσαν την αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας των συµβάσεων εργασίας τους αορίστου χρόνου(που έλαβε χώρα στις 29-10-2010 για την πρώτη και πέμπτη ενάγουσα, στις 6-10-2010 για την δεύτερη και τρίτη και στις 24-9-2010 για την τέταρτη ενάγουσα), την πραγµατική απασχόλησή τους από την εναγοµένη και την καταβολή σε αυτές µισθών υπερηµερίας, εκδόθηκε η υπ’ αρ. 4668/1-9-2011 απόφαση του Μονοµελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία αφού έκρινε ότι δεν συντρέχει περίπτωση ομαδικών απολύσεων των εναγουσών και συνεπώς παράβαση του νόμου που αφορά αυτές (άρθρο 6παρ. 1 Ν.1387/1983) εκ μέρους της εναγομένης, απορρίπτοντας κατ΄ουσίαν τη σχετική βάση της αγωγής, αναγνώρισε την ακυρότητα των καταγγελιών των συµβάσεων εξαρτηµένης εργασίας αορίστου χρόνου των εναγουσών λόγω µη καταβολής σε αυτές της νόµιµης αποζηµίωσης, αλλά μικρότερης από αυτήν, και τους επιδίκασε µισθούς υπερηµερίας για το αιτούμενο διάστημα των δέκα (10) μηνών από την άκυρη απόλυσή τους. Κατά της αποφάσεως αυτής ασκήθηκαν από τα διάδικα µέρη αντίθετες εφέσεις και ειδικότερα από την πλευρά των εναγουσών η µε αρ. καταθ. ……/2012 έφεση και από την πλευρά της εναγοµένης η µε αρ. καταθ. …./2012 έφεση, επί των οποίων εκδόθηκε η υπ΄αρ. 1061/2013 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, η οποία επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση πλην μόνο του μέρους αυτής που είχε απορρίψει την αγωγική βάση περί καταχρηστικότητας της απόλυσης ως αόριστης, την οποία απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη. Προ της ασκήσεως των εν λόγω εφέσεων, ήτοι πριν ακόµη κριθεί τελεσιδίκως (και ήδη αμετακλήτως με την υπ΄αρ. 2108/2014 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία απέρριψε αίτηση αναίρεσης της εναγομένης κατά της ως άνω εφετειακής απόφασης), το κύρος των  ως άνω καταγγελιών των συµβάσεων εργασίας των εναγουσών, η εναγόµενη προέβη σε δεύτερη επικουρική καταγγελία (των συµβάσεων εργασίας τους) µε τα από 24-10-2011 έγγραφά της, αντίστοιχα, που επιδόθηκαν στις ενάγουσες στις 26-10-2011, αναγράφοντας σε αυτά, ως µοναδικό λόγο, τη συµπλήρωση της νόµιµης αποζηµίωσής τους κατ’ άρθρο 8 εδ. β’ του Ν. 3198/55, προσφέροντάς τους την οφειλοµένη νόµιµη αποζηµίωση απόλυσης, όπως αυτή είχε κριθεί με την υπ’ αρ. 4668/2011 απόφαση, και ειδικότερα προσφέροντάς τους ως επιπλέον αποζηµίωση τα ακόλουθα χρηµατικά ποσά: α) στην πρώτη ενάγουσα …….,ποσό 252,99 ευρώ, το οποίο προσφέρθηκε µε την επίδοση της από 24-10-2011 εξώδικης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της από τη δικαστική επιµελήτρια που διενήργησε την επίδοση της καταγγελίας στη σύνοικο θυγατέρα της …….. στις 26-10-2011 (βλ. υπ’ αρ……/26-10-2011 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιµελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ………..), η οποία αρνήθηκε να το παραλάβει, ενώ περαιτέρω η ενάγουσα δεν προσήλθε στα γραφεία της εταιρίας προκειµένου να το λάβει, σύµφωνα µε την πρόσκληση που της είχε απευθυνθεί δια της εξώδικης καταγγελίας ούτε και το αναζήτησε µε άλλο τρόπο από την εναγοµένη, εν τέλει δε συστάθηκε επ’ ονόµατι της ως άνω ενάγουσας από την εναγοµένη, το υπ’ αρ. ……/4-3-2015 γραµµάτιο σύστασης παρακαταθήκης στο Ταµείο Παρακαταθηκών και Δανείων με το ποσό αυτό, β) στην δεύτερη ενάγουσα …….. ποσό 246,24 ευρώ, το οποίο προσφέρθηκε µε την επίδοση της από 24-10-2011 εξώδικης καταγγελίας της εργασιακής σύμβασής της από τη δικαστική επιµελήτρια που διενήργησε την επίδοση της καταγγελίας στην ίδια, στις 26-10-2011 (βλ. υπ’ αρ. ……/26-10-2011 έκθεση επίδοσης της ως άνω δικαστικής επιµελήτριας), η οποία αρνήθηκε να το παραλάβει ούτε προσήλθε στα γραφεία της εταιρίας προκειµένου να το λάβει, σύµφωνα µε την πρόσκληση που της είχε απευθύνει η εναγοµένη δια της εξώδικης καταγγελίας, ούτε και το αναζήτησε µε άλλο τρόπο από την εναγοµένη, εν τέλει δε συστάθηκε µε το παραπάνω ποσό, επ’ ονόµατί της, από την εναγομένη, το υπ’ αρ. …../4-3-2015 γραµµάτιο σύστασης παρακαταθήκης στο Ταµείο Παρακαταθηκών και Δανείων, γ) στην τρίτη ενάγουσα ……., ποσό 580,90 ευρώ, το οποίο της προσφέρθηκε µε την επίδοση της από 24-10-2011 εξώδικης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της από τη δικαστική επιμελήτρια που διενήργησε την επίδοση της καταγγελίας στη σύνοικο θυγατέρα της ……. στις 26-10-2011 (βλ. υπ’ αρ. ………΄/26-10-2011 έκθεση επίδοσης της ίδιας δικαστικής επιμελήτριας), η οποία αρνήθηκε να το παραλάβει, αλλά μεταγενέστερα, στις 1-11-2011,η ως άνω ενάγουσα μετέβη στα γραφεία της εναγομένης εταιρίας και εισέπραξε το ποσό αυτό δ) στην τέταρτη ενάγουσα ……….., ποσό 529,80 ευρώ, το οποίο προσφέρθηκε με την επίδοση της από 24-10-2011 εξώδικης καταγγελίας της εργασιακής σύμβασής της από τη δικαστική επιμελήτρια που διενήργησε την επίδοση της καταγγελίας στην ίδια στις 26-10-2011 (βλ. υπ’ αρ. …..΄/26-10-2011 έκθεση επίδοσης της ως άνω δικαστικής επιμελήτριας), η οποία αρνήθηκε να το παραλάβει, ούτε προσήλθε στα γραφεία της εταιρίας προκειµένου να το λάβει, σύµφωνα µε την πρόσκληση που της είχε απευθύνει η εναγοµένη δια της εξώδικης καταγγελίας, ούτε και το αναζήτησε µε άλλο τρόπο από την εναγοµένη, εν τέλει δε συστάθηκε µε το ανωτέρω ποσό επ’ ονόµατί της το υπ΄αρ………./4-3-2015 γραμμάτιο σύστασης παρακαταθήκης στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων και ε) στην πέμπτη ενάγουσα …… χρηματικό ποσό 1.107,18 ευρώ, το οποίο της προσφέρθηκε με την επίδοση της από 24-10-2011 εξώδικης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της από τη δικαστική επιμελήτρια που διενήργησε την επίδοση της καταγγελίας στις 26-10-2011 (βλ. υπ’ αρ. ……..΄/26-10-2011 έκθεση επίδοσης της ίδιας ως άνω δικαστικής επιμελήτριας) και αρνήθηκε να το παραλάβει πλην όμως μεταγενέστερα, στις 1-11-2011, η εν λόγω ενάγουσα μετέβη στα γραφεία της εναγοµένης εταιρίας και εισέπραξε το ποσό αυτό.

Η δεύτερη αυτή καταγγελία των συµβάσεων εργασίας των εναγουσών έγινε, επικουρικά, για την περίπτωση που κρινόταν τελεσίδικα, ως άκυρη, η πρώτη καταγγελία των συμβάσεων εργασίας που έλαβε χώρα, κατά τα προαναφερθέντα, τέλος Σεπτεμβρίου 2010 για την τέταρτη ενάγουσα και τον Οκτώβριο του 2010 για τις λοιπές, πράγµα που έγινε για το λόγο άρσης της υπερηµερίας, στην οποία περιήλθε η εναγοµένη από τις αρχικές άκυρες καταγγελίες. Με την ανωτέρω καταγγελία (δεύτερη) η εναγοµένη δήλωσε εκ νέου της βούλησή της να µην υπάρξει συνέχεια στη σύµβαση των εναγουσών προσφέροντάς τους τη νόµιµη πλέον αποζηµίωση. Η καταγγελία αυτή, για την οποία, όπως προαναφέρθηκε, τηρήθηκε ο έγγραφος τύπος και καταβλήθηκε η νόµιµη αποζηµίωση απόλυσης, είναι έγκυρη και ισχυρή, σύμφωνα και με τα όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, οπότε, εφόσον αυτή (η δεύτερη – επικουρική καταγγελία) έλαβε χώρα στις 26-10-2011, έκτοτε ξεκίνησε η τρίµηνη αποσβεστική προθεσµία αµφισβήτησης του κύρους της, η οποία παρήλθε άπρακτη στις 27-1-2012 (άρ. 6 παρ. 1 ν. 3198/1955, ΑΚ 240,241 παρ. 1,242,243 εδ. 2). Επήλθε, λοιπόν, η λύση των επίμαχων συµβάσεων εργασίας των εναγουσών με την εναγομένη από την ηµεροµηνία της ως άνω δεύτερης καταγγελίας (26-10-2011) µε αποτέλεσµα να µην οφείλονται έκτοτε σε αυτές µισθοί υπερηµερίας, καθώς, από την ημερομηνία αυτή και μετά, είχε αρθεί η υπερηµερία της εναγοµένης.

Επομένως, η άσκηση από τις ενάγουσες της ένδικης µε αρ. καταθ. …./29-9-2015 αγωγής τους ,η οποία επιδόθηκε στην εναγομένη στις 13-10-2015 (βλ. την υπ’ αρ. …./13-10-2015 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιµελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ……..),κατά το µέρος που ζητούν την αναγνώριση της υποχρέωσης της εναγοµένης εργοδότριας προς καταβολή µισθών υπερηµερίας για το χρονικό διάστηµα από 27-10-2011 και εφεξής καθώς και την αναγνώριση της υποχρέωσης επαναπασχόλησης των εναγουσών από τον ανωτέρω χρόνο (27-10-2011) και πέρα, έλαβε χώρα πολύ µεταγενέστερα από τη συµπλήρωση της προβλεπόµενης από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 του ν. 3198/1955 τρίµηνης αποσβεστικής προθεσµίας, δεδοµένου ότι αυτή άρχισε την 27-10-2011 και συµπληρώθηκε την 27-1-2012. Εφόσον, λοιπόν ,οι ανωτέρω αξιώσεις ασκήθηκαν εκπρόθεσμα, είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, όπως κρίθηκε και από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο.

΄Οσον αφορά, όμως, στο ένδικο χρονικό διάστηµα έως την 26η-10-2011, που προηγείται της έγκυρης επικουρικής καταγγελίας και για το οποίο έχει κριθεί µε δύναµη δεδικασµένου, σύµφωνα µε την υπ’ αρ. 1061/2013 τελεσίδικη απόφαση του Μονοµελούς Εφετείου Πειραιώς, ότι η εναγοµένη όφειλε να είχε απασχολήσει τις ενάγουσες λόγω της ακυρότητας της πρώτης ως άνω καταγγελίας των συµβάσεων εργασίας τους (επειδή δεν είχε καταβληθεί πλήρως η νόμιμη αποζημίωση), η εναγοµένη υποχρεούται σε καταβολή στις ενάγουσες αποδοχές υπερηµερίας και συγκεκριμένα τα παρακάτω χρηµατικά ποσά: α) για αποδοχές Αυγούστου του έτους 2011, στην τέταρτη ενάγουσα ποσό (47,40€ χ 25 ηµεροµίσθια =) 1.185,00 ευρώ και στην πέµπτη ενάγουσα ποσό 1.241,00 ευρώ (49,64χ 25 ημερομίσθια),β) για αποδοχές Σεπτεµβρίου του έτους 2011 στην πρώτη και δεύτερη ενάγουσα από (45,16€ χ 25 ηµεροµίσθια =) 1.129,00 ευρώ στην τρίτη και τέταρτη ενάγουσα από (47,40€ χ 25 ηµεροµίσθια =) 1.185 ευρώ και στην πέµπτη ενάγουσα (49,64€ χ 25 ηµεροµίσθια =) 1.241 ευρώ γ) για αποδοχές Οκτωβρίου του έτους 2011 στην πρώτη και δεύτερη ενάγουσα από (1.129€ χ 26 ηµέρες εργασίας : 30 ηµέρες µηνός) 978,47 ευρώ, στην τρίτη και τέταρτη ενάγουσα από (1.185€ χ 26 ηµέρες εργασίας: 30 ηµέρες µηνός) 1.027 ευρώ και στην πέµπτη ενάγουσα (1.241 € χ 26 ηµέρες εργασίας: 30 ηµέρες µηνός) 1.075,53 ευρώ, δ) για αναλογία επιδόµατος Χριστουγέννων έτους 2011 (από 1η-5 έως την 26η-10-2011) στην πρώτη και  δεύτερη των εναγουσών από [1.129,00 + (1.129 χ 0,041666 προσαύξηση επιδόµατος αδείας) = 1.176,04 χ 5,87 µήνες /8 =) 862,92 ευρώ, στην τρίτη και τέταρτη των εναγουσών από [1.185,00 + (1.185 χ 0,041666) = 1.234,37 χ 5,87 µήνες /8 =) 905,72 ευρώ και στην πέµπτη [1.241,00 + (1.241 χ 0,041666) = 1.292,71 ευρώ χ 5,87µήνες/8=] 948,53 ευρώ.

Πέραν των ως άνω ποσών που οφείλονται ,κατά τα προαναφερθέντα και έπρεπε να επιδικαστούν στις ενάγουσες, η εκκαλουμένη επιδίκασε και για επίδοµα αδείας έτους 2011 στην πρώτη και δεύτερη ενάγουσα από (45,16€ χ 13 ηµεροµίσθια =) 587,08 ευρώ, στην τρίτη και τέταρτη ενάγουσα από (47,40€ χ 13 ηµεροµίσθια =) 616,20 ευρώ και στην πέµπτη ενάγουσα (49,64€ χ 13 ηµεροµίσθια =) 645,32 ευρώ. Όμως, όπως προκύπτει από τα αναφερόμενα στην προαναφερθείσα υπ΄αρ. 4668/2011 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία έχει καταστεί αμετάκλητη, τα ποσά που αφορούν τα επιδόματα αδείας που δικαιούνται οι ενάγουσες για το έτος 2011, όπως αυτά είχαν ζητηθεί από αυτές, έχουν ήδη επιδικαστεί σε αυτές με την ως άνω απόφαση και καλύπτονται από το δεδικασμένο αυτής, οπότε εσφαλμένα τα επιδίκασε εκ νέου στις ενάγουσες το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση, η οποία πρέπει, γενομένου δεκτού του σχετικού προς τούτο δεύτερου (και τελευταίου) λόγου της έφεσης της εναγομένης, (υπ΄αρ. καταθ……/2017), ως βάσιμου, να εξαφανιστεί .

Όσον αφορά, όμως, στον πρώτο λόγο της ως άνω έφεσης της εναγομένης, δεν προέκυψε ότι οι ενάγουσες για το χρονικό διάστημα αυτό δηλ. μετά τη συμπλήρωση των 10 μηνών από την αρχική άκυρη απόλυσή τους που τους επιδίκασε μισθούς υπερημερίας η ως άνω απόφαση (4668/2011), ήτοι από τον Αύγουστο του 2011 και έως την ημερομηνία που έλαβε χώρα η επικουρική καταγγελία, έγκυρη πλέον, για το οποίο τους επιδικάστηκαν μισθοί υπερημερίας με την εκκαλουμένη απόφαση ήτοι έως και τον Οκτώβριο του 2011, συνολικά δηλ. για 3 μόλις μήνες ,(δεδομένου ότι για το περαιτέρω αιτούμενο από αυτές διάστημα, απορρίφθηκε η αγωγή, κατά τα προαναφερθέντα), περέλειψαν κακόβουλα να βρουν εργασία με σκοπό και μόνο να παραμείνουν άνεργες και εισπράττουν μισθούς υπερημερίας, έτσι ώστε να ασκείται καταχρηστικά το ένδικο δικαίωμά τους, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η εναγομένη με τον ως άνω λόγο της έφεσής της, διότι λαμβανομένης υπόψην της ηλικίας των εναγουσών, οι οποίες κατά το έτος 2011 ήταν 47,34,53,50 και 49 ετών, αντίστοιχα, καθώς και τις συνθήκες στο χώρο αγοράς εργασίας, ενόψει του ότι κατά το εν λόγω διάστημα είχε αρχίσει ήδη η έντονη οικονομική κρίση που πλήττει τη Χώρα τα τελευταία χρόνια, το δικαστήριο κρίνει ότι δεν ήταν εύκολο,τουλάχιστον έως τον ως άνω χρόνο, που τους επιδικάστηκαν μισθοί υπερημερίας με την εκκαλουμένη, να ανεύρουν εργασία.

            Περαιτέρω, με τον πρώτο λόγο της ως άνω (υπ΄αρ. καταθ…./2017) έφεσής τους, οι ενάγουσες ισχυρίζονται ότι δεδομένου ότι δεν νοείται άρση της υπερημερίας, όταν η άκυρη καταγγελία εδράζεται σε λόγους που δεν μπορούν να αρθούν  και ενόψει ότι η απόλυσή τους, κατά τους ισχυρισμούς της εναγομένης, έγινε για λόγους περικοπής του μισθολογικού κόστους, ο λόγος αυτός δεν μπορεί να εξακολουθεί να συντρέχει για δύο έτη ήτοι μεταξύ της πρώτης (άκυρης) καταγγελίας και της δεύτερης  επικουρικής), επομένως η άρση της υπερημερίας της αντιδίκου τους δεν μπορεί να επέλθει με την επικουρική καταγγελία. Ο λόγος αυτός ,όμως, της έφεσης, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι η ακυρότητα της πρώτης καταγγελίας οφείλεται, όπως δέχθηκε με δύναμη δεδικασμένου η προαναφερθείσα απόφαση, στην καταβολή, εκ μέρους της εναγομένης, μικρότερης από την οφειλόμενη στις ενάγουσες- εργαζόμενες αποζημίωσης απόλυσης, οπότε ο λόγος αυτός της ακυρότητας μπορεί να θεραπευτεί με νέα καταγγελία, αν καταβληθεί το υπόλοιπο οφειλόμενο ποσό για την συμπλήρωση της νόμιμης αποζημίωσης, όπως συνέβη εν προκειμένω, και συνεπώς να αρθεί η υπερημερία, καθώς η άκυρη καταγγελία εδράζεται στον ως άνω λόγο (καταβολή ελλιπούς αποζημίωσης)  που μπορεί να αρθεί, αντίθετα με τα ως άνω υποστηριζόμενα από τις εκκαλούσες –ενάγουσες.

Με τον δεύτερο λόγο της έφεσής τους ,οι ενάγουσες υποστηρίζουν ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο θα έπρεπε να εξετάσει και να δεχθεί ότι η τρίμηνη προαναφερθείσα αποσβεστική προθεσμία για την προσβολή της δεύτερης ως άνω καταγγελίας, εφόσον ήταν επικουρική, είχε ανασταλεί όσο διαρκούσε η αρχική δίκη, ήτοι έως την 29-11-2013 που εκδόθηκε τελεσίδικη (υπ΄ αρ.1061/2013) απόφαση. Όμως, κι αυτός ο λόγος της έφεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι δεν συνάγεται από καμία από τις σχετικές διατάξεις του νόμου, ότι επέρχεται τέτοια αναστολή, ούτε ότι υπάρχει αδυναμία προσβολής της εν λόγω επικουρικής καταγγελίας έως το πέρας της δίκης για την αρχική καταγγελία, η οποία είναι μια άλλη δίκη. Όπως αναφέρθηκε δε ρητά και στη μείζονα σκέψη, το κύρος της καταγγελίας αυτής (επικουρικής) δεν επηρεάζεται από τους λόγους ότι έγινε κατά το χρόνο που ο εργοδότης τελούσε σε υπερημερία ή κατά το χρόνο που η πρώτη καταγγελία δεν είχε ακόμη κριθεί τελεσίδικα ως άκυρη, αφού ευθέως ο εργοδότης αποβλέπει στη λύση της εργασιακής σύμβασης και άρση της υπερημερίας του. Επιπλέον, ο ισχυρισμός των εναγουσών, ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα θεώρησε την επίκληση εκ μέρους της εναγομένης της δεύτερης καταγγελίας ως αρνητικό του παραδεκτού της αγωγής ισχυρισμό, ενώ έπρεπε να τον θεωρήσει ως ένσταση, αλυσιτελώς προβάλλεται (με τον τρίτο λόγο της έφεσής τους) , διότι ακόμη, κι αν επρόκειτο για ένσταση, και πάλι δεν θα οδηγούσε η εξέτασή της στον ουσιαστικό έλεγχο του κύρους της επικουρικής καταγγελίας, όπως υποστηρίζουν οι εκκαλούσες με τον ως άνω λόγο της έφεσής τους, αφού και η αντένσταση των εναγουσών περί ακυρότητας της καταγγελίας αυτής, πρέπει, για να είναι παραδεκτή, να προβληθεί προ της παρέλευσης της ως άνω προθεσμίας (η οποία ελέγχεται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο), πράγμα που δεν συνέβη εν προκειμένω. Ενόψει δε του ότι με την εκκαλουμένη απόφαση κρίθηκε απαράδεκτο το αίτημα των εναγουσών, όσον αφορά τους αιτούμενους μισθούς υπερημερίας για το διάστημα μετά την δεύτερη καταγγελία, λόγω της μη τήρησης της νόμιμης προθεσμίας προσβολής της, όπως προεκτέθηκε, ορθώς δεν υπησείλθε στην ουσία της εξέτασης της συνδρομής των προϋποθέσεων της εγκυρότητας ή μη αυτής, οπότε ο σχετικός λόγος (τέταρτος) της κρινόμενης έφεσης των εναγουσών με τον οποίο υποστηρίζουν ότι κακώς η εκκαλουμένη δεν προέβη σε έλεγχο των ουσιαστικών προϋποθέσεων αυτής (επικουρικής καταγγελίας) και ειδικότερα της τυχόν καταχρηστικότητάς της, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Σε κάθε δε περίπτωση, ακόμη κι αν θεωρηθεί παραδεκτή η αγωγή των εναγουσών και ως το σημείο αυτό, η επικουρική καταγγελία στην οποία προέβη η εναγομένη, ώστε να αρθεί η υπερημερία της, είναι έγκυρη, διότι ο λόγος για τον οποίο κρίθηκε η πρώτη καταγγελία ως άκυρη (η μη καταβολή πλήρους αποζημίωσης) μπορεί να θεραπευτεί, αφού συμπληρώθηκε προσηκόντως (η αποζημίωση),όπως αναλύθηκε ανωτέρω, με τη νέα αυτή καταγγελία, η οποία αίρει πλέον την υπερημερία, σύμφωνα με τα αναφερθέντα και παραπάνω. Ούτε τίθεται ζήτημα καταχρηστικότητας της επικουρικής καταγγελίας αυτής, διότι όπως είχε διαγνωστεί με δύναμη δεδικασμένου η αρχική καταγγελία των συμβάσεων των εναγουσών–εργαζομένων από την εναγομένη εταιρίας, έγινε για λόγους οικονομοτεχνικούς της τελευταίας και δεν ήταν άκυρη λόγω καταχρηστικής άσκησής της ούτε λόγω μη τήρησης των διατυπώσεων του νόμου για τις ομαδικές απολύσεις, αλλά μόνο λόγω της μη καταβολής της προσήκουσας αποζημίωσης σε αυτές.

Εξάλλου, ο ισχυρισμός που προβάλλουν οι ενάγουσες με τον έκτο λόγο της κρινόμενης έφεσής τους, ότι η επικουρική καταγγελία διέπεται από το δεδικασμένο που αφορά την ακυρότητα της αρχικής καταγγελίας, εφόσον δεν προβληθεί διαδικαστικά πριν την τελεσίδικη κρίση περί αυτής ώστε να την αποτρέψει, είναι νομικά αβάσιμος, διότι η επικουρική καταγγελία γίνεται ακριβώς για την περίπτωση που γίνει τελεσίδικα δεκτή η ακυρότητα της αρχικής καταγγελίας, κατά τα προαναφερθέντα και στη μείζονα σκέψη. Τέλος, ο ισχυρισµός των εναγουσών, ο οποίος επανεφέρεται με τον πέμπτο και  τον έβδομο (και τελευταίο)  λόγο της ως άνω έφεσής τους, ότι η εναγόµενη έπρεπε να θέσει υπόψη του δευτεροβάθµιου δικαστηρίου που επιλήφθη κατόπιν ασκηθεισών εφέσεων της διαφοράς που είχε ανακύψει µεταξύ τους αναφορικά µε το κύρος της πρώτης καταγγελίας των συµβάσεων εργασίας τους το γεγονός ότι είχε προβεί σε δεύτερη – επικουρική καταγγελία, τυγχάνει επίσης απορριπτέος ως νομικά αβάσιµος, όπως καλώς έκρινε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αφού το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εξετάζει την υπόθεση μέσα στα πλαίσια των ορίων που τίθενται από τους  λόγους της έφεσης, οι οποίοι αφορούν σε σφάλµατα της πρωτόδικης απόφασης και όχι σε περιστατικά που συνθέτουν νέα διαφορά που ανακύπτει κατά τη διάρκεια της εκκρεµοδικίας, έστω κι αν αφορά τους ίδιους διαδίκους ή ανήκει µε αυτή στο ευρύτερο πλαίσιο της ίδιας βιοτικής διαφοράς. Ο ισχυρισμός των εναγουσών, στους ως άνω λόγους της έφεσής τους, ότι οι διάδικοι μπορούν να επικαλεστούν στην κατ΄έφεση δίκη οψιγενή πραγματικά περιστατικά εφόσον γεννήθηκαν μετά την πρώτη συζήτηση (όπως συμβαίνει με την επικουρική καταγγελία) και έχουν έννομες συνέπειες στην εκκρεμή δίκη, δεν είναι ορθός, διότι πέραν του ότι πρόκειται για δικαίωμα και όχι υποχρέωση των διαδίκων, τα οψιγενή περιστατικά πρέπει να σχετίζονται με την πρωτόδικη δίκη, ενώ εν προκειμένω η επικουρική καταγγελία δεν επηρέαζε το διάστημα για το οποίο είχαν ήδη επιδικαστεί μισθοί υπερημερίας με την ως άνω απόφαση (4668/2011) στις ενάγουσες λόγω της ακυρότητας της αρχικής καταγγελίας της σύμβασης εργασίας τους, αλλά μεταγενέστερο διάστημα που δεν αφορούσε εκείνη την υπόθεση .

Επομένως, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, η υπό στοιχείο (Α) με αρ. κατάθεσης 495/2017 έφεση των εναγουσών πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως ουσιαστικά αβάσιμη, εφόσον δεν κρίθηκε κανένας εκ των λόγων της ως βάσιμος.

Κατόπιν τούτων, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, στο βαθμό που κατέληξε σε διαφορετική κρίση με το παρόν, ήτοι σχετικά με την επιδίκαση του επιδόματος αδείας του έτους 2011 στις ενάγουσες – εκκαλούσες – εφεσίβλητες, εσφαλμένα εφήρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Πρέπει, συνεπώς, κατά το βάσιμο περί τούτου σχετικό δεύτερο λόγο της Β΄ ως άνω έφεσης (με αρ.καταθ. …./2017), να εξαφανισθεί. Ακολούθως, πρέπει να απορριφθεί η υπό στοιχείο Α΄ έφεση ( με αρ. καταθ. …./2017) ως ουσιαστικά αβάσιμη και να  γίνει δεκτή εν μέρει η υπό στοιχείο Β΄ έφεση (με αρ.καταθ. …./2017) ως βάσιμη και κατ΄ ουσίαν κι αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό και ερευνηθεί η ένδικη αγωγή, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα και ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί  η εναγομένη να καταβάλει σε κάθε μία από την  πρώτη και δεύτερη ενάγουσα το συνολικό ποσό των 2.970,39 ευρώ (1.129+ 978,47+ 862,92 ευρώ), στην τρίτη ενάγουσα το συνολικό ποσό των 3.117,72 ευρώ (1.185+1.027 + 905,72 ευρώ), στην τέταρτη ενάγουσα το συνολικό ποσό των 4.302,72 ευρώ (1.185+1.185+1027 + 905,72 ευρώ) και στην πέμπτη ενάγουσα το συνολικό ποσό των 4.506,06 ευρώ (1.241+1.241 + 1.075,53 + 948,53 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από 1η-1-2012 έως την εξόφληση. Πρέπει, τέλος, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας αυτών κι ανάλογα με την έκταση αυτής  (άρθρα 178, 183 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγουσών – εκκαλουσών, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους, εις βάρος της εναγομένης- εκκαλούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣυνεκΔικάζειτις υπ΄αρ. κατάθεσης. Α) …./2017 και Β) …./2017 εφέσεις,κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τις εφέσεις αυτές κατά το τυπικό τους μέρος .

Απορρίπτει την υπό στοιχείο Α΄ (υπ΄ αρ. καταθ. …./2017) έφεση κατ΄ ουσίαν.

Δέχεται  εν μέρει την υπό στοιχείο Β΄ (υπ΄ αρ. καταθ. …./2017) έφεση και κατάτο ουσιαστικό της μέρος.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ΄αρ. 3891/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε τη διαφορά των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών διαφορών).

Κρατεί την αγωγή.

Δικάζει επί της ουσίας αυτήν.

Απορρίπτει ότι κρίθηκε ως απορριπτέο.

Δέχεται εν μέρει την  αγωγή.

Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει α) στην πρώτη ενάγουσα, το ποσό των δύο χιλιάδων εννιακοσίων εβδομήντα ευρώ και τριάνταεννέα λεπτών (2.970,39 ευρώ),β) στην δεύτερη ενάγουσα το ποσό των δύο χιλιάδων εννιακοσίων εβδομήντα ευρώ και τριάντα εννέα λεπτών (2.970,39 ευρώ), γ) στην τρίτη ενάγουσα, το ποσό των τριών χιλιάδων εκατόν δέκα επτά ευρώ και εβδομήντα δύο λεπτών (3.117,72 ευρώ), δ) στην τέταρτη ενάγουσα, το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων τριακοσίων δύο ευρώ και εβδομήντα δύο λεπτών (4.302,72 ευρώ) και ε) στην πέμπτη ενάγουσα, το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων πεντακοσίων έξι ευρώ και έξι λεπτών (4.506,06 ευρώ), με το νόμιμο τόκο ,όλα τα προηγούμενα ποσά, από την1η-1-2012 έως την εξόφληση.

Επιβάλλει μέρος από τα δικαστικά έξοδα των εναγουσών και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, εις βάρος της εναγομένης ,τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ.

KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 15 Μαρτίου 2018 , απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

                 Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                               H  ΓPAMMATEAΣ